Η εφεύρεση του Μορέλ - adolfo bioy casares

79
ADOEFO ΒΙΟΥ CASARES J, L.BOR@ES ΑΓΡΑ ί) Lia:

Upload: aiol

Post on 15-Mar-2016

262 views

Category:

Documents


36 download

DESCRIPTION

Γραμμένο από έναν απαράμιλλο στιλίστα, φίλο και συνοδοιπόρο του Μπόρχες στις μαγικές περιπλανήσεις στα πιο εκθαμβωτικά τοπία του φανταστικού, αυτό το κλασικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε νέα μετάφραση, πάντα σφριγηλό και ερεθιστικό, πάντα ανήσυχο και ανησυχητικό, πάντα διερευνητικό και αξιοπερίεργο. Συνδυάζοντας τις καλύτερες τεχνικές της αγγλοσαξονικής παράδοσης της λογοτεχνίας μυστηρίου και του φανταστικού (Χ. Τζ. Ουέλς, Τσέστερτον κ.ά.), ο Κασάρες δημιουργεί ένα μυθιστόρημα όπου η υπαρξιακή αγωνία του αφηγητή μετακυλίεται έντεχνα στον αναγνώστη, με μια επιδέξια, "διαβρωτική" γραφή που ξέρει πώς να κλιμακώνει την ένταση, πώς να πυκνώνει το μυστήριο για να το διαλύσει καλύτερα, και, κυρίως, πώς να βυθίσει τον αναγνώστη σε μια σειρά συλλογισμούς για την υπόσταση και τη μοίρα του ανθρώπου. Γραμμένη το 1940, "Η εφεύρεση του Μορέλ" μπορεί να διαβαστεί σαν ένα συναρπαστικό θρίλερ, αλλά και σαν χρησμός: προφητεύει με δραματική

TRANSCRIPT

ADOEFO ΒΙΟΥ

CASARES

J, L.BOR@ES ΑΓΡΑ 'î

ί) Lia:

Η Ε Φ Ε Υ Ρ Ε Σ Η ΤΟΥ Μ Ο Ρ Ε Λ

A D O L F O B I O Y CASARES

8 , - é ^ f

ADOLFO BIOY CASARES

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ

TOY ΜΟΡΕΛ Πρόλογος

J O R G E L U I S B O R G E S

Μετάφραση: Παναγιώτης Εναγγελίδης

I 3 ^ f t

M -Ml

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ - 1986

Τίτλος πρωτοτύπου:

La invencion de Morel

Prologo de J. L. Borges, Buenos Aires, Editorial Losada, 1940.

Σχέδιο εξωφύλλου: Fiat modes pereat ars λιθογραφία τοϋ Max Ernst, 1919.

α ανατύπωση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ - Σταυρός Πετσόποολος. Πλατεία Σταδίου 5, 116 35 'Αθήνα τηλ. 7228.263

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο STEVENSON, γύρω στα 1882, παρατήρησε πώς

οι βρετανοί αναγνώστες περιφρονούσαν λίγο τις πε­

ριπέτειες και δτι ήταν της γνώμης πώς ήταν πολύ

πιο περίτεχνο να γραφτεί ενα μυθιστόρημα χωρίς

πλοκή ή μία πλοκή υποτυπώδη, ατροφική. Ό José

Ortega y Gasset — Ή άπανθρωποποίηση της τέ­

χνης, 1925 — επιχειρεί να αιτιολογήσει τήν περι­

φρόνηση πού παρατήρησε 6 Στήβενσον και κατα­

λήγει στην σελίδα 96 πώς ((είναι πολν δύσκολο να

επινοήσουμε σήμερα μια περιπέτεια ικανή να αγγί­

ξει τήν ανώτερη ευαισθησία μας», και στην 97 πώς

αυτή ή επινόηση ((είναι πρακτικά αδύνατη». Σε άλ­

λες σελίδες, σχεδόν σε ôL•ς τις âλL•ς σελίδες, συνη­

γορεί υπέρ τοϋ ((ψvχoL•γικoϋ» μυθιστορήματος,

και είναι της γνώμης δτι ή απόλαυση πού προσφέ-

JORGE LUIS BORGES

ρουν ol περιπέτειες είναι ανύπαρκτη ή παιδαριώδης.

Τέτοια είναι αναμφίβολα ή κοινή γνώμη τον 1882,

τον 1925 και ακόμα και τοϋ 1940. Μερικοί συγγρα­

φείς (ανάμεσα στους οποίους με ευχαρίστηση συγ­

καταλέγω και τον Adolfo Bioy Casares) κρίνουν

εύλογο va διαφωνούν. Θα συνοψίσω εδώ τα βασικά

σημεία αυτής τής διχογνωμίας.

Το πρώτο (τοϋ όποιου τον παράδοξο χαρακτήρα

δεν θέλω οϋτε να υπερτονίσω ούτε να μετριάσω) εί-

ναΐ'ή εσώτερη δύναμη τοϋ περιπετειώδους μυθιστο­

ρήματος. Το μυθιστόρημα χαρακτήρων —«ψυχο­

λογικό»— έχει την τάση να γίνει αναφορά. ΟΙ ρώ­

σοι και οι μαθητές των ρώσων έχουν δείξει κατά

κόρον δτι κανένας χαρακτήρας δεν είναι αδύνατος:

αΰτόχειρες λόγω ευτυχίας, δολοφόνοι από φιλαν­

θρωπία, πρόσωπα που λατρεύονται μέχρις σημείου

να χωριστούν για πάντα, προδότες από πάθος ή τα­

πεινότητα... Αυτή ή πλήρης ελευθερία καταλήγει να

ισοδυναμεί με την πλήρη αταξία. Άπ' την άλλη με­

ριά το «ψυχολογικό» μυθιστόρημα θέλει να είναι

και μυθιστόρημα «ρεαλιστικό»: προτιμάει να μας

κάνει να ξεχνάμε τόν χαρακτήρα του ώς λεκτικοϋ

τεχνάσματος και μετατρέπει την κάθε μάταιη λε­

πτομέρεια (ή την κάθε άτονη ασάφεια) σε μια και­

νούρια πινελιά αληθοφάνειας. 'Υπάρχουν σελίδες,

υπάρχουν κεφάλαια τον Marcel Proust, πού σαν

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

επινοήσεις είναι απαράδεκτα: και στα όποια, χωρίς

να το καταλάβουμε, αφηνόμαστε όπως στην άνον-

σιότητα και ραθυμία τής καθημερινότητας. Το περι­

πετειώδες μυθιστόρημα, σε αντάλλαγμα, δεν προ­

τείνεται σαν μια μεταγραφή τής πραγματικότητας:

είναι ενα τεχνητό αντικείμενο πού δεν έχει ανάγκη

να δικαιολογεί τα μέρη του. Ό φόβος μήπως κα­

ταλήξει στην απλή διαδοχική ποικιλία τοϋ Χρυσού

γάιδαρου, τών επτά ταξιδιών τοϋ Σεβάχ ή τοϋ Δον

Κιχώτη, τοϋ επιβάλλει μια δυνατή πλοκή.

'Ανέφερα ενα θέμα διανοητικής τάξης' ύπάρ-

χονν άλλα εμπειρικού χαρακτήρα. "Ολοι μουρμουρί­

ζουν θλιμμένα δτι ό αιώνας μας δεν είναι ικανός να

ύφάνει ενδιαφέρουσες πλοκές• κανείς δεν αποτολμάει

να κάνει τη διαπίστωση πώς αν ετούτος ό αιώνας

ΐχει κάποια υπεροχή πάνω στους προηγούμενους,

αυτή ή υπεροχή είναι τών πλοκών. Ό Στήβενσον

είναι πιο παθιασμένος, πιο ποικίλος, πιο διαυγής,

ίσως πιο άξιος τής απόλυτης φιλίας μας από τόν

Chesterton• άλλα οι πλοκές πού ξετυλίγει είναι

κατώτερες. Ό De Quincey, σε νύχτες λεπτότατου

τρόμου, βυθίστηκε στην καρδιά λαβυρίνθων, άλλα

δεν αποκρυστάλλωσε τήν εντύπωση τών Unutte­

rable and self-repeating infinities σε μύθους πού

μπορούν να συγκριθούν μ' αυτούς τοϋ Kafka. Δίκαια

παρατηρεί ο Όρτέγκα υ Γκασσετ δτι ή «ψυχολο-

10 JORGE LUIS BORGES

για» τον Balzac δεν μας Ικανοποιεί' το ίδιο μπο­

ρούμε να πούμε και για τις πλοκές του. Στον Shake­

speare, στον Cervantes, αρέσει ή άντινομική

Ιδέα ενός κοριτσιού πού, χωρίς αυτό να μειώσει την

ομορφιά τον, κατορθώνει να περάσει για άντρας'

αυτό το τέχνασμα δεν λειτουργεί πια για μας. Πι­

στεύω πώς είμαι απαλλαγμένος από κάθε προκατά­

ληψη μοντερνισμού, από οποιαδήποτε αυταπάτη

πώς τό χθες διαφέρει βαθιά απ' το σήμερα ή θά δια­

φέρει άπ τό αύριο' αλλά θεωρώ πώς καμιά άλλη

εποχή δεν κατέχει μυθιστορήματα τόσο αξιοθαύ­

μαστης πλοκής δπως τό The turn of the screw

[HENRY JAMES, ελλ. τίτλος: To στρίψιμο της βί­

δας], δπως τό DerProzess [FRANZ KAFKA, ελλ.

τίτλος: Ή δίκη], δπωςτό Le Voyageur sur la ter­

re [JULIEN GREEN, ελλ. τίτλος: Ό ταξιδιώ­

της πάνω στη γη], ή δπως αυτό πού κατάφερε στο

Μπουένος "Αιρες δ Άντόλφο Μπιόυ Κασάρες.

Ή μνθιστοριογραφία αστυνομικού χαρακτήρα

—άλλο τυπικό είδος αυτού τού αιώνα πού δεν μπο­

ρεί νά εφεύρει πλοκές— αφηγείται μυστηριώδη

συμβάντα πού κατόπιν ενα λογικό γεγονός δικαιο­

λογεί και εικονογραφεί• δ 'Αντόλφο Μπιόυ Κασά­

ρες, σ' αυτές τις σελίδες, λύνει με επιτυχία ενα πρό­

βλημα ίσως ακόμη πιο δύσκολο. Ξεδιπλώνει μια

'Οδύσσεια θαυμάτων πού δεν μοιάζει νά επιδέχον-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ HI

ται άλλο κλειδί απ' την παραίσθηση ή τό σύμβολο,

και τ à αποκρυπτογραφεί πλήρως, με τη μεσολά­

βηση ενός και μόνον φανταστικού αλλά δχι υπερ­

φυσικού αξιώματος. Ό φόβος μήπως περιπέσω σε

πρώιμες ή μερικές αποκαλύψεις μού απαγορεύει

την εξέταση της πλοκής και τών πολυάριθμων λε­

πτεπίλεπτων ευρημάτων της εκτέL•σης. "Άς αρκε­

σθώ νά δηλώσω δτι δ Μπιόυ ανανεώνει λογοτεχνικά

μια αντίληψη πού ό Άγιος Αυγουστίνος και ό Ώ-

ριγένης αρνήθηκαν, πού δ Louis Auguste Blanqui

ανάλυσε και πού είπε με αξιομνημόνευτη μουσική

δ Dante Gabriel Rossetti:

I have been here before,

But when or how I cannot tell:

I know the grass beyond the door,

The sweet keen smell,

The sighing sound, the lights around the shore...*

* Ελεύθερη έλλην. μετάφραση : Ξαναπέρασα άπα δω κάποτε,

Άλλα πότε καΐ πώς δεν μπορώ να πω: Γνωρίζω το χορτάρι πέρα απ' την πόρτα, Τή γλνκιά διαπεραστική μυρωδιά, Τον υπόκωφο ήχο, τα φώτα γύρω άπ' την ακτή...

(Σημ. έλλην. έκδοσης)

12 JORGE LUIS BORGES

Στα Ισπανικά δεν είναι συχνά, μπορώ να πω μά­

λιστα πώς είναι σπανιότατα, τα έργα εκλογικευ­

μένης φαντασίας. Οι κλασικοί καταπιάστηκαν με

την αλληγορία, τις υπερβολές της σάτιρας και, καμιά

φορά, την καθαρή λεκτική άσυνάφεια' πρόσφατα δεν

μοΰ 'ρχονται στο νοϋ παρά κανένα αφήγημα των

Παράξενων δυνάμεων και κανένα τοΰ Santiago

Dabove, άδικα ξεχασμένο. Ή εφεύρεση τοΰ Μορέλ

(της οποίας δ τίτλος νίϊκά παραπέμπεις' έναν άλ­

λο νησιώτη εφευρέτη, τον Μορώ*) μεταφέρει στα

χώματα μας και στη γλώσσα μας ενα καινούριο

είδος.

"Εχω συζητήσει με τον συγγραφέα του τις λε­

πτομέρειες της πλοκής του, την εχω ξαναδιαβάσει.

Δεν μοϋ φαίνεται ανακρίβεια ή υπερβολή να την

χαρακτηρίσω τέλεια.

JORGE Luis BORGES

* H.G. WELLS: The Island of Dr. Moreau (To νησί του Δρος Μορώ), 1896 (Σημ. έλλην. έκδοσης). Ό Adolfo Bioy Casares και 6 J. L. Borges τα 1943.

(V

Στον Jorge Luis Borges

\

Σ ΗΜΕΡΑ, σ' αυτό το νησί, συνέβη ένα θαύμα. Το καλοκαίρι ήρθε πρόωρα. Έβαλα το κρεβά­

τι κοντά στην πισίνα καΐ βουτούσα μέχρι πολύ αρ­γά. ΤΗταν αδύνατο να κοιμηθώ. Δύο ή τρία λεπτά άπ' έξω ήταν αρκετά να μετατρέψουν σέ ίδρωτα τό νερό πού θα έπρεπε να μέ προστατέψει άπ' την τρο­μερή άπνοια. Τα χαράματα με ξύπνησε ένας φωνό-γραφος. Δεν μπόρεσα να γυρίσω στο μουσείο, νά πά­ρω τα πράγματα. Έφυγα προς τα φαράγγια. Βρί­σκομαι στις νότιες παρυφές, ανάμεσα σέ υδρόβια φυ­τά, αγανακτισμένος άπ' τα κουνούπια, βουτηγμένος μέχρι τή μέση ατή θάλασσα ή σέ βρώμικα ρεύμα­τα, βλέποντας πώς βίασα παράλογα τή φυγή μου. Νομίζω πώς αυτοί οί άνθρωποι δέν ήρθαν σέ αναζή­τηση μου' Ι'σως να μήν μ' έχουν καν δει. 'Αλλά α­κολουθώ το πεπρωμένο' στερημένος άπ' δλα, περιο­ρισμένος στον πια άξενο, λιγότερο κατοικήσιμο τό­πο τοΰ νησιού, σέ βάλτους πού ή θάλασσα σκεπάζει μια cpopà, τή βδομάδα.

Αυτά τα γράφω για ν' αφήσω μια μαρτυρία τοΰ

16 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

άντίξοοη θαύματος. "Αν σε λίγες μέρες δεν πεθάνω άπό πνιγμό ή αγωνιζόμενος για τήν ελευθερία μου, ελπίζω να γράψω τήν 'Υπεράσπιση ενώπιον επιζών­των καί Ινα''Εγκώμιο τον Μάλθονς. Θά επιτεθώ, μέ­σα άπ' αυτές τις σελίδες, ατούς εξολοθρευτές των δασών καί τών έρημων. Θα δείξω δτι δ κόσμος, μέ τήν τελειοποίηση τών αστυνομιών, των έγγραφων, της δημοσιογραφίας, της ραδιοτηλεφωνίας, τών τε­λωνείων, κάνει ανεπανόρθωτο οποιοδήποτε λάθος της δικαιοσύνης καί είναι μια οργανωμένη κόλαση για τους καταδιωγμένους. Δέν μπόρεσα μέχρι τώρα να γράψω παρά μόνο αυτή τή σελίδα, πού χθες α­κόμα δέν πρόβλεπα. Πόσες απασχολήσεις υπάρχουν στό έρημο νησί! Τί αξεπέραστη είναι ή σκληρότη­τα τοΰ ξύλου! Πόσο πιό μεγάλο είναι τό διάστημα, άπ' τό αεικίνητο πουλί!

"Ενας Ιταλός πού πουλούσε χαλιά στην Καλ-κούτα μοΰ 'δώσε τήν Εδέα νά 'ρθω' είπε (ατή γλώσ­σα του) : — Για ένα φυγά, για σας, μόνο ένα μέρος υπάρ­χει στον κόσμο,, άλλα αυτό τό μέρος δέν κατοικεί­ται. Είναι ενα νησί. Τό 1924, πάνω κάτω, κάποιοι λευκοί κατασκεύασαν ενα μουσείο, ένα παρεκλήσι, μία πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν καί εγκατα­λείφθηκαν.

Τόν διέκοψα' ήθελα τή βοήθεια του για τό τα­ξίδι" δ έμπορας συνέχισε: — Δέν τό πλησιάζουν οϋτε ol κινέζοι πειρατές, ού­τε τό κατάλευκο πλοϊο του Ινστιτούτου Ροκφέλλερ.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 17

Είναι ή εστία μιας άρρώστειας, ακόμα μυστηριώ­δους, πού σκοτώνει άπ' έξω προς τα μέσα. Πέφτουν τα νύχια, τα μαλλιά, πεθαίνουν τό δέρμα καί δ κε­ρατοειδής τών ματιών, καί τό σώμα ζει οχτώ μέχρι δεκαπέντε μέρες. Οι άντρες του πληρώματος ενός ατμόπλοιου πού είχε αγκυροβολήσει στό νησί ήταν γδαρμένοι, φαλακροί, χωρίς νύχια —όλοι vzxpoï— δταν τους βρήκε τό γιαπωνέζικο καταδρομικό Να-μούρα. Τό ατμόπλοιο^ βυθίστηκε μέ κανονιοβολι­σμούς.

Άλλα τόσο φριχτή ήταν ή ζωή μου, πού αποφά­σισα νά φύγω... Ό 'Ιταλός θέλησε νά μέ μεταπεί­σει' τόν κατάφερα να μέ βοηθήσει.

Χθες τό βράδυ, για εκατοστή ψορά, κοιμήθηκα σ' αυτό τό άδειο νησί... Κοιτάζοντας τα κτίρια, σκε­φτόμουν πόσο θα στοίχισε νά ïp%ow αυτές οι πέ­τρες, πόσο πιό εύκολο θα ήταν νά είχαν χτίσει ένα τουβλόσπιτο. Κοιμήθηκα αργά καί ή μουσική καί ο! φωνές μέ ξύπνησαν τα χαράματα. Ή ζωή τοΰ φυ­γάδα μοΰ έχει ελαφρύνει τόν ύπνο: είμαι σίγουρος δτι δέν έχει έρθει κανένα καράβι, κανένα αεροπλά­νο, κανένα κατευθυνόμενο. 'Εντούτοις, άπ' τήν μιά στιγμή στην άλλη, σ' αυτή τή βαριά καλοκαιρινή νύχτα, οΕ θαμνώδεις πλαγιές τοΰ λόφου γέμισαν αν­θρώπους πού χορεύουν, κάνουν περιπάτους καί κο­λυμπάνε στην πισίνα, σαν παραθεριστές εγκατεστη­μένοι άπό καιρό στό Τέκες ή στό Μαρίενμπαντ.

18 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ΑΠΟ ΤΑ ΒΡΩΜΙΚΑ ΝΕΡΑ των βάλτων βλέπω το πάνω μέρος τοΰ λόφου, τους παραθεριστές πού κατοικούν το μ,ουσεΐο. Για την ανεξήγητη εμφά­νιση τους θα μπορούσα να υποθέσω πώς είναι το αποτέλεσμα της ζέστης της χθεσινής νύχτας στο μυαλό μου' άλλα έδώ δέν πρόκειται για παραισθή­σεις, ούτε για εικόνες: εχω να κάνω μέ αληθινούς ανθρώπους, τουλάχιστον τόσο αληθινούς δσο κι Ιγώ.

Είναι ντυμένοι μέ ρούχα ίδια μ' εκείνα πού φο-ριόντουσαν πριν λίγα χρόνια: επιτήδευση πού φα­νερώνει (μοΰ φαίνεται) μια τέλεια ματαιότητα' εν­τούτοις πρέπει να αναγνωρίσω πώς σήμερα είναι πο­λύ συνηθισμένο να μας εμπνέει θαυμασμό ή μαγεία τοϋ άμεσου παρελθόντος.

Σπρωγμένος, ποιος ξέρει άπό ποια μοίρα κατα­δικασμένου σέ θάνατο, τους παρατηρώ, χωρίς να μπορώ να κάνω διαφορετικά, συνεχώς. Χορεύουν α­νάμεσα στις πλούσιες σέ έχιδνες 'θαμνώδεις πλαγιές τοϋ λόφου. Είναι αθέλητοι εχθροί πού, για ν' ακού­σουν τή Βαλένθια ή το Τσάι για δύο (Tea for two) —ένας ισχυρότατος φωνόγραφος τα έχει ε­πιβάλλει πάνω ατό θόρυβο τοϋ άνεμου καί τής θά­λασσας—, μου στερούν δλα δσα μοΰ στοίχισαν τό­ση δουλειά, καί είναι απαραίτητα για να μην πε-θάνο), μέ παραγκωνίζουν στη θάλασσα καί σέ δη­λητηριώδεις βάλτους.

Τό παιχνίδι τοϋ να τους κοιτάζω είναι επικίν­δυνο' δπως κάθε συνάθροιση πολιτισμένων ανθρώ­πων, πρέπει να σέρνουν πίσω τους μια δδό δακτυ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 19

λικών αποτυπωμάτων καί προξένων, πού θά μέ ξα­ναστείλει, αν μέ ανακαλύψουν, μέσα άπα μερικές ιεροτελεστίες ή διατυπώσεις, στο μπουντρούμι.

Υπερβάλλω: κατά κάποιο τρόπο μέ γοητεύει να κοιτάζω αυτούς τους απαίσιους παρείσακτους — πάει τόσος καιρός πού δέν βλέπω ανθρώπους' άλλα θά ήταν αδύνατο νά τους κοιτάζω δλη την ώρα:

Πρώτο: γιατί έχω πολλή δουλειά' δ τόπος εί­ναι ικανός να σκοτώσει και- τδν πιό άξιο νησιώτη' μόλις έφτασα' είμαι χωρίς εργαλεία.

Δεύτερο: γιατί υπάρχει ό κίνδυνος νά μέ πιά­σουν δταν τους κοιτάζω ή στην πρώτη επίσκεψη πού θά κάνουν σ' αυτή τήν περιοχή' αν θέλω νά το απο­φύγω πρέπει να κατασκευάσω κρησφύγετα μες στις λόχμες.

Τελικά: γιατί είναι πρακτικά ζύσχολο να τους βλέπω: βρίσκονται στην κορφή τοΰ λόφου καί για κάποιον πού τους κατασκοπεύει άπό έδώ είναι σαν φευγαλέοι γίγαντες' μπορώ νά τους δώ μόνο δταν πλησιάζουν στα φαράγγια.

Ή κατάσταση μου είναι αξιοθρήνητη. Πρέπει νά ζήσω σ' αυτές τις παρυφές, σέ μια στιγμή πού οί παλίρροιες ανεβαίνουν πιό πολύ παρά ποτέ. Έδώ καί λίγες μέρες έγινε ή πιό μεγάλη πού εχω δει α­πό τότε πού βρίσκομαι στό νησί.

"Οταν νυχτώνει μαζεύω κλαδιά καί τα σκεπά­ζω μέ φύλλα. Δέν μέ παραξενεύει πιά νά ξυπνήσω μέσα στα νερά. Ή παλίρροια ανεβαίνει γύρω στις εφτά τό πρωί' καμιά φορά φτάνει πρόωρα. Άλλα

20 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

μια ψορα. τή βδομάδα υπάρχουν άνοδοι πού μπορούν να αποβούν μοιραίες. Χαρακιές στον κορμό των δέν­τρων είναι ή λογιστική τών ήμερων' ένα λάθος και τα πνευμόνια μου θα γεμίσουν νερό.

Αισθάνομαι με δυσαρέσκεια πώς ετούτες οι σε­λίδες μετασχηματίζονται σε διαθήκη. "Αν είναι να γίνει έτσι, πρέπει να φροντίσω ώστε οι ισχυρισμοί μου να μπορούν να επαληθευτούν' οδτως ώστε κα­νείς, βρίσκοντας με καμιά φορά ύποπτο παραποίη­σης, να μήν πιστέψει πώς ψεύδομαι δταν λέω δτι με έχουν καταδικάσει άδικα. Θα βάλω σαν προμε­τωπίδα ετούτης τής αναφοράς τήν ρήση τοϋ Λεο­νάρντο — Ostinato rigore* — και θα προσπαθή­σω να τήν ακολουθήσω.

Πιστεύω πώς αυτό το νησί ονομάζεται Βίλλινγκς και δτι ανήκει στό αρχιπέλαγος τών Έλλίσε**. Άπα τον Ιμπορο χαλιών Νταλμάσιο Όμπρεγιέρι (δδός Χιντεραμπαντ 21, προάστειο του Ραμκρισναπούρ, Καλκούτα), θα μπορέσετε να εξασφαλίσετε πιο α­κριβείς πληροφορίες. Αυτός ο 'Ιταλός μέ συντήρη­σε κάμποσες μέρες πού πέρασα τυλιγμένος σε περ­σικά χαλιά' ύστερα μέ φόρτωσε στό αμπάρι ενός

* Λατινικά στό κείμενο: «Μέ επίμονη αυστηρότητα». ** Αμφιβάλλω. Μιλάει για ενα λόφο και για δέντρα

διαφόρων ειδών. Τά νησιά Έλλίσε — ή τ ώ ν λ ι μ ν ο θ α ­λ α σ σ ώ ν — είναι επίπεδα και δέν έχουν άλλα δέντρα έκ­τος άπό κοκ'οφοίνικες ριζωμένους στή σκόνη τών κοραλιών. (Σημ. τοϋ εκδότη τοϋ χειρογράφου.)

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΑ 21

πΐοίου. Δέν τόν εκθέτω μέ τό να τόν μνημονεύσω σε τούτο το ημερολόγιο" δέν είμαι αχάριστος μαζί του... Ή 'Υπεράσπιση ενώπιον 'Επιζώντων δέν θ' αφήσει αμφιβολίες: δπως στην πραγματικότητα, έτσι και στή μνήμη τών ανθρώπων —δπου ίσως και να βρί­σκεται δ ουρανός—, ό Όμπρεγιέρι θα έχει υπάρ­ξει φιλάνθρωπος προς έναν άδικα καταδιωγμένο πλησίον του, καί μέχρι πού να σβήσει και ή τελευ­ταία ανάμνηση του, θα τόν κρίνουν μέ καλοσύνη.

'Αποβιβάστηκα στην Ραμπάουλ' εφοδιασμένος μέ ενα σημείωμα τοΰ έμπορου, επισκέφτηκα ενα μέ­λος τής πιό γνωστής εταιρείας τής Σικελίας' κάτω απ' τή μεταλλική λάμψη τοΰ φεγγαριού, μές στον καπνό τών εργοστασίων κονσέρβας θαλασσινών, έ­λαβα τ'ις τελευταίες δδηγίες καί μια κλεμμένη βάρ­κα' κωπηλάτησα απεγνωσμένα, έφτασα στό νησί (μέ μια πυξίδα πού δέν καταλαβαίνω' χωρίς προσανατο­λισμό' χωρίς καπέλο' άρρωστος' μέ παραισθήσεις) " ή βάρκα έξώκοιλε στίς άμμους τής ανατολικής πλευ­ράς (χωρίς αμφιβολία ol κοραλένιοι ύφαλοι πού ζώ­νουν τό νησί ήταν σκεπασμένοι άπ' τό νερό) ' έμει­να στή βάρκα πάνω άπό μια μέρα, χαμένος στα ε­πεισόδια εκείνης τής φρίκης, ξεχνώντας δτι είχα φτάσει.

22 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ TOT ΝΗΣΙΟΤ είναι άφθονη. Φυ­τά, λειβάδια, ανοιξιάτικα, καλοκαιρινά, φθινοπω­ρινά, χειμωνιάτικα λουλούδια, εναλλάσσονται μέ βιασύνη, πιο βιαστικά να γεννηθούν άπ' τό να πε­θάνουν, κατακλύζοντας τα μεν τον χρόνο και τή γη των άλλων σε ασφυκτική συσσώρευση. Αντίθετα, τα δέντρα είναι άρρωστα" οί κορφές τους είναι ξε-

"ρές, ο! κορμοί ξεπετάγονται ρωμαλαίοι. Βλέπω δύο εξηγήσεις: ή τα χορτάρια ρουφάνε τή δύναμη τοϋ εδάφους ή οί ρίζες των δέντρων έχουν φτάσει τήν πέτρα (τό δτι τα νέα δέντρα είναι υγειή μοιάζει να επιβεβαιώνει τήν δεύτερη υπόθεση) . Τα δέντρα τοϋ λόφου έχουν τόσο σκληρύνει, πού είναι αδύνα­το να δουλευτούν' ούτε μ' αυτά πού είναι κάτω μπο­ρεί να γίνει τίποτε' διαλύονται με την πίεση των δακτύλων καί μένει στο χέρι Ινα. κολλώδες πριονί-δι, μερικές μαλακές άγκίδες.

ΣΤΟ ΑΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ του νησιού, που έχει τέσ­σερα κατάφυτα φαράγγια (τα δυτικά φαράγγια είναι βραχώδη) , είναι τό \χουσεϊο, τό παρεκκλή­σι, ή πισίνα. Καί οί τρεις κατασκευές είναι σύγχρο­νες, γωνιώδεις, λείες, άπό άστίλβωτη πέτρα. Ή πέ­τρα, δπως τίς περισσότερες φορές, μοιάζει κακή α­πομίμηση καί δεν εναρμονίζεται τέλεια μέ τό στυλ.

Τό παρεκκλήσι είναι ένα στενόμακρο, πλακου-τσωτό κουτί (αυτό τό κάνει να μοιάζει πολύ μα-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 23

κρύ). Ή πισίνα είναι καλοφτιαγμένη άλλα, καθώς δέν ξεπερνάει τό επίπεδο τοϋ εδάφους, αναπόφευκτα γεμίζει έχιδνες, βατράχια, φρύνους καί υδρόβια έν­τομα. Τό \ιο\>σεϊο είναι Ινα μεγάλο κτίριο, μέ τρία πατώματα, χωρίς ορατή στέγη, μέ μια στοά μπρο­στά καί άλλη μια μικρότερη πίσω καί μέ Ινα κυ­λινδρικό τιύρ^ο.

Τό βρήκα ανοιχτό' εγκαταστάθηκα αμέσως μέ­σα.' Τό λέω \i.oua£lo γιατί έτσι τό 'λέγε δ Ιταλός έμπορας. Τί λόγους είχε; Ποιος ξέρει άν κι αυτός δ ίδιος τους γνωρίζει. Θά μπορούσε, να είναι Ινα με­γαλοπρεπές ξενοδοχείο για πενήντα άτομα περίπου ή ενα σανατόριο.

"Εχει Ινα χώλ μέ βιβλιοθήκες ανεξάντλητες καί ανεπαρκείς: δέν έχει άλλο άπό μυθιστορήματα, ποί­ηση, θέατρο (άν δεν λάβουμε υπόψη Ινα βιβλιαρά­κι —Μπελιδόρ: Travaux - Le Moulin Perse* Παρίσι, 1937— πού ήταν πάνω σέ μια κονσόλα ά­πό πράσινο μάρμαρο καί πού τώρα φουσκώνει μιά τσέπη άπ' αυτό τό κουρελιασμένο παντελόνι πού φο-ράω. Τό πήρα γιατί τό όνομα «Μπελιδόρ» μοΰ φά­νηκε παράξενο καί γιατί αναρωτήθηκα μήπως τό κεφάλαιο Moulin Perse έδινε καμία εξήγηση γι ' αυτό τό μύλο πού βρίσκεται στις παρυφές). Διέτρε­ξα τα ράφια αναζητώντας βοήθεια για ορισμένες έ­ρευνες πού ή δίκη διέκοψε καί πού στή μοναξιά τοϋ νησιού επιχείρησα να συνεχίσω (πιστεύω πώς χά-

* Μελέτες — Ό περσικός μύλος.

24 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

νουμε τήν αθανασία γιατί ή αντίσταση στον θάνα­το δέν έχει εξελιχτεί' οί τελειοποιήσεις της εμμέ­νουν στην αρχική, στοιχειώδη ιδέα: να κρατηθεί ζωντανό δλο τό σώμα. Θα έπρεπε απλά καί μόνο να αναζητήσουμε τή διατήρηση αύτοϋ πού ενδιαφέρει τη συνείδηση).

Στό χώλ οί τοίχοι είναι άπό ροζ μάρμαρο, μέ μερικές πράσινες λωρίδες σαν αναδυόμενες κολώνες. Τα παράθυρα μέ τα μπλε τζάμια θά 'φταναν τό ανώγειο τοΰ πατρικού μου. Τέσσερις αλαβάστρινοι κάλυκες, δπου θα μπορούσαν να •κρυφτούν δυο δω­δεκάδες άνθρωποι, ακτινοβολούν ηλεκτρικό φώς. Τα βιβλία καλυτερεύουν λιγάκι αύτη τή διακόσμηση. Μια πόρτα βγάζει ατή στοά, μια άλλη στό στρογ­γυλό σαλόνι, μια τρίτη πολύ μικρή, κρυμμένη πίσω άπό Ινα παραβάν, στη γυριστή σκάλα.

Στή στοά αρχίζει ή κεντρική σκάλα άπό γυψο-μάρμαρο και. στρωμένη μέ χαλί. 'Υπάρχουν ψάθινες καρέκλες καί;όί τοίχοι είναι σκεπασμένοι μέ βιβλία.

Ή τραπεζαρία είναι περίπου δεκάξι ΙπΙ δώδε­κα μέτρα. Πάνω σέ τριπλές μαονένιες κολώνες, σέ κάθε τοίχο, υπάρχουν μπαλκόνια πού είναι σαν θεω­ρεία για τέσσερις καθισμένες θεότητες άπό τερρα-κότα: —μία σέ κάθε θεωρείο— μισο-ίνδές, μισο-αί-γύπτιες, σέ ώχρα" είναι τρείς φορές μεγαλύτερες ά­πό έναν άνθρωπο' τις περιβάλλουν σκούρα προεξέ­χοντα φύλλα, άπό γύψινα φυτά. Κάτω άπ' τα μπαλ­κόνια υπάρχουν μεγάλα πανώ μέ σχέδια τοΰ Φουζι-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 25

τά πού δημιουργούν παραφωνία (λόγω ταπεινότη­τας) .

Τό πάτωμα τοΰ στρογγυλού σαλονιοΰ είναι ένα ενυδρείο. Σέ αόρατα γυάλινα κουτιά, στό νερό, υπάρ­χουν ηλεκτρικές λάμπες (δ μοναδικός φωτισμός αύ-τοΰ τοΰ δωματίου χωρίς παράθυρα). Θυμάμαι τόν τό­πο μέ αηδία. "Οταν έφτασα υπήρχαν εκατοντάδες νεκρά ψάρια: τό να τά βγάλω, υπήρξε μια φρικια­στική επιχείρηση' άφησα να τρέξει νερό, μέρες και μέρες, άλλα πάντα εκεί μέσα μέ παίρνει μυρωδιά ά­πό σάπιο ψάρι (πού θυμίζει τις ακτές της πατρίδας, γεμάτες βόρβορους άπό μάζες ψαριών, νεκρών καί ζωντανών, πού πηδάνε άπ' τά νερά καί μολύνουν τεράστιες ζώνες αέρα, ενώ δ ταλαίπωρος πληθυσμός τα θάβει). Μέ τό πάτωμα φωτισμένο καί τίς κολώ­νες άπό μαύρη λάκα πού τό περιβάλλουν, σ' αυτό τό δωμάτιο φαντάζεσαι τόν εαυτό σου να περπατάει μαγικά πάνω σέ μια τεχνητή λίμνη, στή μέση ενός δάσους. Επικοινωνεί άπό δύο ανοίγματα μέ τό χώλ καί μέ μια μικρή πράσινη σάλα, μ' ενα πιάνο, Ινα φωνόγραφο καί Ινα παραβάν άπό καθρέφτες, πού έ­χει είκοσι καί παραπάνω φύλλα.

Τά δωμάτια είναι μοντέρνα, μεγαλοπρεπή, δυσά­ρεστα. Υπάρχουν δεκαπέντε διαμερίσματα. Στό δι­κό μου πραγματοποίησα Ινα σαρωτικό ϊργο, πράγμα πού είχε πολύ μικρό αποτέλεσμα. Δέν είχα πια πί­νακες —τοΰ Πικάσσο—, ούτε κρύσταλα φιμέ, ούτε βιβλία μέ πολυτελές δέσιμο, άλλα έζησα σ' Ινα άβο-λο ερείπιο.

26 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ΣΕ ΔΤΟ ΑΝΑΛΟΓΕΣ π ε ρ ι σ τ ά σ ε ι ς έκανα τίς ανακαλύψεις μου στα υπόγεια. Στην πρώτη — είχαν αρχίσει να σώνονται οι προμήθειες άπ° τα κελ-λάρι— έψαχνα τρόφιμα και ανακάλυψα το μηχανο­στάσιο. Καθώς τριγυρνούσα στο υπόγειο παρατήρη­σα πώς σέ κανένα τοίχο δεν ήταν ό φεγγίτης πού είχα δει &π έξω, μέ τζάμια χοντρά καί συρματό-πλεκτα, μισοκρυμμένος ανάμεσα στα κλαδιά ένας κωνοφόρου. "Οπως σέ μια συζήτηση μέ κάποιον πού θα υποστήριζε πώς αυτός ό φεγγίτης δέν ήταν αλη­θινός, άλλα είδωμένος σ' ένα όνειρο, βγήκα να δια­πιστώσω αν ακόμα υπήρχε.

Τον ξαναεΐδα. Κατέβηκα στο υπόγειο και δυ­σκολεύτηκα πολύ να προσανατολιστώ καί να βρω, από μέσα, το σημείο πού αντιστοιχούσε στο φεγγί­τη. *Ήταν άπα το άλλο μέρος τοΰ τοίχου. Κοί­ταξα για ρωγμές καί μυστικές πόρτες. Ό τοίχος ήταν εντελώς λείος καί πολύ στέρεος. Σκέφτηκα πώς σ' ένα νησί, σ' ένα μέρος περιτειχισμένο, έπρεπε να υπάρχει Ινας θησαυρός' αλλά αποφάσισα να τρυπή­σω τόν τοίχο καί να μπώ, γιατί μου φάνηκε πιθα­νότερο να βρώ, αν δχι πολυβόλα καί εφόδια, μια α­ποθήκη τρόφιμα.

Μέ το σίδερο πού χρησίμευε για αμπάρα μιας πόρτας, καί μέ αυξανόμενη αδυναμία, άνοιξα μια τρύπα: ξεχύθηκε μια γαλάζια διαύγεια. Δούλεψα πο­λύ καί, εκείνο το 'ίδιο απόγευμα, μπήκα μέσα. Ή πρώτη αίσθηση δέν ήταν ή δυσαρέσκεια πού δέν βρήκα τρόφιμα, ούτε ή ανακούφιση της άναγνώρι-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 27

σης μιας αντλίας νεροΰ καί μιας γεννήτριας φωτάς, άλλα ένας ηδονικός καί μεγάλος θαυμασμός: οί τοί­χοι, τό ταβάνι, τό πάτωμα ήταν άπό γαλάζια πορ­σελάνη καί ακόμη κι ό ίδιος ό αέρας (σ' αυτό τό δωμάτιο χωρίς άλλη επικοινωνία μέ τήν ημέρα, πα­ρά ένα ψηλό καί %ρΌ\ψένο ανάμεσα στα κλαδιά ε­νός δέντρου φεγγίτη) είχε τη γαλάζια καί βαθιά διαφάνεια πού συναντάμε στον αφρό τών καταρρα­κτών.

Μ' όλο πού ελάχιστα καταλαβαίνω άπό \ι.οτέρ, δέν αργ-ησα, να τα βάλω μπρος. "Οταν μοϋ τελειώνει τό βρόχινο νερό, βάζω τήν αντλία να δουλέψει. "Ολα αυτά μέ εξέπληξαν: καί για τόν εαυτό μου τόν ί­διο καί για τήν απλότητα καί καλή κατάσταση τών μηχανών. Δέν αγνοώ πώς για να αντιμετωπίσω μια βλάβη στηρίζομαι μόνο στην παραίτηση μου. Είμαι τόσο άπειρος πού ακόμη δέν μπόρεσα να εξακριβώ­σω τόν προορισμό μερικών πράσινων μοτέρ πού είναι στο ίδιο δωμάτιο, ούτε αύτοΰ τοΰ κυλίνδρου μέ τα πτερύγια πού βρίσκεται στις νότιες παρυφές (συνδε­δεμένος μέ τό υπόγειο μ' ένα σιδερένιο σωλήνα" άν δέν ήταν τόσο μακριά άπ' την ακτή, θα τοΰ απέδι­δα κάποια σχέση μέ τίς παλίρροιες" θα μπορούσα να φανταστώ πώς χρησιμεύει για να φορτίζει τους συσ­σωρευτές πού πρέπει νά 'χει τό μηχανοστάσιο). Λό­γω αυτής της απειρίας μου κάνω πολύ οικονομία' δέν βάζω τα μοτέρ νά δουλέψουν παρά μόνο όταν είναι αναγκαίο.

Εντούτοις, σέ μια περίσταση, ολα τα φώτα τοΰ

28 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

μουσείου ήταν αναμμένα δλη τή νύχτα. *Ηταν ή δεύ­τερη φορά πού έκανα ανακαλύψεις στα υπόγεια.

"Ημουν άρρωστος. "Ηλπιζα ότι σε κάποιο μέ­ρος τοΰ \χοΌθζίοΌ θα υπήρχε Ινα ντουλάπι με φάρ­μακα- επάνω δεν είχε τίποτα- κατέβηκα στα υπό­γεια καί... εκείνη τή νύχτα ξέχασα τήν άρρώστεια μου, ξέχασα πώς οί φρίκες πού ζοϋσα συμβαίνουν μο­νάχα στα όνειρα. 'Ανακάλυψα μια' μυστική πόρτα, μία σκάλα, ένα δεύτερο υπόγειο. Μπήκα σε μια πο-λυεδρική κάμαρα —παρόμοια με αντιαεροπορικά κα­ταφύγια πού εχω δει στον κινηματογράφο— μέ τους xoi'/puç σκεπασμένους μέ δύο ειδών πλάκες λεπτές —άλλες άπα ένα υλικό σαν τον φελλό, άλλες άπο μάρμαρο—• συμμετρικά διανεμημένες. "Εκανα ένα βήμα: άπό πέτρινες αψίδες είδα να επαναλαμβάνεται προς οκτώ κατευθύνσεις, σαν σε καθρέφτη, οκτώ φο­ρές ή Ι'δια κάμαρα. 'Ύστερα άκουσα πολλά βήματα, μέ τρομαχτική καθαρότητα, γύρω μου, πάνω, κάτω, να διατρέχουν το μουσείο. Προχώρησα ακόμα λίγο: οι θόρυβοι έσβησαν, όπως σ' ενα χιονισμένο τόπο, ό­πως στα παγωμένα υψώματα της Βενεζουέλας.

'Ανέβηκα τή σκάλα. Επικρατούσε ή σιωπή, δ μοναχικός %ρυ6ος της θάλασσας, ή φυγόκεντρη α­κινησία τής σαρανταποδαρούσας. Φοβήθηκα εισβολή φαντασμάτων, εισβολή αστυνομικών, λιγότερο πιθα­νή. Πέρασα ώρες πίσω άπ' τις κουρτίνες, ανήσυχος για τήν κρυψώνα πού είχα διαλέξει (ήταν δυνατόν να μέ δουν άπ' έξω- άν ήθελα να ξεφύγο) άπο κά­ποιον πού θα ήταν στο δωμάτιο έπρεπε ν' ανοίξω

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 29

το παράθυρο). Ύστερα τόλμησα να ερευνήσω προ-.σεκτικά τό σπίτι, άλλα ακόμη ανησυχούσα: είχα α­κούσει γύρω μου ευδιάκριτα βήματα, σέ διαφορετι­κά ϋψη, αεικίνητα.

Τα χαράματα κατέβηκα πάλι στό υπόγειο. Μέ περικύκλωσαν τά ί'δια βήματα, άπό κοντά καί άπό μακριά. 'Αλλά αυτή τή φορά κατάλαβα. Ενοχλημέ­νος συνέχισα νά περιτριγυρίζω στό δεύτερο υπόγειο, συνοδευμένος περιοδικά άπ' τά ανήσυχα σμήνη τών αντηχήσεων, πολλαπλά μόνος. Ύιιάρ•/ρ^ εννέα ίδια δωμάτια- άλλα πέντε σ' Ινα υπόγειο πιό κάτω. Μοιά­ζουν μέ αντιαεροπορικά καταφύγια. Ποιοί ήταν αυ­τοί πού τό 1924 περίποη κατασκεύασαν αυτό τό κτί­ριο; Γιατί τό εγκατέλειψαν; Τί βομβαρδισμούς φο­βόντουσαν ; Είναι εκπληκτικά, οί μηχανικοί ενός σπι­τιού τόσο καλά κατασκευασμένου, νά έχουν σεβα­στεί τή auyxpoyq προκατάληψη ενάντια στον διά­κοσμο, μέχρι τό σημείο νά φτιάξουν αυτό τό κατα­φύγιο πού βάζει σέ δοκιμασία τήν πνευματική ισορ­ροπία: οί αντηχήσεις ενός στεναγμού κάνουν ν' α­κούγονται στεναγμοί κοντινοί ή μακρινοί, για δύο ή τρία λεπτά. "Οπου δεν υπάρχει ηχώ, ή σιωπή εί­ναι τόσο φριχτή σαν αυτό τό βάρος πού δέν μας α­φήνει νά τρέξουμε στα όνειρα.

Ό προσεκτικός αναγνώστης μπορεί νά συντάξει άπ' τήν αναφορά μου ενα κατάλογο αντικειμένων, καταστάσεων, γεγονότων λίγο πολύ εκπληκτικών-

τό τελευταίο είναι ή εμφάνιση τών τωρινών κατοί­κων του λόφου. Μπορούν νά συσχετισθούν αυτά τά

30 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

πρόσωπα μ' εκείνα πού ζοϋσαν τα 1924; Θα πρέ­πει να δοϋμε ατούς σημερινούς τουρίστες τους κα­τασκευαστές τοΰ μουσείου, τοΰ παρεκκλησίου, της πι­σίνας; Δεν μπορώ να πιστέψω πώς κάποιο άπ' αυ­τά τα πρόσωπα, κάποτε διέκοψε τό Τσάι για δύο ή τήν Βαλένθια για να κάνει το σχέδιο αύτοϋ τοΰ σπιτιού πού, βέβαια, το λυμαίνεται ή ηχώ, άλλα είναι άτρωτο από βόμβες.

Στα βράχια είναι μια γυναίκα πού κοιτάζει τα ηλιοβασιλέματα, όλα τα βράδια.. Στο κεφάλι έχει δεμένο Ινα χρωματιστό μαντήλι' τα χέρια ενωμέ­να, πάνω σ' Ινα γόνατο' ήλιοι πριν άπ' τή γέννηση πρέπει νά 'χουν χρυσώσει τό δέρμα της" λόγω των ματιών, τοΰ αχούρου δέρματος, τοΰ μπούστου, μοιά­ζει με μια άπό κείνες τις βοημές ή σπανιόλες τών πια φριχτών πινάκων.

Αυξάνω μέ επιμέλεια τις σελίδες αύτοϋ τοΰ Ύ]-\ίερο\ογίου καί ξεχνώ αυτές πού θα εξιλεώσουν τα χρόνια πού ή σκιά. μου κατοίκησε τή γη (Υπερά­σπιση ενώπιον επιζώντων και 'Εγκώμιο τον Μάλ-θονς...). Εντούτοις, αυτό πού γράφω σήμερα θα χρησιμεύσει σαν πρόνοια. Αυτές οί γραμμές θα πα­ραμείνουν αμετάβλητες, όσο κι αν εξασθενήσουν οί πεποιθήσεις μου. Πρέπει να προσαρμοστώ σ' αυτό πού τώρα γνωρίζω: αρμόζει για τήν ασφάλεια μου να απαρνηθώ, δια παντός, οποιαδήποτε βοήθεια άπ' τον πλησίον.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 31

ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ. Αυτό δεν είναι φριχτό. 'Αφότου τό πήρα απόφαση εχω γαληνέψει.

'Αλλά αυτή ή γυναίκα μοΰ έχει δώσει μια ελ­πίδα. Πρέπει να φοβάμαι τις ελπίδες.

Κοιτάζει τό σούρουπο όλα τα βράδια: έγώ, κρυμ­μένος, τήν κοιτάζω. Χθες, σήμερα πάλι, ανακάλυ­ψα ότι οί νύχτες και οι μέρες μου περνάνε μέσα στην αναμονή αυτής τής ώρας. Ή γυναίκα, μέ τόν τσιγ­γάνικο αισθησιασμό της και μέ τό πελώριο παρ­δαλό μαντήλι, μοΰ φαίνεται γελοία. 'Εντούτοις αι­σθάνομαι, στ' αστεία ϊσως λιγάκι, πώς αν γινόταν να μέ κοιτάξει μια στιγμή, να μοΰ μιλήσει μια στιγ­μή, θά μέ πλημμύριζε όλη μαζί ή βοήθεια πού ό β,νΒρωπος προσδοκεί άπ' τους φίλους, τις φιλενάδες καί αυτούς πού είναι άπ' τό ίδιο του τό αίμα.

Έ ελπίδα μου μπορεί να είναι ïpyo τών ψαρά­δων κα'ι τοΰ γενειοφόρου παίκτη τοΰ τένις. Σήμερα εξοργίστηκα πού τήν βρήκα μ' αυτόν τόν ψευτο-τενίστα' δέν ζηλεύω' άλλα χθες, πάλι δέν τήν εί­δα' πήγαινα στους βράχους, καί αυτοί οί ψαράδες μέ εμπόδισαν να συνεχίσω' δέν μοΰ είπαν τίποτα: τό 'σκασα πριν γίνω αντιληπτός. Προσπάθησα να τους παρακάμψω περνώντας άπό πάνω' αδύνατον' υπήρ­χαν φίλοι πού τους κοίταζαν να ψαρεύουν. "Οταν γύ­ρισα, δ ήλιος είχε ήδη δύσει, τα βράχια ήταν οί μόνοι μάρτυρες της νύχτας.

"Ισως ετοιμάζω μια ανεπανόρθωτη ηλιθιότητα" ίσως αυτή ή γυναίκα, χλιαρή άπ' τους ήλιους τών

32 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 33

δειλινών, μέ παραδώσει στην αστυνομία. Τήν συκοφαντώ' άλλα δεν ξεχνώ τήν αρπάγη

τοϋ νόμου. ΑύτοΙ πού αποφασίζουν τήν καταδίκη ε­πιβάλλουν διάρκειες ποινών, ένδικα μέσα πού μας κάνουν να γαντζωνόμαστε στην ελευθερία μέ πα­ράφορα.

Τώρα, πνιγμένος στή βρωμιά καί σε τρίχωμα πού δεν μπορώ να ξεριζώσω, λιγάκι γέρος, τρέφω τήν ελπίδα της ευμενούς γειτονίας αυτής της αδιαμ­φισβήτητα ωραίας γυναίκας.

Πιστεύω ή τεράστια δυσκολία μου να είναι στιγ­μιαία: να περάσει ή πρώτη εντύπωση. Αυτή ή ψεύ­τικη εικόνα τοϋ έαυτοΰ μου δεν θα μέ νικήσει.

ΜΕΣΑ ΣΕ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ έγιναν τρεις μεγάλες πλημμύρες. Χθες ή τύχη μ' έσωσε άπα θάνατο άπα πνιγμό. Το νερό σχεδόν μέ εκπλήσ­σει. Παρακολουθώντας τα σημάδια τοϋ δέντρου, εί­χα υπολογίσει για σήμερα τήν παλίρροια. "Αν τα χαράματα ήμουν κοιμισμένος, θα είχα πεθάνει. Πο­λύ νωρίς το νερό άρχισε ν' ανεβαίνει μ' αυτήν τήν αποφασιστικότητα πού έχει μια φορά τή βδομάδα. Τόση είναι ή αμέλεια μου πού τώρα δεν ξέρω σέ τί να αποδώσω αυτούς τους αιφνιδιασμούς: σέ λά­θη υπολογισμού ή σέ μια παροδική απώλεια κανο­νικότητας τών μεγάλων παλιρροιών. "Αν οί παλίρ­

ροιες αλλάξουν τΙς συνήθειες τους, ή ζωή Ιδώ στα χαμηλά θα είναι ακόμα πιο αβέβαιη. Θά προσαρμο­στώ, παρ' δλα αυτά. "Εχω επιβιώσει μέσα άπα τό­σες αντιξοότητες!

"Εζησα άρρωστος, μέ πόνους καί πυρετούς, πά­ρα πολύ καιρό* τρομερά απασχολημένος μέ το να μήν πεθάνω άπ' τήν πείνα" χωρίς να \nzop(b να γρά­ψω (μ' αυτήν τήν προσφιλή οργή πού οφείλω στους ανθρώπους).

"Οταν Ι'φτασα υπήρχαν μερικές προμήθειες στο κελάρι τοϋ μουσείου. Σ' ενα κλασικό πυρα>\ι,ένο φούρ­νο, μέ αλεύρι, αλάτι καί νερό, έφτιαξα ενα ψωμί πού δέν τρωγόταν. Πολύ σύντομα έφαγα αλεύρι άπ' τό σακί σέ σκόνη (πίνοντας γουλιές νεροΰ). "Ολα σώθηκαν: μέχρι καί κάτι αρνίσιες γλώσσες σέ κακή κατάσταση, μέχρι καί τα σπίρτα (μέ μια κατανάλω­ση τριών τήν ήμερα) . Πόσο πια προχωρημένοι άπο μας ήταν ol εφευρέτες τής φωτιάς! Δούλεψα επίμο­να ατέλειωτες μέρες για να φτιάξω μια παγίδα' ό­ταν λειτούργησε μπόρεσα να φάω πουλιά αιμόφυρ­τα καί γλυκά. 'Ακολούθησα τήν παράδοση τών μο­ναχικών' £φαγα, επίσης, ρίζες. Ό πόνος, μια ώ-χράδα υγρή καί τρομακτική, καταληψίες πού δέν μοϋ άφησαν καμμία ανάμνηση, αξέχαστοι φρικιαστι­κοί εφιάλτες ήταν αυτά πού μου επέτρεψαν να γνω­ρίσω τα πια δηλητηριώδη φυτά*.

* Χωρίς αμφιβολία έζησε κάτω άπό δέντρα φορτωμέ­να καρύδες. Δέν τα μνημονεύει. Γ ί ν ε τ α ι να μήν τα είδε;

34 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Ταλαιπωρούμαι' δέν έχω τα εργαλεία' ή περιο­χή είναι ανθυγιεινή, αντίξοη. 'Αλλά, πριν άπό με­ρικούς μήνες, ή τωρινή μου ζωή θα μοϋ είχε φα­νεί σαν ένας ασύλληπτος παράδεισος.

Οι καθημερινές παλίρροιες δέν είναι επικίνδυ­νες, ούτε ακριβείς. Μερικές φορές παρασύρουν τα κλαδιά μέ τα φύλλα πού απλώνω για να κοιμηθώ και ξημερώνομαι σέ μια θάλασσα διαποτισμένη άπ' τα λασπωμένα νερά των βάλτων.

Μου μένει το απόγευμα για το κυνήγι' το πρωί είμαι στό νερό μέχρι τή μέση' οί κινήσεις βαραίνουν σαν νά 'ταν το [ΐέρος του κορμιού πού είναι βυθισμέ­νο πολύ μεγάλο' σέ αντάλλαγμα δμως υπάρχουν λι­γότερες σαύρες καί εχιδνες' τα κουνούπια διαρκούν δλη μέρα, δλο το χρόνο.

Τα εργαλεία είναι στό \ι.ουΰξ.Ιο. Φιλοδοξώ να βρώ τή δύναμη να επιχειρήσω μια αποστολή για να τα ξαναπάρω. "Ισως να μήν είναι απαραίτητο' αυ­τοί οί άνθρωποι θα εξαφανιστούν' ϊσως να είχα παραισθήσεις.

Δέν γίνεται να φτάσω ώς τή βάρκα, στην ανα­τολική παραλία. Δέν χάνω καί πολλά πράγματα" να ξέρω πώς δέν είμαι κρατούμενος, πώς μπορώ να φύ­γω άπ' τό νησί' μήπως δμως μπόρεσα καμιά φορά, να φύγω; Γνωρίζω τήν κόλαση αυτής τής βάρ­κας. "Ηρθα άπ' τή Ραμπάουλ μέχρι εδώ. Δέν είχα

Ή μήπως τά δέντρα, χτυπημένα άπ' τήν επιδημία, δέν έ'καναν φροϋτα; (Σημ. τον εκδότη τον χειρογράφου).

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 35

νερό να πιώ, δέν είχα καπέλο. Μέ κουπί, ή θάλασσα είναι ανεξάντλητη. Ή ηλίαση, ή κούραση ήταν πιο δυνατές άπ' τό κορμί μου. Βασανίστηκα άπό μια α­δηφάγα άρρώστεια καί ακούραστα όνειρα.

Τώρα ή μοίρα μου είναι να διακρίνω τις φαγώ­σιμες ρίζες. "Εφτασα να τακτοποιήσω τόσο καλά τή ζωή μου, πού κάνω δλες τις δουλειές καί μοϋ μέ­νει ακόμα λίγο για να ξεκουραστώ. Μέσα σ' αυτή τήν άνεση χρόνου αισθάνομαι ελεύθερος, ευτυχής.

Χθες έμεινα πίσω' σήμερα δούλευα συνέχεια' εν­τούτοις, έμεινε κάτι καί για αύριο' δταν είναι τόσα να γίνουν, ή γυναίκα των δειλινών δέν μοΰ κλέβει τόν δπνο.

Χθες τό πρωί ή θάλασσα πλημμύρισε τίς παρυ­φές. Ποτέ δέν έχω δει παλίρροια τέτοιας έκτασης. 'Ανέβαινε ακόμη δταν άρχισε να βρέχει (εδώ οί βροχές είναι σπάνιες, ισχυρότατες, μέ κυκλώνες).

'Αναγκάστηκα να ζητήσω καταφύγιο.

Μοχθώντας ενάντια στή γλιστερότητα τής πλα­γιάς, τή σφοδρότητα τής 6poyj)ç, τόν άνεμο καί τά κλαδιά, ανέβηκα στό λόφο. Μοϋ ήρθε ή ίδέα να κρυφτώ στό παρεκκλήσι (τό πιό μοναχικό μέρος τοΰ νησιού).

"Ημουν στα δωμάτια πού είναι προορισμένα για να προγευματίζουν καί ν' αλλάζουν ρούχα οί ιερείς (δέν έχω δει κανένα παπά ή ίερωμένο, ανάμεσα

στους κατόχους, τοΰ μουσείου) δταν, ξάφνου, νά δύο πρόσωπα αιφνίδια μπροστά μου, σαν νά μήν είχαν φτάσει, σαν νά 'χαν εμφανιστεί, ούτε λίγο ούτε πο-

36 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

λύ, στην δράση ή τη φαντασία μου... Κρύφτηκα —α­ναποφάσιστος, αδέξια— κάτω άπ° τήν 'Αγία Τρά­πεζα, ανάμεσα σέ χρωματιστά μεταξωτά καΐ μπορ-νχοϋρες. Δεν με είδαν. 'Ακόμα κρατάει ή τρομάρα μου.

"Εμεινα για λίγο ακίνητος, σκυφτός, σέ άβολη στάση, κατασκοπεύοντας ανάμεσα άπ' τις μεταξωτές κουρτίνες πού είναι κάτω άπ' τό κεντρικό Ιερό, συγ­κεντρώνοντας τήν προσοχή μου στους θορύβους που παρεμβάλλονταν άπ' τήν καταιγίδα, κοιτάζοντας τα σκοΰρα βουνά των μυρμηγκοφωλιών, τους αεικίνη­τους ορόφους των μυρμηγκιών, ωχρών καΐ μεγάλων, τα μετακινημένα πλακάκια... 'Αφουγκραζόμουν τις σταγόνες στον τοίχο και το ταβάνι, τό τρεμουλιαστό νερό στα ρυάκια, τή 6ρογτ} ατό κοντινό μονοπάτι, τις βροντές, τους συγκεχυμένους θορύβους της θύελ­λας, των δέντρων, της θάλασσας στην ακτή, των δι­πλανών δοκαριών, θέλοντας νά απομονώσω τα βή­ματα ή τή φωνή κάποιου πού θα κατευθυνόταν προς τό καταφύγιο μου, νά αποφύγω άλλες απροσδό­κητες εμφανίσεις...

'Ανάμεσα στους θορύβους, άρχισα ν' ακούω απο­σπάσματα μιας σύντομης μελωδίας, πολύ μακρινής... Σταμάτησα νά τήν ακούω καί σκέφτηκα πώς ήταν όπως αυτές οι μορφές πού, κατά τόν Λεονάρντο, εμ­φανίζονται δταν κοιτάζουμε γιά λίγο τις κηλίδες της υγρασίας. Ξανάρχισε ή μουσική καί μένα συννέ­φιασαν τα μάτια μου, ευχαριστημένος άπ' τήν άρ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 37

μονια της, αναστατωμένος πριν τρομοκρατηθώ ολο­κληρωτικά.

"Γστερ' άπό λίγο πήγα στό παράθυρο. Τό νερό, Άσπρο στό τζάμι, χωρίς λάμψη, πολύ σκοτεινό στον αέρα, μόλις σ' άφηνε νά δεις... Έμεινα τόσο κατά­πληκτος πού δέν μ' ένοιαζε νά ξεπροβάλω άπ' τήν ανοιχτή πόρτα.

Έδώ ζουν οί ήρωες τοΰ σνομπισμού (ή οί τρό­φιμοι ενός εγκαταλειμμένου τρελοκομείου). Χωρίς θεατές — ή είμαι τό κοινό πού έχει εξαρχής προ­βλεφτεί— για νά γίνουν πρωτότυποι ξεπερνούν τα δρια της υποφερτής ταλαιπωρίας, άψηφοΰν τό θά­νατο. Αυτό είναι αλήθεια, δέν είναι επινόημα τής μνησικακίας μου... "Εβγαλαν τόν φωνόγραφο πού βρίσκεται στό πράσινο δωμάτιο, δίπλα στό σαλόνι τοΰ ενυδρείου καί, γυναίκες και άντρες, καθισμένοι σέ πάγκους ή στό λειβάδι, συνομιλούσαν, άκουγαν μουσική καί χόρευαν ατή μέση μιας θύελλας νερού καί άνεμου πού απειλούσε νά ξερριζώσει δλα τά δέντρα.

ΤΩΡΑ Η ΓΥΝΑΙΚΑ μέ τό μαντήλι μοϋ έχει γί­νει απαραίτητη. "Ισως δλη αυτή ή υγιεινή τοΰ αποκλεισμού τής ελπίδας νά 'ναι λίγο γελοία. Νά μήν ελπίζω άπ' τή ζωή για νά μήν τήν διακινδυ­νέψω' νά θεωροΰμαι νεκρός γιά νά μήν πεθάνω. Ξα­φνικά αυτό μοΰ φάνηκε ένας τρομαχτικός λήθαρ-

38 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

γος, φο6ερά ανησυχητικός" θέλω να τελειώσει. "Ύ­στερα άπ' τή φυγή, άφοΰ έζησα χωρίς να δίνω ση­μασία σε μια κούραση πού με κατέστρεφε, κατά­κτησα τή γαλήνη' ίσως οί αποφάσεις μου με ξανα­γυρίσουν σε κείνο τό παρελθόν ή στους δικαστές' τους προτιμώ άπ' αυτό το μακρόχρονο καθαρτήριο.

"Αρχισε Ιδώ καί οκτώ μέρες. Τότε κατάγραφα το θαΰμα της εμφάνισης αυτών τών προσώπων" το απόγευμα έτρεμα κοντά στα βράχια της δυτικής με­ριάς. Σκέφτηκα πώς δλα ήταν κοινά: δ μποέμ τύπος τής γυναίκας καί δ ίδιος μου δ συσσωρευμένος έρω­τας τοΰ μοναχικού. Ξαναγύρισα σέ δύο απογεύματα: ή γυναίκα ήταν εκεί" άρχισα να σκέφτομαι πώς αυ­τό ήταν το μοναδικό θαΰμα' υστέρα ήρθαν οί ολέ­θριες μέρες τών ψαράδων, πού δεν την είδα, τοΰ γενειοφόρου, τοΰ κατακλυσμού, τής επανόρθωσης τών καταστροφών πού προκάλεσε δ κατακλυσμός. Σήμερα τό απόγευμα...

ΕΙΜΑΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ, άλλα περισσότερο κι άπ' αυτό δυσαρεστημένος άπ' τόν εαυτό μου. Τώρα πρέπει νά περιμένω νά 'pfhw ol παρείσακτοι άπό στιγμή σέ στιγμή' ά\• αργήσουν, malum signum: άρχονται νά με συλλάβουν. Θα κρύψω αυτό τό ημερολόγιο, θα ετοιμάσω μία εξήγηση καί θα τους περιμένω 'όχι πολύ μακριά άπ' τή βάρκα, αποφασι­σμένος νά παλαίψω, να ξεφύγω. Εντούτοις δέν μέ

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 39

άπασχολοΰν οί κίνδυνοι' αισθάνομαι πολύ άσχημα: έ­κανα απροσεξίες πού μπορούν νά μοΰ στερήσουν τή γυναίκα για πάντα.

Άφοΰ έκανα μπάνιο, καθαρός καί συγχρόνως πιό ατημέλητος (αποτέλεσμα τοΰ νεροΰ στα γένια καί τα μαλλιά), πήγα να τή δώ. Είχα καταστρώσει τό έξης σχέδιο: να τήν περιμένω στα βράχια' φτά­νοντας ή γυναίκα θα μ' εύρισκε νά κοιτάζω απορρο­φημένος τό ηλιοβασίλεμα' ή έκπληξη, ή πιθανή ο­πισθοχώρηση, 'θα είχαν τόν χρόνο να μετατραπούν σέ περιέργεια' θα μεσολαβοΰσε ευνοϊκά ή κοινή μας αγάπη για τό σούρουπο" αυτή θά μέ ρωτοΰσε ποιος είμαι* θά γινόμασταν φίλοι...

"Εφτασα πολύ αργά. (Ή έλλειψη ακριβείας πού μέ χαρακτηρίζει, μέ εξοργίζει, καί να σκεφτεί κα­νείς πώς σ' αυτή τήν αυλή τών διαστροφών πού λέ­γεται πολιτισμένος κόσμος, στό Καράκας, αύτη απο­τελούσε Ινα εξεζητημένο στολίδι, ένα άπ' τα πιό προσωπικά μου χαρακτηριστικά!)

Τά χάλασα δλα: αυτή κοίταζε τό σούρουπο βταν εγώ ξεφύτρωσα απότομα πίσω άπό κάτι πέτρες. 'Α­πότομα, μέ ορθό τρίχωμα καί είδωμένος άπό κάτω, πρέπει νά εμφανίστηκα μέ τά τρομαχτικά μου χα­ρακτηριστικά μεγεθυμένα.

Οί παρείσακτοι πρέπει νά epQouv άπ° τή μια στιγμή στην άλλη. Δέν έχω ετοιμάσει καμιά εξή­γηση. Δέν φοβάμαι.

Αυτή ή γυναίκα είναι κάτι παραπάνω άπό μια ψευτοτσιγγάνα. Μέ τρομάζει ή δύναμη της. Τίποτα

40 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

δέν έδειξε δτι μέ είδε. Ούτε ενα βλεφάρισμα, οΰτε Ινα ελαφρό άναπήδημα.

Ακόμα δ ήλιος ήταν πάνω άπ' τόν ορίζοντα (δ-χι δ ήλιος' το φάσμα τοΰ ήλιου" ήταν εκείνη ή στιγ­μή πού έχει ήδη δύσει, ή πάει να δύσει, καΐ τόν βλέπουμε έκεΐ πού δέν είναι). Έγώ είχα σκαρφα­λώσει βιαστικά στις πέτρες. Τήν είδα: το χρωματι­στό μαντήλι, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στό γόνα­το, ή ματιά της πού πλάταινε τόν κόσμο. Ή ανα­πνοή μου έγινε λαχάνιασμα. Τα βράχια και ή θά­λασσα έμοιαζαν να xpê\Low.

Καθώς τό σκεφτόμουν αυτό, άκουσα πλάι μου τή θάλασσα μέ τό θόρυβο της, κίνησης καΐ κούρασης, σαν νά 'χε έ'ρθει δίπλα μου. Έσύχασα λίγο. Δέν ή­ταν δυνατόν ν' ακουγόταν ή αναπνοή μου.

Τότε, για να καθυστερήσω τή στιγμή πού θα της μιλούσα, ανακάλυψα ενα πανάρχαιο ψυχολογι­κό νόμο. ΤΗταν καλύτερα να μιλήσω άπό ενα μέρος πιό ψηλά, πού θα επέτρεπε νά κοιτάζω άπό πάνω. Αυτή ή (>λική υπερύψωση θα αντιστάθμιζε ένμέρει τήν κατωτερότητα μου.

'Ανέβηκα μερικά βράχια. Ή προσπάθεια χειρο­τέρεψε τήν κατάσταση μου. Επίσης τήν χειροτέρε­ψαν:

Ή βιασύνη: έγώ δ 'ίδιος είχα επιβάλει στον ε­αυτό μου τήν υποχρέωση να της μιλήσω σήμερα. "Αν ήθελα νά αποφύγω νά τήν κάνω να αισθανθεί δυσπι­στία —λόγω τοΰ ερημικού τόπου κα'ι της σκοτει­νιάς—, δέν μπορούσα να περιμένω οΰτε στιγμή.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 41

Τό δτι τήν είδα: σαν νά πόζαρε για έναν αθέα­το ψωτογράψο, είχε τή γαλήνη τοΰ σούρουπου, άλ­λα πιό απέραντη ακόμα. Έγώ θα τήν διέκοπτα.

Νά πώ τό οτιδήποτε, έμοιαζε τρομαχτική επι­χείρηση. Δέν ήξερα άν είχα φωνή.

Τήν κοίταξα κρυμμένος. Φοβήθηκα μή μέ πιά­σει νά τήν κατασκοπεύω' μπήκα, ίσως υπερβολικά απότομα, στό οπτικό της πεδίο" εντούτοις ή ειρή­νη του στήθους της δέν διαταράχτηκε" ή ματιά της περνούσε άπό μέσα μου σαν νά 'μουν αόρατος.

Δέν κρατήθηκα. — Δεσποινίς, θέλω νά μ' ακούσετε — είπα, μέ τήν ελπίδα δτι δέν θα συγκατάνευε στην παράκληση μου, γιατί ήμουν τόσο συγκινημένος πού είχα ξεχάσει αυ­τό πού είχα νά τής πώ. Μοΰ φάνηκε δτι ή λέξη δ ε σ π ο ι ν ί ς ηχούσε γελοία στό νησί. Επιπλέον ή φράση παραήταν επιτακτική (συνδυασμένη μέ τήν αιφνίδια εμφάνιση, τήν ώρα, τή μοναξιά) .

Επέμεινα: — Καταλαβαίνω πώς απαξιώνετε...

Δέν μπορώ νά θυμηθώ μέ ακρίβεια αυτά πού εί­πα. Σχεδόν δέν είχα συνείδηση. Τής μίλησα μέ φω­νή συγκρατημένη και χαμηλή, σέ μια στάση πού ύπαινίσσονταν αισχρότητες. Ξανάπεσα στό δ ε -σ π ο ι ν ί ς. Παράτησα τα λόγια και βάλθηκα να κοιτάζω τή δύση, ελπίζοντας πώς ή γαλήνη αυτής τής θέας πού μοιραζόμασταν θα μας έφερνε πιό κοντά. Ξαναμίλησα. Ή προσπάθεια πού έκανα νά κυριαρχηθώ μου έπνιγε τή φωνή, αυξαινε τήν α'ισ-

42 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

χρότητα του τόνου. Πέρασαν κι άλλα λεπτά σιω­πής. Επέμεινα, ίκέτεψα κατά τρόπο αποκρουστικό. Τελικά έγινα εξαιρετικά γελοίος: τρεμουλιαστά, κραυγάζοντας σχεδόν, της ζήτησα να μέ προσβάλει, να με καταδώσει, αρκεί να μη συνέχιζε τη σιωπή της.

Δεν ήταν σαν να μην μέ είχε ακούσει, σαν να μην μέ είχε δει' ήταν σαν τ' αυτιά πού είχε να μην χρησίμευαν για ν' ακούει, σαν να μην χρησίμευαν τά μάτια για να βλέπει.

Κατά κάποιο τρόπο μέ πρόσβαλε' έδειξε πώς δέν μέ φοβόταν. ΤΗταν πια νύχτα δταν μάζεψε τά σύνεργα τοϋ ραψίματος καί κατευθύνθηκε αργά προς τήν κορυφή τοϋ λόφου.

Οι άντρες δέν έχουν έρθει ακόμα να μέ πιά­σουν. "Ισως δέν ïpQow απόψε. "Ισως αύτη ή γυ­ναίκα είναι σέ δλα της τόσο εκπληκτική, πού δέν τους έχει 'καν αναφέρει τήν εμφάνιση μου. Ή νύ­χτα είναι σκοτεινή. Γνωρίζω καλά το νησί: ούτε στρατό δέν φοβάμαι, άν μέ ψάχνει τή νύχτα.

ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ σαν να μήν μέ είχε δει. Δέν διέ­πραξα άλλο σφάλμα άπ' τό να παραμείνω αμίλη­τος καί ν' αφήσω να επικρατήσει πάλι ή σιωπή.

"Οταν ή γυναίκα Ιφτασε στους 6ρά.χο\>ς, έγώ κοίταζα τό'ηλιοβασίλεμα. "Εμεινε ακίνητη ψάχνον­τας \ίέρος ν' απλώσει τήν κουβέρτα. "Υστερα προ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 43

χώρησε προς τό μέρος μου. Μόνο ν' άπλωνα τό χέ­ρι θα τήν είχα αγγίξει. Αύτη ή δυνατότητα μέ τρο­μοκράτησε (σαν να κινδύνευα ν' αγγίξω Ινα φάντα­σμα) . Υπήρχε κάτι τρομαχτικό στον τρόπο πού μέ αγνοούσε. Εντούτοις, μέ τό να καθίσει πλάι μου, μέ προκαλούσε καί "κατά κάποιο τρόπο έβαζε τέλος σ' αυτή τήν παραγνώριση.

"Εβγαλε Ινα βιβλίο άπ' τήν τσάντα καί άρχισε να διαβάζει. Έπο>φελήθηκα άπ' τήν ανάπαυλα για να ηρεμήσω.

"Επειτα, δταν τήν είδα ν' αφήνει τό βιβλίο καί να σηκώνει τό βλέμμα, σκέφτηκα: «Ετοιμάζεται να μοΰ ζητήσει εξηγήσεις». Αυτό δέν έγινε. Ή σιω­πή μεγάλωνε, αναπόδραστη. Κατάλαβα τή σοβαρό­τητα τοϋ να μήν τήν διακόψω' άλλα χωρίς επιμο­νή, χωρίς %ίνΎ}τρο, παρέμεινα σιωπηλός.

Κανείς άπ' τους συντρόφους της δέν έχει έρθει να μέ αναζητήσει. "Ισως δέν τους μίλησε για μένα' ίσως τους ανησυχεί τό δτι γνωρίζω τόσο καλά τό νησί (γι' αυτό ή γυναίκα γυρίζει κάθε μέρα, προσ­ποιούμενη ενα αισθηματικό επεισόδιο). Δυσπιστώ. Είμαι έτοιμος να αιφνιδιάσω τήν πιό σιωπηλή συνω­μοσία.

'Ανακάλυψα μέσα μου μια τάση να προ&ΐέπω αποκλειστικά τίς κακές συνέπειες. Δημιουργήθηκε τά τρία ή τέσσερα τελευταία χρόνια: δέν είναι τυ­χαία' είναι ενοχλητική. Τό δτι ή γυναίκα επιστρέ­φει, ή εγγύτητα πού επιδίωξε, δλα μοιάζουν να δείχνουν μια τροπή υπερβολικά ευτυχή για να τολ-

44 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

μήσω να τήν φανταστώ και μόνο... "Ισως ξεχνώ τα γένια μου, τα χρόνια μου, τήν αστυνομία πού τόσο μ' έχει καταδιώξει, πού ακόμα θα μέ ψάχνει, πει­σματική, σαν μια αποτελεσματική κατάρα. Δέν πρέ­πει να τρέφω ελπίδες. Το γράφω και αμέσως μου 'ρχεται μια Εδέα πού είναι μια ελπίδα. Δέν νομίζω πώς εχω προσβάλει τή γυναίκα, άλλα ίσιος θά 'ταν πιο σωστό να επανορθώσω. Τί κάνει ένας άντρας σ' αυτές τίς περιπτώσεις; Στέλνει λουλούδια. Αυτό είν' ενα σχέδιο γελοίο... άλλα οί κοινοτυπίες, όταν είναι ταπεινές, μπορούν να εξουσιάσουν τήν καρδιά. Στο νησί έχει πολλά λουλούδια. "Οταν ϊφτασα έ­μεναν μερικές δεσμίδες γύρω άπ' τήν πισίνα καί το μουσείο. Σίγουρα θά \ιπορέα(ύ να φτιάξω Εναν χη-πάκο στο λειβάδι πού απλώνεται ώς τους δράγρυς.

"Ισως ή φύση χρησιμεύει για τήν επίτευξη της οι­κειότητας μιας γυναίκας. "Ισως μοΰ χρησιμέψει για να τελειώνω πια μέ τή σιωπή καί τίς προφυλάξεις. Αυτή θά 'ναι καί ή τελευταία μου ποιητική προσφυ­γή. Έγώ δέν Ιχω συνδυάσει χρώματα" δέν καταλα­βαίνω σχεδόν τίποτα άπό ζωγραφική... Πιστεύω ό­μως να \χπορέα(ύ να κάνω μια ταπεινή εργασία πού να φανερώνει κλίση προς τήν κηπουρική.

ΣΗΚΩΘΗΚΑ τά χαράματα. Αισθανόμουν πώς ή α­ξία της θυσίας μου άρ'/,οϋΰε για νά φέρω σέ πέρας τήν εργασία.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 45

Είδα τά λουλούδια (είναι άφθονα στο κάτω μέ-ρος των φαραγγιών). Ξερρίζωσα αυτά πού μου φά­νηκαν λιγότερο άσχημα. 'Ακόμη κι αυτά πού είναι απροσδιόριστου χρώματος έχουν μια σχεδόν ζωική ζωντάνια. "Ύστερα άπό λίγο τά κοίταξα για νά τα τακτοποιήσω, γιατί δέν χωρούσαν πια κάτω άπ' τό μπράτσο μου: ήταν νεκρά.

Θά εγκατέλειπα τό σχέδιο μου, άλλα θυμήθηκα πώς λίγο ψηλότερα, στην όψη του μουσείου, υπάρχει ενα άλλο μέρος μέ πολλά λουλούδια... Καθώς ήταν ακόμα νωρίς, μοϋ φάνηκε πώς δέν υπήρχε κίνδυνος νά πάω νά τά δω. Οί παρείσακτοι ασφαλώς κοι­μόντουσαν.

Είναι μικρούτσικα καί τραχιά. Έκοψα μερι­κά. Δέν έχουν εκείνη τήν τερατώδη βιασύνη νά πε­θάνουν.

Τά μειονεκτήματα τους: τό μέγεθος καί τό ότι βρίσκονται μπροστά ατό ρ.0Όσειο.

Πέρασα όλο τό πρωί εκτεθειμένος στον κίνδυνο νά μέ ανακαλύψει οποιοδήποτε πρόσωπο θά είχε τό κουράγιο νά σηκωθεί πριν άπ' τίς δέκα. Μοΰ φαί­νεται πώς μια τόσο ταπεινή πρόκληση της συμφο­ράς δέν είχε συνέπειες. "Οσην ώρα μάζευα τά λου­λούδια, επόπτευα τό \>.ο\)σεΙο καί δέν είδα κανέναν άπ' τους κατόχους του" αυτό μοΰ επιτρέπει νά υπο­θέσω ότι ούτε εκείνοι μέ είδαν.

Τά λουλούδια είναι πολύ μικρά. Θά πρέπει νά φυτέψω χιλιάδες, άν δέν θέλω μια μικρογραφία κή­που (θά 'ταν πιό ώραΐο καί πιό ευγ,οΐο νά γίνει" άλ-

46 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

λα υπάρχει δ κίνδυνος να μήν τον δει ή γυναίκα). Βάλθηκα να ετοιμάζω τα παρτέρια, να σπάζω

τή γη (είναι σκληρή, ol ισοπεδωμένες επιφάνειες είναι απέραντες), να ποτίζω με βρόχινο νερό. "Ο­ταν τελειώσω την ετοιμασία της γης, θα πρέπει να βρώ κι άλλα λουλούδια. Θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να μη μέ πιάσουν, κυρίως για να μήν διακό­ψουν τή δουλειά ή να τήν δουν πρίν να είναι έτοι­μη. Ξέχασα, πώς ύπάργρΌ^ κοσμικές απαιτήσεις στις όποιες υπόκεινται οί μετακινήσεις τών φυτών. Δέν μτζορΰ) να πιστέψω πώς υστέρα άπα τόσους κινδύ­νους, τόση κούραση, τα λουλούδια δέν θα μείνουν ζωντανά μέχρι τή δύση τοΰ ηλίου.

Στερούμαι αισθητικής δσον άφορα τους κήπους: δπως καί νά 'χει το πράγμα, ανάμεσα σε λειβάδια καί σε άχυρένια χαμόδεντρα, τό έργο μου θα είναι συγκινητικό. Θά 'ναι μια άπατη, φυσικά' σύμφωνα μέ τό σχέδιο μου, σήμερα τό απόγευμα θα είναι κιόλας ένας περιποιημένος κήπος' αύριο ίσως νά 'ναι νεκρός ή χωρίς λουλούδια (άν έχει αέρα).

Ντρέπομαι λιγάκι νά γνωστοποιήσω τό σχέδιο μου. Μια τεράστια καθιστή γυναίκα πού κοιτάζει τή δύση, μέ τα χέρια δεμένα πάνω σ' ένα γόνατο' έ­νας τοΰθοΌύΙ-qç, άντρας, φτιαγμένος άπό φύλλα, γο­νατιστός αντίκρυ ατή γυναίκα (κάτω άπ' αυτό τό πρόσωπο θά βάλω τή λέξη «ΕΓΩ» σέ παρένθεση) .

Θά υπάρχει ή εξής επιγραφή:

Εξαίσια, δχι μακρινή και μυστηριώδης, Mè τή ζωντανή σιωπή τοΰ ρόδου.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 47

Η ΚΟΤΡΑΣΗ MOT σχεδόν καταντάει άρρώστεια. "Εχω τή χειροπιαστή ευτυχία νά ξαπλώνω κάτω άπ' τα δέντρα μέχρι τις έξι τό απόγευμα. Θά την αναβάλω. Ή αιτία αυτής της ανάγκης για γράψι­μο πρέπει νά βρίσκεται στα νεΰρα. Τό πρόσχημα εί­ναι πώς τώρα οί πράξεις μου μέ όδηγοΰν προς ένα άπό τά τρία μου μελλούμενα: τή συντροφιά της γυ­ναίκας, τή μοναξιά (δηλαδή τό θάνατο πού μέσα του πέρασα τά τελευταία χρόνια, αδύνατο άπ' τή στιγμή πού άντίκρυσα τή γυναίκα), τή φριχτή δι­καιοσύνη. Προς ποιο; Είναι ο'ύαΥ.ο'λο να τό μάθω έγκαιρα. 'Εντούτοις ή σύνταξη καί ή ανάγνωση αυ­τών τών αναμνήσεων \ιποροΰν νά μέ βοηθήσουν σ' αυτή τήν τόσο χρήσιμη πρόγνωση' καί ίσως ακόμη μου επιτρέψουν νά συνεργαστώ για τή δημιουργία τοΰ πιό εύ^οϊχοΰ μέλλοντος.

Δούλεψα σαν αξιοθαύμαστο εκτελεστικό όργανο' τό έργο δέν έχει καμμία σχέση μέ τις κινήσεις πού τό έκαναν. "Ισως ή μαγεία νά εξαρτάται άπ' το έ­ξης: έπρεπε νά ασχοληθώ με τά επιμέρους, μέ τή δυσκολία νά φυτέψω ένα-ένα λουλούδι καί νά τό ίσοστοιχίσω μέ τό προηγούμενο. Ά π ' τήν πορεία τής εργασίας δέν μπορούσε νά προβλεφτεί τό τελι­κό έργο' θά ήταν ένα άταχτο συνοθύλευμα λουλου­διών ή μια γυναίκα, χωρίς διάκριση.

'Εντούτοις τό έργο δέν μοιάζει μέ αυτοσχεδια­σμό' έχει μια ικανοποιητική ομορφιά. Δέν μπόρεσα νά πραγματοποιήσω τό σχέδιο μου. Θεωρητικά, δέν κοστίζει περισσότερο μια γυναίκα καθιστή, μέ τά

48 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

χέρια πλεγμένα πάνω ατό ένα της γόνατο, άπό μια γυναίκα όρθια" φτιαγμένη άπο λουλούδια, ή πρώτη είναι σχεδόν αδύνατη. Ή γυναίκα είναι γυρισμένη προς τα μπρος, με τα πόδια καί τό κεφάλι προφίλ, κοιτάζοντας ενα ήλιοβασίλεμμα. Τό πρόσωπο καί ε­να μαντήλι άπό μώβ λουλούδια σχηματίζουν τό κε­φάλι. Τό δέρμα δέν είναι καλό. Δεν μπόρεσα να πετύχω αυτό τό ήλιοκαμμένο χρώμα πού με απωθεί καί ταυτόχρονα μέ τραβάει. Τό φόρεμα είναι άπό γαλάζια λουλούδια' έχει άσπρες μπορντοΰρες. Ό ή­λιος είναι φτιαγμένος άπό κάτι παράξενα ηλιοτρόπια πού υπάρχουν εδώ. Ή θάλασσα άπ' τα ϊδια λουλού­δια μέ τό φόρεμα. Έγώ είμαι προφίλ, γονατιστός. Είμαι μικρούτσικος (ένα τρίτο του μεγέθους της γυ­ναίκας) καί πράσινος, φτιαγμένος άπό φύλλα.

Τροποποίησα τήν επιγραφή. Ή πρώτη μου 'βγαί­νε υπερβολικά μεγάλη για να φτιαχτεί μέ λουλού­δια. Τήν μετάτρεψα στην εξής:

'Αφύπνισες το θάνατο μου σε τοντο τό νησί.

W ευχαριστούσε να είμαι Ινας άγρυπνος νεκρός. Για χάρη αυτής τής ηδονής παραμέλησα τήν αβρό­τητα: ή φράση θα μπορούσε να περιέχει μία υπονο­ούμενη μομφή. Ξαναγύρισα εντούτοις σ' αυτή τήν ιδέα. Νομίζω πώς μέ τύφλωναν: ή τάση να παρου­σιαστώ σαν Ινας πρώην νεκρός' ή φιλολογική ή γε­λοία ανακάλυψη δτι δ θάνατος ήταν αδύνατος πλάι

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 49

σ' αυτή τή γυναίκα. Μέσα στή μονοτονία τους, οί παραλλαγές ήταν σχεδόν τερατώδεις:

'Αφύπνισες ενα νεκρό σε τοντο τό νησί

Δεν είμαι πια νεκρός• είμαι ερωτευμένος.

'Αποθαρρύνθηκα. Ή επιγραφή τών λουλουδιών λέει:

Τα δειλά σέβη ενός έρωτα.

ΟΛΑ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ τής πιο προβλεπτής ομαλότητας, άλλα μ' ενα τρόπο ανέλπιστα ευνοϊ­κό. Είμαι χαμένος. Φυτεύοντας αυτόν τόν κηπάκο διέπραξα ένα τρομαχτικό σφάλμα, σαν τόν Αϊαν-τα — ή κάποιο άλλο ελληνικό όνομα ξεχασμένο πια— όταν μαχαίρωσε τα ζώα' άλλα σ' αυτή τήν περίπτωση έγώ είμαι τα μαχαιρωμένα ζώα,

Ή γυναίκα έφτασε νωρίτερα άπ5 ό,τι συνήθως. "Αφησε τήν τσάντα (μ' ένα βιβλίο πού προεξείχε μέ­

χρι τή μέση) σ' Ινα δρά,γο, καί σ' έναν άλλο, πιό ε­πίπεδο, άπλωσε τήν κουβέρτα. Φορούσε ρούχα τοϋ τένις' Ινα μαντήλι σχεδόν μώβ στό κεφάλι. "Εμει­νε λίγο να κοιτάζει τή θάλασσα σαν κοιμισμένη' υ­στέρα σηκώθηκε καί πήγε να πάρει τό βιβλίο. Κι-

50 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

νήθηκε μέ τήν άνεση πού έχουμε δταν είμαστε μό­νοι. Πέρασε, πηγαίνοντας και γυρίζοντας, δίπλα στον κηπάκο μου, άλλα υποκρίθηκε δτι δέν τον βλέπει. Δέν αγωνιούσα να τον δει" αντίθετα, μόλις εμφανίστηκε ή γυναίκα, κατάλαβα το τρομαχτικό μου λάθος και υπέφερα επειδή δέν μπορούσα να εξα­φανίσω ένα έργο πού μέ καταδίκαζε για πάντα. Καθησύχαζα τον εαυτό μου, σχεδόν έχανα τις αισθή­σεις μου. Ή γυναίκα άνοιξε το βιβλίο, ακούμπησε το χέρι ανάμεσα στα φύλλα και συνέχισε να κοιτά­ζει τό σούρουπο. Δέν έφυγε μέχρι πού νύχτωσε.

Τώρα παρηγοριέμαι συλλογιζόμενος τήν κατα­δίκη μου. Είναι δίκαιη ή δχι; Τί πρέπει να ελπί­ζω έπειτα άπ' τήν προσφορά αύτοΰ του κακόγουστου κηπάκου; Σκεφτόμενος ψύχραιμα νομίζω πώς τό έργο δέν θά 'πρεπε να μέ καταποντίσει, εφόσον \χπορω να τό κριτικάρω. Για ένα πά,νσοψο δν, δέν είμαι έγώ δ α,^ρωπος πού γ,-πορεϊ να φοβίσει αυτός ό κήπος. Τόν έχω δμως δημιουργήσει.

Πήγαινα να πω πώς εδώ εκδηλώνονται οί κίν­δυνοι της δημιουργίας, ή δυσκολία να έχει κανείς ισορροπημένα και ταυτόχρονα διάφορες συνειδή­σεις. Άλλα σέ τί θά χρησίμευε ; Αυτές οι συμβουλές είναι θλιβερές. "Ολα έχουν χαθεί: ή ζωή μέ τή γυ­ναίκα, ή περασμένη μοναξιά. Χωρίς άλλο καταφύ­γιο, διαιωνίζω ετοΰτο τόν \ιονόλο^ο πού, άπό δω καί στό έξης, είναι αδικαιολόγητος.

Παρά τόν εκνευρισμό, σήμερα α'ισθάνθηκα έμ­πνευση, καθώς τό σούρουπο διαλυόταν συμμετέχο-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 51

ντας στην αμόλυντη γαλήνη, στό μεγαλείο της γυ­ναίκας. Ή ίδια ευεξία μέ ξανάπιασε τή νύχτα' ο­νειρεύτηκα τό χαμαιτυπεΐο τών τυφλών γυναικών πού επισκέφτηκα μέ τόν Όμπρεγιέρι στην Καλκού-τα. Εμφανίστηκε ή γυναίκα καί τό χαμαιτυπεΐο άρ­χισε να μετασχηματίζεται σ' ένα πλούσιο φλωρεντι­νό παλάτι άπό γυψομάρμαρο. Έγώ, συγκεχυμένα, α­ναφώνησα: Τί ρομαντικό! κλαίγοντας άπό ποιητική ευτυχία καί έπαρση.

Ξύπνησα δμως μερικές φορές γιατί ή δική μου έλλειψη αρετών σέ σχέση μέ τήν αυστηρή λεπτότη­τα της γυναίκας μέ έπνιγε. Δέν θά τό ξεχάσω: ε­πιβλήθηκε πάνω ατή δυσαρέσκεια πού της προκά­λεσε δ φρικώδης κηπάκος μου καί υποκρίθηκε ευ­λαβικά δτι δέν τόν είδε. Μέ γέμιζε άγχος επίσης ή Βαλένθια καί τό Τσάι για δύο πού ένας υπέρμετρος φωνόγραφος επαναλάμβανε μέχρι πού βγήκε δ ή­λιος.

ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΓΡΑΨΑ για τή μοίρα μου —μέ ελπίδα

ή τρό\!.ο, στα σοβαρά ή στ' αστεία— μέ εξευτελί­

ζουν. Αυτό πού αισθάνομαι είναι δυσάρεστο. Μοΰ φαί­

νεται πώς άπό πάρα πολύ καιρό ήξερα τήν πένθιμη κατάληξη τών πράξεων μου καί πώς επέμεινα μέ επιπολαιότητα κα μέ πείσμα... Θά μπορούσα να συμπεριφερθώ έτσι σ' Ενα δνίιρο, στην τρέλα... Στό

52 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

μεσημεριανά δπνο σήμερα, σαν προάγγελος και συμ­βολικό σχόλιο, ήρθε τα έξης όνειρο: ενώ έπαιζα μια παρτίδα κρόκετ*, κατάλαβα πώς ή δράση του παι­χνιδιού μου σκότωνε έναν άνθρωπο. Στή συνέχεια ήμουν εγώ, αμετάκλητα, εκείνος δ άνθρωπος.

Τώρα δ εφιάλτης συνεχίζεται... Ή αποτυχία μου είναι οριστική και καταπιάνομαι να διηγούμαι όνει­ρα. Θέλω να ξυπνήσω και συναντάω εκείνη την αντί­σταση πού μας εμποδίζει να ξεφύγουμε άπ' τα πιό απαίσια όνειρα.

Σήμερα ή γυναίκα θέλησε να με κάνει να αι­σθανθώ τήν αδιαφορία της. Τα κατάφερε. Άλλα ή τακτική της είναι απάνθρωπη. Είμαι το θύμα- εν­τούτοις νομίζω πώς βλέπω την κατάσταση μέ αντι­κειμενικό τρόπο.

ΤΗρθε μέ τον φριχτό τενίστα. Ή εμφάνιση αυ­τού τοΰ άνδρα είναι ικανή να καλμάρει τή ζήλεια. Είναι πολύ ψηλός. Είχε Ινα σάκο τοΰ τένις, γκρε­νά, πολύ φαρδύ, παντελόνι άσπρο καί παπούτσια ά­σπρα και κίτρινα, υπερμεγέθη. Τα γένια έμοιαζαν πρόσθετα. Τό δέρμα είναι γυναικείο, κέρινο, μαρ­μαρώνει ατούς κροτάφους. Τα μάτια είναι σκοτει­νά" τα δόντια αποκρουστικά. Μιλάει αργά, ανοί­γοντας πολύ τό στόμα —μικρό καί στρογγυλό— μέ φωνή πού βγαίνει παιδιάστικα, φανερώνοντας μια

* Croquet: αγγλικά παιχνίδι πού παίζεται μέ σφύρα, μέ ξύλινες σφαίρες καί σιδερένια τόξα μπηγμένα στή γη. (Σημ. ελλ. έκδοσης).

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 53

γλώσσα μικρή, στρογγυλή, βυσσινιά, κολλημένη πάντα στά κάτω δόντια. Τα χέρια είναι πολύ μα­κριά, χλωμά' επάνω τους μαντεύω Ινα λεπτό στρώμα υγρασίας.

Κρύφτηκα αμέσως. Δέν ξέρω άν αύτη μέ είδε' υποθέτω πώς ναί, γιατί καμιά στιγμή δέν φάνη­κε να μέ ψάχνει μέ τό βλέμμα.

Είμαι σίγουρος ότι δ άντρας δέν αντιλήφθηκε παρά πολύ αργότερα τόν κηπάκο. Αυτή έκανε πώς δέν τόν βλέπει.

Άκουσα μερικά γαλλικά επιφωνήματα. "Υστε­ρα δέν μίλησαν. Σαν να μελαγχόλησαν ξαφνικά, έ­μειναν να κοιτάζουν τή θάλασσα. Ό άντρας είπε κά­τι. Κάθε ψορά, πού Ινα κύμα έσπαζε στις πέτρες ε­γώ έκανα δυό τρία γρήγορα βήματα προς τό μέρος τους. *Ήταν Γάλλοι. Ή γυναίκα κούνησε τό κεφά­λι' δέν άκουσα τί είπε, άλλα αναμφίβολα ήταν μια άρνηση' είχε κλειστά τα μάτια καί χαμογελούσε μέ πίκρα ή μέ έκσταση.

— Πίστεψε με, Φαουστίν, είπε δ γενειοφόρος μέ α­πελπισία πού δύσκολα συγκρατούσε, καί γώ Ιμαθα τό όνομα: Φαουστίν. (Άλλα Ιχει χάσει κάθε σημα­σία.) —"Οχι... ξέρω πια τί ζητάτε...

Χαμογελούσε χωρίς πίκρα, ούτε έκσταση, ανό­ητα. Θυμάμαι πώς εκείνη τή στιγμή τή μίσησα. Έ ­παιζε μέ τόν γενειοφόρο καί μαζί μου. — Τί δυστυχία να μήν καταλαβαινόμαστε. Ή διο-

54 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ρία είναι μικρή: τρεις μέρες κι υστέρα δεν θά 'χει πια σημασία.

Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά τί συμβαίνει. Αυ­τός ο άντρας κανονικά πρέπει να είναι εχθρός μου. Μου φάνηκε θλιμμένος" δεν θα μέ έξέπληττε νά 'ταν ή θλίψη του ενα παιχνίδι. Τα παιχνίδι της Φαου-στ'ιν είναι ανυπόφορο, σχεδόν "(χροτέσχο.

Ό άντρας θέλησε να μειώσει τη σπουδαιότητα των προηγούμενων λόγων του. Είπε διάφορες φρά­σεις πού είχαν, λίγο πολύ, αυτό τό νόημα: — Δέν υπάρχει λόγος ν' ανησυχείτε. Δέν θα 1ο-γοφέρνουμε μια αιωνιότητα... — Μορέλ, απάντησε ανόητα ή Φαουστίν, ξέρετε πώς σας βρίσκω μυστηριώδη;

ΟΙ ερωτήσεις της Φαουστίν δέν μπόρεσαν να τόν κάνουν να αλλάξει τόν αστείο του τόνο.

Ό γενειοφόρος πήγε να πάρει τό μαντήλι καί τήν τσάντα. Ήταν σ' ενα βράχο, σε απόσταση λίγων μέτρων. Γύρισε κουνώντας τα καί λέγοντας: —• Μην παίρνετε στα σοβαρά αυτό πού σας είπα... Ενίοτε νομίζω πώς άν ξυπνήσω τήν περιέργεια σας... Άλλα μή θυμώνετε...

Στό πηγαινέλα πάτησε τόν φτωχό μου κηπάκο. Δέν ξέρω άν τό 'κάνε συνειδητά ή μέ μια εξοργιστι­κή ασυνειδησία. Ή Φαουστίν τόν είδε, τ' ορκίζομαι πώς τόν είδε, άλλα δέν θέλησε νά μέ γλιτώσει άπ' αυτή τήν προσβολή' συνέχισε νά τόν ανακρίνει χα­μογελαστή, μέ ενδιαφέρον, σχεδόν π α ρ α δ ο ­μ έ ν η άπ' τήν περιέργεια. Ή στάση της μοΰ φαί-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 55

νεται ποταπή. Ό κηπάκος, χωρίς αμφιβολία, είναι τοϋ χειρίστου "γούστου. Γιατί δμως νά τόν αφήσει νά ποδοπατηθεί άπό έναν γενειοφόρο; Δέν είμαι ήδη αρκετά ποδοπατημένος;

Άλλα τί μπορεί νά περιμένει κανείς άπό τέ­τοιους ανθρώπους; Ό τύπος καί των δύο ανταποκρί­νεται στο Ιδανικό πού αναζητούν πάντα οί έκδοτες μεγάλων σειρών πρόστυχων κάρτ-ποστάλ. Εναρ­μονίζονται: ένας ωχρός γενειοφόρος καί μια τερά­στια τσιγγάνα μέ πελώρια μάτια... Μέχρι πού νομί­ζω πώς τους εχω δει στίς καλύτερες συλλογές τοϋ Πόρτικο Άμαρίγιο, στό Καράκας.

'Εντούτοις \ίπορω ακόμα νά αναρωτιέμαι: Τί πρέπει νά σκεφτώ; Σίγουρα είναι μια απεχθής γυ­ναίκα. Άλλα τί ζητάει ; "Ισως παίζει καί μαζί μου καί μέ τόν γενειοφόρο' άλλα είναι επίσης πιθανό νά μήν είναι τίποτα περισσότερο δ γενειοφόρος άπό ένα δργανο γιά νά παίξει μαζί μου. Δέν τήν νοιάζει νά τόν κάνει νά υποφέρει. "Ισως δ Μορέλ νά μήν εί­ναι τίποτα παραπάνω άπό μια έμφαση της αδιαφο­ρίας της γιά μένα καί ένα σημάδι πώς αυτή ή αδια­φορία φτάνει στην χορύψ<Λθ•η καί τό τέλος της.

Άλλα, άν δχι... Είναι πια τόσος καιρός πού δέν μέ βλέπει... Νομίζω πώς άν συνεχίσει, θά τήν σκ&-τώσω ή θά τρελαθώ'. Καμιά cpopà, σκέφτομαι πώς ή εξαιρετική άνθυγιεινότητα της νότιας πλευράς τοΰ νησιοϋ πρέπει νά μ' έχει κάνει αόρατο. Θά 'ταν έ­να πλεονέκτημα: θά μπορούσα νά απαγάγω τη Φα­ουστίν χωρίς κανένα κίνδυνο...

56 ADOLFO ΒΙΟΥ C A S A R E S Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 57

ΧΘΕΣ ΔΕΝ ΠΗΓΑ στα βράχια. Σήμερα δήλωσα πολλές φορές πώς δεν θα πήγαινα. Στα μισά του απογεύματος ήξερα πώς θα πήγαινα. Ή Φαουστίν δέν ήταν καί ποιος ξέρει πότε θα γυρίσει. Πήρε τέλος ή διασκέδαση μαζί μου (μέ το ποδοπάτημα του κηπάκου). Τώρα ή παρουσία μου θα τήν ενο­χλήσει σαν ενα αστείο που άρεσε κάποτε %αί πού τώρα κάποιος θέλει να το επαναλάβει. Θα φροντίσω να μήν επαναληφθεί.

Άλλα στα βράχια μ' έπιασε τρέλα: «Είναι δικό μου τό σφάλμα» έλεγα (πού δέν εμφανιζόταν ή Φα­ουστίν) , «γιατί τα παράτησα τόσο εύκολα».

'Ανέβηκα στον λόφο. Βγήκα πίσω πίσω άπό μια συστάδα φυτών και βρέθηκα απέναντι σε δύο άντρες καί μια κυρία. Σταμάτησα μέ κομμένη τήν ανάσα' ανάμεσα μας δέν υπήρχε τίποτα (πέντε μέτρα κενά διάστημα άπα λυκόφως). Οί άντρες είχαν τήν πλάτη γυρισμένη προς τό \ι.ίρος μου' ή κυρία ήταν καθισμέ­νη απέναντι μου καί μέ κοίταζε. Τήν είδα να τρε-μουλιάζει. Ξαφνικά γύρισε καί κοίταξε προς τό μουσείο. Έγώ κρύφτηκα πίσω άπό κάτι φυτά. Εί­πε μέ εύθυμη φωνή: — Δέν είναι ώρα για ιστορίες φαντασμάτων. Πά­με μέσα.

'Ακόμα δέν ξέρο) αν πράγματι διηγόντουσαν ι­στορίες φαντασμάτων ή αν τα φαντάσματα μπήκαν στη φράση για να υποδηλώσουν πώς είχε συμβεί κάτι παράξενο (ή εμφάνιση μου).

Έφυγαν. "Οχι πολύ πιο μακριά, περπατούσαν

ένας άντρας καί μια γυναίκα. Φοβήθηκα μήν μέ α­νακαλύψουν. Τό ζευγάρι ήρθε πιό κοντά. Άκουσα μια γνωστή φωνή: — Σήμερα δέν πήγα να δω...

(Ή καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Μου φάνηκε πώς αυτή ή φράση αναφερόταν σέ μένα.) — Λυπάσαι πολύ;

Δέν ξέρω τί είπε ή Φαουστίν. Ό γενειοφόρος εί­χε κάνει προόδους. Μιλούσαν στον ενικό.

Γύρισα κάτω, αποφασισμένος να μείνω μέχρι να μέ πάρει ή θάλασσα. Ά ν έρθουν οί παρείσακτοι να μέ izapow, δέν θα παραδοθώ, δέν θα δραπετεύσω.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ MOT να μήν παρουσιαστώ στή Φα­ουστίν κράτησε τέσσερις μέρες (συνέβαλαν δύο πα­λίρροιες πού μοΰ 'δωσαν πολλή δουλειά) .

Πήγα νωρίς στα βράχια. "Γστερα Ιφτασαν ή Φαουστίν καί δ ψευτοτενίστας. Μιλούσαν σωστά γαλ­λικά' πολύ σωστά' σχεδόν σαν νοτιοαμερικάνοι. —"Εχω χάσει εντελώς τήν εμπιστοσύνη σας; — Εντελώς. — Πρίν πιστεύατε σέ μένα.

Παρατήρησα πώς πια δέν μιλούσαν στον ενι­κό' άλλα αμέσως θυμήθηκα πώς οί άνθρωποι, δταν αρχίζουν να μιλάνε στον ενικό, δέν μπορούν να α­ποφύγουν τα γυρίσματα στδ «εσείς». "Ισως αυτό να τό σκέφτηκα επηρεασμένος άπ' τή συνομιλία πού

58 ADOLFOBIOY CASARES ' • Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ TOY ΜΟΡΕΛ 59

άκουγα. Μου ήρθε, επίσης, ή ιδέα της επιστροφής στό παρελθόν, άλλα σέ αναφορά με άλλα θέματα, — Καί θα μέ πιστεύατε, αν μπορούσα να σας μετα­φέρω στή στιγμή που προηγήθηκε εκείνου τοΰ δει­λινού στή Βενσέν; — Ποτέ πια δέν θα μπορούσα να σας πιστέψω. Πο­τέ. — Ή επιρροή τοΰ μέλλοντος πάνω στο παρελθόν, εί­πε δ Μορέλ με ενθουσιασμό σέ πολύ χαμηλή φωνή.

"Γστερα έμειναν σιωπηλοί να κοιτάζουν τή θά­λασσα. Ό άντρας μίλησε σαν νά έβγαζε άπό πάνω του ένα βάρος πού τον καταπίεζε... — Πιστέψτε με, Φαουστίν...

Μου φάνηκε πεισμωμένος. Ξανάρχιζε τις ίδιες παρακλήσεις πού άκουσα πριν οκτώ μέρες. —"Οχι... ξέρω πια τί ζητάτε.

Οι συζητήσεις επαναλαμβάνονται: είναι αδικαι­ολόγητες. Έδώ δ αναγνώστης ας μήν φανταστεί πώς βρίσκεται μπροστά, στους πικρούς καρπούς τής κατάστασης μου' ούτε πρέπει νά ικανοποιηθεί μέ τόν πολύ εΰν.ολο συνειρμό των λέξεων «καταδιωγμένος, μοναχικός, μισάνθρωπος». Έγώ μελέτησα τό θέμα πρίν άπ' τή δίκη: ol συζητήσεις είναι ανταλλαγή ειδήσεων (παράδειγμα: μετεωρολογικών), άγανα-κτήσεων ή χαρών (παράδειγμα: διανοητικών) ήδη γνωστών ή πού συμμερίζονται οι συνομιλητές. "Ολα τα κινεί ή αγάπη τής συζήτησης, της έκφρασης συμ­φωνιών ή διαφωνιών.

Τους κοίταζα, τους άκουγα. Αισθάνθηκα πώς συ­

νέβαινε κάτι παράξενο' δεν ήξερα τί ήταν. Εξορ­γίστηκα μ' αυτόν τόν γελοίο κανάγια, —"Αν σας έλεγα τί ζητάω... — Θα σας πρόσβαλα; — ' Ή θα καταλαβαινόμασταν. Ή διορία είναι μι­κρή. Τρεις μέρες. Τί δυστυχία νά μήν καταλαβαι­νόμαστε.

Μέ αργούς pud\ioùç στή συνείδηση μου, μέ α­κρίβεια στην πραγματικότητα, ο! λέξεις καί ο! κι­νήσεις τής Φαουστίν καί του γενειοφόρου συνέπεσαν μέ τις λέξεις και τίς κινήσεις τους έδώ καί οκτώ μέρες. Ή απαίσια αιώνια επιστροφή. 'Ατελής: δ κη-πάκος μου ακρωτηριασμένος τίς προάλλες άπ' τα πατήματα τοΰ Μορέλ, είναι σήμερα Ινας λασπότο-πος γεμάτος απομεινάρια άπό νεκρά λουλούδια τσα­κισμένα πάνω στή γή.

Έ πρώτη εντύπωση μέ κολάκεψε. Πίστεψα πώς έχω κάνει τήν έξης ανακάλυψη: πρέπει νά υπάρ­χουν στίς πράξεις μας απροσδόκητες, σταθερές επα­ναλήψεις. Μια ευνοϊκή περίσταση μοΰ επέτρεψε νά τό παρατηρήσω. Σπάνια είναι κανείς αθέατος μάρ­τυρας διαφόρων συνομιλιών ανάμεσα ατά ίδια πρό­σωπα. "Οπως στό θέατρο, οί σκηνές επαναλαμβά­νονται.

'Ακούγοντας τήν Φαουστίν καί τόν γενειοφόρο, έγώ διόρθωνα τήν ανάμνηση τής περασμένης συνο­μιλίας (πού κατάγραψα άπό μνήμης πρίν μερικές σελίδες).

Φοβήθηκα πώς αυτή ή ανακάλυψη, θά μπορούσε

60 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

να εΐναι άπλα καί μόνο τό αποτέλεσμα μιας χαλα­ρότητας στις αναμνήσεις μου ή της σύγκρισης μιας πραγματικής σκηνής και μιας απλοποίησης άπ•' τη λήθη.

'Ύστερα, με ξαφνικό θυμό, υποπτεύθηκα πώς 'ό­λα, ήταν μια κοροϊδευτική αναπαράσταση, ενα α­στείο πού προοριζόταν εναντίον μου.

'Οφείλω μια εξήγηση. Ποτέ δεν αμφέβαλα δ-τι τό πιό σωστό θα ήταν να fpoTtiata να κάνω τήν Φαουστίν να αισθανθεί την δική μας αποκλειστική σπουδαιότητα (καί πώς ό γενειοφόρος δεν μετρού­σε) . Είχα, εντούτοις, αρχίσει να θέλω να τιμωρήσω αυτό τό υποκείμενο, να διασκεδάζω με τήν ιδέα καί μόνο τής αντιμετώπισης του με κάποιο τρόπο πού θα τόν γελοιοποιούσε τρομερά.

Είχε παρουσιαστεί ή ευκαιρία. Πώς να τήν εκ­μεταλλευτώ; Επιστρατεύοντας δλη μου τή βούληση προσπάθησα να σκεφτώ (κυριευμένος αποκλειστικά άπό λύσσα).

'Ακίνητος, σαν να συλλογιζόμουν, περίμενα τή στιγμή να της κλείσω τό ζρό^ο. Ό γενειοφόρος πή­γε να πάρει τό μαντήλι καί τήν τσάντα τής Φαου­στίν. Γύρισε κουνώντας τα καί λέγοντας (όπως τήν άλλη φορά): —• Μήν παίρνετε στα σοβαρά αυτό πού σας είπα... Ενίοτε νομίζω...

Βρισκόμουν λίγα μέτρα άπ' τήν Φαουστίν. Βγή­κα εντελώς αποφασισμένος για οτιδήποτε, άλλα καί τίποτε είδικά. Ό αυθορμητισμός είναι πηγή χυδαι-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 61

οτήτων. "Εδειξα τόν γενειοφόρο σαν να τόν παρου­σίαζα στην Φαουστίν καί είπα κραυγάζοντας:

La femme à barbe, Madame Faustine ! Τό αστείο δεν ήταν πετυχημένο" ούτε καν ήταν

σαφές ενάντια σέ ποιόν κατευθυνόταν. Ό γενειοφόρος συνέχισε να προχωρεί προς τήν

Φαουστίν καί δεν σκόνταψε πάνω μου παρά μόνο γιατί εγώ πήδηξα απότομα προς τα πλάγια. Ή γυ­ναίκα δεν διέκοψε τίς ερωτήσεις' ούτε αλλοιώθηκε ή ευθυμία του προσώπου της. Ή ηρεμία της ακόμη μέ καθηλώνει.

Άπό εκείνη τή στιγμή μέχρι σήμερα τό απόγευ­μα πονάω άπό ντροπή καί ποθώ να πέσω γονατιστός στα πόδια τής Φαουστίν. Δεν μπόρεσα να περιμένω μέχρι τή δύση τοϋ ηλίου. 'Ανέβηκα στό λόφο απο­φασισμένος να χαθώ καί μέ τό προαίσθημα πώς, αν δλα πήγαιναν καλά, θα ξέπεφτα σέ μια σκηνή μελο­δραματικών παρακλήσεων. "Εκανα λάθος. Αυτό πού συμβαίνει δέν έχει εξήγηση. Ό λόφος δέν κατοι­κείται.

ΟΤΑΝ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΛΟΦΟ ακατοίκητο φοβήθηκα να δώ τήν εξήγηση σέ μια παγίδα πού ήταν κιόλας στημένη. 'Αναπηδώντας τριγύρισα δλο τό μουσείο, σταματώντας μερικές φορές για να κρυφτώ. Άλ­λα έφτανε να κοιτάξει κανείς τα έπιπλα καί τους τοίχους, πού σαν νά 'χαν επενδυθεί ξανά τήν α-

62 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

πομόνωση, για νά πεισθεί πώς δεν υπήρχε κα­νείς. 'Ακόμη περισσότερο: για να πεισθεί πώς ποτέ δεν υπήρξε κανείς. Είναι δύσκολο, υστέρα άπό μια απουσία σχεδόν είκοσι ημερών, να μπορέσει κανείς να πει μέ βεβαιότητα αν δλα τα αντικείμενα ενός σπιτιού μέ αναρίθμητα δωμάτια βρίσκονται εκεί πού τα άφησε δταν έφυγε" εντούτοις παραδέχομαι, σαν κάτι ολοφάνερο, πώς αυτά τα δεκαπέντε πρόσωπα (μέ άλλα τόσα υπηρετικό προσωπικό), δέν έχουν

κουνήσει ούτε ένα πάγκο, μια λάμπα ή —αν κούνη­σαν κάτι— τα ξανάβαλαν δλα στην θέση, τους, α­κριβώς εκεί πού ήταν προηγουμένως. Επιθεώρησα την κουζίνα και τό πλυσταριό: το φαγητό πού ά­φησα έδώ και είκοσι μέρες, τα ροϋχα (κλεμμένα ά­πό μια ντουλάπα του μουσείου) πού είχα απλώσει για στέγνωμα έδώ καί είκοσι μέρες, ήταν εκεί, το ένα σάπιο, τα άλλα στεγνά, και τα δύο ανέγγιχτα.

Κραύγασα σ' αυτό τό άδειο σπίτι: «Φαουστίν! Φαουστίν!» Δέν πήρα απάντηση.

Υπάρχουν δύο γεγονότα —ένα γεγονός και μία ανάμνηση— πού τώρα συσχετίζω, προτείνοντας μία εξήγηση. Τόν τελευταίο καιρό είχα αφοσιωθεί στην δοκιμή καινούριων ριζών. Νομίζω πώς στό Μεξι­κό οι Ινδιάνοι γνωρίζουν ένα ποτό πού γίνεται μέ χυμό άπό ρίζες —αύτη είναι ή ανάμνηση (ή ή λή­θη) — καί πού προκαλεί παραληρήματα για πολλές μέρες. Τό συμπέρασμα (σέ σχέση μέ τη διαμονή τής Φαουστίν και των φίλων της στό νησί) είναι λο­γικά δεκτό' εντούτοις μόνο σαν παιχνίδι θα μποροΰ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 63

σα νά τό πάρω στα σοβαρά. Μοϋ φαίνεται πώς παί­ζω: έχω χάσει τήν Φαουστίν καί ασχολούμαι μέ την παρουσίαση αυτών τών προβλημάτων προς έναν υ­ποθετικό παρατηρητή, έναν τρίτο.

Άλλα σκέφτηκα μέ δυσπιστία τή θέση μου ώς φυγά καί τή διαβολική δύναμη τής δικαιοσύνης. "Ι­σως νά 'ταν δλα ένα υπέρμετρο στρατήγημα. Δέν έ­πρεπε να μέ καταβάλει, δέν έπρεπε νά ελαττώσει τις αμυντικές μου ικανότητες: ή «καταστροφή» θα μπορούσε νά είναι φρικτή.

Επιθεώρησα τό παρεκκλήσι, τα υπόγεια. 'Αποφά­σισα να ερευνήσω δλο τό νησί πριν πάω για ύπνο. Πήγα στα βράχια, στα λιβάδια τοΰ λόφου, στις α­κτές, ατούς πρόποδες (άπό υπερβολική πρόνοια). 'Α­ναγκάστηκα νά παραδεχτώ δτι οι παρείσακτοι δέν ή­ταν στό νησί.

"Οταν γύρισα στό \ίουαειο, είχε σχεδόν βραδιά­σει. "Ημουν νευρικός. Ποθούσα τή λάμψη τοΰ η­λεκτρικού φωτός. Δοκίμασα πολλούς διακόπτες' δέν υπήρχε φώς. Αυτό μοιάζει να- επιβεβαιώνει τήν ά­ποψη μου δτι οι παλίρροιες πρέπει να προμηθεύουν ενέργεια στα \>,οτίρ (μέ τή μεσολάβηση αυτού τοΰ υδραυλικού μύλου ή κυλίνδρου πού βρίσκεται ατούς πρόποδες). Οί παρείσακτοι κατασπατάλησαν φώς. Μετά τις δυό περασμένες παλίρροιες, μεσολάβησε μεγάλο διάστημα ηρεμίας. Πήρε τέλος τό ίδιο εκεί­νο απόγευμα, δταν έμπαινα στό \ιουσε.ϊο' αναγκάστη­κα νά κλείσω τα πάντα" ήταν σαν δ άνεμος καί ή θάλασσα νά 'χαν βαλθεί να καταστρέψουν τό νησί.

64 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Στό πρώτο υπόγειο, ανάμεσα σέ υπερμεγέθη μο­τέρ, στα μισοσκόταδο, αισθάνθηκα ανεπανόρθωτα νι­κημένος. Ή αναγκαία δύναμη για ν' αυτοκτονήσω ήταν περιττή, άφοΰ πιά, με την εξαφάνιση της Φα-ουστίν, οϋτε καν ή αναχρονιστική ικανοποίηση του θανάτου δέν μοΰ 'χε μείνει.

ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΧΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ κάποια αόριστη υπο­χρέωση, για να δικαιολογήσω το δτι κατέβηκα, ε­πιχείρησα να βάλω σέ λειτουργία τή γεννήτρια τοΰ φωτός. "Εγιναν μερικές ελαφρές εκρήξεις καί ή εσωτερική ηρεμία αποκαταστάθηκε πάλι, στή μέ­ση μιας θύελλας πού κούναγε τα κλαδιά ένδς κέ­δρου, πάνω ατό χοντρό τζάμι τοΰ φεγγίτη.

Δέν θυμάμαι πώς βγήκα. Φτάνοντας επάνω ά­κουσα Ινα μοτέρ' τό φώς με πλάγια ταχύτητα, έφτα­σε παντού και γώ βρέθηκα απέναντι σέ δύο άντρες: έναν ντυμένο στα άσπρα, τον άλλον στα πράσινα (έ­νας μάγειρας καΐ ένας υπηρέτης). Δέν ξέρω ποιος ρώτησε (στα ισπανικά) :

—- Θα θέλατε να μου πείτε γιατί διάλεξε αυτόν τον χαμένο τόπο; — Αυτός θα τό ξέρει (επίσης στα ισπανικά) .

"Ακουγα γεμάτος αγωνία. ΤΗταν άλλοι άνθρω­ποι. Αυτοί οι νεοφερμένοι (άπ' τό βασανισμένο μου μυαλό άπό στερήσεις, τοξίνες και ήλιους, ή άπ' αυ­τό τό τόσο θανάσιμο νησί), ήταν 'ιβηρες καί αυτές

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 65

οί φράσεις μ' έκαναν να συμπεράνω πώς ή Φαου-στιν δέν είχε επιστρέψει.

Συνέχιζαν να μιλάνε μέ ήρεμη φωνή, σαν να μήν είχαν ακούσει τα βήματα μου, σαν να μήν ύπήρ-

— Δέν τό αρνούμαι' άλλα πώς τοΰ ήρθε τοΰ Μο-ρέλ;...

Τους διέκοψε ένας άντρας που είπε οργισμένα: — " Ω ς ποΰ θα πάει αυτό; Τό φαγητό είναι έτοιμο έδώ καί μία ώρα.

Τους κάρφωσε μέ τό βλέμμα (τόσο πού αναρωτή­θηκα άν δέν αγωνιζόταν ενάντια σέ μια τάση να μέ κοιτάξει) καί αμέσως εξαφανίστηκε, φωνάζοντας. Τόν ακολούθησε δ μάγειρος' ô υπηρέτης έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Έγώ έκανα προσπάθειες να ηρεμήσω, άλλα έ­τρεμα. Χτύπησε ένα γκόνγκ. Ή ζωή μου πέρασε στιγμές στις όποιες καί οι ήρωες ακόμη θα είχαν αποδεχτεί τό φόβο. Νομίζω πώς καί τώρα δέν θα ήταν ακόμα ήρεμοι. 'Αλλα τότε δ τρόμος κορυφώ­θηκε. Για καλή τύχη κράτησε λίγο. Θυμήθηκα αυ­τό τό γκόνγκ. Τό είχα δει πολλές ψορϊς στην τρα­πεζαρία. Θέλησα να φύγω. Καθησύχασα πιο πολύ τόν εαυτό μου. Να φύγω ήταν πραγματικά αδύνα­τον. Ή θύελλα, ή βάρκα, ή νύχτα... Κι άν ακόμα είχε σταματήσει ή θύελλα, δέν θά 'ταν λιγότερο φριχτό να παραδοθεί κανείς στή θάλασσα αύτη τήν άσέληνη νύχτα. Επιπλέον ή βάρκα δέν θ' άντεχε πολλή ώρα... "Οσο για τους πρόποδες ήταν σίγουρα

66 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

πλημμυρισμένοι. Ή φυγή μου δέν θα μέ πήγαινε πολύ μακριά. *Ηταν καλύτερα ν' ακούσω' να πα­ραμονεύω τις κινήσεις αυτών τών ανθρώπων" να περιμένω.

Κοίταξα τριγύρω μου και κρύφτηκα (χαμογε­λώντας για να δώσω υπόσταση στην αυτάρκεια μου) σ' ένα δωματιάκι πού είναι κάτω απ' τη σκάλα. Αυ­τό (σκέφτηκα εκ τών ύστερων) ήταν πολύ ανόη­το. "Αν με είχαν ψάξει, θα είχαν κοιτάξει εκεί χω­ρίς αμφιβολία. "Εμεινα λίγο χωρίς να σκέφτομαι, πολύ ήρεμος, άλλα ακόμα μπερδεμένος.

ΜοΟ γεννήθηκαν δύο προβλήματα: Πώς έφτασαν στό νησί; Μ' αυτή τή θύελλα

κανένας καπετάνιος δέν θα είχε τολμήσει να πλη­σιάσει" ή υπόθεση μιας μεταφοράς καί μιας αποβί­βασης μέ βάρκες ήταν παράλογη.

Πότε έφτασαν; Τό φαγητό ήταν έτοιμο άπό αρ­κετή ώρα' δέν ήταν ούτε ενα τέταρτο πού είχα κα­τέβει στα μοτέρ, καί δέν υπήρχε κανένας στό νησί.

Είχαν πει τό όνομα, του Μορέλ. Επρόκειτο, σί­γουρα, για μια επιστροφή τών ίδιων προσώπων. Εί­ναι πιθανό, σκέφτηκα καρδιοχτυπώντας, να ξαναδώ τήν Φαουστίν.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑ προαισθανόμενος μια βίαιη σύλ­ληψη, τό τέλος τών περιπετειών μου.

Δεν υπήρχε κανείς.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 67

'Ανέβηκα τή σκάλα, προχώρησα στους διαδρό­μους τοϋ ήμιορόφου" άπό ενα άπ' τα τέσσερα μπαλ­κόνια, ανάμεσα άπό σκοϋρα φύλλα καί μια θεότητα άπό τερρακότα, ξεπρόβαλα πάνω άπ' τήν τραπε­ζαρία.

Υπήρχαν λίγο περισσότερα άπό δώδεκα πρόσω­πα καθισμένα στό τραπέζι. Φαντάστηκα πώς θα ή­ταν νεοζηλανδοί ή αυστραλοί τουρίστες" μοΰ έδω­σαν τήν εντύπωση πώς ήταν κανονικά εγκαταστημέ­νοι καί δέν θά 'φευγανάπ' τή μια στιγμή στην άλ-λη.

Θυμάμαι καλά: είδα τή συνεστίαση, τήν σύγκρι­να μέ μια τουριστική συνάθροιση, διαπίστωσα δτι δέν έμοιαζαν περαστικοί καί μόνο τότε σκέφτηκα τή Φαουστίν. Τήν αναζήτησα καί τήν βρήκα αμέ­σως. Μέ περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη: δ γενειο­φόρος δέν ήταν δίπλα στην Φαουστίν' μια πρόσκαιρη χαρά: δ γενειοφόρος δέν ήταν (πρίν προλάβω να χα­ρώ τον είδα απέναντι άπό τήν Φαουστίν).

Οι συζητήσεις ήταν ράθυμες. Ό Μορέλ πρότει­νε τό θέμα τής αθανασίας. Μίλησαν για ταξίδια, γιορτές, μεθόδους (διατροφής). Ή Φαουστίν καί μια ξανθιά κοπέλα μιλούσαν για γιατρικά. Ό "Α-λεκ, ένας νεαρός άντρας σχολαστικά χτενισμένος, μέ ανατολίτικη φυσιογνωμία καί πράσινα μάτια, επι­χείρησε να αφηγηθεί τα εμπόρια του —μαλλιού—, χωρίς επιμονή, ούτε επιτυχία. Ό Μορέλ ενθουσιά­στηκε καταστρώνοντας σχέδια για τή δημιουργία ε­νός γηπέδου μπάλας ή τένις στό νησί.

68 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Γνώρισα λίγο περισσότερο τους ανθρώπους του μουσείου. Στ' αριστερά της Φαουστίν καθόταν μια γυναίκα —Ντόρα;— μέ ξανθά, κατσαρά μαλλιά, πολύ γελαστή, μέ κεφάλι μεγάλο καί ελαφρά γερ^ μένο προς τα μπρος, σαν ορμητικό άλογο. Δίπλα της είχε έναν νεαρό άντρα, μελαχρινό, με ζωηρά μάτια καί συνοφρυωμένο μέτωπο μέ σμιχτά φρύδια.

'Ύστερα ήταν μια ψηλή κοπέλα μέ βαθουλωμένο στήθος, υπερβολικά μακριά χέρια και έκφραση αη­δίας. Αυτή ή γυναίκα ονομάζεται Ίρένε. "Γστερα, αυτή πού είπε «δεν είναι ώρα γιά ιστορίες φαντα­σμάτων», εκείνη τή νύχτα πού ανέβηκα στο λόφο. Τους άλλους δέν τους θυμάμαι.

"Οταν ήμουν μικρός έπαιζα κάνοντας ανακαλύ­ψεις στις εικονογραφήσεις τών βιβλίων: τις κοίταζα πολύ καί τότε άρχιζαν να παρουσιάζονται αντικεί­μενα χωρίς διακοπή. Στάθηκα λίγο, συγχυσμένος, να κοιτάζω τα πανώ μέ τις γυναίκες, τις τίγρεις ή τους γάτους του Φουζιτά.

Ό κόσμος πέρασε στό χώλ. Πάρα πολύ αργά, τρέμοντας άπ' τον φόβο —οί εχθροί μου βρίσκονταν ή στό χώλ ή στό υπόγειο (τό προσωπικό) — κατέ­βηκα άπ' τή σκάλα υπηρεσίας μέχρι τήν πόρτα πού είναι κρυμμένη πίσω άπ' τό παραβάν. Τό πρώτο πράγμα πού είδα ήταν μια γυναίκα πού έπλεκε κοντά σ' έναν άπ' τους αλαβάστρινους κάλυκες" ή­ταν εκείνη ή γυναίκα πού ονομάζεται Ίρένε, πού κουβέντιαζε μέ μια άλλη" συνέχισα να κοιτάζω καί μέ κίνδυνο νά μέ ανακαλύψουν είδα τόν Μορέλ να

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 69

παίζει χαρτιά μέ άλλα πέντε πρόσωπα σ' ένα τρα­πέζι: ή γυναίκα πού είχε γυρισμένη τήν πλάτη ή­ταν ή Φαουστίν' τό τραπέζι ήταν μικρό, τα πόδια μπλέκονταν άπό κάτω, καί πέρασα μερικά λεπτά, 'ί­σως καί παραπάνω, αδιάφορος προς οτιδήποτε άλ­λο, θέλοντας μονάχα νά επιβεβαιώσω αν τα πόδια του Μορέλ καί της Φαουστίν ακουμπούσαν. Αύτη ή οικτρή ενασχόληση πήρε τέλος, δίνοντας τή θέση της στον τρόμο πού μέ γέμισαν τό κόκκινο πρόσωπο καί τά ολοστρόγγυλα μάτια ενός υπηρέτη, πού μέ κοίταξε γιά λίγο καί κατόπιν μπήκε στό χώλ... "Α­κουσα βήματα. 'Απομακρύνθηκα τρέχοντας. Κρύ­φτηκα ανάμεσα στην πρώτη καί τή δεύτερη σειρά τών αλαβάστρινων κολώνων, στό στρογγυλό σαλό­νι, πάνω' άπ' τό ενυδρείο. Κάτω άπ' τά πόδια μου κολυμπούσαν ψάρια πανομοιότυπα μ' εκείνα τά σά­πια πού είχα βγάλει τις πρώτες μέρες του εργρ-μοϋ μου.

ΑΦΟΥ ΗΣΤΧΑΣΑ πήγα προς τήν πόρτα. Ή Φα­ουστίν, ή Ντόρα — ή συντρόφισσα της στό τρα­πέζι-— καί δ "Αλε%•ανέβαιναν τή σκάλα. Ή Φαου­στίν κινιόταν μέ μελετημένη βραδύτητα. Γι' αυτό τό ατελείωτο χορμί, γι ' αυτά τά υπερβολικά μακριά πόδια, γι ' αυτόν τόν ανόητο αισθησιασμό ριψοκινδύ­νευα τή γαλήνη, τό Σύμπαν, τις αναμνήσεις, τήν τόσο ζωηρή αγωνία, τόν πλούτο της γνώσης τών

70 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

συνηθειών της παλίρροιας καΐ τόσες ακίνδυνες ρίζες. Τους ακολούθησα. 'Απρόοπτα, μπήκαν α' ε να

δωμάτιο. 'Απέναντι βρήκα μια πόρτα ανοιχτή, ενα δωμάτιο φωτισμένο καΐ άδειο. Μπήκα με πολλές προφυλάξεις. Χωρίς αμφιβολία κάποιος που θά 'ταν εκεί πια πρίν, ξέχασε να σβήσει τα φως. Ή όψη του κρεβατιού καΐ τοΰ τραπεζίου τής τουαλέτας, ή α­πουσία βιβλίων, ρούχων, τής παραμικρής αταξίας, ήταν εγγύηση πώς κανείς δέν το κατοικούσε.

Πέρασα στιγμές ανησυχίας δταν ol υπόλοιποι κάτοικοι τοΰ μουσείου πέρασαν στα δωμάτια τους. "Ακουσα τα βήματα στή σκάλα και θέλησα να σβήσω τό φως μου, άλλα στάθηκε αδύνατον: δ δια­κόπτης είχε φρακάρει. Δέν επέμεινα. "Ενα φώς πού σβήνει σ' ενα άδειο δωμάτιο, θά είχε τραβήξει την προσοχή.

"Αν δέν ήταν αυτός δ διακόπτης, μπορεί καΐ να είχα πέσει νά κοιμηθώ, σπρωγμένος άπ' τήν κούρα­ση καΐ καθησυχασμένος άπ' τα πολλά φώτα πού έ­βλεπα νά σβήνουν στις χαραμάδες τών πόρτων (καί άπ' τήν ηρεμία πού μοΰ έδινε ή παρουσία τής γυ­ναίκας μέ τό μεγάλο κεφάλι στο δωμάτιο τής Φαου-στίν!).

Σκέφτηκα πώς άν περνούσε κανείς άπ' τό διά­δρομο, θά 'μπαίνε στό δωμάτιο μου νά σβήσει τό φώς (τό υπόλοιπο \ίο\>σεΙο ήταν βυθισμένο στό σκο­τάδι) . Αυτό ίσως να ήταν αναπόφευκτο' δχι δμως πολύ επικίνδυνο. Βλέποντας δτι δ διακόπτης ήταν φρακαρισμένος, τό &το\>.ο θα έφευγε για νά μήν ένο-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 71

χλήσει τους υπόλοιπους. Άρκοϋσε να κρυφτώ λιγάκι. Αυτά σκεφτόμουν, δταν εμφανίστηκε τό κεφά­

λι της Ντόρας. Τα μάτια της πέρασαν άπό πάνω μου. "Εφυγε χωρίς νά επιχειρήσει νά σβήσει τό φως.

"Εμεινα σέ μια κατάσταση ενός σχεδόν σπασμω­δικού φόβου. Ξεκίνησα να φύγω, άλλα πρίν βγώ, ερεύνησα μέ τή φαντασία μου δλο τό σπίτι, σέ ανα­ζήτηση μιας σίγουρης κρυψώνας. Μοΰ κακοφαινό-ταν ν' αφήσω αυτό τό δωμάτιο πού μοΰ επέτρεπε νά ξαγρυπνώ μπροστά, στην πόρτα τής Φαουστίν. Κά-θησα στό κρεβάτι κι αποκοιμήθηκα. 'Αμέσως μετά ονειρεύτηκα τήν Φαουστίν. Μπήκε στό δωμάτιο.

ΤΗρθε πολύ κοντά μου. Ξύπνησα. Δέν υπήρχε φώς. Προσπάθησα νά μείνω ακίνητος, νά συνηθίσω νά βλέπω στό σκοτάδι, άλλα ή ανάσα καί ή τρομάρα μου ήταν ασυγκράτητες.

Σηκώθηκα, έφτασα στό διάδρομο, αφουγκράστη­κα τή σιωπή πού είχε διαδεχτεί τή θύελλα: τίποτα δέν τήν διέκοπτε.

"Αρχισα νά προχωράω στό διάδρομο, νά αισθά­νομαι πώς απροσδόκητα θ' άνοιγε μια πόρτα καί γώ θά βρισκόμουν στό Ιλεος κάποιων σκαιών χεριών καί μιας αμετάκλητης, χλευαστικής φωνής. Ό πα­ράξενος κόσμος δπου διακινιόμουν ανήσυχος τις τε­λευταίες μέρες, οί εικασίες καί ol αγωνίες μου, ή Φαουστίν, δέν ήταν τίποτε άλλο άπό εφήμερα στά­δια στό δρόμο προς τή φυλακή καί τήν αγχόνη. Κα­τέβηκα τή σκάλα στα σκοτεινά, μέ προφυλάξεις. Έ -

72 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

φτασα σε μια πόρτα και θέλησα να την ανοίξω' στά­θηκε αδύνατον" ούτε καν μπόρεσα να μετακινήσω το πόμολο (γνώριζα αυτές τις κλειδαριές πού φρα­κάρουν το πό\χολο' άλλα δέν καταλάβαινα τό σύστη­μα τών παραθύρων: δέν είχαν κλειδαριά και δμως οί σύρτες ήταν φρακαρισμένοι). Πείσθηκα σιγά-σι-γά πώς ήταν αδύνατον να βγω, ή νευρικότητα μου μεγάλωσε καΐ —ίσως άπ' αυτό και άπ' τό δτι ή έλλειψη φωτός μέ έκανε τελείως ανίκανο— Ρ-έχρι κι οί εξωτερικές πόρτες γίνονταν αδιαπέραστες. Κά­τι -βήματα στη σκάλα υπηρεσίας μ' έκαναν νά βια-στώ πολύ. Δέν ήξερα πώς νά βγω άπ' τό δωμάτιο. Περπάτησα χωρίς νά κάνω Qopu6o, οδηγημένος άπό Ενα τοίχο, μέχρι έναν άπ' τους τεράστιους αλαβά­στρινους κάλυκες" μετά άπό πολλές προσπάθειες και μεγάλο κίνδυνο, γλίστρησα μέσα.

"Ημουν για πολύ ώρα ταραγμένος, πάνω στη γλιστερή επιφάνεια του αλάβαστρου καί την εύθραυ­στη λεπτότητα της λάμπας. 'Αναρωτήθηκα αν ή Φαουστίν είχε μείνει μόνη μέ τόν "Αλεκ ή αν ένας άπ' τους δύο εϊχε βγει με την Ντόρα, πριν ή μετά.

Σήμερα τό πρωί μέ ξύπνησαν οί φωνές μιας συνομιλίας (ήμουν πολύ αδύναμος και πολύ κοιμι­σμένος ακόμα για ν' ακούσω). Έπειτα δέν ακου­γόταν πια τίποτα.

"Ηθελα.νά βρεθώ έξω άπ' τό μοοσεϊο. 'Αναδεύ­τηκα, τρέμοντας μη γλιστρήσω και συντρίψω την πελώρια λάμπα, μή δει κάνεις νά ξεπροβάλει τό κεφάλι μου. Τελείως εξαντλημένος, μέ μύριους κό-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 73

πους, κατέβηκα άπ' την αλαβάστρινη υδρία. Περι­μένοντας νά χαλαρώσουν λίγο τα νεύρα μου, κατέ­φυγα πίσω άπ' τίς κουρτίνες. "Ημουν τόσο αδύνα­μος που δέν κατάφερα νά τις κουνήσω" μου φαι-νόντουσαν αλύγιστες καί βαριές σαν τίς πέτρινες κουρτίνες πού έχουν μερικοί τάφοι. Φαντάστηκα, υ­ποφέροντας, τεχνητά ψωμιά καί άλλα τρόφιμα, προϊ­όντα του πολιτισμού" στον προθάλαμο της τραπεζα­ρίας, χωρίς αμφιβολία, θα τα εύρισκα. Μοΰ ήρθαν ελαφρές λιποθυμίες, διάθεση νά γελάσω' προχώρη­σα δίχως φόβο μέχρι την εί'σοδο της σκάλας. Ή πόρτα ήταν ανοιχτή. Δέν υπήρχε κανένας. Πέρασα στον προθάλαμο της τραπεζαρίας μ' Ινα θράσος πού μέ γέμισε περηφάνια. "Ακουσα βήματα. Θέλησα ν' ανοίξω μια πόρτα πού έβγαζε προς τα έξω καί ξα­ναβρέθηκα αντιμέτωπος μ' ένα άπ' αυτά τά αμείλι­κτα πόμολα. Κάποιος κατέβαινε άπ' τή σκάλα υπη­ρεσίας. Έτρεξα προς τήν είσοδο. Μπόρεσα νά δώ, άπ' τήν ανοιχτή πόρτα, ένα μέρος μιας ψάθινης κα­ρέκλας καί ένα ζευγάρι πόδια σταυρωμένα. Γύρισα προς τήν κατεύθυνση της κεντρικής σκάλας" καί κει άκουσα βήματα. Τ,πήρχαν άνθρωποι στην τραπεζα­ρία. Μπήκα στό χώλ, είδα ένα παράθυρο ανοιχτό καί ταυτόχρονα σχεδόν τήν Ίρένε καί τή γυναί­κα πού τίς προάλλες μιλούσε για φαντάσματα, άπ' τή μια μεριά, καί άπ•' τήν άλλη τόν νεαρό μέ τά σμιχτά φρύδια νά προχωρεί προς τό μέρος μου απαγγέλλοντας γαλλική ποίηση άπό ένα ανοιχτό βιβλίο. Κοντοστάθηκα" υστέρα προχώρησα αλύγιστος

74 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ανάμεσα τους' σχεδόν τους άγγιξα περνώντας' εκ­σφενδονίστηκα άπ' το παράθυρο καί μέ πόδια πο­νεμένα απ' το πέσιμο (είναι περίπου τρία μέτρα άπ' τό παράθυρο ώς το γρασίδι) κατηφόρησα τρέχοντας το φαράγγι, πέφτοντας κάθε τόσο, χωρίς να δίνω προσοχή μήπως με κοίταζε κανείς.

Ετοίμασα λίγο φαί. Τα καταβρόχθισα στην αρ­χή μέ ενθουσιασμό κι αμέσως μετά ανόρεχτα.

Τώρα σχεδόν δεν πονάω. Είμαι πιό ^ρε\ι.οζ. Σκέ­φτομαι, παρ' δτι μοιάζει παράλογο, πώς ίσως δέν μέ είδαν στο \ιο\)αεϊο. Πέρασε όλη ή μέρα καΐ δεν ήρ­θε κανείς να μέ αναζητήσει. Ή παραδοχή τόσης τύ­χης φοβίζει.

ΕΧΩ ΕΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΟ πού μπορεί να χρησιμεύ­σει στους αναγνώστες Ιτούτης της αναφοράς για να εξακριβώσουν τήν ημερομηνία της δεύτερης εμ­φάνισης τών παρείσακτων: τα δύο φεγγάρια καί οί δύο ήλιοι φάνηκαν τήν επόμενη μέρα. Μπορεί να πρόκειται για ενα τοπικό φαινόμενο' εντούτοις μοΰ φαίνεται πιθανότερο να είναι Ινα φαινόμενο άντικατοπτρισμοϋ, δημιούργημα τοϋ φεγγαριού ή τοϋ ήλιου, τής θάλασσας ή του αέρα, δρατό σίγου­ρα άπ' τήν Ραμπάουλ καί άπ° δλη τήν περιοχή. Πα­ρατήρησα δτι αυτός δ δεύτερος ήλιος —εικόνα ίσως τοϋ άλλου— είναι πολύ πιό βίαιος. Μοΰ φαίνεται πώς μεταξύ τής χθεσινής καί τής προχθεσινής μέρας

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 75

έγινε μια ψο6ερ•η άνοδος θερμοκρασίας. Είναι σαν νά 'χει προσθέσει δ καινούριος ήλιος ενα κατακαλό­καιρο στην άνοιξη. Οί νύχτες είναι πολύ φωτεινές: κάτι σαν πολική αντανάκλαση πλανιέται στον αέρα. Άλλα φαντάζομαι πώς τα δύο φεγγάρια καί οί δύο ήλιοι δέν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον' πρέπει να εί­ναι γνωστοί παντοΰ, ή άπ' τόν ουρανό ή μέσα άπό πιό επιστημονικές καί πλήρεις πληροφορίες. Δέν τους καταγράφω για να τους αποδώσω ποιητική α­ξία ή σαν αξιοπερίεργους, άλλα για να χρονολογή­σουν οί αναγνώστες μου, πού παίρνουν ημερολόγια καί έχουν γενέθλια, ετούτες τις σελίδες.

Ζοΰμε τις πρώτες νύχτες μέ δύο φεγγάρια. Ά λ ­λα ήδη ή ανθρωπότητα έχει δει δύο ήλιους. Τό αφη­γείται δ Κικέρων στό De Natura Deorum:

aTum sole quod u t e pâtre audivi Tudita-no et Aquilio consulibus evenerat».

Πιστεύω να μήν μέ γελάει ή μνήμη μου*. Ό κ.

* Κάνει λάθος. Παραλείπει τήν πιο σπουδαία λέξη: ge­minate (άπό τό geminatus: ζευγαρωμένος, διπλός, επανει­λημμένος). Ή φράση εϊναι: «... turn sole geminato, quod, ut e pâtre audivi, Tuditano et Aquilio consulibus evene­rat; que quidem anno P. Africanus sol alter extinct.us est:...» Μετάφραση τών Μενέντεθ καί Πελάγιο: Οί δύο ήλιοι, οί όποιοι, όπως άκουσα άπ' τόν πατέρα μου, έγιναν ορατοί επί τών υπάτων Τουντιτάνο καί 'Ακουίλιο- τό ίδιο έτος κατά τό όποιο έσβησε εκείνος ό όίλλος ήλιος τοϋ Πουμ-πλίου τοϋ 'Αφρικανού (183 π.Χ.) {Σημ. τοϋ έκδοτη τοϋ χειρογράφου).

76 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Λάμπρε στο 'Ινστιτούτο Μιράντα, μας έβαλε να απο­στηθίσουμε τις πρώτες πέντε σελίδες τοΰ δεύτερου Βιβλίου και τις τελευταίες τρεις του Τρίτου Βιβλίου. Αυτά είναι δλα δσα γνωρίζω άπ' τη Φύση τών Θεών.

Οί παρείσακτοι δεν ήρθαν να με αναζητήσουν. Τους βλέπω να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται στίς κορυφογραμμές του λόφου. "Ισως εξαιτίας κά­ποιας ατέλειας της ψυχής (και τής απειρίας τών κουνουπιών) νοσταλγώ τα περασμένα, δταν ζοΰσα χωρίς την ελπίδα τής Φαουστίν και δχι μέσα σ' αυ­τή την αγωνία. Νοσταλγώ εκείνη τη στιγμή πού αισθάνθηκα πάλι εγκατεστημένος στο [iouozlo, κύ­ριος τής πειθαρχημένης μοναξιάς.

ΘΤΜΑΜΑΙ ΤΩΡΑ αυτό πού σκεφτόμουν προχθές τό βράδυ, σ' αυτό το επίμονα φωτισμένο δωμάτιο. Τήν φύση τών παρείσακτων, τις σχέσεις πού είχα με τους παρείσακτους.

Δοκίμασα διάφορες εξηγήσεις: Πώς εχω τον ξακουστό λοιμό" τις επιδράσεις του

στή φαντασία: οι άνθρωποι, ή μουσική, ή Φαου­στίν' στο σώμα: Ι'σως φριχτές πληγές προάγγελοι του θανάτου, πού οί προηγούμενες επιδράσεις δεν μ' αφήνουν να δω.

Πώς δ αρρωστημένος άνεμος τών παρυφών καΐ μία ανεπαρκής διατροφή μ' έχουν κάνει αόρατο. Οί παρείσακτο; δέν μέ είδαν (ή τους χαρακτηρίζει μιά

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 77

υπεράνθρωπη αυτοπειθαρχία" μέ τήν ικανοποίηση 'ό­τι ενεργώ μέ έπιτηδειότητα, παραμέρισα διακριτικά κάθε υποψία οργανωμένης αστυνομικής παγίδας). 'Αντίρρηση: δέν είμαι αόρατος για τά πουλιά, τΙς σαύρες, τά ποντίκια, τά κουνούπια.

Μου πέρασε απ' τό μυαλό (πρόσκαιρα) πώς θά μποροϋοζ νά πρόκειται για όντα διαφορετικής φύ­σης, άπό άλλο πλανήτη, μέ μάτια άλλα δχι για νά βλέπουν, μέ αυτιά άλλα δχι για ν' ακούν. Θυμήθη­κα πώς μιλούσαν σωστά γαλλικά. Προχώρησα πα­ραπέρα τήν προΎ^ούμεγη τερατώδη εξήγηση: πώς αυτή ή γλώσσα ήταν μιά παράλληλη ιδιότητα ανά­μεσα ατούς κόσμους μας, αφιερωμένη σέ διάφορους σκοπούς.

"Εφτασα στην τέταρτη υπόθεση μέσα άπ' τή διαστροφή νά διηγούμαι όνειρα. Χθες βράδυ ονειρεύ­τηκα τό εξής:

"Ημουν σ' ένα τρελοκομείο. "Γστερα άπό μιά μακροσκελή γνωμάτευση (ή δίκη;) ενός γιατρού, ή οικογένεια μου μέ είχε φέρει εδώ. Ό Μορέλ ήταν δ διευθυντής. Κάποιες στιγμές ήξερα πώς βρίσκο­μαι στό νησί" κάποιες άλλες νόμιζα πώς βρίσκομαι στό τρελοκομείο' άλλοτε ήμουν δ διευθυντής τοΰ τρζ-Ιογ,ομείον.

Δέν θέλω σώνει καί καλά νά πάρω ενα όνειρο για πραγματικότητα, ούτε τήν πραγματικότητα^

Πέμπτη υπόθεση: οί παρείσακτοι ydftifzotf ^\2>Ι^ δμάδα νεκρών φίλων' έγώ, ένας

78 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

δ Δάντης ή δ Σβέντενμποργκ, αν δχι άλλος ένας νε­κρός, άλλης τάξης, σέ μία διαφορετική στιγμή της μεταμόρφωσης του' αυτό τό νησί, τό καθαρτήριο ή δ ουρανός αυτών των νεκρών (έτσι διατυπώνεται ή πιθανότητα διάφορων ουρανών' αν υπήρχε μόνο 'έ­νας κι ήταν δλοι εκεί καΐ μας επιφυλάσσονταν ένας μαγευτικός γάμος και δλες οί φιλολογικές τους Τε­τάρτες, πολλοί άπό μας θά 'χαμέ ήδη σταματήσει να πεθαίνουμε).

Τώρα καταλάβαινα γιατί οί συγγραφείς προτεί­νουν παραπονιάρικα φαντάσματα. Οί νεκροί συνεχί­ζουν ανάμεσα στους ζωντανούς. Τους κακοφαίνεται ν' αλλάξουν συνήθειες, ν' απαρνηθούν τον καπνό, τό γόητρο τους ώς βιαστές γυναικών. Τρομοκρατή­θηκα (έτσι σκέφτηκα παίζοντας θέατρο μέ τον εαυ­τό μου) στή σκέψη πώς ήμουν αόρατος' τρομοκρα­τήθηκα στή σκέψη πώς ή Φαουστίν τόσο κοντινή, βρισκόταν σέ άλλο πλανήτη (τό όνομα Φαουστίν μέ μελαγχόλησε) ' άλλα έγώ είμαι νεκρός, έγώ είμαι απρόσιτος (θά βλέπω τήν Φαουστίν, θα τήν βλέπω να φεύγει καί τα νεύματα μου, οί ικεσίες μου, οί απόπειρες μου, δεν θα τήν φτάνουν) " όλες αυτές οί απαίσιες λύσεις είναι διαψευσμένες ελπίδες.

Τό κλωθογύρισμα αυτών τών ίδεών μοΰ 'δίνε μια απτή ευφορία. Συγκέντρωσα αποδείξεις πού παρου­σίαζαν τή σχέση μου μέ τους παρείσακτους σαν σχέ­ση ανάμεσα σέ όντα διαφορετικής τάξης. Σ' αυτό τό νησί θά μπορούσε ίσως νά 'χει συμβεί μια ανεπαί­σθητη καταστροφή για τους νεχρούς του (καί για τα

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 79

ζώα πού τό κατοικούσαν) ' καί ύστερα θά έφτασαν οί παρείσακτοι.

Πώς ήμουν νεκρός! Πόσο μ' ενθουσίασε αύτη ή συγκυρία (ματαιόδοξα, φιλολογικά).

'Ανακεφαλαίωσα τή ζωή μου. Ή παιδική ηλι­κία, άδεια άπό ερεθίσματα, μέ τά απογεύματα στό Πασέο ντέλ Παραίσο' οί μέρες που προηγήθηκαν της.σύλληψης μου, σαν ξένες' ή μεγάλη μου φυγή' οί μήνες πού είμαι στό νησί. Ό θάνατος είχε δύο ευκαιρίες νά παρεισφρύσει στην ίστορία μου. Τίς μέρες πριν άπό τήν άφιξη της αστυνομίας στό δωμά­τιο μου, στή δύσοσμη καί τριανταφυλλένια πανσιόν, στό 'θέστε 11, απέναντι άπ' τήν Πάστορα (σ' αύ­τη τήν περίπτωση ή δίκη θά έγινε ενώπιον τών ου­ράνιων δικαστών' ή φυγή καί τά ταξίδια θά 'ταν τό ταξίδι στον ουρανό, κόλαση ή καθαρτήριο ανά­λογα μέ τήν απόφαση). Ή άλλη ευκαιρία για τόν θάνατο παρουσιαζόταν στό ταξίδι μέ τή βάρκα. Ό ήλιος μοΰ 'λιώνε τό κρανίο καί παρ' ότι κωπηλάτη­σα μέχρι έδώ, πρέπει νά 'χα χάσει τίς αισθήσεις μου πολύ πρίν φτάσω. "Ολες οί αναμνήσεις εκείνων τών ήμερων είναι ασαφείς, μέ τήν εξαίρεση μιας τρομερές φωτεινότητας, μιας διακύμανσης καί ενός Βορύβοο νερού, μιας οδύνης πού ξεπερνάει όλα μας τά αποθέματα ζωής.

*Ηταν τόσος καιρός πού τά σκεφτόμουν όλ' αυ­τά, τόσο πού πια δέν πήγαινε άλλο, καί έτσι προ­χώρησα μέ λιγότερη λογική: δέν ήμουν νεκρός μέ­χρι πού παρουσιάστηκαν οί παρείσακτοι' στή μονά-

80 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ξιά εΐναι αδύνατον νά 'σαι νεκρός. Για να ξανα­ζωντανέψω πρέπει νά βγάλω τους μάρτυρες άπ' τή μέση. Θά 'ναι ένας εύκολος έξολοθρεμός. Δεν υπάρ­χω, δεν θα υποψιαστούν τήν καταστροφή τους.

Σκεφτόμουνα καί κάτι άλλο, τό απίστευτο σχέ­διο μιας εντελώς ιδιωτικής απαγωγής, σαν σέ όνει­ρο, καί πού θα ϊσχυε μόνο για μένα.

Σέ στιγμές τρομερής αγωνίας φαντάστηκα αυτές τις εξηγήσεις αδικαιολόγητες, μάταιες. Ό άνθρω­πος καί ή συνουσία δέν αντέχουν μεγάλες εντάσεις.

ΕΤΟΤΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΟΛΑΣΗ. ΟΕ ήλιοι είναι αφόρητοι. Έγώ δέν αισθάνομαι καλά. "Εφαγα με­ρικούς πολύ ινώδεις 6ολ6ους πού έμοιαζαν μέ γογ-γύλια.

Οι ήλιοι ήταν ψηλά, δ ένας πιο πολύ άπ° τόν άλλο και ξαφνικά (νομίζω πώς μέχρι εκείνη τή στιγμή κοίταζα τή θάλασσα) εμφανίστηκε ενα πλοίο πολύ κοντά, ανάμεσα ατούς υφάλους. "Ήταν σαν νά 'χα κοιμηθεί (μέχρι καί ol μύγες πετάνε κοιμι­σμένες κάτω άπ' αυτόν τόν διπλό ήλιο) καί νά ξύ­πνησα, δευτερόλεπτα ή ώρες αργότερα, χωρίς να αντιληφθώ πώς είχα αποκοιμηθεί ή πώς ξυπνούσα. Τό πλοίο ήταν μεταγωγικό, άσπρο. «Ή ποινή μου», σκέφτηκα εξοργισμένος. «Χωρίς αμφιβολία έρχονται να εξερευνήσουν τό νησί». Ή καπνοδόχος, κίτρινη

(όπως στα πλοία τοΰ Royal Mail καί τής Paci-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 81

fie Line), πανύψηλη, σφύριξε τρεις φορές. Οι πα­ρείσακτοι συνωστίστηκαν στίς χορυψίς του λόφου. Μερικές γυναίκες χαιρέτησαν κουνώντας μαντήλια.

Ή θάλασσα ήταν ακίνητη. Ά π ' τό πλοίο κα^ τέβασαν μια βενζινάκατο. Τους πήρε σχεδόν μια ώρα να βάλουν μπρος τή μηχανή. 'Αποβιβάστηκε στό νη­σί ένας ναυτικός μέ ρούχα αξιωματικού ή καπετά­νιου. Οι υπόλοιποι γύρισαν στό πλοίο.

Ό άντρας ανέβηκε στό λόφο. "Εγινα πολύ πε­ρίεργος καί παρά τους πόνους μου καί τους δυσκο-λοχώνευτους βολβούς, ανέβηκα άπ' τήν άλλη μεριά. Τόν είδα νά χαιρετάει μέ σεβασμό. Τόν ρώτησαν πώς ήταν τό ταξίδι του' άν τά 'χε «βρει όλα» στή Ραμπάουλ. Έγώ ήμουν πίσω άπό ενα ετοιμοθάνατο φοίνικα, χωρίς φόβο μήπως μέ δουν (μοΰ φαινόταν ανώφελο νά κρυφτώ). Ό Μορέλ πήγε τον άντρα σ' Ινα πάγκο. Μίλησαν.

"Ηξερα πια τί μοΰ επιφύλασσε αυτό τό πλοίο. "Ε­πρεπε νά είναι των παρείσακτων ή τοΰ Μορέλ. Ερ­χόταν νά τους πάρει.

«"Εχω τρεις πιθανότητες», σκέφτηκα. «Νά τήν απαγάγω, να μπώ στό καράβι, να τήν αφήσω νά φύγει», «θά 'pQouv να τήν ψάξουν' αργά ή γρήγο­ρα θά μας δρουν, άν τήν απαγάγω. Δέν θά 'χει ά­ραγε ολόκληρο τό νησί ενα μέρος νά τήν κρύψω;» Θυμάμαι πώς τό πρόσωπο μου συσπαζόταν άπ' τήν προσπάθεια πού έκανα για να σκεφτώ

Σκέφτηκα επίσης νά τήν πάρω άπ' τό δωμά­τιο της τίς πρώτες ώρες τής νύχτας καί νά φύγου-

82 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

με κωπηλατώντας με τη βάρκα πού μ' έφερε άπ' τήν Ραμπάουλ. Άλλα για πού; Θα επαναλαμβανόταν τό θαύμα ετούτου του ταξιδιού; Πώς να προσανατο­λιστώ; Τό να ριχτώ στην τύχη με τη Φαουστίν, θα άξιζε τις τρομερά μακρόχρονες δοκιμασίες πού θα περνούσαμε σ' αύτη τη βάρκα στη μέση τοΰ ωκε­ανού ; "Η τις υπερβολικά σύντομες: ίσως λίγα μέτρα άπ' τήν ακτή να βυθιζόμασταν.

"Αν κατάφερνα να μπώ στο πλοίο, θά μέ ανα­κάλυπταν. 'Απόμενε ή πιθανότητα νά μιλήσω, να ζητήσω να καλέσουν τήν Φαουστίν ή τον Μορέλ και νά τους εξηγήσω τήν κατάσταση μου. "Ισως υπήρ­χε χρόνος —άν ή Ιστορία, μου δέν τους πήγαινε— νά σκοτωθώ ή νά τους κάνω νά μέ σκοτώσουν πριν φτάσουμε στα πρώτο λιμάνι μέ φυλακή.

«Πρέπει ν' αποφασίσω», σκέφτηκα. "Ενας ψηλός, ρωμαλέος άντρας μέ ξαναμμένο

πρόσωπο, κακοξυρισμένα μαύρα γένια και θηλυπρε-πές παρουσιαστικό, πλησίασε τον Μορέλ και τοΰ είπε: — Βραδιάζει. Πρέπει και νά ετοιμαστούμε.

Ό Μορέλ απάντησε: — Μια στιγμή.

Ό καπετάνιος σηκώθηκε- δ Μορέλ μισοσηκωμέ-νος συνέχισε νά τοΰ μιλάει μέ βιασύνη. Τοΰ 'δώσε μερικές μέ τήν παλάμη στην πλάτη, ύστερα γύρισε προς τόν χοντρό, καθώς δ άλλος τον χαιρετούσε, και τον ρώτησε: — Πάμε;

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 83

Ό χοντρός κοίταξε χαμογελώντας ερευνητικά τό αγόρι μέ τα μαΰρα μαλλιά και τά πυκνά φρύδια καί επανέλαβε: — Πάμε;

Τό αγόρι συγκατάνευσε. Και ol τρεις έτρεξαν προς τό μουσείο, χωρίς

ν' άσχοληθοΰν μέ τις κυρίες. Ό καπετάνιος τίς πλη­σίασε χαμογελώντας φιλοφρονητικά. Ή δμάδα α­κολούθησε πολύ αργά τους τρεις κυρίους.

'Εγώ δέν ήξερα τί νά κάνω. Ή σκηνή, μολονότι γελοία, μοΰ φάνηκε ανησυχητική. Γιατί πήγαιναν νά ετοιμαστούν; Δέν ήμουν συγκινημένος. Σκέφτη­κα πώς κι άν ακόμη τους είχα δει νά φεύγουν μέ τήν Φαουστίν, πάλι θά είχα αφήσει νά ξεθυμάνει δ τρόμος που είχα προετοιμάσει., καί θά παράμενα α­δρανής καί ελαφρά νευρικός.

Ευτυχώς ή στιγμή δέν είχε φτάσει. Ή γενειά­δα καί τά Ισχνά πόδια τοΰ Μορέλ φάνηκαν άπό μα­κριά. Ή Φαουστίν, ή Ντόρα, ή γυναίκα πού είδα έ­να βράδυ νά διηγείται ιστορίες φαντασμάτων, δ "Α-λεκ καί οί τρεις άντρες πού ήταν μαζί τους πρίν ά­πό λίγο, κατηφόριζαν προς τήν πισίνα, μέ αμφίεση μπάνιου. 'Εγώ έτρεξα άπό ένα φυτό σ' ένα άλλο, γιά νά βλέπω καλύτερα. OS γυναίκες βάδιζαν μέ γρήγορα ρυθμικά βήματα χαμογελώντας. Οί άντρες χοροπηδούσαν λές καί ήθελαν νά αμυνθούν ενάντια σ' ένα κρύο πού μοΰ φαινόταν αδιανόητο κάτω άπ' τό καθεστώς τών δύο ήλιων. Πρόβλεπα τήν απογοή­τευση πού θά δοκίμαζαν φτάνοντας πάνω άπ° τήν πι-

84 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

σίνα. 'Από τότε πού δέν το αλλάζω, το νερό έχει γί­νει αδιαπέραστο (τουλάχιστον για ένα φυσιολογικό άτομο) : πράσινο, αδιαφανές, αφρισμένο, γεμάτο θά­μνους μέ φύλλα πού έχουν αναπτυχθεί τερατωδώς, με νεκρά πουλιά καί χωρίς αμφιβολία έχιδνες και ζωντανά βατράχια.

Μισόγυμνη ή Φαουστίν είναι απεριόριστα όμορ­φη. Είχε εκείνη τήν λίγο ανόητη, συγκρατημένη ευθυμία τών ανθρώπων όταν κάνουν μπάνιο δημό­σιο. Ήταν ή πρώτη πού βούτηξε. Τους άκουσα να γελάνε καί να χτυπάνε τό νερά.

Ή Ντόρα καί ή ηλικιωμένη γυναίκα βγήκαν πρώτες. Ή ηλικιωμένη, κουνώντας πέρα δώθε τα χέρια της μέτρησε: —"Ενα, δύο, τρία.

Ο'ϊ άλλοι σίγουρα συναγωνίζονταν. Οί άντρες βγήκαν εξαντλημένοι. Ή Φαουστίν έμεινε ακόμη λίγο ατό νερό.

Έν τω μεταξύ ol ναϋτες είχαν αποβιβαστεί. Διέ­τρεχαν τό νησί. Κρύφτηκα μέσα σέ μια συστάδα α­πό φοίνικες.

ΘΑ ΑΦΗΓΗΘΩ πιστά τα γεγονότα που άπα χθες τό απόγευμα μέχρι σήμερα τό πρωί διαδραματί­στηκαν μπροστά στα μάτια μου, γεγονότα τόσο άνα-ληθοφανή, πού ή πραγματικότητα θα πρέπει νά κουράστηκε πολύ να παράγει... Τώρα μου φαίνεται

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 85

πώς ή πραγματική κατάσταση δέν είναι αύτη πού περιέγραψα στις προηγούμενες σελίδες' πώς ή κα­τάσταση πού ζώ δέν είναι αύτη πού εγώ νομίζω πώς ζώ.

"Οταν οι λουόμενοι πήγαν να ντυθούν, αποφάσι­σα νά επαγρυπνώ μέρα νύχτα. Εντούτοις σύντομα θεώρησα αυτό τό \χίτρο αδικαιολόγητο.

"Εφευγα όταν παρουσιάστηκε τό αγόρι μέ τα πυκνά φρύδια καί τα μαΰρα μαλλιά. "Γστερα άπό ε­να λεπτό έπιασα τόν Μορέλ νά κατασκοπεύει, κρυμ­μένος σ' ενα παράθυρο. Ό Μορέλ κατέβηκε τήν εξω­τερική σκάλα. 'Εγώ δέν απείχα πολύ. Μπόρεσα ν' α­κούσω.

— Δέν θέλησα να μιλήσω γιατί είχε κόσμο. Θά σας ανακοινώσω κάτι, σέ σας καί ακόμη λίγους.

— Εμπρός, πείτε. —"Οχι Ιδώ, είπε δ Μορέλ εξετάζοντας προσεκτικά καί μέ δυσπιστία τά δέντρα. 'Απόψε. "Οταν φύγουν δλοι, μείνετε. — Πεθαμένος στη νύστα; — Καλύτερα. "Οσο αργότερα, τόσο καλύτερα. 'Αλ­λά πάνω άπ' όλα διακριτικότητα. Δέν θέλω νά τό μάθουν οΕ γυναίκες. Ή υστερία μου προκαλεί υστε­ρία. 'Αντίο.

'Απομακρύνθηκε τρέχοντας. Πριν μπει στό σπί­τι έριξε μια ματιά προς τά πίσω. Τό αγόρι άρχισε ν' ανεβαίνει. Τό σταμάτησαν μερικές χειρονομίες τοΰ Μορέλ. "Εκανε ένα yupo μέ τά χέρια στις τσέ­πες σφυρίζοντας ελαφρά.

86 AD0LFO ΒΙΟΥ CASARES

Προσπάθησα να σκεφτώ αυτά πού είχα δει, άλ­λα δέν είχα διάθεση. "Ημουν ανήσυχος.

Πέρασε περίπου ένα τέταρτο. "Ενας άλλος γενειοφόρος, ασπρομάλλης, χοντρός

πού δέν έχω ακόμα καταχωρίσει σε τούτη την ανα­φορά, εμφανίστηκε στην εξωτερική σκάλα και κοί­ταξε μακριά, τριγύρω. Κατέβηκε καί στάθηκε απέ­ναντι &π το μουαέΐο, ακίνητος, εμφανώς ταραγμέ­νος.

Γύρισε δ Μορέλ. Μίλησαν για λίγο. Μπόρεσα ν', ακούσω:

— ...κι άν έγώ σας Ιλεγα πώς είναι εγγεγραμμένες δλες ol πράξεις και τα λόγια σας; — Δέν θα μ' ένοιαζε.

'Αναρωτήθηκα μήπως είχαν ανακαλύψει το η­μερολόγιο μου. 'Αποφάσισα να μείνω σέ επιφυλα­κή. Να αποδιώξω τους πειρασμούς της κούρασης και της άφηρημάδας. Να μην αφεθώ να μ' αιφνιδιάσουν.

Ό χοντρός ξανάμεινε μόνος, αναποφάσιστος. Ό Μορέλ εμφανίστηκε με τον "Αλεκ (νεαρός βαθυπρά-σινος ανατολίτης). "Εφυγαν κα'ι ol τρεις.

Τότε βγήκαν κύριοι καΐ υπηρέτες μέ ψάθινες καρέκλες, πού τις έβαλαν κάτω άπ' τή σκιά ένας μεγάλου καί άρρωστου άρτόΖεντρο\> (έχω δει μερι­κά λιγότερο αναπτυγμένα αντίτυπα σ' ενα παλιό ε­ξοχικό στό Τέκες). Οι κυρίες κατέλαβαν τις κα­ρέκλες' γύρω τους οι άντρες ρίχτηκαν στο χορτάρι. Θυμήθηκα απογεύματα στην πατρίδα.

Πέρασε ή Φαουστίν πηγαίνοντας προς τα βρά-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 87

χια. Είναι πια ενοχλητικό τό πόσο αγαπώ αύτη τή γυναίκα (καί "γελοίο: δέν έχουμε μιλήσει ούτε μια φορά). Φορούσε ρούχα του τένις καί ένα μαντήλι, σχεδόν μώβ, στο κεφάλι. Καί τί δέν θα σημαίνει ή ανάμνηση αυτών των μαντηλιών δταν θά 'χει φύγει ή Φαουστίν.

'Επιθυμούσα νά προσφερθώ να της κρατάω τήν τσάντα ή τήν κουβέρτα. Τήν ακολουθούσα άπό μα­κριά' τήν είδα ν' αφήνει τήν τσάντα σ' ενα βράχο καί ν' απλώνει τήν κουβέρτα' νά μένει ακίνητη α­τενίζοντας τή θάλασσα ή τό σούρουπο, επιβάλλοντας τους τή γαλήνη της.

Χανόταν κι ή τελευταία ευκαιρία να δοκιμάσω τήν τύχη μου μέ τήν Φαουστίν. Μπορούσα νά γονα­τίσω, νά της εξο\ι.ο1ογ•ί}^(υ το πάθος μου, τή ζωή μου. Δέν.τό έκανα. Δέν μοΰ φάνηκε αποτελεσματικό. Βέβαια ol γυναίκες αποδέχονται μέ φυσικότητα ο­ποιαδήποτε τιμή. "Ομως ήταν καλύτερα ν' αφήσω τήν κατάσταση νά ξεκαθαρίσει άπό μόνη της. Κα­ταλήγει να μας είναι ύποπτος ένας άγνωστος πού μας διηγείται τή ζωή του, μας λέει αυθόρμητα πώς ήταν φυλακισμένος, καταδικασμένος σέ ισόβια καί πώς είμαστε δ μοναδικός λόγος της ύπαρξης του. Φοβάται κανείς πώς δλα αυτά δέν είναι παρά ένας «εκβιασμός» για νά μας πουλήσει μια μολυβοθήκη μέ τήν ξυλόγλυπτη επιγραφή Μπολιβάρ, 1783-1830 ή μια μποτίλια μ' ένα ιστιοφόρο μέσα. "Αλλο σύ­στημα θά 'ταν νά τής μιλήσω κοιτάζοντας τή θά­λασσα, πολύ στοχαστικά καί αγαθά σάν ένας τρε-

88 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

λός: να σχολιάσω τους δύο ήλιους, τήν κοινή μας αγάπη για τα ηλιοβασιλέματα' να περιμένω λίγο τίς ερωτήσεις της' να της αναφέρω, πάση θυσία, ό­τι είμαι συγγραφέας, δτι άπα πάντα ήθελα να ζή­σω σ' ενα μοναχικό νησί" να εξομολογηθώ την ορ­γή πού μ' Ιπιασε δταν έφτασαν ο! άνθρωποι της" να της διηγηθώ τήν εξορία μου στα μέρος του νησιού με τίς πλημμύρες (αυτό θα μου έδινε τήν ευκαιρία γο­ητευτικών επεξηγήσεων για τίς παρυφές και τίς θεομηνίες πού τις μάστιζαν), για να φτάσω στην δήλωση: δτι τώρα φοβάμαι πώς φεύγουν, πώς έρχε­ται ενα λυκόφως χωρίς τή συνηθισμένη πια γλύκα του να τήν βλέπω.

Σηκώθηκε. Μ' έπιασε φοβερή νευρικότητα (σαν να εΐχε ακούσει ή Φαουστίν αυτά πού σκεφτόμουν, σαν να τήν είχα προσβάλει). Πήγε να πάρει ενα βιβλίο πού είχε αφήσει σ' έναν άλλο βράχο να προ­εξέχει άπό μια τσάντα, σε απόσταση πέντε περίπου μέτρων. Ξανακάθισε. "Ανοιξε τό βιβλίο, έβαλε τό χέρι πάνω σέ μια σελίδα και έμεινε να κοιτάει τό σούρουπο σαν κοιμισμένη.

"Οταν έδυσε δ πιό αδύναμος άπ' τους ήλιους, ή Φαουστίν σηκώθηκε πάλι. Τήν ακολούθησα... έτρε­ξα, έπεσα στα γόνατα και της είπα, σχεδόν κραυ­γάζοντας: — Φαουστίν, σας αγαπώ.

Τό έκανα γιατί σκέφτηκα πώς 'ίσως τό πιό σω­στό θα ήταν να μήν αφήσω τήν έμπνευση μου να πάει χαμένη, άλλα να της επιτρέψω να επιβάλει

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 89

τήν ολοφάνερη της ειλικρίνεια. Δέν γνωρίζω τό α­ποτέλεσμα. Κάτι βήματα, μια πυκνή σκιά, μ' έκα­ναν να τό βάλω στα πόδια. Κρύφτηκα πίσω από ε­να φοίνικα. Ή αναπνοή μου, τόσο αλλοιωμένη, σχε­δόν δέν μ' άφηνε ν' ακούσω.

Ό Μορέλ της έλεγε πώς έπρεπε να της μιλή­σει. Ή Φαουστίν απάντησε: — Καλά, πάμε στό μουσείο (αυτό τό άκουσα κα­θαρά) .

"Εγιναν μερικές συζητήσεις. Ό Μορέλ πρόβαλε αντιρρήσεις: — Θέλω να εκμεταλλευτώ αυτή τήν ευκαιρία... μα­κριά άπ' τό μουσείο και τά βλέμματα τών φίλων μας.

Τόν άκουσα επίσης να λέει: «να σέ προειδοποιή­σω' είσαι μια ξεχωριστή γυναίκα" κυριαρχία τών νεύρων».

Μπορώ να βεβαιώσω δτι ή Φαουστίν αρνήθηκε πεισματικά να μείνει. Ό Μορέλ υποχώρησε: — 'Απόψε, δταν φύγουν δλοι, κάνε μου τή χάρη να μείνεις.

Περπατούσαν ανάμεσα στις φοίνικες και τό μου­σείο. Ό Μορέλ μιλούσε πολύ και χειρονομούσε. Σέ κάποια άπ' αυτές τίς κινήσεις έπιασε τό χέρι της Φαουστίν. 'Ύστερα περπάτησαν σιωπηλοί.

"Οταν τους είδα να μπαίνουν στό μουσείο, σκέ­φτηκα πώς έπρεπε να ετοιμάσω κάτι να φάω για νά αισθάνομαι καλά τή νύχτα και νά μπορέσω νά α­γρυπνήσω.

90 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

TO ΤΣΑ-Ι- ΓΙΑ ΔΥΟ ΚΑΙ Η ΒΑΛΕΝΘΙΑ επέμε­ναν να παίζουν μέχρι καί μετά τα χαράματα. Ε ­γώ, παρά τις αποφάσεις μου, έφαγα λίγο. Τό να βλέπω τους ανθρώπους αφοσιωμένους στο χορό, να βλέπω καί να γεύομαι τα γλοιώδη φύλλα, τίς ρί­ζες μέ γεύση χωματίλας, τους βολβούς σαν κουβά­ρια άπα χοντρές καί σκληρές κλωστές, δεν ήταν ανί­σχυρα επιχειρήματα για να μέ κάνουν ν' αποφασί­σω να μπω στο \ίθΌοέϊο να βρώ ψωμί καί άλλα πραγματικά φαγώσιμα.

Μπήκα τα μεσάνυχτα άπ' την καρβουναποθήκη. Στον προθάλαμο της τραπεζαρίας καί στο κελάρι δέν ήταν κανείς. 'Αποφάσισα να κρυφτώ, να περι­μένω ν' αποσυρθούν οί άνθρωποι στα δωμάτια τους. Θα μπορούσα ϊσως ν' ακούσω αυτό πού θ' άνακοί-vtove δ Μορέλ στη Φαουστίν, το αγόρι μέ τα φρύ­δια, τον χοντρό, τον βαθυπράσινο "Αλεκ. Ύστερα θά 'κλεβα λίγα τρόφιμα καί θ' αναζητούσα τρόπο να βγω.

Στην πραγματικότητα ή δήλωση του Μορέλ δέν μ' ένοιαζε Ιδιαίτερα. Μέ γέμιζε αγωνία το πλοίο κοντά στην παραλία" ή τόσο εύκολη, ή αμετάκλη­τη αναχώρηση τής Φαουστίν.

Περνώντας άπ' το χώλ είδα ένα φάντασμα τής πραγματείας τοΰ Μπελιδόρ πού είχα πάρει πριν δεκαπέντε μέρες: βρισκόταν πάνω στην 'ίδια κονσό­λα άπα πράσινο μάρμαρο. Ψηλάφησα τήν τσέπη μου: Ιβγαλα τό βιβλίο" τά σύγκρινα: δέν ήταν δύο αντίτυπα τοΰ 'ίδιου βιβλίου, άλλα δύο ψορϊς το ίδιο

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 91

αντίτυπο" μέ τον ίδιο μπλε λεκέ άπό γαλάζια με­λάνη πού τύλιγε σ' ενα σύννεφο τή λέξη PERSE• μέ τό πλάγιο γδάρσιμο στην κάτω γωνία του εξώ­φυλλου... Μιλάω για μια εξωτερική ταυτότητα... Ούτε καν μπόρεσα ν' αγγίξω τό βιβλίο πού ήταν πάνω στό τραπέζι. "Εσπευσα να κρυφτώ για να μήν μέ ανακαλύψουν (πρώτα μερικές γυναίκες" υστέρα δ Μορέλ). Πέρασα άπ' τό σαλόνι τοΰ ενυδρείου καί κρύφτηκα στό πράσινο δωμάτιο, πίσω άπ' τό παρα­βάν (σχημάτιζε κάτι σαν σπιτάκι). Άπό μια χα­ραμάδα μπορούσα να βλέπω τό σαλόνι τοΰ ενυ­δρείου.

Ό Μορέλ έδινε διαταγές: — Έδώ βάλτε μου ενα τραπέζι καί μια καρέκλα.

Έβαλαν τίς άλλες καρέκλες σέ σειρές, μπροστά στό τραπέζι δπως στίς αίθουσες διαλέξεων.

Πολύ αργά άρχισαν να μπαίνουν σχεδόν δλοι. Υ ­πήρχε κάποια άγλο6θΎ}, κάποια περιέργεια, κάποια βεβιασμένα χαμόγελα" επικρατούσε όμως ή άποκα-μωμένη γαλήνη τής κούρασης. — Δέν πρέπει να λείπει κανείς, είπε δ Μορέλ. Δέν αρχίζω μέχρι να έρθουν δλοι. — Λείπει ή Τζέην. — Λείπει ή Τζέην Γκρέυ. — Δέν είναι καί λίγο. — Πρέπει να πάμε νά τήν βρούμε. — Ποιος τήν βγάζει τώρα άπ' τό κρεβάτι; — Δέν γίνεται νά λείπει. — Κοιμάται.

92 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

— Έγώ δέν αρχίζω μέχρι να τή δώ εδώ. — Πάω να τή βρώ, είπε ή Ντόρα. — Θα σέ συνοδέψω, είπε τό αγόρι με τα φρύδια.

Θέλησα να καταγράψω πιστά αυτή τή συνομι­λία. "Αν τώρα δεν είναι φυσική, φταίει ή τέχνη ή ή μνήμη. ΤΗταν φυσική. Βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους, ακούγοντας αυτή τή συνομιλία, κανείς δέν θα περίμενε Ινα μαγικό συμβάν, ούτε τήν άρνη­ση της πραγματικότητας πού επακολούθησε (παρ' δ-λο πού δλα συνέβαιναν πάνω σ* ενα φωτισμένο ενυ­δρείο, πάνω άπό ψάρια μέ πτερύγια καί λειχήνες, μέσα σ' ενα δάσος από μαύρες κολώνες).

Ό Μορέλ μίλησε μέ ορισμένα άτομα πού δέν μπόρεσα να δώ: — Πρέπει να τον ψάξουμε σ' ολο τό σπίτι. Τον εί­δα να μπαίνει σ' αυτό τό δωμάτιο, εδώ και πολλή ώρα.

Για ποιόν μιλούσε; Τότε πίστεψα πώς ή περιέρ­γεια μου για τήν συμπεριφορά των παρείσακτων θα ικανοποιούνταν οριστικά.

— Γυρίσαμε δλο τό σπίτι, είπε μια υπόκωφη φω­νή. — Δέν πειράζει. Φέρτε τον, απάντησε ό Μορέλ.

Μου φάνηκε πώς μέ είχαν πια στριμώξει "Η­θελα να φύγω. Κρατήθηκα.

Θυμήθηκα πώς τα δωμάτια μέ καθρέφτες ήταν κολάσεις ξακουστών βασανιστηρίων. "Αρχισα να ζε­σταίνομαι.

"Γστερα γύρισαν ή Ντόρα και τό αγόρι μέ μια

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΑ 93

ηλικιωμένη γυναίκα υπό τήν επήρεια αλκοόλ (αυ­τή τή γυναίκα τήν είχα δει στην πισίνα). Έρ­χονταν, επίσης, δύο άτομα, προφανώς υπηρέτες, να προσφέρουν τήν βοήθεια τους' πλησίασαν τον Μο­ρέλ" ό ένας άπ' αυτούς είπε:

— 'Αδύνατον να κάνουμε τίποτα.

('Αναγνώρισα τήν υπόκωφη φωνή πού μόλις πρίν είχα ακούσει.)

Ή Ντόρα φώναξε στον Μορέλ:

— Ό Χάυνες κοιμάται στό δωμάτιο της Φαουστίν. Δέν νομίζω πώς θά 'ταν κανείς ικανός να τον βγά­λει.

Μιλούσαν για τον Χάυνες; Δέν μοΰ 'χε περάσει άπ' τό μυαλό πώς τα λόγια της Ντόρας καί ή συνο­μιλία τοΰ Μορέλ μέ τους άντρες μπορούσαν να έχουν σχέση. Συζητούσαν πώς να βρουν κάποιον καί γώ τρομοκρατήθηκα, έτοιμος να δώ παντού υπαινιγμούς ή απειλές. Τώρα σκέφτομαι πώς ί'σως ποτέ να μην απασχόλησα τήν προσογτ] αυτών τών ανθρώπων... 'Ακόμη περισσότερο: τώρα ξέρω πώς δέν γίνεται να με ψάχνουν.

Είμαι βέβαιος; Ένας α,ν^ρνί>%οζ, στα καλά του θα πίστευε αυτά πού άκουσα χθες τό βράδυ, αυτά πβύ φαντάζομαι πώς ξέρω; Θα μέ συμβούλευε να ξεχάσω τόν εφιάλτη του να βλέπω παντού μια μη­χανορραφία οργανωμένη για να μέ πιάσουν;

Κι αν ήταν μια μηχανορραφία για να μέ πιά­σουν, γιατί ήταν τόσο περίπλοκη; Γιατί να μήν μέ

94 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

συλλάβουν απευθείας; Δεν θά 'ταν μια τρέλα αυ­τή ή κοπιαστική αναπαράσταση;

Οί συνήθειες μας προϋποθέτουν ενα τρόπο δια­δοχής τών πραγμάτων, μια ασαφή συνάφεια τοϋ κόσμου. Τώρα ή πραγματικότητα μοΰ προτείνεται αλλαγμένη, πλασματική. "Οταν Ινας α.ν^ρ(ύπος ξυ­πνάει ή πεθαίνει χρειάζεται κάποιο χρόνο μέχρι να απαλλαγεί άπ' τους τρόμους του ύπνου, άπ' τις ανη­συχίες και τις μανίες της ζωής. Τώρα θα μοΰ στοι­χίσει να χάσω τή συνήθεια να φοβάμαι αυτούς τους ανθρώπους.

Ό Μορέλ είχε μερικά φύλλα χαρτί άπα κίτρινο μετάξι, γραμμένα στη μηχανή. Τά 'βγάλε άπα ενα ξύλινο κύπελο πού ήταν πάνω στο τραπέζι. Στό κύ-πελο υπήρχαν πάμπολλα γράμματα μέ καρφιτσω-μένα αποκόμματα από αγγελίες τοΰ Yachting καί τοϋ Motor Boating. Ζητούσαν τιμές για παλιά καράβια, όρους πωλήσεως, πληροφορίες, πώς να πά­νε να τα δουν. Είδα μερικά. — " Α ς αφήσουμε τόν Χάυνες να κοιμηθεί, είπε δ Μορέλ, είναι βαρύς κι αν πάτε να τόν πάρετε δεν θ' αρχίσουμε ποτέ.

Ο ΜΟΡΕΛ ΑΠΛΩΣΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ καί είπε με κομ­μένη φωνή: — Πρέπει να σας κάνω μια δήλωση.

Χαμογέλασε νευρικά:

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 95

— Δεν είναι σπουδαίο. Για να μήν υπάρξουν ανα­κρίβειες, αποφάσισα να διαβάσω. 'Ακούστε παρα­καλώ.

("Αρχισε να διαβάζει τις κίτρινες σελίδες πού τώρα βρίσκονται στό χαρτοφύλακα. Σήμερα τό πρωί όταν δραπέτευσα άπ' τό μουσείο, ήταν πάνω στό τρα­πέζι" τις πήρα από κει*.)

' «Θα πρέπει να μοΰ συγχωρήσετε ετούτη τή σκη­νή, αρχικά κουραστική, στή συνέχεια τρο\ιερ•ή. Θα τήν ξεχάσουμε. Έτοΰτο, σέ συνδυασμό μέ τήν ωραία εβδομάδα πού ζήσαμε, θα μετριάσει τή σπουδαιότη­τα της.

»Είχα αποφασίσει να μήν σας πώ τίποτα. "Ετσι δέν θα περνούσατε μια πολύ δικαιολογημένη ανη­συχία. Θα σας είχα στή διάθεση μου όλους, μέχρι τήν τελευταία στιγμή, χωρίς αντιρρήσεις. 'Αλλά, ώς φίλοι, Ιχετε δικαίωμα να ξέρετε».

Σιωπηλός χουνοϋσε τα μάτια, χαμογελούσε, έ­τρεμε' υστέρα συνέχισε μέ δρμή:

«Ή κατάχρηση μου συνίσταται στό ότι σας έχω φωτογραφίσει χωρίς τήν αδειά σας. Δέν είναι βέ­βαια μια φωτογραφία όπως οι άλλες' είναι ή τε-

* Για μεγαλύτερη σαφήνεια θεωρήσαμε καλύτερο να βάλουμε εντός εισαγωγικών αυτά πού ήταν γραμμένα στή μηχανή σ' αυτές τις σελίδες• δ,τι είναι χωρίς εισαγωγικά είναι σημειώσεις στα περιθώρια μέ μολύβι καί μέ τά ίδια γράμματα μέ τα όποια είναι γραμμένο τό υπόλοιπο ημερο­λόγιο {Σημ. τοϋ έκδοτη τοΰ χειρογράφου).

96 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

λευταία μου εφεύρεση. Θα ζήσουμε για πάντα σ' αυτή τή φωτογραφία. Φανταστείτε μια σκηνή πού να αναπαριστάνει με δλες της τίς λεπτομέρειες τήν ζωή μας αυτές τίς επτά ημέρες. Εμείς αναπαριστά­νουμε. "Ολες μας οι πράξεις έχουν εγγραφεί».

— Τί άναισχυντία !, φώναξε ένας άντρας με μαύ­ρο μουστάκι και πεταχτά δόντια. — Ελπίζω να αστειεύεται, είπε ή Ντόρα.

Ή Φαουστίν δεν χαμογελούσε. Φαινόταν αγανα­κτισμένη.

«Θα μπορούσα να σας πω φτάνοντας: θα ζήσου­με στην αιωνιότητα. "Ισως να τά 'χαμέ χαλάσει ό­λα, αναγκάζοντας τους εαυτούς μας να είναι διαρ­κώς χαρούμενοι. Σκέφτηκα: οποιαδήποτε βδομάδα και να περάσουμε μαζί, αν δεν αισθανόμαστε τήν υ­ποχρέωση να γεμίσουμε δσο γίνεται καλύτερα τον χρόνο μας, θα είναι ευχάριστη. "Ετσι δεν ήταν;

»Σάς έδωσα λοιπόν μια ευχάριστη αιωνιότητα. »Βέβαια τά έργα τών ανθρώπων δεν είναι τέ­

λεια. Άπό δώ λείπουν μερικοί φίλοι. Ό Κλώντ δι­καιολογήθηκε: δουλεύει τήν υπόθεση —υπό μορφή νουβέλας καί θεολογικού εγχειριδίου— μιας ασυμ­φωνίας ανάμεσα στον θεό καί το &το\ιο' υπόθεση πού τοϋ φαίνεται αρκετή για να τον κάνει αθάνα­το, καί πού δέν θέλει να διακόψει. Ή Μαντλέν ε­δώ καί δυο χρόνια δέν πάει πια στο βουνό' φοβάται για τήν υγεία της. Ό Λεκλέρκ δεσμεύτηκε με τους Νται'ηβις να πάει στή Φλόριντα».

Πρόσθεσε:

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 97

— Ό καημένος δ Τσάρλυ βέβαια... Ά π ' τον τόνο αυτών των λέξεων, που έδινε έμ­

φαση στό κ α η μ έ ν ο ς , άπ' τή σιωπηλή επι­σημότητα πού συνοδεύτηκε αμέσως άπό μερικές αλ­λαγές στάσης καί κινήσεις των καρεκλών, συμπέρα­να πώς αυτός δ Τσάρλυ ήταν κάποιος πεθαμένος' α­κριβέστερα: κάποιος πεθαμένος πρόσφατα.

Ό Μορέλ είπε κατόπιν, σαν νά 'θελε ν' ανακου­φίσει τό ακροατήριο: — Άλλα τόν έχω. Ά ν θέλει να τόν δει κανείς, μπο­ρώ να σας τόν δείξω. ΤΗταν μια άπ' τίς πρώτες μου δοκιμές με καλά αποτελέσματα.

Σταμάτησε. Μοΰ φαίνεται πώς αντιλήφθηκε τή νέα αλλαγή πού έγινε στή σάλα (στην πρώτη είχαν περάσει άπό μια BÙ%poa-q^opy] ανία στή θλίψη, συνο­δευμένη άπό μια ελαφριά μομφή γιά τό κακό yoù-στο να αναφερθεί Ινας νεκρός στή μέση ενός αστείου" τώρα ήταν αμήχανοι, σχεδόν τρομοκρατημένοι}.

Γύρισε στα κίτρινα χαρτιά μέ βιασύνη. «Τό μυαλό μου έχει εδώ καί πολύ καιρό δύο

πρωταρχικές ασχολίες: να σκέφτεται τίς εφευρέσεις μου καί νά σκέφτεται τήν...» 'Αποκαταστάθηκε πά­λι ή συμπάθεια ανάμεσα στον Μορέλ καί τή σάλα. «Για παράδειγμα, κόβω τίς σελίδες ενός βιβλίου, κά­νω περίπατο, γεμίζω τήν πίπα μου καί διαρκώς φαντάζομαι μια ευτυχισμένη ζωή μέ...»

Κάθε διακοπή χαιρετιζόταν μέ θύελλα χειρο­κροτημάτων.

«"Οταν ολοκλήρωσα τήν εφεύρεση σκέφτηκα, άρ-

7

98 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

χικά σαν απλή ενασχόληση της φαντασίας, κατόπιν σαν ένα απίστευτο σχέδιο, να δώσω παντοτινή πραγ­ματικότητα στή συναισθηματική μου φαντασία...

»Ή πίστη πώς είμαι ανώτερος και ή πεποίθηση πώς είναι ευκολότερο να κάνει κανείς μια γυναίκα να τον ερωτευτεί παρά να φτιάξει ουρανούς, με ώ­θησαν να ενεργήσω αυθόρμητα. Οι ελπίδες να τήν κάνω να μ' ερωτευτεί έχουν χαθεί άπό καιρό" δεν έχω πια ούτε τήν πιστή φιλία της' δεν έχω πια τό στήριγμα, τό κουράγιο ν' άντικρύσω τή ζωή.

«Έπρεπε ν' ακολουθήσω μια τακτική. Να κα­ταστρώσω σχέδια».

(Ό Μορέλ άλλαξε τόνο σαν νά 'θελε να με­τριάσει τή βαρύτητα πού είχαν προκαλέσει τα λό­για του.) «Στα πρώτα σχέδια ή τήν έπειθα να έλ­θουμε μόνοι (αδύνατον: δέν τήν εχω δει μόνη αφό­του της εξομολογήθηκα τό πάθος μου) ή τήν απή­γαγα (θα τσακωνόμασταν αιώνια). Σημειώστε πώς, αυτή τή φορά, δέν υπάρχει καμιά υπερβολή στή λέ­ξη α ι ώ ν ι α » . "Αλλαξε πολύ αυτήν τήν πα­ράγραφο. Είπε —μου φαίνεται— πώς είχε σκεφτεί να τήν απαγάγει και έκανε διάφορα αστεία.

«Τώρα θα σας εξηγήσω τήν εφεύρεση μου».

ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ Ενας λόγος απωθητικός καί α­νοργάνωτος. Ό Μορέλ, κοσμικός άνθρωπος της ε­πιστήμης, όταν αφήνει τα αισθήματα καί μπαίνει

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 99

στή βαλίτσα με τα παλιά καλώδια, γίνεται πιό α­κριβής' ή λογοτεχνία του συνεχίζει να είναι δυσά­ρεστη, πλούσια σε τεχνικούς όρους καί σε μάταιη αναζήτηση κάποιας ρητορικής δρμής, άλλα είναι σα­φέστερη. "Ας κρίνει δ αναγνώστης:

«Ποια είναι ή λειτουργικότητα της ραδιοτηλε­φωνίας; Να εξαλείψει, ώς προς τήν ακοή, μια χω­ρική απουσία: εφοδιασμένοι μέ αγωγούς καί δέκτες μπορούμε να λάβουμε μέρος σε μια συνομιλία μέ τήν Μαντλέν, άπό τούτο το δωμάτιο, μολονότι αυτή βρί­σκεται σε απόσταση μεγαλύτερη άπό είκοσι χιλιά­δες χιλιόμετρα, στα περίχωρα του Κεμπέκ. Ή τη­λεόραση επιτυγχάνει τό ίδιο σχετικά μέ τήν όρα­ση. Ή επίτευξη πιό γρήγορων ή πιό αργών δονή­σεων θα μας επιτρέψει νά επεκταθούμε καί στις άλ­λες αισθήσεις' σέ όλες τις άλλες αισθήσεις.

»Ό επιστημονικός πίνακας των μέσων πού μπο­ρούν νά αναιρέσουν απουσίες ήταν μέχρι καί πριν άπό λίγο περίπου δ έξης:

»Ώς προς τήν όραση: ή τηλεόραση, δ κινημα­τογράφος, ή φωτογραφία.

»°Ως %ρος τήν ακοή: ή ραδιοτηλεφωνία, δ φω-νόγραφος, τό τηλέφωνο*.

* Ή παράλειψη τοϋ τηλέγραφου μοϋ φαίνεται εκούσια. Ό Μορέλ είναι συγγραφέας της συνοπτικής μελέτης Que nous envoie Dieu? (λέξεις άπ' τό πρώτο μήνυμα τοϋ Μορς) καί δίνει τήν απάντηση: Un peintre inutile et une unvention indiscrète. 'Εντούτοις πίνακες δπως Ό Λαφαγώτ

100 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

«Συμπέρασμα: »Ή επιστήμη, μέχρι και πρόσφατα, είχε περιο­

ριστεί να αναιρεί για τήν ακοή καί την δράση χω­ρικές καΐ χρονικές απουσίες. Ή αξία τοϋ πρώτοι) μέ­ρους τών εργασιών μου συνίσταται στο δτι έβαλε τέ­λος σέ μια αδράνεια πού είχε πάνω της δλο το βά­ρος των παραδόσεων, καί δτι συνέχισε, μέ δπλο τήν λογική καί άπό σχεδόν παράλληλους b~pô\).ouç, τή συλλογιστική καί τις διδασκαλίες των σοφών πού καλυτέρεψαν τον κόσμο μέ τις εφευρέσεις πού ανέ­φερα.

»Θέλω να εκφράσω τήν ευγνωμοσύνη μου προς τους βιομηχάνους πού, τόσο στή Γαλλία (Société Clunie), όπως καί στην Ελβετία (Schwachter, τοΰ Sankt Gallen), κατανόησαν τή σπουδαιότητα τών ερευνών μου καί μου άνοιξαν τις πόρτες τών μυστικών τους εργαστηρίων.

»Δέν μπορώ να πώ τό ίδιο καί για τή μετα­χείριση εκ \ίέροος τών συναδέλφων μου.

»"Οταν πήγα στην 'Ολλανδία να συζητήσω μέ τον διακεκριμένο ηλεκτρονικό Χουάν Βαν Χόυζε, εφευρέτη μιας στοιχειώδους μηχανής πού επιτρέπει να ελέγξουμε αν ενα OîXO\LO ψεύδεται, μέ περίμεναν πολλά ενθαρρυντικά λόγια άλλα, πρέπει να πώ, καί μια μικρή δυσπιστία.

«Έκτοτε, δούλεψα μόνος.

καί Ό 'Ηρακλής ψυχορραγών είναι αδιαμφισβήτητης α­ξίας. (Σημ. τοϋ έκδοτη τοϋ χειρογράφου).

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 101

»Βάλθηκα να αναζητώ κύματα καί δονήσεις πού ακόμα δεν είχαν επιτευχθεί, να επινοώ όργανα για να τις συλλάβω καί να τις μεταβιβάσω. Συνέλαβα μέ σχετική ευκολία τις οσφρητικές αισθήσεις" ol θερ­μικές καί ol αποκαλούμενες άπτικές, απαίτησαν ό­λη μου τήν επιμονή.

«Έπρεπε επιπλέον να τελειοποιήσω τα υπάρ­χοντα μέσα. Τα καλύτερα αποτελέσματα τιμούσαν τους κατασκευαστές δίσκων φωνόγραφου. 'Από πο­λύ καιρό ήδη μπορούσαμε να διαβεβαιώσουμε πώς δέν φοβόμασταν πια τόν θάνατο σχετικά μέ τή φω­νή. ΟΕ εικόνες είχαν αρχειοθετηθεί πολύ ελαττωμα­τικά άπ' τή φωτογραφία καί τόν κινηματογράφο. Κατεύθυνα τις προσπάθειες μου σ' αυτόν τόν τομέα τής δουλειάς μου προς τήν κατακράτηση τών εικό­νων πού σχηματίζονται στους καθρέφτες.

»Ένα πρόσωπο, ενα ζώο ή ενα πράγμα, είναι \ιπροατάι, στις συσκευές μου όπως δ σταθμός πού εκ­πέμπει τό κονσέρτο πού άκοΰτε ατό ραδιόφωνο. "Αν ανοίξετε τόν δέκτη τών οσφρητικών κυμάτων θα αι­σθανθείτε τό άρωμα τοΰ γιασεμιού πού αναδίνει τό στήθος τής Μαν"τλέν, χωρίς να τή βλέπετε. 'Ανοί­γοντας τή συχνότητα τών άπτικών κυμάτων θα μπο­ρέσετε να χαϊδέψετε τήν κόμη της :—μαλακή καί αόρατη— καί να μάθετε σαν τους τυφλούς να γνω­ρίζετε τα πράγματα μέ τα χέρια, 'Αλλά άν ανοί­ξετε δλο τό σύστημα τών δεκτών, παρουσιάζεται ή Μαντλέν σέ τέλεια αναπαραγωγή, ταυτόσημη' δέν πρέπει να ξεχνάτε πώς πρόκειται για εικόνες βγαλ-

102 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

μένες άπ' τους καθρέφτες, με τους ήχους, την αντί­σταση στην αφή, τη γεύση, τΙς μυρωδιές, σε τέλειο συγχρονισμό. Κανένας πού θα τις δει δεν θα μπορέ­σει να δεχτεί πώς είναι εικόνες. Κι αν τώρα εμφα­νιστούν οι δικές σας, κι εσείς οι ίδιοι δεν θα με πι­στέψετε. Θα σας είναι λιγότερο Ζύΰ-χ,ολο να σκε­φτείτε πώς έ'χω μισθώσει μια δμάδα ηθοποιών, μια ομάδα άπα απίστευτους σωσίες.

»Αύτό είναι το πρώτο μέρος της μηχανής' το Ζεύτερο εγγράφει και το τρίτο προβάλλει. Δεν χρει­άζονται οθόνες οδτε χαρτιά' ο! προβολές της [ΐποροΰ^ να πραγματοποιηθούν πολύ καλά σέ όλο το διάστη­μα ανεξάρτητα άπ' το άν είναι μέρα ή νύχτα. Χά­ριν σαφήνειας θα τολμήσω να συγκρίνω τα μέρη της μηχανής μέ: τη συσκευή τηλεόρασης πού δείχνει εικόνες λίγο πολύ μακρινών πομπών' την κάμερα πού γυρίζει μια ταινία άπ' τΙς εικόνες πού εκπέμπει ή συσκευή τής τηλεόρασης' τον κινηματογραφικό προβολέα.

«Σκεφτόμουν να συντονίσω τις λειτουργίες τών συσκευών μου και να τραβήξω σκηνές τής ζωής μας: ένα αούρουπο μέ τήν Φαουστίν, στιγμές συνομιλίας μαζί σας' έτσι θα είχα συνθέσει ενα άλμπουμ μέ πα­ρουσίες μεγάλης διάρκειας και καθαρότητας, πού θα αποτελούσε ενα κληροδότημα άπα κάποιες στιγμές προς κάποιες άλλες, δωρεά γιά τα παιδιά, τους φί­λους καί τις γενιές πού θα ζουν μέ άλλες συνήθειες.

«Φανταζόμουν πώς άν οι αναπαραγωγές αντικει­μένων ήταν αντικείμενα —όπως μια φωτογραφία έ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 103

νός σπιτιού είναι ενα αντικείμενο πού αναπαριστά­νει ένα άλλο—, ο! αναπαραγωγές ζώων και φυτών δέν θα ήταν ζώα ούτε φυτά. "Ημουν σίγουρος ότι τα ομοιώματα τών προσώπων μου θα ήταν στερημένα συνείδησης τοϋ έαυτοΰ τους (όπως τα πρόσωπα μιας κινηματογραφικής ταινίας) .

»Μέ περίμενε μία έκπληξη: ύστερα άπα πολλή ,όουλειά, μέχρις ότου συντονίσω αρμονικά αυτά τα δεδομένα, βρέθηκα αντιμέτωπος μέ πρόσωπα πού εί­χαν άνασυσταθεΐ, πού εξαφανίζονταν μόλις άποσυνέ-δεα τή συσκευή προβολές, ζούσαν μόνο τίς περασμέ­νες στιγμές τότε πού είχε τραβηχτεί ή σκηνή καί τελειώνοντας τες, τις επαναλάμβαναν σαν να ήταν κομμάτια ενός δίσκου ή μιας ταινίας πού τελειώ­νοντας ξανάρχιζε, άλλα πού για κανέναν δέν ήταν δυνατόν να διακριθούν άπό τα ζωντανά πρόσωπα (φαίνονται σαν να xu^Xo^opoûv σέ άλλο κόσμο, πού

τυχαία έχει δ δικός μας προσεγγίσει). 'Εάν αποδί­δουμε συνείδηση, καθώς καί όλα όσα μας ξεχωρί­ζουν άπό τα άψυχα αντικείμενα, στα πρόσωπα πού μας περιβάλλουν, δέν θά μπορέσουμε να αρνηθούμε τίς ίδιες ιδιότητες καί σέ εκείνα πού έχουν δημιουρ­γηθεί άπό τίς συσκευές μου, μέ κανένα βάσιμο ή α­ποκλειστικό επιχείρημα.

»Μόλις συγκεντρωθούν οι αισθήσεις αναδύεται ή ψυχή. Έπρεπε να τήν περιμένουμε. Ή Μαντλέν υπήρχε γιά τήν όραση, ή Μαντλέν υπήρχε γιά τήν ακοή, ή Μαντλέν υπήρχε γιά τήν γεύση, ή Μαντλέν υπήρχε γιά τήν όσφρηση, ή Μαντλέν υπήρχε γιά

104 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

τήν αφή: ήταν πια ή ί'δια ή Μαντλέν».

"Εχω ήδη πει πώς ή λογοτεχνία τοΰ Μορέλ εί­ναι δυσάρεστη, πλούσια σέ τεχνικούς 'όρους και πώς αναζητάει μάταια κάποια ρητορική ορμή. "Οσο για τή γελοιότητα φανερώνεται άπό μόνη της:

«Σας είναι ζύαχολο να δεχτείτε ενα σύστημα αναπαραγωγής τής ζωής τόσο μηχανικό καΐ τεχνη­τό; Θυμηθείτε πώς, εξαιτίας τής δικής μας ανι­κανότητας νά βλέπουμε, ol κινήσεις τοϋ ταχυδακτυ­λουργού μετατρέπονται σέ μαγεία.

»Γιά να κάνω ζωντανές αναπαραγωγές, χρειά­ζομαι ζωντανούς %ο\ιπούς. Δεν δημιουργώ ζωή.

»Δέν πρέπει να ονομαστεί ζωή αυτό πού βρίσκε­ται δυνάμει σ' ενα δίσκο, αυτό πού φανερώνεται μό­λις λειτουργήσει ή μηχανή τοΰ φωνόγραφου, όταν ε­γώ πατήσω τό κουμπί; Να ισχυριστώ δτι δλες οΕ ζωές εξαρτώνται, δπως ol κινέζοι μανδαρίνοι, άπό κουμπιά πού μπορούν να πατήσουν άγνωστα δντα; Κα! εσείς ol ϊδιοι πόσες φορές δέν θά 'χετε διερωτη­θεί πάνω στό ανθρώπινο πεπρωμένο και θά 'χετε α­ναμοχλεύσει τΙς παλιές ερωτήσεις: Που πάμε; Ποΰ υπάρχουμε, μουσικές ενός δίσκου πού δέν έχουν α­κόμη ακουστεί, μέχρι νά μας στείλει δ Θεός νά γεν­νηθούμε ; Δέν αντιλαμβάνεστε έναν παραλληλισμό α­νάμεσα στα πεπρωμένα των ανθρώπων καΐ τών ει­κόνων ;

»Ή υπόθεση πώς οί εικόνες έχουν ψυχή φαίνε­ται νά επιβεβαιώνεται απ τις επιδράσεις τής μηχα-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 105

νής μου επάνω στα πρόσωπα, τα ζώα και τους φυ­τικούς πομπούς.

» Προφανώς και δέν πέτυχα αυτά τα αποτελέσμα­τα παρά ύστερα άπό πολλές επιμέρους αντιξοότη­τες. Θυμάμαι πώς έκανα τις πρώτες δοκιμές μέ υ­παλλήλους τοΰ οϊχου Σβάχτερ. Χωρίς νά τους προει­δοποιώ άνοιγα τις μηχανές καΐ τους τραβούσα τήν ώρα πού δούλευαν. Ό δέκτης είχε ακόμη ελλείψεις: οέν συντόνιζε τα στοιχεία του αρμονικά: για παρά­δειγμα, μερικές φορές ή εικόνα δέν συνέπεφτε μέ τήν άπτική αίσθηση- ενίοτε τα λάθη είναι αδιόρα­τα για άπειρους παρατηρητές" άλλοτε ή παρέκκλι­ση είναι μεγάλη».

Ο ΣΤΑΙΒΕΡ ρώτησε: — Μπορείς νά μας δείξεις αυτές τις πρώτες ει­κόνες ; —"Αν μοΰ τό ζητήσετε, πώς νά τό αρνηθώ' άλλα σας προειδοποιώ πώς υπάρχουν φαντάσματα ελα­φρώς τερατώδη, απάντησε δ Μορέλ. — Πολύ καλά, είπε ή Ντόρα. Δείξτε τα. Λίγη δια­σκέδαση ποτέ δέν βλάπτει. — Έγώ θέλω νά τα δω, συνέχισε δ Σταΐβερ, για­τί θυμάμαι κάποιους ανεξήγητους θανάτους στον 61-κο Σβάχτερ. — Τα συγχαρητήρια μου, είπε δ "Αλεκ επικρο­τώντας, βρήκαμε §να πιστό.

106 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Ό Σταΐβερ απάντησε με σοβαρότητα: — Ηλίθιε, δέν άκουσες; Καί δ Τσάρλυ επίσης φω­τογραφήθηκε. "Οταν δ Μορέλ ήταν στο Sankt Gallen, άρχισαν να πεθαίνουν οι υπάλληλοι του οί­κου Σβάχτερ. Είδα τις φωτογραφίες σέ περιοδικά. Θα τους αναγνωρίσω.

Τρέμοντας και απειλητικά δ Μορέλ βγήκε άπ' το δωμάτιο. Μιλούσαν κραυγάζοντας: — Νά τα μας τώρα, είπε ή Ντόρα, τον πρόσβαλες. Πρέπει να πάμε να τον βρούμε. — Σαν ψέμματα μοΰ φαίνεται πώς τοΰ 'καναν τέ­τοιο πράγμα τοΰ Μορέλ.

Ό Σταΐβερ επέμεινε:

— Μα δέν καταλαβαίνετε! — Ό Μορέλ είναι νευρικός. Δέν βλέπω γιατί έπρε­πε να τον προσβάλετε.

— Δέν καταλαβαίνετε, φώναξε δ Σταΐβερ μανια­σμένος. —• Μέ τη μηχανή του τράβηξε τον Τσάρλυ καί δ Τσάρλυ πέθανε' τράβηξε υπαλλήλους τοΰ οΐ-κου Σβάχτερ καί έγιναν μυστηριώδεις θάνατοι υπαλ­λήλων. Τώρα λέει πώς μας έχει τραβήξει και μας! — Καί δέν πεθάναμε, είπε ή Ίρένε.

— Τράβηξε καί τον εαυτό του. — Δέν καταλαβαίνει κανείς πώς δλα αυτά είναι ενα αστείο.;

— Ή ϊδια ή οργή τοΰ Μορέλ. Ποτέ δέν τον έχω δει θυμωμένο. •— Εντούτοις δ Μορέλ φέρθηκε άσχημα, είπε αυ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 107

τός μέ τα πεταχτά δόντια. — Μποροΰσε να μας προ­ειδοποιήσει. — Πάω να τον βρω, είπε δ Σταΐβερ. — Θα μείνεις εδώ, φώναξε ή Ντόρα. — Θα πάω έγώ, είπε αυτός μέ τα πεταχτά δόν­τια. — "Οχι να τον προσβάλω" για να του ζη­τήσω να μας συγχωρήσει καί να συνεχίσει.

Μαζεύτηκαν γύρω άπ' τον Σταΐβερ. Έξημμένοι, προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν.

"Γστερ' άπο λίγο γύρισε δ άνθρωπος μέ τά δόν­τια: — Δέν θέλει να έλθει. Μας ζητάει νά τον συγχω­ρήσουμε. Στάθηκε αδύνατο νά τον φέρω.

Βγήκαν ή Φαουστίν, ή Ντόρα, ή ηλικιωμένη γυ­ναίκα.

"Γστερα δέν έμειναν παρά μόνο δ "Αλεκ, αυτός μέ τά δόντια, δ Σταΐβερ, ή Ίρένε. "Εμοιαζαν ήρε­μοι, αλληλέγγυοι, σοβαροί. Έφυγαν.

"Ακουσα ομιλίες στό χώλ, στη σκάλα. "Εσβησαν τά φώτα καί τό σπίτι έμεινε μέσα στό πελιδνό φώς τής αυγής. Περίμενα σέ επιφυλακή. Δέν υπήρχαν θόρυβοι, σχεδόν δέν υπήρχε φώς. Νά 'χαν πάει οί άνθρο^ποι νά κοιμηθούν; 'Ή ήταν ή ενέδρα για νά μέ πιάσουν ; "Εμεινα εκεί ούτε ξέρω πόση ώρα, τρέ­μοντας μέχρι πού άρχισα νά περπατάω (γιά ν' α­κούσω τά βήματα μου, νομίζω, καί νά 'χω την έν­δειξη κάποιας ζωής), χωρίς νά αντιληφθώ πώς 'ί­σως έκανα αυτό που οί υποτιθέμενοι διώκτες μου εί­χαν προβλέψει.

108 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

Πήγα μέχρι το τραπέζι, φύλαξα τα χαρτιά στην τσέπη μου. Σκέφτηκα μέ φόβο πώς το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα, πώς έπρεπε να περάσω άπ' τό χώλ. Προχώρησα πάρα πολύ αργά' το σπίτι μοΰ φαινό­ταν ατέλειωτο. Στάθηκα ακίνητος στην πόρτα του χώλ. Τελικά περπάτησα αργά, σιωπηλά, μέχρι ενα ανοιχτό παράθυρο" πήδηξα και ήρθα τρέχοντας.

ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟΤΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ μέ μία συγκε­χυμένη αίσθηση μομφής προς τον εαυτό μου γιατί δεν είχα φύγει άπ' τήν πρώτη μέρα, γιατί είχα θε­λήσει να διαλευκάνω τα μυστήρια αυτών των αν­θρώπων.

Ύστερα άπ' τήν εξήγηση τοΰ Μορέλ δλα μοΰ φάνηκαν πώς ήταν μια μανούβρα της αστυνομίας' δεν συγχωρούσα στον εαυτό μου το πόσο άργησα να το καταλάβω.

Αυτό είναι παράλογο, άλλα νομίζω πώς \inop& να τό αιτιολογήσω. Καί ποιος δεν θα δυσπιστούσε •προς ενα πρόσωπο πού θά 'λέγε: «Έγώ καί οι σύν­τροφοι μου είμαστε οπτασίες, είμαστε ενα καινούριο είδος φωτογραφιών». Στην περίπτωση μου ή δυσπι­στία είναι ακόμη πιό δικαιολογημένη: κατηγορού­μαι για ενα έγκλημα, έχω καταδικαστεί σέ ισόβια καί πιθανώς ακόμη ή σύλληψη μου να είναι τό επάγγελμα κάποιου, ή ελπίδα του για γραφειοκρα­τική άνοδο.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 109

Άλλα καθώς ήμουν κουρασμένος, κοιμήθηκα α­μέσως, μέσα σέ αόριστα σχέδια για φυγή. ΤΗταν μια πολύ ταραγμένη μέρα

'Ονειρεύτηκα τήν Φαουστίν. Τό όνειρο ήταν πο­λύ θλιμμένο, πολύ συγκινητικό. Άποχαιρετιόμα-σταν" έρχονταν να τήν πάρουν' έφευγε τό καράβι. 'Ύ­στερα ήμασταν ξανά μόνοι, σ' έναν αποχαιρετισμό γεμάτο αγάπη. "Εκλαψα ατή διάρκεια τοΰ ονείρου καί ξύπνησα μέ τήν αίσθηση μιας απαρηγόρητης απελπισίας, γιατί ή Φαουστίν δέν βρισκόταν εκεί, καί μέ τή σπαρακτική παρηγοριά πώς είχαμε αγα­πηθεί χωρίς προσποίηση. Φοβήθηκα μήπως ή ανα­χώρηση της Φαουστίν είχε συντελεστεί κατά τή δι­άρκεια τοΰ ύπνου μου. Σηκώθηκα. Τό καράβι είχε φύγει. Ή θλίψη μου ήταν βαθύτατη' αποφάσισα να σκοτωθώ' άλλα σηκώνοντας τα μάτια μου είδα τόν Σταΐβερ, τήν Ντόρα καί ύστερα κι άλλους, στην κο­ρυφή τοΰ λόφου.

Δέν χρειαζόταν να δώ τήν Φαουστίν. "Ημουν σί­γουρος: δέν μ' ένοιαζε πια αν ήταν ή 'άν δέν ή­ταν.

Κατάλαβα πώς ήταν βέβαιο αυτό πού πριν ώρες είχε πει δ Μορέλ (άλλα είναι πιθανό να μήν τό είπε για πρώτη φορά, πριν άπό ώρες, άλλα πριν α­πό μερικά χρόνια' τό επαναλάμβανε, γιατί ήταν στην εβδομάδα, στον αιώνιο δίσκο).

Αισθάνθηκα αποστροφή, σχεδόν αηδία γι ' αυ­τούς τους ανθρώπους καί τήν επαναλαμβανόμενη α­κούραστη δραστηριότητα τους. 'Εμφανίστηκαν πολ-

110 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

λες φορές πάνω στην κορυφή. Να βρίσκομαι σ'. ένα νησί κατοικημένο άπό τεχνητά φαντάσματα ήταν δ πιό ανυπόφορος εφιάλτης- νά είμαι ερωτευμένος μέ μια άπ' αυτές τίς εΙκόνες ήταν χειρότερο άπ' το νά είμαι ερωτευμένος μέ ενα φάντασμα (ίσως πάντα νά θέλουμε νά 'χει το αγαπημένο πρόσωπο υπόσταση φαντάσματος).

ΘΑ ΠΑΡΑΘΕΣΩ στη συνέχεια τίς σελίδες (άπ' τα κίτρινα χαρτιά) πού δέν διάβασε δ Μορέλ:

«Προ της αδυναμίας νά εκτελέσω τό πρώτο μου σχέδιο —νά τη φέρω ατό σπίτι και νά τραβήξω μια σκηνή ευτυχίας, δικής μου ή αμοιβαίας— συνέλαβα ενα άλλο πού είναι σίγουρα καλύτερο.

»*Ανακαλύψαμε αυτό το νησί κάτω άπ' τΙς συν­θήκες πού γνωρίζετε. Τρεις παράγοντες μ' έκαναν νά τ' αποφασίσω: α) ol παλίρροιες' β) οι ύφαλοι' γ) ή φωτεινότητα.

»Ή συνήθης κανονικότητα των σεληνιακών πα­λιρροιών και ή αφθονία σε μετεωρολογικές παλίρ­ροιες εξασφαλίζουν μια σχεδόν συνεχή παροχή κινη­τήριας δύναμης. Οι ύφαλοι είναι ενα πελώριο σύστη­μα τειχών ενάντια σε εισβολείς' ένας 'άνϋρίΛπος τα γνωρίζει' είναι δ καπετάνιος μας, δ Μάκ Γκρέγκορ" φρόντισα να μήν εκτεθεί ξανά σ' αυτούς τους κιν­δύνους. Ή καθαρή, και όχι εκτυφλωτική φωτεινό­τητα, επιτρέπει νά ελπίζουμε πραγματικά στη λι-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 111

γότερη δυνατή φθορά κατά την εγγραφή των ει­κόνων.

»Σάς εξομολογούμαι ότι μόλις ανακάλυψα τού­τες τίς γενναιόδωρες αρετές, δέν δίστασα νά επενδύ­σω τήν περιουσία μου στην àyopà του νησιοΰ και στην κατασκευή τοΰ μουσείου, της εκκλησίας, της πισίνας. Νοίκιασα αυτό τό φορτηγό πλοίο, πού έσεΐς αποκαλείτε γιώτ, για να κάνω πιό ευχάριστο τόν ερχομό μας.

»Ή λέξη μουσείο πού χρησιμοποιώ για νά κατονομάσω αυτό τό σπίτι, έχει επιβιώσει άπ' τήν εποχή πού δούλευα τα σχέδια τής εφεύρεσης μου, χωρίς νά γνωρίζω τό βεληνεκές τους. Τότε σκεφτό­μουν νά φτιάξω μεγάλα λευκώματα ή μουσεία, ι­διωτικά και δημόσια, αυτών τών εικόνων.

«Έφτασε ή στιγμή νά τό αναγγείλω: Αυτό τό νησί, μέ τα οικοδομήματα του, είναι δ ιδιωτικός μας παράδεισος. "Εχω πάρει μερικές προφυλάξεις —φυ­σικές και ηθικές— για τήν άμυνα του: πιστεύω πώς θα είναι αποτελεσματικές. Έδώ θά βρισκόμαστε αι­ώνια •—παρ' ότι αύριο φεύγουμε— επαναλαμβάνο­ντας εξακολουθητικά τίς στιγμές τής εβδομάδας και χωρίς νά μπορέσουμε ποτέ νά βγούμε άπ' τη συνείδη­ση πού είχαμε μέσα στην κάθε μία άπ' αυτές, γιατί έτσι μας τράβηξαν οί συσκευές' αυτό θά μας επι­τρέψει νά αισθανόμαστε πώς ζούμε πάντα μια ζωή καινούρια, γιατί δέν θά υπάρχουν άλλες αναμνήσεις, σέ κάθε στιγμή τής προβολής, άπ' αυτές πού είχαμε στις αντίστοιχες τής εγγραφής, και γιατί τό μέλλον,

112 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

έχοντας το αφήσει πίσω πολλές φορές, θα διατηρεί πάντα* τις Ιδιότητες του».

ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΠΟΤΕ-ΠΟΤΕ. Χθες είδα τόν Χά-υνες στην κορυφή' πρίν δυό μέρες τόν Σταϊβερ, τήν Ίρένε" σήμερα τήν Ντόρα και άλλες γυναίκες. Μέ κάνουν να ζώ μέσα σε συνεχή ανυπομονησία" αν θέ­λω να βάλω> σέ τάξη τή ζωή μου, πρέπει να απομα­κρύνω αυτές τις εικόνες άπ' τήν προσοχή μου.

Να τις καταστρέψω, να καταστρέψω τις συσκευές πού τις προβάλλουν (χωρίς αμφιβολία βρίσκονται στό υπόγειο) ή να σπάσω τόν κύλινδρο, αυτοί είναι οι προσφιλέστεροι μου πειρασμοί' κρατιέμαι, δεν θέλω ν' ασχοληθώ μέ τους συντρόφους τοΰ νησιού γιατί μου φαίνεται πώς δεν τους λείπει τίποτα για να με­ταβληθούν σέ έμμονες ιδέες.

Εντούτοις δεν πιστεύω πώς μέ απειλεί τέτοιος κίνδυνος. Είμαι υπερβολικά απασχολημένος μέ το να επιβιώσω ενάντια στό νερό, τήν πείνα, τις τροφές.

Τώρα ψάχνω τόν τρόπο να εγκαταστήσω Ινα μό­νιμο κρεβάτι" δεν θα τόν βρω, αν μείνω στις παρυ­φές" τα δέντρα είναι σάπια" δέν αντέχουν τό βάρος

* «Πάντα»: δσο διαρκέσει ή αθανασία μας: οί μηχανές της, άπλες και άπό διαλεχτά υλικά, είναι πια δύσκολο να φθαρούν και άπ' τό μετρό των Παρισίων {Σημ. τοΰ Μορέλ).

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΑ 113

μου. Είμαι δμως αποφασισμένος ν' αλλάξω τίς συν­θήκες ζωής μου: όταν έχει μεγάλες παλίρροιες δέν κοιμάμαι, και τίς υπόλοιπες μέρες οί μικρότερες πλημμύρες διακόπτουν τόν ύπνο μου, πάντα σέ δια­φορετική ώρα. Αυτή τήν ψυχρολουσία δέν [ΐ,πορω να τήν συνηθίσω. 'Αργώ ν' αποκοιμηθώ, μέ τή σκέψη της στιγμής πού τό νερό, λασπώδες καί χλιαρό, θα μου σκεπάσει τα μούτρα καί θα μέ πνίξει μέσα σέ δευτερόλεπτα. Δέν θέλω να μ' αιφνιδιάσει τό ρεΰμα πού ανεβαίνει, άλλα μέ νικάει ή κούραση καί ιδού, τό νερό σιωπηλό σαν μια μπρούντζινη βαζελίνη πού παραβιάζει τίς αναπνευστικές μου δδούς. Τό απο­τέλεσμα είναι μια οδυνηρή κούραση, μια τάση να εξοργίζομαι καί να αποθαρρύνομαι μέ τήν οποιαδή­ποτε δυσκολία.

ΔΙΑΒΑΖΑ τα κίτρινα χαρτιά. Βρίσκω πώς τό να διακρίνουμε κατά απουσίες —χωρικές ή χρονικές —- τα μέσα υπέρβασης τους, δδηγεΐ σέ συγχύσεις. Θά 'πρεπε ίσως να πούμε: «Μέσα επίτευξης καί μέσα επίτευξης καί κατακράτησης». Ή ραδιοτηλε­φωνία, ή τηλεόραση, τό τηλέφωνο είναι αποκλειστι­κά «μέσα επίτευξης»' δ κινηματογράφος, ή φωτογρα­φία, δ φωνογράφος —πραγματικά αρχεία— είναι «επίτευξης και κατακράτησης».

"Ολες οί συσκευές που χρησιμεύουν για τήν αναί­ρεση απουσιών είναι λοιπόν μέσα επίτευξης (πρίν

114 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

νά 'χουμε τή φωτογραφία ή τον δίσκο, πρέπει να τήν τραβήξουμε, να τον εγγράφουμε).

"Ετσι δέν είναι απίθανο να είναι κάθε απουσία αμετάκλητα χωρική... Σε κάποιο \ιέρος θα βρίσκον­ται αναμφίβολα ή εικόνα, ή επαφή, ή φωνή αυτών πού πια δεν ζουν ( τ ί π ο τ α δ έ ν χ ά ν ε τ α ι...).

Διαφαίνεται μια ελπίδα πού τώρα μελετάω και για τήν δποία πρέπει να πάω ατό υπόγειο τοϋ μου­σείου να κοιτάξω τις μηχανές• Σκέφτηκα αυτούς πού πια δέν ζούνε: Κάποια μέρα αλιείς κυμάτων θα τους επαναφέρουν πάλι στον κόσμο. Είχα αυταπάτες πώς 'ίσως θά πετύχαινα κάτι έγώ δ ϊδιος. Να επινοήσω Ι­να σύστημα για τήν ανασύνθεση της παρουσίας τών νεκρών. Θα \ι%ορο\)οε ί'σως ή συσκευή τοϋ Μορέλ νά 'ταν εφοδιασμένη μ' ένα εξάρτημα πού θα τήν εμπόδιζε νά συλλαμβάνει τα κύματα τών ζωντανών πομπών (μεγαλύτερου βεληνεκούς χωρίς αμφιβο­λία) .

Ή αθανασία θα μπορέσει να βλαστήσει σ' δλες τις ψυχές και σ' αυτές πού έχουν αποσυντεθεί και στις ζώσες. 'Αλλά, ά,Χλοίμ,ονο, οί πια πρόσφατα πε­θαμένοι θα επιστρέψουν φορτωμένοι με τόσα υπο­λείμματα δσα και οί πιό παλιοί. Για να ανασυνθέ­σουμε ένα καί μόνο αποσυντεθημένο πια άνθρωπο, μέ δλα του τα στοιχεία κα! χωρίς ν' αφήσουμε να παρεισφρύσει κανένα ξένο, θα πρέπει νά 'χουμε τον υπομονετικό πόθο της "Ισιδας δταν ανασύστησε τον

"Οσιρι.

Ή έπ' αόριστον συντήρηση τών ψυχών σε λει-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 115

χουργία είναι εξασφαλισμένη. "Η μάλλον: θα είναι εντελώς εξασφαλισμένη τήν ήμερα πού οί άνθρωποι θα καταλάβουν πώς για να υπερασπίσουν τή θέση τους πάνω στη γη πρέπει νά %r]pu^,ow καί νά εφαρ­μόσουν στην πράξη τον μαλθουσιανισμό.

Είναι λυπηρό το δτι δ Μορέλ έκρυψε τήν εφεύ­ρεση του σ' αυτό τό νησί. Μπορεί νά κάνω λάθος* ί­σως δ Μορέλ νά είναι ένα'διάσημο πρόσωπο. "Αν ό­χι, σαν επιβράβευση για τήν κοινοποίηση της εφεύ­ρεσης, έγώ θά μπορούσα νά επιτύχω μια παράτυπη αμνηστία άπ' τους διώκτες μου. 'Αλλά αν δ Μορέλ δέν τό κοινοποίησε, θα τό 'χει κάνει κάποιος απ' τους φίλους του. Παρ' δλα αυτά είναι παράξενο πού δέν γινόταν καμιά συζήτηση γύρω απ' αυτό, τόν καιρό πού έφυγα άπό τό Καράκας.

ΞΕΠΕΡΑΣΑ τή νευρική αποστροφή πού αισθανό­μουν για τΙς εικόνες. Δέν μέ απασχολούν πιά. Ζω άνετα στό \%ouaslo, απαλλαγμένος άπ' τ άνεδοκσ,-τεβάσματα τοϋ νεροΰ. Κοιμάμαι καλά, είμαι ξεκού­ραστος καί έχω πάλι τή γαλήνη πού μοΰ επέτρεψε νά ξεγελάσω τους διώκτες μου καί νά φτάσω σ' αυ­τό τό νησί.

Είναι αλήθεια πώς ή επαφή μέ τις εικόνες μοΰ δημιουργεί μια ελαφριά αδιαθεσία (ιδιαίτερα αν εί­μαι αφηρημένος) " και αυτό θά περάσει, καί ήδη τό

116 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

γεγονός πώς μπορώ να αφαιρεθώ υποδηλώνει πώς ζώ σχετικά φυσιολογικά.

Μαθαίνω να βλέπω τήν Φαουστίν χωρίς συγκί­νηση, σαν Ινα απλό αντικείμενο. 'Από περιέργεια, τήν άχολοΌ^ΰ) εδώ καΐ είκοσι μέρες περίπου. Οι δυ­σκολίες ήταν λίγες, παρ' δτι είναι αδύνατον να ανοί­ξω τις πόρτες —ακόμα καί αυτές που δεν είναι κλει­δωμένες— (γιατί αν ήταν κλειστές όταν τραβήχτη­κε ή σκηνή, πρέπει να είναι κι δταν προβάλλεται) .

"Ισως να μπορούσα να τίς παραβιάσω, άλλα φοβά­μαι μήπως μία επιμέρους ρωγμή αποδιαρθρώσει ό­λη τή συσκευή (δεν τό νομίζω πιθανό) .

Ή Φαουστίν με τό πού αποσύρεται στό δωμάτιο της κλείνει τήν πόρτα. Υπάρχει, μία μοναδική πε­ρίσταση πού δεν είναι δυνατόν να μπώ χωρίς να τήν αγγίξω: δταν τήν συνοδεύουν ή Ντόρα καί δ "Α-λεκ. 'Ύστερα αυτοί οι δυό βγαίνουν γρήγορα. Αυτή τή νύχτα, τήν πρώτη εβδομάδα, έμεινα στό διάδρο­μο απέναντι από τήν κλειστή πόρτα καί τήν κλειδα-ρότρυπα απ' OTîOD δέν φαινόταν παρά ένα άδειο κομ­μάτι. Τήν άλλη εβδομάδα θέλησα να δώ άπό έξω καί προχώρησα πιασμένος άπ' τό περβάζι, μέ με­γάλο κίνδυνο, πληγώνοντας τα χέρια καί τα γόνα­τα πάνω στην αίχμηρότητα τών βράχων πού φοβι­σμένος αγκάλιαζα (είναι σχεδόν πέντε μέτρα δψος). Ο! κουρτίνες μέ εμπόδιζαν να δώ.

Στην επόμενη ευκαιρία θα νικήσω καί τους τε­λευταίους μου φόβους καί θα μπώ στό δωμάτιο μέ τήν Φαουστίν, τήν Ντόρα καί τόν "Αλεκ.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 117

Τις υπόλοιπες νύχτες τίς περνάω δίπλα στό κρε­βάτι τής Φαουστίν, στό πάτωμα, πάνω σέ μια ψάθα, καί συγκινούμαι κοιτώντας την να ξεκουράζεται τό­σο αμέτοχη στη συνήθεια πού αποκτάμε σιγά - σιγά να κοιμόμαστε μαζί.

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ δέν μπορεί νά κατα­σκευάσει μηχανές ούτε να υλοποιήσει οράματα, εκτός άπ' τήν ημιτελή \ί.ορψ•η του να τα καταγράψει ή να τ'ίς σχεδιάσει για άλλους, πιό τυχερούς.

Κατά τή γνώμη μου πρέπει νά είναι αδύνατον να ανακαλύψω κάτι κοιτάζοντας τίς μηχανές: ερμη­τικές, θα λειτουργούν πάντα υπακούοντας στις προ­θέσεις του Μορέλ. Αύριο θα τό ξέρω μέ βεβαιότη­τα. Σήμερα δέν μπόρεσα νά κατέβω στό υπόγειο' πέ­ρασα τό απόγευμα μαζεύοντας τροψές.

Θα ήταν απατηλό να υποθέσει κανείς —αν μια μέρα οι εικόνες καταλήξουν νά εξαφανιστούν— πώς έγώ τίς εχω καταστρέψει. 'Απεναντίας: ή πρόθεση μου είναι νά τίς σώσω μέσα άπό τούτη τήν αναφο­ρά. Τίς απειλούν εισβολές άπό τή θάλασσα καί εισβολές ορδών πού εξαπλώνονται άπό τήν αύξη­ση τοΰ πληθυσμού. Μοΰ κάνει κακό νά σκέφτομαι πώς ή άγνοια μου, πού τή συντηρεί δλη ή βιβλιοθή­κη —χωρίς ούτε Ινα βιβλίο πού νά \mops.î νά χρη-

118 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

σιμέψει για επιστημονικές εργασίες—, 'ίσως να τις απειλεί κι αυτή.

Δέν θα μακρυγορήσω για τους κινδύνους πού καραδοκούν έτοΰτο το νησί, τή γη και τους ανθρώ­πους καθώς οι προφητείες του Μάλθους έχουν πέ­σει στή λήθη' δσο για τή θάλασσα, πρέπει να πώ το έξης: σέ κάθε μια άπ' τις μεγάλες παλίρροιες φο­βήθηκα το ολοκληρωτικό ναυάγιο τοϋ νησιοΰ' σ' έ­να ψαράδικο καφενείο της Ραμπάουλ άκουσα πώς τα νησιά Έλλίσε ή τ ώ ν λ ι μ ν ο θ α λ α σ ­σ ώ ν είναι ασταθή, άλλα εξαφανίζονται και άλ­λα αναδύονται (είμαι σ' αύτδ το αρχιπέλαγος; Ό σικελός και ό Όμπρεγιέρι είναι οι αυθεντίες μου) .

Είναι εκπληκτικό το δτι ή εφεύρεση ξεγέλασε τον ϊδιο τον εφευρέτη. Καί γώ νόμισα πώς οι ει­κόνες ζούσαν" άλλα ή θέση μας δέν ήταν ή ίδια: δ Μορέλ τα είχε φανταστεί δλα' ήταν παρών καί εί­χε καθοδηγήσει την εξέλιξη τοΰ έργου του* εγώ τό είδα τελειωμένο, σέ λειτουργία.

Αύτη ή τυφλότητα τοΰ εφευρέτη σέ σχέση μέ τήν εφεύρεση μας καταπλήσσει καί μας συστήνει ε­πιφυλακτικότητα στίς κρίσεις... "Ισως όμως εγώ να γενικολογώ για τίς αβύσσους ενός άνθρωπου ηθικο­λογώντας μέ αφετηρία μια ιδιαιτερότητα τοϋ Μορέλ.

Επικροτώ τόν προσανατολισμό πού έδωσε, χω­ρίς αμφιβολία ασυνείδητα, στίς αναζητήσεις του για τή συνέχιση τοϋ ανθρώπου: περιορίστηκε να διατη­ρήσει τίς αισθήσεις" καί παρ' δτι έκανε λάθος, προ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 119

είπε τήν αλήθεια' δ άνθρωπος θα αναδυθεί άπό μό­νος του. Σ' δλα αυτά πρέπει να δοΰμε τόν θρίαμβο τοΰ παλιοΰ μου αξιώματος: δέν πρέπει να έπιχει-ροΰμε να διατηρήσουμε ζωντανό δλο τό σώμα.

Λογικές αιτίες μας επιτρέπουν να διαψεύσουμε τίς ελπίδες τοΰ Μορέλ. Οι εικόνες δέν ζουν. Εντού­τοις μοΰ φαίνεται πώς, έχοντας αυτή τή συσκευή, πρέπει να εφεύρουμε καί μία άλλη, πού θα επι­τρέψει να επαληθεύσουμε τό άν ol εικόνες αισθά­νονται καί σκέφτονται (ή άν έχουν, τουλάχιστον, τίς σκέψεις καί τίς αισθήσεις πού είχαν τα πρωτό­τυπα κατά τή διάρκεια της εγγραφής" είναι σαφές πώς ή σχέση τών συνειδήσεων τους (;) μέ αυτές τίς σκέψεις καί αισθήσεις δέν θα μπορέσει να επα­ληθευτεί) . 'Η συσκευή, πολύ παρόμοια μέ τήν τω­ρινή, θα κατευθύνεται προς τίς σκέψεις καί τίς αι­σθήσεις τοΰ %O\J.TZOU' σέ οποιαδήποτε απόσταση άπ' τήν Φαουστίν, θα μποροΰμε να έχουμε τίς σκέψεις καί τίς αισθήσεις της, οπτικές, ακουστικές, άπτικές, οσφρητικές, γευστικές.

Καί κάποια μέρα θα υπάρξει μιά πληρέστερη συσκευή. Αυτό πού είναι σκέψη καί αίσθηση στή ζωή — ή στίς στιγμές εγγραφής— θα είναι σαν ενα αλ­φάβητο, μέσα άπ' τό άποΐο ή εικόνα θά συνεχίσει να καταλαβαίνει τα πάντα (δπως εμείς μέ τα γράμ­ματα ενός αλφάβητου μποροΰμε να καταλάβουμε καί να σχηματίσουμε δλες τίς λέξεις). Τότε, ή ζωή θα γίνει μιά παρακαταθήκη τοΰ θανάτου. 'Αλλά άκόμή καί τότε ή εικόνα δέν θα είναι ζωντανή' άντικείμε-

120 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

να ουσιαστικά καινούρια δεν θα υπάρχουν γι ' αυ­τήν. Θα γνωρίζει μόνο δσα έχει ήδη αισθανθεί ή σκεφτεί, ή τους έσχατους συνδυασμούς αυτών πού έχει αισθανθεί ή σκεφτεί.

Τό γεγονός πώς δεν μπορούμε να συλλάβουμε τίποτα Ιξω άπ' τον χρόνο καί τον χ&ρο, 'ίσως να υποδηλώνει πώς ή ζωή μας \ιπορεΙ να μην είναι αι­σθητά διαφορετική άπ' την επιβίωση πού επιτυγχά­νεται μ' αυτή τή συσκευή.

"Οταν μυαλά λιγότερο άξεστα άπ' τοϋ Μορέλ α­σχοληθούν με τήν εφεύρεση, δ άνθρωπος θά εκλέξει ενα απόμερο καί ευχάριστο τόπο, θα ανταμώσει με τα πρόσωπα πού πια πολύ αγαπάει καί θά διαιωνι­στεί μέσα σ' έναν οικείο παράδεισο. Ό ί'διος κή­πος, αν ο: σκηνές πού είναι να διαρκέσουν για πάντα τραβιούνται σε διαφορετικές στιγμές, θα φιλοξενήσει αμέτρητους παράδεισους, οι κοινωνίες των οποίων, αγνοώντας ή μία τήν άλλη, θά λειτουργούν ταυτό­χρονα, χωρίς προστριβές, σχεδόν στους ίδιους τό­πους. Θα είναι, δυστυχώς, τροποί παράδεισοι, για­τί οΕ είκόνες δέν θα μπορούν να βλέπουν τους αν­θρώπους καί ol άνθρωποι, αν δέν άγ,ούσουν τον Μάλ-θους, θα χρειαστούν κάποια μέρα τή γη καί τοΰ πια μικρού παράδεισου καί θά καταστρέψουν τους ανυπε­ράσπιστους κατόχους τους ή θα τους περιορίσουν στην άχρηστη δυνατότητα των αποσυνδεμένων τους

μηχανών*

Κάτω άπα τ6 επίγραμμα:

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 121

ΓΙΑ ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ αγρύπνησα. Οδτε ένας ερωτευμένος δέν θα είχε ανακαλύψει κίνητρα για να υποπτευθεί τον Μορέλ καί τήν Φαουστίν.

Δέν νομίζω πώς δ Μορέλ αυτήν υπαινισσόταν στον λόγο (μολονότι ήταν ή μόνη πού δέν τον τίμη­σε με γέλια). Άλλα Ιστω δτι δ Μορέλ είναι ερω­τευμένος μέ τήν Φαουστίν, πώς \ιπορεΖ να βεβαιω­θεί κανείς πώς ή Φαουστίν είναι ερωτευμένη ;

"Αν θέλουμε να είμαστε δύσπιστοι, ποτέ δέν θα λείψει ή ευκαιρία. "Ενα απόγευμα περπατάνε άγκα-ζέ, ανάμεσα στίς φοίνικες καί το \χουαειο. Υπάρχει τίποτα, παράξενο σ' αυτό τόν περίπατο δύο φίλων;

"Οσο για τήν πρόθεση μου να παραμείνω πιστός

Come, Malthus, and in Ciceronian prose Show what a rutting Population grows, Until the produce of the Soil is spent, And brats expire for lack of Aliment.

(ελεύθερη έλλην. μετάφραση: 'Εμπρός, Μάλθονς, καί σε κικερώνεια πρόζα Δείξε τι ό αγροτικός πληθυσμός παράγει Μέχρι να σωθεί τό προϊόν της Γης Και να ξεψυχήσουν τα ποντίκια από έλλειψη τροφής).

ό συγγραφέας μακρυγορεΐ σέ μια εύγλωττη, άλλα χωρίς κα­νένα καινούριο επιχείρημα, απολογία τοϋ Thomas Robert Malthus καί τοϋ Δοκιμίου για τήν αρχή τον πληθυσμού. Λόγω ελλείψεως χώρου τήν αφαιρέσαμε. {Σημ. τοϋ εκδότη τοΰ χειρογράφου).

122 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

στο ostinato rigore της ρήσης, ή επαγρύπνηση έφτασε σε τέτοια υψη πού με τιμά" δεν λογάριασα οΰτε τις ανέσεις οϋτε την κοσμιότητα' ό έ'λεγχος ή­ταν εξίσου αυστηρός κάτω άπα τα τραπέζια, δσο και στο ΰψος πού κινούνται συνήθως τα βλέμματα.

Μια νύχτα στην τραπεζαρία, μια άλλη στο χώλ, τα πόδια αγγίζουν. Μπορεί αυτό να γίνεται με πρό­θεση, άλλα γιατί να απορρίψω την εκδοχή της άφη-ρημάδας και της τύχης;

Επαναλαμβάνω: δεν υπάρχει εριστική απόδειξη πώς ή Φαουστίν αισθάνεται έρωτα για τον Μο-ρέλ. "Ισως ή πηγή των υποψιών μου να είναι ό ε­γωισμός μου. Αγαπώ τήν Φαουστίν: ή Φαουστίν εί­ναι τα %ί^Ί]τρο τών πάντων' φοβάμαι μήπως είναι ε­ρωτευμένη: δ προορισμός τών πραγμάτων είναι νά τό αποδείξουν. Όταν μέ απασχολούσε ή αστυνομι­κή καταδίωξη, οί εικόνες αυτού τοΰ νησιού κινιόνταν σαν πιόνια σκακιού, ακολουθώντας μια στρατηγική πού αποσκοπούσε στή σύλληψη μου.

Ό Μορέλ θα γινόταν πΰρ καΐ μανία, αν εγώ κοι­νοποιούσα τήν εφεύρεση. Αυτό είναι σίγουρο καΐ δεν νομίζω πώς μπορεί να αποφευχθεί μέ τα εγκώμια πού θα τοΰ γίνουν. Οί φίλοι του θα συνασπίζονταν κάτω άπό μια κοινή αγανάκτηση (καΐ ή Φαουστίν επίσης). 'Αλλά άν αυτή εϊχε δυσαρεστηθεί μαζί του —δεν συμμεριζόταν τά γέλια στή διάρκεια τοΰ λόγου—, 'ίσως νά συμμαχούσε μαζί μου.

Μένει ή υπόθεση τοΰ θανάτου τοΰ Μορέλ. Σ' αυτή τήν περίπτωση, κάποιος άπ' τους φίλους του

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 123

θα είχε διαδώσει τήν εφεύρεση. 'Αλλιώς θά 'πρεπε να υποθέσουμε ενα συλλογικό θάνατο, μια επιδημία, ενα ναυάγιο. Όλα απίθανα' άλλα μένει ανεξήγητο τό γεγονός ότι δεν είχε γίνει γνωστή ή εφεύρεση τόν καιρό πού έφυγα άπό τό Καράκας.

Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι πώς δέν τόν πίστεψαν, πώς δ Μορέλ ήταν τρελός ή ή αρχική μου ιδέα πώς δλοι ήταν τρελοί, πώς τό νησί ήταν ενα άσυλο τρελών.

Αυτές οί εξηγήσεις απαιτούν τόση φαντασία δση καί ή επιδημία ή τό ναυάγιο.

"Αν έφτανα στην Ευρώπη, στην 'Αμερική ή στην 'Ιαπωνία, στην αρχή θα πέρναγα μια δύσκολη επο­χή. Όταν θ' άρχιζα νά γίνομαι ένας διάσημος τσαρ­λατάνος —πριν γίνω ένας διάσημος εφευρέτης—, θά 'φταναν οί κατηγορίες τοΰ Μορέλ καί ίσως ενα ένταλμα συλλήψεως άπ' το Καράκας. Αυτό πού θά 'ταν τό πιο θλιβερό είναι πώς σ' αυτόν τόν κίνδυνο θά μ' έ'βαζε ή εφεύρεση ενός τρελού.

'Αλλά πρέπει νά πείσω τόν εαυτό μου: δέν χρει­άζεται νά φύγω. Ή ζωή μέ τις εικόνες είναι ευτυ­χισμένη. "Αν φτάσουν οί διώκτες μου, θά μέ ξεχά­σουν μπροστά, στο θαύμα αυτών τών απρόσιτων άν-θρώπιον. Θά μείνω.

Ά ν συναντούσα τήν Φαουστίν, πώς θά τήν έκα­να νά γελάσει απαριθμώντας της δλες τις ψορες πού ερωτευμένος καί κλαίγοντας γοερά, έχω μιλήσει στην εικόνα της; Θεωρώ αυτή τή σκέψη σαν μια δια­στροφή: τήν γράψω για να της χαράξω όρια, για

124 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

να δω πώς δεν Ιχει γοητεία, για να τήν εγκατα­λείψω.

Η ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΙΚΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ μπορεί να φαίνεται απαίσια για τον θεατή" είναι ικανοποιη­τική για τα υποκείμενα της. 'Απαλλαγμένοι άπό άσχημα νέα καί άρρώστειες ζουν πάντα σαν νά 'ταν ή πρώτη φορά, χωρίς να θυμούνται τις προηγού­μενες. Επιπλέον, με τίς διακοπές πού επιβάλλει τδν• καθεστώς των παλιρροιών, ή επανάληψη δεν είναι αδυσώπητη.

Συνηθισμένος να βλέπω μια ζωή πού επαναλαμ­βάνεται, βρίσκω τή δική μου ανεπανόρθωτα ευκαι­ριακή. Κάθε προσπάθεια βελτίωσης είναι μάταιη: για μένα δεν υπάρχει άλλη φορά, κάθε στιγμή εί­ναι μοναδική, ξεχωριστή, καί πολλές χάνονται άπό απροσεξίες. Σίγουρα οϋτε για τίς εικόνες υπάρχει άλλη φορά, (δλες είναι ίδιες με τήν πρώτη) .

Μπορεί να σκεφτεί κανείς πώς ή ζωή μας είναι σαν μια βδομάδα αυτών των εικόνων καί πώς επα­ναλαμβάνεται ξανά σε γειτονικούς κόσμους.

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΝΩ καμιά παραχώρηση στην αδυ­ναμία μου, μπορώ να φανταστώ τή συγκινητική άφιξη στό σπίτι της Φαουστίν, το ενδιαφέρον πού

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΑ 125

θα αισθανθεί για τίς διηγήσεις μου, τή φιλία πού αυτές οί συνθήκες θα βοηθήσουν να εδραιωθεί. Ποιος ξέρει αν δεν περπατάω πραγματικά τον μακρύ καί Βύσχολο δρόμο προς τήν Φαουστίν, προς την αναγ­καία ανάπαυση της' ζωής μου;

Άλλα που ζει ή Φαουστίν; Τήν παρακολούθησα για βδομάδες. Μιλάει για τον Καναδά. Δεν ξέρω περισσότερα. Άλλα υπάρχει ακόμα ένα ερώτημα πού μπορούμε να διατυπώσουμε —μέ φρίκη— : ζει ή Φαουστίν;

"Ισως επειδή ή ιδέα μου φαίνεται τόσο σπαρα­χτικά ποιητική —να ψάχνω ένα πρόσιοπο πού α­γνοώ που ζει, πού αγνοώ αν ζει—, ή Φαουστίν εί­ναι για μένα πιο σημαντική κι άπ' τή ζωή.

Υπάρχει καμιά πιθανότητα νά κάνω το ταξίδι; Ή βάρκα έχει σαπίσει. Τά δέντρα είναι σάπια' δεν είμαι τόσο καλός ξυλουργός για νά κατασκευάσω μια βάρκα μέ άλλα ξύλα (για παράδειγμα μέ καρέκλες ή πόρτες' οΰτε καν είμαι βέβαιος δτι θα μπορούσα να τήν είχα φτιάξει μέ δέντρα) . Θα περιμένω νά περάσει κανένα καράβι. Είναι αυτό πού δεν ήθε­λα. Ή επιστροφή μου δέν θα μπορεί νά μείνει πια κρυφή. Ποτέ δεν έχω δει καράβι άπό δώ" εκτός ά­πό κείνο τοΰ Μορέλ πού ήταν τό ομοίωμα ενός κα­ραβιού.

Επιπλέον, αν φτάσω στον προορισμό τοΰ ταξι­διού μου, αν συναντήσω τήν Φαουστίν, θα βρεθώ σέ μια άπ' τίς πιό οδυνηρές περιστάσεις τής ζωής μου' θα πρέπει να παρουσιαστώ τυλιγμένος μέ κάποια

126 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

μυστήρια' να της ζητήσω να μιλήσουμε μόνοι' ήδη αυτό εκ μέρους ένας άγνωστου θα τήν κάνει δύσπι­στη" υστέρα, όταν μάθει πώς υπήρξα μάρτυρας της ζωής της, θα σκεφτεί πώς πάω να βγάλω κάποιο άτιμο χέρσος' καΐ μαθαίνοντας πώς είμαι ένας κατα­δικασμένος σε ισόβια δεσμά, θα δει τους φόβους της να επιβεβαιώνονται.

Πριν δεν μοΰ περνούσε άπ' τό μυαλά πώς μια πράξη μπορούσε να μου φέρει καλή ή κακή τύχη' τώρα επαναλαμβάνω, τή νύχτα, το δνομα τής Φα-ουστίν. Φυσικά μ' αρέσει να το προφέρω' αγκομα­χώ άπα κούραση κι όμως συνεχίζω να τό επανα­λαμβάνω (ενίοτε μέ πιάνει ναυτία καί αγωνία άρ­ρωστου όταν αποκοιμιέμαι).

ΜΟΛΙΣ ΗΡΕΜΗΣΩ ΘΑ ΒΡΩ τον τρόπο να φύγω. Για τήν ώρα αφηγούμενος αυτό πού μοΰ συνέβη, αναγκάζω τις σκέψεις μου να μπουν σέ μια σειρά. Καί αν πρέπει να πεθάνω, θα γίνουν ή μαρτυρία της φρικαλεότητας τής αγωνίας μου.

Χθες δέν υπήρχαν εικόνες. 'Απελπισμένος, μπρο­στά σέ απροσπέλαστες μηχανές πού αναπαύονταν, προαισθανόμουν πώς δέν θα ξανάβλεπα τήν Φαου-στίν. Άλλα σήμερα τό πρωί ή παλίρροια άρχισε ν' ανεβαίνει. Έφυγα πριν εμφανιστούν οί εικόνες.

ΤΗρθα στο δωμάτιο των μηχανών, να προσπαθήσω να τίς κατανοήσω (για να μήν είμαι στο έλεος των

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 127

παλιρροιών καί να μπορώ νά επιδιορθώνω τίς βλά­βες) . Είχα σκεφτεί πώς άν έβλεπα τίς μηχανές να μπαίνουν σέ λειτουργία ίσως τίς κατανοούσα ή του­λάχιστον μπορούσα νά χαράξω κάποια πορεία με­λέτης τους. Αυτή ή ελπίδα δέν εκπληρώθηκε.

Μπήκα άπα τήν ανοιχτή τρύπα στον τοίχο καί έμεινα... 'Αφήνομαι να παρασυρθώ άπ' τή συγκίνη­ση. Σχηματίζω μέ κόπο τίς φράσεις μου. "Οταν μπήκα αισθάνθηκα τήν ίδια έκπληξη καί τήν ίδια ευτυχία μέ τήν πρώτη φορά. Είχα τήν εντύπωση πώς περπατούσα στον ακίνητο γαλαζωπό βυθό ενός πόταμου. Κάθισα περιμένοντας μέ τήν πλάτη γυρι­σμένη προς τό άνοιγμα πού είχα κάνει (αυτό τό χάσμα στην γαλάζια συνέχεια τής πορσελάνης μοΰ 'κάνε κακό).

"Εμεινα έτσι για λίγο, ηδονικά αφηρημένος (πρά­γμα πού μου φαίνεται ασύλληπτο). 'Ύστερα οί πρά­σινες μηχανές άρχισαν νά λειτουργούν. Τίς σύγ­κρινα μέ τήν αντλία του νεροΰ καί τά μοτέρ για τό φως. Τίς κοίταξα, τίς άκουσα, τίς ψηλάφησα μέ προσοχή άπό πολύ κοντά, χωρίς αποτέλεσμα. 'Αλ­λά καθώς άπό τήν πρώτη στιγμή μου φάνηκαν α­προσπέλαστες, ί'σως να προσποιήθηκα πώς προσέ­χω, σαν άπό υποχρέωση ή άπό ντροπή (για δλη μου τή σπουδή να κατέβω στα υπόγεια, για τήν τό­σο μεγάλη αναμονή αυτής τής στιγμής) , σαν κάποιος νά μέ κοίταζε.

Μές στην κούραση μου αισθάνθηκα πάλι νά θε­ριεύει ή ταραχή. Πρέπει νά τήν κατανικήσω. Μό-

ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

vo άφοϋ ηρεμήσω θα βρω τον τρόπο να βγώ. • Διηγούμαι μέ ακρίβεια αυτό πού μοΰ συνέβη:

έστρεψα και προχώρησα κοιτώντας προς τα κάτω. Μόλις κοίταξα τον τοίχο είχα την αίσθηση πώς είχα αποπροσανατολιστεί. "Εψαξα την τρύπα πού εγώ ό ίδιος είχα ανοίξει. Δεν υπήρχε.

Σκέφτηκα πώς θα μπορούσε να είναι ενα ενδια­φέρον οπτικό φαινόμενο και έκανα, ενα βήμα δίπλα, για να δώ αν εξακολουθούσε. "Απλωσα τα χέρια ό­πως κάνουν οι τυφλοί. Φηλάφησα όλους τους τοί­χους. Μάζεψα απ' τό πάτωμα κομμάτια πορσελάνης, τούβλων πού είχαν πέσει όταν άνοιξα τήν τρύπα. Ψη-λάφησα τόν τοίχο σ' αυτό τό ίδιο σημείο, πολύ (δ­ρα. 'Αναγκάστηκα να παραδεχτώ πώς είχε ξανακα-τασκευαστεϊ.

Είναι δυνατόν να ήμουν τόσο μαγεμένος απ' τή γαλάζια διαύγεια τοΰ δωματίου, τόσο προσηλωμέ­νος στη λειτουργία τών μοτέρ, ώστε να μην ακούσω ενα χτίστη να ξαναφτιάχνει τόν τοίχο;

Πλησίασα. Αισθάνθηκα τή φρεσκάδα της πορ­σελάνης ατό αυτί καί άκουσα μια ατέλειωτη σιωπή, σαν να είχε εξαφανιστεί ή άλλη μεριά.

Στό πάτωμα, όπου τό άφησα νά πέσει μπαίνον­τας τήν πρώτη φορά, ήταν τό aihtpo πού χρησιμο­ποίησα για νά σπάσω τόν τοίχο. «Πάλι καλά πού δέν τό είδαν», είπα σε οικτρή άγνοια της κατάστα­σης μου. «Θα είχα αφήσει νά τό πάρουν χωρίς νά τό καταλάβω».

Ξανακόλλησα τό αυτί μου σ' αυτόν τόν τοίχο πού

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΑ 129

φαινόταν τελειωτικός. Ήσυχασμένος άπ' τή σιωπή, Εψαξα τό μέρος τοΰ ανοίγματος πού έγώ είχα κάνει καί άρχισα νά χτυπάω (πιστεύοντας πώς θα μοΰ ή­ταν πιό ούαχολο νά σπάσω εκεί πού τό χτίσιμο ήταν παλιό). "Εδωσα πολλά χτυπήματα' ή απελπισία με­γάλωνε. Ή πορσελάνη από μέσα ήταν άτρωτη. Τα πιό δυνατά, τα πιό κουραστικά χτυπήματα αντηχού­σαν πάνω ατή σκληράδα της χωρίς νά ανοίγουν ού­τε μια επιφανειακή ρωγμή, χωρίς να ξεκολλάνε τό παραμικρό κομμάτι άπ' τό γαλάζιο σμάλτο της.

Συγκράτησα τα νεΰρα μου. Ξεκουράστηκα. Ρίχτηκα πάλι σε άλλες μεριές. "Επεσαν κομμά­

τια σμάλτου καί όταν πια έπεσαν μεγάλα κομμάτια τοίχου, συνέχισα νά χτυπάω μέ τα μάτια θολά καί μέ μιά βία δυσανάλογη προς τό βάρος τοΰ σίδερου, μέχρι πού ή αντίσταση τοΰ τοίχου, πού δεν μει­ωνόταν ανάλογα μέ τή διαδοχή καί τή δύναμη των χτυπημάτων, μ' έριξε στό πάτωμα κλαίγοντας από κούραση. Πρώτα είδα, άγγιξα τα κομμάτια τής οι­κοδομής, άπ' τή μιά μεριά στιλπνά, άπ' τήν άλλη τραχιά, χωμάτινα" μετά, σ' ενα όραμα τόσο διαυ­γές πού Εμοιαζε εφήμερο καί υπερφυσικά, τα μάτια μου συνάντησαν τήν γαλάζια συνέχεια της πορσελά­νης, τόν τοίχο αλώβητο καί ολόκληρο τό δωμάτιο κλειστό.

Χτύπησα πάλι. Σε μερικά μέρη ξεπηδούσαν κομ­μάτια τοίχου πού δέν άφηναν νά φανεί κανένα κοί­λωμα, ούτε φωτεινό ούτε σκοτεινό, πού ξαναφτιά­χνονταν μέ μιά γρηγοράδα μεγαλύτερη κι άπ' αυτή

9

130 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

της δράσης μου καί ξανάβρισκαν τότε εκείνη τήν ά­τρωτη σκληράδα πού είχα συναντήσει στο μέρος τοΰ ανοίγματος.

Βάλθηκα να φωνάζω «Βοήθεια!», όρμησα με­ρικές ψορες στον τοίχο και υστέρα αφέθηκα να πέ­σω. Μ' έπιασε μια ηλίθια κρίση λυγμών και ένα κάψιμο στο πρόσωπο. Με συγκλόνιζε ή φρίκη τοΰ να βρίσκομαι σ' ενα μαγεμένο τόπο και ή συγκεχυ­μένη ανακάλυψη πώς το μαγικό παρουσιαζόταν, στους άπιστους δπως εγώ, αδιαπέραστο και θανά­σιμο για να εκδικηθεί.

Παγιδευμένος μέσα στους τρομερούς γαλάζιους τοίχους, σήκωσα τα μάτια στον φεγγίτη δπου δια>-κόπτονταν. Κοίταζα για πολύ ώρα χωρίς να κατα­λαβαίνω καί έπειτα είδα φοβισμένος ενα κλαδί χέ-Ζρου που παρέκλινε άπ' τόν εαυτό του καί χωριζόταν σε δύο' υστέρα πάλι τα δύο κλαδιά περιπλέκονταν υπάκουα σαν φαντάσματα, για να ταυτιστούν σε ενα μόνο. Είπα με δυνατή φωνή καί σκέφτηκα πο­λύ καθαρά: «Δεν θα μπορέσω να βγώ. Είμαι σ' ε­να μαγεμένο τόπο». Διατυπώνοντας το αυτόματα αι­σθάνθηκα ντροπΎ], σαν ενα απατεώνα πού τό 'χει παρακάνει να προσποιείται, καί τα κατάλαβα δλα:

Αυτοί ol τοίχοι —δπως ή Φαουστίν, δ Μορέλ, τα ψάρια τοΰ ενυδρείου, ένας άπ' τους ήλιους καί ε­να άπ' τα φεγγάρια, ή πραγματεία τοΰ Μπελιδόρ— είναι προδοΐες των μηχανών. Συμπίπτουν με τους τοίχους πού έγιναν άπ' τους χτίστες (είναι οί ίδιοι τοίχοι πού τράβηξαν ol μηχανές καί ύστερα τους

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 131

αντανάκλασαν πάνω ατούς ίδιους. "Οπου εγώ έσπα­σα ή αφαίρεσα τόν πρώτο τοίχο, μένει αυτός πού προβάλλεται. "Οπως κάθε τιροοΌλΎ], καμιά δύναμη δεν είναι ικανή να τήν διαπεράσει ή να τήν εξαφα­νίσει εφόσον λειτουργούν τα \ιοτέρ) .

"Αν σπάσω ολοκληρωτικά τόν πρώτο τοίχο, δταν τα μοτέρ δεν λειτουργοΰν, αυτό τό δωμάτιο με τις μηχανές θα μείνει ανοιχτό, δεν θα είναι ενα δωμά­τιο, θα είναι μια γωνία ενός άλλου' δταν λειτουρ­γούν, δ τοίχος θα παρεμβάλλεται ξανά, αδιαπέρα­στος.

Ό Μορέλ πρέπει να επινόησε αυτήν τήν προ­στασία άπό διπλό τοίχο ώστε κανείς άνθρωπος νά μήν προσεγγίσει τις μηχανές πού συντηρούν τήν α­θανασία του. 'Αλλά μελέτησε εσφαλμένα τις παλίρ­ροιες (χωρίς αμφιβολία σε άλλη ηλιακή περίοδο) καί πίστεψε πώς τό μηχανοστάσιο θα μποροΰσε να λειτουργεί χωρίς διακοπές. Σίγουρα είναι δ εφευ­ρέτης της ξακουστής επιδημίας πού μέχρι σήμερα έχει προστατέψει πολύ καλά τό νησί.

Τό πρόβλημα μου τώρα είναι να σταματήσω τα πράσινα μοτέρ. Δέν θά πρέπει νά 'ναι Ζύαχοΐο νά βρεθεί τό κλειδί πού τα αποσυνδέει. Μέσα σέ μια μέρα έμαθα νά -χειρίζομαι τή γεννήτρια τοΰ φωτό•: καί τήν αντλία τοΰ νεροΰ. Τελικά δεν θά πρέπει νά είναι huaxoXo νά βγώ άπό δω.

Ό φεγγίτης μέ έσωσε ή θά με σώσει, γιατί δεν πρέπει να πεθάνω άπ' τήν πείνα, έχοντας αφεθεί στην έσχατη απελπισία, χαιρετώντας δλα δσα άφή-

132 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

νω, όπως έκανε εκείνος δ γιαπωνέζος καπετάνιος —μέ δεξιοτεχνική και γραφειοκρατική αγωνία— μέσα σ° ένα άσφυχτικό υποβρύχιο ατό βυθό τής θά­λασσας. Στο Νέο 'Ημερολόγιο διάβασα το γράμμα πού βρέθηκε στο υποβρύχιο. Ό νεκρός χαιρετούσε τον Αυτοκράτορα, τους υπουργούς καί, κατά ιεραρ­χική σειρά, δλους τους ναυτικούς πού μπορούσε να απαριθμήσει, μέχρι να πάθει ασφυξία. Επιπλέον, κάνει παρατηρήσεις δπως αυτές: «Τώρα ματώνει ή μύτη μου, μου φαίνεται δτι τα τύμπανα μου έχουν σπάσει...»

'Αφηγούμενος λεπτομερειακά αυτό το περιστα­τικό τό έχω επαναλάβει. Ελπίζω να μήν επαναλά­βω τό τέλος του.

Οί φρίκες τής ημέρας καταγράφονται στο ημε­ρολόγιο μου. Έγραψα πολύ: μου φαίνεται ανώφελο να αναζητάω αναπόφευκτες αναλογίες με τους ε­τοιμοθάνατους πού κάνουν σχέδια για τό απώτερο μέλλον, ή πού βλέπουν τή στιγμή πού πνίγονται μια εικόνα σε μικρογραφία δλης τους τής ζωής. Ή τε­λευταία στιγμή πρέπει να είναι επιτακτική, συγκε­χυμένη* είμαστε πάντα τόσο μακριά πού δεν μπο­ρούμε να φανταστούμε τους ίσκιους πού τή θολώ­νουν. Τώρα θ' αφήσω τό γράψιμο για ν' αφοσιωθώ, μέ ηρεμία, να βρώ τον τρόπο να σταματήσουν αυ­τά τα μ,οτέρ. Τότε θ' ανοίξει πάλι ή τρύπα σαν άπό μάγια' αλλιώς (παρ' οτι θα χάσω τήν Φαουστίν για πάντα) θα τους δώσω μερικά χτυπήματα μέ τό σί­δερο, δπως Ι'κανα μέ τόν τοϊγρ, καί θα τα σπάσω,

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 133

καί ή τρύπα θ' ανοιχτεί σαν άπό μάγια καί γώ θα

βρεθώ έξω.

ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ να σταματήσω τα μοτέρ. Μου πονάει τό κεφάλι. Ελαφρές νευρικές κρίσεις, πού σύντομα ελέγχω, μέ βγάζουν άπό μια προοδευτική υπνηλία.

Έ χ ω τήν εντύπωση, απατηλή αναμφίβολα, πώς άν μπορούσα να πάρω λίγο αέρα άπ' έξω, δέν θα αργούσα να λύσω αύτα τα προβλήματα. Ρίχτηκα πά­νω στον φεγγίτη' είναι άτρωτος, δπως και δλα ό­σα μέ περιβάλλουν.

Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου πώς ή δυσκολία οέν βρίσκεται στή χαύνωσή μου ούτε στην έ'λλει-ψη αέρα. Αύτα τα \ι.οτερ πρέπει να είναι πολύ δια­φορετικά άπ' δλα τ' άλλα. Μοΰ φαίνεται λογική ή υπόθεση πώς δ Μορέλ τα έχει σχεδιάσει μέ τέτοιο τρόπο πού να μήν τα καταλαβαίνει δ πρώτος τυνών ερχόμενος στό νησί. Εντούτοις ή δυσκολία του χει­ρισμού τους πρέπει να συνίσταται σέ διαφορές άπό άλλα \ιοτέρ. Καθώς εγώ δέν καταλαβαίνω έτσι κι αλλιώς κανένα τους, αυτή ή μεγαλύτερη δυσκολία παύει να υπάρχει.

'Απ' τή λειτουργία τών μοτέρ εξαρτάται ή αι­ωνιότητα τοΰ Μορέλ' υποθέτω πώς είναι πολύ στέ­ρεα' πρέπει λοιπόν να συγκρατήσω τήν δρμή μου νά τα σπάσω μέ χτυπήματα. Τό μόνο πού θα κα-

134 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ταφέρω είναι να κουραστώ και να ξοδέψω ανώφελα τόν αέρα. Για να συγκρατηθώ, γράφω.

Κι αν τοΰ 'χε έρθει ή 'ιδέα τοΰ Μορέλ να εγ­γράψει τα μοτέρ...

ΤΕΛΙΚΑ δ φόβος του θανάτου με απελευθέρωσε άπ' τη δεισιδαιμονία της ανικανότητας μου' ήταν σαν να είχα πλησιάσει, εφοδιασμένος με μεγεθυντικούς φα­κούς: τα μοτέρ έπαψαν να είναι Ινας τυχαίος σω­ρός από σίδερα, πήραν μορφές, έγιναν κατασκευές πού επέτρεπαν να καταλάβω τη λειτουργία τους.

Άποσυνέδεσα, βγήκα. Στό δωμάτιο με τις μηχανές μπόρεσα να ανα­

γνωρίσω (εκτός άπ' τήν αντλία του ^εροΰ καΐ τήν γεννήτρια τοϋ φωτός, που ήδη έχουν μνημονευτεί) :

α) Μια ομάδα πομπών ενέργειας συνδεδεμένων με τόν κύλινδρο πού είναι στους πρόποδες.

β) Μία μόνιμα εγκατεστημένη δμάδα δεκτών, μηχανών έγγραφης και προβολέων, με Ινα δίκτυο συσκευών τοποθετημένων στρατηγικά, Ιτσι ώστε να ενεργούν πάνω σ' όλο τό νησί.

γ) Τρεις φορητές συσκευές, δέκτες, μηχανές έγ­γραφης καί προβολείς, για μεμονωμένες λήψεις.

'Ανακάλυψα, μέσα σέ κάτι πού έγώ υπέθετα ως τό πιό σημαντικό μοτέρ καί ήταν τελικά ενα κουτί

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 135

εργαλεία, μερικά ατελή σχέδια πού μοΰ έδωσαν πο­λύ δουλειά, άλλα όχι καί σπουδαία βοήθεια.

Ή διαύγεια μέσα στην οποία γεννήθηκε αυτή ή κατανόηση δεν ήρθε αμέσως. Τα προηγούμενα στά­δια άπ' τα όποια πέρασα ήταν:

Ιο. Ή απελπισία. 2ο. "Ενας διπλασιασμός σέ ηθοποιό καί θεατή.

Πέρασα αρκετή ώρα να αισθάνομαι μέσα α Ινα υποβρύχιο πού ασφυκτιά, στό βάθος της θάλασσας, πάνιο σέ μια σκηνή. Γαλήνιος μπροστά, στην υπέ­ροχη στάση μου, συγκεχυμένος σαν Ινας ήρωας, έ­χασα καιρό καί όταν βγήκα ήταν νύχτα καί δεν ύ πήρχε πια φώς για να ψάξω φαγώσιμες ρίζες.

ΑΡΧΙΚΑ ΕΒΑΛΑ σέ λειτουργία τους δέκτες καί προβολείς για μεμονωμένες λήψεις. "Εβαλα λουλού­δια, φύλλα, μύγες, βατράχια. Δοκίμασα τη συγκίνη­ση να τα βλέπω να εμφανίζονται, σέ αναπαραγωγή καί τα 'ίδια.

'Ύστερα διέπραξα τήν απερισκεψία. Έβαλα τό αριστερό χέρι μπροστά, στον δέκτη' ά­

νοιξα τόν προβολέα καί εμφανίστηκε τό χέρι, μόνο τό χέρι, κάνοντας τίς τεμπέλικες κινήσεις πού εί­χε κάνει όταν τό είχα εγγράψει.

Τώρα είναι σαν Ινα ακόμη αντικείμενο ή σχε­δόν ζώο πού υπάρχει στό μουσείο.

'Αφήνω τόν προβολέα να λειτουργεί, δέν κάνω

136 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

να εξαφανιστεί το χέρι" ή θέα του, μάλλον περίερ­γη, δεν είναι δυσάρεστη.

Αυτό το χέρι, σ' ενα διήγημα, θα αποτελούσε μια τρομ,ερτι απειλή για τον πρωταγωνιστή. Στην πραγματικότητα, τί κακό μπορεί να κάνει;

ΟΙ ΦΥΤΙΚΟΙ ΠΟΜΠΟΙ —φύλλα, λουλούδια— πέ­θαναν υστέρα άπα πέντε ή εξι ώρες" τα βατράχια υστέρα άπό δεκαπέντε.

Τα αντίγραφα έπιζοΰν, άφθαρτα. 'Αγνοώ ποιες είναι οι πραγματικές καί ποιες οί

τεχνητές μύγες. Στα λουλούδια καί τα φύλλα ίσως τους ελλειψε

νερό. Δεν έδωσα χροψες στα βατράχια" πρέπει να υπέφεραν ταυτόχρονα κι άπ' την αλλαγή περιβάλ­λοντος.

"Οσο για τις επιδράσεις πάνω στο χέρι, υποπτεύο­μαι πώς προέρχονται άπ' τους φόβους που μοΰ έχει δημιουργήσει ή μηχανή κι δχι άπ' αυτήν τήν ίδια. Νιώθω ενα κάψιμο συνεχές άλλα αδύναμο. Μοϋ 'χει πέσει λίγο δέρμα. Χθες βράδυ ήμουν ανήσυχος. Προ-αισθανόμουν φριχτές παραμορφώσεις στο χέρι. 'Ο­νειρεύτηκα πώς τό έξυνα, πώς το έλιωνα μέ ευκο­λία. Τότε θα το πλήγωσα.

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 137

ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ θά 'ναι αβάσταχτη. Στην αρχή αισθάνθηκα περιέργεια μπροστά σε

μια παράγραφο του λόγου του Μορέλ. 'Ύστερα μέ διασκέδασε πολύ ή πεποίθηση πώς Ικανά μια ανα­κάλυψη. Δέν ξέρω πώς εκείνη ή ανακάλυψη μετα­τράπηκε σ' αυτή τήν άλλη, άμεση, δυσοίωνη.

Δέν θα σκοτωθώ αμέσως. Είναι πια συνήθεια τών πιο επιφανών μου θεωριών να διαλύονται τήν επο­μένη, να παραμένουν σαν αποδείξεις ένας εκπληκτι­κού συνδυασμού αδεξιότητας καί ενθουσιασμού (ή απελπισίας) . "Ισως ή Εδέα μου, άπ' τή στιγμή πού γράφεται, νά χάνει τή δύναμη της.

Νά ή φράση που μέ κατέπληξε: «Θά πρέπει να μου συγχωρήσετε ετούτη τή σκη­

νή, αρχικά κουραστική, στή συνέχεια τρομερή». Γιατί τρομερή; Θα μάθαιναν πώς είχαν φωτο­

γραφηθεί μ' ενα καινούριο τρόπο, χωρίς προειδοποί­ηση. Βέβαια το να μάθουμε a posteriori πώς ο­χτώ μέρες της ζωής μας, σ' δλες τους τίς λεπτομέ­ρειες, Ιχουν εγγραφεί για πάντα, δέν θά πρέπει νά είναι ευχάριστο.

'Επίσης κάποια στιγμή σκέφτηκα: «Κάποιο άπ' αυτά τα πρόσωπα θά έχει Ινα τρο6ερο μυστικό: ό Μορέλ θα επιχειρήσει νά τό μάθει ή νά το φανε­ρώσει».

Τυχαία θυμήθηκα πώς τό υπόβαθρο του τρόμου πού αισθάνονται ορισμένοι λαοί για τήν αναπαρά­σταση τους σέ εικόνες, είναι ή πίστη πώς μέ τόν σχηματισμό της εικόνας ενός προσώπου, ή ψυχή περ-

138 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

νάει στην εικόνα και το πρόσωπο πεθαίνει. Μέ διασκέδασε τα να συναντήσω ενδοιασμούς

στον Μορέλ, γιατί είχε φωτογραφίσει τους φίλους του χωρίς συγκατάθεση- πράγματι, πίστεψα πώς α­νακάλυψα στο μυαλό ενός σύγχρονου σοφοΰ την ε­πιβίωση εκείνου τοΰ αρχαίου τρόμου.

Διάβασα πάλι τή φράση: «Θα πρέπει να μου συγχωρήσετε ετούτη τή σκη­

νή, αρχικά κουραστική, στή συνέχεια τρομερή- θα τήν ξεχάσουμε».

Τί σημαίνει αυτό τό τελευταίο; Πώς σύντομα δέν θα της δίνουν σημασία ή πώς πια δεν θα \ir.o-ροϋν να τήν θυμηθούν;

Ό διαπληκτισμός μέ τον Σταϊβερ ήταν τρομε­ρός. Ό Σταϊβερ συνέλαβε τήν 'ίδια υποψία μέ μένα. Δέν καταλαβαίνω πώς άργησα τόσο να τό καταλά­βω.

Επιπλέον, ή υπόθεση πώς οι εικόνες έχουν ψυ­χή, φαίνεται να απαιτεί ώς υπόβαθρο ότι οι %o\mo\ τήν χάνουν μόλις τους τραβήξουν οι συσκευές. Ό ίδιος δ Μορέλ τό δηλώνει:

«Ή υπόθεση πώς οί εικόνες έχουν ψυχή φαίνε­ται να επιβεβαιώνεται άπ' τίς επιδράσεις της μηχα­νής μου επάνω στα πρόσωπα, τα ζώα καί τους φυ­τικούς πομπούς».

'Αλήθεια, θα πρέπει νά 'χει κανείς μια πολύ αυ­ταρχική καί άποθρασυμένη συνείδηση, πού νά αγ­γίζει τα δρια της ασυνειδησίας, για να κάνει αύτη τή δήλωση στα ϊδια του τα θύματα" άλλα είναι μια

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 139

φρικαλεότητα πού δέν φαίνεται να έρχεται σέ α­συμφωνία μέ τόν α,^ρωπο, δ άποϊος συνεπής προς μια ιδέα, οργανώνει ένα συλλογικό θάνατο καί προ­εξοφλεί άπό μόνος του τήν αλληλεγγύη όλων του των φίλων.

Ποια ήταν αυτή ή ιδέα; Να επωφεληθεί της σχεδόν πλήρους συγκεντρώσεως των φίλων του για να δημιουργήσει ένα πολύ ο\ιορψο παράδεισο ή μια άγνωστη ιδέα πού δέν έχω ακόμη διερευνήσει; "Αν υπάρχει μια άγνωστη ιδέα, είναι πιθανό να μην έ­χει ενδιαφέρον για μένα.

Νομίζω πώς \i%op& να αναγνωρίσω τώρα τό νε­κρό πλήρωμα τοΰ καραβιού πού βομβαρδίστηκε άπ' τό καταδρομικό Ναμούρα: Ό Μορέλ επωφελήθηκε άπό τόν ϊδιο του τόν θάνατο καί τόν θάνατο των φί­λων του για να επιβεβαιώσει τίς φήμες για τήν θα­νάσιμη άρρώστεια πού θα πρόσβαλε κάθε ζωντανή ύπαρξη σ' αυτό τό νησί- φήμες ήδη διαδομένες άπ' τόν Μορέλ, για τήν προστασία τής μηχανής του, της αθανασίας του.

Άλλα δλ' αύτα πού σκέφτομαι τόσο ορθολογιστι­κά, σημαίνουν πώς ή Φαουστίν έχει πεθάνει- πώς δέν υπάρχει άλλη Φαουστίν έξω άπ' αυτήν τήν ει­κόνα, για τήν δποία δέν υπάρχω.

140 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

ΤΟΤΕ Η ΖΩΗ μοΰ είναι αβάσταχτη. Πώς θα αντέ­ξω τό μαρτύριο μιας ζωής δίπλα στην Φαουστίν, αυ­τής πού είναι ταυτόχρονα τόσο μακριά ; Π οΰ να τήν ψάξω; "Εξω άπ' αυτό το νησί ή Φαουστίν χάθηκε μαζί με τις χειρονομίες και τα δνειρα ένας άγνω­στου για μένα παρελθόντος.

Είχα πει στις πρώτες σελίδες: «Αισθάνομαι μέ δυσαρέσκεια πώς ετούτες οί σε­

λίδες μετασχηματίζονται σε διαθήκη. "Αν είναι να γίνει έτσι, πρέπει να φροντίσω ώστε οί ισχυρισμοί μου να \χποροον να επαληθευτούν' ούτως ώστε κα­νείς, βρίσκοντας με καμιά φορά, ύποπτο παραποίη­σης, να μήν πιστέψει πώς ψεύδομαι, λέγοντας δτι μ' έχουν καταδικάσει άδικα. Θα βάλω σαν προμετω­πίδα ετούτης τής αναφοράς τη ρήση τοΰ Λεονάρντο — Ostinato rigore*— και θα προσπαθήσω να τήν ακολουθήσω».

Ή κλίση μου είναι β Βρψος και ή αυτοκτονία' εντούτοις δέν ξεχνώ αύτη τη δύναμη μέ την δποία εχω κάνει συμβόλαιο.

Στή συνέχεια θα διορθώσω λάθη και θα ρίξω φως σε δλα εκείνα πού δέν έχουν ρητά διασαφηνι­στεί: έτσι θα μικρύνω τήν απόσταση πού χωρίζει

* Δέν υπάρχει ώς προμετωπίδα τοϋ χειρογράφου. Πρέ­πει νά αποδώσουμε αυτή τήν παράλειψη στή λήθη ; Δέν το ξέρουμε' όπως και σέ κάθε αμφίβολο σημείο, θα προτιμή­σουμε να ριψοκινδυνέψουμε τυχόν κριτικές, χάριν πιστό-τητος στδ πρωτότυπο. [Σημ. τον εκδότη τον χειρογράφου).

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 141

τό ιδανικό τής ακρίβειας, πού μέ καθοδήγησε άπα τήν αρχή, και τήν αφήγηση μου.

Οι παλίρροιες: Διάβασα τό βιβλιαράκι τοΰ Μπε-λιδόρ (Μπερνάρντο Φόρεστ ντέ). 'Αρχίζει μέ μια γενική περιγραφή τών παλιρροιών. cO\ioloyu> πώς οί παλίρροιες αυτού τοΰ νησιού προτιμούν να συντάσ­σονται μ' αυτή τήν άποψη και όχι μέ τη δική μου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη δτι έγώ ουδέποτε είχα μελετήσει τις παλίρροιες (ίσως στό κολλέγιο, δπου κανείς δέν μελετούσε) και πώς τις περιέγραψα στα πρώτα κεφάλαια αύτοΰ τοΰ Ύ]\).ερόλογίθΌ μόνον δ-ταν άρχισαν να ά,ποχτοχτ^ σπουδαιότητα για μένα. Πρίν, δσο ζούσα στον λόφο, δέν ήταν επικίνδυνες καί, παρ' δτι μ' ενδιέφεραν, δεν είχα χρόνο να τις παρατηρήσω μέ τήν ησυχία μου (γιατί σχεδόν δλα τα υπόλοιπα πράγματα αποτελούσαν κινδύνους).

Κάθε μήνα, σύμφωνα μέ τόν Μπελιδόρ, υπάρ­χουν δύο παλίρροιες μεγίστου πλάτους, τις μέρες τής πανσελήνου καί τής καινούριας σελήνης, καί δύο παλίρροιες ελαχίστου πλάτους, τις μέρες τών σε­ληνιακών τετάρτων.

Ενίοτε, στις επτά μέρες μιας παλίρροιας πανσε­λήνου ή καινούριας σελήνης, γίνεται μια μετεωρολο­γική παλίρροια (πού τήν προκαλοΰν huvxzol άνεμοι καί 6ρο•/^ές) : σίγουρα εδώ έχει τήν αφετηρία του τό λάθος μου πώς οι μεγάλες παλίρροιες γίνονται μια φορά, τήν εβδομάδα.

Εξήγηση τής μή κανονικότητας τών καθημερι­νών παλιρροιών: κατά τόν Μπελιδόρ, οί παλίρροιες

142 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 143

φτάνουν πενήντα, λεπτά Αργότερα, την ημέρα, στη γέμιση του φεγγαριού, και πενήντα λεπτά νωρίτερα στη χάση του. Αυτό δεν συμβαίνει με απόλυτη α­κρίβεια στα νησί: νομίζω δτι δ πρόωρος ερχομός ή ή καθυστέρηση πρέπει να είναι ένας τετάρτου μέχρι είκοσι λεπτών της ώρας τήν ημέρα- κάνω ετούτες τις ταπεινές παρατηρήσεις χωρίς συσκευές μέτρησης: ί­σως οι' αοψοϊ προσκομίσουν αυτό πού λείπει και μπο­ρέσουν να βγάλουν κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα- για τήν καλύτερη γνώση του κόσμου πού κατοικούμε.

Αυτό τόν μήνα έγιναν πολυάριθμες μεγάλες πα­λίρροιες: δύο ήταν σεληνιακές- οί άλλες μετεωρολο­γικές.

Εμφανίσεις και εξαφανίσεις. ΙΤρφτες και επό­μενες: Οί μηχανές προβάλλουν τις εικόνες. Οί μη­χανές λειτουργούν μέ τη δύναμη των παλιρροιών.

"Ύστερα άπό λίγο ώς πολύ μεγάλες περιόδους παλιρροιών μικρού πλάτους, υπήρξε διαδοχή παλιρ­ροιών πού έφτασαν ώς τόν μύλο τών παρυφών. Οί μηχανές λειτούργησαν και ο αιώνιος δίσκος συνέχισε να παίζει άπ' τή στιγμή της εβδομάδας στην οποία είχε σταματήσει.

"Αν δ λόγος του Μορέλ εκφωνήθηκε τήν τελευ­ταία νύχτα της εβδομάδας, ή πρώτη εμφάνιση θα έ­γινε τή νύχτα, τής τρίτης μέρας.

Ή έλλειψη εικόνων κατά τή διάρκεια της μεγά­λης περιόδου πού προηγήθηκε τής πρώτης εμφάνι­σης, ίσως οφείλεται στό δτι τό σύστημα τών παλιρ­ροιών ποικίλλει ανάλογα μέ τις ηλιακές περιόδους.

01 δύο ήλιοι και τα όνο φεγγάρια: Καθώς ή εβδομάδα, επαναλαμβάνεται κατά τή διάρκεια του χρόνου, βλέπουμε αυτούς τους ήλιους και τα φεγ­γάρια πού δεν συμπίπτουν (και επίσης τους κατοί­κους να χρυώνουν μέρες ζεστές' να κάνουν μπάνιο σέ βρώμικα νερά- να χορεύουν ανάμεσα στις λόχμες ή μέσα στή θύελλα). "Αν βυθιζόταν τό νησί —εκτός άπ' τά μέρη πού είναι οί μηχανές και οί προβο­λείς—, οί εικόνες, τό μουσείο, το ίδιο τό νησί θά συνέχιζαν να φαίνονται.

Δέν ξέρω αν ή υπερβολική ζέστη του τελευταίου καιρού οφείλεται στην προσθήκη τής θερμοκρασίας πού υπήρχε δταν τραβήχτηκε ή σκηνή στην τωρινή θερμοκρασία,*.,

Δέντρα και άλλα φυτά: Αυτά πού τράβηξε ή μηχανή τώρα είναι ξερά- αυτά πού δέν τράβηξε —τά μονοετή φυτά (λουλούδια, χορτάρια) και τα και­νούρια δέντρα— είναι σέ οργασμό.

Ό διακόπτης τον φωτός, οί φρακαρισμενοι συρ­τές. 'Αλύγιστες κουρτίνες: 'Ισχύει για τους σύρτες

* Ή υπόθεση τής προσθήκης τών θερμοκρασιών δέν

μοϋ φαίνεται αναγκαστικά λαθεμένη (ένας μικρός θερμα­

στής είναι ανυπόφορος μια καλοκαιρινή μέρα), άλλα νομίζω

πώς ή πραγματική εξήγηση είναι άλλη. Ή τ α ν άνοιξη• ή

αιώνια εβδομάδα έγγράφτηκε το καλοκαίρι- λειτουργώντας

οί μηχανές προβάλλουν τή θερμοκρασία τοϋ καλοκαιριού.

(Σημ. τοϋ εκδότη τοϋ χειρογράφου).

144 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

καί τους διακόπτες τοΰ φωτός αυτό πού είπα πολύ πιο πάνω για τις πόρτες:

«"Αν ήταν κλειστές όταν τραβήχτηκε ή σκηνή, πρέπει να είναι και όταν προβάλλεται».

Για τον ίδιο λόγο ot κουρτίνες είναι αλύγιστες. Το πρόσωπο πού σβήνει τό φως: Τό ηρόσωπο

πού σβήνει τό φως στο απέναντι δωμάτιο άπ' της Φαουστίν, είναι ό Μορέλ. Μπαίνει, στέκεται μια στιγμή απέναντι άπ' τό κρεβάτι. Ό αναγνώστης θα θυμάται πώς, ατό όνειρο μου, όλα αυτά τά 'κάνε ή Φαουστίν. Με ενοχλεί πού μπέρδεψα τον Μορέλ με τήν Φαουστίν.

Ό Τσάρλυ — 'Ατελή φαντάσματα: Στην αρχή δέν τα έβρισκα. Τώρα νομίζω πώς εχω βρει τους δίσκους τους. Δέν τους βάζω. Μπορεί να είναι θλι­βεροί, να μήν ταιριάζουν με τήν κατάσταση μου (τή μελλοντική) .

Οι 'Ισπανοί πού είδα στον προθάλαμο της τρα­πεζαρίας: Είναι υπάλληλοι τοΰ Μορέλ.

'Υπόγειο δωμάτιο. Παραβάν από καθρέφτες: "Ακουσα τόν Μορέλ να λέει πώς χρησιμεύουν για πει­

ράματα οπτικής και ήχου. Οί γαλλικοί στίχοι πού άπαγγέλει ό Σταΐβερ:

Ame, te souvient-il, au fond du paradis,

De la gare d'Auteuil et des trains de jadis*.

* 'Ελεύθερη έλλην. απόδοση:

Ψυχή, σε θυμάται} στο βάθος τον παράδεισου,

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΑ 145

Ό Σταΐβερ λέει στην ηλικιωμένη γυναίκα ότι είναι του Βερλαίν.

Δέν νομίζω πια να μένουν σκοτεινά σημεία στό ημερολόγιο μου*. Υπάρχουν στοιχεία για να καταλά­βει κανείς σχεδόν τά πάντα. Τα κεφάλαια πού λεί­πουν δέν θα Ιπεφύλασσαν καμιά έκπληξη.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΩ τή συμπεριφορά του Μο­ρέλ.

Ή Φαουστίν απόφευγε τή συντροφιά του' τότε αυτός σχεδίασε τήν εβδομάδα, τόν θάνατο όλων του των φίλων, για να αποκτήσει τήν αθανασία μαζί με τήν Φαουστίν. Μ' αυτό αντιστάθμιζε τήν παραίτη­ση άπ' τις πιθανότητες πού υπάρχουν στή ζωή. Ή­ταν τής γνώμης πώς, γιά τους άλλους, ό θάνατος δέν θα αποτελούσε μια άσχημη συνέχεια' σέ αντάλ­λαγμα ενός αβέβαιου χρονικού όριου ζωής, θα τους έδινε τήν αθανασία συντροφιά μέ τους καλύτερους

Άπ τό σταθμό τοΰ Auteuil και τα τραίνα τοΰ άλλοτε; {Σημ. έλλην. έκδοσης).

* Μένει τό πιό απίστευτο: ή σύμπτωση στό ίδιο διά­στημα χώρου ενός αντικειμένου και τής ολικής του εικόνας. Αυτό τό γεγονός εισηγείται τήν πιθανότητα ότι ό κόσμος συνίσταται αποκλειστικά άπό αισθήσεις. (Σημ. τον εκδότη τοΰ χειρογράφου).

10

146 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

τους φίλους. Με τον ίδιο τρόπο μεταχειρίστηκε και τή ζωή της Φαουστίν.

Άλλα ή ίδια ή αγανάκτηση που νιώθω, με κά­νει επιφυλακτικό: ίσως αποδίδω στον Μορέλ μια κό­λαση που είναι δική μου. Έγώ είμαι ô ερωτευμένος με τήν Φαουστίν" δ ικανός να σκοτώσει καί να σκο­τωθεί' έγώ είμαι τό τέρας. Μπορεί δ Μορέλ ποτέ να μήν αναφερόταν στην Φαουστίν, στον λόγο' ίσως ήταν ερωτευμένος με τήν Ίρένε, μέ τήν Ντόρα ή μέ τήν ηλικιωμένη γυναίκα.

Έχω έξαφθεΐ καί λέω ανοησίες. Ό Μορέλ α­γνοεί αυτές τις ακόλουθες. 'Αγαπούσε τήν απρόσι­τη Φαουστίν. Γι' αυτό τή σκότωσε, σκοτώθηκε μέ 'ό­λους τους φίλους του, έφεϋρε τήν αθανασία!

Ή ομορφιά της Φαουστίν αξίζει αυτές τις τρέ­λες, αυτές τις προαψορές, αυτά τα εγκλήματα. Έ­γώ τήν αρνήθηκα, άπό ζήλεια ή από άμυνα, για να μήν παραδεχτώ τό πάθος.

Τώρα βλέπω τήν πράξη τοΰ Μορέλ σαν ένα δί­καιο διθύραμβο.

Η ΖΩΗ MOT δέν είναι απαίσια. "Αν παραιτηθώ άπ' τίς ελπίδες πού μέ αναστατώνουν να φύγω σέ αναζήτηση της Φαουστίν, μπορώ να συμβιβαστώ μέ τή μοίρα ενός Σεραφείμ πού θα τήν ατενίζει.

II ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 147

Υπάρχει αυτός δ δρόμος: να ζήσω, να είμαι δ πιό ευτυχής θνητός.

Άλλα ή προϋπόθεση της ευτυχίας μου, όπως ό­λα τα ανθρώπινα, είναι αβέβαιη. Ή ενατένιση της Φαουστίν θα μπορούσε —μ' δλο πού δέν μ π ο ρ ώ να τό υποφέρω, ούτε καν σαν σκέψη— να δια­κοπεί:

Άπό μια αποδιάρθρωση των μηχανών (δέν ξέ­ρω να τις φτιάξω).

Άπό κάποια αμφιβολία πού θα μπορούσε να γεν­νηθεί μέσα μου καί να καταστρέψει αυτόν τόν πα­ράδεισο (πρέπει να αναγνωρίσω πώς υπάρχουν, α­νάμεσα στον Μορέλ καί τήν Φαουστίν, συζητήσεις καί χειρονομίες ικανές να οδηγήσουν σέ λανθασμένα συμπεράσματα πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερα σταθερό χα­ρακτήρα) .

Άπ' τον ίδιο μου τόν θάνατο. Τό πραγματικό πλεονέκτημα της λύσης μου εί­

ναι πώς κάνει τόν θάνατο απαραίτητο δρο καί εγ­γύηση της αιώνιας ενατένισης τής Φαουστίν.

ΕΧΩ ΓΛΙΤΩΣΕΙ άπ' τίς ατέλειωτες στιγμές πού θά 'ταν απαραίτητες για τόν θάνατο μου σ' ένα κό­σμο χωρίς Φαουστίν" έχω γλιτώσει άπό ένα ατέλειω­το θάνατο χωρίς τήν Φαουστίν.

"Οταν αισθάνθηκα έτοιμος, άνοιξα τους δέκτες ταυτόχρονης ενέργειας. "Εχουν γραφτεί επτά μέρες.

148 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

"Επαιξα καλά: ένας απροετοίμαστος, ανίδεος θεατής μπορεί να φανταστεί πώς δεν είμαι Ινας παρείσα­κτος. Αυτό είναι το φυσικό αποτέλεσμα μιας κοπια­στικής προετοιμασίας: δεκαπέντε μέρες συνεχών δο­κιμών και μελετών. 'Ακούραστα επανέλαβα κάθε μία άπό τις πράξεις μου. Μελέτησα αυτά πού λέει ή Φαουστίν, τ'ις ερωτήσεις καί απαντήσεις της' πολ­λές ψορες παρεμβάλλω επιδέξια κάποια φράση" ή Φαουστίν μοιάζει να μου απαντάει. Δέν τήν ακο­λουθώ πάντα" γνωρίζω τις κινήσεις της καί συνήθως περπατάω μπροστά. Ελπίζω γενικά να δίνουμε τήν εντύπωση δτι είμαστε αχώριστοι φίλοι, δτι καταλα­βαινόμαστε χωρίς να χρειάζεται να μιλάμε.

Ή ελπίδα να εξαφανίσω τήν εικόνα του Μορέλ με ταλαιπώρησε. Ξέρω πώς είναι μια ανώφελη σκέ­ψη. Παρ' δλ' αυτά, γράφοντας αυτές τίς γραμμές, νιώθω τόν ίδιο διακαή πόθο, τήν ίδια αναστάτωση. Μέ είχε ενοχλήσει ή εξάρτηση τών εικόνων (ειδικά τοϋ Μορέλ μέ τήν Φαουστίν) . Τώρα δχι: μπήκα σ' αυτόν τόν κόσμο: δέν μπορεί πια να καταστραφεί ή εικόνα τής Φαουστίν χωρίς να εξαφανιστεί καί ή δική μου. 'Επίσης μέ ευχαριστεί να έξαρτώμαι —καί αυτό είναι ακόμα πιό παράξενο, λιγότερο δικαιο­λογημένο— άπ' τόν Χάυνες, τήν Ντόρα, τόν "Α-λεκ, τόν Σταΐβερ, τήν Ίρένε κ.λπ. (άπ' τόν ίδιο τόν Μορέλ ! ) .

"Αλλαξα τους δίσκους" οί μηχανές θα προβάλλουν τήν καινούρια εβδομάδα, αιώνια.

Ή ενοχλητική συνείδηση πώς παίζω ενα ρόλο

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 149

μοΰ αφαίρεσε φυσικότητα τις πρώτες μέρες' τήν κα­τανίκησα' καί αν ή εικόνα έχει —όπως πιστεύω— τίς σκέψεις καί τίς ψυχικές διαθέσεις τών ημερών τής λήψης, ή απόλαυση να ατενίζω τήν Φαουστίν θα είναι τό μέσο μέ τό άποϊο θα ζήσω τήν αιωνιό­τητα.

Επαγρυπνώντας ακούραστα, κράτησα τό πνεύ­μα απαλλαγμένο άπό ανησυχίες. Φρόντισα να μήν διερωτώμαι ως προς αυτά πού κάνει ή Φαουστίν' να ξεχάσω τα μίση" θα έχω ώς ανταμοιβή μια αιώ­νια γαλήνη' ακόμα περισσότερο: έχω φτάσει στό ση­μείο νά αισθάνομαι τή διάρκεια της εβδομάδας.

Τη νύχτα πού ή Φαουστίν, ή Ντόρα καί δ "Α-λεκ μπαίνουν στό δωμάτιο, συγκράτησα θριαμβευτι­κά τά νεύρα μου. Δέν επιχείρησα νά εξακριβώσω τί­ποτα. Τώρα μ' ενοχλεί λιγάκι πού εχω αφήσει αυ­τό τό σημείο αδιευκρίνιστο. Μές στην αιωνιότητα δέν του δίνω σημασία.

Σχεδόν δέν ένιωσα τήν πορεία του θανάτου μου' άρχισε στους ιστούς του αριστερού χεριοΰ' δμως κρά­τησε πολύ" ή αύξηση τής φλόγωσης είναι τόσο αρ­γή, τόσο συνεχής, πού δέν τήν αντιλαμβάνομαι.

Χάνω τήν δράση. Δέν αισθάνομαι πιά τήν άφή' μοΰ πέφτει τό δέρμα' οί αισθήσεις είναι διφορούμε­νες, οδυνηρές' ψρο^τίζω νά τίς αποφεύγω.

'Απέναντι άπ' τό παραβάν μέ τους καθρέφτες εί­δα πώς είμαι άτριχος, φαλακρός, χωρίς νύχια, ελα­φρά ρόδινος. Οί δυνάμεις μειώνονται. "Οσο για τόν πόνο, έχω μια παράλογη εντύπωση: μοΰ φαίνεται

150 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

πώς αυξάνει, άλλα πώς τόν αίσθάνομαι λιγότερο. Ή επίμονη, ή πσταπότερη αγωνία για τις σχέ­

σεις του Μορέλ με τήν Φαουστίν, μοΰ αποσπάει τήν προσοχή άπ' τήν παρακολούθηση της καταστροφής μου" είναι μια ανέλπιστη καί ευεργετική επίδραση.

Δυστυχώς, δεν είναι δλες ο! σκέψεις μου τόσο χρήσιμες: υπάρχει —μόνο στή φαντασία, για να μέ αναστατώσει— ή ελπίδα πώς δλη μου ή άρρώστεια είναι μια Ισχυρή αυθυποβολή" πώς οί μηχανές δέν κάνουν κακό' πώς ή Φαουστίν ζει καί πώς σε λίγο θα πάω να τήν βρω" πώς γελάμε μαζί γι' αυτούς τους ψεύτικους εσπερινούς του θανάτου' πώς φτάνου­με στή Βενεζουέλα' σε άλλη Βενεζουέλα, γιατί γιά μένα έσύ Πατρίδα είσαι οί κύριοι της κυβέρνησης, οί ε^ογροηροϊ μέ τις νοικιασμένες στολές καί τα θανάσιμα βόλια, ή ομόφωνη καταδίωξη στην εθνική δδό, στην Λα Γκουάιρα, στα τούνελ, στή χαρτοβιο­μηχανία του Μαρακάυ" δμως σ' αγαπώ, καί μέσα άπ' τή διάλυση μου σέ χαιρετώ πολλές φορές: είσαι επίσης οί καιροί τοϋ Εικονογραφημένου Κουτσού: μία ομάδα ανθρώπων (καί γώ, παιδάκι, έκθαμβος, γεμάτος δέος), μέ τις φωνές τοΰ Όρντούνιο, άπ' τις δχτώ ώς τις εννιά τό πρωί, μέ τους στίχους τοΰ Όρντούνιο πού μας καλιτέρευαν, άπ' τό Πάνθεον μέχρι τό καφέ Ρόκα Ταρπέγια, στό 10, ανοιχτό καί στραπατσαρισμένο τραμ, φλογερή λογοτεχνική σχολή. Είσαι τό ψωμί άπό ταπιόκα, μεγάλο σαν α­σπίδα καί χωρίς μαμούνια. Είσαι ή πλημμύρα στις πεδιάδες, μέ ταύρους, φοράδες, τίγρεις, παρασυρμέ-

Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ 151

να μέ βία άπ' τα νερά. Καί σύ Έλλίσα, ανάμεσα σέ κινέζους τών πλυσταριών, πού σέ κάθε ανάμνηση δ-λο καί περισσότερο μοιάζεις τής Φαουστίν' τους εί­πες να μέ napowe στην Κολομβία καί διασχίσαμε τα υψίπεδα μέ τις χειρότερες συνθήκες' οί κινέζοι μέ σκέπασαν μέ καυτά φύλλα καί ψάθες άπό φραϊλε-χόν, για να μήν πεθάνω άπ' τό %ρύο' 'όσο θα βλέπω τήν Φαουστίν, δέν θα σέ ξεχάσω" καί γώ πού νόμι­σα πώς δέν σ' αγαπούσα! Καί ή Διακήρυξη τής

'Ανεξαρτησίας πού μας διάβαζε δλες τις 5 τοΰ 'Ι­ούλη, στην ημικυκλική σάλα τοΰ Καπιτωλίου, δ ε­πιβλητικός Βαλεντίν Γκόμες, ενώ εμείς —δ Όρντού­νιο καί οί μαθητές— άπό περιφρόνηση, λατρεύαμε τήν τέχνη στον πίνακα τοΰ Τίτο Σάλας Ό Στρατη­γός Μπολιβάρ διασχίζει τα σύνορα της Κολομβίας' εντούτοις, ά\ί,ολο>γώ πώς μετά, δταν ή μπάντα έπαι­ζε Δόξα στον γενναίο λαό /που τίναξε το ζυγό jμε σεβασμό στο νόμο / την αρετή και την τιμή/ δέν μπο­ρούσαμε να πνίξουμε τήν πατριωτική συγκίνηση, τή συγκίνηση πού τώρα αφήνω ελεύθερη.

Άλλα ή σιδερένια μου πειθαρχία τσακίζει ακα­τάπαυστα αυτές τις ιδέες πού βάζουν σέ κίνδυνο τήν τελική γαλήνη.

'Ακόμα βλέπω τήν εικόνα μου συντροφιά μέ τήν Φαουστίν. Ξεχνώ πώς ή δική μου είναι μία παρεί­σακτη" ένας απροειδοποίητος θεατής θα μπορούσε νά τις νομίσει εξίσου ερωτευμένες καί εξαρτημένες τή μία άπό τήν άλλη. "Ισως πάλι, σ' αυτή τήν εντύ­πωση νά συμβάλλει ή βαθμιαία απώλεια τής δρα-

152 ADOLFO ΒΙΟΥ CASARES

σής μου. "Οπως και νά 'vat, είναι παρήγορο νά πε­θαίνω πλάι σ' ενα τόσο ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

Ή ψυχή μου δεν έχει περάσει ακόμα στην εικό­να" διαφορετικά εγώ θα είχα πεθάνει, θα είχα πά­ψει να βλέπω (ίσως) την Φαουστίν, για νά βρίσκο­μαι μαζί της σ' ενα δράμα πού κανείς δεν θα δια­κόψει.

Στον άνΰρωπο πού, βασισμένος σε τούτη την α­ναφορά, θα εφεύρει μια μηχανή Εκανή να συγκεντρώ­νει τις σκόρπιες παρουσίες, θα απευθύνω μια έκ­κληση: Ψάξε μας, τήν Φαουστίν και μένα, κάνε με να μπω στον ουρανό της συνείδησης της Φαουστίν. Θα είναι μια πράξη ελέους.

Τ Ε Λ Ο Σ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

T O T

A D O L F O Β Ι Ο Υ CASARES

Ο A D O L F O Βίου CASARES γεννήθηκε στό Buenos Aires

της 'Αργεντινής στις 15-9-1914. "Αρχισε νά δημοσιεύει άπο

το 1929. Τ6 1940 δημοσίευσε την 'Εφεύρεση τον Μορέλ

[Lalnvencion de Morel] πού τόν καθιέρωσε αμέσως στους

συγγραφείς τοϋ φανταστικού της λατινοαμερικάνικης λο­

γοτεχνίας.

"Εγραψε κυρίως διηγήματα και μυθιστορήματα. Βιβλία

του: Σχέδιο άποδράσεως [Plan de evasion, 1948], Τό ου­

ράνιο δίχτυ [La trama celeste, 1944], Το όνειρο των ηρώων

[El sueno de los heroes, 1954], Θαυμαστή Ιστορία [Hi-

storia prodigiosa, 1956], Γιρλάντα και έρωτες [Guirnal-

da con amores, 1956], Ή σκιερή πΑευρά [El lado de la

sombra, 1962], Ό μέγας Σεραφείμ [El Gran Serafin,

1967], Ημερολόγιο τοϋ πολέμου των χοίρων [Diario de la

guerra del cerdo, 1969], "Υπνος στο χώμα [Dormir al

sol, 1973], Ό ήρωας των γυναικών [El héroe de las mu•

jeres, 1978]. Στα βιβλία Φανταστικές ιστορίες [Historias

fantasticas, 1972] και 'Ερωτικές ιστορίες [Historias de

amor, 1972] συγκεντρώνει διηγήματα άπο παλιότερα βι­

βλία του.

Ή νουβέλα του Τό όνειρο των ηρώων [El sueno de los

heroes] κρίθηκε άπό πολλούς σάν τό καλύτερο έ"ργο του

μαζί με τήν 'Εφεύρεση τοϋ Μορέλ, πού θεωρείται σαν ένα

άπο τα σπουδαιότερα κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας της

Λατινικής 'Αμερικής. Ό Alain Resnais καΐ ό Alain R o b b e -

154 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α

Grillet εμπνεύστηκαν, όπως είπαν οι ίδιοι, άπ° τ ή νουβέλα

αύτη για τήν ταινία τους Πέρσι στο Μαρίενμπαντ. "Αλλωστε

τδ 1974 γυρίστηκε ταινία με σκηνοθέτη τον αργεντινό

Emidio Greco πού διατηρούσε τον τίτλο Ή εφεύρεση τον

Μορέλ.

Ό Α . Bioy Casares εΐναι μέλος της συντακτικής-επι­

τροπής τοϋ φημισμένου λογοτεχνικού περιοδικού Sur πού

διευθύνουν ή γυναίκα του Silvina Ocampo καΐ ή αδελφή

της Victoria.

"Απ* το 1931 διατηρεί μια στενή φιλία μέ τόν JORGE

LUIS BORGES. Μαζί δημοσίευσαν διάφορες, ανθολογίες

(ποιητική ανθολογία της 'Αργεντινής, ανθολογία φαντα­

στικής λογοτεχνίας•, αστυνομικών κλπ.), έγραψαν τρία σε­

νάρια για τον κινηματογράφο, τεχνοκριτικά κείμενα, για

φανταστικούς καλλιτέχνες, αστυνομικές ιστορίες και άλλα

διηγήματα, πάντα μέ ενα κοινό ψευδώνυμο, δπως Η. Β υ -

STOS D O M E C Q , Β . S U A ' R E Z L Y N C H ή Β . L Y N C H D A V I S .

[Σημ. της ελλην. έκδοσης]

Το μουσείο στην ταινία Ή 'Εφεύρεση του Μορελ

Ή μηχανή (στην ίδια ταινία).

Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΕΦΕΥ

ΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ» TOY ADOLFO ΒΙΟΥ CA

SARES, ΜΕ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ J.L. BORGES ΚΑΙ

ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ Π. ΕΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ, ΣΤΟΙ

ΧΕΙΟΘΕΤΗβΗΚΕ, ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ

ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΗ

ΣΙΛΑΟΥ ΖΟΥΜΑΔΑΚΗ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ, ΜΕ ΤΥ

ΠΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΙΟΡθΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ

ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ, ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1983.

ΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ ΤΗΣ ΑΝΑΤΥΠΩ

ΣΗΣ ΕΤΟΙΜΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΔΙΑΝΑΚΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤΥΠΩ

ΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕ

ΑΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΕ ΧΑΡΤΙ CHAMOIS 100

ΓΡΑΜΜ. ΕΥΡΩΠΑΊΚΟ. ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ,

ΣΧΕΔΙΟ TOY MAX ERNST, ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΟΡΜ

ΠΟΥΔΑΚΗ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΘΗΚΕ ΣΤΟ Υ θ•

ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΕ 2.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ

1986 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

«ΑΓΡΑ». ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙ

ΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΕΤΣΟΠΡΥΛΟΣ.

'Αριθμός Ικδοσης

42 β