seferhs-tetradio gymnasmatwn

31
ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ (1928-1937) ΔΟΣΜΕΝΑ Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη ΠΑΝΤΟΥΜ ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΣΥΓΓΡΟΥ, 1930 ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ ΔΕΚΑΕΞΙ ΧΑΪΚΟΥ Α' Β' Γ' Δ' Ε' ΣΤ' Ζ' Η' Θ' ΝΕΑ ΜΟΙΡΑ Ι' ΙΑ’ IB' ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ ΙΓ' ΑΡΡΩΣΤΗ ΕΡΙΝΥΣ ΙΔ' ΙΕ' ΙΣΤ' ΦΥΓΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΙΡΟΚΟ 7 ΛΕΒΑΝΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ. Ο ΓΕΡΟΣ Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. Σ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ Α'. HAMPSTEAD Β'. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Γ'. ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ Δ'. ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ Ε'. ΝΙΖΙΝΣΚΙ Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ 1. 2. Παιδί 3. Έφηβος 4. Παλικάρι 5. Άντρας ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ» Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή

Upload: sourloulou

Post on 03-Mar-2015

33 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: seferhs-tetradio gymnasmatwn

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ (1928-1937)

ΔΟΣΜΕΝΑ Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη ΠΑΝΤΟΥΜ ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΣΥΓΓΡΟΥ, 1930 ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ ΔΕΚΑΕΞΙ ΧΑΪΚΟΥ Α' Β' Γ' Δ' Ε' ΣΤ' Ζ' Η' Θ' ΝΕΑ ΜΟΙΡΑ Ι' ΙΑ’ IB' ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ ΙΓ' ΑΡΡΩΣΤΗ ΕΡΙΝΥΣ ΙΔ' ΙΕ' ΙΣΤ' ΦΥΓΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΙΡΟΚΟ 7 ΛΕΒΑΝΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ. Ο ΓΕΡΟΣ Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. Σ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ Α'. HAMPSTEAD Β'. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Γ'. ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ Δ'. ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ Ε'. ΝΙΖΙΝΣΚΙ Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ 1. 2. Παιδί 3. Έφηβος 4. Παλικάρι 5. Άντρας ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ» Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή

Page 2: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Σάββατο Κυριακή

ΔΟΣΜΕΝΑ

Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη

Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά μα οι δυο καμινάδες που μ' άρεσαν στην ξενιτιά πίσω απ' τα κέδρα, γυρίζουν πάλι σα βλέπω τα δυο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησιά που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.

Όλο το Μάρτη τα λαγόνια σου τα ωραία τα ρήμαξαν οι ρεματισμοί και το καλοκαίρι πήγες στην Αιδηψό. Θεοί! πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θα 'λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας. Κάνει ζέστη βαθιά ως τη νύχτα, τ' άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ· φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.

Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα μονογυάλι σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.

Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη. Για θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για να μη μας ξεκοιλιάσουν οι φάροι

Page 3: seferhs-tetradio gymnasmatwn

των αυτοκινήτων. Η σκέψη του ξένου κόσμου μας κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυ και φεύγαμε μ' ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μας κι έλεγες «ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων».

Σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ' έβλεπα θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα. Τι αξίζει ένας άνθρωπος τι θέλει και πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη δευτέρα παρουσία; Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία.

Κοκκιναράς, 5 Αυγούστου 1928

ΠΑΝΤΟΥΜ

Τ' αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια ψυχή μου λυτρώσου απ' τον κρίκο του σκότους πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ' ευλάβεια.

Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ' ευλάβεια ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.

Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει και τι θα σου μείνει και τι θα σ' αφήσει.

Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα· και τι θα σου μείνει και τι θα σ' αφήσει αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα.

Page 4: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα ούτε όνειρο θα 'βρεις να δώσει ένα δάκρυ.

Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι ούτε όνειρο θα 'βρεις να δώσει ένα δάκρυ στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι. Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη; στο πλήθος σου το άυλο που σφίγγει σα φίδι δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη. Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη; Σ' ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη τ' αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.

ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΣΥΓΓΡΟΥ, 1930

Στον Γιώργο Θεοτοκά που την ανακάλυψε

Όταν σε νικήσει το χαμόγελο που ανασαίνει πλάι σου, πάει να σκύψει και δε συγκατανεύει

όταν η ζάλη που σου απόμεινε αρμενίζοντας στα βιβλία ξεκολλήσει από το μυαλό σου στις πιπεριές δεξιά κι αριστερά

όταν αφήσεις το πετρωμένο καράβι που ταξιδεύει προς το βυθό μ' άρμενα συντριμμένα την καμάρα με τα χρυσαφικά της τις κολόνες με την έννοια τους που τις στενεύει

όταν αφήσεις τα κορμιά τα πελεκημένα επίτηδες για να μετρούν και για να θησαυρίζουν, την ψυχή που δεν εξισώνεται, ό,τι και να κάνεις, με την ψυχή σου

Page 5: seferhs-tetradio gymnasmatwn

το χέρι του φόρου το γυναικείο εκείνο προσωπάκι στο λίκνο που λάμπει στον ήλιο όταν αφήσεις την καρδιά σου και τη σκέψη σου να γίνουν ένα με το μαυριδερό ποτάμι που τεντώνει ξυλιάζει και φεύγει:

Σπάσε το νήμα της Αριάδνης και να! Το γαλάζιο κορμί της γοργόνας.

ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ

Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη μουσική και παντοτινής γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε, αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη· κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του κυμάτου την αρμύρα κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και

Page 6: seferhs-tetradio gymnasmatwn

το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ' ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια. Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ' ανάμεσά μας· τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία. Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' ορμηνέψει πως να φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια, λες με γνωρίζει σαν πατέρας είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια· τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι. Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.

Page 7: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν. Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.

ΔΕΚΑΕΞΙ ΧΑΪΚΟΥ

Τούτο το ακαριαίον... ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ

Α'

Στάξε στη λίμνη μόνο μια στάλα κρασί και σβήνει ο ήλιος.

Β'

Στον κάμπο ούτ' ένα τετράφυλλο τριφύλλι· ποιος φταίει απ' τους τρεις;

Γ' ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

Άδειες καρέκλες τ' αγάλματα γυρίσαν στ' άλλο μουσείο.

Δ'

Να 'ναι η φωνή πεθαμένων φίλων μας ή φωνογράφος;

Page 8: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Ε'

Τα δάχτυλά της στο θαλασσί μαντίλι κοίτα: κοράλλια.

ΣΤ'

Συλλογισμένο το στήθος της βαρύ μες στον καθρέφτη.

Ζ'

Φόρεσα πάλι τη φυλλωσιά του δέντρου κι εσύ βελάζεις.

Η'

Νύχτα, ο αγέρας ο χωρισμός απλώνει και κυματίζει.

Θ' ΝΕΑ ΜΟΙΡΑ

Γυμνή γυναίκα το ρόδι που έσπασε ήταν γεμάτο αστέρια.

Ι'

Τώρα σηκώνω μια νεκρή πεταλούδα χωρίς φτιασίδι.

ΙΑ'

Που να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου.

IB' ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ

Page 9: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Το δοιάκι τι έχει; Η βάρκα γράφει κύκλους κι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ' ΑΡΡΩΣΤΗ ΕΡΙΝΥΣ

Δεν έχει μάτια τα φίδια που κρατούσε της τρων τα χέρια.

ΙΔ'

Τούτη η κολόνα έχει μια τρύπα, βλέπεις την Περσεφόνη;

ΙΕ'

Βουλιάζει ο κόσμος κρατήσου, θα σ' αφήσει μόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ'

Γράφεις· το μελάνι λιγόστεψε η θάλασσα πληθαίνει.

Τούτο το σώμα που έλπιζε σαν το κλωνί ν' ανθίσει και να καρπίσει και στην παγωνιά να γίνει αυλός η φαντασία το βύθισε σ' ένα βουερό μελίσσι για να περνά και να το βασανίζει ο μουσικός καιρός.

ΦΥΓΗ

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό

Page 10: seferhs-tetradio gymnasmatwn

ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο μέσα στο πρωινό χορτάρι ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας. Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος. Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα εκείνου του ανθρώπου κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Πλησιάζει με τα θολά της μάτια εκείνο το ανάγλυφο χέρι το χέρι που κράτησε το δοιάκι το χέρι που κράτησε την πένα το χέρι που απλώθηκε στον άνεμο, όλα την απειλούν τη σιωπή της. Από τα πεύκα μια κίνηση τρέχει προς τη θάλασσα παίζει με την ταπεινή πνοή του αγέρα και την αναχαιτίζουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Άνοιξα την καρδιά μου κι ανάσανα! Στο πέλαγο ανατρίχιαζε το χρυσό δέρας. Δικό της το χρώμα το ρίγος και το δέρμα δικές της οι κορυφογραμμές στον ορίζοντα στην παλάμη μου. Άνοιξα την καρδιά μου

Page 11: seferhs-tetradio gymnasmatwn

γεμάτη εικόνες που έσβησαν κιόλας, το σπέρμα του Πρωτέα.

Εδώ κοίταξα το φεγγάρι βαμμένο στο αίμα της νέας λύκαινας.

Σπέτσες, Αύγουστος 1934

ΣΙΡΟΚΟ 7 ΛΕΒΑΝΤΕ Στον Δ. Ι. Αντωνίου

Πράγματα που άλλαξαν τη μορφή μας βαθύτερα απ' τη σκέψη και περισσότερο δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο βυθίσανε στην κάψα του μεσημεριού πίσω από τα κατάρτια.

Μέσα στις αλυσίδες και στις προσταγές κανείς δε θυμάται.

Οι άλλες μέρες οι άλλες νύχτες σώματα, πόνος και ηδονή η πίκρα της ανθρώπινης γύμνιας κομματιασμένη πιο χαμηλή κι από τις πιπεριές σε σκονισμένους δρόμους και τόσες γοητείες και τόσα σύμβολα στο τελευταίο κλωνάρι· στον ίσκιο του μεγάλου καραβιού ίσκιος η μνήμη.

Τα χέρια που μας άγγιξαν δε μας ανήκουν, μόνο βαθύτερα, όταν σκοτεινιάζουν τα τριαντάφυλλα ένας ρυθμός στον ίσκιο του βουνού, τριζόνια νοτίζει τη σιωπή μας μες στη νύχτα γυρεύοντας τον ύπνο του πελάγου γλιστρώντας προς τον ύπνο του πελάγου.

Στον ίσκιο του μεγάλου καραβιού την ώρα που σφύριξε ο εργάτης άφησα τη στοργή στους αργυραμοιβούς.

Page 12: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Πήλιο, 19 Αυγούστου 1935

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού. Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βούλιαζαν ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης. Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της. Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά; Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας» «Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν' ευχαριστημένος «βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό». Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε

Page 13: seferhs-tetradio gymnasmatwn

ξέμπαρκοι όλοι εμείς δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια· περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά· αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα τα πετεινά τ' ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες... Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει. Καλοκαίρι 1936

Page 14: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Ο ΓΕΡΟΣ

Πέρασαν τόσα κοπάδια τόσοι φτωχοί και πλούσιοι καβαλάρηδες, άλλοι από τα μακρινά χωριά είχαν μείνει τη νύχτα στα χαντάκια της δημοσιάς άναψαν φωτιές για τους λύκους, βλέπεις τη στάχτη; Μαυριδεροί κύκλοι επουλωμένοι. Είναι γεμάτος σημάδια σαν το δρόμο. Στο ξεροπήγαδο πιο πάνω ρίχναν τα λυσσασμένα σκυλιά, δεν έχει μάτια είναι γεμάτος σημάδια κι αλαφρύς· φυσά ο αγέρας· δεν ξεχωρίζει τίποτε ξέρει τα πάντα, άδειο θηκάρι τζίτζικα σε κούφιο δέντρο δεν έχει μάτια μήτε στα χέρια, ξέρει την αυγή και το δείλι ξέρει τ' αστέρια το αίμα τους δεν τον θρέφει, μήτε νεκρός δεν είναι, δεν έχει φυλή δε θα πεθάνει θα τον ξεχάσουν έτσι, μήτε πρόγονος. Τα κουρασμένα νύχια στα δάχτυλά του γράφουν σταυρούς πάνω σε σάπιες θύμησες καθώς φυσά ο αγέρας θολός. Χιονίζει.

Είδα την πάχνη γύρω στα πρόσωπα είδα τα χείλια υγρά τα δάκρυα παγωμένα στην κόχη του ματιού, είδα τη γραμμή του πόνου πλάι στα ρουθούνια και την προσπάθεια στις ρίζες του χεριού, είδα το σώμα να τελειώνει. Δεν είναι μόνος ο ίσκιος αυτός δεμένος σ' ένα στεγνό ραβδί που δε λυγίζει δε σκύβει να πλαγιάσει, δεν μπορεί· ο ύπνος θα σκόρπιζε τις κλείδωσές του στα χέρια των παιδιών να παίξουν. Προστάζει σαν τους πεθαμένους κλώνους που σπάνε όταν νυχτώνει και ξυπνά ο αγέρας μες στις λαγκαδιές προστάζει τους ίσκιους των ανθρώπων όχι τον άνθρωπο μέσα στον ίσκιο που δεν ακούει παρά τη χαμηλή φωνή της γης και του πελάγου εκεί που σμίγουν της μοίρας τη φωνή. Στέκεται ολόρθος στην όχθη, μέσα σε κουβάρια κόκαλα μέσα σε στοίβες κίτρινα φύλλα:

Page 15: seferhs-tetradio gymnasmatwn

άδειο κλουβί προσμένοντας την ώρα της φωτιάς.

Ντρένοβο, Φλεβάρης 1937

Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. Σ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ

Α'. HAMPSTEAD

Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα που θα 'χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδέψει σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει τον αγέρα και τη φουρτούνα πέφτει το βράδυ. Πάνω στο πράσινο χορτάρι είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες αγγέλοι γυμνοί σαν ατσάλι, πέφτει το βράδι χλωμό· οι τρεις χιλιάδες αγγέλοι μάζεψαν τα φτερά τους και γένηκαν ένα σκυλί ξεχασμένο που γαβγίζει μοναχό και γυρεύει τον αφέντη του ή τη δευτέρα παρουσία ή ένα κόκαλο. Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία θα μου 'φτανε μια καλύβα σ' ένα λόφο ή σε μια ακρογιαλιά

Page 16: seferhs-tetradio gymnasmatwn

θα μου 'φτάνε μπροστά στο παράθυρό μου ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι απλωμένο σαν τη θάλασσα θα μου 'φτανε στη γλάστρα μου έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο ένα κόκκινο χαρτί σ' ένα τέλι έτσι που να μπορεί ο αγέρας ο αγέρας να το κυβέρνα χωρίς προσπάθεια όσο θέλει. Θα 'πεφτε το βράδυ τα κοπάδια θ' αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη και θα 'πεφτα να κοιμηθώ γιατί δε θα 'χα ούτε ένα κερί ν' ανάψω, φως, να διαβάσω.

Β'. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ο κύριος αυτός κάθε πρωί κάνει το λουτρό του μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο για τη δουλειά και για τους πελάτες.

Γ'. ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ

Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδες μας πήρε ο ύπνος μας πήραν για πεθαμένους κι έφυγαν φωνάζοντας «Γιου! Γιου! Πουουου... παξ!» βρίζοντας τους θεούς που μας προστατεύουν.

Δ'. ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ

Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές.

Page 17: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου, μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο της μοναξιάς καί της σιωπής κι ας ανάβουν οι φωτιές.

Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη την ώρα που κόπηκε ο καιρός εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου πρέπει να τον εύρεις πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα (Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε) και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν (Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια ανταύγεια).

Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο το βράδυ που έπεσε η γαλήνη άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής μέσα στο κορμί σου τη νύχτα εκείνη του Άι-Γιάννη όταν έσβησαν όλες οι φωτιές και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.

Λονδίνο, Ιούλιος 1932

Ε'. ΝΙΖΙΝΣΚΙ

Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ' αναμμένα κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα

Page 18: seferhs-tetradio gymnasmatwn

μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μου το 'δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αυγό. Τράβηξε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μια πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι το βυσσινί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα. Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ' έκανε να συλλογίζομαι επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά-σιγά τα χέρια του άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε σταυρό. Από που μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα 'λεγες πως τα είχε κρυμμένα κάτω από τις φτερούγες του. Πετούσαν αδέξια, παλαβά, με ορμή· χτυπούσαν πάνω στους τοίχους της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνάνε το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει. Τον κοίταζα με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί μου σαν κυκλοφορία. Όταν τελείωσε να υψώνει τα χέρια, όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μια την άλλη, έκανε ένα ξαφνικό πήδημα, σα να είχε σπάσει το ελατήριο του ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε μονοκόμματα μ' έναν ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι, έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε, κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί του, τον αριθμό 8. Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που εξακολουθούσε ακόμη στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος. Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμη ένα χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα, ένα στρωτό και παχύ πλατάγισμα. Άνοιξα τα μάτια. Τον είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρουσταλλένια σφαίρα, στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του, σα να ήταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξαναζωντάνευαν με μια εξωφρενική τάξη,

Page 19: seferhs-tetradio gymnasmatwn

υψωνόντουσαν, σμίγανε, σχηματίζανε μια χοντρή συνοδεία που θα μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς τη νύχτα, από το παράθυρο, που, δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ανοιχτό. Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από μια πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε· πάνω από το πορφυρό κορμί, θα 'λεγες ακέφαλο, καμάρωνε μια μαλαματένια προσωπίδα, από εκείνες που βρέθηκαν στους μυκηναϊκούς τάφους, μ' ένα μυτερό γένι που άγγιζε την τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σα να είχαν σωριαστεί μια στοίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο, με κάρφωσε στη θέση μου. Ήταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια, το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο από δυο κατάμαυρα τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στ' αυτιά. Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του την πρώτη, θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σ' ένα βιβλίο πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο. Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα. Τα 'κλεισε. Έκανε να σηκωθεί, μα θα ήταν τρομερά δύσκολο, γιατί φαινόταν ν' αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας γονάτισε και με το άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα τρομερά χλωμό, προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα μαλλιά σαν πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά σε μιαν αγωνία, είχα το συναίσθημα πως ήμουνα καλύτερα, πως είχα κάτι νικήσει.

Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα πεσμένο χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα που είναι ζωγραφισμένη πάνω στο χαλί μου.

Page 20: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

1.

Μα τι έχει αυτός ο άνθρωπος; Όλο το απόγεμα (χτες προχτές και σήμερα) κάθεται με τα μάτια καρφωμένα σε μια φλόγα σκόνταψε πάνω μου το βράδυ καθώς κατέβαινε τη σκάλα μου είπε: «Το κορμί πεθαίνει το νερό θολώνει η ψυχή διστάζει κι ο αγέρας ξεχνάει όλο ξεχνάει μα η φλόγα δεν αλλάζει». Μου είπε ακόμη: «Ξέρετε αγαπώ μια γυναίκα που έφυγε ίσως στον κάτω κόσμο· δεν είναι γι' αυτό που φαίνομαι τόσο ερημωμένος προσπαθώ να κρατηθώ από μια φλόγα γιατί δεν αλλάζει». Ύστερα μου διηγήθηκε την ιστορία του.

2. Παιδί

Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά; μ' άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί· έτσι γνώρισα το κορμί μου.

3. Έφηβος

Page 21: seferhs-tetradio gymnasmatwn

To καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη φωνή μέσα στ' αυτιά μου ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκκινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, σκελετός δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την ακοή μου πάνω στην άμμο η φωνή χάθηκε μα ένα πεφταστέρι σα να 'βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου. Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων. Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχτηκε μέσα στο νου μου κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο· συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ' ακρογιάλι να μάθω πρώτα τ' ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο· την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε βελόνες, πάντα σιωπηλή μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω· έτσι ξέχασα τη θάλασσα. Μια Δευτέρα του Οχτώβρη βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ' ένα μαύρο φουστάνι αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια όταν τη ρώτησα: «Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο κόκορα στα θεμέλια... που να βρεθεί μαύρος κόκορας εδώ - πέρα... μονάχα άσπρα κοπάδια... και τα πουλιά τα πουλούν μαδημένα στην αγορά». Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα. Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Άι-Νικόλα» ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.

Page 22: seferhs-tetradio gymnasmatwn

4. Παλικάρι

Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα ήμουν καλά στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη πλάι στη γοργόνα τραγουδούσα τα κόκκινα χείλια της κοιτάζοντας τα χελδονόψαρα, στη φουρτούνα τρύπωνα σε μια γωνιά στ' αμπάρι μαζί με το καραβόσκυλο που με ζέσταινε. Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες ο ναύκληρος μου είπε: «Είναι η Αγια-Σοφιά, θα σε πάω το βράδυ στις γυναίκες». Έτσι γνώρισα τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτσες εκείνες που διαλέγουμε, μάλιστα. Ήταν ένας περίεργος τόπος ένα περιβόλι με δυο καρυδιές μια δράνα ένα πηγάδι τριγύρω ο τοίχος με σπασμένα γυαλιά στην άκρη ένα αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου». Τότες είδα για πρώτη μου φορά μια καρδιά τρυπημένη με τη γνωστή σαΐτα ζωγραφισμένη στον τοίχο με κάρβουνο. Είδα τα φύλλα της κληματαριάς κίτρινα πεσμένα χάμω κολλημένα στις πλάκες στη φτωχή λάσπη κι έκανα ένα βήμα να πάω πίσω στο καράβι. Τότες ο ναύκληρος μ' άρπαξε από το γιακά και με πέταξε μέσα στο πηγάδι· το ζεστό νερό και τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα... Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος: «Είμαι από τη Ρόδο, με αρρεβώνιασαν 13 χρονώ για 100 παράδες». Και τ' αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου». Θυμήθηκα τη σπασμένη στάμνα μέσα στο δροσερό απομεσήμερο και συλλογίστηκα· «Θα πεθάνει κι αυτή, πώς θα πεθάνει;» Της είπα μονάχα «Πρόσεξε θα το χαλάσεις είναι η ζωή σου».

Page 23: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Το βράδυ στο καράβι δε βάσταξα να σιμώσω τη γοργόνα, τη ντρεπόμουνα.

5. Άντρας

Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους—σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Ιεριχώ. Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ' ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ' ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της «Αναγέννησης» μ' έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία...

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε. Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη. Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε. Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη. Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας. Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...

Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την

Page 24: seferhs-tetradio gymnasmatwn

κάθε του προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει· α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα 'ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ' έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.

Ποιος θα μας βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μου έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ' όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν' ανήκουν στο κοπάδι των

Page 25: seferhs-tetradio gymnasmatwn

λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ' ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου...

Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.

Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.

Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ»

Δευτέρα

British grown daffodils

Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται ένας λαός τυφλών και τ' ασφοδίλια σκύβουν μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής. (Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα κλεισμένα στη ζέστη. Αρκείτω βίος). Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα ραχιτικοί φωνογράφοι

Page 26: seferhs-tetradio gymnasmatwn

τρύπιες φυσαρμόνικες αρμόνια γονατισμένα· να 'χουν πεθάνει; Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι' αυτό λέω πως κοιμούνται. Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει; οι τυφλοί κοιμούνται, οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει πότε θα στερέψει. Κοιτάζω το ποτάμι ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν κάτω από τον ανήμπορο ήλιο τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει· λυπήσου εκείνους που περιμένουν. Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα.

Τρίτη

I went down to St James Infirmary (BLUES)

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία. Τα περιβόλια τα σκεπάζει το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα. Δρόμοι τυλίγοντας διαφημίσεις. Κάθε άνθρωπος περπατά χωρίς να ξέρει αν άρχισε ή αν τέλειωσε αν πηγαίνει στη μητέρα του στην κόρη του ή στην ερωμένη του αν θα δικάσει ή αν θα δικαστεί αν θ' αποδράσει, αν έχει διαφύγει· δέν ξέρει. Κάθε γωνιά κι ένα κατάστημα γραμμοφώνων κάθε κατάστημα κι εκατό γραμμόφωνα κάθε γραμμόφωνο κι εκατό δίσκοι και σε κάθε δίσκο ένας ζωντανός παίζει μ' έναν πεθαμένο.

Page 27: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα και ξεχώρισέ τους αν μπορείς.

Μα ποιος ποιητής· θυμάσαι ποιος ποιητής δοκίμασε τη χαλύβδινη βελόνα στις ραφές τ' ανθρώπινου κρανίου; Θυμάσαι το τραγούδι του το βράδυ εκείνο; Θυμάμαι που μας ζήτησε μιαν ασπιρίνη τα μάτια του έπαιζαν μέσα σε μαύρους κρίκους ήταν χλωμός και δυο βαθιές ρυτίδες τυλίγανε το μέτωπό του. Μήπως όμως ήσουν εσύ; μήπως εγώ; Ή μήπως ήταν η αμίλητη Αντιγόνη με τους ώμους τους λυγισμένους πάνω από το στήθος; Την κράτησα κοντά μου δέκα νύχτες έκλαιγε κάθε αυγή για το παιδί της. Θυμάμαι γύρευα ένα φαρμακείο. Όλα κλειστά. Για ποιον ήταν δεν ξέρω.

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία κανείς δε θα μετακινήσει το νοσοκομείο γεμάτο ανάπηρα παιδιά που γνέφουν σ' εμένα ή σ' άλλους που μ' ακολουθάνε. Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα βαραίνουν ερωτεύουνται και σμίγουν αχνούς από αυτοκίνητα που φεύγουν στην εξοχή μ' ολόξανθα ζευγάρια προραφαηλιτικά λιγάκι εξατμισμένα.

Την άνοιξη του '23 στο λουτρό της πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ' αστέρι· τη βρήκανε μέσα στ' αρώματα νεκρή και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει. Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο με κοίταζε με τ' άχρηστά της μάτια.

Τετάρτη

ad vigilias albas

— Γιατί δε βραδιάζει; — Κοίταξε αν θέλεις, κάπου θα βγήκε το νέο φεγγάρι. — Όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν

Page 28: seferhs-tetradio gymnasmatwn

οι ματιές γράφουν ένα κύκλο στενό που δεν μπορεί να σπάσει. Αν γεννηθεί κάποιος ο κύκλος θα πλατύνει αν πεθάνει κάποιος ο κύκλος θα στενέψει αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο. Κι οι τέσσερεις άλλες αισθήσεις ακολουθούνε την ίδια γεωμετρία. Αν αγαπούσαμε θα 'σπαζε ο κύκλος, θα κλείναμε τα βλέφαρα μια στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε ν' αγαπήσουμε.

Ήταν ώραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες που να κοιτάζεις κι όταν είπες να φύγουμε γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει, γύρισες και με κοίταξες στα μάτια και μια νυχτερίδα πέταξε γράφοντας τρίγωνα... Ξανάρχισε πάλι το γραμμόφωνο. Οι νυχτερίδες οι δικές μας τώρα γράφουνε κύκλους που στενεύουν όσο πετάνε από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, στον άλλον άνθρωπο κανείς δεν ξεφεύγει κι η ζωή είναι πλούσια γιατί είμαστε πολλοί κι όλοι μας ίδιοι κι η ζωή είναι πλούσια γιατί βρήκαμε τελειοποιημένα μηχανήματα όταν οι αισθήσεις παρακμάζουν. Αδέρφια, μοιραστήκαμε το ψωμί και τον πόνο. Κανένας δεν πεινά, δεν υποφέρει πια κανένας κι έχουμε όλοι μας το ίδιο ανάστημα. Κοιτάχτε μας! Σας κοιτάζουμε. Κι εμείς! Κι εμείς! Κι εμείς! Δεν είναι τίποτε παραπέρα. — Όμως τη θάλασσα δεν ξέρω να την έχουν εξαντλήσει.

Πέμπτη

Την είδα να πεθαίνει πολλές φορές κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου κάποτε μόνη της, γυμνή· έτσι έζησε κοντά μου.

Page 29: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα και περιμένω. Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα που καθώς λένε τα 'χουμε ξεπεράσει· κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα) σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει μια νύχτα κοντά σ' ένα πεύκο· γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά πίνοντας απαλά την πίκρα τους, κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου. Πέρασαν όλα αυτά βαριά και τελειωτικά σαν τις μαούνες με τα ξεθωριασμένα ονόματα ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, ΤΥΡΑΝΝΟΣ, GLORIA MUNDI πέρασαν κάτω από τα γιοφύρια πέρα απ' τις καπνοδόχες με δυο σκυφτούς ανθρώπους στην πλώρη και στην πρύμη γυμνούς ως τη μέση· πέρασαν, δεν ξεχωρίζω τίποτε, μέσα στην πρωινή καταχνιά μόλις ξεχώριζαν τ' αρνιά κουλουριασμένα μηρυκάζοντας ούτε τη νύχτα ξεχωρίζει το φεγγάρι πάνω απ' τον ποταμό που περιμένει· μόνο εφτά λόγχες βυθισμένες στο νερό στεκάμενο και χωρίς αίμα και κάποτε στις πλάκες φωτισμένες θλιβερά κάτω απ' τον πύργο τον αλλήθωρο ζωγραφιστός με κόκκινο και κίτρινο μολύβι δείχνοντας την πληγή του ο Ναζωραίος. «Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά. Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά». Βουλιάζει κι η φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού· το θέλημά σου, γύρεψα το θέλημά σου.

Page 30: seferhs-tetradio gymnasmatwn

Παρασκευή

Από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά, τα μάτια, το στήθος και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι ανάμεσό τους κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα.

Σάββατο

— Δεν ξέχασα τίποτε όλα είναι στη θέση τους ταχτοποιημένα κατά σειρά περιμένοντας το χέρι να διαλέξει μόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια μήτε τον τόπο που γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος μήτε τις πρώτες εντυπώσεις εκείνες που θυμάται στην πέμπτη πράξη στην κορυφή της δυστυχίας. Όλα τ' άλλα, να τα, κατά σειρά: οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα και τα ενδιάμεσα τα φορέματα με τις βόλτες έτοιμες να κινηθούν τα παραπετάσματα, τα φώτα τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας το φαρμάκι και το μαχαίρι. Μέσα σ' αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη, αν τ' αφουγκραστείς θα την ακούσεις πως ανασαίνει· πρόσεξε μην τ' ανοίξεις προτού σφυρίξουν οι Ευμενίδες. Μέσα σ' αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής· πρόσεξε μην τ' αναμίξεις, και σ' αυτό το συρτάρι το πουκάμισο του Νέσσου (πέμπτη πράξη, σκηνή τρίτη) τα λόγια τα θυμάσαι που αρχίζουν: Αρκείτω βίος! Ιώ! Ιώ! Εδώ είναι η σάλπιγγα που γκρεμίζει το παλάτι και φαίνεται η βασίλισσα μέσα στην ανομία, αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων

Page 31: seferhs-tetradio gymnasmatwn

θα σ' ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου. Εμπρός! Προβολέα! Καλή τύχη!

—Μια στιγμή, ποιος θα είμαι; ποιον θα σκοτώσω; κι οι άνθρωποι τούτοι που με κοιτάζουν πώς θα πιστέψουν πως η δικαιοσύνη με προστατεύει; πώς θα πιστέψουν; Ω να μπορούσαμε ν' αγαπήσουμε τουλάχιστο σαν τις μέλισσες όχι σαν τα περιστέρια τουλάχιστο σαν τα κοχύλια όχι σαν τις σειρήνες τουλάχιστο σαν τα μερμήγκια όχι σαν τα πλατάνια... μα δεν τους βλέπεις, όλοι τους είναι τυφλοί! Οι τυφλοί κοιμούνται...

—Θαυμάσια, μπορείς να εξακολουθήσεις.

Κυριακή

Δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο, εξω από το παράθυρο μου στο δρόμο αυτός ο θόρυβος. Σε λίγο θα 'χει νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα. Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα; Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.

Λονδίνο, καλοκαίρι 1933