k (100-125) layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω...

48
ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’ να ξαγη- ρίγ’ς του σπίτ’!» ξαγηρ’κό (το) (επίθ.) < ξ(ε) < αγέρ-ας + -ικό μέρος που το «πιάνει» ο αέρας, που αερίζεται καλά: «εμ τι ξαγηρ’κό, που είνι του σπίτ’ σας!» ξαδειάζου ρ. < ξ (ε) + αδειάζω όντας αποσχολημένος με πολλή δουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: «- άμα ξαδειάγ’ς, πέραση απού του σπίτ’ , που ση θέλου - ε ξαδειάζου να κατουρήσου» ξαίνου ρ. < αρχ. ξαίνω αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού, το λαναρίζω, το χτενίζω Το μαλλί των προβάτων, αφού πρώ- τα το έπλεναν καλά, το έξαιναν με τα λανάρια (βλ. λ.), για να αφαιρέ- σουν τις όποιες ξένες ύλες υπήρχαν σ’ αυτό και να το κάνουν αφράτο και απαλό, κατάλληλο για γνέσιμο || φρ.: «θα ση ξάνου τρίχα-τρίχα του μαλλί σ’!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλ- λιάσω) ξάκριγια επίρ. < ξ(ε) + άκριγια < μσν. άκρια < άκρη άκρη-άκρη, ξώπετσα, επιφανειακά: «τ’ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσι γλίτουση» ξαμουλέρνου ρ. (αόρ. ξαμόλαρα) < ξ(ε) + αμουλέρνου < αμολέρνω < βεν. molar ή < ιταλ. mollare ή am- mollare αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω, ξε- φορτώνομαι, εξορίζω: «θα πάρου του σ’τσύλου στου β’νό, να τουν ξα- μουλάρου» ξανατσύλ’μα (το) < ξανακυλ-ώ + -ημα υποτροπή αρρώστιας || μτφ.: άν- θρωπος φορτικός, πολύ ενοχλητι- κός, ανυπόφορος: «αυτός είνι αρ- ρουστιά τσι ξανατσύλ’μα» ξανατσ’ λώ ρ. < ξανα + κυλώ υποτροπιάζει η αρρώστια μου: «πά- νου που αν’ξη τα μάτια τ’, ξανα- τσύλ’ση» ξανοίγου ρ. < μσν. ξανοίγω < αρχ. ἐξανοίγω Ξ Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 168

Upload: others

Post on 09-Oct-2020

3 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζωανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’ να ξαγη-ρίγ’ς του σπίτ’!»

ξαγηρ’κό (το) (επίθ.) < ξ(ε) <αγέρ-ας + -ικόμέρος που το «πιάνει» ο αέρας, πουαερίζεται καλά: «εμ τι ξαγηρ’κό, πουείνι του σπίτ’ σας!»

ξαδειάζου ρ. < ξ (ε) + αδειάζω όντας αποσχολημένος με πολλήδουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθεροχρόνο, ευκαιρώ:«- άμα ξαδειάγ’ς, πέραση απού τουσπίτ’ , που ση θέλου- ε ξαδειάζου να κατουρήσου»

ξαίνου ρ. < αρχ. ξαίνω αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού, τολαναρίζω, το χτενίζωΤο μαλλί των προβάτων, αφού πρώ-τα το έπλεναν καλά, το έξαιναν μετα λανάρια (βλ. λ.), για να αφαιρέ-σουν τις όποιες ξένες ύλες υπήρχανσ’ αυτό και να το κάνουν αφράτο καιαπαλό, κατάλληλο για γνέσιμο ||φρ.: «θα ση ξάνου τρίχα-τρίχα του

μαλλί σ’!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλ-λιάσω)

ξάκριγια επίρ. < ξ(ε) + άκριγια <μσν. άκρια < άκρηάκρη-άκρη, ξώπετσα, επιφανειακά:«τ’ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσιγλίτουση»

ξαμουλέρνου ρ. (αόρ. ξαμόλαρα) <ξ(ε) + αμουλέρνου < αμολέρνω <βεν. molar ή < ιταλ. mollare ή am-mollareαφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω, ξε-φορτώνομαι, εξορίζω: «θα πάρουτου σ’τσύλου στου β’νό, να τουν ξα-μουλάρου»

ξανατσύλ’μα (το) < ξανακυλ-ώ + -ημα υποτροπή αρρώστιας || μτφ.: άν-θρωπος φορτικός, πολύ ενοχλητι-κός, ανυπόφορος: «αυτός είνι αρ-ρουστιά τσι ξανατσύλ’μα»

ξανατσ’ λώ ρ. < ξανα + κυλώ υποτροπιάζει η αρρώστια μου: «πά-νου που αν’ξη τα μάτια τ’, ξανα-τσύλ’ση»

ξανοίγου ρ. < μσν. ξανοίγω < αρχ.ἐξανοίγω

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 168

Page 2: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ξεχερσώνω, μετατρέπω άγονη έκτα-ση σε καλλιεργήσιμη, βγάζονταςαπό αυτήν άγριους θάμνους καιβράχια, ξεχερσώνω || (γ προσ.) ξα-νοίγ’, ξάν’ξη: σταμάτησε η βροχή,αραιώνουν τα σύννεφα: «ξάν’ξη τσιθα μπουρέσου να πάγου στη δ’ λειά»

ξάν’ μα (το) < ξάνοιγμα < ξανοίγωη εργασία του ξεχερσώματος || ηέκταση που έχουμε ξεχερσώσει ||μέρος με ανοιχτό ορίζοντα, ξέφωτο|| τοπωνύμιο δυτικά του χωριού(Βασιλικά)

ξαπλανταρώνου ρ. < ξαπλάρ-ω(-ντα- για επίταση) < μσν. εξαπλώξαπλώνω και πιάνω ολόκληρο τονχώρο με ανοιχτά χέρια και πόδια,ξαπλώνω ανέμελα: «πήγη τσι ξη-πλαντάρουση τσι ε τουν καίγητι καρ-φί» || μτχ. παθ. πρκμ. ξηπλα-νταρουμένους: «τσείτι (κείτεται)ξηπλανταρουμένους κάτου απ’ τησ’τσιά (συκιά)» || σωριάζομαι στοέδαφος: «μόλις έφαγη μια γρουθιά,ξηπλαντάρουση»

ξαρρουστ’κά (τα) < ξ(ε) αρρωστ-ώ(βλ. λ.) + -ικάδώρα που πήγαιναν στον άρρωστο(γλυκά, παξιμάδια, χυμούς) για νατου ευχηθούν καλή ανάρρωση

ξαρρουστώ ρ. < ξ(ε) + αρρωστώ αναρρώνω, είμαι σε ανάρρωση:«τουν έπιαση γρίπ’ τσι έκανη ένα μή-να να ξαρρουστήσ’»

ξαρχαίνου ρ. (αμετ.) (πιθ.ξ(ε) +αχνίζωαποβάλλω αχνούς (υδρατμούς) καιθερμοκρασία, κρυώνω: «άση τουφαγί να ξηρχάν’!» (να φύγουν οιαχνοί, να κρυώσει)

ξάφ’ (το) < χ(ρυ)σάφι < χρυσάφιχρυσάφι

ξέκουμμα (το) < ξεκόβ-ω + κατάλ.-μαάτομο που έχει απομακρυνθεί απότην εθνική ή κοινωνική του ομάδακαι έχει προσκολληθεί σε άλλη || πε-ριφρονητική έκφραση για άτομοαπό ξένο τόπο: «ήρταν τα ξηκόμμα-τα τσι γίναν αθρώπ’!»

ξη πρόθ. < ξε < αρχ. εκ (εξ) πρόθεση που σημαίνει: βγάλσιμοέξω (ξηδουντιάζου) || ακύρωσηπροηγούμενης ενέργειας ή αποτε-λέσματος προηγούμενης ενέργειας(παγώνου - ξηπαγώνου - ξηπάγω-μα), επίταση (κουφαίνου - ξηκου-φαίνου) κ.ά. πολλά

ξηβγάζω ρ. < ξε + βγάζω συνοδεύω κάποιον που φεύγει ως την

169 ξηβγάζω

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 169

Page 3: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

πόρτα, ξεπροβοδίζω (ξέβγαλ -μα) ||μτφ.: στέλνω στον άλλο κόσμο:«τουν ξέβγαλη του Μαρίγ’ τουν Δη-μητρό» || ξεπλένω: «θα ξηβγάλου ταρούχα τσι θα τ’ απλώσου»

ξηβράκουτους -η -ου < ξε-βρακώ-(νω) + -τοςαυτός που δεν έχει βρακί να φορέ-σει, ο πάμφτωχος || ξεβράκωτη (γυ-ναίκα χωρίς προίκα): «ποιος θα τ’πάρ’ έφτην τ’ ξηβράκουτ’!»

ξηγανιάζου ρ. < ξε + γάν-α (βλ. λ.) +-ιάζω μου φεύγει η γάνα που είχα: «ήπιακουμμάτ’ νηρο τσι ξηγάνιασα» ||μτφ.: ικανοποιούμαι μερικώς γιακάτι που επιθυμούσα πολύ: «τα είπατσι ξηγάνιασα», «χόρηψα κουμμάτ’τσι ξηγάνιασα»

ξηγουνιαδιάζου ρ. < ξε - γωνιάδ-(ι)+ -ιάζωαφαιρώ από το καρβέλι γύρω-γύρωτο ξεροψημένο μέρος (τις γωνίες):«η Γιώρ’ς ξηγουνιαδιάση ούλου τουψουμί τσι αφήτση μόνου’ς ψίχης»

ξηδιαλέγου ρ. < μσν. ξεδιαλέγω < ξε+ διαλέγωκάνω διαλογή, ξεχωρίζω από ταπολλά: «έχου να ξηδιαλέξου απ’ τασύκα τα ψτάλια » || καταλαβαίνω,

αντιλαμβάνομαι: «τι ξηδιάληξης απ’αυτά π’ άκ’σης;» || ευχαριστιέμαι,ικανοποιούμαι: «τι ξηδιάληξης πουπήγης τσι του πρόκανης;»

ξηδιαντρέπουμι ρ. < ξε + δια + ντρέ-πομαιπαύω να ντρέπομαι κάποιον, ξεπλη-ρώνοντας κάποια υποχρέωση πουτου είχα: «πήγα τσι τουν μάζηψαπέντη μέρης ηλιές τσι τουν ξηδιαν-τράπ’κα, που πήγη τ’ μάννα μ’ στουνουσουκουμείου»

ξηδιάντρουπους -η -ου < μσν. ξε-διάντροπος < ξ(ε) + αδιάντροποςαυτός που έχει αποβάλει εντελώς τοαίσθημα της ντροπής, αδιάντροπος,ξετσίπωτος

ξηκατνιάζουμι ρ. (αόρ. ξηκατνιάστ’κα)< ξε + κατίν-α (ράχη ) + -ιάζομαι«μου βγαίνει» η κατίνα από τη με-γάλη προσπάθεια ή από το σήκωμαμεγάλου φορτίου, κουράζομαι υπερ-βολικά: «ξηκατνιάστ’κα σήμηρα νασ’κώνου ούλ’ τ’ μέρα δίχτυα απ’ τ’ςηλιές»

ξηκατουριέμι ρ. < ξε + κατουριέμαι <αρχ. κατουρῶέχω μεγάλη ανάγκη να ουρήσω, βιά-ζομαι να ουρήσω || μτχ. παθ. πρκμ.ξηκατουρμένους: μτφ. ο πολύ βια-

ξηβράκουτους 170

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 170

Page 4: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

στικός: «ήρτη σα τουν ξηκατουρμέ-νου!», «σα ξηκατουρμένους κάν’!»

ξηκουλιάζουμι ρ. < ξε + κώλ-ος +-ιάζομαι«μου βγαίνει ο κώλος» από τη με-γάλη κούραση, ξεθεώνομαι: «ξη-κουλιάστ’κα ίσιαμι να καθαρίσου τουσπίτ’»

ξηλ’μανίζου ρ. < ξε + λιμάν-ι + -ίζωβγαίνω έξω από το λιμάνι, ταξιδεύω,πηγαίνω σε άλλα μέρη || μτφ.: ψυ-χαγωγούμαι, ξεσκάω, βγαίνω έξωαπό το σπίτι «να πάρω τον αέραμου», ύστερα από μεγάλο διάστημαπου έμενα κλεισμένος: «μη κάθησιμέσα τσι σκας! έβγα όξου να ξηλ’μα-νίγ’ς κουμμάτ’!»

ξηλουγιάζου -ουμι ρ. < μσν. ξελο-γιάζω < ξε + λόγ-ος + -ιάζω 1. τρομάζω, πανικοβάλλω, τρέπω σεφυγή: «έβγα τσι ξηλόγιαση τ’ς όρ-θης», «ξηλουγιαστήκαν τα πρόβατααπ’ τ’ τφητσιά (τουφεκιά)»2. ξεγελώ, εξαπατώ, αποπλανώ:«μη του ’πε, ’πε, ’πε, τ’ ξηλόγιαση τ’κουπηλούδα»

ξηλουρίζου ρ. < ξε + λουρ-ίδα + -ίζωαποσπώ βίαια λουρίδες, ξεσχίζω,κομματιάζω: «θα του πιάσου τουπ’κάμ’σου σ’ να του ξηλουρίσου»

ξηλουχίζου ρ. (και ξηλουχώ, αμετ.)< ξε (εκ) + λόχ-η (φλόγα) + -ίζωβγάζω, πετώ φλόγες: «μη ρίχν’ς άλ-λα ξύλα! ξηλόχ’ση η φουτιά!»

ξηματίζου ρ. (και ξηματώ) < μσν.εξομματίζω κόβω, βγάζω το μάτι (αφαιρώ απότα κουκιά το επάνω μαύρο μέροςτου φλοιού (μάτι), για να βράσουνευκολότερα και καλύτερα): «ήτανμια γριγιά τσι ξημάτ’ ζη κ’τσιά»

ξημαυλίζου ρ. < ξε (εκ) + μαυλίζω εκμαυλίζω, παρασύρω σε κακές συ-νήθειες, ξελογιάζω: «ήταν άμαθουτου κουπηλούδ’ τσι του ξημαύλ’ση»

ξημηρδίζου ρ. ξε + μερίδ-α + -ίζω αποσπώ βίαια κομμάτια, ξεκολλώμέρη, ξεσκίζω, κομματιάζω: «θανέρτου τσι θα ση ξημηρδίσου!»

ξημουραίνου -ουμι ρ. < μσν. εκμω-ραίνωκάνω κάποιον να συμπεριφέρεταισαν μωρός: «η Θιος τουν ξημώρα-νη!», «ξημουράθ’τση γέρους άθρη-πους τσι θέλ’ παντριγιά!»

ξημπατ’κώνου ρ. < ξε + μπατ’κώνου(βλ. λ.)βγάζω ή βοηθώ κάποιον να βγειαπό τη λάσπη, μέσα στην οποία έχεικολλήσει, ξελασπώνω: «έλα βάλη

171 ξημπατ’κώνου

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 171

Page 5: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ένα χέρ’ να ξημπατ’κώσουμε τ’αυτου-κίνητου» || μτφ. (αμετ.): ξεχρεώνω,βγαίνω από τη δύσκολη οικονομικήκατάσταση, που βρισκόμουν:«πούλ’σα κουμμάτ’ λάδ’ τσι ξη-μπάτ’κουσα»

ξημπρουστιάζου ρ. < ξε + μπροστ-ά+ -ιάζω ξεσκεπάζω, με κατ’ αντιπαράστασηεξέταση μπροστά σε τρίτους, τασφάλματα ή τους ψευδείς ισχυρι-σμούς κάποιου

ξημπρόστιασμα (το) < ξημπρουστιά-ζου (βλ. λ.)το ξεσκέπασμα μπροστά σε τρίτουςτου σφάλματος ή του ψέματος κά-ποιου:«ε μ’αρέσιν’μένα τα ξημπρουστιά-σματα»

ξην’σκουμένους -η -ο < ξε + νηστικ-ός+ -ωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. *ξε-νηστικώνομαιπολύ πεινασμένος, θεονήστικος, ξε-λιγωμένος: «τρώγ’ σαν ξην’σκουμέ-νους» || μτφ.: πλεονέχτης, λαίμαρ-γος, αχόρταγος: «μάξηψη τόσου μα-ξούλ’ τσι δε χουρταίν’ η ξην’σκουμέ-νους»

ξηνουγηννώ ρ. ξένος + γεννώ (για όρνιθες) γεννώ σε ξένη φωλιάκαι όχι στη δική μου: «τ’ μαύρ’ τ’ν

όρθα θα τ’ σφάξου, γιατί ούλου ξηνου-γηννά» || μτφ. (για άνδρες): έχωεξωσυζυγικές σχέσεις: «η Γιώρ’ς,δυο χρόνια παντρημένους, τσι ξηνου-γηννά»

ξηπαραδιάζου -ουμι ρ. < ξε + παράδ-ες+ -ιάζωαφαιρώ από κάποιον όλα τα χρήμα-τά του (τους παράδες του) || μεσ.:χάνω ή ξοδεύω όλα μου τα χρήματα:«πάντρηψη τ’ κόρ’ υτ τσι ξηπαρα-διάστ’ τση»

ξηπαραλιώ ρ. < ξεπαραλώ < ξε + παρά+ ηλώ (μτγν. ἐξηλῶ = βγάζω τουςήλους, τα καρφιά, ξεκαρφώνω)ξεφτίζω πλεκτό, ξηλώνω τις ραφέςρούχου || μτφ. (αμετ.): φεύγω απότη ζωή, πεθαίνω: «έτοιμους είνι ηΓιώρ’ς να ξηπαραλήσ’!»

ξηπαρδαλώνου -ουμι < ξε + παρτάλ-ι< τουρκ. partal - (κουρέλι) + -ώνω κουρελιάζω, κομματιάζω: «ξηπαρ-δαλουθήκαν τα παπούτσια μ’! Θέλινσόλιασμα!» || μτχ. παθ. πρκμ.: ξη-παρδαλουμένους -η -ου: διαλυμέ-νος, κουρελιασμένος: «η πόρτα είνιξηπαρδαλουμέν’»

ξηπαρμένους -η -ο < μετοχή παθ.πρκμ. του αρχ. ρ. (ξε) ἐπαίρομαι(μτχ. ἐπηρμένος)

ξημπρουστιάζου 172

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 172

Page 6: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

υπερόπτης, αλαζόνας, καυχησιάρης:«κάτι (κάθεται) ένας ξηπαρμένουςτσι καυτσιέτι πους μαζεύγ’ πηνήνταμόδια ηλιές» || ξεμυαλισμένος: «ξη-παρμέν’ γ’ναίκα» (γυναίκα, πουέχουν πάρει τα μυαλά της αέρα, ηελαφρών ηθών): «αφήτση μια ξη-παρμέν’ τουν άντρα τ’ς τσι τα μουρέ-λια τ’ς τσι ακλούθ’ση έναναξ’πόλ’του»

ξηπαστρεύγου ρ. < μσν. ξεπαστρεύω σκοτώνω, αφανίζω: «τ’ς παραφ’λά-ξαν τσι τ’ς ξηπαστρέψαν έναν-έναν»|| ξεχερσώνω, από χέρσα γη ξεριζώ-νω τους άγριους θάμνους και τηνκάνω καλλιεργήσιμη: «ξηπάστρη-ψα ούλου του χουράφ’»

ξηπητσουριάζου ρ. < ξε + πητσούρ’(βλ. λ.) + -ιάζωβγάζω από το ψωμί το «πετσούρι»(την κόρα)

ξηπηταρούδ’ (το) < ξεπετ-ώ + υπο-κορ. επθμ. -αρούδιπουλάκι που αρχίζει να πετά και ν’απομακρύνεται από τη φωλιά || παι-δάκι που μεγάλωσε πια αρκετά,προέφηβος

ξηπητώ ρ. < ξε + πετώ πεταρίζω, φτερουγίζω: πρόληψη:όταν ξεπετά το μάτι σου, είναι σημά-

δι πως θα δεις, ύστερα από καιρό,κάποιο γνωστό σου πρόσωπο: «τουμάτ’ υμ ξηπητά! άθρηπου θα δω!» ||μτφ.: λαχταρώ, έχω έντονη επιθυ-μία: «ξηπητά η καρδιά μ’ να πάγουστου χουριό»

ξηπουρτίζου ρ. < ξε + πόρτ-α + -ίζω< μσν. εξωπορτίζω φεύγω κρυφά από το σπίτι για δια-σκέδαση ή παράνομες ερωτικές σχέ-σεις, εγκαταλείπω το σπίτι || μτφ.:παίρνω τον κακό δρόμο: «απούμ’κρή αρχίν’ση να ξηπουρτίζ’»

ξηράδ’ (το) < ξηρ-ός + επθμ. -άδιοι ελιές που ξηραίνονται και πέ-φτουν από το δέντρο προτού ωρι-μάσουν: «αξ’στιάτ’κου ξηράδ’»(αυγουστιάτικο ξεράδι) || κομμάτιξερό ψωμί, ξεροκόμματο: «ρίξηστου στσύλου ένα ξηράδ’» || μτφ.:χέρι ή πόδι: «κάτου τα ξηράδια σ’!»

ξηρουβήχου ρ. < μσν. ξεροβήχω <ξερο + βήχω προσποιούμαι πως βήχω, για ν’αποφύγω απάντηση: «τουν ρώτ’σαγιατί τουν έδιουξη απ’ τη δ’λειά τσιτσείνους ξηρόβ’ξη» || προσποιούμαιπως βήχω από αμηχανία, μπροστάσε αδιέξοδο: πρβλ.: «απορία ψάλ-του βηξ» || βήχω για να κάνω φανε-

173 ξηρουβήχου

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 173

Page 7: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ρή την παρουσία μου: «τουν είδαπου έκληβγη τα λουλούδια τσι ξη-ρόβ’ξα»

ξηρουλιθιά (η) < μσν. ξηρόλιθ-ος +-ιάτρόπος χτισίματος πέτρας χωρίςσυνδετικό υλικό (λάσπη, ασβέστη,τσιμέντο), αλλιώς ξηνουτρόχαλο.Με ξηρουλιθιά χτίζονται «σέτια»(βλ. λ.) και τοίχοι για περίφραξηχωραφιών

ξησάζου ρ. ξε + αρχ. ἰσάζωετοιμάζω, τακτοποιώ: «απαντέχου μ’σαφιριά τσι ξησάζου του σπίτ’»

ξησιέρνου ρ. < ξε + σέρνω (τραβώ)τραβώ (δίνω έκταση σε) κάτι περισ-σότερο από όσο πρέπει: φρ. μτφ.:«μη του ξησιέρν’ς του στσοινί» (μηπαρατραβάς το σκοινί, μην οδηγείςτην υπόθεση στα άκρα)

ξησκαντάλα (η) < ξε + μτγν. σκάν-δαλον (= ξύλινο εξάρτημα παγίδας)παγίδα για πιάσιμο πουλιώνΛειτουργούσε κι έπιανε με θηλιά τοπουλί από τα πόδια, όταν αυτό πα-τούσε σε μικρό ξυλάκι της ξεσκα-ντάλας (στο «σκάνδαλον»), τοοποίο έπεφτε με το παραμικρό άγγι-σμα ή βάρος || μτφ.: ό, τι είναι έτοι-μο να καταρρεύσει, το ετοιμόρροπο:

«ξησκαντάλα είνι η τοίχους! έτοιμουςείνι ν’ αλέσ’! (να γκρεμιστεί)»

ξησκουλίζου ρ. < ξε-σκολ-ειό + -ίζω τελειώνω το σχολειό || έχω αποκτή-σει πείρα σε κάτι και δεν μπορεί ναμε ξεγελάσει κανένας: «έχου ξη-σκουλήσ’, είμι ξησκουλ’σμένους»

ξητσίπουτους (ο) < ξετσιπώ-νομαι +-τοςαυτός που δεν έχει «τσίπα», πουέχει αποβάλει το αίσθημα της ντρο-πής, ο αδιάντροπος: «τι ν’απαντέχ’κανείς απού έναν ξητσίπουτου!» ||«ξητσίπουτ’ γ’ναίκα»: γυναίκαελευθερίων ηθών, πόρνη

ξητσιώνουμι ρ. < (εξ) αιτιώνομαι <από το αρχ. ρ. αἰτιῶμαι (μέμφομαι,κατηγορώ)επιχαίρω για το κακό που βρήκε τονεχθρό μου: «η Γιώρ’ς ξητσιώνητι πουψόφ’ση του βόδ’ τ’ Δημητρού»

ξηυτιλίζου: < μτγν. ἐξευτελίζωμειώνω ηθικά, θίγω, προσβάλλω,ταπεινώνω, ρεζιλεύω: «τουν έφτ’σημπρουστά στουν κόσμου τσι τουν ξηυ-τέλ’ση»

ξηφαν’κός (ο) < ξε + φαν- (αόρ.φάν-ηκα του ρ. φαίνομαι, φαίνω =φέρνω στο φως, φωτίζω) + -ικόςαυτός που φαίνεται καθαρά, που

ξηρουλιθιά 174

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 174

Page 8: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

μπορείς να τον δεις ανεμπόδιστα,που τον λούζει το φως: «του σπίτ’μας είνι πουλύ ξηφαν’ κό» (πρβλ.Ιλιάδα Π, στ. 299 «προβάλνουν ταξέφαντα λιβάδια», μετ. Αλ. Πάλλη)

ξηφτέρ’ (το) < ξεφτέρι < μσν. ξεφτέ-ριν < λατιν. accipiter (κατά Μπα-μπινιώτη από το μτγν. οξυπτέριον <υποκορ. του επίθ. οξύπτερος «αυ-τός που πετά γρήγορα, που κινείγρήγορα τα φτερά του»: γεράκι ||μτφ: πανέξυπνοςάνθρωπος, αυτόςπου τα έχει μάθει όλα: «γίν’τση ξη-φτέρ’ στου χουρό»

ξηφτ’λίζου ρ. < ξε + φιτίλ-ι + -ίζω 1.τραβώ (μεγαλώνω) το φιτίλι τουκαντηλιού: «ξηφτίλ’ση του καν-τήλ’!» (τράβα, μάκρυνε, το φιτίλιτου κα-ντηλιού)2. καθαρίζω, ξεβουλώνω με φιτίλι:«ξηφτίλ’ση τ’ αφτιά σ’, ν’ ακούς!»

ξηφτούρα (η) < ξεφτούρα < μτγν.επιθ. οξύπτερος - οξυπτέρα (αυτήπου πετά γρήγορα, που κινεί γρή-γορα τα φτερά της , βλ. λ. ξηφτέρ’) η όρνιθα πετά πάνω από τον φρά-χτη και το σκάει από το κοτέτσι ||μτφ.: η γυναίκα που ξεπορτίζει, πουγυρίζει τις νύχτες

ξηχρουνίζου ρ. < ξε + χρόν-ος + -ίζω

αργώ, καθυστερώ, κάνω έναν ολό-κληρο χρόνο: «πήγη να πάρ’ ψουμίαπ’ τουν φούρνου τσι ξηχρόν’ση»

ξιτσ’ (το) < ξίκι < τουρκ. eksik (έλ-λειψη)ελλιπές, λειψό βάρος

ξίτσ’κους (ο) < τουρκ. eksik (λει-ψός, ελλιπής)ξίκικος, αυτός που του λείπει βάρος:«ξίτσ’κα δράμια», «ξίτσ’κα μυαλά»|| αυτός που δείχνει βάρος μεγαλύ-τερο από το πραγματικό: «ξιτσ’τσιαζ’γαριά»

ξιω - ξιέμι ρ. < βλ. λ. ξύνου - ξύνουμι ξ’λουγαϊδάρα (η) < ξύλο + γαϊδάρα

ξύλινο φορείο, υποβασταζόμενοαπό δύο, για μεταφορά βαριών αν-τικειμένων (π.χ. βράχων): «’πα στ’ξ’λουγαϊδάρα να ση φέριν» (κατάρα:να σε φέρουν νεκρό πάνω στη...)

ξ’λουμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ.του ρ. ξ’λώνου (βλ. λ.)αυτός που του έχουν φύγει οι ήλοι(τα καρφιά) ο ξεκάρφωτος, διαλυ-μένος || μτφ. ασύνδετος, ασυνάρτη-τος, αφηρημένος, απρόσεχτος, χα-ζός: «ξ’λουμένα λόγια»

ξ’λώνου -ουμι ρ. < μσν. ξηλώνω <μτγν. ἐξηλῶ (βγάζω τους ήλους =τα καρφιά, ξεκαρφώνω)

175 ξ’ λώνου

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 175

Page 9: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο:«ξ’λώνου τα μανίκια απ’ του παλτό» 2. αποσπώ την προσοχή, απασχολώ:«ξ’λώνου του μουρό», «ξ’λώθ’κα μητ’ τηληόρασ’ τσι έκαψα του φαγί»3. μένω κατάπληκτος, αποσβολώνο-μαι: «ξ’λώθ’κα μη τα λόγια τ’»

ξ’νήθρα (η) < ξιν-ός + -ήθρα άγριο χόρτο με ξινό χυμό, που φυ-τρώνει σε σχισμές βράχων και σεθάμνους. Μοιάζει με το λάπατο.

ξόμπλ’ (το) < μσν. ε-ξόμπλι-ον στολίδι, κέντημα || μτφ.: ψεγάδι,μειονέκτημα, κατηγόριο: «άμα θελ’ςν’ακούγ’ς τα ξόμπλια σ’, ’πέ του!»

’ξός, ’ξή,’ξό < χ(ρυ)σός < αρχ. χρυσόςχρυσός: «τα χειρέλια τ’ είνι ’ξα»,«’ξο μουρό»

ξουδιάζου ρ. < μσν. ξοδιάζω ξοδεύω: «ξουδιάση (ξόδεψε) τα μαλ-λιά τ’ τσηφαλιού τ’»

ξουμπλιάζου ρ. < ξόμπλ-ι + -ιάζω στολίζω, διακοσμώ με κεντήματα ήάλλα στολίδια (ξόμπλια) || μτφ.:βρίσκω ψεγάδια, κακολογώ, κου-τσομπολεύω: «ήρτη στου σπίτ’ υμγια να ξουμπλιάσ’!»

ξούρ’ (το) < κουσούρι < τουρκ. kusurελάττωμα, αδυναμία, ψεγάδι: «η Γιώρ’ςέχ’ ένα ξουρέλ’! τουν αρέσ’ του ρακέλ’!»

ξουριάζου ρ. < ξούρ-ι + -ιάζω βρίσκω ξούρια σε κάποιον, τον κα-κολογώ: «κάτι (κάθεται) τσι ξου-ριάζ’ τ’ νύφ’ υτ’ς!»

ξουρίζου ρ. < ξε + ορίζω < αρχ. ἐξορί-ζωβγάζω κάποιον έξω από τα όρια τουτόπου του || εκτοπίζω σε απομακρυ-σμένο και ακατοίκητο μέρος: «πάρ’τουν του στσύλου τσι ξούρ ’ση τουν»

ξουχάρ’ς -’σα -’κου < ξοχάρης <εξοχ-ή + -άρης άνθρωπος που εργάζεται ή διαμένειστην εξοχή, αγρότης

ξ’πάζου ρ. (αμετ., και ξ’πώ) < μσν. ξυ-πάζω 1. ξιπάζω, αλαζονεύομαι, υπερηφα-νεύομαι, «το παίρνω στη μύτη μου»:«είδη πέντη παράδης στ’ τσέπ’ υτ τσιξίσπαση!» || μτχ. παθ. πρκμ.: ξ’πασμέ-νους: ο φαντασμένος, «που νομίζειπως είναι αυτός και όχι (κανένας) άλ-λος» 2. τρομάζω, ξαφνιάζομαι: «μα ξ’πά-σαν τα μ’λάρια, πητάξαν απ’ τ’ς κατί-νης τα σαμάρια»

ξύνου -ουμι ρ. (και ξύω - ξυέμι) <ξύνω -ομαι < αρχ. ξέω (για ξύλο, πέ-τρα, μάρμαρο κτλ.) και ξύω - ξύομαι(για σάρκα)

ξ’νήθρα 176

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 176

Page 10: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ξύνω: «ξύν’ τα νύχια τ’ για καβγά»|| ξυω: «θ’ αφήσουμη τη δ’λειά μας,να ξυούμη τα μηριά μας» (παροιμ.)|| ξύνουμι: «ξύνητι σα ψουριάρ’ς» ||ξυέμι: «ξυέτι στ’ τσιουμπάν’ τ’ γκα-τζουρίδα» (παροιμ.)

ξύστρους (ο) < ξύστρος < ξύνω τριγωνική μεταλλική σπάτουλα μετην οποία έξυναν τα τοιχώματα τηςσκάφης μετά την αφαίρεση της ζύ-μης από αυτήν

177 ξύστρους

Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 177

Page 11: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

όξουνους (ο) < όξου (έξω) + νους ο προσποιούμενος τον ανήξερο:«κάν’ τουν όξουνου» (κάνει τονανήξερο, κάνει πως δεν καταλαβαί-νει)

όπιτη επίρ. < μσν. όποτε όποτε, όταν: «έρχητι όπιτη τουν κα-πνίσ’» || οσάκις, κάθε φορά που:«όπιτη τουν φουνάξ’ς, είνι αλέστα»

όρθα (η) < αρχ. όρνις (αιτ. όρνιθα)όρνιθα: «’μάς, ε μας κουλλά καμιάόρθα, μόνου πητ’νοί μας κουλλούν»(εμάς δεν μας έρχεται τίποτα ευνοϊ-κό, όλα ανάποδα μάς έρχονται) (πα-ροιμ.)

όρση επιφ. < όρισε, προστ. του ορίζωμε συγκοπή του -ι-ορίστε, να, πάρε (με σκωπτική ή υβρι-στική διάθεση, συνοδευόμενο απόμούντζα): «όρση, γαμπρέ μ’, συ τσιτου μ’λάρ’ π’ αγόρασης!», «όρση,γαμπρέ μ’, κουφέτα!»

ότληγια επίρ. < ό,τι + λογής (μτγν.λογή = είδος)όπως, με τον τρόπο που: «ότληγιατουν δεις τουν καθρέφτ’, θα ση δει»,

(παροιμ.), «κάν’ του ότληγια μπου-ρείς!»

ούγια (η) < μσν. ούια < αρχ. ὄαη άκρη του υφάσματος, από τηνοποία φαίνεται και η ποιότητά του:«δες ούγια τσι πάρ’ πανί, δε γουνιότσι πάρ’ πιδί» (παροιμ.)

ουγραντίζου ρ. (ενεργ. αμετ.) <τουρκ. ugradim, αόρ. του ugramak(πετάγομαι ξαφνικά, πέφτω)τρελαίνομαι από φόβο, έρωτα, χαρά,περηφάνια, ενθουσιασμό κ.ά.: «μό-λις είδα του φίδ’, ουγράντ’σα απ’ τουφόβου μ’!», «ήβγη (βγήκε) πρό-ηδρους τσι ουγράντ’ση απ’ τ’ χαρά τ’»,«είδη πέντη παράδης στ’ μύτ’ υτ τσιουγράντ’ση»

ουγραντ’σμένους (ο) < μτχ. παθ.πρκ. του ρ. ουγραντίζου (βλ. λ.)ξετρελαμένος: «η γέρους είνι ου-γραντ’σμένους μη τ’ ημ’κρή»

ουγρός (ο) < ογρός < αρχ. ὑγρόςο βρεγμένος: «κούνει τουν τουνΚουμνηνό μες του πάπλουμα τ’ ου-γρό!» (παροιμ.) (άσ’ τον να βαυκα-λίζεται, να αυταπατάται)

Ο

Ο (178-180):Layout 1 4/3/2011 11:12 μ Page 178

Page 12: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ουκνόστσ’λους (ο) < οκνός + σκύλοςτεμπελόσκυλο: λέγεται απαξιωτικάκαι υβριστικά για άνθρωπο πολύτεμπέλη

ουλιά (η) < αρχ. ἰλύς -ύος (λάσπη,κατακάθι)το κατακάθι κρασιού σε βαρέλι, ήάλλο δοχείο (η μτγν. τρυγία)

ουλούτσ’ (το) < τουρκ. oluk (λούκι)λούκι, αυλάκι, υδρορροή

ούξου επιφ. < πιθ. έξω επιφώνημα - απάντηση σε κάποιονπου μας αποδοκιμάζει με το επιφώ-νημα «ου... ου...»: «ούξου τσι ξηρότσι ξηράδια στου λιμό σ’!»

ουργιά (η) < μτγν. ὀργυιά < αρχ. ὄρ-γυιααυθαίρετη μονάδα μήκους (όσο τοάνοιγμα των χεριών): «κάτσ’ση (κά-κιωσε, μάνισε) η κατσίκα απού τουνπρίνου, τσι πάητση (έφυγε, απομα-κρύνθηκε) η πρίνους ουργιές τσι πή-χεις» (παροιμ.)

ουρθουφλιά (η) < πιθ. συμφυρμόςτων λέξεων όρθα (αρχ. όρνιθα ) +*τυφλιά (τύφλ-α) με αποκοπή του-τυ- και έκταση του -ο- σε -ου-(ορθο <τυ> φλιά, ουρθουφλιά)η περιορισμένη όραση που έχουν οιόρνιθες τη νύχτα

Ασθένεια των ματιών, που εμπόδιζενα βλέπεις καθαρά, όταν βασίλευε οήλιος. Σ’ εκείνον που σκόνταφτε ήέκανε κάποια αδικαιολόγητη αβλε-ψία τού έλεγαν επιτιμητικά: «ουρ-θουφλιά έχ’ς;».Σύμφωνα με αφηγήσεις γερόντωνκατοίκων του χωριού, για να θερα-πεύσουν κάποιον που έπασχε απόουρθουφλιά τον έβαζαν πάνω σεμια ξ’ λουγαϊδάρα (βλ. λ.) και τονγύριζαν μέσα στο χωριό. Εκείνοςήταν υποχρεωμένος να φωνάζει«ουρθουφλιά έχου!» και οι άλλοιτου απαντούσαν «καλά βλέπ’ς!»

ουριάζου ρ. < αρχ. ὀρ-ός (βλ. λ. ού-ριους) + -ιάζω (για τα αβγά): κλουβιάζω

ούριους -α -ου < πιθ. από το αρχ.ὀρός, το υγρό που απομένει μετάτην πήξη του γάλακτος(για τα αβγά ) μπαγιάτικος, αλλοι-ωμένος, κλούβιος || φρ.: «ούριουτσιφάλ’» (άνθρωπος με χαλασμένομυαλό, που δε σκέφτεται σωστά,ανόητος)

ουρνιάζου ρ. < ουρν-ός (βλ. λ.) + -ιάζωρίχνω σε συκιά αρσενικά άνθη συ-κιάς (ορνούς) για επικονίαση τωνθηλυκών, κάνω όρνιασμα

179 ουρνιάζου

Ο

Ο (178-180):Layout 1 4/3/2011 11:12 μ Page 179

Page 13: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ουρνός (ο) < αρχ. ἐρινεός άγρια συκιά, συκιά με αρσενικά άν-θη (ορνούς), μέσα από τα οποίαβγαίνουν μικρά έντομα, που μετα-φέρουν τη γύρη στα θηλυκά άνθηκαι γίνεται η επικονίαση

όχινα (η) (και όχιντρα) < μεσν.έχεντρα < αρχ. ἔχιδνα (με τροπή τουαρχικού έ σε ό και αποκοπή του δ)η οχιά: «όχινα τσι ασκόντριχα ναγέν’ς!» (λέγεται σε κάποιον που αρ-νείται κάτι επίμονα και πεισματικά,λέγοντας συνεχώς «όχι!»)

ουρνός 180

Ο

Ο (178-180):Layout 1 4/3/2011 11:12 μ Page 180

Page 14: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

’πα επίρ. < απά (νω) < επάνω επάνω || τοπ.: «πήγα ’πα στου φούρ-νου μας...» || χρον.: «’πα σ’ έφτα ταχέρια, να τσι γη γαμπρός» (εκείνηακριβώς τη στιγμή)

παγ’βάν’ (το) < άγν. ετυμ. κομμάτι σκοινιού με το οποίο δέ-νουν τα δυο πόδια του ζώου, για ναμην απομακρύνεται.Παλιότερα τοποθετούσαν στα πό-δια των νεαρών αλόγων ειδικά κλώ-στινα παγ’βάνια για να συνηθίζουνσε ορισμένο τρόπο βαδίσματος, «ναμάθιν πουρπατ’ξιά»

παγ’βανώνου ρ. < παγ’βάν-ι (βλ. λ.)+ -ώνω τοποθετώ στα πόδια του ζώουπαγ’βάνι: «πάνη να παγ’βανώγ’ς τ’ςκατσίκης, μη πάν’ τσι κάνην καμιά ζη-μιά!»

παγιαύλ’ (το) < μσν. πλαγιαύλι <μτγν. πλαγίαυλοςαυλός, φλογέρα, φλάουτο: «θα σηπαίξιν ντούντουρλου (νταούλι) τσιτου πααύλ’» (θα κοινολογήσουν τακαμώματά σου, θα σε διαπομπεύ-

σουν. Η φράση υποκρύπτει τη συ-νήθεια να συνοδεύουν τη διαπο-μπευόμενη μοιχαλίδα με τυμπανο-κρουσίες και σφυρίγματα) || γενικάη σφυρίχτρα: «του παγιαύλ’ τ’ μπη-χτσή, του παγιαύλ’ τ’ χουρουφύλα-κα...»

παγιαυλέλ’ (το) < παγιαύλ’ (βλ. λ.) +υποκορ. επθμ. -έλ’παιχνίδι, πήλινη σφυρίχτρα που λει-τουργεί με νερό. Παγιαυλέλια που-λούσαν στα πανηγύρια για ταπαιδιά.

παζβάντ’ς (ο) < παζβάντης < τουρκ.pazvantνυχτοφύλακας του χωριού στιςτουρκοκρατούμενες περιοχές, φύ-λακας, φρουρός. Πληρωνόταν απότην Κοινότητα: «τι ήρτης τσι στέ-τσηση απού πάνου μ’ σα τουν παζ-βάντ’;»

παθ’μένους -η -ου < παθημένος <μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. παθαίνω -ομαι μτφ. αυτός που έχουν πάθει ταμυαλά του, βλαμμένος, παλαβός:«παθ’μένους είνι! εν έχ’ σ’νώρ’σ’!»

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 181

Page 15: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

παλαμαρίδ’ (το) < η παλαμαρ-ά +υποκορ. επθμ. -ίδιξύλινο προστατευτικό κάλυμμα τηςπαλάμης, που φορούσαν οι θερί-στριες στο αριστερό τους χέρι, με τοοποίο έδραχναν τα στάχυα, ενώ μετο δεξί κρατούσαν το δρεπάνι καιθέριζαν

παλαμουδέρνου ρ. < παλάμη + δέρ-νω αγωνίζομαι (προσπαθώ) με τις πα-λάμες μου (με τα χέρια μου, με τιςσωματικές μου δυνάμεις) να φέρωσε πέρας μια δύσκολη δουλειά ||μτφ.: παλεύω με δύσκολες κατα-στάσεις, με ανυπέρβλητες δυσκο-λίες: «μη τα βηρησέδια τσι τ’νανηδ’λειά, παλαμουδέρν’ η Γιώρ’ς νακρατήσ’ του μαγαζέλ’ υτ αν’χτό»

παλάντζα (η) < βεν. balanzaείδος ζυγαριάς με μοχλοβραχίονακαι ένα δίσκο, που χρησιμοποιού-σαν κυρίως πλανόδιοι μικροπωλη-τές || άνθρωπος χωρίς σταθερέςαρχές, που γέρνει πότε από τη μιακαι πότε από την άλλη

παλαντζάρου ρ. (και παλαντζέρνου)παλάντζ-α + επθμ. -άρω (-έρνω)γέρνω πότε από τη μια και πότε απότην άλλη, «απ’ όπ’ φ’σήξ’ γη αγέ-

ρας» (με το μέρος του ισχυρού)παμπόρ’ (το) < ιταλ. vapore

βαπόρι, μηχανοκίνητο καράβι:«έκανης του τσηφάλ’ υμ παμπόρ’»(με ζάλισες)

πάνα (η) < μεγεθυντ. του πανί <πανί-ον 1. μεγάλο τετράγωνο κομμάτι λευ-κό ύφασμα για το σπαργάνωμα τουμωρού: «φέρη μια πάνα ν’αλλάξουτου μουρό, τσι (γιατί) κατου-ρήθ’τση» 2. βρεγμένο κομμάτι χοντρό πανί,δεμένο στην άκρη μακριού ξύλου,για το σκούπισμα (πάνισμα) του δα-πέδου του φούρνου από στάχτες καικάρβουνα, πριν βάλουν για ψήσιμοτα ψωμιά

πανίζου ρ. < πάν-α + -ίζω καθαρίζω με την πάνα (βλ. λ.) τοδάπεδο του φούρνου από τα κάρ-βουνα και τη στάχτη

πανουπρούτσ’ (το) < επάνω + προύκι< προύκα < προίκα επανωπροίκι: μερικές φορές ο γα-μπρός ζητούσε από τον μέλλονταπεθερό του προίκα πέρα από τησυμφωνημένη. Το μέρος αυτό τηςπροίκας ήταν του πανουπρούτσ’:«τσι του δίναν πανουπρούτσ’ έναν

παλαμαρίδ’ 182

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 182

Page 16: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

τζητζηρέ ψιρούκ’» (από ταχτάρι-σμα)

πανταχούσα (η) (και απανταχούσα)< αρχ. επίρ. ἀπανταχοῦ (παντού) +-ούσα έγγραφο κρατικής ή άλλης αρχήςπου εντέλλεται δυσάρεστα για τονπαραλήπτη: «τουν ήρτη μια παντα-χούσα να πληρώσ’ τριγιών χρουνώνσπασμένα»

πάξα (η) < πιθ. μεγεθυντ. του μτγν.παξαμάδιον (παξιμάδι)μεγάλο παξιμάδι || μεγάλο κομμάτιαπό σχισμένο ξύλο || μτφ.: το θηλυ-κό παιδί, η κόρη: «η Γιάνν’ς έκανη τ’πάξα» (η γυναίκα του γέννησε κο-ρίτσι)

παπλαρίζου ρ. < άγν. ετυμ. πιθ. ηχο-ποίητη λέξη από το παπ, παπ, ήχοπου συνοδεύει τα χτυπήματα στηνπλάτη χτυπώ χαϊδευτικά στην πλάτη:«παπλάρ’ξη του του μουρό να μηκλαίγ’!»

παπλάρ’σμα (το) < παπλαρίζου (βλ.λ.)το θωπευτικό χτύπημα στην πλάτη

παπούδα (η) < αρχ. πάππ-ος (σπό-ρος) + -ούδατο κάθε κομμάτι από ένα σκόρδο, η

μια σκελίδα || ο καθένας από τουςσπόρους των ψυχανθών || μουλια-σμένο και φουσκωμένο κουκί

παπουδιάζου ρ. < παπούδ-α + -ιάζω γίνομαι σαν παπούδα (βλ. λ.): «πα-πουδιάσαν τα χέρια μ’ να πλένουώρης μες τα νηρά»

πάπ’ς (ο) < πάπης < αρχ. πάππος ο παππούς, ο γέροντας: «έλα, πάπ’ υμ,να μη δείξ’ς τα γουνικά μ’» (παροιμ.)

παραβαρώ ρ. < παρά + βάροςγίνομαι βάρος, φόρτωμα σε κάποι-ον, τον επιβαρύνω: «έχου τ’ συντα-ξούλα μ’ τσι δε παραβαρώ κανέναν»

παραγιός (ο) (και ψ’χουγιός) < παρά+ γιος υπηρέτηςΜέχρι και τα μισά του 20ού αιώνα οιμεγαλοκτηματίες και οι μεγαλοκτη-νοτρόφοι του χωριού έπαιρναν στηδούλεψή τους εργάτες, που τους πα-ρείχαν στέγη, τροφή, ένδυση καιυπόδηση. Ο παραγιός δούλευε χρό-νια και χρόνια στο ίδιο αφεντικόχωρίς καμιά άλλη ή με μηδαμινήαμοιβή. Το αφεντικό είχε εμπιστο-σύνη στον παραγιό του όπως σεσυγγενή του (ψυχογιός).

παρακαλητός -ή -ό < παρακαλέ-ω+ -τός

183 παρακαλητός

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 183

Page 17: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

αυτός που πρέπει (ή που θέλει) νατον παρακαλέσουν, για να κάνει κά-τι: «παρακαλητός γαμπρός, ξ’νό γα-μήσ’» (παροιμ.)

παράκαρδα τροπ. επίρ. < παρά +καρδιά χωρίς όρεξη, με μισή καρδιά: «πή-γη στου παναγύρ’ παράκαρδα»

παρακηντές (ο) τουρκ. perakende(λιανοπωλητής)ακτήμονας, παραγιός, εργάτης σεκτήματα άλλων || άνθρωπος τιπο-τένιος, ασήμαντος, κοινωνικά κατώ-τερος: «μένα η κόρ’ υμ εν είνι γιαέφτουν τουν παρακηντέ»

παρακόρ’ (η) παρά + κόρη υπηρέτρια ή και ψυχοκόρη.Οι εύπορες οικογένειες έπαιρνανστο σπίτι τους παρακόρες. Η θέσητης παρακόρης ήταν ανάλογη με τηθέση του παραγιού (βλ. λ.). Κορί-τσια από την επαρχία έρχονταν στιςμεγαλουπόλεις και εργάζονταν ωςπαρακόρες χρόνια ολόκληρα στασπίτια πλουσίων.

παραματίζου ρ. < παρά + ματ-ίζω <μτγν. αμματίζω (δένω, συνδέω)φτιάχνω κόμβο, βρόχο, θηλειά ||συμπληρώνω, προσθέτω, ενώνωδυο κλωστές ή σχοινιά με κόμπο ||

αυξάνω το μήκος ενός σχοινιού δέ-νοντας σ’ αυτό ένα άλλο || ειδικάγια την ύφανση: περνώ τα νήματατου στημονιού μέσα από τα μιτάριακαι το ξυλόχτενο του αργαλειού

παραμάτ’σμα (το) < παραματίζου(βλ. λ.)η ενέργεια και το αποτέλεσμα τουρήματος παραματίζου

παραμάτσ’ (η) < παραμάτιση < πα-ραματίζωείδος ύφανσης με σχέδια στο υφα-ντό

παράναγκα (τα) < παρά + ανάγκη λόγια και καμώματα, που είναι πέρααπό τα αναγκαία, παράξενα, ασυνή-θιστα, υπερβολικά, παράλογα: «θασ’κουθώ να παγαίνου! ε μπουρώ ναβλέπου έφτα τα παράναγκα!» || επίρ.:περισσότερο απ’ το αναγκαίο, υπερ-βολικά: «τρώγ’ τσι πίν’ παράναγκα»

παράνουμα (το) < μσν. παρανόμι <παρά + όνομαπαρωνύμιο, παρατσούκλι: «άμα δεντουν πεις μη του παράνουμα τ’, ε τουνβρίστσ’ς»

παρανουμιάζου ρ. < παράνουμ-α +-ιάζω ονομάζω κάποιον με το παράνουμάτου

παράκαρδα 184

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 184

Page 18: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

παραν’χίδα (η) < παρανυχίδα <μτγν. παρωνυχίς -ίδοςπαρωνυχίδα, μικρή, επώδυνη σχι-σμή του δέρματος στη βάση του νυ-χιού

παρασταλιάζου ρ. < παρά + σταλιά-ζω < στάλ-η (χώρος που σταλιά-ζουν τα πρόβατα) + -ιάζω μένω ακίνητος σ’ έναν τόπο γιαπολλή ώρα || στέκομαι άσκοπα σεμια θέση, χωρίς με την παρουσίαμου να κάνω ή να προσφέρω κάτι

παραστανιό (το) < παρά (για επί-ταση) + στανιό (βλ. λ.)με το ζόρι, παρά τη θέληση, ανα-γκαστικά: «πήγη στη δ’λειά μη τουπαραστανιό»

παραστόλ’ (το) < παραστόλι < πιθ.συγγενές με το αρχ. παραστάς (κο-λόνα) (βλ. και λ. σουβηλίκ’)κάποιος που στέκεται και παρακο-λουθεί, χωρίς καμιά συμμετοχή σταδρώμενα, σαν ένα διακοσμητικόστοιχείο: «τι θέλ’ς να έρτ’ς; παρα-στόλ’ θα ση βάλου;»

παρατζ’λιά (η) < παραγγελιά < πα-ραγγέλλωμήνυμα στους νεκρούς.Υπάρχει το έθιμο τη νύχτα πριν απότην ταφή «να ξενυχτούν» τον νε-

κρό, αναφέροντας γεγονότα από τηζωή του και εκθειάζοντας προτερή-ματά του. Συγγενείς και φίλοι, πουέχασαν πρόσφατα αγαπημένα τουςπρόσωπα, αναθέτουν στον νεκρό ναμεταφέρει σ’ αυτά μηνύματά τους:«να πεις στ’ μαννούλα μ’...», «ναπεις στ’ αδηρφέλ’ υμ...»

παρουγδώ ρ. < πιθ. παρουδώ < αρχ.παρῳδῶσπερμολογώ, διαδίδω ανακριβείςφήμες σε βάρος κάποιου με σκοπόνα τον γελοιοποιήσω και να τον εκ-θέσω

παρτσάβλα (η) < μεγεθυντ. τουπαρτσαβλ-ός (βλ. λ.)η μεγάλη χωλότητα, αλλά και τοχωλό πόδι: «σιέρν’ τ’ν παρτσάβλατ’» (κουτσαίνει πολύ, σέρνει το χω-λό πόδι)

παρτσαβλός -ή -ό (και παρζαβλός)άγν. ετυμ.ο κουτσός, αυτός που σέρνει το ένατου πόδι

παρτσιάδ’ (το) < λατιν. pars - partis(μέρος), τουρκ. parca (τεμάχιο,κομμάτι)μικρό μέρος ενός όλου, τμήμα, κομ-μάτι: «δ’λεύγ’ ούλ’ τ’ μέρα για έναπαρτσιάδ’ ψουμί»

185 παρτσιάδ’

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 185

Page 19: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

παρτσιαλαντίζου ρ. < τουρκ. parca-lanmak (θρυμματίζω) κομματιάζω, ξεσχίζω: «έβαλη τσι-νούργιου π’κάμ’σου τσι του παρτσια-λάντ’ση μες στ’ς πρίν’», «θα σηπιάσου τσι θα ση παρτσιαλαντίσου!»

πασαλείβγου ρ. (παθ. αόρ. πασα-λείφτ’κα) < πασαλείβω < πισσαλεί-φω < μτγν. πισσαλοιφώ (αλείφω μεπίσσα)σκεπάζω πρόχειρα ή άτεχνα μια επι-φάνεια με λεπτό στρώμα επιχρίσμα-τος ή χρώματος, ίσα-ίσα για νααποκρύψω υπάρχουσες ατέλειες:«ήρτη η μπουγιατζής, πασάλ’ ψηκουμμάτ’ τ’ς τοίχ’ τσι πάητση» || λε-ρώνω: «έπιαση να γράψ’ τσι πα-σάλ’ψη τα χέρια τ ’ μη τα μηλάνια»

πασάλ’μα (το) < πασαλείβγου (βλ. λ.)πρόχειρο και επιφανειακό επίχρισμα ||η απόκτηση επιφανειακών γνώσεων

πασκάλια (τα) < πληθ. του μσν. πα-σχάλιον ό,τι έχει σχέση με το Πάσχα, πασχαλι-νό: «έχαση τ’ αβγά μη τα πασκάλια»(έχασε τα πάντα) || τα μυαλά, τα λογι-κά: «α φας μια, α χάγ’ς τα πασκάλια σ’»(πρβλ. «α χάγ’ς του μπούσουλα σ’»

πασπαλάς (ο) < πασπάλι (λεπτήσκόνη)

είδος σπιτικού χαλβά από αλεύρικαι σιρόπι ή πετιμέζι || μτφ.: τιμω-ρία, ξυλοδαρμός: «θα ση κάνου τουνπασπαλά σ’» (θα σε δείρω, θα σε τι-μωρήσω)

πασπαλίζου ρ. < πασπάλ-η + -ίζωρίχνω με τα δάχτυλα σκόνη (αλεύρι,ζάχαρη, αλάτι κτλ.)

πασπατεύγου ρ. < μσν. πασπατεύωψαχουλεύω, ψηλαφώ, χαϊδεύω (γυ-ναίκα σε απόκρυφά της μέρη) || αρ-γώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ νατελειώσω μια δουλειά: «μια ώρα πα-σπατεύγ’ς να ράψ’ς ένα κ’μπί τσι ακό-μα να τηλειώγ’ς»

παστρεύγου ρ. < μσν. παστρεύω <σπαστρεύω < σπαρτεύω (σκουπίζωμε σκούπα φτιαγμένη από σπάρτα)καθαρίζω: «παστρεύγου τ’ αλών’»(καθαρίζω, σκουπίζω το αλώνι) ||βγάζω άγριους θάμνους από το χω-ράφι και το κάνω καλλιεργήσιμο:«παστρεύγου του χουράφ’ απ’ τ’ςπρίν’» || αφαιρώ από τα δέντρα ξε-ρά κλαδιά, κλαδεύω: «παστρεύγουτ’ς ηλιές» || αφαιρώ από το σιτάρι ταξένα σώματα: «παστρεύγου στάρ’για του άλησμα»

πατερμά (τα) < συμφυρ. πάτερ +ημών τα πάτερ ημών, οι προσευχές

παρτσιαλαντίζου 186

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 186

Page 20: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

πατήτηργιης (οι) (η πατήτηργια) <πατή-τρια < πατώ δυο ξύλινα πέλματα, εξαρτήματατου αργαλειού, με το διαδοχικό πά-τημα των οποίων ανοιγόκλεινε τοστημόνι, για να περνά η σαΐτα με τουφάδι

πατιρντί (το) < τουρκ. patirti (φασα-ρία, σαματάς)μεγάλη φασαρία, αναστάτωση:«πιαστήκαν στα χέρια, γίντση μηγά-λου πατιρντί»

πατλαντίζου ρ. < τουρκ. patlamak(σκάω, εκρήγνυμαι)κυριεύομαι από έντονο συναίσθημαθυμού, ζήλειας..., «σκάω, κάνω παταπό το κακό μου»: «έμαθη πους αρ-βουνιάστ’τση του Μυρσινιώ τσι πατ-λάντ’ση απ΄του κακό τ’ς»

πατλάτσ’ (το) < πατλάκι, ηχοπ. λέξηαπό το «πατ»ό,τι σκάει και προξενεί μικρό κρότο:μια φουσκωμένη χαρτοσακούλα,ένα μπαλόνι, μια τρακατρούκα... ||ψημένοι σπόροι καλαμποκιού (ποπ-κορν)

πατούρ’ (το) < πιθ. υποκορ. τουπάτ-ος + -ούριμόνο στη φράση: «γίν’τση πατούρ’στου μηθύσ’» (μέθυσε υπερβολικά -

συνώνυμες εκφράσεις: γίν’τσητλάπ’..., φέσ’..., τάβλα...)

πάτσι (ερωτηματικό μόριο) < μπάκι< μσν. μπας και μήπως, μήπως και ...: «πάτσι νόμ’σηςπους έχου τ’ ν ανάγκ’ σ’ ;»

πατσιαβούρα (η) < βεν. spazzauraκουρελιασμένη βρώμικη πετσέτα ||βρωμοθήλυκο, παλιογυναίκα || χυ-δαίο έντυπο, λαχανοφυλλάδα

πατούνα (η) < μσν. πατούσα < πατώ η φτέρνα: «χώθτση έν’ αγκάθ’ μες τ’πατούνα μ’»

π’δέξ -ιους -ια -ιου < μσν. πιδέξιος <αρχ. ἐπιδέξιος < επί + δεξιός άξιος, ικανός: «τα μηταξουτά βρα-τσιά, θέλιν πιδέξια σκέλια»(παροιμ.)

πέτακας (ο) < πετώαυτός που πετάει || ο τζίτζικας: «πέ-τακας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε»

πέτ’κας (ο) < πέτικας < πετώ φλοιός του πεύκου, χρήσιμος στηβαφή ρούχων, διχτυών και δερμά-των. Στη φωτιά σκάει (πετάει),όπως σκάνε οι κρύσταλλοι του αλα-τιού.

πέταυρου (το) < μτγν. πέταυρον <αρχ. πέτευρον (λεπτή σανίδα)μτφ.: γυναίκα πολύ αδύνατη: «απ’

187 πέταυρου

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 187

Page 21: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

τ’ νήστεια γίν’τση ένα πέταυρου»πηζηβέγκ’ς (ο) < πεζεβέγκης <

τουρκ. pezevenk (μαστροπός, ντα-βατζής)μαστροπός, ρουφιάνος: «...πρώταμε κάνει κερατά κι ύστερα πεζεβέ-γκη» (από το «τραγούδι της Σού-σας») || άνθρωπος πονηρός καιαχρείος, παλιάνθρωπος, μασκαράς

πηζούλα (η) < υποκορ. του αρχ. πέζα(πόδι, το κατώτατο άκρο, ποδιά )τοίχος (ξηρολιθιά) για συγκράτη-ση του χώματος σε κατωφερή εδά-φη. Σε κτήματα με κατωφερικάεδάφη έχτιζαν σε όλο το μήκος τουκτήματος και σε απόσταση τη μιααπό την άλλη πεζούλες, δημιουρ-γώντας επίπεδα μέρη για καλλιέρ-γεια || μικρός λιθόκτιστος καναπέςκυρίως δίπλα στην πόρτα αγροτι-κών σπιτιών και σε ξωκλήσια

πηληκάνους (ο) < πελεκ-ώ + -άνοςο τεχνίτης που πελεκάει πέτρες, ολιθοξόος || υποκορ. πηληκανέλ’ : τοπαιδί του πελεκάνου

πηληκούδα (η) < πελεκούδα < πε-λεκ-ώ + υποκ. κατάλ. -ούδα φλούδα από το πελέκημα του πεύκου,με υπολείμματα ρητίνης, κατάλληληγια προσάναμμα όπως το δαδί

πην’νταρέλ’ (το) < πενήντ-α + υπο-κορ. κατάλ. -έλιμπουκαλάκι με περιεχόμενο πενή-ντα δράμια (160 γραμμάρια) ούζο

πηριβρημός (ο) < περιβρεμός < πε-ριβρίσκωκατανόηση, διάθεση συνεννόησης:«πηριβρημό εν έχ’» (δεν μπορείς νατα βρεις μαζί του, είναι αδύνατο νασυνεννοηθείς μαζί του)

πηριβρίσκου ρ. < περί + βρίσκω μόνο στη φράση «δεν μπουρείς νατουν πηριεύρ’ς(περιεύρεις) μη τίπου-τα» (δεν μπορείς να συνεννοηθείςμαζί του, δεν υπάρχει έδαφος συνεν-νόησης)

πηριδρουμιάζου ρ. < περίδρομ-ος +-ιάζω τρώγω μέχρι σκασμού: «έφαγητουν πηρίδρουμου τ’!»

πηριχώ ρ. (και πηριχύνω) < περιχώ< αρχ. περιχέω καταβρέχω, διαποτίζω, ρίχνω επά-νω σε κάτι άφθονο νερό: «θα πηρι-χήσου τ’ μπ’γάδα», «θα πηριχήσουτ’ πλατζιέντα μη του σιρόπ’»

πηριχιέμι ρ. < περιχιέμαι < αρχ. περι-χέομαι ρίχνω επάνω μου υγρό, καταβρέχο-μαι: «πήγη να βάλ’ λάδ’ στου φαγί

πηζηβέγκ’ς 188

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 188

Page 22: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

τσι πηριχύθ’τση» || φρ.: «ούλα ταπηριχύθ’κα» (όλα τα δυσάρεστα πέ-σανε πάνω μου, με βρήκαν όλα ταδεινά)

πηρκάτους -η -ου < περκάτος < πέρ-κα < πέρδικαπου έχει κόκκινες βούλες, όπως ηπέρδικα: «πηρκάτου πρόβατου»,«πηρκάτ’ προυβατίνα»

πησκίρ’ (το) < τουρκ. peskir (πετσέ-τα)υφαντή πετσέτα προσώπου: «βάλεπησκίρια μαύρα...» (από το «τρα-γούδι της Παναγιάς»)

πητριγιά (η) < πετριά < πέτρα πετροβολιά: «τουν αρχίν’ση στ’ς πη-τριγιές τσι δεν ήξηρη πού να κόψ’»(πού να τρέξει να σωθεί)

πητσούρ’ (το) < πετσούρι < μσν.πέτσ-α + επθμ. -ούριη ψημένη σκληρή επιφάνεια τουψωμιού, η κόρα

πηυκατσίγγανα (τα) < πεύκο + τσί-γανα ή τσίγγανα (= μικρά ξυλάκια)στρώμα από ξερές πευκοβελόνεςΧρησίμευαν για προσάναμμα. Κάτωαπό αυτά βγαίνουν οι πηυτσίτης(βλ. λ.)

πηυτσίτ’ς (ο) < πευκίτης < πεύκ-ο +κατάλ. -ίτης

είδος μανιταριού, που φυτρώνει τοφθινόπωρο κάτω από τα πεύκα ||μτφ.: άνθρωπος με μεγάλα αυτιά,για τον οποίο πιστεύεται ότι θα ζή-σει πολλά χρόνια

π’θαμή (η) < αρχ. σπιθαμήαυθαίρετη μονάδα μέτρησης μή-κους. Το μήκος μιας παλάμης μεανοιχτά και τεντωμένα τα δάχτυλααπό το άκρο του αντίχειρα ως τοάκρο του μικρού δάχτυλου: «έφτουτου χουράφ’ αξίζ’ π’θαμή τσι λίρα» ||πληθ. οι π’θαμές: παιδικό παιχνίδιμε υπερπήδηση ύψους ποδιών καισπιθαμών || υποτιμητική έκφρασηγια πολύ κοντό άτομο

π’θεύγου ρ. (αόρ. πήθηψα) < π’θεύω< πιθ. παθ. -εύω < πάθος προκαλώ σε κάποιον έντονη ψυχικήκατάσταση, τον εκνευρίζω με λόγιακαι ενέργειες: «το ’κανα για να τουνπ’θέψου!» || μεσ. π’θεύγουμι, αόρ.π’θεύκα: «π’θεύκα μη τα λόγια τ’ τσιτουν έδιουξα»

π’θεύτ’ς (ο) < π’θεύτης < π’θεύγου(βλ. λ.)εκείνος που π’θεύγει: «η Γιώρ’ς είνιμηγάλους π’θεύτ’ς»

π’θέψ’μου (το) < π’θεύγου (βλ. λ.) η πρόκληση εκνευρισμού

189 π’θέψ’μου

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 189

Page 23: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

πιασμός (ο) < πιάνω θέρμες, πυρεττός από ελονοσία:«πιασμός να ση πιάσ ’!» (κατάρα)

πιδεύγου -ουμι ρ. < αρχ. παιδεύω 1. επιβάλλω παιδεία - δέχομαι παι-δεία, είμαι παιδεμένος: «’γω τ’ γλώσ-σα μ’ τ’ν έχου πιδημέν’!»2. υποβάλλω σε δοκιμασία, τιμωρώ:«μη του πιδεύγ’ς του μουρό!»

πίζηρβα (τα) < ουσιαστ. επίθ. κατάπαράληψη του ουσ. μέρη < πίζηρ-βους -η -ου < επίζερβος < απόζερ-βος < από + ζερβός απόμερα, δύσβατα, απάτητα : «καιμια λαφίνα μοναχή δεν πάει μαζί με τ’άλλα || μόνο στ’ απόσκια περπατεί, τ’απόζερβα αγναντεύει...» (δημοτ. ηλαφίνα)

πιλατεύγου ρ. < πιλατεύω < Πιλά-τος (που οι στρατιώτες του βασάνι-σαν τον Χριστό)υποβάλλω σε ψυχικό (και σωματι-κό) μαρτύριο, βασανίζω, τυραννώ:«χρόνια τ’ν έχ’ τσι τ’ πιλατεύγ’ πουςθα τ’ν πάρ’ τσι σκουπό ε το ’χ’»

πισμανεύγου ρ. < τουρκ. pisman ol-mak (μετανιώνω) μετανιώνω, αλλάζω απόφαση:«έληγα να πάγου στ’ Χώρα, μα είδατουν τσιρό τσι πισμάνηψα»

πιτσ’ λιάρ’ς -α -’κου < πιτσιλιάρης <πιτσούλα (βλ. λ.)< αυτός που το πρόσωπο του είναιγεμάτο φακίδες

πιτσ’ λ-ός -ή -ό < πιτσιλός < πιτσιλώ αυτός που το πρόσωπο (ή και το σώ-μα) του είναι γεμάτο πιτσούλες

πιτσούλα (η) < πιτσίλα < πιτσιλώπιτσιλάδα, φακίδα, πανάδα του δέρ-ματος

π’καρής (ο) < τουρκ. baca (καπνο-δόχος)καπνοδόχος, καμινάδα, φουγάροτζακιού: «κατάπιαση η π’καρής»(πήρε φωτιά ο π’καρής)

π’καρουπάν’ (το) < π’καρής (βλ. λ.)+ πανίύφασμα με κεντήματα που κρεμού-σαν μπροστά στη γωνιά (τζάκι), γιανα μη φαίνονται οι μουτζούρες απότον π’καρή

π’κρουθάσιου (το) < πικρό + θάσιο(βλ. λ.)θάσιο από πικραμύγδαλα. Η φράση

«ήπιη του π’κρουθάσιου» λεγόταν ει-ρωνικά για εκείνον-εκείνη, που τον/την εγκατέλειπε ο ερωτικός του/της σύντροφος

πλακάκια (τα) < υποκορ. του πλάκαμτφ.: συγκάλυψη, κουκούλωμα:

πιασμός 190

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 190

Page 24: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

«τα κάναν πλακάκια» (τα συγκά-λυψαν, τα κουκούλωσαν) || είδοςτυχερού παιχνιδιού με τραπουλό-χαρτα

π’λαλιά (η) (και πλάλ’μα καιπλαλ’τό) < πηλαλιά < π’λαλιώ (βλ.λ.) < μσν. πηλαλώτο γρήγορο και ορμητικό τρέξιμο, ητρεχάλα: «δώτση μια πλαλιά τσιγίν’τση καπνός»|| μτφ.: πλαλήματακαι πλαλ’τά: «αρχινίσαν’ ταπλαλ’τά» (άρχισαν τα τρεξίματα, ταπήγαινε - έλα για διεκπεραίωση κρί-σιμων υποθέσεων)

π’λαλιώ ρ. < μσν. πηλαλώτρέχω γρήγορα, ορμητικά, καλπά-ζω: «τώρα π’λαλιεί τσι δε φτάν’»(τρέχει και δεν προλαβαίνει)

π’λάρ’ (το) < πουλάρι < μσν. πουλά-ρι(ν) < πωλάρι(ν) < αρχ. πωλάριονυποκορ. του πῶλοςτο μικρό γαϊδουράκι, που δεν τουέχουν ακόμη βάλει σαμάρι: «πήγητσι κουρεύτση τσι γίντση ένα κουρη-μένου πλάρ’»

πλασταριά (η) < πλάθω, αόρ. έ-πλασ-αχαμηλό στρογγυλό τραπέζι, αλλιώςκαι σοφράς. Χρησίμευε ως τραπέζιφαγητού, αλλά και για το πλάσιμο

του ψωμιού και το άνοιγμα φύλλωνζύμης

πλάτ’ (η) < αρχ. πλάτη (πλατύ μέ-ρος)ωμοπλάτη, ράχη: «σήκουση ένατσ’βάλ’ ηλιές ’πα στ’ πλάτ’ υτ» || επί-πεδο μέρος στην κορυφή βουνού:«αφήτση μουναχά τα πρόβατα ’παστ’ πλάτ’»

πλατσιέντα (η) < λατ. placenta <αρχ. πλακοῦς (αιτ. -οῦντα)γλύκισμα από διπλωμένα φύλλα ζύ-μης, τα οποία ψήνονται με λάδι στοφούρνο σε μεγάλα ανοιχτα ταψιά(σ’νιά) και στη συνέχεια περιχύνο-νται με μέλι και πασπαλίζονται μετριμμένα καρύδια και μυρωδικά,παρόμοιο με τις «δίπλες»

π’λέλ’ (το) < πουλέλι < υποκορ. του < μσν. πουλλίν το πουλάκι: «του έξυπνου του πλέλ’πιάνιτι απ’ του πουδαρέλ’» (πα-ροιμ.) || μτφ.: η ευκαιρία: «πέταξητου πλέλ’!» (χάθηκε, πέρασε ανεκ-μετάλλευτη η ευκαιρία)

πλέσ’-κους -τσια -κου < πλέσικος <πλένω βρόμικος, γεμάτος σκουπίδια: «τέ-τοιου πλέσκου στάρ’ ε ξανά ’δα! μόνουχώμα τσι ήρα είνι»

191 πλέσ’-κους

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 191

Page 25: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

πλέσους (ο) < πιθ. πλένωακάθαρτος, βρομιάρης, με βρόμικαχέρια και ρούχα || θηλ. η πλέσα:«απ’ τα χέρια έφτ’νης τ’ς πλέσας επαίρνου τίπουτα, να μη (μου) του χα-ρίζ’»

πληχτσιό (το) < αρχ. πλῆξιςπλήξη, ανία, αδιαφορία, μαρασμός

πληχτσιάζου ρ. < αρχ. πλήσσω νιώθω πλήξη και ανία, βαριεστιμά-ρα: «πληχτσιάσα έδιου μέσα!» (έπλη-ξα, μαράζωσα, εδώ μέσα!)

πλια επίρ. < πλεά < αρχ. πλέα πληθ.του πλέον (περισσότερο)πλέον, πια: «τώρα πλια που ξύπνη-σης, είν’ αργά»

π’λιώ ρ. < μσν. πουλώ < αρχ. πωλώμτφ. ξεγελώ, εξαπατώ: «’φτος, κόρ’υμ, ση π’λιεί τσι σ’ αγουράζ’»

πλουμί (το) < μσν. πλουμίον το (φυσικό) στολίδι, η χάρη, ηομορφιά: «γέραση τσι πάει τσι ταπλουμιά τ’ τα έχ’ ακόμα»

πλουμίζου ρ. < μσν. πλουμίζω κοσμώ, στολίζω με πλουμιά: «πέρ-δικά μου πλουμισμένη»

πλύμα (το) < αρχ. πλύμα < πλύνω το νερό από το ξέπλυμα της σκάφηςμετά το ζύμωμα: «για του γρούν’ εί-νι του πλύμα!» (ειρων.: αυτό δεν εί-

ναι για τα μούτρα σου, δεν είσαι συάξιος γι’ αυτό)

πλυσιά (η) (πιθ. χωρίς προτακτικό-α, ως ουδέτερο το πλυσιό) < μτγν.ἀπλυσίατο να είναι κανείς βρόμικος, βρο-μιά: «τ’ μυτ’ σ’ να πιάγ’ς απού τουπλυσιό» (τη μύτη σου να κλείσειςαπό τη βρομιά) || η ποσότητα τωνβρόμικων ρούχων που έχουν συγκε-ντρωθεί για πλύσιμο: «εν έπλυνα τ’πηρσμέν’ τ’ βδουμάδα τσι έχου τώραδυο πλυσιές ρούχα»

πλυσιάρ’ς -’σα -’κου < πλυσιά (βλ. λ.)άπλυτος, ακάθαρτος, βρόμικος:«απού τότη που τουν βαφτίσαν έχ’ ναπλυθεί η πλυσιάρ’ς», «η πλυσιάρ’σα(και πλυσιαριά) έχ’ τα μουρά τ’ς τσιγυρίζιν άπλυτα τσι πλυσιάρκα»

π’νατσίδα (η) < πινακίδα < αρχ. πι-νακίς (μικρή πινακίδα)μτφ.: κόκαλο της ωμοπλάτης: «έπησηαπ’ τ’ν ηλιά τσι έσπαση τ’ π’νατσίδα τ’»

’πόνει ρ. < του ’πόνει < το (ό) επό-νει < πονώ < πόνος μόνο στη φράση «η γριγιά του πόνειτ’ς λάλει τσι του πόνει τ’ς έληγη»(παροιμ.) (η γριά έλεγε και ξανάλε-γε τον πόνο της, αυτό που την πο-νούσε , που την έκαιγε)

πλέσους 192

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 192

Page 26: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

πόρτα (η) < μσν. πόρτα < λατιν.porta είσοδος σε κλειστό χώρο, η θύρα 1. φρ.: «όχ(ι)’, πόρτα θα ση πιά-σου!» (ειρων.: σιγά μην κρατήσωανοιχτή την πόρτα και σου κάνωυποκλιση να περάσεις! δε θα σουχαριστώ!)2. φρ.: «σαν τουν παλαβό μη τ’ πόρ-τα» (ενεργείς όπως ο παλαβός,που του είπαν να κλείσει την πόρτακαι αυτός την έβγαλε, την πήρεστον ώμο του κι έφυγε)πόσ’ (το) < πόσι άγν. ετυμ. (η λέξηαπαντάται σε προικοσύμφωνα ωςβορειοηπειρωτική και ως βλάχικη )μεταξωτό μαντίλι Πόσια έδιναν ως δώρο στους τεχνί-τες στα γλιτώματα (βλ. λ.) της οικο-δομής. || Μέσα σε πόσια έστελναν οικοπέλες κόκκινα αβγά στους για-βουκλούδες τους.

πούβητα επίρ. < μσν. πούπετα (ανο-μοίωση του π)πουθενά: «πούβητα ε θα πας!»

πουδάρ’ (το) < ποδάρι < αρχ. ποδά-ριοντο πόδι: «σ’κουθήκαν τα πουδάρια,να δείριν του τσηφάλ’» (παροιμ.) ||υποκορ. πουδαρέλ’: «βαστάτη που-

δαρέλια μ’, να μη σας φα του χώμα»(παροιμ.)

πουδαρώνου ρ. < ποδάρ-ι + -ώνω στέκομαι στα πόδια μου || ανακτώδυνάμεις ύστερα από αρρώστια

πουλλουλουγήτ’κους -κια -κου <πολλών + λογιών ο αποτελούμενος από πολλών λο-γιών (ειδών) μέρη: «πουλλουλου-γήτ’κα πλουμιά»

πουμπή (η) < αρχ. πομπή < πέμπωμτφ.: κατηγόρια, ντροπή, αίσχος,μοιχεία: «ε βλέπ’ τ’ς πουμπές υτ’ς,μον’ θέλ’ να πει για τ’ν άλλ’!» || δια-πόμπευση, πόμπεμα.(Η διαπόμπευση -μοιχαλίδων γυναι-κών κυρίως- γινόταν με κούρεμα,μουντζούρωμα του προσώπου, καιγύρισμα της διαπομπευόμενης μέσαστο χωριό πάνω σε γάιδαρο με φτυ-σίματα, γιουχαΐσματα, βρισιές καιρίψη αντικειμένων (κλούβια αβγά,ντομάτες). Η πομπή (διαπόμπευ-ση) από την Αρχαιότητα πέρασεστο Βυζάντιο και διατηρήθηκε μέ-χρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.Στους μικροκλέφτες κρεμούσαν τακλεμμένα στο λαιμό τους και τουςγύριζαν μέσα στο χωριό. Απόηχοτης διαπόμπευσης αποτελούν οι εκ-

193 πουμπή

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 193

Page 27: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

φράσεις: «μ’τζουρουμέν, κουρημέν’,γηβγηντ’σμέν’, θα ση γυρίσιν ’πα σ’κούντουρ’ σ’ γαϊδάρ’, θα στα κρημά-σιν στου λιμό σ’, θα ση παίξιν ντού-ντουρλου τσι του παγιαύλ’ κ.ά.»

πουν’κός -τσιά -κό < πονικός <πον-ώ + -ικόςπονετικός, σπλαχνικός, που νοιώθεισυμπόνια για τους άλλους: «πουν’κόςαδηρφός, πουν’τσιά μάννα»

πουρδουπλάδα (η) < πορδή + που-λάδαπλάσμα φανταστικό και ανύπαρκτο,που φανερώνει ανεκπλήρωτη υπό-σχεση, υπόσχεση χωρίςαντίκρισμα:«- Ω μα (μάννα), τι θα μη φέρ’ς απ’του παναγύρ’;- μια πουρδουπλάδα μη τα κότσ’να(κόκκινα) τα πουδάρια!» (τίποτα)

πουρνό (το) < μεσν. πουρνόν < πωρ-νόν < πρωνόν < πρωινόν, ουδ. τουμτγν. πρωινόςπρωί: «πάητση (έφυγε) πουρνό- πουρ-νό στη δ’λειά τσι ε τουν είδα καθιόλ’»

πουρπατ’ξιά (η) < περπατησιά <περπατώ το (σωστό ) περπάτημα: «γέρουςγάιδαρους, πουρπατ’ξιά ε μαθαίν’»(παροιμ.)

πουρτόγαλου (το) (και προυτόγα-

λου)< μσν. πρωτόγαλατο πρώτο γάλα μετά τη γέννα.Το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτωντο έβραζαν και γινόταν σαν μυτζή-θρα. Το είχαν για εκλεκτό γλύκισμα-φαγητό.

πουρτσιέλα (η) άγν. ετύμ.κωλοτούμπα: «έκανη πουρτσiέλης απ’τ’ χαρά τ’!»

πουτ’κουνύφ’ (η) < ποντικός + νύφη νυφίτσα, σκίουρος || μτφ.: μικροκα-μωμένη πονηρή γυναίκα

πουτσουγκρουμένους -η -ο < μτχ.παθ. πρκμ. του ρ. (από) τσιγκρώνου(βλ. λ.)πολύ μουτρωμένος, με «κρεμασμέ-να» μούτρα, θυμωμένος: «ήρτη που-τσουγκρουμένους, γιατί τσaκώθ’τσημη τη γ’ναίκα τ’»

πράμα (το) < αρχ. πρᾶγμαλόγος, είδηση, μυστικό: «α ση πωένα πράμα, ε θα του πεις ση κανέ-ναν;» || το γεννητικό όργανο: «ωμα! η Γιάνν’ς πιάν’ ’του πράμα τ’!»

πρασήγκουρας (ο) < αρχ. πρασο-κουρίς < πράσον + αρχ. κουρίς (μη-χανή για την «κουρά» των μαλ-λιών) γρυλλοτάλπη ή πρασοκουρίς, κοινώςπρασάγγουρας, κολοκυθοκόφτης

πουν’κός 194

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 194

Page 28: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

έντομο που ζει κάτω από το έδαφος.Ανοίγει μικρές στοές, κόβει τις ρί-ζες νεαρών φυτών, που έτσι κατα-στρέφονται

πρινάρ’ (το) < μσν. πρινάριον < αρχ.πρίν-ος + υποκορ. επθμ. -άριον πουρνάρι: «ούλ’ τ’ μέρα έκουβγαπρινάρια»

προυσφουλώ ρ. < προς + φώλιβάζω το μικρό δάχτυλο στον πισινότης κότας, για να δω αν έχει έτοιμοαβγό να γεννήσει

προυταλάτ’ς (ο) < πρωτολάτης <πρωτο + ελαύνω (βατεύω)νεαρό κριάρι ή τραγί, που «ελαύνει»(πηδά) για πρώτη φορά, αναλαμβά-νοντας κυρίαρχο ρόλο στο κοπάδι

προυτσιέρνου ρ. (αόρ. πρόκανα) <προκέρνω < αρχ. προκάμνω1. προλαβαίνω, προφταίνω: «επρουτσιέρνου να μαζώξου τ’ς ηλιές»2. μαρτυρώ, προδίνω, σπεύδω ναφανερώσω κάποιο μυστικό που μουέχουν εμπιστευθεί: «σ’ είπα πουςτου Μαρίγ’ θα χουρήσ’, τσι πήγης τσιτου πρόκανης στ’ μάννα σ’»

πρυγιόβουλους (ο) < πυριόβουλους< πυρόβολοςμεταλλικός χαλκάς, που με «τσιά-κτισμα» στην «τσιακμακόπετρα»

(βλ. λ.) παρήγαγε σπίθα, με τηνοποία άναβε η ίσκα

πρώμα επίρ. < πρώιμα < αρχ. πρώι-μος < πρωί νωρίς, πριν από τον συνηθισμένοχρόνο: «πρώμα-πρώμα φέτους γίναντα σταφύλια»

π’σσ’νουβρασμένους -η -ου < πίσσα+ βρασμένος (μτχ. παθ. πρκμ. τουρ. βράζω)ο αμαρτωλός που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, θα βράζει για τιμωρίατου στον Άλλο Κόσμο μέσα σε κα-ζάνια πυρακτωμένης πίσσας (πρβλ.την κατάρα: «πίσσα τσι σκατά ναβράγ’ς»)

π’σσόσκατους -η -ου < πίσσα + σκατά ο αμαρτωλός, ο κολασμένος, που,κατά τη λαϊκή αντίληψη, στον ΆλλοΚόσμο η ψυχή του θα βράζει για τι-μωρία του μέσα σε πίσσα και σκατά.(πρβλ. την κατάρα «πίσσα τσι σκα-τά να βράγ’ς») || μτφ.: ο σατανάς

π’σσούδ’ (το) < πίσσ-α + υποκορ.επθμ. -ούδι μαύρο σαν πίσσα || φρ: «όξου είνιπ’σσούδ’» (έξω είναι πολύ σκοτει-νά, η νύχτα είναι μαύρη σαν πίσσα)

π’στιά (η) < αρχ. ὀπισθίαδερμάτινη ζώνη στα οπίσθια του

195 π’στιά

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 195

Page 29: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ζώου, που συγκρατεί το σαμάρι στηθέση του || λογοπαίγνιο: «άμα δετου πιστεύγ’ς, βάλη μια π’στιά»

π’τάρ’ (το) (πληθ. τα π’τάρια) < πιτά-ρι < πίτ-α + υποκορ. επθμ. -άριο μικρή πίτα: «π’τάρια χαλβά, κου-λουτσ’θόπ’ταρα, αχλιουπ’τάρ’»

π’τσί (το) < πουγκί < μσν. πουγγί-ον< υποκ. του πούγγα (η)μικρό σακουλάκι από ύφασμα ή δέρ-μα για φύλαξη χρημάτων, που τοκρεμούσαν στο λαιμό με κορδόνι, τοπουγκί : «γω του π΄τσί μ’ το ’χου μεςτουν κόρφου μ’»

πυρήνα (η) < μσν. πυρήνη τα υπολείμματα από το άλεσμα τουελαιόκαρπου, καύσιμη ύλη για ταμαγκάλια (βλ. λ.)

πύρ’να (τα) (ουσιατικοπ. επίθετο μεπαράλειψη του ουσιαστικού δά-κρυα) < αρχ. πύρινος(μτφ.) μαύρα, πικρά, καφτά: «θαπαγαίνου τσι θα κλαις τα πύρ’να σ’»

πυρουκουτσνίζου ρ. αμετ.: < πυρο-κοκκινίζω < πυρ + κοκκινίζω γίνομαι κατακόκκινος σαν τη φωτιάκαι καίνε τα μάγουλά μου (από θυ-μό, ντροπή κτλ.)

πυρουλαντίζου ρ. < πυρ + πιθ. αρχ.ἐλαύνω

γίνομαι κατακόκκινος από ενοχή,ντροπή, θυμό κτλ.: «είχη χησμέν’τ’φουλιά τ’ τσι πυρουλάντ’ση μόλιςτουν πήραν χαμπάρ’»

πυρουλάντ’σμα (το) < πυρουλαντί-ζου (βλ. λ.)έντονο κοκκίνισμα του προσώπουαπό ντροπή, οργή, χαρά κτλ.

πυρουμάχ’ (το) < πυρ + μάχομαι πρόχειρη κατασκευή στο ύπαιθρο γιαάναμμα φωτιάς και ψήσιμο φαγητού(πρβλ. λ. πυρίμαχος = αυτός πουαντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες)

πυρουστιά (η) < μσν. πυροστία <πυρεστία < πυρ + αρχ. ἑστίαμεταλλικός τρίποδας πάνω από τηφωτιά, στον οποίο τοποθετούσαν τοσκεύος για το ψήσιμο του φαγητού

πυρώνου -ουμι ρ. < μσν. πυρώνω <αρχ. πυρῶ ζεσταίνω, ζεσταίνομαι: «έλα κουντάστ’ φουτιά να πυρουθείς»

πυτιά (η) < αρχ. πυτία μαγιά για πήξιμο γάλακτος.Όταν έσφαζαν αρνάκι γάλακτος,κρατούσαν το στομάχι του με το πε-ριεχόμενό του, το αποξέραιναν και τοχρησιμοποιούσαν στην πήξη του γά-λακτος και την παρασκευή τυριού

π’τάρ’ 196

Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 196

Page 30: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ραβδίζου ρ. < αρχ. ῥαβδίζωχτυπώ με μακρύ ραβδί (ντιμπλί ήντέμπλα, βλ. λ.) τα κλαδιά δέντρων(ελιάς, αμυγδαλιάς κτλ.) για να πέ-σει ο καρπός

ραβδιστής (ο) < μτγν. ραβδιστής ο εργάτης που ραβδίζει (κυρίως) τιςελιές

ράβδους (του) < ράβδος (όπως τοθέρος)το ράβδισμα, η εργασία (και η τε-χνική) του ραβδίσματος: «του Γλη-γόρ’ ε τουν φτάν’ κανείς στουράβδους» || η εποχή που ραβδίζουν(κυρίως) τις ελιές: «αρχίν’ση του ρά-βδους τσι δε βρίσ’τσ’ς έναν ραβδι-στή»

ραίνου ρ. (αόρ. έ-ραν-α) < αρχ. ῥαίνωρίχνω πάνω σε κάποιον π.χ. ανθόνερο,ρύζι, ροδοπέταλα κτλ.: «ράναν τουν’Πιτάφιου», «ράναν του γαμπρό»

ράμμα (το) < αρχ. ῥάμμα μακρύ ανθεκτικό νήμα (σπάγκος),που χρησιμοποιούσαν οι χτίστες χιατις ευθυγραμμίσεις των τοίχων

ραχάτ’ (το) < ραχάτι < τουρκ. rahat

ησυχία, άνεση, ανεμελιά, τεμπελιά,χουζούρι: «ηύρη του ραχάτ’ υτ»

ραχατλής (ο) < ραχάτ-ι + -λήςάνθρωπος που του αρέσει το ραχάτι

ραχταρέλια (τα) < υποκορ. του ρά-χτα (βλ. λ.)μικρά ράχτα || γειτονιά του χωριού(Βασιλικά) κοντά στην «ΑπάνουΑγουρά», όπου υπήρχαν δυο μεγά-λοι ριζιμιοί βράχοι

ράχτο (το) < αρχ. επίθ. ῥακτός (κρη-μνώδης, απότομος, τραχύς) ριζιμιός μεγάλος βράχος

ρέχα (η) < αρχ. ῥέγχω (φυσώ, ροχα-λίζω)ροχάλα, φλέμα

ρημπεύγουμι ρ. < άγν. ετυμ.υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, καμα-ρώνω: «η ξ’πασμέν’, ρημπεύγητι σανα ’νι αυτή τσι όχ’ άλλ’»

ρητσέλ’ (το) τουρκ. recel (γλυκό)κομμάτια κολοκύθας ή κυδωνιούβρασμένα μέσα σε πετιμέζι

ρόβους (ο) < αρχ. ὄροβοςείδος δημητριακού για τροφή τωνζώων, το ρόβι

Ρ

Ρ (197-199):Layout 1 4/3/2011 12:04 μμ Page 197

Page 31: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ρόγκους (ο) < άγν. ετυμ.είδος φαγητού από αλεύρι, λάδι καικρεμμύδια

ρόζους (ο) < πιθ. αρχ. ὄζος (κλαδί,κόμβος στον κορμό ή μέσα στο ξύλοτου δέντρου)σκλήρυνση του δέρματος (κάλος)κυρίως στις παλάμες: «απ’ τουνκαζμά, γημίσαν τα χέρια μ’ ρόζ’»

ρουγίδ’ (το) 1. < ρωγίδι < υποκ.ρώγ-α + -ίδι (μικρή ρώγα σταφυ-λιού) 2. < ρογίδι < μτγν. ῥοΐδιον < υπο-κορ. του αρχ. ῥοιά (μικρό ρόδι)η γνωστή μικρή αράχνη, που το σώ-μα της μοιάζει με μικρή ρώγα στα-φυλιού ή με μικρό ρόδι .Ο ιστός τηςείναι γνωστός και ως ρογιά

ρουδάν’ (το) < αρχ. η ῥοδάνηεργαλείο με σχήμα τροχού με τοοποίο τύλιγαν την κλωστή από τηνανέμη στα μασούρια || επειδή κατάτο τύλιγμα της κλωστής το ροδάνιέβγαζε ασταμάτητα ήχο, η φράση«πάει η γλώσσα τ’ ρουδάν’» σημαί-νει πως κάποιος μιλάει ασταμάτητα,είναι πολύ φλύαρος

ρουδανίζου ρ. < ροδάν-ι + -ίζωτυλίγω με το ροδάνι την κλωστήστα μασούρια

ρουζιάζου ρ. < ρόζ-ους (βλ. λ.) +-ιάζωγεμίζω ρόζους || μτχ. παθ. πρκμ.ρουζιασμένους: φρ.: «ρουζιασμέναχέρια, αγιασμένα χέρια»

ρουμάν’ (το) < τουρκ. orman (δά-σος)1. μέρος με πυκνή θαμνώδη βλά-στηση, λόγκος2. ονομασία παλιού εθίμου του χω-ριού (Βασιλικά Λέσβου), αντίστοι-χο της αρχαίας ειρεσιώνης. Τη Μ.Πέμπτη τα παιδιά περιέφεραν ένακλαδί δάφνης στολισμένο με χρω-ματιστά «βαλάδια» και, τραγου-δώντας ένα χελιδόνισμα ονομαζό-μενο και αυτό ρουμάνι, ζητούσαναπό τη νοικοκυρά να τους δώσεικόκκινα αβγά και άλλα φιλέματα

ρουμπί (το) < ρουμπίνι < γαλλ. Ru-binρουμπινί, που έχει το χρώμα τουρουμπινιού

ρουπάδα (η) < μσν. δρούπ-α + -άδα< μτγν. δρύπ-πα ελιά (καρπός), που ωριμάζει πάνωστο δέντρο και μαζεύεται όταν πέ-φτει χάμω (χαμάδα), αλλιώς καιθρούμπα, επειδή αρωματίζεται με τοφυτό θρούμπος (ή θρούμπι) (βλ. λ.)

ρόγκους 198

Ρ

Ρ (197-199):Layout 1 4/3/2011 12:04 μμ Page 198

Page 32: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ρουπαδιά (η) ρουπάδ-α + -ιά το ελαιόδεντρο που κάνει τις ρου-πάδες (βλ. λ.), η λαδολιά

ρουπανίδα (η) < ρεπανίδα < ρεπάν-ι+ -ίδα ζιζάνιο των αγρών, (αρχ. ῥαφανίς)

ρούσικο (το) < ουσιαστικοπ. επίθε-το (ρούσικος -η -ο) < ρωσικόςμπλούζα, μέρος της γυναικείας αμ-φίεσης: στο επάνω μέρος το ρούσι-κο, στο κάτω το βρακί (βράκα)

199 ρούσικο

Ρ

Ρ (197-199):Layout 1 4/3/2011 12:04 μμ Page 199

Page 33: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

σαβούλ’ (το) < πιθ. βενέτ. sagola(μικρό σχοινί)(ζύγ’, βαρίδ’) το νήμα της στάθμης,με το οποίο οι χτίστες έλεγχαν το κα-τακόρυφο των τοίχων που έχτιζαν

σαβουλιάζου ρ. < αβούλ’ (βλ. λ.) +-ιάζω ελέγχω με το σαβούλ’ το κατακόρυ-φο των τοίχων

σαβουρντώ ρ. < τουρκ. savurdum,αόρ. του savurmak (ρίχνω) πετώ με δύναμη και θυμό, εκσφεν-δονίζω: «σαβούρντ’ξη του πιάτουκάτου τσι το’ κανηχίλιακουμμάτια»

σάζου ρ. < μσν. σιάζω < αρχ. ἰσάζωισιάζω, φτιάχνω, επισκευάζω, διορ-θώνω, τακτοποιώ || μτφ.: συμφιλιώ-νομαι, επανασυνδέω σχέσεις πουείχαν διακοπεί: «μια τα χαλούν, μιατα σάζιν» || τμωρώ: «θα ση σιάξ’ ηπατέρας σ’, άμα νέρτ’» (θα σε τιμω-ρήσει ο πατέρας σου, όταν έρθει)σακάτ’ς -σα -κου < τουρκ. sakat(ανάπηρος)ανάπηρος (κουτσός, κουλός):«τράκαρη τσι απόμ’νη σακάτ’ς»

σακιντίζου ρ. τουρκ. caydırmak(αποτρέπω) παραμερίζω, κάνω στην άκρη: «σα-κίντ’ση να πηράσου!»

σακμπής (ο) < τουρκ. sahip (κάτο-χος)ο νοικοκύρης, ο ιδιοκτήτης: «αγα-πά η Θιος τουν κλέφτ’ αγαπά τσι τουνσακμπή» (παροιμ.)

σακούλ’ (το) < σακούλι < μσν. σα-κούλιν σακί από υφαντό ύφασμα για μετα-φορά και αποθήκευση κυρίως σιτη-ρών

σακουράφ(α) (η) < σάκος + ράβω,μεγεθ. του μσν. σακκοράφ-ιον μεγάλη βελόνα για ράψιμο τσουβα-λιών με σπάγγο

σαλαγώ ρ. < μσν. σαλαγάω -ώμετακινώ, σκαλίζω, ανακατώνω: «ηφουτιά κουντεύγ’ να σβής’! σαλάγ’ξηκουμμάτ’ τα ξύλα», «τσηραμίδιαπου δε στάζιν, μην τα σαλαγάς!»(παροιμ.) || ενοχλώ, παρακινώ: «εί-μι ψόφιους στ’ κούρας’! μη μη (με)σαλαγάς!»

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 200

Page 34: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

σαλαμέτ’ (το) (άκλ.) < τουρκ. sela-met (σωτηρία)γερό, άθικτο, ανέπαφο: «έστ’ληςτου μουρό να γημίσ’ του κ’μάρ’! θατου φέρ’ σαλαμέτ’;»

σαλβάρ’ (το) < τουρκ. salvar (βρά-κα)η ανδρική βράκα, τσόχινη με βαθύμπλε ή μαύρο χρώμα, με σούρα στημέση και κάτω από το γόνατο. Ημακριά «σέλα» της, που ακουμπού-σε στο χώμα, ήταν γνώρισμα της νη-σιώτικης λεβεντιάς.

σάλια – μπάλια (τα) < σάλια υπο-κορ. του αρχ. σίαλος (μπάλια άγν.ετυμ.)ασήμαντα, ελάχιστα, τιποτένιαπράγματα: «πηρνούμι μη τα σάλια –μπάλια»

σαλιαρίζου ρ. < σαλιάρ-ης + -ίζωφέρομαι σαχλά, ανοηταίνω, ερωτο-τροπώ όπως ένας σαλιάρης (βλ. λ.):«κάτι (κάθεται) ένας σαλιάρ’ς τσι σα-λιαρίζ’ μη τ’ς ημ’κρές»

σαλιάρ’ς (ο) < σάλ-ιο + -ιάρηςαυτός που τρέχουν τα σάλια του γιακάτι, που δεν μπορεί να συγκρατή-σει την επιθυμία του γι’ αυτό ||μτφ.: ανόητος, γελοίος

σαλντίζου ρ. (και σαλτέρνoυ, αόρ.

σάλτ’ξα) < ιταλ. saltareπαίρνω φόρα και πηδώ, σαλτάρω ||μτφ.: ορμώ, ρίχνομαι: «σάλτ’ξηαπάνου μ’ σα του θηριό»

σάπ’κας (ο) < σαπίζωσάπιο ξύλο: «τι τουν έβαλης έφτουντου σάπ’κα στ’ φουτιά τσι δενανάβγ’;»

σαπλίκ (το) τουρκ. sapli (χερούλι)χειρολαβή εργαλείων, στειλιάρι(τσεκουριού, τσάπας, φτυαριού) ||μτφ.: ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα:«θέλ’ς ένα σαπλίκ’...» (ξύλο πουσου χρειάζεται...)

σαπ’νάς (ο) (και σαπουντζής) < σα-πούν -ι + μτγν. επίθημα -ᾶς (σεεπαγγελματικά ονόματα)αυτός που παρασκευάζει ή (και)εμπορεύεται σαπούνια, σαπωνο-ποιός, σαπωνοπώλης

σάρα (η) < σαρ-(ώνω) -α σκουπίδι, απόρριμμα || φρ.: «μα-ζεύτ’τση η σάρα τσι η μάρα τσι τουμπουγιατζή η κόπανους»(όχλος, συ-φερτός, άτομα κατώτατης κοινωνι-κής υποστάθμης)

σαραλίκ (το) < τουρκ. sarilik (ίκτε-ρος)η πάθηση ίκτερος ή χρυσή με χαρα-κτηριστικό το έντονο κιτρίνισμα

201 σαραλίκ

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 201

Page 35: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

του δέρματος. Για καποιον που ήτανπολύ κίτρινος ρωτούσαν: «σαραλίκτουν κόψαν;». Για τη θεραπεία της πά-θησης χάραζαν μικρή εγκοπή κάτωαπό τη γλώσσα, «κόβγαν’ σαραλίκ»

σαράφ’ς (ο) < τουρκ. sarraf (αργυρα-μοιβός, χρυσοχόος)αυτός που εξαργυρώνει ξένα νομί-σματα || εξαιρετικά τσιγκούνης,«σπάγκος»

σαχάν’ (το) < τουρκ. sachaniμεταλλικό ρηχό πιάτο, μικρής αξίας|| μεγεθ. η σαχάνα και υποκορ. (το)σαχανέλ’

σαχανουγλείφτ’ς (ο) < σαχάν’ (βλ.λ.) + γλείφτης (θηλ. σαχανουγλεί-φτηργια)ο πολύ πεινασμένος, αυτός που απότην πείνα του γλείφει τα απομεινά-ρια του φαγητού στο σαχάνι, o λιμα-σμένος || απαξιωτικός χαρακτη-ρισμός: κόλακας, δουλοπρεπής

σ’βάζου ρ. < μσν. συβάζω < αρχ. συμ-βάλλωβάζω κοντά, πλησιάζω το ένα κοντάστο άλλο: «σ’βάζου τα ξύλα, να μησβήσ’ η φουτιά»

σβάραχνα (τα) (και σπάραχνα) <μσν. σπάραγχνα < αρχ. βάραγχοςσπάραχνα, βράγχια ψαριού

σβάρνα (η) < μσν. σβάρναγεωργικό εργαλείο που σέρνουνυποζύγια και χρησιμεύει για το σπά-σιμο των σβόλων και την ισοπέδω-ση του οργωμένου εδάφους: φρ.:«τα πήρη ούλα σβάρνα» (παρέσυρεκαι γκρέμισε, ισοπέδωσε ό,τι βρι-σκόταν μπροστά του)

σβιρνιά (η) < αβρωνιά και αβρουνιά< αρχ. βρυωνίαη γνωστή και ως «οβριά», βλαστά-ρι που μοιάζει με το σπαράγγι καιτρώγεται βραστό

σβιρντίλ’ (το) < άγν. ετυμ. μικρή ντομάτα με σφαιρικό σχήμα

σβ’νιά (η) < προτακ. σ + βουνιά σβουνιά: αποξηραμένα κόπραναβοδιών (χρησίμευαν για άναμμαφωτιάς στο ύπαιθρο)

σ’γανός -ή -ό (προφ. ζγανός) < μσν.σιγανός ήρεμος, ήσυχος || φαινομενικά τα-πεινός, χαμηλών τόνων, ύπουλος:«απού σ’γανό πουταμό, αψ’λά ταρούχα σ’!» (παροιμ.) (πρβλ.: το σι-γανό ποτάμι να φοβάσαι)

σγανουμιά (η) < σγανή + ανεμιά <σιγανός άνεμος ήπιος καιρός, καλοκαιρία: «απόψηείνι σγανουμιά»

σαράφ’ς 202

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 202

Page 36: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

σ’γκόλ’μα (το) < σ’γκουλλιέμι (βλ.λ.)ανεπιθύμητο άτομο, που προσπαθείνα προσκολληθεί σε άτομο ή συ-ντροφιά

σ’γκουλλιέμι ρ. < συγκολλιέμαι <αρχ. συγκολλῶμαιμτφ.: προσκολλιέμαι απρόσκλητακαι φορτικά σε κάποιον, είμαι ανεπι-θύμητος, γίνομαι φόρτωμα, ενοχλη-τικός: «μη σ’γκουλήθ’τση έγιουτουτου στσ’λάρ’ τσι ε λέγ’ να παγαίν’»

σέτια (τα) < άγν. ετυμ.μεγάλες πεζούλες από ξηρολιθιά σεκατωφερή εδάφη για τη συγκράτη-ση του χώματος κυρίως σε κτήματαμε ελαιόδεντρα

σηβνταλής (ο) < τουρκ. sevdalı(ερωτευμένος)ο τρελά ερωτευμένος

σηβνταλαντίζου ρ. < τουρκ. sevda-lanmak (ερωτεύομαι)είμαι ερωτευμένος με κάτι, δεν έχωνου για τίποτε άλλο: «σηβντα-λάντ’ση μη τη δ’ λειά τ΄ τσι εν έχ’ τουνου τ’ για τίπουτ’ άλλου» || μτχ. παθ.πρκμ. σηβνταλαντ’σμένους: «η γέ-ρους είνι σηβνταλαντ’σμένους μη τ’χήρα»

σηβντάς (ο) < τουρκ. sevda

αγάπη, έρωτας, ερωτικός καημός:«γέρ’κους σηβντάς»

σηκλιτίζου -ουμι ρ. < sikilmakεκνευρίζω, στενοχωρώ || μεσ. σε-κλετίζομαι: εκνευρίζομαι, στενοχω-ρούμαι «το παίρνω κατάκαρδα»:«σηκλιντίστ’τση που δε χόρηψη στουπαναγύρ’ τσι έκανη καβγά» (πρβλ.έχω σεκλέτια)

’σην’κός -τσιά -κό < σερνικός < αρ-σενικός αρσενικός: «η κατσίκα μας έκανη’σην’κό κατσ’καδέλ’»

σηντέφ’ (το) < σεντέφι < τουρκ. se-def (μάργαρο)μαργαριτάρι

σηντηφένιους -ια -ου < σεντέφ-ι +-ένιοςμαργαριταρένιος: «του π’κάμ’σου τ’ γαμπρού έχ’ σηντηφένια κ’μπιά»

σηρμαγιά (η) < τουρκ. sermaye (κε-φάλαιο)το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο μιαςεπιχείρησης: «βάλαμη σηρμαγιά»,όπως «βάλαμη φώλ’» (βλ. λ.)

σηρμπέτ’ (του) < σερμπέτι < τουρκ.serbetσερμπέτι, σιρόπι, ό,τι το πολύ γλυ-κό: «σιρμπέτ’ τουν έκανης τουν κα-φέ»

203 σηρμπέτ’

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 203

Page 37: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

σηρσέμ’ς -σα -κου < σερσέμης <τουρκ. sersem ανόητος, χαζός, αυτός που τα έχειχαμένα, που δεν ξέρει τι του γίνεται:«πήγη ένας σηρσέμ’ς τσι τσακώθ’τσημητ’ αφηντικό τ’»

σιαματεύγου ρ. < τουρκ. samata(φασαρία, θόρυβος) + -εύωσυνομιλώ, συζητώ, συνδιαλέγομαι,διαπραγματεύομαι, εξηγώ, μεταπεί-θω, μιλώ έντονα, καβγαδίζω: «έβρητουν, κόρ’ υμ, τσι σιαμάτηψή τουν»(βρες τον, κόρη μου, και μίλησέ του,εξήγησέ του, προσπάθησε να τονμεταπείσης)

σιαματημός (ο) < σιαματεύγου (βλ.λ.), αόρ. σιαμάτη-ψα + επθμ. -μόςκουβέντιασμα, μίλημα, μεσολάβη-ση: «ε μ’λιέτι! σιαματημό εν έχ’!»(δε μπορείς να του μιλήσεις, δε δέχε-ται κουβέντα)

σιάματι(ς) επίρ. <’ς + άματι < ως +άματι < ως + άμα + ότι (αμέσωςόταν)μήπως, σάμπως: «σιάματις έχου ’γωστουν κόσμου άλλουν άθρηπου ηξόναπού σένα;»σιαμιαμίδ’ (το) < μσν. σαμαμίθιονη γνωστή μικρή σαύρα, που πολλέςφορές βλέπουμε σε τοίχους των σπι-

τιών || μτφ.: μικροκαμωμένο και ευ-κίνητο άτομο: «βρε του σιαμιαμίδ!τήλιγια τρύπουση μέσα!»

σιαπέρα επίρ. < ίσια πέρα μακριά, σε ευθεία γραμμή: «πάνη(πήγαινε, φύγε) σιαπέρα να κάνου τηδ’λειά μ’»

σιασιρντίζου ρ. <τουρκ. şaşırtmak(σαστίζω) σαστίζω, μπερδεύομαι, τα χάνω, βρί-σκομαι σε αμηχανία: «μόλις βρέθ’τσημες τουν κόσμου, σιασίρντ’ση τσι δενέβγαλη μ’λιά»

σιασίτ’κους -’κια -’κου < σιασίτ’-ς(βλ. λ.) + επθμ. -ικοςαυτός που έχει τα χαρακτηριστικάτου σιασίτη: «σιασίτ’κα λόγια»:λόγια του σιασίτη, σαστισμένα,μπερδεμένα, ανόητα: «’γω, κόρ’ υμ,παγαίνου! ε μπουρώ ν’ακούγου σια-σίτ’κα λόγια»

σιασίτ’ς -σα -κου (ο) < σασίτης <τουρκ. sasmak (σαστίζω)αυτός που σαστίζει, που τα χάνει

σιαχίν’ (το) < τουρκ. sahin (γεράκι)είδος γερακιού, αλλιώς σαΐνι και ξε-φτέρι: «κατέβ’τση του σιαχίν’ τσι άρ-παξη τ’ν όρθα»

σιάψαλου (το) < τουρκ. sapsal (κα-κοντυμένος, λέτσος)

σηρσέμ’ς 204

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 204

Page 38: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

μειωτικός χαρακτηρισμός για κάτιτο πολύ μικρό, ανάξιο λόγου, ασή-μαντο: «ψάρηυγη μια ώρα τσι έπια-ση ένα σιάψαλου»|| μτφ.: πολύγέρος, αδύνατος, χούφταλο: «ένασιάψαλου απόμ’νη τσι ε του βάζ’ κά-του»

σιγλιστίζου ρ. < άγν. ετυμ. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δεί-χνω ενδιαφέρον, του δίνω σημασία:«τουν μίλ’ξα τσι δε μη σιγλέστ’ση»(του μίλησα και δε μου έδωσε σημα-σία)

σιέρνου ρ. < μσν. σέρνω σέρνω, τραβώ (κάποιον) βίαια στοχώμα παρά τη θέλησή του και παράτην προσπάθειά του ν’ αντισταθεί:«σιέρνη μη τσι ας κλαίγου, χτύπα μητσι που καμιά!» (παροιμ.)

σικτίρ επιφ. (και σιχτίρ) < τουρκ. si-ktir (χυδαία βρισιά)στα τσακίδια, στο διάολο

σικτιρντίζου ρ. < σιχτίρ-ίζω < σιχτίρ(βλ. λ.) + -ίζωαποπαίρνω, βρίζω χυδαία, διαολο-στέλνω κάποιον: «πήγα να τουνμ’λήξου τσι μη σικτίρντ’ση»

σιρέτ’ς (ο) < σερέτης < τουρκ. sirret(καβγατζής) ιδιότροπος, κακότροπος, στρυφνός,

βίαιος, ζόρικος: «πού θα πας να ταβάλ’ς μ’ έφτουν τουν σιρέτ’;»

σιτζίμ ’ (το) < σιτζίμι < βλαχ. sidzimeλεπτό και πολύ γερό σκοινί: «βρέχ’μη του σιτζίμ!» (βρέχει καταρρα-κτωδώς)

σκαλαμαθρεύγου ρ. < με α συνθ. ρ.σκαλ-εύω < αρχ. σκάλ-λω (σκαλί-ζω) + άγν. ετυμ. β συνθ.ανακατώνω, σκαλίζω, ψάχνω: «τισκαλαμαθρεύγ’ς τόσην ώρα μες τουσυρτάρ’;»

σκάληθρους (ο) < αρχ. σκάλεθρον(το) <αρχ. σκάλλω (ανακινώ, ανα-κατώνω, σκαλίζω)ξύλο για το ανακάτεμα και σκάλι-σμα των αναμμένων κλαδιών στονφούρνο

σκαμπάζου ρ. < μσν. σκαμβάζω αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, νιώθω:«ε σκαμπάζ’ πού πάν’ τα τέσσηρα!»

σκαπουλέρνου ρ. (και σκαπουλά-ρω) < ιταλ. scapolareξεφεύγω από ανεπιθύμητη κατά-σταση ή κίνδυνο, γλιτώνω: «τρά-καρη τσι τ’ σκαπούλαρη μη μια γρα-τζουνιά!»

σκατουμπάμπουρας (ο) < σκατό +μπάμπουραςείδος μαύρου σκαθαριού, που κυλά

205 σκατουμπάμπουρας

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 205

Page 39: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

με τα πίσω πόδια του κόπρανα σε μι-κρές μπάλες

σκατουπαραδιά (η) < σκατό + πα-ράδ(-ες) + -ιάπλήρης έλλειψη χρημάτων, αδεκα-ρία

σκατουψ’χίτ’ς (ο) σκατο + ψυχ (-ή)+ -ίτης ο αμαρτωλός, αυτός που η ψυχή τουπήγε στην κόλαση, ο ανήθικος καικολασμένος: «ούτη κολ’βα’ ε θατουν κάνου τουν σκατουψ’ χίτ’»

σκέλια (τα) < πληθ. του αρχ. σκέλος τα σκέλη, τα κάτω άκρα του ανθρώ-που: «τα μηταξουτά βρατσιά, θέλιν’πιδέξια σκέλια» (παροιμ.)

σκ’ λί (το) < μσν. σκουλλίνσκουλί, τούφα μαλλιών, τσουλούφι:«θα ση πιάσου, να βγάλου του σκ’λίσ’!» || συνεκδ. τα μαλλιά του κεφα-λιού

σκ(χ) ουλαστός -ή -ό < σχολαστός< σχολάζω (αόρ. σχόλασ-α + επθμ.-τός)είμαι σε (έχω) σχόλη, δεν κάνω τίπο-τα, απέχω από κάθε ενέργεια: «ηγ’ναίκα μ’ τη μια δ’λειά πιάν’ τ’ν άλλ’αφήν’! ε μπουρεί να κάτσ’ σκουλα-στή!»

σκουλιανά (τα) < πληθ. ουδ. του

επιθ. σκολιανός < σκόλη (αργία) 1. τα γιορτινά ρούχα, που φορούσανμόνο για να πάνε στην εκκλησία ήσε επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις2. μτφ.: μαλώματα, επιπλήξεις,ύβρεις: «τουν ήβρα τσι τουν έψαλα(ή άκ’ση) τα σκουλιανά τ’»

σκουλόγ’μα (το) < σ’κουλουγώ (βλ.λ.)το μάζεμα των σύκων || η περίοδοςσυγκομιδής των σύκων

σ’κουλουγώ ρ. σύκα + -λέγω (συλλέ-γω)μαζεύω (ώριμα) σύκα από τη συκιά

σκουλ’τσιάρ’ς -’σα -’κου < σκουλήκ-ι+ κατάλ. -ιάρης αυτός που είναι γεμάτος σκουλήκια,ο σκουληκιασμένος: «σκουλ’τσιάρ’κουμήλου»

σ’κουματιά (η) < σηκωματιά < ση-κώνω η ποσότητα που μπορώ να σηκώσωστους ώμους μου: «έφηρα απ’ τουχουράφ’ μια σκουματιά ξύλα»

σκουντρουλώ ρ. < πιθ. σκουντρώ <ιταλ. scontrare τσουγγρίζω: «έλα να σκουντρουλή-σουμη!» (να τσουγκρίσουμε τ’ αβγά),«παίζαν μπάλα τσι σκουντρουλήσαν τατσηφάλια τουν» || μτφ.: συναντώ,

σκατουπαραδιά 206

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 206

Page 40: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο μεκάποιον: «σκουντρουλήσαν στουδρόμου τσι δε μ’λιχτήκαν»

σκουρδούλα (η) < μσν. σκορδούλα< αρχ. σκορδύλη η πανούκλα || μεγάλη καταστροφή

σκουρδουλιάζου ρ. < σκορδούλ-α +-ιάζωτρώγω του σκασμού, περιδρομιάζω

σκουρπαληυρού (η) σκορπώ + αλεύ-ριη σπάταλη γυναίκα, που σκορπάόσα φέρνει ο άντρας της

σκουτουκόβγου -ουμι ρ. < συκώτι +κόβω υποβάλλω κάποιον σε ψυχικά βάσα-νιστήρια, του προξενώ λύπη, του«πρήζω» το συκώτι: «δώστου, μου-ρή κόρ’ υμ, του πιχνίδ’ στου μουρό!μη του σκουτουκόβγ’ς!»

σκουτουτρώγω ρ. < συκώτι + τρώ-γω «τρώγω» τα συκώτια κάποιου ||μτφ.: ζητώ βασανιστικά κάτι απόκάποιον: «μέρης μη σκουτουτρώ ηκόρ’ υμ να τ’ κάνου μ’τσούνα»

σκουτουφάς (ο) συκώτι + τρώγω(αόρ. έ-φαγ-α)αυτός που τρώει τα συκώτια άλλου:«σκάση πλια, σκουτουφά! τα σκώτια

μ’ έφαγης!» (η μάννα στον γιο τηςπου επίμονα ζητάει κάτι)

σ’κουφάς (ο) < συκοφάγος < σύκο +έ-φαγ-ασυκοφάγος, κιτρινοπούλι: αποδη-μητικό πουλί, περνά από τη χώραμας το καλοκαίρι και έχει ιδιαίτερηπροτίμηση στα σύκα

σ’κόχλουρους (ο) < συκόχλωρος <σύκο + χλωρός < ο σ’κουφάς (βλ.λ.), που το φτέρωμά του έχει τοχρώμα του χλωρού σύκου

σκρόφα (η) < λατ. scrofa η γουρούνα || μτφ.: βρωμοθήλυκο,παλιογυναίκα

σ’μάζουμα (το) < σ’μαζεύγου < συμ-μαζεύωο φερμένος από ξένο μέρος, αλλο-δαπός, αρχ. ο ἔπηλυς: «ήρταν τασ’μαζώματα τσι σκώσαν τσηφάλ’»(υποτιμητικά για ξένους, που φέ-ρονται υπεροπτικά)

σμάρ’ (το) < μσν. σμάρι < ἑσμ-άριον< ἑσμός σμήνος μελισσών: «η πατέρας υμηύρη ένα σμάρ’ μες σ’ ένα μηγάλουράχτου»

σ’μουγηλώ ρ. < μισο - (αντιμετάθε-ση του σ) + γελώμόλις που γελώ, μειδιώ: «γελώ κά-

207 σ’μουγηλώ

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 207

Page 41: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

τω από τα μουστάκια μου»σ’μουπιάνου ρ. μισο (αντιμ. του σ.) +

πιάνω πιάνω (παίρνω) κάτι το πολύ λίγο:«να σ’μουπιάσου, μουρή κόρ’ υμ.κόλ’ση η ψ’χή μ’ απ’ τ’ πείνα!» (ναφάω λίγο...)

σ’μουχνουτώ ρ. αμετ.: < μισο- +χνοτώ ταιριάζουν τα χνότα μου με τα χνό-τα ενός άλλου || μετ.: ταιριάζουν οιπροτιμήσεις, οι αντιλήψεις, ο χαρα-κτήρας μου γενικά, με τα αντίστοι-χα κάποιου άλλου: «σμουχνουτήσαντα μουρά τσι παίζιν ούλ’ τ’ μέρα μα-ζί»

σ’μουχραίν’ ρ. (γ εν. προσ., αόρ.σμούχρουση) < μισό - + μουχρώνει< αρχ. επίθ. μορυχός (αμυδρός) σουρουπώνει, σκοτεινιάζει, «ότ’που θουλώνιν τα νηρά»

σ’μούχρουμα (το) μισο (αντιμετ. τουσ) + μούχρωμα (θάμπωμα, λυκό-φως, σκοτείνιασμα, σούρουπο)σούρουπο, δειλινό: «ήρτη μες τουσ’μούχρουμα τσι δε τουν πήρα χα-μπάρ’»σ’νάζου -ουμι ρ. < μσν. συνάζω <αρχ. συνάγωμαζεύω και τακτοποιώ, συγκεντρώ-

νω σκόρπια αντικείμενα: «πάγου νασ’νάξου του σπίτ’ τσι απαντέχου μ’σα-φίρ’δης» || καλώ σε σύναξη, πραγ-ματοποιώ σύναξη: «σύναξη ούλουτου σόγ’ υτ τσι ήρταν για καβγά»||μεσ. σ’νάζουμι: ετοιμάζομαι για κά-τι: «η Γιώρς σ’νάζητι για ταξίδ’»

σ’νάλ’μμα (το) < συνάλειμμα < συν +αλείφω βαμβάκι βουτηγμένο στο λάδι καν-δήλας αγίου, θεωρούμενο θαυμα-τουργό για την ίαση ασθενών

σ’νάμηνους -η -ου < σεινάμενος <σειέμαι στη φρ. «σ’νάμηνους τσι κνιάμη-νους» πρβλ. «κουνιστός και λυγι-στός»: αμέριμνος, αδιάφορος, σαν ναμη συμβαίνει τίποτα: «τουν πηριμέ-ναμη μη τ’ ψ’χή στου στόμα τσι’φτόςήρτη σ’νάμηνους τσι κνιάμηνους»

σ’νεικάζου ρ. < συν + αρχ. ρ. εἰκάζω1. πληρούμαι, χορταίνω, χωράω:«σ’νείκασης πλια;» (χόρτασες πια;)2. αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ,κατανοώ «ε του σ’νεικάζ’ η νουςυμ!» (δεν το χωράει ο νους μου! δενμπορώ να το χωνέψω!)

σ’νείκασμα (το) (και ο σ’νεικασμός)< σ’νεικάζου (βλ. λ.) σ’νείκασ-α +επθμ. -μα

σ’μουπιάνου 208

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:22 μμ Page 208

Page 42: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

ο κορεσμός, το χόρτασμα μέχρισκασμού: «έφαγη τουν πηρίδρου-μου τσι σ’νεικασμό εν έχ’»

σ’νέρχουμι ρ. < αρχ. συνέρχομαι ξαναβρίκω τις αισθήσεις μου, πουαπό κάποια αιτία (π.χ. λιποθυμία)είχα χάσει: «μόλις τουν ρίξαν κουμ-μάτ’ νηρό, σ’νήρτη»

σ’νί (το) < τουρκ. sini μεγάλο χάλκι-νο, αβαθές ταψί: «πήγη στ’ πηθηράτ’ς ένα σ’νί μπακλαβού»

σ’νιτσ’ (το) < σινίκι, άγν. ετυμ.κυλινδρικό δοχείο για τη μέτρησητου όγκου των σιτηρών. Αντί δηλα-δή να ζυγίζουν τα προϊόντα τους,μετρούσαν τον όγκο τους με το σινί-κι. Ένα σινίκι σιτηρών ισοδυναμού-σε συνήθως με 5-6 οκάδες δηλ. με6,5 - 7,5 κιλά περίπου

σ’νουρίζουμι ρ. (και σ’νουριέμι) <αρχ. συν + ἐρίζω(συνερίζομαι και ξεσυνερίζομαι):πειράζομαι, ενοχλούμαι, θυμώνω μετη συμπεριφορά ή τα λόγια κάποι-ου, που τα θεωρώ προσβλητικά:«μη σ’νουρίζησι τα λόγια τ’! μουρόείνι, ε ξέρ’ τι λέγ’!»

σ’νουρσιό (το) (και σ’νουρ’σιά) <συνέρισ-α (συνερίζω) + επθμ. -ιότο να συνερίζεσαι κάποιον, το μά-

λωμα, έριδα, ανταγωνισμός: «πιά-σαν του σ’νουρ’σιό ποιος θα πάρ’ τουχουράφ’!»

σ’ντρουφιά (η) < μσν. συντροφιά <μτγν. συντροφία < σύντροφοςσυνεργασία, συνεταιρισμός: «ψόφ’σητου βόδ’ μας, πάει η σ’ντρουφιά μας»(παροιμ.)

σ’νώρ’σ’ (η) < συν + αρχ. ἐρίζωσυνερισιά, παρεξήγηση, θυμός: «ενέχιν’ σ’νώρ’σ’ τα λόγια τ’» (μηνπαίρνεις στα σοβαρά και μην εξορ-γίζεσαι με τα λόγια του)

σουβηλίκ’ (το) < πιθ. από το αρχ.(ἔσω) ὀβελ-ός + -ίκι πέτρινη πελεκητή τετράεδρη κολο-νίτσα στις πόρτες και στα παράθυ-ρα των σπιτιών.Γωνιές και σουβηλίκια έφτιαχναν οιπελεκάνοι στα νταμάρια του χωριού.

σουγιάς (ο) < τουρκ. caki (σου-γιάς)μικρό μαχαίρι με πτυσσόμενη λεπί-δα και ξύλινη ή κοκάλινη λαβή:«κολοκοτρωναίικος σουγιάς»|| υπο-κορ.: σουγιαδέλ’: «α μη φέρ’ς απ’ τ’νΑγιάσου ένα σουγιαδέλ’;»

σουθύρ’ (το) < πιθ. από το έσω + θύ-ρα (το μέρος που βρίσκεται μέσααπό τη θύρα)

209 σουθύρ’

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 209

Page 43: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

1. περιφραγμένο αγρόκτημα, κυ-ρίως για βόσκηση ζώων2. περιφραγμένο κτήμα ενδεικτικόπλούτου: «εν έχου γω τ’ς ακκλησιάςτα σουθύρια»

σουθυριάζου ρ. < σουθύρ’ + κατάλ.-ιάζωπεριφράζω αγροτική έκταση, για νατην κάνω σουθύρ’ (βλ. λ.)

σουϊλής (ο) < τουρκ. soylu (ευγενής)αυτός που είναι από σόι, από τζάκι,από ευγενή καταγωγή || για ζώα(σοϊλίδικα): ζώα ράτσας

σουλτάν μηρημέτ’ (το) < τουρκ.sul-tan + meremet (σουλτάνος + μερε-μέτι)μεταφορική σημασία: ποινή πουεπιβάλλεται από τον ίδιο τον σουλ-τάνο και άρα πολύ αυστηρή: άγριοξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός: «έφαγηένα σουλτάν μηρημέτ’, που θα τουθ’μάτι σ’ ούλ’ υτ τ’ ζουή»

σουμάδα (η) < πιθ. από το ινδικόσόμ-α (είδος ποτού) + -άδαείδος ποτού από αποφλοιωμένα καικοπανισμένα αμύγδαλα

σουπαντήρα (η) < άγν. ετυμ.μακρύ ξύλο για ποικίλες χρήσεις(π.χ. ζύγισμα με το καντάρι, βαστα-γαριά (βλ. λ.) κ.ά.): «θα πάρου μια

σουπαντήρα να ση κάνου μαύρα ταπληυρά σ’!»

σουπάς (ο) < τουρκ. sipa (πουλάρι)το νεαρό μουλάρι, που ακόμα δεντου έχουν φορέσει σαμάρι

σουρουντί (το) < τουρκ. suruntiαδύνατη, κακοντυμένη και βρώμικηγυναίκα: «τι του κ’βάν’σης έδγιουπέρα έφτου του σουρουντί;»

σουρουμαλλιάζου ρ. < σύρω + μαλλί σέρνω κάποιον από τα μαλλιά, τρα-βώ βίαια τα μαλλιά καποιου: «θα σηπιάσου, μουρή, να ση σουρουμαλλιά-σου»

σουρουσούγ’ λα επίρ. < τουρκ. sürü+ usul + ileόπως ήταν, όλο το σόι, χωρίς να λεί-πει κανένας: «κ’βαν’θήκαν έδιου πέ-ρα σουρουσούγ’λα, να φαν τσι ναπιουν»

σουρτουκλημές (ο) < σουρουκλεμές< τουρκ. sürüklemek (σέρνω, τρα-βολογώ)αυτός που δε συμμαζεύεται, που γυ-ρίζει μέσα στους δρόμους, απρόκο-πος, αχαΐρευτος

σουρτούκ’ς -’σα < σουρτούκ-ης,σουρτούκα < τουρκ. surtuk (τσού-λα, σκύλα)αυτός που γυρίζει στους δρόμους, ο

σουθυριάζου 210

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 210

Page 44: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

αλήτης || σουρτούκ’σα: η χωριογύ-ρα, που δε συμμαζεύεται στο σπίτι,αλλά γυρίζει αλητεύοντας εδώ κιεκεί || ανήθικη γυναίκα

σουσούμ’ (το) < μσν. σουσούμι <σουσούμιον < συσσήμιον, υποκορ.του μτγν. σύσσημον (αναγνωριστι-κό σημείο)η όψη, η έκφραση, η όλη εμφάνισητου προσώπου: «ε του ήξηρα πουςείνι γιος υτ! απ’ του σουσούμ’ υτ τουνγνώρ’σα»|| το καθένα από τα χαρα-κτηστικά σημεία του προσώπου: «ετουν άφ’ση σουσούμ’ του πατέρα τ’»(πήρε όλα τα χαρακτηριστικά του,είναι ολόιδιος)

σουσουμιάζου ρ. < σουσούμ-ι +-ιάζω αναγνωρίζω από το σουσούμι, ανα-γνωρίζω το σουσούμι ενός στο σου-σούμι κάποιου άλλου: «είδα έφτουτου παλ’κάρ’ τσι του σουσούμιασα μητου γιο μ’»

σουφάς (ο) < τουρκ. sofa (καναπές)μικρή ξύλινη εξέδρα στο βάθος τουσπιτιού, όπου κοιμόταν η οικογέ-νεια

σουφράς (ο) < τουρκ. sofra (τραπέ-ζι, τάβλα)μικρό, ξύλινο, πολύ χαμηλό, στρογ-

γυλό τραπέζι, γύρω από το οποίοστρωνόταν σταυροπόδι για φαγητόη οικογένεια || τα επιτραπέζιασκεύη με τα φαγητά: «βάλη σου-φρά να κάτσουμη να φάμη»

σουφρώνω ρ. < σούφρ-α + κατάλ.-ώνω μαζεύω, ζαρώνω, στραβώνω: «μό-λις τ’ άκ’ση, σούφρουση τ’ αχείλια τ’ ||μτφ.: κλέβω χωρίς να με πάρουν εί-δηση, τσεπώνω: «σούφρουση ό,τ’ εί-χη τσι δεν είχη μέσα του παγκάρ’»

σπαργώνου ρ. < αρχ. σπαργῶ (είμαιγεμάτος, σφριγώ, φουσκώνω)είμαι γεμάτος υγρά || οι μαστοί εί-ναι γεμάτοι γάλα, έτοιμοι για άρ-μεγμα: «σπάργουση η κατσίκα! θέλ’άρμηγμα!» || (μτχ. παθητ. πρκμ.σπαργουμένους -η -ου) «η προυβα-τίνα είνι σπαργουμέν’! όπ’ να ’νι, θαγηννήσ’!»

σπετσαρία (η) < ιταλ. spezieriaτο φαρμακείο

σπετσιέρης (ο) < ιταλ. spezieri ο φαρμακοποιός: «... το γιατρό καιτο σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέ-ρι...» (δημοτ.)

σπουρδούλ’ (το) < α-σφουδ-ούλι(ασφοδέλι, ασφοδίλι) < υποκ. τουαρχ. ἀσφόδελος

211 σπουρδούλ’

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 211

Page 45: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

αυτοφυές φυτό των αγρών, ο ασφό-δελος. Οι ψυχές πριν φτάσουν στονΆδη περνούσαν από λιβάδια γεμάταασφοδίλια.

σταλίζου ρ. αμετ. (και σταλιάζου) <σταλίζω < μτγν. σταλίζομαι < στα-λός (μαντρί)ξεκουράζομαι το μεσημέρι σε σκιά:«τα πρόβατα σταλιάζiν κάτου απ’ τουπεύκου»

στάλ’σμα (το) < στάλισμα < σταλίζω(βλ. λ.) η παραμονή των προβάτων το μεση-μέρι σε σκιερό μέρος

σταλτός -ή -ό: < σταλ- (στέλνω, παθ.αόρ. στάλ-θηκα) + -τός απεσταλμένος, αυτός που τον έχουνστείλει για κάποιο συγκεκριμένολόγο

στανιέρνου ρ. <(αμετ., αόρ. στάνια-ρα και στανιάρ’σα) < στανιάρω <ιταλ. stagnare (κολλάω, κλείνω ερ-μητικά)απορροφώ υγρό (νερό, κρασί), διο-γκώνομαι και κλείνουν τα σημείαμου από τα οποία γινόταν διαρροήυγρού: «γέμ’σα του βαρέλ’ νηρό τσιστανιάρ’ση», «βάλη τουν κασμά στουνηρό να στανιάρ’ του στειλιάρ’» || εί-μαι σε κατάσταση κορεσμού, έχω

χορτάσει, δεν μπορώ να φάω ή ναπιω περισσότερο:«- α πιούμη ένα πην’νταρέλ’ (βλ. λ.)ακόμα; - ε μπουρώ να πιω άλλου! στα-νιάρ’σα!»

στανιό (το) < μσν. στανιό σε εκφράσεις «με το στανιό» (με τοζόρι, χωρίς τη θέληση, βίαια):«τουν κουρέψαν μη του στανιό»,«μη του στανιό γαμπρός ε γίνησι»

σταρ’κό (το) < στάρ-ι + ικόκόσκινο για το κοσκίνισμα του σιτα-ριού

σταρουπούλ’ (το) < σιτάρι + πουλί το πουλί σιταρήθρα, που τα συνα-ντάμε σε χωράφια σπαρμένα με σι-τάρι και στ’ αλώνια

στ’βάζου ρ. < μτγν. στοιβάζω < στοι-βή 1. τοποθετώ σε σειρές (στοίβες)πράγματα το ένα πάνω στο άλλο:«στ’βάζου μπάλης άχυρου»2. χτυπώ με τη χορδή του δοξαριούτο βαμβάκι, δημιουργώντας παχύστρώμα ξασμένου βαμβακιού3. μτφ. σε γ προσωπο: «στ’βάζ’ τ’αφτί μ’» (συσπάται, πονάει, σουβλί-ζει το αφτί μου)

στειλιάρ’ (το) < μσν. στειλειάριον

σταλίζου 212

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 212

Page 46: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

υποκορ. του μτγν. στειλειός < (αρχ.στελεός) -άριονξύλινη λαβή μεταλλικών εργαλείων(τσεκουριού, τσάπας κτλ.) αλλιώςσαπλίκ (βλ. λ.) || ξυλοφόρτωμα,δάρσιμο: «θέλ’ς ένα στειλιάρ’ να τουθ’μάσι σ’ ούλ’ τ’ ζουή σ’»

στειλιαρώνου ρ. < στειλιάρ-ι (βλ. λ.)+ -ώνω μτφ.: δέρνω, ξυλοκοπώ: «κάτση κα-λά! θα ση στειλιαρώσου!»

στηλ’τά (τα) < μσν. στέλνω < αρχ.στέλλω (στάλ-μένος, σταλ-τός)δώρα που στέλνονται κυρίως στααρραβωνιάσματα

στηρνός -ή -ό < μσν. υστερνός <υστερινόςο έσχατος, ο τελευταίος: «αυτός είνιστηρνός λουγαριασμός», «στηρνήκουβέντα», «έφαγη του στηρνό τ’»|| τα στηρνά (ως ουσιαστ.): τα τε-λευταία χρόνια της ζωής, τα γηρα-τειά: «καλά στηρνά!»

στραβουλουγιάζου ρ. < στραβά (λο-ξά) + λουγιάζου (βλέπω, κοιτάζω)αγριοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω, κοι-τάζω κάποιον με καχυποψία, εχθρό-τητα, απειλητικά: «μη στραβουλό-γιαξη, λέγ’ς τσι σκότουσα τουν πατέ-ρα τ’»

στράφ’ επίρ. < στράφι < τουρκ. israf(σπατάλη)άδικα, τζάμπα, στα χαμένα: «δούληυ-γα τόσα χρόνια να σπουδάσου τουν γιομ’ τσι οι κόπ’ υμ πήγαν στράφ’»

στρέγου ρ. < αρχ. στέργω συγκατατίθεμαι, επιτρέπω: «ε τουστρέγ’ η πατέρας σ’ να πας στ’ θάλασ-σα μουναχός»

στσ’λάρ’ (το) < σκύλ-ος + υποκορ.κατάλ . -άρι(ο)νεογέννητο σκυλάκι, κουτάβι

στσ’λαρέλ’ (το) σκυλάρ-ιο + υπο-κορ. κατάλ. -έλ(ι)αγαπημένο σκυλάκι: «άμα γηννήσ’η στσύλα σ’, α μη δώγ’ς τσι μένα έναστσ’λαρέλ’;»

στσ’λουγαβγίζου ρ. < σκύλο-ς + γα-βγίζωγαβγίζω πένθιμα, λυπητερά, προ-μηνύοντας θανατικό ή άλλη συμφο-ρά: «θα στσ’λουγαβγίξ’ νάβγ’ η ψ’χήτ’»(λέγεται για τους κακούς καιαμαρτωλούς)

στσ’λουγάβγισμα (το) < σκύλο-ς +γάβγισμα το κλάψιμο του σκύλου, για τοοποίο πιστεύεται ότι προμηνύει κά-ποια συμφορά

στσ’ λουκατουρίτ’ς (ο) < σκύλο-ς +

213 στσ’ λουκατουρίτ’ς

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 213

Page 47: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

κατουρ-ίτης < μσν. κάτουρον φουσκάλα, που νομίζεται ότι βγά-ζεις στο πέλμα των ποδιών, ότανπερπατάς ξυπόλυτος και πατήσειςκόπρανα σκύλου || είδος μανιταρι-ού, που δεν τρώγεται

στσύβαλου (το) <μτγν. σκύβαλονό,τι απομένει από το κοσκίνισμα τουσιταριού (με σκύβαλα τάιζαν τις κό-τες) || μτφ.: άτομο χωρίς υπόληψηκαι αξία

συδαυλίζου ρ. < συν + δαυλ-ός + -ίζωφέρνω τους δαυλούς τον έναν κοντάστον άλλο, για ν’ ανάψει περισσότε-ρο η φωτιά || μτφ.: αναμοχλεύω καισυντηρώ τα πάθη

σύθημα (το) < μτγν. σύνθεμα < συν+ θέτω (θέτω, τοποθετώ κάτι κοντάσε άλλο)ό,τι προήλθε από συσσώρευση πολ-λών (ανόμοιων) πραγμάτων: «μα-ζευτ’τση ούλου του σύθημα» (πρβλ.μαζεύτηκε κάθε καρυδιάς καρύδι)

συνατοί (οι) (μας, σας, τουν) < συν +ατοί (πληθ. του ατός βλ. λ.)οι ίδιοι, μόνοι, μεταξύ (μας, σας,τους): «συνατοί τουν βγάλαν τα μά-τια τουν»

σύξ’ λους -η -ου < σύξυλος < συν +ξύλο

μτφ.: κατάπληκτος, άφωνος, απο-σβολωμένος, άναυδος: «μόλις τ’άκ’ση απόμ’νη σύξ’λους»

συράνα (η) < σύρωμεταλλικό φαράσι, με το οποίο απο-μάκρυναν (έσερναν) στάχτη καιαναμμένα κάρβουνα από τη γωνιά(τζάκι)

σύργιασμα (το) < συργιάζου (βλ. λ.)η βοήθεια για το τέλειωμα μιας δου-λειάς

σφαλιώ ρ. < μσν. σφαλίζω < αρχ.ἀσφαλίζωκλείνω: «σφαλιώ τα μάτια μ’, να μηβλέπου τα παράναγκα!»«να τα σφαλίξ’ς τσι να μη τ’ ανοίξ’ς»(να πεθάνεις)

σφηντιγόνα (η) < αρχ. σφενδόνη σφεντόνα: «πήρη τ’ σφηντιγόνα τσιπάγ’τση να τσ’νηγά π’λιά»

σφητζιά (η) < σφήκ-α + -ιά (με τσι-τακισμό)σφηκοφωλιά || μτφ.: άντρο κακο-ποιών

σφλούγκους (ο) < άγν. ετυμ.το άσπρο συκώτι || ο μικροκαμωμένοςκαι ασθενικός άνθρωπος || φρ. περι-φρονητικά: «άντη, ρε σφλούγκη!»

σφουγγάτου (το) < μσν. σφουγγά-τον < σφόγγος

στσύβαλου 214

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 214

Page 48: K (100-125) Layout 1ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ’ξη κουμμάτ’ του παναθύρ’

φαγητό με βάση χτυπημένα αβγά,ομελέτα || μτφ.: «σπας αβγό για χύ-νησι για σφουγγάτου γίνησι;»

σχαντάδα (η) < σχαντ-ός (βλ. λ.) +-άδα το γνώρισμα του σχαντού, ασχήμια,δυσμορφία

σχαντός -ή -ό < σ(ι)χαντός < σιχα-(σιχαίνομαι) -(ν)τόςάσχημος, που προκαλεί αποστροφή,αηδιαστικός, αποκρουστικός: «μό-

νου που τουν βλέπου έφτουν τουνσχιαντό, γυρίζιν τα σκώτια μ’ άνουκάτου»

σχουρώ ρ. < αρχ. συγχωρώ συγχωρώ: «Θιος σχουρέσ’ τα πηθα-μένα σας!» || «δε μη σχουράς;»(πρβλ.: δε με παρατάς; άσε με ήσυ-χο!) || παθ. αόρ. σχουρέθ’τση (πέθα-νε), μτχ. παθ. πρκμ. η σχουρημένους(ο συγχωρεμένος, ο μακαρίτης)

215 σχουρώ

Σ

Σ (200-215):Layout 1 4/3/2011 12:31 μμ Page 215