Λυρατζοπουλος δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

72
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 1 ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η Θέμα 1 α. Στα προκαρυωτικά κύτταρα η DNA πολυμεράση αποτελείται από δεοξυριβονουκλεοτίδια ενώ η RNA πολυμεράση ΙΙ αποτελείται από ριβονουκλεοτίδια. ΛΑΘΟΣ Η DNA πολυμεράση και η RNA πολυμεράση είναι ένζυμα. Τα ένζυμα είναι συνήθως (εξαίρεση τα ριβοένζυμα) πρωτεϊνικής φύσης μακρομόρια και τα μονομερή τους είναι τα αμινοξέα (εικόνα 3). Τα δεοξυριβονουκλεοτίδια είναι μονομερή του DNA (εικόνα 4), ενώ τα ριβονουκλεοτίδια είναι μονομερή του RNA (εικόνα 5). Η DNA πολυμεράση (εικόνα 1) είναι το βασικό ένζυμο της αντιγραφής, τοποθετεί συμπληρωματικά δεοξυριβονουκλεοτίδια απέναντι από τις μητρικές αλυσίδες, επιδιορθώνει αφαιρώντας νουκλεοτίδια που έχει τοποθετήσει κατά παράβαση του κανόνα της συμπληρωματικότητας (1 στα 100.000 νουκλεοτίδια) και τέλος αντικαθιστά τα πρωταρχικά τμήματα με DNA (μικρά τμήματα RNA απαραίτητα για την έναρξη σύνθεσης μιας αλυσίδας DNA) (εικόνα 2). Η RNA πολυμεράση ΙΙ είναι ένα ένζυμο που συναντάται μόνο στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς (τα βακτήρια έχουν ένα είδος RNA πολυμεράσης) και αποτελείται από 12 υπομονάδες. Το ένζυμο συμμετέχει στη μεταγραφή γονιδίων m RNA, τα οποία στη συνέχεια μεταφράζονται και δίνουν το καθένα μια πολυπεπτιδική αλυσίδα.

Upload: 3-

Post on 12-Jul-2015

705 views

Category:

Science


1 download

TRANSCRIPT

Page 1: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 1

ΕΡΓΑΣΙΑ 1η

Θέμα 1

α. Στα προκαρυωτικά κύτταρα η DNA πολυμεράση αποτελείται από δεοξυριβονουκλεοτίδια ενώ η

RNA πολυμεράση ΙΙ αποτελείται από ριβονουκλεοτίδια.

ΛΑΘΟΣ

Η DNA πολυμεράση και η RNA πολυμεράση είναι ένζυμα. Τα ένζυμα είναι συνήθως

(εξαίρεση τα ριβοένζυμα) πρωτεϊνικής φύσης μακρομόρια και τα μονομερή τους είναι τα αμινοξέα

(εικόνα 3).

Τα δεοξυριβονουκλεοτίδια είναι μονομερή του DNA (εικόνα 4), ενώ τα ριβονουκλεοτίδια είναι

μονομερή του RNA (εικόνα 5).

Η DNA πολυμεράση (εικόνα 1) είναι το βασικό ένζυμο της αντιγραφής, τοποθετεί συμπληρωματικά

δεοξυριβονουκλεοτίδια απέναντι από τις μητρικές αλυσίδες, επιδιορθώνει αφαιρώντας

νουκλεοτίδια που έχει τοποθετήσει κατά παράβαση του κανόνα της συμπληρωματικότητας (1 στα

100.000 νουκλεοτίδια) και τέλος αντικαθιστά τα πρωταρχικά τμήματα με DNA (μικρά τμήματα RNA

απαραίτητα για την έναρξη σύνθεσης μιας αλυσίδας DNA) (εικόνα 2).

Η RNA πολυμεράση ΙΙ είναι ένα ένζυμο που συναντάται μόνο στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς (τα

βακτήρια έχουν ένα είδος RNA πολυμεράσης) και αποτελείται από 12 υπομονάδες. Το ένζυμο

συμμετέχει στη μεταγραφή γονιδίων m RNA, τα οποία στη συνέχεια μεταφράζονται και δίνουν το

καθένα μια πολυπεπτιδική αλυσίδα.

Page 2: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 2

Εικόνα 1: Μοντέλο DNA πολυμεράσης

Εικόνα 2: Αναπαράσταση μηχανισμού αντιγραφής DNA. Στο σχήμα απεικονίζονται δύο είδη DNA

πολυμεράσης. Απεικονίζεται η συνεχή και η ασυνεχής σύνθεση του DNΑ σε μια διχάλα

αντιγραφής.

Page 3: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 3

Εικόνα 3: Δομή ενός αμινοξέος: Σταθερό τμήμα = άτομο άνθρακα, άτομο υδρογόνου, αμινομάδα,

καρβοξυλομάδα, Μεταβλητό μέρος = ομάδα R

Εικόνα 4: Δομή ενός δεοξυριβονουκλεοτιδίου: φωσφορική ομάδα, αζωτούχα βάση,

δεοξυριβόζη

Εικόνα 5: Δομή ριβονουκλεοτιδίου: φωσφορική ομάδα, αζωτούχα βάση, ριβόζη

Page 4: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 4

β. Οι πρωτεΐνες εμφανίζουν τόσο μεγάλη ποικιλία επειδή κάθε μία αποτελείται από ένα μοναδικό

μείγμα αμινοξέων στο οποίο τα αμινοξέα διατάσσονται σε τυχαία σειρά.

ΛΑΘΟΣ

Οι πρωτεΐνες είναι μακρομόρια που δομούνται με ένα σύνολο 20 διαφορετικών αμινοξέων

(εξαιρέσεις αμινοξέων π.χ. σεληνοκυστείνη, πυρολυσίνη).

Οι περισσότερες αποτελούνται από 50-2000 αμινοξέα.

Από τα 20 είδη αμινοξέων, ένας διαφορετικός αριθμός κάθε φορά, συνδεόμενα με διαφορετική

αλληλουχία δίνουν μια τεράστια ποικιλία πρωτεϊνικών μορίων.

Εάν κάποιος θέλει να υπολογίσει το διαφορετικό αριθμό πρωτεϊνών που μπορούν να υπάρξουν με

μέγεθος 1000 αμινοξέων είναι 201000 (τεράστιος αριθμός).

Η αλληλουχία των αμινοξέων στην πολυπεπτιδική αλυσίδα (και κατά επέκταση στην πρωτεΐνη) δεν

είναι τυχαία, αλλά καθορίζεται κάθε φορά από τη συγκεκριμένη αλληλουχία βάσεων του μορίου

DNA (ή RNA στους RNA ιούς).

DNA (ή RNA) πρωτοταγής δομή στερεοδιάταξη βιολογικός ρόλος πρωτεΐνης

Ακόμα και μια μικρή αλλαγή στην αλληλουχία των αμινοξέων (πρωτοταγή δομή) μπορεί να

επηρεάσει το σχήμα και τη λειτουργία της πρωτεΐνης.

Παράδειγμα η δρεπανοκυτταρική αναιμία όπου αλλάζει ένα αμινοξύ (το γλουταμινικό από βαλίνη)

στα αμινοξέα της αιμοσφαιρίνης (πρωτεΐνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων που μεταφέρει οξυγόνο).

Τα μη φυσιολογικά μόρια αιμοσφαιρίνης έχουν την τάση να κρυσταλλώνονται, προκαλώντας την

παραμόρφωση μερικών ερυθροκυττάρων, που αποκτούν σχήμα δρεπάνου και φράζουν μικρά

αγγεία του αίματος. Οι ασθενείς πληρώνουν τεράστιο τίμημα με μια μικρή αλλαγή στη δομή της

πρωτεΐνης.

Page 5: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 5

γ. Η πολυαργινίνη στο pH 6 δεν σχηματίζει δομή α-έλικας

ΣΩΣΤΟ

Η αργινίνη (arg) είναι ένα αμινοξύ που η πλευρική της ομάδα είναι μεγάλη και το εξωτερικό

της μέρος αποτελείται από τρία άζωτα δεσμευμένα σε ένα άτομο άνθρακα και λέγεται ομάδα

γουανιδίνης (εικόνα 1). Έχει pKa=12,48 με αποτέλεσμα να είναι θετικά φορτισμένη σε όξινο,

ουδέτερο και σε μερικές φορές και σε αλκαλικό περιβάλλον.

Συνεπώς η πολυαργινίνη σε ένα μεγάλο εύρος pH είναι θετικά φορτισμένη (και στο pH 6) με

συνέπεια το μόρια της να απωθούνται και να εμποδίζεται η ανάπτυξη δεσμών υδρογόνου αναμεσά

τους, ώστε να σχηματιστεί δομή α έλικας.

Εικόνα 1: Χημική δομή αργινίνης

Η α-έλικα είναι ίσως το πιο γνωστό στοιχείο δευτεροταγούς δομής των πρωτεϊνών (εικόνα 2).

Η ύπαρξή της προβλέφθηκε από τον Linus Pauling στο California Institute of Technology, το 1951. Ο

Pauling προέβλεψε ότι ήταν µία δομή σταθερή και ενεργειακά ευνοϊκή για τις πρωτεΐνες.

Η δευτεροταγής δομή είναι συνήθως δύο τύπων: α-έλικες ή β-πτυχωτές επιφάνειες (ή β-πτυχωτά

φύλλα). Και οι δύο τύποι χαρακτηρίζονται από δεσμούς υδρογόνου ανάμεσα στις ομάδες ΝΗ και

C=Ο. Η α έλικα έχει μορφή ράβδου και σταθεροποιείται με δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των ομάδων

NH και CO της κύριας αλυσίδας. Η ομάδα CO κάθε αμινοξέος είναι ενωμένη με δεσμό υδρογόνου με

την ομάδα ΝΗ του αμινοξέος που βρίσκεται 4 μονάδες μπροστά από αυτή την γραμμική

αλληλουχία, δίνοντας έτσι 3,6 αμινοξέα σε κάθε στροφή της έλικας.

Οι α έλικές στις πρωτεΐνες είναι δεξιόστροφες.

Page 6: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 6

Εικόνα 2: Δευτεροταγής δομή α έλικα

δ. Τα οργανικά διαλύματα μετουσιώνουν τις πρωτεΐνες παρεμποδίζοντας κυρίως τις ιοντικές

αλληλεπιδράσεις.

ΛΑΘΟΣ

Η τριτοταγής δομή μιας πρωτεΐνης δημιουργείται μετά τη δευτεροταγή. Η τριτοταγής δομή

αφορά τη συνολική τρισδιάστατη δομή ενός πολυπεπτιδίου που προκύπτει από τις

αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις πλευρικές ομάδες R των διαφόρων αμινοξέων.

Ένας τύπος αλληλεπίδρασης είναι οι υδρόφοβες, όπου αμινοξέα με υδρόφοβες πλευρικές ομάδες

σχηματίζουν ομάδες στο εσωτερικό της πρωτεΐνης, μακριά από το νερό.

Επίσης αναπτύσσονται δεσμοί υδρογόνου ανάμεσα σε διάφορες πολικές πλευρικές ομάδες R, αλλά

και ιοντικοί δεσμοί ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά φορτισμένες ομάδες R. Όλες αυτές οι

αλληλεπιδράσεις είναι ασθενείς αλλά λειτουργούν σωρευτικά ώστε η πρωτεΐνη να αποκτά στο χώρο

το τελικό της σχήμα.

Το σχήμα μπορεί να ενισχυθεί και από την ανάπτυξη δισουλφιδικών δεσμών (ομοιοπολικοί δεσμοί)

μεταξύ των πλευρικών ομάδων δύο κυστεινών.

Η δομή μιας πρωτεΐνης εξαρτάται και από τις φυσικές και χημικές συνθήκες που επικρατούν στο

περιβάλλον που βρίσκεται (π.χ. σε ένα κύτταρο). Αν μεταβληθεί το pH, η συγκέντρωση αλάτων, η

θερμοκρασία και άλλες παράμετροι, η πρωτεΐνη μπορεί να αποδιαταχθεί και να χάσει το

φυσιολογικό της σχήμα, άρα και τη βιολογική δραστικότητα της (εικόνα 1).

Page 7: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 7

Οι περισσότερες πρωτεΐνες αποδιατάσσονται όταν μεταφερθούν από ένα υδατικό διάλυμα σε

κάποιο άλλο όπου διαλύτης είναι μια οργανική ουσία.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η πολυπεπτιδική αλυσίδα διατάσσει εκ νέου τις αναδιπλώσεις της, έτσι

ώστε οι υδρόφοβες περιοχές της να στραφούν προς το εξωτερικό, δηλαδή προς την πλευρά του

διαλύτη.

Η μετουσίωση των πρωτεϊνών από τους οργανικούς διαλύτες οφείλεται κυρίως στη διαταραχή των

εσωτερικών μη ομοιοπολικών αλληλεπιδράσεων.

Όταν η ακετόνη προστίθεται το ηλεκτραρνητικό οξυγόνο της κετονομάδας της μπορεί να διαταράξει

τους δεσμούς υδρογόνου που σταθεροποιούν την τριτοταγή δομή. Παρόμοια διαταραχή προκαλεί

και η αιθανόλη.

Εικόνα 1: Αποδιάταξη και επαναδιάταξη της πρωτεΐνης

Ορισμένες φορές η αποδιάταξη της πρωτεΐνης δεν είναι μόνιμη, και μπορεί να ανακτήσει το

λειτουργικό της σχήμα. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι η πληροφορία για τη συγκεκριμένη και

ιδιαίτερη δομή μιας πρωτεΐνης στον χώρο βρίσκεται ενσωματωμένη στην πρωτοταγή της δομή.

Page 8: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 8

ε. Η ακρίβεια (precision) μιας βιοαναλυτικής μεθόδου αντανακλά την επαναληπτικότητα της

μεθόδου που χρησιμοποιείται. Μεγαλύτερη ακρίβεια έχει η μέθοδος με τη μικρότερη τυπική

απόκλιση.

ΣΩΣΤΟ

Μια βιοαναλυτική μέθοδος είναι ένα σύνολο διαδικασιών που περιλαμβάνει τη συλλογή,

επεξεργασία, αποθήκευση, και ανάλυση βιολογικών δειγμάτων.

Βιοαναλυτική μέθοδος επικύρωσης (BMV) είναι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τον καθορισμό

ότι μια ποσοτική αναλυτική μέθοδος είναι κατάλληλη για βιοϊατρικές εφαρμογές. Διαβεβαιώσεις

όσον αφορά την ποιότητα της μεθόδου και την αξιοπιστία προέρχονται από την θέσπιση μιας

σειράς έγκυρων πειραμάτων με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Η πιστότητα (precision) μιας μεθόδου εκφράζεται με την επαναληψιμότητα (repeatability) και την

αναπαραγωγιμότητα (reproducibility). Η επαναληψιμότητα μαζί με την ακρίβεια, αποτελούν τους

σημαντικότερους παραμέτρους που καθορίζουν την αξιοπιστία μιας μεθόδου.

Ως επαναληψιμότητα ορίζεται η δυνατότητα της μεθόδου να δίνει το ίδιο αποτέλεσμα σε

επαναλαμβανόμενες μετρήσεις του ίδιου δείγματος και είναι συνώνυμο με τη συνέπεια

(consistency). Μας δείχνει το βαθμό διασποράς των τιμών της ανάλυσης κατά τον προσδιορισμό

μιας ουσίας με μία συγκεκριμένη μέθοδο. Η επαναληψιμότητα μας δείχνει το μέγεθος των τυχαίων

λαθών που μπορεί να οφείλονται σε ποικίλους παράγοντες, όπως διαφορετικά όργανα μέτρησης,

αντιδραστήρια διαφορετικής προέλευσης, αλλαγή προσωπικού στην εργαστηριακή ανάλυση, κα.

Αναπαραγωγιμότητα (reproducibility) είναι το μέτρο της διασποράς μεταξύ των αποτελεσμάτων

ανεξάρτητων ελέγχων που λαμβάνονται με την ίδια μέθοδο στο ίδιο δείγμα κάτω από διαφορετικές

συνθήκες, δηλαδή, διαφορετικοί αναλυτές, ίδιο ή διαφορετικά εργαστήρια, κα. Διακρίνεται σε ενδο

- εργαστηριακή και δι - εργαστηριακή αναπαραγωγιμότητα.

Ο ποσοτικός τρόπος έκφρασης της επαναληψιμότητας είναι ο προσδιορισμός της τυπικής απόκλισης

(Standard Deviation). Ουσιαστικά η τυπική απόκλιση εκφράζει την έλλειψη αναπαραγωγικότητας

(imprecision), δηλαδή την έλλειψη σύμπτωσης μεταξύ των επαναλαμβανόμενων μετρήσεων. Οι

όροι τυχαίο λάθος, τυπική απόκλιση και έλλειψη επαναληψιμότητας είναι ταυτόσημοι.

Page 9: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 9

Όσο μεγαλύτερη η τυπική απόκλιση τόσο μεγαλύτερο το τυχαίο λάθος. Όσο μικρότερη η τυπική

απόκλιση τόσο καλύτερη είναι η επαναληψιμότητα της μεθόδου.

Η επαναληψιμότητα πρέπει να αξιολογείται με βάση τη διάκρισή της σε:

Within run precision (εντός προσδιορισμού πιστότητα (επαναληψιμότητα), που αναφέρεται στην

επαναληψιμότητα σειράς μετρήσεων του ίδιου διαλύματος εργασίας ενός δείγματος.

Between run precision (μεταξύ προσδιορισμών πιστότητα (επαναληψιμότητα), που αναφέρεται σε

σειρά προσδιορισμών διαφορετικών τμημάτων του ιδίου δείγματος στα οποία εφαρμόζονται όλα τα

στάδια της αναλυτικής μεθόδου.

Όταν εφαρμόζονται μέθοδοι ρουτίνας σε μεγάλο αριθμό δειγμάτων χρησιμοποιούνται οι όροι:

Within a day precision (εντός της ημέρας επαναληψιμότητα) και

Between days precision (αναπαραγωγιμότητα).

Ως μέτρο της πιστότητας χρησιμοποιείται η τυπική απόκλιση (SD), καθώς και η σχετική τυπική

απόκλιση (Relative Standard Deviation, RSD) ή συντελεστής μεταβλητότητας ή διακύμανσης

(coefficient of variation, CV), που είναι καθαρός αριθμός.

Η διακύμανση (variance) είναι ένας όρος, ο οποίος ισούται με το τετράγωνο της τυπικής απόκλισης.

Ο συντελεστής μεταβλητότητας (coefficient of variation, CV), που εκφράζεται σε ποσοστό και

υπολογίζεται από τη σχέση: CV % = SD / x ∙ 100. Ο συντελεστής μεταβλητότητας δίνει το μέτρο της

αναλυτικής διακύμανσης των μετρήσεων, δηλαδή τη σταθερή απόκλιση προς τη μέση τιμή των

μετρήσεων, επί της εκατό.

Page 10: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 10

Θέμα 2

Δομές πρωτεϊνών και ο ρόλος τους στη λειτουργικότητά τους. Να περιγράψετε διδακτικά ανάλογα

για την κατανόησή τους. Κύριες επιδράσεις της φωσφορυλίωσης στις λειτουργίες των πρωτεϊνών.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τα κύτταρα περιέχουν μια μεγάλη ποικιλία πρωτεϊνών. Κάθε πρωτεΐνη αποτελείται από μια

μοναδική αλληλουχία αμινοξέων που συνδέονται μεταξύ τους με πεπτιδικούς δεσμούς

(ομοιοπολικοί δεσμοί-προσδίδουν σταθερότητα). Η αλληλουχία των αμινοξέων (πρωτοταγή δομή)

καθορίζει το τρισδιάστατο σχήμα της πρωτεΐνης συνεπώς και τη λειτουργία της.

Όλες οι πρωτεΐνες εμφανίζουν τρία διαδοχικά επίπεδα οργάνωσης στη δομή τους, τα οποία

ονομάζονται πρωτοταγής δομή, δευτεροταγής δομή και τριτοταγής δομή. Υπάρχει και τεταρτοταγής

δομή μόνο σε όσες πρωτεΐνες αποτελούνται από δύο ή περισσότερες πολυπεπτιδικές αλυσίδες.

Η ακριβής πρωτοταγή δομή μιας πρωτεΐνης, δηλαδή η αλληλουχία των αμινοξέων καθορίζεται από

τη γενετική πληροφορία που κληρονομεί κάθε οργανισμός. Η δευτεροταγή δομή οφείλεται στους

δεσμούς υδρογόνου που αναπτύσσονται στα επαναλαμβανόμενα τμήματα του πεπτιδικού σκελετού

και είναι η α-έλικα και η β-πτυχωτή επιφάνεια. Η τριτοταγής δομή αφορά τη συνολική τρισδιάστατη

δομή ενός πολυπεπτιδίου που προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις πλευρικές

αλυσίδες των διαφόρων αμινοξέων.

Οι πρωτεΐνες ενός ευκαρυωτικού κυττάρου ρυθμίζονται με κύκλους

φωσφορυλίωσης/αποφωσφορυλίωσης.

Η προσθήκη ομοιοπολικά μιας φωσφορικής ομάδας γίνεται από μια πρωτεϊνική κινάση, ενώ η

αφαίρεση από μια πρωτεϊνική φωσφατάση. Η διαδικασία αυτή αυξάνει ή ελαττώνει, κατά

περίπτωση, την ενεργότητα μιας πρωτεΐνης.

Page 11: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 11

Πρωτεΐνη: μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον Berzelius το 1838 για να τονιστεί η σημασία του

μορίου αυτού, προέρχεται από την ελληνική λέξη πρώτος.

Οι πρωτεΐνες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ξηρής μάζας ενός κυττάρου. Δεν είναι απλώς οι

δομικοί λίθοι από τους οποίους συγκροτούνται τα κύτταρα αλλά επιτελούν και τις περισσότερες

κυτταρικές λειτουργίες.

Είναι ένζυμα, καταλύουν τις χημικές αντιδράσεις (καταλάση), μεταφέρουν και αποθηκεύουν μικρά

μόρια (αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη, τρανσφερρίνη, φερριτίνη), προσφέρουν μηχανική στήριξη

(κολλαγόνο, ελαστίνη), συμμετέχουν σε κινήσεις (ακτίνη, μυοσίνη), είναι αμυντικές (αντισώματα),

δημιουργία και μεταφορά νευρικών ώσεων, ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης. [1]

Η δομή και η χημεία κάθε πρωτεΐνης συντονίστηκε μέσα σε δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, γιαυτό

και σαν μόρια εμφανίζουν μεγάλη δομική και λειτουργική πολυπλοκότητα.

Στις πρωτεΐνες απαντώνται είκοσι διαφορετικά είδη αμινοξέων, το καθένα με διαφορετικές χημικές

ιδιότητες (εικόνες 1 και 2). Η ομάδα R ονομάζεται πλευρική αλυσίδα και είναι υπεύθυνη για τις

ιδιότητες του αμινοξέος. Στις πρωτεΐνες συναντούμε είκοσι είδη πλευρικών αλυσίδων με

διαφορετικό μέγεθος, σχήμα, φορτίο, ικανότητα δέσμευσης υδρογόνου και χημική

αντιδραστικότητα. Ένα μόριο μιας πρωτεΐνης αποτελείται από μια μακριά αλυσίδα αμινοξέων, στην

οποία τα αμινοξέα συνδέονται μεταξύ τους με ένα ομοιοπολικό δεσμό που ονομάζεται πεπτιδικός

δεσμός (εικόνα 3). Αναπτύσσεται μεταξύ της καρβοξυλομάδας (COOH) του ενός αμινοξέος και την

αμινομάδα του επόμενου (NH2), με απώλεια ενός μορίου νερού. [2,3]

Το πρώτο αμινοξύ της πολυπεπτιδικής αλυσίδας έχει ελεύθερη μια αμινομάδα και το τελευταίο μια

καρβοξυλομάδα.

Στο σχηματισμό του πεπτιδικού δεσμού δε συμμετέχουν οι πλευρικές ομάδες των αμινοξέων.

Η αλληλουχία των αμινοξέων μιας πρωτεΐνης αποτελεί την πρωτοταγή (primary structure) της

δομή.

Ο προσδιορισμός της πρωτοταγούς δομής στηρίζεται στη μέθοδο αποικοδόμησης κατά Edman.[4]

Το πεπτίδιο υφίσταται υδρόλυση, που οδηγεί σε απόσπαση του πρώτου αμινοξέος, το οποίο

ταυτοποιείται, αφού μετατραπεί σε κάποιο παράγωγό του. Το πεπτίδιο υδρολύεται με διαφορετικά

ένζυμα και προκύπτουν μικρότερα πεπτίδια τα οποία επικαλύπτονται. Κατασκευάζεται ο χάρτης των

επικαλυπτόμενων θραυσμάτων που οδηγεί στην εύρεση της αλληλουχίας των αμινοξέων.

Page 12: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 12

Κάθε πρωτεΐνη έχει μια ιδιαίτερη τρισδιάστατη δομή που καθορίζεται από τη σειρά των αμινοξέων

στην αλυσίδα της. Η τελική, πτυχωμένη διαμόρφωση είναι εκείνη με τη χαμηλότερη ενέργεια

(εικόνα 4).[5]

Ωστόσο η διαμόρφωση αυτή μεταβάλλεται ελαφρά όταν η πρωτεΐνη αλληλοεπιδρά με άλλα μόρια

του κυττάρου.

Στα ζωντανά κύτταρα η πτύχωση της πρωτεΐνης γενικά υποβοηθείται από ειδικές πρωτεΐνες τις

σαπερονίνες. [6,7]

Η πρώτη πρωτεΐνη της οποίας η αλληλουχία καθορίστηκε πλήρως ήταν της ορμόνης ινσουλίνης το

1955. [8]

Σήμερα αν είναι γνωστή η αλληλουχία του DNA που κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη, εφαρμόζοντας το

γενετικό κώδικα, μπορεί να βρεθεί η αλληλουχία των αμινοξέων της.

Η δευτεροταγής (secondary structure) δομή αναφέρεται στις αναδιπλώσεις που μπορεί να

έχουν τα διάφορα τμήματα μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας.

Οι αλυσίδες των πρωτεϊνών μπορεί να έχουν δύο διαφορετικές μορφές: α) μορφή α- έλικας, β)

μορφή β-πτυχωτής επιφάνειας (εικόνες 5,6,7).

Η μελέτη της δευτεροταγούς δομής πραγματοποιείται με τη βοήθεια κρυσταλλογραφίας ακτίνων Χ.

Η μορφή που ανακαλύφθηκε πρώτη ήταν η α-έλικα στην πρωτεΐνη α-κερατίνη που υπάρχει άφθονη

στο δέρμα και στα παράγωγά του (τρίχες, νύχια, κέρατα). [9,10,11]

Μέσα σε ένα χρόνο από την ανακάλυψη βρέθηκε και η δεύτερη δομή το β-πτυχωτό φύλλο στην

πρωτεΐνη φιμπροίνη, συστατικό του μεταξιού.

Στην α-έλικα η πολυπεπτιδική αλυσίδα αναδιπλώνεται με δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των

αμινοξέων της ίδιας αλυσίδας. Η πρωτεΐνη αποκτά ελικοειδή μορφή με 3,6 αμινοξέα για κάθε

σπείρα. Ένας δεσμός υδρογόνου σχηματίζεται ανά τέταρτο πεπτιδικό δεσμό, συνδέοντας το

καρβονύλιο CO ενός πεπτιδικού δεσμού με την ιμινομάδα ΝΗ ενός άλλου πεπτιδικού δεσμού.

Ο Pauling την παρομοίωσε σαν το καλώδιο του παλιού τηλεφώνου.

Το ποσοστό της α έλικας σε μια πρωτεΐνη ποικίλει, στην αιμοσφαιρίνη και μυοσφαιρίνη είναι το

βασικό χαρακτηριστικό, ενώ σε ένα πεπτικό ένζυμο τη χυμοθρυψίνη δεν υπάρχει.

Ορισμένες φορές δύο α-έλικες περιελίσσονται η μια γύρω από την άλλη για να σχηματίσουν μια

πολύ σταθερή δομή το σπειροειδές σπείραμα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η α-κερατίνη και η

μυοσίνη υπεύθυνη για τη συστολή των μυών. [12]

Page 13: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 13

Στην β-πτυχωτή επιφάνεια η αναδίπλωση γίνεται με δεσμούς υδρογόνου μεταξύ διαφορετικών

πολυπεπτιδικών αλυσίδων του ίδιου πρωτεϊνικού μορίου. Η πρωτεΐνη αποκτά σχήμα επιφάνειας με

πτυχώσεις.

Μπορεί μια πρωτεΐνη να αναδιπλώνεται και με τυχαίο τρόπο.

Μια ιδιαίτερη δομή είναι του κολλαγόνου, πρωτεΐνη που προσδίδει αντοχή και ελαστικότητα και

βρίσκεται στο δέρμα, οστά, τένοντες, χόνδροι, αγγεία και δόντια. Αποτελείται από τρεις αλυσίδες

που συνδέονται και εμφανίζεται συχνά η αλληλουχία γλυκίνη-προλίνη-υδροξυλυσίνη. [13]

Μετάλλαξη σε μια μόνο γλυκίνη του κολλαγόνου μπορεί να αποβεί μοιραία, όπως στην ατελή

οστεογένεση. [14]

Η τριπλή έλικα του κολλαγόνου σταθεροποιείται σημαντικά εξαιτίας της υδροξυλίωσης.

Στο σκορβούτο που είναι αποτέλεσμα έλλειψης βιταμίνης C (ασκορβικό οξύ), το κολλαγόνο δεν

είναι αρκετά υδροξυλιωμένο και δεν έχει τη δυνατότητα σχηματισμού κανονικών ινών. [15]

Η αναδίπλωση της ήδη αναδιπλωμένης πολυπεπτιδικής αλυσίδας προσδίδει στην πρωτεΐνη

ένα συγκεκριμένο σχήμα που αποτελεί τη τριτοταγή (tertiary structure) δομή.

Στη δομή αυτή συμβάλλουν διάφοροι δεσμοί μεταξύ των πλευρικών ομάδων: α) δεσμοί

υδρογόνου, β) ηλεκτροστατική έλξη μεταξύ αντίθετων φορτισμένων ομάδων, γ) υδρόφοβοι δεσμοί

μεταξύ υδρόφοβων ομάδων όταν πλησιάζουν, δ) δεσμοί Van der Waals μεταξύ μη πολικών ομάδων

και ε) ομοιοπολικοί δισουλφιδικοί δεσμοί, μεταξύ ατόμων S δύο κυστεινών. [16]

Όμοιες ή διαφορετικές πολυπεπτιδικές αλυσίδες που έχουν αναδιπλωθεί μπορούν να ενώνονται

μεταξύ τους σχηματίζοντας πρωτεϊνικά σύμπλοκα, που αποτελούν τη τεταρτοταγή (quaternary

structure) δομή της πρωτεΐνης, όπως στην αιμοσφαιρίνη και στα αντισώματα, παρατηρούνται

τέσσερις αλυσίδες ανά δύο όμοιες. Οι ανεξάρτητες πολυπεπτιδικές αλυσίδες του πρωτεϊνικού

συμπλόκου αποτελούν τις υπομονάδες.

Οι πληροφορίες που απαιτούνται για την αναδίπλωση μιας πρωτεΐνης ώστε να αποκτήσει την

πολύπλοκη τρισδιάστατη δομή της περιέχονται στην αλληλουχία των αμινοξέων της.

Πως οι πρωτεΐνες αναδιπλώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, φαίνεται ότι δημιουργούνται

μικρά τμήματα δευτεροταγούς δομής (περίπου 15 αμινοξέα), που λειτουργούν ως ενδιάμεσα στη

διαδικασία αναδίπλωσης. Αυτές οι μονάδες αναδίπλωσης λειτουργούν ως πυρήνες για να

τραβήξουν και να σταθεροποιήσουν άλλα τμήματα στη δευτεροταγή δομή. [17,18]

Το πρώτο βήμα στη λειτουργία μιας πρωτεΐνης είναι η δέσμευση της με ένα άλλο μόριο, και έχουν

τη μοναδική δυνατότητα να ξεχωρίζουν και να αντιδρούν με ποικιλία μορίων.

Page 14: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 14

Οι επιστήμονες στο Ινστιτούτο ιατρικής έρευνας Stowers έχουν παρατηρήσει τη συνάθροιση

μη σωστά αναδιπλωμένων κυτταρικών πρωτεϊνών που συνδέονται με τη γήρανση και διαταραχές

όπως η νόσος του Πάρκινσον. Οι ερευνητές προσδιόρισαν ότι το 90 τοις εκατό των πρωτεϊνών

αυτών τοποθετούνται στην επιφάνεια του ενδοπλασματικού δικτύου (ER), μια τοποθεσία της

σύνθεσης των πρωτεϊνών στο κύτταρο. Οι πρωτεΐνες αυθόρμητα συγκολλώνται στο

κυτταρόπλασμα. Ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον, καρδιαγγειακά νοσήματα, και κυστική ίνωση

μπορεί να έχουν κάτι κοινό: κύτταρα στους ιστούς τους που πλήττονται από την ασθένεια παράγουν

πρωτεΐνες που δεν λειτουργούν κανονικά. [19]

Σήμερα, οι πειραματικές μέθοδοι παρέχουν πληροφορίες για ένα μικρό κλάσμα πρωτεϊνών, ενώ η

μοντελοποίηση με τη βοήθεια των υπολογιστών θα οδηγήσει στην ανάλυση πολλών πρωτεϊνών.

Δίνεται η δυνατότητα πρόβλεψης δευτεροταγούς δομής, η διαλυτότητα, μοντέλα τριτοταγούς

δομής δίνοντας την αλληλουχία των αμινοξέων. [20]

Page 15: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 15

Εικόνα 1: Δομή των 20 διαφορετικών αμινοξέων, με το μπλε είναι οι πλευρικές ομάδες που

καθορίζουν τις ιδιότητες του αμινοξέος.

Εικόνα 2: 20 αμινοξέα πρωτεινών, οι συντομογραφίες τους και διάκριση τους με βάση την πολικότητα της πλευρικής τους ομάδας. 2002 by Bruce Alberts, Alexander Johnson, Julian Lewis, Martin Raff, Keith Roberts, and Peter Walter.

Page 16: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 16

Εικόνα 3: Τα δομικά στοιχεία μιας πρωτεΐνης. Κάθε τύπος πρωτεΐνης διαφέρει στην ακολουθία

και το πλήθος των αμινοξέων. Τα δύο άκρα μιας πολυπεπτιδικής αλυσίδας είναι χημικώς

διαφορετικά: το ένα άκρο έχει την αμινομάδα (NH3 +, επίσης NH2) είναι η αμινο απόληξη, ή Ν-

τέρμα, και το άλλο άκρο είναι η καρβοξυλομάδα (COO, επίσης COOH) είναι το καρβοξυλιτελικό ή

C-terminus. Η ακολουθία των αμινοξέων μιας πρωτεΐνης παρουσιάζεται πάντα προς την

κατεύθυνση Ν-C, ανάγνωση από αριστερά προς τα δεξιά.

2002 by Bruce Alberts, Alexander Johnson, Julian Lewis, Martin Raff, Keith Roberts, and Peter Walter.

Page 17: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 17

Εικόνα 4: Πώς μια πρωτεΐνη αναδιπλώνεται. Τα αμινοξέα με πολικές πλευρικές αλυσίδες τείνουν

να συγκεντρωθούν έξω από την πρωτεΐνη, όπου μπορούν να αλληλοεπιδράσουν με το νερό, ενώ

τα μη πολικά αμινοξέα «θάβονται» στο εσωτερικό για να σχηματίσουν ένα πυκνά υδροφοβικό

πυρήνα των ατόμων που είναι κρυμμένα από το νερό. Σε αυτό το σχηματικό σχέδιο, η πρωτεΐνη

περιέχει μόνο περίπου 30 αμινοξέα.

2002 by Bruce Alberts, Alexander Johnson, Julian Lewis, Martin Raff, Keith Roberts, and Peter Walter.

Page 18: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 18

Εικόνα 5: α-έλικα (Α, Β, και Γ) και β-πτυχωτό φύλλο (D, E και F).

ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ α-έλικας:

-3.6 αμινοξέα / στροφή

-δεσμοί υδρογόνου: μεταξύ του καρβοξυλίου του αμινοξέος n και της αμινοομάδας του αμινοξέος

n+4

-βήμα της έλικας: 5,4 Å (μετατόπιση 1.5 Å / αμινοξύ) -σχεδόν πάντα δεξιόστροφη

-οι πλευρικές αλυσίδες προεξέχουν προς τα έξω

2002 by Bruce Alberts, Alexander Johnson, Julian Lewis, Martin Raff, Keith Roberts, and Peter Walter.

Page 19: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 19

Εικόνα 6: Δομή α-έλικα, οι πλευρικές ομάδες προεξέχουν προς τα έξω.

2002 by Bruce Alberts, Alexander Johnson, Julian Lewis, Martin Raff, Keith Roberts, and Peter Walter.

Εικόνα 7: Δύο τύποι του β-πτυχωτού φύλλου, Α αντιπαράλληλη διάταξη, Β παράλληλη διάταξη.

ΔΕΥΤΕΡΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ – β- ΠΤΥΧΩΤΑ ΦΥΛΛΑ

ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: «απλωμένη» δομή (απόσταση γειτονικών αμινοξέων = 3.5 Å)

-δεσμοί υδρογόνου μεταξύ διαδοχικών πτυχώσεων

Page 20: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 20

Βιβλιογραφία

1. Stryer L. (1993). “BIOCHEMISTRY 3rd ed”. Freeman and Company; pp. 15-40

2. ANGER F (1952). "The arrangement of amino acids in proteins". Adv. Protein Chem. 7: 1–67

3. Alberts B, Johnson A, Lewis J, et al (2002) . New York: Garland Science; pp. 337-367

4. Edman, P.; Högfeldt, Erik; Sillén, Lars Gunnar; Kinell, Per-Olof (1950). "Method for

determination of the amino acid sequence in peptides". Acta Chem. Scand. 4: 283–293.

5. Zhang Y, Kihara D, Skolnick J (2002). “Local energy landscape flattening: Parallel hyperbolic

Monte Carlo sampling of protein folding”. Proteins: Structure, Function, and Bioinformatics,

48: 192.

6. Ellis RJ, van der Vies SM (1991). "Molecular chaperones". Annu. Rev. Biochem. 60: 321–47.

7. Pereira JC, Ralston CY, Adams PD (2010). “Crystal Structures of a Group II Chaperonin Reveal

the Open and Closed States Associated with the Protein Folding Cycle”. J. Biol. Chem. 285

(36):27958-27966.

8. Stretton AO (October 2002). "The first sequence. Fred Sanger and insulin".Genetics 162 (2):

527–32.

9. Pauling, L. & Corey, R. B. (1951). The structure of feather rachis keratin. Proc. Natl. Acad. Sci. USA 37,

256–261.

10. Pauling, L; Corey RB, Branson HR (1951). "The Structure of Proteins: Two Hydrogen-Bonded

Helical Configurations of the Polypeptide Chain". Proceedings of the National Academy of

Sciences of the United States of America 37 (4): 205–211.

11. Eisenberg D (2003). “The discovery of the α-helix and β-sheet, the principal structural features

of proteins”. Proc. Natl. Sci. USA 100: 11207-11210.

12. Liu, J; Zheng Q; Deng Y; Cheng CS; Kallenbach NR; Lu M (2006). "A seven-helix coiled

coil". PNAS 103 (42): 15457–15462.

13. Berisio R, Vitagliano L, Mazzarella L, Zagari A (February 2002). "Crystal structure of the

collagen triple helix model [(Pro-Pro-Gly)(10)](3)". Protein Sci. 11 (2): 262–70.

14. Gajko-Galicka A. “Mutations in type I collagen genes resulting in osteogenesis imperfecta in

humans”. Acta Biochim Pol. 2002;49(2):433-41. Review.

15. Anitra C Carr and Balz Frei (1999). “Toward a new recommended dietary allowance for

vitamin C based on antioxidant and health effects in humans”. Am J Clin Nutr vol. 69 no.

6 1086-1107.

Page 21: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 21

16. Anfinsen, C. B. (1973). “Principles that Govern the Folding of Protein Chains”. Science 181:

223-230.

17. MARTIN KARPLUS & DAVID L. WEAVER (1994). “Protein folding dynamics: The diffusion-

collision model and experimental data”. Protein Science, 3:650-668.

18. Lindorff-Larsen K, Piana S, Dror R.O., and Shaw D.E (2011). "How Fast-Folding Proteins

Fold," Science, vol. 334, no. 6055, pp. 517–520.

19. http://www.stowers.org/media/news/oct-16-2014.

20. Roy, A., Xu, D., Poisson, J., Zhang, Y (2011). “A Protocol for Computer-Based Protein Structure

and Function Prediction”. J. Vis. Exp. (57), e3259,

Page 22: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 22

Φωσφορυλίωση πρωτεϊνών

Μια μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται από τα ευκαρυωτικά κύτταρα για τη ρύθμιση της

λειτουργίας μιας πρωτεΐνης είναι η ομοιοπολική προσθήκη μιας φωσφορικής ομάδας στην

πλευρική αλυσίδα ενός αμινοξέος. Αποτελεί ένα από τους μηχανισμούς μετα-μεταφραστικής

τροποποίησης. [1]

Επειδή κάθε φωσφορική ομάδα έχει δύο αρνητικά φορτία, μπορεί να προσελκύσει μια ομάδα

θετικά φορτισμένων πλευρικών αλυσίδων ορισμένων αμινοξέων. Η αφαίρεση της φωσφορικής

ομάδας από ένα άλλο ένζυμο επαναφέρει την πρωτεΐνη στην αρχική ενεργότητά της.

Αυτός ο αντιστρεπτός μηχανισμός της φωσφορυλίωσης λειτουργεί σαν ένας μοριακός

διακόπτης που ελέγχει την ενεργότητα πολλών πρωτεϊνών. Σε οποιαδήποτε στιγμή το 1/3 των

πρωτεινών ενός κυττάρου θηλαστικού είναι φωσφορυλιωμένο. [2]

Η προσθήκη και η αφαίρεση φωσφορικών ομάδων γίνεται από ειδικά ένζυμα σε απάντηση προς

σήματα που οδηγούν σε κάποια μεταβολή στην κατάσταση του κυττάρου.

Η φωσφορυλίωση μιας πρωτεΐνης γίνεται με ενζυμική μεταφορά μιας φωσφορικής ομάδας του

ATP στο υδροξύλιο της πλευρικής αλυσίδας της σερίνης, θρεονίνης, τυροσίνης, ή της ιστιδίνης

μιας πρωτεΐνης. Η αντίδραση αυτή καταλύεται από μια πρωτεϊνική κινάση. [3]

Η αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή η αποφωσφορυλίωση γίνεται από τις πρωτεϊνικές

φωσφατάσες. Τα κύτταρα περιέχουν εκατοντάδες από τα ένζυμα αυτά. Πάνω από το 5% των

γονιδίων των σπονδυλωτών κωδικοποιούν τα ένζυμα αυτά. [4]

Ρυθμιστικοί ρόλοι της φωσφορυλίωσης:

1. Κυτταρική απόκριση σε εξωκυτταρικά σήματα. [5]

2. Ρύθμιση του ογκοκατασταλτικού γονιδίου p53, το οποίο οδηγεί σε αναστολή του κυτταρικού

κύκλου (για την επιδιόρθωση των βλαβών του DNA), ή μπορεί να οδηγήσει σε απόπτωση

(κυτταρικός θάνατος). [6]

3. Έλεγχος της ενεργότητας ενζύμων, π.χ. σε μεταβολικό μονοπάτι της ινσουλίνης, στη ρύθμιση

μιας διαμεμβρανικής πρωτεΐνης της αντλίας Na+/K+, με ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη

λειτουργία των νευρικών κυττάρων. [7]

4. Πρωτεϊνική αποικοδόμηση, η φωσφορυλίωση ορισμένων πρωτεϊνών οδηγεί στην

αποικοδόμηση τους από το σύστημα της ουβικουτίνης-πρωτεόσωμα.

5. Κυτταρική διαφοροποίηση και επιβίωση εγκεφαλικών νευρώνων. [8]

6. Παίζουν ρόλο στην αγγειογένεση, στην ενεργοποίηση αιμοπεταλίων στην πήξη του αίματος.

[9]

7. Έλεγχος μεταγραφής, οι επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες στο καρβοξυτελικό άκρο του

ενζύμου RNA πολυμεράση ΙΙ είναι φωσφορυλιωμένες όταν το ένζυμο βρίσκεται στην ενεργή

του μορφή. [10]

Page 23: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 23

Η διευκρίνιση των πολύπλοκων μονοπατιών φωσφορυλίωσης μπορεί να είναι δύσκολο έργο.

Στην κυτταρική σηματοδότηση η πρωτεΐνη Α φωσφορυλιώνει την πρωτεΐνη B, και η Β

φωσφορυλιώνει τη Γ. Ωστόσο, σε ένα άλλο μονοπάτι, η πρωτεΐνη Δ φωσφορυλιώνει την A, ή

οποία φωσφορυλιώνει τη Γ.

Η ανάπτυξη της φωσφοπρωτεομικής (phosphoproteomics), η μελέτη της φωσφορυλίωσης των

πρωτεϊνών, που είναι επιμέρους κλάδος της Πρωτεομικής, έχει χρησιμοποιηθεί για την

αναγνώριση και την ποσοτικοποίηση των δυναμικών αλλαγών στις φωσφορυλιωμένες

πρωτεΐνες.

Οι τεχνικές αυτές γίνονται ολοένα και πιο σημαντικές για την συστηματική ανάλυση των

δικτύων φωσφορυλίωσης. [11]

Οι πρωτεινικές κινάσες εμπλέκονται και σε πολλές μορφές καρκίνου, είτε με την υπερέκφραση

τους, είτε μη λειτουργικές (ως μεταλλαγμένες μορφές). Η πρώτη περίπτωση αναφέρθηκε το

1986 σε καρκίνωμα του εντέρου. [12] Στη συνέχεια παρατηρήθηκε και σε άλλες μορφές

καρκίνου, στο θυρεοειδή, στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία κ.α. [13]

Μεταλλάξεις στα γονίδια των πρωτεϊνικών κινασών μπορούν να οδηγήσουν σε αναπτυξιακές

δυσμορφίες, όπως το σύνδρομο της κρανιοσυνεόστεωσης, σε δυσλειτουργία της αιμοποίησης,

καθώς και σε ανοσοανεπάρκεια. [14,15,16]

Η σχέση της φωσφορυλίωσης και της ανάπτυξης διαφόρων τύπων καρκινικών κυττάρων έδωσε

την ελπίδα για την ανάπτυξη φαρμάκων αναστολέων των διαδικασιών αυτών. [17]

Page 24: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 24

Βιβλιογραφία

1. Burnett G, Kennedy EP (1954). "The enzymatic phosphorylation of proteins". J. Biol.

Chem. 211 (2): 969–80.

2. Alberts B, Johnson A, Lewis J, et al (2002) . New York: Garland Science; pp. 337-367.

3. Ciesla J, Fraczyk T, Rode W (2011). "Phosphorylation of basic amino acid residues in proteins:

important but easily missed". Acta Biochim Pol 58 (2): 137–47.

4. Hunter T (1997). “THE CROONIAN LECTURE 1997. The phosphorylation of proteins on

tyrosine: its role in cell growth and disease”. Phil.Trans. R. Soc. Lond. B 353, 583-605.

5. van der Geer, P., Hunter, T. & Lindberg, R. A. (1994).” Receptor protein-tyrosine kinases and

their signal transduction pathways. A. Rev. Cell Biol. 10, 251-337.

6. Ashcroft M, Kubbutat MH, Vousden KH (1999). "Regulation of p53 Function and Stability by

Phosphorylation". Mol. Cell. Biol. 19 (3): 1751–8.

7. van Weeren PC, de Bruyn KM, de Vries-Smits AM, van Lint J, Burgering BM (1998). "Essential

role for protein kinase B (PKB) in insulin-induced glycogen synthase kinase 3 inactivation.

Characterization of dominant-negative mutant of PKB". J. Biol. Chem. 273(21): 13150–6.

8. Barbacid, M. 1995 “Neurotrophic factors and their receptors”. Curr. Opin. Cell Biol. 7, 148-

155.

9. Sato, T. N., Tozawa, Y., Deutsch, U., Wolburg-Buchholz, K., Fujiwara,Y., Gendron-Maguire, M.,

Gridley, T.,Wolburg, H., Risau,W. & Qin,Y. (1995). “ Distinct roles of the receptor tyrosine

kinases Tie-1 and Tie-2 in blood vessel formation”. Nature 376, 70-74.

10. Baskaran, R., Dahmus, M. F. & Wang, J.Y. J. (1993). “ Tyrosine phosphorylation of mammalian

RNA polymerase II carboxylterminal domain”. Proc. Natn. Acad. Sci. 11167-11171.

11. Olsen JV, Blagoev B, Gnad F, Macek B, Kumar C, Mortensen P, Mann M (2006). "Global, in

vivo, and site-specific phosphorylation dynamics in signaling networks".Cell 127 (3): 635–48

12. Martin-Zanca, D., Hughes, S. H. & Barbacid, M. (1986) “ A human oncogene formed by the

fusion of truncated tropomyosin and protein-tyrosine kinase sequences”. Nature 319, 743-

748.

13. Rabbitts, T. H. (1994). “Chromosomal translocations in human cancer”. Nature 372, 143-149.

14. Webster,M.K.&Donoghue,D. J.(1997) “FGFRactivation in skeletal disorders: toomuch of a

good thing”.TrendsGenet. 13,178-182.

15. Lev, S., Blechman, J. M., Givol, D. & Yarden,Y. (1994). “Steel factor and c-kit proto-oncogene:

genetic lessons in signal transduction. Crit. Rev. Oncog. 5, 141-168.

Page 25: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 25

16. Russell, S. M. (and 11 others) (1995). “ Mutation of Jak3 in a patient with SCID: essential role

of Jak3 in lymphoid development. Science 270, 797-800.

17. Levitzki, A. & Gazit, A. (1995). “ Tyrosine kinase inhibition: an approach to drug

development”. Science 267, 1782-1788.

Page 26: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 26

Διδακτικά ανάλογα στη δομή των πρωτεϊνών

Σημαντική τομή στη διδακτική των φυσικών επιστημών αποτέλεσε η διερεύνηση των

αντιλήψεων και των συλλογισμών των μαθητών για τα φυσικά φαινόμενα καθώς και η στροφή προς

τον εποικοδομισμό και τις διαφορετικές εκδοχές του. [1]

Η μάθηση είναι διαδικασία αλληλεπίδρασης με τις προηγούμενες αντιλήψεις και οικοδόμηση νέων

νοητικών δομών. Η γνώση είναι μεταβαλλόμενη και οικοδομείται από τον καθένα χωριστά, συνεπώς

είναι και υποκειμενική.

Ο Piaget υποστηρίζει ότι οι μαθητές προσπαθούν να αντιληφθούν τον κόσμο με βάση τα όσα

γνωρίζουν και τα ερεθίσματα που δέχονται. [2] Ο Ausubel υποστηρίζει ότι το σημαντικότερο

πρόβλημα είναι αυτό που ήδη γνωρίζει ο μαθητής. [3]

Οι καθηγητές φυσικών επιστημών δεν μπορούν να κατανοήσουν πως οι μαθητές τους δεν

καταλαβαίνουν. Ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας και η υπερβολική έκταση της ύλης οδηγούν

τους μαθητές πολλές φορές στην αποστροφή των μαθημάτων αυτών. [4]

Αντίδοτο σε αυτή την αποστροφή είναι η εμπλοκή του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η

χρήση ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών) μπορεί να προσφέρει πολλά προς αυτή την

κατεύθυνση. Η οπτικοποίηση και η μοντελοποίηση βιολογικών συστημάτων και η προσομοίωση

βιολογικών διαδικασιών και η σύνδεση τους με την καθημερινή ζωή, είναι πλέον απαραίτητα για τη

διδασκαλία της Βιολογίας. [5]

Η μάθηση δεν είναι απλώς μία διαδικασία μεταβίβασης γνώσεων. Η γνώση οικοδομείται σταδιακά,

στηριζόμενη σε συγκεκριμένο γνωστικό υπόβαθρο και σε μελέτη βασισμένη στην εποπτεία, στην

παρατήρηση ή και το πείραμα κ.ά.

Για να γίνει η μετάβαση από ένα γνωστικό επίπεδο σε άλλο υψηλότερο, πρέπει να δίνεται η

ευκαιρία στο μαθητή, με τη βοήθεια κατάλληλων ερεθισμάτων, να θέτει υπό κρίση ή αμφισβήτηση

αυτά που έχει μάθει, να κατανοεί ή και να προβλέπει ακόμη όσα πρόκειται να ακολουθήσουν κατά

τη διάρκεια μιας διδασκαλίας.

Οι νέες έννοιες και τα νοητικά αντικείμενα είτε εντάσσονται αρμονικά στις ήδη υπάρχουσες γνώσεις

είτε προκαλούν αναπροσαρμογή παλαιότερων σχημάτων.

Η μάθηση, ως αποτέλεσμα προσωπικής «ανακάλυψης» από το μαθητή, συντελεί στην προώθηση

της νοητικής ανάπτυξης, στην αυτοδιδαχή και στην οργάνωση της σκέψης του.

Είναι μια επαγωγική προσπάθεια, μία συντονισμένη επεξεργασία πληροφοριών και οργάνωση

λογικών σχημάτων και προτάσεων.

Page 27: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 27

Ο μαθητής δεν πρέπει απλώς να συσσωρεύει πληροφορίες και γνώσεις. Θα πρέπει αυτές

να συνοδεύονται από την απόκτηση νοητικών δεξιοτήτων, οι οποίες θα του εξασφαλίζουν τη

δυνατότητα για αντιμετώπιση προβλημάτων και τη διαμόρφωση στάσεων και συμπεριφορών

θετικών απέναντι σε θέματα που αφορούν τον εαυτό του αλλά και το κοινωνικό του περιβάλλον.

Η διδασκαλία θα πρέπει να είναι μια διαδικασία ευχάριστη για το μαθητή.

Σε ό,τι αφορά το χαρακτήρα της επιστήμης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σημερινή

Βιολογία είναι μια πειραματική επιστήμη, περισσότερο επεξηγηματική παρά περιγραφική, που

διατυπώνει συγκεκριμένους συλλογισμούς με την ίδια ακρίβεια που αυτό γίνεται και στις άλλες

Φυσικές Επιστήμες (Φυσική, Χημεία κτλ.).

Εξάλλου, επειδή η Βιολογία βρίσκεται σε μια φάση επιταχυνόμενης ανάπτυξης πολύ περισσότερο

από τις άλλες Φυσικές Επιστήμες, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα δεδομένα αλλάζουν

διαρκώς και οι θεωρίες αποδεικνύονται προσωρινές (βελτιώνονται ή αναθεωρούνται).

Διδακτικοί στόχοι

Στο τέλος της διδασκαλίας ο μαθητής θα πρέπει:

Να αναγνωρίζει το είδος των μονομερών των πρωτεϊνών (αμινοξέα) και να περιγράφει τον

τρόπο με τον οποίο αυτά συνδέονται, ώστε να αποτελέσουν πεπτιδικές αλυσίδες.

Να συσχετίζει την «ιδιαιτερότητα» κάθε πρωτεΐνης με τη συγκεκριμένη αλληλουχία των

αμινοξέων, τα οποία δομούν την πεπτιδική αλυσίδα.

Να αναγνωρίζει ότι κάθε συγκεκριμένη αλληλουχία αμινοξέων προσδιορίζει μια

συγκεκριμένη στερεοδιάταξη, που με τη σειρά της προσδιορίζει έναν καθορισμένο βιολογικό

ρόλο για την πρωτεΐνη.

Να κατατάσσει τις πρωτεΐνες με βάση τη λειτουργία τους και να αναγνωρίζει ότι αυτές είναι

τα μακρομόρια χάρη στα οποία επιτελείται ένα πλήθος από διαφορετικές κυτταρικές

λειτουργίες.

Page 28: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 28

1. Η διδασκαλία μπορεί να ξεκινήσει με την ερώτηση για την προέλευση του ονόματος

«πρωτεΐνη», τονίζοντας τον κυρίαρχο ρόλο των μακρομορίων αυτών. Στη συνέχεια σε ένα

πίνακα παρουσιάζουμε κάποιες πρωτεΐνες και ζητάμε από τους μαθητές των πιθανό ρόλο

τους.

Πρωτεΐνες Λειτουργία

Κολλαγόνο

Αντισώματα

Αιμοσφαιρίνη

Μυοσίνη

Ινσουλίνη

Λυσοζύμη

2. Παρουσίαση της δομής των αμινοξέων που αποτελούν τα μονομερή των πρωτεϊνών.

Ιδιαίτερη αναφορά στην πλευρική ομάδα R που καθορίζει τις ιδιότητες κάθε αμινοξέος.

Προβολή των 20 αμινοξέων και παρομοίωση τους με τα γράμματα μιας ιδιαίτερης γλώσσας.

Εξήγηση του τρόπου σύνδεσης των αμινοξέων με τον πεπτιδικό δεσμό και προσπάθεια να

κατανοήσουν την πολικότητα που προκύπτει στην πολυπεπτιδική αλυσίδα, και ότι στην πεπτιδική

αλυσίδα το 1ο αμινοξύ έχει ελεύθερη αμινομάδα, ενώ το τελευταίο έχει ελεύθερη καρβοξυλομάδα.

Τους ζητάτε να διαβάσουν τις λέξεις οταν και νατο για να αντιληφθούν την πολικότητα.

3. Μπορείτε να τους ζητήσετε να γράψουν όσες περισσότερες λέξεις μπορούν

χρησιμοποιώντας τα γράμματα α, ν, ε. Αφού συνθέσουν λέξεις, όπως: νέα, αν,

εάν, ένα, εννέα, Αννα κ.ά., ρωτήστε τους τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τις λέξεις αυτές μεταξύ

τους. Όταν οδηγηθούν στην απάντηση ότι είναι το είδος και η καθορισμένη σειρά των γραμμάτων

που τις συνθέτουν, και η διαφορετική κάθε φορά σημασία τους, εξηγήστε ότι με παρόμοιο τρόπο τα

20 διαφορετικά αμινοξέα μπορούν να συνθέσουν ένα ποικίλο αριθμό διαφορετικών πρωτεϊνών.

Page 29: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 29

4. Προβολή τεσσάρων εικόνων όπου απεικονίζονται οι δομές των πρωτεϊνών. Πρέπει να γίνει

σαφές ότι η αλληλουχία των αμινοξέων (πρωτοταγή δομή) καθορίζει τη στερεοδιάταξη της

πρωτεΐνης. Παρουσίαση της δευτεροταγούς δομής σαν την αρχική αναδίπλωση της

πολυπεπτιδικής αλυσίδας, την α έλικα σαν το καλώδιο του τηλεφώνου και τη β πτυχωτή σαν

μια λαμαρίνα. Μπορούν οι μαθητές να χρησιμοποιήσουν καλώδια και να προσπαθήσουν να

προσομοιώσουν μια δομή πρωτεΐνης. Να κατανοήσουν την τελική αναδίπλωση στην

τριτοταγή δομή και τέλος παρουσίασης της αιμοσφαιρίνης για να διαπιστώσουν τη διαφορά

στο πολυπεπτίδιο και την πρωτεΐνη που έχει τεταρτοταγή δομή.

5. Πλήθος διαδραστικών εφαρμογών με τις οποίες μπορεί κανείς να κατασκευάσει μια

πρωτεΐνη και να προβλέψει τη δομή της είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο (για παράδειγμα στη

διεύθυνση http://fold.it/).

6. Οι μαθητές παρατηρούν ένα ερυθροκύτταρο φυσιολογικό και ένα δρεπανοκύτταρο και

γίνεται προσπάθεια να βρεθεί η αιτιολογία του προβληματικού κυττάρου. Οι μαθητές

χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, χωρίζονται σε δύο ομάδες και ανταγωνίζονται για την

απάντηση.

7. Πρωτοταταγής δομή — στερεοδιάταξη — βιολογικός ρόλος, είναι η βασική πρόταση που

πρέπει να εντυπωθεί στους μαθητές. Μια τελευταία ερώτηση είναι «Τι προκαλεί ο πυρετός

σε ένα ανθρώπινο κύτταρο και αποτρέπει τον πολλαπλασιασμό ενός ιού»

Page 30: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 30

Βιβλιογραφία

1. Carr, M., Barker, M., Bell, B., Biddulph, F., Jones, A., Kirkwood, V., Pearson, J.

& Symington, D., (1995) “The constructivist Paradigm and Some Implications

for Science Content and Pedagogy”, in Fensham P.J., Gunstone R.F. & White

R.T. (eds), The Content of Science: A constructivist approach to its teaching

and learning, London, ed. The Palmer Press, p.149.

2. Driver, R. and Easley, J.,(1978) Pupils and paradigms: A review of literature

related to concept development in adolescent science students, Studies in

Science Education, vol. 5, p.68.

3. Ausubel, D.P., Novac, J.D. & Hanesian, H., (1978) Educational Psychology. A

cognitive view, New York: Holt, Rinehart and Winston, iv.

4. Bertrand, Y. (1999) (Μετ. Σιπητάνου Αθηνά – Λινάρδου Ελένη), Σύγχρονες

εκπαιδευτικές θεωρίες, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, Β΄εκδ., σελ.66.

5. Rocard, M., Csermely, P., Jorde, D., Walberg-Henriksson, H. & Hemmo, V. (2007).

Science Education now. A renewed pedagogy for the future of Europe. European

Commission, Directorate-General for research, Information and Communication

Unit, High Level group on Science education (EUR 22845).

Page 31: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 31

Θέμα 3

Βασικά στάδια μεταβολισμού και ρύθμισης μεταβολισμού της γλυκόζης. Βιολογική σημασία της

γλυκόζης στον άνθρωπο. Να περιγραφούν πειραματικές μέθοδοι προσδιορισμού της σε βιολογικά

εργαστήρια.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η διάσπαση υδατανθράκων, ιδιαίτερα της γλυκόζης, αποτελεί βασική πηγή ενέργειας του κυττάρου.

Η πλήρης οξειδωτική διάσπαση της γλυκόζης προς CO2 και H2O μπορεί να γραφτεί ως εξής:

C6H12O6 + 6 O2 → 6 CO2 + 6 H2O

Η γλυκόλυση (glycolysis), το αρχικό στάδιο στην πορεία διάσπασης της γλυκόζης, είναι κοινή σε όλα

σχεδόν τα κύτταρα. Μέσω των αντιδράσεων της γλυκόλυσης, η γλυκόζη διασπάται σε

πυροσταφυλικό οξύ και συντίθενται δύο μόρια ΑΤΡ.

Στα ευκαρυωτικά κύτταρα, η γλυκόλυση πραγματοποιείται στο κυτταρόπλασμα. Το

πυροσταφυλικό οξύ μεταφέρεται στη συνέχεια στα μιτοχόνδρια, όπου η πλήρης οξείδωσή του προς

CO2 και H2O παράγει το μεγαλύτερο μέρος του ATP που προκύπτει από τη διάσπαση της γλυκόζης.

Το επόμενο βήμα στον μεταβολισμό του πυροσταφυλικού οξέος είναι η οξειδωτική

αποκαρβοξυλίωσή του παρουσία του συνενζύμου Α. Το ακετυλο-CoA που σχηματίζεται από αυτή

την αντίδραση εισέρχεται στον κύκλο του κιτρικού οξέος ή κύκλο του Krebs και στη συνέχεια

ακολουθεί η οξειδωτική φωσφορυλίωση.

Στα ζωικά κύτταρα, η σύνθεση της γλυκόζης, που ονομάζεται γλυκονεογένεση (gluconeogenesis),

συνήθως ξεκινά από γαλακτικό οξύ (που παράγεται από την αναερόβια γλυκόλυση), αμινοξέα (που

προκύπτουν από τη διάσπαση πρωτεϊνών) ή γλυκερόλη (που παράγεται από τη διάσπαση των

λιπιδίων).

Ο μεταβολισμός της γλυκόζης ελέγχεται από διάφορες ορμόνες, όπως ινσουλίνη, γλυκαγόνη,

επινεφρίνη.

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί τη πιο συχνή διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης. Είναι

μια ασθένεια που προσβάλλει πάνω από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού και έχουν αναπτυχθεί

πολλές μέθοδοι εντοπισμού της υψηλής συγκέντρωσης της γλυκόζης.

Page 32: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 32

Όλοι οι οργανισμοί έχουν ανάγκη από ενέργεια για να διατηρήσουν την ομοιόσταση τους.

Πηγές ενέργειας αποτελούν τα λίπη, οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες. Στην εικόνα 1 απεικονίζεται

η μεταβολική τύχη των μακρομορίων αυτών με τελικό στόχο την παραγωγή ATP, το οποίο αποτελεί

ενεργειακό νόμισμα.

Εικόνα 1: Μεταβολικά μονοπάτια των λιπιδίων, πρωτεϊνών και υδατανθράκων για την παραγωγή

ATP. Συναντώνται στην παραγωγή ακετυλου-CoA.

JEREMY M. BERG, JOHN L. TYMOCZKO, LUBERT STRYER, Biochemistry 5th ed, ch 15

Η γλυκόζη είναι η κυρίαρχη πηγή ενέργειας για το ανθρώπινο σώμα. Προέρχεται από τους

υδατάνθρακες της διατροφής, το αποθηκευμένο γλυκογόνο και από ενδογενή σύνθεση από

πρωτεΐνες και τη γλυκερόλη των τριγλυκεριδίων.

Είναι το μοναδικό καύσιμο του εγκεφάλου σε κανονικές συνθήκες και των ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Η γλυκόζη εισέρχεται στα κύτταρα μέσω ειδικών μεταφορικών μεμβρανικών πρωτεϊνών (Πίνακας

1) και έχει μια μοναδική διαδρομή, να φωσφορυλιώνεται με ATP και να σχηματίζει τη 6-φωσφορική

γλυκόζη. Αυτό το βήμα είναι σημαντικό για δύο λόγους: η 6-φωσφορική γλυκόζη δεν μπορεί να

διαχυθεί έξω από τα κύτταρα λόγω του αρνητικού φορτίου της και η προσθήκη της φωσφορικής

ομάδας αποσταθεροποιεί το μόριο και συμβάλλει στον περαιτέρω μεταβολισμό της. [1,2] (Εικόνα 2)

Page 33: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 33

Εικόνα 2: Φωσφορυλιώση της γλυκόζης από την εξοκινάση. [3]

Πίνακας 1: Μεταφορείς γλυκόζης [4]

Μεταφορέας Όργανο/ιστός

GLUT 1 Εγκέφαλος, ερυθροκύτταρα, νεφρά, εμβρυικό

ιστό

GLUT 2 Ήπαρ, νεφρά, β κύτταρα παγκρέατος

GLUT 3 Εμβρυικό ιστό

GLUT 4 Σκελετικός και καρδιακός μυς, λιπώδης ιστός

GLUT 5 Λεπτό έντερο

Η γλυκόζη εμπλέκεται σε διάφορα μεταβολικά μονοπάτια τα οποία ρυθμίζονται από πολλές

ορμόνες: γλυκόλυση, γλυκονεογένεση, γλύκογενεση, γλυκογονόλυση.

Η λέξη γλυκόλυση προέρχεται από το γλυκός και τη διάσπαση.

Η αποσαφήνιση του μηχανισμού της γλυκόλυσης αποτέλεσε βασικό μοχλό για την ανάπτυξη της

Βιοχημείας. Μία ανακάλυψη-σταθμός στην ιστορία της γλυκόλυσης έγινε το 1894, όταν οι Χάνς και

Έντουαρντ Μπούχνερ (Hans και Eduard Buchner) παρασκεύασαν εκχυλίσματα ζύμης (χυμό από

πεπιεσμένους ζυμομύκητες), τα οποία ήταν ικανά να μετατρέπουν τη σακχαρόζη σε αλκοόλη.

Με τον όρο γλυκόλυση εννοούμε την αλληλουχία των αντιδράσεων η οποία μετατρέπει τη

γλυκόζη σε πυροσταφυλικό με ταυτόχρονη παραγωγή ΑΤΡ. Η πορεία αυτή είναι όμοια σε αερόβιες

και αναερόβιες συνθήκες και γίνεται στο κυτταρόπλασμα. Στην πραγματικότητα, η μοναδική

διαφορά μεταξύ αερόβιας και αναερόβιας διάσπασης της γλυκόζης βρίσκεται στην παραπέρα τύχη

του πυροσταφυλικού.

Ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της γλυκόλυσης είναι ότι μπορεί να προχωρεί αναερόβια και να

προμηθεύει το κύτταρο με ενέργεια. Κάθε mol γλυκόζης που διασπάται σε πυροσταφυλικό οξύ

παράγει 200 kj, ποσό ενέργειας ικανό να δεσμεύσει δύο mol ανόργανου φωσφορικού

δημιουργώντας έτσι δύο mol ΑΤΡ.

Page 34: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 34

Η πορεία διάσπασης της γλυκόζης σε πυροσταφυλικό γίνεται σε δέκα επιμέρους βήματα. Οι

ενδιάμεσοι μεταβολίτες, καθώς και τα συνένζυμα που συμμετέχουν στην πορεία αυτή,

παρουσιάζονται στην εικόνα 3.

Εικόνα 3: Στάδια της γλυκόλυσης. (Βιοχημεία Γ! Λυκείου)

Page 35: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 35

Η 6-φωσφορική γλυκόζη προκύπτει από την καταλυτική δράση δύο ενζύμων, της εξοκινάσης, η

οποία φωσφορυλιώνει και άλλες εξόζες πλην της γλυκόζης, και της γλυκοκινάσης, η οποία έχει

μεγάλη εξειδίκευση για τη γλυκόζη και παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό της γλυκόζης στο

ήπαρ. [5]

Το επόμενο βήμα στη γλυκόλυση είναι η μετατροπή της 6-φωσφορικής γλυκόζης σε 6-

φωσφορική φρουκτόζη. Εδώ η αλδεϋδομάδα μετατρέπεται σε κετονομάδα (ισομερισμός). [6]

Η αντίδραση που ακολουθεί έχει ως στόχο την προσθήκη μίας δεύτερης φωσφορικής ομάδας, που

προέρχεται και πάλι από το ΑΤΡ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η 1,6-διφωσφορική φρουκτόζη.

Η αντίδραση αυτή καταλύεται από τη φωσφοφρουκτοκινάση, ένα ένζυμο κλειδί για τη ρύθμιση της

γλυκόλυσης. Το ένζυμο αυτό αναστέλλεται αλλοστερικά από υψηλές συγκεντρώσεις ΑΤΡ, ενώ

αντίθετα ενεργοποιείται από το ADP και το AMP. Χάρη στην αλλοστερική αυτή ρύθμιση η ροή

διάσπασης της γλυκόζης προσαρμόζεται στις ενεργειακές ανάγκες του κυττάρου. [7,8]

Όταν υπάρχει περίσσεια ΑΤΡ (υψηλή ενεργειακή φόρτιση), η γλυκόλυση αναστέλλεται, γιατί το

ΑΤΡ δρα ως αναστολέας. Αντίθετα, όταν υπάρχει ανάγκη σε ενέργεια έχει καταναλωθεί το ΑΤΡ και

έχει σχηματιστεί ADP, οπότε ενεργοποιείται η φωσφοφρουκτοκινάση και ο ρυθμός της γλυκόλυσης

αυξάνεται ταχύτατα.

Η αναστολή της φωσφοφρουκτοκινάσης προκαλεί αναστολή και στην εξοκινάση.

Ωστόσο, στο ήπαρ, η γλυκοκινάση δεν εμποδίζεται από την 6-φωσφορική γλυκόζη. Η

γλυκοκινάση φωσφορυλιώνει τη γλυκόζη μόνο όταν είναι άφθονη, και ο ρόλος της είναι να παρέχει

6-φωσφορική γλυκόζη για τη σύνθεση του γλυκογόνου, μιας μορφής αποθήκευσης της γλυκόζης και

για το σχηματισμό των λιπαρών οξέων. Η χαμηλή συγγένεια της γλυκοκινάσης για τη γλυκόζη

παρέχει στο ήπαρ και τον εγκέφαλο γλυκόζη όταν η προσφορά είναι περιορισμένη, ενώ εξασφαλίζει

ότι η γλυκόζη δεν θα σπαταληθεί όταν είναι άφθονη.

Η 1,6-διφωσφορική φρουκτόζη διασπάται στη συνέχεια σε δύο ισομερή μόρια φωσφορικής

τριόζης, τη φωσφορική διυδροξυακετόνη και την 3-φωσφορική γλυκεριναλδεΰδη, τα οποία

μπορούν να αλληλομετατρέπονται με τη δράση ενός ειδικού ενζύμου. Η 3-φωσφορική

γλυκεριναλδεΰδη αποτελεί τον ενεργό μεταβολίτη που τροφοδοτεί την αλληλουχία των επόμενων

αντιδράσεων της γλυκόλυσης. [9]

Μέσω των προηγούμενων σταδίων της γλυκόλυσης, ένα μόριο γλυκόζης διασπάστηκε σε δύο

μόρια 3-φωσφορικής γλυκεριναλδεΰδης. Για την ώρα δεν έχει κερδηθεί ενέργεια. Αντίθετα, έως εδώ

καταναλώθηκαν δύο μόρια ΑΤΡ. Ερχόμαστε τώρα σε μία σειρά αντιδράσεων οι οποίες αξιοποιούν

μέρος της ενέργειας της 3-φωσφορικής γλυκεριναλδεΰδης.

Page 36: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 36

Η αρχική αντίδραση σε αυτή την πορεία είναι η μετατροπή της 3-φωσφορικής γλυκεριναλδεΰδης

σε 1,3-διφωσφογλυκερινικό. Στην αντίδραση αυτή, που είναι η μοναδική οδειδοαναγωγική

αντίδραση της γλυκόλυσης, ενσωματώνεται ανόργανο φωσφορικό, ενώ ταυτόχρονα ανάγεται ένα

μόριο του συνενζύμου NAD+ προς NADH.

Στην επόμενη αντίδραση καταλύεται η μεταφορά της φωσφορικής ομάδας από το 1,3-

διφωσφογλυκερινικό προς το ADP, οπότε σχηματίζεται ένα μόριο ΑΤΡ. Στη συνέχεια το 3-

φωσφογλυκερινικό μετατρέπεται σε 2-φωσφογλυκερινικό, το οποίο με αφυδάτωση δίνει το

φωσφοενολοπυροσταφυλικο. [10]

Τέλος απομακρύνεται η φωσφορική ομάδα του φωσφοενολοπυροσταφυλικού οξέος η οποία

μεταφέρεται στο ADP και δημιουργείται το πυροσταφυλικό, που αποτελεί το τελικό προϊόν της

γλυκόλυσης. [11,12] (εικόνα 5)

Από τις επιμέρους αντιδράσεις της γλυκόλυσης που παρουσιάσαμε προκύπτει η συνολική

αντίδραση μετατροπής της γλυκόζης σε πυροσταφυλικό:

Γλυκόζη + 2Pi + 2ADP + 2NAD+ → 2 πυροσταφυλικό +2ATP + 2NADH + 2H+ + H2O

Είναι φανερό ότι από τη μετατροπή ενός μορίου γλυκόζης σε δύο μόρια πυροσταφυλικού το

κύτταρο κερδίζει δύο μόρια ΑΤΡ, ενώ ταυτόχρονα σχηματίζονται και δύο μόρια NADH, η τύχη των

οποίων συνδέεται με την παραπέρα μεταβολική τύχη του πυροσταφυλικού. (εικόνα 4)

Εικόνα 4: Μεταβολική τύχη πυροσταφυλικού οξέος.

Page 37: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 37

Εικόνα 5: Ρύθμιση της γλυκόλυσης.Regulation of Glycolysis

(http://www.csun.edu/~jm77307/Glycolysis.pdf)

Enzyme Activator (ενεργοποιητές)

Hexokinase AMP/ADP

Phosphofructokinase AMP/ADP,

Fructose-2,6-bisphosphate

Pyruvate kinase AMP/ADP

Fructose-1,6-bisphosphate

Enzyme Inhibitor (αναστολείς)

Hexokinase Glucose-6-phosphate

Phosphofructokinase ATP, Citrate

Pyruvate kinase ATP, Acetyl CoA, Alanine

Παρουσία οξυγόνου η γλυκόζη καίγεται πλήρως (μετατρέπεται δηλαδή σε CO2 + H2O),

αποδίδοντας ταυτόχρονα ένα σημαντικό ποσό ενέργειας. Προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης

οξείδωση της γλυκόζης, είναι απαραίτητη η συμμετοχή δύο ακόμα μεταβολικών δρόμων, του

κύκλου του κιτρικού οξέος και της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης το πυροσταφυλικό, το οποίο

παράγεται από τις αντιδράσεις της γλυκόλυσης, εισέρχεται στα μιτοχόνδρια και μετατρέπεται σε

ακετυλο-CoA (ουσία που τροφοδοτεί τον κύκλο του κιτρικού οξέος) σύμφωνα με την αντίδραση :

Πυροσταφυλικό + NAD+ + συνένζυμο A → ακετυλο-CoA + CO2 + NADH.

Αυτή η μη αντιστρεπτή διοχέτευση των προϊόντων της γλυκόλυσης στον κύκλο του κιτρικού οξέος

καταλύεται από ένα πολυενζυμικό σύμπλεγμα, την πυροσταφυλική αφυδρογονάση, η ενεργότητα

της οποίας ρυθμίζεται με πολλούς τρόπους, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται με τον καλύτερο δυνατό

τρόπο οι ανάγκες του κυττάρου σε ενέργεια και ενδιάμεσους μεταβολίτες.

Αναερόβια αποικοδόμηση της γλυκόζης

Για να είναι δυνατή η συνεχής πορεία της γλυκόλυσης, πρέπει το NADH που σχηματίστηκε να

επανοξειδωθεί σε NAD+. Η επανοξείδωση αυτή, κατά τον αερόβιο μεταβολισμό, επιτυγχάνεται

διαμέσου της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης. Όταν όμως δεν υπάρχει οξυγόνο, πρέπει να βρεθεί

κάποια άλλη λύση.

Page 38: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 38

Στο μεταβολισμό των σπονδυλωτών, όταν το ποσό του διαθέσιμου οξυγόνου είναι οριακό, όπως

στους μυς κατά την διάρκεια έντονης μυϊκής δραστηριότητας, το πυροσταφυλικό ανάγεται σε

γαλακτικό με την δράση της γαλακτικής αφυδρογονάσης. Η παροδική συσσώρευση του γαλακτικού

οξέος στα μυϊκά κύτταρα, όταν αυτά δεν προλαβαίνουν να εφοδιαστούν με οξυγόνο, δημιουργεί την

αίσθηση του κάματου, προκειμένου ο οργανισμός να σταματήσει την έντονη δραστηριότητα. Το

καθαρό ενεργειακό κέρδος στην περίπτωση αυτή είναι δύο μόλις ΑΤΡ ανά μόριο γλυκόζης. Παρ όλα

αυτά, το σχετικά πλούσιο σε ενέργεια γαλακτικό μεταφέρεται από τους σκελετικούς μυς στο ήπαρ,

το οποίο τροφοδοτείται με οξυγόνο, προκειμένου να μεταβολιστεί περαιτέρω. (Εικόνα 6) [13]

Εικόνα 6: Μετατροπή πυροσταφυλικού σε γαλακτικό οξύ.

Κάτω από αερόβιες συνθήκες το επόμενο βήμα στην πορεία της πλήρους διάσπασης της γλυκόζης

είναι η οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση του πυροσταφυλικού σε ακετυλο-συνένζυμο Α (ακετυλο-CoA).

Αυτή η ενεργοποιημένη ακετυλο-ομάδα οξειδώνεται πλήρως σε CO2 μέσω μίας σειράς

αντιδράσεων, που είναι γνωστή με το όνομα κύκλος του κιτρικού οξέος ή κύκλος του Krebs. Εκτός

από τα τελικά προϊόντα της διάσπασης των υδατανθράκων (πυροσταφυλικό) και τα προϊόντα του

μεταβολισμού των λιπών και των αμινοξέων οξειδώνονται, στον κύκλο του κιτρικού οξέος, σε CO2.

Έτσι, ο κιτρικός κύκλος είναι ο κοινός τελικός δρόμος για την αποικοδόμηση όλων των θρεπτικών

ουσιών. [14,15,16]

Τα τελικά προϊόντα του αερόβιου μεταβολισμού είναι, όπως ξέρουμε, CO2 και H2O Πρόκειται για

τα ίδια προϊόντα που παράγονται και κατά τη χημική καύση.

Το H2O παράγεται στην αναπνευστική αλυσίδα από φορτωμένα με υδρογόνο συνένζυμα NADH

και FADH2, τα οποία επανοξειδώνονται παρέχοντας μέρος της ενέργειας που περιέχουν για τη

σύνθεση του ΑΤΡ.

Page 39: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 39

Η σημασία του κύκλου του κιτρικού οξέος δεν εξαντλείται με την παραγωγή CO2 και τη

δημιουργία ανηγμένων συνενζύμων, τα οποία τροφοδοτούν την αναπνευστική αλυσίδα για την

παραγωγή ενέργειας. Οι μεταβολίτες του κιτρικού κύκλου αποτελούν συγχρόνως μία μεγάλη

δεξαμενή ενδιάμεσων προϊόντων, τα οποία χρησιμεύουν για τη σύνθεση νέου κυτταρικού υλικού,

όπως αμινοξέα, αίμη της αιμοσφαιρίνης κ.ά.

Στα ευκαρυωτικά κύτταρα οι αντιδράσεις του κύκλου του κιτρικού οξέος πραγματοποιούνται

μέσα στα μιτοχόνδρια, σε αντίθεση με τις αντιδράσεις της γλυκόλυσης, οι οποίες επιτελούνται στο

κυτταρόπλασμα.

Η συνολική εικόνα του κύκλου του κιτρικού οξέος φαίνεται στην εικόνα 7. Ο κύκλος αρχίζει με την

συνένωση μίας μονάδας τεσσάρων ατόμων άνθρακα του οξαλοξικού και μίας μονάδας δύο ατόμων

άνθρακα της ακετυλομάδας του ακετυλο-CοΑ, οπότε δημιουργείται το κιτρικό και απελευθερώνεται

το συνένζυμο Α (βήμα 1). Επειδή η πρώτη αυτή αντίδραση οδηγεί στη σύνθεση του κιτρικού οξέος, η

πορεία των αντιδράσεων που εξετάζουμε ονομάζεται κύκλος του κιτρικού οξέος.

Στη συνέχεια, σχηματίζεται το ισοκιτρικό (βήμα 2), το οποίο αποκαρβοξυλιώνεται οξειδωτικά.

Απομακρύνεται δηλαδή ένα μόριο CO2 οπότε παράγεται μία ένωση με πέντε άτομα άνθρακα, το α-

κετογλουταρικό και ένα μόριο NAD+ ανάγεται σε NADH (βήμα 3). Ακολουθεί μία δεύτερη

αντίδραση οξειδωτικής αποκαρβοξυλίωσης, οπότε δημιουργείται μια ένωση με τέσσερα άτομα

άνθρακα, το ηλέκτρυλο-CοΑ, και παράγεται ένα δεύτερο μόριο NADH (βήμα 4). Με τις δύο αυτές

αντιδράσεις αποκαρβοξυλίωσης, ουσιαστικά η ακετυλομάδα που τροφοδότησε την πρώτη

αντίδραση του κύκλου του κιτρικού οξέος απομακρύνεται ως CO2, οπότε προκύπτει και πάλι μία

ένωση με τέσσερα άτομα άνθρακα. Οι αντιδράσεις που ακολουθούν έχουν σκοπό να αναγεννήσουν

το οξαλοξικό που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη αντίδραση και να σχηματιστεί έτσι μια κυκλική

πορεία αντιδράσεων.

Το ηλεκτρυλο-CoA περιέχει ένα δεσμό υψηλής ενέργειας. 'Έτσι, όταν το ηλεκτρυλο-ΟοΑ

μετατρέπεται σε ηλεκτρικό (βήμα 5) ο δεσμός υψηλής ενέργειας διασπάται και η ενέργεια αυτή

χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ενός μορίου GTP (τριφωσφορική γονανοσίνη) από GDP

(διφωσφορική γονανοσίνη) και ανόργανο φωσφορικό οξύ (ένα μόριο GTP ισοδυναμεί ενεργειακά με

ένα μόριο ΑΤΡ). Στη συνέχεια το ηλεκτρικό οξειδώνεται σε φουμαρικό με ταυτόχρονη αναγωγή ενός

μορίου FAD σε FADH2 (βήμα 6), το φουμαρικό μετατρέπεται σε μηλικό (βήμα 7) και τέλος από το

μηλικό αναγεννάται το οξαλοξικό με ταυτόχρονη δημιουργία ενός επιπλέον μορίου NADH (βήμα 8).

Page 40: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 40

Εικόνα 7: Κύκλος κιτρικού οξέος – Krebs cycle

Page 41: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 41

Γλυκονεογένεση

Γλυκονεογένεση ονομάζουμε τη μεταβολική πορεία σύνθεσης της γλυκόζης από μη

υδατανθρακικές πρόδρομες ενώσεις. [17,18]

Η διαδικασία αυτή είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα σε περίοδο ασιτίας, γιατί ο εγκέφαλος

χρησιμοποιεί τη γλυκόζη ως βασικό καύσιμο. Η καθημερινή απαίτηση του εγκεφάλου ενός ενηλίκου

σε γλυκόζη είναι 120 gr περίπου, ποσότητα η οποία αποτελεί τα 3/4 της γλυκόζης που χρειάζεται

ολόκληρο το σώμα (160 gr). Η ποσότητα της γλυκόζης η οποία υπάρχει στα υγρά του σώματος είναι

περίπου 20 gr και αυτή η οποία διατίθεται άμεσα από το γλυκογόνο, το οποίο αποτελεί την

αποταμιευτική μορφή της γλυκόζης στα θηλαστικά, είναι περίπου 190 gr. Ετσι τα αποθέματα του

οργανισμού σε γλυκόζη είναι αρκετά, για να καλύψει ο οργανισμός τις ανάγκες του για μια ημέρα

περίπου. Προκειμένου όμως να μπορέσει ο οργανισμός να επιβιώσει για μεγαλύτερη περίοδο

ασιτίας, πρέπει να συνθέσει γλυκόζη από μη υδατανθρακικές πηγές. Ακόμη η γλυκονεογένεση είναι

απαραίτητη σε περιόδους εντατικής άσκησης, οπότε παράγεται μεγάλη ποσότητα γαλακτικού οξέος.

Τα κύρια, μη υδατανθρακικά, πρόδρομα μόρια που χρησιμοποιούνται για τη σύνθεση της

γλυκόζης είναι το γαλακτικό οξύ, ορισμένα αμινοξέα που ονομάζονται γλυκοπλαστικά

αμινοξέα (π.χ. αλανίνη) και η γλυκερόλη. Τα μόρια αυτά εισέρχονται στη μεταβολική πορεία της

γλυκονεογένεσης σε διαφορετικά σημεία. (εικόνα 8)

Εικόνα 8: Πρόδρομα μόρια και πορείες της γλυκονεογένεσης.

Page 42: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 42

Το γαλακτικό οξύ που προκύπτει από την αναερόβια διάσπαση της γλυκόζης στους σκελετικούς

μύες και μετατρέπεται από το ένζυμο γαλακτική δευδρογονάση σε πυροσταφυλικό.

Τα αμινοξέα προκύπτει από την διάσπαση των πρωτεϊνών κατά την ασιτία. Στα λιποκύτταρα η

διάσπαση των τριγλυκεριδίων οδηγεί σε γλυκερόλη και λιπαρά οξέα. Τα λιπαρά οξέα δεν μπορούν

να σχηματίσουν γλυκόζη, ενώ η γλυκερόλη μετατρέπεται σε φωσφορική διυδροξυακετόνη και

εισέρχεται στο γλυκολυτικό μονοπάτι. (Εικόνα 9).

Εικόνα 9: Μετατροπή γλυκερόλης σε φωσφορική διυδροξυακετόνη

Κατά τη γλυκόλυση η γλυκόζη μετατρέπεται σε πυροσταφυλικό οξύ, ενώ κατά τη γλυκονεογένεση

το πυροσταφυλικό μετατρέπεται σε γλυκόζη. Παρόλα αυτά η γλυκονεογένεση δεν είναι μία απλή

αντιστροφή της πορείας της γλυκόλυσης. Οι αντιστρεπτές αντιδράσεις της γλυκόλυσης είναι κοινές

αντιδράσεις και στη γλυκονεογένεση, ενώ οι μη αντιστρεπτές αντιδράσεις της γλυκόλυσης

καταλύονται από άλλα ένζυμα. Με τον τρόπο αυτό το κύτταρο κατορθώνει να ελέγχει δύο

μεταβολικές διεργασίες που έχουν διαφορετικό ρόλο και οι οποίες δεν μπορούν να προχωρούν

χωρίς ρύθμιση η μία δίπλα στην άλλη, γιατί το μόνο που θα γινόταν ο αυτή την περίπτωση θα ήταν

η άσκοπη κατανάλωση ενέργειας. (εικόνα 10)

Το κύριο όργανο της γλυκονεογένεσης είναι το ήπαρ. Σύνθεση γλυκόζης γίνεται επίσης και στο

φλοιό των νεφρών, αλλά η ολική ποσότητα της παραγόμενης γλυκόζης στους νεφρούς είναι το 1/10

της ποσότητας που παράγεται στο ήπαρ. Η γλυκονεογένεση βοηθά τη διατήρηση των επιπέδων της

γλυκόζης στο αίμα σε φυσιολογικά όρια, ώστε ο εγκέφαλος και οι μυς να αντλούν τη γλυκόζη που

χρειάζονται, για να ικανοποιήσουν τις μεταβολικές τους ανάγκες.

Page 43: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 43

Εικόνα 10: Ρύθμιση γλυκονεογένεσης και γλυκόλυσης στο ήπαρ. Τα επίπεδα της 2,6

διφωσφορικής φρουκτόζης είναι υψηλά σε κατάσταση επάρκειας (τροφικής) και χαμηλά σε

κατάσταση πείνας. Επίσης κατά τη διάρκεια της ασιτίας παρατηρείται αναστολή στην κινάση του

πυροσταφυλικού.

Ο μεταβολισμός του γλυκογόνου

Ιδιαίτερα πλούσιοι σε γλυκογόνο είναι οι σκελετικοί μυς και το ήπαρ. Η συγκέντρωση του

γλυκογόνου στα ηπατικά κύτταρα είναι υψηλότερη από ότι στα μυϊκά, αλλά λόγω της μεγαλύτερης

μάζας των γραμμωτών μυών εκεί αποθηκεύεται τελικά περισσότερο γλυκογόνο. Αυτό βρίσκεται στο

κυτταρόπλασμα με τη μορφή κόκκων διαμέτρου 100 έως 400 Å που περιέχουν τα ένζυμα τα οποία

καταλύουν τη σύνθεση και την αποικοδόμηση του γλυκογόνου. Ο μεγάλος αριθμός των

διακλαδώσεων του γλυκογόνου έχει ιδιαίτερη σημασία από φυσιολογική άποψη. Με τον τρόπο

αυτό δημιουργούνται πολλά ελεύθερα άκρα, στα οποία προσκολλώνται τα πλεονάζοντα μόρια της

γλυκόζης που αποθηκεύεται προσωρινά και από τα οποία μπορεί να αρχίσει συγχρόνως η

απομάκρυνση μορίων γλυκόζης, όταν οι ανάγκες του οργανισμού το απαιτούν. Η φωσφορυλάση

και η συνθετάση του γλυκογόνου αποτελούν τα βασικά ένζυμα για την πορεία της διάσπασης και

της σύνθεσης του γλυκογόνου αντίστοιχα. [19,20,21]

Page 44: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 44

Ο έλεγχος της σύνθεσης και αποικοδόμησης του γλυκογόνου στο ήπαρ είναι βασικό στοιχείο για

τη ρύθμιση της συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα. Για το λόγο αυτό οι παραπάνω πορείες

ρυθμίζονται με έναν αυστηρό και πολύπλοκο τρόπο που περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, και

ορμονικό έλεγχο.

Κατά την αποικοδόμηση του γλυκογόνου απελευθερώνονται μονάδες

1-φωσφορικής γλυκόζης, οι οποίες μετατρέπονται σε 6-φωσφορικη γλυκόζη.

Η φωσφορυλιωμένη γλυκόζη, σε αντίθεση με τη γλυκόζη, δε διαχέεται έξω από τα κύτταρα. Το

ήπαρ περιέχει ένα υδρολυτικό ένζυμο, τη φωσφατάση της

6-φωσφορικής γλυκόζης, το οποίο απομακρύνει τη φωσφορική ομάδα της 6-φωσφορικής

γλυκόζης, που παράγεται κατά τη διάσπαση του γλυκογόνου, και έτσι ελευθερώνει τη γλυκόζη στο

αίμα. Χάρη στην παρουσία του ενζύμου αυτού, το ήπαρ εκπληρώνει μία από τις κύριες λειτουργίες

του, που είναι η διατήρηση ενός σχετικά σταθερού επιπέδου γλυκόζης στο αίμα, προκειμένου να

εφοδιάζει κυρίως τον εγκέφαλο και τους γραμμωτούς μυς με ένα καύσιμο που τους είναι

απαραίτητο κατά τη διάρκεια μυϊκής δραστηριότητας στα διαστήματα μεταξύ των γευμάτων.

Αντίθετα, στους μυς η φωσφατάση της 6-φωσφορικής γλυκόζης απουσιάζει, με αποτέλεσμα η 6-

φωσφορική γλυκόζη να κατακρατείται προκειμένου να διασπαστεί μέσω της γλυκολυτικής πορείας

για να καλύψει τις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες του μυϊκού ιστού.

Ορμονικοί ρυθμιστές της συγκέντρωσης της γλυκόζης [22,23,24,25]

Ινσουλίνη: μια πρωτεϊνικής φύσης ορμόνη που παράγεται από τα β κύτταρα του παγκρέατος, και

αποτελείται από 51 αμινοξέα τοποθετημένα σε δύο αλυσίδες Α και Β που συνδέονται με

δισουλφιδικούς δεσμούς. Είναι η πρώτη ορμόνη που αναλύθηκε, μετρήθηκε με

ραδιοανοσοανίχνευση και έγινε η παραγωγή της με τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA.

Είναι μια αναβολική ορμόνη (ορμόνη επάρκειας) η οποία διεγείρει την πρόσληψη γλυκόζης από

τους μύες και το λιπώδη ιστό, διεγείρει τη σύνθεση γλυκογόνου και λιπών, αναστέλλει τη

γλυκονεογένεση από το ήπαρ, οδηγεί σε πρωτεινοσύνθεση και αναστολή πρωτεόλυσης.

Η απελευθέρωση ινσουλίνης διεγείρεται από τη γλυκόζη, από αμινοξέα, διάφορες ορμόνες και

φάρμακα. Αναστολή προκαλείται από υπογλυκαιμία, σωματοστατίνη και φάρμακα.

Page 45: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 45

Η ορμόνη ασκεί τη δράση συνδεόμενη σε ειδικούς υποδοχείς στη μεμβράνη των κυττάρων, και

προάγει την αποφωσφορυλίωση ενδομετατρεπόμενων ενζύμων κλειδιών.

Insulin-Like Growth Factors: πολυπεπτίδια δομικά σχετικά με την ινσουλίνη, εμπλέκονται στο

μεταβολισμό και την ανάπτυξη με παρόμοιο τρόπο με την ινσουλίνη. [26]

Γλυκαγόνη: πολυπεπτίδιο που παράγεται από τα α κύτταρα του παγκρέατος, όταν σε κατάσταση

ασιτίας τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι χαμηλό. Διεγείρει τη σύνθεση γλυκόζης στο ήπαρ από

τη διάσπαση του γλυκογόνου και τη γλυκονεογένεση και την οξείδωση λιπαρών οξέων. Η έκκριση

της ρυθμίζεται από τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο πλάσμα, χαμηλή και υψηλή οδηγούν σε

διέγερση και αναστολή αντίστοιχα.

Επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη (κατεχολαμίνες): εκκρίνονται από τα επινεφρίδια όταν το επίπεδο

της γλυκόζης είναι χαμηλό. Διεγείρουν την έκκριση γλυκαγόνης και αναστέλλουν την έκκριση

ινσουλίνης. Ενεργοποιούν τη γλυκογονόλυση και μειώνουν τη χρήση γλυκόζης, αυξάνοντας τα

επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα.

Αυξητική ορμόνη (GH): είναι ένα πολυπεπτίδιο που παράγεται από την υπόφυση, διεγείρει τη

γλυκονεογένεση και τη λιπόλυση και ανταγωνίζεται την επαγόμενη από την ινσουλίνη πρόσληψη

γλυκόζης.

Κορτιζόλη: παράγεται από τα επινεφρίδια και διεγείρει τη γλυκονεογένεση και τη διάσπαση

πρωτεινών και λιπών.

Θυροξίνη: παράγεται από το θυρεοειδή και διεγείρει τη γλυκογονόλυση και την απορρόφηση

γλυκόζης από το έντερο.

Page 46: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 46

DIABETES MELLITUS [27,28,29,30,31]

Ο Διαβήτης είναι μια μεταβολική διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, όπου η

γλυκόζη υποχρησιμοποιείται, προκαλώντας υπεργλυκαιμία. Η ονομασία δόθηκε στη νόσο λόγω

εκτεταμένης ούρησης. Το σακχαρώδης αναφέρεται στην παρουσία σακχάρου στα ούρα του ασθενή.

Το σακχαρώδης διακρίνει την νόσο από τον άποιο διαβήτη που προκαλείται από ελαττωμένη

επαναρρόφηση του νερού.

Οι ασθενείς μπορούν να οδηγηθούν ακόμα και στο θάνατο μετά από ένα υπεργλυκαιμικό επεισόδιο

(κετοοξείδωση), παρουσιάζουν επίσης διαταραχές στην όραση, νεφρική ανεπάρκεια, καταστροφή

νεύρων και αρτηριοσκλήρωση που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα, γάγγραινα και στεφανιαία

νόσο.

Ένα χαρακτηριστικό της ασθένειας είναι η αλλαγή του χρησιμοποιούμενου καυσίμου από

υδατάνθρακες σε λίπη. Η λιπόλυση οδηγεί σε αυξημένες ποσότητες ακέτυλο-CoA, το οποίο δεν

μπορεί να εισέλθει στον κύκλο του Krebs λόγω ανεπάρκειας οξαλοξικού. Παράγονται κετονοσώματα

που οδηγούν σε μείωση του pH του αίματος και αφυδάτωση.

Η διάκριση ενός ασθενή με διαβήτη προκύπτει αρχικά αν τα επίπεδα γλυκόζης είναι πάνω από 140

mg/dL σε κατάσταση νηστείας και πάνω 200 mg/dL μετά από δύο ώρες από τη πρόσληψη γλυκόζης.

Διακρίνεται στο τύπο Ι τον ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη ή νεανικό (IDDM): οι ασθενείς

εμφανίζουν πολυουρία και πολυδιψία και απώλεια βάρους καθώς και ινσουλινοπενία. Σε πολλούς

ασθενείς παρατηρείται αυτοάνοση καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος. Ο ασθενής στην

οξεία φάση αισθάνεται πεινασμένος και διψασμένος. [32]

Τύπος ΙΙ μη ινσουλινοεξαρτώμενος (NIDDM) είναι το 90% τα συμπτώματα είναι πιο ήπια,

εμφανίζεται πολλές φορές σε υπέρβαρους και σε άτομα άνω των σαράντα ετών.

Στα ερυθροκύτταρα η γλυκόζη και άλλα σάκχαρα αντιδρούν με την β αλυσίδα της αιμοσφαιρίνης και

προκύπτει η αιμοσφαιρίνη A1c, η οποία αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο για τον έλεγχο και τη

θεραπεία του διαβητικού ασθενή.

Page 47: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 47

Προσδιορισμός της γλυκόζης στο ανθρώπινο σώμα [33,34,35,36,37]

Οι περισσότερες τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι ενζυμικές. Ο έλεγχος μπορεί να γίνει στο

πλάσμα του αίματος, στα ούρα και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF).

Σε ένα άτομο με φυσιολογικό αιματοκρίτη η συγκέντρωση της γλυκόζης στο ολικό αίμα (fasting),

είναι 12-15% χαμηλότερη από τη συγκέντρωση της στο πλάσμα.

Μέθοδος εξοκινάσης

Η γλυκόζη φωσφορυλιώνεται με ATP στην παρουσία εξοκινάσης και Mg2+. Η 6-φωσφορική γλυκόζη

οξειδώνεται από τη δευδρογονάση της 6-φωφορικής γλυκόζης (G6PD) σε 6-φωσφογλυκονικό και

παράγεται και NADPH (φωσφορικό νικοτιναμιδο δινουκλεοτίδιο). Η ποσότητα του NADPH είναι

ανάλογη της ποσότητας της γλυκόζης στο δείγμα και μετριέται με την απορρόφηση στα 340 nm.

Μέθοδος της οξειδάσης της γλυκόζης.

Το ένζυμο οξειδάση της γλυκόζης καταλύει την οξείδωση της γλυκόζης σε γλυκονικό οξύ και

υπεροξείδιο του υδρογόνου. Με την προσθήκη του ενζύμου υπεροξειδάση και ενός χρωμογενούς

υποδοχέα οξυγόνου, όπως ο-dianisidine, προκύπτει ο σχηματισμός ενός χρωματιστού συστατικού το

οποίο μπορεί να μετρηθεί.

Η μέθοδος είναι κατάλληλη για μέτρηση σε εγκεφαλονωτιαίο υγρό και όχι για μέτρηση στα ούρα.

Μέθοδος της δευδρογονάσης της γλυκόζης

Το ένζυμο δευδρογονάση της γλυκόζης καταλύει την αντίδραση της οξείδωσης της γλυκόζης σε

γλυκονολακτόνη και παραγωγή NADH, η ποσότητα του οποίου είναι ανάλογη της συγκέντρωσης της

γλυκόζης.

Ο έλεγχος της γλυκόζης γίνεται με ειδικούς μετρητές και επιτρέπουν τη διακύμανση της

συγκέντρωσης της γλυκόζης σε κάθε ασθενή. Στην Αγγλία κυκλοφορούν 42 διαφορετικοί μετρητές.

Page 48: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 48

Εικόνα 11: Συσκευές μέτρησης γλυκόζης στο αίμα (τέσσερις γενιές-1993-2005)

Σήμερα, οι περισσότεροι μετρητές σακχάρου (glucometers) (εικόνα 11) χρησιμοποιούν μια μέθοδο

ηλεκτροχημική. Δοκιμαστικές ταινίες περιέχουν ένα τριχοειδές αγγείο που απορροφά επάνω μια

ποσότητα αίματος. Η γλυκόζη στο αίμα αντιδρά με ένα ένζυμο που βρίσκεται σε ένα ηλεκτρόδιο.

Από την αντίδραση στο ηλεκτρόδιο παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα. Το συνολικό ποσό που διέρχεται

από το ηλεκτρόδιο είναι ανάλογη με την ποσότητα της γλυκόζης στο αίμα που αντέδρασε με το

ένζυμο.

Page 49: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 49

Βιβλιογραφία

1. Berg, J. M., J. L. Tymoczko and L. Stryer. 2002. Biochemistry. 5th ed. New York: W. H.

Freeman.

2. Nelson, D. L. and M. M. Cox. 2005. Lehninger Principles of Biochemistry. 4th ed. New York: W.

H. Freeman.

3. A.E. Aleshin, C. Kirby, X. Liu, G.P. Bourenkov, H.D. Bartunik, H.J. Fromm, and R.B. Honzatko.

2000. Crystal structures of mutant monomeric hexokinase I reveal multiple ADP binding sites

and conformational changes relevant to allosteric regulation J. Mol. Biol. 296: 1001-1015.

(PubMed)

4. Smith, J. Nattrass, M. 2004. Diabetes and Laboratory Medicine. ACB Ventere Pub.

5. R.J. Middleton. 1990. Hexokinases and glucokinases Biochem. Soc. Trans. 18: 180-183.

(PubMed)

6. C.J. Jeffery, B.J. Bahnson, W. Chien, D. Ringe, and G.A. Petsko. 2000. Crystal structure of rabbit

phosphoglucose isomerase, a glycolytic enzyme that moonlights as neuroleukin, autocrine

motility factor, and differentiation mediator Biochemistry 39: 955-964. (PubMed)

7. T. Schirmer and P.R. Evans. 1990. Structural basis of the allosteric behaviour of

phosphofructokinase Nature 343: 140- 145. (PubMed)

8. C.A. Hasemann, E.S. Istvan, K. Uyeda, and J. Deisenhofer. 1996. The crystal structure of the

bifunctional enzyme 6-phosphofructo-2-kinase/fructose-2,6-biphosphatase reveals distinct

domain homologies Structure 4: 1017-1029. (PubMed)

9. P.A. Bash, M.J. Field, R.C. Davenport, G.A. Petsko, D. Ringe, and M. Karplus. 1991. Computer

simulation and analysis of the reaction pathway of triosephosphate isomerase Biochemistry

30: 5826-5832. (PubMed)

10. E. Zhang, J.M. Brewer, W. Minor, L.A. Carreira, and L. Lebioda. 1997. Mechanism of enolase:

The crystal structure of asymmetric dimer enolase-2-phospho-d-glycerate/enolase-

phosphoenolpyruvate at 2.0 Å resolution Biochemistry 36: 12526-12534. (PubMed)

11. JI.A. Rose. 1981. Chemistry of proton abstraction by glycolytic enzymes (aldolase, isomerases,

and pyruvate kinase) Philos. Trans. R. Soc. Lond.: Series B, Biol. Sci. 293: 131-144.

12. A. Mattevi, G. Valentini, M. Rizzi, M.L. Speranza, M. Bolognesi, and A. Coda. 1995. Crystal

structure of Escherichia coli pyruvate kinase type I: Molecular basis of the allosteric transition

Structure 3: 729-741. (PubMed)

13. T.T. Gleeson. 1996. Post-exercise lactate metabolism: A comparative review of sites,

pathways, and regulation Annu.Rev. Physiol 58: 556-581. (PubMed)

Page 50: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 50

14. C. Velot, M.B. Mixon, M. Teige, and P.A. Srere. 1997. Model of a quinary structure between

Krebs TCA cycle enzymes: A model for the metabolon Biochemistry 36: 14271-14276.

(PubMed)

15. S.J. Barnes and P.D. Weitzman. 1986. Organization of citric acid cycle enzymes into a

multienzyme cluster FEBS Lett. 201: 267-270. (PubMed)

16. Krebs, H. A. 1970. The history of the tricarboxylic cycle. Perspect. Biol. Med. 14: 154–170. [R]

17. S.J. Pilkis and D.K. Granner. 1992. Molecular physiology of the regulation of hepatic

gluconeogenesis and glycolysis Annu. Rev. Physiol. 54: 885-909. (PubMed)

18. S.J. Pilkis and T.H. Claus. 1991. Hepatic gluconeogenesis/glycolysis: Regulation and

structure/function relationships of substrate cycle enzymes Annu. Rev. Nutr. 11: 465-515.

(PubMed)

19. Buchbinder JL, Rath VL, Fletterick RJ (2001). "Structural relationships among regulated and

unregulated phosphorylases". Annu Rev Biophys Biomol Struct. 30 (1): 191–209.

20. ̂ Jump up to:a b c Buschiazzo A, Ugalde JE, Guerin ME, Shepard W, Ugalde RA, Alzari PM

(2004)."Crystal structure of glycogen synthase: homologous enzymes catalyze glycogen

synthesis and degradation.". EMBO J. 23 (16): 3195–205.

21. Roach PJ (2002). "Glycogen and its Metabolism". Curr Mol Med 2 (2): 101–20.

22. Taylor, R. 1991. Insulin action. Clin Endocrinol., 34:159-171

23. R.C. Nordlie, J.D. Foster, and A.J. Lange. 1999. Regulation of glucose production by the liver

Annu. Rev. Nutr. 19: 379-406. (PubMed)

24. Fell, D., 1997. Understanding the Control of Metabolism . Portland.

25. Frayn, K. N., 1996. Metabolic Regulation: A Human Perspective . Portland.

26. Froesch, E.R., Zapf, J. 1985. Insulin like growth factors and insulin: comparative aspects.

Diabetologia 28:485-493

27. Allen, B.T., DeLong, E.R., Feussner, J.R. 1990. Impact of glucose self-monitoring on no insulin

treated patients with Type II diabetes mellitus: Randomized controlled trial comparing blood

and urine testing. Diabetes Care, 13:1044-1050

28. Gerich, J.E. 1988. Glucose counterregulation and its impact on diabetes mellitus. Diabetes,

37:1608-1617

29. Goldstein, D.E., Little. R.R., Wiedmeyer, H.M., ET AL. 1986. Glycated hemoglobin:

Methodologies and clinical applications. Clin. Chem., 32:B64-B67

30. Prevalence and incidence of diabetes mellitus- USA 1980-1987. 1990. M.M.W.R. 39: 809-812

31. Pfeifer, M.A., Halter, J.B., Porte, D. 1981. Insulin secretion on diabetes mellitus. Am. J. Med.

70:579-588

32. Eisenbarth, G.S. 1986. Type I diabetes mellitus: A chronic autoimmune disease. N. Engl. J.

Med., 314:1360-1368

33. Burtis, C.A. Ashwood, E.R. 1994. Tietz textbook Clinical Chemistry 2ed.

Page 51: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 51

34. Passey, R.B., Gillum, R.L., Fuller, J.B., et al. 1977. Evaluation and comparison of 10 glucose

methods and the reference method recommended in the proposed product class standard.

Clin. Chem., 23:131-139

35. American Diabetes Association position statement. 1991: Urine glucose and Ketone

determinations. Diabetes Care, 14:39-40

36. Bergman, M., Felig, P. 1984. Self-monitoring of blood glucose levels in diabetes. Arch. Intern.

Med., 144: 2029-2034

37. Burrin, J.M., Price, C.P.1985. Measurement of blood glucose. Ann. Clin .Biochem., 22:327-342

Page 52: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 52

Θέμα 4

Ο ρόλος της ουβικιτίνης (ubiquitin) στην αποικοδόμηση των πρωτεϊνών και σε ανθρώπινες

παθογένειες.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ανακάλυψη του συστήματος ουβικουιτίνης-πρωτεοσώματος (26S) στην αποικοδόμηση των

πρωτεϊνών, άνοιξε ένα καινούριο κόσμο στη ρύθμιση των λειτουργιών του κυττάρου. Η πρωτεόλυση

απέκτησε μεγάλη σημασία. Η μεταγωγή σήματος, η ρύθμιση του μεταβολισμού, ο έλεγχος του

κυτταρικού κύκλου, η ανάπτυξη, η απόπτωση, ο έλεγχος της ποιότητας των πρωτεϊνών, η

παρουσίαση του αντιγόνου σχετίζονται άμεσα με λειτουργία του συστήματος ουβικουιτίνη-

πρωτεόσωμα. Μη φυσιολογική λειτουργία του συστήματος οδηγεί σε ασθένειες του

ανοσοβιολογικού, καρκίνο, νευροεκφυλιστικές αλλοιώσεις.

Η ουβικουιτίνη αποτελεί μια μονάδα μιας ευρύτερης βιολογικής γλώσσας.

Ο αριθμός των πρωτεϊνών υποστρώματα και, κατά συνέπεια, ο αριθμός των κυτταρικών διεργασιών

που η ουβικουιτίνη εμπλέκεται αυξάνονται σταθερά.

Επιπρόσθετα πρωτεΐνες ubiquitin like proteins (UBL's-SUMO) αλληλεπιδρούν με τη γλώσσα της

ουβικουιτίνης, διαφοροποιούν και βελτιώνουν ακόμα περισσότερο το μηχανισμό. Η γνώση των

λαθών στη γλώσσα της ουβικουιτίνης θα οδηγήσει στην κατανόηση της μοριακής βάσης πολλών

ασθενειών και πιθανόν θα δώσει τη δυνατότητα παρασκευής φαρμάκων, όπως η ανακάλυψη ενός

αναστολέα του πρωτεοσώματος bortezomib (Velcade®).

Page 53: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 53

Η διαδικασία της ανακύκλωσης πρωτεϊνών έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα για τις κυτταρικές

διαδικασίες.

(α) Δίνει τη δυνατότητα στα κύτταρα να καταστρέφουν τις πρωτεΐνες που για κάποιο λόγο δεν

μπορούν να λειτουργήσουν φυσιολογικά, μετουσιωμένες πρωτεΐνες, πρωτεΐνες με λανθασμένη

πτύχωση, πρωτεΐνες που περιέχουν αμινοξέα τα οποία έχουν υποστεί οξείδωση ή κάποια άλλη

βλάβη. [1]

και (β) επιτρέπει στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του κυττάρου να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τις

ποσότητες διαφόρων πρωτεϊνών στα επίπεδα που απαιτούνται κάθε χρονική στιγμή.

Η αποικοδόμηση των πρωτεϊνών εμφανίζει ειδικότητα. Οι πρωτεΐνες που έχουν χαμηλό χρόνο

ημιζωής ή υψηλούς ρυθμούς ανακύκλωσης είναι κυρίως ρυθμιστικές πρωτεΐνες. Σε αντίθεση με τις

δομικές πρωτεΐνες που ακολουθούν το ρυθμό ανάπτυξης του κυττάρου και έχουν χρόνους ημιζωής

που αντιστοιχούν στο χρόνο του κύκλου ζωής του κυττάρου.

Υπό συνθήκες ασητείας, τα κύτταρα αυξάνουν το ρυθμό αποικοδόμησης πρωτεϊνών με σκοπό να

τροφοδοτήσουν τις απαραίτητες κυτταρικές διαδικασίες.

Δύο είναι οι βασικοί μηχανισμοί αποικοδόμησης πρωτεϊνών

• μη επιλεκτική αποικοδόμηση που λαμβάνει χώρα στα λυσοσώματα

• επιλεκτική αποικοδόμηση μέσω του συστήματος της ουβικουιτίνης

Τα λυσοσώματα είναι ενδοκυτταρικά οργανίδια που σχηματίζονται από μεμβράνες

υπό μορφή κυστιδίων και περιέχουν περίπου 50 υδρολυτικά ένζυμα τα οποία αποικοδομούν

συστατικά που έχουν εισέλθει από το περιβάλλον μέσω ενδοκύττωσης. [2]

Η ουβικουιτίνη είναι μια μικρή πρωτεΐνη με 76 αμινοξέα και η στερεοδομή της έχει

προσδιοριστεί τόσο με κρυσταλλογραφία ακτίνων-Χ σε κρύσταλλο όσο και στο

διάλυμα με NMR. Το μόριο της ουβικουιτίνης έχει πολύ συμπαγή δομή και αποτελείται από 4

πτυχωτές επιφάνειες και μία α-έλικα.

Το καρβοξυτελικό άκρο του τελευταίου αμινοξέος που είναι Gly μπορεί να δεθεί ομοιοπολικά με

άλλες πρωτεΐνες μέσω αμιδικών δεσμών των α- και ε- αμινομάδων τους.

Page 54: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 54

Όταν ένα μόριο ουβικουιτίνης συνδέεται με ένα άλλο μόριο ουβικουιτίνης, τότε η

α-καρβοξυλομάδα του ενός μορίου συνδέεται ομοιοπολικά με αμιδικό δεσμό στην

ε-αμινομάδα της Lys48 του άλλου μορίου ουβικουιτίνης.

Η ουβικουιτίνη βρίσκεται σε σημαντικές ποσότητες σε όλους τους ευκαρυωτικούς

οργανισμούς, όπως άλλωστε υποδεικνύει και το όνομα της.

Εντοπίζεται και ως φυσιολογική πρωτεΐνη του πλάσματος του αίματος. Η φυσιολογική συγκέντρωση

της κυμαίνεται από 10 nM-100 ng/mL).

Ανιχνεύεται και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. [3,4]

Είναι γενικά αποδεκτό ότι η δράση της ουβικουιτίνης δεν είναι απλά μια διαδικασία σήμανσης

πρωτεϊνών αλλά η δεύτερη πιο συχνή μεταμεταφραστική τροποποίηση μετά τη φωσφορυλίωση. [5]

Η ουβικουιτίνη συμμετέχει σε πολλές κυτταρικές διεργασίες όπως:

Αποικοδόμηση πρωτεϊνών, ενδοκύτωση, απόπτωση, ανοσοαπόκριση, κυτταρικός κύκλος,

σταθερότητα DNA, μεταβολικά μονοπάτια, μεταγραφή και μετάφραση. [6,7]

Είναι ένα πολύ συντηρητικό εξελικτικά μόριο και όλα τα αμινοξέα της φαίνεται να είναι σημαντικά

στη λειτουργία της. Οι διαφορές στην αλληλουχία των αμινοξέων της είναι ελάχιστη από τα έντομα

μέχρι τον άνθρωπο. Η διαφορά είναι 2-3 αμινοξέα από το ζυμομύκητα μέχρι τον άνθρωπο. (εικόνα

1) [8,9,10]

Page 55: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 55

Εικόνα 1: Αλληλουχίες αμινοξέων της ουβικουιτίνης σε διάφορες ομάδες ευκαρυωτικών

οργανισμών. Τα διαφορετικά αμινοξέα είναι χρωματιστά. Στον H. sapiens, φαίνεται το

αμινοτελικό άκρο της μεθειονίνης και στο καρβοξυτελικό άκρο οι δύο γλυκίνες. [11]

Page 56: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 56

Εικόνα 2: Το σύστημα ουβικουιτίνης-πρωτεόσωμα. Ενεργοποίηση ουβικουιτίνης με σύνδεση της

με το ένζυμο Ε1, μεταφορά της στο Ε2, και αλληλεπίδραση με τοΕ3, που οδηγεί σε αλυσίδα

πολυουβικουιτίνης που συνδέεται στην πρωτεΐνη στόχο. Τελικά, η πρωτεΐνη αποικοδομέιται σε

μικρά πεπτίδια στο 26S πρωτεόσωμα.

E1: Ubiquitin activating enzyme; E2: Ubiquitin conjugating enzyme; E3: Ubiquitin ligases. [12]

Page 57: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 57

Εικόνα 3: Αποικοδόμηση πρωτεϊνών που ρυθμίζεται από την ουβικουιτίνη (Ubiquitin). UB-COOH

συμβολίζει την ουβικουιτίνη με την α-καρβοξυλική της ομάδα. Ε1, Ε2 και Ε3 είναι πρωτεΐνες που

συμμετέχουν στην ενεργοποίηση (Uboquitin activating enzyme) και μεταφορά ουβικουιτίνης στην

πρωτεΐνη που πρόκειται να αποικοδομηθεί. [13]

Page 58: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 58

Εικόνα 4: Το σύστημα Ub στο S. cerevisiae. Ένα υψηλά συντηρητικό σύστημα στους

ευκαρυωτικούς. Απεικονίζονται τα γονίδια UBI1–UBI4, δύο από τα οποία περιέχουν ιντρόνια. Α) η

Gly 76 της Ub συνδέεται με θειοεστερικό δεσμό με τη Cys του ενζύμου E1 (αντίδραση ATP

dependent) (Ub-activating), β) η ενεργοποιημένη Ub μεταφέρεται στη Cys διάφορων Ub-

conjugating (E2)ενζύμων, και από εκεί στην τελική πρωτεΐνη. Η πρωτεΐνη αποικοδομείται σε

μικρά πεπτίδια από το ATP-dependent (εξαρτώμενο) 26 S πρωτεόσωμα. [14]

Page 59: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 59

Το πρώτο βήμα στη σύνδεση της ουβικουιτίνης με την πρωτεΐνη στόχο είναι η

ενεργοποίηση της τελικής καρβοξυλομάδα της και η σύνδεση της με θειοεστερικό δεσμό στο ένζυμο

ενεργοποιητή γνωστό ως E1 (Ubiquitin activating enzyme).

Κατά την αντίδραση αυτή η τελική καρβοξυλική ομάδα ενεργοποιείται μέσω του

αδενυλιωμένου ενδιαμέσου της με την κατανάλωση ATP, όπως συμβαίνει συχνά με

διαδικασίες ενεργοποίησης.

Η ενεργοποιημένη ουβικουιτίνη μεταφέρεται από το E1 σε άλλο ένζυμο που

ονομάζεται E2. Τα διάφορα E2 ένζυμα (Ubiquiting conjugating enzyme) περιέχουν ένα πυρήνα από

150 αμινοξέα που περιέχει στο ενεργό κέντρο του μια Cys.

Διάφορες μορφές της πρωτεΐνης E2 μεταφέρουν την ουβικουιτίνη στις α- και ε-αμινομάδες

διαφόρων πρωτεϊνών.

Τέτοιες πρωτεΐνες, όπως οι ιστόνες είναι γνωστό ότι δένονται αντιστρεπτά στην ουβικουιτίνη και

επηρεάζουν την λειτουργία τους χωρίς όμως να αποικοδομούνται.

Σε περίπτωση που η πρωτεΐνη θα αποικοδομηθεί συμπλέκεται πρώτα με ένα από το

ένζυμα γνωστά ως E3. Η πρωτεΐνη E3, λιγάση της ουβικουιτίνης (Ubiquitin protein ligase) είναι μια

πρωτεΐνη με μοριακό βάρος 180 kDa και μεταφέρει την ενεργοποιημένη ουβικουιτίνη από το

ένζυμο E2 στην ε-αμινομάδα μια λυσίνης της πρωτεΐνης στόχος που σχηματίζει ισοπεπτιδικό δεσμό

(isopeptide bond).

Η E3 παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή των πρωτεϊνών που θα αποικοδομηθούν.

50 και πλέον μόρια ουβικουιτίνης μπορούν να συνδεθούν περιοδικά σχηματίζοντας μια αλυσίδα

πολυ-ουβικουιτίνης στην οποία η Lys48 κάθε μορίου ουβικουιτίνης σχηματίζει έναν ισοπεπτιδικό

δεσμό με το καρβοξυτελικό άκρο του επόμενου μορίου ουβικουιτίνης. Η δημιουργία της αλυσίδας

πολυ-ουβικουιτίνης που καταλύεται από διάφορα μόρια Ε2, εμφανίζεται να είναι αναγκαία για την

αποικοδόμηση τουλάχιστον μερικών πρωτεϊνών.

Η πρωτεΐνη στόχος αποικοδομείται από ένα πολύ μεγάλο σύμπλεγμα πρωτεάσης που απαιτεί ATP,

που είναι ειδικό για συμπλέγματα ουβικουιτίνης-πρωτείνης στόχου. Το πρωτεόσωμα είναι τμήμα

αυτού του συμπλέγματος.

Page 60: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 60

Η ουβικουιτίνη ελευθερώνεται από την πρωτεΐνη στόχο και μπορεί να

επαναχρησιμοποιηθεί. Η ελευθέρωση αυτή γίνεται με την βοήθεια αρκετών ενζύμων που κόβουν

ειδικά τον ομοιοπολικό δεσμό μεταξύ του C-άκρου της ουβικουιτίνης και της άλλης πρωτεΐνης.

Η ουβικουιτινιομένη πρωτεΐνη αποικοδομείται πρωτεολυτικά με μία διαδικασία που απαιτείται

κατανάλωση ATP με τη μεσολάβηση ενός μεγάλου σύμπλεγματος πρωτεϊνών με συνολικό μοριακό

βάρος της τάξεως των 2.000 kDa, ή 26S και ονομάζεται 26S πρωτεόσωμα. (εικόνες 2,3,4)

Αποτελείται από δύο υπομονάδες, μια υπομονάδα που αποτελεί τον καταλυτικό πυρήνα 20S και μια

ρυθμιστική υπομονάδα 19S. (εικόνα 5)

Η 20S έχει σχήμα βαρελιού και αποτελείται από τέσσερις δακτυλίους, δύο όμοιους εξωτερικούς a

και δύο όμοιους εσωτερικούς b. Οι δακτύλιοι αποτελούνται από επτά διακριτές υπομονάδες.

Καταλυτική δράση παρουσιάζουν οι b δακτύλιοι.

Το 26S προτεόσωμα που βρίσκεται τόσο στον πυρήνα όσο και στο κυτταρόπλασμα αποικοδομεί

πεπτιδικούς δεσμούς στο C-άκρο βασικών, υδρόφοβων και όξινων αμινοξέων.

Η πρωτεολυτική διαδικασία πιστεύεται ότι λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό του βαρελιού του

πρωτεοσώματος, γεγονός που της επιτρέπει να είναι εκτενής και γρήγορη ενώ παράλληλα αποκλείει

τη μη ειδική πρωτεολυτική αποικοδόμηση άλλων κυτταρικών συστατικών ή δομών.

Η χρήση ATP από το σύστημα, ρυθμίζει την πρωτεολυτική ενεργότητα αυτού του συμπλέγματος.

Είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι οι πρωτεάσες είναι σε ενεργό μορφή μετά την αλληλεπίδραση

τους με το κατάλληλο υπόστρωμα-πρωτεΐνη που προορίζεται να αποικοδομηθεί. Σε αντίθεση

περίπτωση η παρουσία στο κυτταρόπλασμα των πρωτεασών που θα μπορούσαν να

αποικοδομήσουν φυσικές πρωτεΐνες θα είχε σαν αποτέλεσμα να μετατρέψει το κυτταρόπλασμα σε

ένα σάκο με αμινοξέα.

Κατά τη διαδικασία της αποικοδόμησης σχηματίζονται πεπτίδια μήκους 7-8 αμινοξέα τα οποία, στη

συνέχεια, μπορούν να διαχωριστούν σε μεμονωμένα αμινοξέα και να επαναχρησιμοποιηθούν στη

σύνθεση νέων πρωτεϊνών.

Ένα πρωτεάσωμα περιέχει στο κέντρο του έναν κύλινδρο ο οποίος σχηματίζεται από πρωτεάσες,

των οποίων τα ενεργά κέντρα πιστεύεται ότι είναι στραμμένα προς την εσωτερική επιφάνεια του

κυλίνδρου. Οι 2 εσωτερικοί δακτύλιοι περιέχουν 7 β-υπομονάδες οι οποίες περιλαμβάνουν 6

ενεργά κέντρα πρωτεασών. Αυτά τα ενεργά κέντρα είναι τοποθετημένα στην εσωτερική επιφάνεια

των δακτυλίων κι έτσι η πρωτεΐνη-στόχος πρέπει να εισέλθει στον κεντρικό πόρο πριν καταστραφεί.

Page 61: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 61

Οι 2 εξωτερικοί δακτύλιοι διατηρούν μία πύλη διαμέσου της οποίας οι πρωτεΐνες-στόχοι

εισέρχονται στο εσωτερικό του κυλίνδρου. Οι α-υπομονάδες συνδέουν δομές ή ρυθμιστικές

περιοχές που αναγνωρίζουν πολυουβικουιτινικές αλληλουχίες προσκολλημένες στα πρωτεϊνικά

υποστρώματα και αρχίζουν τη διαδικασία απορρύθμισης.

Αφού η πρωτεΐνη-στόχος συνδεθεί με την ουβικουιτίνη, αναγνωρίζεται από την 19S ρυθμιστική

περιοχή, μέσω μιας διαδικασίας στην οποία συμμετέχει ενεργά το ΑΤΡ. Η πρωτεΐνη του

υποστρώματος πρέπει στη συνέχεια να εισέλθει στο εσωτερικό του 20S, ώστε να επικοινωνήσει με

τα πρωτεολυτικά ενεργά κέντρα. Όμως, επειδή η δίοδος του 20S είναι στενή και κλεισμένη από το

αμινοτελικό άκρο των α-υπομονάδων των δακτυλίων, τα υποστρώματα πρέπει να είναι,

τουλάχιστον μερικώς, κατεστραμμένα πριν την είσοδό τους στο εσωτερικό του πυρήνα. Η

τοποθέτηση του κατεστραμμένου υποστρώματος στον πυρήνα συμβαίνει απαραίτητα μετά την

ουβικουιτίνωση. Τα μόρια του ΑΤΡ υδρολύονται πριν την τοποθέτηση. [15,16]

Εικόνα 5: Δομή πρωτεοσώματος: 2 εξωτερικοί δακτύλιου με 7 υπομονάδες και 2 εσωτερικοί με 7

υπομονάδες.

Page 62: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 62

Η ημιζωή των κυτταροπλασματικών πρωτεϊνών ποικίλει ανάλογα με την ταυτότητα του Ν-τελικού

αμινοξικού καταλοίπου της πρωτεΐνης. Ορισμένες πρωτεΐνες έχουν ένα “σταθεροποιητικό” αμινοξύ

στο Ν-άκρο τους. Τα αμινοξέα αυτά είναι:

Μεθειονίνη, Σερίνη, Αλανίνη, Θρεονίνη, Βαλίνη, Γλυκίνη και Κυστείνη. Η παρατήρηση αυτή είναι

γνωστή σαν ο κανόνας του Ν-τελικού άκρου (N-end rule) και ισχύει για τις προκαρυωτικές και

ευκαρυωτικές πρωτεΐνες.

Πρωτεΐνες με περιοχές πλούσιες σε προλίνη (P), γλουταμινικό (E), σερίνη (S) και

θρεονίνη (T), γνωστές ώς PEST-πρωτεΐνες που αποικοδομούνται πολύ γρήγορα. [17]

Κυτταρικές διαδικασίες στις οποίες εμπλέκεται η ουβικουιτίνη

Η ουβικουιτίνη εμπλέκεται στη ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου και την κυτταρική διαίρεση, στη

διαφοροποίηση και ανάπτυξη, στην κυτταρική αντίδραση στο stress, στη μορφογένεση

νευρωνικών δικτύων, ρύθμιση των υποδοχέων της μεμβράνης, DNA επιδιόρθωση, [18], ρύθμιση

μεταγραφής και μετάφρασης, μακροπρόθεσμη μνήμη, κιρκάδιο ρυθμό, ρύθμιση

ανοσοβιολογικού συστήματος, βιογένεση οργανιδίων. Η λίστα των κυτταρικών πρωτεϊνών στις

οποίες προσδένεται η ουβικουιτίνη αυξάνεται ραγδαία. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται οι

ρυθμιστικές πρωτεΐνες του κυτταρικού κύκλου όπως οι κυκλίνες, οι αναστολείς των κυκλινών-

εξαρτώμενων κινασών, πρωτεΐνες που επμπλέκονται στον αποχωρισμό των αδελφών χρωματίδων,

ογκοκατασταλτικές πρωτεΐνες, ενεργοποιητές και αναστολείς της μεταγραφής, υποδοχείς

μεμβράνης και ενδοπλασματικού δικτύου.

Τέλος, αποικοδόμηση και απομάκρυνση πρωτεϊνών, παίζοντας σημαντικό ρόλο στον ποιοτικό

έλεγχο και αμυντικό μηχανισμό του κυττάρου.

Η αποικοδόμηση αφορά και πρωτεΐνες εκτός κυττάρου, όπως στην περίπτωση κάποιου ιού, γεγονός

σημαντικό για την ανοσοβιολογική απόκριση.

Η διαταραχή του συστήματος της ουβικουιτίνης οδηγεί σε μείωση η αύξηση της διαδικασίας

αποικοδόμησης των πρωτεϊνών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες παθογένειες, όπως καρκίνο,

νευρολογικές διαταραχές, γενετικές ασθένειες, δυσλειτουργία του ανοσοβιολογικού συστήματος.

(εικόνα 6)

Page 63: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 63

Εικόνα 6: Διαταραχές του συστήματος ubiquitin-proteasome και παθογένεση ανθρώπινων

ασθενειών. Φυσιολογική αποικοδόμηση πρωτεϊνών (δεξιά). Όταν η δράση της ουβικουιτίνης

αυξάνεται λόγω της αυξημένης έκφρασης του Ε3, τα επίπεδα των πρωτεϊνών μειώνονται (πάνω

αριστερά). Μεταλλάξεις στη λιγάση της ουβικουιτίνης ή σε κάποια περιοχή σύνδεσης με το

υπόστρωμα οδηγεί σε μειωμένη αποικοδόμηση και συνάνθροιση πρωτεϊνών (κάτω αριστερά).

Ο καρκίνος προκύπτει από την παρουσία ογκοπρωτεινών και απουσία ογκοκατασταλτικών

παραγόντων. Στόχοι του συστήματος της ουβικουιτίνης αποτελούν οι ογκοπρωτείνες που αν δεν

απομακρυνθούν φυσιολογικά οδηγούν σε καρκινογένεση. Για παράδειγμα στόχοι είναι N-myc, c-

Myc, c-Fos, c-Jun, Src.

Αντίστοιχα αποσταθεροποίηση ογκοκατασταλτικών γονιδίων όπως p53 and p27μπορούν να

οδηγήσουν σε καρκινογένεση. Για παράδειγμα στον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως τα επίπεδα της

πρωτείνης p53 είναι εξαιρετικά χαμηλά. [19]

Page 64: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 64

Μετάλλαξη σε ένα ένζυμο του συστήματος της ουβικουιτίνης συνδέεται με το σύνδρομο Angelman

(happy puppet syndrome), που χαρακτηρίζεται από διανοητική καθυστέρηση και παροξυσμούς

γέλιου. Είναι πιθανόν η αυξημένη συγκέντρωση μιας πρωτεΐνης να είναι τοξική για την ανάπτυξη

των νευρικών κυττάρων. [20]

Όπως και στην περίπτωση του p53, χαμηλά επίπεδα του αναστολέα της κυκλινο-εξαρτώμενης

κινάσης p27Kip1 εμπλέκεται στον καρκίνο του παχέος εντέρου, του προστάτη και του στήθους. [21]

Υπερέκφραση των πρωτεασών της ουβικουιτίνης συνδέονται και με τον καρκίνο των πνευμόνων.

[22]

Δυσλειτουργία στο σύστημα ουβικουιτίνης-πρωτεασώματος μπορεί να αποτελέσει αιτία πολλών

νευρολογικών ασθενειών. Σε χρόνιες νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως η ασθένεια Alzheimer’s

(AD), η νόσος του Parkinson (PD), και η ασθένεια Huntington, παρατηρείται συσσώρευση πρωτεϊνών

με λανθασμένη πτύχωση, μεγάλα αδιάλυτα σύμπλοκα τέτοιων πρωτεϊνών μπορούν να

σχηματιστούν και να επιφέρουν νευροτοξικότητα, μέσω μηχανισμών που δεν είναι ακόμη πλήρως

κατανοητοί. Διαταραγμένη πρωτεασωμική ενεργότητα μπορεί να αποτελεί την βάση γνωστικών

παθήσεων όπως ο αυτισμός, καθώς και μυϊκών και νευρολογικών ασθενειών όπως η μυασθένεια.

[23]

Αυξημένη αποικοδόμηση του διαμεμβρανικού υποδοχέα (CFTR), μιας πρωτεΐνης που ελέγχει την

είσοδο και έξοδο ιόντων χλωρίου, οδηγεί στη γενετική ασθένεια της κυστικής ίνωσης. [24]

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δύο ιοί ο HPV και ο Epstein-Barr Virus (EBV) Nuclear Antigen 1

(EBNA1), έχουν αναπτύξει μηχανισμούς που οδηγούν σε αυξημένη διάσπαση της πρωτεΐνης p53,

γεγονός που οδηγεί σε συνεχή αντιγραφή και συγκρότηση των ιών στο κύτταρο, παρά τη βλάβη στο

DNA που θα οδηγούσε σε απόπτωση επαγόμενη από το p53. [25]

Το ογκοκατασταλτικό γονίδιο p53 θεωρείται ο «φύλακας του γονιδιώματος». Η σύνδεση της

πρωτεΐνης p53 με την ουβικουιτίνη αποτελεί σημαντικό ρυθμιστικό μηχανισμό. Μελέτες έχουν

αποκαλύψει ότι η πρωτεΐνη p53 μπορεί να ρυθμιστεί με πολλές Ε3 λιγάσες της ουβικουιτίνης όπως

Pirh2, COP1, ARF binding protein and E6AP, ενώ η murine double minute 2 (MDM2) ογκοπρωτείνη,

είναι ο πιο σημαντικός αναστολέας της λειτουργίας του p53. [26,27,28,29]

Page 65: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 65

Γενετικές διαταραχές που συνδέονται με την ουβικουιτίνη:

α) το σύνδρομο Angelman, που προκύπτει από τη διαταραχή του γονιδίου ''UBE3A'', που

κωδικοποιεί μια λιγάση της ουβικουιτίνης (E3 enzyme termed E6-AP).

β) το σύνδρομο Von Hippel-Lindau.

γ) το σύνδρομο Liddle's που οδηγεί σε απορρύθμιση σε ένα επιθηλιακό κανάλι νατρίου (epithelial

Na+ channel ENaC) και οδηγεί σε υπέρταση.

δ) αναιμία Fanconi.

ε) 3-M syndrome, αυτοσωμικό υπολειπόμενο γονίδιο οδηγεί σε διανοητική καθυστέρηση. [30]

Το σύστημα της ουβικουιτίνης (UPS) εμπλέκεται και στην υπερτροφία της αριστερής κοιλίας.

Αναστολή του συστήματος προλαμβάνει την ανάπτυξη κυττάρων που αντιστέκονται στην

υπερτροφία.

Στην πραγματικότητα σε αρκετά πειραματικά μοντέλα, η UPS αναστολή αποδείχθηκε ότι είναι σε

θέση να αποτρέψει ή να αντιστρέψει την καρδιακή υπερτροφία. [31]

Αυξημένη ενεργότητα του συστήματος της ουβικουιτίνης παρατηρείται στην αποικοδόμηση

πρωτεϊνών στους σκελετικούς μύες, σε περιπτώσεις πείνας, καρκίνου, σήψη, μεταβολική οξείδωση

και στη μεταμόρφωση των εντόμων κατά την ανάπτυξη της πεταλούδας. Επίσης παρατηρείται και

κατά τη χρήση γ-IFN. Αυτή η κυτοκίνη επάγει αλλαγές στο πρωτεόσωμα με αποτέλεσμα κατά την

αποικοδόμηση των αντιγονικών πρωτεϊνών, τα πεπτίδια που προκύπτουν να έχουν υψηλότερη

συγγένεια για την παρουσίαση τους στο αντιγόνο ιστοσυμβατότητας MHC class I. [32,33,34]

Εξαιτίας του ρόλου του πρωτεασώματος στη ρύθμιση της ενεργής μορφής του ΝF-κΒ, ενός

αντιαποπτωτικού και προαντιφλεγμονώδους ρυθμιστή της έκφρασης των κυτοκινών, η

δραστηριότητα του πρωτεασώματος έχει συνδεθεί με αντιφλεγμονώδη και αυτοάνοσα νοσήματα

συμπεριλαμβανομένου του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου και της ρευματοειδούς

αρθρίτιδας.

Ο NF-κB είναι ένας μεταγραφικός παράγοντας που συνδέεται με αντιδράσεις φλεγμονής και

ανοσοαντιδράσεις. Η μη φυσιολογική ενεργοποίηση του συνδέεται με αλλεργικές καταστάσεις,

αυτοανοσία και καρκίνο. [35]

Page 66: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 66

Περίπου 100 ένζυμα από 5 διαφορετικές οικογένειες γονιδίων (the deubiquitinating enzymes or

DUBs), αναστρέφουν με υδρόλυση του ισοπεπτιδικού δεσμού την πρόσδεση της ουβικουιτίνης με

την πρωτεΐνη στόχο. Τέσσερις οικογένειες είναι θειολπρωτεάσες και μια είναι μεταλλοπρωτεάση.

Έτσι, ο τρόπος λειτουργίας του μονοπατιού της ουβικουιτίνης είναι πολύ παρόμοιος με εκείνο της

φωσφορυλίωσης, με τα DUBs να εξυπηρετούν τις ίδιες λειτουργίες όπως η φωσφατάση. [36]

Είναι ενδιαφέρον, αρκετές μελέτες, με εξαιρετικά μακρόβιους ανθρώπους (centenarians) και ζώα

ανέφεραν αυξημένη δραστηριότητα του συστήματος ουβικουιτίνης-πρωτεόσωμα. Η έκφραση και η

δραστηριότητα του συστήματος σε ινοβλάστες που προέρχονται από υγιείς υπεραιωνόβιους

συγκρίθηκαν με ινοβλάστες από μικρούς σε ηλικία δότες. Η λειτουργικότητα σε ινοβλάστες που

προέρχονται από αιωνόβιους (centenarians) έμοιαζε με αυτό των νέων ατόμων. [37]

Κατά την τελευταία δεκαετία, ένα από τα επιτεύγματα ορόσημο σε θεραπείες του καρκίνου είναι η

ανακάλυψη της βορτεζομίμπης, ένας ανασταλτικός παράγοντας των πρωτεασωμάτων . Η

Bortezomib έχει εγκριθεί για τη θεραπεία του πολλαπλού μυελώματος. (εικόνα 7) [38,39]

Page 67: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 67

Εικόνα 7: Η χημική δομή της Bortezomib. (Bortezomib is a tripeptide made up of pyrazinoic acid,

phenylalanine and leucine with boronic acid instead of a carboxylic acid).

Η Bortezomib μπορεί να επάγει την απόπτωση σε διάφορα καρκινικά κύτταρα, στη λευχαιμία,

λέμφωμα, πολλαπλό μυέλωμα, καρκίνο του στήθους, του προστάτη και των πνευμόνων κ.α. [40]

Είναι σαφές ότι το μονοπάτι ubiquitin-πρωτεόσωμα διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην

απόπτωση. Πολλές κυτταρικές πρωτεΐνες με σημαντικές λειτουργίες στην απόπτωση

αποικοδομούνται από το μονοπάτι ubiquitin-πρωτεόσωμα. Ο ανασταλτικός παράγοντας του

πρωτεοσώματος, Velcade/PS-341, τώρα χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπεία στο πολλαπλό

μυέλωμα, και άλλοι αναστολείς του συστήματος είναι σε κλινικές δοκιμές για τη θεραπεία του

καρκίνου και άλλες μεγάλες ανθρώπινες διαταραχές, όπου είναι επιθυμητός ο χειρισμός της

απόπτωσης. [41]

Page 68: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 68

Εικόνα 8: Οι διάφορες λειτουργίες του συστήματος της ουβικουιτίνης. Α. αποικοδόμηση

κυτταρικών πρωτεϊνών, ενεργοποίηση ουβικουιτίνης με το ένζυμο Ε1, (1) μεταφορά της στο

ένζυμο Ε2 (ubiquitin-conjugating enzyme, UBC), E2 (2), το E2 μεταφέρει την ενεργοποιημένη

ουβικουιτίνη στην πρωτεΐνη υπόστρωμα που είναι συνδεδεμένο με μια μοναδική λιγάση της

ουβικουιτίνης E3 (3). Επιτυχή δημιουργία αλυσίδας από ουβικουιτίνες που λειτουργεί σαν

μήνυμα για την αποικοδόμηση της πρωτεΐνης από 26S πρωτεόσωμα (4). Το υπόστρωμα

αποικοδομείται σε μικρά πεπτίδια και η ουβικουιτίνη ελευθερώνεται από ειδικά ένζυμα και

ξαναχρησιμοποιείται (de-ubiquitinating enzymes DUBs)(5). B. Μόνο ή ολιγοουβικουιτίωση

σημαίνει μεμβρανικές πρωτεΐνες για αποικοδόμηση από το λυσόσωμα. C. Monoubiquitination ή

(D) μια μικρή τροποποίηση από την ubiquitin-like (UBL) protein, οι SUMO, σημαίνουν πρωτεΐνες

στον πυρήνα ή στους πυρηνικούς πόρους (NPC). E. Μια αλυσίδα πολυουβικουιτίνης λειτουργεί ως

μεταγραφικός ρυθμιστής. Ub= ubiquitin, K= Lys, and S= Cys.

Page 69: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 69

Τα ένζυμα E3s παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρωτεολυτική διάσπαση που επάγεται από την

ουβικουιτίνη. 1.000 διαφορετικά E3s ένζυμα έχουν ανιχνευθεί στον άνθρωπο.

Ubiquitin-like proteins (πρωτεΐνες που μοιάζουν με την ουβικουιτίνη), όπως SUMO (Small Ubiquitin

Modifier) και NEDD8 συνδέονται με τον ίδιο τρόπο στο υπόστρωμα, όπως η ουβικουιτίνη.

Τα ένζυμα αυτά είναι διαφορετικά αν και χρησιμοποιούν παρόμοιο μηχανισμό με την ουβικουιτίνη.

[42,43,44,45]

Ομοιοπολικές μεταμεταφραστικές τροποποιήσεις με τις SUMO (small ubiquitin-related modifier)

ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες των πρωτεϊνών στα ευκαρυωτικά κύτταρα. Η σουμουλίωση

(Sumoylation) επηρεάζει την ενεργότητα, υποκυτταρική τοποθέτηση και σταθερότητα των

πρωτεινών υποστρώματα. (εικόνα 9)

Εικόνα 9: Ρόλος του υβριδίου SUMO-ubiquitin στη στόχευση πρωτεϊνών.

Η σύνδεση μιας SUMO με μια πρωτείνη μπορεί να ακολουθήσει αμφίδρομη πορεία, ή να

συνδεθούν και άλλες SUMO ή να αφαιρεθεί.

Η αλυσίδα του υποστρώματος με τις SUMO συνδέεται και με ουβικουιτίνη με συγκεκριμένα

ένζυμα. Το σύμπλεγμα που δημιουργείται κατευθύνεται στο πρωτεόσωμα (κάτω). Εναλλακτικά,

(πάνω) συνδέεται με την πρωτεΐνη Rap80 (μια υπομονάδα του συμπλέγματος Brca1). Ο

μηχανισμός αυτός μεσολαβεί στη συγκρότηση του συμπλέγματος Brca1-A στις θέσεις όπου

παρατηρούνται βλάβες στο DNA. [46]

Page 70: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 70

Βιβλιογραφία

1. Amm I., Sommer T., Wolf D.H. 2014. Protein quality control and elimination of protein waste:

The role of the ubiquitin–proteasome system. Biochimica et Biophysica Acta 1843: 182–196.

2. Shah SA, Potter MW and Callery MP. 2001. Ubiquitin proteasome pathway: implications and

advances in cancer therapy. Surg Oncol; 10: 43-52.

3. Okada, M., Miyazaki, S., Hirasawa, Y. (1993) Increase in plasma concentration of ubiquitin in

dialysis patients: possible involvement in 2-microglobulin amyloidosis. Clin. Chim. Acta 220,

135–144.

4. Blennow, K., Davidsson, P., Wallin, A., Gottfries, C. G., Svennerholm, L. (1994) Ubiquitin in

cerebrospinal fluid in Alzheimer's disease and vascular dementia. Int. Psychogeriatr. 6, 13–22.

5. Weissman, A. M. (2001) Themes and variations on ubiquitylation. Nat. Rev. Mol. Cell Biol. 2,

169–178.

6. Clague MJ and Urbe S. 2010. Ubiquitin: same molecule, different degradation pathways. Cell

143: 682-685.

7. Finley, D. 2009. Recognition and processing of ubiquitin-protein conjugates by the

proteasome. Annu. Rev. Biochem. 78, 477–513.

8. Ozkaynak, E., Finley, D., Varshavsky, A. (1984) The yeast ubiquitin gene: head-to-tail repeats

encoding a polyubiquitin precursor protein. Nature 312, 663–666.

9. Gausing, K., Barkardottir, R. (1986) Structure and expression of ubiquitin genes in higher

plants. Eur. J. Biochem. 158, 57–62.

10. 29. Wilkinson, K. D., Cox, M. J., O'Connor, L. B., Shapira, R. (1986) Structure and activities of a

variant ubiquitin sequence from bakers' yeast. Biochemistry 25, 4999–5004.

11. Alice Zuin , Marta Isasa and Bernat Crosas. 2014. Ubiquitin Signaling: Extreme Conservation

as a Source of Diversity Cells 3, 690-701.

12. Pickart CM and Eddins MJ. 2004. Ubiquitin: structures, functions, mechanisms. Biochim

Biophys Acta 1695: 55-72.

13. Hershko, A., Ciechanover, A. (1998) The ubiquitin system. Annu. Rev. Biochem. 67, 425–479.

14. Alexander Varshavsky. 2008. Degradation Discovery of Cellular Regulation by Protein J. Biol.

Chem. 283:34469-34489.

15. Aaron Ciechanover,Amir Orian, and Alan L. Schwartz. 2000. Ubiquitin-mediated proteolysis:

biological regulation via destruction BioEssays 22:442±451, John Wiley & Sons.

Page 71: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 71

16. Mary J. Kunjappu , Mark Hochstrasser. 2014. Assembly of the 20S proteasome Biochimica et

Biophysica Acta 1843 2–12

17. The N-end rule. 1992. Varshavsky, A. Cell 69, 725-735.

18. Zhijian J. Chen,Lijun J. Sun. 2009. Nonproteolytic Functions of Ubiquitin in Cell Signaling

Molecular Cell 33.

19. 11. Scheffner, M., Werness, B. A., Huibregtse, J. M., Levine, A. L., and Howley, P. M. (1990)

The E6 oncoprotein encoded by human papillomavirus types 16 and 18 promotes the

degradation of p53. Cell 63, 1129 – 1136.

20. Kishino, T., Lalande, M., and Wagstaff, J. (1997) UBE3A/E6-AP mutations cause Angelman

syndrome. Nat. Genet. 15, 70 – 73.

21. 14. Bloom, J., and Pagano, M. (2003) Deregulated degradation of the cdk inhibitor p27 and

malignant transformation. Semin. Cancer Biol. 13, 41 – 47.

22. Gray, D. A., Inazawa, J., Gupta, K., Wong, A., Ueda, R., and Takahashi, T. (1995) Elevated

expression of Unph, a proto-oncogene at 3p21.3, in human lung tumors. Oncogene 10, 2179 –

2183.

23. Ciechanover, A., and Brundin, P. (2003) The ubiquitin-proteasome system in

neurodegenerative diseases: Sometimes the chicken, sometimes the egg. Neuron 40, 427 –

446.

24. Kopito, R. R. (1999) Biosynthesis and degradation of CFTR. Physiol. Rev. 79, S167 – S173.

25. Dantuma, N. P., and Masucci, M. G. (2003) The ubiquitin/proteasome system in Epstein-Barr

virus latency and associated malignancies. Semin. Cancer Biol. 13, 69 – 76.

26. Park MT and Lee SJ. 2003. Cell cycle and cancer. J Biochem Mol Biol 36: 60-65.

27. Lane DP. 1992. Cancer. p53, guardian of the genome. Nature 358: 15-16.

28. Brooks CL and Gu W. 2003. Ubiquitination, phosphorylation and acetylation: the molecular

basis for p53 regulation. Curr Opin Cell Biol 15: 164-171.

29. Coutts AS, Adams CJ and La Thangue NB.2009. p53 ubiquitination by Mdm2: a never ending

tail? DNA Repair (Amst) 8: 483-490.

30. http://www.news-medical.net/health/Ubiquitin-and-Diseases.aspx.

31. Federico Cacciapuoti. 2014. Role of ubiquitin-proteasome system (UPS) in left ventricular

hypertrophy (LVH). Am J Cardiovasc Dis 4(1):1-5

32. 7. Rock KL, Goldberg AL. 1999. Degradation of cell proteins and the generation of MHC class I-

presented peptides. Annu Rev Immunol 17: 739±779.

Page 72: Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη

Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 72

33. Lecker SH, Solomon V, Mitch WE, Goldberg AL.1999. Muscle protein breakdown and the

critical role of ubiquitin-proteasome pathway in normal and disease states. J Nutr 129:

227S±237S.

34. Haas AL, Baboshina O, Williams B, Schwartz LM. 1995. Coordinated induction of the ubiquitin

conjugation pathway accompanies the developmentally programmed death of insect skeletal

muscle. J Biol Chem 270:9407±9412.

35. Kazuhiro Iwai. 2014. Diverse roles of the ubiquitin system in NF-κB activation Biochimica et

Biophysica Acta 1843: 129–136.

36. Ziad M. Eletr, Keith D. Wilkinson. 2014. Regulation of proteolysis by human deubiquitinating

enzymes Biochimica et Biophysica Acta 1843 114–128.

37. Marion Schmidt , Daniel Finley. 2014 . A reduction of proteasome function is Regulation of

proteasome activity in health and disease. Biochimica et Biophysica Acta 1843 13–25

38. Mitchell BS. 2003. The proteasome--an emerging therapeutic target in cancer. N Engl J Med

348:2597-2598.

39. Kane RC, Bross PF, Farrell AT, Pazdur R. Velcade. 2003. U.S. FDA approval for the treatment of

multiple myeloma progressing on prior therapy. Oncologist 8:508-513.

40. Navon A, Ciechanover A. 2009. The 26 S proteasome: from basic mechanisms to drug

targeting. J Biol Chem 284:33713-33718.

41. Cui-Hua Liu, PhD; Alfred L. Goldberg1, PhD; Xiao-Bo Qiu, PhDNew. 2007. Insights into the

Role of the Ubiquitin-proteasome Pathway in the Regulation of Apoptosis Chang Gung Med J

Vol. 30 No. 6

42. Glickman, M. H., and Ciechanover, A. (2002) The ubiquitin proteasome pathway: Destruction

for the sake of construction. Physiological Reviews 82, 373 – 428.

43. Hicke, L., and Dunn, R. (2003) Regulation of membrane protein transport by ubiquitin and

ubiquitin-binding proteins. Annu. Rev. Cell Dev. Biol. 19, 141 – 172.

44. Schwartz, D. C., and Hochstrasser M. (2003) A superfamily of protein tags: ubiquitin, SUMO

and related modifiers. Trends Biochem. Sci. 28, 321 – 328.

45. Huang, D. T., Walden, H., Duda, D., and Schulman, B. A. (2004) Ubiquitin-like protein

activation. Oncogene 23, 1958 – 1971.

46. Annie M. Sriramachandran, R. Jürgen Dohmen. 2014. SUMO-targeted ubiquitin ligases

Biochimica et Biophysica Acta 1843 75–85