νέο παρουσίαση του microsoft office power point (2)

16
ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ Το σώμα των γενίτσαρων αποτέλεσε το πρώτο κυρίως σώμα στρατού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά, ο στρατός του σουλτάνου ήταν Τούρκοι οπλαρχηγοί και οικογενειακές φατρίες, που η αφοσίωσή τους στο σουλτάνο δεν ήταν πάντα δεδομένη. Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη για ένα επίλεκτο σώμα στρατού που θα ήταν πάντα αφοσιωμένο στο σουλτάνο. Αρχικά, οι πρώτοι γενίτσαροι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Στη συνέχεια, όμως, η επιλογή γινόταν με πολύ αυστηρά κριτήρια. Η προτίμηση ήταν σε Αλβανούς, Βόσνιους και Βούλγαρους. Αργότερα, ο θεσμός επεκτάθηκε σε Ελλάδα και Ουγγαρία. Οι γενίτσαροι μάθαιναν από μικροί ότι το σώμα είναι η μόνη τους οικογένεια και ότι ο σουλτάνος ήταν ο πατέρας τους. Αρχικά, δεν τους επιτρεπόταν να κάνουν οικογένεια και δεν είχαν το δικαίωμα της κληρονομιάς. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, απέκτησαν δύναμη και οι διάφοροι σουλτάνοι αναγκάστηκαν να τους παραχωρήσουν ολοένα και πιο πολλά δικαιώματα.... Από τον 17ο αιώνα και μετά, η δύναμή τους μεγάλωσε πολύ. Αυτοί αποφάσιζαν για θέματα στρατού, εμπλεκόντουσαν σε πολιτικές αποφάσεις και, σε πολλές περιπτώσεις, είχαν την απόλυτη κυριαρχία της κρατικής μηχανής. Είχαν αποκτήσει τεράστια περιουσία από παράνομες και παραστρατιωτικές δραστηριότητες και είχαν πάψει, πλέον, να είναι αποτελεσματικοί στη μάχη. Μάλιστα, ο θεσμός είχε γίνει σχεδόν κληρονομικός, καθώς έμπαιναν στο σώμα οι γιοι των γενίτσαρων, που δεν είχαν τα ποιοτικά κριτήρια για να τους κάνουν αξιόμαχους. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητά τους ως πολεμική μηχανή είχαν ξεπεράσει τα όρια. Όχι μόνο αυτό, αλλά ενώ τον 15ο αιώνα δεν ήταν παρά 20.000, το 1820 αριθμούσαν περίπου 135.000. Οι συντάξεις και οι μισθοί

Upload: argkoudos

Post on 04-Aug-2015

682 views

Category:

Education


0 download

TRANSCRIPT

ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ Το σώμα των γενίτσαρων αποτέλεσε το πρώτο κυρίως σώμα στρατού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αρχικά, ο στρατός του σουλτάνου ήταν Τούρκοι οπλαρχηγοί και οικογενειακές φατρίες, που η αφοσίωσή τους στο σουλτάνο δεν ήταν πάντα δεδομένη. Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη για ένα επίλεκτο σώμα στρατού που θα ήταν πάντα αφοσιωμένο στο σουλτάνο.Αρχικά, οι πρώτοι γενίτσαροι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Στη συνέχεια, όμως, η επιλογή γινόταν με πολύ αυστηρά κριτήρια. Η προτίμηση ήταν σε Αλβανούς, Βόσνιους και Βούλγαρους. Αργότερα, ο θεσμός επεκτάθηκε σε Ελλάδα και Ουγγαρία.

Οι γενίτσαροι μάθαιναν από μικροί ότι το σώμα είναι η μόνη τους οικογένεια και ότι ο σουλτάνος ήταν ο πατέρας τους. Αρχικά, δεν τους επιτρεπόταν να κάνουν οικογένεια και δεν είχαν το δικαίωμα της κληρονομιάς. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, απέκτησαν δύναμη και οι διάφοροι σουλτάνοι αναγκάστηκαν να τους παραχωρήσουν ολοένα και πιο πολλά δικαιώματα.... Από τον 17ο αιώνα και μετά, η δύναμή τους μεγάλωσε πολύ. Αυτοί αποφάσιζαν για θέματα στρατού, εμπλεκόντουσαν σε πολιτικές αποφάσεις και, σε πολλές περιπτώσεις, είχαν την απόλυτη κυριαρχία της κρατικής μηχανής. Είχαν αποκτήσει τεράστια περιουσία από παράνομες και παραστρατιωτικές δραστηριότητες και είχαν πάψει, πλέον, να είναι αποτελεσματικοί στη μάχη. Μάλιστα, ο θεσμός είχε γίνει σχεδόν κληρονομικός, καθώς έμπαιναν στο σώμα οι γιοι των γενίτσαρων, που δεν είχαν τα ποιοτικά κριτήρια για να τους κάνουν αξιόμαχους.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητά τους ως πολεμική μηχανή είχαν ξεπεράσει τα όρια. Όχι μόνο αυτό, αλλά ενώ τον 15ο αιώνα δεν ήταν παρά 20.000, το 1820 αριθμούσαν περίπου 135.000. Οι συντάξεις και οι μισθοί από τον κρατικό προϋπολογισμό ήταν ένα πολύ μεγάλο βάρος. Μάλιστα, πολλοί έπαιρναν κρατικό μισθό, ενώ δεν υπηρετούσαν καν στο στράτευμα.Το 1826 ο σουλτάνος Μαχμούτ ΙΙ κατάφερε να καταστρέψει το σώμα, παγιδεύοντάς τους με τη βοήθεια του ιππικού στα διαμερίσματά τους στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, το πυροβολικό τους αποτελείωσε. Πέρασαν αλλά δυο χρόνια, πριν ο σουλτάνος εξαφανίσει δια πάντως κάθε ίχνος τους από το τουρκικό στράτευμα. Οι τελευταίες εκτελέσεις γενίτσαρων έγιναν στη Θεσσαλονίκη.

IΔΡΥΣΗ Το σώμα αυτό πρωτοσυστάθηκε από τον Σουλτάνο Ορχάν, το 1327 ως απειθάρχητα πεζικά

τάγματα τα λεγόμενα "γιαγιά" (yaya). Σημειώνεται ότι ο οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο. Καθώς όμως το Σουλτανάτο επεκτείνονταν οι άρχοντες των φυλών αυτών διορίστηκαν "αφέντες των συνόρων" φέροντας τον τίτλο του "Ουτς μπέη" ή "Ούτσμπεη", προκειμένου αυτοί να διευρύνουν την επικράτεια. Όμως ο Ορχάν και ιδιαίτερα ο γιος του Οσμάν αντιλήφθηκαν την ανάγκη μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης που θα εξασφάλιζε την αφοσίωση αλλά και την ισορροπία μεταξύ των φυλών. Έτσι από το 1338 υφίστανται τα πεζικά τάγματα "γιαγιά" και οι ιππείς που συγκροτούσαν το "μουσελέμ" (= ιππικό). Το 1362 ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄ επέβαλε το "νόμο του ενός πέμπτου" γνωστός ως "Πεντζχίκ κανονού" εισάγοντας νέο φορολογικό σύστημα. Προέκταση αυτού ήταν και η εφαρμογή του επί των αιχμαλώτων. Έτσι κατ΄ απομίμηση του συγκροτηθέντος από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό βυζαντινού επίλεκτου τάγματος των "ανδρειωμένων αγγούρων" ξεκίνησε και η επιλογή των "νέων στρατιωτών" που γίνονταν σε μορφή παιδομαζώματος που συστηματοποιήθηκε όμως επί Σουλτάνων Σελήμ Α΄ και Σουλεϊμάν Α΄, περί τον 15ο αιώνα.

Οργάνωση

Γενίτσαροι βαθμοφόροι ήταν οι λεγόμενοι "Τουρνατζή μπασή" ή "τουρνατζή μπασήδες" που δρούσαν ως στρατολόγοι των ομορφότερων και ευρωστότερων παιδιών από τους καταλόγους που παρέδιδαν οι δημογεροντίες. Στη συνέχεια ακολουθούσε ο εξισλαμισμός και τα μεν ευφυέστερα παραχωρούνταν στη Σουλτανική Αυλή, τα δε άλλα συγκροτούσαν τους "ατζαμί ογλάν" (= αδαείς, προπαιδευόμενοι) που εκπαιδεύονταν σε ειδικά στρατόπεδα στην ισλαμική πίστη, την πειθαρχία, την σκληραγωγία μετά το πέρας των οποίων εισέρχονταν στο σώμα των γενιτσάρων.

Έτσι το (πρώτο) σώμα ήταν των νεοσυλλέκτων, το λεγόμενο "Ατζαμί οτζαγί", όπου μετά την κατ΄ άτομο ορκομωσία εισέρχονταν στο τάγμα των Γενιτσάρων, το λεγόμενο "Γενίτσερι οτζαγί", που αποτελούνταν αρχικά από 1000 Γενίτσαρους οργανωμένοι σε 10 λόχους (μπελούκ), που καθένας περιελάμβανε 100 Γενίτσαρους. Διοικητής του κάθε λόχου ήταν ο γιαγάμπασι ή γιαγιάμπασης (διοικητής πεζικού). Στρατιωτική οργάνωση η λεγόμενη "Σεκμπάν Μπουλουκλερί" με 34 μπελούκ (λόχους) πεζικού και ένα λόχο ιππικού. ακόμη μία στρατιωτική δύναμη η λεγόμενη "Αγά Μπουλουκλερί" με συνολική δύναμη 62 μπελούκ. Έτσι στο απώγειο της δύναμης των γενιτσάρων υπήρχαν οι 100 τακτικές ορτάδες (των 100 ατόμων καθεμιά), το "Σεκμπάν Μπουλουκλερί Ορτασί" με 35 λόχους των 50 ατόμων έκαστος και το "Αγά Μπουλουκλερί Ορτασί" με 61 λόχους των 50 ατόμων έκαστος. Συνολική δύναμη 14.880 άνδρες.

Γενικός διοικητής όλων των μονάδων των Γενιτσάρων ήταν ο "Γενίτσαρι Αγασί" ή "Γενίτσαρι Αγάς" που ήταν υπεύθυνος για τη στρατολόγηση των "ατζαμί", την εκπαίδευσή τους, τη΄συνεχή εκπαίδευση όλων των ταγμάτων, την ασφάλειά κατά τις μετακινήσεις τους, τη στρατιωτική τακτική, καθώς και για όλα τα θέματα διοικητικής μέριμνας, (τροφοδοσίας, διανομής λαφύρων, πληρωμών κ.λπ). Οι πληρωμές γίνονταν ανά τρίμηνο στα Ανάκτορα (Καπού).

Για τους γενίτσαρους απαγορευόταν άλλο επάγγελμα και η δημιουργία οικογένειας και όλοι οι στρατολογημένοι εξισλαμίζονταν. Σταδιακά απέκτησαν μεγάλη πολιτική δύναμη έναντι των Σουλτάνων. Οι γενίτσαροι, εξισλαμισθέντες πλέον, γίνονταν οι πιο φανατικοί πολεμιστές καθώς μάλιστα, τίποτε δεν τους συνέδεε με την ομαλή οικογενειακή και κοινωνική ζωή αφού λησμονούσαν γονείς και γενέτειρα γη, με συνέπεια να θεωρούνται οι φανατικότεροι αλλά και οι καλύτεροι υπερασπιστές του εκάστοτε Σουλτάνου.

Στο διάστημα 1609-1635 υπήρξε δραστική αύξηση αριθμού γενιτσάρων εις βάρος των σπαχήδων. Από 1000 γενίτσαρους στην αρχή του θεσμού δημιουργούνται 100.000+ (πεζικό) και από 70.000 σπαχήδες μειώνονται σε λιγότερους από 9000 (ιππικό). Αυτό επιτυγχάνεται με το παιδομάζωμα (ηλικίες 5-8 ετών).Σκοπός είναι πλέον ο έλεγχος των απομακρυσμένων εδαφών (άμυνα) και όχι η περαιτέρω επέκταση.

Κατά το 1600 άρχισαν να εισέρχονται στα σώματα των Γενίτσαρων Μουσουλμάνοι κυρίως με δωροδοκίες, ενώ κατά τον 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής έγινε κληρονομικό και η στρατολόγηση Χριστιανών σταδιακά σταμάτησε. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός έχει πλέον εκφυλιστεί, καθώς μειώθηκε ακόμη και ο σεβασμός τους προς το Σουλτάνο. Πολλές φορές σήκωσαν κεφάλι ενάντια στο οθωμανικό κράτος και τους αξιωματούχους του γυρεύοντας όλο και περισσότερα προνόμια και μισθούς. Έφθασαν ως την εκτέλεση ενός σουλτάνου

ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, κάθε παιδί αρ σενικό,

οποιασδήποτε φυλής της γης, γεννιέται, από τη φύση, υ ποχρεωτικά δηλαδή γεννιέται μουσουλμάνος. Το μουσουλμανικό κράτος αναλαμβάνει την ιερή υποχρέω ση να λάβει πρόνοια για τη «σωτηρία της ψυχής του». Για να πραγματοποιηθεί «η σωτηρία της ψυχής» του μι κρού αυτού παιδιού, έχει υποχρέωση το μουσουλμανικό κρά τος να το πάρει υπό την προστασία του, απομακρύνοντάς το ακόμη και με τη βία από τους γονείς του, και να το αναθρέψει σύμφωνα με τις επιταγές του Κορανίου.

Η παραπάνω θεωρία, που ανέπτυξε και διέδωσε στον μου σουλμανικό κόσμο ο Ιμάμης του Ικονίου τον 13ο αιώνα, δη μιούργησε το παιδομάζωμα.

Το παιδομάζωμα επί Τουρκοκρατίας ήταν, σύμφωνα με τους Έλληνες ιστοριογράφους, πολύ μισητό ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό. Αντίθετα, όμως, πολλοί ξένοι ιστοριογράφοι τονίζουν ότι, για πολλούς γονείς, ήταν ο μοναδικός τρόπος κοινωνικής ανόδου και διαφυγής από τη σκληρή ζωή πείνας για τα παιδιά τους. Τα όρια ηλικίας των αγοριών, όπως καταγράφονται σε διαφορετικές πηγές, εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις, ενώ αναφέρεται ως κατώτατη ηλικία αυτή των οκτώ ετών και ως ανώτατη των είκοσι. Μεταγενέστερα οθωμανικά έγγραφα, του 17ου αιώνα, συγκεκριμενοποιούν τα όρια μεταξύ 15-20 ετών[1]. Ως προς τη συχνότητά του, αρκετές αναφορές υποστηρίζουν πως το παιδομάζωμα συνέβαινε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κάθε πέντε χρόνια ή κατά άλλες εκτιμήσεις ετησίως. Περισσότερο πιθανό μοιάζει πως οργανωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες των σουλτάνων. . Αντιφατικές είναι επίσης οι αναφορές στο πλήθος των παιδιών που τελικά στρατολογούνταν. Αρκετές υποστηρίζουν, μάλλον λανθασμένα, πως στρατολογούνταν μία συγκεκριμένη αναλογία παιδιών, με εκτιμήσεις που κυμαίνονται από ένα ανά πέντε αγόρια, έως ένα ανά τρία. Φιρμάνι των αρχών του 16ου αιώνα μαρτυρά πως εκείνη την εποχή ο αριθμός των παιδιών καθοριζόταν εκ των προτέρων και υπολογιζόταν να είναι ένα αγόρι 14-18 ετών ανά 40 οικογένειες.

Η πρακτική του παιδομαζώματος δεν εφαρμοζόταν στην Ιστανμπούλ ή σε άλλες μεγάλες πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ούτε ακόμα σε τέκνα τεχνιτών σε αγροτικές περιοχές, από το φόβο πως κάτι τέτοιο θα ήταν επιζήμιο για το εμπόριο. Υπάρχουν παράλληλα ενδείξεις πως γονείς αστικών περιοχών κατέφευγαν σε δωροδοκία ή έστελναν τα παιδιά τους σε άλλες περιοχές προκειμένου να υποστούν το παιδομάζωμα, ώστε εκείνα να εξασφαλίσουν μέσα από αυτό την ανέλιξή τους. Τα παιδιά που στρατολογούνταν κάθε χρόνο μαθήτευαν σε ειδικές σχολές στην Κωνσταντινούπολη. Η προγραμματισμέ νη ανατροφή και εκπαίδευση, που έπαιρναν στις σχολές αυτές, δημιουργούσε στις ψυχές τους θρησκευτικό μουσουλμανικό ακατασίγαστο φανατισμό και τυφλή υπακοή στον μοναδικό τους αφέντη, τον σουλτάνο. Από το παιδομάζωμα εξαιρούνταν οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, είτε ως αποτέλεσμα συμφωνίας είτε διότι η πλειοψηφία ζούσε στις πόλεις. Το 1601 με φιρμάνι της Υψηλής Πύλης προς τις οθωμανικές αρχές της Ρούμελης, που είχε ημερομηνία 29 Μαρτίου, ορίζεται ότι: «Οι νέοι των απίστων (που προορίζονται για γενίτσαροι) έπρεπε να είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι... Όταν κανείς αντιστεί εις την παράδοσιν των γενιτσάρων ν' απαγχονίζεται ευθύς εις το κατώφλι της θύρας του...». Με την πάροδο του χρόνου, η αυστηρότητα της εκλογής των ανήλικων παιδιών, της ανατροφής και εκπαίδευσής τους χαλαρώθηκε. Στα τέλη του 17ου και ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα, Γενίτσαρος μπορούσε να γίνει κάθε νεαρός μου σουλμάνος, ακόμη και ενήλικος. Πρώτος επιχείρησε να το καταργήσει ο σουλτάνος Οσμάν Β' το 1622 και στη συνέχεια ο Μουράτ Δ' το ανέστειλε. Αν και ουσιαστικά εξαλείφθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα, απόπειρες παιδομαζώματος καταγράφονται μέχρι τις αρχές του 18ου[3]. Το τελευταίο καταγεγραμμένο παιδομάζωμα είναι αυτό που επιχειρήθηκε στη Νάουσα το 1705[1], όπου μετά τη εξέγερση των Ναουσαίων υπό τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και την αδιάκριτη δολοφονία μουσουλμάνων στον κάμπο της Ημαθίας, οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σχέδιο. Αυτό είναι το τελευταίο γνωστό περιστατικό παιδομαζώματος.

ΓΕΡΛΗΔΕΣ Από τη δράση των διαφόρων Γερλη-αγάδων γνωστότερη είναι η εκστρατεία του Γερλήαγα

Ομέρ στα Σφακιά το 1821, κατά την οποία υπέστη μεγάλη καταστροφή η περιοχή της Αμπέλου. Γενικότερα, μαζί και με τους αυτοκρατορικούς γενίτσαρους, είχαν τη φήμη ότι δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό [5].

Τον τουρκικό στρατό της Κρήτης αποτελούσαν δύο κυρίως τάξεις γενιτσάρων, οι αυτοκρατορικοί γενίτσαροι (kapu-kulu) και οι εντόπιοι γενίτσαροι, οι λεγόμενοι γερλήδες (yerli yeniceri)

Ο αρχηγός των αυτοκρατορικών γενιτσάρων είχε τον τίτλο του «Γενιτσάρ-αγασί», ενώ των γερλήδων του «Γερλή-αγασί». Η διοικητική ιεραρχία στα γενιτσαρικά τάγματα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη. Στον Χάνδακα υπήρχαν πέντε τάγματα ή ορντάδες αυτοκρατορικών γενιτσάρων, που το καθένα είχε δύναμη 5000 ανδρών, και 28 οντζάκια (στρατώνες) γερλήδων γενιτσάρων. Στην πόλη των Χανίων, υπήρχαν τρεις ορντάδες (τάγματα) Γιανίτσαρων. Βέβαια ο αριθμός των ορντάδων δεν ήταν πάντα σταθερός σε όλες τις εποχές. Σε μια έκθεση του 1783 αναφέρεται ότι στα Χανιά υπήρχαν 3600 γενίτσαροι, χωρισμένοι σε πέντε ορντάδες και ότι στην πόλη υπηρετούσαν 1200 γερλήδες και 1150 στρατιώτες του πεζικού.[1]

Κάθε Γενίτσαρος κατατασσόταν σ’ έναν από τους ορντάδες (τάγματα) και ορκιζόταν στο Ιερό Καζάνι του Ορντά.Το καζάνι αυτό ήταν το καζάνι όπου παρασκευαζόταν το φαγητό των Γενίτσαρων. Κάθε ορντάς είχε ένα καζάνι. Ό,τι συμβολί ζει, σήμερα, η σημαία κάθε κράτους, συμβόλιζε για κάθε Γενίτσαρο το καζάνι του ορντά, όπου ήταν καταταγμένος. Το ιερό αυτό σύμβολο το μετέφερε στις πορείες και εκστρατείες επίλε κτη φρουρά του ορντά και πάντοτε προπορευόταν.

Ως μέλος του ορντά ο νέος Γενίτσαρος είχε υποχρέωση να πληρώνει στον αρχηγό του ορντά (Γιανιτσάραγα) ένα χρηματικό ποσό κάθε χρόνο και αμέσως αποκτούσε το δικαίωμα, στο Μπαϊράμι να παίρνει από το Ιερό Καζάνι του ορντά μια κουταλιά πιλάφι και να συντρώγει με τους άλλους Γενίτσαρους του ίδιου ορντά.Το καζάνι του ορντά είχε τέτοια ιερότητα, ώστε δημιουρ γήθηκε άγραφος μα και ακατάλυτος θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο αν ένας θανατοποινίτης, οποιασδήποτε φυλής και θρη σκείας κατόρθωνε να πλησιάσει το καζάνι και να το ακουμπήσει με το χέρι του, αμέσως του χαριζόταν η ποινή και κανείς, ούτε ά τομο ούτε κρατικός λειτουργός ούτε και αυτός ακόμη ο σουλ τάνος, δεν μπορούσε, ποτέ πια, να τον τιμωρήσει ή και να τον ε νοχλήσει. Ο τυχερός αυτός κατάδικος προστατευόταν από τους Γενίτσαρους.Το πλύσιμο και το γάνωμα του καζανιού γινόταν με ειδική τελετή. Επίσης ειδική τελετή γινόταν όταν ένας ορντάς απο κτούσε για πρώτη φορά καζάνι. Η μεγαλύτερη ύβρις, η μεγαλύ τερη προσβολή για τους Γιανίτσαρους ενός ορντά, ήταν να χά σουν το καζάνι ή να πέσει αυτό στα χέρια του εχθρού.Ο αρχηγός του ορντά (Γιανιτσάραγας) είχε τον τίτλο του α γά και ασκούσε απεριόριστη εξουσία σε όλα τα μέλη του ορ ντά.Ο Γιανιτσαρισμός, ως στρατιωτικός θεσμός, άρχισε να χάνει τη σημασία του και τον αρχικό του προορισμό από τα μέσα του 18ου αιώνα. Από όργανο δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταβλήθηκε τότε σε όργανο κρατικής σαπί λας και αυτοκαταστροφής. Οι Γιανίτσαροι είχαν πάψει να λαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση που λάμβαναν στις ειδικές σχολές της Κωνσταντινούπολης. Έπαψαν οι ορντάδες να αποτελούνται από παιδιά χριστιανών.

Η αγριότητα των γενιτσάρων της Κρήτης υπήρξε παροιμιώδης και μοναδική. Καμιά περιοχή του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, με εξαίρεση, ίσως, τη Μακεδονία, δεν αντιμετώπισε τόση ωμότητα. Οι γενίτσαροι της Κρήτης, τόσο οι αυτοκρατορικοί, όσο και οι εντόπιοι, οι γερλήδες, δεν υπάκουαν σε κανένα νόμο και δεν ανέχονταν κανένα περιορισμό.Στην πρώτη περίοδο της κυριαρχίας των Τούρκων στα Χανιά (1645-1830), η κοινωνική ζωή των κατοίκων ρυθμιζόταν από το κέφι των Γιανίτσαρων, των Κρητογιανίτσαρων, των αγάδων και μπέηδων.Περιφρονούσαν και καταπατούσαν και αυτά ακόμη τα σουλτανικά διατάγματα. Η κατά τόπους εξουσία των πασάδων, που αντιπροσώπευαν τη σουλτανική διοίκηση, ήταν σκιώδης και πολλές φορές απλώς συμβατική. Το γεγονός ότι υπήρχαν στο νησί τρεις ανεξάρτητοι πασάδες ενίσχυε τις παρανομίες των γενίτσαρων. Καμιά επιβολή δεν είχαν στην ασυδοσία των γενίτσαρων, για τους οποίους ο μόνος νόμος ήταν η θέληση και οι άνομες επιθυμίες τους. Ο R. Pashley παραθέτει αποσπάσματα από το αρχείο του γαλλικού προξενείου στα Χανιά, σχετικά με τη δράση τους: «18 Δεκεμβρίου 1819. Οι άτακτοι στρατιώτες της πύλης αποτόλμησαν, ως συνήθως, μια πράξη απειθαρχίας από τις πιο εντυπωσιακές. Αρνήθηκαν να υπακούσουν στις επιθυμίες του Μεγάλου ΄Αρχοντα, οι οποίες περιλαμβάνονται σε δύο φιρμάνια που εξέδωσε η κυβέρνηση της Υψηλότητάς του.»

«Στη συνέχεια λοιπόν (μετά την άφιξη του νέου πασά), οι κακοί υπήκοοι, που είναι όλοι γενίτσαροι, και τους οποίους αποκαλούν Παληκάρια επειδή είναι φονιάδες, φοβήθηκαν ότι αν αποδεχθούν την εξορία θα τους αναγκάσουν να ακολουθήσουν το στράτευμα, και ότι αν πάλι μείνουν χωρίς καμμία υποστήριξη θα είναι έρμαια του πασά πού θα τους μεταχειρίζεται άσχημα. Οι αγάδες από την πλευρά τους έβλεπαν με ανησυχία την αναχώρηση των σωματοφυλάκων, τους οποίους χρησιμοποιούσαν για να πτοήσουν, όταν ήταν αναγκαίο, τον πασά. Αυτό πού είναι βέβαιο είναι ότι αν από καιρού εις καιρόν ή τουρκική κυβέρνηση δεν αποκεφαλίζει μερικούς σε αυτή την πόλη δεν θα έχουμε ποτέ ησυχία».»Το σώμα των γενίτσαρων αποτελείται από ντόπιους όλων των τάξεων. Είναι άμισθοι και συνήθως κακοί και σκληροί. Αυτοί που έχουν κάνει τα περισσότερα εγκλήματα είναι περιζήτητοι στα συντάγματα και χαίρουν της προστασίας των αρχηγών και των αγάδων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν, όταν είναι ανάγκη, είτε για να ξυλοκοπήσουν είτε για να δολοφονήσουν αυτούς που δεν συμπαθούν είτε πάλι για να υποκινήσουν στάσεις ενάντια στους υψηλοβάθμιους υπαλλήλους της Πόρτας, όπως είναι ο πασάς, ο γενίτσαρος αγάς, ο μουφτής ή ο κάδης, που τελικά παραιτούνται από τη θέση τους ή φεύγουν ντροπιασμένοι».Οι παραπάνω βιαιότητες, καθώς και ο φόβος ότι οι αγάδες και οι αρχηγοί των σωμάτων θα τους στερήσουν τα προνόμια που συνδέονται με τα αξιώματα που αγοράζονται στην Τουρκία, αναγκάζουν τον γενίτσαρο αγά, τον καδή, τον μουφτή, και τους άλλους Υπαλλήλους της Πόρτας να είναι πολύ ανεκτικοί απέναντί τους, και να υποχωρούν στις απαιτήσεις τους. Συνεπώς η εξουσία του πασά είναι μηδαμινή σε αυτόν τον τόπο, ενώ οι αγάδες και οι αρχηγοί των σωμάτων προπη λακίζουν όποιον θέλουν, χωρίς κανείς να τολμά να παραπονεθεί, οι κακοποιοί του κάθε σώματος παραδίδονται σε ακρότητες και μπαίνουν στα σπίτια των ραγιάδων και τους μεταχειρίζονται όπως θέλουν.

Ο Ι. Κονδυλάκης, στους Τουρκοκρητικούς αναφέρει: «Και να σκεφθή κανείς ότι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί των χριστιανών είναι Κρήτες, Έλληνες την καταγωγήν, χριστιανών απόγονοι. Φαίνεται ότι τους καταδιώκει και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν η κατάρα και το ανάθημα των προγόνων αυτών, οίτινες αψηφούντες τους διωγμούς και τα μαρτύρια ενεκαρτέρησαν εις το πάτριον θρήσκευμα».[12] Σε τέτοια μάλιστα αχαλίνωτη ασυδοσία είχαν φτάσει οι «ξεκουκούλωτοι»,[13] όπως ονομάζονταν οι γενίτσαροι της Κρήτης, που συχνά απειλούσαν και την ίδια τη ζωή των πασάδων. Το 1690 δεν δίστασαν να δολοφονήσουν τον πασά των Χανίων, τον Σουλφικάρ, γιατί επιχείρησε να περιορίσει τις αυθαιρεσίες τους και να εφαρμόσει το νόμο. Η κατάσταση έγινε αφόρητη μετά το 1750. Οι χρόνοι που θα ακολουθήσουν, και ως τις παραμονές της μεγάλης επανάστασης του 1821, θα είναι η περίοδος της σκληρότερης δοκιμασίας του κρητικού λαού, μια εποχή αχαλίνωτου γενιτσαρισμού.Οι περιηγητές περιγράφουν φρικώδη περιστατικά και οι ιστορικοί της Κρήτης δεν κουράζονται να εξιστορούν τις γενιτσαρικές βιαιότητες και τις κτηνώδεις πράξεις εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Οι σουλτανικές διαταγές δεν αρκούσαν για την περιστολή της γενιτσαρικής ασυδοσίας. Ορισμένοι μάλιστα γενίτσαροι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξαν διαβόητοι για τα κακουργήματά τους και έμειναν στη μνήμη και στα τραγούδια του λαού. Ο Αληδάκης στα Χανιά, ο Αρίφ Αγάς στο Ρέθυμνο, ο Μπεντρή εφέντης και ο Χάνιαλης στο Ηράκλειο, ο Μεμέτ Αγάς ή Μεμέτακας στη Σητεία, ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία των γενίτσαρων. Ο αριθμός των ντόπιων γενίτσαρων είχε αυξηθεί μετά τα Ορλωφικά. Πολλοί Τουρκοκρήτες γράφονταν πλέον στα γενιτσαρικά τάγματα.Το 1812 η Υψηλή Πύλη πήρε την απόφαση να επέμβει δυναμικά και να πατάξει αμείλικτα τους ατίθασους γενίτσαρους της Κρήτης. ΄Εστειλε τότε στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν πασά, ο οποίος κατόρθωσε να εξολοθρεύσει πολλούς γενίτσαρους με απαγχονισμό και πήρε γι’ αυτό τη χαρακτηριστική προσωνυμία «Πνιγάρης».

Πριν από την άφιξη του Οσμάν πασά, γράφει ο Pashley, άλλωστε, εκτόξευαν σφαίρες τυλιγμέ νες σε ένα χαρτί που έγραφε το ποσόν το οποίο έπρεπε να πληρώσουν, και αν οι παραλήπτες του σημειώματος δεν πλήρωναν, τότε δολοφονούνταν ασελγώς. Αυτά τα διεφθαρμένα άτομα είχαν φτάσει στο σημείο να παίζουν με τα όπλα, πυ ροβολούσαν δηλαδή από τα τείχη της πύλης τα άτομα που παρουσιάζονταν για να μπουν, και στοιχημάτιζαν από ποια πλευρά θα πέσει το θύμα τους.Τη συμπεριφορά των Γενίτσαρων εκφράζει παραστατικά και η ρήση τους: «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις και αυτό θα μου το χαρίσεις».Οι συνθήκες ζωής των χριστιανών στο Μεγάλο Κάστρο δεν διέφεραν πολύ από τα Χανιά. Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα της αλληλογραφίας του γάλ λου προξενικού πράκτορα στο Μεγάλο Κάστρο κ.Boze, με τον Γάλλο πρόξενο στα Χανιά κ. Roussel:«4 Αύγουστου 1806. Εδώ βασιλεύει φοβερή αναρχία. Οι κακοποιοί κάνουν ένα σωρό εγκλήματα. Δεν ακούμε τίποτα άλλο από δολοφονίες και αδικίες». «30 Μαρτίου 1807. Οι κακοποιοί μόλις δολοφόνησαν ακόμα δύο ταλαίπω ρους ΄Ελληνες σε ένα χωριό κοντά στην πόλη. Ο πασάς έστειλε έναν μπαϊραχτάρη να κατεδαφίσει τα σπίτια των δολοφόνων και να δημεύσει την περιουσία τους».«18 Ιουνίου 1807. Ούτε εδώ ούτε στα χωριά σταματούν να τραυματίζουν, να ακρωτηριάζουν και να δολοφονούν».

Το γεγονός εντυπωσίασε και τους χριστιανούς, καθώς και το γεγονός πως ερχόμενος στα Χανιά δεν σταμάτησε να αποτήσει φόρο τιμής στο Μαυσωλείο Μπαρμπούς, κάτι που όλοι οι μουσουλμάνοι όφειλαν να πράξουν, και δημιουργήθηκε ο θρύλος ότι, ο περίεργος αυτός πασάς, ήταν κρυπτοχριστιανός, αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου ονομαζόμενος Βασίλειος, ο οποίος παρακολούθησε, πριν από τη σφαγή, τη θεία λειτουργία στα υπόγεια του σεραγιού του στα Χανιά και κοινώνησε από τα χέρια του έντρομου κρητικού ιερέα.Για τη σκανδαλώδη πράγματι συμπεριφορά του οι Τούρκοι του Ρεθύμνου τον αποκαλούσαν χλευαστικά «Παπαγιάννη».Την πολιτική του Χατζή Οσμάν πασά ακολούθησε και ο διάδοχός του, ο Ρεσίτ Μουσταφά Πασάς, ο γνωστός Κιουταχής, που δάμασε αργότερα και τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ως σερασκέρης της Κρήτης, ο Κιουταχής (1815-1816), εξόντωσε με απαγχονισμό πολλούς ατίθασους γενίτσαρους.