mepoΣ ΠpΩto -...

12
MEPOΣ ΠPΩTO Mixing memory and desire T. ™. ŒÏÈÔÙ 1 Έκλεισε πολύ αργά την πόρτα και απομακρύνθηκε με την έγνοια του ανθρώπου που αφήνει τα μεσάνυχτα έναν άρρωστο να κοιμη- θεί. Άκουσα τα αργά της βήματα στο διάδρομο, με το φόβο ή την ελπίδα ότι την τελευταία στιγμή θα απίθωνε τη βαλίτσα της στα πόδια του κρεβατιού και θα καθόταν πάνω του με μια κίνηση πα- ραίτησης ή κούρασης, λες κι είχε μόλις επιστρέψει από το ταξίδι που μέχρι τούτη τη νύχτα δεν είχε μπορέσει να ξεκινήσει. Aπό την ώρα που έκλεισε η πόρτα, το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτά- δι και το μόνο που με φέγγει είναι μια φωτεινή κλωστή που έρ- χεται από το διάδρομο και γλιστράει κοφτερή μέχρι τα πόδια του κρεβατιού, στο παράθυρο όμως η νύχτα είναι μπλε σκούρα κι από τα ανοιχτά του φύλλα έρχεται ένα αεράκι που θυμίζει καλοκαίρι και που σχίζεται πολύ μακριά από τις σειρήνες των εξπρές που διανύουν κάτω από το φεγγάρι τη χλωμή κοιλάδα του Γουαδαλ- κιβίρ κι ύστερα ανεβαίνουν τις πλαγιές της Mάχινα, καθ’ οδόν προς το σταθμό όπου εκείνος, ο Mινάγια, την περιμένει τούτη τη στιγμή χωρίς να τολμά ούτε καν να επιθυμεί, λυγερή και μόνη, με την κοντή της ροζ φούστα και τα μαλλιά της μαζεμένα σε α- λογοουρά, να ξεπροβάλλει η Iνές σε μια γωνιά της αποβάθρας. Eίναι μόνος, κάθεται σ’ έναν πάγκο κι ίσως καπνίζει κοιτώντας τα κόκκινα φώτα και τις ράγιες και τα βαγόνια που έχουν στα- ματήσει στα όρια του σταθμού και της νύχτας. Tώρα που έκλει- σε η πόρτα, μπορώ, αν το θελήσω, να τα φαντασθώ όλα απ’ την αρχή για τον εαυτό μου μόνο, δηλαδή για κανέναν, μπορώ να βυ-

Upload: others

Post on 09-Mar-2020

8 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

MEPOΣ ΠPΩTO

Mixing memory and desireT. ™. ŒÏÈÔÙ

1

Έκλεισε πολύ αργά την πόρτα και απομακρύνθηκε με την έγνοιατου ανθρώπου που αφήνει τα μεσάνυχτα έναν άρρωστο να κοιμη-θεί. Άκουσα τα αργά της βήματα στο διάδρομο, με το φόβο ή τηνελπίδα ότι την τελευταία στιγμή θα απίθωνε τη βαλίτσα της σταπόδια του κρεβατιού και θα καθόταν πάνω του με μια κίνηση πα-ραίτησης ή κούρασης, λες κι είχε μόλις επιστρέψει από το ταξίδιπου μέχρι τούτη τη νύχτα δεν είχε μπορέσει να ξεκινήσει. Aπότην ώρα που έκλεισε η πόρτα, το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτά-δι και το μόνο που με φέγγει είναι μια φωτεινή κλωστή που έρ-χεται από το διάδρομο και γλιστράει κοφτερή μέχρι τα πόδια τουκρεβατιού, στο παράθυρο όμως η νύχτα είναι μπλε σκούρα κι απότα ανοιχτά του φύλλα έρχεται ένα αεράκι που θυμίζει καλοκαίρικαι που σχίζεται πολύ μακριά από τις σειρήνες των εξπρές πουδιανύουν κάτω από το φεγγάρι τη χλωμή κοιλάδα του Γουαδαλ-κιβίρ κι ύστερα ανεβαίνουν τις πλαγιές της Mάχινα, καθ’ οδόνπρος το σταθμό όπου εκείνος, ο Mινάγια, την περιμένει τούτη τηστιγμή χωρίς να τολμά ούτε καν να επιθυμεί, λυγερή και μόνη,με την κοντή της ροζ φούστα και τα μαλλιά της μαζεμένα σε α-λογοουρά, να ξεπροβάλλει η Iνές σε μια γωνιά της αποβάθρας.Eίναι μόνος, κάθεται σ’ έναν πάγκο κι ίσως καπνίζει κοιτώνταςτα κόκκινα φώτα και τις ράγιες και τα βαγόνια που έχουν στα-ματήσει στα όρια του σταθμού και της νύχτας. Tώρα που έκλει-σε η πόρτα, μπορώ, αν το θελήσω, να τα φαντασθώ όλα απ’ τηναρχή για τον εαυτό μου μόνο, δηλαδή για κανέναν, μπορώ να βυ-

Page 2: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

θίσω το πρόσωπό μου κάτω από το διπλωμένο σεντόνι που η Iνέςέστρωσε με τόσο μυστική τρυφερότητα προτού φύγει, κι έτσι,στο σκοτάδι και στη ζέστα του κορμιού μου κάτω από τα σκε-πάσματα, μπορώ να φαντασθώ ή να διηγηθώ αυτά που συνέβη-σαν κι ακόμη να διευθύνω τα βήματά τους, της Iνές κι εκείνου,προς τη συνάντηση και την αναγνώριση στην άδεια αποβάθρα,σαν να τους επινοούσα τούτη μόλις τη στιγμή και να σχεδίαζατην υπόστασή τους, τον πόθο και το κρίμα τους.

Έκλεισε την πόρτα και δεν γύρισε να με κοιτάξει διότι της τοείχα απαγορεύσει, είδα μόνο για τελευταία φορά τον λευκό ντελι-κάτο λαιμό της και την αρχή της κόμης κι ύστερα άκουσα ταβήματά της που σιγά σιγά έσβηναν καθώς απομακρύνονταν προςτην άκρη του διαδρόμου, όπου σταμάτησαν. Ίσως να άφησε κά-τω τη βαλίτσα και να στράφηκε προς την πόρτα που είχε μόλιςκλείσει, κι εγώ κείνη τη στιγμή φοβήθηκα και πιθανότατα πόθη-σα να πάψει να προχωρεί, αμέσως όμως τα βήματα ήχησαν ξα-νά, αμυδρά τώρα πια, από μακριά, στη σκάλα, και ξέρω ότι ότανέφτασε στην αυλή σταμάτησε και πάλι και σήκωσε τα μάτιαπρος το παράθυρο, εγώ όμως δεν θέλησα να βγω γιατί πια δεν ή-ταν αναγκαίο. Aρκούν η συνείδησή μου κι η μοναξιά και τα λόγιαπου προφέρω για να την οδηγούν στο δρόμο κι ύστερα στο σταθ-μό όπου εκείνος άλλο δεν μπορεί να κάνει από το να εξακολουθείνα την περιμένει. Δεν χρειάζεται πια να γράφω για να μαντεύω ήνα επινοώ. O Mινάγια δεν το ξέρει αυτό κι υποθέτω ότι αργά ήγρήγορα θα παραδοθεί αναπότρεπτα στη δεισιδαιμονία της γρα-φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής ούτε των λευκώνσελίδων. Tώρα, καθώς περιμένει το τραίνο που στο τέλος τούτηςτης νύχτας, σαν φτάσει στη Mαδρίτη, θα τον έχει πάρει για πά-ντα μακριά από τη Mάχινα, κοιτάει τις έρημες σιδηροτροχιές καιτις σκιές των λιόδεντρων πέρα από το κτίριο, μα ανάμεσα από ταμάτια του και τον κόσμο στέκει η Iνές και το σπίτι όπου τηγνώρισε, το γαμήλιο πορτραίτο της Mαριάνα, ο καθρέφτης όπουκοιταζόταν ο Xαθίντο Σολάνα γράφοντας το ποίημα που φέρειτον λακωνικό τίτλο Πρόσκληση. Όπως και την πρώτη μέρα που

10 ANTONIO MOYNIO£ MO§INA

Page 3: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

παρουσιάστηκε στο σπίτι με την ασυγκράτητη μελαγχολία τουξένου που μόλις αποβιβάστηκε από ένα άθλιο νυχτερινό τραίνο, οMινάγια αγναντεύει και πάλι απ’ το σταθμό τη λευκή πρόσοψηπίσω από το συντριβάνι, το ψηλό σπίτι, μισοκρυμμένο πίσω απότο πέπλο της ομίχλης του νερού που αναβρύζει κι έπειτα πέφτειξεχειλίζοντας στην πέτρινη δεξαμενή, ξεπερνώντας συχνά στο ύ-ψος τις ακακίες και τις στρογγυλές κορφές τους. Kοιτάζει τοσπίτι κι αισθάνεται πίσω του κι άλλες ματιές που έρχονται να ε-νωθούν με τη δική του μέχρις ότου η εικόνα που έχει μπροστάτου πάρει τις γιγαντιαίες διαστάσεις που της προσθέτει η από-σταση όλων των χρόνων που κύλησαν από τότε που χτίστηκε,δίχως να ξέρει πια αν έτσι το θυμάται ο ίδιος ή αν μπροστά σταμάτια του ορθώνονται τα κατακάθια της μνήμης όλων των αν-θρώπων που το αντίκρυσαν κι έζησαν μες στους τοίχους του ήδηαπό πολύ καιρό προτού γεννηθεί εκείνος. H ακριβής σύλληψη, θασκεφτεί, κι η αμνησία, είναι προσόντα που σε απόλυτο βαθμόδιαθέτουν μόνο οι καθρέφτες, εάν όμως υπήρχε ένας καθρέφτηςμε την ικανότητα της μνήμης και τον έστηναν μπρος από τούτοτο σπίτι, τότε μόνον αυτός θα αναγνώριζε τη διαδοχικότητα τηςαδράνειας, τον καλυμμένο κάτω από τη σιωπή των σφαλιχτώντου μπαλκονιών μύθο, τη διάρκειά του στο χρόνο.

Στις γωνιές των δρόμων ανάβουν, μόλις πέσει η νύχτα, κίτρι-να φώτα που δεν κατορθώνουν να φωτίσουν την πλατεία, ίσα πουσκάβουν μέσα στο σκοτάδι την αρχή ενός σοκακιού, αποκαλύ-πτουν ένα λεκέ από ασβέστη ή το πρώτο κάγκελο ενός περίβο-λου, υπαινίσσονται μια εκκλησιά που στην ψηλότερή της κόγχηφωλιάζει ένας ακαθόριστος Άγιος Πέτρος, αποκεφαλισμένος απότον αναβρασμό μιας άλλης εποχής. H εκκλησία, κλειστή από το1936, κι ο ακέφαλος απόστολος που ακόμη ευλογεί με το ακρω-τηριασμένο του χέρι δίνουν τ’ όνομά τους στην πλατεία, ενώ τιςδιαστάσεις της τις ορίζει το αρχοντικό: καθώς είναι κλειστή σχε-δόν από παντού, τα αυτοκίνητα σπάνια ταράζουν τη γαλήνη της.Tο αρχοντικό είναι παλιότερο από τις ακακίες και τους πυράκαν-θους, αλλά η βρύση βρισκόταν κιόλας εκεί όταν το έχτιζαν, φερ-

BEATUS ILLE 11

Page 4: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

μένη από την Iταλία από έναν δούκα ζηλωτή του Mιχαήλ Aγγέ-λου, καθώς επίσης και η εκκλησία με τις μαύρες από τα μού-σκλια υδρορρόες που όταν βρέχει ξερνούν τα νερά στο δρόμο μ’ έ-ναν ήχο εμέτου. Aπό την πλατεία, ο Mινάγια μελετάει μέσα απότα δέντρα την αρχιτεκτονική του σπιτιού σαν ένας τυχαίος ταξι-διώτης, διστάζοντας ακόμη μπρος στα μπρούντζινα ρόπτρα, δυοχρυσά χέρια που κρούοντας πάνω στο σκουρόχρωμο ξύλο εξαπο-λύουν έναν βαρύ και αργό αντίλαλο στην εσωτερική αυλή, κάτωαπό τον κρυστάλλινο θόλο. Πάτωμα στρωμένο με μαρμάρινες πλά-κες, θυμάται από εκείνη τη μέρα, τη μοναδική, στα έξι του χρό-νια, που τον έφεραν στο σπίτι, λευκές κολώνες που στηρίζουν τοντζαμωτό εξώστη, δωμάτια στο ξύλινο δάπεδο των οποίων τα βή-ματα αντηχούσαν σαν σε καμπίνα πλοίου. Πατούσε το μυστη-ριώδες παρκέτο λες κι επιτέλους έβαζε το πόδι του πάνω σ’ έναυλικό και σ’ ένα χώρο του οποίου οι διαστάσεις ήταν αντάξιεςτης φαντασίας του. Πριν από εκείνο το απόγευμα, κάθε φορά πουδιέσχιζαν την πλατεία καθ’ οδόν προς την εκκλησία της ΣάνταMαρία, η μάνα του έσφιγγε περισσότερο το χέρι του και τάχυνετο βήμα της, θέλοντας να αποφύγει να τον αφήσει να στέκεταικαταμεσής στο πεζοδρόμιο, κυριευμένος ξαφνικά από τον πόθο ναμείνει για πάντα εκεί κοιτώντας το σπίτι και να φανταστεί τι έ-κρυβε πίσω της η ψηλή του πόρτα και τα μπαλκόνια του και ταστρογγυλά παράθυρα του τελευταίου ορόφου, που όταν έπεφτε ηνύχτα έφεγγαν σαν τα φινιστρίνια ενός υποβρυχίου. Tην εποχή ε-κείνη ο Mινάγια αντιλαμβανόταν τα πράγματα με μια διαύγειαπολύ κοντινή στο δέος, επινοώντας αδιάκοπα μεταξύ τους μυ-στηριώδεις σχέσεις οι οποίες, μολονότι δεν του εξηγούσαν τον κό-σμο, τον στοίχειωναν με θρύλους κι απειλές. Kαι καθώς μάντευετην εχθρότητα της μητέρας του γι’ αυτό το σπίτι, δεν τη ρώτη-σε ποτέ ποιος έμενε εκεί ώσπου, μια μέρα που ακολουθούσε τονπατέρα του σε μιαν επίσκεψη, κοντοστάθηκε ο ίδιος δίπλα στηβρύση και μ’ εκείνη την ειρωνεία που, όπως κατάλαβε ο Mινάγιαπολλά χρόνια αργότερα, ήταν το μοναδικό του όπλο ενάντια στηνεπιμονή της κακοτυχίας του τού είπε:

12 ANTONIO MOYNIO£ MO§INA

Page 5: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

― Bλέπεις τούτο το μεγάλο σπίτι; E, λοιπόν, εκεί μένει ο ε-ξάδελφός μου, ο θείος σου ο Mανουέλ.

Aπό τότε το σπίτι και ο μυθικός του ένοικος πήραν γι’ αυτόντις ηρωικές διαστάσεις των κινηματογραφικών περιπετειών. Hγνώση ότι μες στο σπίτι εκείνο ζούσε ένας άνθρωπος απρόσιτος,που μολαταύτα ήταν θείος του, ενέπνεε στον Mινάγια μια περη-φάνια αντίστοιχη μ’ εκείνη που τον κατέκλυζε καμιά φορά σανονειρευόταν ότι ο αληθινός του πατέρας δεν ήταν εκείνος ο θλιμ-μένος άντρας που αποκοιμιόταν κάθε βράδυ στο τραπέζι, έχονταςπεράσει ώρες γεμίζοντας μ’ ατέλειωτους λογαριασμούς τα περι-θώρια της εφημερίδας αλλά ο Kογιότε ή ο καπετάν Kεραυνός ήο Mασκοφόρος, ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα και με το πρό-σωπο συνήθως καλυμμένο, που μια μέρα, πολύ σύντομα ευχότανο Mινάγια, θα ερχόταν να τον παραλάβει μετά από ένα πολύ μα-κρινό ταξίδι για να επιστρέψει και πάλι στην αληθινή του ζωήκαι να ανακτήσει την αξιοπρέπεια του ονόματός του. O άλλος, οπατέρας του, που στις ονειροφαντασιές αυτές εμφανιζόταν σανμια σκιά ή σαν ένας μελαγχολικός παρείσακτος, καθόταν σε μιααπό τις κόκκινες πολυθρόνες της κρεβατοκάμαρής του. Tο φωςέπαιρνε κοκκινωπές αποχρώσεις διαπερνώντας τις κουρτίνες κιέτσι, μέσα στο ζεστό μισόφωτο, πάνω στο ρόδινο φόντο του τα-βανιού, προβάλλονταν όπως στον σκοτεινό θάλαμο μικρές αντε-στραμμένες φιγούρες, ένα αγόρι με μπλε ποδιά, ένας έφιππος ά-ντρας, ένας ποδηλατιστής που αργοπετάλιζε, προσεχτικός όπωςστα σχέδια των βιβλίων, και που γλιστρούσε με το κεφάλι σκυ-φτό προς μια γωνία του τοίχου και τελικά χανόταν μέσα της πί-σω από το ντυμένο στα μπλε παιδί και τον λεπτεπίλεπτο καβα-λάρη που προπορεύονταν.

O Mινάγια ήξερε ότι κάτι θα συνέβαινε εκείνο το απόγευμα.Ένα φορτηγό είχε σταματήσει μπρος από το σπίτι και ένα συ-νεργείο από άγνωστους και τρομακτικούς άντρες που βρωμοκο-πούσαν ιδρώτα πηγαινορχόταν δίχως πολλές ευγένειες μες στοσπίτι, σηκώνοντας τα έπιπλα με τα γυμνά τους μπράτσα, σέρνο-ντας ώς έξω το μπαούλο με τα ρούχα της μάνας του, φέρνοντας

BEATUS ILLE 13

Page 6: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

τα πάντα άνω-κάτω και φωνάζοντας συναμετάξυ τους λόγια πουδεν καταλάβαινε και που έσπερναν μέσα του το φόβο. Eίχαν κρε-μάσει ένα γάντζο από την άκρη της σκεπής και μια τροχαλίααπ’ όπου πέρασαν ένα σκοινί με το οποίο έδεναν στο μπαλκόνι ταπιο αγαπημένα του έπιπλα. Kρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα, οMινάγια είδε να ταλαντεύεται πάνω από το δρόμο μια ντουλάπαπου του φάνηκε πως οι αγριάνθρωποι εκείνοι είχαν διαμελίσει, έ-να τραπέζι με καμπύλα πόδια πάνω στο οποίο καθόταν από πά-ντα ένας γύψινος σκύλος κι ένα αποσυναρμολογημένο κρεβάτι, τοδικό του, όλα λες κι ήταν έτοιμα να πέσουν και να γίνουν χίλιακομμάτια ενόσω οι εισβολείς θα ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Kαιγια να ολοκληρωθεί το μαρτύριό του, το ίδιο απόγευμα η μητέρατου τού φόρεσε το ναυτικό κοστούμι που ξετρύπωνε από τηνντουλάπα μόνο όταν ήταν να επισκεφτούν κανέναν βλοσυρό συγ-γενή. Ένας λόγος παραπάνω να κρύβεται, πέρα από το φόβο πουτου προκαλούσαν οι άντρες που περιφέρονταν μες στο σπίτι, διό-τι, αν τον έβλεπαν έτσι ντυμένο τα παιδιά του δρόμου, με τονμπλε του φιόγκο στο στήθος κι αυτό το ανόητο κολάρο που τουθύμιζε παπαδοπαίδι, θα τον κορόιδευαν με ωμότητα και πάθος,γιατί ήταν κι εκείνα σαν τους ανθρώπους αυτούς που λεηλατού-σαν το σπίτι του, βρώμικα, ψηλά, ακατανόητα και μοχθηρά.

«O Θεός να μας φυλάει», είπε αργότερα η μάνα του μέσαστην άδεια πια τραπεζαρία, καθώς αντίκρυζε τους γυμνούς πιατοίχους με τους φωτεινούς λεκέδες στη θέση των κάδρων δα-γκώνοντας τα βαμμένα χείλη της, κι η φωνή της δεν ηχούσε ίδιαμέσα στο απογυμνωμένο σπίτι. Eίχαν κλείσει πίσω τους τηνπόρτα και τον κρατούσαν από το χέρι καθώς περπατούσαν αμί-λητοι, χωρίς να του απαντήσουν όταν τους ρώτησε πού πήγαι-ναν, εκείνος όμως με την αντίληψη οξυμένη από την αιφνίδια δια-τάραξη της τάξης, το ήξερε προτού ακόμη στρίψουν στην πλα-τεία του Aγίου Πέτρου και προτού σταθούν μπρος από την πόρταμε τα μπρούντζινα ρόπτρα που ήταν γυναικεία χέρια. O πατέραςτου έσιαξε τον κόμπο της γραβάτας και όρθωσε το κορμί του μεςστο κυριακάτικο κοστούμι του, για να ανακτήσει, θαρρείς, όλο

14 ANTONIO MOYNIO£ MO§INA

Page 7: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

του το, εντυπωσιακό εκείνη την εποχή, παράστημα. «Άντε, χτύ-πα», είπε στη γυναίκα του, αλλά εκείνη, χολωμένη, αρνήθηκε νατον υπακούσει. «Έλα τώρα, δεν θα μου πεις πως θες να φύγουμεαπό τη Mάχινα δίχως ν’ αποχαιρετήσουμε τον εξάδελφό μου».Λευκές κολώνες, ένας ψηλός γυάλινος θόλος με κόκκινα, κίτρινα,μπλε τζάμια κι ένας ψαρομάλλης άντρας που δεν έμοιαζε με τουςήρωες του κινηματογράφου και που τον πήρε από το χέρι για νατον οδηγήσει σε ένα μεγάλο σαλόνι με παρκεταρισμένο δάπεδο ό-που έλαμπαν σαν το ψυχρό φως του φεγγαριού οι τελευταίες α-χτίδες του απομεσήμερου, ενώ μια πελώρια σκιά, που ίσως ναμην ανήκει στην πραγματικότητα αλλά στις μεταμορφώσεις πουεπιβάλλει η μνήμη, κυρίευε τους τοίχους που ήταν υπερφυσικάφορτωμένοι με όλα τα βιβλία του κόσμου. Στην αρχή έμεινε ασά-λευτος, καθισμένος στην άκρη μιας καρέκλας τόσο ψηλής πουτα πόδια του δεν έφταναν το πάτωμα, αποσβολωμένος από τομέγεθος των πραγμάτων: τα ράφια στους τοίχους, οι μπαλκονό-πορτες που άνοιγαν πάνω στην πλατεία, ο άπλετος χώρος πάνωαπό το κεφάλι του. Mια αργοκίνητη, μαυροφορεμένη γυναίκα ήρ-θε να τους φιλέψει κάτι μέσα σε αχνιστά φλυτζανάκια και τουπρόσφερε ένα ζαχαρωτό ή ένα κουλούρι μιλώντας του στον πλη-θυντικό, πράγμα που τον έφερε σε μεγάλη αμηχανία όπως και ό-ταν ανακάλυψε ότι εκείνο το θεόρατο μαυριδερό κουτί, με το γυα-λί μπροστά, ήταν ένα ρολόι. Oι άλλοι, οι γονείς του κι ο άντραςπου είχαν βαλθεί να αποκαλούν θείο του, μιλούσαν χαμηλόφωνα,με έναν απόμακρο και ουδέτερο τόνο που αποκοίμιζε τον Mινά-για, επιδρώντας σαν ηρεμιστικό στην υπερδιέγερσή του και επι-τρέποντάς του να απομονωθεί στην κρυφή ηδονή να τα περιεργά-ζεται όλα γύρω του σαν να ήταν πράγματι μόνος μες στη βιβλιο-θήκη.

― Πάμε στη Mαδρίτη, Mανουέλ, είχε πει ο πατέρας του. T’αφήνουμε όλα πίσω μας και ξεκινάμε εκεί από την αρχή. ΣτηMάχινα δεν υπάρχουν κίνητρα για το επιχειρηματικό μυαλό, δενυπάρχει δυναμισμός ούτε αγορά.

Tότε η μητέρα του, που καθόταν πολύ σφιγμένη στο πλευρό

BEATUS ILLE 15

Page 8: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

του, σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και του Mινάγιατου πήρε κάμποση ώρα να καταλάβει ότι ο παράξενος και ξηρόςήχος που έβγαζε ήταν λυγμός, διότι ποτέ ώς εκείνο το απόγευμαδεν την είχε δει να κλαίει. Άκουγε για πρώτη φορά εκείνο το δί-χως δάκρυα κλάμα που με τα χρόνια έμαθε να αναγνωρίζει καινα καραδοκεί και που, όπως κατάλαβε όταν πια οι γονείς του ή-ταν πεθαμένοι και άτρωτοι από τη δυστυχία και τη χρεοκοπία,φανέρωνε όλη την πεισματάρικη και άχρηστη μνησικακία τηςμάνας του ενάντια στη ζωή κι ενάντια στον άντρα εκείνο που πά-ντα βρισκόταν ένα βήμα πριν από την κατάκτηση της περιου-σίας, από το συναπάντημα με το συνέταιρο ή την ευκαιρία πουκαι εκείνος την άξιζε, πάντα στο παρά πέντε, να σπάσει τον κύ-κλο της κακοτυχίας ή να πάει φυλακή για μια μικροαπατεωνιά.

― Aς όψεται η γιαγιά σου η Kριστίνα, αγόρι μου, απ’ αυτήνξεκινάει όλη τούτη η δυστυχία, γιατί αν δεν είχε κάνει τη βλα-κεία να αγαπήσει τον πατέρα μου και να απαρνηθεί την οικογέ-νειά της για να τον παντρευτεί, τώρα θα μέναμε εμείς στο αρχο-ντικό του εξαδέλφου μου κι εγώ θα διέθετα το κεφάλαιο πουχρειάζομαι για να θησαυρίσω από τις επιχειρήσεις μου. Tης για-γιάς σου όμως της αρέσαν οι στίχοι και οι ρομαντισμοί κι όταν οδύσμοιρος ο πατέρας μου, ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του καινα με συγχωρέσει, της αφιέρωσε τα ποιήματά του και της αρά-διασε μερικές σαχλαμάρες για τον έρωτα και το δειλινό, δεν τηνένοιαξε καθόλου που ήταν γραφιάς στο ληξιαρχείο ούτε που ο δονAπολόνιο, ο πατέρας της, ο προπάππος σου δηλαδή, της δήλωσεπως θα την αποκληρώσει. Kαι την αποκλήρωσε όπως διαβάζου-με στα ρομάντζα, και από τότε δεν την ξανάδε ούτε ρώτησε ποτέγι’ αυτήν όσο του ’μενε να ζήσει, που ούτως ή άλλως δεν ήτανκαι πολύ με τούτο το μαράζι που τον έτρωγε, κι έκανε ό,τι περ-νούσε από το χέρι του για να τη ζημιώσει, εκείνην και εμένα καικατά συνέπεια και εσένα και τα παιδιά σου, αν κάνεις παιδιά, κιάντε τώρα εγώ να ορθοποδήσω και να σου προσφέρω ένα μέλλονμε τούτο το ριζικό που με κυνηγάει από προτού ακόμη γεννηθώ.

― Mα αυτό που λες δεν στέκει, γιατί έτσι κι η γιαγιά μου η

16 ANTONIO MOYNIO£ MO§INA

Page 9: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

Kριστίνα δεν είχε παντρευτεί τον πατέρα σου, εσύ δεν θα ’χεςγεννηθεί.

― Kαι λίγο σου φαίνεται αυτό;Λίγες μέρες αφότου έθαψε τους γονείς του, οι οποίοι πεθαίνο-

ντας του άφησαν μερικά οικογενειακά πορτραίτα και τη σπάνιαενστικτώδη ικανότητα να διαισθάνεται το πλησίασμα της αποτυ-χίας, ο Mινάγια έλαβε μια συλλυπητήρια επιστολή από τον θείοτου τον Mανουέλ, γραμμένη με τους ίδιους πολύ γερτούς και μυ-τερούς χαρακτήρες που έμελλε ν’ αναγνωρίσει τέσσερα χρόνιααργότερα όταν πήρε τη λιγόλογη πρόσκλησή του να περάσει με-ρικές εβδομάδες τον Φεβρουάριο στη Mάχινα, στη διάρκεια τωνοποίων έθετε στη διάθεσή του το σπίτι και τη βιβλιοθήκη τουκαθώς και όλη τη βοήθεια που θα μπορούσε να του προσφέρει οίδιος στην έρευνά του για τη ζωή και το έργο του Xαθίντο Σολά-να, εκείνου του σχεδόν ανέκδοτου ποιητή της γενιάς της Δημο-κρατίας που αποτελούσε το θέμα της διδακτορικής διατριβής τουMινάγια.

― O εξάδελφός μου θα ήθελε να είναι Eγγλέζος, έλεγε ο πα-τέρας του. Πίνει τσάι νωρίς το απόγευμα και καπνίζει την πίπατου καθισμένος σε μια δερμάτινη πολυθρόνα και, σαν να μη φτά-ναν όλα αυτά, είναι δημοκρατικός λες κι είναι οικοδόμος.

Xωρίς να τολμάει ακόμη να χτυπήσει, ο Mινάγια ψάχνει στιςτσέπες του πανωφοριού του το γράμμα του θείου λες κι είναι κά-ποιο είδος άδειας που θα του ζητήσουν μόλις του ανοίξουν τηνπόρτα, καθώς θα διασχίζει και πάλι τη διακοσμημένη με κεραμι-κά είσοδο και θα θελήσει να προχωρήσει ώς το αίθριο όπου εκείνοτο απόγευμα είχε βηματίσει σαν χαμένος, περιμένοντας τους γο-νείς του να βγουν από τη βιβλιοθήκη, διότι η υπηρέτρια που τουαπευθυνόταν στον πληθυντικό τον είχε πάρει από κει όταν η μη-τέρα του άρχισε να κλαίει, παραδομένος, θαρρείς, στη διηνεκήγοητεία των μελαγχολικών προσώπων που τον αντίκρυζαν μέσααπό τα κάδρα και στο φως και στο σχέδιο που σχημάτιζαν ταχρωματιστά τζάμια του θόλου, θυμίζοντάς του τεράστια λουλού-δια ή πουλιά. Στην αρχή είχε αρκεστεί να βαδίζει ευθεία, από κο-

BEATUS ILLE 17

Page 10: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

λώνα σε κολώνα, γιατί τον ευχαριστούσε να ακούει τον ήχο τωνμεθοδικών του βημάτων, κάτι που έμοιαζε μ’ εκείνα τα παιχνίδιαπου επινοούσε και γνώριζε μόνον εκείνος, ύστερα όμως τόλμησενα ανεβεί αθόρυβα τα πρώτα σκαλιά που οδηγούσαν στη γαλαρίαώσπου η ίδια του η εικόνα μέσα στον καθρέφτη του κεφαλόσκα-λου τον ανάγκασε να σταματήσει, ένας συμμετρικός φρουρός ή ε-χθρός που του απαγόρευε να συνεχίσει προς τα δωμάτια τουπρώτου ορόφου ή να ακολουθήσει τον φανταστικό διάδρομο πουξετυλιγόταν από την άλλη πλευρά του καθρέφτη, κι όπου ίσως ηλήθη να φυλάει διάφορες, όχι τελείως όμοιες, εκδοχές του προ-σώπου της Mαριάνα, το παράστημα του Mανουέλ όταν ανέβηκεπίσω της με τη στολή του υπολοχαγού, την έκφραση που πήρανμια και μόνη φορά τα μάτια του Xαθίντο Σολάνα τα χαράματατης 21ης Mαΐου του 1937, παραμονή αναπάντεχη του εγκλή-ματος, αφού είχε παραδοθεί στα χάδια και τα δάκρυα στο γρασίδιτου κήπου κι αφού είχε αποφασίσει ότι ούτε οι ενοχές ούτε ο πό-λεμος είχαν σημασία κείνη τη νύχτα που το ν’ αφεθεί στον ύπνοήταν προδοσία της ευτυχίας.

Σε τούτο τον καθρέφτη που η Iνές δεν θα ξανακοιταχτεί ποτέπια, ο Mινάγια ξέρει ότι θ’ αναζητήσει τα μάταια ίχνη ενός παι-διού ντυμένο τα ναυτικά του, που σταμάτησε μπρος του εδώ κιείκοσι χρόνια όταν μια φωνή, η φωνή του πατέρα του, τον πρό-σταξε να κατέβει. Στεκόταν στο μέσον του αιθρίου, ψηλότερος α-πό τον εξάδελφό του, κι αν τον έβλεπε έτσι κανείς με το άψογοσακάκι του, τις πεντακάθαρες μπότες του και την άνετη χειρο-νομία με την οποία συμβουλεύθηκε το ρολόι που η χρυσή του α-λυσίδα διέσχιζε το γιλέκο του, θα έλεγε ότι εκείνος ήταν ο οικο-δεσπότης. «Aν μου είχαν δοθεί οι μισές μόνο από τις ευκαιρίεςπου δόθηκαν στον εξάδελφό μου αφότου γεννήθηκε», έλεγε παγι-δευμένος ανάμεσα στη μνησικακία, το φθόνο και μιαν ανομολό-γητη περηφάνια και θαυμασμό για την οικογένεια, διότι στο κά-τω κάτω ήταν κι εκείνος εγγονός του ανθρώπου που έχτισε αυτότο σπίτι. Mιλούσε για τον στραβό δρόμο που είχε πάρει ο Mανου-έλ και το λήθαργο όπου έμοιαζε να ’χει βυθιστεί η ζωή του από

18 ANTONIO MOYNIO£ MO§INA

Page 11: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

τη μέρα που μια αδέσποτη σφαίρα σκότωσε τη νεόνυμφη γυναίκατου, ποτέ όμως δεν ήταν τόσο ξέχειλη από δηλητήριο η ειρωνείατου απ’ όσο όταν μνημόνευε τις πολιτικές αντιλήψεις του εξα-δέλφου του και την επίδραση που είχε ασκήσει πάνω του εκείνοςο Xαθίντο Σολάνα, που κέρδιζε το ψωμί του γράφοντας στα αρι-στερά περιοδικά της Mαδρίτης και ο οποίος μίλησε μια φορά σεμια συγκέντρωση του Λαϊκού Mετώπου στην αρένα της Mάχινακαι καταδικάστηκε σε θάνατο μετά τον πόλεμο, ύστερα όμωςπήρε χάρη και αποφυλακίστηκε για να πεθάνει όπως του άξιζε σεμια ανταλλαγή πυροβολισμών με τη χωροφυλακή. Kι έτσι, απότην εποχή που είχε νου για να καταλαβαίνει και μνήμη για ναθυμάται τ’ απόβραδα που ο πατέρας του αναλωνόταν καταστρώ-νοντας απίθανες επιχειρήσεις και κάνοντας ατέλειωτες αριθμητι-κές πράξεις στο περιθώριο της εφημερίδας, αναθεματίζονταςταυτόχρονα την αχαριστία της τύχης και την προκλητική αδρά-νεια και οικονομική ευεξία του εξαδέλφου του, ο Mινάγια σχημά-τισε μια πολύ ασαφή και μολαταύτα συγκεκριμένη εικόνα τουMανουέλ, που δεν μπόρεσε ποτέ να διαχωριστεί από εκείνο τομοναδικό απόγευμα των παιδικών του χρόνων και με ένα αίσθημαπερασμένου ηρωισμού και γαλήνιας απόσυρσης. Tώρα που ο Mα-νουέλ έχει πια πεθάνει και η πραγματική του ιστορία έχει αντι-καταστήσει στη φαντασία του Mινάγια το μυστήριο του ψαρο-μάλλη άντρα που έζησε μέσα της είκοσι χρόνια, δεν είναι για τηναποψινή φυγή του που θέλω να μιλήσω αλλά για την επιστροφήτου, για τη στιγμή εκείνη που βάζει πάλι στη θέση της την επι-στολή που έλαβε στη Mαδρίτη κι ετοιμάζεται να χτυπήσει καιφοβάται πως θα του ανοίξουν, διότι δεν το ξέρει ότι φυγή κι επι-στροφή είναι το ίδιο πράγμα, διότι ακόμη και τούτη δω τη νύχτα,την ώρα που έφευγε πια, γύρισε να κοιτάξει τη λευκή πρόσοψηκαι τα στρόγγυλα παράθυρα του τελευταίου ορόφου όπου είναι α-ναμμένο ένα φως που δεν φωτίζει κανέναν, λες και το υποβρύχιοόπου θέλησε να κατοικήσει στην παιδική του ηλικία έχει εγκατα-λειφθεί από το πλήρωμά του και πλέει ακυβέρνητο προς έναν ω-κεανό σκότους. Δεν θα ξανάρθω ποτέ, σκέφτεται, λυσσασμένος α-

BEATUS ILLE 19

Page 12: MEPOΣ ΠPΩTO - alexandria-publ.gralexandria-publ.gr/wp-content/uploads/2016/03/molina-beatus-pages.pdf · φής, διότι δεν γνωρίζει την αξία της σιωπής

πό τον πόνο, από τη φυγή, από την ανάμνηση της Iνές, διότι α-γαπάει τη λογοτεχνία και τους οριστικούς αποχαιρετισμούς όπωςμόνο στη λογοτεχνία προκύπτουν, κι ανεβαίνει τα σοκάκια με τοκεφάλι σκυφτό, έτοιμος θαρρείς να ξεσπαθώσει στον αέρα, για ναβγει στην πλατεία του Στρατηγού Oρδούνια απ’ όπου ένα ταξί θατον πάει ώς το σταθμό, το ίδιο πιθανόν ταξί που τον πήρε εδώ καιτρεις μήνες, όταν ήρθε στη Mάχινα για να αναζητήσει στο σπίτιτού Mανουέλ καταφύγιο από το φόβο. Mε μεγάλη μου ευχαρίστη-ση θα σε βοηθήσω, στο βαθμό που μου είναι δυνατόν, στην έρευνάσου για τον Xαθίντο Σολάνα ο οποίος, όπως ήδη θα γνωρίζεις, έ-μεινε για κάποια περίοδο σε τούτο το σπίτι στη διάρκεια του έ-τους 1947, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, του είχε γράψει,φοβούμαι όμως πως δεν θα βρεις εδώ ούτε ίχνος από το έργο του,μια που όλα όσα έγραψε προτού πεθάνει καταστράφηκαν κάτω α-πό συνθήκες που το δίχως άλλο μπορείς να φανταστείς.

20 ANTONIO MOYNIO£ MO§INA