sten akte tou bosporou irfan orga
Post on 27-Jul-2016
252 Views
Preview:
DESCRIPTION
TRANSCRIPT
Ο ιρφάν Οργκά, πρωτότοκος γιος μιας εύπο
ρης οικογένειας από την Ισταμπούλ, γεννήθηκε
στην παλαιά Τουρκία την εποχή των τελευταίων
σουλτάνων. Η μητέρα του ήταν μια καλλονή, η
οποία παντρεύτηκε στα δεκατρία της και ζούσε
σε απόλυτη απομόνωση, όπως άρμοζε στην
τάξη της, η δε γιαγιά του ήταν μια εκκεντρική,
αυταρχική γυναίκα, αποφασισμένη να διατηρή
σει πάση θυσία τις συνήθειές της.
Όμως ο πόλεμος του 1 914 θα ανατρέψει τα
δεδομένα όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και
ολόκληρης της χώρας. Τόσο η μία όσο και η
άλλη θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν σε συν
θήκες ανείπωτης φτώχειας και να προσαρμο
στούν στα μηνύματα των νέων καιρών.
Το 1948 ο ιρφάν Οργκά συγγράφει στο Λονδί
νο την εκπληκτική ιστορία της οικογενείας του
με τρυφερότητα και συγκίνηση, νοσταλγία και
χιούμορ, προσφέροντας ακόμα και σήμερα μια
αφήγηση με απόηχους τόσο κοντινούς και γνώ-, ,
ριμους σ εμας.
Πρόκειται περί μικρού
αριστουργήματος.
Ρόμπερτ φος, The Daί/Υ Te/egraph
Ελπίζω να διαβάσουν πολλοί αυτό
το βιβλίο. Ως ιστορία είναι
εκμυστηρευτική, πρωτότυπη και
συγκινητική, ως ιστορικό τεκμήριο
μας προσφέρει με σπάνια
οξυδέρκεια την ψυχολογική
μεταμόρφωση που επήλθε στην
αναλλοίωτη Ανατολή ... Ένα εξ
ολοκλήρου απολαυστικό βιβλίο.
Χάρολντ Νίκολσον, The Observer
Είναι σαν να έχει μόλις ανοίξει
κάποιος μια πόρτα με την επιγραφή
«Απαγορεύεται η είσοδος» και να
σας έχει δείξει τι υπάρχει στο
εσωτερικό ... Ένα εξαιρετικά
ενδιαφέρον και τρυφερό βιβλίο.
Σερ Τζον Μπέτζεμσν
ISBN 960-256-306-7
Irfan Orga, PortI'ait ο/ a Tuι·ki.5II Fami/y
Πρώτη έκδοση, 1950
© AIθ� και Ruth DΆrCΥ Orga, 1993
© Εξάντας, 2000
Εξώφυλλο: Νατάσσα Πάντου - Ιουλία Καραβασίλογλου
ΤυπογραφΙΚ11 διόρθωση: Κατερίνα Θανοπούλου
ΕΞΑΝΤ ΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.
Διδότου 59 - 106 81 ΑΘΗΝΑ - Τηλ. 3804885 - Fax 3813065
ΙΡΦΑΝ ΟΡΓΚΑ
ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ
ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ
Μετάφραση
ΜΕΛΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟΥ
ΕΞΑΝΤΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
Η Νατάσα Λαιμού μού υπέδειξε το βιβλίο με ενθουσιασμό. Η Καλλιόπη
Πατέρα διάβασε με εύστοχη παρατηρητικότητα μεγάλο μέρος της μετά
φρασης. Η Όλγα Παπαδοπούλου στάθηκε πολύτιμη την ώρα της μετα
γραφής των τουρκικών ονομάτων και τοπωνυμίων. Τις ευχαριστώ από
καρδιάς. Μ. Π.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Παρουσίαση της οικογενείας
2. Μια σατράπισσα στο χαμάμ .. . . . .. . ..
3. Μια αμιγώς ανδρική υπόθεση.
...... 11
23 . .. 39
4. Σαρίγιερ . 51 5. Το καινούργιο σπίτι και άλλα .. .......... . .67 6. Αλλαγή σκηνικού 80 7. Διήμερη άδεια και η νέα νύφη. 95 8. Η εμφάνιση της Μουαζέζ στο προσκήνιο 112
9. Ο ύστατος χαιρετισμός 121 10. Προσπάθεια για νέο ξεκίνημα 134
11. Το τέλος του Σαρίγιερ . .150
12. Η διάλυση των ψευδαισθήσεων μιας δεσποτικής γυναίκας . 165 13. Ενενήντα εννέα κουρούς σε αντάλλαγμα για έναν ήρωα. .176
14. Η φτώχεια παζαρεύει 191 15. Ορφανοτροφείο στο Καντίκιοϊ 206
16. Η λήξη της μαθητείας ενός παραγιού μπαρμπέρη 223
17. Κουλελί . 244 18. Περισσότερα για το Κουλελί 259
19. Μεγαλώνοντας με δυσχέρειες ' " . ....... .... ... . ....... .. . . 269 20. Η νεαρή δημοκρατία . . 275
21. Ένα πρωινό Μπαϊραμιού κι ένα ταξίδι στη μελαγχολία ... 284
22. Επιστροφή στην Ισταμπούλ . 297
23. Ο απόφοιτος αξιωματικός
24. Ο σείζης μου αποτρέπει μια κρίση
κι η Μουαζέζ αποκτά θαυμαστή .
25. Γυναικείες υποθέσεις
304
317
324
26. Η ξεματιάστρα του Εσκί-Σεχίρ
27. Κιουτάχεια και Σμύρνη
28. Η αρχή του τέλους
29. Η οικογένεια διαλύεται .
30. Αντίο, Σεβκιγιέ
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ.
331
340
347
.. 354
360
377
Στη Μαργκαρέτε, τη σύζυγό μου, με αγάπη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Παρουσίαση της οικογενείας
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΑΜΠΟΥ Λ στις 31 Οκτωβρίου 1908. Ήμουν ο πρωτότοκος γιος της οικογενείας και, όταν γεννήθηκα, η μητέρα μου ήταν δεκαπέντε και ο πατέρας μου είκοσι χρονών. Το σπίτι μας βρισκόταν πίσω από το Μπλε Τζαμί κι ατένιζε τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Υψωνόταν στη γωνία ενός μικρού αδιεξόδου, και μεταξύ αυτού και της θάλασσας παρεμβαλλόταν μονάχα ένα χαμηλό λιθόκτιστο τοιχάκι. Ήταν ένα ήσυχο, καταπράσινο μέρος μ' ένα μικροσκοπικό τζαμί δίπλα του, και στις πρώτες ενθυμήσεις μου συγκαταλέγεται ο απαλό ς, ακατάπαυστος ήχος του Μαρμαρά και το κελάηδημα των πουλιών στους κήπους. Η κατοικία μας ήταν ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι βαμμένο λευκό, με πράσινα παντζούρια και σαχνισιά μπρος και πίσω. Ήταν του παππού και της γιαγιάς μου και ζούσαμε εκεί μαζί τους.
Έτσι όπως αναπολώ, έχω την εντύπωση ότι ολόκληρη η παιδική μου ηλικία είναι συνδεδεμένη με τον ήχο της θάλασσας και τις ομιλίες των γονιών και των παππούδων μου καθώς προγευμάτιζαν στην αυλή που έβλεπε στους κήπους. Μπορώ ακόμα να αισθανθώ την ευχαρίστηση του παιδικού ξυπνήματος στο χαμηλοτάβανο, ηλιόλουστο, γεμάτο από την ανταύγεια του λευκού φωτός της θάλασσας δωμάτιο' μπορώ ακόμα ν' ακούσω αμυδρά τους σπιτίσιους ήχους από το μαγειρείο, και το διαπεραστικό, πνιχτό γέλιο της μαύρης μαγείρισσάς μας. Γλιστρούσα από το κρεβάτι, αστείος με την παλιομοδίτικη νυχτικιά μου, ακουμπούσα το κεφάλι μου στα προστατευτικά κιγκλιδώματα των παραθύρων και φώναζα στη συγκεντρωμένη οικογένεια, η οποία βρισκόταν από κάτω μου. Αυτό το κάλεσμα ήταν το σύνθημα για να πετάξει βιαστικά ο πατέρας μου την πετσέτα του και να μου φωνάξει ότι έρχεται. Επέστρεφα τρε-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
12 Ιρφάν Οργκά
χόλα στο κρεβάτι μου, κρυφογελώντας προκαταβολικά, επειδή γνώριζα ήδη ότι αποτελούσα σημαντικό μέλος της οικογενείας, και η κάθε μέρα μου ξεκινούσε με τον πατέρα μου να παρατάει στο πλάι την πετσέτα του πρωινού του, ν' ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες κι ύστερα να με πετάει κάμποσες φορές ψηλά, συνοδεία των ενθουσιωδών, τρομαγμένων κραυγών μου. Μα ήταν ένας τρόμος ακαταμάχητος και η μέρα μου δεν θα είχε αρχίσει καλά εάν ο πατέρας μου είχε παραλείψει ετούτο το συναρπαστικό παιχνίδι. Ακούγοντας το γέλιο μου, εμφανιζόταν η lντζί, με τα μαύρα μάτια της να στριφογυρίζουν αεικίνητα στο μικρό της σκουρόχρωμο πρόσωπο και το στόμα σφιγμένο για να μη γελάσει. Η lντζί, μαύρη σαν κάρβουνο, ήταν η νταντά μου και, παρότι μόλις δεκατριών ετών, με είχε αναλάβει πλήρως.
Ήταν κόρη της Φεριντέ, της καμαριέρας, και είχε γεννηθεί στην lσταμπούλ την εποχή που ο πατέρας της ήταν υπηρέτης στο σεράι του σουλτάνου. Μετά το θάνατό του η γιαγιά μου είχε πάρει αυτή και τη μητέρα της στο σπίτι μας και, όταν γεννήθηκα, με παρέδωσαν στην lντζί. Την αγαπούσα πάρα πολύ και δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εκείνη. Ήταν πάντοτε πρόσχαρη και συχνά με έκανε να ξεκαρδίζομαι, όποτε στριφογύριζε τα μάτια της ή μου έκανε αστείες γκριμάτσες. Ακόμα και όταν δυστροπούσα περισσότερο απ' ό,τι συνήθως, ουρλιάζοντας ή χτυπώντας νευριασμένος τα πόδια μου, παρέμενε πρόσχαρη, δίνοντάς μου απλώς μια γερή, τσουχτερή ξυλιά, εκεί όπου με πονούσε πιο πολύ, κι έπειτα με άφηνε να κλοτσοβολάω μόνος ώσπου να ξεθυμάνω.
Καθημερινώς με την άφιξή της, ο πατέρας μου μ' άφηνε κάτω, λέγοντάς μου να είμαι καλό παιδί, χάιδευε τα σγουρά μαλλιά της lντζί κι ύστερα αποχωρούσε. Η lντζί κι εγώ αλληλοκοιταζόμασταν όλο σοβαρότητα για κάνα δυο λεπτά κι έπειτα άρχιζε να κάνει τις αστείες γκριμάτσες της και να λικνίζει τους ασχημάτιστους γοφούς της ξεσπάγαμε κι οι δυο σε γέλια κι ορμούσα προς το μέρος της με τα χέρια απλωμένα. Άρχιζε να με ντύνει και ακολουθούσε η μεγάλη μάχη του πλυσίματος. Με γράπωνε σφιχτά με το ένα χέρι και με κρατούσε πάνω από την ανάβαθη πορσελάνινη λεκάνη, πλένοντας το πρόσωπο και το λαιμό μου με σαπούνι - το περισσότερο από το οποίο έμπαινε συνήθως στα μάτια μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 13
Κι όλη αυτή την ώρα κλοτσούσα στον αέρα παλεύοντας μάταια να ξεφύγω. Το χτένισμα ήταν το επόμενο βασανιστήριο το οποίο έπρεπε να υπομείνω. Είχα πυκνές μπούκλες, που ήσαν η χαρά και το καμάρι της μητέρας μου, αλλά και της Ιντζί, όταν είχαν πλέον σιαχτεί, μόνο που το σιάξιμό τους το έσκιζαν οι θυμωμένες και αγωνιώδεις κραυγές μου και οι εντολές της Ιντζί να καθήσω ήσυχος και να την αφήσω να τελειώσει. Όταν επιτέλους έκρινε ότι τα μαλλιά μου είχαν στρώσει επαρκώς, κοιταζόμασταν ξανά, ενώ το δέρμα του κεφαλιού μου ήταν ακόμα ερεθισμένο από το όργωμα της χτένας και τα μάτια μου ακόμα κόκκινα ολόγυρα από το σαπούνι. Ήταν μια καθημερινή μάχη και μέρος της ύπαρξής μου όπως ο ήχος της θ�λασσας ή το φιλί του πατέρα μου, μα σε πέντε λεπτά όλα είχαν ξεχαστεί κι εγώ χορεύοντας κατέβαινα τα σκαλιά μπροστά από την Ιντζί για να δω τη μητέρα και τους παππούδες μου. Το φιλί της μητέρας μου επισφράγιζε την τελειότητα της ημέρας μου. Ό,τι είχε προηγηθεί -το ξύπνημά μου σ' ένα δωμάτιο λουσμένο στο φως, ο πατέρας μου να με πετάει ψηλά, η μάχη μου με την Ιντζί - δεν αποτελούσε παρά το γλυκό, ευγενές προανάκρουσμα του φιλιού της μητέρας μου. Εκείνου του φιλιού που ήταν δροσερό κι ανάλαφρο και μοσχομύριζε τριαντάφυλλο.
Ήταν πανέμορφη. Μαλλιά μαύρα και στιλπνά που σχημάτιζαν απαλούς βοστρύχους στην κορυφή του κεφαλιού της. Πρόσωπο χλομό και ωοειδές μ' ένα μικρό, καμπυλωτό, πνευματώδες στόμα και μεγάλα μελαγχολικά μάτια, που έλαμπαν σαν πετράδια όταν χαμογελούσε. Ήταν πάντοτε λυγερή' της άρεσε να ντύνεται με απαλόχρωμα, μαλακά, γυαλιστερά μεταξωτά, που ευωδίαζαν άρωμα λεβάντας ή κολόνιας, και φορούσε μακριά χρυσά περιδέραια, τυλιγμένα δυο ή τρεις φορές γύρω στο λαιμό της. Ήταν ευγενική, σιωπηλή, με χέρια λεπτεπίλεπτα που φαίνονταν αδούλευτα και βάραιναν από τα πολυάριθμα αστραφτερά δαχτυλίδια τα οποία φορούσε διαρκώς. Έφτιαχνε υπέροχα κεντήματα και αζούρ και, προτού αρχίσει, έβγαζε πολύ προσεκτικά ένα-ένα τα δαχτυλίδια, αφήνοντάς τα να πέσουν, κουδουνίζοντας ελαφρά, σ' ένα κουτάκι φοδραρισμένο με σατέν, το οποίο φύλαγε μόνο γι' αυτό το σκοπό. Ήταν υπέρκομψη και θα ήταν φημισμένη καλλονή αν είχε γεννη-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
14 /ρφάν Οργκά
θεί στην Ευρώπη. Επειδή όμως ήταν Τουρκάλα κι έπρεπε να φοράει γιασμάκι, για να καλύπτει το πρόσωπό της όποτε έβγαινε έξω, δεν την ήξερε κανείς εκτός από τα μέλη της οικογενείας της. Παντρεύτηκε τον πατέρα μου στα δεκατρία της και την είχαν τάξει σ' αυτόν όταν ήταν τριών. Σπανίως έβγαινε έξω και ποτέ ασυνόδευτη· περνούσε τον περισσότερο καιρό της στην αυλή ή καθισμένη κάτω από μια συκιά στον κήπο, όπως έκαναν οι γυναίκες στην οικογένειά της γενιές πριν από αυτή. Έμοιαζε πανευτυχής κι έδινε την εντύπωση ότι της αρκούσε να αποτελεί απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο στο σπίτι του συζύγου της. Οι παππούδες μου ήσαν αγαπημένο ζευγάρι και με κακομάθαιναν αφάνταστα, ίσως επειδή ήμουν το πρώτο τους εγγόνι. Τους θεωρούσα υπερηλίκους, αν και, καθώς αναλογίζομαι την εποχή στην όποία αναφέρομαι, την άνοιξη του
1914, η γιαγιά μου πρέπει να είχε μόλις περάσει τα σαράντα, αφού κι εκείνη είχε παντρευτεί νεότατη. Αλλά στα μάτια ενός πεντάχρονου παιδιού φάνταζε απίστευτα ηλικιωμένη.
Είναι παράξενο που τώρα κάθομαι εδώ αναπολώντας το παρελθόν και τους βλέπω τόσο καθαρά εμπρός μου, τους ανθρώπους οι οποίοι με γέννησαν και με διέπλασαν και στους οποίους εν μέρει οφείλω ό,τι είμαι σήμερα. Τους ανθρώπους οι οποίοι είναι πλέον νεκροί και λησμονημένοι από όλους όσοι τους γνώρισαν, λησμονημένοι ακόμα κι από μένα ως τη στιγμή που στράφηκα στο παρελθόν ανακαλώντας τη μακρινή παιδική μου ηλικία. Δεν ήξερα ότι ήμουν ικανός να θυμηθώ τόσο πολλά, αλλά, τώρα που άρχισα, το υποσυνείδητο ξεκλειδώνει τα μυστικά του κι οι αναμνήσεις από τα θαμμένα χρόνια συνωθούνται πυκνές. Δεν μπορώ να περιγράψω τον παππού μου, ωστόσο θυμούμαι αμυδρά τον ψηλό γέροντα ο οποίος μου έδινε ζαχαρωτά και φρέσκα φρούτα από τον κήπο με τις δροσοσταλιές ακόμα πάνω τους. Βγαίναμε συχνά για περίπατο ενόσω η Ιντζί φρόντιζε το μικρό μου αδελφό ή βοηθούσε τη Φεριντέ στις δουλειές τού επάνω πατώματος. Μετά το πρόγευμα ο παππούς μου είχε το συνήθειο να πηγαίνει σ' ένα καφενείο και να καπνίζει ναργιλέ και μετά τα πέμπτα μου γενέθλια με έπαιρνε μαζί του. Καθόταν στον καφενέ μπροστά σ' ένα ανοιχτό παράθυρο και μ' άφηνε να παίζω στους κήπους, πάντοτε
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 15
υπό το άγρυπνο βλέμμα του. Μα κάποιες φορές έπιανε σοβαρές συζητήσεις με τους φίλους του, το βλέμμα του έπαυε να είναι τόσο παρατηρητικό και τότε έπαιζα με τα χώματα φτιάχνοντας κάστρα από λάσπη' ένα χαμένο, συνεπαρμένο αγοράκι, απορροφημένο από την υγρή αίσθηση της λάσπης που κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Δεν ένιωθα τις πέτρες που έγδερναν τα γόνατά μου, αλλά σύντομα μια τσουχτερή ξυλιά στο μπράτσο με επανέφερε στην πραγματικότητα. Άφηνα τα απομεινάρια της λάσπης να σταλάζουν ονειροπόλα από τα δάχτυλά μου κι έπειτα ύψωνα το βλέμμα για να δω τον παππού μου να με καρφώνει από ψηλά με μάτια τα οποία παρίσταναν τα αγριεμένα. Σ' όλη τη διαδρομή προς το σπίτι με ανάγκαζε να βαδίζω λίγο πιο πίσω του, σαν κουτάβι με την ουρά στα σκέλια, με πεσμένα τα φτερά και με πλήρη επίγνωση της δυσαρέσκειας του γέροντα. Μόλις φθάναμε στο σπίτι, με παρέδιδε στις φροντίδες της Ιντζί, η οποία έριχνε μια αυστηρή ματιά στο βρόμικο πρόσωπο και στα ρούχα μου κι έπειτα με πήγαινε άρονάρον για πλύσιμο ώστε να είμαι έτοιμος για το γεύμα.
Μια μέρα, θυμούμαι, έπαιζα στους κήπους του καφενέ. Τριγύριζα στην απλόχωρη, διακοσμητική λιμνούλα που βρισκόταν στη μέση, παίζοντας αφοσιωμένος «καραβάκια» - ένα παιχνίδι το οποίο τότε με συνάρπαζε τόσο όσο συναρπάζει σήμερα το μικρό μου γιο στο Ράουντ Ποντ, στους κήπους του Κένζινγκτον. Μόνο που το παιχνίδι μου δεν γινόταν με καραβάκια, αλλά με διάφορα ξυλαράκια. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, έτσι απορροφημένος καθώς ήμουν, έγειρα πολύ προς τα εμπρός κι έπεσα μέσα μ' έναν τρομερό παφλασμό - βρέθηκα μέσα ως το λαιμό και κρυσταλλιασμένος. Τα ρούχα μου με τραβούσαν στον πάτο και νόμισα ότι θα πνιγόμουν. Οι στριγκλιές μου έκαναν τον παππού και κάνα δυο σερβιτόρους να καταφθάσουν ολοταχώς και να με ψαρέψουν όπως-όπως το πρόσωπό μου ήταν μπλαβί κι έβγαζα βήχοντας νερό με το σωρό. Και ω, η ασφαλής αγκαλιά του παππού μου! Με πήγαν στον καφενέ, μου έβγαλαν ό,τι φορούσα, με τύλιξαν σε μια κουβέρτα κι ένας θεληματάρης στάλθηκε στο σπίτι για να φέρει στεγνά ρούχα. Μου έδωσαν με το ζόρι ζεστό γάλα, ενώ τα δόντια μου κροτάλιζαν και ο παππούς μου, ο οποίος φαινόταν κάτωχρος και
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
16 Ιρφάν Οργκά
ταραγμένος, με κατσάδιαζε ασταμάτητα. Στο τέλος οδηγήθηκα στο σπίτι με ρούχα στεγνά, τρέμοντας ακόμα από το φόβο και το κρύο και με τον παππού αρνούμενο να μου μιλήσει. Έπειτα από αυτό το επεισόδιο μ' άφησαν μέρες ολόκληρες να ξεροσταλιάζω στο σπίτι. Το πρωινό φιλί του παππού μου ήταν πάγος και δεν μου έδινε καμιά σημασία όποτε ρωτούσα δειλά για την υγεία του. Έφευγε με αγέρωχη περπατησιά για τον καφενέ, αφήνοντάς με στην αυλή με τη μητέρα και τη γιαγιά μου.
Στον κήπο έπαιζα συνήθως κάτω από μια μηλιά. Ήταν η δική μου μηλιά και το καταφύγιό μου όταν τα άχθη της ζωής γίνονταν ασήκωτα. Σαν μπάφιαζα από τη μοναξιά, περιφερόμουν ξανά στο σπίτι αναζητώντας την Ιντζί. Πότε-πότε η Χατζέρ, η μαγείρισσα, με φώναζε σιγανά στην κουζίνα, για να μου δώσει να φάω λουκούμι, κι έπειτα με ξαπόστελνε γρήγορα-γρήγορα μη με τσακώσει εκεί η γιαγιά μου. Η Χατζέρ ήταν φίλη μου, όπως η Ιντζί. Ήταν τρομερά, τραγελαφικά χοντρή και, όταν γελούσε, τρεμούλιαζε όλο της το κορμί και τα μάτια της χάνονταν πίσω από σάρκινες δίπλες. Ήταν πάμπολλα χρόνια στην υπηρεσία της γιαγιάς μου και ζιΊλευε έντονα τη Φεριντέ, υποψιαζόμενη ότι έχαιρε μεγαλύτερης εύνσιας απ' ό,τι εκείνη. Μου έκανε στα κρυφά μικρές, αστείες μορφές από ζύμη ή μου έδινε να μασήσω μοσχοκάρφια, απαγορευμένη πολυτέλεια, και μερικές φορές, όταν είχα σιγουρευτεί ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος από τη γιαγιά μου, γλιστρούσα στη Χατζέρ και μου έδινε γλυκά. Αν ήταν στα μεγάλα της κέφια, μου χόρευε και τραγουδούσε αλλόκοτους, παλιούς τούρκικους αμανέδες που έκαναν τα φυλλοκάρδια ν' αναριγούν από μελαγχολία. Ο χορός της με χαροποιούσε. Το πελώριο, γέρικο στομάχι της διέγραφε λάγνες κινήσεις, τα ανοικονόμητα στήθια της τραντάζονταν εύθυμα και τα οπίσθιά της χόρευαν το δικό τους, ανεξάρτητο χορό. Ακούγοντάς με να ξεφωνίζω από τα γέλια, η Ιντζί με γύρευε για να με οδηγήσει εκτός μαγειρείου, τραβώντας με δυνατά από το αυτί ή, ακόμα χειρότερα, με άκουγε η γιαγιά μου και εμφανιζόταν σαν τον αθόρυβο άνεμο, με το πρόσωπό της μια πέτρινη απειλή' τα ξέφρενα στήθια της καημένης της Χατζέρ έκαναν ένα τελευταίο, τρομοκρατημένο αναπήδημα στον αέρα και η παράσταση έληγε απότομα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 17
Η μητέρα μου βρισκόταν ως επί το πλείστον στο σαλόνι, όποτε δηλαδή δεν καθόταν στον κήπο ή δεν έκανε επισκέψεις με τη γιαγιά μου. Αλλά η γιαγιά μου μόνο αραιά και πού είχε διάθεση να μεταφέρεται εποχούμενη στο παετόνι πίσω από τα ημίλευκα άλογα και επομένως η μητέρα μου, καθώς δεν της επιτρεπόταν να κυκλοφορεί μόνη, σπανίως έβγαινε από το σπίτι. Δεν έδειχνε αν αυτή η διευθέτηση της προξενούσε πλήξη. Δεν δυσανασχετούσε' ήταν πάντοτε γαλήνια. Εάν περιφερόμουν στο σαλόνι και την έβρισκα να κάθεται εκεί, άφηνε το κέντημά της, χτυπούσε απαλά τη θέση δίπλα της και με προέτρεπε να της πω τι είχα κάνει όλη μέρα. Τις περισσότερες φορές αρνιόμουν την πρόσκληση, νιώθοντας αμηχανία στη θέα τέτοιας τέλειας ηρεμίας και προτιμώντας το συνηθισμένο δυναμισμό της Ιντζί. Αλλά τα πρωινά η Ιντζί βοηθούσε συνήθως τη Φεριντέ ή κάτι έκανε για τον Μεχμέτ, το μικρό αδελφό μου, οι δε άνω περιοχές του σπιτιού αποτελούσαν επίσης απαγορευμένη ζώνη για την αφεντιά μου. Βαριεστημένος και μονάχος, κατέφευγα ξανά στον κήπο και σκαρφάλωνα στη μικρή μηλιά για ν' αγναντέψω τα πλοία που διέσχιζαν τον Μαρμαρά. Πέρασα πολλές αργόσυρτες ώρες των παιδικών μου χρόνων ρεμβάζοντας σ' εκείνο το δέντρο, ακούγοντας τον απαλό κρωγμό των γλάρων και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα μόνο όταν άκουγα τη φωνή της Ιντζί να με προστάζει να μπω στο σπίτι.
Ένα πρωί ο πατέρας μου με ξύπνησε νωρίς και, αφού με πέταξε δυο-τρεις φορές στον αέρα, μου είπε ότι ο παππούς ήθελε να με δει στο δωμάτιό του. Έσπευσα κρυφοκοιτάζοντας διστακτικά από την πόρτα και τον είδα ανακαθιστό στο κρεβάτι του, με τα μάτια να λαμπυρίζουν κάτω από τον άσπρο, φορεμένο ως χαμηλά στο μέτωπο σκούφο. Έμοιαζε κωμικός και μου φώναξε να περάσω. Πήδησα χαρούμενα στο κρεβάτι γιατί η απαρέσκειά του με είχε κάνει να υποφέρω και με κατέκλυζε παράφορη ευτυχία που βρισκόμουν ξανά σ' εκείνο το μεγάλο, περιπετειώδες κρεβάτι' ένα κρεβάτι το οποίο προσφερόταν για συναρπαστικές εξερευνήσεις κι έκρυβε τόσα τρομακτικά ενδεχόμενα για κάποιο αγοράκι που αποτολμούσε να προχωρήσει πολύ μακριά κάτω από τα σκεπάσματα, ανασκαλεύοντας όλο και πιο βαθιά στα σκοτάδια ενώ ένας
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
18 /ρφάν Οργκά
παππούς παρίστανε κάποιο άγριο, γέρικο λιοντάρι το οποίο εξέβαλλε τους πλέον φοβερούς βρυχηθμούς. Όταν οι κραυγές μου παραγίνονταν υστερικές, ανασήκωνε όλα τα σκεπάσματα κι εγώ αναδυόμουν ξανά στην ομαλότητα με την καρδιά μου να βροντοχτυπάει ακόμα από την τρομάρα. Μου παρήγγελλε να χτυπήσω το κουδούνι για να έρθει η Φεριντέ και, όταν εμφανιζόταν, της ζητούσε να σερβίρει το πρωινό μου μαζί με το δικό του. Το πρωί για το οποίο γράφω δεν αποτελούσε εξαίρεση στο γενικό κανόνα. Παίξαμε, χαλάσαμε τον κόσμο, μουγκρίσαμε απειλητικά ο ένας στον άλλο και, όταν με πήραν για να με ντύσουν, ο παππούς μού φώναξε ότι μπορούσα να τον συνοδεύσω αργότερα στο καφενείο. Και τότε ήξερα πως είχαμε όντως ξαναφιλιώσει.
Όμως δεν πήγαμε εντέλει στο καφενείο διότι ξαφνικά άλλαξε γνώμη την ώρα που ξεκινούσαμε. Και ίσως αυτό το ένα και μοναδικό πράγμα να διατηρεί ακόμα εκείνη την ημέρα, με όλα της τα γεγονότα, ασυνήθιστα διαυγή στη μνήμη μου. Γιατί εκείνη την ημέρα περπατήσαμε κατά μήκος του Μαρμαρά, την πρώτη και τελευταία φορά που περπάτησα και μίλησα με τον παππού μου αφού ποτέ έως τότε δεν είχα πάει μαζί του πέρα από το καφενείο της γειτονιάς. Εκείνο το πρωινό, εκείνο το ολόλαμπρο πρωινό περπατήσαμε σαν παλιοί σύντροφοι. Σήμερα, όποτε περπατώ πλάι στον Μαρμαρά κάποιο γλυκό πρωινό σαν εκείνο, γίνομαι πάλι ένα πεντάχρονο παιδί που χοροπηδάει δίπλα στο αχνό περίγραμμα του ευγενικού γέροντα. Εκείνο το πρωινό, παρά την κουβέντα, έμοιαζε να στηρίζεται βαρύτερα στο μπαστούνι του και τέλος κάθησε σ' ένα βράχο λέγοντας ότι είχε κουραστεί. Μου είπε ότι μπορούσα να παίξω με την άμμο αρκεί να μην πλησίαζα πολύ στη θάλασσα. Άρχισα να ψάχνω για κοχύλια και, άμα έβρισκα ένα με ξεχωριστή ομορφιά, του φώναζα ανακοινώνοντας το εύρημά μου. Μα κάποια στιγμή δεν μου αποκρίθηκε, σαν φώναξα, και, όταν γύρισα να τον κοιτάξω, μου έκανε νοήματα με τα χέρια. Έτρεξα κοντά του νιώθοντας, όπως νιώθουν τα παιδιά ενστικτωδώς και μ' αυτή την πρόσθετη, έμφυτη διαίσθηση, ότι κάτι είχε πάει στραβά εκείνο το πρωινό, αλλά αρνούμενος, εξίσου ενστικτωδώς, να το παραδεχθώ. Έτσι, παρότι έτρεξα προς το μέρος του, φώναζα αγανακτισμένος πως ήθελα να παίξω, ήθελα να παίξω ...
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 19
Είπε: «ο παππούς δεν είναι καλά, ψυχή μου. Άντε να γυρίσουμε γρήγορα στο σπίτι».
Μάζεψα επαναστατώντας τα κοχύλια μου, αλλά μ' ένα τσίμπημα φόβου στην καρδιά.
Περίεργο το πόσο διαισθητικά είναι τα παιδιά και τα ζώα. Αν με απειλούσε οποιοσδήποτε κίνδυνος σήμερα, αμφιβάλλω αν θα αντιλαμβανόμουν το σαφές προμήνυμα το οποίο είχα παιδί. Ο συνδυασμός της σοφιστείας και των ετών κατέστειλε, επικάλυψε αυτή την οξεία, ζωώδη αίσθηση και πιστεύω ότι θα μπορούσα να βαδίσω στον κίνδυνο χωρίς παρόμοιο σκίρτημα στην καρδιά. Εκείνη όμως την ημέρα τον ένιωσα να περιζώνει τον παππού μου σαν άλως.
Έπιασα σφιχτά το χέρι του κι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από το κακό προαίσθημα. Στα μέσα της διαδρομής προς το σπίτι συναντήσαμε τον ιμάμη του μικρού τζαμιού, ο οποίος μας πλησίασε ανήσυχος και μίλησε χαμηλόφωνα στον παππού μου. Αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση που βρέθηκε εκεί και κάποιος άλλος να μοιραστεί το φόβο μου. Ο ιμάμης υποβάσταζε τον παππού μου και αργά, βασανιστικά αργά, ανηφορίσαμε τον τελευταίο μακρύ λόφο που οδηγούσε στο σπίτι.
Μόλις φθάσαμε, με παρέδωσαν στην Ιντζί, η οποία βρισκόταν στον κήπο με τον Μεχμέτ. Ο Μεχμέτ ήταν τότε δεκαοκτώ μηνών και είχε μόλις αρχίσει να περπατά. Υποτίθεται ότι ήταν φιλάσθενος και τον εχθρευόμουν επειδή, όποτε ήθελα να φωνάξω και να τρέξω, είτε η Ιντζί είτε η μητέρα μοιραία μου έλεγαν να σωπάσω και με προειδοποιούσαν πως κοιμόταν. Είχα την εντύπωση ότι άλλο δεν έκανε παρά να κοιμάται και λαχταρούσα την ημέρα που θα τον θεωρούσαν αρκετά μεγάλο ώστε να παίξω μαζί του. Αλλά μερικές φορές τον αγαπούσα κιόλας και μου άρεσε να χα"ίδεύω το απαλό του μάγουλο και να νιώθω το χνούδι στο κεφάλι του. Καμιά φορά με φώναζε τυλίγοντας τα δάχτυλά του γύρω στο χέρι μου και ψελλίζοντας. Την ημέρα που φέραμε τον παππού στο σπίτι, ήμουν ανίκανος να ανταποδώσω το γελαστό του βλέμμα επειδή μ' έτρωγε η ανησυχία κι η περιέργεια. Τα μαύρα μάτια της Ιντζί είχαν ανοίξει διάπλατα από την απορία και ρώτησε tι είχε συμβεί στον περίπατο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
20 Ιρφάν Οργκά
Μείναμε όλο το πρωί έξω στο ζεστό κήπο και, όταν μπήκαμε στην τραπεζαρία για το γεύμα, η μητέρα μου έμοιαζε παράξενη κι έρημη, έτσι όπως καθόταν μόνη στο μεγάλο τραπέζι. Εμείς τα παιδιά και η Ιντζί τρώγαμε σε ένα μικρότερο τραπέζι σε μια εσοχή και καθ' όλη τη διάρκεια του γεύματος παρατηρούσα τη μητέρα μου, η οποία σκάλιζε μηχανικά το φαγητό της και γέμιζε διαρκώς το νεροπότηρό της από μια κρυστάλλινη καράφα. Στη μέση του γεύματος εισέβαλε βιαστική η Φεριντέ ανακοινώνοντας ότι ο γιατρός είχε φθάσει, και η μητέρα μου βγήκε από το δωμάτιο χωρίς τυπικότητες και αφήνοντας το φαγητό της σχεδόν άθικτο. Η Ιντζί φώναξε τη Φεριντέ και τη ρώτησε τι συνέβαινε, αλλά η Φεριντέ, ρίχνοντας μια γρήγορη, όλο νόημα ματιά προς το μέρος μου, είπε ότι δεν ήξερε.
Το απόγευμα έστειλαν να φωνάξουν τον πατέρα μου και θυμούμαι το λεπτό, ανήσυχο πρόσωπό του καθώς με προσπέρασε χωρίς καν να αντιληφθεί την παρουσία μου στο χώρο υποδοχής.
Η Ιντζί μάς πήρε στο παιδικό δωμάτιο γιατί πια έκανε πολλή ζέστη για να παίξουμε κι άλλο στον χήπο. Θυμούμαι αμυδρά ότι έπαιζα με τουβλάκια, ο Μεχμέτ μπουσούλαγε στο πάτωμα πάνω σε μια μεγάλη κουρελού και η Ιντζί καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο μ' έναν μπόγο ρούχα για μαντάρισμα πλάι της. Ήμασταν όλοι χαυνωμένοι από τη ζέστη. Λίγο αργότερα ο πατέρας μου με αναζήτησε και, παίρνοντάς με στην αγκαλιά του, μου είπε:
«Πάμε' ο παππούς είναι πολύ άρρωστος, αλλά θέλει να σε δει. Μου υπόσχεσαι ότι θα είσαι καλός και γενναίος άνδρας;»
Συγκατένευσα βουβά και βγήκαμε μαζί από το δωμάτιο, ο ψηλός νεαρός άνδρας και το σοβαρό αγοράκι, το καταβεβλημένο ξανά από τα πρωινά συμβάντα.
Η κάμαρη του παππού ήταν στο μισοσκόταδο. Τα παράθυρα ήσαν ανοιγμένα, αλλά τα δροσερά πράσινα παντζούρια σφαλιστά, αφήνοντας έξω το εκτυφλωτικό φως του απογευματινού ήλιου.
Η μητέρα μου καθόταν στη μια πλευρά του κρεβατιού κρατώντας ένα ασημένιο κανάτι, που ήξερα ότι περιείχε νερό από τον τάφο του Μωάμεθ. Ήξερα επίσης ότι αυτό το πολύτιμο νερό
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 21
προοριζόταν μόνο για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Ο παππούς είχε πάει κάποτε για προσκύνημα στη Μέκκα, είχε φέρει μαζί του αυτό το νερό και έκτοτε έμεινε γνωστός με τον τίτλο χατζής, που σήμαινε ότι είχε πάει στη Μέκκα.
Η γιαγιά μου στεκόταν σ' ένα παράθυρο κοιτάζοντας ανάμεσα από τις στενές γρίλιες των παραθυρόφυλλων. Το άγριο, λευκό αχτιδοβόλημα που ερχόταν από τον κήπο πρέπει να έκανε τα μάτια της να πονούν, αλλά φαινόταν να μην το αντιλαμβάνεται. Στεκόταν εντελώς ασάλευτη, σαν άγαλμα, και τα δάκρυα αυλάκωναν ανεξέλεγκτα τα μάγουλά της. Κλονίστηκα βλέποντας τη συνήθως ατάραχη γιαγιά μου να κλαίει έτσι ασυγκράτητα κι αυτό ενέτεινε το αίσθημα φόβου που μου είχε κιόλας μισοπαραλύσει την καρδιά.
Ένας γιατρός ένιβε τα χέρια του σε μια γωνία ήσυχα-ήσυχα και σχεδόν αθόρυβα.
Καθώς μπήκαμε, η μητέρα μου ακούμπησε την ασημένια κανάτα σ' ένα τραπεζάκι και με πήρε από τον πατέρα μου. Εκείνος πήγε στην άλλη μεριά του κρεβατιού, έπιασε το Κοράνι κι άρχισε να διαβάζει μεγαλοφώνως με τα απαλά, μελωδικά αραβικά του. Απέμεινα να κοιτάζω τον παππού μου, περιδεής από το ασυνήθιστο θέαμα της τόσης επισημότητας που τον περιέβαλλε. Κούνησε τα δάχτυλά του και η μητέρα μου με σήκωσε προς το μέρος του λέγοντας: «Πατέρα, ο Ιρφάν είναι».
Απόθεσε το βαρύ, γέρικο χέρι του στο κεφάλι μου, σάμπως να μου έδινε την ευχή του, έπειτα τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν αδύναμα στις μπούκλες μου και κατέβηκαν αργά, αργά, πολύ αργά στο πρόσωπό μου. Φίλησα το χέρι του και σφίχτηκε η καρδιά μου από δάκρυα που δεν ανέβλυσαν. Προσπάθησε κάτι να πει, αλλά ο γιατρός έσπευσε προς το μέρος του, κάνοντάς μου νόημα με το κεφάλι, κι η μητέρα μου με έβγαλε έξω. Μου είπε να πάω στην Ιντζί και κατόπιν με άφησε κι επέστρεψε στην κάμαρη του παππού κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω της. Άρχισα να κλαίω ξαφνικά εκεί, στο ήσυχο πλατύσκαλο, και θυμούμαι ακόμα, λες και ήταν χθες, πώς μια μεγαλόσωμη φάσσα πέταξε ξυστά από το παράθυρο γουργουρίζοντας με την απαλή, λαρυγγική φωνή της.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
22 /ρφάν Οργκά
Ακόμα και σήμερα από όλη εκείνη την ημέρα αυτό τον ήχο θυμούμαι καλύτερα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ2
Μια σατράπισσα στο χαμάμ
KATAΔLAΣTHMATA, μία φορά την εβδομάδq πάνω-κάτω, η γιαγιά μου εκδήλωνε την επιθυμία να συναναστραφεί κόσμο και, όποτε την καταλάμβανε τέτοια διάθεση, μετέβαινε πάντοτε στο χαμάμ. Τα χαμάμ αποτελούσαν εστίες κουτσομπολιού και σκανδαλοθηρίας, ξιπασιά του λα·ίκότερου είδους και δικαιολογία κάθε γυναίκας στη συνοικία για να περάσει μία μέρα έξω. Ουδέποτε διανοήθηκε καμιά να κάνει λουτρό διάρκειας μικρότερης των επτά ή οκτώ ωρών. Οι νέες πήγαιναν για να επιδείξουν τα ροδόλευκα κορμιά τους στις μεγαλύτερες. Ως επί το πλείστον είχαν κατά νου τις μητέρες των κατάλληλων για συζύγων γιων εφόσον αυτές, όπως ήλπιζαν τουλάχιστον, θα άδραχναν την πρώτη ευκαιρία για να περιγράψουν λεπτομερώς στους κανακάρηδές τους τα καλύτερα σημεία του γυμνού κορμιού της τάδε ή της δείνα. Αρκετά συχνά τελούνταν γάμοι βασισμένοι σε τέτοιες φήμες, αλλά λίγοι από εμάς είχαν τρόπο να μάθουν αν ήσαν επιτυχημένοι ή όχι.
Στα καυτά δωμάτια των χαμάμ συδαυλίζονταν και λαμπάδιαζαν μικροζήλιες και αντιζηλίες πολύ συχνά ξεσπούσαν καβγάδες μεταξύ μητέρων με ελκυστικές θυγατέρες οι οποίες διεκδικούσαν την εύνοια του ίδιου παλικαριού.
Εν σχέσει με τις μητέρες θυγατέρων οι μητέρες γιων καταλάμβαναν εξέχουσα θέση. Υπήρχε ένα είδος αυστηρής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τους και ήταν αρκετά εύκολο για κάποιον άσχετο να διακρίνει ποιες από τις ευτραφείς, αξιοσέβαστες κυράδες διέθεταν την καλύτερη πραμάτεια. Διότι, ενώ οι μανάδες θυγατέρων είχαν την τάση να γελούν ηχηρά ώστε να προσελκύσουν την προσοχή στο δικό τους τσούρμο, οι μανάδες γιων ξάπλωναν ακατάδεχτες στα ντιβάνια τους, με πλήρη επίγνωση της ανωτερότητάς τους,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
24 /ρφάν Οργκά
η οποία δεν τους επέτρεπε να συμβάλουν στο γενικό σαματά και στο σκάνδαλο. Τσιμπολογούσαν φρούτα νωχελικά, περιεργάζονταν με κριτικό μάτι τις όλο προσποιητά χαμόγελα και επιτηδευμένο φέρσιμο κοπέλες και ενίοτε καταδέχονταν να τους νίψει την πλάτη κάποιο θεσπέσιο νεαρό πλάσμα, αλλά με τέτοια συγκατάβαση που γεννούσε αμέσως στις άλλες γυναικείες καρδιές τις αγριότερες εικασίες για τα πραγματικά αίτια μιας τόσο πρόδηλης εύνοιας. Όταν τελείωνε το πλύσιμο της πλάτης, το θεσπέσιο νεαρό πλάσμα αποπεμπόταν και μία-μία οι μητέρες των αγνοημένων θυγατέρων διπλάρωναν τη δαιμονική γριά σατράπισσα με τη φρεσκοπλυμένη πλάτη ψιθυρίζοντας τα πλέον επιβαρυντικά λόγια για το χαρακτήρα της αρτιφανούς, περιχαρούς και νυν εκμηδενισμένης νίφτρας.
Η γιαγιά μου δεν διέθετε γιους προς επιλογήν και πώλησιν, αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Η διάθεση συναναστροφής ωρίμαζε εντός της επί αρκετές ημέρες ώσπου ένα πρωί ανήγγελλε μεγαλοπρεπώς στη μητέρα μου ότι την τάδε ημέρα θα πήγαινε στο χαμάμ. Η μητέρα μου, η οποία δεν είχε κοινωνικά ενδιαφέροντα ή μοχθηρή φύση, ώστε να απολαμβάνει δολοπλοκίες και διαλυμένα ή εκκρεμή ειδύλλια, σπανίως τη συνόδευε στα λουτρά. Κατά κανόνα αναστέναζε συλλογιζόμενη όλη την πρόσθετη δουλειά που συνεπαγόταν για το προσωπικό η απόφαση της γιαγιάς μου.
Η γιαγιά με έπαιρνε μαζί της αρκετά συχνά, παρότι μετά τα πέμπτα μου γενέθλια τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας είχαν διατυπώσει σοβαρές αμφιβολίες περί του αν ήταν κόσμιο ένας κοτζάμ νεαρός να επισκέπτεται ένα μέρος γεμάτο γυμνές γυναίκες. Μολαταύτα η γιαγιά μου, η οποία θα αποδοκίμαζε πρώτη και καλύτερη τους άλλους για κάτι παρόμοιο, αντιπαρερχόταν μονίμως την άποψη ότι τα πέντε ήταν μεγάλη ηλικία και επέμενε να με παίρνει μαζί της.
Κρατούσε πάντοτε ιδιωτικά δωμάτια στο χαμάμ, ένα για το γδύσιμο κι ένα ακόμα για να πλένεται, υποστηρίζοντας σθεναρά πως δεν ήταν δυνατόν να απαιτεί κανείς να συναγελαστεί με το μπουλούκι. Η κοινωνικότητα μόνο μέχρι εκεί μπορούσε να φθάσει.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 25
Θυμούμαι καλά την αναστάτωση που προξένησε στο νοικοκυριό όταν μια μέρα ανακοίνωσε ότι την επομένη θα πήγαινε να κάνει το λουτρό της. Στην ουσία παρέλυσε όλη την, τρόπον τινά, διοίκηση γιατί δεν γινόταν να αποφασίζει κάποιος έτσι αβασάνιστα ότι πήγαινε στο χαμάμ, ειδοποιώντας μόλις είκοσι τέσσερις ώρες πριν. Χρειαζόταν προετοιμασία. Έπρεπε να αγοραστούν τρόφιμα επί τούτου, να μαγειρευτούν και να συσκευαστούν. Έπρεπε να κλειστούν τα ιδιωτικά δωμάτια. Η μητέρα μου προσπάθησε μάταια να την πείσει να περιμένει μία μέρα ακόμα· δυστυχώς το μόνο αποτέλεσμα της παρέμβασής της ήταν ότι έκανε την απόφαση της γιαγιάς μου ολοένα πιο σταθερή και ένθερμη.
Έστειλαν τη Φεριντέ στο χαμάμ ώστε να τους ειδοποιήσει για την άφιξή μας την επομένη - διότι είχε ήδη αποφασιστεί ότι έπρεπε να πάω κι εγώ. Τώρα που το αναλογίζομαι, έχω την υποψία ότι της Φεριντέ μάλλον της άρεσε αυτόύ του είδους η αποστολή γιατί είχε ζήσει τόσα χρόνια με τη γιαγιά μου που χαιρόταν να δημιουργεί αίσθηση και να φοβερίζει υπηρέτες άλλων με το δικαίωμα του ύπατου αξιώματός της ως προσωπικής υπηρέτριας γενικών καθηκόντων της γιαγιάς, της οποίας η κοινωνική θέση ήταν αναντίρρητα η σπουδαιότερη στο μαχαλά.
Οι ιδιοκτήτες του χαμάμ ήσαν βεβαίως εξοικειωμένοι με τις διάφορες ιδιοτροπίες και τις ιδιορρυθμίες της γιαγιάς μου και δεν θα διανοούνταν να μην της δώσουν ιδιαίτερα δωμάτια οποτεδήποτε επιθυμούσε - ενίοτε εκβάλλοντας ακόμα και γυναίκες οι οποίες τα είχαν κλείσει πρωτύτερα. Ο λόγος της γιαγιάς μου περνούσε και, επειδή το γνώριζε άριστα, το εκμεταλλευόταν ανερυθρίαστα και γενικώς συμπεριφερόταν σαν βασίλισσα.
Όταν κλείστηκαν τα καταλύματα, το επόμενο σπουδαίο ζήτημα ήσαν οι μακρές και ανώφελες συζητήσεις της με τη Χατζέρ για το τι είδους φαγητά επιθυμούσε να της ετοιμάσουν για το χαμάμ. Ο Μουράτ, ο αμαξάς, στάλθηκε ολοταχώς στο παζάρι, πάνω που η μητέρα μου τον χρειαζόταν για κάτι άλλο, μ' ένα κοφίνι σχεδόν στο μπόι του, γιατί ήταν μικροκαμωμένος, και επέστρεψε με τεράστιες ποσότητες φαγώσιμων, τα περισσότερα από τα οποία σίγουρα θα πήγαιναν χαμένα. Αλλά η γιαγιά μου, άκρως
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
26 /ρφάν Οργκά
χαριτωμένη, τώρα που είχε περάσει το δικό της, και με γενναιόδωρη διάθεση, που ξεχείλιζε από παντού, δικαιολόγησε τη σπατάλη λέγοντας ότι ήθελε μεγάλη ποικιλία τροφίμων, ώστε να μπορεί να διαλέξει, και ότι εν πάση περιπτώσει ήθελε να αισθάνεται ότι όσοι άτυχοι έμεναν σπίτι θα μπορούσαν ν' απολαύσουν τις ίδιες λιχουδιές τις οποίες θα απολάμβανε κι εκείνη στο χαμάμ. Το φαγητό ήταν πάντοτε καλό στο σπίτι αφού παρήγγελλε μονίμως τα πάντα η ίδια - χωρίς φυσικά να αφήνει ποτέ την πράα μητέρα μου να εκφράσει κάποια προτίμηση, θεωρώντας παντελώς απίθανο ότι μπορούσαν οι ιδέες οιουδήποτε να είναι καλύτερες ή πιο πρωτότυπες από τις δικές της. Επιπλέον δεν ενθάρρυνε πρωτότυπες σκέψεις, πεπεισμένη ενδόμυχα πως σε ό,τι αφορά το φαγητό κάτι τέτοιο κατέστρεφε την πέψη, έφθειρε τα τοιχώματα του στομάχου, κουρέλιαζε το νευρικό σύστημα και ευθυνόταν για κάθε γνωστή αρρώστια.
Όλη την αξιομνημόνευτη εκείνη μέρα η Χατζέρ ήταν διαρκώς απασχολημένη πάνω από την εστία του μαγειρέματος. Ετοίμαζε ντολμάδες με αμπελόφυλλα, παραγεμισμένους με νόστιμο ρύζι, σταφίδες, φιστίκια κι ελαιόλαδο. Κάθε τρεις και λίγο η γιαγιά μου εφορμούσε στο μαγειρείο για να ανακατευτεί και να προσφέρει τις αχρείαστες συμβουλές της στην πιο έμπειρη, φλεγματική Χατζέρ. Η γιαγιά μου δοκίμαζε τα πάντα. Αυτό ήταν ό,τι φρικτότε ρο για τη Χατζέρ και, σ' ·εκε ίνες τις περιπτώσεις που ταλαιπωρούσαν τα νεύρα της, περίμενα πότε θα ξεσπούσε σε γοερά κλάματα αγανάκτησης ή θα γκρέμιζε όλα τα πιατικά από τα τραπέζφ κάνοντας μια λαμπρή επίδειξη υστερικής κρίσης. Η καημένη Χατζέρ ήταν πάντα η πιο άτυχη. Κοιτούσε στωικά όσο η γιαγιά μου έχωνε επιτιμητικά τη μύτη της και οσφραινόταν τους ντολμάδες της που κρύωναν, και εννιά φορές στις δέκα τη διέταζε να ετοιμάσει και να μαγειρέψει καινούργιους διότι αυτοί που είχε φτιάξει μόνο για χριστιανούς έκαναν. Φώναξε τη Φεριντέ για να επιστατήσει στην παρασκευή των καντίν-γκιομπεΙ, βαριών, σιροπιαστών λουκουμάδων, που, όταν γίνονται σωστά, είναι αφρός κι έχουν ουράνια γεύση. Λάτρευα τα καντίν-γκιo�ιπεΙ και καθυστερούσα επίτηδες στο μαγειρείο αναζητώντας την ευκαιρία να σου-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 27
φρώσω ένα από εκείνα που κρύωναν βουτηγμένα στο πλούσιο σιρόπι. Ο ερχομός της ψηλομύτας Φεριντέ ανέβαζε τη χολή της Χατζέρ στο στόμα και μουρ μούρ ιζε πλήθος ακατονόμαστων πραγμάτων μέσα από τα δόντια της.
Με την αγαπημένη της Φεριντέ εγκατεστημένη με ασφάλεια στο μαγειρείο και αφού δεν υπήρχε κίνδυνος να πάει κάτι στραβά, ή έτσι τουλάχιστον ήλπιζε, η γιαγιά μου ανέβηκε στη συνέχεια επάνω, στην κάμαρά της, παίρνοντας μαζί και την Ιντζί, προς ενόχλησιν της μητέρας μου αφού αυτό σήμαινε ότι ο Μεχμέτ κι εγώ μέναμε χωρίς επιτήρηση . Έδωσε οδηγίες στην Ιντζί να ξεδιαλέξει τα κολλαριστά λινά, τα μπουρνούζια και τ' αμέτρητα πεσκίρια που θα χρε ιάζονταν στο χαμάμ. Πλάκες σαπουνιού κι ένα μεγάλο μπουκάλι με κολόνια ανασύρθηκαν από τις κρυψώνες τους, όπως και όλα τ' άλλα συμπληρώματα που απαιτούνται για το σωστό καλλωπισμό μιας κυρίας η οποία πρόκειται να πάρει το λουτρό της. Είπε στην Ιντζί να τυλίξει όλα εκείνα τα πράγματα σε μικρά, κεντητά υφάσματα, φυλαγμένα ειδικά γι' αυτό το σκοπό, και με φώναξε αρκετές φορές επάνω για να μου επιστήσει την προσοχή σε όλα όσα δεν έπρεπε να κάνω στο χαμάμ. Αφού η γιαγιά μου είχε ανεβοκατέβει άσκοπα τις σκάλες κάμποσες φορές ακόμα, μπήκε ξάφνου ασθμαίνοντας στο σαλόνι και σωριάστηκε σε μια φαρδιά καρέκλα χωρίς την παραμικρή αίσθηση κομψότητας. Έκανε αέρα ζωηρά με το χέρι κι έπειτα παραπονέθηκε στη μητέρα μου ότι ήταν κατάκοπη και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο, όποτε επιθυμούσε ένα λουτρό, όφειλε να κάνει τα πάντα μόνη της. Η Χατζέρ, ε ίπε, ποτέ δεν ήταν πιο άχρηστη και δεν ήξερε γιατί εξακολουθούσε να την κρατάει, εκτός κι αν το 'κανε επειδή τη λυπόταν, ξέροντας ότι κανένα νοικοκυριό στον κόσμο δεν θα την κρατούσε πάνω από μία μέρα. Η μητέρα μου, η οποία ε ίχε αδυναμία στη συκοφαντημένη Χατζέρ, διέκοψε τη γιαγιά μου για να της πει ότι αντιθέτως, όταν εκείνη πήγαινε στο χαμάμ, αποδιοργάνωνε ολόκληρο το σπίτι. Εκνευρισμένη, σε πείσμα της δύσπιστης στάσης της γιαγιάς μου, ε ίπε ότι η ίδια λιμοκτονούσε και κανείς δεν της ετοίμαζε φαγητό, τα παιδιά της ήσαν εξίσου πεινασμένα και, δεδομένου ότι η γιαγιά μου είχε ήδη πει δυο φορές στη Χατζέρ να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
28 lρφάν Οργκά
πετάξει όλους τους ντολμάδες, για τους οποίους είχε χαραμίσει ολόκληρο πρωινό μαγειρεύοντας, θεωρούσε ότι κάπως έτσι θα κυλούσε και η υπόλοιπη ημέρα έως ότου πεθαίναμε όλοι της πείνας.
Αυτό εξόργισε τα μάλα τη γιαγιά μου, η οποία θεώρησε την κατηγορία απολύτως άδικη, και στη συνέχεια πρόσθεσε χάος στο χάος χτυπώντας ανυπόμονα το κουδουνάκι, για να έρθει ο Μουράτ, και προστάζοντάς τον να τρέξει αμέσως στο χασάπη και ν' αγοράσει κρέας αφού όλοι πεινούσαν. Ο Μουράτ, που πεινούσε εξίσου, κίνησε τρεχάτος μην τυχόν κι η γιαγιά μου άλλαζε ξανά γνώμη . Έπε ιτα, βαθύτατα αγανακτισμένη από την τόσο άδικη μομφή, κατευθύνθηκε θυμωμένα προς το μαγειρείο για να δώσει εντολές στη Χατζέρ να παρατήσει τα πάντα και να ετοιμάσε ι το γεύμα εφόσον η μητέρα μου, εξαντλημένη από το πολύ κέντημα εκείνου του πρωινού, ήταν λιγωμένη απ' την πείνα.
Αίφνης θυμήθηκε ότι έπρεπε να απλώσει χένα στα μαλλιά της και φώναξε τη Φεριντέ από τα καντίν-γκιομπεΙ απαιτώντας να μάθει γιατί η χένα δεν είχε ετοιμαστεί νωρίτερα. Ο σαματάς της μας επηρέαζε όλους και ιδίως εμένα, με αποτέλεσμα να είμαι διαρκώς δύστροπος, κάνοντας πού και πού την Ιντζί να δακρύζει από θυμό.
«Έτσι κι έρθω στο χαμάμ», σφύριξε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της, «θα γυρίσεις πίσω κόκκινος σαν αστακός. Θα σου κρατήσω το κεφάλι κάτω από το βραστό νερό, ώσπου να πεθάνεις, και θα σου τραβήξω τη μύτη μέχρι να γίνει μακριά σαν του ελέφαντα!»
Αρκούντως τρομοκρατημένος, κατέφυγα στη Χατζέρ, που μου έδωσε να φάω ζάχαρη και με κάθισε σε μια ψηλή καρέκλα ώστε να μπορώ να βλέπω τι έκανε. Αλλά η πικάντικη μυρωδιά του φαγητού με ζάλισε και ούτως ή άλλως παραήμουν ξεσηκωμένος για να καθήσω ήσυχος πολλή ώρα. Έτσι, απαίτησα να με σηκώσουν από την ψηλή καρέκλα και έφυγα εις αναζήτησιν της γιαγιάς μου. Την ανακάλυψα στο υπνοδωμάτιό της και, καθώς ήταν στις καλές της, μου επέτρεψε ίσα να διαβώ την πόρτα για να δω τι έκανε η Φεριντέ. Όταν την είδα, δεν κρατήθηκα κι έβαλα τα γέλια γιατί ήταν πολύ αστε ία. Καθόταν σε μια καρέκλα με ολόισια πλάτη, μπροστά σ' ένα μακρύ καθρέφτη, με τη Φεριντέ πλάι της να τοποθετεί αλλεπάλληλες στρώσεις άσπρων, καθαρών χαρτιών πάνω
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 29
στον αηδιαστικό καφετή πολτό χένας που κάλυπτε τα μαλλιά της. Ένα ασημένιο κύπελλο με τα υπολείμματα του καφετιού πολτού κολλημένα στα τοιχώματά του ήταν ακουμπισμένο σ' ένα χαμηλό σκαμνί με ένθετες διακοσμήσεις στο πλάι του και παραδίπλα βρισκόταν ένα μαυριτανικό τραπέζι με μια στοίβα χιονάτες πετσέτες κι ένα δισκάκι με μικρές χρυσές φουρκέτες.
Επειδή είχε χένα στα μαλλιά της, η γιαγιά μου δεν μπορούσε να πάει ούτε στο σαλόνι ούτε στην τραπεζαρία κι έτσι έμεινε στο δωμάτιό της τρώγοντας λουκούμια από ένα μεγάλο δίσκο που είχε στην ποδιά της και πίνοντας σερμπέτι τριαντάφυλλο. Κατόπιν αρνήθηκε ανόρεχτα το δίσκο με το γεύμα που της έφερε η Ιντζί λέγοντας ότι δεν πε ινούσε κι ότι χρειαζόταν ελάχιστη τροφή για να κρατηθεί στη ζωή. Την παρακάλεσα να μου επιτρέψει να φάω το φαγητό που είχε αρνηθεί και μου έδωσε πρόθυμα την άδεια, πλην όμως η μητέρα μου εξεμάνη, όταν το έμαθε, κι έστειλε την Ιντζί να με πάει σηκωτό στην τραπεζαρία. Στενοχωρήθηκα που έπρεπε να εγκαταλείψω τη φιλική, αρωματισμένη ατμόσφαιρα του δωματίου της γιαγιάς μου και, όπως κατεβαίναμε, δάγκωσα το δάχτυλο της Ιντζί για εκδίκηση.
Όταν τελείωσε το μεσημεριανό, η Φεριντέ ξαναετοίμασε όλα τα μπουρνούζια και τα ασπρόρουχα, που τόσο προσεκτικά είχε αμπαλάρει το πρωί η Ιντζί. Η Φεριντέ τοποθέτησε σακουλάκια με λεβάντα ανάμεσα στις πτυχώσεις, ενοχλημένη που η Ιντζί το είχε ξεχάσει. Η μοσχοβολιά της λεβάντας πλανιόταν μονίμως στο σπίτι μας αφού συρτάρια και ντουλάπες ήσαν γεμάτα από αυτή, μέσα σε σακουλάκια από μουσελίνα τοποθετημένα ανάμεσα στα λινά.
Κάθε χρόνο οι αγριωποί, ξερακιανοί τσιγγάνοι τη μάζευαν στους λόφους κι έπειτα κατέβαιναν στην πόλη για να πουλήσουν βαρυφορτωμένες κόφες γεμάτες με τη γλυκιά της ευωδιά. Φύτρωνε λεβάντα και σε μια γωνιά του κήπου, αλλά πάντα αγοράζαμε από τους γύφτους. Θυμούμαι μια γυφτοπούλα με χαρούμενα μάτια που ερχόταν στο σπίτι όταν ή μουν μικρός. Έστεκε στο δρόμο τραγουδώντας το τραγούδι της για τη λεβάντα κι ύστερα η Φεριντέ, η οποία παζάρευε τη λεβάντα όλο πονηριά, την έμπαζε μέσα. Η Χατζέρ τής έψηνε τούρκικο καφέ κι εγώ γλιστρούσα στο
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
30 /ρφάν Οργκά
μαγειρείο για να δω το σκουρόχρωμο, ξενικό πρόσωπο της γυφτοπούλας, που καθόταν στο τραπέζι και κουνούσε τα μακριά γυμνά της πόδια. Μερικές φορές η γιαγιά μου πρόσταζε τη Χατζέρ να τη φιλέψει ένα γερό γεύμα και κατόπιν τη φώναζαν στο σαλόνι για να πει στη μητέρα και τη γιαγιά μου τη μοίρα γιατί έδειχναν κι οι δυο μια παιδιάστικη πίστη σε παρόμοια πράγματα. Της έδιναν ένα μαξιλάρι και καθόταν έξω-έξω στην πόρτα φοβούμενη να προχωρήσει παραμέσα στο κομψό δωμάτιο και προσέχοντας μην πατήσει τα χαλιά με τα ξυπόλητα, βρομισμένα πόδια της. Αφού διάβαζε τα θαυμαστά πράγματα που φανέρωνε η αστραφτερή, κρυστάλλινη σφαίρα της, εξάπτοντας στο έπακρο τη φαντασία μου, έβγαζε μια χούφτα ξερά κουκιά από ένα ταγάρι δεμένο στο φαρδύ ζωνάρι που φορούσε, ανέσυρε ένα μαντίλι που έλαμπε από πάστρα και μερικές γυάλινες μπλε χάντρες κι έπιανε να λέε ι ξανά τη μοίρα. Όταν τελείωνε κι αυτό, η γιαγιά μου της πετούσε ένα χρυσό νόμισμα, που εκείνη έπιανε επιδέξια στον αέρα.
Είχε μακριά λεπτά δάχτυλα, θυ μούμαι, με νύχια σε σχή μα φουντουκιού, βαμμένα πάντοτε με χένα, κι ένα σκούρο μουτράκι, με μεγάλο στόμα, που έμοιαζε μονίμως γελαστό. Φορούσε παράξενα, εξωτικά ρούχα με κάθε λογής χρώμάτα, και τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της ήσαν πλεγμένα με πολλές λαμπερές χάντρες. Μας μιλούσε για τη ζωή της στα τσαντίρια και τον άντρα της που έπλεκε καλάθια και τα πουλούσε στους χωρικούς ή καμιά φορά στα πλουσιόσπιτα της Ισταμπούλ. Φαινόταν οξυδερκής σαν μα'ίμού κι αλλόκοτα θελκτική και φανταζόμουν πως ο άνδρας της ήταν ωραίος, ασίκης, με μελαψό πρόσωπο, αστραφτερά, κατάλευκα δόντια και χρυσά σκουλαρίκια που θα ταλαντεύονταν και θ' αχτιδοβολούσαν στον ήλιο καθώς θα κουνούσε το λιονταρίσιο κεφάλι του. Θα ήταν ένας ψηλός, μυώδης άνδρας με γοητεία, η οποία θα ταίριαζε στην περίεργη μαγεία που περιέβαλλε εκείνη . Απογοητεύτηκα βαθύτατα όταν μια μέρα τη συνόδευσε στο σπίτι μας θέλοντας να πουλήσει κανένα κοφίνι στη γιαγιά μου για τον Μουράτ. Ήταν κοντός κι αχαμνός κι άσχημος μ' έναν τρόπο ανατριχιαστικό, με πρόσωπο σημαδεμένο, σκληρό στόμα και μάτια που έμοιαζαν μονίμως στενεμένα από απληστία. Απέπνεε κίν-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 31
δυνο και σκοτεινά αλισβερίσια τις ανεμόδαρτες νύχτες και τον φοβήθηκα τρομερά. Ζήλευε τη γυφτοπούλα γυναίκα του και πρόσεξα ότι εκείνη ήταν πολύ υποταγμένη μπροστά του, με σκοτε ινιασμένα τα γελαστά της μάτια. Ήταν πολύ αθυρόστομος με τη Φεριντέ, η οποία τσιτώθηκε και πήρε ύφος, μοιάζοντας απίστευτα στη γιαγιά μου σαν εξοργιζόταν. Έδωσε κάμποσα χτυπηματάκια στα τρεμουλιαστά οπίσθια της Χατζέρ, ξεσπώντας σε βροντερά γέλια όποτε εκείνη διαμαρτυρόταν. Έφυγα τρέχοντας από το μαγειρείο και πήγα στο σαλόνι, με μάτια για κάποιο λόγο γεμάτα δάκρυα. Με πλημμύριζε ανίσχυρη παιδική οργή γι' αυτόν και την προστυχιά του και λυπόμουν την καημένη πρόσχαρη γυφτοπούλα που είχε παντρευτεί. Δεν γνώριζα ότι η ζωή και οι άνθρωποι σπανίως ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας.
Όταν εκείνο το απόγευμα έφθασε στο σπίτι ο πατέρας μου, σκεπαστά κοφίνια με φαγητά, συσκευασμένα από τη Φεριντέ, βρίσκονταν στριμωγμένα στον προθάλαμο και δίπλα τους κείτονταν δέματα με καθαρά ασπρόρουχα και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα. Ο πατέρας μου έβαλε τα γέλια όταν τα είδε, σχολιάζοντας στη μητέρα μου ότι όλος ο ντουνιάς ήξερε πότε επρόκειτο να κάνει το λουτρό της η γιαγιά μου.
Ενώ το έλεγε, εκείνη κατέβηκε τις σκάλες, με τα χέρια της να λαμποκοπούν από τα τζοβα'ίρικά κι ένα μεγάλο ζωηρόχρωμο μεταξωτό μαντίλι τυλιγμένο στο κεφάλι. Φάνταζε πολύ παράξενη με το μικροκαμωμένο λιγνό κορμί της και το διογκωμένο κεφάλι, που το κάλυπταν ακόμα η νωπή χένα κι οι αναρίθμητες πετσέτες, αλλά είχε κάνει μια παραχώρηση χάριν της ευγενούς ομηγύρεως τυλίγοντας ολόγυρα το φανταχτερό μαντίλι της ώστε να μπορέσει να δειπνήσει στην τραπεζαρία με την υπόλοιπη οικογένεια.
«Αύριο θα πάω στο χαμάμ», ε ίπε, και ο πατέρας μου, με πολύ βλοσυρή έκφραση και δείχνοντας προς την κατεύθυνση των δεμάτων, αποκρίθηκε ότι δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψει. Αλλά σκυθρώπασε όταν άκουσε ότι θα πήγαινα κι εγώ και είπε ότι ήμουν πολύ μεγάλος πλέον για τέτοια. Η γιαγιά μου έκαμψε σύντομα τις αντιρρήσεις του και με μια χαριτωμένη επίδειξη θηλυκότητας υποσχέθηκε ότι τελευταία φορά με έπαιρνε μαζί της.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
32 Ιρφάν Οργκά
Όταν εντέλει ο πατέρας μου υπέκυψε στις γαλιφιές της, ήμουν τόσο αναστατωμένος ώστε σχεδόν δεν κατέβασα μπουκιά γιατί το ενδεχόμενο της σχεδόν βέβαιης άρνησής του με κατέτρωγε όλη μέρα.
Ο Μουράτ έφθασε στην μπροστιν11 πύλη με το γυαλισμένο παετόνι και τα ατίθασα, ανυπόμονα, ημίλευκα άλογα που τα χάμουρά τους κουδούνιζαν όποτε τίναζαν τα όμορφα κεφάλια τους . Η Φεριντέ παρέδωσε στον Μουράτ τα χρειαζούμενα κι έπειτα επέστρεψε πομπωδώς στο σπίτι γ.ια να συνοδεύσει ως την άμαξα την απολύτως κοτσονάτη γιαγιά μου. Εγώ βάδιζα ξοπίσω τους νιώθοντας σπουδαίος. Ο Μουράτ πήρε αποδοκιμαστικό ύφος όταν με είδε, κάνοντας την αναμενόμενη παρατήρηση ότι παραήμουν μεγάλος για να με παίρνουν οι γυναίκες μαζί τους. Παρά ταύτα, ασφαλή ς λόγω τη ς πατρικής συγκατάθεση ς, τον αγνόησα κι έπιασα σφιχτά κι επιδεικτικά το χέρι της γιαγιάς μου. Όταν φθάσαμε στο χαμάμ, οι λουτράρισσες βγΙ1καν να μας προϋπαντήσουν, κάνοντας τεμενάδες στη γιαγιά μου, αλλά μοιάζοντας λίγο αιφνιδιασμένες και διστακτικές όταν με διέκριναν δίπλα της. Παρ' όλα αυτά δεν έκαναν κανένα σχόλιο και μας οδήγησαν στο δωμάτιο όπου θα ξεντυνόμασταν, το οποίο ήταν έτοιμο και μας περίμενε.
Παρότι δυσκολευόμουν να συντονιστώ με τα γοργά, αγέρωχα βήματα της γιαγιάς μου, αρνήθηκα να την κρατώ από το χέρι. Διασχίσαμε έναν τεράστιο μαρμάρινο προθάλαμο με ντιβάνια τοποθετημένα κολλητά στους τοίχους κατά ομάδες, και μικρές αδιαφανείς τζαμόπορτες οι οποίες επικοινωνούσαν με τα ιδιωτικά καταλύματα. Πολλές γυναίκες πλάγιαζαν στα ντιβάνια. Στο κέντρο του προθαλάμου υπήρχε μια δεξαμενή και μια πηγή με νερά που έβγαζαν ένα δροσερό κελαρυστό ήχο καθώς ανέβλυζαν και χύνονταν παφλάζοντας στην πέτρινη δεξαμενή, όπου πάγωναν ένα σωρό μπουκάλια γκαζόζας, γιατί αυτή ψαν η κοινή αίθουσα κι εκεί έτρωγαν και κουτσομπόλευαν όλες οι γυναίκες όταν τελείωναν το λουτρό τους. Προσπεράσαμε, χωρίς να κοιτάζουμε μήτε δεξιά μήτε αριστερά, και μάλιστα εγώ κρατούσα τα μάτια καρφωμένα στο δάπεδο καταπώς με είχαν ορμηνέψει. Η Φεριντέ με είχε πιάσει από το μπράτσο και, καθώς την κρυφοκοίταξα, παρατή-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 33
ρησα την περιφρόνηση στο μαύρο, καλοσχηματισμένο της πρόσωπο με τα διεσταλμένα ρουθούνια, θαρρείς και κάτι τους βρομούσε. Ανεβήκαμε μερικά σκαλοπάτια και μας οδήγησαν σ' ένα μικρό δωμάτιο, όπου αρχίσαμε να ξεντυνόμαστε. Με ετοίμασαν πρώτο κι ύστερα η Φεριντέ πήγε να βοηθήσει τη γιαγιά μου. Μ ια λουτράρισσα βη μάτιζε απέξω, περιμένοντας εντολές, και, όταν ετοιμαστήκαμε, η Φεριντέ τη φώναξε και της παρέδωσε τα σαπούνια, την κολόνια και το μεγάλο ασημένιο τάσι για το ξέβγαλμα.
Φορούσαμε τακούνια, ένα ε ίδος ξυλοπάπουτσων. Θυμούμαι ότι τα δικά μου ήσαν βαμμένα χρυσαφιά, με έντονα κόκκινα τριαντάφυλλα ζωγραφισμένα στις μύτες. Της γιαγιάς μου ήσαν μαύρα, με πλουμισμένα τακούνια και κάναμε μεγάλη φασαρία με δαύτα πάνω στο γυμνό πέτρινο δάπεδο. Ήταν κομψότατη με το τριανταφυλλί της μπουρνούζι και τα μαλλιά πιασμένα πίσω από τ' αυτιά με μικρά χρυσοστόλιστα χτένια. Η Φεριντέ κατόρθωνε να εκφράζει όλη την ανατολίτικη αξιοπρέπεια μ' ένα απλό, αυστηρό μπουρνούζι σφιχτοτυλιγμένο στη λιγνή κορμοστασιά της. Αποχωρήσαμε τελετουργικά από το δωμάτιο του γδυσίματος και ακολουθήσαμε τη λουτράρισσα στην αίθουσα στην οποία θα πλενόμασταν και αργότερα θα τρώγαμε όλα τα φαγητά που είχαμε κουβαλήσει.
Έπρεπε να διασχίσουμε ξανά την κοινή αίθουσα του λουτρού, όπου μερικές γυναίκες εξακολουθούσαν να πλένονται κι άλλες πλάγιαζαν στα ντιβάνια. Εκεί γινόταν μεγάλο νταβατούρι. Διαπεραστικές φωνές ντελαλούσαν στην αίθουσα του χαμάμ από τη μια άκρη στην άλλη τις κακογλωσσιές και τα κουτσομπολιά που είχαν κρατήσει ως ετούτη τη συνάντηση - γιατί πουθενά αλλού το ξόμπλιασμα δεν είχε τόση νοστιμάδα.
Δεδομένου ότι τις ημέρες του χαμάμ η καταδεκτικότητα και η κοινωνικότητα αποτελούσαν τα βασικά γνωρίσματα της διάθεσης της γιαγιάς μου, σταμάτησε φυσικά τη μικρή πομπή μας ρωτώντας για την υγεία των γυναικών, οι οποίες, λιγάκι σαστισμένες από αυτή τη μεγαλόπρεπη προσήνεια, έμειναν κυριολεκτικά άλαλες.
Η γιαγιά μου κοίταξε τις γυμνές κοπέλες με κριτικό μάτι ε ιδήμονος συχνά-πυκνά, έτσι και δεν της άρεσε κάποιο σώμα, χτυπούσε τα χέρια της με μια εκφραστικότατη κίνηση εις ένδειξιν απο-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
34 Ιρφάν Οργκά
δοκιμασίας, λέγοντας ότι η τάδε ήταν πετσί και κόκαλο, ότι ο πισινός της ήταν θορυβώδης κι ότι ουδέποτε θα κατόρθωνε να βρει σύζυγο αν δεν βελτιωνόταν το σουλούπι της. «Δώστε της πολύ μπακλαβά», συμβούλευε τη μητέρα κι όλες ένιωθαν αμήχανα εξαιτίας του κόκκινου σαν παπαρούνα κοριτσιού και φυσικά της δημοσίως προσβεβλημένης μητέρας. Μα η γιαγιά μου ποτέ δεν χαμπάριζε ότι έφερνε κάποιον σε δύσκολη θέση.
Ξεχώρισε ευθύς μια μεστωμένη νεαρή καλλονή προς επιθεώρησιν κι έδωσε επιδοκιμαστικά χτυπη ματάκια στα τροφαντά μπούτια της. Αυτό τράβηξε την προσοχή όλων των μητέρων που ε ίχαν γιους και η γιαγιά μου δήλωσε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα ότι, αν εκείνη είχε γιο της παντρειάς, αυτή εδώ την κοπέλα θα του διάλεγε.
Τα κοριτσάκια την περιεργάζονταν εχθρικά, αλλά, αφού δεν το αντιλαμβανόταν, δεν ε ίχε καμιά σημασία. Είχε μάτια μονάχα για τα καλοφτιαγμένα, δεκατριάχρονα πάνω-κάτω κορίτσια, που μπουμπούκιαζαν, και ανέπτυσσε διά μακρών σε κάποια κατενθουσιασμένη μητέρα ότι της συνιστούσε απαρεγκλίτως να παντρέψε ι τέτοια κόρη το συντομότερο και μ ε τον πιο νταβραντισμένο νεαρό που υπήρχε.
«Αυτός θα ξέρει πώς να την ευχαριστήσει», ξεστόμισε με στεντόρεια φωνή, «αλλά βεβαιώσου ότι ε ίναι δυνατός σαν λιοντάρι, αλλιώς θα τον σκοτώσει με τούτα τα όμορφα ποδαράκια».
Ύστερα από αυτό απλώθηκε άκρα σιωπή. Έπειτα οι γυναίκες με πήραν ξαφνικά είδηση χωμένο κάπου στο βάθος και ξεφώνισαν με φρίκη ότι βρισκόταν ανάμεσά τους ένας νεαρός στην προχωρημένη ηλικία των πέντε ετών μάρτυρας της γύμνιας τους. Κουλουριάστηκαν στις πιο αφύσικες στάσεις, προσπαθώντας να σκεπάσουν τα κορμιά τους και, καλυμμένες με τα χέρια τους, έκαναν κρυφογελώντας άπρεπα σχόλια για τα ανδρικά μου όργανα. Ωστόσο η γιαγιά μου κατσούφιασε εξαιτίας της τόσης αλαφρομυαλιάς τους. Μπορεί η ίδια να μιλούσε έξω απ' τα δόντια για το έχει των άλλων, αλλά ουδείς εδικαιούτο να κάνει παρατηρήσεις για το δικό της.
Με την κοινωνικότητα υπό προσωρινή αναστολή, όρθωσε υπε-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 35
ροπτικά το ανάστημά της κι έγνεψε στη λουτράρισσα, που περίμενε υπομονετικά, ότι ήταν έτοιμη.
Η μικρή πομπή μας κίνησε ξανά, με τη χλαπαταγή των τακουνιών να καταπνίγει αποτελεσματικά τα εις βάρος μας σχόλια για την παρουσία μου.
Προτού φθάσουμε στην αίθουσα όπου θα πλενόμασταν, έπρεπε να διαβούμε ένα στενό λούκι απ' όπου τα αποπλύματα διοχετεύονταν στις αποχετεύσεις. λλλά δεν γινόταν να το διαβούμε προτού φτύσουμε όλοι τελετουργικά τρεις φορές στα βρόμικα νερά λέγοντας «Ντεστούρ Μπισμιλλάχ» ώστε να εξευμενίσουμε τα κακά πνεύματα τα οποία ελλόχευαν πάντοτε στα ακάθαρτα μέρη. Στην παλαιά Τουρκία έπρεπε να είναι κανείς πολύ ευγενής με τα κακά πνεύματα. Εάν δεν έλεγε «Ντεστούρ Μπισμιλλάχ», δηλαδή «Άπελθε εις το όνομα του Θεού», ήταν πολύ πιθανόν τα κακά πνεύματα των αποχετεύσεων να αισθάνονταν θιγμένα από την έλλειψη σεβασμού και να του έδιναν μια σπρωξιά στην πλάτη, οπότε ήταν βέβαιο ότι θα προσγειωνόταν με τα μούτρα στο λούκι με τα βρομόνερα, ή θα μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν πρόσκαιρη παράλυση της μιας πλευράς του σώματός του. Συνεπώς ουδέποτε το διακινδυνεύαμε. Ήμασταν πάντοτε έμπλεοι σεβασμού.
Αφού εκτελέσαμε τα σχετικά καθήκοντά μας, μπορούσαμε πλέον να περάσουμε απρόσκοπτα τα βρόμικα νερά και να προχωρήσουμε ανακουφισμένοι στην αίθουσα του λουτρού χωρίς περαιτέρω εμπόδια. Η αίθουσα αυτή 11ταν πολύ ευρύχωρη, αλλά, επειδή προοριζόταν για ιδιωτική χρήση, είχε μόνο μια γούρνα αντί για τις περίπου είκοσι της κοινής αίθουσας �.oυτρoύ. Σε μια πλευρά του μαρμάρινου τοίχου υπήρχε μια κόγχη, όπου η Φεριντέ τοποθέτησε αμέσως τα καλάθια με το φαγητό. Η λουτράρισσα έβαλε το σαπούνι, τα πεσκίρια και την κολόνια σ' ένα ράφι κι η Φεριντέ τράβηξε γρήγορα μια κουρτίνα από τραχύ πετσετένιο ύφασμα στο αψιδωτό κoύφω�l� της πόρτας για να μη μας πάρει το μάτι κανενός ενώ νιβόμαστε. Έπειτα συνέχισε πλένοντας τη γούΡΥα, τους τοίχους και το δάπεδο με σαπούνι που είχαμε φέρει ειδικά γι' αυτό το λόγο. Όση ώρα δούλευε , η γ ιαγιά μου της έκανε συστάσεις να πλένει τα πάντα τρεις φορές, διότι δ ιαφορετικά ήταν σαν να μην
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
36 /ρφάν Οργκά
ε ίχαν πλυθεί καθόλου και, αν δεν ήσαν όλα πεντακάθαρα, τα κακά πνεύματα θα κολλούσαν στη βρομιά και ίσως μας έκαναν κακό ενόσω νιβόμασταν. Κάθησα στο παστρικό κομμάτι του δαπέδου καρδιοχτυπώντας μήπως η Φεριντέ δεν καθάριζε παντού προσεκτικά και βλέποντας απειλητικούς δαίμονες που γελούσαν σαρδόνια να παραμονεύουν αόρατοι στον αέρα, περιμένοντας να ορμήσουν μόλις γδυνόμουν.
Μούσκεμα στον ιδρώτα, όταν πια τελείωσε, η Φεριντέ άπλωσε κι άλλες πετσέτες στο δάπεδο για να καθήσουμε. Ύστερα κάθησε κι εκείνη κι έκανε σαπουνόφουσκες, για να με διασκεδάσει, κάνοντάς με να λησμονήσω όλα τα περί κακών πνευμάτων. Το νίψιμο ήταν το χε ιρότε ρο κομμάτι της επίσκεψης στο χαμάμ δ ιότι η Φεριντέ, όπως και η Ιντζί, ήταν ανελέητη και με σαπούνιζε τρεις φορές από την κορυφή ως τα νύχια αφού προηγουμένως εξασφάλιζε ότι δεν θα μπορούσα να της ξεφύγω μαγκών οντάς με γερά ανάμεσα στα δυνατά της πόδια. Φορούσε ένα γάντι από λίφι στο δεξί χέρι κι έτριβε και μάλαζε το σώμα μου μέχρι να ελευθερωθούν και να βγουν στη σχεδόν ματωμένη επιφάνεια μακριά, αηδιαστικά σκουλήκια μαύρης βρομιάς. Ποτέ δεν μ' έτριβε πιο μαλακά παρά τις γοερές κραυγές μου και, μόλις σκεπτόμουν ότι τα χειρότερα είχαν περάσει, γέμιζε απανωτά το ασημένο τάσι με ζεματιστό, καθώς μου φαινόταν, νερό και το έριχνε στο κεφάλι και στο σώμα μου ώσπου εντέλει αναδυόμουν πονώντας, τσουρουφλισμένος και θυμίζοντας αστακό.
Ενόσω η γιαγιά μου υφίστατο παρόμοια μεταχείριση, με τη μαλαγάνα Φεριντέ να παινεύει διαρκώς την απαλή, λεία υφή της γαλακτερής επιδερμίδας, εγώ ή μουν υποχρεωμένος να ξαπλώσω, για να ξεκουραστώ, αξιοθρήνητος και μπα'ίλντισμένος από το πρώτο μέρος και προσμένοντας πώς και πώς το φαγητό, που είχε πάντα διπλή γοητεία στο χαμάμ. Κάποια στιγμή κατόρθωσα να ξεγλιστρήσω από το κατάλυμά μας, χωρίς να γίνω αντιληπτός, και τριγύρισα στην κοινή αίθουσα δίχως το μπουρνούζι μου θέλοντας να δροσιστώ από τον ήχο της κρύας, κελαρυστής πηγής της.
Οι γυναίκες με κοίταξαν με κάποια εχθρική περιέργεια και φώναξαν απότομα τα μικρότερα παιδιά δίπλα τους. Στάθηκα μό-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 37
νος στη μέση της απλόχωρης αίθουσας, αδέξιος και ντροπαλός, αλλά απρόθυμος να επιστρέψω στην ατμώδη, αποπνικτική ανία του ιδιωτικού καταλύματος. Μια χοντρή Αρμένισσα μου είπε να πάω κοντά της και μου πρόσφερε ένα μήλο, αλλά ήμουν δασκαλεμένος να μη δέχομαι τίποτα από ξένους κι έτσι το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να την ευχαριστήσω και να αρνηθώ την προσφορά της μολονότι το στομάχι μου γουργούριζε από την επιθυμία μου να δαγκάσω το δροσερό κόκκινο μήλο που κρατούσε στο χέρι της.
Με κάλεσε γλυκά να καθήσω πλάι της, αγκάλιασε τους ώμους μου με το παχύ καλοσυνάτο χέρι της, και μια νεαρή γυναίκα φώναξε αδιάντροπα:
«Καλύτερα να 'φερνες εδώ τον άνδρα σου, μαντάμ! Τούτο δω είναι όσο το μικρό μου δαχτυλάκι και δεν νομίζω ότι μπορεί να σου φανεί πολύ χρήσιμο».
Οι άλλες γυναίκες χαχάνισαν άσεμνα κι η χοντρή Αρμένισσα κατακοκκίνισε θυμωμένη κι ενοχλημένη.
«Φρόντισε μονάχα μη σ' ακούσει η γιαγιά του να μιλάς έτσι γι' αυτόν», είπε. Αντηλλάγησαν πολλές γνώμες ακόμα για την αφεντιά μου και μερικές γυναίκες παράτησαν το φαι περιμένοντας να δουν αν θα ξεσπούσε καβγάς μεταξύ της χοντρής Αρμένισσας και της νεαρής Τουρκάλας. Το έσκασα και γύρισα τρέχοντας στο ιδιωτικό κατάλυμα, στην αγαθότερη επιρροή της γιαγιάς μου και της Φεριντέ, πεπεισμένος ότι ε ίχε κοκκινίσει ως κι ο πισινός μου από την απαίσια αμηχανία που είχα νιώσει.
Όταν γύρισα, η γιαγιά μου αναπαυόταν κι η Φεριντέ καταγινόταν ν' αραδιάζει πιατέλες με φαγητά πάνω σ' ένα άσπρο τραπεζομάντιλο απλωμένο σ' ένα τμήμα του δαπέδου. Καθήσαμε όλοι ανακούρκουδα με τα μπουρνούζια μας και φάγαμε με μεγάλη όρεξη τους λαχανοντολμάδες, τους οποίους τελικώς η καταφρονεμένη Χατζέρ είχε καταφέρει να μαγειρέψει στην εντέλεια. Φάγαμε κεφτέδες, μπουρέκια, λάχανο τουρσί, πράσινες πιπεριές και χοντρά χρυσαφένια αγγούρια.
Μια λουτράρισσα μας έφερε να πιούμε παγωμένες γκαζόζες, ακολούθησε η σπεσιαλιτέ της Φεριντέ, τα καντίν-γκιομπεΙ, και στη συνέχεια νυστάξαμε τόσο ώστε η γιαγιά μου άρχισε να γκρι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
38 /ρφάν Οργκά
νιάζει που αργούσα να τελειώσω. Διέταξε κοφτά τη Φεριντέ να μαζέψει τ' αποφάγια του τσιμπουσιού και δήλωσε ότι επιθυμούσε να κοιμηθεί. Έγινα ένα κουβαράκι και κούρνιασα πλάι της ενώ ρευόμουν αναίσχυντα, για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για όλα τα καλούδια που είχα φάει, κι ύστερα αποκοιμήθηκα.
Όταν ξύπνησα, η μέρα στο χαμάμ είχε σχεδόν φθάσει στο τέλος της. Η γιαγιά μου είχε πιάσει να πλένεται για τελευταία φορά, κι η Φεριντέ, βλέποντάς με ξυπνό, άδραξε αμέσως την ευκαιρία για να με ξαναπλύνει. Ανανεωμένη από τον ύπνο, μ' ένιψε με μεγάλο ζήλο, λες κι είχε εναποτεθεί πάνω μου βρόμα αιώνων.
Το φως χανόταν. Η Φεριντέ συσκεύασε πιατικά, βρόμικα λινά και το ασημένιο τάσι. Η άδεια φιάλη της .κολόνιας κειτόταν εγκαταλελειμμένη καταμεσής στο δάπεδο αφού κανείς δεν θα τη χρειαζόταν πια.
Η γιαγιά μου έβαλε το τριανταφυλλί μπουρνούζι της και με βοήθησε να βάλω το δικό μου. Κατεβήκαμε, διασχίσαμε το μακρύ, έρημο διάδρομο που αντιλαλούσε και φθάσαμε στο δωμάτιο όπου ε ίχαμε αφήσει τα ρούχα μας το πρωί, πρωί που τώρα φά,'ταζε πολύ μακρινό.
Απέστρεψα το βλέμμα καθώς προσπερνούσαμε τις ομάδες των γυναικών που ήσαν ακόμα εκεί. Πολλές από όσες βρίσκονταν εδώ το πρωί είχαν ήδη επιστρέψει στα σπίτια τους, αλλά όσες είχαν απομείνει απευtJιJνονταν όλο σεβασμό στη γιαγιά μου, ευχόμενες υγεία και μακροη μέρευση, αλλά εκείνη δεν είχε πλέον διάθεση για κοινοτοπίες. Τις αγνόησε απαξάπασες. Οι συναναστροφές είχαν μετατεθεί για την ερχόμενη εβδομάδα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Μια αμιγώς ανδρική υπόθεση
ΤΟ ΜΑκΡγ ΖΕΣΤΟ ΚAΛOΚAlPI κύλησε γρήγορα και ο θάνατος του παππού μου επισκιάστηκε από τον ερχομό του φθινοπώρου των έκτων μου γενεθλίων και ΤΗΝ ΠΕΡΙΤΟΜΗ!
Η περιτομή δεν ήταν για μένα παρά μια λέξη κενή νοήματος, αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, έγινε η συναρπαστικότερη του κόσμου. Ανέκυπτε συχνά στις συζητήσεις των γονέων μου. Πρώτος άρχιζε ο πατέρας μου, σχολιάζοντας ότι ο Αλή, ο γιος του δασκάλου της περιοχής, είχε περιτμηθεί πριν λίγες ημέρες κι είχε να το λέει όλος ο μαχαλάς για την παλικαριά του. Ήταν η αφορμή για να πάρει η γιαγιά μου δύσπιστο ύφος, κροταλίζοντας μετά μανίας τις βελόνες του πλεξίματος, και να παρατηρήσει υποτιμητικά: «Τι! Αυτό το χλεμπονιάρικο! Αποκλείεται να φέρθηκε παλικαρίσια, δεν είναι στο αίμα του! » και έφυγε από το θέμα ξεκινώντας μια ατέρμονη ιστορία για τον πατέρα και τον παππού του και την έλλειψη αντρειοσύνης τους ώσπου άρχισα να στριφογυρίζω ανυπόμονα οπότε έβαζε χαλινάρι και κατέληγε θριαμβευτικά: «Περιμένετε να δουν όλοι το δικό μου εγγονό».
Και, επειδή εννοούσε εμένα, ένα θερμό ρίγος περηφάνιας διέτρεχε τις φλέβες μου.
Η μητέρα μου επικροτούσε με την ατάραχη φωνή της: «Έχετε δίκιο βεβαίως. Ο γιος μου θα φανεί γενναίος σαν λιοντάρι και θα είμαστε όλοι περήφανοι για λογαριασμό του».
Ποτέ δεν μου εξήγησε κανείς σε τι εσυνίστατο αυτή η τρομερή δοκιμασία, η οποία με περίμενε απαιτώντας λιονταρίσιο θάρρος, και, όντας πολύ συνεσταλμένος, δεν ρωτούσα παρότι η περιέργειά μου αυξανόταν όλο και περισσότερο. Μια μέρα ζήτησα από την Ιντζί να μου εξηγήσει, αλλά εκείνη απλώς γέλασε και μου είπε να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
40 /ρφάν Οργκά
περιμένω και θα έβλεπα. Έτσι κατέφυγα για ορμήνιες στη Χατζέρ, η οποία μου έχωσε στο στόμα φρεσκοψημένο μπακλαβά και κάγχασε. Έκανε μια χειρονομία δείχνοντας αόριστα προς το κάτω μέρος του σώματός μου, αλλά δεν κατάλαβα και φαίνεται ότι έδειχνα εντελώς σαστισμένος διότι σοβάρεψε και μου είπε να ξεκουμπιστώ και να μη ζαλίζω το κεφόλι μου με τέτοια πράγματα. Η μητέρα μου δεν με διαφώτισε περισσότερο, τουλάχιστον όμως με βοήθησε να σχηματίσω μια εικόνα. Μου είπε πως όλα τα μουσουλμανάκια περιτέμνονταν, πως θα ήταν η αρχή της «ανδροπρέπειάς» μου και πως θα μου ετοίμαζαν όμορφα ρούχα επειδή η πράξη της περιτομής ήταν σπουδαία τελετή στην Τουρκία. Συλλογίστηκα τις κουβέντες της, αλλά, δίχως να το ξέρει, πρόσθεσε ένα ακόμα πρόβλημα το οποίο πάλευε να βρει λύση μες στο ήδη σκοτισμένο μυαλό μου. Τι εννοούσε λέγοντας «ανδροπρέπεια»; Είχε κάποια σχέση με τον πατέρα μου - τον οποίο ε ίχα ακούσει να αποκαλούν «άνδρα»; Όλα ήσαν πολύ αλλόκοτα για το μυαλό ενός μικρού αγοριού, αλλά εκείνες οι συζητήσεις επέφεραν το ποθητό αποτέλεσμα: αδημονούσα και επιθυμούσα διακαώς να υποστώ περιτομή.
Κάθε απόγευμα σκαρφάλωνα στα γόνατα του πατέρα μου και τον ρωτούσα πότε θα συνέβαινε. Καμωνόταν τον πολύ σοβαρό και ρωτούσε τη μητέρα μου αν ήμουν καλό παιδί εκείνη την ημέρα. Η απάντηση ήταν πάντοτε καταφατική. Όντως, από τότε που με είχε κυριεύσει η ιδέα της περιτομής, είχα γίνει τύπος και υπογραμμός. Έτσι ο πατέρας μου υποσχόταν ότι θα κανόνιζε τα πάντα πριν από τα γενέθλιά μου, εγώ φούσκωνα από περηφάνια κι οι μέρες δεν έλεγαν να περάσουν.
Μου έγινε συνήθεια να περιμένω κάθε απόγευμα πλάι στο σπίτι να γυρίσει ο πατέρας μου από τις δουλειές του . Μόλις τον έβλεπα να στρίβει στη γωνία, έτρεχα να του ανοίξω την καγκελόπορτα κι έψαχνα τις παραγεμισμένες τσέπες του, οι οποίες συνήθως ξεχείλιζαν από παιχνίδια ή γλυκίσματα για τον Μεχμέτ κι εμένα. Ένα απόγευμα ήρθε κρατώντας παραμάσχαλα ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί και, όταν ζήτησα να μάθω τι είχε μέσα, μου αποκρίθηκε ότι είχε το αντερί της περιτομής μου. Σχεδόν παραληρούσα από ενθουσιασμό και τον παρακάλεσα να μου επιτρέψει
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 41
να το μεταφέρω στο σπίτι. Συναντήσαμε τη μητέρα μου στο χώρο
υποδοχής και της έδειξα το κουτί καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκε
πάρνι. Κατεύνασε τη μεγάλη μου έξαψη κι έσπευσα να βρω τον
Μεχμέτ και την Ιντζί για να τους προφτάσω τα νέα.
Ο Μεχμέτ ήταν πια δυο χρονών κι έκλαιγε επειδή το αντερί
ήταν για μένα και όχι για κείνον. Ήθελε κι αυτός καινούργιο ρού
χο, έσκουζε. Η Ιντζί τον μπούκωσε με γλυκά λέγοντάς του να πά
ψει να κλαίει και ότι ήταν τυχερός που δεν έκανε περιτομή γιατί η
περιτομή πονούσε.
Πρώτη φορά έκανε κάποιος λόγο για πόνο και μου 'ρθε σύ
γκρυο. Θυμούμαι ότι η Ιντζί με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα από
τρόμο επειδή μου είχε πει κάτι το οποίο προφανώς την είχαν συμ
βουλεύσει να κρατήσει κρυφό. Έφυγα τρέχοντας από το παιδικό
δωμάτιο, κατέβηκα τις σκάλες και όρμησα στο σαλόνι, ξεχνώντας
πάνω στον πανικό μου να χτυπήσω την πόρτα και να περιμένω
ώσπου να μου πουν να περάσω. Καθώς όρμησα μέσα, ο πατέρας
μου με κοίταξε κατάπληκτος.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε βλοσυρά.
Κι εγώ ξέσπασα όλο παραφορά: «Μπαμπά! Η Ιντζί λέει ότι θα
πονέσω. Αλήθεια είναι;»
Ο πατέρας μου κοίταξε γρήγορα τη μητέρα μου, ύστερα εμένα
και αποκρίθηκε:
«Τίποτα δεν θα σε πονέσει. Όλα είναι πολύ απλά και σύντο
μα. Ας δούμε τώρα το αντερί σου να μας πεις αν σου αρέσει».
Η υπόθεση θεωρήθηκε λήξασα, αλλά παρατήρησα ότι η μητέ
ρα μου μάζεψε το κέντημά της και εγκατέλειψε βιαστικά το δωμά
τιο. Ήξερα ότι πήγαινε να βρει την Ιντζί και προς στιγμήν στενο
χωρήθηκα για την κατσάδα που επρόκειτο ν' ακούσει.
Ωστόσο τα λόγια του πατέρα μου κάπως με είχαν καθησυχάσει
κι έτσι πήγα ανακουφισμένος στο τραπέζι του χώρου υποδοχής,
όπου ήταν αφημένο το πολύτιμο πακέτο και το έφερα στο σαλόνι.
Η μητέρα μου επέστρεψε πάνω στην ώρα για να μας το ανοίξει κι
έριξα μια κλεφτή ματιά στο πρόσωπό της. Φαινόταν νηφάλια, αλλά
στα μάγουλά της ήταν απλωμένο ένα ελαφρότατο κοκκίνισμα.
Το αντερί ήταν το ωραιότερο πράγμα που είχα αντικρίσει ποτέ
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
42 Ιρφάν Οργκά
μου. Ήταν μπλε, βαρύ μπλε μετάξι που χάιδευε το πρόσωπο, κεντημένο πλουσιοπάροχα με χρυσά και ασημιά και ρόδινα νήματα. Υπήρχε κι ένα μπλε καπέλο από το ίδιο ύφασμα, ένα είδος φεσιού, που είχε κεντημένη μπροστά με αστραφτερά χρυσαφιά γράμματα τη λέξη «Μασαλλάχ».
Με είχε πνίξει τόσο η συγκίνηση που δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και η γιαγιά μου φώ:vαξε επιτακτικά τη Φεριντέ, τη Χατζέρ και την Ιντζί να έρθουν να δουν την όμορφη φορεσιά. Βάδιζα κορδωμένος σαν παγόνι εν μέσω των επιφωνημάτων και των χαρούμενων κραυγών τους εκτός από κάποια στιγμή που αναστατώθηκα σαν ε ίδα τον Μεχμέτ ν' απλώνει διστακτικά το χεράκι του για να πάρει το καπέλο. Ευτυχώς η Ιντζί τον φώναξε κοντά της, απομακρύνοντάς τον από το λαμπυρίζον θαύμα, κι η καρδιά μου πήγε ξανά στη θέση της.
Ύστερα από αυτό με έτρωγε η ανυπομονησία. Ήθελα να μου ορίσουν μια συγκεκριμένη μέρα, ώστε να τη συγκρατήσω στο νου μου, κι από την άλλη οι συγκεχυμένοι φόβοι μου άρχισαν να θρασεύουν απειλώντας να κυριεύσουν το μυαλό μου. Η Ιντζί είχε πει στον Μεχμέτ ότι πονούσε. Ο πατέρας μου με είχε διαβεβαιώσει για το αντίθετο. Είχα απεριόριστη εμπιστοσύνη στον πατέρα μου, αλλά ε μπιστευόμουν και την Ιντζί. Από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου, έβλεπα το μαύρο γελαστό της πρόσωπο να σκύβει πάνω μου. Ήταν τόσο συνυφασμένη με τη ζωή και την ύπαρξή μου όσο τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών μου. Άρχισα να βλέπω τρομακτικά όνειρα, αλλά δεν υπήρχε κανείς στον οποίο να προστρέξω για παρηγοριά. Αχ, οι απροσδιόριστο ι, ακατανόητοι φόβοι των παιδιών και η απόλυτη αδυναμία τους να τους μοιραστούν ή να τους μειώσουν!
Καμιά φορά έτρεχα στη μητέρα μου, ακουμπούσα το κεφάλι μου στην ποδιά της και ξεσπούσα σε ποταμούς δακρύων. Με έπαιρνε στα γόνατά της και, κουρνιασμένος στον ώμο της, μύριζα το παρήγορο, οικείο άρωμα της κολόνιας της. Ρωτούσε τι μου συνέβαινε, αλλά η ντροπή κι η περηφάνια δεν μου επέτρεπαν να συζητήσω μαζί της μια αμιγώς ανδρική υπόθεση όπως η περιτομή . Αλλά μια ωραία πρωία ο φόβος και η αβεβαιότητα θα ανήκαν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 43
πια στο παρελθόν - θα είχαν γίνει πράγματα που κανείς τα αναπολεί γελώντας και με κάποια παρατεινόμενη συστολή.
Εκείνο το πρωί ξημέρωσε αλλιώτικο από τα άλλα. Κατ' αρχάς ο πατέρας μου δεν πήγε στο γραφείο του, και σε όλο το σπίτι επικρατούσε αναβρασμός από την επιπρόσθετη λάτρα. Η κακομοίρα η Χατζέρ ήταν εκτός εαυτού στο μαγειρείο, με τη μητέρα και τη γιαγιά μου να μπαινοβγαίνουν διαρκώς επιθεωρώντας τι έκανε. Η Φεριντέ ε ίχε λάβει εντολή να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά της επάνω ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τη σε ημιπα,:άφρονα κατάσταση Χατζέρ. Είχαν πάρει και την Ιντζί με αποτέλεσμα ο Μεχμέτ κι εγώ να έχουμε ξεμείνει στον κήπο με τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα αισθανόταν καλύτερα στο γραφείο του μιας και το ανάστατο σπίτι δεν ήταν κατάλληλος χώρος γι' αυτόν.
Κατά το απομεσήμερο με άρπαξαν για να με κάνουν μπάνιο, πράγμα ανήκουστο αφού η συνήθης ώρα του λουτρού ήταν λίγο πριν πάω για ύπνο. Ενώ η Ιντζί με σκούπιζε, μου είπε ότι επρόκειτο να κάνω περιτομή. Πάνω εκεί κατέφθασε φουριόζα η μητέρα μου μ' ένα μπουκάλι από τη δική της, ιδιαίτερη κολόνια και μ'
έπνιξε στην αηδιαστική, βαριά μυρωδιά, βρέχοντας και ισιώνοντας τις μπούκλες μου και τρίβοντας όλο μου το σώμα. Η Ιντζί ζάρωσε λίγο την πλακουτσή μυτούλα της κι είπε ότι μύριζα σαν γυναίκα· έπειτα μου έβγαλε κορο"ίδευτικά τη γλώσσα για να με κάνει να γελάσω. Όταν επιτέλους με άφησαν - αφού με είχαν πουδράρει και με είχαν αρωματίσει μέχρι να το φχαριστηθεί η ψυχή τους -, το μπλε αντερί ανασύρθηκε από το κουτί και γ λίστρησε από το κεφάλι μου. Το μπλε καπέλο τοποθετήθηκε στα πατικωμένα μαλλιά μου κάπως στραβά, όπως άρμοζε, διότι η Ιντζί ήταν μαστόρισσα στο πώς έπρεπε να φορά κάποιος το κάλυμμα της κεφαλής του.
Δεν καθόμουν λεπτό ήσυχος από την υπερδιέγερση κι η μητέρα μου με επέπληξε αυστηρά αρκετές φορές, ενώ προσπαθούσε να βάλει άσπρες κάλτσες στα πόδια μου, τα οποία χόρευαν διαρκώς, και να μου φορέσει τα περίπλοκα μεταξωτά πασούμια. Βρισκόμουν σε υπερδιέγερση και, όταν εμφανίστηκε η Φεριντέ μ' ένα μικρό δίσκο με φρούτα και γάλα, το στομάχι μου ανακατεύ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
44 Ιρφάν Οργκά
τηκε με τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών. Με ανάγκασαν εντούτοις να καταπιώ μερικές γουλιές γάλα, μολονότι η γεύση του ήταν δηλητήριο, κι έπειτα με κατέβασαν στον πατέρα μου. Με κοίταξε, κάνοντας λίγο πίσω, και γέλασε με τη φοβισμένη μου έκφραση. Η Χατζέρ κι η Φεριντέ ήρθαν προς επιθεώρησιν, και ο Μεχμέτ, κυριολεκτικά κολλημένος στην κόκκινη φούστα της Ιντζί, άρχισε ξαφνικά να ουρλιάζει - δεν θα μάθω ποτέ αν ήταν από ζήλια ή τρόμο. Τον πήραν άρον-άρον διότι το όλο δυσαρέσκεια αγριοκοίταγμα της γιαγιάς μου κινδύνευε να επιδεινώσει την κατάστασή του. Το σαλόνι ήταν γεμάτο κόσμο. Η Φεριντέ βοήθησε τη μητέρα μου να τρατάρει λικέρ και κουφέτα' χαλούσε ο κόσμος από την οχλαγωγία και τα γέλια κι όλοι έπιναν στην υγειά μου και φώναζαν «Μασαλλάχ».
Είχε κανονιστεί ότι η περιτομή θα γινόταν στο σπίτι του γείτονα, ενός συνταγματάρχη του οθωμανικού στρατού, επειδή επρόκειτο να περιτμηθεί ο γιος του και μισή ντουζίνα παιδιά ακόμα. Σύντομα ήχησε το κουδουνάκι της εξώπορτας, και ο συνταγματάρχης οδηγήθηκε στο σαλόνι ευθυτενέστατος και στρατιωτικότατος. Μόνο η θωριά του και το τι αντιπροσώπευε αρκούσαν για να με κάνουν να παραλύσω τελείως. Με χάιδεψε στοργικά κάτω από το πιγούνι και βροντοφώναξε με φοβερή φωνή:
«Ωραία, ε ίμαστε όλοι έτοιμοι και σε περιμένουμε». Αισθάνθηκα ως πρόβατο επί σφαγήν. Το στομάχι μου ανακα
τεύτηκε και γύρισε τα πάνω-κάτω χωρίς καμιά απολύτως προσπάθεια εκ μέρους μου. Ένιωσα σαν να διαλυόταν. Η μητέρα μου με πλησίασε κι έβαλε το χέρι της γύρω από τους ώμους μου.
Αφού ο συνταγματάρχης κατέβασε μονοκοπανιά το λικέρ του, έχοντας αποπέμψει περιφρονητικά τη Φεριντέ και τα κουφέτα της, ζύγωσε τον πατέρα μου. Σε λίγο ήρθαν, με πήραν από το χέρι και βγήκαμε, ενώ οι ευχές των καλεσμένων για καλό κατευόδιο αντηχούσαν πίσω μας. Η μητέρα μου δεν μας ακολούθησε γιατί στην Τουρκία δεν συνηθίζεται να παρευρίσκονται γυναίκες στις περιτομές.
Επειδή φοβόμουν μην τυχόν λερωθούν τα μεταξωτά πασούμια μου, ο πατέρας μου με πήρε στα χέρια και διέσχισε το πλα"ίνό μο-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 45
νοπατάκι, που χώριζε το σπίτι μας από το σπίτι του συνταγματάρχη. Στο έμπα του σπιτιού είχε μαζευτεί μαρίδα, και κάνα δυο από τα τολμηρότερα παιδιά είχαν μπει κιόλας στον κήπο για να βλέπουν καλύτερα τα αντεριά της περιτομής. Δεν ήθελα να τα κοιτάξω κι έχωσα το κεφάλι μου στον ώμο του πατέρα μου.
Το εσωτερικό του σπιτιού του συνταγματάρχη ήταν καταστόλιστο με λουλούδια και σερπαντίνες. Η οχλαγωγία ήταν κι εδώ ίδια με του σπιτιού μου και, καθώς διέσχιζα στην αγκαλιά του πατέρα μου το μεγάλο χώρο υποδοχής, πήρε το μάτι μου τις υπηρέτριες να μπαινοβγαίνουν στο σαλόνι κρατώντας δίσκους με ποτά. Με πήγαν σ' ένα μικρό δωμάτιο, διευθετημένο ειδικά για τα παιδιά. Υπήρχαν εκεί έξι ή επτά αγόρια ακόμα, όλα λίγο μεγαλύτερά μου και παρόμοια ντυμένα. Μιλούσαν ζωηρά χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο εκείνου του έντονου φόβου που τώρα μου κατέτρωγε τα σωθικά. Με χαιρέτησαν σαν μεγάλοι και ζήλεψα την αταραξία τους. Ο πατέρας μου κι ο συνταγματάρχης μάς άφησαν και πήγαν να υποβάλουν τα σέβη τους στους ενηλίκους προσκεκλημένους. Όταν μείναμε μόνοι στο δωμάτιο, τα άλλα αγόρια, που το μεγαλύτερο ήταν οκτώ ετών, βάδιζαν όλο καμάρι πάνω-κάτω, μιλούσαν αμέριμνα κι αναρωτιόνταν ποιος απ' όλους μας θα πήγαινε πρώτος στο γιατρό.
Στη συνέχεια εμφανίστηκε ένας κλόουν χορεύοντας γύρω από τα τραπέζια και τις καρέκλες και παίζοντας φλογέρα. Σε λίγο εμφανίστηκε και δεύτερος. Ετούτος έπαιζε επιδέξια με κάτι πορτοκάλια κι ήσαν κι οι δυο τόσο αστείοι με τα τονισμένα φρύδια, τα άσπρα πρόσωπα και τις κόκκινες μύτες τους ώστε σύντομα γελούσαμε όλοι χαρούμενα· ακόμα κι εγώ είχα αρχίσει να ξεπερνώ τη δειλία μου. Μια κομπανία ακουγόταν να κουρδίζει τα όργανά της στο σαλόνι κι έπειτα ξεχύθηκε μια γυναικεία φωνή τραγουδώντας μια λυπητερή μελωδία που μου θύμισε τη Χατζέρ.
Ξάφνου άρχισα να γελώ δυνατότερα απ' όλους και οι κλόουν καταχάρηκαν και διπλασίασαν τις προσπάθειές τους να μας ευχαριστήσουν. Μόνο που δεν ήξεραν ότι γελούσα επειδή μου ήρθαν στο νου τα σειστά, χαρούμενα στήθια της χοντρής Χατζέρ. Εμφανίζονταν όλο και περισσότεροι κλόουν· στριμωχτήκαμε πρό(1υμα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
46 Ιρφάν Οργκά
γύρω τους, αυτοί έπαιξαν χαρούμενους σκοπούς στις φλογέρες τους κι εμείς τα παιδιά χοροπηδούσαμε ξέγνοιαστα σ' όλο το δωμάτιο. Ο μεγαλύτερος, ο γιος του ιμάμη, ήταν πολύ χοντρός, κιτρινιάρης, και φορούσε τεράστια ματογυάλια με παραμορφωτικούς φακούς. Ξάφνου κάποιος βούτηξε το καπέλο ενός κλόουν και του το φόρεσε. Ήταν τόσο φαιδρός μες στη σοβαρότητά του, με τα τεράστια μάτια του να πεταρίζουν πίσω από τους χοντρούς φακούς, που ουρλιάζαμε γελώντας όλο κακεντρέχεια. Έμοιαζε αφάνταστα μπουνταλάς και απλώς καθόταν εκεί, ακίνητος, ενώ εμείς ήμασταν τόσο ξεκαρδισμένοι ώστε είχαν αρχίσει να τρέχουν δάκρυα στα πονεμένα μας μάγουλα.
Ο συνταγματάρχης εμφανίστηκε στην πόρτα και μας είπε να ανέβουμε. Οι κλόουν, τα γέλια κι η φασαρία ξεχάστηκαν αμέσως. Ως κι η κομπανία δεν έπαιζε πια στο σαλόνι. Κρατήσαμε όλοι την ανάσα μας και κοιτάξαμε λίγο τρομαγμένα γύρω μας. Ο πατέρας μου ήρθε κοντά, με πήρε από το χέρι κι ακολουθήσαμε τους υπόλοιπους στη σκάλα. Πόσο αργά ανέβαινα τα σκαλοπάτια! Και πώς το καθένα τους έμοιαζε να σφραγίζει αμετάκλητα την καταδίκη μου!
Το χοντρό αγόρι ήταν ακριβώς μπροστά μας μαζί με τον ιμάμη, τον πατέρα του, ο οποίος του έλεγε:
«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Είσαι ο μεγαλύτερος εδώ μέσα, άρα πρέπει να φανείς ο γενναιότερος και να δώσεις το καλό παράδειγμα σ' όλους».
Αλλά το καημένο χοντρό αγόρι έτρεμε σύγκορμο και φαινόταν ξέψυχο από το φόβο. Το δωμάτιο στο οποίο μπήκαμε βρισκόταν στο τέλος ενός μακριού διαδρόμου' ήταν ένα απλόχωρο δωμάτιο με θέα στον κήπο. Θυμούμαι ότι πλησίασα σ' ένα παράθυρο, κοίταξα κατά τον κήπο μας και είδα την Ιντζί με τον Μεχμέτ να παίζουν μαζί πάνω σ' ένα χαλί που είχαν βγάλει έξω. Ήθελα να τρέξω προς το μέρος τους, αλλά δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Το χέρι του πατέρα μου έσφιγγε καθησυχαστικά το δικό μου. Είχε αντιληφθεί ότι είχα κοιτάξει άθελά μου από το παράθυρο και νομίζω πως ήθελε να μου πει ότι με καταλάβαινε.
Υπήρχαν οκτώ κρεβάτια στο δωμάτιο, βαλμένα σαν σε κοιτώ-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 47
να, τέσσερα στην κάθε πλευρά, και στρωμένα με δροσερά λινά σεντόνια, μαξιλάρια με δαντελένια τελειώματα κι ένα μπλε μεταξωτό κάλυμμα. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο γλυκίσματα, φρούτα και ποτήρια. Είχαν έρθει μαζί μας όλοι οι κλόουν και χόρευαν και κουτρουβαλούσαν σ' όλο το πάτωμα παίζοντας τις φλογέρες τους, κάνοντας κόλπα με πορτοκάλια και πετώντας στον αέρα τα αλλόκοτα ψηλά καπέλα τους. Ο πατέρας μού έδειξε το κρεβάτι μου επειδή επρόκειτο να περάσω μια-δυο μέρες σ' εκείνο το σπίτι. Ήταν δίπλα σ' ένα παράθυρο και προς στιγμήν αισθάνθηκα όμορφα γιατί από εκεί θα μπορούσα να βλέπω τον κήπο και να παρακολουθώ τα παιχνίδια της Ιντζί και του Μεχμέτ. Ο γιατρός μπήκε μέσα.
Απέστρεψα ενστικτωδώς το βλέμμα μου απ' αυτόν και κοίταξα το χοντρό αγόρι. Τα μάγουλά του συσπώντο από το φόβο, και τα γόνατά του έτρεμαν τόσο βίαια ώστε αναρωτήθηκα πώς στο καλό είχαν καταφέρει να τον στηρίξουν μέχρι τότε. Ο φόβος του ήταν μεταδοτικός. Ήθελα να το βάλω στα πόδια, να τσιρίξω, να φωνάξω τη μητέρα μου, να βρω παρηγοριά στην αγκαλιά της Ιντζί. Κοίταξα τον πατέρα μου κι ένιωσα το κάτω χείλος μου να τρεμίζει ανεξέλεγκτα. Έσκυψε πάνω μου κι έχω ακόμα ζωντανή την ανάμνηση του προσώπου του, του ευγενικού, ήπιου προσώπου, εκείνου του μοναχικού κι εσωστρεφούς προσώπου που τόσο αγαπούσα. Ήθελε να φανώ γενναίος και τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν σφιχτά στο παγωμένο μου χέρι.
«Μην ανησυχείς», με παρηγόρησε ψιθυριστά για να μην ακούσουν οι άλλοι. «Φανού γενναίος για ένα ακόμα λεπτό κι έπειτα όλα θα τελειώσουν».
Ο γιατρός μάς είδε να στεκόμαστε όλοι έτσι πειθήνια με τους πατεράδες μας και γέλασε δυνατά.
«Μπα!» είπε χαρούμενα. «Οκτώ παιδιά σ' ένα δωμάτιο και δεν ακούγεται κιχ!»
Με κοίταξε . «Είσαι ο μικρότερος», είπε, «επομένως θα έρθεις πρώτος». Με
πήρε από το χέρι και περιεργάστηκε το πρόσωπό μου. «Δεν πιστεύω να φοβάσαι», είπε μαλακά. «Άλλωστε δεν υπάρχει λόγος!
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
48 /ρφάν Οργκά
Δεν πονάω ποτέ τα καλά αγόρια και ο πατέρας σου μου είπε ότι είσαι όντως ένα πολύ καλό παιδί. Έλα!» Πρόσεξε το πεισμωμένο, δύσπιστο βλέμμα μου. «Θα δεις, δεν θα πονέσεις».
Με έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο, ένα μικρό γυμνό δωμάτιο, που έκανε την ήδη τρομοκρατημένη μου καρδιά να πλημμυρίσει με νέα κύματα τρόμου.
Ο συνταγματάρχης μ' έστησε όρθιο πάνω σ' ένα τραπέζι, τοποθετημένο επί τούτου στο κέντρο του δωματίου. Είχα εμπρός μου το παράθυρο, το συνταγματάρχη απ' τη μια πλευρά και τον πατέρα μου απ' την άλλη. Ο γιατρός ψαχούλεψε σε μια μαύρη τσάντα, έβρασε νερό κι ένα λεπτό αργότερα, που μου φάνηκε αιώνας, πλησίασε στο τραπέζι.
«Τώρα θα φερθείς σαν καλό παιδί και θα καθήσεις ακίνητος», πρόσταξε, αλλά δεν χρειαζόταν να μπει στον κόπο διότι, και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να κουνήσω ρούπι. Τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο τραπέζι και το σώμα μου ήταν καταπαγωμένο. Απέστρεψα το κεφάλι, σαν είδα ένα μικρό αστραφτερό εργαλείο, και ο γιατρός είπε εγκάρδια:
«Ελάτε, Χουσνού μπέη! Για να δούμε τι σόι άνδρας είναι ο γιος σας».
Ο πατέρας μου ανασήκωσε το αντερί, γυμνώνοντας τα πόδια και το κάτω μέρος του κορμιού μου.
«Άνοιξε τα πόδια σου!» πρόσταξε ο γιατρός, κι η φωνή του δεν ήταν πια μελιστάλαχτη, αλλά η φωνή ενός ανθρώπου ο οποίος προτίθεται να πράξει το καθήκον του. «Πιο πολύ!» βρυχήθηκε.
Υπάκουσα τρέμοντας. Θυμούμαι ότι ο συνταγματάρχης ήταν από πίσω κρατώντας μου τους αστραγάλους ενώ ο πατέρας είχε ακινητοποιήσει εντελώς τα μπράτσα μου. Ο γιατρός πλησίασε ακόμα περισσότερο. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα έτοιμος τον Χάρο. Αισθάνθηκα ένα ελαφρό κέντρισμα και αίφνης όλα είχαν τελειώσει.
Είχα περιτμηθεί και όλοι μου οι φόβοι είχαν αποδειχθεί ανυπόστατοι. Μολαταύτα στρίγκλισα δυνατά. Οι στριγκλιές ανακούφιζαν τόσο υπέροχα τα ερεθισμένα νεύρα μου ώστε εξακολούθησα να στριγκλίζω επί ώρα χωρίς να υπάρχει πλέον λόγος.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 49
Ο συνταγματάρχης με μετέφερε ξανά στο ευρύχωρο δωμάτιο, στο κατώφλι του οποίου συναντήσαμε το δεύτερο θύμα. Μ' έβαλαν στο κρεβάτι ενώ οι κλόουν έπαιζαν τη μουσική τους κι έκαναν τούμπες για χάρη μου κι εγώ ένιωθα περήφανος και σπουδαίος.
Σκόπευα να φάω ένα σωρό γλυκά, όμως άλλες ήσαν οι βουλές της φύσης κι έτσι αποκοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.
Όταν ξύπνησα, όλες οι περιτομές είχαν τελειώσει. Η μουσική της κομπανίας ακουγόταν αμυδρά και γλυκά από το σαλόνι. Οι κλόουν είχαν φύγει. Είχε νυχτώσει, τ' αστέρια έμοιαζαν πολύ κοντινά και φεγγοβολούσαν στον ανέφελο ουρανό. Από κάτω έφθανε ο ήχος γέλιων, μουσικής και τσουγκρίσματος ποτηριών. Όλα τα άλλα αγόρια κοιμούνταν. Νύσταζα κι ήμουν ευχαριστημένος γύρισα στο πλευρό και με ξαναπήρε ο ύπνος.
Το επόμενο πρωί με ξύπνησαν οι ακτίνες του ήλιου και τρανταχτά γέλια. Στα πόδια του κρεβατιού μου βρίσκονταν ένα σωρό δώρα· σηκώθηκα γρήγορα-γρήγορα κι άρχισα να τα ξετυλίγω. Ο τρόμος των προηγούμενων ημερών είχε εξαφανιστεί κι όλοι κόμπαζαν για την αξιοθαύμαστη παλικαριά τους - δηλαδή όλοι εκτός από το χοντρό αγόρι, το οποίο αποδείχθηκε ότι διέθετε αίσθηση του χιούμορ αφού μας είπε ότι, μόλις τον πλησίασε ο γιατρός, χρεμέτισε σαν άλογο.
Ενώ εξακολουθούσαμε να γελάμε, μπήκε μια μαύρη υπηρέτρια κρατώντας ένα δίσκο με πρωινά: φέτα, ως συνήθως, σταφύλια, βραστά αυγά, ψωμί, βούτυρο, πελτέ αγριοκέρασο και τριαντάφυλλο, και τσάι με φέτες λεμονιού σε γυάλινα ποτηράκια.
Μας κορόιδεψε που δεν μπορούσαμε να σηκωθούμε και να περπατήσουμε, σχολίασε την όρεξή μας, η οποία ήταν εκπληκτική, είπε, δεδομένου ότι χθες είχαμε αρνηθεί ό,τι μας είχαν προσφέρει και είχε υποθέσε ι πως ήμασταν πολύ μη μου άπτου. Όλα αυτά τα έλεγε με μια περιπαικτική λάμψη στα μάτια, υπενθυμίζοντάς μας με πόση δειλία είχαμε φερθεί ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα. Μετά το πρωινό μάς επισκέφθηκαν οι μητέρες μας και υποσχέθηκαν ότι την επομένη θα επιστρέφαμε στα σπίτια μας. Ρώτησα τη δική μου γιατί δεν είχε έρθει να με δει το περασμένο απόγευμα. Μου αποκρίθηκε ότι είχε έρθει, αλλά κοιμόμουν και δεν ε ίχε θε-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
50 Ιρφάν Οργκά
λήσει να με ξυπνήσει. Είπε ότι ήταν περήφανη για μένα διότι κάποιος της είχε πει ότι είχα φερθεί πολύ γενναία. Έγινα σαν παντζάρι από ντροπή και επιχείρησα να της εξηγήσω ότι δεν είχα επιδείξει την παραμικρή γενναιότητα, μα εκείνη ακούμπησε τα δροσερά της δάχτυλα στο στόμα μου και δεν με άφησε να συνεχίσω.
«Καμιά φορά οι πιο αδύναμοι είναι κι οι πιο γενναίοι», ε ίπε. Ο Μεχμέτ μού έστειλε λουκούμια και με αναζητούσε την ώρα
του πρωινού του. Συγκινήθηκα τόσο ώστε αποφάσισα να μην ξαναδυσανασχετήσω ποτέ όταν δεν μπορούσε να παίξει επί ίσοις όροις μαζί μου. Έμεινα πιστός στην απόφασή μου για τρία ολόκληρα χρόνια.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Σαρίγιερ
ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΔΩ ΡΟ που είχα πάρει επ' ευκαιρία της περιτομής μου ήταν ένα μεγάλο ξύλινο αλογάκι, που μου είχε φέρει ο θείος Αχμέτ.
Ο θείος Αχμέτ ήταν ο αδελφός του πατέρα μου: μεγαλόσωμος, εύθυμος και ομορφάντρας. Παλικαράκι, ήταν το μαράζι του παππού μου, αλλά, αφότου παντρεύτηκε ένα νεαρό -κι εύπορο κορίτσι, φαίνεται πως είχε νοικοκυρευτεί αρκετά. Αγαπούσα κι αυτόν και τη γυναίκα του επειδ11, καθώς δεν είχαν παιδιά, με κακομάθαιναν σε φοβερό βαθμό.
Την επομένη της ημέρας που έφυγα από το σπίτι του συνταγματάρχη και επέστρεψα στο δικό μου, ο θείος Αχμέτ και η θεία Αίσέ κατέφθασαν με μια σούστα φορτωμένοι δώρα. Είχαν έρθει απροειδοποίητα, αλλά τους υποδεχθ11καμε με μεγάλες χαρές. Εμείς τα παιδιά κάναμε τη μεγαλύτερη φασαρία και δεν ησυχάζαμε παρ' όλες τις παρατηρήσεις. Ο θείος μου έφερε παιχνίδια στον Μεχμέτ, ένα σωρό παραγεμισμένα ζωάκια, και στη μητέρα μου βούτυρο, τυρί κι αυγά από το κτήμα του.
Η θεία Αίσέ ήταν μια αξιαγάπητη, συνεσταλμένη κοπέλα, κατάξανθη και με μεγάλα σκούρα μάτια. Νομίζω ότι την τρόμαζε λίγο η γιαγιά μου γιατί σχεδόν ουδέποτε άνοιγε το στόμα της ή εξέφραζε κάποια γνώμη μπροστά της. Αργότερα στη ζωή μου έμαθα ότι δεν χρειαζόταν να φοβάται διότι η γιαγιά μου έτρεφε μεγάλη συμπάθεια γι' αυτή και τους παράδες της τα χρήματα ήταν ό,τι σεβόταν περισσότερο στη ζωή της.
Την ημέρα που ήρθαν, το σπίτι γέμισε σύντομα φωνές. Οι χαρούμενες τσιρίδες μας ενωμένες με το βροντερό, ανοιχτόκαρδο γέλιο του θείου μου, οι διαταγές που έδινε η γιαγιά μου στις υπηρέτριες και η φλυαρία της μητέρας με τη θεία μου συνέτειναν στη
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
52 Ιρφάν Οργκά
δημιουργία μιας έξαψης, μιας αφύσικης ευθυμίας στο μουντό, παλιό σπίτι.
α θείος κουβάλησε το ξύλινο αλογάκι μου στο παιδικό δωμάτιο ενώ εγώ τον ακολουθούσα αργά γιατί ο πόνος μ' εμπόδιζε να περπατήσω κανονικά. Έβαλαν τον Μεχμέτ, ο οποίος γελούσε πασίχαρος, πάνω στο πανέμορφο αλογάκι και ζήλεψα τρομερά που εγώ δεν μπορούσα ακόμα να κάνω το ίδιο. α θείος έπαιξε μαζί μας πολλή ώρα και μου υποσχέθηκε ότι θα ζητούσε από τον πατέρα μου την άδεια να με πάρει μαζί του στο Σαρίγιερ - έτσι έλεγαν το μέρος όπου έμενε . Τρελαινόμουν να μένω στο Σαρίγιερ γιατί το σπίτι ήταν πολύ μεγαλύτερο από το δικό μας, με απέραντους κήπους, ένα δεντρόκηπο κι ένα σωρό σέρες. Υπήρχε κι ένας κηπουρός, ο οποίος αντίθετα με την επικρατούσα άποψη συμπαθούσε τ' αγοράκια.
Η οικογένειά μου συνήθως περνούσε στο Σαρίγιερ τρε ις μήνες το χρόνο. Ως επί το πλείστον πηγαίναμε τον Μάιο, όταν η ζέστη στην Ισταμπούλ άρχιζε να γίνεται αφόρητη, αλλά εκείνη τη χρονιά ο θάνατος του παππού και η επικείμενη περιτομή μου μας είχαν κρατήσει όλο το καλοκαίρι στην πόλη, μες στη διαρκή σκόνη , στην κάψα και στις μύγες. Ασφυκτιούσαμε από τις κουνουπιέρες και την έλλειψη καθαρού αέρα, επειδή είχαμε βάλει σήτες στα παράθυρα, προκειμένου να κρατήσουμε τα έντομα μακριά, και τις νύχτες κλείναμε ερμητικά τα παντζούρια. Παρ' όλα αυτά όμως τα κουνούπια κατόρθωναν να μπουν και γέμιζαν με το βόμβο τους τις σκοτεινές νύχτες. Κι έτσι οι γονείς μου ήρθαν τελικώς στο Σαρίγιερ περί τα μέσα εκείνου του μοιραίου Αυγούστου του 1914.
Μου έδωσαν πρόθυμα την άδεια να φύγω την επομένη με το θείο και τη θεία μου. Η υπόλοιπη οικογένεια θα αναχωρούσε από την Ισταμπούλ μόλις το επέτρεπαν οι δουλειές του πατέρα μου. Ήμουν ενθουσιασμένος που θα ταξίδευα χωρίς την επαγρύπνηση της Ιντζί ή της γιαγιάς μου. Βοήθησα την Ιντζί να πακετάρει τα ρούχα μου και χάιδεψα όλο αγάπη το αλογάκι, το οποίο επρόκειτο να πάρω μαζί μου. Αγνόησα τα λυπημένα κλαψουρίσματα του Μεχμέτ και επ' ουδενί ήμουν διατεθειμένος ν' αφήσω τον πατέρα μου να μεταφέρει το άλογο, πεπεισμένος ότι, αν το ά-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 53
φηνα, ο Μεχμέτ θα του ξερίζωνε όλη την υπέροχη χαίτη και ποιος ξέρει τι άλλη ανεπανόρθωτη ζημιά θα του προξενούσε.
Ο Μουράτ, ο αμαξάς της γιαγιάς μου, μας πήγε ως τη Γέφυρα του Γαλατά γιατί από εκεί θα επιβιβαζόμασταν στο καράβι που θα διέπλεε τον Βόσπορο ως το Σαρίγιερ.
Ο Μουράτ ήταν ένας σκουντούφλης γεροπαράξενος, ο οποίος έσπευσε να προβάλει προσκόμματα για το αλογάκι μου. Τελικά ο θείος μου κατάφερε να του αποδείξει ότι υπήρχε μπόλικος χώρος στο παετόνι, και ο Μουράτ, για να βγάλει το άχτι του, προμάντεψε ότι το αλογάκι θα πάθαινε ζημιά στο πλοίο. Αντίθετα με τον κηπουρό του θείου μου, δεν συμπαθούσε διόλου τ' αγοράκια και θεωρούσε ότι θιγόταν η αξιοπρέπειά του με το να μας πάει ως τη Γέφυρα του Γαλατά, όπου, καθώς είπε, μαζευόταν η σάρα και η μάρα της Ισταμπούλ. Προτιμούσε να τον βλέπουν να συνοδεύει τη μητέρα και τη γιαγιά μου, με τα πρόσωπά τους εντελώς καλυμμένα, στις ήσυχες, καταπράσινες γε ιτονιές του Βαγιαζήτ, σε κάποιο από τ' αρχοντικά όπου έκαναν μια σύντομη πρωινή επίσκεψη.
Το να διασχίσει τη Γέφυρα του Γαλατά, οδηγώντας τα ημίλευκα άλογα που τρόχαζαν, ήταν από μόνο του ολόκληρη περιπέτεια. Αν η ρύθμιση της κυκλοφορίας στην Ισταμπούλ ε ίναι σχεδόν ανύπαρκτη ακόμα και σήμερα, πόσο μάλλον τότε. Εκείνο το πρωινό σούστες, αραμπάδες, χαμάληδες που κουβαλούσαν στους ώμους κρεβάτια ή άλλα έπιπλα, γύφτοι που ξεπετάγονταν στο δρόμο κάτω ακριβώς από τις οπλές αλόγων που κάλπαζαν, χωρικοί πάνω στα μουλάρια τους κινδύνευαν να βρεθούν στο έδαφος ή να ανατραπούν διότι ο Μουράτ, επιδεικνύοντας απόλυτη περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή, οδηγούσε σαν τον άνεμο και αυταρχικότερα κι από σουλτάνο.
Η επιβίβαση στο πλοίο ήταν όλο δυσκολίες διότι έχασα από τα μάτια μου το άλογο, και μέσα στο κομφούζιο που δημιουργήθηκε έσκουζα δυνατά επί ώρα· ήταν αδύνατον να ηρεμήσω παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις της θείας μου ότι είχε δει ολοκάθαρα τον Μουράτ να δίνει το άλογο στο θείο μου. Εντέλει το άλογο βρέθηκε σώο και αβλαβές, θρονιασμένο αυτάρεσκα και κοιτάζοντας πάνω από την κουπαστή του πλοίου με γυάλινα μάτια. Ο θείος
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
54 Ιρφάν Οργκά
Αχμέτ έφερε σιμίτια και ταΙσαμε τους γλάρους, που ακολουθούσαν κρώζοντας το πλοίο.
Το ταξίδι κράτησε δυο ώρες και είχα αρχίσει να βαριέμαι από την απραξία όταν είδα να προβάλλει η βαπορόσκαλα του Σαρίγιερ.
Μου άρεσε που ξαναπατούσα στη στεριά και διέκρινα τις σέρες του θείου μου ανάμεσα στα δέντρα που προστάτευαν τους κήπους από τα αδιάκριτα βλέμματα των βαποριών. Οι υπηρέτριες ήρθαν να μας υποδεχθούν, παίρνοντας τις λιγοστές αποσκευές μας, κι εγώ χοροπηδούσα ευτυχισμένος στο σκονισμένο δρόμο κρατώντας το δυνατό χέρι του θείου μου και ρίχνοντας μισοφοβισμένες,ματιές μήπως δω τίποτα φίδια, για τα οποία ήταν διαβόητο το Σαρίγιερ.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα σ' ένα μικρό δροσερό δωμάτιο με θέα στον κήπο του σπιτιού, κήπο πυκνοφυτεμένο, με μπλεγμένα ρείκια, καπνά με τη ζεστή, αψιά μυρωδιά τους και τριαντάφυλλα που δεν είχαν κριθεί άξια για τον περίφημο ροδώνα. Στα παράθυρα αναρριχώντο γιασεμιά και όλα ήσαν ήσυχα. Νοσταλγούσα τον ήχο της θάλασσας γιατί ο Βόσπορος ήταν από την άλλη μεριά του σπιτιού και δεν ακουγόταν ως το δωμάτιό μου. Μου έλειπαν και τα επιδέξια χέρια της Ιντζί για να ξεκουμπώσουν τα κουμπιά μου. Η θεία μου είχε στείλει μια γριά υπηρέτρια να με φροντίσει, η οποία τα είχε κάνει ρόιδο και με τα ρούχα και με την καθαριότητά μου. Το αποκορύφωμα ήταν ότι παρέλειψε το απογευματινό μου γάλα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της αφού με έβαλε στο κρεβάτι. Η Ιντζί άφηνε πάντοτε την πόρτα μου μισάνοιχτη έτσι ώστε να αποκοιμιέμαι ακούγοντας τις φωνές των γονιών μου από το κάτω πάτωμα και τον ανακουφιστικό σαματά της γριάς Xqτζέρ που έπλενε τα πιάτα μετά το δείπνο. Έμεινα πλαγιασμένος στο κρεβατάκι μου, ακούγοντας όλους τους ασυνήθιστους θορύβους που επιτίθενται σ' όποιον είναι μακριά από το σπίτι του. Τα έπιπλα έδιναν την εντύπωση 6tι έτριζαν απίστευτα και μετακινούνταν, κι οι σκιές στις γωνίες έκρυβαν πράγματα τρομακτικά.
Ο Φιντέλ και η Τζόλι, τα σκυλιά-φύλακες του σπιτιού, έτρεχαν ακούραστα πέρα-δώθε στο μονοπάτι που βρισκόταν κάτω απύ το παράθυρό μου, και πότε χώνονταν στους θάμνους, πότε σταμα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακ-,:ή του Βοσπόρου 55
τού σαν για να γαβγίσουν άγρια - ίσως επειδή είχαν ακούσει κάποιον ασυνήθιστο ήχο ή απλώς επειδή έπλητταν. Όταν γάβγιζαν, ο Χασάν, ο κηπουρός, ή η Τερέζα, η Ελληνίδα μαγείρισσα, τους φώναζαν για να σταματήσουν τη φασαρία. Κάποια στιγμή μια μεγάλη μαύρη γάτα σκαρφάλωσε στα κλαδιά ενός δέντρου αντίκρυ στο παράθυρό μου και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει από την τρομάρα έτσι όπως φαινόταν στο σύθαμπο, μεγάλη, ακίνητη και κακιά. Όμως κοιμήθηκα βαθιά παρά τους μικροφόβους μου και την επομένη με ξύπνησε η ζεστή φωνή της θείας, που μου έλεγε να σηκωθώ.
Πήραμε το πρωινό μας στον κήπο. Ο θείος μου ήταν φρέσκοςφρέσκος ύστερα από μια βουτιά στον Βόσπορο. Έπαιξα με τη θεία μου και τα σκυλιά, τα μεγάλα, αξιολάτρευτα σκυλιά Δαλματίας, που χοροπήδησαν στο απαλό γρασίδι, κυνήγησαν τις αναρίθμητες γάτες της κουζίνας κι από το πολύ γλείψιμο ξέβαψαν όλη σχεδόν την αστραφτερή μπογιά του αλόγου μου.
Ένα πρωί λίγες ημέρες μετά την άφιξή μου ο θείος ανήγγειλε ότι θα πήγαινε στο κτήμα του στους λόφους και μου πρότεινε να πάω μαζί του. Η θεία έβαλε να ετοιμάσουν μεζέδες για τη διαδρομή επειδή το κτήμα ήταν δυόμισι ώρες δρόμος από το Σαρίγιερ. Ήρθε το παετόνι, πηδήσαμε μέσα και βολευτήκαμε όλο γέλια και χαρές στις μαξιλάρες. Το πρόσωπο της θείας μου ήταν καλυμμένο μ' ένα πυκνό πέπλο, ειδικό για την αμαξάδα, που ανέμιζε στην αύρα και πότε-πότε μου γαργαλούσε τη μύτη. Όταν φθάσαμε στο κτήμα, κάτι σκυλιά όρμησαν να καλωσορίσουν το θείο μου κάνοντας σαν παλαβά. Μου φάνηκαν θηριώδη κι αρπάχτηκα από την ουρά του σακακιού του. Τα σκυλιά φορούσαν θαυμάσια σιδερένια περιλαίμια, τα οποία, επειδή οι λύκοι επιτίθενται στα ζώα δαγκώνοντάς τα πρώτα στο λαιμό, ε ίχαν ένα σωρό καρφιά για λόγους προστασίας.
Φάγαμε μεσημεριανό στην αγροικία, σε μια χαμηλοτάβανη τραπεζαρία με πλακοστρωμένο, ανώμαλο δάπεδο και μ' ένα τζάκι τόσο μεγάλο που θα χωρούσε να ψηθεί ολόκληρο βόδι. Τα έπιπλα ήσαν πρωτόγονα και χειροποίητα, αλλά το φαγητό που μας σερβίρισαν πεντανόστιμο: ψητές κότες πάνω σ' ένα βουνό πιλάφι, ξι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
56 Ιρφάν Οργκά
φίας κατευθείαν από τη θάλασσα, γαρνιρισμένος με μα"ίντανό και φέτες λεμονιού, και λογιών-λογιών σαλάτες. Υπήρχαν πιατέλες με σταφύλια, πεπόνια και χαλβά καρυδένιο. Το κρασί ήταν σερβιρισμένο σε καράφες κι ο θε ίος μου, ανταποκρινόμενος στη βουβή μου έκκληση, έβαλε λιγάκι στο ποτήρι μου. Μετά το γεύμα μάς έφεραν τούρκικο καφέ κάτω από τις κιτρολεμονιές. Οι μεγάλοι έμοιαζαν ναρκωμένοι έτσι καθώς είχαν βυθιστεί στις ξαπλώστρες τους με τα μάτια μισόκλειστα για να προφυλαχθούν από την αντηλιά.
Πήγα να εξερευνήσω τα πέριξ. Μπήκα στους άδειους στάβλους, που μύριζαν αλογίλα και πετσί, κι ανακάλυψα επτά-οκτώ κουτάβια που έπαιζαν στ' άχυρα, τόσο μαλακά και χνουδωτά που δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ στον πειρασμό και πήρα ένα στην αγκαλιά μου για να το χα"ίδέψω. Τα υπόλοιπα έπαιζαν μες στα πόδια μου προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν στις κνήμες μου. Ξάφνου πετάχτηκαν δυο μεγάλα σκυλιά' παράτησα το κουτάβι, έτοιμος να τραπώ σε άτακτη φυγή, αλλά τα σκυλιά μού όρμησαν τρεις φορές και πίστεψα πως ήθελαν να με καταβροχθίσουν. Άρχισα να τσιρίζω' ένας κολίγος ήρθε τρέχοντας κι άκουσα από μακριά τη φωνή του θείου μου. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν και - ω, της ατιμώσεως! - βράχηκα. Ο κολίγος μού είπε με τα δυσνόητα χωριάτικα τουρκικά του να μη φοβάμαι. Τα σκυλιά ήσαν οι γονείς των κουταβιών και ήθελαν απλώς να παίξουν μαζί μου. Παρά ταύτα διατηρούσα τις αμφιβολίες μου για το Jι.:ώς ακριβώς εννοούσαν το παιχνίδι. Ο χωρικός προσπάθησε να βάλει λίγο ψωμί στα τρεμάμενα δάχτυλά μου για να τα ταΙσω, αλλά, προτού μπορέσω να το πιάσω, τα σκυλιά τού το άρπαξαν λαίμαργα. Τα κουτάβια το θεώρησαν αστείο και μπλέχτηκαν χαρούμενα στα πόδια μου καταφέρνοντας να με ρίξουν στ' άχυρα. Να με λοιπόν, παλεύοντας με σκυλιά και κουτάβια φύρδην μίγδην πάνω μου και στριγκλίζοντας σαν δαιμονισμένος. Τελικά τα επιδέξια χέρια του θείου μου με ανέσυραν από τη σκυλίσια αναμπουμπούλα και, ενώ έκλαιγα απαρηγόρητος, με πήραν για να μου αλλάξουν ρούχα και να με πλύνουν. Οι θείοι μου είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια και, όσο δυνατότερα γελούσαν, τόσο γοερότερα έκλαιγα, νιώθοντας ότι προσέβαλλαν την ήδη τρωθείσα υπόληψή μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 5 7
Ύστερα από αυτό το δυσάρεστο επεισόδιο φρόντισα να αποφεύγω στο εξής τους στάβλους και ήμουν ευτυχής όταν επιστρέψαμε στο Σαρίγιερ.
Ο θείος μου πήγαινε να βουτήξει κάθε πρωί πριν το πρόγευμα' μου άρεσε να τον κοιτάζω από τα παράθυρα της τραπεζαρίας και έτρεχα να τον προϋπαντήσω στον κήπο όταν γύριζε στο σπίτι. Μερικά πρωινά με έπαιρνε μαζί του και μ' έμαθε κολύμπι. Διασκεδάζαμε τσαλαβουτώντας στα κρύα νερά και εμφανιζόμασταν στο πρόγευμα με μεγάλη όρεξη . Ο θείος μου λάτρευε τα σταφύλια. Μπορούσε εύκολα να φάει δυο-τρία κιλά κάθε πρωί και ως εκ τούτου η θεία μου τσιγκουνευόταν να τα κόβε ι από την κληματαριά, που απλωνόταν σαν σκεπή πάνω από την αυλή. Φύλαγε τα σταφύλια ως κόρην οφθαλμού και τύλιγε κάθε τσαμπί σ' ένα σακουλάκι από μουσελίνα για να μην το καταστρέψουν τα πουλιά ή οι μέλισσες. Και, όπως τουλάχιστον διατεινόταν ο θείος μου, ποτέ δεν του έδινε αρκετά. Αντ' αυτού τοποθετούσαν στο τραπέζι πιατέλες με σταφύλια από την αγορά, γεγονός το οποίο προκαλούσε αψιμαχίες, με το θείο μου να ισχυρίζεται ότι μία από τις μικρές απολαύσε ις της ημέρας του ήταν να απλώνει το χέρι στην κληματαριά του και να κόβε ι όσα σταφύλια ήθελε . Ερχόταν κάθε πρωί στην αυλή κοιτάζοντας με βδελυγμία τα τόσο δελεαστικά παρατεταγμένα, αλλά τόσο ανάξια λόγου κατ' εκείνον αγοραστά σταφύλια.
«Χμ!» παρατηρούσε υποτιμητικά, χτυπώντας ένα μικρό ασημένιο καμπανάκι για να φωνάξει την υπεύθυνη για το σερβίρισμα υπηρέτρια, η οποία πρόβαλλε δειλά από το σπίτι γνωρίζοντας άριστα τι επρόκειτο να επακολουθήσει. «Τι δουλειά έχουν εδώ αυτά τα σταφύλια;» ρωτούσε, κι εκείνη αποκρινόταν στενοχωρημένη:
«Μπέη εφέντη, σήμερα δεν γινόταν να κόψουμε από την κληματαριά . . . »
Και στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κατεβασμένο, ενώ το πρόσωπο κι ο λαιμός της σιγά-σιγά κοκκίνιζαν. Πριν προλάβει ο θείος μου να θέσε ι σε μεγαλύτερη δοκιμασία την περιορισμένη ευστροφία της, εμφανιζόταν η θε ία μου γυρεύοντας να μάθει τι συνέβαινε .
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
58 Ιρφάν Οργκά
«Τα σταφύλια, χανίμ εφέντη . . . » άρχιζε να λέει η υπηρέτρια. «Αυτά τα σταφύλια, Αίσέ . . . » διέκοπτε ο θείος μου γνέφοντας
στην υπηρέτρια να φύγει. «Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε τα δικά μας σταφύλια αντί γι' αυτά τα ημιθανή κατασκευάσματα;»
Έπειτα προ έτασσε το κάτω χείλος του κοιτώντας χαριτωμένα τη θεία μου, η οποία καμιά φορά αναστέναζε και πρότεινε το ψαλίδι για τα σταφύλια χωρίς να πει λέξη.
Μόλις περνούσε το δικό του, ο θε ίος μου μετάνιωνε αμέσως αρκούμενος σε ένα υπερμέγεθες τσαμπί και σ' ένα μικρ6τερο και φωνάζοντας τη θεία μου για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν την εντυπωσιακή φειδώ του. Αλλά η νίκη δεν ήταν πάντα τόσο εύκολη. Η έκβαση εξαρτάτο κυρίως από τα κέφια της θείας μου, η οποία μπορούσε κάλλιστα να αγνοήσει κάθε αστε'ίσμό. Έτσι ο θείος μου κατέστρωσε ένα σχέδιο. Χωρίς καμιά αιδώ με συμβούλεψε να καλοπιάνω και να χα'ίδολογάω τη θεία μου και, όταν έκρινα ότι η διάθεσή της είχε μαλακώσει αρκετά, να κοιτάζω όλο ικεσία κατά την κληματαριά και να ζητάω λίγα σταφύλια. Αυτό και έπραξα. Η θεία μου ανταποκρίθηκε όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο θείος μου, μα καμιά φορά αναρωτιέμαι κατά πόσον είχε μαντέψει την κατεργαριά διότι εκείνος παρουσιαζόταν ευδιάθετος στο τραπέζι και, μόλις έβλεπε τ' αγαπημένα του σταφύλια, ένα πλατύ χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό του. Πότε-πότε η θεία μου τον κοίταζε συλλογισμένη κι έπειτα στρεφόταν προς το μέρος μου θαρρείς κι αναρωτιόταν πόσο μπορεί να την είχαμε εξαπατήσει.
Περνούσα το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στους κήπους, ενώ η θεία μου καθόταν κάτω από μια μανόλια ράβοντας και έχοντας το νου της σ' ό,τι έκανα. Μου άρεσαν τα λαμπερά πράσινα φύλλα των μανολιών και η πλούσια κρεμώδης υφή των ανθών τους και καμιά φορά έκοβα ένα και το έδινα στη θεία μου, η οποία το έβαζε πίσω από το αυτί φαντάζοντας αίφνης εξωτική και παράξενη. Υπήρχε μια λιμνούλα στη μέση του κήπου και χάζευα επί ώρες κοιτάζοντας τα τεμπέλικα χρυσόψαρα ενώ ο Φιντέλ και η Τζόλι κάθονταν ασθμαίνοντας πλάι μου. Με είχαν αναλάβει σαν να ήμουν ιδιοκτησία τους, με ακολουθούσαν παντού και αλυχτούσαν θλιμμένα αν τ' άφηνα και πήγαινα να βρω τον Χασάν. Η είσοδος
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 59
στο ροδώνα και τον κήπο της κουζίνας τούς ήταν απαγορευμένη, αλλά ζούσαν με την ελπίδα ότι όλο και κάποιος ανύποπτος θα άφηνε ανοιχτή μία από τις πόρτες του περιβόλου για να χωθούν μέσα. Ο Χασάν με άφηνε να μαζεύω τα παραγινωμένα μήλα που είχαν πέσει στο χώμα και σε έκτακτες περιπτώσεις μού έδινε να φάω ροδάκινα, ζεστά ακόμα από τον ήλιο που έπεφτε ολημερίς στους νότιους μαντρότοιχους. Κάποτε μπήκα μαζί με τα σκυλιά και ήταν η μοναδική φορά που είδα τον Χασάν πραγματικά θυμωμένο σε σχέση με τη συχνή μουρμούρα του. Έδιωξε νευριασμένος τα δύο σκυλιά από τα καρότα και τα κρεμμύδια, τα κυνήγησε μακριά από τα βλαστάρια των σμέουρων και τα πέρασε γενεές δεκατέσσερις όταν τσαλαπάτησαν τις βραγιές με τις φράουλές του. Το έβαλα στα πόδια κι όπου φύγει φύγει, με τον Φιντέλ και την Τζόλι βολίδα ξοπίσω μου -γιατί αρκετά είχαμε παίξει - και τις άγριες κατάρες του Χασάν να σκίζουν τον αέρα.
Ο θείος μου είχε μία βάρκα με κουπιά και τα δροσερά απογεύματα μ' έπαιρνε μαζί του για ψάρεμα. Κοίταζα στα καθάρια γαλανά νερά του Βοσπόρου, μήπως διακρίνω κανένα ψάρι, κι ο θείος μου διασκέδαζε με τα ενθουσιώδη επιφωνήματά μου. Έριχνε πετονιά και καμιά φορά τσιμπούσαν σκουμπριά ή μικροί τόνοι' τρελαινόμουν να τα βλέπω να σπαρταρούν στον πάτο της βάρκας. Κάποτε είδα μια αγέλη δελφίνια και τα παρακολουθούσα με κομμένη την ανάσα να πηδούν στον αέρα. Έπειτα, άμα σουρούπωνε και τ' άστρα άρχιζαν να κεντούν τον ουρανό του δειλινού, επιστρέφαμε με σκουμπριά ή τόνους στα πόδια μας και το θείο μου να διηγείται ιστορίες ενώ πλέαμε άκοπα στον Βόσπορο κι ακούγαμε συγκεχυμένα τις φωνές των ανθρώπων στο γιαλό και τις σειρήνες των μεγάλων βαποριών. Όμορφες στιγμές για ένα σχεδόν εξάχρονο παιδί, στιγμές που διασώθηκαν στη μνήμη μου πολύ καιρό αφότου είχε σβήσει η χαρά.
Ένα απόγευμα, την ώρα του μεσημεριανού ύπνου, ενώ λαγοκοιμόμασταν στη βεράντα σε μεγάλες καρέκλες με μαξιλάρια, ξύπνησα από γέλια κι άκουσα τη θεία μου να λέει:
«Θα πρέπει να είσαι κόυρασμένη από το ταξίδι με τέτοια ζέστη».
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
60 Ιρφάν Οργκά
Και τη μητέρα μου να αποκρίνεται ότι έκανε αρκετή δροσιά στο καράβι και ότι ήταν ξεκούραστη. Αναπήδησα, έτρεξα στο χώρο υποδοχής και να την, η χαμογελαστή μου οικογένε ια, που μόλις είχε καταφθάσει. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος ώστε προς στιγμήν βουβάθηκα κι απόμεινα να ψαύω το απαλό ύφασμα του φορέματος της μητέρας μου, η οποία κοκκίνιζε ολοένα περισσότερο προσπαθώντας να πνίξει τη συγκίνησή της. Σήκωσε το γιασμάκι της κι έσκυψε να με κοιτάξει.
«Πόσο μαύρισες!» αναφώνησε φιλώντας με και ξαφνικά άφησα ελεύθερα τα αισθήματά μου κι άρχισα να φλυαρώ.
Όρμησα στην Ιντζί και στον Μεχμέτ, που μόνο τώρα συνειδητοποιούσα πόσο τους είχα επιθυμήσει. Η αστεία Ιντζί άρχισε αμέσως να στριφογυρίζει τα μάτια της κι εγώ έσκασα στα γέλια κι έκανα τούμπες για να εκδηλώσω τη χαρά μου. Ο πατέρας μου μετρίασε την ευθυμία μου κι ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου. Φαινόταν σιωπηλός, γεγονός ασυνήθιστο, κι εγώ ήμουν πολύ μικρός για να γνωρίζω ή να καταλαβαίνω ότι η Γερμανία και η Αγγλία βρίσκονταν σε πόλεμο. Πολύ μικρός για να γνωρίζω πόσες αλλαγές θα επέφεραν αυτές οι δυο μακρινές χώρες στην Τουρκία και τη ζωή μου.
Καθήσαμε στη βεράντα, όπου η κληματαριά μάς προφύλασσε από την απογευματινή αντηλιά. Προστέθηκαν κι άλλα μαξιλάρια, μια υπηρέτρια έφερε ποτήρια με παγωμένο νερό και τούρκικο καφέ κι εγώ σκαρφάλωσα στα γόνατα του πατέρα μου. Ήταν αφηρημένος και δεν με πήρε καν είδηση διότι είχε αρχίσει να συζητά με το θείο μου σε τι είδους σχολείο έπρεπε να με στε ίλουν. Ο θείος μου ήταν αντίθετος με το όλο ζήτημα, υποστηρίζοντας ότι ήμουν ακόμα πολύ μικρός για να με στείλουν σχολείο σε τόσο ταραγμένους καιρούς και πάνω εκεί αντάλλαξαν ένα συνεννοημένο βλέμμα, το οποίο μου γέννησε απλώς απορίες χωρίς να καταλάβω τι σήμαινε. Άλλαξαν θέμα και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από άλλα πράγματα. Ήμουν πολύ μικρός ώστε να αντιληφθώ το νόημά τους, αλλά χρόνια αργότερα η μητέρα μου με βοήθησε να ανασυνθέσω το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης.
Εκε ίνη τη νύχτα, ξαπλωμένος σ' ένα μεγαλύτερο δωμάτιο μαζί Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 61
με τον Μεχμέτ, άκουγα τις φωνές των μεγάλων, που μιλούσαν όλοι μαζί στη βεράντα. Οι φωνές τους έμοιαζαν αλλιώτικες πλανιόταν ένα ασυνήθιστα εριστικό πνεύμα. Υπήρχαν λιγότερα γέλια και μεγαλύτερη ένταση, πράγμα παράξενο δεδομένου ότι παρευρίσκονταν κυρίες. Γλίστρησα από το κρεβάτι μου κι έσκυψα στο ανοιχτό παράθυρο. Κοίταξα την πυκνή σκεπή των αμπελόφυλλων, που φαινόταν ανοιχτοπράσινη στα σημεία όπου τη διαπερνούσε το φως της λάμπας. Είχε σιγαλιά και μπορούσα ν' ακούσω ολοκάθαρα τη συζήτηση. Φαίνεται ότι ο πατέρας επιχειρούσε να πείσει τη γιαγιά μου να πουλήσουμε το σπίτι μας ! Είπε ότι στην Ευρώπη είχε ξεσπάσει πόλεμος και ουδείς γνώριζε πότε θα εμπλεκόταν και η χώρα μας. Είπε ότι τα πάντα ήσαν πιθανά και, δεδομένης της φθίνουσας πορείας που ακολουθούσε εσχάτως η επιχείρηση, έπρεπε να περιστε ίλουμε τις δαπάνες μας.
«Ανοησίες! » ακούστηκε κοφτά η φωνή της γιαγιάς μου. «Γιατί ένας πόλεμος στην Ευρώπη ν' αλλάξει τις ζωές μας; Όλα μου τα παιδιά και τα δυο δικά σου σ' αυτό το σπίτι γεννήθηκαν, Χουσνού. Πρωτοήρθα σ' αυτό στα δεκατρία μου και προτιμώ να πεθάνω παρά να το εγκαταλείψω».
Σ' αυτό το σημείο επενέβη ο θείος μου: «ο Χουσνού έχει δίκιο. Το σπίτι παραείναι μεγάλο για σας
τώρα. Παραείναι μεγάλο εδώ και χρόνια, αλλά, όσο ζούσε ο πατέρας, δεν είχαμε δικαίωμα να αναμιχθούμε».
«Αυτό έλειπε», είπε η γιαγιά μου, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν τόσο τραχιά - ίσως επρόκειτο για παλιό και πολυσυζητημένο θέμα. «'Εχουμε αρκετά χρήματα», συνέχισε . «Και ο Χουσνού έχει την επιχείρηση του πατέρα σας ... »
«Σας έχω πει ότι την πουλώ», αποκρίθηκε η φωνή του πατέρα μου, απότομη και τελεσίδικη .
Απλώθηκε σιωπή κι ανατρίχιασα μέσα από τη λεπτή νυχτικιά μου παρά τη ζεστή νύχτα. Ένιωθα την ένταση στην ατμόσφαιρα. Δεν μπορώ να εξηγήσω ή να προσδιορίσω την αίσθηση που είχα, γεγονός ε ίναι όμως ότι αντιλαμβανόμουν κάτι πρωτόγνωρο, μια άγνωστη απειλή να κρέμεται πάνω από την οικογένειά μου.
Χρόνια αργότερα, όταν άρχισα να καταγράφω τα οικογενεια-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
62 Ιρφάν Οργκά
κά συμβάντα εν είδει ημερολογίου, η μητέρα μου αν έπλασε πολύ πιστά εκείνη τη νύχτα στο Σαρίγιερ - τη νύχτα κατά την οποία ένα μικρό, αδιάκριτο αγόρι ένιωσε για πρώτη φορά την κρύα πνοή της ανασφάλειας.
Η μητέρα μου έσπασε πρώτη τη σιωπή. «Πουλάς την επιχείρηση;» ρώτησε έκπληκτη σαν να μην μπο
ρούσε να αντιληφθεί ποια παράξενη δύναμη ωθούσε τον πατέρα μου.
«Πρέπει να πουληθεί αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ήλπιζα να την επεκτείνω σε μεγάλη κλίμακα, αλλά γνωρίζεις άριστα ότι οι συνθήκες ήσαν εναντίον μου. Ω, είναι αδύνατον να σ' τα εξηγήσω όλα αυτά και να καταλάβεις. Υπάρχουν ένα σωρό δυσχέρειες εργατικά χέρια, εξαγωγές, ανεπαρκείς αντιπροσωπείες στο εξωτερικό και τώρα ο πόλεμος στην Ευρώπη θέτει τέρμα σε όλες μου τις ελπίδες να ξανοιχτώ στις εκεί αγορές. Εάν η Τουρκία εμπλακεί στον πόλεμο - και κατά τη γνώμη μου θα εμπλακεί - , θα επιστρατευθώ κι εγώ κι ο Αχμέτ και ποιος θα αναλάβει τις εδώ υποθέσεις; Καλύτερα να aπαλλαχτoύμε τώρα aπό την επιχείρηση και, αν κάποτε επιστρέψω, τότε με το όνομά μας θα είναι εύκολο να την ξαναστήσω». ,
Απλώθηκε πάλι εκείνη η τρομακτική βουβαμάρα, μια βουβαμάρα απειλητική κι αμήχανη, που με παρέλυσε. Εκείνες οι συζητήσεις αποτελούσαν τα πρώτα σημάδια των επερχόμενων αλλαγών. Στεκόμουν εκεί δακρυσμένος, απροστάτευτος κι ευχόμενος μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μείνει η ζωή μας σαν τώρα -όχι, όχι σαν τώρα, αλλά σαν χθες που είχα πάει για ψάρεμα με το θείο μου και τον είχα βοηθήσει να τραβήξει τα σκουμπριά κι ε ίχαμε επιστρέψει το σούρουπο κωπηλατώντας και τραγουδώντας .
Αυτή τη φορά τη σιωπή έσπασε η γιαγιά μου, ισχυρογνώμων, πεισματάρα, ανυποχώρητη .
«Εξακολουθεί να μου φαίνεται ακραίο να πουλήσεις την επιχείρηση επειδή ενδέχεται να σε καλέσουν στο στρατό, Χουσνού», είπε, «και οφείλω να πω, μολονότι ε ίναι βέβαιο ότι με θεωρείς μια ανόητη γριά, ότι αυτή η πιθανότητα μου φαίνεται πολύ μακρινή . Τη δουλειά την έστησαν ο πατέρας κι ο παππούς σου και σίγουρα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 63
αυτός ο πόλεμος στον οποίο αναφέρεσαι δεν μπορεί να εμποδίσει την πώληση των χαλιών μας στην Ευρώπη και την Περσία. Όλο και κάποιοι θα μείνουν στον κόσμο που να εκτιμούν την ομορφιά».
Αντί απαντήσεως ο πατέρας μου κάγχασε μ' ένα γέλιο αλλόκοτο. Ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μου. Είπε:
«Μητέρα, φιλώ το χέρι σας, σας σέβομαι απεριόριστα και γνωρίζω ότι θα με συγχωρήσετε αν σας πω ότι λέτε ασυναρτησίες. Όταν η Τουρκία εμπλακεί στον πόλεμο, ουδείς θα ενδιαφέρεται για τα χαλιά μας ή για την επιχείρηση που τόσο δραστήρια έστησε ο παππούς μου».
«Πολύ καλά λοιπόν, Χουσνού», δήλωσε η γιαγιά μου υπαναχωρώντας απροσδόκητα. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί αυτός ο πόλεμος να έχει τόσο μεγάλη σημασία, αλλά είσαι άνδρας κι αυτά τα γνωρίζεις καλύτερα από εμένα· πούλησε λοιπόν την επιχείρησή σου, αφού το θέλεις, αλλά άφησέ μου το σπίτι μου σε παρακαλώ».
Ο πατέρας μου βαριαναστέναξε κι ο ήχος ακούστηκε αχνά, αλλά ευδιάκριτα μέσα από την κληματαριά. Ίσως τα μάτια του να στράφηκαν παρακλητικά στο θείο μου γιατί άκουσα τη βαθιά φωνή του θείου Αχμέτ να λέει:
«ο Χουσνού έχει δίκιο, μητέρα. Πρέπει να τον αφήσετε να πουλήσει αυτό το μαυσωλείο, να βρει ένα μικρότερο σπίτι και να προμηθευτείτε τρόφιμα. Οι τιμές ανεβαίνουν κι οι αγρότες έχουν αρχίσει να κρύβουν το σιτάρι τους. Καλύτερα να λάβετε τα μέτρα σας τώρα γιατί ίσως μια μέρα τα μαγαζιά να είναι κλειστά και να πρέπει εσείς και η αδελφή μου, η Σεβκιγιέ, να φροντίσετε τους εαυτούς σας».
«Μακάρι να ήξερα γιατί είμαστε όλοι τόσο κατηφείς», ε ίπε η γιαγιά μου, «και γιατί θα πρέπει να φροντίσουμε τους εαυτούς μας. Πού θα είναι ο Χουσνού;» .
«Ένας Θεός ξέρει», αποκρίθηκε συγκινημένος ο θείος μου. «Ακόμα κι αν φύγει», συνέχισε η γιαγιά μου, εμμένοντας στη
δυστροπία της, «θα είναι αξιωματικός και θα μπορεί να μας στέλνει ένα σωρό πράγματα. Είναι βέβαιο ότι δεν θ' αφήσει την οικογένειά του να πεινάσει».
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
64 Ιρφάν Οργκά
Ο πατέρας μου είπε ήρεμα:
«ο οθωμανικός στρατός διαθέτει ήδη πλήθος καλά εκπαιδευ
μένων αξιωματικών. Δεν θα τους χρειάζονται κι άλλοι' καλή τροφή
για τα όπλα θα θέλουν».
Δεν ήξερα τι εννοούσε, αλλά φαίνεται πως η μητέρα μου κατά
λαβε, γιατί διαμαρτυρήθηκε βογκώντας ανεπαίσθητα, και η γιαγιά
μου επιτέλους σώπασε.
Άκουγα τη μητέρα μου να κλαίει σιγανά. Μ' έπιασε χτυποκάρ
δι και φαγούρα σ' όλο μου το σώμα. Τι είχαν πάθει η μητέρα μου
και ο εύθυμος πατέρας μου; Τι ήταν όλη αυτή η περίεργη, και
νούργια συζήτηση περί «πολέμου» και τι σήμαινε «πόλεμος»; Είχα
ξυπνήσει τελείως και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ήθελα να
φωνάξω στη μικρή σύναξη που καθόταν τόσο σιωπηλή κάτω από
την προστατευτική παλιά κληματαριά, που άκουγε τα τραγικά
μυστικά τους. Δεν ήξερα γιατί φοβόμουν, αλλά ήμουν αρκετά
μεγάλος ώστε να αντιληφθώ ότι είχα κρυφακούσει μια συζήτηση
που δεν προοριζόταν για τ' αυτιά μου.
Το επόμενο πρωί, μόλις με έντυσε η Ιντζί, έτρεξα ανυπόμονα
κάτω αγωνιώντας να δω πόσο αλλαγμένοι μπορεί να ήσαν οι γο
νείς μου. Φαίνονταν απολύτως φυσιολογικοί. Η μητέρα μου πράα
όπως πάντα και ο πατέρας μου με χαμογελαστά μάτια. Ένιωσα με
γάλη ανακούφιση. Ίσως η νύχτα και το σκοτάδι να είχαν παίξει
άσχημα παιχνίδια στη φαντασία μου κω να μην είχα ακούσει ποτέ
τη συζήτησή τους.
Ο θείος μου μας καλημέρισε χαρούμενα κι έκοψε μεγάλα τσα
μπιά απ' την πολύτιμη κληματαριά χωρίς να τα τσιγκουνευτεί διό
λου. Θυμούμαι, νομίζω, ότι όλη εκείνη την ημέρα ο πατέρας μου
καθόταν άπραγος στον κήπο, πετώντας πού και πού κανένα ξύλο
στα σκυλιά ή παίζοντας μ' εμάς τα παιδιά. Με ρώτησε αν ήθελα να
πάω στο σχολείο και, όταν ενθουσιασμένος απάντησα καταφατι
κά, είπε ότι θα το κανόνιζε μόλις επιστρέφαμε στην Ισταμπούλ.
Τον ρώτησα δειλά αν επρόκειτο να αφήσουμε το σπίτι μας.
Προς στιγμήν ξαφνιάστηκε και υπέθεσα ότι θα ρωτούσε ποιος μου
το είχε πει, αλλά περιορίστηκε απλώς ν' αναστενάξει λίγο και να
πει ότι ίσως χρειαζόταν να φύγουμε. Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 65
Προτού πλαγιάσω εκείνο το απόγευμα, κάθησα να παίξω μό
νος σε μια γωνιά της βεράντας. Ο πατέρας και ο θείος μου κάθο
νταν σιγοπίνοντας κρασί και συζητώντας ήσυχα. Άκουγα άθελά
μου τι έλεγαν και την περίεργη, άγνωστη λέξη «πόλεμος» να επα
ναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Εσχάτως αυτή η λέξη φαινόταν να
κατακυριεύει κάθε σκέψη και αναφυόταν τακτικά όποτε οι άνδρες
έμεναν μόνοι τους.
Ο πατέρας μου έλεγε: «Οι Γερμανοί αξιωματικοί δεν εκπαιδεύουν τον τουρκικό στρα
τό για τα μαύρα του τα μάτια».
«Μα», έκανε να διαφωνήσει ο θείος μου, «αν εμπλακούμε και
σ' αυτό τον πόλεμο, θα εξαφανιστούμε ως έθνος. Έχουμε ήδη χά
σει την αυτοκρατορία μας και έχουμε μόλις βγει από τον Βαλκα
νικό Πόλεμο ηττημένοι και ταπεινωμένοι. Δεν μπορεί να είναι τόσο
μεγάλη η έπαρση του Ενβέρ για να επιτρέψει να μετατραπεί σε ε
ρείπια η χώρα του».
«Λίγα είναι αυτά που δεν θα έκανε όποιος προσπαθεί να αφή
σει το όνομά του στην ιστορία, κι ο σουλτάνος είναι ανίσχυρος, αν
και εν προκειμένω μάλλον πρόκειται για μπρος γκρεμό και πίσω
ρέμα».
«Τι προδοτικά λόγια είν' αυτά;» διέκοψε η αυστηρή φωνή της
γιαγιάς μου και κοίταξα προς τα πάνω για να τη δω, εξίσου αιφνι
διασμένος με τους δυο άνδρες από το αθόρυβο πλησίασμά της.
«Η προδοσία είναι μια λέξη που έχει χάσει το νόημά της στις
μέρες μας», αποκρίθηκε ο πατέρας μου, και τα μάτια του συνάντη
σαν τα δικά μου, που τον κοιτούσαν έντονα. «Πού είναι η Ιντζί;»
ρώτησε επιτακτικά. «Γιατί αυτό το παιδί κάθεται εδώ μαζί μας
τέτοια ώρα;» και χτύπησε δυνατά το κουδουνάκι.
Ύστερα απ' αυτό δεν ξανάκουσα να γίνεται λόγος για «πόλεμο»
ή για οτιδήποτε άλλο διότι οι γονείς μου φρόντιζαν να είμαι πλήρως
απασχολημένος ή στο κρεβάτι και να κοιμάμαι προτού αρχίσουν τις
ανησυχητικές συζητήσεις τους.
Εκείνες οι μέρες στο Σαρίγιερ κύλησαν γρήγορα κι εμάς τα
παιδιά μάς έψησε ο ήλιος. Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει με το
θείο μου τ' απογεύματα και να κάθεται άεργος στον κήπο τα πρω-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
66 Ιρφάν Οργκά
ινά. Οι κυρίες πήγαιναν μικρές αμαξάδες ή έκαναν επισκέψεις στα δυο-τρία αρχοντόσπιτα της περιοχής και τ' απογεύματα ρουφούσαν τούρκικο καφέ κάτω από τ' απλωτά κλαδιά των μανολιών.
Έμοιαζαν τόσο εύθυμες και κομψές καθισμένες στις ξαπλώστρες τους, φλυαρώντας σαν κίσσες και με τον ήλιο να λούζει τα απαλόχρωμα, λαμπερά μεταξωτά τους φορέματα. Καμιά φορά καθόμουν λίγο παράμερα και τις παρακολουθούσα να κεντούν ή να φέρνουν το φλιτζάνι στα χείλη τους με νωχελικά κρινοδάχτυλα που πετούσαν φωτιές καθώς οι ακτίνες του ήλιου έκαναν τα δαχτυλίδια τους να στραφταλίζουν. Πότε-πότε η υπηρέτρια για το σερβίρισμα διέσχιζε την πελούζα και πήγαινε προς το μέρος τους, με τη χιονάτη ποδιά πάνω από τη μελαγχολική μαυρίλα του φουστανιού της, κι ένιωθα μια νοσταλγία να μου σφίγγει την καρδιά δίχως να ξέρω γιατί. Ακαθόριστοι φόβοι άρχιζαν να τρεμοπαίζουν συγκεχυμένα στο μυαλό μου κι ήθελα να αιχμαλωτίσω και να κρατήσω για πάντα εκείνη την ολόφωτη, ζωντανή σκηνή. Εντέλει όμως έφθασε η μέρα που θα αφήναμε το Σαρίγιερ και η επιστροφή στην Ισταμπούλ, στη Φεριντέ και στη Χατζέρ ε ίχε τη δική της, ξεχωριστή γοητεία.
Η θεία μου μας ετοίμασε μεγάλες ποσότητες τροφίμων και ο Χασάν εμφανίστηκε μ' ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα για τη μητέρα μου.
Καθώς το πλοίο πέρασε μπροστά από την άκρη του κήπου, χαιρετήσαμε χαρούμενα το θείο, τη θεία μου κι όλους τους συγκεντρωμένους υπηρέτες χωρίς κανείς μας να γνωρίζει ότι αποχαιρετούσαμε μια ζωή η οποία θα εξαφανιζόταν διά παντός από τον κόσ�o.
Και, όταν η θεία μου κούνησε το τριανταφυλλί μαντίλι της, αγνοούσα ότι αργότερα και για χρόνια, όποτε έβλεπα ένα τριανταφυλλί λεπτό λινό κομματάκι, θα αναβίωνε ολοζώντανη εμπρός μου εκείνη η μέρα. Δεν ήξερα τίποτα για τα ατελείωτα χρόνια φτώχειας που έμελλε να ακολουθήσουν ή για το ότι κάποια μέρα αυτό το ευτυχισμένο αγόρι, εγώ, θα έτρωγε γρασίδι επειδή πεινούσε .
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Το καινούργιο σπίτι και άλλα
Ο ΜΟΥΡΑΤ ΗΡΘΕ να μας προϋπαντήσει με το παετόνι στη Γέφυρα του Γαλατά, τούτη τη φορά λιγότερο φουρκισμένος με το αλογάκι μου και οδηγώντας ήρεμα επειδή ήταν μαζί η γιαγιά μου. Υπό αυτές τις συνθήκες οι απρόσεκτοι διαβάτες δεν κινδύνευαν από τις οπλές των αλόγων, αλλά εγώ βαριόμουν και λαχταρούσα να τρέξουμε.
Αφότου επιστρέψαμε στο σπίτι, η ζωή ξαναβρήκε γρήγορα το ρυθμό της οι διακοπές ανήκαν στο παρελθόν και η θύμησή τους είχε κιόλας αρχίσει να χάνει τη λάμψη της. Καμία συζήτηση περί «πολέμου» δεν απείλησε να διαταράξει τη γαλήνη μας. Κανονίστηκε ότι θα πήγαινα στο κοντινό σχολείο· αναλώθηκαν αρκετές ημέρες στην προετοιμασία καινούργιων ρούχων και μου αγόρασαν μια κομψή δερμάτινη σάκα. Η Χατζέρ γέμιζε απανωτού ς δίσκους με λουκουμάδες γιατί πριν τριάντα πέντε χρόνια ήταν συνήθειο οι νεοφερμένοι στο σχολείο να προσφέρουν γλυκά στους άλλους μαθητές. Με συνόδευσε στο σχολείο ο πατέρας μου κι ήμουν όλο σοβαρότητα και καμάρι. Ο χότζας μάς μάζεψε στην είσοδο· έμοιαζε πολύ άγρίος ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Παρ' όλα αυτά μου χάιδεψε αρκετά τρυφερά το κεφάλι κι οι πρώτες εντυπώσεις μου μετριάστηκαν. Είχε μακριά μαύρη γενειάδα, φορούσε ένα εξίσου μαύρο αντερί κι άσπρο σαρίκι στο κεφάλι. Τον ακολουθήσαμε στο εσωτερικό του σχολείου, που ήταν όλο κι όλο μια αίθουσα. Δεν υπήρχαν θρανία ούτε καρέκλες ή βιβλία· καμία ένδειξη η οποία να μαρτυρούσε οιουδήποτε είδους σχολική δραστηριότητα. Είκοσι με τριάντα παιδιά κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα, πάνω σε μαξιλάρια. Ο χότζας κάθησε κι αυτός στο πάτωμα, αλλά σ' ένα μεγαλύτερο μαξιλάρι και μακριά απ' τα παιδιά. Ο Μουράτ
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
68 /ρφάνΟργκά
έφερε μέσα τους λουκουμάδες ρίχνοντας ένα ξινισμένο βλέμμα cπo χότζα, ο οποίος περιεργάστηκε τους δίσκους, βούτηξε μερικούς λουκουμάδες και τους έχωσε cπo cπόμα του. Τους μασούλη
σε εκcπασιασμένoς, με τα μάτια υψωμένα cπoν ουρανό, κι έπειτα πρόcπαξε τον Μουράτ να aπoθέσει τους δίσκους cπo π�τωμα ενώ
ο ίδιος τοποθετούσε τα παιδιά γύρω aπό τους δίσκους. Μου είπε να χαιρετήσω τον πατέρα μου και να φιλήσω το χέρι
του' το έκανα νιώθοντας μια αόριστη αμηχανία διότι ο χότζας δεν μου άρεσε και θεωρούσα ότι δεν θα άλλαζα γνώμη έτσι και τον γνώριζα καλύτερα. Μου έδωσε μια θέση cπo πάτωμα μαζί με τους άλλους κι άκουσα aπελπισμένoς τον πατέρα μου και τον Μουράτ
να φεύγουν με την άμαξα. Σύντομα όμως ένα οδυνηρό χτύπημα cπo
κεφάλι από τη μακριά βέργα του χότζα με επανέφερε στην τάξη. Η βέργα είχε μήκος κάπου πέντε πήχες, πράγμα το οποίο του επέτρε
πε να τις βρέχει σε οποιοδήποτε παιδί χωρίς να μετακινείται aπό
το μαξιλάρι του. Δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα μάθημα aπό εκεί
νη την ημέρα και τείνω να πιcπέψω ότι δεν έγινε μάθημα εκτός από
μερικές σκόρπιες αναγνώσεις aπό το Κοράνι. Αυτό που θυμούμαι καλύτερα είναι η όλο σαγήνη φρικίασή μου καθώς η βέργα του
χότζα κατέβαινε cπα κεφάλια μερικών άτυχων μαθητών. Κατέβηκε κάμποσες φορές και cπo δικό μου και, όσο κι αν προσπαθούσα να
την αποφύγω, ο χότζας αποδεικνυόταν πάντοτε πιο γρήγορος. Κά
ποια άλλα ανυπάκουα παιδιά cπάλθηκαν στις διάφορες γωνίες της
αίθουσας κι υποχρεώθηκαν να μείνουν cπo ένα πόδι και με τα χέρια ψηλά. Ήσαν πολύ αcπεία, αλλά δεν τολμούσα να εκδηλώσω
την ευθυμία μου φοβούμενος ότι ο χότζας θα με σήκωνε όρθιο και
σε παρόμοια cπάση. Προλόγιζε κάθε του σχόλιο aπαγγέλλoντας: «Παντισαχίμ τσοκ γιασά» (<<Πολυχρονεμένος ο σουλτάνος μου»)
και ήμαcπαν υποχρεωμένοι να το ψαλμουδίζουμε μετά aπ' αυτόν. Εκείνο το aπόγευμα ο πατέρας μου με ρώτησε καταλεπτώς για
το σχολείο δίνοντας την εντύπωση ότι όλη μέρα τον βασάνιζαν οι φρικτότερες υποψίες. Του περιέγραψα τα πάντα και πρόσεξα ότι αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη μητέρα μου. Η γιαγιά μου ήταν βαθύ
τατα αγανακτισμένη που ο αμαθής χότζας είχε τολμήσει να δείρει τον εγγονό της.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 69
«ο Αχμέτ είχε δίκιο», δήλωσε αποφασιστικά ο πατέρας μου.
«Πρέπει να τον στείλουμε στο γαλλικό σχολείο στο Γκεντίκ πα
σά».
Έτσι τελείωσε η πρώτη και τελευταία μέρα στο σχολείο της περιοχής, ενώ η Ιντζί έκλαιγε τους δίσκους με τους λουκουμάδες
θεωρώντας προφανώς ότι παραήσαν καλοί για το χότζα και τους μαθητές του. Έγιναν οι συνεννοήσεις με το διευθυντή του γαλλικού σχολείου και μου παρήγγειλαν μια κομψή γκρίζα στολή ενώ
αλφαβητάρια και τετράδια τοποθετήθηκαν στη δερμάτινη σάκα.
Τον Σεπτέμβριο του 1914, ένα μήνα πριν τα έκτα μου γενέθλια, ξανάρχισα το σχολείο.
Το γαλλικό σχολείο ήταν ολότελα διαφορετικό από το συνοι
κιακό σχολείο. Κατ' αρχάς υπήρχε πλήθος δασκάλων κι ένα σωρό
αίθουσες. Έμαθα να λέω «Bon jour, m'sieu» ή «Bon jour, mam' selle», αναλόγως της περιπτώσεως, και να μετρώ ως το δέκα στα γαλλικά. Απέκτησα πολλούς νέους φίλους στο σχολείο. Η πλειονότητα των μαθητών ήσαν Τούρκοι και προέρχονταν από οικογέ
νειες οι οποίες ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη με τη δική μου,
υπήρχαν όμως και ορισμένοι Γάλλοι ή Αρμένιοι. Σύντομα έμαθα να πηγαίνω μόνος στο σχολείο και συναντούσα τους φίλους μου καθ' οδόν. Υποκλινόμασταν ο ένας στον άλλο και λέγαμε όλο επιτήδευση: «Bon jour, mon ami. Comment allez-vous?» διότι ήταν
της μόδας να μιμούμαστε τους μεγαλυτέρους και να μιλούμε γαλλικά δημοσίως, πράγμα φαντασμένο και μεγαλίστικο.
Μερικές φορές οι νέοι φίλοι μου έρχονταν να με επισκεφθούν
στο σπίτι κι άρχισα να απομακρύνομαι από τον Μεχμέτ και την Ιντζί. Αρνιόμουν να παίζω μωρουδίστικα παιχνίδια με τον Μεχμέτ
και, όποτε έμπαινε με το ασταθές βάδισμά του σε κάποιο δωμάτιο όπου ήμασταν συγκεντρωμένοι οι φίλοι μου κι εγώ, χτυπούσα επι
τακτικά το κουδουνάκι, για να έρθει η Ιντζί, και της έλεγα να τον πάρει από τη μέση.
Ένα απόγευμα, αφού είχα επιστρέψει από το σχολείο και κα
θόμουν στο σαλόνι περιγράφοντας στη μητέρα μου πώς είχα περά
σει την ημέρα μου, έφθασε ο πατέρας μου από το παζάρι μ' ένα χαμάλη ο οποίος κουβαλούσε κάμποσους μεγάλους τενεκέδες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
70 Ι ρφά.ν Οργκά.
Τους έδωσαν στη Χατζέρ κι έπειτα ο πατέρας μου εξήγησε ότι έπρεπε να τους γεμίσουν με τροφή που να αποθηκεύεται.
«Η κατάσταση είναι σοβαρή», εξήγησε στην ανέκφραστη για
γιά μου. «Αύριο θα πάω ο ίδιος στο παζάρι. Οι φήμες από το Σεράι λένε ότι η χώρα μας θα εμπλακεί στον πόλεμο. Ο Ενβέρ και ο Ταλάτ πασάς είναι άκρως φιλογερμανοί και, εάν πρόκειται να
φύγω, θέλω να αισθάνομαι ότι έχω κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε
να μη σας λείψει τίποτα». Το πρόσώπο της μητέρας μου σκοτείνιασε και ήξερα ότι επέ
κειτο συζήτηση. Περίμενα πως μάλλον θα με έδιωχναν, αλλά ο
πατέρας μου είπε ότι μπορούσα να μείνω και πρόσθεσε:
«Όταν φύγω, θα είσαι ο μόνος άνδρας στο σπίτι, συνεπώς θα
πρέπει να ξέρεις πώς να φυλάς τις γυναίκες του σπιτιού, ε;» και μου τράβηξε παιχνιδιάρικα το αυτί.
Στηριζόταν σε μια κονσόλα και πρώτη φορά αισθάνθηκα ότι
ήταν μεγάλος. Δεν ήξερα ότι ήταν μόνο είκοσι έξι χρονών, αλλά, και να το ήξερα, ίσως πάλι να τον θεωρούσα μεγάλο αφού το είκοσι έξι φαντάζει πολύ προχωρημένη ηλικία σ' ένα παιδί. Εκείνο το απόγευμα φαινόταν χλομός και κουρασμένος. Εάν ο πατέρας μου είχε γεννηθεί την ίδια χρονολογία, μα σε άλλη χώρα, δεν θα είχε πολεμήσει ποτέ. Ήταν κατά βάσιν ένας φιλειρηνικός άνδρας, ένας
θεοσεβούμενος μουσουλμάνος, που φοβόταν τρομερά τον Θεό του και πίστευε στη μετά θάνατον ζωή' ένας άνθρωπος ο οποίος έφριτ
τε με τη φτώχεια των συμπατριωτών του και ο οποίος προσπαθού
σε να την ανακουφίσει με όσα πενιχρά μέσα διέθετε. Το μακελειό,
η ωμότητα και ο απόλυτος παραλογισμός του πολέμου έκαναν την καρδιά του κομμάτια σαν είδε τους κοινούς ανθρώπους που αλέστηκαν στην πολεμική μηχανή. Δεν έχω καμιά φωτογραφία του και το πρόσωπό του αρνείται να αναδυθεί καθαρά από το σύθαμπο του χρόνου, αλλά η μητέρα μου τον σκιαγραφούσε ως στοχαστή, λίγο ονειροπόλο, αν θέλετε, έναν άνθρωπο φτιαγμένο μάλλον για μια ράθυμη ζωή παρά γι' αυτή που επρόκειτο να γνωρίσει μετέ
πειτα. Είχε σαφή αντίληψη των μπερδεμένων πολιτικών πραγμάτων της Τουρκίας, των ραδιουργιών του φαντασμένου Ενβέρ, της μπαμπεσιάς και της απληστίας των υφισταμένων του, της αδυνα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 71
μίας του σουλΤ,άνου και της έλλειψης οργάνωσης, του πόσο απροπαράσκευη για νέο πόλεμο ήταν η Τουρκία.
Θυμούμαι ότι εκείνο το απόγευμα είπε στη γιαγιά μου πως του είχαν κάνει μια προσφορά για το σπίτι μας την οποία θεωρούσε πολύ υψηλή οπότε δεν την αρνήθηκε. Εκείνη φάνηκε συλλογισμένη και είπε:
«Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρουμε σε μικρότερο σπίτι· άλλω
στε πρέπει να σκεφτούμε και τις υπηρέτριες».
«Η Χατζέρ πρέπει να φύγει», δήλωσε ο πατέρας μου - κι ένας Θεός ξέρει πόσο τον στενοχωρούσε να μιλά έτσι στις γυναίκες του σπιτιού του, εκείνος που μόνη του επιθυμία ήταν να τις γεμίζει μ'
ένα σωρό όμορφα δώρα. «Η Φεριντέ», συνέχισε, «πρέπει να αναλάβει τη μαγειρική. Θα πρέπει να διευθετήσετε εσείς αυτά τα οικιακά ζητήματα, αλλά η Χατζέρ θα φύγει».
«Ω!» είπε η μητέρα μου. «Πρέπει όντως να φύγει η Χατζέρ;»
«Ναι», αποκρίθηκε ο πατέρας μου. «Θα έρθει μια μέρα που ο χρυσός δεν θα έχει καμιά αγοραστική δύναμη. Όσα τρόφιμα κι αν αποθηκεύσουμε τώρα, θα επαρκέσουν μόνο για κάποιο διάστημα, επομένως, όσο λιγότερα στόματα έχουμε να θρέψουμε, τόσο το καλύτερο. Σήμερα ο συνταγματάρχης μού είπε ότι όλος ο στρατός αγοράζει με τόσο γρήγορους ρυθμούς ώστε τα μαγαζιά αδειάζουν. Θα πρέπει επίσης να φύγουν ο Μουράτ και τ' άλογα· δεν θα υπάρχει χώρος για παετόνι στο καινούργιο σπίτι».
«Όχι!» είπε η γιαγιά μου βίαια και σηκώθηκε τόσο απότομα που έριξε μια γυάλα με τριαντάφυλλα που βρισκόταν πάνω σ' ένα
γραφειάκι, «αρνούμαι να αποχωριστώ τον Μουράτ». Κοίταξα σαν υπνωτισμένος το νερό της αναποδογυρισμένης γυά
λας ν' απλώνεται σχηματίζοντας ένα σκοτεινό λεκέ στο χαλί.
«Δεν είναι ώρα για μεγαλεία», είπε ο πατέρας μου. «Δεν έχετε δει πόση φτώχεια υπάρχει έξω από το σπίτι σας ούτε τα σαστισμέ
να πρόσωπα των στρατιωτών με τις μπαλωμένες στολές και τις ξεπατωμένες αρβύλες. Ουδείς απαιτεί να καταλαβαίνετε από πολιτική ή να γνωρίζετε ότι η χώρα μας είναι υποτελής στους Γερμανούς. Μας έχει αλώσει η γερμανική επιρροή και τα γερμανικά κε
φάλαια, ακόμα κι αν φαίνεται ότι τηρούμε ουδέτερη στάσψ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
72 /ρφάνΟργκά
«Δεν καταλαβαίνω λέξη απ' όσα λες», μουρμούρισε θυμωμένα
η γιαγιά μου. «Και αν θέλεις να φύγει η Χατζέρ εξαιτίας του φα
γητού που τρώει ... » Μα, παρότι σταμάτησε, κανείς δεν τη διαφώτισε περισσότερο.
α πατέρας μου είχε εξηγήσει ό,τι ήταν να εξηγήσει. .
Ύστερα από αυτό άρχισαν να καταφθάνουν στο σπίτι μεγάλες ποσότητες τροφίμων για αποθήκευση, το μαγειρείο γέμισε από τη λιγωτική μυρωδιά μαρμελάδας και η Χατζέρ ενημερώθηκε ότι έπρεπε να φύγει. Η μητέρα μου έφερε σε πέρας και αυτό το έργο γαλήνια και ήρεμα, χωρίς ποτέ, εξ όσων θυμούμαι, να εκδηλώσει τα συναισθήματά της. Αλλά η γιαγιά μου παρέμεινε ισχυρογνώμων και αμετάπειστη, περνώντας τις περισσότερες μέρες της σε επισκέψεις θαρρείς και αίφνης ήθελε να επανορθώσει για τις παρα
μελημένες υποχρεώσεις μιας ολόκληρης ζωής. Καθόταν περήφανη και άκαμπτη στο παετόνι ακτινοβολώντας
από κοσμήματα και μεγαλείο. Στο τέλος θα αναγκαζόταν να υποκύψει στο θέλημα του πατέρα μου, αλλά σκόπευε να πέσει μαχόμε
νη. Βρέθηκε και αγοράστηκε ένα νέο σπίτι, σε τιμή ψηλότερη από
την αναμενόμενη. Είχαν ανέβει οι τιμές των πάντων και πολλά
μαγαζιά έμεναν κλειστά επί ώρες κάθε μέρα. Όλο και περισσό
τεροι άνδρες επιστρατεύονταν, και σε λίγο έβλεπε κανείς κυρίως γυναίκες στους δρόμους. Υπηρέτριες, κυράδες και πόρνες πεινούσαν εξίσου και περνούσαν την ημέρα τους τριγυρίζοντας στους δρόμους και αναζητώντας κάποιο ανοιχτό κατάστημα. Σε όλα τα πρόσωπα καθρεφτιζόταν απορία και καρτερικότητα, αλλά όχι δυσφορία. Αυτή ήρθε αργότερα.
Το καινούργιο σπίτι φαινόταν πολύ μικρό σε σύγκριση με το ευρύχωρο, ασύμμετρο παλιό κονάκ, όπου είχα γεννηθεί. Δεν είχα
πια δικό μου υπνοδωμάτιο' μοιραζόμουν ένα με τον Μεχμέτ. Δεν υπήρχε παιδικό δωμάτιο για να παίζουμε, κι έτσι έπρεπε να χρησιμοποιούμε την τραπεζαρία οσάκις οι γονείς μας ήθελαν να καθήσουν στο σαλόνι.
α κήπος ήταν μεγάλος με πολλά οπωροφόρα και μια μικροσκοπική πελούζα με μια κιτρολεμονιά στη μέση. Όταν τον πρωτο
είδε, η γιαγιά μου ξεφύσησε με απέχθεια - αν μπορεί να χρησι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 73
μοποιήσει κανείς τέτοια άκομψη λέξη για τη γιαγιά μου. Απαίτησε
να μάθει πώς ήταν δυνατόν να θεωρούν ότι θα ζούσε σ' ένα σπίτι τέτοιου μεγέθους και πού θα έμπαιναν τα έπιπλά της. Κατέστησε σαφές ότι δεν σκόπευε να πουλήσει απολύτως τίποτα.
Όταν αντίκρισα το σπίτι για πρώτη φορά, ο πατέρας μού είπε: «Εύχομαι να σε δω άνδρα, γιόκα μου, κι εμένα γέρο σε τούτο
το σπίτι. Αλλά, αν μου συμβεί κάτι, θα πρέπει να πάρεις τη θέση μου. Ίσως πολλές φορές να σου φανεί δύσκολο, αλλά έχεις χρέος
να φροντίσεις τη μητέρα και τη γιαγιά σου».
Δεν άντεχα ν' ακούω το στοργικό πατέρα μου να μιλάει έτσι και
ρίχτηκα στην αγκαλιά του σπαράζοντας από το κλάμα. Το σπίτι βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου και από τα πάνω παράθυρα
φαινόταν ο Μαρμαράς, αλλά αμυδρά από τόσο μακριά και μάλλον
γκρίζος παρά γαλανός. Δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα πλυσταριό, χτισμένο πρόχειρα και εκ των υστέρων από κάποιον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο κέντρο του μια συκιά. Το πλυσταριό δεν είχε κανονική σκεπή, αλλά ένα είδος ξύλινου λιακωτού με μια τρύπα στη μέση, απ' όπου ξεπρόβαλλε θριαμβευτικά η συκιά, η οποία το καλοκαίρι απλωνόταν περίλαμπρη έξω από τα παράθυρα των υπνοδωματίων. Το χειμώνα πρέπει να έμπαζε βροχή, αλλά ουδείς φαινόταν να νοιάζεται αφού δεν ήταν παρά ένα πλυσταριό. Μόνο στην Ισταμπούλ μπορούσε να βρεθεί τέτοιο αξιολάτρευτο, γοητευτικό πράγμα. Αργότερα, αφού είχαμε πια μετακομίσει, η Ιντζί άπλωνε ένα χαλί στο λιακωτό κι η μητέρα μου καθόταν εκεί μαζί
μας πάνω σε μαξιλάρες βλέπαμε τον ήλιο ανάμεσα από τα φύλλα
της συκιάς, σηκώνοντας πού και πού το χέρι για να κόψουμε τα γινωμένα, μαβιά σύκα μ' ένα ραβδί ειδικά καμωμένο γι' αυτό.
Προτού όμως μετακομίσουμε, εργάτες έχτισαν κοτέτσια στην άκρη του κήπου και τακτοποιήθηκαν τα έπιπλα - χωρίς κανείς να
μείνει ευχαριστημένος, επειδή οι μικρές ανήλιαγες κάμαρες έμοιαζαν αφόρητα παραφορτωμένες με την ανοικονόμητη επίπλωση της γιαγιάς μου. Ποτέ δεν αγάπησε εκείνο το σπίτι κι είχε γίνει άλλος άνθρωπος το σύντομο διάστημα που έζησε εκεί. Την προηγουμένη της μετακόμισή ς μας ο πατέρας μου αγόρασε ένα κριάρι' μια
παράδοση που τηρείται μέχρι σήμερα στην Τουρκία. Έβαψαν τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
74 ΙρφάνΟργκά
κέρατά του χρυσά, την προβιά του κόκκινη και χρυσαφένια και
του πέρασαν μια φαρδιά κόκκινη κορδέλα ολόγυρα στο λαιμό, με το φιόγκο δεμένο φιλάρεσκα κάτω από το αυτί. Δεν μπόρεσα να
κλείσω μάτι εκείνη τη νύχτα από την υπερδιέγερση και ταυτΌχρο
να τη λύπη για το καημένο όμορφο κριάρι που θα σφαζόταν την επομένη. Το άλλο πρωί φώναξαν ένα χασάπη, που του έκοψε το λαιμό, ενώ ο πατέρας μου διάβαζε αποσπάσματα από το Κοράνι. Καθώς το αίμα έρεε στο δρόμο, ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί, για να παρακολουθήσει, ξέσπασε σε κραυγές:
«Χα'ίρλί ολσούν!» φώναξαν. «Ας είναι καλότυχο το σπίτι σου!»
Ο πατέρας μου στράφηκε προς εμάς και είπε: «Μπισμιλλαχίρ
ραχμανέρ ραχίμ», το οποίο σημαίνει πάνω-κάτω: «Μπαίνω σ' αυτό
το σπίτι με τη βοήθεια του Θεού». Έπειτα η μικρή τελετή έληξε και πήραν το κριάρι να το τεμα
χίσουν και να το μοιράσουν στους φτωχούς. Το ίδιο απόγευμα
μετά τη δύση του ήλιου ο πατέρας μου πήγε στο τζαμί προκειμένου να απευθύνει ευχαριστήρια δέηση για το σπίτι.
Έτσι λοιπόν μεταφερθήκαμε στο καινούργιο σπίτι. Πόσο πα
ράξενο ήταν το πρώτο απόγευμα! Είχαμε να εξερευνήσουμε τον κήπο, ν' ανακαλύψουμε όλο χαρά ώριμα αχλάδια και κυδώνια πά
νω στα δεντράκια, ν' ανοίξουμε την πόρτα του κήπου απ' όπου ένα μονοπατάκι έβγαζε στο σπίτι του γείτονα και σ' ένα μεγάλο χέρσο
χωράφι διάσπαρτο εδώ κι εκεί με καχεκτικές συκιές. Κι ήταν επί
σης παράξενο να βλέπει κανείς τη Φεριντέ στην κουζίνα ξέροντας ότι δεν θα ξανάκουγε ποτέ πια το γέλιο της Χατζέρ και δεν θα ξα
νάβλεπε τα χοντρά της οπίσθια να ασφυκτιούν κάτω από τις φού
στες της. Παράξενο το παιχνίδι στην τραπεζαρία το τελευταίο
μισάωρο προτού πέσουμε για ύπνο, παρότι ανακαλύψαμε ότι κάτω από το τραπέζι μπορούσε να φιλοξενηθεί ένα ικανοποιητικό
«σπίτι». Κι έπειτα να πηγαίνουμε στο σαλόνι με τα μεγάλα, στενόμακρα παράθυρά του, που είχαν θέα στο δρόμο του λόφου, να βλέπουμε εκεί τη μητέρα και τη γιαγιά μου να κοιτάζουν σκεπτικές
γύρω τους την άχαρη, βαριά επίπλωση, την προορισμένη για πιο ευρύχωρες κατοικίες. Το πιο παράξενο απ' όλα ήταν όταν ανέβηκα τη σκάλα κι είδα το κρεβατάκι του Μεχμέτ πλάι στο δικό μου
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 75
- παράδοξο, αλλά τουλάχιστον παρηγορητικό - και άκουγα την
αναπνοή της Ιντζί όλη νύχτα ξέροντας ότι μπορούσα να τη φωνάξω ανά πάσα στιγμή από το δωματιάκι της, που ήταν συνεχόμενο με το δικό μας και χωρούσε μετά βίας το κρεβάτι και το ερμάρι με
τα ρούχα της. Το καινούργιο πάλιωσε γρήγορα. Συνηθίσαμε να βλέπουμε τη
Φεριντέ στην κουζίνα κι εγώ εξακολούθησα να πηγαίνω στο σχολείο. Ένα απόγευμα, επιστρέφοντας από εκεί, είδα ότι η μητέρα μου είχε επισκέψεις. Πέταξα τη σάκα μου στο τραπέζι του χολ, έπλυνα τα χέρια μου και μπήκα στο σαλόνι - το ότι είχα μεγαλώ
σει και η σχετική χαλάρωση πειθαρχίας μού έδιναν πλέον το δι
καίωμα ελεύθερης εισόδου. Στον καναπέ καθόταν μια υπέρκομψη κυρία, πίνοντας τούρκι
κο καφέ, και δίπλα της κάθονταν κόσμια δυο παιδιά περίπου στην
ηλικία μου. Η ανέμελη είσοδός μου ανακόπηκε κάπως από την παρουσία τους διότι δεν περίμενα να δω παιδιά. Μολαταύτα η μητέρα μου με σύστησε προτού προλάβω να κάνω μεταβολή και να
τρέξω στην Ιντζί. «Η μαντάμ Μουτζάν, η γειτόνισσά μας», είπε κι έκανα μερικά
βήματα μπροστά για να φιλήσω το χέρι της. «Αυτή», συνέχισε η μητέρα μου φέρνοντας κοντά το κορίτσι, «είναι η Γιασεμίν και αυτός ο αδελφός της ο Νούρι».
Υποκλίθηκα και στους δυο κι έκανα να αποσυρθώ κάπως ντρο
παλά, αλλά η μητέρα μου χτύπησε το κουδουνάκι για την Ιντζί και
μας είπαν να πάμε στον κήπο να παίξουμε. Μόλις αποδεσμευτήκαμε από την παρουσία των μεγάλων, η
συστολή μας διαλύθηκε και μιλήσαμε αβίαστα. Όπως διαπίστωσα, ο Νούρι ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου και η Γιασεμίν ένα χρόνο μικρότερη. Από τότε παίζαμε συχνά μαζί, και οι μεγαλύτεροι επιδοκίμαζαν χαμογελαστά τη φιλία μας. Ο Νούρι ζήλευε πολύ την αδελφή του κι έμοιαζε χολωμένος από τη φιλία που αναπτύχθηκε γρήγορα μεταξύ μας. Μας παρατούσε ξαφνικά στη μέση του παιχνιδιού κι αποχωρούσε αγέρωχος και μουτρωμένος. Ήταν
ένα βαρύθυμο, όμορφο αγόρι που δεν άντεχε να βλέπει την αδελ
φή του να ηρωοποιεί κάποιον άλλο. Μια μέρα τσακωθΙ1καμε και
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
76 /ρφάνΟργκά
γυρίσαμε στα σπίτια μας με ανοιγμένες μύτες και μαυρισμένα μάτια. Οι γονείς μας, έξω φρενών, μας υποχρέωσαν να ζητήσουμε
συγγνώμη, αλλά, μολονότι φερόμασταν πολιτισμένα μπροστά τους,
η έχθρα μας κράτησε μήνες. Μία ακόμα μέρα ξεχωρίζει στη μνήμη μου. Η Γιασεμίν κι εγώ
ήμασταν μόνοι στην τραπεζαρία μας, παίζοντας το παμπάλαιο παι
χνίδι του «ανδρόγυνου». Είχα μόλις επιστρέψει καμαρωτός-καμαρωτός από τη «δουλειά» μου και την καλησπέριζα μ' ένα φλογερό
ασπασμό όταν μια γερή ξυλιά στα οπίσθιά μου έθεσε τέρμα στο όλο εγχείρημα. Η Ιντζί μάς είχε τσακώσει και πήγε να ενημερώσει
τη μητέρα μου, η οποία, προφανώς καταντροπιασμένη, με κλείδωσε στο δωμάτιό μου και συνόδευσε μια Γιασεμίν περίδακρυ στο σπίτι της. Φαίνεται ότι οι δυο κυρίες συζήτησαν σοβαρά επί ώρα
ενημερώνοντας ακολούθως τους συζύγους τους περί της σκοτεινής
πράξεως. Η κατάληξη ήταν ότι μας χώρισαν και μας απαγόρευσαν να ξαναπαίξουμε μαζί.
Έτσι ο Νούρι επανέκτησε την αδελφή του. Τους έβλεπα να παίζουν μαζί στον κήπο τους και η Γιασεμίν, όποτε με έπιανε το μάτι της, έγερνε ελαφρά το κεφάλι μ' ένα πρώιμο νάζι αγνοώντας τα εξευμενιστικά χαμόγελά μου.
Η ζωή μου ήταν γεμάτη πίκρες εκείνη την εποχή. Είχα βαθιά
πληγωθεί και είχα μπερδευτεί από την αντίδραση των γονιών μου για το φιλί στη Γιασεμίν και είχα θυμώσει που κανείς δεν μου εξηγούσε λογικά γιατί δεν έπρεπε να τη φιλήσω. Ξαφνικά έγινα απείθαρχος στο σπίτι και στο σχολείο και μιλούσα με αγένεια στους δασκάλους μου, οι οποίοι ανέφεραν ευθύς τη διαγωγή μου στον πατέρα μου. Ένα άλλο βράδυ δεν ήθελα να φάω το φαγητό μου απαιτώντας από την Ιντζί να μου σερβίρει πρώτα το γλυκό. Όταν
αρνήθηκε, της δάγκωσα το χέρι και, παρότι ήξερα πως θα έβρισκα τον μπελά μου με τέτοια συμπεριφορά, έκανα τα πράγματα χειρότερα τσιμπώντας τη δυνατά. Ούρλιαξε από τον πόνο κι έτρεξε να
με μαρτυρήσει στη μητέρα μου. Ο πατέρας μου εξοργίστηκε. Μ'
έδειρε με τη βίτσα και κατόπιν μ' έστειλε νηστικό στο δωμάτιό
μου, όπου κλότσησα θυμωμένα όλα τα έπιπλα ελπίζοντας ότι έτσι θα τα χαλούσα. Ξεστόμισα διστακτικά μερικά παλιόλογα που είχε
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 77
πιάσει τ' αυτί μου από τα άλλα αγόρια στο σχολείο, περιμένοντας λίγο-πολύ ότι η οργή του Θεού θα έκανε το σπίτι να πέσει να με
πλακώσει. Όταν δεν συνέβη τίποτα τέτοιο, έγινα πιο αθυρόστο
μος, φωνάζοντας τις κακές λέξεις στο άδειο δωμάτιο, και, σαν να
μην έφθαναν όλα αυτά, έβλεπα τη Γιασεμίν και τον Νούρι να παίζουν στον κήπο τους αδιαφορώντας για τη δυστυχία μου.
Πεινούσα τόσο που μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. Αφού
κοιμήθηκαν ο Μεχμέτ και η Ιντζί, συσκέφθηκα με τον εαυτό μου
για το εάν θα αποτολμούσα να κατέβω και να επιδράμω στο κελάρι. Προτού όμως επιστρατεύσω όλο μου το κουράγιο, η γιαγιά μου
γλίστρησε ακροπατώντας στο δωμάτιο με λίγο ψωμί, φέτα κι ένα
ποτήρι γάλα. Έφαγα λιμασμένα και ψιθύρισε ότι δεν άντεχε να σκέφτεται ότι πεινούσα, αλλά ότι δεν έπρεπε να πω κουβέντα στη μητέρα μου. Το υποσχέθηκα με θέρμη και έπεσα γρήγορα για
ύπνο. Πήγαινα στο γαλλικό σχολείο δυο μήνες και κάτι όταν ένα πρωί,
μόλις φθάσαμε, είπαν να πάμε όλοι οι μαθητές στην αίθουσα μου
σικής αντί για τις τάξεις μας. Ήμασταν πολύ περίεργοι, ιδίως επειδή είχαν συγκεντρωθεί ε
κεί όλοι οι δάσκαλοι, κι αναρωτιόμασταν μήπως είχαμε κάνει τίποτα τρομερό. Σε λίγο έφθασε ο διευθυντής του σχολείου, κατευθύνθηκε στο έδρανο και μας κοίταξε βλοσυρά. Τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε.
Είπαμε: «Bon jour, Monsieur le Directeur» , και ανταπάντησε ευγενικά.
Κατόπιν μίλησε στα τουρκικά, πράγμα πολύ ασυνήθιστο, επειδή ήθελε να είναι βέβαιος ότι τον καταλαβαίναμε όλοι. Είπε:
«Παιδιά μου, αυτή η χώρα μπήκε στον πόλεμο. Ετούτο το σχολείο είναι γαλλικό και η χώρα μου με τη χώρα σας είναι πλέον ε
χθρές. Το σχολείο θα παραμείνει κλειστό επ' αόριστον. Τώρα μπορείτε να επιστρέψετε όλοι στα σπίτια σας κι ο Θεός μαζί σας» .
Η φωνή του έσπασε, και το γενάκι του τρεμόπαιξε συγκινημέ
να. Εκείνη την ημέρα είπε και ο πατέρας μου στη μητέρα μου ότι
είχε υπογραφεί σύμφωνο μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας και ότι η χώρα μας είχε εμπλακεί στον πόλεμο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
78 ΙρφάνΟργκά
Έτσι τελείωσε μια ολόκληρη εποχή για μας, ήρεμα και νηφάλια, χωρίς καμιά ένδειξη ότι εκείνοι οι χρόνοι επρόκειτο να παρέλ
θουν ανεπιστρεπτί. Τότε περίπου γνώρισα τον μπεκτσή μπαμπά. Υπάρχουν ακόμα
μπεκτσήδες στην Τουρκία, αλλά δίχως το «μπαμπά», και τα καθή
κοντά τους δεν είναι τόσο επαχθή όσο εκείνα τα αλλοτινά. Κάθε μπεκτσή μπαμπά υπαγόταν σε ένα αστυνομικό τμήμα και
πριν τριάντα πέντε χρόνια το έργο του αφορούσε πολλά και διάφορα. Την ημέρα έφερνε κάδους με πόσιμο νερό στα σπίτια και τη νύχτα μετατρεπόταν σε προστάτη και νυχτοφύλακά μας.
Κρατούσε ένα μακρύ χοντρό ρόπαλο, που η κάτω άκρια του ή
ταν σιδεροδεμένη, πράγμα πολύ χρήσιμο σαν ήθελε να χτυπήσει κανέναν αλιτήριο ή να τον ρίξει κάτω αναίσθητο ώσπου να φθάσει
η αστυνομία. Καθήκον του μπεκτσή μπαμπά ήταν επίσης να χτυπά
τα τύμπανα στη διάρκεια του Ραμαζανιού ή κάθε άλλου θρησκευ
τικού Μπα·ίραμιού. Έπρεπε να διαλαλεί τα σημαντικά νέα ή να ειδοποιεί αν είχε ξεσπάσει πυρκαγιά σε κάποιο σημείο της Ισταμπούλ. Αυτή η ειδοποίηση ήταν το σύνθημα για να πεταχτούν από
τα κρεβάτια τους όλοι οι νέοι της συνοικίας, να βουτήξουν στο άψε
σβήσε τη μία και μόνη τουλούμπα που διέθετε κάθε δρόμος και να τρέξουν σαν παλαβοί και με άγριες κραυγές στο θέατρο της πυρκαγιάς.
Ουδέποτε είχα δει τον μπεκτσή μπαμπά αφού την ημέρα, όταν φώναζε για το νερό, δεν μου επέτρεπαν να βρίσκομαι στην κουζίνα, και το βράδυ, όταν γινόταν νυχτοφύλακας, συνήθως ήμουν στο
κρεβάτι και κοιμόμουν. Μια νύχτα όμως στάθηκα τυχερός: ήμουν πλαγιασμένος στο
κρεβατάκι μου ξάγρυπνος και κοίταζα τον ουρανό. Το αμυδρό φως
της λάμπας του γκαζιού στο δρόμο αντιφέγγιζε αχνά στο δωμάτιο' παντού επικρατούσε απόλυτη σιγαλιά. Φαινόταν σαν να μην υπάρχει ψυχή στους δρόμους και μόνο αραιά και πού έφθανε ο μακρι
νός aπόηχος από το γάβγισμα κάποιου σκύλου. Άξαφνα ακούστηκε μες στην ησυχία ένας χτύπος - ένα βαρύ τακ, τακ, τακ ... Ο ήχος
πλησίαζε ολοένα κι άκουσα κάποιον να βροντοφωνάζει, μα ήταν πολύ μακριά ώστε να διακρίνω τι έλεγε.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 79
Ο πατέρας μου βγήκε στο χολ λέγοντας στη μητέρα και τη γιαγιά μου, που κάθονταν στο σαλόνι:
«Έρχεται ο μπεκτσή μπαμπά. Κάτι φωνάζει, αλλά δεν ξέρω τι. Μάλλον πρέπει να έχει ξεσπάσει πυρκαγιά».
Ένιωσα να ξεσηκώνομαι εκεί, στη μικρή, φωτισμένη από τη λάμπα κάμαρή μου, και ανακάθησα για ν' αφουγκραστώ. Ο χτύπος
από το ρόπαλο του μπεκτσή μπαμπά ήταν τώρα κοντά. Έκανε τακ, τακ, τακ πάνω στο καλντερίμι και ο γέροντας φώναζε: «Πυρκαγιά!
Πυρκαγιά! Πυρκαγιά στο Μπέηογλου!» ξεχωρίζοντας τις λέξεις προσεκτικά και καθαρά ώστε ν' ακούσουν καλά όλοι.
Πήδησα από το κρεβάτι μου κι έτρεξα στο παράθυρο. Ο μπεκτσή μπαμπά ανέβαινε το δρόμο, μια μορφή φρικιαστική,
με το σκούρο μανδύα του ν' ανεμίζει και το ρόπαλό του να χτυπά
βαριά τις πέτρες κάνοντάς τις ν' αντηχούν. Στάθηκε μια στιγμή μπροστά στο σπίτι μας, κάτω από τη λάμπα του γκαζιού, και το πρόσωπό του φάνταξε τρομακτικό στην εξημμένη φαντασία μου.
Το αδύναμο, ταλαντευόμενο φως της λάμπας χόρευε και τρε
μόπαιζε στο πρόσωπό του, πότε φωτίζοντας, πότε σκιάζοντας τα εξέχοντα μήλα του προσώπου και τις νεκρικές, θαρρείς, κόγχες των ματιών. Ο πατέρας μου του φώναξε:
«Πού είναι η πυρκαγιά, μπεκτσή μπαμπά;»
«Στο Μπέηογλου!» έκραξε ο γέρος και συνέχισε το δρόμο του,
με το μανδύα του ν' ανεμίζει ακόμα πίσω του και το ρόπαλό του να
κάνει τακ, τακ, τακ ξεμακραίνοντας. Πολλή ώρα αφότου είχα πάψει ν' ακούω τη φωνή του, ερχόταν
στ' αυτιά μου, όλο και πιο εξασθενημένη, η ηχώ του ροπάλου του. Πιθανώς ο μπεκτσή μπαμπά να ντε λαλούσε ακόμα την πυρκαγιά
στο Μπέηογλου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Αλλαγή σκηνικού
ΤΕΛ Η ΤΟΥ 1914. Η Τουρκία μπαίνει στον πόλεμο. Πόσο λίγα σήμαινε τότε αυτό για μένα και την οικογένειά μου,
εκτός ίσως από τον πατέρα μου, ο οποίος, προικισμένος με διορατικότητα, προέβλεψε με μεγαλύτερη διαύγεια τα γεγονότα.
Στην αρχή δεν υπήρξε καμιά αλλαγή στο σπίτι μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγαινα πλέον στο σχολείο, αλλά τα του οίκου μας
συνέχιζαν απαράλλακτα. Κάποιο απόγευμα ήρθαν οι γείτονές μας για δείπνο και, πόλε
μος ξεπόλεμος, το φαγητό έπρεπε να σερβιριστεί και το κρασί να
μεταγγιστεί στις καράφες. Η γιαγιά μου αναμίχθηκε ενεργά σ'
αυτό το μικρό, ήσυχο δείπνο. Έκρινε πως δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τη Φεριντέ ότι θα τα έκανε όλα σωστά και θρηνούσε την απώλεια της Χατζέρ.
Ένα από τα πιάτα που ήθελε οπωσδήποτε για το τραπέζι ήσαν οι λαχανοντολμάδες - τους οποίους αγαπούσε ιδιαιτέρως - και
πέρασε ολόκληρο το πρωινό παραπονούμενη στη μητέρα μου ότι
η Φεριντέ μπορεί να αποτύγχανε παταγωδώς. Τελικώς εφόρμησε
η ίδια στην κουζίνα, ζώστηκε μια μεγάλη ποδιά πάνω από το
μαύρο σατέν της φόρεμα, απίθωσε τα πολυάριθμα δαχτυλίδια της σε ασφαλές μέρος και άρχισε να παρασκευάζει τους λαχανοντολ
μάδες εξηγώντας στη Φεριντέ ότι, αν και δεν τους είχε ποτέ μαγειρέψει στ' αλήθεια, ωστόσο γνώριζε άριστα πώς γίνονταν.
Καθώς φαίνεται, η Φεριντέ παρακολουθούσε τις θορυβώδεις
προετοιμασίες της εξαιρετικά ανήσυχη και της ήταν πολύ δύσκολο
να κάνει οποιαδήποτε άλλη δουλειά δεδομένου ότι η γιαγιά μου μπλεκόταν διαρκώς στα πόδια της.
Μου επέτρεψαν να μπω στην κουζίνα για να βλέπω. Λάμβανα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου
συνεχώς οδηγίες για να κάνω τούτο, το άλλο και το παράλλο κατά σύμπτωσιν όλες τις παρακατιανές δουλειές.
81
Φώναξε δίπλα της τη Φεριντέ και της έκανε μια επίδειξη για το πώς πρέπει να ψιλοκόβονται τα κρεμμύδια, συμβουλεύτηκε τις
οδηγίες ενός παλιού τσελεμεντέ, αλλά στη συνέχεια τις αμφισβή
τησε. Έκοψε τα κρεμμύδια με μεγάλο κέφι κι ύστερα φώναξε τη
μητέρα και την Ιντζί να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασιν το έργο των
χεριών της. Ενόσω η γιαγιά μου μας ανέπτυσσε με ζήλο πόσο ικανή ήταν, η Φεριντέ προσπαθούσε απεγνωσμένα να τη διακόψει για να της πει ότι τα λαχανόφυλλα παράβραζαν - τι να τα κάνει; Η γιαγιά μου δεν της έδωσε σημασία. Η μητέρα μου είπε στοχα
στικά ότι η ποσότητα του ρυζιού μάλλον ήταν μεγάλη, δεν ήταν
πολύ όλο αυτό για ένα ήσυχο δείπνο μιας χούφτας ανθρώπων; Η γιαγιά μου πάλι την αγνόησε αμέριμνα κι έπιασε να ρίξει νερό στο ρύζι και να το σουρώσει. Έπειτα βάλθηκε να το ανακατέψει με τα
ψιλοκομμένα της κρεμμύδια κι η κακομοίρα η Φεριντέ, μην αντέχοντας άλλο την υπερένταση, ξέσπασε σε σπαρακτικά κλάματα. Η γιαγιά μου σταμάτησε το ανακάτεμα, κοιτάζοντας έκπληκτη τη Φεριντέ, που έκλαιγε με λυγμούς, και ρώτησε τι συνέβαινε. Η ταλαίπωρη Φεριντέ ψέλλισε, ενώ τρανταζόταν από τα αναφιλητά, ότι τα κρεμμύδια έπρεπε πρώτα να μαγειρευτούν με σαμ φιστικτσί (φιστίκια σε ελαιόλαδο) κι ύστερα να αναμιχθούν με το ρύζι.
Η γιαγιά μου σταμάτησε αμφιταλαντευόμενη κι έπειτα ρώτησε
τη μητέρα μου τι έλεγε ο τσελεμεντές. Δυστυχώς ο τσελεμεντές έλεγε ό,τι κι η Φεριντέ.
Κοίταξε τα λερωμένα δάχτυλά της, τους σωρούς του χαραμισμένου ρυζιού ανακατεμένους με τα χαραμισμένα κρεμμύδια, ξέπλυνε τα χέρια της κάτω από τη βρύση και δήλωσε ότι μαγειρική τέλος. Εν μέσω άκρας σιωπής έλυσε την ποδιά της, ξανάβαλε όλα
της τα δαχτυλίδια και είπε στη Φεριντέ να φτιάξει μόνη της τους λαχανοντολμάδες όπως συνιστούσε ο τσελεμεντές. Ανήγγειλε ότι δεν επρόκειτο να ξαναπατήσει το πόδι της στην κουζίνα κι ότι αντί για δάκρυα περίμενε από τη Φεριντέ κάποια στοιχειώδη ευγνωμοσύνη. Κατόπιν αποχώρησε με το κεφάλι ψηλά για να ρίξει λίγη
κολόνια στα χέρια της κι αργότερα παραπονέθηκε για τη δυσωδία
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
82 Ιρφάν Οργκά
των λαχανόφυλλων και είπε ότι θα έπρεπε να τα πετάξουν όλα στα σκουπίδια και να τα αντικαταστήσουν με αμπελόφυλλα. Η �ητέρα μου τη συγκράτησε και την άφησε να γκρινιάζει στο σαλόνι, οπότε
έπιασε ένα ατέρμονο κατηγορητήριο τονίζοντας την ανεπάρκεια
της Φεριντέ και τα προσόντα της απούσας Χατζέρ. Εκείνο το απόγευμα, παρά την κακή γνώμη της γιαγιάς μου για
τη Φεριντέ, εμφανίστηκε στο τραπέζι μια πιατέλα με θαυμάσιους λαχανοντολμάδες, και η γιαγιά μου είπε σε όλους ότι τους είχε κά
νει μόνη της. Σαν έπιασε την κατάπληκτη ματιά μου, με κοίταξε τόσο υπεροπτικά ώστε εντέλει με ανάγκασε να κοκκινίσω και να
κοιτάξω αλλού. Πράγματι με είχε σχεδόν πείσει ότι εκείνη είχε δίκιο.
Οι μουσαφίρηδες έφτασαν νωρίς περάσαμε στο σαλόνι, όπου
μια ζωηρή φωτιά τριζοβολούσε χαρούμενα στην άσπρη πορσελά
νινη ξυλόσομπα και η Ιντζί έβγαλε δισκάκια με λουκούμια.
Η Γιασεμίν και ο Νούρι επέδειξαν την πλέον ευπρεπή και σε
μνή συμπεριφορά. Στην τραπεζαρία κάθησαν με τον Μεχμέτ κι εμένα σ' ένα μικρότερο τραπέζι στη γωνία ενώ οι γονείς μας έτρω
γαν στο μεγάλο δρύινο τραπέζι που βρισκόταν στη μέση.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου η γιαγιά μου μιλούσε εύθυμα και μάλιστα την έπεισαν να κατεβάσει λίγη ρακή, που έκανε τα μάγουλά της ν' αναψοκοκκινίσουν.
Καθώς σερβιριζόταν το επιδόρπιο --φέτες πεπονιού σ' ασημένιο δίσκο, με πάγο ολόγυρα -, ακούστηκε ένας παράξενος, αλλόκοτος ήχος σαν τυμπανοκρουσία. Αίφνης σώπασαν όλοι στο μεγάλο τραπέζι. Μόλις αντιλήφθηκα τη σιωπή, τους κοίταξα και είδα το χρώμα να φεύγει από το πρόσωπο της γιαγιάς μου, και το χέρι της
μητέρας μου ν' αναζητά τρέμοντας ένα μαχαίρι του φρούτου. Ο πατέρας μου είπε: «Απόψε χτυπούν τα τύμπανα· μάλλον κάτι θα αναγγείλουν. Ας
ελπίσουμε να είναι για καλό». Ο γείτονάς μας, ο Ορχάν μπέης, αποκρίθηκε:
«Τα τύμπανα χτυπούν κατά το Μπα"ίράμι ή το Ραμαζάνι, αλλά
σήμερα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο». «Τα τύμπανα χτυπούν και για πόλεμο», είπε η μητέρα μου σβη-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 83
σμένα και γυρίσαμε όλοι να την κοιτάξουμε έκπληκτοι που είχε παρέμβει σε μια ανδρική συζήτηση.
«Σεβκιγιέ χανίμ, ελπίζω να κάνετε λάθος. Ελπίζω ειλικρινώς να κάνετε λάθος».
Μίλησε σπασμωδικά, νευρικά, ανήμπορος να κρύψει εντελώς και το δικό του φόβο.
Ο μακρινός ήχος των τυμπάνων εξακολουθούσε να ακούγεται
κι εμείς τελειώσαμε το επιδόρπιό μας σχεδόν στη σιωπή. Οι μεγάλοι σκάλιζαν το πεπόνι, αντί να το τρώνε, και η γιαγιά μου καθάρισε ένα μανταρίνι βυθίζοντας σταθερά το μαχαίρι της στη λαμπε
ρή φλούδα και κάνοντάς τη να στέκει γύρω από το φρούτο σαν λουλούδι. Το έκοψε στα τέσσερα με επιδέξια δάχτυλα, το άφησε στο πιάτο της κι απόμεινε να το κοιτάζει με απόμακρο βλέμμα θαρρείς κι αναρωτιόταν πώς είχε βρεθεί εκεί πέρα. Τα τύμπανα πλησίαζαν κι άρχισα να τρέμω σύγκορμος: οι μεγάλοι μού είχαν
μεταδώσει για μία ακόμα φορά το φόβο τους. Σηκώθηκαν από το τραπέζι· οι κυρίες στριμώχτηκαν στο παρά
θυρο ενώ ο πατέρας μου με τον Ορχάν μπέη βγήκαν στο χολ και άνοιξαν την εξώθυρα. Ακολούθησα αθόρυβα τον πατέρα μου και
στάθηκα πλάι του στο σκοτάδι. Τα τύμπανα ηχούσαν πλέον από
κοντά. Σήμαιναν την καταδικαστική τους απόφαση, το φρικτό τους μήνυμα, κι ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να υποφέρω τον ήχο τυ
μπάνων. Ακούγαμε τον μπεκτσή μπαμπά κάτι να φωνάζει, αλλά ήταν
πολύ μακριά για να διακρίνουμε τι έλεγε. Ο πατέρας τύλιξε το χέρι του στους ώμους μου και σφίχτηκα πάνω του νιώθοντας αφάνταστα παγωμένος και δυστυχής. Κι έπειτα η μορφή του μπεκτσή μπαμπά
έστριψε στη γωνία του δρόμου μας ένας άνδρας δίπλα του χτυπού
σε πένθιμα το μεγάλο τύμπανο. Ήρθαν κοντύτερα, με το τύμπανο να χτυπά ακατάπαυστα. Μπουμ-μπουμ, ντου μ, μπουμμπουμ βροντούσε το τύμπανο, και ο μπεκτσή μπαμπά στάθηκε κάτω από τη λάμπα, μπρος στο σπίτι μας, για να φωνάξει τα καταστροφικά του νέα.
«Όσοι άνδρες έχουν γεννηθεί μεταξύ 1880 και 1885 οφείλουν να παρουσιασθούν στο έμπεδο επιστράτων εντός των επομένων σαράντα οκτώ ωρών. Οι φυγόστρατοι θα διωχθούν».
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
84 /ρφάνΟργκά
Και μπουμ-μπουμ, ντουμ, μπουμ-μπουμ το τύμπανο έφυγε κι η
καρδιά μου αντιβούισε τη μελαγχολία του. Ο Ορχάν μπέης κραύγασε: «Τι σημαίνει αυτό, μπεκτσή μπαμπά;»
Και η απάντηση ήταν: «Πόλεμος! Πόλεμος! Δεν ξέρεις ότι η
χώρα σου μπήκε στον πόλεμο;»
Ο μπεκτσή μπαμπά ξεμάκρυνε, και ο γέρος με το τύμπανο τον ακολούθησε για να διαδώσουν και παραπέρα τα νέα.
Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στις κυρίες. Έστεκαν εκεί, στο πα
ράθυρο, τρία λουλούδια φερμένα από τον άνεμο μες στη μαύρη
νύχτα, με τις απλωτές μεταξωτές τους φούστες και πανιασμένα χείλη.
Η μαντάμ Μουτζάν έκανε να μιλήσει, έπειτα ταλαντεύτηκε και λιποθύμησε στην αγκαλιά της μητέρας μου. Η Γιασεμίν κι ο Νούρι έτρεξαν προς το μέρος της φωνάζοντας «Ανέ! Ανέ!» και η Ιντζί
πήγε να φέρει κολόνια για να της τρίψουν τους καρπούς και το
μέτωπο. Όσο η μητέρα μου τη φρόντιζε, ο Ορχάν μπέης αγκάλια
σε τα δυο του παιδιά και είπε: «Είμαι γεννημένος το 1885 ... » μα η φωνή του ράγισε και τα
δάκρυα δεν τον άφησαν να συνεχίσει. Έσφιξε δυνατά τα παιδιά του, τόσο δυνατά που η Γιασεμίν
φώναξε ότι την πονάει, κι ύστερα τ' άφησε κοιτάζοντάς τα για λίγο
με βλέμμα υπνωτισμένου - βλέμμα ανθρώπου που δεν έβλεπε πια εμπρός του δυο τρομαγμένα παιδιά, αλλά τις ατέρμονες, ζοφερές, δυσώδεις νύχτες στα χαρακώματα, τις λάμψεις των όπλων που θα
φώτιζαν κάθε τόσο τον ουρανό και τέλος τη μακριά σκοτεινή νύχτα του θανάτου.
Σε λίγο η γυναίκα του συνήλθε. Την αγκάλιασε κι ευχαρίστησε με μεγάλη αξιοπρέπεια τη μητέρα μου για τη βραδιά και για ό,τι
είχε κάνει για τη γυναίκα του. Μας καληνύχτισε. Ο πατέρας μου τους ξεπροβόδισε ως τον
κήπο ενώ τα δυο παιδιά τον κρατούσαν σφιχτά από το χέρι. Πήραν
τον Μεχμέτ για να τον πλύνουν κι εγώ έμεινα στο σαλόνι με τη μητέρα και τη γιαγιά μου.
«ο Αχμέτ είναι γεννημένος το 1885», είπε η γιαγιά μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 85
Το επανέλαβε χαμηλόφωνα, ξανά και ξανά, σαν δέηση. Την επομένη ο πατέρας μου αναχώρησε πρωί-πρωί. Πήγαινε
στο Σαρίγιερ να δει το θείο Αχμέτ. Όλη εκείνη την ατέλειωτη μέρα το σπίτι ήταν βουβό. Επιχείρη
σα να παίξω στον κήπο με τον Μεχμέτ, αλλά, έτσι καθώς διαισθα
νόμουν την ταραχή των μεγάλων, βαριόμουν κι ήμουν ανήσυχος. Τα παιδιά από δίπλα δεν ακούγονταν και η πρώτη ένδειξη ότι εκείνη η μέρα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες συνέπεσε με την άφιξη της μαγείρισσας της μαντάμ Μουτζάν. Εκείνη τη στιγμή βρισκό
μουν στην πίσω βεράντα και την άκουσα να ρωτά τη Φεριντέ αν είχε φανεί ο μπακάλης με το ψωμί. Η Φεριντέ αποκρίθηκε ότι κι
αυτή τον περίμενε επειδή δεν είχε φρέσκο ψωμί για το μεσημεριανό. Μίλησαν ψιθυριστά μερικά λεπτά ακόμα και, παρότι η κουβέντα τους έμοιαζε να αφορά κάτι υψίστης σημασίας, δεν κατόρθωσα να πιάσω λέξη. Έμεινα απλώς μ' εκείνο το παράξενο αίσθη
μα κενού ότι κάτι δεν πήγαινε καλά' κάτι που όμως δεν μπορούσα να το ονοματίσω. Το πρωί πέρασε. Η Ιντζί έστρωσε το τραπέζι για το γεύμα, αλλά ψωμί δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Η Φεριντέ το
είπε τελικώς στη μητέρα μου, η οποία αντιμετώπισε ελαφρά το ζήτημα, λέγοντας ότι σίγουρα ο μπακάλης μάς είχε ξεχάσει εκείνη την ημέρα, και της έδωσε την άδεια να βγει έξω για ν' αγοράσει ψωμί. Την περιμέναμε πάνω από μία ώρα να επιστρέψει. Η μητέρα μου αδημονούσε όλο και περισσότερο, αλλά, όταν η Φεριντέ γύρισε πίσω αποκαμωμένη, ήταν δίχως ψωμί.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε κατάπληκτη η μητέρα μου. «Δεν υπάρχει ψωμί πουθενά, χανίμ εφέντη», αποκρίθηκε η Φε
ριντέ. «Αφότου έφυγα, περίμενα στην ουρά κι οι άνθρωποι σκο
τώνονταν κι έσπαγαν ο ένας το κεφάλι του αλλουνού για να φτά
σουν στην πόρτα του φούρναρη. Μερικοί από δαύτους αγόραζαν είκοσι καρβέλια τη φορά. Έχουν μαζευτεί όλες οι οικογένειες της συνοικίας, με τα παιδιά και τις υπηρέτριες, κι όλοι πασχίζουν να πάρουν από ένα καρβέλι ο καθένας. Ο φούρναρης ξεπούλησε προτού έρθει η σειρά μου».
Κι έτσι καθήσαμε στο τραπέζι γκρινιάζοντας επειδή έπρεπε να φάμε το μπαγιάτικο ψωμί της προηγουμένης. Δεν ξέραμε ότι κά-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
86 Ιρφάν Οργκά
ποια μέρα θα ήμασταν ευτυχείς αν είχαμε να φάμε ψωμί μιας εβδομάδας.
Το απόγευμα η Φεριντέ ξαναβγήκε προς άγραν ψωμιού, αλλά επέστρεψε πάλι με άδεια χέρια. Αυτή τη φορά μάς ανακοίνωσε πως το μαγαζί ήταν κλειστό και, παρότι οι ουρές ήσαν μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά, κανείς δεν ήξερε πότε θα άνοιγε. Εκείνη την ημέρα τα πνεύματα ήσαν οξυμένα κι ο εκνευρισμός διάχυτος. Η γιαγιά μου κάθησε να διαβάσει το Κοράνι φαντάζοντας σεμνή κι ευλαβική με το μαύρο της φόρεμα και το χλομό της πρόσωπο. Η
μητέρα μου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μπροστά σ'
ένα παράθυρο, περιμένοντας την επιστροφή του πατέρα μου και με τα χέρια παραδόξως άδεια. Πόσο διαφορετικές έμοιαζαν ήδη ! Όποιος έβλεπε τη γιαγιά μου να διαβάζει με τόση νηφαλιότητα το Κοράνι δύσκολα θα αναγνώριζε στο πρόσωπό της τη διασκεδαστική ηλικιωμένη κυρία που μόλις χθες μας είχε κάνει να γελάσουμε όλοι με τις μαγειρικές της απόπειρες. Η μητέρα μου ήταν κάτωχρη, γεγονός που τονιζόταν ακόμα περισσότερο από το σκούρο ύφασμα του φορέματός της, και καθόταν άπραγη πλέκοντας και ξεπλέκοντας διαρκώς στην ποδιά της τα συνήθως αεικίνητα χέρια της. Αίφνης ζήτησε από την Ιντζί να της φέρει ένα ποτήρι κρασί και το αίτημα ήταν τόσο ασυνήθιστο ώστε προς στιγμήν η Ιντζί ξέχασε όλη την καλή ανατροφή της και την κοίταξε με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη.
Ο πατέρας μου επέστρεψε το απομεσήμερο μην έχοντας καταφέρει να βρει το θείο μου. Η θεία μου του είχε πει ότι είχε φύγει νωρίς το ίδιο πρωί για το κέντρο επιστράτευσης και δεν ήξερε πού μπορεί να βρισκόταν τώρα. Έμοιαζε συντετριμμένη, σχολίασε ο πατέρας μου.
Είχε περάσει από το κέντρο επιστράτευσης του Σαρίγιερ καθ' οδόν προς τη βαπορόσκαλα, αλλά εκεί επικρατούσε πλήρης σύγχυση και πανδαιμόνιο. Ταλαιπωρημένοι αξιωματικοί ούρλιαζαν οδηγίες, και πεινασμένοι, απελπισμένοι και απαθείς πολίτες άγονταν αγεληδόν. Κανείς δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες για το θείο μου. Στην πραγματικότητα κανείς, όπως φαίνεται, δεν είχε καιρό ν' ακούσει τις ερωτήσεις του πατέρα μου και κάποια
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 87
στιγμή κινδύνευσε να τον πάρουν με τους επιστρατευθέντες. Όταν η μητέρα μου του ανέφερε το περιστατικό με το ψωμί, γέλασε κουρασμένα. Οι δρόμοι, είπε, ήσαν γεμάτοι από αλαφιασμένους ανθρώπους κι όλοι τους έψαχναν κάτι ν' αγοράσουν και να σοδιάσουν. Η είδηση της εισόδου της Τουρκίας στον πόλεμο είχε σπείρει τον τρόμο στην Ισταμπούλ, και σε ορισμένες συνοικίες είχαν αρχίσει ταραχές.
Βγήκε ο ίδιος έξω, για να βρει ψωμί, και γύρισε έπειτα από ώρες κρατώντας ένα μικρό ζεστό καρβέλι. Έμοιαζε ανείπωτα εξαντλημένος κι αποκαρδιωμένος κι είχε μια μεγάλη γρατσουνιά στη μια πλευρά του προσώπου του από μια πανικόβλητη γυναίκα που είχε προσπαθήσει να του το αρπάξει.
Το δείπνο ήταν θλιβερό· παρότρυναν τον Μεχμέτ κι εμένα να βιαστούμε ενώ οι μεγάλοι καμώνονταν σιωπηλοί ότι έτρωγαν. Είχαν περάσει οι ήρεμες, όλο γέλια βραδιές του καλού φαγητού και των απολαυστικών συζητήσεων, κατά τις οποίες η γιαγιά μου πετούσε ευφυή, κακόβουλα αποφθέγματα και η σιωπηλή, ντροπαλή μητέρα μου συνεισέφερε στο τραπέζι του δείπνου μόνο με τη χάρη και την ομορφιά της.
Την επαύριο ήρθε να μας αποχαιρετήσει ο θείος Αχμέτ. Ο Μεχμέτ κι εγώ τον καλωσορίσαμε ήσυχα-ήσυχα, δίχως φασαρία, δίχως σαματά αυτή τη φορά αφού τα πρόσωπα των γονέων μας υπαγόρευαν τη συμπεριφορά μας. Μας είχε φέρει κουτιά με καραμέλες και μας έστειλαν στην τραπεζαρία όσο εκείνοι συζητούσαν στο σαλόνι τα σοβαρά ζητήματα του πολέμου.
Ορισμένα πράγματα στη ζωή μας χαράζονται έντονα στη μνήμη αποτυπώνοντας εικόνες τόσο ζωντανές, τόσο σαφείς ώστε ο νους τα συγκρατεί ανεξίτηλα διά παντός. Τέτοια ακριβώς ανάμνηση διατηρώ από εκείνη τη νοεμβριάτικη μέρα που ο θείος μάς επισκέφθηκε για τελευταία φορά. Το πρωινό ήταν διαπεραστικά ψυχρό και το φως του ήλιου έπαιζε πίσω από τα γοργοκίνητα σύννεφα. Το σπίτι ήταν ήσυχο και γαλήνιο σαν να μην το κύκλωναν από παντού βαρυσήμαντα γεγονότα. Ένας θεληματάρης σάρωνε στον περίβολο τα τελευταία πεσμένα φύλλα. Μια όμορφη, ορεκτική μυρωδιά ερχόταν από την κουζίνα, όπου βρισκόταν η Φεριντέ,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
88 Ιρφάν Οργκά
και η Ιντζί άπλωνε την μπουγάδα στη μικρή πλα'ίνή βεράντα. Η πλύστρα τραγουδούσε δυνατά στο πλυσταριό αδιαφορωντας για τα δυσοίωνα προμηνύματα που ξεχύνονταν θρηνητικά γύρω της. Τι την έμελε ο πόλεμος; Και τι έμελε τη Φεριντέ ή τη μικρή Ιντζί ο πόλεμος; Εκείνο το πρωί όλοι με κάτι καταγίνονταν. Κόλλησα τη μύτη μου στο τζάμι του παραθύρου και κοίταζα τον ανεμοδαρμένο, γεμάτο θροΙσματα κήπο, που είχε τη δική του άγρια χειμωνιάτικη ομορφιά, και τον Μεχμέτ, που έπαιζε απορροφημένος στο πάτωμα.
Ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο για να πάρει λίγο κρασί και, θες επειδή φαινόμουν θλιμμένος, θες επειδή δεν ήταν εκεί η Ιντζί να μας προσέχει, μας είπε να πάμε και να παίξουμε στο σαλόνι.
Στο σαλόνι ο θείος μου έπινε τούρκικο καφέ. Έμοιαζε δυστυχής. Κανείς δεν μας έδωσε σημασία κι έτσι κάθησα σε μια καρέκλα ενώ η μητέρα μού έριξε μια ματιά, διερωτώμενη πιθανώς τι γύρευα εκεί. Ο θείος μου μιλούσε για τη γυναίκα του, λέγοντας ότι η υγεία της χειροτέρευε, κι η φωνή του ακουγόταν βαρύθυμη, ανήσυχη. Ύστερα αναφέρθηκε στο κτήμα· οι περισσότεροι άνδρες είχαν καταταγεί μαζί μ' αυτόν και δεν είχε ιδέα ποιος θα αναλάμβανε από δω και πέρα.
Η γιαγιά μου καθόταν δίχως να βγάζει μιλιά. Κοίταζε το θείο Αχμέτ σάμπως να μην μπορούσαν να χορτάσουν τα μάτια της αυτόν, τον πρωτότοκό της. Ήταν ασυγκίνητη γυναίκα, μα εκείνη την ημέρα βούρκωνε διαρκώς, και μόνο η άγρια περηφάνια της την έκανε να καταπίνει τα δάκρυά της. Υποθέτω πως πρώτη φορά στη ζωή της συνειδητοποιούσε τι αντίκτυπο μπορούσε να έχει ο πόλεμος στις οικογένειες. Πιστεύω ότι για πρώτη φορά θεώρησε τον εαυτό της μια ανήμπορη, αδαή γυναίκα, που δεν γνώριζε τίποτα για ό,τι συνέβαινε έξω από το μικρόκοσμό της, έναν κόσμο που δεν χωρούσε παρά συναναστροφές, γυναικεία κουτσομπολιά και τυπικότητες. Και οι δυο τελευταίοι άνδρες της οικογενείας της έφευγαν μακριά της. Είμαι βέβαιος ότι δεν έκατσε να σκεφθεί τα αισθήματα της μητέρας ή της θείας μου. Ψυχρή εκ φύσεως και δεσποτική, έκρινε πάντοτε τα πράγματα με επίκεντρο τον εαυτό
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 89
της. Έχανε τους γιους της, ίσως να τους έχανε για πάντα, αλλά η μητέρα και η θεία μου έχαναν απλώς και μόνο τους συζύγους τους.
Και, μολονότι η γιαγιά μου είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους συζύγους, είχε σε ακόμα μεγαλύτερη εκτίμηση τους γιους. Θα ήταν τετριμμένο να υπενθυμίσω ότι ελάχιστα διαφεύγουν από την προσοχή ενός παιδιού, είναι όμως γεγονός - εκείνη δε την εποχή ήξερα τη γιαγιά μου καλύτερα, καίτοι ατελώς, απ' όσο θα γνώριζε ποτέ η ίδια τον εαυτό της. Δεν είχε καιρό για αυτοαναλύσεις και η φροϋδική θεωρία δεν είχε ακόμα εισβάλει στην Ισταμπούλ. Γνώριζα επίσης τη μητέρα μου, καθώς κι εκείνη την υποβώσκουσα σκληρότητά της κι έτσι, όταν χρόνια αργότερα η σκληρότητα είχε γίνει το κύριο χαρακτηριστικό της, δεν αιφνιδιάστηκα αφού ανέκαθεν αναγνώριζα τη βαθιά θαμμένη ύπαρξή της. Δεν θα ήμουν σήμερα σε θέση να αποδώσω την πραγματική τους εικόνα εάν δεν ανέσυρα, με τα μάτια ενός παιδιού, εικόνες που τις νόμιζα νεκρές. Αλλά, καθώς σήμερα αυτές οι εικόνες επαναφέρουν τόσο ζωηρά ξεχασμένους τόπους, σκηνές και συζητήσεις, ανακαλούν εν μέρει και την αίσθηση που είχα ως παιδί.
Επί παραδείγματι εκείνη τη νοεμβριάτικη μέρα ήξερα τι περνούσε από το μυαλό της γιαγιάς μου λες και σκεφτόταν μεγαλόφωνα. Όταν ζήτησε από το θείο μου να μείνει για το γεύμα, ήξερα ότι παρέτεινε τη μοιραία στιγμή του αποχωρισμού και, όταν εκείνος αρνήθηκε, φάνηκε να ζαρώνει, μοιάζοντας μικροσκοπική και μόνη στην ψηλή καρέκλα της. Εκείνος είπε ότι είχε πολλά να φροντίσει στο Σαρίγιερ, ανησυχούσε για τη θεία μου κι όλη την ώρα απέφευγε προσεκτικά το βλέμμα της, ίσως επειδή ένιωθε ότι, αν την κοιτούσε στα μάτια, θα κατέρρεε κι αυτός.
Σε λίγο σηκώθηκε να φύγει κι έχω ακόμα μπροστά στα μάτια μου το επιβλητικό του παράστημα, σκοτεινό έτσι καθώς στεκόταν με την πλάτη στα παράθυρα.
«Φεύγω αύριο», είπε και, όταν η γιαγιά μου τον ρώτησε για πού, ανασήκωσε τους ογκώδεις ώμους του κι αποκρίθηκε πως δεν ήξερε.
Έσκυψε στη μητέρα του, της φίλησε τα χέρια κι εκείνη μουρμούρισε μια προσευχή πάνω στο σκυμμένο μελαχρινό κεφάλι του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
90 ΙρφάνΟργκά
Το ένα της χέρι ξεγλίστρησε από το φίλημά του για να τον χα'ίδέψει τρυφερά στο μάγουλο. Ο θείος Αχμέτ λίκνισε τον Μεχμέτ πάνω στον ώμο του, πήρε το χέρι μου στο δικό του και βγήκε στο χολ. Ο πατέρας μου είπε πως θα τον συνόδευε ως τη Γέφυρα του Γαλατά κι ο θείος μου χτυπούσε νευρικά το πόδι του όσο η Ιντζί βοηθούσε τον πατέρα μου να φορέσει το παλτό του. Ήσαν έτοιμοι και φιληθήκαμε. Ο θείος ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου και, σαν είδα αίφνης το χείλος του να τρεμοπαίζει, η άβγαλτη καρδιά μου λαχτάρησε να τον παρηγορήσει. Κατηφόρισαν το στενό μονοπάτι ως το δρόμο' στη γωνία στράφηκαν να μας χαιρετήσουν κι ύστερα τους χάσαμε από τα μάτια μας και γυρίσαμε ξανά στο σπίτι, ο Μεχμέτ κι εγώ - δυο αγοράκια άμαθα ν' αλαφρώνουν τους αποχωρισμούς.
Το ίδιο απόγευμα ήρθε να μας αποχαιρετήσει ο Ορχάν μπέης. Αναχωρούσε κι εκείνος το επόμενο πρωί - για πού δεν ήξερε. Ήπιαμε στην υγειά του και του ευχηθήκαμε κάθε καλό, υψώνοντας ο Μεχμέτ κι εγώ τα ποτήρια μας όπως οι άλλοι. Κι έξω, στο δρόμο, τα νταούλια χτυπούσαν για κάποιον άλλο. Γιατί εκείνα τα χρόνια το να πηγαίνει κάποιος στον πόλεμο, σε οποιονδήποτε πόλεμο, ήταν πράγμα γενναίο κι ευγενικό και, όταν έφευγαν παλικάρια από μια συνοικία, τα όργανα έπαιζαν έξω από το σπίτι του καθενός και δινόταν μια τουρκική σημαία στον νεοσύλλεκτο. Κι όλοι οι νέοι με τις άγριες καρδιές στα στιιθη πηδούσαν και χόρευαν και φώναζαν για να σκεπάσουν καλύτερα το θρήνο των γυναικών. Καθώς άφηναν τα σπιτικά τους, τα όργανα έπαιζαν ένα αφάνταστα λυπητερό τραγούδι κι άρχιζαν όλοι να τραγουδούν:
ΕΥ gazi/er ΥΟ/ g6rϋndϋ
Yine garib serime
Dag/ar, ta§/ar dayanamaz
Benim ahu zarima . . .
(<<Αχ, λαβωμένοι, έρχομαι να πάρω τη θέση σας κι η καρδιά μου κλαίει που αφήνω τους αγαπημένους μου. Βουνά και λιθάρια κλαίνε μαζί μου . . . »)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 91
Ο Ορχάν μπέης μάς αποχαιρέτησε κι έφυγε για το σπίτι του ενώ τα όργανα βαρούσαν ακόμα στο δρόμο.
Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου κίνησε πάλι για ψωμί και προσπάθησε για μία ακόμα φορά να δει το θείο μου. Επέστρεψε πολύ αργά, και η γιαγιά μου ρώτησε αμέσως αν τον είχε δει.
«Ναι», απάντησε ο πατέρας μου, «πρόλαβα να τον δω φευγαλέα καθώς τους έπαιρναν».
«Κι ήταν όμορφος με τη στολή του;» ξαναρώτησε ανυπόμονα η γιαγιά μου.
Ο πατέρας μου είπε μαλακά: «Δεν είχε στολή. Όλοι φορούσαν τα δικά τους ρούχα και είχαν
ζαλωθεί σάκους. Δεν είχαν άρβυλα κι οπλισμένοι στρατιώτες κρατούσαν τον κόσμο μακριά τους. Γυναίκες, μανάδες κι αγαπητικιές ήσαν όλες εκεί. Ακολούθησα το πλήθος κι είδα να τους μπάζουν σ' ένα κτίριο στο Σίρκετζι. Περιμέναμε όλοι, ελπίζοντας να τους πάρει το μάτι μας, μα δεν έγινε τίποτα, και στο τέλος μάς έδιωξαν οι στρατιώτες που φρουρούσαν το κτίριο».
Ο πατέρας μου έπαψε να μιλά και το βλέμμα του γέμισε πίκρα. Είχε δει χωριάτες φαντάρους να διατάζουν το θείο Αχμέτ και να τον σπρώχνουν και να τον σκουντούν με τον υποκόπανο. Είχε δει ένα στρατιώτη να κλοτσά κάποιον, αλλά δεν είπε τίποτα γι' αυτά μπροστά στη γιαγιά μου.
Την άλλη μέρα η μητέρα μου ετοίμασε ένα σάκο για τον πατέρα μου σαν αυτόν που κουβαλούσαν οι άλλοι άνδρες στις αμάθητες πλάτες τους. Κανείς δεν ανέφερε τίποτα για αναχώρηση, αλλά όλοι ξέραμε ότι θα έφτανε η στιγμή . Έτσι η μητέρα μου του έραψε ένα σάκο, ένα σάκο από τραχύ άσπρο λινό, με έξοχες βελονιές. Και νομίζω πως έραψε και την καρδιά της μέσα κει γιατί, αφότου έφυγε ο πατέρας μου, σ' εμάς που ξεμείναμε δεν την ξαναφανέρωσε ποτέ.
Ο πατέρας μου είχε πουλήσει την επιχείρησή του, κι έτσι τώρα περνούσε τις μέρες του στο σπίτι, περιμένοντας τη σειρά του και, όσο αργούσε, τόσο μεγάλωνε η φρίκη κι η ανυπομονησία του. Θαρρείς και το κράτος δεν σκόπευε να τον καλέσει ποτέ και, τώρα που ήξερε ότι κάποια στιγμή θα έφευγε, ήθελε να πάει, να τελειώ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
92 /ρφάνΟργκά
νει μ' αυτή την αναμονή που έσκιζε την καρδιά και έκανε τα μάγουλα να χλομιάζουν.
Αλλά η μέρα τελικά έφθασε. Το ίδιο τύμπανο χτύπησε το οδυνηρό του μήνυμα, ο ίδιος μπεκτσή μπαμπά στάθηκε κάτω από την ίδια λάμπα και επέδωσε το τελεσίγραφό του:
«Όσοι άνδρες έχουν γεννηθεί μεταξύ 1886 και 1892 οφείλουν να παρουσιασθούν στο έμπεδο επιστράτων εντός σαράντα οκτώ ωρών. Οι φυγόστρατοι θα διωχθούν».
Μπουμ-μπουμ, ντουμ, μπουμ-μπουμ χλεύασε το τύμπανο. Ο πατέρας είχε τελικά κλητευθεί και θεωρούσαμε ότι δεν γινό
ταν να μας βρει ποτέ μεγαλύτερο κακό από τούτο. Την επομένη παρουσιάσθηκε στο κέντρο επιστράτευσης. Κα
ταπώς φαινόταν, έφευγαν μαζί του κι όσοι νέοι άνδρες είχαν απομείνει στη συνοικία. Σαν επέστρεψε, βρισκόμουν άγρυπνος στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσα ν' ακούσω τι έλεγαν. Μας άφησε μια συννεφιασμένη μέρα, μια μέρα γκρίζα και ψυχρή στις αρχές Δεκεμβρίου, και, καθώς έφευγαν κι ένα σωρό άλλοι, τα όργανα θα τους συνόδευαν όλους μαζί - από τις ζωές που γνώριζαν ως τα τότε στην παγωνιά του πεδίου της μάχης. Η Φεριντέ γέμισε μέχρι πάνω τον τραχύ λινό σάκο με γλυκά και πίτες κι όσες άλλες λιχουδιές τού είχε ετοιμάσει. Ο πατέρας μου στάθηκε καταμεσής του σαλονιού, ενώ ο νους του έτρεχε ήδη αλλού, και κοίταξε ολόγυρα για τελευταία φορά. Το πρόσωπό του ήταν απρόσιτο κι αδιαπέραστο, ένα ξένο πρόσωπο στρατιώτη που δεν είχε θέση σ' αυτό το κομψό, ευχάριστο δωμάτιο. Η μητέρα μου στάθηκε πολύ κοντά του με το ίδιο ξένο κι απόμακρο βλέμμα. Αλλά η καημένη η γιαγιά μου, η οποία βρισκόταν εκτός του μυστικού χώρου των άλλων δύο, κάθησε ένα κουβάρι στο παράθυρο στήνοντας αυτί για ν' ακούσει τα νταούλια που θα έπαιρναν μακριά το μικρό της γιο. Η Ιντζί έφερε τούρκικο καφέ ενώ η Φεριντέ κουβαλούσε παραπίσω τον ξέχειλο λινό σάκο κι ο Μεχμέτ έτρεξε να της τραβήξει τις φούστες, δίχως να καταλαβαίνει προς τι όλη αυτή η αναταραχή ή ότι έφευγε ο πατέρας του. Ζύγωσα τον πατέρα μου, τύλιξα τα χέρια γύρω του κι εκείνος με σήκωσε στην αγκαλιά του.
«Εσύ θα είσαι ο πατέρας από δω και στο εξής», μου είπε. Πίε-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 93
σα το κεφάλι μου στο πρόσωπό του κι αισθάνθηκα ένα δάκρυ ν' αργοκυλάει στο μάγουλό μου. Δάκρυ ποιανού, δικό μου ή δικό του; Ίσως κύλησε κι από τους δυο μας γιατί τα δάκρυα έπνιγαν κι εμένα κι εκείνον. Η Φεριντέ κι η Ιντζί, που οι τρυφερές καρδιές τους είχαν ανείπωτα συγκινηθεί, άρχισαν να κλαίνε γοερά, μα η μητέρα μου κοίταζε αδάκρυτη. Πιστεύω ότι είχε κλάψει κάπου πιο απόμερα όσο ήταν να κλάψει σ' ολόκληρη τη ζωή της και τώρα η πετρωμένη της καρδιά μπορούσε ν' ατενίζει σχεδόν γαλήνια τη σκηνή του αποχωρισμού.
Η γιαγιά μου προσευχόταν ακατάπαυστα κι έπειτα άρχισε να μουρμουρίζει:
«Το μεγαλύτερο γιο μου και το μικρότερο γιο μου. Το μεγαλύτερο γιο μου και το μικρότερο γιο μου. Σας πήραν και τους δυο».
Ακούστηκαν τα μακρινά νταούλια. Ο πατέρας μου με άφησε κάτω, ήπιε βιαστικά τον καφέ του και είπε :
«Σεβκιγιέ ! Μην έχεις τέτοιο ύφος ! Χαμογέλασέ μου. Θα ξανάρθω . . . »
Το μαρμαρωμένο πρόσωπο της μητέρας μου χαλάρωσε για να του χαρίσει το παλιό, καλό, αστραφτερό της χαμόγελο κι ο πατέρας τής είπε :
«Θα γινόσουν καλύτερος στρατιώτης από εμένα» . Στάθηκαν εκεί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, χαμογελώντας με
τα υπέροχα χαμόγελά τους, δίχως ν' αγγίζονται κι όμως αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι. Τα όργανα πλησίαζαν και τώρα ακούγαμε καθαρά τα νταούλια και το ζουρνά και τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν ξοπίσω τους.
Η μητέρα μου αποτράβηξε το βλέμμα της από τα μάτια του πατέρα μου και το γλυκό θαύμα διαλύθηκε . Σήκωσε το βαρύ του σάκο, του τον έδωσε κι ύστερα φιλήθηκαν σαν ξένοι, αυτοί οι δυο που δεν είχαν ανάγκη τα φιλιά. Η γιαγιά μου έτεινε το χέρι της για να το φιλήσει, και η Φεριντέ με την Ιντζί προχώρησαν για να υποβάλουν τα σέβη τους. Έκλαιγαν πικρά και χάιδεψε τα κεφάλια τους, σαν να ήταν παιδιά, όπως ο Μεχμέτ κι εγώ. Έριξε το σάκο στην πλάτη και κίνησε για την εξώθυρα και τον κόσμο που περίμενε έξω. Τα όργανα έπαιζαν ήπια και πένθιμα κι ο πατέρας φί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
94 Ιρφάν Οργκά
λησε εμάς τα παιδιά κι έπειτα είπε «αντίο» με χείλη άκαμπτα και σφιγμένα.
Ένας γέροντας προχώρησε μπροστά και του παρέδωσε την τουρκική σημαία. Όλος ο κόσμος φώναξε: «Παντισαχίμ τσοκ γιασά» κι ο πατέρας μου πήρε τη θέση του ανάμεσα στους υπόλοιπους νεοσύλλεκτους. Οι αποχαιρετισμοί και οι επευφημίες συνέχισαν ξέφρενα, αλλά δεν χρειαζόταν να πνίξουν τους θρήνους του σπιτιού μας γιατί οι γυναίκες του δεν θρηνούσαν. Στέκονταν εκεί χαμογελώντας ήσυχα και τα όργανα έπαιξαν για τον πατέρα μου:
ΕΥ gazίler ΥΟ/ gδrϋndϋ
ΥίΠθ garib serime
Dag/ar, ta§/ar dayanamaz
Benim ahu zarima . . .
Έπειτα έστριψαν στη γωνία, χάθηκαν από τα μάτια μας και μονάχα ο ήχος από τις ζητωκραυγές και τα τραγούδια κι ο αχός των νταουλιών έφθαναν ολοένα πιο εξασθενημένα ως εμάς.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Δ ιήμερη άδεια και η νέα νύφη
ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΑΝ τον πατέρα μου και, μολονότι ρωτήσαμε τον μπεκτσή μπαμπά, το μόνο που είχε να μας πει ήταν ότι ίσως γνώριζαν κάτι στο κέντρο επιστράτευσης.
Την επαύριο έστειλαν τη Φεριντέ να μάθει, κι εκείνη επέστρεψε λέγοντας ότι η κλάση του πατέρα μου βρισκόταν στο Χασάν πασά Τζαμί περιμένοντας το σύνθημα για την αναχώρηση. Η μητέρα μου ξεσηκώθηκε και παρακάλεσε τη γιαγιά μου να ετοιμαστεί και να μας συνοδεύσει στο τζαμί γιατί μπορεί να έπιανε το μάτι μας τον πατέρα μου προτού φύγει. Ανοίγαμε δρόμο στα πολυάνθρωπα σοκάκια, με τη μητέρα και τη γιαγιά εντελώς καλυμμένες και τη δεύτερη να διαμαρτύρεται αδιάκοπα, που ήταν αναγκασμένη να περπατήσει, και να θρηνεί μεγαλοφώνως τον εξαφανισμένο Μουράτ και το παετόνι.
Το Χασάν πασά Τζαμί ήταν κτισμένο σ' έναν κήπο αρκετά ψηλότερα από το δρόμο. Όταν φθάσαμε, είδαμε ένα σωρό γυναικόπαιδα που είχαν έρθει προσπαθώντας να δουν τους ανθρώπους τους προτού αυτοί εγκαταλείψουν την Ισταμπούλ. Οι στρατιώτες συνωστίζονταν στον κήπο κοιτάζοντας κάτω, τον κόσμο, και αναζητώντας τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ένας στρατιώτης μάς φώναξε, καλώντας τη γιαγιά μου με τ' όνομά της και λέγοντας ότι ο πατέρας μου βρισκόταν κάπου στον κήπο. Κοιτάξαμε απορημένοι το στρατιώτη . . . Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος με την αγριωπή όψη ο οποίος είχε το θράσος να φωνάζει το όνομα της γιαγιάς μου; Ξάφνου η μητέρα μου τον αναγνώρισε και μας είπε ότι ήταν ο άνδρας που έμενε απέναντί μας. Σχεδόν δεν μπορούσα να το πιστέψω. Εκείνος ο στρατιώτης με την άχαρη γκρίζα στολή και το κουρεμένο με την ψιλή κεφάλι αποκλείεται να ήταν ο κομψός κύ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
96 Ιρφά ν Οργκά
ριος του απέναντι σπιτιού που κάθε απόγευμα κρατούσε τη γυναίκα του τόσο περήφανα από το μπράτσο όταν έβγαιναν περίπατο. Αδύνατον: τι το κοινό υπήρχε ανάμεσα σ' αυτό το στρατιώτη και το φρακοφορεμένο κύριο με το φέσι που έμενε απέναντι;
Η ένταση αυξήθηκε σαν είδα τον πατέρα μου να περπατά στην άκρη του κήπου. Μας χώριζαν κάπου τεσσεράμισι μέτρα κι ο κήπος βρισκόταν τόσο ψηλά από το έδαφος ώστε δεν ήταν δυνατόν να διακρίνουμε καθαρά ο ένας τον άλλο.
Η γιαγιά μου του φώναξε, ρωτώντας μήπως χρειαζόταν κάτι, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε στυφά:
«Πηγαίνετε τα παιδιά στο σπίτι και μην ξανάρθετε εδώ». Κι έτσι κουνήσαμε τα μαντίλια μας και φύγαμε. Δεν γινόταν να
κάνουμε τίποτα άλλο. Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε εκεί όλη νύχτα και δεν μπορούσαμε να ξαναφέρου με τον πατέρα μου πίσω στο σπίτι. Λίγες μέρες ύστερα από αυτό μάθαμε ότι τον είχαν μεταφέρει στο στρατώνα του Σελιμιέ, στη μεριά της Ανατολίας, για εκπαίδευση και μια μέρα η μητέρα μου με πήρε και πήγαμε ως εκεί ελπίζοντας να τον δούμε. Αλλά στάθηκε αδύνατον και γυρίσαμε πίσω αποκαμωμένοι. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, βρήκαμε τη μαντάμ . Μουτζάν και τα παιδιά της να κάθονται με τη γιαγιά μου και η μητέρα τούς παρακάλεσε να μείνουν για το δείπνο επειδή ένιωθε, νομίζω, ότι η παρουσία τους θα μας βοηθούσε να ξεχάσουμε την απουσία του πατέρα. Ήταν περίεργο να έχουμε μουσαφίρηδες χωρίς να είναι εκεί ο πατέρας μου και να βλέπω τη μητέρα μου να έχει καταλάβει τη θέση του, στην κεφαλή του τραπεζιού. Η κουβέντα περιστράφηκε φυσικά γύρω από τον πόλεμο και τους απόντες ανθρώπους τους. Η γιαγιά μου εξακολουθούσε να μεμψιμοιρεί για τις αλλαγές. Είχε τρομοκρατηθεί από τις πολε μοχαρείς εκδηλώσεις των θερμόαιμων νέων της συνοικίας, των μοναδικών που είχε δει ποτέ της, κι αυτούς από το παράθυρο, γιατί ήταν αδύνατον να πεισθεί να πάει οπουδήποτε με τα πόδια. Και ήταν βαθιά αγανακτισμένη που ο σουλτάνος και το κράτος είχαν φερθεί τόσο αστόχαστα ώστε ν' αφήσουν όλες τις γυναίκες χωρίς άνδρες για να τις προστατεύουν.
Όμως οι υπόλοιποι συνηθίζαμε σιγά-σιγά στην ιδέα του πολέ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 97
μου' συνηθίζαμε ακόμα και την απουσία του πατέρα μου. Η μητέρα μου έμοιαζε άλλος άνθρωπος χωρίς εκείνον, πιο άξια κι αποφασιστική τώρα που δεν γινόταν να στηριχτεί επάνω του. Καταπιανόταν όλο και λιγότερο με τα όμορφα, άχρηστα κεντήματά της. Επιχείρησε να με προγυμνάσει, εφόσον δεν υπήρχε κατάλληλο σχολείο στο οποίο να με στείλουν, αλλά δίχως επιτυχία. Δεν είχε την υπομονή δασκάλου κι εγώ δεν ήμουν διατεθειμένος να την αφήσω να με διδάξει. Ήταν πολύ τρυφερή μαζί μας, αλλά παράξενα απόμακρη κι ένα παιδί δεν μπορούσε να τρέξει φοβισμένο κοντά της και να κλάψει στον ώμο της. Τα παιδιά της φαινόταν ν' αποτελούν το έλασσον γεγονός στη ζωή της κι ο πατέρας μου είχε αναγορευθεί σ' ένα είδος θεού.
Μια μέρα ήρθε να μας επισκεφθεί η θεία Αίσέ μαζί με μια ψηλή, κοκαλιάρα υπηρέτρια για συνοδό. Φαινόταν πολύ αδυνατισμένη και είχε ταραχτεί επειδή είχε αναγκαστεί να ταξιδέψει χωρίς το θείο μου' έλεγε ότι την είχε τρομάξει η βουή των δρόμων. Ρώτησε τι νέα είχαμε από τον πατέρα μου' η μητέρα μου της είπε πού βρισκόταν, κι εκείνη αποκρίθηκε ότι ο θείος Αχμέτ είχε ήδη σταλεί εκτός Τουρκίας. Έπειτα κάθησε πλέκοντας τα χέρια της σάμπως αυτή η γνώση να ήταν τρομακτική και δυσβάσταχτη και το να βρίσκεται έξω από τη χώρα του ό,τι φοβερότερο θα μπορούσε να τύχει στο θείο Αχμέτ. Έφαγε ελάχιστα στο δείπνο παρότι η Φεριντέ είχε σκοτωθεί να της ετοιμάσει όλα τα αγαπημένα της φαγητά. Ήπιε μερικές γουλιές κόκκινο κρασί' έβηχε αδιάκοπα ζητώντας κατακόκκινη συγγνώμη και λέγοντας ότι αυτός ο βήχας την ταλαιπωρούσε μήνες τώρα δίχως να την αφήνει ή να υποχωρεί με τα διάφορα μαντζούνια που της συνιστούσε η μαγείρισσά της.
Ενώ δειπνούσαμε, εμφανίστηκε η Φεριντέ μ' ένα γράμμα για τη μητέρα μου. Το είχε φέρει ο ιπποκόμος κάποιου πολύ γνωστού μας λογαχού. Είπε ότι ο πατέρας μου ήταν περίφημα, αλλά δεν μπορούσε να γράψει διότι περνούσε από αυστηρότατη εκπαίδευση για αξιωματικός, η οποία για κάποιο λόγο καθιστούσε αδύνατη την απευθείας επικοινωνία του με τη μητέρα μου. Ο λοχαγός διεμήνυε ότι, μόλις τελείωνε η βασική εκπαίδευση, ο πατέρας μου θα έπαιρνε μερικές ημέρες άδεια.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
98 ΙρφάνΟργκά
Η Φεριvtέ, η οποία στεκόταν δίπλα στη μητέρα μου, ενόσω μας διάβαζε την επιστολή, ενθουσιάστηκε όσο κι εμείς κι άρχισε να καταστρώνει σχέδια για τα φαγητά που θα του ετοίμαζε. Η θεία μου χαμογέλασε μελαγχολικά, αλλά η γιαγιά μου ύψωσε θριαμβευτικά το ποτήρι της, ζητώvtας κι άλλο κρασί, και είπε:
«Είδατε ! Θα τον κάνουν αξιωματικό! Σας τα 'λεγα, δεν σας τα 'λεγα;»
Ύστερα ήπιαμε στην υγειά του πατέρα μου, περήφανοι κι ευτυχισμένοι. Έστειλαν την Ιvtζί να προφτάσει τα καλά μαvtάτα στη μαvtάμ Μουτζάν και να την καλέσει για καφέ. Ο Μεχμέτ κι εγώ πήγαμε για ύπνο, αλλά οι γυναίκες κάθησαν ώρα στο σαλόνι ενώ οι χαρούμενες φωνές τους σκαρφάλωναν στις σκάλες και πότε-πότε ακουγόταν καμπανιστό το γέλιο της μητέρας μου - όπως ακριβώς τις ημέρες που ο πατέρας ήταν ακόμα μαζί μας.
Η θεία Αίσέ έφυγε για το Σαρίγιερ και μας έμεναν δυο μέρες προετοιμασιών ως την άφιξη του πατέρα μου. Τότε οι μέρες αργίας των μουσουλμάνων ήταν η Πέμπτη και η Παρασκευή και κανείς δεν έκανε φασίνα εκείνες τις μέρες. Το πρωί της Πέμπτης ξημέρωσε κρύο και διάφανο κι η Ιvtζί δεν μπορούσε να χάνει τον καιρό της με τον Μεχμέτ κι εμένα. Όταν μας έντυσε, μας προειδοποίησε αυστηρά να μη λερωθούμε, αλλά μια παιχνιδιάρικη σπίθα κρυβόταν πίσω από την άτεγκτη φωνή γιατί εκείνη ήταν μία ευτυχισμένη μέρα και δεν έπρεπε να την ασχημίσουν δάκρυα. Το σπίτι ήταν μαγεία. Καθαρές κουρτίνες κρέμοvtαν στα κεvtρικά δωμάτια, ο πυρετός του γυαλίσματος συνεχιζόταν, παvtού είχαν τοποθετηθεί μεταξωτά και δαvtέλες, όπως ακριβώς κατά το Μπα'ίράμι. Όμως αυτό ήταν καλύτερο κι από Μπα'ίράμι αφού περιμέναμε τον πατέρα μας.
Μας επισκέφθηκαν ένα σωρό γείτονες, κι η μητέρα μου ήπιε μαζί τους αμέτρητα φλιτζάνια τούρκικου καφέ. Η γιαγιά μου φερόταν θαρρείς και περιστοιχιζόταν από την αυλή της. Εξαίσια
ι
δαχτυλίδια κοσμούσαν και τα πέvtε δάχτυλα του ενός χεριού και πετράδια άστραφταν στο λαιμό της. Είχε ξαναβρεί τον παλιό, υπεροπτικό, δεσποτικό εαυτό της και διέταζε σαν βασίλισσα.
Η Φεριvtέ κι η Ιvtζί δούλεψαν σαν σκλάβες. Βρήκαν και τοπο-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 99
θ έτη σαν λουλούδια, τα γυαλικά σκουπίστηκαν ώσπου να λαμποκοπήσουν και τ' ασημικά προσέδιδαν έναν τόνο μεγαλείου πάνω στο βαθύχρωμο μεγάλο μπουφέ από καρυδιά. Το πρωί παραχώρησε τη θέση του στο μεσημέρι, αλλά ο πατέρας μου ακόμα δεν είχε φανεί. α Μεχμέτ κι εγώ περιμέναμε επί ώρες μπροστά στην πόρτα ώσπου το αγιάζι μάς ανάγκασε να μπούμε μέσα τουρτουρίζοντας. Στο σπίτι υπήρχε διάχυτη μια αίσθηση προσμονής. Το χολ αχτιδοβολούσε από το φρεσκογυαλισμένο πάτωμα και τις ανακλάσεις των τεράστιων ασημένιων δίσκων που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι -ένα εγγλέζικο τραπέζι που είχε φέρει κάποτε ο προπάππος μου από ένα ταξίδι. Ένα μπακιρένιο μαγκάλι ζέσταινε το χώρο για να προσφέρει θαλπωρή στον παγωμένο, καταπονημένο ταξιδευτή, και τα χρυσάνθεμα από το Σαρίγιερ έλαμπαν σε μια γωνιά. Το σπίτι περίμενε τον αφέντη του και πλέον όλα ήταν έτοιμα. Όμως πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το απόγευμα και συνάμα η ώρα ν' ανάψει η Ιντζί τις έξι μεγάλες λάμπες στο σαλόνι και τις μικρότερες στο χολ.
α Μεχμέτ κι εγώ ήμασταν απαρηγόρητοι. Δηλαδή δεν θα ερχόταν ο πατέρας μας; Ανοίξαμε μια τελευταία φορά την εξώπορτα μην τυχόν διακρίνουμε κάτι στο μούχρωμα. Μπήκε μια ριπή τόσο παγωμένου αέρα που η Ιντζί μάς πρόσταξε κοφτά να κλείσουμε αμέσως την πόρτα, αλλά εγώ είχα δει ένα στρατιώτη να στρίβει στη γωνία. Νόμισα ότι ερχόταν ο ιπποκόμος του λοχαγού με νέο μήνυμα και φώναξα τη μητέρα μου να έρθει. α στρατιώτης με φώναξε και τότε πια κατάλαβα ότι δεν ήταν ο ιπποκόμος του λοχαγού, μα ο πατέρας μου. Έτρεξα προς το μέρος του κι όρμησα στην ορθάνοιχτη αγκαλιά του, με τον Μεχμέτ να σπεύδει ξοπίσω μου. Μπήκαμε μαζί στο σπίτι. Η μητέρα μου τον περίμενε στο χολ τρέμοντας ολόκληρη και ξαναμμένη από ευτυχία' φορούσε ένα βαθυπόρφυρο βελούδινο φόρεμα κι ο λαιμός της ήταν στολισμένος με ρουμπίνια.
Πόσα γέλια και δάκρυα ξέσπασαν μονομιάς, πόσες συγκινημένες ερωτήσεις κι αποκρίσεις . . . α αφέντης του σπιτιού είχε ξαναγυρίσει' οι αρμοί του παλιού οικήματος έτριξαν κι ανάγειρε ευχαριστημένο για να στεγάσει όλη αυτή την ακτινοβολία.
α πατέρας μου έμοιαζε αφρόντιστος μες στη στολή του κι είπε Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 00 Ιρφάν Οργκά
ότι το μόνο που επιθυμούσε ήταν ένα μπάνιο και μια αλλαξιά επειδή τα τραχιά εσώρουχα του στρατού είχαν ερεθίσει το δέρμα του.
Ήταν εύθυμος και ομιλητικός, ευχαριστημένος που βρισκόταν ξανά στο σπίτι και αποκρύπτοντας πόσο δυστυχούσε στο στρατό. Είπε ότι η εκπαίδευσή του θα διαρκούσε κάμποσους μήνες ακόμα και πρόσθεσε ότι ήταν για καλό αφού αυτό σήμαινε ότι θα παρέμενε στο Σελιμιέ και ίσως κατά διαστήματα να του επέτρεπαν να έρχεται στο σπίτι. Μίλησε για το διοικητή, έναν επιστήθιο φίλο του παππού μου, τον ανέφερε όμως ακροθιγώς λέγοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να περιμένει κανείς χατίρια στο στρατό. Στη μονάδα του είχαν αποσπαστεί και Γερμανοί αξιωματικοί - Πρώσους αναρριχησίες τους αποκάλεσε, προσθέτοντας ότι δεν υπήρχε δα και σφοδρή συμπάθεια μεταξύ των Τούρκων αξιωματικών και των κορδωμένων Γερμανών.
Η μητέρα μου έλαμπε συνεχώς τις δυο μέρες που πέρασε στο σπίτι, αλλά το τελευταίο απόγευμα, καθώς τριγυρνούσα στο σαλόνι, έπεσα σε μια συζήτηση που έμελλε να με προβληματίσει επί μακρόν.
« . . . μπορεί να συμβεί οτιδήποτε», έλεγε σοβαρά ο πατέρας μου και πρόσθετε: «Αν όμως τότε δεν βρίσκομαι εδώ, θα ήθελα να βγάλετε το μωρό Μουαζέζ - ή Αρίφ αν είναι πάλι αγόρι».
Τότε ακριβώς είδα τη μονίμως σε εγρήγορση Ιντζί να τους κοιτάζει με την άκρη του ματιού - σέρβιρε καφέ σ' ένα βοηθητικό τραπεζάκι - και με κατέλαβε μεγάλη περιέργεια. Για ποιο μωρό μιλούσαν άραγε; Δεν ε ίχα το θάρρος να ρωτήσω και ούτως ή άλλως η συζήτηση διακόπηκε απότομα μόλις ο πατέρας μου πήρε είδηση ότι η Ιντζί ήταν δίπλα κι εγώ κοίταζα με ορθάνοιχτα μάτια.
Όταν ο πατέρας μου επέστρεψε στη μονάδα του, ήμασταν όλοι εύθυμοι διότι αυτή τη φορά ξέραμε ότι πήγαινε μονάχα ως το Σελιμιέ και ίσως να τον ξαναβλέπαμε γρήγορα.
«Εις το επανιδείν», φώναξε χαρούμενα η μητέρα μου, όταν γύρισε να μας αποχαιρετήσει κουνώντας το χέρι του, ενώ ο Μεχμέτ κι εγώ μείναμε να τον κοιτάζουμε καθώς απομακρυνόταν.
Ύστερα επιστρέψαμε στην Ιντζί και στην καθημερινή ρουτίνα δίχως κανείς μας να γνωρίζει ότι αυτό ήταν το πραγματικό αντίο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 101
Μερικές εβδομάδες αργότερα μας έφεραν ένα γράμμα από τον πατέρα μου. Η μητέρα μου το κράτησε σ' όλη της τη ζωή και βρίσκεται σήμερα στην κατοχή μου - μοναδικό σχεδόν ενθύμημα από εκείνες τις εποχές:
« ... κι έτσι, όπως βλέπεις, θα αναχωρήσουμε από το Σελιμιέ σχεδόν αμέσως. Η εκπαίδευσή μας δεν έχει ολοκληρωθεί και ουδείς γνωρίζει πού σκοπεύουν να μας χρησιμοποιήσουν, επομένως προς το παρόν οδεύουμε με τους υπολοίπους. Θα φύγουμε με αμαξοστοιχία' έλα αύριο το πρωί στις γραμμές του τρένου. Δεν μπορώ να σου ορίσω ώρα, αλλά θα ήθελα να σε δω για μία ακόμα φορά προτού φύγω. Άσε και τα παιδιά να έρθουν. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο σε τούτο το γράμμα, αλλά προσεύχομαι στον Θεό να σας έρθουν όλα δεξιά. Αφήνω εσένα και το αγέννητο παιδί μου στα χέρια του Θεού και σε φιλώ στα μάτια ... »
Η μητέρα μου έκλαψε με το γράμμα, αλλά η γιαγιά μου προσεβλήθη διότι ο πατέρας μου δεν την ανέφερε και μούτρωσε λίγο εξαιτίας της αχαριστίας όλων των γιων μόλις παντρευτούν. Ο Μεχμέτ κι εγώ ήμασταν ενθουσιασμένοι που θα πηγαίναμε στις γραμμές του τρένου, οι οποίες περνούσαν από την άκρη του μεγάλου χερσότοπου που βρισκόταν πίσω από το σπίτι μας και, μολονότι δεν διακρίνονταν από το σπίτι, συχνά ακούγαμε το μουγκρητό των αραιών συρμών. Μας φαινόταν σαγηνευτικό που ο πατέρας μας θα ταξίδευε μ' ένα τέτοιο τρομακτικό θηρίο όπως ο σιδηρόδρομος και τον ζηλεύαμε φοβερά. Η Ιντζί μού είπε εκείνη την ημέρα:
«Μπορεί σύντομα να αποκτήσεις ένα μικρό αδελφό ή μια μικρή αδελφή. Θέλεις;»
«Όχι! » απάντησα φρίττοντας στη σκέψη ενός καινούργιου μωρού στο σπίτι, ίσως λόγω των κατάλοιπων κάποιας απώτερης ανάμνησης από τη βρεφική ηλικία του Μεχμέτ, όταν μου έλεγαν διαρκώς να κάνω ησυχία.
«Ίσως όμως να είναι μια αξιαγάπητη αδελφούλα», επέμεινε η Ιντζί ώσπου στο τέλος αφύπνισε την περιέργειά μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
102 ΙρφάνΟργκά
«Ποιος θα το φέρει;» θέλησα να μάθω. «Θα το στείλει ο πατέρας σου μ' ένα περιστέρι του κήπου, μ'
ένα από τα δικά σου περιστέρια». «Σήμερα το πρωί», ρώτησα, «ή αύριο που θα πάμε να τον δούμε
στις γραμμές;» «Όχι, κουτεντέ! » είπε η Ιντζί. Έχασα αμέσως κάθε ενδιαφέρον αφού ουδόλως με απασχο
λούσε ένα βρέφος του οποίου η άφιξη θα καθυστερούσε τόσο. «Τα περιστέρια μου σ' το είπαν;» ρώτησα εντέλει, γιατί δεν μου
έκανε καρδιά να κλείσω οριστικά το θέμα, και, όταν η Ιντζί απάντησε καταφατικά, το ξανασκέφτηκα κι έπειτα έσυρα τον Μεχμέτ στον κήπο για ν' αναζητήσουμε τα κατατοπισμένα περιστέρια. Προχωρούσαν κορδωμένα στο βάθος του κήπου και θεώρησαν ότι τους είχαμε φέρει ψωμί. Απάντησαν σε όλες τις ερωτήσεις μου γουργουρίζοντας απλώς με τις απαλές, λαρυγγικές φωνές τους. Ο Μεχμέτ με εξόργισε γιατί έτ�εχε. προς το μέρος τους κάνοντας με τα χέρια του πως φτεροκοπάει, με αποτέλε.σμα να τα τρομάξει και ν' αρχίσουν να διαγράφουν εκνευρισμένά κύκλους πάνω από το κεφάλι μου.
«Πείτε μου», ξεφώνισα, αλλά εκείνα απάντησαν με γουργουρίσματα, παίρνοντας στροφές, βουτώντας και διαγράφοντας κύκλους. Έτσι κατέληξα στενοχωρημένος στο συμπέρασμα ότι η Ιντζί μάλλον κατείχε κάποιες πολύ ειδικές γνώσεις περιστερόγλωσσας.
Την επομένη το πρωί τυλιχτήκαμε σε βαριά πανωφόρια και κασκόλ και πήγαμε με τη μητέρα και τη γιαγιά μου στην άκρη του χερσότοπου, απ' όπου μπορούσαμε να δούμε όλες τις αμαξοστοιχίες που περνούσαν. Έκανε φαρμάκι, κι εκείνη την ημέρα πέρασαν πάμπολλα τρένα, όλα ασφυκτικά γεμάτα με στρατιώτες που φώναζαν και τραγουδούσαν και μας χαιρετούσαν, μα ο πατέρας μου δεν ήταν ανάμεσά τους. Φόρτωμα το φόρτωμα, τα τρένα περνούσαν κι εκείνος δεν έλεγε να φανεί. Δυο ώρες αργότερα, ο Μεχμέτ κι εγώ κλαίγαμε σχεδόν από το κρύο και χτυπούσαμε τα πόδια μας προσπαθώντας να ζεσταθούμε.
«Ίσως να έχει ήδη φύγει», ε ίπε η μητέρα μου με μια χροιά α-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 103
πελπισίας στη φωνή. «Ίσως πέρασε από εδώ την ώρα που κοιμόμασταν».
Κατέφθαναν βρυχώμενες αμαξοστοιχίες, με προορισμό το Εντιρνέ και Κύριος οίδε ποια κόλαση μετά. Είδαμε να πλησιάζει στην άλλη γραμμή ένα τρένο της Ερυθράς Ημισελήνου κι ένιωσα δίπλα μου τη μητέρα ν' ανατριχιάζει καθώς έλεγε στη γιαγιά μου:
«Μητέρα, ένα ασθενοφόρο τρένο! Να είναι άραγε άρρωστοι ή πληγωμένοι στρατιώτες;»
Η γιαγιά μου αποκρίθηκε: «Σταμάτα να βασανίζεις έτσι τον εαυτό σου». Η αμαξοστοιχία της Ερυθράς Ημισελήνου τσούλησε με τους
εξαντλημένους ταξιδιώτες της κι ύστερα διακρίναμε έναν άλλο συρμό να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Και τότε, τόσο απρόσμενα ώστε σχεδόν αιφνιδιαστήκαμε, ε ίδαμε σ' ένα παράθυρο το πρόσωπο του πατέρα μου και το άσπρο του μαντίλι ν' ανεμίζει για να τραβήξει τα ξαφνιασμένα βλέμματά μας.
«Κοιτάξτε !» φώναξε ο Μεχμέτ. «ο μπαμπάς!» Η μητέρα μου τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι της και στέλ
νοντάς του απερίσκεπτα, σύντομα φιλιά, γελώντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα από την έξαψη. Καθώς η αμαξοστοιχία περνούσε θορυβωδώς, ο πατέρας μου έσκυψε σχεδόν ολόκληρος έξω από το παράθυρο και φώναξε:
«Αντίο! Ο Θεός να σας ευλογεί όλους !» Κι η μητέρα μου του αποκρίθηκε, φωνάζοντας κι εκείνη : «Όχι
"αντίο", Χουσνού !» Μα το τρένο είχε κιόλας προσπεράσει κι έτσι ίσως δεν άκουσε
ποτέ τι του είπε, αυτές τις τελευταίες, σπαρακτικές λέξεις, που δεν γνώριζε ότι ήσαν οι τελευταίες που επρόκειτο να του "απευθύνει.
Είδαμε για μία ακόμα στιγμή το τεντωμένο χέρι του και το μαντίλι που ανέμιζε, ανέμιζε, ύστερα χάθηκαν κι αυτό κι εκείνος, και το κρύο πρωινό έμοιαζε άξαφνα πιο κρύο. Επιστρέψαμε στη ζεστή φωτιά του σπιτιού, αλλά η παγωνιά εντός μας έκανε καιρό, πολύ καιρό να λιώσει.
Όμως η ζωή έπρεπε να προχωρήσει και να περάσουμε αργές, αγωνιώδεις μέρες αναμένοντας νέα του. Άλλωστε είχαν αρχίσει
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
104 /ρφάν Οργκά
να αναφύονται άλλα προβλήματα, τα οποία τρύπωναν ύπουλα στην τρέχουσα ζωή μας και την αναστάτωναν. Κατ' αρχάς ανέκυψε το θέμα της τροφής. Επί εβδομάδες η Φεριντέ αντλούσε από τα αποθέματά μας και η ταχύτητα με την οποία καταναλώνονταν ανησύχησε τη μητέρα μου. Το να τα"ίστούν έξι στόματα επί κάμποσες φορές την ημέρα σήμαινε μεγάλες επιδρομές στο αλεύρι, στη ζάχαρη και στο ρύζι. Η Φεριντέ περνούσε περισσότερη ώρα ψάχνοντας για ανοιχτά μαγαζιά παρά στην κουζίνα. Το ψωμί που τρώγαμε περιορίστηκε στο ελάχιστο. Τα γλυκά μετά το μεσημεριανό έγιναν ανάμνηση και το φρέσκο γάλα σπάνιζε κι ακρίβαινε. Οσάκις κατορθώναμε να αγοράσουμε, έπρεπε να το βράσουμε αρκετά λεπτά, ώστε να μην κινδυνεύσουμε πίνοντάς το, και το μισό ήταν νερό. Ο θεληματάρης απολύθηκε επειδή έως τότε έτρωγε πάντα όλα του τα γεύματα στο σπίτι μας. Προς το παρόν είχαμε κρατήσει την πλύστρα διότι ερχόταν μόνο μία φορά την εβδομάδα και είχε κριθεί απαραίτητη.
Η γιαγιά μου καμωνόταν ότι δεν την απασχολούσαν αυτά τα οικιακά προβλήματα, αλλά άκουσα πλείστες φορές τη μεμψίμοιρη φωνή της να δηλώνει ότι στην εποχή της χρειάζονταν έξι υπηρέτες για να κουμαντάρουν το σπιτικό της και τώρα η μητέρα μου φρονούσε ότι θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με δύο συν μία πλύστρα. Η μητέρα μου την αγνοούσε. Είχε πάψει πλέον να είναι μια αργόσχολη κυρία, και εκείνο τον καιρό βρισκόταν συχνά στην κουζίνα ενόσω η Φεριντέ εξορμούσε για ψώνια. Οι τιμές είχαν αίφνης εκτιναχτεί στα ύψη και, όποτε έβρισκε κανείς ν' αγοράσει τρόφιμα, του ζητούσαν την τριπλάσια τιμή τους. Αλλά τότε η έγνοια μας δεν ήταν τα χρή ματα. Όταν ο πατέρας μου πούλησε την επιχείρησή του, είχε φέρει όλα τα χρήματα, σε τραπεζογραμμάτια και χρυσό, στο σπίτι μας και είχε αποφασιστεί ότι θα κρατούσαμε εδώ όλο αυτό το μεγάλο ποσό δεδομένου ότι τα τραπεζικά συστήματα είχαν θεωρηθεί εξαιρετικά πολύπλοκα για την αντίληψη της μητέρας μου. Έτσι τα χρήματα βρίσκονταν απροστάτευτα στο σπίτι' πολλές χιλιάδες λίρες, οι οποίες αναπαύονταν σ' ένα πλακουτσό ξύλινο κουτί στο υπνοδωμάτιο της μητέρας μου, χωρίς ουδείς να αντιληφθεί το επικίνδυνο αυτής της διευθέτησης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 105
Η γιαγιά μου δεν διέθετε δικά της χρήματα. Ο παππούς μου, κατά το παλιό τούρκικο έθιμο, άφησε τα πάντα στον πατέρα μου, ορίζοντας απλώς ότι όφειλε να φροντίζει διά βίου τη γιαγιά μου. Και, εφόσον αυτός ήταν ο συνήθης τρόπος να κληροδοτεί κανείς κινητή και ακίνητη περιουσία, η γιαγιά μου δεν ένιωσε καμιά πικρία. Είχε ένα σωρό όμορφα κοσμήματα και η έλλειψη ρευστού δεν αποτελούσε μειονέκτημα. Ουδέποτε της είχε επιτραπεί να χειριστεί χρήματα στη ζωή της, σπανίως έβγαινε από το σπίτι και είχε πλήρη άγνοια της αξίας οιουδήποτε πράγματος. Δυσανασχετούσε οσάκις η μητέρα μου παραπονιόταν για την ακρίβεια και αδυνατούσε να καταλάβει γιατί δεν σερβίρονταν πια γλυκά με το γεύμα. Τρελαινόταν για τα βαριά, σιροπιαστά τούρκικα γλυκά, με βούτυρο κι αυγά, και κατηγορούσε τη μητέρα μου ότι επιχειρούσε να την πεθάνει της πείνας τώρα που δεν υπήρχαν πια άνδρες στο σπίτι ώστε να την υπερασπιστούν. Αξίωνε όλο δεσποτισμό φρούτα ή ζαχαρωτά και κατσούφιαζε όταν άκουγε ότι δεν υπήρχαν. Γκρίνιαζε ότι ο τούρκικος καφές της δεν ήταν αρκετά γλυκός κι άρχισε να καταχωνιάζει πακετάκια με ζάχαρη, ρίχνοντας κρυφά από λίγη στο φλιτζάνι της όποτε δεν κοιτούσε η μητέρα μου.
Όσο βαρυχειμώνιαζε, τόσο πιο κακότροπη γινόταν. Καθόταν στο σαλόνι κουβαριασμένη δίπλα στη φωτιά και τυλιγμένη μ' ένα σωρό μποξάδες ήταν σκυθρωπή κι ευερέθιστη, η πείνα της ακόρεστη και της έφταιγαν τα πάντα. Μια μέρα μάς αναστάτωσε όλους δηλώνοντας την ώρα του πρωινού ότι θα πήγαινε στο Σαρίγιερ, όπου, επέμενε, θα έτρωγε περισσότερο απ' ό,τι μ' εμάς. Απαίτησε να τη συνοδεύσει η Φεριντέ και να μείνει μαζί της για όσο διάστημα θα παρέμενε στη θεία Αίσέ. Η μητέρα μου αντιτάχθηκε αγανακτισμένη στην ιδέα της και τη ρώτησε πώς θα τα έβγαζε πέρα δίχως την πολύτιμη Φεριντέ. Η γιαγιά μου γρύλισε υπαινισσόμενη σιωπηρώς πως ούτε ήξερε ούτε την ενδιέφερε. Εκείνη ήθελε τη Φεριντέ' πάει και τελείωσε. Εντέλει όμως όλα κανονίστηκαν έτσι ώστε να μείνουν άπαντες ευχαριστημένοι. Η Φεριντέ θα συνόδευε τη γιαγιά μου, αλλά θα επέστρεφε αυθημερόν σ' εμάς. Καταβροχθίσαμε το γλίσχρο πρωινό μας κι η Φεριντέ τσακίστηκε προσπαθώντας να κάνει χιλιάδες πράγματα συγχρόνως.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
106 /ρφάνΟργκά
Τελικά τις ξεπροβοδίσαμε ακούγοντας τη στερνή μουρμούρα της γιαγιάς μου επειδή ήταν αναγκασμένη να πάει ως τη Γέφυρα του Γαλατά με νοικιασμένη άμαξα.
Ο Μεχμέτ κι εγώ ακολουθήσαμε τη μητέρα μου στην κουζίνα, όπου επρόκειτο να αντικαταστήσει τη Φεριντέ για εκείνη την ημέρα. Φόρεσε μια ποδιά πάνω από το ωραίο της φόρεμα και μας έστρωσε στη δουλειά για να τη βοηθήσουμε. Μ' έβαλε να καθαρίσω πατάτες, μια δουλειά την οποία απεχθανόμουν κατά τι λιγότερο από τη γεύση τους. Στον Μεχμέτ ανέθεσε τα ευκολότερα, κι αυτός πήγαινε τρεκλίζοντας περιχαρής πέρα-δώθε τοποθετώντας τα σκουπισμένα μαχαιροπίρουνα στη θήκη τους, στην τραπεζαρία, κρεμώντας φλιτζάνια και κατορθώνοντας να σπάσει μερικά.
«Οι καιροί αλλάζουν», μου είπε η μητέρα πάνω στην κουβέντα ενώ τίναζε με δύναμη τα φρεσκοπλυμένα κουζινόπανα. «Ίσως χρειαστεί να μάθετε να κάνετε πολλά οι δυο σας ώσπου να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Όταν επιστρέψει και πάλι ο πατέρας σας, όλα θα είναι εντάξει, αλλά έως τότε πρέπει να μάθουμε να φροντίζουμε ο καθένας τον εαυτό του. Η γιαγιά σου είναι μεγάλη και δεν καταλαβαίνει πώς έχουν τα πράγματα, γι' αυτό οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί μαζί της» .
Ακουγόταν σκληρή και κάπως εκνευρισμένη κι αναρωτήθηκα γιατί μιλούσε κατ' αυτό τον τρόπο για τη γιαγιά μου. Αντιλήφθηκε ότι την κοιτούσα εξεταστικά και είπε:
«Είναι πολύ καλή γυναίκα, αλλά αδυνατεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι πλέον στις μέρες μας υπάρχουν πολλά τα οποία δεν μπορούμε να έχουμε. Όλες αυτές τις μικροπολυτέλειες που της παρείχε ο παππούς σου . . . »
Σταμάτησε απότομα κι απόμεινε να στοχάζεται πόσο είχαν αλλάξει οι συνθ11κες. Τα χέρια της ήσαν κόκκινα κι ά<J"..(ημα και συνειδητοποίησα με τρόμο ότι έμοιαζαν με της Φεριντέ ή της Ιντζί. Θαρρείς και είχε εξαφανιστεί όλη η απαλή, δροσερή λευκότητά τους. Έπιασε το βλέμμα μου και μου χαμογέλασε, έπειτα κοίταξε τα τραχιά της χέρια σαν να την έκαναν περήφανη. Σκέφθηκα ότι -ήταν πολύ γενναία. Ήταν μονάχα είκοσι δύο χρονών τότε, καλοζώητη και συνηθισμένη στην προστατευμένη ζωή που μόνο οι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 107
αρχοντομαθημένες γυναίκες της παλαιάς Τουρκίας γνώριζαν πραγματικά. Μολαταύτα είχε επωμισθεί την ευθύνη μας, εμάς των παιδιών και της γιαγιάς μου, και επιδείκνυε τόση ευαισθησία για την ευζωία των υπηρετριών της ώστε μοιραζόταν πρόθυμα τις δουλειές τους. Δεν μπορούσε να κάθεται αργή ενόσω δυο υπηρέτριες έβγαζαν τη δουλειά τεσσάρων και, παρότι εκείνη την εποχή μαγείρευε φρικτά, ήταν πάντοτε έτοιμη να βοηθήσει στην κουζίνα μαθαίνοντας ταπεινά από την έμπειρη Φεριντέ.
Τις ημέρες που η γιαγιά μου είχε καταλύσει στο Σαρίγιερ, λάβαμε μια επιστολή από τον πατέρα μου. Βρισκόταν κάπου κοντά στο Εντιρνέ, ήταν καλά, αλλά ανησυχούσε διότι δεν είχε φθάσει κανένα γράμμα ούτε από εμάς ούτε από το θείο Αχμέτ, στον οποίο είχε γράψει επανειλημμένως. Μας έλεγε πόσο λαχταρούσε να βρεθεί κοντά μας και περιέγραφε τη φοβερή αθλιότητα των Τούρκων στρατιωτών. Ήσαν οι πρώτες ειδήσεις του έπειτα από πάμπολλες εβδομάδες και επέδρασαν ως τονωτικό στη μητέρα μου. Η εύθυμη τραγουδιστή φωνή της αντήχησε ξανά στο σπίτι.
Η γιαγιά μου μας έφερε νέα επιστρέφοντας: ο θείος Αχμέτ ήταν στο Σαμ, στη Συρία, κι η κατάσταση της θείας μου χειρότερη απ' ό,τι υποψιαζόμασταν. Το Σαρίγιερ, είπε, βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση· όλοι οι νέοι άνδρες είχαν πάει στον πόλεμο και μονάχα οι γέροι είχαν απομείνει να φροντίζουν το κτήμα, χωρίς κανέναν επιτηρητή να τους καθοδηγεί. Έφερε αυγά, κοτόπουλα και φρέσκο βούτυρο λέγοντας ενθουσιασμένη ότι τώρα πλέον η Φεριντέ θα μπορούσε να μας ετοιμάσει μερικά ωραία, βαριά γλυκά με σιρόπι που θα κολλούσε στα δάχτυλα. Η μητέρα μου, αγανακτισμένη, ετοιμάστηκε να προβάλει βέτο σε κάθε παρεμφερή ιδέα, αλλά, μάλλον επειδή η ηλικιωμένη κυρία έμοιαζε αξιολύπητη, ξαφνικά υποχώρησε και την άφησε να κάνει όπως νόμιζε. Η επίσκεψη στο Σαρίγιερ είχε κάνει πολύ καλό στη γιαγιά μου. Πιστεύω ότι η όλη κατάσταση εκεί της είχε προκαλέσει άφατη θλίψη κι έτσι τώρα έπιασε να κάνει μικροδουλειές στο σπίτι και σταμάτησε να παραπονείται· φαινόταν αληθινά ευχαριστημένη που είχε ξαναβρεθεί στην ισορροπημένη, υγιή ατμόσφαιρα, του σπιτιού μας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
108 /ρφάν Οργκά
Μια μέρα μάς επισκέφθηκε απροειδοποίητα η σύζυγος του ιμάμη της περιοχής. Επρόκειτο για μια πελώρια καρικατούρα γυναίκας, με τρίδιπλα προγούλια και πισινό που εξείχε σαν μαξιλάρι. Κάθησε αλύγιστη στο σαλόνι, δυσανασχετώντας καταφανώς για την παρουσία του Μεχμέτ και τη δική μου. Η μητέρα μου ζήτησε συγγνώμη για λογαριασμό μας εξηγώντας ότι η Ιντζί είχε τόσα άλλα πράγματα να κάνει ώστε δεν γινόταν να αξιώνει κανείς να ασχολείται αποκλειστικά μαζί μας. Η σύζυγος του ιμάμη κούνησε σοβαρά το κεφάλι και είπε ότι κατανοεί, αλλά μας έριξε μια σκληρή ματιά σαφώς αποδοκιμαστική και ήμουν απολύτως βέβαιος ότι ουδόλως κατανοούσε. Θρονιάστηκε με την άνεσή της κοντά στη γιαγιά μου κι άρχισε να μιλά μ' ένα διαπεραστικό, συριστικό ψίθυρο. Την ενημέρωνε ότι κάποιος πασίγνωστος κύριος, μακρινός μας γνώριμος, ένας πλούσιος, ιδιόρρυθμος ηλικιωμένος, αναζητούσε σύζυγο! Πρόφερε όλο νόημα αυτή την τελευταία λέξη.
«Γιατί;» ρώτησε η γιαγιά μου με βλέμμα ανέκφραστο και τόση απορία στη φωνή ώστε η γυναίκα του ιμάμη ξεφύσησε ενοχλημένη και είπε ότι δεν ήξερε, αλλά δεν ήταν δα ασυνήθιστο να θέλει σύζυγο κάποιος κύριος. Η γιαγιά μου ανταπάντησε ζωηρά ότι σε ό,τι αφορούσε τον εν λόγω κύριο ήταν ολωσδιόλου ασυνήθιστο. Η γυναίκα του ιμάμη το άφησε ασχολίαστο. Ύστερα ήρθε η μητέρα μου φέρνοντας καφέ κι έτσι για λίγο δεν ξανασυζητήθηκε η όλη υπόθεση. Μα η επισκέπτρια, λες και την τραβούσε μαγνήτης, δεν μπορούσε να μην επανέλθει στο προκείμενο. Αυτή τη φορά μπήκε στο θέμα άνευ περιστροφών και υπέβαλε την απίστευτη πρόταση να τον παντρευτεί η γιαγιά μου. Μείναμε όλοι εμβρόντητοι ενώ εκείνη, εκλαμβάνοντας την κατάπληκτη σιωπή μας ως επιδοκιμασία, εξακολούθησε λέγοντας ότι ο ηλικιωμένος είχε εκφράσει τη ζωηρή του προτίμηση για τη γιαγιά μου! Περίμενε απλώς να πληροφορηθεί την απόφασή της προτού ανακοινώσει επισήμως τις προθέσεις του οπότε, καθώς συμπεράναμε, θα πηδούσε ανυπόμονος σαν παλικαράκι στην αρένα και θα την έκλεβε.
Όταν τελείωσε η γυναίκα του ιμάμη, έκπληκτοι και δύσπιστοι, μείναμε σιωπηλοί. Κάθησα στο πάτωμα, χάσκοντας σαν ηλίθιος, ώσπου η μητέρα μου - μ' έναν τόνο οργής και εκνευρισμού στη
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 09
φωνή - μου είπε να φύγω αμέσως από το δωμάτιο και να πάρω μαζί μου τον Μεχμέτ. Έτρεξα να βρω την Ιντζί και να της πω ό,τι ε ίχε πιάσει τ' αυτί μου. Η αντίδρασή της με απογοήτευσε διότι κούνησε με σοφία το κατσαρομάλλικο κεφάλι της και είπε πως τα ήξερε όλα. Δεν την πίστευα, αλλά με διαβεβαίωσε ότι τα γνώριζαν όλες οι υπηρέτριες στη γειτονιά αφού βδομάδες πριν τις είχε ενημερώσει η μαγείρισσα του ηλικιωμένου, μια παμπόνηρη, που δεν της ξέφευγε τίποτα.
Δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι κάποιος ήθελε να παντρευτεί τη γιαγιά μου' μου φαινόταν αδιανόητα μεγάλη για ρομαντικές ιστορίες παρότι η Ιντζί μού επισήμανε ότι ήταν πολύ μικρότερη από πενήντα και κυρά η οποία έχαιρε εκτιμήσεως στην περιοχή. Δεν καταλάβαινα τι σχέση είχαν όλα αυτά με προσόντα για ένα γάμο, αλλά η Ιντζί με διαβεβαίωσε ότι είχαν και τα δυο μεγάλη σημασία.
Δεν άκουσα τίποτα περί του θέματος για μερικές ημέρες διότι η μητέρα μου δεν θα έθιγε μπροστά μας τέτοια λεπτά ζητήματα. Οι γείτονες άρχισαν να μας επισκέπτονται τακτικότερα, προς ενόχλησιν της συνήθως φιλόξενης μητέρας μου επειδή έπρεπε να τους προσφέρει καφέ και η ζάχαρη δεν μας περίσσευε. Η μαντάμ Μουτζάν κατέφθασε ασθμαίνουσα για να παράσχει τη συμβουλή της. Τόνισε τι εξαιρετικό συνοικέσιο θα ήταν δεδομένου ότι ο ηλικιωμένος είχε αμύθητα πλούτη, όντας κάτοχος πλήθους καρβουναποθηκών, αποβαθρών κι ένας Θεός ξέρει πόσων πραγμάτων ακόμα. Και -το καλύτερο κατά την άποψή τους - δεν διέθετε οχληρούς, παρεμβατικούς συγγενείς εκτός από έναν ανιψιό, ο οποίος ευελπιστούσαν ότι θα συμπεριφερόταν ευπρεπώς. Η γιαγιά μου μαλάκωνε αισθητά και η μητέρα μου έσφιγγε όλο και περισσότερο τα χείλη θεωρώντας την όλη κατάσταση ιλαροτραγική.
«Έχετε χάσει τα μυαλά σας;» ρώτησε εξοργισμένη μια μέρα. «Πώς νομίζετε ότι θα αντιδράσουν ο Αχμέτ κι ο Χουσνού σ' έναν τέτοιο γάμο;»
Η γιαγιά μου αποκρίθηκε ότι ο Αχμέτ κι ο Χουσνού είχαν τις οικογένειές τους, ότι εκείνη δεν είχε κανέναν να τη νοιάζεται και δεν επιθυμούσε να γεράσει μόνη επιβαρύνοντας τους πάντες σε τούτο το σπίτι.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
110 /ρφάν Οργκά
Η μητέρα μου δεν αποδέχθηκε αυτές τις δικαιολογίες και οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν επικίνδυνα. Ο Μεχμέτ κι εγώ φλεγόμασταν από περιέργεια να μάθουμε περισσότερα κι αδημονούσαμε για την έκβαση ετούτη ς της παράξενης, ανορθόδοξη ς ερωτοτροπίας, αλλά ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν. Όμως μια μέρα η γιαγιά μου ανακοίνωσε προκλητικά ότι είχε πάρει την απόφασή της και θα παντρευόταν τον πλούσιο ηλικιωμένο της κύριο. Ο Μεχμέτ κι εγώ στροβιλιζόμασταν από ενθουσιασμό, αλλά η μητέρα μου υποδέχθηκε τα νέα ψυχρά, λέγοντας απλώς ότι θα άρχιζε αμέσως την καταγραφή των επίπλων και των υπαρχόντων της γιαγιάς μου εφόσον υπέθετε ότι θα τα μετέφερε στο καινούργιο σπιτικό της. Ουδέποτε γάμος είχε κανονιστεί με τέτοια έλλειψη θέρμης, με τέτοια τυπικότητα. Ράψαμε όλοι καινούργια ρούχα και η Φεριντέ επέδραμε πάλι στις πολύτιμες προμήθειές μας διότι θα δεξιωνόμασταν στο σπίτι μας.
Το πρωί του γάμου συγκεντρώθηκαν στο σαλόνι η μαντάμ Μουτζάν, ο ιμάμης - ο οποίος επρόκειτο να τελέσει το μυστήριο - , η υπερτραφής γυναίκα του και κάμποσοι γείτονες περιμένοντας την άφιξη της νύφης.
Η γιαγιά μου φάνταζε ωχρή, ατάραχη και απολύτως μεγαλοπρεπής με το γκρίζο μουαρέ μεταξωτό της, ένα ύφασμα τρομερά της μόδας εκείνο τον καιρό στην Ισταμπούλ. Ο ηλικιωμένος έφθασε με την άμαξά του και ο ανιψιός του τον οδήγησε υποβασταζόμενο στο σπίτι γιατί υπέφερε από ποδάγρα. Ο ιμάμης διάβασε από το Κοράνι και λίγα λεπτά αργότερα η γιαγιά μου ξανάγινε νεόνυμφη για δεύτερη φορά στη ζωή της. Τα συχαρίκια, ψεύτικα κι αφύσικα σαν το χειμωνιάτικο ήλιο, έδιναν κι έπαιρναν. Μοιράστηκαν λικέρ και ζαχαρωτά προτού αρχίσει το πραγματικό φαγοπότι. Η μητέρα μου ήπιε εις υγείαν του ζεύγους, ήταν όμως κατηφής και τυπικά ευγενική προς τη γιαγιά μου.
Αργότερα συνοδεύσαμε το ζεύγος των νεονύμφων ως την κομψή άμαξά τους και η γιαγιά μου αναχώρησε για το καινούργιο σπίτι της μοιάζοντας αίφνης μόνη κι έρημη.
Το απόγευμα έφθασαν τρεις βαστάζοι από το σπίτι του ηλι-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 1 1
κιωμένου για να πάρουν τα έπιπλά της. Επί μία ώρα περίπου τα μετέφεραν φουριόζοι και άλλαζαν τόσα πράγματα θέση στο σαλόνι και στην τραπεζαρία ώστε κάποια στιγμή σκέφθηκα τρομαγμένος ότι θα μας τα έπαιρναν όλα.
Άφησαν τελευταίο το δωμάτιο της γιαγιάς μου και για μένα αυτό ήταν στ' αλήθεια το τέλος της παρουσίας της όταν πια το δωμάτιο είχε απογυμνωθεί, γλίστρησα μέσα και είδα ότι δεν είχε απομείνει τίποτα δικό της. Οι κουρτίνες με τα διακοσμητικά σχέδια ανέμισαν στο ρεύμα που έκανε η πόρτα ανοίγοντας: η γιαγιά μου είχε αφήσει τόσο λίγο τα ίχνη της σ' εκείνο το σπίτι ώστε μου φάνηκε ότι ουδέποτε είχε ζήσει εκεί. Το αδειανό δωμάτιο αντιλάλησε ανεπαίσθητα όταν είπα: «Γιαγιά». Ανατρίχιασα κι έσπευσα να βρω την Ιντζί, η οποία ήταν πάντοτε εύκαιρη όποτε είχε ανάγκη παρηγοριάς κάποιο αγοράκι.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Η εμφάνι ση της Μουαζέζ στο προσκήνιο
Μ ΕΤΑ ΤΟ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΓιΑΓιΑΣ ΜΟΥ το σπίτι έμοιαζε πιο ευρύχωρο και ομολογουμένως πιο ήρεμο. Τα υπόλοιπα έπιπλα αναδιατάχθηκαν κι εγώ μεταφέρθηκα στο άδειο υπνοδωμάτιό της.
Η γιαγιά μου μας επισκεπτόταν αραιά και πού μερικά απογεύματα, γιατί έμενε αρκετά κοντά στο Βαγιαζήτ, αλλά δεν ανέφερε ποτέ το σύζυγό της, και η μητέρα μου δεν ρωτούσε ποτέ γι' αυτόν. Το όνομά του ήταν απαγορευμένο κοινή συναινέσει. Αργότερα μες στη χρονιά, όταν μπήκε η άνοιξη, έδωσε στον Μεχμέτ κι εμένα την άδεια να την επισκεπτόμαστε. Αλλά δεν θέλαμε · προτιμούσαμε να τη βλέπουμε στο σπίτι μας επειδή ο σύζυγός της δεν συμπαθούσε διόλου τα αγοράκια και πιο συγκεκριμένα αντιπαθούσε εμάς τους δυο. Κάποια φορά ήρθε κι η μητέρα μου σε μια απογευματινή μας επίσκεψη, αλλά ο ηλικιωμένος παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στο δικό του μικρό καθιστικό και κατέστησε τόσο σαφές ότι δεν ήμασταν ευπρόσδεκτοι ώστε η μητέρα μου αποφάσισε να μην ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι του. Απαγόρευσε και σ' εμάς τις επισκέψεις, αλλά, όταν ο καιρός ήταν καλός και υποτίθεται ότι παίζαμε φρόνιμα στον κήπο, μερικές φορές καταφέρναμε να το σκάσουμε.
Το καινούργιο σπίτι της γιαγιάς μου ήταν πολύ ωραίο, με έξοχες παλιές ταπισερί και κινέζικα βάζα, τα οποία μας είπαν ότι είχαν μεγάλη αξία. Ο κύριος ήταν με τον τρόπο του, θα λέγαμε, ειδήμων και αγαπούσε την ομορφιά. Οι κήποι ήσαν μεγάλοι και περιποιημένοι, ωστόσο η γιαγιά μου έμοιαζε περαστική από εκείνο το σπίτι, θαρρείς και είχε σταθεί να ξαποστάσει μια στάλα. Οι υπηρέτες ήσαν όλοι οικοδίαιτοι, που βρίσκονταν χρόνια εκεί και ήξεραν τόσο καλά τη δουλειά τους ώστε δεν ήταν αυτονόητο δικαί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 1 3
ωμά της ν' ανακατεύεται. Αυτός ο περιορισμός, αυτή η έλλειψη ελευθερίας κινήσεων στην κουζίνα της την έκανε να νοσταλγεί τη Φεριντέ, την Ιντζί και τις άλλες υπηρέτριες, που είχαν αποχωρήσει προ πολλού και τις οποίες είχε εκπαιδεύσει από μικρές. Όπως σημείωσα προηγουμένως, ο ηλικιωμένος δεν συμπαθούσε ούτε τον Μεχμέτ ούτε εμένα. Ζήλευε φοβερά, όποτε η γιαγιά μου μας διέθετε έστω και ελάχιστο χρόνο, και μας εχθρευόταν μ' έναν περίεργο, παράλογο τρόπο και επαναλάμβανε διαρκώς ότι έπρεπε να διακόψει τις επισκέψεις στο σπίτι μας. Είπε ότι η οικογένειά μας ήταν νεκρή γι' αυτή, ότι τώρα είχε παντρευτεί εκείνον και αξίωνε κάποια προσοχή εκ μέρους της. Όλα αυτά τα έμαθα χρόνια αργότερα, αλλά, σαν ήμουν παιδί, τον έβλεπα μόνο ως ένα δύστροπο, φρικτό γέρο, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή σχέση με το δικό μου, πολυαγαπημένο παππού. Και κάτι ακόμα που έμαθα μετέπειτα: ε ίχε θεωρήσει ότι μετά το γάμο η συμβία του θα μοιραζόταν και το κρεβάτι του και, όταν αντιμετώπισε την ανυποχώρητη, έκπληκτη άρνησή της, την πληροφόρησε ότι μπορούσε, αν ήθελε, να διεκδικήσει το δικαίωμά του. Καθώς φαίνεται, εκείνη του υπενθύμισε κοφτά και ψυχρά πως, δεδομένου ότι είχε περάσει προ πολλού τα ογδόντα, καλά θα έκανε να συλλογίζεται το θάνατό του αντί να παριστάνει τον εραστή. Αυτές οι ξερές κουβέντες τον είχαν προσβάλει βαθύτατα και την είχε προειδοποιήσει θιγμένος να μην περιμένει κανένα όφελος απ' αυτόν αν δεν άλλαζε τακτική. Επειδή όμως η γιαγιά μου απέβλεπε σε οφέλη από αυτόν, έκρινε εκ των υστέρων προτιμότερο να μαζέψει τη γλώσσα της παρότι αρνήθηκε σθεναρά να μοιραστεί το κρεβάτι του. Αργότερα διαπληκτίστηκαν άσχημα και της απαγόρευσε να μας επισκέπτεται. Και τον καιρό εκείνο καμία γυναίκα δεν μπορούσε να πάρει αψήφιστα τη βουλή ενός συζύγου.
Η μητέρα μου αγνοούσε τον εν λόγω καβγά κι έστειλε τον Μεχμέτ κι εμένα να εξιχνιάσουμε τι συνέβαινε. Συναντήσαμε τον ηλικιωμένο στο δρόμο, σχεδόν στο κατώφλι του που λέει ο λόγος. Κρατούσε ένα μακρύ μπαστούνι και με ρώτησε πού πήγαινα. Αποκρίθηκα τρέμοντας ότι πήγαινα να δω τη γιαγιά μου και σήκωσε το βαρύ μπαστούνι του σκοπεύοντας να το κατεβάσει στους
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 1 4 Ιρφάν Οργκά
ώμους μας. Έκανα γρήγορα στο πλάι για να τον αποφύγω, σέρνοντας πίσω μου έναν έκπληκτο Μεχμέτ, και το μπαστούνι τού ξέφυγε κι έπεσε συρίζοντας στο έδαφος. Το μάζεψα σβέλτα κι έτρεξα μ' αυτό κατά το σπίτι μας για να εξιστορήσω ξέπνοος το συμβάν στη μητέρα μου. Άσπρισε, καθώς με άκουγε, κι εξοστράκισε το επίμαχο μπαστούνι στην κουζίνα. Αργότερα ήρθε να το ζητήσει ένας υπηρέτης του ηλικιωμένου κομίζοντας το υβριστικό μήνυμα ότι καλά θα κάναμε να μην μπλεκόμαστε στα πόδια του αφέντη του. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να εκρήγνυται έτσι. Φόρεσε το γιασμάκι της, ζήτησε από τη Φεριντέ να τη συνοδεύσει και, αφήνοντας την Ιντζί να μας προσέχει, κίνησε για το σπίτι της γιαγιάς μου.
Μου διηγήθηκε την ιστορία έπειτα από χρόνια γελώντας με την ψυχή της για πράγματα τόσο μακρινά πλέον. Φαίνεται ότι εισέβαλε θαρραλέα στο δωμάτιο του ηλικιωμένου αψηφώντας τα ανήσυχα πρόσωπα τόσο της γιαγιάς μου όσο και των υπηρετών. Άνοιξε ορμητικά την πόρτα του ιδιαίτερου καθιστικού του, αφήνοντας την τρομοκρατημένη Φεριντέ να την περιμένει έξω, και του είπε τι γνώμη είχε περί του ατόμου του - και κάμποσα ακόμα όπως συμπέρανα. Έμεινε εξίσου εμβρόντητος με τα υπόλοιπα σαστισμένα μέλη του σπιτικού του και άκουσε, θέλοντας και μη, τα περισσότερα απ' όσα είχε να του πει προτού συνέλθει αρκετά ώστε να της ζητήσει να φύγει από το σπίτι του.
Βεβαίως αυτός ο καβγάς δεν βελτίωσε καθόλου τις τεταμένες σχέσεις των δύο οικογενειών - αντίθετα διεύρυνε το ρήγμα. Μια φορά η γιαγιά μου κατάφερε να μας επισκεφθεί στα κλεφτά, αλλά ήταν τόσος ο φόβος της μην τυχόν την ανακαλύψουν ώστε η μητέρα μου την παρακάλεσε να μην ξανάρθει.
Θεώρησα ότι της φερόταν σκληρά, αφού δεν άκουγε τα παράπονά της ούτε της έλεγε μια λέξη παρηγοριάς, και λίγο έλειψε να βάλω τα κλάματα βλέποντας τη γιαγιά μου να φεύγει εσπευσμένα και κρυφά από το σπίτι μας - σαν μια ζαρωμένη, έρημη ηλικιωμένη, χωρίς κανέναν στον κόσμο για να της απευθύνει έναν παρήγορο λόγο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 1 5
Παλιά ένα μήνα στην Τουρκία τον αποκαλούσαν Ασουρέ Αγί. Ο ουρές είναι ένα γλυκό καμωμένο με στάρι, σουλτανίνα, σύκα,
χουρμάδες, ξερά φασόλια - ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου - , που έβραζαν όλα μαζί επί ώρες ώσπου να σχηματίσουν κάτι σαν πηχτό χυλό. Ο θρύλος λέει για τον ουρέ πως, όταν ο Νώε αντιλήφθηκε ότι του σώνονταν οι προμήθειες στην Κιβωτό, πρόσταξε να μαγειρευτούν μαζί όσα τρόφιμα απέμεναν για ένα τελευταίο, τεράστιο γεύμα. Αυτός ήταν ο ασουρές - ή έτσι τουλάχιστον μας έλεγαν. Την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφιερωνόταν ένας μήνας το χρόνο για να ετοιμαστεί στα πλουσιόσπιτα ασουρές, ο οποίος εν συνεχεία διανεμόταν στους φτωχούς. Όταν ζούσε ο παππούς μου, φτιάχναμε κι εμείς στο σπίτι μας - η χοντρή Χατζέρ ήταν εξπέρ - , αλλά εσχάτως η μητέρα μου είχε καταργήσει τη συνήθεια επειδή η Φεριντέ δεν ήταν σίγουρη για τη συνταγή κι η ίδια φρόντιζε πλέον να μη σπαταλά τα δυσεύρετα τρόφιμα. Έφτιαξαν όμως ασουρέ στο νέο σπίτι της γιαγιάς μου και μας έστειλαν σ' ένα τεράστιο ασημένιο σκεύος. Η Φεριντέ έλαβε πάραυτα εντολή να το μοιράσει στους φτωχούς και η μητέρα μου διαμήνυσε στη γιαγιά μου να μη μας στείλει άλλον. Αν ήταν στο χέρι της μητέρας μου, το ρήγμα μεταξύ τους δεν θα γεφυρωνόταν ποτέ.
Μετά απ' αυτό θυμούμαι το Ραμαζάνι. Κανείς μας δεν νήστευε παρότι, όσο ζούσε ο παππούς μου, το Ραμαζάνι έδινε το σύνθημα για να αρχίσει σε όλο το σπίτι η νηστεία και οι προκαθορισμένες πέντε προσευχές ημερησίως. Όταν τελειώνει το Ραμαζάνι, ακολουθεί το Σεκέρ Μπα'ίραμί, κατά τη διάρκεια του οποίου μοιράζονται κάθε είδους γλυκίσματα, ιδίως στα παιδιά. Το συγκεκριμένο Μπα'ίράμι ήταν αβάσταχτα θλιβερό για μας κι ίσως γι' αυτό το θυμούμαι τόσο καλά. Ο πατέρας μου δεν ήταν πια μαζί μας, η γιαγιά μου είχε ξαναπαντρευτεί κι η μητέρα μου, μολονότι αυτό δεν το ήξερα, ήταν έγκυος στο τρίτο της παιδί. Κι ήταν μόνη στο μεγάλο άδειο σπίτι με δυο μικρά παιδιά και τις αφοσιωμένες της υπηρέτριες, τη Φεριντέ και την Ιντζί. Εκείνο το πρωινό του Μπα'ίραμιόύ η Ιντζί μάς έντυσε με καινούργια ρούχα - τα καινούργια ρούχα είναι εξίσου απαραίτητα σ' ένα Μπα'ίράμι με τα γλυκά και τον εορτασμό. Κατεβήκαμε ήσυχα κάτω, στο σαλόνι, όπου η μητέρα μου
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 1 6 Ιρφάν Οργκά
καθόταν μονάχη, μ' ένα όμορφο, μεταξωτό φουστάνι κι όλα της τα δαχτυλίδια ν' αστράφτουν στα κοκκινισμένα της δάχτυλα. Πέρασαν μερικοί γείτονες να ευχηθούν για το Μπα·ίράμι, έφυγαν κι είδα τη μητέρα μου μόνη της να κλαίει βουβά . . .
Κράτησα την ανάμνηση ενός Μπα"ίραμιού φορτισμένου με συγκίνηση και θλίψη αντί της διάχυτης χαράς που θα έπρεπε να υπάρχει.
Λίγο αργότερα μες στη βδομάδα μάς έστειλαν για μερικές μέρες στη μαντάμ Μουτζάν λέγοντας ότι η μητέρα μου δεν αισθανόταν καλά. Ήμασταν έτοιμοι να αναλυθούμε σε δάκρυα, αλλά θυμούμαι ότι η Ιντζί μάς ψιθύρισε πως, όταν επιστρέφαμε, ίσως να είχε φθάσει το καινούργιο μωρό. Έτσι νιώσαμε καλύτερα και καυχιόμασταν στη Γιασεμίν και στον Νούρι, που ζήλεψαν φοβερά αφού δεν ε ίχαν καινούργιο μωρό για το οποίο να κομπάσουν.
Το τελευταίο απόγευμα που περάσαμε στο σπίτι της γειτόνισσάς μας ο Μεχμέτ γκρίνιαζε και ζητούσε την Ιντζί, αλλά τελικώς η καμαριέρα της μαντάμ Μουτζάν τον έπεισε να κοιμηθεί.
Πλάγιασα στο μικρό στενό κρεβάτι μου κι αφουγκραζόμουν τους ήχους του δρόμου που έμπαιναν από το παράθυρο. Άκουγα κάπου μακριά τον μπεκτσή μπαμπά να αναγγέλλει ξεφωνίζοντας μια πυρκαγιά και θυμήθηκα νυσταγμένος τη νύχτα που τον είχα πρωτοδεί. Κι έπειτα θυμήθηκα τον ανατριχιαστικό, πένθιμο χτύπο των νταουλιών την ημέρα που ήρθαν να πά.ρουν τον πατέρα μου κι αισθάνθηκα ξαφνικά μόνος έτσι ξαπλωμένος καθώς ήμουν σ' ένα άγνωστο δωμάτιο. Αναρωτήθηκα αν τα περιστέρια θα είχαν φέρει πια το καινούργιο μωρό και εντέλε ι αποκοιμήθηκα νανουρισμένος από τη φωνή του μπεκτσή μπαμπά. Φώναζε ακόμα για μια πυρκαγιά που μαινόταν σε κάποιο σημείο της πόλης, αλλά η φωτιά δεν με συγκινούσε γιατί δεν την είχα δει ποτέ μου και αγνοούσα ότι τα ξύλινα σπίτια και τα κονάκια της Ισταμπούλ αποτελούσαν θεόσταλτη ευκαιρία για τους κατασκόπους του εχθρού. Δεν ήξερα πως μία των ημερών θα έβλεπα την πολυαγαπημένη μου Ισταμπούλ να φλέγεται, να φλέγεται ως τα ουράνια.
Την επομένη ήρθε να μας πάρει η Ιντζί. Καθώς διασχίζαμε τον κήπο, μου είπε :
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 117
«Τα περιστέρια σου σου έφεραν μια χαριτωμένη αδελφούλα. Είσαι ευχαριστημένος;»
Δεν ήμουν βέβαιος μέχρι να δω το περίφημο μωρό κι έτσι επιφυλάχθηκα να απαντήσω. Η Ιντζί νόμισε ότι είχα μουτρώσει και με κορόιδεψε.
Επάνω, στο δωμάτιο της μητέρας μου, όλα ήσαν ντυμένα στα γιορτινά λες κι είχαμε γάμο. Το μελαχρινό της κεφάλι στηριζόταν σε δαντελένια προσκεφάλια, κι ένα σατινένιο πάπλωμα σερνόταν σχεδόν ως το χαλί. Ο Μεχμέτ κι εγώ σταθήκαμε αμήχανα στο άνοιγμα της πόρτας, διστάζοντας να εισχωρήσουμε σ' αυτό το μεγαλείο, αλλά η μητέρα μου χαμογέλασε και μας κάλεσε κοντά της. Τρέξαμε όλο ενθουσιασμό για να μας φιλήσει ενώ η γιαγιά μου μας προειδοποιούσε ανάστατη να μην πηδήσουμε πάνω στο κρεβάτι.
«Πού είναι το μωρό;» ρωτήσαμε. Η μητέρα μου τράβηξε ένα δαντελωτό σεντόνι και, όταν σκύψαμε, είδαμε ένα σκούρο κεφαλάκι κι ένα προσωπάκι σαν ροδοπέταλο, κόκκινο και ζαρωμένο.
Ο Μεχμέτ είπε : «Γιατί δεν ανοίγει τα μάτια της;» Η μητέρα μου γέλασε κι αποκρίθηκε ότι κοιμόταν. Έβαλε το
χέρι της στο φόρεμα του μωρού κι ανέσυρε ένα μακρύ, λευκό κουτί.
«Κοιτάξτε τι σας έφερε από τον πατέρα σας», είπε. Πήραμε καταχαρούμενοι το κουτί κι ανακαλύψαμε ότι ε ίχε μέσα σοκολατάκια, πολυτέλεια η οποία σπάνιζε πλέον. Ήμασταν ευτυχείς που το μωρό δεν είχε έρθει με άδεια χέρια και διατεθειμένοι να το κρίνουμε ευνο'ίκότερα.
Οι μέρες, εκείνες οι ηλιόλουστες μαγιάτικες μέρες του 1915, πέρασαν γρήγορα . . . Μια μέρα η μητέρα μου κατέβηκε ξανά κάτω, μαζί μας, κι εμείς εξοικειωθήκαμε με τη θέα του μωρού που κοιμόταν στη βεράντα μέσα στην άσπρη κούνια του. Ο Μεχμέτ κι εγώ την κοιτάζαμε στα κλεφτά όλο περιέργεια, ανυπομονώντας ν' ανοίξει τα μάτια της και να μας χαμογελάσει. Ήταν τόσο ήσυχη έτσι ξαπλωμένη, ήταν ένα τόσο ασυνήθιστα υπάκουο βρέφος ώστε αρχίσαμε να την αγαπάμε αφού, όση φασαρία κι αν κάναμε, εκεί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 1 8 Ιρφάν Οργκά
νη εξακολουθούσε να κοιμάται. Ποτέ δεν μας έλεγαν να σωπάσουμε για χάρη της και νομίζω πως η αγάπη μας για τη Μουαζέζ χρονολογείται από τότε.
Περίπου εκείνη την εποχή άρχισε κι η γιαγιά μου να παρακούει το σύζυγό της και να μας επισκέπτεται όποτε της έκανε κέφι. Κάποια μέρα βοήθησε τη μητέρα μου να γράψει στον πατέρα μου μια επιστολή στην οποία του εξιστορούσε τη γέννηση της κόρης του, μα ουδέποτε μάθαμε αν την έλαβε. Οι γείτονες άρχισαν να τρομάζουν τη μητέρα μου υπαινισσόμενοι ότι αυτή η μακρά σιωπή ίσως σήμαινε ότι ήταν νεκρός και τη συμβούλευσαν να πάει στο υπουργείο Στρατιωτικών για να μάθει. Αλλά δεν το έκανε, ενδεχομένως επειδή φοβόταν ν' ακούσει τι θα της έλεγαν.
Η θεία Αίσέ ήρθε να μας επισκεφθεί από το Σαρίγιερ αδημονώντας να δει τη Μουαζέζ. Φαινόταν τόσο αλλαγμένη - κάτισχνη, κατάχλομη και με ρουφηγμένα μάγουλα - που με δυσκολία την αναγνώρισα. Ξέσπασε σε κλάματα μόλις είδε τη Μουαζέζ και θυμούμαι ότι την παρατηρούσα σαν υπνωτισμένος. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της κι ο Μεχμέτ τράβηξε διστακτικά το μανίκι της, περίλυπος από την τόση θλίψη και κοιτάζοντας δυστυχισμένα τη θεία Αίσέ με το μελαχρινό του προσωπάκι. Όταν σταμάτησαν τα δάκρυά της, άρχισε να βήχει αρρωστημένα, κι η γιαγιά μου, η οποία καθόταν μαζί μας έξω στη βεράντα, φαινόταν εκνευρισμένη και χτυπούσε νευρικά το πόδι της σαν να απεχθανόταν τέτοια επίδειξη συναισθηματισμών.
Στεκόμουν εκεί ζυγίζοντας αν θα έβαζα τα κλάματα ή όχι. Φαίνεται πως όλοι έκλαιγαν στις μέρες μας και, εξ όσων καταλάβαινα, χωρίς λόγο. Επαναστάτησα κι ευχήθηκα να ξαναρχόταν ο πατέρας μου. Είχα βδομάδες, μπορεί και μήνες να τον σκεφθώ, αλλά ξάφνου τον έβλεπα εμπρός μου κι η καρδιά μου λαχτάρησε να τον δει να δρασκελίζει τη βεράντα και να τον ακούσει να μας φωνάζει όπως παλιά. Ένιωσα να μου ανεβαίνει ένας μεγάλος κόμπος στο λαιμό, αλλά δεν ήξερα ότι το κλάμα είναι μεταδοτικό. Αργότερα άκουσα τη θεία μου να λέει ότι ο θείος Αχμέτ είχε τυφλωθεί κάπου στην έρημο και δεν καταλάβαινε γιατί οι αρχές δεν τον έστελναν πίσω σ' εκείνη. Η δυστυχία τής κατέτρωγε τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 19
σωθικά και το παρατήρησε ακόμα κι ο φλεγματικός Μεχμέτ, ο οποίος προσπάθησε να σκαρφαλώσει σcα πόδια της για να την παρηγορήσει. Η μητέρα μου της είπε ότι θα πηγαίναμε όλοι σco Σαρίγιερ όταν καλοκαίριαζε, μόλις μεγάλωνε λίγο η Μουαζέζ και ήταν σε θέση να ταξιδέψει. Η θεία μου ανασcέναξε και ρώτησε αν θυμόμασcαν το περασμένο καλοκαίρι.
Άκουγα την απαλή φωνή της να υψώνεται και να χαμηλώνει, αλλά σco μυαλό μου είχα την εικόνα του Σαρίγιερ. Είδα το γέρικο σπίτι ανάμεσα σcα δέντρα κι άκουσα ξανά το εύθυμο γέλιο του θείου μου. Πήγα μαζί του για ψάρεμα σcoν Βόσπορο και κοιμήθηκα πάλι σco μικρό δωμάτιο που ευωδίαζε από τα τριαντάφυλλα, πάνω από τον παλιό, κατάφυτο κήπο. Άκουσα τις σειρήνες των βαποριών που περνούσαν τις νύχτες - κι όμως δεν είχα εγκαταλείψει σcιγμή τη βεράντα. Μα οι αναμνήσεις ήσαν τόσο καθαρές και ζωντανές σco νου μου ώσcε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είχα μεταφερθεί ξανά σco Σαρίγιερ.
Στενοχωρήθηκα όταν η θεία μου έφυγε για το σπίτι της. Έμοιαζε τόσο μόνη κι έρήμη ώσcε ποθούσα να την πρoσcατεύσω από έναν κόσμο τον οποίο έβρισκε πολύ σκληρό τώρα που ο θείος μου δεν βρισκόταν πλάι της.
Θυμούμαι ότι δεν μας φίλησε' απλώς μας χάιδευε σcoργικά το κεφάλι, απ' τη μια μη θέλοντας να φύγει κι από την άλλη ανυπομονώντας να επισcρέψει σco Σαρίγιερ, όπου ίσως να την περίμεναν νέα από το θείο Αχμέτ.
«Θα έρθουμε τον Ιούνιο», ε ίπε η μητέρα μου με μεγάλη σιγουριά, θαρρείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να κλονίσει την υπόσχεσή της.
Η θεία Αίσέ έφυγε και δεν την ξαναείδα ποτέ μου. Ούτε το Σαρίγιερ ξαναείδα αφού, όταν το επισκέφθηκα, πολλά χρόνια αργότερα, δεν είχε απομείνει παρά ένα ετοιμόρροπο σπίτι κι ένας κήπος πνιγμένος σc' αγριόχορτα. Το Σαρίγιερ που είχα γνωρίσει κι είχα αγαπήσει δεν υπήρχε πια' ε ίχε χαθεί σαν τους προ πολλού νεκρούς ιδιοκτήτες του. Παρά ταύτα εκείνο το Σαρίγιερ λάμπει σήμερα ολοκάθαρα σcη μνήμη μου όπως ακριβώς αναδύεται από την ομίχλη του χρόνου το πρόσωπο της θείας Αίσέ, λάμποντας κι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
120 Ιρφάν Οργκά
αυτό. Ορισμένα πράγματα δεν σβήνουν ποτέ από την καρδιά μας κι οι αγάπες των πρώτων παιδικών μας χρόνων ε ίναι οι δυνατότερες απ' όλες τις αγάπες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Ο ύστατος χαιρετισμός
Η ΜΟΥ ΑΖεΖ ΜΑΛΛΟΝ εξακολουθούσε να είναι ένα ήσυχο βρέφος γιατί δεν διατηρώ σχεδόν καμιά ανάμνησή της από εκείνη την εποχή. Οσάκις αναπολώ, ανακαλύπτω ότι θυμούμαι με μεγαλύτερη ευχέρεια όλα τα παράξενα, ταραγμένα συμβάντα. Υποθέτω πως ο ι αναμνήσεις δεν χρειάζονται παρά ένα μικρό ταρακούνημα προκειμένου να αποκαταστήσουν ξανά μέρη, γεγονότα κι ανθρώπους. Βεβαίως ήταν κάπως δύσκολο να ανατρέξω στο παρελθόν, αλλά επιστολές, φωτογραφίες και πρόσφατες συζητήσεις επανέφεραν στο μυαλό μου όλα τα περασμένα, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με εκπληκτική ενάργεια. Επί παραδείγματι θυμούμαι ακόμα την ημέρα που η γιαγιά μου ήρθε να μας πάρει τη Φεριντέ.
Ήταν κατακαλόκαιρο και παίζαμε στον κήπο υπό την επίβλεψη της μητέρας μου. Έραβε ρούχα για τη Μουαζέζ, η οποία ήταν πάνω σ' ένα χαλί αναδεύοντας τα ποδαράκια της, και η Ιντζί δούλευε μέσα στο σπίτι. Από την κουζίνα έφθανε η τραγουδιστή φωνή της Φεριντέ κι όλα τριγύρω μας ήσαν γαλήνια. Η μέρα ήταν ανέφελη, γαλανή και λαμπερή, και χωρίς κανένα λόγο ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα κύμα ευτυχίας. Ποτέ δεν έμοιαζε ωραιότερο το σπιτικό μου, έτσι στέρεο και συμπαγές πάνω στη χλόη, με τα παρτέρια του φλογισμένα από το όργιο των χρωμάτων, το σπίτι εκτυφλωτικά άσπρο όπου το άγγιζαν τα μακριά δάχτυλα του ήλιου και με γκρίζα, δαντελωτά σχήματα στα σημεία που το σκίαζαν τα φύλλα της κληματαριάς και της συκιάς. Καθώς τώρα ανακαλώ τη σκηνή, αναρωτιέμαι μήπως ψηλά στον ουρανό υπέφωσκε μια ανήσυχη ηρεμία, κάνοντας τόσο έντονα αισθητή τη γαλήνη εξ αντιδιαστολής - εξαιτίας των όσων θα επακολουθούσαν; Εκείνο το
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
122 /ρφάν Οργκά
πρωινό παραμένει χαραγμένο στη μνήμη μου ως μία από τις εικόνες οι οποίες δεν θα σβήσουν ποτέ όσο ζω.
Η γιαγιά μου μας επισκέφθηκε κατά το μεσημέρι· Ι1ρθε προς το μέρος μας διασχίζοντας το γρασίδι, αυστηρή μέσα στο μακρύ της φόρεμα με τον ψηλό λαιμό.
Η Ιντζί ήρθε σχεδόν αμέσως ξοπίσω της φέρνοντας ένα δίσκο με παγωμένα σερμπέτια - δροσιστικά, αναβράζοντα ποτά με γεύση τριαντάφυλλο.
Η γιαγιά μου κάθησε στην ξαπλωτή πολυθρόνα που της πρόσφερε η μητέρα μου, έβγαλε το γιασμάκι από το ξαναμμένο της πρόσωπο κι άπλωσε το χέρι της σ' εμάς τα παιδιά για να το φιλήσουμε. Το 'χε βάλει σκοπό να είναι ευχάριστη· παίνεψε την εμφάνιση του μωρού, έδωσε στη μητέρα μου μερικές ολότελα αχρείαστες συμβουλές για το κέντημά της και γενικά ήταν τόσο χαριτωμένη που διαισθάνθηκα ότι κάτι ήθελε. Διότι η γιαγιά μου δεν συνήθιζε να χαραμίζει τη γοητεία της για χάρη μας.
Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κάθισμά της μιλώντας ζωηρά και κάνοντας αέρα με μια μικρή βεντάλια από ελεφαντόδοντο, την οποία δεν αποχωριζόταν ποτέ. Η μητέρα μου έραβε ήσυχα απαντώντας στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις της με την απαλή χαμηλή φωνή της, που φαινόταν να ταιριάζει τόσο καλά με την ονειρώδη ατμόσφαιρα η οποία πλανιόταν πάνω από το σπίτι εκείνη την ημέρα. Η γιαγιά μου τελείωσε το σερμπέτι της και στη συνέχεια ήρθε στο κυρίως θέμα της επίσκεψής της. Ο σύζυγός της, είπε, παρέθετε το βράδυ ένα πολύ μεγάλο δείπνο σε κάποιους γνωστούς του επιχειρηματίες και δεν είχε ιδέα πώς θα τα έβγαζε πέρα αφού η μαγείρισσά της ήταν κρεβατωμένη και οι υπόλοιποι υπηρέτες δεν ήξεραν να μαγειρεύουν κανένα από τα πολύπλοκα εδέσματα που ήθελε να προσφέρει στους καλεσμένους της. Σε αυτό το σημείο έκανε παύση ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στη μητέρα μου, η οποία όμως δεν έπαιξε καν τα βλέφαρά της. Συνέχισε να ράβει ατάραχη, και ο Μεχμέτ, έχοντας βαρεθεί αφόρητα αυτή τη γυναικεία συζήτηση, βάλθηκε να ξεριζώνει χορτάρια και να τα πιπιλίζει. Εγώ περιφερόμουν αναποφάσιστος πίσω από το χαλί της αδελφής μου κι η γιαγιά μου άρχισε να δείχνει τα πρώτα αμυδρά σημάδια οξυθυμίας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπ6ρου 1 23
«Λοιπόν, Σεβκιγιέ!» ρώτησε με τη γνώριμη εκφοβιστική φωνή της - είχε εξανεμιστεί κάθε γλυκύτητα. «Άκουσες τι έλεγα ή ονειροπολούσες όλη αυτή την ώρα;»
«Φυσικά και άκουσα», αντιγύρισε η μητέρα μου κοιτάζοντάς την κατάματα. «Αλλά δεν έχω κάτι να προτείνω. Ίσως η μαγείρισσά σας μπορέσει να σηκωθεί, να τα ετοιμάσει όλα κι ύστερα να ξαναπέσει στο κρεβάτι».
«Μην είσαι ανόητη !» είπε η γιαγιά μου στρυφνά αρχίζοντας να χάνει τον έλεγχο. «Υποθέτω πως κάποια λύση θα βρω. Δεν γίνεται να μου δώσεις τη Φεριντέ, έτσι δεν είναι;»
«Όχι», ε ίπε πολύ ήπια η μητέρα μου και θαύμασα την αυτοκυριαρχία και την αυτοσυγκράτησή της.
Τα χείλη της γιαγιάς μου σφίχτηκαν πεισματωδώς. «Μόνο γι' απόψε», παρακάλεσε . «Θα τη στείλω πίσω αύριο το
πρωί». Η μητέρα μου δεν αποκρίθηκε κι η γιαγιά μου συνέχισε να
μιλάει ασταμάτητα προβάλλοντας πάσης φύσεως λόγους για τους οποίους είχε ανάγκη τη Φεριντέ.
Στο τέλος η μητέρα μου, εξουθενωμένη απ' όλη αυτή την πολυλογία και την αστείρευτη επιμονή, ενέδωσε, αλλά υπό τον όρο ότι η Φεριντέ θα επέστρεφε στο σπίτι μας το ίδιο κιόλας απόγευμα.
Η γιαγιά μου συμφώνησε μουτρωμένη, αλλά δεν είχε περιθώρια να το παρακάνει γιατί η μητέρα μου δεν το 'χε σε τίποτα ν' αλλάξει γνώμη. Έχω όμως την εντύπωση πως η γιαγιά μου ήλπιζε να κρατήσει τη Φεριντέ έως ότου αναρρώσει η μαγείρισσά της. Ποσώς την ενδιέφερε αν η Ιντζί και η μητέρα μου θα έπρεπε να κάνουν μόνες τους όλες τις δουλειές του σπιτιού, μολονότι, αν κάποιος ζητούσε από κείνη να κάνει το παραμικρό, θα αγανακτούσε βαθύτατα και θα του εξηγούσε ότι δεν ήταν υπηρέτρια.
Μόλις έγινε το δικό της, αναχώρησε εσπευσμένα' αρνήθηκε να μείνει για φαγητό, αλλά καθ' οδόν κοντοστάθηκε για να πει στη Φεριντέ τι ε ίχε κανονιστεί για το απόγευμα.
Όταν γύρισε την πλάτη της, η μητέρα μου αναστέναξε, αλλά σ' εμάς δεν σχολίασε τίποτα.
Αφού μπήκε κι εκείνη στο σπίτι, ο Μεχμέτ κι εγώ εξακολου-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 24 /ρφάν Οργκά
θήσαμε να παίζουμε άτονα εξαιτίας του καυτού ήλιου. Η χλόη ζεματούσε στα χέρια μου, τα περιστέρια γουργούριζαν νυσταλέα και η ρομαντική εικόνα ήταν τόσο γαλήνια που θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από όνειρο. Ήταν κι η δική μου διάθεση ιδιαίτερα ονειροπόλα εκείνη την ημέρα ή απλώς με βάραινε κάποιο προαίσθημα; Είναι πάντως γεγονός, ή έτσι τουλάχιστον με διαβεβαίωσε η μητέρα μου χρόνια αργότερα, ότι είπα στον Μεχμέτ πως θα ήταν κρίμα να χαθεί όλη αυτή η αδιατάρακτη ζωή. Υποθέτω ότι ο Μεχμέτ θα με ε ίχε κοιτάξει γλαρωμένος, με την απορία στα μαύρα μάτια του και υποθέτω επίσης ότι θα με είχε ρωτήσει τι εννοούσα. Και, αν με είχε ρωτήσει, δεν θα είχα μπορέσει να του εξηγήσω. Δεν υπήρχαν ακόμα στο λεξιλόγιό μου λέξεις τέτοιες οι οποίες να εκφράσουν τις υπό διαμόρφωση ασαφείς σκέψεις μου. Όλα, το άσπρο σπίτι, το πράσινο γρασίδι, τα λαμπερά λουλούδια, έμοιαζαν να απειλούνται με αφανισμό, αλλά δεν είχα λόγια να περιγράψω αυτή την ε ικόνα. Η ζοφερή αστραπή που είχε προς στιγμήν φωτίσει τη φαντασία μου θα είχε αποδιωχθεί ως μια ανόητη παιδιάστικη επινόηση. Με το ναρκωμένο βλέμμα του Μεχμέτ καρφωμένο στο δικό μου ίσως να είχα ξεχάσει την απειλή που αιωρείτο στο λαμπερό αιθέρα, το σκοτεινό χέρι που ταλαντευόταν πάνω από το κεφάλι μου.
Μικροπράγματα θυμούμαι από εκείνη την ημέρα, όλα τους ασήμαντα, αλλά που χρόνια μετά έχουν αποκτήσει ένα-ένα μια ιδιαίτερα θλιβερή αξία. Το γεύμα επισπεύστηκε, γιατί η Φεριντέ αγωνιούσε να φύγει, κι έστειλαν για ψωμί την Ιντζί επειδή κατάφερνε να τρυπώνει στο πλήθος με το ευλύγιστο κορμί της με τρόπο που η πιο εύσωμη Φεριντέ ουδέποτε θα μπορούσε να μιμηθεί. Η μαντάμ Μουτζάν ήρθε το απομεσήμερο από τον κήπο της, με τη Γιασεμίν και τον Νούρι να σκουντουφλούν ξαναμμένοι πίσω της. Κάθησαν κουβεντιάζοντας ράθυμα με τη μητέρα μου ως τη στιγμή που το σούρουπο απλώθηκε στο λαμπερό ουρανό, οπότε παρακάλεσε τη μαντάμ Μουτζάν να δειπνήσει μαζί μας. Εκείνη την περίοδο η μητέρα μου απεχθανόταν να τρώει μόνη και αποζητούσε τη λίγη ψυχαγωγία που της παρείχε η γειτόνισσα.
Η μαντάμ Μουτζάν μίλησε για τον πόλεμο και το σύζυγό της, Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 25
αλλά μου φάνηκε ότι η μητέρα μου αδημονούσε να εκτρέψει αυτή τη συζήτηση. Σπανίως ανέφερε τον πατέρα μου, ακόμα και στον Μεχμέτ κι εμένα' μιλούσε γι' αυτόν τόσο αραιά ώστε λίγο βραδύτερα το πρόσωπό του ξεπρόβαλλε σαν πρόσωπο ξένου ή κάποιου τον οποίο πριν από καιρό είχαμε αγαπήσει πολύ, αλλά που τώρα μόνο θαμπά διακρίναμε ή αναγνωρίζαμε. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα τον λησμονούσαμε εντελώς και ήταν αδύνατον να τον φανταστούμε ξανά στο σπίτι. Η ήσυχη λευκή κατοικία που είχε αγοράσει για την οικογένειά του έμοιαζε πλέον γυναικοκρατούμενη και χρειαζόταν μια φαντασία πιο πολυκαιρινή από τη δική μου για να επαναφέρει τη νωχελική μορφή του πατέρα μου ή το γέλιο του θείου μου. Ο παππούς μου είχε σβήσει σιγά-σιγά. Δεν είχε θέση σ' αυτό το σπίτι' δεν είχε καν πληροφορηθεί την ύπαρξή του. Οι ανδρικές μορφές είχαν ξεθωριάσει και κάθε μέρα ξεθώριαζαν λίγο παραπάνω κουνώντας τα φασματικά χέρια τους εν ε ίδει αποχαιρετισμού.
Αναμφίβολα μία των ημερών θα βρίσκονταν και πάλι μαζί μας - όπως μας υπενθύμιζε συχνά-πυκνά η Ιντζί όποτε ήμασταν άτακτοι - , αλλά εν τω μεταξύ είχαν χάσει το κύρος τους.
Ο ήλιος χαμήλωνε ολοένα στον ουρανό κι ένα ανεπαίσθητο αεράκι φυσούσε ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια. Οι κυρίες έριξαν από ένα μικρό κασμιρένιο σάλι στους ώμους τους και η Ιντζί ήρθε να πάρει τη Μουαζέζ για ύπνο. Ο Μεχμέτ κι εγώ μαζέψαμε τα παιχνίδια μας και κατόπιν συνοδεύσαμε τους καλεσμένους μας, τη Γιασεμίν και τον Νούρι, να πλυθούν πριν το δείπνο. Η Γιασεμίν έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της και ο αντικατοπτρισμός της τρεμόφεξε αχνά στο αμυδρό φως. Διέκρινε το είδωλό της και είπε : «Πόσο παράξενη φαίνομαι!» με κάποιο μούδιασμα στην πνιγμένη φωνή της, θαρρείς και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της.
Στην τραπεζαρία ήταν διάχυτο ένα διάφανο γλυκοπράσινο φως κι όλα τα παράθυρα ήσαν ανοιχτά προς τον άδειο κήπο. Το τραπέζι, στρωμένο με κάτασπρο δαμασκηνό, κρύσταλλα, ασημικά και πιάτα με κρύο φαγητό, έμοιαζε απαθές κι απόμακρο. Ένας δίσκος με μαύρα και ξανθά σταφύλια αποτύπωνε ένα σκοτεινό σημάδι στο κέντρο, σαν μώλωπας σε πάλλευκο πρόσωπο -
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
126 ΙρφάνΟργκά
σαν το πρόσωπο της Γιασεμίν μόλις πριν στον καθρέφτη, με τα
μάτια σαν μώλωπες πάνω στο κάτωχρο φίλντισι των παρειών, της
μύτης και του μετώπου. Το κρασί ψυχόταν σε μια παγωνιέρα και
μας άφησαν κατ' εξαίρεσιν να καθήσουμε στο μεγάλο τραπέζι.
Η Ιντζί κατέβηκε από τον επάνω όροφο, έχοντας ξεμπερδέψει
με τη Μουαζέζ, κι η μητέρα μου της είπε να μην ασχοληθεί άλλο
με το τραπέζι, αλλά να φάει γρήγορα το βραδινό της και ύστερα
να παραλάβει τη Φεριντέ. Ήταν τόση η αγωνία της να ξαναγυρί
σει πάλι κοντά της η απούσα Φεριντέ ώστε είπε στην Ιντζί ότι το
τραπέζι μπορούσε να μαζευτεί το πρωί της επομένης. Ποτέ έως
τότε δεν είχε επιτρέψει κάτι τέτοιο, αυτή η τόσο σχολαστική στο
να έχει τακτοποιηθεί το σπίτι προτού αποσυρθεί για ύπνο. Αφού
έφυγε η Ιντζί, μείναμε μόνοι και ήταν σαν να μας τύλιγε μια
μακρόσυρτη σιωπή αναμονής παρότι το κρασί έρεε στα ποτήρια
και το γέλιο των κυριών ακουγόταν καμπανιστό.
Όταν τελειώσαμε το δείπνο μας, φύγαμε από την τραπεζαρία
αφήνοντας τα υπολείμματα στο τραπέζι, το οποίο φάνταζε κάπως
χυδαίο, όπως όλα τα τραπέζια μετά το φαγητό. Η μητέρα μου
έψησε καφέ πάνω στο μικρό ασημένιο της καμινέτο και καθήσα
με στο σύθαμπο που απλωνόταν σκιάζοντας το σαλόνι, λίγο κου
ρασμένοι τώρα που η μέρα έφθανε στο τέλος της. Σε λίγο θα
πηγαίναμε με χασμουρητά στο κρεβάτι, και το τετράγωνο άσπρο
σπίτι που μας στέγαζε θα έτριζε και θα γόγγυζε και θα μουρμού
ριζε προτού αποκοιμηθεί κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό. Η
Γιασεμίν και ο Νούρι είχαν τα νεύρα τους από την κούραση κι ο
Μεχμέτ, καθισμένος σε μια μεγάλη καρέκλα, κουτούλαγε από τη
νύστα. Ήταν εννέα και η συνηθισμένη ώρα για ύπνο είχε περά
σει προ πολλού. Η μαντάμ Μουτζάν μάζεψε τα παιδιά της και
σηκωθήκαμε με κόπο για να τους συνοδεύσουμε στον κήπο ως τη
μικρή καγκελόπορτα που χώριζε τα δύο σπίτια. Τους καληνυχτί
σαμε κι επιστρέψαμε από το λευκό μονοπάτι που θαμπόφεγγε
στο μούχρωμα. Μια μικρή φέτα φεγγαριού ανέτελλε στον ξάστε
ρο ουρανό. Η μητέρα μου μας περίμενε στις μπαλκονόπορτες της
τραπεζαρίας. Έμοιαζε εξωπραγματική και φασματική καθώς
στεκόταν εκεί, σαν μορφή θεατρικού έργου, ωχρή μες στα άχρω-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 127
μα ρούχα της. Τις νύχτες το σπίτι έμοιαζε aπoτραβηγμένo' μυστηριώδες και κάπως τρομακτικό έτσι όπως το έκρυβαν τα ψηλά δέντρα του. Μπήκαμε μέσα και πήγαμε στη μητέρα μου, η οποία έκλεισε καλά τα παράθυρα ενώ το βρόμικο, λερωμένο τραπέζι φάνταζε σαν τραπέζι εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Τη βοήθησα ν' ασφαλίσει πόρτες και παράθυρα κι ύστερα ανεβήκαμε όλοι μαζί για ύπνο μ' ένα μεγάλο χρυσό κερί να φωτίζει το δρόμο μας. Το σπίτι έμοιαζε απίστευτα σιωπηλό χωρίς την Ιντζί και τη Φεριντέ.
«Πώς θα μπουν μέσα;» ρώτησα. «Ποιοι;» ρώτησε σαστισμένη η μητέρα μου. «Η Ιντζί και η Φεριντέ», αποκρίθηκα κι εκείνη γέλασε βλέπο
ντας το ανήσυχο πρόσωπό μου και μου είπε ότι ε ίχαν κλειδί της εξώπορτας. Κι έπειτα ο Μεχμέτ δήλωσε ξαφνικά ότι ήθελε την Ιντζί κι έμπηξε τα κλάματα. Η μητέρα μου τον αγκάλιασε κι εκείνος είπε με αναφιλητά ότι φοβόταν.
«Μα δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», ε ίπε η μητέρα μου παιχνιδιάρικα.
Το απείκασμα του φόβου του Μεχμέτ είχε εντυπωθεί στη σκοτεινή ατμόσφαιρα κι άρχισα να νιώθω κι εγώ μια αόριστη ανησυχία. Όταν η μητέρα μου μας φίλησε και μας καληνύχτισε, την παρακάλεσα ν' αφήσει ανοιχτή την πόρτα της και τη δική μας, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να ενδώσει στο φόβο μας. Έτσι ο Μεχμέτ ξαναπάτησε τα κλάματα και τότε το πρόσωπό της άρχισε ν' αντανακλά τον τρόμο του. Δεν ξέρω γιατί Ι1μασταν τόσο ανεξήγητα φοβισμένοι εκείνη τη νύχτα. Ίσως εισέδυσε στη συνείδησή μας ένα μικρό κομμάτι του μέλλοντος. Ή ίσως . . . Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, αν και επί χρόνια κοιμόμουν ευχαριστημένος στο σκοτάδι, εκείνη τη νύχτα ούτε ο Μεχμέτ ούτ' εγώ θέλαμε να δούμε το κερί να φεύγει aπό το δωμάτιό μας και να καταλήγει απέναντι, στο δωμάτιο της μητέρας μας. Πριν μας αφήσει μόνους, στάθηκε λίγα λεπτά μπροστά στο παράθυρο. Το τακ-τακ από το ρόπαλο του μπεκτσή μπαμπά ακουγόταν να σιμώνει όλο και πιο πολύ. Η μητέρα μου αναστέναξε ανεπαίσθητα.
«Μεγάλη παρηγοριά ο μπεκτσή μπαμπά», είπε και πρόσθεσε: «Μακάρι να μπορούσε να μείνει όλη νύχτα έξω από το σπίτι».
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 28 Ιρφάν Οργκά
Έπειτα συνήλθε, έγειρε λίγο το παράθυρο και πήγε στο δωμάτιό της, όπου η Μουαζέζ κοιμόταν ήσυχα. Έμεινα ξάγρυπνος πολλή ώρα αφότου έφυγε. Έφθαναν απέξω οι θόρυβοι των σοκακιών, δυο γάτες μάλωναν στο ρείθρο συρίζοντας και απειλώντας η μία την άλλη με την ψυχρή αρπακτικότητα των αιλουροειδών. Το σπίτι ψαν σιωπηλό, η πόρτα του υπνοδωματίου σαν σκοτεινό σπήλαιο και, καθώς έσβηναν σταδιακά οι θόρυβοι του δρόμου, είχα μια αλλόκοτη αίσθηση αναμονής. Περίμενα, περίμενε και το σπίτι κι ο άδειος ουρανός που μας ατένιζε, αλλά δεν ξέρω τι περιμέναμε. Όμως απόκαμα πρώτος και κοιμήθηκα ενώ άγριοι εφιάλτες αλώνιζαν στο κεφάλι μου. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμήθηκα. Θυμούμαι πάντως ότι ξύπνησα από μια τρομακτική κραυγή της μητέρας μου - ή μήπως η κραυγή ήταν απλώς μέρος των ονείρων μου; Κάποιος με ταρακουνούσε απ' τον ώμο λέγοντάς μου να σηκωθώ γρήγορα και να τρέξω, να τρέξω . . .
Το τυραννισμένο μου μυαλό μόνο τη λέξη «τρέξε» μπορούσε να καταλάβει, τόσο βυθισμένο ήταν ακόμα σε ταραγμένα όνειρα. Ο Μεχμέτ κλαψούριζε σαν ζωάκι. Πετάχτηκα από το κρε βάτι μου και, καθώς περνούσε δίπλα μου τρέχοντας στα τυφλά, άρπαξα το χέρι του ζαλισμένος, μπερδεμένος, αναρωτώμενος αν αυτή η φρίκη αποτελούσε κομμάτι κάποιου εφιάλτη. Η μητέρα μου ούρλιαζε, έχοντας χάσει κάθε έλεγχο της φωνής της, αλλά ποτέ δεν θα μάθω τι έλεγε - μόνο θα υποθέσω ίσως -, και ο αβάσταχτος εφιάλτης συνέχισε. Στο σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας μ' έπνιξαν σύννεφα πυκνού, αψιού καπνού που έτσουζε τα μάτια, αλλά η μητέρα μου, με τη Μουαζέζ να σκούζει στην αγκαλιά της, έσπρωξε αμείλικτα τον Μεχμέτ κι εμένα μπροστά της. Κατεβήκαμε τις σκοτεινές σκάλες ενώ ο θερμός πυκνός καπνός μάς έκαιγε το λαρύγγι. Παραπαίαμε στα τυφλά, πανικόβλητοι και μισοχαζεμένοι από τον ύπνο. Μια μεγάλη βαθυπόρφυρη γλώσσα φωτιάς χίμηξε καταπάνω μας.
«Όχι! Όχι !» στρίγκλισε ο Μεχμέτ διστάζοντας και τραβώντας με από το χέρι για να μην προχωρήσουμε άλλο.
«Φωτιά!» κραύγασα έχοντας αίφνης ξυπνήσει εντελώς και αντιλαμβανόμενος τι συνέβαινε, αλλά η μητέρα μου μ' έσπρωξε και πα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 129
ρέσυρα μαζί μου τον Μεχμέτ, ο οποίος στύλωνε τα πόδια για να μην κατέβει τα σκαλοπάτια.
«Τρέξτε !» πρόσταξε η μητέρα μου με φωνή τρομακτική, φωνή που πάγωνε το αίμα, και μ' έσπρωξε μπροστά διά της βίας και τόσο δυνατά ώστε ο Μεχμέτ σκόνταψε κι άφησε το χέρι μου. Όρμησε και τον άρπαξε αλλόφρων από τον ώμο, μου φώναξε να πιάσω τη φούστα της και διέσχισε σαν τον άνεμο τη στενή δίοδο που άφηναν οι φλόγες. Μέσα σ' ένα λεπτό, που μου φάνηκε αιώνας, τράβηξε απότομα την υπερθερμασμένη εξώπορτα και την άνοιξε διάπλατα για να βγούμε όλοι στο φωτοπερίχυτο δρόμο. Αχ, σαν θυμούμαι εκείνη τη νύχτα όπου οι κατάσκοποι του εχθρού έβαλαν φωτιά στα ξύλινα σπίτια της Ισταμπούλ, τη νύχτα που κάηκαν σαν σπιρτόξυλα κάτω από τον καλοκαιριάτικο ουρανό! Ο δρόμος φωτιζόταν λες και ήταν μέρα αφού όλα τα σπίτια, και στις δύο μεριές, είχαν γίνει μια φρικιαστική μάζα που λαμπάδιαζε .
«Στην πόρτα του κήπου !» έλεγε αξιοθρήνητα η μητέρα μου, αλλά δεν κατορθώσαμε να φθάσουμε ως εκεί επειδή οι φλόγες του σπιτιού ήσαν χειρότερες στην πίσω πλευρά. Σταθήκαμε μια στιγμή απερίσκεπτα στο φλεγόμενο δρόμο - μια στιγμή που ο χρόνος είχε σταματήσει; Ποιος ξέρει . . . Η μνήμη μου αρνείται να το φανερώσει αφού το μόνο που θυμούμαι είναι ότι έτρεχα στο δρόμο κρατώντας σφιχτά τη μητέρα μου, η οποία αναζητούσε τρόπο να στρίψει, να φθάσει στο χέρσο χωράφι που βρισκόταν πίσω από το σπίτι μας, εκεί όπου τελείωνε ο κήπος. Ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο, ο οποίος είχε προς στιγμήν παραφρονήσει. Υπηρέτριες, γέροντες με τις νυχτικιές τους, στριγκλιές, αποσβολωμένα παιδιά και μεγάλα φλεγόμενα καδρόνια που κατέρρεαν πλάι μας από τα ετοιμόρροπα εκκενωμένα σπίτια. Ένα έπεσε μπροστά στα πόδια της μητέρας μου και την άκουσα ν' αφήνει μια άναρθρη κραυγή τρόμου, μια θρηνητική κραυγή που δεν ήταν ανθρώπου. Τα γυμνά πόδια μας είχαν βγάλει φτερά κι έτρεχαν πάνω στο σκληρό καλντερίμι, οι ανάσες μας έβγαιναν βαριές από το στήθος ενώ οι φλόγες κροτάλιζαν εύθυμα. Αυτή τη φορά βρεθήκαμε σ' ένα σκοτεινό δρομάκι, χωρίς να πέφτουν δοκάρια να μας φράζουν το δρόμο. Αλλόφρονες άνδρες και γυναίκες είχαν βγει στα κατώφλια ανα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
130 Ιρφάν Οργκά
ρωτώμενοι αν οι φλόγες θα εξαπλώνονταν ώσπου ν' απειλήσουν κι αυτούς.
«ο Θεός να μας σώσει! Τι φοβερή νύχτα! » έμοιαζαν να λένε τα αλλόκοτα πρόσωπά τους, μα εμείς τρέχαμε ασθμαίνοντας για να φτάσουμε στο ύπαιθρο.
Επιτέλους άσπαρτο χώμα, μαλακό χορτάρι κάτω από τα ματωμένα μας πέλματα και εικόνες μαζικής υστερίας κάτω από τις συκιές. Ο Μεχμέτ κι εγώ πέσαμε κατάχαμα, πονεμένοι και ματωμένοι, με την καρδιά να κοντεύει να σπάσει και τις λεπτές νυχτικιές κολλημένες από τον ιδρώτα στα κορμιά μας που τουρτούριζαν. Η μητέρα μου απόθεσε τη Μουαζέζ στα πόδια μου και στηρίχτηκε σ' ένα καχεκτικό δεντράκι μ' έναν τρόπο ανείπωτα συγκινητικό και παραιτημένο.
«Τα χρήματά μου!» έλεγε ξανά και ξανά, «και όλα μου τα κοσμήματα».
Ξάφνου, παραλο'ίσμένη θαρρείς -και πράγματι πιστεύω ότι τα ζοφερά, πουπουλένια φτερά της τρέλας άγγιξαν για πάντα το μέτωπό της εκείνη τη νύχτα - , τινάχτηκε μπροστά σαν βέλος, με τα aπoκαμωμένα ματωμένα πόδια της.
«Α-νέ! Α-νέ !» φώναξα έχοντας καταληφθεί από νέο παροξυσμό τρόμου. «Μη μας αφήνεις, αχ, μη μας αφήνεις !»
Κι έπειτα άρχισα να κλαίω κάπως αδύναμα γιατί δεν είχα πια δυνάμεις να κλάψω κανονικά.
Μα η μητέρα μου έτρεξε αδιαφορώντας για τη γοερή φωνή μου' σκόνταφτε λίγο, έπεφτε, σηκωνόταν για να προχωρήσει ξανά. Είχα τη Μουαζέζ στα γόνατά μου, τυλιγμένη σ' ένα δαντελωτό μάλλινο σαλάκι, κι έσκυψα πάνω της, προσπαθώντας εξαντλημένος να την κάνω να σταματήσει το κλαψούρισμα. Ο Μεχμέτ μού τράβηξε το μανίκι αποζητώντας κι αυτός λίγη συμπόνια' τύλιξα το χέρι μου γύρω απ' τους ώμους του και τον τράβηξα κοντά μου. Κοιτούσαμε τις φλόγες και το σπίτι μας να καίγεται μαζί με τα υπόλοιπα. Το μυαλό μας είχε σταματήσει, δεν λειτουργούσε πια σωστά. Μέχρι κι ο φόβος κι η κούραση είχαν αποτραβηχτεί, αφήνοντάς μας σπλαχνικά κενούς. Παντού τριγύρω μας παιδιά έκλαιγαν και γυναίκες ολόλυζαν, μα όλα αυτά ήσαν πράγματα εξωτερι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 13 1
κά, που δεν μας άγγιζαν. Ακόμα και το ότι η μητέρα μου είχε ξαναγυρίσει στο φλεγόμενο σπίτι δεν μπορούσε να αφυπνίσει κανένα συναίσθημα εντός μας, να αναζωπυρώσει κανέναν τρόμο. Απλώς καθόμασταν εκεί, ο Μεχμέτ κι εγώ· η συκιά απλωνόταν πάνωθέ μας και πότε-πότε η Μουαζέζ κλαψούριζε σιγανά.
Μπροστά μας βρισκόταν ο κήπος και παραπίσω το σπίτι μας, το σπίτι που είχε υπάρξει η παρηγοριά κι η παιδική μας ασφάλεια. Είχαν φθάσει οι τουλουμπατζήδες της συνοικίας και προσπαθούσαν να βρουν νερό ενώ το αντιλάλημα των ξέφρενων κραυγών τους έφθανε ως εμάς μέσα από τους κήπους. Τους βλέπαμε να τρέχουν πέρα-δώθε προσπαθώντας μάταια να σβήσουν τις φωτιές. Είχαν μονάχα μια αντλία, αλλά είχαν αρπάξει φωτιά τουλάχιστον δέκα σπίτια, και στην απέναντι πλευρά του δρόμου, την οποία δεν βλέπαμε από εκεί όπου βρισκόμασταν, καίγονταν άλλα τόσα. Έτσι έτρεχαν και φώναζαν, ρίχνοντας κουβάδες νερού χωρίς αποτέλεσμα όσο οι φλόγες μούγκριζαν θριαμβευτικά. Είχα το νου μου μην επιστρέψει η μητέρα μου, αλλά δεν φάνηκε για πολλή, πολλή ώρα. Κι ύστερα την είδα - γιατί η φωτιά έκανε τη νύχτα μέρα - να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας από το μονοπάτι του κήπου και διέκρινα καθαρά τη μορφή της με το νυχτικό, και τα αδύνατα λευκά λεπτεπίλεπτα πόδια της να τρέχουν, να τρέχουν, να τρέχουν . . .
Ήρθε και σωριάστηκε χάμω τελείως εξουθενωμένη. Τα μαλλιά της κρέμονταν άγρια γύρω από το πρόσωπό της και στα πένθιμα μάτια της υπήρχε ένα άγριο βλέμμα, μια λάμψη, που καμιά σχέση δεν είχε με σώας φρένας. Κοίταξε κατά το σπίτι μας, κοίταξα κι εγώ, και το τελευταίο κομμάτι της στέγης κατέρρευσε μέσα στην αχόρταγη κόλαση που καραδοκούσε . Το σπίτι μας είχε λαμπαδιάσει σαν πελεκούδι, σαν χαρτί, όπως όλα τ' άλλα, και τώρα απόμεινε μονάχα το φασματικό του κέλυφος να μας θυμίζει ότι κάποτε είχαμε ζήσει εκεί ευτυχισμένοι.
Ακόμα και τώρα, τριάντα τρία χρόνια μετά, δεν έχω παρά να κλείσω τα μάτια μου για να μεταφερθώ ξανά σ' εκείνη τη νύχτα και να δω το σπίτι μας να φλέγεται. Το βλέπω πεντακάθαρα εμπρός μου, λες και συνέβη μόλις χθες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
132 Ιρφάν Οργκά
Έφθασε μια γυναίκα μ' ένα παιδί που έκλαιγε, το πέταξε δίπλα μας, πάνω στο χορτάρι, κι έπειτα ξανάφυγε τρέχοντας, ένας Θεός ξέρει για πού. Ήθελα να ελπίζω πως δεν σκόπευε να διασχίσει εκείνη την κόλαση για να διασώσει κάτι. Η μητέρα μου κοίταζε aπλανώς μπροστά της με μάτια διεσταλμένα. Φαινόταν τόσο ασάλευτη και χλομή που η καρδιά μου αναπήδησε από φόβο. Είπε πολύ δυνατά, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα καταλάβαινα απολύτως:
«Χάθηκαν τα πάντα. Τα πάντα - το κατάλαβες;» Και κάρφωσε πάνω μου εκείνο το βλέμμα με τη σκληρή λάμψη.
Τα ρουθούνια της πάλλονταν. Ύστερα έγειρε ξαφνικά στο παχύ, μαλακό χορτάρι λησμονώντας τον αχό γύρω της και το κατεστραμμένο, μαυρισμένο της σπίτι.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινε εκεί πλαγιασμένη, πόση ώρα μείναμε εκεί καθισμένοι εμείς τα παιδιά. Νομίζω ότι ο Μεχμέτ έκλαιγε ώσπου τον πήρε ο ύπνος και στο τέλος μέχρι κι η Μουαζέζ σταμάτησε να κλαψουρίζει. Άρχισε να χαράζει πάνω aπό το ερημωμένο σκηνικό. Οι φωτιές είχαν σβήσει και μόνο ένα σύννεφο πυκνού μαύρου καπνού aπλωνόταν πάνω από τα άδεια κελύφη των σπιτιών. Η πρωινή ψύχρα πλανιόταν στον αέρα. Σε λίγο μέσα σε όλο αυτό το νεκρό, aπoσταμένo μέρος διέκρινα τη γιαγιά μου με τη Φεριντέ και την Ιντζί να έρχονται από τα χωράφια κοιτάζοντας δεξιά και ζερβά σαν να μας αναζητούσαν.
«Γιαγιά!» φώναξα, μα η φωνή μου δεν ήταν πια φωνή, παρά μονάχα ένας κλώστινος ήχος, ένα ρέκασμα που δεν μπορούσε να διαταράξει τη σιγαλιά.
Απόθεσα προσεκτικά τη Μουαζέζ στο υγρό, μουσκεμένο από τη δροσιά χορτάρι, σηκώθηκα πιασμένος και κατευθύνθηκα προς εκείνες τις τρεις που μας έψαχναν. Περπατούσα κουτσαίνοντας γιατί τα πόδια μου ήσαν κατaπληγιασμένα, το αίμα είχε ξεραθεί ανάμεσα στα δάχτυλα και το απαλό πρωινό αεράκι με περόνιαζε μέσα από τη λεπτή νυχτικιά μου σαν ξεροβόρι.
Με είδαν κι έτρεξαν με φωνές προς το μέρος μου. Τα καλοσυνάτα χέρια τους μ' αγκάλιασαν και η γιαγιά μου με ζέστανε με το πανωφόρι της. Έμεινα να τις κοιτάζω λες και ήσαν ξένες και κατά
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 133
μία έννοια ήσαν γιατί έρχονταν από μια άλλη ζωή, μια ζωή χαριτωμένη, εύκολη, ευμενή, που ίσως να μην ξαναρχόταν ποτέ. Είπα στη γιαγιά μου ότι η μητέρα μου ήταν σώα, όπως κι ο αδελφός κι η αδελφή μου κι έπειτα την οδήγησα ως εκείνους μέσα από τα χορτάρια.
Η Φεριντέ γονάτισε δίπλα στη μητέρα μου βγάζοντας τη ζεστή της κάπα και τυλίγοντάς τη μ' αυτή τρυφερά. Είδα να της δίνει με το ζόρι κονιάκ και την άκουσα να βήχει και να πνίγεται λίγο από την αψάδα που της έκαιγε το λαρύγγι. Κατόπιν άνοιξε τα μάτια της και για μια στιγμή μάς κοίταξε απορημένα. Μας κοίταξε ένανέναν κι ύστερα πήρε τη Μουαζέζ στην αγκαλιά της.
«Αν δεν είχατε πάρει τη Φεριντέ», είπε στη γιαγιά μου, «κάτι θα είχε μείνει από το σπίτι μου. Θα είχα μπορέσει να σώσω τα μοναδικά χρήματα που είχα ή τα κοσμήματά μου ... αν δεν είχατε πάρει τη Φεριντέ».
Έπειτα το άκαμπτο σώμα της χαλάρωσε κι η σκληράδα εξαφανίστηκε από το βλέμμα της. Με κοίταξε, κοίταξε τον Μεχμέτ, τα καημένα, πληγιασμένα πόδια μας, τα καπνισμένα μας πρόσωπα, τα χείλη μας που έτρεμαν κι άπλωσε το χέρι της για να μας τραβήξει κοντά της.
«Αλλά έχω ακόμα τους δύο μεγάλους άνδρες μου», ε ίπε. Πέσαμε πάνω της και χύσαμε όσα δάκρυα είχαμε πνίξει τόσες ώρες. Στη συνέχεια η γιαγιά μου ασχολήθηκε με τα ζεστά ροφήματα που κουβαλούσε σε ένα είδος φανελένιου ζεμπιλιού και μας πήρε σπίτι της.
Και από όλη εκείνη τη μικρή ομάδα ίσως ήμουν ο μόνος που απηύθυνε τον ύστατο χαιρετισμό στο καμένο μου σπίτι, που μόλις χθες χαμογελούσε τόσο λαμπερό κάτω από τον ήλιο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Προσπάθεια για νέο ξεκίνημα
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ στο σπίτι της γιαγιάς μου, όπου μας έπλυναν, μας τάισαν, μας έβαλαν σε ζεστά κρεβάτια κι έστειλαν τη Φεριντέ να μας αγοράσει ρούχα.
Η μητέρα μου έπεσε βαριά άρρωστη με πυρετό. Ο γιατρός ερχόταν πολλές φορές τη μέρα και μας έλεγαν διαρκώς να κάνουμε ησυχία. Το σπίτι της γιαγιάς μου μας φαινόταν πιο πολύ ξένο παρά περίεργο· καθόμασταν με την Ιντζί έξω, στον κήπο, νιώθοντας ανεπιθύμητοι σ' εκείνο το άτεκνο σπίτι, και σπανίως αντικρίζαμε τον ηλικιωμένο. Στην πραγματικότητα τον τρέμαμε τόσο ώστε, αν καμιά φορά τον βλέπαμε να έρχεται, τρέχαμε βολίδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κανείς δεν ήξερε πόσο καιρό επρόκειτο να μείνουμε σ' αυτό το σπίτι και η γιαγιά μου έλεγε απλώς πως, όταν η μητέρα μου γινόταν καλά, κάτι θα κανόνιζε. Ο Μεχμέτ κι εγώ νιώθαμε αποκομμένοι· δεν μας επέτρεπαν να επισκεπτόμαστε τη μητέρα μου ούτε βλέπαμε πλέον τη rιασεμίν και τον Νούρι, που είχαν πάει σε άλλο σημείο της Ισταμπούλ αφού το σπίτι τους είχε χαθεί μαζί με το δικό μας. Άρχισαν οι αλλαγές. Ένα πρωί η Φεριντέ μάς αποχαιρέτησε επειδ11 η γιαγιά μου, ξέροντας ότι ποτέ πια δεν θα ήμασταν σε θέση να τη συντηρήσουμε, της είχε βρει άλλη δουλειά. Έφυγε και η Ιντζί, κλαίγοντας πικρά γιατί ουδέποτε είχε υπηρετήσει σε άλλο σπίτι από το δικό μας. Τώρα την έστελναν νταντά σε μια ξένη οικογένεια και μέχρι κι αυτή θα αποχωριζόταν τη μητέρα της. Αυτός ο αποχαιρετισμός με τρόμαξε γιατί δεν ήξερα τι θ' απογίνουμε χωρίς εκείνη. Ήταν σχεδόν σαν να έχανα ένα μέλος του σώματός μου, ένα κομμάτι του εαυτού μου. Ένα πρωί μάς άφησαν να δούμε τη μητέρα μου. Κειτόταν σαν κούκλα στο μεγάλο της κρεβάτι. Η όψη της με συγκλόνισε. Οι σκού-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 135
ρες μπούκλες της είχαν χτενιστεί και πατικωθεί στα πλάγια του κεφαλιού, τα μάγουλά της ήσαν βαθουλωμένα και τραβηγμένα από τον πυρετό. Παρότι μας άπλωσε τα χέρια, το πρόσωπό της δεν έδειχνε κανένα καλωσόρισμα και τα μάτια της ήσαν ανέκφραστα. Θαρρείς ότι η επαναφορά στη ζωή απαιτούσε τεράστια προσπάθεια εκ μέρους της και, άμα της δινόταν η παραμικρή ευκαιρία, θα κοίταζε να ξεγλιστρήσει.
Καθώς μεγάλωνα και άρχιζα να κατανοώ περισσότερα, συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου ήταν προβλέψιμη μόνο εάν τα πράγματα έβαιναν όπως ήθελε. Είχε να αντιμετωπίσει τη φτώχεια, αλλά πολλοί άνθρωποι στον κόσμο την αντιμετωπίζουν, όχι βέβαια με ευχαρίστηση, αλλά τουλάχιστον με καρτερία. Ήταν ανίκανη να πράξει κάτι τέτοιο, αλλά και εξίσου ανίκανη να ξεφύγει. Η θέα του φλεγόμενου σπιτιού της αποτελούσε απείρως μεγαλύτερο κλονισμό από την αναχώρηση του πατέρα μου για τον πόλεμο κι η απώλεια των υπαρχόντων της το χειρότερο χτύπημα. Με τα χρήματα θα μπορούσε να ξαναχτίσει μια νέα ζωή, χωρίς αυτά αδυνατούσε να δεχθεί όσα έκαναν οι άλλοι γι' αυτή. Δεν ήταν τόσο από περηφάνια, μολονότι υπεισερχόταν κι αυτός ο παράγοντας. Ήταν περισσότερο μια αδυναμία να αντιμετωπίσει τη ζωή χωρίς οικονομική εξασφάλιση. Νομίζω ότι την ημέρα της πυρκαγιάς ευχήθηκε να πεθάνει. Η σκέψη ότι έπρεπε ν' αναθρέψει τρία παιδιά, εκ των οποίων το ένα βρέφος, ήταν δυσβάσταχτη για το απλο"ίκό, άβγαλτο μυαλό της.
Ήταν άρρωστη με πυρετό μέρες ολόκληρες και, όταν αναδύθηκε απ' αυτόν, είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν ανέκαθεν σιωπηλή, μα τώρα η σιωπή της είχε κάτι το τρομακτικό. Δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία της, αλλά τώρα είχε συχνές εκρήξεις οργής, που η συνήθως παγερή σιωπή της πρωτύτερα τις έκανε ακόμα πιο ανησυχητικές. Η ντροπαλή όμορφη νεαρή γυναίκα βγήκε από τον πυρετό μεταμορφωμένη. Όποτε μπορούσε να σηκωθεί, καθόταν στους κήπους ατενίζοντας το κενό και κατά τα φαινόμενα χωρίς επαφή με το περιβάλλον. Δεν αναζήτησε τη Φεριντέ ή την Ιντζί ούτε μία φορά και παρατηρούσε στοχαστικά τη μικρή Μουαζέζ, την οποία είχε αναλάβει μια τροφός.
Μια μέρα η γιαγιά μου της είπε ότι ο ηλικιωμένος ήταν πρόθυ-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
136 Ιρφάν Οργκά
μος να μας παραχωρήσει μερικά δωμάτια σε ένα από τα πάμπολλα σπίτια του. Η μητέρα μου την άκουσε και συμφώνησε να δεχθεί την προσφορά, αλλά χρειάστηκε να την ωθήσει η γιαγιά μου σχεδόν διά της βίας ώσπου να το αποφασίσει. Είχε ένα καλό διαμαντένιο δαχτυλίδι, που το φορούσε τη νύχτα της πυρκαγιάς, και παρακάλεσε τον ηλικιωμένο να το πουλήσει για λογαριασμό της. Θυμούμαι ότι του το έδωσε περιφρονητικά, κρατώντας το μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, ενώ ο ήλιος το έκανε να βγάζει πύρινες αχτίδες. Καθώς εκείνος το έπαιρνε, τα μάτια της τρεμόπαιξαν αβέβαια. Όταν επέστρεψε και της παρέδωσε τα χρήματα από την πώληση, τον ευχαρίστησε και του είπε ότι θα μετακόμιζε μετά χαράς το συντομότερο δυνατόν στα δωμάτια που είχε προσφερθεί να της δώσει. Ο ηλικιωμένος απάντησε, ευγενικά όμως, ότι τίποτα δεν θα τον ευχαριστούσε περισσότερο και τα ψυχρά μάτια του αναμέτρησαν τον Μεχμέτ κι εμένα με τέτοια έκφραση ζωηρής αντιπάθειας ώστε σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη. Αυτός ο ηλικιωμένος είχε επικεντρώσει όλη του την αντιπάθεια σ' εμάς. Είχε ελπίσει πως ο γάμος του θα του χάριζε παιδιά, γιους, οι οποίοι θα ήσαν οι συνεχιστές του ονόματος και των επιχειρήσεών του. Πιστεύω ότι ο εγωισμός του είχε τρωθεί τόσο από την άρνηση της γιαγιάς μου να μοιραστεί το κρεβάτι του ώστε δεν άντεχε να βλέπει εμάς, τους καρπούς της ζωής της με τον παππού μου.
Ούτε μία φορά δεν τον είδα να φέρεται στη γιαγιά μου με τρόπο άλλον πλην της ψυχρής ευγένειας. Ήταν γυναίκα πεισματάρα, ισχυρογνώμων, με γλώσσα δηλητήριο και φαντάζομαι ότι η υπερηφάνειά του δοκιμαζόταν σκληρά στα χέρια της. Οσάκις το σκέπτομαι, εκπλήσσομαι από το πόσο δεν τον λογάριαζε, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή θα μπορούσε να την πετάξει άφραγκη στο δρόμο λέγοντας απλώς τρεις φορές παρουσία μαρτύρων: «Σε χωρίζω». Τριάντα χρόνια πριν μια σύζυγος ήταν καλή σύζυγος μόνο επειδή ζούσε υπό την απειλή αυτής της φράσης. Με το καθεστώς του Ατατούρκ όλα αυτά καταργήθηκαν κι έτσι σήμερα η διαδικασία διαζυγίου στην Τουρκία είναι τόσο περίπλοκη ώστε πολλά ζευγάρια προτιμούν να συμβιβαστούν τελικά παρά να θέσουν σε κίνηση τον αργόσυρτο, πολύπλοκο μηχανισμό του διαζυγίου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 137
Έστειλαν υπηρέτες στο σπίτι ή ακριβέστερα στα δωμάτια όπου επρόκειτο να εγκατασταθούμε. Με άφησαν να πάω μαζί τους. Το σπίτι βρισκόταν πίσω από την Πλατεία Βαγιαζήτ- ήταν δίπατο και τόσο παλιό ώστε απορούσε κανείς πώς κρατιόταν ακόμα όρθιο. Δεν είχε κήπο και η πρόσοψή του ήταν πάνω στο στενό καταθλιπτικό σοκάκι. Όλα του τα παράθυρα είχαν καφασωτά, τα οποία χρησιμοποιούνταν πάντα στην παλαιά Τουρκία για να εμποδίζουν τους περαστικούς αρσενικού ς να κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες που πηγαινοέρχονταν μέσα στο σπίτι.
Θα καταλαμβάναμε τον επάνω όροφο, τον οποίο αποτελούσαν τρία μεγάλα, παμβρόμικα δωμάτια κι ένα μεγάλο τετράγωνο κεφαλόσκαλο χωρίς φως εκτός από την γκριζωπή καταχνιά που διαπερνούσε ένα ρυπαρό φεγγίτη. Όλα τα δωμάτια ήσαν σκοτεινά και πνιγηρά λόγω των καφασωτών που κάλυπταν τα παράθυρα. Η
μητέρα μου είπε σε έναν υπηρέτη να τα βγάλει, αλλά τον έλουσε κρύος ιδρώτας στην ιδέα ενός τόσο επαναστατικού εγχειρήματος και μάλιστα χωρίς την άδεια του ηλικιωμένου.
Η μητέρα μου ήξερε πως ήταν ανώφελο να επιμείνει. Φαινόταν νευρική και, όταν οι υπηρέτες άρχισαν να τρίβουν τα πατώματα, με πήρε από το χέρι και επιστρέψαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Έμοιαζε αποφασισμένη για όλα και δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω τα βιαστικά της βήματα. Αυτές οι αλλόκοτες, ανεξήγητες μεταπτώσεις της με ταλάνιζαν και μου προξενούσαν μια αίσθηση ανασφάλειας. Συνέβαιναν πάρα πολλά συγχρόνως και, στην προσπάθειά μου να χωνέψω τα γεγονότα, εμφάνιζα συμπτώματα πνευματικής δυσπεψίας. Τελευταία ήμουν παθολογικά προσκολλημένος πάνω της, διερευνώντας με αγωνία σημάδια καταιγίδας στο πρόσωπό της μαθαίνοντας πριν της ώρας μου την ψυχρότητα του κόσμου. Η μητέρα μου αντιπροσώπευε την αγάπη και τη σταθερότητα και, όσο κι αν γίνομαι κοινότοπος, τα παιδιά είναι συντηρητικά.
Μόλις φθάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, ζήτησε να δει τον ηλικιωμένο και, διαπιστώνοντας ότι δεν θα πειθόμουν να φύγω από το πλευρό της, μου επέτρεψε εκνευρισμένη να μπω μαζί της στο δωμάτιό του. Εκείνος καθόταν σε μια μεγάλη πολυθρόνα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
138 lρφάν Οργκά
μπροστά στο παράθυρο κι έμοιαζε ευερέθιστος γιατί εκείνη την ημέρα η ποδάγρα του τον καταταλαιπωρούσε με το δικό της ιδιόμορφο τρόπο. Η μητέρα μου με αξιοσημείωτη ηπιότητα ρώτησε εάν μπορούσαν να αφαιρεθούν τα καφασωτά από τα παράθυρα του νέου μας πλιθόσπιτου. Την ατένισε για ένα-δυο λεπτά, ενόσω εκείνη τον κοίταζε σταθερά και ψύχραιμα στα μάτια, και προς έκπληξίν μου συγκατατέθηκε. Πρόσθεσε ότι θα έδινε οδηγίες στους άνδρες του να της βάψουν τα δωμάτια και ήλπιζε ότι θα βολευόταν.
Η φωνή του ήταν ήρεμη και τυπική, αλλά είμαι της γνώμης ότι συμπαθούσε τη μητέρα μου, με τον -τρόπο του βέβαια αφού ελάχιστους ανθρώπους συμπαθούσε. Ίσως ένιωθε κάποιον εύλογο οίκτο για τα δεινά της, αλλά η ψυχρότητά του οφειλόταν στη συγγένειά της με τη γιαγιά μου.
Η μητέρα μου ήταν ικανοποιημένη με τη νίκη της και σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό - σαφής ένδειξη ότι όλα έβαιναν καλώς. Ένιωθα να με πλημμυρίζει ευγνωμοσύνη που ήταν πάλι κοντά μας παρότι αυτό δεν θα διαρκούσε πολύ' από τη φωτιά κι ύστερα είχε γίνει απρόσιτη, πολύ αποτραβηγμένη και αρκετές φορές είχα πιάσει το απόμακρο βλέμμα της καρφωμένο στον Μεχμέτ ή σ' εμένα σάμπως να αναρωτιόταν τι σχέση είχαμε μαζί της. Το γεγονός ότι σχεδόν δεν μας αναγνώριζε με έκανε να υποφέρω' είχαμε χάσει τόσα από μικροί κι εκείνη ήταν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε.
Η γιαγιά μου έφριξε όταν η μητέρα μου της είπε τι σκόπευε να κάνει με τα καφασωτά - έφριξε περίπου όσο είχε φρίξει νωρίτερα εκείνη την ημέρα κι ο υπηρέτης. Είπε της μητέρας μου ότι δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο, ότι, αν εξέθετε έτσι αναίσχυντα τον εαυτό της, θα τη λιθοβολούσαν σαν να ήταν πόρνη. Η μητέρα μου την περιγέλασε, κι αργότερα, όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, αρνήθηκε ακατάδεχτα την πρόταση μιας υπηρέτριας να τη συνοδεύσει λέγοντας ότι η νέα κατάσταση της ζωής της δεν της επέτρεπε την πολυτέλεια υπηρέτριας.
Το τρίψιμο είχε τελειώσει στο σπίτι και τα καθαρά γυμνά πατώματα γυάλιζαν βρεγμένα. Ένας άνδρας καταγινόταν με το ν' αφαιρέσει τα προσβλητικά καφασωτά από τα παράθυρα, ενώ
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 139
κάποιος άλλος ανακάτωνε ασβέστη με νερό σ' έναν κουβά. Φέρονταν πολύ ευγενικά στη μητέρα μου, αλλά ήταν πασιφανές ότι τη θεωρούσαν πολύ παράξενη που ήθελε να βγάλει τα καφασωτά και ν' αφήσει το άμαθο φως του ήλιου να γλιστρήσει στα καταθλιπτικά δωμάτια. Όλη εκείνη την ημέρα ήταν καταχαρούμενη. Η χαρά την είχε μεταμορφώσει τόσο ώστε όλοι έβλεπαν ότι ε ίχε ξαναγίνει ε ίκοσι δύο χρονών, όμορφη και ευδιάθετη, αλλά χωρίς σύζυγο. Και οι υπηρέτες πιθανώς προεξοφλούσαν τον ξεπεσμό της. Ήταν αντιφατική ' τη μια άβουλη και την άλλη έσφυζε από ακατάβλητη ζωντάνια. Κατά κάποιον τρόπο - κατά το δικό της σεμνό τρόποπροηγήθηκε του Κεμάλ Ατατούρκ αφού χειραφετήθηκε χρόνια πριν την εμφάνισή του. Και δεν την έμελε αν σ' αυτή την καινούργια ζωή οι άνθρωποι θα έκαναν σχόλια ε ις βάρος της.
Είχε ανέκαθεν ζήσει σε κατοικίες που αερίζονταν καλά και το ίδιο σκόπευε να κάνει κι εδώ και, αν δεν υπήρχε κήπος για να την προστατεύει από τα γεμάτα ζήλο εξεταστικά βλέμματα, τότε θα έπρεπε να εξοικειωθεί με τις ιδιότυπες συμπεριφορές του ανθρώπινου είδους. Πάντως εκείνη θα είχε καθαρό αέρα ακόμα κι αν αυτό της κόστιζε την υπόληψή της. Κι έτσι έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια τους κουτσομπόληδες, έπαιξε το ρόλο της κυρίας στα τρία φτωχικά της δωμάτια και θρήνησε την απώλεια του διαμαντένιου της δαχτυλιδιού. Τώρα που είχε ξαναβρεί ένα σπιτικό, η ζωτικότητά της δεν είχε όρια, το χρώμα έμοιαζε να ξαναγυρίζει στα μάγουλά της κι η σάρκα στα λεπτά της κόκαλα. Ο Μεχμέτ κι εγώ τη θεωρούσαμε φοβερά θαρραλέα κι εξακολουθούμε να το πιστεύουμε μέχρι σήμερα' δεν μπορούμε παρά να θαυμάζουμε την τιτάνια μάχη της, το ατρόμητο πνεύμα και το κουράγιο της, του οποίου είχαμε επίγνωση από παιδιά. Της συγχωρούσαμε τις κρίσεις κατάθλιψης και τα νεύρα, τη φαινομενική ασπλαχνία όταν κατά καιρούς απόδιωχνε τα παιδιά της. Σήμερα όλα αυτά έχουν ανακτήσει τις πραγματικές τους διαστάσεις και το μόνο το οποίο βλέπουμε είναι η ευστροφία, η γενναιότητα και το κέφι που μεταμόρφωσαν τρία φτωχικά δωμάτια ενός φτωχικού σοκακιού σε φοβερό και τρομερό προμαχώνα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο.
Η γιαγιά μου κανόνισε να πάρουμε τα περισσότερα έπιπλά της Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
140 /ρφάν Οργκά
- τα δύσχρηστα, όμορφα δρύινα έπιπλα που είχε μεταφέρει από το σπίτι μας όταν ξαναπαντρεύτηκε. Μας εφοδίασε από το τεράστιο απόθεμά της με κουρτίνες, λινά είδη, χαλιά και ταπισερί, τα οποία στόλιζαν κάποτε το σαλόνι μας στο σπίτι του παππού μου. Τα τρία δωμάτια και το μουντό τετράγωνο κεφαλόσκαλο απέκτησαν ένα εύθυμο ύφος θαρρείς κι αυτή ακριβώς τη μεταμόρφωση περίμεναν. Τα παράθυρα άνοιξαν διάπλατα στον κόσμο και, αν υποθέσουμε ότι των γειτόνων τούς ήρθε ταμπλάς από τόση τολμηρότητα ανάμεσά τους, είμαι βέβαιος πως η μητέρα μου δεν πήρε είδηση το παραμικρό. Ήξεραν φυσικά την ιστορία της αφού τα κουτσομπολιά κυκλοφορούν στην Ισταμπούλ εξίσου αστραπιαία με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Αναμφίβολα οι καλοί γείτονες θεώρησαν ότι ετούτες οι «προωθημένες συνήθειες» προέρχονταν από την πρότερη ζωή της.
Το πρώτο απόγευμα της εγκατάστασής μας στο καινούργιο σπίτι ανακαλύψαμε πως, μ' όλο που θεωρούσαμε ότι είχαμε προβλέψει τα πάντα, ούτε λάμπες είχαμε ούτε φαγητό. Η μητέρα μου κατέβηκε τις γυμνές σκάλες και πήγε στη χήρα που έμενε από κάτω θεωρώντας ότι ίσως μπορούσε να την εξυπηρετήσει. Η συζήτησή τους πρέπει να ήταν τραγική. Η μεγάλη κυρία με το όμορφο μεταξωτό της φόρεμα και η φτωχή αξιοθρήνητη βρομιάρα, την οποία απέφευγαν οι γείτονες εξαιτίας των φημολογούμενων «νταραβεριών» της: πρέπει να φαντάστηκε ότι είχε κατέβει τουλάχιστον ο σουλτάνος αυτοπροσώπως για να της ζητήσει δανεική μια λάμπα! Δυστυχώς δεν είχε λάμπα ή, αν είχε, ήταν τελείως σαστισμένη ώστε να ψάξει να τη βρει, αλλά ανέσυρε ένα απομεινάδι κεριού. Η μητέρα μου το έφερε θριαμβευτικά επάνω και το τοποθέτησε σ' ένα ασημένιο κηροπήγιο στον μπουφέ. Τόσα και τόσα είχαν χαθεί αμετάκλητα, αλλά το ασημένιο κηροπήγιο ήταν απαραίτητο και δεν άρμοζε τίποτα παρακατιανό' ούτε κρυστάλλινο ούτε πορσελάνινο ούτε ένα σκέτο, ταπεινό τενεκεδένιο - τίποτα δεν ήταν αρκετά καλό εκτός από το ασημένιο επειδή οι κυρίες έπρεπε να χρησιμοποιούν πάντα ό,τι καλύτερο . . . Το φως του κεριού κάλυψε ορισμένα μυστικά του δωματίου και, κάτω από το απαλό του φέγγος, οι ρωγμές της οροφής θα μπορούσαν να είναι επιχρυ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 14 1
σωμένα γύψινα - αν διέθετε κανείς αρκετή φαντασία, κι εγώ είχα μπόλικη. Να 'μαστε λοιπόν στο καινούργιο μας σπίτι, με τα καινούργια ρούχα, που μας είχε δώσει η γιαγιά μου, και τρώγοντας ξερό ψωμί και μια χούφτα μαύρες ελιές για να καταπραυνουμε τον πόνο στο στομάχι μας. Έπειτα πέσαμε για ύπνο, μακριά από το μουρμουρητό της θάλασσας ή το άρωμα των λουλουδιών από κάποιο σχεδόν αποξεχασμένο κήπο. Εγώ πάντως ήμουν το ίδιο άνετα όπως αν βρισκόμουν στο Σεράι του Ντολμά Μπαχτσέ. Και μπορεί να ήταν αλήθεια αφού το λευκό σαν τούρτα Σεράι με τα μπουντρούμια που αντιλαλούσαν δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για τις ανέσεις του - ή τουλάχιστον έτσι άκουσα αργότερα.
Αναρωτιέμαι: τι να σκεπτόταν άραγε η μητέρα μου εκείνη τη νύχτα, πλαγιασμένη στο εξωτικό κρεβάτι του παππού μου - εκείνο όπου κάποτε είχα παίξει «λιοντάρια» - , τα πόδια του οποίου ήταν μέσα σε γυάλινα δοχεία με νερό ώστε να αποθαρρύνονται οι κοριοί; Ευχαρίστησε τον Θεό που την είχε εναποθέσει σώα σ' ένα καινούργιο σπιτικό, όσο φτωχικό κι αν ήταν, ή προσευχήθηκε να της δώσει φώτιση για το μέλλον; Ίσως ναι, ίσως όχι. Δεν υπήρξε ποτέ θρησκευόμενη' παραήταν ανυπόμονη για να ενστερνιστεί τη μουσουλμανική διδαχή περί μοιρολατρίας και το μυαλό της έτρεχε τόσο που ο Θεός πρέπει να το διέσχισε σαν διαβατάρικο πουλί μόλις προφταίνοντας να γνέψει βιαστικά προς το μέρος της. Είχε γεννηθεί στην Αλβανία και οι ανορθόδοξες απόψεις της περί ζωής και θρησκείας μπορεί να προέρχονταν από κάποιο μακρινό χριστιανό πρόγονο, ο οποίος κοιμόταν ανήσυχα στο αίμα της.
Το πρωί της επομένης μάς ξύπνησε ο σουτσής (ο γαλατάς) διαβεβαιώνοντάς μας με την αγριοφωνάρα του ότι είχε το καλύτερο γάλα στην Ισταμπούλ. Ο Μεχμέτ κι εγώ πεταχτήκαμε από το κοινό μας κρεβάτι και σπεύσαμε στο παράθυρο για να δούμε ποιο αξιοπρόσεκτο φάντασμα είχε τολμήσει να ταράξει τα όνειρά μας. Μέχρι τότε ο σουτσής χτυπούσε σεμνά-σεμνά την πίσω πόρτα και με συριστικούς ψιθύρους κανόνιζε ό,τι ε ίχε να κανονίσει με τη Χατζέρ ή τη Φεριντέ' ουδέποτε διενοείτο να διαλαλήσει μεγαλοφώνως την πραμάτεια του, φοβούμενος μην ξυπνήσει τους ενοίκους του σπιτιού. Τούτο δω αποτελούσε μεγάλη αλλαγή. Στη νέα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
142 Ιρφάν Οργκά
μας ζωή οι άνθρωποι ξεκινούσαν την ημέρα τους με την άφιξη του γαλατά· ο ίδιος ο σουτσής δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις περί της πραγματικής του αξίας και ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι όφειλε να ξυπνήσει για τα καλά όσους νυσταλέους παρέμεναν ακόμα στο κρεβάτι.
Μας είδε κρεμασμένους στο παράθυρο κι έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα σαν είδε τα βγαλμένα καφασωτά. Ήταν ψηλός, ξερακιανός κι ηλιοκαμένος και φορούσε μπαλωμένα ρούχα, που όμως άφηναν τις μαλακές γραμμές των μυώνων να διαγράφονται κάτω από την πουκαμίσα του. Ήταν κάμποσες μέρες αξύριστος κι αυτό μας καταγοήτευσε. Η φωνή του ήταν η φωνή της Ημέρας της Κρίσεως.
«Γάλα!» γάβγισε άγρια. «Θέλετε καθόλου γάλα σήμερα;» «Όχι, ευχαριστούμε», ε ίπαμε ευγενικά με μια φωνή. Εκείνος
χασκογέλασε στυφά κι έκανε λίγο πίσω για να δει καλύτερα ετούτα τα υποδείγματα καλής συμπεριφοράς.
Πάνω κει η χήρα άνοιξε την εξώθυρα κι έβγαλε ένα κατσαρόλι, που ο σουτσής το γέμισε σιωπηλός. Έπειτα άκουσα τα γοργά, ανάλαφρα πόδια της μητέρας μου στη σκάλα κι έβγαλε κι εκείνη ένα δοχείο για να της το γεμίσει. Μας αγόρασε και ξινό γιαούρτι, που μας άρεσε να το τρώμε με ζάχαρη.
Μόλις εμφανίστηκε ο σουτσής, το σοκάκι ζωντάνεψε. Πόρτες άνοιγαν, κατσαρόλια πρόβαλλαν και ο σουτσής έκανε χρυσές δουλειές.
Η μητέρα μου φώναξε από το κεφαλόσκαλο, το οποίο είχε μετατραπεί σε κουζίνα, ότι ήταν ώρα να σηκωθούμε. Αρχίσαμε να ντυνόμαστε, πελαγώνοντας με τα κουμπιά και τις κορδέλες. Ο Μεχμέτ απελπίστηκε κι έβαλε τα κλάματα λέγοντας ότι ήθελε την Ιντζί. Η μητέρα μου όρμησε φουριόζα στο δωμάτιο και μονομιάς κουμπιά και κορδέλες υποτάχθηκαν στα έμπειρα χέρια της. Έδειξε και στους δυο μας πώς έπρεπε να φοράμε τα ρούχα μας και πώς να τα κουμπώνουμε, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο στην περίπτωσή μας. Μας εξήγησε ότι προς το παρόν δεν υπήρχε Ιντζί για να μας βοηθάει κι ότι αυτά έπρεπε να μάθουμε να τα κάνουμε μόνοι μας εμένα δε με επέπληξε δριμύτατα δηλώνοντας ότι ένα σχεδόν επτάχρονο αγόρι έπρεπε τουλάχιστον να είναι σε θέση να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπ6ρσυ 143
βάζει τα μποτίνια του έστω και αν δεν μπορούσε να δέσει τα κορδόνια. Έσκυψα ντροπιασμένος το κεφάλι γιατί κάθε της λέξη ήταν και μια σκληρή αλήθεια εφόσον απλούστατα δεν είχα ιδέα ποιο ήταν το δεξί και ποιο τ' αριστερό. Σίγουρα πάντως οι οδηγίες της μας ωφέλησαν γιατί δεν θυμούμαι να μας ξαναβοήθησε ποτέ κάποιος να ντυθούμε.
Αργότερα την ίδια μέρα κι ενώ καθόμουν στο κατ' ευφημισμόν σαλόνι, είδα τη γιαγιά μου να ανηφορίζει. Την αναγνώρισα από το γιασμάκι της, επειδή όλες οι άλλες γυναίκες στο δρόμο φορούσαν τσαρσάφι, ένα είδος μαύρου κεφαλομάντιλου, που δενόταν σφιχτά στο μέτωπο και στα μαλλιά, κι ένα ακόμα ύφασμα, τον πεσχέ, που κάλυπτε το κάτω μέρος του προσώπου τους. Έμοιαζαν ανυπόφορα άσχημες και μουντές και ήμουν ευγνώμων που ούτε η μητέρα ούτε η γιαγιά μου φορούσαν τέτοια πράγματα. Τη φώναξα από το μικρό παράθυρο, μου κούνησε το χέρι της κι έτρεξα κάτω για να της ανοίξω την πόρτα. Μου είπε ν' αφήσω την πόρτα ανοιχτή γιατί σε λίγο θα έφθαναν δύο από τους βαστάζους της φέρνοντας κι άλλα έπιπλα.
Η μητέρα μου την υποδέχθηκε κι ύστερα ρώτησε ελαφρώς περιπαικτικά:
«Πώς κι έτσι σήμερα; Πού είναι η συνοδός σας;» Και η γιαγιά μου απάντησε συνεσταλμένα ότι δεν έβλεπε γιατί
δεν μπορούσε μια καημένη γριά όπως αυτή - ήταν γύρω στα πενήντα - να περπατά ασυνόδευτη την ημέρα στο δρόμο.
Φαίνεται πως η χειραφέτηση της μητέρας μου επηρέαζε και τη γιαγιά μου, παρότι βεβαίως η ίδια ουδέποτε θα το παραδεχόταν, εμμένοντας στο ατράνταχτο επιχείρημα ότι, εάν εκείνη ήταν ίσως αρκετά άφρων ώστε να διακινδυνεύει να κυκλοφορεί έξω μόνη λόγω της ηλικίας της, ακριβώς γι' αυτό δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο κι η μητέρα μου!
Οι βαστάζοι κατέφθασαν με μια ραπτομηχανή, την οποία χρησιμοποιούσε προηγουμένως η Φεριντέ για τα μανταρίσματα του νοικοκυριού . Ακολούθησε μια μεγάλη κονσόλα, ένα μαυριτανικό τραπεζάκι του καφέ με ένθετη διακόσμηση, ένα ξύλινο μπαούλο, που ένας Θεός ξέρει τι περιείχε, και κάτι πελώριες πολυθρόνες, οι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 44 Ιρφάν Οργκά
οποίες εκτόπισαν τα πάντα από το σαλόνι. Άξιζε να δει κανείς την έκφραση της μητέρας μου όσο κοιτούσε τους βαστάζους ν' ανεβάζουν όλα εκείνα τα πράγματα από τα στενά σκαλοπάτια και να τα απιθώνουν κοντανασαίνοντας στα δωμάτια. Σαν έφυγαν, ρώτησε τη γιαγιά μου πού θεωρούσε ότι θα έμπαιναν όλα αυτά κι η γιαγιά μου αιφνιδιάστηκε διότι βεβαίως αυτό δεν το είχε σκεφθεί καθόλου. Μας είχε δώσει την επίπλωση σε μια ξαφνική έκρηξη γενναιοδωρίας και περίμενε ότι θα χαιρόμασταν αντί να της θέτουμε άστοχες ερωτήσεις για το πού θα πήγαιναν όλα τούτα. Κοίταξε ένα γύρο και αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι τα δωμάτια ήσαν ήδη βαρυφορτωμένα, λέγοντας όμως στη μητέρα μου ότι θα έπρεπε να είναι ευγνώμων γι' αυτό. Ένιωσε προσβεβλημένη και φρόντισε να μην το κρύψει. Νομίζω ότι δεν έβλεπε τίποτα το παράταιρο στα όμορφα παλαιά έπιπλα που στόλιζαν αυτά τα φτωχικά δωμάτια ή στα μεταξωτά χαλιά από την Ισπάρτα και την Περσία που ήσαν σκορπισμένα πάνω στα ακανόνιστα και κατά τόπους σπασμένα σανίδια του πατώματος. Είχε θελήσει να εγκαταστήσει τη νύφη και τα εγγόνια της σ' ένα όμορφο σπιτικό και να που το 'πε και το 'κανε ! Γιατί λοιπόν η νύφη της κοιτούσε τριγύρω τόσο επιφυλακτικά λες και δειχνόταν αχάριστη προς όλα αυτά τα ωραία πράγματα; Μάλλον όμως παραιτήθηκε από την προσπάθεια να βρει απάντηση διότι εγκατέλειψε απότομα το δυσάρεστο θέμα της επίπλωσης κι άρχισε ν' ανοίγει το ξύλινο μπαούλο, σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα εκτιμούσαμε τους θησαυρούς του . Έβγαλε κουρτίνες, οι οποίες έπρεπε να κρεμαστούν αμέσως -έτσι όρισε. Λινά τραπεζομάντιλα και κλινοσκεπάσματα ανασύρθηκαν και σέρνονταν στο πάτωμα, βαριά ασημένια μαχαιροπίρουνα, τα οποία προφανώς θα χρησίμευαν για το ξερό ψωμί και τις μαύρες ελιές μας, σφυρήλατες μπρούντζινες λάμπες, οι οποίες θα χρειάζονταν ένα γαλόνι λάδι ημερησίως, ένα ζευγάρι σεντόνια ποικιλμένα με μετάξι, το οποίο, όπως πληροφόρησε περήφανα τον Μεχμέτ κι εμένα, της το είχαν δώσει όταν ήταν κοπέλα, στο γάμο της με τον παππού μου.
Η μητέρα μου κοίταξε όλα αυτά τα κειμήλια και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Της θύμιζαν πολύ έντονα τον παππού, τον
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 45
πατέρα μου και τα σπίτια όπου είχε ζήσει ευτυχισμένη κι είχα την αίσθηση πως δεν τα ήθελε εδώ, σ' αυτό το κενό από αναμνήσεις σπίτι. Δεν μίλησε, αν και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό της. Έπειτα συνήλθε και με παρακάλεσε να φυσήξω το μαγκάλι για να ψήσει καφέ. Βγήκα στο κεφαλόσκαλο, όπου ήσαν στριμωγμένα το μαγκάλι, ένα τραπέζι, πήλινα πιατικά για καθημερινή χρήση και μερικοί κουβάδες νερό. Νερό δεν υπήρχε στο σπίτι, αν και ο μπεκτσή μπαμπά μάς προμήθευε με καθαρό πόσιμο νερό κάθε βδομάδα. Το υπόλοιπο έπρεπε να το φέρνουμε από την κοντινή τρόμπα - σημείο συνάντησης όλων των κυριών της συνοικίας - και μόνο εκείνο το πρωί είχα πάει παραπατώντας είκοσι φορές ή και παραπάνω με μικρούς τενεκέδες που έπρεπε να γεμίσουν. Δεν άντεχα ν' αφήνω τη μητέρα μου να κάνει τέτοια αγγαρεία. Το σκοτάδι έκρυβε ό,τι βρισκόταν στο κεφαλόσκαλο, αλλά στο σπίτι πλανιόταν μονίμως μια δυσάρεστη μυρωδιά από το μαγείρεμα. Τα μέσα για το μαγείρεμα ήσαν πρωτόγονα. Καίγαμε ξυλοκάρβουνα στο μεγάλο χάλκινο μαγκάλι και τοποθετούσαμε πάνω του ένα σιδερένιο τριπόδι όπου στηριζόταν η κατσαρόλα που περιείχε ό,τι ήταν να μαγειρευτεί. Έπειτα από κάμποσες αργόσυρτες ώρες το φαγητό είτε είχε ψηθεί στην εντέλεια είτε είχε καταστραφεί ανεπανόρθωτα, αναλόγως της μαγείρισσας. Τον πρώτο καιρό και με τέτοιο καθεστώς στην κουζίνα τα περισσότερα φαγητά δεν τρώγονταν διότι η μητέρα μου δεν ήταν καλή μαγείρισσα. Της άρεσε το καλό φαγητό, αλλά δεν είχε υπομονή και δεν έμπαινε στον κόπο να κάνει όλα όσα έγραφε ο τσελεμεντές. Πολλά χρόνια αργότερα έγινε ξεφτέρι, αλλά μόνο αφότου είχε ήδη ρημάξει τα στομάχια μας.
Εκείνο το πρωί έφτιαξε καφέ της γιαγιάς μου και της τον πρόσφερε σ' ένα λεπτό παμπάλαιο ασημένιο δίσκο. Αν έστρεφε κανείς τα νώτα στο παράθυρο και αγνοούσε τη θέα, θα νόμιζε ότι η Ιντζί ε ίχε μόλις βγει από το δωμάτιο κι ότι εμείς βρισκόμασταν ξανά στο σπίτι προτού καεί. Η μητέρα μου είχε τόσο βαθιά στο αίμα της το τυπικό ώστε, παρότι είχε χάσει τα πάντα, παρότι ήταν πολύ φτωχότερη κι από τη χήρα που έμενε κάτω, δεν έβλεπε τίποτα το περίεργο στο γεγονός ότι εξακολουθούσε να σερβίρει καφέ σ' έναν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
146 /ρφάν Οργκά
ασημένιο δίσκο που θα ε ίχε λαμπρύνει οποιαδήποτε συλλογή. Ούτε εμείς θεωρούσαμε ότι η κίνηση της μητέρας μου αποτελούσε παραφωνία, αλλά σήμερα η ανάμνηση αυτής της τόσο μακρινής στιγμής με κάνει να χαμογελώ. Έπειτα οι δύο κομψές κυρίες κάθησαν στο άθλιο δωμάτιο παίρνοντας τον καφέ τους από τον ασημένιο δίσκο. Η τάξη είχε και πάλι αποκατασταθεί' σε λίγο η γιαγιά μου ξεχάστηκε κι έκανε να χτυπήσει το κουδουνάκι για να μαζέψει η Ιντζί τα πράγματα . . .
Εκείνη την ημέρα έβαλε πριν φύγει μερικές χρυσές λίρες στο χέρι της μητέρας μου, η οποία διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι δεν τις χρειαζόταν αφού είχε ακόμα τα χρήματα από την πώληση του δαχτυλιδιού της. Η μητέρα μου είχε ελάχιστες γνώσεις περί της αξίας των χρημάτων και παντελή άγνοια των τιμών των τροφίμων. Εάν ήθελε κάτι, έπρεπε να το αποκτήσει και, εάν, καταπώς φαινόταν, κόστιζε ένα σωρό χρυσά νομίσματα, ε, δυστυχώς αυτά έχει η ζωή, άσε που βρισκόμασταν σε πόλεμο. Ως εκ τούτου οι πουλητάδες την έκλεβαν ζητώντας εξωφρενικές τιμές για την πραμάτεια τους. Ήταν ανέκαθεν πολύ περήφανη για να διαπληκτισθεί, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο έθιγε την αξιοπρέπειά της, αλλά είχα αρχίσει να παρατηρώ ότι οι άλλες γυναίκες στην αγορά ψώνιζαν πολύ φθηνότερα από εκείνη. Οσάκις της το επισήμαινα, μου έλεγε εκνευρισμένη να σωπάσω, μα κάποια στιγμή το θέμα των χρημάτων άρχισε να την ανησυχεί σοβαρά. Ήταν απίθανο να εξακολουθήσει να μας συντηρεί η γιαγιά μου. Είχαμε ήδη μάθει ότι ο σύζυγός της έγινε έξω φρενών όταν διαπίστωσε πως είχε πάρει όλα της τα έπιπλα χωρίς να τον συμβουλευτεί. Η τροφή συνέχιζε να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημά μας και η χρυσή λίρα έμοιαζε να έχει μηδαμινή αγοραστική δύναμη, ιδίως όταν κάποιος έτρεφε τη μαύρη αγορά, όπως έκανε η μητέρα μου.
Περίπου εκείνη την περίοδο της ζωής μου μυήθηκα στο αμιγώς γυναικείο μυστήριο της παραμάνας. Η μητέρα μου είχε αποκτήσει τη συνήθεια να ψωνίζει μόνη, ως επί το πλείστον αφού τελειώναμε το πρωινό μας. Με άφηνε να φυλάω τον Μεχμέτ και τη Μουαζέζ προς μεγάλη μου αγανάκτηση γιατί δεν είχα καμία όρεξη να καθίσταμαι υπεύθυνος για ό,τι έκαναν. Τα καθήκοντά μου συνί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 147
σταντο κυρίως στο να λέω «μη», αλλά κάπου-κάπου μπάφιαζα κι άστραφτα στον Μεχμέτ κανένα σκαμπίλι, πράγμα το οποίο τον έκανε να σκούζει τόσο δυνατά ώστε μια φορά η χήρα ανέβηκε τρέχοντας για να δει τι συμβαίνει και αργότερα έκανε παράπονα στη μητέρα μου. Όταν η μητέρα μου με μάλωσε, χολώθηκα' ποσώς με απασχολούσε οτιδήποτε πλην της έντονης αποστροφή ς μου να προσέχω τα μικρά.
Ειδικά μια μέρα η μητέρα μου δυσκολεύτηκε περισσότερο απ' όσο συνήθως να βρει ψωμί. Τελευταία όλη μας η ζωή περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από τη λέξη «ψωμί». Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού της στο φούρναρη και γύρισε εξουθενωμένη και με άδεια χέρια. Βγήκε πάλι το μεσημέρι, με το ίδιο αποτέλεσμα. Κατά το απόγευμα κίνησε ξανά λέγοντας στον Μεχμέτ κι εμένα να μην κάνουμε πολλή φασαρία επειδή η Μουαζέζ κοιμόταν. Παίξαμε ήσυχα για λίγο, αλλά ύστερα ο Μεχμέτ κουράστηκε κι άρχισε την γκρίνια. Έτσι μαζέψαμε τα παιχνίδια μας, τα βάλαμε σ' ένα ντουλάπι στο κεφαλόσκαλο και γυρίσαμε στην αγαπημένη μας θέση σε μια άκρη περιμένοντας την επιστροφή της μητέρας μας. Σκοτείνιαζε και μου φαινόταν ότι η μητέρα μου έλειπε ασυνήθιστα πολλή ώρα. Το σοκάκι ε ίχε ερημώσει και σε λίγο ακούσαμε τη χήρα να φεύγει, κλείνοντας συνωμοτικά την πόρτα πίσω της. Είδαμε τη μαύρη, κοντόχοντρη μορφή της να χάνεται στο δρόμο και μας έπιασε ταραχή επειδή ξέραμε ότι πλέον δεν βρισκόταν κανείς άλλος στο σπίτι.
Ίσως κάποια ανάμνηση του σκοταδιού πριν τη νύχτα της πυρκαγιάς να βγήκε στην επιφάνεια και να μας έσφιξε το λαρύγγι κάνοντάς μας να μιλούμε ψιθυριστά και να ρίχνουμε πού και πού κλεφτές ματιές στο δωμάτιο, το οποίο σκοτείνιαζε ολοένα. Ο Μεχμέτ νύσταζε και με παρακάλεσε να τον αφήσω νΕΧ πάει στο κρεβάτι του, αλλά δεν ήμουν διατεθειμένος να στερηθώ τη συντροφιά του. Λαχταρούσα να επιστρέψει η μητέρα μου. Πολύ θα ήθελα να ήσαν αναμμένες οι λάμπες, αλλά δεν τολμούσα να τις αγγίξω γιατί τέτοια εντολή είχα λάβει από τη μητέρα μου. Συνεχίσαμε να καθόμαστε εκεί κι εκείνη δεν φαινόταν. Το δωμάτιο σκοτείνιασε κι άλλο και το σοκάκι ήταν σιωπηλό σαν τάφος. Υπήρχε ένα μικρό
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
148 /ρφάν Οργκά
τζαμί κοντά στο σπίτι και το διακρίναμε ολοκάθαρα από το γωνιακό μας παράθυρο, με το μοναδικό, λεπτό μιναρέ του να διαπερνά τη μαυρίλα. Και μέσα από ένα του παράθυρο φαινόταν ακόμα ευκρινέστερα ο τάφος ενός αγίου, μ' ένα κερί - αναμμένο από κάποιον ευσεβή, επίδοξο διεκδικητή - , το οποίο έκαιγε συνεχώς σε μια γυάλινη υποδοχή. Ο μουεζίνης είχε ανέβει στο μοναχικό μιναρέ και καλούσε τους ανθρώπους να προσευχηθούν, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε αν έμπαινε κανείς στο τζαμί διότι η ε ίσοδος βρισκόταν στην αντίθετη μεριά. Η φωνή του μουεζίνη ήταν πένθιμη και μυστηριακή κι οι υγρές αραβικές νότες έβγαιναν κυματιστά από τη γλώσσα του σαν παράξενη μουσική . Όταν τελείωσε την ανάγνωση του Εζίν κι έφυγε από το μιναρέ, η νύχτα φάνταζε πιο ασάλευτη και πιο μαύρη παρά ποτέ. Μονάχα το κερί τρεμόπαιζε ζωηρά στον τάφο του αγίου.
Ξάφνου άρχισα να φοβάμαι. Φόβος, πείνα και κούραση μου έλυσαν τη γλώσσα. «Έρχεται ο πεθαμένος! Έρχεται ο πεθαμένος ! » Ο Μεχμέτ με κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο και το χείλος του πήρε να τρέμει. Κοίταξε προς την κατεύθυνση του κεριού και βάλθηκε κι αυτός να ουρλιάζει από φόβο. Ορμήσαμε από το παράθυρο στον καναπέ, που ήταν καλυμμένος μ' ένα παλιό περσικό χαλί προσευχής, και χώσαμε από κάτω τα κεφάλια μας κλαψουρίζοντας περίτρομοι. Φροντίσαμε να κεντρίσουμε το φόβο μας ως τη φρενίτιδα λέγοντας ο ένας στον άλλο ότι ο άγιος είχε βγει από το μνήμα του, γιατί κρύωνε μονάχος εκεί πέρα, κι ερχόταν να μας πάρει μαζί του στον τάφο για να τον ζεσταίνουμε. Τρέμαμε, τα δόντια μας χτυπούσαν και σκόρπια κατάλοιπα από τις σοφίες της Ιντζί περί φαντασμάτων επανέρχονταν διαρκώς για να συντηρούν τον τρόμο μας σε μεγάλη ένταση . Καθόμασταν σφιχταγκαλιασμένοι και σε απόγνωση, μουρμουρίζοντας ότι ο άγιος πρέπει να βρισκόταν πια πολύ κοντά μας. Αλληλοσπρωχνόμασταν απ' το πολύ ανάδεμα, τραβολογώντας πότε ο ένας, πότε ο άλλος το υπερβολικά μικρό χαλί προσευχής πάνω στο κεφάλι μας. Εν μέσω όλων αυτών άκουσα βήματα, αργά, σιγανά βήματα.
«Να τος, έρχεται !» ξεφώνισα έχοντας πανικοβληθεί στ' αλήθεια αυτή τη φορά.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 149
Τα βήματα πλησίαζαν όλο και περισσότερο, διάβηκαν την εξώπορτά μας κι ανέβηκαν τα σκαλιά - αργά, αποκαμωμένα, βαριά, όπως ακριβώς υπέθετα ότι θα προχωρούσε ένας προ πολλού πεθαμένος άγιος. Η καρδιά μου κόντευε να σταματήσει για πάντα κι ήμουν κάτω από το χαλί της προσευχής, με τον Μεχμέτ να βγάζει τα πλεμόνια του από τις φωνές, όταν ένα αυστηρό χέρι τράβηξε το χαλί ξεσκεπάζοντας τα πρόσωπά μας.
«Τι είν' αυτά;» ρώτησε η φωνή της μητέρας μου. Ήταν τόση η ανακούφισή μου που την είδα ώστε αδυνατούσα
παντελώς να απαντήσω, μα ο Μεχμέτ κατόρθωσε να ψελλίσει: «Ω. .. πεθαμένος!» προτού τον καταλάβει νέος παροξυσμός ουρλιαχτών. Η μητέρα μου πολέμησε να τον κάνει να σωπάσει τραβώντας τον από πάνω μου, όπου είχε κουλουριαστεί, και επιχειρώντας να του αποσπάσει από τα δάχτυλα την άκρη του χαλιού προσευχής, την οποία κρατούσε σφιχτά.
Όταν επιτέλους τον απέμπλεξε, αποκαλύφθηκε ότι είχε κατουρηθεί κάνα δυο φορές κι έδινε την εντύπωση ότι η παραμικρή παρατήρηση από τη μητέρα μου θα είχε αποτέλεσμα να το επαναλάβει.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1
Το τέλος του Σαρίγιερ
Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΟΚΑΚΙ μόνο βαρετή δεν ήταν. Από την άφιξη του πρώτου σουτσή πρωί-πρωί ως την αναχώρηση του τελευταίου απογευματινού γιαουρτζή ήταν όλο φασαρία, ανακατωσούρα, καβγαδίσματα και γέλια. Καθόμουν στο ακρινό μου παράθυρο, με μια ντάνα μαξιλάρια στην καρέκλα μου, για να βλέπω καλύτερα, και κοιτούσα τους πλανόδιους πουλητάδες να σέρνουν τα μάλλον τεμπέλικα μουλάρια τους πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, διαλαλώντας τις πραμάτειες τους κι εκτοξεύοντας βρισιές ο ένας στον άλλο. Υπήρχαν ζαρζαβατζήδες, που άλλοι πουλούσαν μελιτζάνες κι άλλοι ντομάτες, και πουλητάδες με μεγάλους, λαμπυριστούς σωρούς λεμονιών. Και, σαν ερχόταν ο καιρός τους, κάποιοι πουλούσαν καρπούζια και σταφύλια. Τραβούσαν νωθρά τα μουλάρια τους, με τεράστιες κόφες περασμένες δεξιά και ζερβά στο ζωντανό, όπου εξέθεταν τις μελιτζάνες, τις ντομάτες και τα τρυφερά, φρέσκα φασολάκια. Ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας στα αφουγκραζόμενα σπίτια πως σ' όλο τον ντουνιά δεν βρίσκονταν καλύτερα ζαρζαβατικά από τα δικά τους. Κάποια νοικοκυρά ρωτούσε με στριγκή φωνή την τιμή και, μόλις άκουγε την απάντηση, άρχιζε να βρίζει το μανάβη. Μπορεί να επακολουθούσε ολόκληρη μάχη, με τον πουλητή και τη νοικοκυρά να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο στο υβρεολόγιο. Καμιά φορά έμπαιναν στη μέση κι άλλες νοικοκυρές, υπερασπιζόμενες την εκπρόσωπό τους. Μερικοί από τους υπόλοιπους πλανόδιους άκουγαν συλλογισμένοι, και λίγο αργότερα οι τόνοι της λογομαχίας ανέβαιναν τόσο ώστε οι αντιμαχόμενοι έπρεπε να ξεσκαλίσουν τα πατρογονικά της αντίπαλης πλευράς προκειμένου νά ρίξουν πάλι λάδι στη φωτιά. Ουδέποτε υπήρχε κίνδυνος να ξεμείνει από λόγια κάποια πλευ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 5 1
ρά, ακόμα κ ι αν χρειαζόταν να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια. Το ν' ακούσει κανείς τη μία πλευρά να πληροφορεί την άλλη ότι ήταν γιος γα"ίδάρου ή σύζυγος πόρνης ή πατέρας αναρίθμητων νόθων δεν ήταν τίποτα. Αυτά αποτελούσαν ήπιους χαρακτηρισμούς εν σχέσει με τους σκληρότερους που ενδεχομένως να χρησιμοποιούνταν εάν η νοικοκυρά αποφάσιζε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της. Συνήθως κατίσχυε του πουλητή καθότι ε ίχε σχεδόν πάντα μεγάλους γιους, έτοιμους να υπερασπισθούν την τιμή της σε περίπτωση κατά την οποία της απαντούσε με παρεμφερή τρόπο. Και βεβαίως υπήρχαν πάντα οι άλλες νοικοκυρές, οι οποίες δεν το 'χαν σε τίποτα να επιτεθούν στον ταλαίπωρο, άτυχο πουλητή και να τον ξυλοφορτώσουν μ' ό,τι έβρισκαν πρόχειρο, ενόσω τα παιδιά τους πλιατσικολογούσαν τις βαρυφορτωμένες και ζαλωμένες στη ράχη του φλεγματικού μουλαριού κόφες του.
Υπήρχε ολόκληρο ασκέρι από παιδιά στο σοκάκι, παιδιά με βρόμικες μύτες, υποσιτισμένα, τα οποία στα επτά ή τα οκτώ τους ήσαν σκληρότερα απ' ό,τι πολλοί άνδρες στα σαράντα τους. Ψωραλέα κοπρόσκυλα τριγυρνούσαν στους σκουπιδοτενεκέδες, που βρίσκονταν παρατημένοι έξω από τα σπίτια, αφού στο δρόμο μας δεν υπήρχε σεβασμός στους κανόνες. Χιλιάδες γάτες, κάθε ηλικίας και μεγέθους, περιφέρονταν σε χαλάσματα σπιτιών και κυνηγούσαν αρουραίου ς στους υπονόμους, ικανές ακόμα και να φαγωθούν μεταξύ τους όταν η πείνα τις εξαγρίωνε. Η μητέρα μου βάδιζε με το περήφανο, σταθερό βήμα της εν μέσω όλης αυτής της εξαχρείωσης, της βρόμας και της φτώχειας, ενώ οι άλλες γυναίκες τη λοξοκοίταζαν και μουρμούριζαν κακολογώντας την που αδιαφόρησε τόσο για τα επικριτικά τους σχόλια ώστε να ξεφορτωθεί τα καφασωτά από τα παράθυρά της και να περπατά αναμεταξύ τους ξεδιάντροπα σαν πόρνη. Τα μικρά αγόρια τής πετούσαν πέτρες, οι άνδρες έριχναν πρόστυχες ματιές στο καλυμμένο της πρόσωπο κι εκείνη περνούσε ανάμεσα από τους κακεντρεχείς παρατεταγμένους σαν βασίλισσα. Δεν μας επέτρεπε να παίζουμε στο δρόμο γιατί παρά την ανέχειά της είχε διατηρήσει την κενοδοξία της. Η καθημερινή μας άσκηση εξαρτιόταν από το χρόνο που της απέμενε μετά τις εξορμήσεις της για ψώνια. Σπανίως αγόραζε από τους
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
152 Ιρφάν Οργκά
πουλητάδες, επειδή ήταν ανίκανη να παζαρέψει, και χαμήλωνε τα μάτια μπροστά στο ψυχρό, εξονυχιστικό βλέμμα των άλλων γυναικών, οι οποίες στριμώχνονταν αυτομάτως στις πόρτες για να δουν τι πήρε και πόσο είχε κάνει την κουταμάρα να το πληρώσει. Ψώνιζε στο κοντινό παζάρι, απ' όπου ένα χαμίνι - υπήρχαν πάντα τέτοια στις αγορές - κουβαλούσε ό,τι είχε αγοράσει σ' ένα κοφίνι περασμένο στους αδύνατους ώμους του. Περπατούσε μπροστά, το οδηγούσε επάνω, στο δύσοσμο κεφαλόσκαλο, του έδινε μπαξίσι και το έδιωχνε.
Ανέθετε πάντα στον Μεχμέτ και σ' εμένα να ξεχωρίζουμε και να τακτοποιούμε κάθε ζαρζαβατικό στη θέση του διότι εκείνο τον καιρό λέρωνε τα χέρια της όσο το δυνατόν λιγότερο. Μισούσε το δρόμο και τους κατοίκους του, τα χονδροειδή αστεία και την ιδιωματική ομιλία τους. Έτρεφε ένα σχεδόν ακαδημα"ίκό πάθος για την καθαρότητα του λόγου. Μόλις έφθανε στο σπίτι, έβγαζε το γιασμάκι της, βυθιζόταν σ' ένα κάθισμα και κοίταζε γύρω της τους θησαυρούς των ημερών του παππού μου. Σιγά-σιγά το πρόσωπό της ξαναγαλήνευε. Ζούσε μονίμως στο παρελθόν, απ' όπου αναδυόταν απρόθυμα για τις ανάγκες της καθημερινότητας. Το βράδυ την έβρισκε να ράβει ήσυχα σε μια βαθιά πολυθρόνα, με το φως της λάμπας στα μαλλιά της, ή να περιποιείται τα νύχια της, με τις κουρτίνες τραβηγμένες και το πρόσωπο ατάραχο, θαρρείς κι έξω στο φτωχικό δρόμο δεν παραφύλαγαν εχθρικοί ξένοι. Η συνήθειά της να γυρίζει στα παλιά, να στρέφεται διαρκώς προς τα ένδον θα γινόταν επικίνδυνη στα κατοπινά χρόνια, αλλά κανείς μας δεν το ήξερε τότε. Περιπλανιόταν διαρκώς στις αναμνήσεις της αρνούμενη να ομολογήσει ότι η ένδεια κέρδιζε ολοένα μεγαλύτερο έδαφος.
Τα χρήματα ήσαν ελάχιστα, όμως εκείνη τα ξόδευε αβέρτα. Όποτε σκεφτόταν πως έπρεπε να αρχίσει να ανησυχεί, έκλεινε τα παραθυρόφυλλα του μυαλού της και η σκέψη απωθείτο στο ταραγμένο βάθος - μαζί μ' όλες τις άλλες δυσάρεστες σκέψεις που δεν ήθελε να παραδεχθεί. Οσάκις η γιαγιά μου επέκρινε - και το έκανε συχνά - τον τρόπο με τον οποίο τα χρήματα έφευγαν μέσ' απ' τα χέρια μας, η μητέρα μου άλλαζε θέμα δείχνοντας στη για-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 153
γιά μου κάποιο κέντημα που μόλις είχε τελειώσει, και η κουβέντα περί χρημάτων σταματούσε προτού καλά-καλά ξεκινήσει. Έτσι και διαφαινόταν κίνδυνος να ανακύψει ξανά το θέμα των χρημάτων, η μητέρα μου μιλούσε ζωηρά για ένα σωρό πράγματα, μεταστρέφοντας ανυπόμονα τη συζήτηση. Υποδυόταν το ρόλο μιας κο μψευόμενης νεαρής γυναίκας με υψηλή κοινωνική θέση και άρχιζε να μιλά για την επιστροφή του πατέρα μου από τον πόλεμο' λίγο αργότερα τα λόγια της αποκτούσαν μια ανησυχητική χροιά διότι άρχιζε να ξεχνά ολωσδιόλου ότι είχαμε πόλεμο κι έπιανε να μνημονεύει ονόματα ανθρώπων οι οποίοι είχαν αποβιώσει προ πολλού. Δεν αποδεχόταν την ήττα, μόνο που η ήττα σερνόταν πίσω της σαν μαχαιριά στο σκοτάδι. Σχεδίασε μια επίσκεψη στο Σαρίγιερ και υποσχέθηκε χαρούμενα στον Μεχμέτ και σ' εμένα ένα μακρύ διάστημα διακοπών, μα κάπου-κάπου μια φευγαλέα σκιά συννέφιαζε το πρόσωπό της λες και ήξερε ότι έλεγε ανοησίες, αλλά καλύτερα οι ανοησίες της παρά η δυσάρεστη αλήθεια. Όσο δ ιευρυνόταν η επαφή της με τον έξω κόσμο, τόσο πιο εσωστρεφείς γίνονταν οι σκέψεις της και τόσο πιο εξωφρενικά τα σχέδιά της.
Ποτέ δεν τη θυμούμαι εκδηλωτική, να σφίγγει τα παιδιά της στο στήθος της ή να τα φιλά σε στιγμές οικειότητας ποτέ δεν είχαμε στιγμές οικειότητας μαζί της, όμως παρ' όλα αυτά παρέμενε ο μόνος μας κυματοθραύστης απέναντι στον κόσμο, η μόνη μας ασφάλε ια. Μας αρκούσε το άγγιγμα του δροσερού απόμακρου χεριού της, το θρόισμα της φούστας της ή ο ήχος της απαλή ς ασυγκίνητης φωνής της. Αυτά τα πράγματα μπορούσαν να καθησυχάσουν όλους τους φόβους μας ή να πραυνουν τον πόνο. Καθώς περ- ο νούσε ο καιρός, φερόταν όλο και πιο εγκάρδια στη χήρα από κάτω μας, παρότι η γιαγιά μου έκανε ό,τι μπορούσε για να το αποτρέψει. Μα η μητέρα μου τη συμπαθούσε ε ιλικρινά. Διέθετε ένα είδος γνήσιου ενστίκτου για την ανθρώπινη φύση' αγνοούσε τα εξωτερικά γνωρίσματα και βουτούσε ίσα στην καρδιά γεμάτη ευσπλαχνία.
Ο υπόλοιπος δρόμος απέφευγε τη χήρα υπονοώντας ότι δεν ήταν καλύτερη απ' ό,τι φαινόταν. Η μητέρα μου, που την απέφευγαν και τους απέφευγε, τη συμπονούσε βαθιά. Έλεγε στη χήρα να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
154 Ιρφάν Οργκά
ανέβει για καφέ, ζητούσε τη μυαλωμένη γνώμη της για το πώς να ράψει τα ρούχα του Μεχμέτ και τα δικά μου ή πώς να μαγειρέψει το τάδε ή το δείνα φαγητό. Η χήρα ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη γι' αυτές τις μικροπεριποιήσεις της μητέρας μου, αυτές τις διακριτικές φιλοφροσύνες, και σύντομα έγινε η αφοσιωμένη σκλάβα της οικογένειας. Καθόταν μαζί μας και μας έπαιζε όταν έλειπε η μητέρα μου, μας έπλενε, μας τάιζε και ταχτάριζε ώρες ολόκληρες τη Μουαζέζ στα παχουλά γόνατά της. Ήταν ένα είδος άμισθης υπηρέτριας, Ιντζί και άσεμνη Χατζέρ μαζί, και αναμφίβολα πολύ χρήσιμη στη μητέρα μου. Έπιασε μάλιστα να μαγειρεύει όλα μας τα γεύματα, αλλά η μητέρα μου της έβαλε φρένο γιατί τα χέρια της χήρας σπανίως ήσαν καθαρά και είχε τη συνήθεια να ξύνει το κεφάλι της με τις αραιές γκρίζες τρίχες οπότε συχνά-πυκνά έπεφταν και μερικές μέσα σ' ό,τι τύχαινε να μαγειρεύει. Η μανία της μητέρας μου για καθαριότητα ήταν εξίσου έντονη με την - παράδοξη για την παλαιά, εξαφανισμένη Τουρκία - μανία της για καθαρό αέρα. Ένα πρωί αντήχησαν βαριά χτυπήματα στην πόρτα κι άκουσα κάποιον να γυρεύει τη μητέρα μου. Τη φώναξα, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και αναφώνησε:
«Χασάν!» Και, ενώ αναρωτιόμουν ποιος μπορεί να ήταν ο «Χασάν», ευ
χαρίστησε τον μπεκτσή μπαμπά, που είχε οδηγήσει τον επισκέπτη της μέχρι εδώ. Ύστερα αναγνώρισα ξαφνικά τη φωνή του μυστηριώδους «Χασάν», ο οποίος δεν αποτελούσε πλέον μυστήριο αφού ήταν ο κηπουρός από το Σαρίγιερ - ο κηπουρός του οποίου η μνήμη πρέπει να τιμάται εσαεί επειδή συμπαθούσε τα μικρά αγόρια.
Η μητέρα μου κι εκείνος ανέβηκαν τη στενή σκάλα και μπήκαν στο σαλόνι. Ο Χασάν χαιρέτησε τον Μεχμέτ κι εμένα κι έπειτα, με το προνόμιο του πολύ παλιού υπηρέτη της οικογενείας, κοίταξε γύρω του και είπε κλαψιάρικα:
«Τι ε ίναι αυτό το φρικτό μέρος, χανίμ εφέντη;» και, χωρίς να περιμένει απάντηση, κούνησε λυπημένα το γέρικο λευκό κεφάλι του. Περιεργάστηκε τη μητέρα μου με τα μυωπικά μάτια του και είπε διστακτικά:
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 155
«Πήγα πρώτα στο σπίτι σας. Πήρα μια λαχτάρα!» γόγγυσε. «Δεν ήξερα τι ε ίχε συμβεί, χανίμ εφέντη· τα νέα δεν έφθασαν ως το Σαρίγιερ». Έκανε μια μακρά παύση, εξακολουθώντας να μονολογεί χαμηλόφωνα μέσα απ' τη γενειάδα του, κι έπειτα συνέχισε : «Ο μπεκτσή μπαμπά μ' οδήγησε σε τούτο το σπίτι. Αχ, συμφορά! Όσο σας σκέφτομαι σ' ένα μέρος σαν και τούτο!»
Και προς δεινή μου αμηχανία χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του υγραίνοντας το παμπάλαιο πανωφόρι του.
«Ε, Χασάν!» είπε η μητέρα μου επιτιμητικά, όπως περίπου θα μιλούσε σ' εμάς τα παιδιά έτσι κι ετοιμαζόμασταν να βάλουμε τα κλάματα για το τίποτα.
Ο Χασάν σκούπισε τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του.
«Αχ!» είπε βαριά και μελαγχολικά, «Τ(1 πράγματα αλλάζουν από μέρα σε μέρα, χανίμ εφέντη. Κανείς δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει, αλλά να βλέπω εσάς σε τέτοιο σπίτι .. . » και σταμάτησε αναζητώντας τις σωστές λέξεις.
Η μητέρα μου κάλυψε το κενό ρωτώντας αμέσως: «Τι νέα από το Σαρίγιερ, Χασάν;» Τα μάτια του γέροντα ξαναπλημμύρισαν δάκρυα, τα αδύναμα,
εύκολα δάκρυα ενός πολύ γέρου ανθρώπου, όμως εγώ αισθανόμουν το γέλιο ν' ανεβαίνει γάργαρο στο λαιμό μου όπως το νεράκι στην πηγή. Το βλέμμα της μητέρας μου αποδοκίμασε την ελαφρότητά μου, γεγονός το οποίο επιδείνωσε την κατάσταση αφού έγινα κατακόκκινος στην προσπάθειά μου να συγκρατηθώ. Αλλά το γέλιο μου ξεχύθηκε πριν από τα επόμενα λόγια του Χασάν, λόγια τόσο απροσδόκητα ώστε χτύπησαν το μυαλό μου σαν μικρές, αλλεπάλληλες εκκενώσεις ηλεκτρικού ρεύματος.
«ο αφέντης θεωρείται νεκρός, χανίμ εφέντη . . . » είπε κι ύστερα σταμάτησε απότομα κι άρχισε να κλαίει πικρά μην μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο. Η μητέρα μου κοιτούσε απλανώς πάνω από το σκυμμένο του κεφάλι, με πρόσωπο που θα μπορούσε να έχει λαξευτεί σε πέτρα.
«Νεκρός !» ε ίπε. «ο Αχμέτ νεκρός! » Το πανιασμένο της πρόσωπο μ ε τρόμαξε κ ι έμπηξα κ ι εγώ τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
156 Ιρφάν Οργκά
κλάματα' ακολούθησε ο Μεχμέτ και σε λίγο γινόταν πανδαιμόνιο στο δωμάτιο. Είμαι βέβαιος ότι δεν έκλαιγα για το θείο Αχμέτ αφού ήμουν ακόμα πολύ μικρός για να αντιληφθώ πλήρως το νόημα της λέξης «θάνατος». Ούτε έκλαιγα επειδή δεν θα ξαναπήγαινα στο Σαρίγιερ γιατί αυτό δεν το ήξερα ακόμα.
Υποθέτω ότι έκλαιγα επειδή έκλαιγε ο Χασάν, επειδή η μητέρα μου είχε μαρμαρώσει και βρισκόταν πολύ μακριά από μας κι από αυτό το ήσυχο καλοκαιριάτικο δωμάτιο. Έκλαιγα ακατάπαυστα και γοερά' δεν ήξερα γιατί έκλαιγα, αλλά μου άρεσε η φασαρία που έκανα. Ακόμα κι όταν δεν έτρεχαν πια δάκρυα, εγώ συνέχιζα να κλαίω, σκορπίζοντας τη συμφορά μου στις στέγες των σπιτιών και μην εννοώντας να σταματήσω. Υπάρχει κάτι τόσο στοιχειώδες, τόσο αρχέγονο στο ανθρώπινο κλάμα ώστε ο ήχος του φέρνει ανατριχίλες και ρίγη που διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά και τις φλέβες, κι εκείνη την ημέρα έτσι ακριβώς επέδρασαν επάνω μου τα ίδια μου τα δάκρυα. Αναγκάστηκα να σταματήσω όταν το απότομο, τσουχτερό χέρι της μητέρας μου έπεσε στο μάγουλό μου, κόβοντας στη μέση ένα ιδιαιτέρως σπαραξικάρδιο αναφιλητό.
«Σταμάτα!» φώναξε τόσο αυταρχικά ώστε πράγματι σταμάτησα αμέσως, ενώ το στόμα μου εξακολουθούσε να χάσκει ηλιθίως, χωρίς όμως να βγαίνει ήχος. Μας έστειλε, τον Μεχμέτ κι εμένα, στον καναπέ, στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου πνίξαμε τους λυγμούς μας και ρουφήξαμε τις μύτες μας για να έρθουμε στα σύγκαλά μας.
«Χασάν» , άκουσα τη μητέρα μου να λέε ι μαλακά, «πες μου τα όλα. Πώς το έμαθε η κυρά σου;»
Ο γέροντας έκανε μια γενναία προσπάθεια να συνέλθει και ύστερα από κάνα δυο λεπτά άρχισε να μιλά.
«Η κυρά ανησυχούσε εδώ και πολλούς μήνες, και την περασμένη βδομάδα μ' έστειλε στο υπουργείο Στρατιωτικών να ρωτήσω αν ήξεραν κάτι για τον αφέντη μου. Μα εκεί μάλλον δεν είχαν ιδέα. Τελικά βρέθηκε ένας συνταγματάρχης που είπε ότι ο αφέντης μου θεωρούνταν νεκρός. Δεν ξέρουν τίποτα άλλο γι' αυτόν. Τίποτα! »
«Είναι φοβερό», είπε η μητέρα μου με αλλόκοτη φωνή κι ανα-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 57
ρωτιέμαι μήπως έφερε μπροστά της την εικόνα του πατέρα μου. Ο Χασάν συνέχισε : «Η κυρά μου φαρμακώθηκε, χανίμ εφέντη . Έχει τρεις μέρες
να φάει κι ο βήχας της δεν καλυτερεύει καθόλου. Χτες το βράδυ έκανε αιμόπτυση».
«Καημένη Αίσέ», είπε η μητέρα μου. «Είχαμε μαντέψει βέβαια ότι είχε φθίση . . . »
«Μην πείτε τα νέα στη γηραιά κυρία», προειδοποίησε ο Χασάν, όπου «γηραιά κυρία» ήταν η αξιοσέβαστη γιαγιά μου, η οποία θα είχε εκμανεί εάν είχε ακούσει το χαρακτηρισμό που της απέδιδαν.
«Όχι βέβαια», είπε η μητέρα μου. «Αλλά αποκλείεται να μην το μάθει. Αχ, Χασάν, συμβαίνουν φοβερά πράγματα. Οι πόρτες κλείνουν η μία μετά την άλλη κι όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες πεθαίνουν. Αχ, Χασάν!» κι έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της, δίχως όμως να κλάψει.
Είχε ένα ακόμα πράγμα να καταπνίξει, να το απωθήσει στο βάθος του μυαλού της και να μην το ξανασκεφτεί ως την ημέρα που το καπάκι θα τιναζόταν κι όλα αυτά τα τρομακτικά γεγονότα θα χιμούσαν μουγκρίζοντας καταπάνω της.
«Είναι θέλημα Θεού», είπε απλά ο Χασάν. Η μητέρα μου ξεσκέπασε το πρόσωπό της και αποκρίθηκε:
« Σκληρό θέλημα, Χασάν». «Μη λέτε τέτοια πράγματα!» φώναξε ο γέροντας βαθύτατα
σκανδαλισμένος, που μια γυναίκα αμφισβητούσε το θέλημα του Θεού, ώστε ξέχασε τη θλίψη του .
Η μητέρα μου αγνόησε την παρατήρησή του και συνέχισε : «Μην αναφέρεις τίποτα στην κυρά σου για τη φωτιά, τουλάχι
στον όχι ακόμα. Αρκετά βάσανα έχει. Άλλωστε η φωτιά έσβησε, το σπίτι μου χάθηκε και δεν πρόκειται να το φέρουν πίσω οι συζητήσεις. Έχουμε βολευτεί καλά εδώ . . . »
Το βλέμμα της περιφέρθηκε διστακτικά στο δωμάτιο θαρρείς κι αποζητούσε μια καθησυχαστική διαβεβαίωση.
Ο γέροντας ετοιμάστηκε να φύγει. Ακούμπησε ένα κοφίνι με τρόφιμα στο τραπέζι και μου έτρεξαν τα σάλια όταν είδα να α-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
158 Ιρφάν Οργκά
δειάζουν το περιεχόμενό του. Η μητέρα μου τον ευχαρίστησε, μα εκείνος φαινόταν λυπημένος κι αναποφάσιστος, σαν να μην ήθελε να φύγει. Τελικά υποκλίθηκε, ε ίπε λίγα λόγια ακόμα κι έπειτα κατέβηκε σέρνοντας τα πόδια του στις σκάλες, ενώ τον ακούγαμε να μουρμουρίζει μονολογώντας ως κάτω.
Η μητέρα μου κάθησε σε μια καρέκλα και φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, αλλά η συνήθεια ήταν ισχυρότερη κι έτσι συγκράτησε τα προδοτικά δάκρυά της. Κοίταζε το κενό, και σε λίγο ένα αχνό χαμόγελο άγγιξε τα χείλη της. Αναρωτήθηκα ποια να ήταν άραγε η ανάμνηση που είχε τη δύναμη να κατανικήσει τη θλίψη της για το θείο Αχμέτ, η τόσο έντονη ώστε να φωτίσει τα μάτια της και να την κάνει να αντιληφθεί τον Μεχμέτ κι εμένα, που καθόμασταν και την κοιτούσαμε.
«Δεν πρέπει να πείτε τίποτα στη γιαγιά σας», μας προειδοποίησε αυστηρά. Απαντήσαμε ότι δεν θα λέγαμε κι ύστερα μας άφησε για να συνεχίσει τη δουλnά την οποία είχε διακόψει η επίσκεψη του Χασάν.
Ο Μεχμέτ λησμόνησε ευθύς για ποιο λόγο έκλαιγε μέχρι πρότινος και γύρισε στο παιχνίδι του, με το λεπτό μελαχρινό του πρόσωπο εξαιρετικά ανήσυχο επειδή κάποιο τουβλάκι δεν στεκόταν καλά πάνω σ' ένα άλλο. Τον παρακολούθησα ένα-δυο λεπτά κι ύστερα είπα:
«Άσε με να σου δείξω», παίρνοντας τα τουβλάκια από τα υπάκουα κι επιδέξια δάχτυλά του. «Ορίστε !» είπα, όταν τελείωσα, «έτσι πρέπει να τα χτίζεις».
Κοίταξε το κτίριο που είχα φτιάξει· κατόπιν χάλασε ξανά όλα τα τούβλα, υπομονετικά, ένα-ένα, και άρχισε να τα ξαναχτίζει όπως ήθελε αυτός. Τα τούβλα με τα χαρούμενα χρώματα έγειραν, ταλαντεύτηκαν στις ασταθείς θέσεις τους, σωριάστηκαν στο πάτωμα κι ο Μεχμέτ κάθησε ανακούρκουδα στριφογυρίζοντάς τα σκεπτικά στα δάχτυλά του και με το προσωπάκι του ακόμα εξαιρετικά ανήσυχο.
Τον άφησα να παιδεύεται και πήγα να επιθεωρήσω τα πολύτιμα πράγματα που μας είχαν στείλει από το Σαρίγιερ: ένα βουνό ρύζι, ένα παχύ κοτόπουλο, βούτυρο τόσο χρυσαφένιο που όμοιό
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 159
του δεν υπήρχε σε κανένα μαγαζί, μεγάλα καφετιά πιτσιλωτά αυγά και ζυμωτό ψωμί. Τράβηξα μια καστανή κόρα κι άρχισα να την τρώω με βουλιμία. Μπορεί ο κόσμος και η οικογένειά μου να είχαν στενοχώριες, αλλά ο ιδιαίτερος κόσμος των παιδιών περιστρέφεται γύρω από μια κόρα φρέσκου ψωμιού.
Ήταν αδιανόητο να φανταζόταν η μητέρα μου ότι μπορούσε να κρατηθεί κρυφός από τη γιαγιά μου ο θάνατος του θείου Αχμέτ. Προτιμώ να πω «θάνατος» και όχι «ε ικαζόμενος θάνατος» για δύο λόγους. Πρώτον, ο θάνατός του βεβαιώθηκε εκ των υστέρων επίσημα. Δεύτερον, εκείνο τον καιρό στο υπουργείο Στρατιωτικών επικρατούσε τέτοια ρευστότητα, τόση σύγχυση και πραγματική ανικανότητα ώστε στρατιώτες ζωντανοί μεν, αλλά αγνοούμενοι συχνά καταγράφονταν σαν νεκροί, ασχέτως αν μπορεί να εμφανίζονταν αργότερα. Αλλά το υπουργείο Στρατιωτικών ουδέποτε διόρθωνε τα λάθη του, θεωρώντας ίσως ότι υπό τις παρούσες συνθήκες οι περισσότεροι από τους λεγόμενους αγνοουμένους ούτως ή άλλως θα πέθαιναν κάποια στιγμή. Ο κόσμος κατάλαβε πλέον καθαρά και ξάστερα ότι οποιοσδήποτε καταγεγραμμένος και δηλωθείς ως θεωρούμενος νεκρός ήταν τόσο νεκρός που πιο πολύ δεν γινόταν.
Αλλά για να επανέλθω στη γιαγιά μου. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα αφότου είχε φύγει ο Χασάν όταν μπήκε θυμωμένα στο σπίτι απαιτώντας καφέ και να μάθει το λόγο της μυστηριώδους επίσκεψης του Χασάν. Η μητέρα μου φαινόταν κατάπληκτη και ρώτησε πώς ήταν δυνατόν να ξέρει η γιαγιά μου ότι μας επισκέφθηκε.
«Μου το είπαν», την αποπήρε η γιαγιά μου πνέοντας μένεα που ο Χασάν δεν είχε υποβάλει τα σέβη του και σ' εκείνη και υποπτευόμενη ότι η μητέρα μου είχε μάθει κάτι το οποίο είχε κι εκείνη δικαίωμα να γνωρίζει .
Η μητέρα μου απάντησε, μάλλον ξέπνοα για τα μέτρα της, ότι ο Χασάν μάς είχε φέρει απλώς ένα κοφίνι τρόφιμα. Και, αφού κατόρθωσε να το πει, έμεινε να κοιτάζει τη γιαγιά μου θαρρείς και χρειαζόταν να διαθέτει σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις για να μάθει ότι εκείνη την ημέρα είχε έρθει στο σπίτι μας κάποιος ασυνήθιστος επισκέπτης.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
160 Ιρφάν Οργκά
Η γιαγιά μου κάθησε αλύγιστη σαν μπαστούνι στην καρέκλα της και ρώτησε τι νέα είχαμε από το Σαρίγιερ.
«Ω, όλα είναι μια χαρά εκεί», είπε η μητέρα μου κάπως βιαστικά, αλλά κοκκινίζοντας και χλομιάζοντας εναλλάξ και με τέτοια ταχύτητα ώστε η γιαγιά μου θα πρέπει να αναρωτήθηκε τι στο καλό είχε πάθει.
Ο Μεχμέτ την πλησίασε αργά και ψεύδισε με τριάχρονη ανεμελιά:
«Σαρίγιερ». Τρομοκρατήθηκα μην τυχόν θυμόταν κάτι από την πρωινή συζήτηση, κάποια μεμονωμένη λέξη ίσως που θα φανέρωνε τα πάντα στη γιαγιά μου. Μπορεί να φαινόμουν ανήσυχος γιατί ξαφνικά με ρώτησε :
«Τι συμβαίνει;» Αποκρίθηκα κακόκεφα ότι δεν συνέβαινε τίποτα, και ο Με
χμέτ, με αφάνταστη μωρουδίστικη κατεργαριά και πιθανόν επειδή οσμιζόταν κάτι ασυνήθιστο στον αέρα, τράβηξε το μανίκι της επαναλαμβάνοντας επίμονα:
«ο Μεχμέτ έκλαψε ! Ο Μεχμέτ έκλαψε !» Και, όταν δεν του έδωσε καθόλου σημασία, διότι αγνοούσε τι
επικίνδυνο πράγμα προσπαθούσε να της πει, γράπωσε θυμωμένος τη φούστα της.
«Έκλαψε !» είπε, αλλά εκείνη ελευθερώθηκε από το άρπαγμά του και η άφιξη της μητέρας μου με τον καφέ απέσπασε την προσοχή ολωνών μας.
Η γιαγιά μου ήπιε τον καφέ της σαν να ήταν κώνειο κι εξακολούθησε να κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς για το Σαρίγιερ και το θείο Αχμέτ σε σημείο που νόμισα ότι η μητέρα μου θα λιποθυμούσε από την προσπάθεια να κρύψει την αλήθεια. Κάποια στιγμή κόντεψε να προδοθεί γιατί της ξέφυγε ότι σκεπτόταν να πάει στο υπουργείο Στρατιωτικών και να δει μήπως είχαν καμιά πληροφορία για τον πατέρα μου. Φυσικά η γιαγιά μου αρπάχτηκε απ' αυτό απαιτώντας να μάθει ποιος της έβαζε τέτοιες ιδέες στο κεφάλι . Η μητέρα μου απάντησε μάλλον ασαφώς ότι κανείς δεν της είχε πει τίποτα κι ότι το είχε μόλις σκεφθεί μόνη της. Η γιαγιά μου την κοίταξε κατάματα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 6 1
«Σεβκιγιέ», την κατηγόρησε, «κάτι μου κρύβεις». Η διαίσθησή της μας φάνηκε περίεργη και, παρότι η μητέρα
μου διαμαρτυρήθηκε ότι δεν είχε να κρύψει τίποτα aπό κανέναν, μου έκανε νόημα με τα μάτια να πάρω τον Μεχμέτ σε μια γωνία, όπου μπορούσαμε να παίξουμε κι aπ' όπου δεν ήταν πιθανόν να προδώσει κάποιο μυστικό, διότι ο Μεχμέτ φαινόταν aποφασισμένος να προσελκύσει την προσοχή της γιαγιάς μου και δεν ξεκολλούσε aπό το πλάι της. Την ώρα που έφευγε, στάθηκε λάμποντας από περηφάνια και είπε ευκρινέστατα: «Νεκρός ! Νεκρός !»
Αλλά η γιαγιά μου όλως περιέργως δεν αντιλήφθηκε ποιο τρομερό πράγμα εννοούσε, και η μητέρα μου διέκοψε τόσο μαλακά τα λόγια του Μεχμέτ ώστε η φρικωδία τους πέρασε απαρατήρητη.
Ίσως όμως αναλογίστηκε αργότερα το νόημά τους, διότι δεν φάνηκε μερικές ημέρες, κι έπειτα, σαν φάνηκε, ήταν τέτοιος ο θρήνος και τέτοιες οι φοβέρες που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί ποτέ ο κόσμος όλος. Η επίσκεψή της δεν ξεκίνησε έτσι βεβαίως. Στην πραγματικότητα ξεκίνησε εντυπωσιακά φυσιολογικά, με τη γιαγιά μου να εισβάλλει ζητώντας καφέ, πολύ συγκρατημένη αν και με τα μάτια ελαφρώς κόκκινα. Η μητέρα μου απλώς την κοίταξε δύσπιστα για λίγο κι ύστερα είπε :
«Πήγατε στο Σαρίγιερ». Κι ύστερα όλα συνέβησαν διαμιάς. Το πρόσωπο της γιαγιάς
μου τσάκισε κι άρχισε να κλαίει, όχι όμως σιωπηλά όπως είχε κάνει ο Χασάν, μα γοερά κι απελπισμένα σάμπως να είχε αίφνης αναβλύσει κεφαλόβρυση. Τρόμαξα με τα κλάματα και το άσχημο, συσπώμενο πρόσωπό της και κράτησα σφιχτά το χέρι της μητέρας μου επειδή ποτέ ο κόσμος δεν μου είχε φανεί τόσο δακρύβρεκτος όσο τελευταία. Αυτές οι τελευταίες εβδομάδες είχαν μουσκέψει στα δάκρυα. Ο κόσμος είχε γίνει ένα θλιβερό μέρος όπου οι άνθρωποι έχαναν τα σπίτια τους και πέθαιναν σε άγνωστους τόπους, όπου οι γυναίκες αγωνίζονταν και γίνονταν ευερέθιστες και θρηνούσαν, θρηνούσαν, θρηνούσαν. Λύγισα κάτω από τα φοβερά τωρινά δεινά κι άρχισα να κλαίω κι εγώ. Όταν αποκαταστάθηκε κάπως η ηρεμία, με τις τσουχτερές παρατηρήσεις της μητέρας μου και τα ακόμα χειρότερα χαστούκια της, έστειλε τον Μεχμέτ κι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
162 Ιρφάν Οργκά
εμένα στη γωνία μας και μας πρόσταξε να παίξουμε ! Λες και μπορούσαμΕ: να παίξουμε με το πανδαιμόνιο από το θρήνο της γιαγιάς μου που γέμιζε το δωμάτιο ! Έκλαιγε χωρίς σταματημό θαρρείς κι εκείνη την ημέρα έχυνε δάκρυα όχι μονάχα για το γιο της, μα για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ύστερα από πολλή ώρα σταμάτησε, κι η μητέρα μου της έφερε κονιάκ και την έβαλε να το πιει με το ζόρι. Η στάση της μητέρας μου απέναντί της ήταν ελάχιστα στοργική, αλλά καμιά τους δεν θα ένιωθε ποτέ τι θα πει στοργή. Εκείνη την ημέρα ωστόσο ήρθαν πολύ κοντά επειδή η μία στηριζόταν στην άλλη για να αντλήσει δύναμη και ν' αντέξει τα χτυπήματα της ζωής.
Εντέλει η γιαγιά μου είπε : «ο γιος μου είναι νεκρός, η κόρη μου η Αίσέ είναι νεκρή κι
εγώ δεν έχω κανένα στον κόσμο». «Η Αίσέ;» ρώτησε απορημένα η μητέρα μου, νιώθοντας ίσως
θιγμένη που η γιαγιά μου τη θεωρούσε ως κανέναν. Αλλά η γιαγιά μου δεν μπορούσε να απαντήσει ' κουνιόταν μο
νάχα μπρος-πίσω με άφατη θλίψη για το νεκρό πρωτότοκό της. Ο μεγάλος πόνος την έκανε να λέει σχεδόν ασυναρτησίες κι ο θάνατος της θείας Αίσέ φάνταζε παρεμπίπτον γεγονός μπροστά σ' αυτή τη μεγαλύτερη, σπαρακτικότερη οδύνη .
Τελικά όμως η μητέρα μου της απέσπασε όλη την ιστορία. Πάνω-κάτω συνέβη το εξής: η γιαγιά μου ε(χε φύγει από το σπίτι μας χωρίς να την έχουν ικανοποιήσει οι εξηγήσεις της μητέρας μου για την επίσκεψη του Χασάν. Το γυρόφερνε στο μυαλό της ολημερίς ώσπου τελικά θυμήθηκε τις αποτυχημένες απόπειρες του Μεχμέτ να της πει κάτι, κάτι που ήταν βέβαιη ότι σχετιζόταν με το Σαρίγιερ. Αφού ξαγρύπνησε όλη νύχτα, είχε σηκωθεί το επόμενο πρωί αποφασισμένη να πάει αμέσως στο Σαρίγιερ. Είχε ενημερώσει τον κατάπληκτο σύζυγό της, είχε πάρει μια υπηρέτρια ως συνοδό - γιατί μπορεί να μας επισκεπτόταν ασυνόδευτη, αλλά το να ταξιδέψει μόνη ως το Σαρίγιερ ήταν τελείως διαφορετική υπόθεση - και είχε κινήσει πυρετωδώς για το βαπόρι.
Φθάνοντας στο Σαρίγιερ, αντίκρισε τους υπηρέτες με μάτια κόκκινα απ' το κλάμα, και το θέαμα τη θορύβησε ακόμα περισσό-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 163
τερο. Της είπαν ότι η θεία Αίσέ είχε πεθάνει νωρίς το πρωί. Η γιαγιά μου αντιμετώπισε αρκετά θαρραλέα την είδηση και πίστεψε ότι σ' αυτό οφειλόταν το έντονο, επιτακτικό της προαίσθημα. Συμπαθούσε τη θεία Αίσέ, αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν ήταν παρά νύφη της και οι γυναίκες της παλαιάς Τουρκίας δεν απέδιδαν και μεγάλη σημασία σ' αυτή τη συγγένεια. Κανείς δεν ανέφερε το θείο μου εκείνη την ώρα και ως εκ τούτου η γιαγιά μου, μη γνωρίζοντας το μεγαλύτερο κλονισμό που την περίμενε, στενοχωρήθηκε μεν για τον πρόωρο θάνατο της θείας Αίσέ, αλλά ήταν σε θέση να αναλάβει με αξιοσύνη τα ηνία της κατάστασης. Η θεία μου είχε πεθάνει εξαιτίας μιας σφοδρής αιμόπτυσης, την οποία κανείς γιατρός, ακόμα κι αν βρισκόταν επιτόπου, δεν θα είχε καταφέρει να αναχαιτίσει.
Όλα αυτά της τα είχε εξηγήσει ο γιατρός, τον οποίο είχαν καλέσει εκ των υστέρων οι έντρομοι υπηρέτες και ο οποίος περίμενε στο σπίτι την άφιξη της γιαγιάς μου. Εξεπλάγη όταν άκουσε ότι δεν είχε λάβει κανένα μήνυμα από το Σαρίγιερ, ότι η παρουσία της εκεί ήταν εντελώς συμπτωματική και οφειλόταν στη διαίσθησΙ1 της ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχαν καθήσει και συζητούσαν στο σιωπηλό ηλιόλουστο σαλόνι που έβλεπε στους πανέμορφους αυτή την εποχή κήπους του Σαρίγιερ. Το σαλόνι είχε προκαλέσει αφάνταστη συγκίνηση στη γιαγιά μου γιατί έμοιαζε έτοιμο να γεμίσει κόσμο, λες και πρόσμενε τα βήματα της κυράς του. Μεγάλα ανθοδοχεία με λευκές πασχαλιές, που είχε κόψει η θεία Αίσέ την προηγουμένη, έστεκαν πάνω σε μικρά τραπέζια, πλημμυρίζοντας το γαλήνιο δωμάτιο με το μεθυστικό, γλυκό άρωμά τους.
Αργότερα το ίδιο πρωί έφθασε ένας συμβολαιογράφος για να εξηγήσει ότι το Σαρίγιερ με όλες τις γαίες και τα υποστατικά του επέστρεφε τώρα στην οικογένεια της θείας Αίσέ, σε έναν αδελφό ο οποίος ήταν αξιωματικός του ιππικού και έλειπε στον πόλεμο. Είχε εξηγήσει υπομονετικά στη γιαγιά μου, η οποία τον κοίταζε δίχως να καταλαβαίνει, ότι η θεία Αίσέ είχε αποβιώσει αδιάθετη και μετά το θείο Αχμέτ, συνεπώς και σύμφωνα με το νόμο η κυριότητα μεταβιβαζόταν στα επιζώντα μέλη της οικογενείας της. Η γιαγιά μου άκουγε για πρώτη φορά ότι ο αγαπημένος της γιος
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
164 /ρφάν Οργκά
ήταν νεκρός και λιποθύμησε αυτοστιγμεί. Όταν όμως τη συνέφεραν, παρότι ήταν ακόμα κεραυνόπληκτη από τα φρικτά νέα, μπόρεσε να ρυθμίσει τα σχετικά με την ταφή της θείας μου και να διώξει τους υπηρέτες, οι οποίοι ήσαν όλοι σαστισμένοι και αναρωτιούνταν πού θα πήγαιναν, αφού είχαν προτιμήσει τη δούλεψη στο Σαρίγιερ από την αμφίβολη ελευθερία της ανεξαρτησίας. Κανόνισε να σκεπαστούν όλα τα έπιπλα και τέλος το ίδιο εκείνο απόγευμα είδε να κατεβάζουν τη θεία Αίσέ στο μοναχικό της μνήμα - η ταφή στην Τουρκία γίνεται αμέσως επειδή το θέρος δεν χαρίζεται στους νεκρούς. Έπειτα αποχαιρέτησε το Σαρίγιερ, όμορφο κάτω από τον ιουνιάτικο ήλιο, άδειο κι ακατοίκητο τώρα πια, όπου κάθε τόσο αντηχούσε μονάχα, όλο και πιο σβησμένη, η ανάμνηση του γέλιου μας, γέλιου φαντασμάτων. Η γιαγιά μου είχε επιστρέψει στην Ισταμπούλ, μη βρίσκοντας πλέον καμιά ομορφιά στις χαριτωμένες καμπυλωτές γραμμές των ακτών του Βοσπόρου κι αγωνιώντας μόνο πότε να έρθει στη μητέρα μου και να πλαντάξει στο κλάμα. Έτσι κάθησε όλη μέρα στην καρέκλα της ταλαντευόμενη μπρος-πίσω και, σαν πέρασε το μεγάλο κύμα της θλίψης, ο ήλιος κόντευε πια να δύσει κι ο πρώτος απογευματινός γιαουρτζής πρόβαλλε στο δρόμο. Η γιαγιά μου ανασήκωσε το σκεβρωμένο, αποκαμωμένο της κορμί κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στο σπίτι της. Το πρόσωπό της ήταν σταχτί κι έμοιαζε εύθραυστο και νομίζω πως τίποτα άλλο δεν την ξαναπόνεσε πια στη ζωή της όσο αυτό, ο χαμός του ευνοουμένου, του πολυαγαπημένου της.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Η διάλυση των ψευδαισθήσεω ν μιας δεσποτικής γυ ναίκας
Ξαφνικά θαρρείς κι ο κόσμος είχε γεμίσει μ' αυτή τη λέξη και με το θρήνο των γυναικών. Σ' όλο το σοκάκι είχαν αρχίσει να φθάνουν ειδήσεις για γιους, αδελφούς και πατεράδες που είχαν σκοτωθεί στο μέτωπο. Τέρμα πλέον οι παθιασμένοι καβγάδες με τους πουλητάδες. Οι γυναίκες αγόραζαν κουρασμένα ό,τι μπορούσαν με τα χρήματα που είχαν, τα παλικαράκια πήγαιναν να συναντήσουν τους πατεράδες τους στις μάχες κι ο δρόμος είχε παραδοθεί στα σαλιάρικα νήπια, στους σκύλους και στις μονίμως λιμασμένες γάτες. Κάθε μέρα που ξημέρωνε έφερνε καινούργια νέα από το μέτωπο, για τις τρομακτικές απώλειες τις οποίες υφιστάμεθα, και τα τρένα της Ερυθράς Ημισελήνου κατέφθαναν ταχύτερα και συχνότερα από κάθε άλλη φορά, μεταφέροντας στην Ισταμπούλ τραυματίες κι ετοιμοθάνατους. Δεν υπήρχε ούτε μία γυναίκα στο δρομάκι που να μην είχε κάποιον στο μέτωπο, ούτε καν η χήρα από κάτω μας, της οποίας είχε φύγει ο μοναχογιός. Ποτέ άλλοτε δεν σπάνιζαν τόσο τα τρόφιμα, ακόμα κι αν κάποιος είχε χρήματα να τ' αγοράσει, η μαύρη αγορά ανθούσε ανεξέλεγκτη και οι άνθρωποι σωριάζονταν στους δρόμους από την ασιτία. Η γιαγιά μου συνήθιζε να μας στέλνει τροφή που μπορούσαμε να αποθηκεύσουμε, αλλά κι αυτή σταμάτησε. Η μητέρα μου μας έκανε σούπες με μια χούφτα φακές ή μπιζέλια ή σέρβιρε απλώς σκέτα βρασμένα φασολάκια, φυλάγοντας τα πολύτιμα είδη όπως ρύζι, αλεύρι ή ελαιόλαδο για τους χαλεπότερους καιρούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Εξακολουθούσε να περνά στο φούρναρη ώρες ατελείωτες, επιστρέφοντας καμιά φορά με ψωμί, αλλά πιο συχνά με άδεια
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
166 /ρφάν Οργκά
χέρια. Κι εμείς ήμασταν μονίμως πεινασμένοι και μονίμως λαχτα
ρούσαμε φρέσκιες, ξεροψημένες φέτες απ' το ψωμί που δεν μπο
ρούσαμε να έχουμε.
Τα πρωινά έμενα μόνος με τον Μεχμέτ και τη Μουαζέζ. Ο
Μεχμέτ ήταν αρκετά υπάκουος, αλλά η Μουαζέζ με εξωθούσε
συνήθως στα όρια της απόγνωση ς και του φόβου γιατί έκλαιγε
τόσο δυνατά που το πρόσωπό της γινόταν μπλαβί από το μένος.
Ξεφώνιζε αν λίκνιζα την κούνια της, ξεφώνιζε κι αν δεν τη λίκνι
ζα, με μάτια αδάκρυτα και σκούζοντας στριγκά και αδιάκοπα. Η
μητέρα μου άφηνε ένα μπουκάλι γάλα, τυλιγμένο σ' ένα πανί για
να παραμένει ζεστό, και της το έχωνα νευριασμένος στο στόμα
προσπαθώντας να την κάνω να πάψει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ένα πρωί ήταν τόσο αφόρητη ώστε, όταν επέστρεψε η μητέρα
μου, μ' είχαν πάρει κι εμένα τα κλάματα. Της είπα τι συνέβαινε, κι
εκείνη σήκωσε την υπάκουη πλέον Μουαζέζ κανακεύοντάς την
και φωνάζοντάς με να δω τι όμορφη που ήταν.
«Τη μισώ!» ξέσπασα με παραφορά δίνοντας μια κλοτσιά στα
πόδια της κούνιας και, μόλις η Μουαζέζ, ο μικρός τύραννος, άκου
σε τη φωνή μου, ξανάρχισε να ουρλιάζει.
Η μητέρα μου ανησύχησε από την επιθετική συμπεριφορά μου
και ίσως εν είδει ανταμοιβής έστειλε τον Μεχμέτ κι εμένα να παί
ξουμε στο δρόμο λέγοντάς μας να μην απομακρυνθούμε από την
εξώπορτα. Αλλά, όταν αργότερα φάνηκε η γιαγιά μου, σκανδαλί
στηκε τόσο βλέποντάς μας να παίζουμε σαν αλητάκια, για να χρη
σιμοποιήσω τα λόγια της, ώστε φέρθηκε αρκετά ψυχρά στη μητέ
ρα μου όλη την υπόλοιπη ώρα και την κατηγόρησε ότι μας ανέτρε
φε πολύ άσχημα.
Ήταν βαρύθυμη εκείνη την ημέρα. Παραπονιόταν ότι δεν μπο
ρούσε να μείνει πολύ μαζί μας διότι ο ηλικιωμένος κύριος δεν ένιω
θε καλά' τελευταία είχε αρχίσει να την αναζητά όλες τις απίθανες
ώρες της μέρας και της νύχτας και είχε ανανεώσει την εντολή του
να μη μας επισκέπτεται πια. Παρακολουθούσε τις προσπάθειες της
μητέρας μου να μας ράψει ρούχα στη ραπτομηχανή και παρενέβαι
νε τόσο ώστε η μητέρα μου εκνευρίστηκε και εντέλει παραιτήθηκε
από την ιδέα να κάνει οτιδήποτε όσο βρισκόταν εκεί η γιαγιά μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 167
Το απόγευμα έφτιαξε για τη Μουαζέζ μια περίεργη κούκλα από μουσελίνα, παραγεμισμένη με πλυμένες σταφίδες, και μου είπε να της τη βάζω από δω και στο εξής στο στόμα όποτε άρχιζε να κλαίε ι κι ήμουν μόνος μαζί της. Μου έμαθε κι ένα παλιό τούρκικο νανούρισμα, το οποίο όχι μόνο με ανάγκασε να της το τραγουδήσω, αλλά φώναξε και τη χήρα για ν' ακούσει τη φωνή μου. Ήμουν βέβαιος ότι το νανούρισμα δεν θα είχε την παραμικρή
κατευναστική επίδραση στη Μουαζέζ, αλλά η μητέρα μου, θρηνώντας την απώλεια της Ιντζί, φαινόταν τόσο δυστυχισμένη ώστε υποσχέθηκα πως θα προσπαθούσα. Το νανούρισμα έλεγε:
Dan dini dan dini das dana, Danalar girmi§ bostana Καν bostan9i danayi, Yemesinler lahanyi . . .
Δεν μεταφράζεται, πάντως εννοεί λίγο-πολύ ότι ο ι μικροί νεροβούβαλοι μπήκαν στον κήπο και προστάζει τον περιβολάρη να τους διώξει προτού φάνε όλα τα λάχανα! Τα απαλά, πραϋντικά λόγια μού ξανάφεραν στο νου την Ιντζί, η οποία το σιγοτραγουδούσε πάνω απ' την κούνια του Μεχμέτ. Εξ όσων θυμόμουν, η υπνωτική του επίδραση στον Μεχμέτ ήταν αξιοσημείωτη και ήλπιζα ότι θα αποδεικνυόταν εξίσου επιτυχημένο και με την αδελφή μου. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω το επόμενο πρωί κι ανακουφίστηκα τόσο όταν πράγματι έφερε αποτέλεσμα που δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω και δεν ήθελα να κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο μην τυχόν ξαναξυπνήσω το κοιμισμένο αγγελούδι. Κι έτσι η καθημερινότητα συνεχίστηκε, με τη γιαγιά μου να εξακολουθεί να μας δίνει χρήματα και τη μητέρα μου να συνηθίζει σιγά-σιγά τα αλισβερίσια των ψώνιων. Φαινόταν ότι ο πατέρας μου είχε εκτοπιστεί τελείως από το μυαλό μας -τόσο αραιά τον αναφέραμε - και, αν καμιά φορά τον μνημόνευε η γιαγιά μου, το όνομά του χτυπούσε τις αισθήσεις μας σαν ανεπαίσθητο ρεύμα, λες και μιλούσε για κάποιον πεθαμένο από καιρό. Είχε γίνει μια θολή, μακρινή φιγούρα, δυσκολοθύμητη και τόσο φορτισμένη
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
168 Ιρφάν Οργκά
συναισθηματικά από τη γιαγιά μου ώστε δεν ήταν εύκολο να αναγνωρίσω τον πατέρα μου, έτσι όπως τον θυμόμουν με σάρκα και οστά, σ' αυτή τη μεγαλοποιημένη, ρομαντική μορφή, την οποία τόσο ανάγλυφα περιέγραφε.
Οι γείτονες μάς είχαν συνηθίσει κι αυτοί κι ε ίχαν μάλιστα αρχίσει να χαιρετούν γνέφοντας τη μητέρα μου. Μερικές φορές την παρακαλούσαν να τους κάνει καμιά μικρή εκδούλευση, να βγάλει νόημα ίσως από μια επιστολή κάποιας κρατικής υπηρεσίας, να απαντήσει σε μια άλλη ή απλώς να γράψει ένα γράμμα στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ό,τι κι αν της ζητούσαν το έκανε με αστείρευτα καλή διάθεση και λεπτότητα. Έγινε τόσο ευρέως γνωστή για το δεύτερο ώστε στο τέλος ο μπεκτσή μπαμπά την παρακαλούσε να αναγγείλει τα κακά μαντάτα που δεν άντεχε να αντιμετωπίσει ο ίδιος. Και ήσαν τόσα τα κακά μαντάτα αφότου είχε αρχίσει ο πόλεμος ώστε η ανακοίνωσή τους θα έπρεπε να τον κάνει να εξοικειωθεί με την οδύνη των γυναικών, μα ήταν γέρος, πονόψυχος, τα κλάματα του ράγιζαν την καρδιά και ουδέποτε παρέδιδε μήνυμα του υπουργείου Στρατιωτικών χωρίς να καταλήγει αξεδιάλυτα μπλεγμένος στον ιστό της συμφοράς του αποδέκτη. Έτσι πλεύριζε τη μητέρα μου, ζητώντας συχνά τη συμβουλή της, προτού
παρουσιαστεί μπροστά σε μια πόρτα χτυπημένη από τη μοίρα. Έγινε πολύ αγαπητή στο σοκάκι. Με τον καιρό και καθώς μεγάλωνα, έβλεπα τις γυναίκες εκείνου του δρόμου να της καταφιλούν τα χέρια αποκαλώντας την από καρδιάς «μελέκ!» - άγγελο δηλαδή. Αν υποψιαζόταν ότι μια οικογένεια πεινούσε, τους πήγαινε κάτι προσφέροντάς το με τέτοιο τρόπο ώστε να μην τους προσβάλλει. Γενικώς έσπευδε πρώτη στο προσκέφαλο των αρρώστων ή των ετοιμοθάνατων και γινόταν αποδέκτης πολλών οδηγιών ή εξομολογήσεων της ύστατης στιγμής. Διοχέτευε όση τρυφερότητα είχε στους φτωχούς και πολλοί ξεψύχησαν με το όνομά της στα χείλη τους. Συμπονούσε ιδιαίτερα τους ακρωτηριασμένους που επέστρεφαν από το μέτωπο και δεν κουραζόταν ποτέ να ανταποκρίνεται στις επικλήσεις τους. Υποθέτω ότι εν σχέσει με το γενικό
κοινωνικό επίπεδο του δρόμου μας ήμασταν συγκριτικά εύποροι. Οι γυναίκες τη φώναζαν αυθόρμητα «χανίμ εφέντη» , προσφώνηση
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 169
η οποία στην παλαιά Τουρκία απευθυνόταν μόνο σης ανώτερες τάξεις. Ζητούσαν τη γνώμη της για οτιδήποτε αφορούσε την οικογενειακή τους ζωή δίχως να νιώθουν αμηχανία που την καθιστούσαν κοινωνό των πλέον απόκρυφων λεπτομερειών.
Καθώς εκείνη η χρονιά πλησίαζε στο τέλος της, την απασχολούσε διαρκώς η μόρφωσή μου επειδή κόντευα τα επτά και ήμουν παντελώς αμαθής. Μου είχε διδάξει το αλφάβητο και φρόντιζε να είναι ανόθευτα τα τουρκικά μου, αλλά η ίδια δεν γνώριζε παρά τα απολύτως στοιχειώδη στην αριθμητική και λίγα τυπικά γαλλικά, τα οποία δεν θα ήσαν ικανά να με εξοπλίσουν για τη μάχη της ζωής. Τα περισσότερα συνοικιακά σχολεία είχαν κλείσει λόγω ελλείψεως διδακτικού προσωπικού, και η Ερυθρά Ημισέληνος τα είχε μετατρέψει σε στρατιωτικά νοσοκομεία για την επείγουσα νοσηλεία των θυμάτων. Έτσι, αφότου η μητέρα μου με δίδαξε τα όσα λίγα γνώριζε η ίδια, ατόνησα πνευματικά και σωματικά, μαθαίνοντας πώς να καθαρίζω πατάτες και να λικνίζω την αδελφή μου για να κοιμηθεί.
Ο χειμώνας μπήκε νωρίς και το κάρβουνο ήταν λιγοστό, κακής ποιότητας και πανάκριβο. Η γιαγιά μου μας προμήθευσε μια ποσότητα για το χειμώνα, την οποία συμπληρώσαμε με κούτσουρα, και στριμωχνόμασταν γύρω από τη μικρή θερμάστρα του σαλονιού, που μας φαινόταν τόσο κρύο λόγω της έλλειψης σωστής τροφής και της κακής ποιότητας του μαλλιού με το οποίο πλέκονταν οι φανέλες μας.
Έπεσαν πολλές αρρώστιες στο σοκάκι κι ο θάνατος εκκαθάρισε τους γέρους, τους ασθενικούς και τους πολύ μικρούς . Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη να τρέχει από το ένα σπίτι στο άλλο δίνοντας συμβουλές, παρηγορώντας ή κρατώντας απλώς το χέρι εκείνου που είχε επιζήσει. Έπειτα κάποια στιγμή αρρώστησε κι η ίδια· της ξαναήρθε ο πυρετός και φώναζε μέσα στο παραμιλητό της, μα τούτη τη φορά δεν υπήρχε κανείς κομψευόμενος γιατρός ο οποίος να την επισκέπτεται κάθε τρεις και πέντε αφού όλοι σχεδόν είχαν πάει στον πόλεμο και οι λίγοι εναπομείναντες δεν ευκαιρούσαν να επισκέπτονται κακοπληρωτές ασθενείς σε φτωχομαχαλάδες.
Όμως το σοκάκι σηκώθηκε στο πόδι για να τη συντρέξει . Λια-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
170 /ρφάν Οργκά
νές γριές σαν κοράκια, μαυροφόρες και με τα μαύρα τσαρσάφια σφιχτοτυλιγμένα
' στο μέτωπο κάθονταν δίπλα στο κρεβάτι της και
της έδιναν γουλιές νερό ή της έτριβαν το μέτωπο με κολόνια για να δροσίσουν το επιφανειακό αίμα και να πέσει ο πυρετός. Χέρια στοργικά και βρόμικα ένιβαν, έντυναν και τάιζαν εμάς τα παιδιά, μας έβαζαν το βράδυ στο κρεβάτι και κατόπιν επέστρεφαν στο σοβαρότερο ζήτημα της φροντίδας της μητέρας μου. Φιλοπράγμονα δάχτυλα πασπάτευαν τα κεφάλια μας ψάχνοντας για ψείρες κι αποτραβιούνταν απογοητευμένα, μη βρίσκοντας ούτε μία. Ύστερα κουνούσαν ολημερίς τη Μουαζέζ και τραγουδούσαν νανουρίσματα όταν ήθελαν να κοιμηθεί' εκείνη ξάπλωνε παρατηρώντας τις με αν11συχα, λαμπερά μάτια και ουδέποτε ακούστηκε να κλαίει μπροστά τους. Άλλα λιγνά μαύρα κοράκια έβαζαν μπουγάδα στο σκοτεινό κεφαλόσκαλο, σιωπηλά και βλοσυρά, και με φόβιζαν τόσο ώστε συνήθως περνούσα αθόρυβα από δίπλα τους και κούρνιαζα στο κάθισμά μου, στη γωνία, λαχταρώντας να ξαναγίνει καλά η μητέρα μου. Όταν ερχόταν η γιαγιά μου, προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εύνοιά της - ανέφεραν την πρόοδο ή μη, αναλόγως της περιπτώσεως, την οποία σημείωνε η ασθενής, απήγγελλαν ένα μακρύ, ατέρμονο κατεβατό με όσα είχαν κάνει, έκαναν εδαφιαίες υποκλίσεις και περίμεναν περαιτέρω οδηγίες. Ήταν τρομερά, δυσάρεστα δεσποτική μαζί τους και τους φερόταν λες και ήσαν υπηρέτριές της, αλλά η αφοσίωσή τους στο σπίτι μας δεν οφειλόταν στη γιαγιά μου. Αγαπούσαν τη μητέρα μου κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ξεπληρώσουν τις καλοσύνες που τους είχε κάνει .
Κατέκλυζαν το σπίτι μας νυχθημερόΥ" φέρονταν με τραχιά
αγαθότητα στον Μεχμέτ κι εμένα και ξόδευαν τα χρήματα που τους έδινε η γιαγιά μου όσο τίμια θα τα ξόδευε κι η ίδια. Μπορεί
να άφηναν τα δικά τους παιδιά να περιφέρονται πανευτυχή όλη μέρα μες στη βρόμα, αλλά έτριβαν ανηλεώς τον έρημο τον Μεχμέτ κι εμένα είκοσι φορές τη μέρα ή και παραπάνω διότι νόμιζαν ότι η υπέρτατη καθαριότητα συνιστούσε ένα από τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα των ανώτερων τάξεων. Διέθεταν σ' εμάς περισσότερο χρόνο και ενέργεια απ' ό,τι η Ιντζί σε όλη της τη ζωή. Έβγαζαν τα παπούτσια τους προτού μπουν στις κρεβατοκάμαρες 11 στο καθι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 7 1
στικό, θαυμάζοντας με επιφωνήματα την απαλότητα των χαλιών κάτω από τα γυμνά πόδια τους. Τα τραχιά, κοκκινισμένα χέρια τους περιεργάζονταν όλα τα λινά τραπεζομάντιλα και σεντόνια της μητέρας μου, γλυκοκοίταζαν τ' ασημικά και τα γυάλιζαν ώσπου τα κειμήλια κινδύνευαν να διαλυθούν κάτω από τα ανυπόμονα δάχτυλά τους. Αδιάκριτα χέρια ψαχούλευαν παντού. Τίποτα δεν γλίτωνε. Άγγιζαν χαρούμενα τις κουρτίνες και τις ακουμπούσαν στο μάγουλό τους, εξέταζαν τις πορσελάνες για να δουν πόσο λεπτές και εύθραυστες ήσαν. Έπειτα, εκεί που τριγυρνούσαν στα τρία δωμάτια εις αναζήτησιν κι άλλων θησαυρών, έπαιρνε το μάτι τους τον Μεχμέτ κι εμένα' ορμούσαν ενθουσιασμένες επάνω μας, σφίγγοντάς μας στο μαραμένο κόρφο τους, κι ετοιμάζονταν να μας γδάρουν γι' άλλη μία φορά μ' ένα ακόμα μπανιάρισμα.
Τι ανακούφιση όταν επιτέλους μπόρεσε να σηκωθεί η μητέρα μου! Μας φαινόταν ότι η αρρώστια της είχε κρατήσει χρόνια και, σαν είδε τα πρόσωπα, τα χέρια και τα σώματά μας να αστράφτουν απ' όλο το σαπούνι που είχε χρησιμοποιηθεί επάνω μας, έβαλε τα κλάματα λέγοντας ότι φαινόμασταν υπερβολικά καθαροί. Σπεύσαμε να τη διαβεβαιώσουμε ότι επρόκειτο περί λάθους κι ότι, αν ήταν στο χέρι μας, ουδέποτε θα είχαμε διανοηθεί να είμαστε τόσο καθαροί. Έβαλε τα γέλια, ενώ τα δάκρυα έλαμπαν ακόμα στα μάτια της, και είπε ότι εν πάση περιπτώσει οι γειτόνισσες μας είχαν φερθεί με μεγάλη καλοσύνη. Δεν απαντήσαμε θεωρώντας ότι είχε κι η καλοσύνη τα όριά της.
Ένα πρωί λίγους μήνες αργότερα κι ενώ η μητέρα μου είχε αναρρώσει τελείως, ήρθε μια υπηρέτρια από το σπίτι της γιαγιάς μου για να μας πει ότι ο ηλικιωμένος είχε πεθάνει. Η μητέρα μου καταταράχτηκε γιατί δεν είχε ακούσει τίποτα περί αρρώστιας. Η υπηρέτρια εξήγησε πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή και πως η γιαγιά μου ήταν συγκλονισμένη επειδή τον είχε βρει νεκρό η ίδια. Παρακαλούσε τη μητέρα μου να πάει με την υπηρέτρια, μα η μητέρα μου αρνήθηκε. Ήταν περίεργο διότι ποτέ δεν φειδωλευόταν τη βοήθειά της στους άλλους και η απροθυμία της να πάει στο σπίτι της γιαγιάς μου ήταν πρωτοφανής για τις συνήθειές της. Ίσως όμως γνώριζε ότι η αληθινή λύπη απαιτεί όλες μας τις δυνάμεις,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
172 /ρφάν Οργκά
ενώ η λύπη την οποία εκδήλωνε η γιαγιά μου ήταν εντελώς επίπλαστη, για να εντυπωσιάσει τους παραέξω.
Πάντως, όποιο κι αν ήταν το πραγματικό αίτιο της άρνησής της, η ίδια δεν μας είπε τίποτα. Αργότερα την ίδια μέρα, όταν είχαν 11δη τραβηχτεί οι κουρτίνες και είχαν ανάψει οι λάμπες, κατέφθασε η γιαγιά μου. Φαινόταν κουρασμένη, κάπως τρομαγμένη και έτοιμη για καβγά με τη μητέρα μου. Την αγνόησε επί ώρα, ασχολούμενη με τον Μεχμέτ κι εμένα. Η μητέρα μου βυθίστηκε στην ξαπλώστρα της αρνούμενη να κάνει οποιαδήποτε ερώτηση. Η στάση της εξερέθισε τη γιαγιά μου και, όταν εντέλει έφθασε στο μη περαιτέρω, ξέσπασε λέγοντας ότι η μητέρα μου γινόταν όλο και πιο αναίσθητη κι ότι περίμενε πως θα τη ρωτούσε τουλάχιστον για την κατάσταση του νευρικού της συστήματος - το οποίο, δήλωσε, ήταν χάλια. Άφησε να κυλήσουν μερικά κατά συνθήκην δάκρυα από τα μάτια της και θρήνησε το σύζυγό της, αλλά με τόση έλλειψη ζήλου ώστε τελικά παραιτήθηκε ακόμα κι από την προσπάθεια να ξεγελάσει τον εαυτό της. Αποπειράτο να φιλοτεχνήσει μια κόσμια εικόνα του εαυτού της ως άρτι χηρευσάσης, κλαίγοντας το σύζυγό της σαν να ήταν ο γάμος τους ένας κανονικός, φιλικός, ευτυχισμένος γάμος. Είπε ότι σκόπευε να μείνει σ' εμάς τη νύχτα διότι δεν άντεχε να επιστρέψει σ' εκείνο το τρομακτικό σπίτι. Η μητέρα μου δεν είπε λέξη . Κατόπιν η γιαγιά μου, και ενώ είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος κοσμιότητας, είπε ζωηρά ότι πλέον ήταν πάμπλουτη και θα πηγαίναμε όλοι να μείνουμε στο σπίτι της. Είπε πως δεν θα χρειαζόταν να νοιαστούμε ξανά για χρήματα ή οτιδήποτε άλλο και περίμενε τα σχόλια της μητέρας μου . Ζωντάνευε όλο και περισσότερο· η μητέρα μου άρχισε να την περιγελά, μα πολύ σύντομα η γιαγιά μου της μετέδωσε τον ενθουσιασμό της. Υπήρχε μόνο ένα μικρό, μάλλον επουσιώδες κώλυμα, αλλά ήταν αρκετό ώστε να σκιάσει προς στιγμήν την όλη ευτυχία. Όπως φαίνεται, μετά το θάνατο του ηλικιωμένου είχε κληθεί ο συμβολαιογράφος στον οποίο είχε συντάξει τη διαθήκη του, καθώς και ο ανιψιός ο οποίος χειριζόταν τις διάφορες επιχειρηματικές του υποθέσεις. Ο ανιψιός τής είχε πει:
«Λοιπόν, Φατμά χανίμ, αναρωτιέμαι τι θα γίνει μ' εσάς . . . »
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 173
Και είχε προσθέσει ότι εν πάση περιπτώσει δεν ήταν ώρα για τέτοιες συζητήσεις και ότι θα την ενημέρωνε αργότερα για τους όρους της διαθήκης.
«Τι εννοούσε άραγε;» ρωτούσε συνεχώς τη μητέρα μου, αλλά
εκείνη αποκρίθηκε ότι όλα θα πήγαιναν καλά αφού η γιαγιά μου ήταν σύζυγος του ηλικιωμένου και η πρώτη τη τάξει στα δικαιώματα επί της περιουσίας του.
«Είσαι βέβαιη;» επέμενε αμφιβάλλοντας η γιαγιά μου. Έπειτα στήριξε το πιγούνι στα χέρια της κι άρχισε να ονειροπολεί. Οργίστηκε όταν η μητέρα μου πρότεινε να περιμένουμε μερικούς μήνες, ωσότου μετακομίσουμε στο σπίτι της, για να μη δώσουμε λαβή στους γείτονες να σχολιάζουν πίσω από την πλάτη μας.
«Πφ, οι γείτονες!» είπε περιφρονητικά η γιαγιά μου κατακεραυνώνοντάς μας όλους με μία και μόνη λέξη.
Έστειλαν τον Μεχμέτ κι εμένα στο κρεβάτι και τις ακούγαμε να διαπληκτίζονται επί ώρα, με τις φωνές τους να υποχωρούν και να αντεπιτίθενται σαν σε μάχη, ώσπου τελικά αποκοιμηθήκαμε.
Ύστερα από μερικές μέρες η μητέρα μου συνόδευσε τη γιαγιά
μου στο συμβολαιογράφο και στον ανιψιό, αφήνοντας τη χήρα να μας φυλάει. Τις παρακολουθούσα να κατηφορίζουν το δρόμο· τη μητέρα μου, με βήμα σταθερό και όλο αυτοπεποίθηση, να προσπαθεί να φορέσει τα μαύρα της γάντια, και δίπλα τη γιαγιά μου, ευθυτενέστατη και θυμίζοντας οτιδήποτε άλλο εκτός από βαρυπενθούσα χήρα.
Όταν επέστρεψαν αργότερα, μπορεί για ένα αμύητο μάτι να μην έδειχναν διαφορετικές, αλλά ο Μεχμέτ κι εγώ διακρίναμε κάποια βλοσυρότητα γύρω από το στόμα και τα μάτια - ικανός λόγος ώστε να μείνουμε ήσυχοι σαν αγγελούδια και να μην κάνουμε ερωτήσεις. Δεν ακούσαμε να γίνεται μνεία περί μετακόμισής μας στο σπίτι της γιαγιάς μου και την επομένη έφθασε ένας βαστάζος με τα υπόλοιπα έπιπλα από το προηγούμενό της σπίτι. Ήμουν πολύ περίεργος κι αναρωτήθηκα πού θα έμπαιναν. Μια θεόρατη σερβάντα για πορσελάνες με εκτόπισε από την πόρτα και, όταν την ακολούθησε μια κονσόλα, οπισθοχώρησα στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του σαλονιού σκεπτόμενος ότι, ένα έπιπλο να έμπαι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
174 Ιρφάν Οργκά
νε ακόμα, θα θαβόμουν ζωντανός. Μια καλυμμένη ντιβανοκασέλα μεταφέρθηκε στο δωμάτιο της μητέρας μου και χρειάστηκε να μετακινήσουν την κούνια της Μουαζέζ για να χωρέσει. Έφθασαν μεταλλικά μπαούλα και ε ίπαν στους βαστάζους να τα αφήσουν στο κεφαλόσκαλο αφού δεν υπήρχε χώρος πουθενά αλλού. Φαινόταν να έχει καταληφθεί ως κι ο τελευταίος διαθέσιμος πόντος, και τα δωμάτιά μας φαίνονταν φρικτά' όλη η aπλόχωρη ευθυμία την οποία τόσο προσεκτικά είχε διαρρυθμίσει η μητέρα μου είχε κάνει φτερά. Κινούνταν εν μέσω της αναστάτωσης ασυμβίβαστη και με σφιγμένα χείλη, αλλά και μ' ένα αντιφατικό ύφος γαλήνης που είχα να δω πολύ καιρό. Μ' έτρωγε η περιέργεια να ρωτήσω, αλλά
η στάση της γιαγιάς μου μ' έκανε να δειλιάζω. Λίγο ύστερα aπ' αυτό η χήρα έφυγε aπό τα κάτω δωμάτια και
πήγε να μείνει παρακάτω στο δρόμο κι έτσι η γιαγιά μου κατέλαβε τη θέση της. Τα έπιπλα επαναδιευθετήθηκαν, αλλά εξακολουθούσαν να είναι πάμπολλα. Όλα έμοιαζαν άσχημα και στριμωγμένα, τα μεταλλικά μπαούλα δεν ανοίχτηκαν, χαλιά κρέμονταν στους τοίχους, επειδή δεν υπήρχε χώρος στο πάτωμα, και τα δωμάτια απέκτησαν μια μουντή, σκοτεινιασμένη όψη.
Για πολλές ημέρες η γιαγιά μου ήταν πολύ καταπτοημένη και τσακωνόταν με τη μητέρα μου με την παραμικρή αφορμή, υπενθυμίζοντάς της συχνά με ποιανού τα χρήματα αγοράζονταν τα τρόφιμά μας και τα ρούχα που φορούσαμε. Όλο αυτό ήταν τόσο ασυνήθιστο ώστε δεν μπορούσαμε παρά να συμπεράνουμε ότι κάτι είχε πάει πολύ ανάποδα. Και όντως!
Ο μακαρίτης είχε πάρει την εκδίκησή του. Την είχε αποκλείσει εντελώς από τη διαθήκη του, αφήνοντάς την αδέκαρη. Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του πήγε στον ανιψιό του, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στην Αμερική, και το παλιό σπίτι στο Βαγιαζήτ έχει μείνει κλειστό κι αμπαρωμένο. Άφησε το σπίτι στο οποίο μέναμε στη μητέρα μου εφ' όρου ζωής ή για όσο διάστημα επιθυμούσε να μείνει εκεί - μετά θα επανερχόταν στον ανιψιό του. Δεν είχε καν ορίσει ότι η γιαγιά μου μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα δωμάτιο, αγνοώντας παντελώς την ύπαρξή της σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ
της σύζυγός του. Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 175
Όλα αυτά τα έμαθα από τη μητέρα μου όταν μεγάλωσα, αφού είχαμε ζήσει πολλά χρόνια σ' εκείνο το σπίτι. Η γιαγιά μου έμενε πάντα μαζί μας, αλλά ουδέποτε φέρθηκε πειθήνια. Δεν ανέφερε ποτέ το όνομα του ηλικιωμένου' έπιασε να μιλά για τον παππού μου λες κι ο προηγούμενος χρόνος του γάμου της ήταν απλώς ένα όνειρο. Έγινε ξαφνικά πολύ θρήσκα, αλλά παρέμεινε αυταρχική ως το τέλος της ζωής της διότι αυτό της το γνώρισμα δεν έμελλε να σβήσει παρά μονάχα μαζί της.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑ1013
Ενενήντα εννέα κουρούς
σε αντάλλαγμ α για έναν ήρωα
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ στο σπίτι μας έκανε τη ζωή μου ευκολότερη γιατί άρχισε να φροντίζει τη Μουαζέζ όποτε η μητέρα μου έβγαινε έξω. Εντούτοις η στριμωγμένη, κοινή ζωή σ' ένα μικρό σπίτι δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της και ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αλλοπρόσαλλη και ανικανοποίητη όσο τότε. Δεν ήθελε να παίζουμε στο σαλόνι, χωρίς να την ενδιαφέρει ότι δεν υπήρχε χώρος αλλού. Έτσι αρχίσαμε να συνοδεύουμε τη μητέρα μου στο παζάρι για να της αδειάζουμε τη γωνιά' άλλωστε η τροφή μας εξαρτάτο από εκείνη αφού η μητέρα μου είχε εξαντλήσει προ πολλού το δικό της, πενιχρό κομπόδεμα.
Η γιαγιά μου φύλαγε όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή της σ' ένα μεγάλο μεταλλικό μπαούλο στο υπνοδωμάτιό της και βαστούσε πάντα τα κλειδιά επάνω της. Αυτή η συνήθεια ενοχλούσε τη μητέρα μου και την έκανε να λαχταρά την ανεξαρτησία της. Η γιαγιά μου γόγγυζε διαρκώς για τα έξοδά μας, αλλά δεν εννοούσε να παραιτηθεί από το κρασάκι της στο δείπνο. Όταν ήταν στις πολύ κακές της, μας έλεγε ότι ο πατέρας μου ακόμα της χρωστούσε τα χρήματά της από την πώληση της επιχείρησης - πράγμα απολύτως αναληθές αφού ο παππούς μου ουδέποτε της είχε αφήσει μετρητά. Επειδή το φαγητό που τρώγαμε ήταν κακής ποιότητας, παραπονιόταν ότι της χαλούσε το στομάχι. Επέμενε να χρησιμοποιούμε κατάλευκα λινά τραπεζομάντιλα, παρά το γεγονός ότι το σαπούνι ήταν ακριβό και δυσεύρετο, και δεν ανεχόταν να χρησιμοποιηθεί δεύτερη φορά το ίδιο τραπεζομάντιλο. Κάπου-κάπου αγόραζε πανάκριβες λιχουδιές κι ύστερα έλεγε ότι τρώγαμε πολύ. Δεν ξεχνούσε ποτέ ότι είχε υπάρξει μεγάλη κυρία και καθόταν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 177
άεργη στο σαλόνι ενόσω η μητέρα μου μοχθούσε στην κουζίνα μαγειρεύοντας τα εκλεκτά φαγητά που εξακολουθούσε να απαιτεί. Η μόνη την οποία φαινόταν να συμπαθεί ήταν η Μουαζέζ. Περνούσε ώρες ολόκληρες χα'ίδολογώντας την και κάνοντάς της όλα τα χατίρια κι έπειτα έκανε παράπονα στη μητέρα μου ότι αυτό το παιδί ήταν τζαναμπέτικο. Μάθαμε ότι είχε σκοτωθεί ο Ορχάν μπέης, ο σύζυγος της μαντάμ Μουτζάν, και τα ονόματα άλλων ανδρών και νέων που γνώριζαν έσβησαν από τα χείλη τους γιατί κανείς δεν θέλει να μιλά πολύ για τους αναπαυμένους νεκρούς.
Ένα πρωί η μητέρα μου γύρισε αναστατωμένη από το παζάρι με την είδηση ότι είχε επιστρέψει μια μονάδα από τα Δαρδανέλια στο Γιεσίλκιο'ί κι ότι μπορεί να ήταν μαζί τους ο πατέρας μου.
Αυτό έγινε αιτία να διατυπώσουμε ένα σωρό εικασίες. Τελικά όμως η γιαγιά μου δήλωσε ότι όλα ήσαν ανοησίες αφού, αν ο πατέρας μου είχε φθάσει τόσο κοντά στο σπίτι του, όλο και κάποιον τρόπο θα είχε βρει να μας μηνύσει. Μα η μητέρα μου δεν υποχωρούσε τόσο εύκολα. Είχαν επιστρέψει 'στο Γιεσίλκιο'ί γιοι και σύζυγοι άλλων παλαιών μας γειτόνων - γιατί όχι κι ο πατέρας μου; Κι έτσι ένα πρωί κίνησε νωρίς-νωρίς για το Γιεσίλκιο'ί παίρνοντάς με μαζί για συντροφιά. Πήραμε την αμαξοστοιχία από το σταθμό του Σίρκετζι και ήμουν συγκλονισμένος γιατί πρώτη μου φορά έμπαινα σε τρένο. Ήταν αδύνατον να καθήσω ήσυχος παρά τις προειδοποιήσεις της μητέρας μου. Έπρεπε να επιθεωρήσω εξονυχιστικά πετούγιες, χειρολαβές και τις κουρελιασμένες ταπετσαρίες των καθισμάτων κι έβγαλα το κεφάλι μου τουλάχιστον καμιά δεκαριά φορές από το παράθυρο για να δω τη συναρπαστική εξοχή να περνά με ταχύτητα πλάι μας. Πετούσα στον έβδομο ουρανό γιατί η βόλτα με τούτο το τρένο ήταν πολύ πιο διασκεδαστική ακόμα κι από τις παλιές αμαξοδρομίες πίσω από τον Μουράτ. Υποθέτω ότι, κατενθουσιασμένος από το θόρυβο του τρένου και το διαπεραστικό, σχεδόν αδιάκοπο ήχο της σφυρίχτρας, δεν είχα ιδιαίτερη περιέργεια να συναντήσω τον πατέρα μου. Απογοητεύτηκα πολύ όταν φθάσαμε επιτέλους στον προορισμό μας και, καθώς η μητέρα μου μ' έσερνε βιαστικά στην αποβάθρα, γύριζα το κεφάλι μου για να κοιτάξω με νοσταλγία το μεγάλο μαύρο θηρίο που μας είχε μεταφέρει ως εδώ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
178 Ιρφάν Οργκά
Η μητέρα μου ρώτησε το σταθμάρχη πόσο μακριά ήταν το στρατόπεδο· εκείνος κοίταξε διστακτικά τα λεπτά, κομψά παπούτσια της κι αποκρίθηκε ότι ήταν πολύς δρόμος. Ο τόνος της φωνής του υπαινισσόταν ότι αμφέβαλλε αν θα τα κατάφερνε ποτέ, όμως της έδειξε ποια κατεύθυνση να ακολουθήσει. Πήραμε το γυμνό χειμωνιάτικο δρόμο - μολονότι εκείνη την ημέρα πλανιόταν κάποιο ανεπαίσθητο ίχνος άνοιξης στον αέρα - , αλλά, πολύ προτού πλησιάσουμε στο στρατόπεδο, το βήμα μας βράδυνε. Σταματήσαμε πολλές φορές για να πάρουμε ανάσα και ν' ανακουφίσουμε τα πονεμένα πόδια μας γιατί ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και τα παπούτσια μας λεπτά. Τελικά φθάσαμε στην κορυφή του τελευταίου λόφου κι από εκεί αντικρίσαμε χαμηλά στα πόδια μας το στρατόπεδο με τις καμουφλαρισμένες σκηνές του.
Η έξαψη έδωσε νέα φτερά στη μητέρα μου και ούτως ή άλλως ήταν πολύ ευκολότερο να κατεβούμε το λόφο απ' όσο είχαμε κοπιάσει να τον ανεβούμε. Στο κατέβασμα συναντήσαμε μονάχα ένα χωρικό με το μουλάρι του. Όλα γύρω ήσαν ήσυχα, μ' αυτή την τόσο χαρακτηριστική σιγαλιά της εξοχής, την οποία διέκοπταν αραιά και πού οι κρωγμοί των κορακιών. Όταν επιτέλους φθάσαμε στο στρατόπεδο, ήμασταν ξέπνοοι και, όταν ένας αξιωματικός με κουρελιασμένη στολή πλησίασε για να ρωτήσει τι θέλαμε, η μητέρα μου με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να απαντήσει. Του εξήγησε μολαταύτα για ποιο σκοπό είχε έρθει και προς στιγμήν φάνηκε συλλογισμένος, σάμπως κάτι να του θύμιζε αμυδρά το όνομα του πατέρα μου. Παρακάλεσε πολύ ευγενικά τη μητέρα μου να περιμένει λιγάκι ώσπου να πάει να ρωτήσει. Απομακρύνθηκε και, όταν γύρισα κάτι να της πω, είδα έκπληκτος τα μάτια της πλημμυρισμένα με δάκρυα. Μερικά κύλησαν στο πρόσωπό της και είπε:
«Ο καημένος! Είναι τόσο κουρασμένος και ρακένδυτος ... Πρόσεξες τους επιδέσμους στο χέρι και στον ώμο του; Αυτό σημαίνει ότι τραυματίστηκε και θα έπρεπε να είναι στο νοσοκομείο αντί να περιφέρεται σ' αυτό το στρατόπεδο ... »
Και για ένα τρομακτικό λεπτό μού ήρθαν στο νου οι πρώτες λέξεις του τραγουδιού που είχαν πει σαν πήραν τον πατέρα μου στον πόλεμο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 179
«ΕΥ, gaziler ... » - «Αχ, λαβωμένοι ... » έλεγαν κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ακανόνιστα από το φόβο μήπως το θυμόταν κι η μητέρα μου ή μην τυχόν διάβαζε τα λόγια στα μάτια μου.
Σε λίγο είδαμε δυο στρατιώτες να έρχονται προς το μέρος μας και, όταν η μητέρα μου έβγαλε έναν πνιχτό στεναγμό, κράτησα την αναπνοή μου όλο προσμονή.
«Λες να είναι ο πατέρας σου;» είπε με τρεμάμενη φωνή. Άρχισα να τρέχω κατά τους στρατιώτες, αλλά μου φώναξε να γυρίσω.
«Μην πας», είπε. «Κανείς τους δεν είναι ο πατέρας σου». Και ξανακάθησε περιμένοντας να φθάσουν ως εμάς. Η σκο
τει νή κι άψυχη έκφραση του προσώπου της τόνιζε τα ζυγωματικά και διέστελλε τα ρουθούνια της.
Όταν οι στρατιώτες έφθασαν κοντά μας, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για αξιωματικούς, αν και οι στολές τους ήσαν τόσο κουρελιασμένες ώστε δεν θα τους ξεχωρίζαμε από τους στρατιώτες παρά τα διάσημα στις επωμίδες τους.
«Αλή μπέη!» φώναξε η μητέρα μου στον έναν αξιωματικό, ο οποίος τη χαιρέτησε κοκκινίζοντας με κάποιου είδους συγκίνηση για την οποία δεν έμελλε να μάθω ποτέ. Τον κοίταξα παραξενεμένος κι αναρωτήθηκα ποιος μπορεί να ήταν και από πού τον γνώριζε η μητέρα μου.
Ρώτησε ανυπόμονα τι νέα είχε από τον πατέρα μου. Εκείνος την κοίταξε αβέβαια, θαρρείς και στάθμιζε κατά πόσο θα άντεχε το χτύπημα, κι έπειτα είπε αργά:
«Τον αφήσαμε στα χέρια του Θεού εδώ και πολύ καιρό ... » και δεν συνέχισε, διερωτώμενος τι άλλο θα μπορούσε να της πει.
Μολονότι ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί τόσο ωχρό το πρόσωπό της, είπε με αιφνίδια αδημονία:
«Λοιπόν; Συνεχίστε! Θέλω να μάθω ό,τι έχετε να μου πείτε». Έπειτα ο Αλή, ο οποίος ήταν λοχαγός, άνοιξε τη συζήτηση για
να της ιστορήσει τα εξής: Ενώ όδευαν προς τα Δαρδανέλια, ο πατέρας μου υπέφερε ήδη
αφάνταστα από τα πληγιασμένα πόδια του. Έπρεπε να πεζοπορεί νυχθημερόν· τα πόδια του είχαν αρχίσει να πρήζονται, και στο τέ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
180 /ρφάν Οργκά
λος αναγκάστηκαν να του βγάλουν τις σκισμένες αρβύλες. Βρήκαν και τα δυο του πόδια κακοφορμισμένα ως τους αστραγάλους και βουτηγμένα σε νωπό άλικο αίμα. Τον είχαν αφήσει στην άκρη του δρόμου, όπως συνηθιζόταν, και είχαν φωνάξει προς τις παραπίσω γραμμές των στρατιωτών ότι ένας πληγωμένος κειτόταν κάτω από ένα δέντρο. Κάποια στιγμή το μήνυμα θα έφθανε στα μετόπισθεν του σχηματισμού, όπου προχωρούσε ένα βραδυκίνητο κάρο, που το έσερναν άλογα, ακριβώς για να μαζεύει τους αρρώστους και τους τραυματίες. λλλά αν το κάρο ήταν ήδη τίγκα από όλους τους άλλους άρρωστους στρατιώτες οι οποίοι είχαν καταρρεύσει καθ' οδόν; Α, σ' αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος εξακολουθούσε να κείται στην άκρη του δρόμου κάτω απ' τον εκτυφλωτικό ήλιο και περίμενε την επόμενη φουρνιά οδοιπορούντων στρατιωτών να ξαναπιάσουν τη γνωστή κραυγή ότι ένας άνθρωπος κειτόταν πληγωμένος κάτω από τα δέντρα στην άκρη ενός άξενου δρόμου. Η κραυγή θα διέτρεχε τις αποκαμωμένες γραμμές, όλο και πιο πίσω, αλλά, όταν πια το κάρο για τους τραυματίες θα έφθανε στο σημείο εκείνο, ο άνδρας ίσως να ήταν νεκρός και δεν είχε πια νόημα να κουβαλά κανείς έναν πεθαμένο τη στιγμή που υπήρχαν τόσοι ζωντανοί οι οποίοι μπορεί ακόμα να σώζονταν. Αλλά φυσικά ο λοχαγός λλή έσπευσε να διαβεβαιώσει τη μητέρα μου ότι ο πατέρας μου περισυνελέγη και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο κάποιας στρατιωτικής βάσης - όπου και πέθανε.
Όσο της έλεγε όλα αυτά τα δυσάρεστα, το χλομό του πρόσωπο συσπάτο και τα μάτια του απέφευγαν να συναντήσουν τα δικά της γιατί πώς να πει σ' αυτή την κάτωχρη θαρραλέα γυναίκα ότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος ήξερε πού είχε πεθάνει ο σύζυγός της; Εκείνη όμως επέμεινε να υποστεί όλη αυτή την άσκοπη αγωνία απαιτώντας να μάθει το όνομα του νοσοκομείου λες κι ο νεαρός λοχαγός θα μπορούσε να της το πει έστω κι αν το ήξερε. Έδειξε απέραντη υπομονή· στεκόταν αλύγιστος, σε στάση προσοχής, και τη βεβαίωνε πως είχε γίνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Στο τέλος αρκέστηκε αναγκαστικά σ' αυτά διότι δεν είχε πια τίποτα άλλο να της πει. Κι έτσι εκείνη τον ευχαρίστησε κι εκείνος τη χαιρέτησε στρατιωτικά, όπως θα είχαν κάνει μεταξύ τους δύο γενναί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 181
οι στρατιώτες, με πήρε από το χέρι κι αρχίσαμε τη μακριά, κοπιαστική πεζοπορία προς το σταθμό.
Δεν μου είπε κουβέντα, μόνο περπατούσε σαν κουρδισμένη, δίχως να επιβραδύνει ή ν' αλλάζει στιγμή το βηματισμό της, κι ας ένιωθα τα μικρά μου πόδια να μη με βαστάνε άλλο. Την παρακάλεσα να καθήσουμε, να με αφήσει να ξεκουραστώ, κλαίγοντας από την κούραση και το κρύο, γιατί είχε συννεφιάσει, και όλα τα σημάδια της άνοιξης είχαν χαθεί από τον αιθέρα. Παραπάτησα και πιάστηκα από τη φούστα της. Με κοίταξε σαν να μη με αναγνώριζε, σαν να την είχα φέρει πίσω από κάποιο μέρος μακρινό, κι έκλαιγα όλο και πιο πικρά για τούτη την καινούργια μοναξιά. Έπειτα είδα μια σπίθα ζωής στα σβησμένα μάτια της. Μ' έσφιξε πάνω της και κάθησε μαζί μου σ' ένα χαντάκι.
«Καημένο, κουρασμένο αγόρι!» έλεγε και ξανάλεγε, σαν να μην ήξερε άλλες λέξεις ή σαν αυτή η επανάληψη να μέρευε κάποια άλλη ανάμνηση, που παραμόνευε πάνω-πάνω στο μυαλό της κι αρνιόταν να καταχωνιαστεί βαθιά, μαζί με όλες εκείνες τις άλλες θύμησες που δεν μπορούσε να θωρήσει επειδή ήσαν ακόμα πολύ πρόσφατες.
Με αγκάλιασε και επαναλάμβανε την ασυνάρτητη επωδό της, τρομάζοντάς με απερίγραπτα γιατί τα μπράτσα της δεν παρείχαν καμιά ασφάλεια κι η φωνή της καμιά παρηγοριά και δεν ήξερα αν μιλούσε σ' εμένα ή σε κάποιο απείκασμα του πατέρα μου, που τον κρατούσε νανουρίζοντάς τον στα άδεια χέρια της.
Αφότου επιστρέψαμε, ο κρύος αγέρας της δυσφορίας έπνευσε σ' όλο μας το σπίτι. Η μητέρα μου έγινε σχεδόν απρόσιτη και σκληρή, έτσι όπως δεν την είχαμε ξαναδεί ποτέ έως τότε. Μπροστά σε τόση ψυχρότητα κι ασυγκινησία η γιαγιά μου ξέχασε τη μουρμούρα της και περπατούσε στα νύχια. Η μνήμη φτερουγίζει πίσω σ' εκείνες τις μέρες για να ξανανιώσει την απαλή ανάσα του φόβου στα μάγουλα, να αισθανθεί τον πάγο να ζώνει αργά την καρδιά και την πουπουλένια, σχεδόν ανεπαίσθητη ανασφάλεια που φώλιαζε σιγά-σιγά σ' ένα παιδί. Το μάτι μου έπιανε τη μητέρα μου να κάθεται άπραγη στην κουζίνα έχοντας αφήσει τη δουλειά της στη
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
182 /ρφάν Οργκά
μέση ή να κοιτάζει επίμονα κάποιο μισοτελειωμένο κέντημα στα χέρια της, ενώ το πρόσωπό της φανέρωνε έκπληξη για το πώς γινόταν να κρατά κάτι που δεν θυμόταν να έχει πάρει. Στο βλέμμα της πλανιόταν μια ήρεμη θαμπάδα, αλλά μια τραχιά σκιά διέσχιζε πότε-πότε φευγαλέα το πρόσωπό της σκοτίζοντάς της το λογικό, παρότι το μυαλό ενός παιδιού δεν θα το εξέφραζε έτσι. Το παιδί αντιλαμβανόταν μονάχα την αλλοκοτιά κι η μητέρα μου δεν αναδυόταν από τις ονειροπολήσεις του παρελθόντος ούτε όταν τα παι-
'.
διά της της τραβούσαν τα χέρια κι οι φωνές τους τρυπούσαν το κρανίο της. Αποτραβήχτηκε από τους πάντες καθόταν σιωπηλή για μεγάλα χρονικά διαστήματα κι έγινε παράξενη, αλλόκοτη κι αφηρημένη. Ο φόβος άνθησε στο μικρό σπίτι όπως το συνηθίζει, με τυφλό, παράλογο τρόπο. Ό,τι κι αν έκανε το έκανε με την ανάλγητη ακρίβεια ενός αυτόματου. Δεν την ακούσαμε ποτέ να μνημονεύει το όνομα του πατέρα μου ή να διερωτάται για το μέλλον. Η γιαγιά μου προσπαθούσε να την ανασύρει από αυτή τη ληθαργική κατάσταση υποδεικνύοντάς της με ηθελημένη βαναυσότητα ότι έπρεπε να πάει στο υπουργείο Στρατιωτικών και να μάθει ό,τι μπορούσε για τον πατέρα μου. Η μητέρα μου την κοιτούσε τότε με το θολό της βλέμμα κι αντιλαμβανόταν κανείς πόσο δύσκολο της ήταν να επικεντρώσει την προσοχή της σε ό,τι της έλεγαν. Έπειτα γύριζε το κεφάλι από την άλλη λέγοντας οξύθυμα πως δεν επιθυμούσε να το συζητήσει, και η γιαγιά μου υποχωρούσε, ηττημένη κι ανήμπορη, μπροστά στην αδιαλλαξία της.
Περίπου εκείνη την εποχή η γιαγιά μου κουφάθηκε σχεδόν τελείως και τα πυκνά σκούρα μαλλιά της άρχισαν να γκριζάρουν ολοένα και να πέφτουν. Η σήψη και η παρακμή παγιώνονταν παντού.
Βεβαίως ήρθε κάποτε η μέρα που η μητέρα μου φάνηκε να ξεπερνά τη νοσηρότητά της το βλέμμα της έδειξε να ζωντανεύει πάλι κι άρχισε να ενδιαφέρεται για τους γύρω της. Όσο απαθής ήταν προηγουμένως, τόσο ξεχείλιζε από ενέργεια τώρα, σάμπως να την είχε αναζωογονήσει η παρατεταμένη θλίψη. Έκανε λόγο για το υπουργείο Στρατιωτικών και, όταν πήρε την απόφασή της, ανυπομονούσε να ξεκινήσει αμέσως. Μας άφησε στη γιαγιά μου, η οποία έμοιαζε πια σκυφτή και γερασμένη, μουρμούριζε σχεδόν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 183
ολημερίς πάνω απ' το Κοράνι και μοίραζε με φειδώ χρήματα από το μεταλλικό της μπαούλο χωρίς γκρίνια και διαμαρτυρίες. Την ημέρα που η μητέρα μου πήγε στο υπουργείο, κάθησε στο σαλόνι διαβάζοντας το Κοράνι και μονολογώντας με δυνατή, κλαψιάρικη φωνή αφού ήταν τόσο βαρήκοη που δεν συνειδητοποιούσε ότι μιλούσε φωναχτά. Μας είχε θερίσει η πείνα όταν επέστρεψε η μητέρα μου διότι η γιαγιά μου δεν εννοούσε να την αποσπάσουν από τις προσευχές της για να ετοιμάσει φαγητό.
Η μητέρα μου φαινόταν κουρασμένη κι έτριξε οργισμένη τα δόντια όταν είδε πως δεν της είχαν ετοιμάσει τίποτα. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα ενώ ο Μεχμέτ κι εγώ γυρίζαμε σαν σβούρες στα πόδια της από τη διέγερση και η ωραία μυρωδιά που ανέδιδε αυτό που μαγείρευε έκανε τα σάλια μας να τρέχουν και την κοιλιά μας να γουργουρίζει. Ήταν ασυνήθιστα υπομονετική μαζί μας και παρέβλεπε ότι τσιμπολογούσαμε άπληστα τη φρέσκια, τραγανή κόρα του ψωμιού που είχε φέρει. Όταν όλα ήσαν έτοιμα, μας είπε να φωνάξουμε τη γιαγιά μου οπότε ουρλιάξαμε από τη βάση της σκάλας κι εκείνη άφησε απρόθυμα το Κοράνι της κατά μέρος και κατέβηκε να φάει.
Η μητέρα μου μας διηγήθηκε τη μέρα της. Στο υπουργείο Στρατιωτικών συνωστίζονταν κι άλλες μαυροφορεμένες, ανήσυχες γυναίκες ζητώντας να μάθουν για τους άνδρες τους. Ζαλισμένοι λειτουργοί είχαν μουγκρίσει ότι δεν μπορούσαν να δώσουν πληροφορίες και είχαν αποπειραθεί να αποκαταστήσουν το νόμο, την τάξη και την αξιοπρέπεια της υπηρεσίας. Αλλά εκείνη την ημέρα αυτό θα είχε απαιτήσει ηράκλεια δύναμη, περισσότερη απ' όση διέθεταν οι λιγοστοί υπάλληλοι, κι ένας τους είχε πάει να φέρει ενισχύσεις. Η μητέρα μου είχε σταθεί επί ώρες σ' εκείνη τη δυσώδη, οργισμένη ουρά του πλήθους για να μάθει εντέλει πως ό,τι της είχε πει ο λοχαγός Αλή στο Γιεσίλκισ"ί ήταν αλήθεια. Οι καταχωρίσεις έδειχναν ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός εδώ και πολλούς μήνες. Η μητέρα μου είχε ρωτήσει δειλά πού είχε πεθάνει, κι ο υπάλληλος ο οποίος ασχολούνταν μαζί της την είχε αποπάρει λέγοντας ότι δεν μπορούσε να ξέρει τα πάντα. Ασφαλώς θα της αρκούσε να γνωρίζει πως ο άνδρας της ήταν νεκρός.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
184 Ιρφάν Οργκά
«Μα είσαι βέβαιος;» ικέτευσε η μητέρα μου, ανίσχυρη μπροστά σε τέτοια απερίφραστη, απαθή σκαιότητα. «Δεν έχω λάβει καμιά επιβεβαίωσή σας. Γιατί δεν με ειδοποιήσατε νωρίτερα παρά χρειάστηκε να έρθω εδώ;»
Ο υπάλληλος την είχε αντισκόψει απότομα λέγοντας: «Χανίμ, ο άντρας σου πέθανε και με τόσους νεκρούς κι ετοι
μοθάνατους δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς την απαίτηση να το ανακοινώνουμε σ' όλους!»
Η μητέρα μου μας είπε ότι είχε μιλήσει με μεγάλη αυθάδεια λες κι εκείνη κι όλες οι άλλες δυστυχισμένες που περίμεναν εκεί να ήσαν κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνες για το θάνατο των ανδρών τους, δημιουργώντας ως εκ τούτου ένα σωρό περιττούς μπελάδες στον ιπποτικό νεαρό.
Είχε θελήσει να τον ρωτήσει κάτι ακόμα, αλλά την είχε προλάβει, κλείνοντάς της κατάμουτρα την ξύλινη θυρίδα ώστε να την αναγκάσει να αποχωρήσει. Μας είπε ότι συμπεριφέρονταν το ίδιο σε όλες τις γυναίκες γύρω της. Κλαίγοντας, οδυρόμενες, ικετεύοντας για πληροφορίες, γριές και νέες με μωρά απωθούνταν με αγένεια από τις θυρίδες. Και τότε μια γυναίκα, η οποία είχε εξαντλήσει κάθε όριο υπομονής, άρχισε να βρίζει κρατώντας το ξαφνιασμένο μωρό της πάνω από το κεφάλι της.
«Σκυλιά», είχε φωνάξει με παραφορά. «ο άνδρας μου άφησε πέντε παιδιά πίσω του και μια μάνα να συντηρήσω. Εσείς θα τους συντηρήσετε, ελεεινά γεννήματα σκύλας; Μπας και σας ζήτησε ο άνδρας μου να τον πάρετε από τη δουλειά και την οικογένειά του για να πολεμήσει γι' ανθρώπους σαν εσάς; Μήπως εσείς θα μας δώσετε φαΙ για να γεμίσουμε τα πεινασμένα μας στομάχια; Τι σας νοιάζει αν τριγυρνάμε πεινασμένες και γυμνές, αν μας προσβάλλουν ξένοι άνδρες στο δρόμο ή αν τα παιδιά μας πεθαίνουν απ' τις αρρώστιες και την ασιτία; Οι άνδρες μας πέθαναν για να σώσουν τη χώρα μας και τώρα κάτι καθάρματα σαν εσάς μας κοπανάνε τα παραθυράκια στη μούρη επειδή ζητάμε να μάθουμε νέα ... »
Οι αστυνόμοι την πήραν σηκωτή και την έσυραν έξω από το κτίριο ενώ συνέχιζε να φωνάζει και να βρίζει. Όσο η μητέρα μου διηγούνταν ξανά την ιστορία της, φούντωνε από την αδικία που
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 185
είχε διαπραχθεί σε βάρος εκείνης της γυναίκας και όλων των γυναικών της Τουρκίας.
«Δίκιο είχε, δίκιο!» επέμενε με πάθος βλέποντας το περιφρονητικό ύφος της γιαγιάς μου. «Και δεν ήταν καμιά του δρόμου ούτε θα είχε πει ποτέ όσα είπε αν δεν την είχαν προκαλέσει. Δεν επιζητήσαμε αυτό τον πόλεμο. Ο καημένος, σοφός Χουσνού μου είχε δίκιο όταν είπε κάποτε ότι η οίηση μιας χούφτας ανθρώπων μπορούσε να καταστρέψει τη χώρα μας».
Άρχισε να κλαίει πικρά ενώ η γιαγιά μου αναδευόταν ανήσυχα στην καρέκλα της. Ήταν τόσο κουφή ώστε είχε ακούσει μόνο ένα μέρος από τα λόγια της μητέρας μου και δεν ήξερε τι να κάνει για να την παρηγορήσει.
Η μητέρα μου σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τη γιαγιά μου. «Αν δεν είχαμε τα χρήματά σας», είπε, «δεν θα είχαμε μπορέ
σει να επιβιώσουμε. Υπάρχουν χιλιάδες που δεν έχουν τίποτα. Το κράτος συνεχίζει να τους αγνοεί και τους αφήνει να πεθαίνουν στο δρόμο. Γι' αυτό πήγαν να πολεμήσουν οι άνδρες μας; Γι' αυτό με άφησε ο σύζυγός μου; Αν υπάρχει Θεός εκεί ψηλά, οφείλει να δείξει οίκτο για τις χήρες και τα ορφανά που άφησαν πίσω τους! Αν υπάρχει Θεός εκεί ψηλά!»
Τα μισοαχρηστευμένα αυτιά της γιαγιάς μου είχαν πιάσει μερικές από τις τελευταίες λέξεις και το σκαμμένο της πρόσωπο ζάρωσε από οδύνη.
«Μη!» διαμαρτυρήθηκε ήπια. «Μη μιλάς έτσι για τον Θεό γιατί θα τιμωρηθείς, παιδί μου. Δεν είναι σωστό να αμφισβητούμε όσα κάνει».
«Α!» είπε η μητέρα μου με αποστροφή. «Εκείνος θα μας ταΙσει, μητέρα; Μήπως θα κατέβει από τον ουρανό Του για να γεμίσει τα πεινασμένα στομάχια των παιδιών μου;»
Η γιαγιά μου αγωνίστηκε με αξιολύπητο τρόπο για να πιάσει τις οργισμένες λέξεις και κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
«Μη, μη!» επανέλαβε. «Δεν είναι σωστό να μιλάς έτσι. Δεν έχεις τιμωρηθεί αρκετά; Θέλεις να δεις τα παιδιά σου να πέφτουν νεκρά ή να τυφλώνονται μπροστά στα μάτια σου;»
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
186 Ιρφάν Οργκά
Τα φρικτά της λόγια μάς έκαναν ν' ανατριχιάσουμε από τρόμο. Η μητέρα μου της είπε:
«Γεράσατε, μητέρα. Δεν θα καταλάβετε ποτέ τι σημαίνει να χάνεις νέα το σύζυγό σου, να ξέρεις πως ποτέ πια δεν θα μπορέσεις να πλαγιάσεις δίπλα του στο τέλος της ημέρας ή να αισθανθείς το ζεστό του σώμα κοντά στην πλάτη σου. Οι μέρες σας τελείωσαν και χάσατε τους συζύγους σας όταν όλο σας το πάθος είχε εξανεμισθεί προ πολλού. Μα εγώ έχασα τον δικό μου προτού το σώμα μου προφθάσει να μαραθεί. Όλοι οι νέοι και γενναίοι πεθαίνουν' έχουν μείνει μόνο γυναίκες κι ανυπεράσπιστα παιδιά, ενώ ο καλός σουλτάνος μας μένει κλεισμένος στο σεράι του αποτιμώντας την αξία ενός άνδρα σε χρήμα και θα μου δίνει ενενήντα εννέα κουρούς το μήνα να με αποζημιώσει για το χαμό του συζύγου μου, του συζύγου μου που ήταν νέος και δυνατός και τώρα σαπίζει σε κάποιον τάφο, ο οποίος δεν ξέρουμε πού βρίσκεται. Ενενήντα εννέα κουρούς!»
«Τι είναι τα ενενήντα εννέα κουρούς;» ρώτησε η γιαγιά μου βροντοφωνάζοντας τόσο πάνω στην αγωνία της που ο Μεχμέτ κι εγώ αλαφιαστήκαμε.
, «Η σύνταξη που θα πάρω για μένα και τα τρία μου παιδιά», αποκρίθηκε η μητέρα μου.
'
«Σύνταξη;» απόρησε η γιαγιά μου χωρίς, νομίζω, να κατανοεί τίποτα πλήρως, αλλά πασχίζοντας να φανεί έξυπνη στην παθιασμένη νεαρή γυναίκα που καθόταν αντίκρυ της στο τραπέζι.
Η μητέρα μου επιστράτευσε όλη της την υπομονή για να εξηγήσει.
«Η σύνταξη είναι χρήματα τα οποία παίρνεις από το κράτος αν έχεις χάσει το σύζυγό σου στον πόλεμο. Αποφάσισαν να μου δώσουν ενενήντα εννέα κουρούς διότι τόση ήταν όλη κι όλη η αξία που είχε ο Χουσνού γι' αυτούς. Ο Αχμέτ είναι νεκρός, η Αίσέ το ίδιο - και σε λίγο το Σαρίγιερ θα έχει ξεθωριάσει και ως ανάμνηση. Τα παιδιά μου μεγαλώνουν και πρέπει να τραφούν κι αυτά κι εσείς, κι εγώ κρατιέμαι στη ζωή επειδή ορισμένες φορές είναι ευκολότερο να ζήσει κανείς παρά να πεθάνει. Το ψωμί κοστίζει πενήντα κουρούς το κιλό και μας αρκεί για μία μέρα, δύο αν πει-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 187
νάσουμε, και σήμερα κάποιος στο Δημόσιο Ταμείο με συνεχάρη επειδή έδωσα έναν άνδρα στον πόλεμο. ''Ο Θεός σάς ευλόγησε", είπε, ''ο σύζυγός σας πέθανε σεχίτ (υπέρ πατρίδος) και η θέση του είναι στους ουρανούς - και τc6ρα, υπογράψτε, παρακαλώ, εδώ αν έχετε την καλοσύνη ... " και μου έδωσε το χαρτί που έλεγε ότι δεχόμουν να λάβω ενενήντα εννέα κουρούς για το σύζυγό μου».
Η οργισμένη φωνή της ράγισε κι απόμεινε να κοιτάζει το κενό, με βλέμμα γεμάτο από τα θλιβερότερα οράματα και, περιέργως, αλλά με τρόπο που δεν προκαλούσε φόβο, έχοντας λησμονήσει την οικογένεια γύρω της. Η γιαγιά μου ρούφηξε θορυβωδώς τη σούπα της, αλλά δεν είπε λέξη γιατί η κώφωσή της την κρατούσε σε κάποια απόσταση από τη ζωή και δεν μπορούσε πάντα να παρακολουθεί την όλο κομπιάσματα ομιλία της μητέρας μου.
Συνόδευσα τη μητέρα μου, την πρώτη φορά που πήγε να εισπράξει τη σύνταξή της, στο οίκημα όπου στεγάζεται σήμερα το Κολέγιο της Ισταμπούλ. Παντού συνωθούνταν γυναίκες που έσπρωχναν και φώναζαν, κι οι ουρές έφθαναν ως πέρα στο δρόμο. Βέβαια δεν ήσαν οι εύτακτες, πειθαρχημένες ουρές τις οποίες τόσο καλά επρόκειτο να γνωρίσω στην εμπόλεμη Αγγλία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ουδεμία σχέση! Αυτές οι ουρές μετά δυσκολίας θα μπορούσαν να aπoκληθoύν έτσι, δεδομένου ότι ως επί το πλείστον τις αποτελούσαν γυναίκες οι οποίες έβριζαν και καταριούνταν η μία την άλλη στριγκλίζοντας, διαγκωνίζονταν και έστηναν τρικούβερτους καβγάδες με τους χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν προς στιγμήν επιχειρήσει να επιβάλουν κάποια τάξη στα πλήθη. Ωστόσο σύσσωμες οι γυναίκες παραήσαν πολλές για τους ζαπτιέδες κι έτσι τις άφησαν να τα βγάλουν πέρα μονάχες με τις συμπλοκές τους.
Εμείς περιμέναμε τη σειρά μας, αλλά η μητέρα μου δεν χαριζόταν- άμα κάποιος αποπειράτο να της πάρει τη θέση, τον προσέβαλλε τόσο φαρμακερά ώστε ο επιτιθέμενος υποχρεωνόταν σε αναδίπλωση. Η παγερή, άτεγκτη συμπεριφορά της δεν άφηνε περιθώρια για καμία παρείσφρηση και τη θαύμασα που ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι σ' αυτές τις άξεστες γυναίκες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 88 Ιρφάν Οργκά
Όταν φθάσαμε στη θυρίδα του ταμείου, πήρε τα χρήματα και μου τα έδωσε λέγοντάς μου ν' αγοράσω σταφίδες.
Ο υπάλληλος είπε ξερά: «Το κράτος σού δίνει αυτά τα χρήματα για τρόφιμα, αδελφή,
κι όχι για να τα δίνεις χαρτζιλίκι στα παιδιά σου. Ή είσαι τόσο πλούσια που δεν τα έχεις ανάγκη;»
Η μητέρα μου στράφηκε αγριεμένη προς το μέρος του υπαλλήλου, επιστρέφοντας ξανά στη θυρίδα όπου καθόταν και παραμερίζοντας μια γυναίκα που περίμενε τα χρήματά της.
«Δουλειά σου», είπε η μητέρα μου με εντυπωσιακό αυτοέλεγχο, «είναι να εξυπηρετείς τους ανθρώπους που έρχονται εδώ κι όχι να τους δίνεις συμβουλές διότι δεν τις χρειαζόμαστε» - μια επευφημία υψώθηκε από τις άλλες γυναίκες. «Διερωτώμαι πόσα σου δίνει το μήνα ο χουβαρντάς ο σουλτάνος σου. Φθάνουν για να θρέψεις καλά την οικογένειά σου; Δεν νομίζω γιατί η φορεσιά σου, κι ο Θεός να σε βοηθήσει, αποτελεί όνειδος και το ισχνό σώμα σου μοιάζει τόσο εξασθενημένο ώστε δεν είναι ν' απορεί κανείς που δεν σ' έστειλαν να πολεμήσεις τους Εγγλέζους. Αν δίνω στο γιο μου τα χρήματα που παίρνω από δω για γλυκίσματα, τότε σημαίνει ότι τόση αξία τους δίνω. Ήρθα εδώ για να εισπράξω μια σύνταξη κι όχι για ν' ακούσω συμβουλές που κανείς δεν σου ζήτησε».
«Θα ζητήσω να σας συλλάβουν .. . » είπε φτύνοντας σάλια και κατακόκκινος ο νεαρός. Μου λύθηκαν τα γόνατα από την τρομάρα σαν σκέφθηκα ότι ίσως πραγματοποιούσε την απειλή του.
Και η καθαρή φωνή της μητέρας μου ήχησε προκλητική: «Για κάνε πως βάζεις να με συλλάβουν!» Οι φωνές των υπόλοιπων γυναικών υψώθηκαν απειλητικά όταν
είδαν να έρχονται δυο ζαπτιέδες, οι οποίοι όμως έμειναν παράμερα αφού δεν ήσαν τόσο θαρραλέοι ώστε να διασχίσουν το οργισμένο, γρονθοκοπούμενο στίφος και ν' απλώσουν τα χέρια τους στη μητέρα μου.
Οι γυναίκες φώναξαν βραχνά: «Καλά τα είπες, αδελφή!» Και την κύκλωσαν προστατευτικά, έτοιμες να την υπερασπι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 1 89
σθούν αν οι ζαπτιέδες παραπλησίαζαν. Στάθηκε αγέρωχη, κοιτώντας τους διστακτικούς χωροφύλακες, αλλά εκείνοι δεν κινήθηκαν προς το μέρος της. Διέσχισε τις σειρές των γυναικών με το κεφάλι ακόμα ψηλά. Μερικές της έπιαναν το μανίκι, καθώς περνούσε, και φώναζαν:
«ο Θεός να σ' έχει καλά, χανίμ εφέντη» . Και οι ζαπτιέδες δεν επιχείρησαν να την αγγίξουν παρότι τα
λόγια που είχε ξεστομίσει εκείνο το πρωί επέσυραν κατηγορία προδοσίας στην παλαιά Τουρκία.
Ύστερα από εκείνο το επεισόδιο δεν ξαναπήγε ποτέ να εισπράξει την πενιχρή σύνταξη, εμένα όμως με άφηνε επειδή αγόραζα καρύδια ή σταφίδες για τον Μεχμέτ και τον εαυτό μου. Μα ένα πρωί είχα κι εγώ επίσης μια αλησμόνητη εμπειρία και έπειτα απ' αυτό η σύνταξη έμεινε στα αζήτητα αφού κανείς μας δεν μΠ11κε στον κόπο να τη διεκδικήσει.
Την τελευταία φορά το μπουλούκι ήταν πολυπληθέστερο από κάθε άλλη φορά και περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου. Παρότι απομακρύνονταν πολλοί από τις θυρίδες, έμπαιναν τόσοι στον προθάλαμο που φαινόταν ότι δεν θα ερχόταν ποτέ η σειρά μου να εισπράξω τα χρήματα. Κατέπνιξα το φόβο μου για τις εξαγριωμένες γυναίκες και σφηνώθηκα ανάμεσά τους, περπατώντας καμιά φορά στα τέσσερα κάτω από τα πόδια τους και αψηφώντας τις απειλές θυμωμένων ανδρών, ώσπου κατάφερα να πλησιάσω μια θυρίδα. Πίσω μου βρισκόταν ένας ψηλός άνδρας, ο οποίος, βλέποντας ότι ήμουν μια σταλιά και δεν έφθανα στην προεξοχή της θυρίδας, για να δώσω το βιβλιάριο της σύνταξης, με σήκωσε ψηλά. Κατόπιν προς μεγάλη μου αμηχανία έχωσε γρήγορα-γρήγορα τα δάχτυλά του στον καβάλο του κοντού παντελονιού μου. Χτυπιόμουν και φώναζα σαν δαιμονισμένος. Καθώς κλοτσούσα στον αέρα, τα πόδια μου χτύπησαν στο πλάι του κεφαλιού μια νέα γυναίκα, η οποία με ξύλισε οργισμένη. Ο άνδρας που με κρατούσε συνέχιζε τις εξερευνήσεις του ενώ εγώ στρίγκλιζα μανιασμένα και προσπαθούσα να τον χτυπήσω στα τυφλά. Ένα ανησυχαστικό μουρμουρητό διέτρεξε το πλήθος και πάλεψα να ελευθερωθώ, πράγμα εύκολο πλέον αφού ο άνδρας σχεδόν με είχε αφήσει. Πα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
190 /ρφάνΟργκά
ραλίγο να σκάσω καταγής, πληγωμένος και σαστισμένος για το
πώς ήταν δυνατόν να θέλει κανείς να κάνει τέτοια πράγματα, και
τράπηκα σε φυγή μέσα στο πλήθος ξεχνώντας το βιβλιάριο της
σύνταξης.
Έτρεξα στο σπίτι όσο πιο γρήγορα με βαστούσαν τα πόδια
μου, αν κι έτρεμαν τόσο ώστε δεν νομίζω ότι στην πραγματικότη
τα σημείωσα μεγάλες προόδους. Όταν έφθασα, διηγήθηκα με
λυγμούς όλη την ιστορία στην κατάπληκτη μητέρα μου κι είδα τα
χείλη της να σφίγγονται. Κατόπιν με πρόσταξε να πλυθώ και να
μην πω κουβέντα γι' αυτό στον Μεχμέτ.
Αργότερα μου εξήγησε:
«Όταν μεγαλώσεις, θα σου μιλήσω για όλα αυτά γιατί τώρα
είμαι πατέρας και μητέρα σου. Να θυμάσαι όμως πάντα ότι για
ορισμένους άνδρες τα αγόρια έχουν μεγαλύτερη αξία από τα κορί
τσια και ιδίως όταν πρόκειται για όμορφα αγόρια σαν εσένα».
Δεν είπε τίποτα άλλο, μονάχα πρόσθεσε ότι έπρεπε να προ
σπαθήσω να σβήσω από το μυαλό μου αυτή την ημέρα.
Μα ήταν δύσκολο να διαγράψω αυτή την ανάμνηση. Η ταραχή
μου ήταν τόσο έντονη ώστε πολλές μέρες αργότερα απομακρυνό
μουν βολίδα απ' όποιον άνδρα απαντούσα. Η καχυποψία μου δια
τηρήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια των παιδικών και των νεανικών
μου χρόνων και όλοι οι άνδρες αποτελούσαν οιονεί κίνδυνο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 4
Η φτώχει α παζα ρ ε ύει
Η ΠΑΠΑ ΜΟΥ ΓΕΡΝΟΥΣΕ ΓΡΗΓΟΡΑ. Εξακολουθούσε να διαβάζει καθημερινά το Κοράνι και εσχάτως είχε αρχίσει να κατηγορεί τη μητέ
ρα μου ότι επιχειρούσε να βρει νέο σύζυγο. Μουρμούριζε ότι κανείς δεν την ήθελε πλέον, ότι τα χρήματά της θα σώνονταν σε λίγο και, μόλις η μητέρα μου παντρευόταν πάλι, δεν θα της επέτρεπε να ξαναδεί τα εγγόνια της. Είχε βυθιστεί αυτάρεσκα στη μεμψιμοιρία, αρνούμενη να ακούσει τη μητέρα μου όταν της εξηγούσε ότι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να ξαναπαντρευτεί. Διαλαλούσε τα πάντα με τη βροντερή φωνή της ώστε ν' ακουστεί
σ' όλη τη γειτονιά. Μια μέρα ούρλιαξε στη χήρα, που περνούσε απέξω, ν' ανέβει για ένα καφεδάκι και να της εξιστορήσει όλα της τα βάσανα. Η καλόψυχη χήρα ξέχασε πόσες φορές την είχε κάνει έναν παρά η γιαγιά μου και δήλωσε πρόθυμη να πιε ι καφέ. Μπήκε στο σπίτι λέγοντας ότι μόνο εδώ έπινε καλό καφέ.
«Πού βρίσκετε ζάχαρη . . . » αναστέναξε, αλλά η γιαγιά μου δεν τη διαφώτισε και εν πάση περιπτώσει το πιθανότερο είναι ότι άκουγε αποσπάσματα μόνο της όλης συζήτησης.
Τον καφέ τον έψησε η χήρα, μολονότι ήταν μουσαφίρισσα, ενώ
η γιαγιά μου βρυχιόταν δίνοντάς της οδηγίες σχεδόν απνευστί και επιμένοντας ότι έπρεπε να βγουν τα καλύτερα φλιτζάνια. Λίαν συντόμως όλος ο μαχαλάς ήξερε ότι στο σπίτι μας ψήναμε καφέ και εξίσου συντόμως επρόκειτο να ακούσει ότι η οικογένεια ουσιαστικά βρισκόταν σε έσχατη .ένδεια.
Έριξαν κι άλλα ξύλα στη μεγάλη λευκή θερμάστρα κι έσυραν κοντά τις πολυθρόνες τους. Περιφερόμουν δίβουλος στο βάθος και, αφού δεν με πήραν χαμπάρι, κάθησα τελικά κάτω, στο απαλό ζεστό χαλί. Η χήρα ήταν ενθουσιασμένη με την καλή της τύχη και
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
1 92 /ρφάν Οργκά
δεν έδειχνε καμία διάθεση να εγκαταλείψει αυτό το βολικό δωμάτιο. Η γιαγιά μου έπιασε να της λέει ότι τα λεφτά μας είχαν σωθεί, αλλά η χήρα δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός καθότι η ίδια μόνο έλλειψη χρημάτων είχε γνωρίσει στη ζωή της. Όταν επιτέλους βρήκε μια ευκαιρία να μιλήσει, είπε εύθυμα:
«Μα έχετε ραπτομηχανή, χανίμ εφέντη, και με μια ραπτομηχανή δεν θα πεινάσετε ποτέ. Εγώ με μια τέτοια έχω φάει ψωμί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια!»
«Σαχλαμάρες», είπε η γιαγιά μου . · «Πώς είναι δυνατόν να μάθω ραπτομηχανή στην ηλικία μου;»
«Κι η νύφη σας;» ξεφώνισε η χήρα πλησιάζοντας κοντύτερα στη φωτιά, που σπιθοβολούσε.
«Η Σεβκιγιέ;» ρώτησε η γιαγιά μου εμβρόντητη. «Αφού είναι εξίσου ανίκανη με μένα!»
«Μπα, δεν είναι» , αντιμίλησε η χήρα. «Δεν είδατε πόσο γρήγορα έμαθε να φτιάχνει τα ρούχα των παιδιών;»
«Ναι» , είπε η γιαγιά μου συλλογισμένη. «Βεβαίως κάνει έξοχα κεντήματα . . . »
«Κεντήματα! » χλιμίντρισε η χήρα με ύψιστη περιφρόνηση. «Αυτά είναι άχρηστα πια σήμερα, χανίμ εφέντη . Αλλά το ράψιμο στη μηχανή . . . εκεί αλλάζει. Ίσως το αφεντικό μου στο Καπαλή τσαρσί
να της έδινε λίγη δουλειά. Θα τον ρωτήσω αύριο και, αν συμφωνεί, θα τη βοηθήσω και θα της δείξω πώς να κάνει τα πράγματα που ζητάει το αφεντικό».
«Είσαι εξαιρετικά καλή» , είπε απορώντας η γιαγιά μου, κι η χήρα φάνηκε να ευχαριστιέται.
Στη μέση της κουβέντας τους έφθασε η μητέρα μου μοιάζοντας τόσο αλλόκοτη, τόσο αναμαλλιασμένη ώστε η καρδιά μου αναπήδησε απ' το φόβο.
«Τι συμβαίνει;» φώναξε καταθορυβημένη η χήρα, κι η μητέρα μου αποκρίθηκε μ' αυτή την καινούργια, σκληρή φωνή την οποία χρησιμοποιούσε μονίμως πλέον:
«Έχω πάψει να διερωτώμαι τι είναι σωστό και τι λάθος. Το να ζει κανείς τη σήμερον ημέρα σημαίνει να υφίσταται προσβολές
από τον καθένα. Στις κρατικές υπηρεσίες μάς φέρονται λες κι εί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 193
μαστε σκουλήκια ή μας λένε πόσο τυχερές είμαστε που έχουμε δώσει έναν άνδρα στον πόλεμο. Κάθε μέρα κυνηγάω λίγο ψωμί, τρέχοντας από τον ένα φούρνο στον άλλο, για να πάρω τι στο τέλος; Ένα κομμάτι σκληρό, μαύρο ψωμί που θα ντρεπόμουν να το δώσω ακόμα και στα ζώα. Στίφη σπρώχνονται, κλοτσούν και γρυλίζουν λυσσασμένα και φαίνεται πως έχει χαθεί κάθε ευπρέπεια απ' τον κόσμο . . . »
Η φωνή της έσπασε και νόμισα ότι θα έβαζε τα κλάματα, αλλά
συγκρατήθηκε και μια αδιόρατη ρυτίδα φάνηκε ανάμεσα στα λεπτά της φρύδια θαρρείς κι αναρωτιόταν τι στο καλό έλεγε . Άπλωσε το χέρι για να στηριχτεί, και το πρόσωπό της έγινε κατάχλομο, τόσο νεκρικά χλομό ώστε τα ζυγωματικά διεγράφησαν ανάγλυφα κι η μύτη πρόβαλε πιο στενή και σουβλερή.
«Συνέβη κάτι ασυνήθιστο σήμερα;» βρυχήθηκε η γιαγιά μου. «Πολλά!» αποκρίθηκε η μητέρα μου. «Όταν είσαι γυναίκα και
μόνη στον κόσμο, πρέπει να μάθεις να συνηθίζεις στους προπηλα
κισμούς. Σήμερα το πρωί γύρισα κάμποσους φούρνους για ψωμί' στο τέλος βρήκα έναν ανοιχτό και στάθηκα στην ουρά για να δοκιμάσω την τύχη μου μαζί με τους άλλους. Είχα μόλις δώσει τα χρήματα και είχα πάρει το ψωμί όταν μια γυναίκα δίπλα μου μου το βούτηξε από τα χέρια λέγοντας ότι ήταν δικό της κι ότι εκείνη ε ίχε δώσει πρώτη τα λεφτά. Της το ξανάρπαξα κι έτσι άρχισε η μάχη. Έκανε σαν θεριό ανήμερο. Πάλευε, κλοτσούσε, στρίγκλιζε και μου τράβηξε το γιασμάκι απ' το πρόσωπο λέγοντας ότι μόνο οι πλούσιες φορούσαν και δεν ε ίχα δικαίωμα να κάθομαι στην ουρά
για ψωμί τη στιγμή που οι φτωχοί το είχαν περισσότερο ανάγκη από μένα. Το γιασμάκι μου! » επανέλαβε με φρίκη η μητέρα μου. «Μου τράβηξε το γιασμάκι μπροστά σ' όλο εκείνο το ανθρωπομάνι, λες και ήμουν πόρνη, κι ύστερα με αποκάλεσε κιόλας έτσι! Εμένα! Μπροστά σ' όλο τον κόσμο! Νόμισα ότι θα έπεφτε ο ουρανός να με πλακώσει. Προσπάθησα να της ξεφύγω, αλλά είχε αδράξει τη φούστα μου και φοβήθηκα μη μου τη σκίσει κι αυτή. Παρενέβησαν δύο άνδρες, που μου έδωσαν πίσω το ψωμί κι έφυγα τρέχοντας από εκείνο το φρικτό μέρος - με το γιασμάκι μου κατασκισμένο και τους ανθρώπους να με αποδοκιμάζουν στους
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
194 Ιρφάν Οργκά
δρόμους επειδή νόμιζαν ότι είμαι μια παλιογυναίκα που είχε τσακωθεί με μια όμοιά της ! Ω, τέτοια ατίμωση ! Όσο σκέπτομαι ότι θα ζούσα για να το δω κι αυτό, ότι θα έπρεπε να παλέψω για τούτο το πράγμα . . . »
Κι έδειξε το κομμάτι του ξερού μαύρου ψωμιού που κρατούσε. Έπειτα ταλαντεύτηκε και, πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω καλά-καλά τι συνέβαινε, βρισκόταν ξαπλωμένη στον καναπέ, όπου την είχαν μεταφέρει τα γερά, καλοσυνάτα χέρια της χήρας. Η γιαγιά μου, την οποία ποτέ άλλοτε δεν είχα δει τόσο ευκίνητη, της έτριβε τους καρπούς ενώ το πρόσωπό της ήταν σχεδόν εξίσου ωχρό με της μητέρας μου.
Τα δόντια της άρχισαν να χτυπούν και φοβήθηκα ότι θα έσπαγαν, αλλά η χήρα τής σφήνωσε ένα κουτάλι ανάμεσα στα χείλη και της ανασήκωσε το κεφάλι για να τακτοποιήσει καλύτερα τα μαξιλάρια πίσω της. Έπειτα από λίγο το αποτρόπαιο κροτάλισμα σταμάτησε κι η μητέρα μου άνοιξε τα μάτια της.
«Κονιάκ!» φώναξε η γιαγιά μου ενώ καταγινόταν με το να ετοιμάσει δυνατό καφέ.
Σχεδόν παραμιλούσε κλαίγοντας και καλώντας τους νεκρούς γιους της να γυρίσουν πίσω και να προασπισθούν τις γυναίκες τους. Τα αδύναμα και τόσο καιρό συγκρατημένα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της κι έπεφταν στις ζεστές στάχτες του μαγκαλιού βγάζοντας παράξενα, κοφτά τσιτσιρίσματα.
Η μητέρα μου άνοιξε τα μάτια της, ανακάθησε, και το χρώμα επέστρεψε γρήγορα στο πρόσωπό της. Τεντώθηκε νωχελικά, σαν να ήταν κατάκοπη και να είχε επιστρέψει από μακριά, πήρε τον καφέ και σε λίγο φαινόταν πάλι απολύτως φυσιολογική.
Η χήρα έμεινε μαζί μας όλη την ημέρα' και, αν είχε δουλειές να κάνει, δεν άφησε να ειννοηθεί τίποτα. Πονόψυχη καθώς ήταν, το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει με τη μητέρα μου και να την εξυπηρετήσει όσο καλύτερα μπορούσε.
Σουρούπωσε νωρίς και από το μικρό τζαμί ακούστηκε το Εζίν, σημάδι για ν' αρχίσει η γιαγιά μου τις προσευχές. Κάθε απόγευμα περίμενε να σκαρφαλώσει ο μουεζίνης στο μιναρέ γιατί, αφότου είχε κουφαθεί, μόνο έτσι μπορούσε να μάθε ι πότε ήταν ώρα να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 195
προσευχηθεί. Εκείνο το απόγευμα δεήθηκε με τη δυνατή, βροντε
ρή φωνή της για τους νεκρούς γιους της, για τον παππού μου, τη μητέρα μου κι εμάς τα παιδιά. Παρενέβαλε εκτάκτως κι ένα
σύντομο κομμάτι για τον εαυτό της στο τέλος. Η φωνή της γέμισε
το δωμάτιο κι οι παλαιές, μελωδικές λέξεις στάλαζαν απαλά στ'
αυτί. Η χήρα είχε ετοιμάσει το βραδινό και, επειδή η μητέρα μου δεν αισθανόταν ακόμα τόσο καλά ώστε να έρθει κάτω, φάγαμε στο σαλόνι. Η φωτιά λαμπάδιαζε χαρούμενα και - ω, ασυλλόγιστη σπατάλη ! - όλες οι λάμπες άναβαν φωτεινές.
Όταν τελείωσε το δείπνο, η γιαγιά μου ήθελε καλά και σώνει να προσευχηθεί στο μικρό τζαμί και είπε πως με ήθελε μαζί της. Κινήσαμε μες στη μαύρη νυχτιά. Ένιωθα έναν ηδονικό φόβο και βρισκόμουν σε υπερδιέγερση. Η γιαγιά μου κρατούσε ένα αναμμένο κερί μέσα σ' ένα είδος φαναριού και διέκρινα καθαρά άλλο ένα να τρεμοφέγγει στον τάφο του αγίου. Βαδίζαμε γοργά γιατί έκανε φαρμάκι και, όταν φθάσαμε στο παράθυρο πίσω από το οποίο βρισκόταν ο τάφος, η γιαγιά μου με πρόσταξε αγριωπά να προσευχηθώ για την ψυχή του. Άνοιξε τα χέρια της προς τον ουρανό με τις παλάμες προς τα πάνω, όπως κάνουν οι μουσουλμάνοι, κι έκανα κι εγώ το ίδιο. Δεν νομίζω να προσευχήθηκα και πολύ γιατί
τα δόντια μου χτυπούσαν από το κρύο κι ο αγέρας διάλεξε ακριβώς εκείνη τη στιγμή για να ορμήσει απ' τη γωνία φυσώντας παγωμένα και διαπερνώντας το ελαφρύ πανωφόρι μου.
Όταν μπήκαμε στο τζαμί, καθήσαμε στην πλευρά των γυναικών και με κατέλαβε ευθύς έντονη αμηχανία διότι η γιαγιά μου επέμενε να λέει τις προσευχές της μεγαλοφώνως. Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι, αλλά δεν μπορούσαν να αυτοσυγκεντρωθούν διότι, ήθελαν δεν ήθελαν, ήσαν υποχρεωμένοι να ακούν τη γιαγιά μου. Ικέτευσε τον Θεό της ξανά και ξανά να φανεί μακρόθυμος με τους πεθαμένους της και να κάνει πάλι τη μητέρα μου γερή και δυνατή . Στριφογύριζα ανυπόμονα προσπαθώντας να τη ν κάνω να σωπάσει, αλλά δεν έπαψε παρά μόνο αφού ολοκλήρωσε αυτό για το οποίο είχε έρθει.
Μια μέρα η μητέρα μου κι εγώ πήγαμε στο Μπεσικτάς, αρκετά
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
196 lρφάν Οργκά
μακριά από το σπίτι μας. Έχω ξεχάσει για ποιο λόγο είχαμε πάει, αλλά έχω συγκρατήσει το γεγονός επειδή είδα για πρώτη φορά το σουλτάνο, τον Μεχμέτ Ρεσάτ. Στον κεντρικό δρόμο του Μπεσικτάς προχωρούσαν στρατιώτες σε παράταξη, και μια μπάντα έπαιζε εμβατήρια ενώ οι ζαπτιέδες συγκρατούσαν βάναυσα το φιλοθέαμον πλήθος μακριά από την πορεία του σουλτάνου. Περιμέναμε να τον δούμε: πρώτα εμφανίστηκε το ιππικό καβάλα σε αραβικά άλογα που προχωρούσαν με υψιποδισμούς. Απ' ό,τι θυμούμαι, φορούσαν μπλε χιτώνια με απαστράπτοντα μπρούντζινα κουμπιά, κόκκινα της φωτιάς παντελόνια και μεγάλα, ψηλά καλπάκια στο κεφάλι, με άσπρα φτερά που ανέμιζαν. Έρχονταν καμαρωτοί
προς το μέρος μας ενώ οι εντυπωσιακές στολές τους συνέθεταν μια ευπρόσδεκτη χρωματική κηλίδα σ' όλο εκείνο το μουντό ανθρωπομάνι, και τα σπιρούνια τους κουδούνιζαν, ντιντίνιζαν κι άστραφταν κάτω απ' το χλομό ήλιο. Μετά το ιππικό ακολουθούσε μια άμαξα, την οποία έσερναν κομψά, αριστοκρατικά άλογα· πίσω από τα παράθυρά της διακρίναμε αμυδρά έναν ηλικιωμένο μικροκαμωμένο άνθρωπο με λευκή κοντή γενειάδα. Φορούσε στολή κι είχε ένα σωρό παράσημα στο στήθος. Μια ουρανομήκης ιαχή αφοσίωσης υψώθηκε από το πλήθος, που το μισό ήταν ρακένδυτο, ένας σπηλαιώδης βουερός αχός υποδοχής: «Παντισαχίμ τσοκ γιασά», βρυχήθηκαν κι ύστερα μας προσπέρασε, και η σκυτάλη της επωδού πέρασε σε άλλες φωνές. Ακόμα κι όταν η άμαξα είχε πλέον εξαφανιστεί από το οπτικό μας πεδίο, έφθανε ως εμάς ο αντίλαλος του πλήθους που ζητωκραύγαζε. Έπειτα τα ήσυχα σοκάκια έγιναν ακόμα πιο ήσυχα, το πλήθος διαλύθηκε κι εμείς συνεχίσαμε το δρόμο μας.
Εκείνη την εποχή η μητέρα μου είχε βρει δουλειά. Η χήρα, πιστή στο λόγο της, της έφερνε ράψιμο από το αφεντικό της στο Καπαλή τσαρσί. Η αμοιβή ήταν αξιοθρήνητη και το σαλόνι αιωνίως ακατάστατο από τελειωμένη ή αρχινισμένη δουλειά, ενώ ο αδιάκοπος βόμβος της ραπτομηχανής σκέπαζε κάθε άλλον ήχο. Έτσι ο χειμώνας του 1915 πέρασε με το θόρυβο της μηχανής της μητέρας μου και το χαρούμενο, παρήγορο τριζοβόλημα που έκαναν τα κούτσουρα στην πορσελάνινη ξυλόσομπα. Πότε έτσι πότε αλλιώς, η
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 197
ζωή αναπροσαρμοζόταν. Εμείς είχαμε συνηθίσει το κακό και λιγο
στό φαγητό, η γιαγιά μου είχε αναλάβει τα ψώνια, ενώ εγώ την άγρα ψωμιού. Αλλά οι πρώτες, ήπιες μέρες της άνοιξης άλλαξαν πάλι τα πάντα. Είχαμε μάθει πια ότι η ασφάλεια ήταν εύθραυστο πράγμα, ευπαθές στην πρώτη ψυχρή πνοή, αλλά δεν είχαμε μάθει ακόμα να το αποδεχόμαστε τελεσίδικα. Εκείνη η άνοιξη του 1916
εκτοπίζει όλες τις άλλες ενθυμήσεις και οι ουλές της είναι εμφανείς μέχρι σήμερα.
Το ράψιμο τερματίστηκε ξαφνικά κι απότομα όταν το αφεντικό στο Καπαλή τσαρσί εξήγησε πως δεν είχε πλέον δουλειά για καμιά επειδή το κράτος είχε αγοράσει όλα τα αποθέματα υφασμάτων για το στρατό. Είπε ότι είχε ανοίξει μια στρατιωτική αποθήκη ραΠΤΙΚΙ1ς πίσω από το Γκιουλχανέ παρκί και θα έδιναν δουλειά σ' όποια υπέβαλλε αίτηση. Είχε απλώσει τα μεγάλα τριχωτά
του χέρια προς το μέρος τους, ικετεύοντάς τις να καταλάβουν τη θέση του, κι οι γυναίκες ε ίχαν κοιταχτεί μεταξύ τους κι είχαν αναρωτηθεί τι να κάνουν. Η χήρα είπε αμέσως ότι εκείνη πάντως θα πήγαινε στη στρατιωτική αποθήκη δηλώνοντας ότι, όπου κι αν δούλευε, το ίδιο της έκανε αρκεί να την πλήρωναν. Η μητέρα μου και πολλές από όσες είχαν πρόσφατα καταστραφεί οικονομικά δίσταζαν. Θεωρούσαν ότι άλλο ήταν να εργάζονται στη μόνωση των σπιτικών τους και τελείως διαφορετικό να εκτίθενται δουλεύοντας σ' ένα κρατικό εργοστάσιο. Όταν η μητέρα μου επέστρεψε στο σπίτι, η γιαγιά μου κοίταξε απορημένη τα άδεια της χέρια και ρώτησε τι συνέβαινε.
«Τέρμα η δουλειά» , δήλωσε η μητέρα μου . «ο στρατός αγόρασε όλα τα υφάσματα και άνοιξε ένα εργοστάσιο πίσω από το Γκιουλχανέ παρκί. Η χήρα πήγε σήμερα εκεί να βρει δουλειά».
« Εσύ πάντως δεν πρόκειται να πας !» μούγκρισε η γιαγιά μου τόσο δυνατά ώστε μια στοίβα πιατικών δονήθηκε ελαφρά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
«Τι νόημα έχει να μιλάμε έτσι;» ρώτησε σβησμένα η μητέρα μου. «'Εχουμε ελάχιστα χρήματα και πρέπει να θρέψουμε τα παιδιά. Μπορούμε να τ' αφήσουμε να πεινάσουν εξαιτίας της περηφάνιας μας;»
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
198 Ιρφάν Οργκά
Η γιαγιά μου σηκώθηκε και ζήτησε να την ακολουθήσουμε. Μας πήγε στο υπνοδωμάτιο, έβγαλε ένα κλειδί κάπου από τη μέση της και ξεκλείδωσε το μεταλλικό μπαούλο όπου φύλαγε τα τιμαλφή της.
«Μας έχουν μείνει αυτά τα πέντε χρυσά νομίσματα», ε ίπε στη μητέρα μου. «Πάρ' τα. Θα μας συντηρήσουν για λίγο καιρό. Και, όταν τελειώσουν, έχω ακόμα τα κοσμήματά μου - τα δαχτυλίδια και το σμαραγδένιο παντατίφ μου. Τα κρατούσα για τη Μουαζέζ» .
Τα ανέσυρε από το κουτί τους με τη μεταξωτή φόδρα κι εκείνα έφεξαν αχνά στα χέρια της.
«Όχι!» είπε η μητέρα μου. «Δεν θα πουλήσουμε ποτέ αυτά τα δαχτυλίδια. Οι μεταπράτες θα σας κατακλέψουν γιατί ξέρουν ότι άνθρωποι σαν εμάς πουλούν τα τιμαλφή τους επειδή χρειάζονται απεγνωσμένα χρήματα. Μόλις την περασμένη εβδομάδα άκουσα μια γυναίκα στο Καπαλή τσαρσί να λέει ότι ε ίχε πουλήσει ένα περιδέραιο με διαμάντια και ρουμπίνια πολύ ωραιότερα απ' αυτά, μητέρα, και Π11ρε μόνο λίγο χρυσό. Δεν ήξερε την αξία τους και πεινούσε τόσο ώστε τα έδωσε στον πρώτο Εβραίο μεταπράτη που προσφέρθηκε να τα πάρει. Όχι!» ε ίπε πιο μαλακά, τόσο μαλακά ώστε η γιαγιά μου δεν κατάφερε να την ακούσει. «Αυτά θα πάνε στη Μουαζέζ». Άγγιξε τα όμορφα στολίδια, της τα πήρε και τα ξανακλείδωσε. Έπειτα έβαλε τα χέρια στους ώμους της γιαγιάς μου και τα χείλη της άγγιξαν ανάλαφρα το μέτωπό της. «Όλα τα όμορφα πράγματά μας χάθηκαν», είπε στ' αυτιά που πάσχιζαν ν'
ακούσουν. «Ας φυλάξουμε τουλάχιστον τα όμορφα πράγματα της Μουαζέζ. Κάποια μέρα θα είναι θαύμα στο λαιμό της κόρης μου !»
Έτσι αποσοβήθηκε η πρώτη κρίση. Το μικρό σπίτι ξανάγινε σιωπηλό, χωρίς να το διαταράσσει το άχθος από το θόρυβο της ραπτομηχανής, και το χρυσάφι στην τσέπη έδωσε μια πρόσκαιρη, παροδική ευθυμία αφού - έστω για λίγο καιρό - θα αγόραζε πάλι καλό φαγητό και κρασί για τη γιαγιά μου. Έτσι δεν ήταν; Πόσο ανίκανες, απρονόητες και ασυμμάζευτα σπάταλες ήσαν παραβλέποντας πόσα χρόνια είχαμε ακόμα μπροστά μας! Σ' όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων η ομορφιά, τα δάκρυα και η γενναιότητά τους μου μάτωναν την καρδιά. Το αίμα τους κυλού-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 199
σε ασυγκράτητο στις φλέβες μου και επέδειξα την ίδια παράφορη απρoνoησ�α, μα δίχως το δικό τους θάρρος, το πνεύμα και τη χάρη για ν' αντιμετωπίσω τους καημούς που αντιμετώπισαν εκείνες.
Η χήρα μάς επισκεπτόταν πότε-πότε, διασκεδάζοντας, αλλά
και τρομοκρατώντας μας με το χονδροειδές χιούμορ της για το πώς ήταν η ζωή σε εργοστάσιο. Έμενε εκεί μέρα-νύχτα, κοιμόταν κι έτρωγε με τις άλλες, εκτελούσε διαφορετικές εργασίες εκ περιτροπής κι ε ίχε μόνο μία μέρα άδε ια την εβδομάδα.
Η αμοιβή, είπε, ήταν πενιχρή, αλλά εκείνης της αρκούσε αφού
ο στρατός εξασφάλιζε την τροφή της. «Δόξα τω Θεώ, ε ίμαι δυνατή σαν λιοντάρι!» είπε περήφανα.
«Μονάχα οι δυνατοί μπορούν να επιβιώσουν σε τέτοιο μέρος». Δεν πίεσε ξανά τη μητέρα μου να την ακολουθήσει, αντιλαμ
βανόμενη την έντονη αποστροφή της γιαγιάς μου για μια τέτοια εργασία, αλλά, εφόσον της είχαν μιλήσει ανοιχτά, γνώριζε προφανώς ότι τα χρήματα σώνονταν πάλι και ίσως ήξερε επίσης πως ήταν ζήτημα χρόνου να πάει εκεί η μητέρα μου και μάλιστα οικειοθελώς. Μα και πότε δεν σώνονταν τα χρήματα στην αγαπημένη, άφρονα οικογένε ιά μου; Διέπρεπαν στα έξοδα, αλλά ήσαν οικτρές στην αποταμίευση και δεν τους δίδασκαν τίποτα ούτε καν οι σκληρότερες στιγμές της ζωής. Ένα πρωί η γιαγιά μου έφερε ένα γύρο όλα τα δωμάτια, υπολογίζοντας με τα δάχτυλα τα ογκωδέστερα και κατά την άποψή μου τα ασχημότερα έπιπλά μας. Αναρωτήθηκε φωναχτά κάμποσες φορές πόσα θα μας απέφεραν αν τα πουλούσε .
«Είναι καλά έπιπλα, από καρυδιά», μονολογούσε. «Δεν τα βρίσκεις πουθενά σήμερα. Είχε απόλυτο δίκιο η Σεβκιγιέ όταν έλεγε ότι ετούτα τα δωμάτια είναι φίσκα».
Γενναία ψυχή, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι η πώληση των επίπλων ήταν ανάξια λόγου υπόθεση . Ήλπιζε να αναβάλει την ημέρα που η μητέρα μου θα αναγκαζόταν να πάει στο εργοστάσιο.
Έστειλε να φωνάξουν έναν Εβραίο μεταπράτη, τον οποίο υποδέχθηκα εγώ για να τον οδηγήσω στη μεταμορφωμένη γιαγιά μου. Είχε ντυθεί κατάλληλα για την περίσταση και φορούσε όλα της τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
200 Ιρφάν Οργκά
δαχτυλίδια και το σμαραγδένιο παντατίφ για να μην αφήσει το μεταπράτη να μαντέψει σε πόσο μεγάλη ανάγκη βρισκόταν.
Ο Εβραίος εξέτασε τα έπιπλα με επιφυλακτικό, μοχθηρό βλέμμα. Ίσως δεν ήξερε πώς να χειριστεί την κατάσταση επειδή, παρότι το σπίτι ήταν μικρό και σε κακή περιοχή, η γηραιά κυρία φορούσε διαμαντικά, τα οποία έβλεπε ότι ήσαν αρκούντως γνήσια. Ήταν ντυμένη και στο μετάξι, τεκμήριο ευυποληψίας, τα δε έπιπλα και τα χαλιά ήσαν ό,τι ακριβότερο κυκλοφορούσε στην αγορά. Συγχωρείται αν δεν ήξερε καλά-καλά πώς είχε βρεθεί σ' αυτό το μέρος, ενώπιον αυτής της ακαταδάμαστης, αγέρωχης ηλικιωμένης.
Έσυρε τα δάχτυλά του πάνω στο λείο, στιλβωμένο ξύλο κάνοντας «χμ» και ξεροβήχοντας ενώ εγώ τον ακολουθούσα κατά πόδας - ένα αλλόκοτο σουλούπι, το δίχως άλλο, με τους παράταιρους χρωματικούς συνδυασμούς μου. Μου είχαν βάλει τα καλύτερα ρούχα που μου χωρούσαν ακόμα και φοβόμουν να καθήσω επειδή μου έρχονταν άβολα και στενά, οι δε ραφές κινδύνευαν να υποκύψουν στο μοιραίο. Ο Εβραίος εκστόμισε ένα νούμερο και οι κόμποι των χεριών της γιαγιάς άσπρισαν πάνω στο εβένινο μπαστούνι της.
«Λωλάθηκες;» ρώτησε δεσποτικά ενώ η δυνατή, γεμάτη αυτο
πεποίθηση φωνή της αντιβούισε βροντερή σ' όλο το δωμάτιο. Ο Εβραίος φάνηκε να αμφιταλαντεύεται ξανά και γλίστρησε
για δεύτερη φορά τα δάχτυλά του πάνω στο ξύλο. Αυτή τη φορά άνοιξε και μερικά συρτάρια.
«Ισχύει η προσφορά μου», είπε, και η γιαγιά μου όρθωσε υπεροπτικότατα το ανάστημά της.
«Τότε νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτα άλλο να συζητήσουμε», είπε με κάποια οξύτητα στη φωνή και κάνοντας μια κίνηση προς την πόρτα.
«Μια στιγμή», είπε ο Εβραίος, προσθέτοντας αναποφάσιστα «εφέντιμ» επειδή εξακολουθούσε να μην είναι βέβαιος για την κοινωνική της θέση ή, το σημαντικότερο, για την οικονομική της κατάσταση.
Ακολούθησε μακρά παύση, κατά την οποία περιεργάστηκαν καχύποπτα ο ένας τον άλλο, προσπάθησαν να ζυγίσουν ο ένας το
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 201
πείσμα του άλλου. Ο Εβραίος χαμήλωσε πρώτος το βλέμμα κι ανέβασε λίγο την τιμή, πολύ λίγο, να μην το παρακάνει κιόλας. AΊJ..ά
πάνω εδώ έκανε το πρώτο του σφάλμα. Η γιαγιά μου παρέμεινε ασάλευτη' μήτε μια σύσπαση δεν τάραξε το ανέκφραστο πρόσωπό
της. Είχα εκστασιαστεί διότι είχα να τη δω έτσι από την εποχή του παππού μου. Σχεδόν είχα λησμονήσει ότι μπορούσε να φαντάζει έτσι. Είχε στηριχτεί στο μπαστούνι της και περίμενε, ενώ ο Εβραίος ανέβαζε ελαφρά την τιμή γιατί ήταν σε θέση να διακρίνει πότε προμηνυόταν ένα καλό παζάρεμα και ήταν έτοιμος να υποχωρήσει λιγάκι. Μα εκείνη στεκόταν απλώς σαν άγαλμα, αρνούμενη να υποκύψει. Όταν ο Εβραίος έφθασε στο απροχώρητο, ξέσπασε:
«Σας δίνω την καλύτερη τιμή που θα μπορέσετε να πετύχετε ποτέ. Αν χρειάζεστε τα χρήματα, σας συμβουλεύω να τα πάρετε».
Κι αυτό ήταν το δεύτερο σφάλμα του διότι έκανε τη γιαγιά μου αλαζονική και, όταν γινόταν αλαζονική, ήταν πιο επικίνδυνη παρά
ποτέ κι ήταν γνωστό ότι πολλοί, καλύτεροι από τον Εβραίο, είχαν φερθεί απερίσκεπτα υπό το φάσμα αυτού του κινδύνου.
«Όταν χρειαστώ χρήματα», είπε, «σε διαβεβαιώ ότι θα σε αφήσω να με κλέψεις μετά χαράς. Επί του παρόντος προσπαθώ
απλώς να απαλλαγώ από τα ογκώδη έπιπλα διότι, όπως βλέπεις, αυτό το σπίτι είναι πολύ μικρό για να τα στεγάσει. Εάν όμως δεν επιθυμείς να τα αγοράσεις, τότε το πράγμα αλλάζει και λυπούμαι μόνο που χάσαμε και οι δύο την ώρα μας. Καλημέρα».
Και κινήθηκε αποφασιστικά προς την πόρτα κρατώντας την ανοιχτή για να περάσει ο Εβραίος. Τον ακούσαμε να κατεβαίνει τα σκαλιά και ήθελα να φωνάξω από απελπισία γιατί ίσως να μην της ξανατύχαινε ποτέ τέτοια προσφορά. Την κοίταξα βουβός, θέλοντας να βάλω τα κλάματα, αλλά άκουσα πάλι τα βήματα του Εβραίου στη σκάλα και κοίταξα τη γιαγιά μου, η οποία δεν τα είχε ακούσει. Φοβόμουν μην πιάσει τ' αυτί του κανένα άστοχο σχόλιό
της που θα τον έκανε είτε να φύγει πιλάλα από το σπίτι ε ίτε να επιστρέψει με χαμηλότερη προσφορά. Αλλά δεν είπε λέξη και δεν έδειξε ίχνος έκπληξης όταν εκείνος επανεμφανίστηκε στο σαλόνι. Έκανε μια χειρονομία στον αέρα - απελπισίας, παραίτησης, ποιος ξέρει; Πήρε βαθιά ανάσα και είπε:
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
202 Ιρφάν Οργκά
«Με καταστρέφετε, εφέντη, και δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεφορτωθώ τέτοια βαριά, παλιομοδίτικα πράγματα σαν ετούτα, αλλά αυτή είναι η τελική τιμή μου και, αν σας κάνει, έχει καλώς . . . » Είπε ένα ποσό και το στόμα της γιαγιάς μου χαλάρωσε.
«Βάλε είκοσι λίρες ακόμα», είπε μεγαλοπρεπώς, «και τα έπι-πλα είναι δικά σου».
«Πέντε !» είπε ο μεταπράτης. «Δεκαπέντε !» είπε η γιαγιά μου. «Επτάμισι!» φώναξε ο μεταπράτης, ο οποίος είχε ιδρώσει και
φαινόταν σαν να ήθελε να σταματήσει, αλλά δεν μπορούσε γιατί
του άρεσαν κι εκείνου τα καλά παζαρέματα. «Δωδεκάμισι !» αντέτεινε η γιαγιά μου, ακατάβλητη μέχρι τέ
λους. «Δέκα!» είπε ο μεταπράτης σφουγγίζοντας με το χέρι το κού
τελό του. «Πολύ καλά», έστερξε η γιαγιά μου. Ο Εβραίος τής παρέδωσε
ένα λιγδερό μασούρι λίρες και πήγε στο παράθυρο να φωνάξει τους βαστάζους του, οι οποίοι περίμεναν μήπως εντέλει έκλεινε η δουλειά.
Επέστρεψε στη γιαγιά μου. «Κάνετε σκληρά παζάρια», είπε. «Αλλά, αν ποτέ θελήσετε να
πουλήσετε τα διαμαντικά σας, μπορώ να σας υποδείξω κάποιον που θα σας δώσει καλή τιμή».
«Ευχαριστώ», είπε με απέχθεια η γιαγιά μου, η οποία ανυπομονούσε να τον ξεφορτωθεί τώρα που είχε τελειώσει το νταραβέρι. «Αλλά δεν πιθανολογείται να βγουν κάποτε τα κοσμήματά μου στο σφυρί».
Και κάθησε στον καναπέ περιμένοντας να αδειάσουν οι βαστάζοι τα δωμάτια. Τους φώναζε διαρκώς, δ ίνοντας οδηγίες και συστήνοντάς τους να προσέχουν τα χαλιά της, και τους υποχρέωσε να βγάλουν τα ποδήματά τους προτού μπουν στα δωμάτια. Όταν επιτέλους έφυγαν κι αυτοί και τα έπιπλα, ε ίδα ότι έτρεμε σύγκορμη.
«Τι έχεις, γιαγιά;» ρώτησα πλησιάζοντάς την. «Τίποτα», αποκρίθηκε. «Είναι από ευτυχία που εγώ, μια γριά
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 203
γυναίκα, κατόρθωσα να πιάσω την τιμή που ήθελα από έναν Εβραίο!»
Με τράβηξε για να καθήσω πλάι της κι ακούστηκε ένας ήχος σαν ξήλωμα, σαν σκίσιμο από κάτω μου. Κοιταχτήκαμε θορυβημένοι κι έπειτα μας έπιασαν ξαφνικά τα γέλια γιατί το παντελόνι, μην αντέχοντας άλλο το τσίτωμα, στο τέλος κατέθεσε τα όπλα.
«Δεν πειράζει!» με παρηγόρησε η γιαγιά μου. «Θα σου αγοράσουμε άλλο. Κοίτα! Έχουμε πάλι ένα σωρό χρήματα!» Κράτησε θριαμβευτικά τις λιγδιασμένες λίρες κι ύστερα τις πέταξε αδιάφορα πάνω σ' ένα σκαλιστό τραπεζάκι. «Τώρα που τις έπιασα», φώναξε ευτυχισμένη, «θέλουν πλύσιμο τα χέρια μου!»
Και κατέβηκε κούτσα-κούτσα στην κουζίνα, απ' όπου σε λίγο ακούστηκε ο χαρούμενος γάργαρος ήχος του νερού. Όταν ανέβηκε πάλι στο σαλόνι, πήρε την κολόνια, ράντισε σχολαστικά τις παλάμες της και μου είπε:
«Να το θυμάσαι πάντα! Μην αφήσεις ποτέ κανέναν να μαντέψει την απελπισία σου. Φόρα τα καλά σου και την περηφάνια στο πρόσωπο και μπορείς ν' αποκτήσεις τα πάντα σε τούτο τον κόσμο».
«Γιατί;» θέλησα να μάθω. «Γιατί αλλιώς μονάχα κλοτσιές θα εισπράξεις», βρυχήθηκε.
«Αν εκείνος ο Εβραίος ήξερε σε τι απόγνωση βρισκόμουν, θα είχε πετύχει να κατεβάσει την τιμή εκεί που ήθελε . Αλλά, έτσι όπως είχαν τα πράγματα, κατάφερα να νικήσω. Αφού», συνέχισε αυτάρεσκα, «ως και φιλοφρονήσεις μού έκανε για τα κοσμήματά μου», και χάιδεψε τρυφερά το σμαραγδένιο παντατίφ. «Ο παππούς σου είχε ανέκαθεν πολύ καλό γούστο και αγόραζε μόνο τα καλύτερα».
Έβγαλε το αστραφτερό όμορφο παντατίφ κι όλα της τα δαχτυλίδια, που έμειναν να λαμποκοπούν στην παλάμη της με τη δική τους έντονη, ανεξάρτητη ζωή.
«Τώρα θα τα ξανακλειδώσω», μου είπε. «Η επόμενη που θα τα φορέσει θα είναι η αδελφή σου, η οποία μια μέρα θα γίνει μεγάλη καλλονή».
Η μητέρα μου επέστρεψε από την αγορά με τον Μεχμέτ κολλημένο πάνω της.
«Γιατί ντυθήκατε έτσι επίσημα;» ρώτησε καχύποπτα τη γιαγιά μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
204 lρφάν Οργκά
«Κοίτα!» πρόσταξε η γιαγιά μου δείχνοντας το μισοαδειανό
σαλόνι. Τα μάτια της μητέρας μου τρεμόπαιξαν λίγο. Έπειτα στράφη
κε προς τη γιαγιά μου και είπε με συνηθισμένη, φυσιολογική φωνή, σαν να συζητούσε :
«Μεγάλη βελτίωση. Καιρός ήταν να απαλλάξουμε το δωμάτιο απ' όλα εκείνα τα δύσχρηστα παλιά έπιπλα».
Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με της γιαγιάς μου, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, χαμογέλασαν και η μητέρα μου έσπρωξε μια καρέκλα σε διαφορετική θέση. Ύστερα έκανε προς τα πίσω για να ελέγξει το αποτέλεσμα.
«Ω, σαφώς καλύτερα!» είπε εύθυμα. Με συγκίνησε αφάνταστα η γενναιοψυχία της, όπως και της
γιαγιάς μου, επειδή καμιά τους δεν άρχισε να θρηνολογεί που είχε ξεσηκωθεί το μι.σό σπιτικό τους. Αντ' αυτού στάθηκαν στο σαλόνι, άλλαξαν κάμποσες φορές θέση σ' όσα έπιπλα είχαν απομείνει και καμώθηκαν ότι τα είχαν πουλήσει επειδή το δωμάτιο δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να τα χωρέσει όλα. Και, μικρός καθώς ήμουν, η καρδιά μου φούσκωσε από περηφάνια.
Έπειτα η μητέρα μου πήρε είδηση το σκισμένο μου παντελόνι και το γυμνό δέρμα που πρόβαλλε από κάτω και είπε, πειράζοντάς με, πως ήλπιζε ότι αυτό δεν είχε συμβεί όσο βρισκόταν ακόμα εδώ
ο Εβραίος. «Όχι βέβαια!» είπε ζωηρά η γιαγιά μου. «Γιατί τότε θα είχε
φάει μια γερή ξυλιά στον πισινό διότι αυτό το κομματάκι γυμνού δέρματος μπορεί να μου είχε κοστίσει ίσαμε πενήντα λίρες !»
Βάλαμε όλοι τα γέλια. Ως κ ι ο Μεχμέτ - εκείνο το σοβαρό
αγοράκι, που σπανίως γελούσε - χαμογέλασε πλατιά, στραβώνοντας το στόμα, κι αγκάλιασε τα πόδια της γιαγιάς μου συνάγοντας ορθώς ότι εκείνη ήταν η αιτία της ευτυχίας μας.
Η ζωντάνια φτερούγισε πάλι στο σπιτάκι, με πολλή ευθυμία και καλό φαγητό. Η μητέρα μου μέχρι που μας τραγουδούσε κι η γιαγιά μου βροντοφώναζε συμβουλές, έχοντας ξαναβρεί τον παλιό, αυταρχικό εαυτό της. Οι γειτόνισσες θαύμαζαν την εξυπνάδα της με τον Εβραίο μεταπράτη και κουνούσαν τα κεφάλια τους με
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 205
λύπηση για τον δόλιο, λέγοντας ότι, λίγες ακόμα να βρίσκονταν με την καπατσοσύνη της γιαγιάς μου, κι οι Εβραίοι της Ισταμπούλ, όπου να 'ναι, θα μπατίριζαν!
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 5
Ορφανοτροφείο στο Καντίκ ι οϊ
ΟΣΟ Κ] ΑΝ ΠΑΣΧΙΣΑΝ οι γυναίκες της οικογενείας μου να αποτρέψουν τη φτώχεια, στο τέλος ήρθε - αυτή τη φορά η πραγματική, γνήσια φτώχεια. Δεν είχε μείνει τίποτα προς πώλησιν ή, πιο σωστά, ό,τι ε ίχε μείνει δεν πουλιόταν γιατί, ενώ τα χαλιά και τα έπιπλα ήσαν εκλεκτά, η τιμή που θα έπιαναν θ' αρκούσε να μας συντηρήσει μόνο μερικούς μήνες και όλες οι τιμές είχαν πέσει αισθητά - εκτός φυσικά από τις τιμές των τροφίμων, οι οποίες ανέβαιναν διαρκώς. Ακόμα κι αν είχε την πρόθεση να τα πουλήσει, τα κοσμήματα της γιαγιάς μου ήσαν άχρηστα. Οι άνθρωποι ήθελαν φαι, όχι κοσμήματα, όπως έμπαιναν στον κόπο να επισημάνουν οι μεταπράτες όταν πρόσφεραν μερικές λίρες για αυθεντικούς πολύτιμους λίθους, που άξιζαν εκατοντάδες. Δεν φαινόταν να υπάρχει καμιά λύση στο αδιέξοδο και τελικά η μητέρα μου αναγκάστηκε να μας αφήσει και να πάει στη στρατιωτική αποθήκη πίσω από το Γκιουλχανέ παρκί. Ήταν η πρώτη φορά που την αποχωριζόμασταν και μας κυρίευσε μια αίσθηση απώλειας. Η γιαγιά
μου ανέλαβε τα ψώνια αφήνοντάς μας, τρία παιδιά, να φροντίζουμε τον εαυτό μας, και επέστρεφε μ' ένα οικτρά αδειανό δίχτυ αφού
με τα χρήματά της μόνο πενιχρότατες προμήθειες μπορούσε ν'
αγοράσει. Είχαμε την εντύπωση ότι τρεφόμασταν ανέκαθεν με φακές, λαχανόσουπα κι αυτό το ξερό μαύρο πράγμα για ψωμί. Όμως, παρότι τα στομάχια μας επαναστατούσαν εναντίον αυτής της διατροφής, ήμασταν πάντα τόσο πεινασμένοι ώστε καταβροχθίζαμε σχεδόν με απόλαυση τα άγευστα, άνοστα μίγματα.
�Ά όλο το δρόμο, απ' άκρη σ' άκρη, συνέχιζαν να φθάνουν τραγικές ειδήσεις για νεκρούς, ετοιμοθάνατους ή τραυματισμένους συγγενείς. Ξέσπασε νέος λοιμός, γιατί οι άνθρωποι λιμοκτονού-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 207
σαν και, όπως φαινόταν, θα εξακολουθούσαν να λιμοκτονούν εξόν κι αν αγόραζαν από τη μαύρη αγορά. Μα ποιος ήταν σε θέση να μαζέψει αρκετά χρήματα σ' αυτό το φτωχοσόκακο για ν' αγοράσει από τη μαύρη αγορά;
Μια μέρα η γιαγιά μου μας πήγε να δούμε τη μητέρα μου. Θυμούμαι πως ήταν μια γλυκιά, ήπια μέρα, αρκετά ήπια ώστε να βγούμε χωρίς τα ελαφρά πανωφόρια μας. Ήμασταν πολύ αναστατωμένοι στην ιδέα ότι θα βλέπαμε τη μητέρα μου και, όταν φθάσαμε στην αποθήκη και μας σταμάτησε ένας φαντάρος ρωτώντας τι θέλαμε, φοβηθήκαμε μήπως δεν μας άφηνε να περάσουμε. Η γιαγιά μου δεν άκουσε λέξη, αλλά εγώ του εξήγησα πως είχαμε έρθει να επισκεφθούμε τη μητέρα μας κι έτσι μέριασε και μας άφησε να μπούμε. Το κτίριο ήταν παλιό και βρόμικο. Ανεβήκαμε μια ατέρμονη, στριφτή ξύλινη σκάλα με σπασμένα σκαλοπάτια, κάνοντας πολύ θόρυβο, κι ένας άλλος στρατιώτης, στημένος στο κεφαλόσκαλο, ρώτησε ξανά τι θέλαμε. Ψέλλισα για ποιο λόγο βρισκόμασταν εκεί και μας οδήγησε σε μια μεγάλη, καταθλιπτική αίθουσα, όπου ένα σωρό γυναίκες 11σαν καθισμένες κι έραβαν στις μηχανές τους.
Στην αίθουσα επικρατούσε άκρα σιωπή, θαρρείς κι οι γυναίκες είτε ήσαν εξαιρετικά απασχολημένες, ώστε να τους μένει χρόνος για κουβεντολόι, ε ίτε η πειθαρχία ήταν πολύ αυστηρή. Σταθήκαμε διστακτικά στην πόρτα δίχως κανείς να αντιληφθεί την παρουσία μας. Μα σε λίγο ο Μεχμέτ διέκρινε τη μητέρα μου και μας ξέφυγε διασχίζοντας τρεχάλα με τα αδύνατα, μαυριδερά σαν καλάμια ποδαράκια του τις σειρές των πολυάσχολων γυναικών. Έφθασε στη
μητέρα μου και ρίχτηκε στην αγκαλιά της κλαίγοντας με τέτοιους λυγμούς που έλεγες ότι θα ραγίσει η καρδιά του. Τον ακολουθήσαμε, αλλά δεν υπι1ρχε χώρος για να καθήσουμε, κι έτσι σταθή
καμε γύρω απ' το τραπέζι της, ενώ οι ίσκιοι μας έκρυβαν το φως σε
μερικές από τις γυναίκες δίπλα της. Την επισκεπτόμασταν πρώτη
φορά και με συγκλόνισε η βρόμα, η αθλιότητα και η διάχυτη φτώχεια που επικρατούσε στο χώρο. Η μητέρα μου έμοιαζε κουρα
σμένη, το περίγραμμα των ματιών της ήταν κόκκινο και τα χέρια
της κάπως λερωμένα. Ξεσηκώθηκαν μέσα μου κύματα αγανάκτη
σης κι ένιωσα μια ανίσχυρη, παιδική λύσσα που η μητέρα μου ήταν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
208 /ρφάν Οργκά
αναγκασμένη να δουλεύει σ' ένα μέρος σαν αυτό. Ίσως η έκφρασή μου να πρόδιδε πολλά γιατί είπε στη γιαγιά μου:
«Καλύτερα να μην είχατε φέρει τα παιδιά εδώ». Η γιαγιά μου ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, κράτησε τη
Μουαζέζ στο άλλο χέρι κι έπειτα την έδωσε στη μητέρα μου, η οποία είχε ήδη απλώσει τα δικά της.
«Τι να 'κανα;» γκρίνιαξε μεγαλόφωνα, ενώ όλες οι γυναίκες σταμάτησαν προς στιγμήν για ν' ακούσουν τι έλεγε . «Δεν είχα σε ποιον να τ' αφήσω και χρειάζομαι χρήματα».
Η μητέρα μου αναζήτησε το πουγκί της κι έσπρωξε το γλίσχρο περιεχόμενό του πάνω στο τραπέζι. Η γιαγιά μου ρώτησε μεμψίμοιρα αν αυτό ήταν όλο. Είδα τη μητέρα μου να γίνεται κατακόκκινη, κι η χήρα, η οποία καθόταν πλάι της, είπε - ίσως για αντιπερισπασμό:
«Ξέρετε, εμείς τρώμε εδώ. Όχι πολύ, αλλά καλύτερα απ' ό,τι θα έτρωγα σπίτι μου. Άλλωστε μου δίνουν λεφτά κι ένα μέρος να βάλω το κεφάλι μου . . . τι άλλο θέλω;»
«Μπορεί εσύ να είσαι ικανοποιημένη εδώ», βρυχήθηκε δηκτικά η γιαγιά μου, «αλλά δεν έχεις οικογένεια που να κρέμεται από
σένα. Εγώ έχω ετούτα τα τρία να θρέψω και δεν θα μπορέσω να τους αγοράσω και πολλά μ' αυτούς τους παράδες».
Τα χείλη της σφίχτηκαν πεισμωμένα, κοίταξε περιφρονητικά τα λιγοστά κέρματα στην παλάμη της κι ε ίδα μια σκιά αγωνίας στο βλέμμα της μητέρας μου. Έμοιαζε σαν να ήθελε να ζητήσει συγγνώμη για την ύπαρξή μας και φλεγόμουν να την παρηγορήσω, να της δώσω κάποιου είδους διαβεβαίωση, μα δεν ήξερα πώς. Έπειτα την είδα να υψώνει τα χέρια σε μια αδιόρατη κίνηση ανημπόριας και είπε :
«Μακάρι να ήξερα τι να κάνω! Μακάρι να μπορούσε να γίνει κάτι για τα παιδιά!»
Το πρόσωπο της γιαγιάς μου ήταν παγερό κι ανένδοτο. «Έτσι και μείνουν για πολύ ακόμα μαζί μου, θα πεθάνουν απ'
την πείνα», δήλωσε. «Είμαι μεγάλη και, αν χρειαστεί, μπορώ να περάσω με λίγο φαγητό, αλλά τούτα ε ίναι μικρά και ζητάνε, όλο ζητάνε . . . »
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 209
Η μητέρα μου δεν βρήκε τι ν' απαντήσει. Καθόταν κοιτάζοντας με χαμηλωμένα μάτια τα σκασμένα, βρόμικα χέρια της μερικές γυναίκες τής έριξαν συμπονετικές ματιές, αλλά καμιά τους δεν είπε λέξη . Δεν είχαν τι να πουν.
Ύστερα από λίγο η γιαγιά μου πήρε πίσω τη Μουαζέζ κι ετοιμάστηκε ν' αναχωρήσει. Ήταν ανήσυχη, αγανακτισμένη, με πρόσωπο σταχτί και πιθανόν να πεινούσε τόσο όσο κι εγώ, μα εκείνη τη στιγμή τη μίσησα με μια παραφορά που δεν ε ίχε τίποτα το παιδιάστικο. Είχε ταπεινώσει τη μητέρα μου, της είχε μιλήσει σκληρά
και την είχε κάνει διπλά δυστυχισμένη . «Να φεύγουμε τώρα», ε ίπε . Η μητέρα μου έστρεψε το μάγουλό της για να τη φιλήσουμε
δίχως ν' αφήνει περιθώρια να τη σφίξουμε, να της πούμε ότι την αγαπούσαμε και να μην ανησυχεί. Το φιλί της ήταν απόμακρο και ψυχρό, σαν τα κύματα που σκάζουν στην ακτή, και τα μάτια της κοίταζαν πέρα μακριά μας κάποιο βάσανο το οποίο δεν βλέπαμε, αλλά ίσως το νιώθαμε απροσδιόριστα. Χώθηκα στον ώμο της και πίεσα το ζεστό μου πρόσωπο πάνω στο κρύο δικό της προσπαθώντας να κάνω το απόμακρο πρόσωπό της να αντιληφθεί την παρουσία μας.
«Ναι, ναι» , μου είπε αφηρημένα, χωρίς να έχει το νου της σ'
εμένα. Τραβήχτηκα αποδιωγμένος, αβοήθητος μες στην αδυναμία μου να εκφραστώ και νιώθοντας ανεπιθύμητος.
Την αφήσαμε και διασχίσαμε ξανά τις σειρές των αποκαρδιωμένων γυναικών. Στην πόρτα γυρίσαμε να της γνέψουμε, αλλά δεν μας κοίταζε. Είχε το πρόσωπο κρυμμένο στις παλάμες και ίσως έκλαιγε - πού να ξέρουμε .. . Σύραμε με τη γιαγιά μου τα βήματά
μας ως το σιωπηλό ψυχρό σπίτι στο Βαγιαζήτ κι ο κόσμος όλος έμοιαζε σκοτεινός επειδή εκείνη την ημέρα η μητέρα μου φαινόταν να μας έχει απαρνηθεί, κι η γιαγιά μου είχε πει πως δεν μας ήθελε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γιατί ήμασταν παιδιά
κι οι φωνές μας θα είχαν πνιγεί μέσα στην ισχυρότερη οχλοβοή της οικουμένης.
Την επόμενη φορά που η μητέρα μου ήρθε στο σπίτι από τη στρα-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
210 Ιρφάν Οργκά
τιωτική αποθήκη, έφθασε νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως κι αναρωτηθήκαμε ποιος άνεμος την είχε φέρει τέτοια ώρα. Είπε πως θα έμενε τρεις μέρες, κι η γιαγιά μου της σέρβιρε σιωπηλά την αιώνια λαχανόσουπα στο βαθύ πιάτο, εξυπονοώντας ίσως ότι, ένα στόμα πάνω ένα κάτω, το φαγητό ούτως ή άλλως ήταν λιγοστό. Η
μητέρα μου είπε πως είχε λάβει μια επιστολή από το διοικητή της αποθήκης, με την οποία την πληροφορούσε ότι, εάν ήθελε, μπορούσαν να περιθάλψουν τα παιδιά της στο σχολείο που είχε ιδρυθεί πρόσφατα στο Καντίκιο'ί για την προστασία όσων είχαν χάσει τους πατεράδες τους στον πόλεμο. Η ιδέα μού προξένησε φρίκη και με τρόμαξε και, όσο περισσότερο ανέπτυσσε το θέμα η μητέρα μου, τόσο περισσότερο τρόμαζα. Όπως συναγόταν από τη συζήτηση, ε ίχε αποφασίσει να στείλει τον Μεχμέτ κι εμένα σ'
αυτό το σχολείο. Αισθάνθηκα σαν να τελείωνε για πάντα η παλιά ζωή κι ότι η μητέρα μου δεν μας ήθελε πια.
Η γιαγιά μου έμοιαζε ξαλαφρωμένη απ' την απόφαση' ε ίπε πως θα κρατούσε μαζί της τη Μουαζέζ κι εγώ έτρεξα κλαίγοντας στη μητέρα μου:
«Όχι, ανέ, όχι! Μη μας αφήνεις, μη μας διώξεις». Ο Μεχμέτ πήρε κι αυτός να κλαίει, μα το βλέμμα της δεν είχε
μαλακώσει σαν μας κοίταξε . Η γιαγιά μου μας αποπήρε εκνευρισμένη σαν να μην καταλά
βαινε ότι έμπαινε τελεία και παύλα σ' ολάκερη τη ζωή μας: «Σταματήστε κι οι δυο τα κλάματα! Δεν υπάρχει λόγος να κλαίτε. Το σχολείο θα σας αρέσει και θα σας δίνουν άφθονο καλό φαγητό».
«Δεν θέλω καλό φαγητό», ε ίπα με λυγμούς λαχταρώντας να διακρίνω κάποια χαλάρωση στη σκληρή, αμέτοχη στάση της μητέρας μου, κάποιο μαλάκωμα στην έκφρασή της, το οποίο θα μου επέτρεπε να τρέξω κοντά της για να βρω παρηγοριά.
Μα δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο' μόνο αποχωρισμός και σχολείο υπήρχε, όχι αγάπη, αφού δεν υπήρχε κανείς να μας την προσφέρει. Διερωτώμαι, η μητέρα μου πήρε την απόφασή της με δάκρυα κι αμφιβολίες ή με ανακούφιση πόυ είχε βρεθεί επιτέλους ένα μέρος να μας στεγάσει ούτως ώστε να μη χρειάζεται πλέον να νιώθει ότι έχει την ευθύνη μας; Μόνο εκείνη είχε την απάντηση σ' αυτά τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 21 1
ερωτήματα και δεν μας μίλησε ποτέ γι' αυτά, αλλά περιττό να πω ότι η καρδιά, ο νους και το πνεύμα ενός παιδιού μπορεί να σπαράξουν, και τα γεγονότα εκείνης της μελαγχολικής ημέρας εξουσίασαν ολόκληρη την κατοπινή ζωή μου. Η αγάπη στην καρδιά ενός παιδιού μπορεί να σβήσει εξίσου εύκολα, καίτοι πικρότερα, με αυτή του ενηλίκου. Όταν οι αισθήσεις ωρύονται κι αντιμάχονται ανήμπορες μια άσπλαχνη απόφαση, ασχέτως εάν αυτή έχει ληφθεί
ελαφρά τη καρδία ή όχι, και εξαναγκάζονται κατόπιν σε υποχώρηση, παραγνωρισμένες, ανάκουστες, τότε πεθαίνει κι η αγάπη, μολονότι ένα παιδί δεν θα το διατύπωνε έτσι. Ίσως μόνο αργότερα το συνειδητοποιεί πλήρως, όταν το ίδιο ενηλικιώνεται και νιώθει μια παλιά έχθρητα καθώς αναθυμάται εκείνη την ξεθωριασμένη μέρα.
Έτσι εκείνη τη νύχτα ο Μεχμέτ κι εγώ πλαγιάσαμε γνωρίζοντας πως η εξέγερση ήταν μάταιη, πως δεν ήμασταν παρά παιδιά
και δεν επρόκειτο να εισακουστούμε ακόμα κι αν είχαμε λέξεις για να εκφράσουμε την αγωνία μας. Η μητέρα μου πήγε στο Καντίκιο"ί για να δώσει τα ονόματά μας και ζήτησα από τη γιαγιά
μου να μου εξηγήσει γιατί έπρεπε να πάμε εκεί. Μου παρέθεσε μερικούς πολύ καλούς, ψυχρούς, απτούς λόγους, αλλά εγώ έμαθα πόσο ανάλγητη μπορούσε να είναι πιο γρήγορα απ' όσο εκείνη κατανόησε την απελπισία μου. Αδυνατούσε να καταλάβει ότι το λιγοστό φαγητό δεν είχε καμιά σημασία για μας, αρκεί να μπορούσαμε να παραμείνουμε στο σπίτι, ότι το σπιτικό, αν μη τι άλλο, σήμαινε ασφάλεια. Παραιτήθηκα λοιπόν από τις ανώφελες ερωτήσεις αφού ακόμα και το ίδιο μας το αίμα είναι ικανό ν' αντιμετωπίζει τη θλίψη μας με ανείπωτη ωμότητα.
Την επαύριο η μητέρα μου οδήγησε τον Μεχμέτ κι εμένα στη Γέφυρα του Γαλατά για να διαπεραιωθούμε μέσω Βοσπόρου στο Καντίκιο'ί, στην πλευρά της Ανατολίας. Πάνω στο βαπόρι μάς είπε τόσες φορές πόσο θα μας άρεσε αυτό το σχολείο ώστε στο τέλος σωπάσαμε και δεν της απαντούσαμε πια. Κι εκείνη πήρε τη σιωπή για μούτρωμα κι έσφιξε τα χείλη.
Από τη βαπορόσκαλα του Καντίκιο'ί πήγαμε ως το σχολείο περπατώντας - στο οίκημα όπου βρίσκεται σή μερα το Γαλλικό Νοσοκομείο. Βρισκόταν σ' ένα ό μορφο μέρος, το οποίο ατένιζε
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
212 Ιρφάν Οργκά
πέρα τη θάλασσα, και το κτίριο του σχολείου ήταν τόσο καθαρό
και καινούργιο ώστε στραφτάλιζε σαν χρυσάφι κάτω απ' το μεστωμένο ήλιο. Ανεβήκαμε μερικά φαρδιά πέτρινα σκαλοπάτια ελπίζοντας ακόμα σε μια αναστολή, σε κάποιο πρόσκομμα στον όλο διακανονισμό γιατί η αποδοχή της ήττας είναι δύσκολο πράγμα. Ένας ένστολος θυ ρωρός σ' έναν ψυχρό, σαν αποστειρωμένο, προθάλαμο μας είπε να καθήσουμε ώσπου να φέρει κάποιον να μας εξυ πηρετήσει. Κάθησα έξω-έξω σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα ενώ
η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά ώστε νόμισα ότι θα την άκουγαν οι πάντες. Ένα μεγάλο ρολόι τοίχου με άσπρη πλάκα μετρούσε τα λεπτά συγχρονισμένο με την καρδιά μου. Τικ-τακ, τικτακ, τικ-τακ έκανε αδιάκοπα, αδιάφορα, και ο μεγάλος δείκτης προχωρούσε αδυσώπητος, δίχως να τον σταματά η βουβή ικεσία μου να μείνει για πάντα ακίνητος. Μερικές αδελφές νοσοκόμες με κολλαριστές ποδιές διέσχισαν τον προθάλαμο ρίχνοντάς μας απερίεργες ματιές, μα εμείς είχαμε πάψει πλέον να είμαστε παιδιά κι έτσι το βλέμμα τους δεν στάθηκε πάνω μας . . .
Σύντομα ήρθε προς το μέρος της μητέρας μου μια γυναίκα με γαλάζιο φόρεμα και μια κοκαλωμένη άσπρη μπροστέλα από πάνω - αργότερα μάθαμε πως ήταν η διευθύνουσα αδελφή - και άρχισαν να συζητούν χαμηλόφωνα. Μιλούσε φρικαλέα τουρκικά, με βαριά, λαρυγγική προφορά γιατί η διευθύνουσα ήταν Γερμανίδα, με ξανθά μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα κι ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα.
Σε λίγο στράφηκε προς τον Μεχμέτ κι εμένα και είπε: «Αποχαιρετήστε τη μητέρα σας». Βάλαμε τα κλάματα κι είπε κοφτά: «Η μητέρα σας θα έρχεται να σας βλέπει πότε-πότε. Μην
κλαίτε». Κι έτσι γείραμε στη μητέρα μας και τα χείλη μας ακράγγιξαν τα
χέρια της. Λαχταρούσα έναν καλό λόγο, ένα εκφραστικό βλέμμα, μα το πρόσωπό της παρέμεινε αδιαπέραστο, κενό, χωρίς τίποτα για μας. Την είδαμε να διασχίζει τη μεγάλη τζαμόπορτα κι έπειτα τη σκιά της να προπορεύεται καθώς κατέβαινε τα,στίλβοντα σκαλοπάτια, αλλά δεν γύρισε να μας κοιτάξει ούτε άφησε να φανούν τα αισθήματά της. Ήταν συντετριμμένη που έπρεπε να μας αφή-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 213
σει εδώ ή σκληρή, σκληρότερη από κάθε άλλη φορά; Δεν το ξέραμε εμείς, τα δυο αμελητέα μικρά, που στεκόμασταν πλάι στην εύσωμη Γερμανίδα διευθύνουσα, η οποία μας είπε να φιληθούμε και ν' aπoχαιρετήσoυμε ο ένας τον άλλο - διότι ο Μεχμέτ επρόκειτο να πάει στο νηπιαγωγείο, ένα ανεξάρτητο κτίριο από αυτό όπου βρισκόμασταν.
Ο Μεχμέτ κρεμάστηκε από το μπράτσο μου και δεν μ' άφηνε. Τα μαύρα του μάτια ρωτούσαν τι ήταν αυτό που μας είχε βρει και του ψιθύρισα ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ότι θα τον ξανάβλεπα σύντομα. Μια κοκκινομάλλα αδελφή οδήγησε έξω αυτό το μικρό, σιωπηλό, τριαμισάχρονο αγόρι που δεν ήξερε πώς να κουμαντάρει ετούτο τον ανάστατο κόσμο. Μια άλλη αδελφή με πήρε από το πλευρό της διευθύνουσας με έπλυναν και μου φόρεσαν μια άχαρη γκρίζα στολή - στολή ορφανοτροφείου. Ύστερα με οδήγησαν στον κοιτώνα και μου έδειξαν το κρεβάτι μου, ένα στενό σιδερένιο κρεβάτι με άσπρο κάλυμμα, κι ένα χαμηλό σκαμνί παραδίπλα για να ακουμπώ κάθε βράδυ διπλωμένα τα ρούχα μου. Έπειτα μου έδειξαν την τάξη και τη θέση όπου θα καθόμουν, την τραπεζαρία και την καλόγρια στην οποία έπρεπε να απευθύνομαι, μια γυναίκα με διαπεραστικό βλέμμα, που δεν είχε ιδέα από παιδιά. Ήταν χοντροκόκαλη και σαδίστρια, με τεράστια κόκκινα χέρια ικανά να τιμωρούν. Τη ρώτησα δειλά μήπως μπορούσα να δω τον αδελφό μου. Μου είπε ξερά «όχι» και επιπροσθέτως ότι καλά θα έκανα να μάθω να μιλώ μόνο όταν μου απηύθυναν το λόγο. Όλο το διάστημα που έμεινα σ' εκείνο το σχολείο, κάπου δύο χρόνια, δεν είδα ποτέ τον Μεχμέτ, μολονότι μία φορά άκουσα τη μητέρα μου να παρακαλεί τη διευθύνουσα να τον αφήνει να με βλέπει κάπου-κάπου επειδή μ' αποζητούσε. Μα η αδιάφορη διευθύνουσα είπε ότι έπρεπε να συμμορφωθούμε με τον κανονισμό του σχολείου. Ήταν «φερμπότεν» να έρχονται οι μεγαλύτεροι σε επαφή με το νηπιαγωγείο κι η διευθύνουσα δεν ήταν Γερμανίδα τζάμπα και βερεσέ. «Φερμπότεν» σήμαινε «φερμπότεν» και ήταν απαράβατο.
Στην αρχή το φαγητό ήταν πολύ καλό, όλα πεντακάθαρα και μύριζαν μονίμως απολυμαντικό. Παρακολουθούσαμε μαθήματα καθημερινώς και δεν υπήρχε περίπτωση να ονειροπολήσει κανείς
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
214 /ρφάν Οργκά
κατά τη διάρκειά τους διότι οι δασκάλες τον επανέφεραν στην τάξη με τα αφορήτως κακά τουρκικά τους, στις δε τιμωρίες περιλαμβανόταν και το να μένουμε νηστικοί. Δύο φορές την εβδομάδα είχαμε μάθημα ωδικής. Μια καλόγρια έπαιζε πιάνο κι εμείς τραγουδούσαμε, διασκεδάζοντας, παλιά τουρκικά και παραδοσιακά
γερμανικά άσματα μια και ήταν από τις λίγες φορές που μπορούσαμε πραγματικά ν' αφήσουμε ελεύθερους τους εαυτούς μας και να φωνάξουμε όσο δυνατά θέλαμε. Τ' απογεύματα συναζόμασταν συνήθως στον κήπο, σ' εκείνη την υπέροχη θεριεμένη βλάστηση με θέα τον Μαρμαρά, και οι πολυάσχολες αδελφές μάς στοίχιζαν σαν στρατιωτάκια γύρω από την τουρκική σημαία. Τραγουδούσαμε δυνατά «Deutschland ϋber alles!» και στη συνέχεια, σάμπως να το είχαμε ξανασκεφθεί εκ των υστέρων, «Παντισαχίμ τσοκ γιασά!». Ήμασταν όλοι πολύ μικροί για να αντιληφθούμε την ειρωνεία του πράγματος.
Η μητέρα μου με επισκεπτόταν ανά δεκαπενθήμερο και περίμενα ανυπόμονα τον ερχομό της μέρες πριν.
Μερικές φορές στο διάλειμμα πήγαινα σε μια ακρούλα του κήπου, μακριά από τους υπολοίπους καθόμουν στο χαλασμένο, χαμηλό λιθόκτιστο τοιχαλάκι κι αγνάντευα τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Συλλογιόμουν τη μητέρα μου κι αναρωτιόμουν αν της έλειπα ή μήπως ήταν ευχαριστημένη που είχε μεταβιβάσει την ευθύνη σε κάποιον άλλο, κάποιον πιο ουδέτερο. Βύθιζα το πρόσωπό μου στα ψηλά χορτάρια κι έκλαιγα για κείνη και για τον Μεχμέτ, που δεν τον έβλεπα ποτέ.
Στ' αριστερά του κυρίως σχολικού κτιρίου υπήρχε ένα μικρό
οίκημα που, έτσι όπως ήταν, είχε γίνει ο κινηματογράφος μας. Είχε ένα παραθυράκι, κι ένα ψηλό σκαλί οδηγούσε στο χώρο του χειριστή προβολής. Σκαρφάλωνα πότε-πότε στο σκαλί επειδή από κει έβλεπα τις μεγάλες καγκελόπορτες της κεντρικής πύλης και περίμενα εκειδά όσες ώρες κοτούσα. Πρόσμενα να δω τη φιγούρα της μητέρας μου να προβάλλει από τις καγκελόπορτες κι η καρδιά μου χτυπούσε απ' την έξαψη και το μόνιμο φόβο ότι ίσως παρ' όλα αυτά
να μην ερχόταν εκείνη την ημέρα. Σαν την έβλεπα, έβγαινα τρεχάτος από το σινεμά και ροβολούσα προς το μέρος της σαν μικρή
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 215
ρουκέτα, ορμώντας στην αγκαλιά της, που ποτέ δεν με ζέσταινε, ρωτώντας αιωνίως ένα και μοναδικό πράγμα:
«Ανέ, θα γυρίσω σήμερα στο σπίτι;» «Όχι σήμερα, γιε μου. Σύντομα ίσως . . . » Πάντοτε η ίδια ερώτηση, πάντοτε η ίδια απάντηση. «Σύντομα».
Σύντομα. Σύντομα. Μου έφερνε καρύδια και σουλτανίνες και μου έλεγε για τη για
γιά και την αδελφή μου, μα, όσο διάβαιναν οι μήνες, αυτά μ' ενδιέφεραν ολοένα λιγότερο. Είχαν όλα υποχωρήσει μακριά, στο βάθος μέχρι και το γεγονός ότι δεν έβλεπα τον αδελφό μου είχε χάσει την αρχική πικρή του οξύτητα. Μονάχα ένα πράγμα παρέμενε πραγματικό, φωτεινό, αστραφτερό· η μητέρα μου. Έμενα ακόμα προσκολλημένος στην πρωτινή εικόνα της προσπαθούσα να την αναγκάσω να μου δείξει λίγη αγάπη και, όταν έφευγε, έκλαιγα ώσπου να με πάρει ο ύπνος γιατί οι επισκέψεις της δεν ήσαν ποτέ
τίποτα άλλο παρά τυπικές επισκέψεις καθήκοντος. Ο χρόνος έγιανε τα δάκρυα, ξεθώριασε ως και την αγάπη, οι μήνες πέρασαν γοργά από πάνω μου, ψήλωσα και καρδάμωσα και το καλό φαγητό ήρθε και γέμισε τα ρουφηγμένα μου μάγουλα. Μου έδωσαν καινούργιες στολές, προχώρησα δύο τάξεις, η συνήθεια του σχολείου στέριωσε μέσα μου και η λαχτάρα για την αγάπη της μητέρας μου ατονούσε όλο και πιο πολύ ώσπου τελικά έσβησε ολότελα. Εξακολουθούσα να περιμένω τις επισκέψεις της, μα δίχως χτυποκάρδι και δεν ρωτούσα πια πότε θα ξανάβλεπα το σπίτι μου.
Αλλά η άνοιξη του 1918 παρέστη μάρτυρας της δικής μας επιστροφής στο κακό φαγητό και της μητέρας μου σε ακόμα χειρότερες συνθήκες. Ο πόλεμος εξελισσόταν άσχημα για μας τους Τούρκους και τα τρόφιμα εξαντλούνταν σ' όλη τη χώρα. Στο σχολείο είχαμε αρχίσει τώρα πια να φεύγουμε πεινασμένοι απ' την τραπεζαρία μετά τα γεύματα και πλέον δεν εμφανιζόταν βούτυρο στα τραπέζια. Πειναλέοι πέφταμε για ύπνο, πειναλέοι ξυπνούσαμε και πειναλέοι περνούσαμε τη μέρα. Οσάκις μου έφερνε η μητέρα μου πολύτιμα καρύδια ή ξηρούς καρπούς, τα έτρωγα τόσο γρήγορα ώστε σχεδόν πάντα μου ερχόταν κατόπιν εμετός. Οι Γερμανίδες αδελφές εξαφανίστηκαν· τις αντικατέστησαν ηλικιωμένες Τουρκάλες,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
216 /ρφάν Οργκά
το σχολείο άρχισε να μυρίζει όλο αραιότερα απολυμαντικό και μας έλειπε η τριζάτη αλυγισιά από τις άσπρες ποδιές στους διαδρόμους. Μαθήματα γίνονταν σπανίως και τα τραγούδια είχαν πάψει εντελώς, γιατί πώς να τραγουδήσουμε νηστικοί; Ωστόσο στην αίθουσα ωδικής κρεμόταν ακόμα μια μεγάλη προσωπογραφία του σουλτάνου, του Μεχμέτ Ρεσάτ, και μας είχε μείνει συνήθειο να φωνάζουμε «Παντισαχίμ τσοκ γιασά!» - έστω και μ' αδειανά στομάχια.
Προς το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς δεν βρισκόταν καν ξερό ψωμί στο σχολείο και οι ηλικιωμένες γυναίκες μάς πήγαιναν σε μια τοποθεσία που λεγόταν Φενέρ μπαχτσέ, όπου φύτρωναν πολλά ψηλά σακίζ αγατζί, μαστιχόδεντρα με μικρούτσικους, κόκκινους ρητινώδεις καρπούς, οι οποίοι ωρίμαζαν σε πυκνά τσαμπιά. Πετροβολούσαμε τα δέντρα και καμιά φορά ήμασταν αρκετά τυχεροί ώστε να πέσουν τίποτα ρώγες στα θεριεμένα αγριόχορτα. Διαγκωνιζόμασταν λυσσαλέα και ποδοπατιόμασταν για να τις βρούμε και να τις φάμε άπληστα, σαν ζωάκια. Η γεύση τους ήταν ξινή, αλλά περιέργως μας χόρταιναν και γεμίζαμε τις τσέπες μας για να τις πάρουμε μαζί μας στο σχολείο και να τις φάμε τη νύχτα. Άλλοτε πηγαίναμε στο Φικίρ τεπεσί, όπου ξεριζώναμε και τρώγαμε κουζού κουλαΙ, ξινήθρες δηλαδή, βοηθώντας τους μικρότερους να διαλέξουν τα σωστά χόρτα. Στο Καλαμίς, ψάχναμε μπαγίρ τρουπού, κάτι άσπρα ραπανάκια, που μας έφερναν ακατάσχετη δίψα. Και θυμούμαι να τρώω επανειλημμένως άνθη από τις αμυγδαλιές, μπουκώνοντας με λουλούδια το αιωνίως πεινασμένο στόμα μου. Μια φορά σ' έναν παραθαλάσσιο αγρό, ο οποίος συνόρευε με μια πλευρά των κήπων μας, κάτι στρατιώτες ξέσκαψαν κουκιά πετώντας τους χλωρούς μίσχους στην πλησιέστερη στο φράχτη μας άκρη του αγρού. Χώσαμε ανάμεσά τους τα δάχτυλά
μας, βουτήξαμε τους μίσχους και τους πιπιλίσαμε αργότερα με μεγάλη απόλαυση.
Όταν η μητέρα μου άρχισε να μου δίνει λίγο χαρτζιλίκι, αγόραζα, όπως και οι υπόλοιποι, κουκιά, τα οποία έτρωγα ωμά, καταβροχθίζοντάς τα μανιωδώς ώσπου στο τέλος έκανα εμετό - νιώθοντας ύστερα πεινασμένος όσο ποτέ άλλοτε. Αποκτήσαμε τη συνήθεια να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 21 7
κουβαλάμε αλάτι και κόκκινο πιπέρι σε σακουλάκια κρυμμένα επάνω μας και, αν καμιά φορά είχαμε τύχη βουνό ώστε να βρούμε φλούδες από πατάτες ή μελιτζάνες, τις πλέναμε στην τρόμπα, τις πασπαλίζαμε επιδέξια με το περιεχόμενο των μικρών σακουλιών μας και τις τρώγαμε σαν ξελιγωνόμασταν από την πείνα. Τίποτα δεν ξέφευγε από τα λιμασμένα για φαι μάτια μας προκειμένου να συντηρηθούμε. Αλλά μια μέρα έφαγα πάνω στην πείνα μου κάτι άγνωστο, κάτι που είχα υποθέσει πως ήταν ραπανάκι και το οποίο μου προκάλεσε τέτοιους συνεχείς, φοβερούς εμετούς ώστε εισήχθην εσπευσμένα στο νοσοκομείο του σχολείου. Εκεί διαπιστώθηκε ότι ε ίχα πάθει δηλητηρίαση ενώ σχεδόν ταυτόχρονα εκδηλώθηκε κι η ψώρα. Υπέφερα ήδη εβδομάδες από φαγούρα, αλλά την ε ίχα θεωρήσει ασήμαντη και ούτως ή άλλως οι ηλικιωμένες γυναίκες που είχαν αντικαταστήσει τις καλοβαλμένες Γερμανίδες αδελφές ουδέποτε πρόσεχαν παρόμοια πράγματα. Η ψώρα εξαπλώθηκε στο σώμα μου ώσπου στο τέλος έκλαιγα σχεδόν απ' τη μανία μου, απ' τη φλογισμένη, κνησμώδη ψώρα που δεν μ' άφηνε σε ησυχία. Με πήγαιναν κάθε πρωί στα τούρκικα λουτρά κι έτριβαν τα σημεία της ψώρας με σκληρή βούρτσα ώσπου το κορμί μου μάτωνε και πονούσε φρικτά. Ήταν βασανιστήριο και στρίγκλιζα συνέχεια, αλλά μάταια διότι το τρίψιμο εξακολουθούσε ανηλεώς.
Το φαγητό ήταν κάπως καλύτερο στο νοσοκομείο, όχι πολύ, αλλά τουλάχιστον δεν μας έβγαζαν σεργιάνι στους αγρούς. Μας έδιναν λίγο λαπά στο μέσο της ημέρας και μια αραιή χορτόσουπα το βράδυ - όχι όμως και ψωμί διότι απλούστατα ψωμί δεν υπήρχε πουθενά. Πεινούσαμε μονίμως, και μισή ώρα πριν το γεύμα όσα παιδιά επιτρεπόταν να σηκωθούμε μαζευόμασταν ανυπόμονα κάτω από το μεγάλο ρολόι που βρισκόταν πάνω από την πόρτα. Μετρούσαμε τα δευτερόλεπτα ως το εξήντα κι έπειτα λέγαμε θριαμβευτικά: «Ένα λεπτό !» και πάει λέγοντας πιστεύοντας ότι έτσι μειώναμε το χρόνο της αναμονής. Μου έγινε χούι, και το δεξί
μου πόδι κουνιόταν σπασμωδικά σύμφωνα με το μέτρημα κι έτσι σήμερα, όταν είμαι πολύ κουρασμένος ή μελαγχολικός, αυτόματα το δεξί μου πόδι αρχινάε ι το κούνημα, συντονισμένο με το χτύπο κάποιου ρολογιού.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
218 Ιρφάν Οργκά
Όσο ήμουν στο νοσοκομείο, η μητέρα μου δεν είχε έρθει να με δει και ανησυχούσα που δεν είχα νέα της γιατί ποτέ έως τότε δεν είχε αμελήσει τις ανά δεκαπενθήμερο επισκέψεις της. Οι μακρές εβδομάδες κύλησαν χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Όταν βγήκα από το νοσοκομείο - αδύναμος σαν γατί και σκελετωμένος επειδή οι τελευταίοι μήνες της ασιτίας είχαν αφαιρέσει κάθε στρογγυλάδα από το σώμα και τα μάγουλά μου - , διαπίστωσα ότι δεν μας επέτρεπαν πλέον να μπαίνουμε στο σινεμά και να κατασκοπεύουμε από το παράθυρο του θαλάμου προβολής. Αντ' αυτού
είχε αναρτηθεί στον κήπο ένας μαυροπίνακας και, καθώς έφθαναν οι επισκέπτες, ανέγραφαν εκεί τα ονόματα των παιδιών. Τις ημέρες του επισκεπτηρίου άρχισα να περιμένω δίπλα στο μαυροπίνακα, όπως όλοι άλλωστε, μα το όνομά μου δεν εμφανιζόταν ποτέ. Έπειτα από λίγο μ' έπιασε ταραχή ότι δεν επρόκειτο να ξαναδώ τη μητέρα μου, ότι πια με είχε εγκαταλείψει για πάντα. Θα ήμουν αναγκασμένος να μείνω χρόνια σε τούτο το απαίσιο μέρος και άρχισαν να ριζώνουν στο μυαλό μου ακαθόριστες, άμορφες ιδέες απόδρασης. Τότε όμως, αναπάντεχα όπως με όλα τα θαύματα, συνέβη το υπέροχο γεγονός και μια καλοκαιριάτικη μέρα του 1918 είδα το όνομά μου γραμμένο στο μαυροπίνακα. Βάδισα αργά προς την αίθουσα υποδοχής. Είχε πιαστεί η αναπνοή μου, και το δεξί μου πόδι εμφάνισε την επικίνδυνη ροπή του προς το νευρικό τρέμουλο την ώρα που περπατούσα. Φθάνοντας στην αίθουσα, είδα τη μητέρα μου να κάθεται σε μια καρέκλα, αν και ήταν όντως τόσο αλλαγμένη ώστε μονάχα ένα βλέμμα αγάπης θα μπορούσε να την ξεχωρίσει ανάμεσα στο μουντό ανθρωπομάνι γύρω της. Έτρεξα κλαίγοντας κοντά της και μ' έκλεισε στην αγκαλιά της σφίγγοντάς με με τρεμάμενα χέρια.
Έπειτα μου είπε: «Τι συμβαίνει, γιε μου; Είσαι τόσο αδύνατος και χλομός ! Τι
σου έκαναν;» Κι έτσι ξανάβαλα τα κλάματα ύστερα από αυτή την ασυνήθιστη
πολυτέλεια συμπόνιας της διηγήθηκα ότι είχα μπει στο νοσοκομείο, πώς μου είχαν τρίψει το σώμα ώσπου να ματώσει κι ότι δεν είχαμε φαΙ να φάμε. Έμοιαζε να φρίττει.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 219
«Ε, λοιπόν», είπε, «καλύτερα θα ήσουν μαζί μου στο σπίτι». Τη ρώτησα γιατί δεν είχε έρθει να με δει κι αποκρίθηκε ότι είχε
αρρωστήσει κι αυτή - της είχε ξανάρθει εκείνος ο πυρετός, που δεν θα την άφηνε ολότελα. Κι έπειτα αντιλήφθηκα ότι ήταν κι εκεί
νη οικτρά αδύνατη και αποστεωμένη, σαν μισοζώντανος σκελετός, με το χλομό της πρόσωπο και τα μεγάλα μάτια που δεν χαμογελούσαν ποτέ. Εξακολουθούσε να είναι όμορφη, κυρίως επειδή ήταν καλλονή από γεννησιμιού της κι αυτό δεν θα χανόταν ποτέ, μα αυτό που αντίκριζε κανείς τώρα πια ήταν μια πένθιμη, απογοητευμένη καλλονή, με λεπτές ρυτίδες γύρω από το στόμα, και τη θλίψη να χαράζει με αραχνένιες κλωστές το πλατύ μέτωπό της.
Ακούμπησε το χέρι της στο κουρεμένο με την ψιλή κεφάλι μου και είπε πως έμοιαζα με αγόρι φιλανθρωπικού ιδρύματος. Ρώτησα όλο ανυπομονησία για τον αδελφό μου, κι ένα ανήσυχο βλέμμα διέτρεξε το πρόσωπό της. Είπε ότι δεν ήξερε επειδή είχε αρρωστήσει κι εκείνος και δεν την είχαν αφήσει να τον επισκεφθεί
καθόλου. Σε λίγο σηκώθηκε να φύγει, κι αυτή τη φορά δεν ρώτησα πότε θα επέστρεφα στο σπίτι, γιατί μαθαίνει κανείς να μην κάνει ερωτήσεις οι οποίες προκαλούν αμηχανία, και το σπίτι φάνταζε μακρινό σαν όνειρο, μια λέξη μονάχα, δίχως νόημα.
Με πήρε από το χέρι και είπε ότι θα πηγαίναμε στο γραφείο της διευθύνουσας - που δεν ήταν η προ διετίας, αλλά μια Τουρκάλα ακόμα πιο τρομερή, ακόμα πιο απλησίαστη. Την είδαμε χωρίς δυσκολία και δεν πίστευα στ' αυτιά μου όταν άκουσα τη μητέρα μου να λέει ότι με έπαιρνε μαζί της στο σπίτι και ότι σε δυο βδομάδες θα ερχόταν να πάρει και τον αδελφό μου. Η διευθύνουσα άρχισε να αντιλέγει ψυχρά, μα η μητέρα μου δεν είχε διάθεση ν' ακούει φοβέρες. Είπε ότι δεν επρόκειτο να το κουνήσει από κει χωρίς εμένα κι ότι θα επέστρεφε τη στολή μου όταν ερχόταν να πάρει τον Μεχμέτ. Της ζήτησε πιεστικά πληροφορίες για τον αδελφό μου, αλλά η διευθύνουσα απαντούσε αόριστα, παραμένοντας απρόσιτη είτε διότι δεν ήξερε τίποτα είτε διότι έκρινε καλό να μη μιλήσει.
Όση ώρα μιλούσαν, στεκόμουν στην πόρτα κι η καρδιά μου χτυπούσε αλλόκοτα. Είχε φθάσει επιτέλους αυτή η μέρα, μέρα που
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
220 Ιρφάν Οργκά
την είχα ποθήσει για πάνω από δύο χρόνια, μόνο που είχε έρθει πολύ αργά και τώρα πια δεν είχε σημασία αν θα με έπαιρνε ή όχι η μητέρα μου. Ήταν αλήθεια πως ήθελα να φύγω από κείνο το μέρος, αλλά δεν ήξερα πού ήθελα να πάω. Το σπίτι μου δεν επαγγελλόταν συνθήκες παραδείσου' πρόβαλλε τόσο απόμακρο ώστε δυσκολευόμουν να το θυμηθώ και η εικόνα που διατηρούσα στο μυαλό μου υποσχόταν ακόμα λιγότερη ασφάλεια απ' όση αυτό το άθλιο ορφανοτροφείο.
Γυρίσαμε λοιπόν στο σπίτι, στις ίδιες συνθήκες που είχα αφήσει πίσω μου πριν δύο χρόνια, και η πικρία ήρθε κι απλώθηκε επειδή είχα αφήσει ετούτη την αθλιότητα για μια άλλη και τώρα επέστρεφα στα ίδια. Η μητέρα μου είχε επιδείξει γενναιότητα παίρνοντας μια τέτοια απόφαση το 1918, αλλά, όταν είναι κανείς παιδί, αναρωτιέται - παράλογα ίσως - γιατί δεν είχε φανεί γενναία το 1916, όταν εκτόπισε δύο αγοράκια σ' ένα γερμανόστροφο σχολείο, σκοτώνοντας κάθε εμπιστοσύνη κι αγάπη και προσπαθώντας να τις ξανακερδίσει όταν ήταν πολύ αργά πλέον. Διότι αυτό πιστεύαμε τότε κι εξακολουθούμε να το πιστεύουμε ως τα σήμερα μολονότι εκείνη έχει πεθάνει προ πολλού και οι νεκροί δεδικαίωνται.
Το σπίτι ήταν ένα μέρος περίεργο και ξένο, με τη γιαγιά μου να σερβίρει ακόμα την αιώνια χορτόσουπα και τις κάμαρες να μοιάζουν μικρότερες και σκοτεινότερες μετά τα μεγάλα γυμνά δωμάτια του σχολείου. Η Μουαζέζ ήταν πια τριών, ένα αδύνατο πλασματάκι με γαλανά μάτια, και μαλλιά που είχαν ξανοίξει στο καστανό. Ήταν γκρινιάρα κι άτονη επειδή πεινούσε κι αυτή σαν όλους μας. Επιχείρησα να παίξω μαζί της, αλλά φαινόταν ν' αδιαφορεί, θαρρείς και το παιχνίδι ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι' αυτή. Ούτε μιλούσε καθαρά, παρά ψέλλιζε, κοκκίνιζε και με απέφευγε, προτιμώντας τη μοναξιά γιατί έτσι ε ίχε μάθει. Ένα αλλόκοτο, νευρικό, ευέξαπτο παιδί, μονίμως πεινασμένο και μονίμως έτοιμο να μπήξει τα κλάματα. Δεν μπορούσα να νιώσω καμιά οικειότητα, όπως είχα κάποτε αισθανθεί για τον Μεχμέτ, αυτό το μικρούλη, καστανομάτη σιωπηλό αδελφό που είχε γνωρίσει τον πατέρα μου και είχε μοιραστεί τα παιχνίδια μου.
Η μητέρα μου βρισκόταν ακόμα στη στρατιωτική αποθήκη Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 221
ραπτικής και η γιαγιά μου φρόντιζε το μικρό σπίτι. Μια μέρα πήγα μαζί της στην αγορά, αλλά δεν μπορέσαμε ν' αγοράσουμε τίποτα. Τα μαγαζιά ήσαν κλειστά, με τα ρολά κατεβασμένα, και τα λίγα που έμεναν ανοιχτά διέθεταν προς πώλησιν μονάχα κανένα τόσο δα αραποσίτι και σάπια ζαρζαβατικά. Το αλεύρι πουλιόταν σε τριπλάσια τιμή, μαυριδερό και ξινισμένο, αναδίδοντας μια αψιά μυρωδιά. Η γιαγιά μου κοίταξε ό,τι είχε αγοράσει και τα λιγοστά
κέρματα που είχαν απομείνει στη χούφτα της κι ύστερα είπε κατάπληκτη:
«Πρώτη φορά γυρίζω απ' το παζάρι με λεφτά στο χέρι! » Εκείνη την ημέρα φάγαμε ξινισμένο ψωμί και σούπα με γεύση
αλατόνερου. Ακολούθησε σειρά ημερών που η γιαγιά μου μονάχα νοθευμένο λάδι ε ίχε να στάξει στη μερίδα του ψωμιού μας κι εξασθένησα τόσο ώστε δεν μπορούσα καν να περπατήσω. Θυμούμαι ότι κειτόμουν στο σαλόνι σχεδόν όλη μέρα με σκοτοδίνη από την
πείνα κι ανίκανος να κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι. Η Μουαζέζ ήταν μαζί μου, καθισμένη στο χαλί και κλαψουρίζοντας ότι πεινούσε, αλλά παραήμουν ζαλισμένος για να της δώσω σημασία. Η
γιαγιά μου επέστρεψε, όταν πια σουρούπωνε, από κάποια μακρά
πεζοπορία στους λόφους, ένας Θεός ξέρει πού. Έκοψε ωμά κρεμμύδια στα τέσσερα, μας έδωσε ψωμί, φρέσκο, σχεδόν άσπρο ψωμί, και βούτυρο που ήταν ταγκισμένο, αλλά δεν μας έκοψε διόλου την όρεξη. Φάγαμε μέχρι σκασμού κι η Μουαζέζ έγειρε να κοιμηθεί
επιτόπου, ξάπλα στο χαλί, μα κανείς δεν νοιάστηκε που δεν ήταν στο κρεβάτι.
Η γιαγιά μου κάθησε δίπλα στο παράθυρο κλαίγοντας και παραμιλώντας, όπως το συνήθιζε πια.
«Δεν υπάρχουν τρόφιμα πουθενά», έλεγε. «Πρώτη φορά εδώ
και χρόνια έχω χρήματα στην τσέπη και δεν βρίσκω ν' αγοράσω τίποτα!»
Δεν ξέρω πού είχε βρει τα χρήματα. Ίσως είχε πουλήσει κοψοχρονιά τίποτα μικροπράματα για ν' αγοράσει τρόφιμα από τους άπληστους χωρικούς που τα έκρυβαν και οι οποίοι ουδέποτε επρόκειτο να πεινάσουν τόσο.
Νομίζω πως πέρασε όλη τη νύχτα δίπλα στο παράθυρο γιατί,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
222 /ρφάν Οργκά
όταν ξύπνησα το πρωί της επομένης, τη βρήκα εκεί, με τα γέρικα μάτια της κομμένα και τραβηγμένα από ιην κούραση, ενώ η Μουαζέζ κειτόταν ακόμα κοιμισμένη στο σκληρό πάτωμα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Η λήξη της μ αθητείας ενός παραγιού μ πα ρμ πέρη
Δ γΣΚΟΛΑ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ την ημέρα που πήγαμε στο Μπεμπέκ, στο νοσοκομείο όπου κειτόταν ετοιμοθάνατος ο Μεχμέτ.
Ήταν μια ωραία, ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα' οι πράσινοι λόφοι της Ανατολίας έλαμπαν αντίκρυ στη Γέφυρα του Γαλατά, φωτεινοί και γαλήνιοι κάτω από τον ηλιόλουστο ουρανό. Γλάροι έκρωζαν πίσω από τις συρμές των βαποριών, των μικρών και μεγάλων βαποριών που έπλεαν στον Βόσπορο, ο οποίος Ίltαν τόσο θε'ίκά γαλανός εκείνη την ημέρα ώστε η καρδιά σκιρτούσε στο στήθος από αγαλλίαση. Προς στιγμήν ξεχνούσε κανείς την πείνα του σ' αυτή τη διάφανη παραίσθηση ηρεμίας και, όταν φθάσαμε στο Εμίνονου για να πάρουμε το τραμ, η λιακάδα και το αχτιδοβόλημα του πρωινού κι η ξερή, αρμυρή αύρα που έφερνε η θάλασσα με είχαν χτυπήσει ελαφρά στο κεφάλι και με είχαν μισοζαλίσει. Το τραμ έτρεχε ακράτητο στους δρόμους με απότομα τραντάγματα, όπως όλα τα τραμ της Ισταμπούλ. Ανεβοκατεβήκαμε με ταχύτητα λόφους, πιο γρήγορα, πιο δαιμονισμένα από ποτέ και μ' ένα συνεχές γκλαν-γκλαν-γκλαν-γκλαν, σάμπως τραμβαγέρης και τραμ μαζί να μην ανέχονταν αυτά τα άθλια λασποσόκακα και να το 'χαν καημό να φθάσουν στην καθάρια, εκπάγλου ομορφιάς απαλή καμπύλη του Μπεμπέκ όσο πιο σύντομα γινόταν.
Το Μπεσικτάς ήταν τόσο έρημο εκείνη την ημέρα που θα μπορούσαμε να είμαστε μόνοι εκεί. Τρέχαμε, τρέχαμε ευφρόσυνα, περάσαμε το Ορτάκιο'ί κι ε ίδαμε φευγαλέα το λευκό, αστραφτερό τζαμί του με τους δυο ψηλούς μιναρέδες που διατρυπούσαν τα ουράνια, ενώ το ίδΙΌ το τζαμί αγνάντευε τον Βόσπορο. Κατηφορίσαμε στο Κουρού τσεσμέ, που τα ετοιμόρροπα ξύλινα σπίτια του ήσαν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
224 Ιρφάν Οργκά
σκεπασμένα μ' ένα λεπτό μαύρο στρώμα καρβουνόσκονης από τις αναρίθμητες ανθρακαποθήκες. Ακόμα χαμηλότερα, ώσπου να φθάσουμε στο Αρναούτκιο"ί - η λέξη αποπνέει από μόνη της κάποια μαγγανεία αφού σημαίνει «Αρβανιτοχώρι». Έπειτα τρέξαμε παράλληλα προς το μουράγιο, αντικρίζοντας την Ανατολία, με το Τσεγκέλκιο"ί σαν πετράδι μέσα στους δασωμένους λόφους του και
το στενόμακρο λευκό στρατιωτικό σχολείο του Κουλελί ν' αγκαλιάζει τον Βόσπορο, ώσπου στο τέλος οι ψηλοί γρανιτένιοι τοίχοι των θερινών ανακτόρων του χεδίβη της Αιγύπτου έκρυψαν τη θέα,
και κατηφορίσαμε κινούμενοι με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στη μονή ράγα που οδηγούσε στο Μπεμπέκ και στην υπέροχη καμπή του όρμου.
Η εύθραυστη, αμάραντη ομορφιά του Μπεμπέκ σού κόβει την ανάσα - ομορφιά η οποία νομίζω ότι οφείλεται προπαντός στα γαλανά νερά που γλείφουν τις ακτές και στα ψηλά πλοία με τα λευκά κατάρτια που μοιάζουν να κείνται εκεί αγκυροβολημένα στους αιώνες, αλλά και στα παλιά στενά σπίτια που ορθώνονται πίσω από την πόλη, σκαρφαλώνοντας στους απότομους λόφους, ψηλά, στα πράσινα δάση, που τα καλύπτουν χειμώνα - καλοκαίρι. Εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωινό του 1918 είδα για πρώτη φορά
το Μπεμπέκ κι εκστασιάστηκα από χαρά που τα στερημένα μάτια μου αντίκριζαν επιτέλους τέτοιο λεπταίσθητο, ζωγραφιστό κάλλος.
Η μητέρα μου ρώτησε στο τέρμα του τραμ πώς θα πάμε στο Νοσοκομείο Παίδων και, όταν το βρήκαμε, χρειάστηκε να περιμένουμε στον ψυχρό, πλακόστρωτο προθάλαμο ώσπου να ευκαιρήσει να μας δει μια νοσοκόμα. Στο τέλος ήρθε, δραστήρια, με τις κολλαριστές της φούστες να θροΤζουν και την παραδοσιακή λευκή μαντίλα δεμένη χαμηλά στο μέτωπο κρύβοντας κάθε ίχνος μαλλιών· σήμερα, αν ζούσε, θα έμοιαζε με χειρουργό έτοιμο για το χειρουργείο. Ήταν δυσχερές να εντοπίσουμε τον Μεχμέτ. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν επώνυμα στην Τουρκία και ως εκ τούτου πολύ συχνά επικρατούσε η μέγιστη σύγχυση κατά την εξακρίβωση της ταυτότητας κάποιου. Ο τύπος ήταν περίπου ο εξής: Μεχμέτ, γιος του Χουσνού και της Σεβκιγιέ από το ΒαγιαζΨ. Όσο ατζαμίδικη κι αν ήταν αυηι η μέθοδος, στο τέλος οι άνθρωποι αναγνωρί-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 225
ζονταν συνήθως με ασφάλεια αφού σπανίως υπήρχαν πάνω από δυο ζεύγη γονέων με πανομοιότυπα ονόματα κι ένα παιδί με το ίδιο όνομα.
Όταν επιτέλους η νοσοκόμα ξεδιάλυνε ποιος ήταν ο Μεχμέτ, ενημέρωσε τη μητέρα μου ότι δεν μπορούσε να τον δει επειδή ήταν βαριά άρρωστος. Αλλά η μητέρα μου πείσμωσε και ζήτησε φορτικά λεπτομέρειες. Η νοσοκόμα κάτι υπαινίχθηκε για υποσιτισμό, και η μητέρα μου, αφού το σκέφτηκε κάνα δυο λεπτά, εξέφρασε την επιθυμία να τον πάρει στο σπίτι. Η νοσοκόμα σήκωσε έντρομη τα φρύδια λέγοντας ότι, αν ο Μεχμέτ έφευγε από το νοσοκομείο, θα πέθαινε σίγουρα, μα η μητέρα μου επέμεινε και η νοσοκόμα
πήγε να βρει κάποιο γιατρό παρά τους ενδοιασμούς της. Όσο έλειπε, η μητέρα μου άνοιξε το δέμα με τα ρούχα που είχε φέρει για τον Μεχμέτ κι είπε στενοχωρημένη ότι θα του έρχονταν πολύ
μικρά, αλλά μόνο αυτά είχε. Η νοσοκόμα επέστρεψε μ' ένα γιατρό, γέρο κι ατημέλητο, ο
οποίος άρχισε να φοβερίζει τη μητέρα μου, η οποία όμως του ανταπέδωσε τα ίσα λέγοντας ότι ήθελε απλώς να πάρει το γιο της απ'
αυτό το μέρος. «Θέλω το παιδί μου», επέμεινε ξεροκέφαλα. «Αν είναι να πε
θάνει, όσο εύκολα μπορεί να πεθάνει εδώ, άλλο τόσο μπορεί και στο σπίτι. Είμαι έτοιμη να αναλάβω όλη την ευθύνη».
Ο γιατρός ανασήκωσε τους ώμους με πλήρη αδιαφορία, στράφηκε προς τη νοσοκόμα και της είπε να ετοιμάσει τον Μεχμέτ. Η μητέρα μου παρέδωσε το δέμα με τα ρούχα και υπέγραψε ένα χαρτί που της έδωσε ο γιατρός. Καθήσαμε ξανά περιμένοντας τον Μεχμέτ.
Σαν επέστρεψε, η νοσοκόμα είχε στα χέρια της ένα μικρούλικο
παιδάκι, που έμοιαζε άψυχο. Το έδωσε στη μητέρα μου, η οποία, αφού του έριξε μονάχα μια φευγαλέα ματιά, είπε :
«Δεν είναι αυτός ο γιος μου. Τούτο δω είναι μωρό κι ο γιος μου είναι πέντε χρονών. Κάποιο λάθος έχει γίνει . . . »
Μα η φωνή της έσβησε αβέβαια γιατί τώρα κοιτούσε προσεκτικότερα το παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά της. Και ήταν πράγματι ο Μεχμέτ. Ακόμα κι εγώ έβλεπα την ομοιότητα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
226 /ρφάν Οργκά
«Είναι ελαφρύς σαν πουλάκι!» είπε κατάπληκτη η μητέρα μου. «Είναι πολύ άρρωστος», απάντησε αυστηρά η αδελφή. «Κακώς
τον παίρνετε στο σπίτι σας». Κρυφοκοίταξα με δέος τον Μεχμέτ, το αδιαπέραστο μελαχρι
νό προσωπάκι με τις σιαγόνες να εξέχουν αξιολύπητα κάτω από τ'
άσαρκα μάγουλα, το άτονο, σκούρο τόξο των φρυδιών, λεπτογραμμένο σαν της μητέρας μου, τους σκελετωμένους βραχίονες και τους καρπούς και το δόλιο, λιωμένο κορμάκι που πέθαινε από
την ασιτία. Είδα γοργά δάκρυα να κεντούν τα μάτια της μητέρας μου, αλλά ευχαρίστησε τη νοσοκόμα και φύγαμε.
Ξανά πίσω στην Ισταμπούλ με το ορμητικό τραμ και τη μητέρα μου να κρατά σφιχτά πάνω της τον Μεχμέτ για να τραντάζεται όσο το δυνατόν λιγότερο. Έχοντας τη μύτη κολλημένη στο παράθυρο, με επίγνωση της θλίψης της μητέρας μου και της σκιάς που περιέβαλλε τον αδελφό μου, η λαμπρή μέρα μού φαινόταν σκοτεινιασμένη . Το γλαυκό χρώμα του Βοσπόρου είχε σχεδόν ξεθωριάσει.
Επί αρκετές ημέρες ο Μεχμέτ ήταν βυθισμένος σε ένα είδος νάρκης, ενώ η γιαγιά μου διάβαζε διαρκώς το Κοράνι από πάνω του και η Μουαζέζ κι εγώ πηγαίναμε πού και πού να τον κοιτάξουμε, βουβαμένοι μπροστά σε τόση τρομακτική βουβαμάρα. Λίγο αργότερα επιχείρησαν να του δώσουν με το κουταλάκι συμπυκνωμένο γάλα, το οποίο είχε βρει η μητέρα μου μέσω της αποθήκης ραπτικής, και καμιά φορά κατέβαζε γα'ιολιά-γουλιά λίγο βρασμένο νερό, κουνώντας παραπονιάρικα το κεφάλι του δεξιά-αριστερά
σαν να πονούσε. Μπορεί η κατάστασή του να μη βελτιώθηκε στο σπίτι, σίγουρα πάντως δεν επιδεινώθηκε . Έπειτα, μια μέρα θυμούμαι ότι μου συνέβησαν δύο σημαντικά πράγματα. Το πρώτο αφορούσε τον Μεχμέτ, που άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Αρχικά έδειξε να μη με αναγνωρίζει, αλλά ύστερα από λίγο απέκτησε επαφή με το περιβάλλον, χαμογέλασε κι άπλωσε το λιγνό χεράκι του.
«Αδελφέ μου!» είπε με εξασθενημένη, απορημένη φωνή, που δεν ήταν φωνή, μα ένας λεπτός κλώστινος ήχος στον αέρα.
Έσπευσα κοντά του, κρατώντας σφιχτά το χέρι του, και τον ρώτησα αν ήθελε τίποτα. Είπε ότι πεινούσε και πήγα στην κουζίνα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 227
να πάρω ένα κουτάλι και το μισοαδειανό κονσερβοκούτι με το συμπυκνωμένο γάλα. Το τάισα κουταλιά-κουταλιά στο άπληστο, λαίμαργο στόμα του ώσπου η κονσέρβα άστραψε κι άδειασε, κι ο Μεχμέτ ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Η Μουαζέζ τρέκλισε ως το μέρος του με την καράφα, χύνοντας μερικές σταγόνες στο σεντόνι, και ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια λες κι ήταν φοβερά αστείο. Σε λίγο γύρισε στο πλευρό κι αποκοιμήθηκε. Κάθησα στο προσκεφάλι του έως ότου γύρισε η γιαγιά μου από την αγορά και, με το που μπήκε στο σπίτι, άκουσα την όλο έξαψη ψιλή φωνή της Μουαζέζ να της διηγείται τα χαρμόσυνα νέα. Η γιαγιά μου όρμησε στις σκάλες σαν τον άνεμο και, θεωρώντας ότι ψιθυρίζει, με ρώτησε βροντερά τι είχε συμβεί. Όταν της είπα, ύψωσε χαρούμενη τα χέρια και βάλθηκε ν' απαγγέλλει μια ευχαριστήρια δέηση από το Κοράνι. Πλησίασε αθόρυβα τον Μεχμέτ, αφουγκράστηκε για λίγο την 11ρεμη, ρυθμική αναπνοή του, ύστερα είπε απλά και με βαθιά πίστη ότι τώρα θα καλυτέρευε και βγήκαμε όλοι από το δωμάτιο αφήνοντάς τον να κοιμάται ήσυχα.
Είχε φέρει από την αγορά κάτι ανάξια λόγου ψώνια και σε λίγο μου είπε να πάω στην αποθήκη ραπτικής, απ' όπου θα ερχόταν σή
μερα η μητέρα μου. Μου έδωσε οδηγίες να της πω για τον Μεχμέτ και να την παρακαλέσω να έρθει στο σπίτι μέσω Σίρκετζι, όπου τα μαγαζιά μπορεί να είχαν και τίποτ' άλλό εκτός από το αιώνιο αραποσίτι που αγόραζε μονίμως η γιαγιά μου στο BαγιαζtΊτ.
Είχε τέτοια λαχτάρα να ετοιμάσει κάτι ορεκτικό για τον αδελφό μου που δεν έβλεπε την ώρα να με διώξει από το σπίτι και γόγγυσε ότι δεν τη βαστούσαν πια τα πόδια της για να πάει ως το Σίρκετζι.
Κι έτσι φθάνουμε στο δεύτερο σημαντικό πράγμα που μου συ
νέβη εκείνη την ημέρα. Συνάντησα τη μητέρα μου, διαβίβασα το μήνυμα και πήγαμε
περπατώντας ως το Σίρκετζι. Η μητέρα μου ήταν ενθουσιασμένη
που ο γιος της είχε αποφασίσει να ζήσει. Θυμούμαι ότι καταφέραμε να βρούμε μερικά φασολάκια, ξερά
μπιζέλια και λίγη ζάχαρη, σπάνιο είδος πολυτελείας εκείνη την εποχή. Οδεύαμε προς το σπίτι, το οποίο τότε βρισκόταν ακριβώς
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
228 Ιρφάν Οργκά
πίσω από το σταθμό, προχωρώντας με δυσκολία στο στενό καλντερίμι, που ήταν ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης. Κάναμε στην άκρη για ν' αποφύγουμε άλογα κι ανθρώπους που έσπρωχναν χειράμαξες και σε λίγο ακούστηκε ένας άλλος θόρυβος, πιο επίμονος στ' αυτί, σκεπάζοντας όλες τις φωνές του δρόμου. Η μητέρα μου κοντοστάθηκε και κοίταξε στον ουρανό. Ακολούθησα το βλέμμα της κι είδα τρία αεροπλάνα να έρχονται από τον Κεράτιο.
«Εγγλέζικα αεροπλάνα!» φώναξε κάποιος πλάι μας ενώ ορμούσε σε μια πόρτα μαγαζιού.
Η μητέρα μου κι εγώ καθόμασταν και τα κοιτάζαμε, ανίδεοι για το καταστροφικό φορτίο που κουβαλούσαν. Άνθρωποι δίπλα μας έτρεχαν να χωθούν σε μαγαζιά, στο σταθμό του Σίρκετζι, σε πόρτες, αλλά νομίζω ότι η μητέρα μου παραείχε παραλύσει ώστε να κινηθεί γρήγορα. Θυμούμαι ότι με έσπρωξε τελικά κάτω από
την τέντα ενός μαγαζιού. Λουφάξαμε εκεί και μόνο ύστερα από
χρόνια έμαθα πως εκείνη την ημέρα ήταν πεπεισμένη ότι η τέντα θα μας έσωζε, ότι, αφού οι πιλότοι δεν μπορούσαν να μας δουν, δεν θα παθαίναμε τίποτα!
Τα αεροπλάνα πέταξαν μουγκρίζοντας πάνω από την Ισταμπούλ κι έπειτα ακούστηκε μια υπόκωφη έκρηξη που σείστηκε η γη.
Πίστεψα ότι η αντάρα δεν θα έπαυε ποτέ. Σύννεφα σκόνης ήρθαν καταπάνω μας κι αντιλήφθηκα ότι κόντευαν να μου λυθούν τα γόνατα.
Εκείνη την ημέρα βομβάρδισαν την οδό Μαχμούτ πασά, την πλέον πολυσύχναστη αγορά της Ισταμπούλ, και δεν υπήρχε ένα όπλο να υπερασπισθεί την πόλη. Τα αεροπλάνα έφυγαν σύντομα και το ουρλιαχτό των ασθενοφόρων ξεχύθηκε απ' όλες τις κατευθύνσεις τρυπώντας τ' αυτιά. Κινήσαμε για το σπίτι. Στην επιστροφή ήμασταν αναγκασμένοι να διασχίσουμε την οδό Μαχμούτ πασά ενώ οι φλόγες έγλειφαν ήδη τα μικρομάγαζα και τα χαμόσπιτα. Ένα άλογο κειτόταν πεσμένο στο πλάι, χλιμιντρίζοντας φρικιαστικά, ενώ ο αραμπάς είχε
'καταπλακώσει το τσακισμένο του
κορμί κι ο καροτσιέρης είχε εκσφενδονιστεί στα χαλάσματα με το πρόσωπο διαλυμένο. Δεν υπήρχαν αρκετά ασθενοφόρα κι έτσι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 229
επιτάχθηκαν καμιόνια, που μας προσπέρασαν φορτωμένα πληγωμένους, από τους οποίους κάποιοι ήσαν αναίσθητοι και κάποιοι ξεφώνιζαν απ' τους φρικτούς πόνους ενώ τ' ακρωτηριασμένα μπράτσα τους, σαν ανεμίζοντα κούτσουρα, ράπιζαν αηδιαστικά
τον αέρα. Ζύγωσαν κάρα με στοιβαγμένους νεκρούς ένα μάλιστα μας προσπέρασε κι αναγούλιασα από φρίκη σαν είδα εκτεθειμένο το αιμόφυρτο περιεχόμενό του - ασώματα κεφάλια που κλυδωνίζονταν τρομακτικά, χέρια και πόδια πεταμένα ασεβώς, όλα φύρδην μίγδην, γιατί ήσαν νεκροί και δεν είχαν πια σημασία αφ' ης στιγμής υπήρχαν ζωντανοί που έπρεπε να σωθούν.
«Σκόπευαν να βομβαρδίσουν το υπουργείο Στρατιωτικών», έλεγε κάποιος, «αλλά οι βόμβες παρεξέκλιναν κι έπεσαν εδώ . . . »
Όσοι τον άκουσαν άρχισαν να τον γιουχαιζουν κι άξαφνα κινδύνευσε η ζωή του γιατί όλοι ήσαν πεπεισμένοι ότι η οδός Μαχμούτ πασά είχε βομβαρδιστεί επίτηδες επειδή ήταν πολυσύχναστη περιοχή. Ακόμα θυμούμαι εκείνη την ημέρα, τα ψιθυρίσματα του κόσμου, τις οιμωγές όσων είχαν χάσει ανθρώπους και κανείς μας δεν θα μάθει ποτέ ή δεν θα ενδιαφερθεί να μάθει, διότι είναι πια πολύ παλιά ιστορία, αν οι πιλότοι ξαστόχησαν ή όχι. Σ' όλο το δρόμο της επιστροφής τα μάτια της μητέρας μου ήσαν θολά από τα δάκρυα που έχυσε για όσους αθώους είχαν χτυπηθεί, αλλά και για όσους είχαν πεθάνει αιφνιδιασμένοι κι ανυποψίαστοι. Εκείνος ο βομβαρδισμός διατηρήθηκε ζωντανός στη μνήμη μου επί πολλά
χρόνια. Προσφάτως μάλιστα, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να διασχίσω τη Μαχμούτ πασά, η οποία φέρει μέχρι σήμερα τις άσχημες, ανοικοδόμητες ουλές της, αναθυμήθηκα εκείνη την ημέρα κι αναρωτήθηκα αν σ' αυτό τον ακόμα πολυσύχναστο δρόμο υπήρχε κανείς άλλος που να θυμόταν την τραγική του ιστορία.
Ο Μεχμέτ εξακολούθησε να δυναμώνει, μολονότι αργά. Κάθε μέρα τον έβγαζα περίπατο ως το κρηπίδωμα που μας χώριζε από
τη Θάλασσα του Μαρμαρά και το μελαψό του πρόσωπο μαύρισε κι άλλο κάτω από το φιλικό ήλιο. Είχε γίνει ένα αγοράκι ακόμα πιο ήσυχο και στοχαστικό, που μιλούσε λίγο και τιναζόταν προς τα πίσω, αν έκανες καμιά υπερβολικά απότομη κίνηση, κι έτσι ακρι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
230 /ρφάν Οργκά
βώς είναι μέχρι σήμερα, προτιμώντας να ακούει παρά να συνεισφέρει στη συζήτηση και εκφράζοντας σπανίως τη γνώμη του -
σάμπως τα δυο χρόνια στο σχολείο του Καντίκισ'ί να του είχαν αφαιρέσει κάθε πρωτοβουλία.
Το καλοκαίρι πέρασε κι άρχισαν να πέφτουν τα πρώτα φύλλα, βουλώνοντας τα βρόμικα λούκια και παίρνοντας σβάρνα τα πεζοδρόμια σαν σφιγμένες, τρομαγμένες γριές. Όσο ψύχραινε ο καιρός, πηγαίναμε αραιότερα στο μουράγιο. Πλησίαζαν τα δέκατα γενέθλιά μου, μα τα γενέθλια δεν ήσαν πια σημαντικά, κι έπειτα, ξαφνικά, ο πόλεμος στην Τουρκία έληξε.
Το ένα βράδυ πέσαμε να κοιμηθούμε όντας σε πόλεμο και το άλλο πρωί μάθαμε ότι η χώρα μας αρκετά είχε υποστεί κι εγκατέλειπε το πεδίο. Μόνο που αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία για μας τους εναπομείναντες. Είχαμε χάσει τα πάντα' από την άλλη όμως υπήρχαν πολλές οικογένειες στην ίδια μοίρα, συνεπώς δεν είχαμε δικαίωμα ούτε να παραπονιόμαστε.
Η μητέρα μου άφησε την αποθήκη ραπτικής και διερωτώμασταν τι θ' απογίνουμε από δω και στο εξής. Ακούσαμε ότι ο χρυσός έπιανε μυθώδεις τιμές, αλλά πήγαινε καιρός αφότου είχαμε ξοδέψει όλο μας το χρυσάφι - εκείνα τ' αστραφτερά, κουδουνιστά νομίσματα που είχαν κροταλίσει χαρούμενα στο σεντούκι της γιαγιάς μου πριν πάμπολλα χρόνια - έτσι μας φαινόταν. Μα για στάσου! Δεν είχαμε έναν παλιό δίσκο επισκεπτηρίων που είχε χαρίσει ο προπάππος στη γιαγιά μου την ημέρα του γάμου της; Ένα χρυσό δίσκο που έλαμπε σαν ήλιος και που δεν τον χρησιμοποιούσαμε ποτέ εξαιτίας του άβολου μεγέθους του; Ναι, ε ίχαμε ! Κι η γιαγιά μου δεν άργησε να θυμηθεί πού τον είχε δει τελευταία φορά' κειτόταν στον πάτο της ντιβανοκασέλας, στο δωμάτιο της μητέρας μου, ανάμεσα σ' όλες εκε ίνες τις πορσελάνες και τα κρύσταλλα, τα οποία είχαν περιπέσει σε πλήρη αχρησία. Ανασύρθηκε για να γυαλιστεί, επειδή είχε μαυρίσει και ε ίχε θαμπώσει, και να τον δούμε - γιατί ποιος θα το φανταζόταν ότι ήταν δυνατόν να μας αποφέρει χρήματα ένα τέτοιο άχρηστο πράγμα; Ανατέθηκε στη γιαγιά μου να τον ξεφορτωθεί διότι κανείς μας δεν είχε ξεχάσει πώς είχε κατατροπώσει κάποτε έναν Εβραίο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 231
Όταν ετοιμάστηκε να πάει στα σαράφικα, ντύθηκε με μεγάλη επιμέλεια, και για μία ακόμα φορά τα κοσμήματά της λαμποκόπησαν στα χέρια και στο στήθος της. Όλο το σοκάκι βγήκε για να τη δει και να θαυμάσει τον πελώριο δίσκο που γυαλοκοπούσε μόνος σε μια γωνιά, κάπως αυτάρεσκα, διότι ήταν ανέκαθεν καταφρονεμένος, ακόμα και επί των ημερών του παππού μου.
«Λοιπόν τώρα ξέρετε την τιμή της αγοράς ανά δράμι», υπενθύμισε αυστηρά η μητέρα μου. «Και μην τον πουλήσετε καθόλου αν δεν πιάσετε τη σωστή τιμή ! »
«Όχι βέβαια!» , πέταξε φαντασμένα η γιαγιά μου σάμπως να ήταν το σπίτι τίγκα στους παράδες και να μην είχαμε ανάγκη παραπανίσιους.
Έφυγε με το δίσκο πρόχειρα και ντροπιαστικά τυλιγμένο σε στρατσόχαρτο, αλλά τόσος ήταν ο καημός του να επιδειχθεί ώστε μερικές ακρούλες του κρυφοκοίταζαν από μέσα, έκλειναν το μάτι κι έστελναν αναλαμπές σ' όλους μας στο σοκάκι. Κι όλοι οι γείτονες αναφώνησαν με θαυμασμό κι είπαν τι ωραίος δίσκος που ήταν κι ήμασταν ευλογημένοι απ' τον Θεό που είχαμε να πουλήσουμε τέτοιο τεφαρίκι σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Όλο το πρωί
περιμέναμε να επιστρέψει η γιαγιά μου, μαζί με τους γείτονες οι οποίοι έκαναν υποθέσεις για την τιμή που θα έπιανε ο δίσκος, και δεν πίστευα στ' αυτιά μου καθώς άκουγα με δυσπιστία τις λίρες ν'
ανεβαίνουν ανά κατοσταριές, διότι εκείνη την εποχή οι εκατό λίρες άξιζαν πάνω από χίλιες σημερινές. Γέροι, νέες, ακόμα και παιδιά υπολόγιζαν πόσα θα έπαιρνε και κάποια στιγμή έπεσα τυχαία πάνω στη μητέρα μου αγκομαχώντας και πνιγμένος από
στοίβες δυσκολοχώνευτων λιρών που κουδούνιζαν στ' αυτιά μου. «Ξέρω ακριβώς πόσα θα πάρει», είπε η μητέρα μου σοβαρά·
«δηλαδή περίπου . . . » διόρθωσε. «Τον ζυγίσαμε χθες στο καντάρι του μπακάλη κι άντε φύγε τώρα και μην ακούς τις ανοησίες των γειτόνων!»
Κι έτσι έφυγα απογοητευμένος από τον προσγειωμένο τόνο της φωνής της.
Όταν η γιαγιά μου εθεάθη ν' ανεβαίνει αργά τον ανηφορικό δρόμο, το πλήθος ξεχύθηκε να την προϋπαντήσει, αλλά ήμουν τα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
232 Ιρφάν Οργκά
χύτερος απ' όλους κι έφθασα πρώτος. Με το που την είδα, ήξερα ότι τα είχε καταφέρει επειδή ερχόταν ξανά με το κεφάλι ψηλά -αλάνθαστο σημάδι θριάμβου στην οικογένειά μου. Κρατούσε ένα σωρό πράγματα στα χέρια και, αν είναι δυνατόν, είχε ένα μπουκάλι κρασί παραμάσχαλα! Μου έδωσε μερικά δέματα, αλλά
αρνήθηκε να παραδώσει το κρασί' και πορευτήκαμε προς το σπίτι μαζί με τους εξημμένους, φλύαρους γείτονες, οι οποίοι ήσαν υπερβολικά ευγενείς για να ρωτήσουν πόσα είχε πάρει, αλλά την είχαν μάθει πια πολύ καλά κι αναγνώριζαν απ' την περπατησιά της ότι είχε εξέλθει νικήτρια.
«Μη χειρότερα!» ακούστηκε η φωνή της μητέρας μου στην πόρτα. «Μας ντροπιάζετε, μητέρα! Πώς σας ήρθε να γυρίζετε στους δρόμους μ' ένα μπουκάλι κρασί σαν μπεκρούλιακας;»
«Πεθύμησα το κρασάκι μου με το βραδινό», βρυχήθηκε η γιαγιά μου, για να την ακούσει ο κόσμος, λες και το δείπνο ήταν μια συνήθεια την οποία τηρούσαμε ακόμα στο σπίτι. «Α, κι επίσης», πρόσθεσε, «έχω εδώ φρεσκοκομμένο καφέ και ζάχαρη από τη μαύρη αγορά. Ας καλέσουμε λοιπόν τους ευγενικούς μας γείτονες να πιουν στην καλοτυχία μας».
Οι γείτονες ήσαν ήδη έτοιμοι να ορμήσουν' ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν στο σαλόνι, βγάζοντας όλοι ευγενικά τα ποδήματά τους προτού πατήσουν στα πολύτιμα χαλιά της Ισπάρτα. Η καλοτυχία εκείνης της ημέρας τούς έκανε το ίδιο ευτυχισμένους όπως αν ήταν δική τους. Βοήθησαν τη μητέρα μου να μοιράσει καφέ και κονιάκ και ύψωσαν τα φλιτζάνια και τα ποτήρια τους αναφωνώντας:
«Γκουλέ-Γκουλέ! Μασαλλάχ, χανίμ εφέντη !» - «Καλή τύχη κι ο Θεός να σας ευλογεί!»
Μας κυρίευσε όλους μεγάλη συγκίνηση και τα εύκολα δάκρυα της μεγάλης ηλικίας ανάβλυσαν από τα μάτια μερικών από τους γεροντοτέρους.
«Τώρα μπορούμε ν' αγοράσουμε άφθονη καλή τροφή», φώναξε η γιαγιά μου, σείοντας ενθουσιασμένη το φλιτζάνι του καφέ
της. «Και ρούχα για τα παιδιά», πρόσθεσε ενώ το βλέμμα της διασταυρωνόταν με το δικό μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 233
Κι εγώ ονειρεύτηκα λαμπερά εικονογραφημένα βιβλία, λευ
κώματα κι ένα κουτί μπογιές για να περάσω τις φθινοπωρινές ημέρες. Δεν ξέρω πόσα πήρε η γιαγιά μου για κείνο τον παλιό δίσκο, αλλά έχω την εντύπωση πως ήσαν περισσότερα απ' όσα είχαν προβλέψει εκείνη και η μητέρα μου αφού ουδέποτε υπήρξαν δυνατές στα μαθηματικά. Κι επίσης είναι αστείο, αλλά, όταν είχαμε πάλι αρκετά χρήματα στο σπίτι, κι επομένως δεν θα χρειαζόταν ν' ανησυχούμε για πολύ καιρό, μας ήρθαν απροσδόκητα κι άλλα, όπως συμβαίνει καμιά φορά στη ζωή. Έτσι μέσα σε λίγες εβδομάδες μεταπηδήσαμε από την τρομακτική φτώχεια στη σχετική ευμάρεια.
Και η ευμάρεια ήρθε διότι η μητέρα μου άρχισε ξανά το κέντημα, παραδίδοντας παραγγελίες στα μεγαλύτερα καταστήματα του Μπέηογλου. Σεμέν, τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες, ρουχαλάκια για μωρά, όλά πέρασαν από τα ευκίνητα δάχτυλά της. Ιχνογραφούσε και ξεπατίκωνε αχνάρια πάνω σε δικά της σχέδια, πράγμα το οποίο έδινε μια χροιά μοναδικότητας στη δουλειά της, μια ιδιαιτερότητα που άρεσε στους εκλεκτικούς αλλοδαπούς πελάτες των μεγάλων καταστημάτων. Έτσι η ραπτομηχανή έμεινε ξανά αργή, εκτοπισμένη στην κουζίνα, όπου ξεχάστηκε επί σειρά
μηνών ώσπου αίφνης έπιασε μανία τη γιαγιά μου να μας ράψει καινούργια ρούχα. Η Μουαζέζ άρχισε να μοιάζει με κουκλίτσα, ντυμένη συνήθως στα ολόλευκα, με έξοχα κεντίδια της μητέρας μου, και δυο άσπρους φιόγκους στην κορυφή των καστανών μαλλιών της. Εξελισσόταν σε απαιτητικό, τυραννικό κοριτσάκι, πολύ
παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας με τη γιαγιά μου, το οποίο υποχρέωνε ανηλεώς τον Μεχμέτ κι εμένα να της κάνουμε μικροθελήματα. Η
γιαγιά μου ήταν πολύ περήφανη και καταγινόταν ώρες κάθε μέρα με τις θυσανωτές μπούκλες της.
«Θα γίνει πραγματικά σπουδαία καλλονή», έλεγε σ' έναν Μεχμέτ εξίσου βαριεστημένο μ' εμένα, «και μια μέρα θα παντρευτεί
κάποιον πάμπλουτο. Θα δείτε ! » Κι η Μουαζέζ, ήδη ματαιόδοξη, γινόταν ακόμα περισσότερο. Είχα γίνει πολύ άτακτος στο σπίτι και συχνά ανυπάκουος. Η
μητέρα μου ανησυχούσε διαρκώς για τη μόρφωσή μου, αλλά όλα τα σχολεία ήσαν ακόμα αποδιοργανωμένα και πολλοί δάσκαλοι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
234 Ιρφάν Οργκά
δεν είχαν επιστρέψει ποτέ από τον πόλεμο. Σύχναζα στους δρόμους, παίζοντας μια παραλλαγμένη εκδοχή ποδοσφαίρου κοντά
στους κήπους του τζαμιού, αφού δεν είχα κάτι που να κρατά συνεχώς απασχολη μένο το μυαλό μου. Τσακωνόμασταν άγρια και φαρμακερά με τη μητέρα μου και, καθώς δεν άντεχα να μένω περιορισμένος στο σπίτι, άρχισα να περιφέρομαι όλο και μακρύτερα από το σπίτι. Αναμφισβήτητα, αν είχα έναν πατέρα να μου επιβάλλει πειθαρχία, ουδέποτε θα είχα τολμήσει να κάνω τέτοια πράγματα, αλλά δεν άκουγα τη μητέρα ή τη γιαγιά μου κι εξαγριωνόμουν οσάκις επιχειρούσαν να με παρεμποδίσουν.
Μα κι η μητέρα μου είχε σηκώσει μπα'ίράκι εναντίον της ζωής, αλλά για διαφορετικό λόγο. Η εξέγερσή της αφορούσε, αρκετά
αναπάντεχα, το γιασμάκι διότι ε ίχε προσέξει ότι καμία αλλοδαπή δεν το φορούσε κι ακόμα ότι μερικές από τις τολμηρότερες Τουρκάλες καλών οικογενειών είχαν επίσης πάψει να το φορούν. Παραπονιόταν στη γιαγιά μου, δηλώνοντας ότι μπαΊλντισε πια να σκεπάζει το πρόσωπό της, οπότε τη διέκοπτα, με το αφεντάδικο ύφος που μου έδιναν τα δέκα ολόκληρα χρόνια μου, λέγοντας ότι δεν θ' ανεχόμουν να τριγυρίζει στους δρόμους με ακάλυπτο πρόσωπο κι επιπλέον θα τη φρονημάτιζα για τα πολλά σούρτα φέρτα της.
«Δεν είσαι ποτέ στο σπίτι», ανακοίνωνα και, παρότι συνήθως μου έλεγαν να κοιτάζω τη δουλειά μου, μια μέρα δοκίμασα μεγάλη έκπληξη όταν η γιαγιά μου συμφώνησε.
«Αλήθεια είναι», είπε φουντωμένη. «Είσαι διαρκώς έξω πια. Και κακώς παραπονείσαι ότι είσαι υποχρεωμένη να φοράς γιασμάκι. Εδώ ένα σωρό γυναίκες βρίσκονται ακόμα πίσω απ' τα καφασωτά και δεν βλέπουν τι χρώμα έχει ο ουρανός παρά μονάχα μέσα απ' τα γιασμάκια τους όμως εσύ τουλάχιστον δεν μπορείς να έχεις παράπονα διότι πέταξες τα καφασωτά κι ακόμα απορώ πώς σε δέχθηκαν σε τούτο το δρόμο αφού φέρθηκες όμοια με παρδαλή που γυρεύει καινούργιο σύζυγο ή σαν πόρνη. Ναι, έτσι φέρθη κες !» διαβεβαίωσε την αποσβολωμένη μητέρα μου. «Και τώρα συζητάς να πετάξεις από πάνω σου το γιασμάκι. Ε λοιπόν, τριάντα χρόνια έζησα με τον άντρα μου' ούτε μία φορά δεν βγήκα δίχως τη συγκατάθεσή του κι έπρεπε να έχω συνεχώς το
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 235
πρόσωπό μου καλυμμένο. Σαν έβγαινα έξω με την άμαξα του Μουράτ, σφάλιζαν ευθύς όλα τα παράθυρα και καμιά φορά έγερναν και τα παντζούρια. Θεωρώ σκανδαλώδες να αποκαλύπτουν σήμερα οι γυναίκες το πρόσωπό τους. Ο Θεός θα τις τιμωρήσει! Δεν θέλω να ξανακούσω κουβέντα από σένα, κόρη μου, γιατί με τέτοια ασέβεια σίγουρα θα πέσει ο ουρανός να σε κάψει».
Ποτέ δεν είχα ξανακούσει τη γιαγιά μου ν' αγορεύει τόσο διεξοδικά και με τέτοιο έκδηλο πάθος. Η μητέρα μου αποκρίθηκε:
«Λέτε ένα σωρό παρωχημένες ανοησίες, μητέρα! Τη σήμερον ημέρα η θέση μου δεν είναι στο σπίτι. Εάν έπρεπε να περνώ όλη την ημέρα στο σπίτι, ή εσείς εν προκειμένω, ποιος θα πήγαινε στην αγορά; Μήπως έχετε την απαίτηση να κάθομαι εδώ πρωίβράδυ διαβάζοντας το Κοράνι και φορώντας το γιασμάκι μου μη και με δουν οι διαβάτες απ' το δρόμο; Σας το ξαναλέω, από δω και στο εξής εγώ θα βγαίνω χωρίς το γιασμάκι!»
Τράβηξε θυμωμένα το όμορφο γιασμάκι από το πρόσωπό της και το πέταξε εκνευρισμένη καταγής.
Η γιαγιά μου ύψωσε τα χέρια της στα ουράνια. «Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ζούσα για να το δω κι αυτό»,
ε ίπε. «Οι καιροί αλλάζουν», απάντησε η μητέρα μου. «Θα πουν ότι είσαι πόρνη !» ούρλιαξε η γιαγιά μου στ' αλήθεια
ταραγμένη και αδυνατώντας παντελώς ν' αποδεχθεί μια κίνηση τόσο άγρια όπως η «αποκάλυψη» του προσώπου.
«Και να το πουν, δεν θα με νοιάξει», αντιγύρισε η μητέρα μου. «Δεν θα μου φέρουν ψωμί τα λόγια τους. Κι από δω και πέρα θα πετάξετε κι εσείς το γιασμάκι σας, μητέρα!»
«Α, όχι, όχι, όχι! » ε ίπε η γιαγιά μου με δεισιδαίμονα τρόμο. «ο Θεός. να δώσει μη με βρει τέτοια τιμωρία».
Αλλά, όταν την επομένη η μητέρα μου κίνησε για το Μπέηογλου κρατώντας υπό μάλης ένα κουτί με κεντημένα είδη και το όμορφο πρόσωπό της ακάλυπτο σε κοινή θέα, την πετροβόλησαν κάτι παιδιά κοντά στο Βαγιαζήτ προξενώντας της ένα άσχημο σκίσιμο στο πλάι του κεφαλιού. Ύστερα απ' αυτό φρόντιζε να μην πηγαίνει πουθενά μόνη, αλλά ήταν ανένδοτη στο να ξαναφορέσεί
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
236 /ρφάν Οργκά
γιασμάκι. Τη συνοδεύαμε στο Μπέηογλου ή ο Μεχμέτ ή εγώ, ενώ
η γιαγιά μου αρνιόταν κατηγορηματικά να κυκλοφορήσει μαζί της. Οι αντιδράσεις στο δρόμο ήσαν ποικίλες. Οι μεγαλύτεροι έφριτταν, ιδίως αφ' ης στιγμής αναγνώριζαν ανέκαθεν ότι η μητέρα μου ήταν καλή γυναίκα και τώρα η πίστη τους σ' αυτή είχε δεχθεί θλιβερό πλήγμα. Ήταν ακόμα νέα κι ελκυστική - ήταν είκοσι πέντε χρονών - και, παρά τη σκιά η οποία ξέμενε αραιά και πού στο βλέμμα της, ήταν τόσο ασυνήθιστα όμορφη ώστε οι άνθρωποι αναγκαστικά την κοιτούσαν και ορισμένοι στη γειτονιά αναρωτιόνταν μήπως προσπαθούσε να γραπώσει κανένα σύζυγο. Μαζεύτηκαν κοπάδι, μαζί κι οι γέροντες, να διαμαρτυρηθούν στη γιαγιά μου'παροτρύνοντάς τη να θέσει ένα τέλος σ' αυτό το αποτρόπαιο πράγμα, η δε γιαγιά μου, απολαμβάνοντάς το πλήρως, γόγγυζε ότι ε ίχε χάσει πια κάθε εξουσία πάνω σε τούτη τη δύστροπη οικογένειά
της. Αλλά οι νεαρότερες γυναίκες τάχθηκαν με το μέρος της μητέρας μου και μερικές άρχισαν έως και ν' ακολουθούν το παράδειγμά της. Οι πατεράδες όμως, απόντων των νεκρών συζύγων, έσεισαν τις μαγκούρες τους μουρμουρίζοντας με ευλάβεια ότι καμιά
γυναίκα στην οικογένειά τους δεν θα ρεζιλευόταν κατ' αυτό τον τρόπο. Έτσι λοιπόν ξανάβαλαν βιαστικά τα γιασμάκια τους.
Ουκ ολίγοι θέλησαν να κάνουν χρήση της σωφρονιστικής μαγκούρας και στη μητέρα μου. Συν έπασχαν με τη γιαγιά μου ώσπου αυτή μπούχτισε και προφήτεψε σκυθρωπά - αλλά και με κάποια προκαταβολική χαρά πιστεύω - ότι η μητέρα μου θα είχε κακό τέλος.
Και όντως παραλίγο να έχει! Γιατί, μια μέρα που ήταν μόνη στο Βαγιαζήτ, ένας εντυπωσια
σμένος Γάλλος αποπειράθηκε να ερωτοτροπήσει μαζί της. Εκείνη προσπάθησε να απομακρυνθεί βιαστικά, αλλά αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα ή μάλλον επιδείνωσε την κατάσταση διότι ο κομψευόμενος Γάλλος αντιλήφθηκε καλύτερα τον κυματισμό της μεταξωτής φούστας της και τους μικρούς, σκουρόχρωμους βοστρύχους, που τόσο φιλάρεσκα σχημάτιζαν έλικες στον αυχένα της. Όπως ήταν φυσικό, την ακολούθησε, ενώ όλα τ' αγοράκια της συνοικίας, καταπώς συμβαίνει πάντοτε μ' όλα τα αγοράκια, πήραν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 237
χαμπάρι το εν εξελίξει μονομερές φλερτ. Και, όπως ήταν αρκετά
φυσικό, πήραν από πίσω τον ψηλό Γάλλο. Έτσι εκείνη την ημέρα εμφανίστηκε στο Βαγιαζήτ το εξόχως ασυνήθιστο θέαμα μιας νεαρής Τουρκάλας με ακάλυπτο πρόσωπο ακολουθούμενης από έναν ξένο και αναρίθμητα πιτσιρίκια που τους έτρεχαν οι μύξες. Όταν η μητέρα μου έκανε το σφάλμα να σταματήσει και να προσπαθήσει να εξηγήσει με τα εντελώς ανεπαρκή γαλλικά της ότι ο κύριος έκανε μεγάλο λάθος, αυτός έβγαλε το καπέλο του, υποκλίθηκε με χάρη και δήλωσε με εμφανή θέρμη:
«Vous etes ravissante!»* Κι όλα τ' αγοράκια, που δεν καταλάβαιναν γρυ απ' ό,τι έλεγε,
επευφήμησαν ή γιουχάισαν, το καθένα ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, ενώ η μητέρα μου - πολύ ευπρεπώς - συνέχισε βιαστικά, κατακόκκινη, λαχανιασμένη και ίσως αποζητώντας λίγο την ασφάλεια που της παρείχε το γιασμάκι.
Έτσι λοιπόν, σαν πρόβαλε στο δρόμο μας μ' όλη αυτή την πομπή ξοπίσω της, οι γείτονες σκανδαλίστηκαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά κι έτρεξαν στα σπίτια τους να προφτάσουν τα χαμπέρια. Όταν όμως η μητέρα μου τους φώναξε ότι κάποιος την ακολουθούσε και μάλιστα φορτικά, βάλθηκαν να ξεπλύνουν την προσβολή· πήραν ραβδιά και σκούπες και κυνήγησαν το φιλόφρονα εκπρόσωπο της γαλατικής ευγένειας με διαθέσεις οι οποίες δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολιών. Ο Μεχμέτ κι εγώ, που παρακολουθούσαμε τα τεκταινόμενα από το παράθυρο, ε ίχαμε λυθεί στα γέλια, αλλά η ταλαίπωρη γιαγιά μου κόντευε να πεθάνει απ' την ντροπή της.
«Τέτοιο ρεζιλίκι !» έλεγε και ξανάλεγε. «Ποτέ πια δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε σ' αυτό το δρόμο».
Α"λλά εν προκειμένω έπεσε έξω διότι, αφού η γειτονιά ξεφορτώθηκε επιτέλους τον ερωτύλο Γάλλο - μερικοί γέροντες τον καταδίωξαν πράγματι ως τα μισά του Βαγιαζήτ κραδαίνοντας τσίγκι
νους κουβάδες για να του σπάσουν το κεφάλι - , ο δρόμος βυθίστηκε πάλι σε λήθαργο και όλοι απάλλαξαν τη μητέρα μου από κάθε υπαιτιότητα. Δηλαδή όλοι εκτός από τις γερόντισσες.
'«Είστε σαγηνευτική !» (Σ.τ.Μ.)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
238 /ρφάν Οργκά
Το πρόβλημα της εκπαίδευσής μου όμως παρέμενε εκκρεμές. Τελικώς αποφασίσθηκε ότι έπρεπε να σταλώ σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά, όταν η μητέρα μου ερεύνησε σχετικά, διαπίστωσε ότι τα τουρκικά δεν συμπεριλαμβάνονταν στη διδακτέα ύλη και συγχύστηκε τόσο ώστε είπε πως προτιμούσε να με κρατήσει στο σπίτι. Ενόσω εκείνη συνέχιζε να ψάχνει, εγώ αλώνιζα στους δρόμους, συνήθως με μεγαλύτερα αγόρια, προκλητικά ανυπάκουος και δίχως ν' ανέχομαι τον παραμικρό περιορισμό. Μερικοί γέροντες αποπειράθηκαν να με νουθετήσουν, αλλά οι σκουριασμένες, κούφιες απόψεις τους με εξαγρίωσαν σε τέτοιο βαθμό ώστε απείλησα να το σκάσω αν η γιαγιά μου δεν σταματούσε να επιστρατεύει τη συνδρομή αυτών των τρεμουλιάρηδων, οπισθοδρομικών ανθρώπων.
Έπειτα η μητέρα μου συζήτησε με τον τοπικό ιμάμη και κατέληξαν σε μια εξαιρετικά δυσάρεστη για μένα απόφαση, παρότι τότε δεν το ήξερα ακόμα.
Αποφάσισαν ότι, αφού για την ώρα ήταν αδύνατον να πάω στο σχολείο, το αμέσως επόμενο βέλτιστο πράγμα που θα με κρατούσε μακριά από αταξίες ήταν να με βάλουν κάπου μαθητευόμενο, αν και, μα την αλήθεια, υπό τέτοιες συνθήκες η χρήση της λέξης «μαθητευόμενος» ηχεί υπερβολικά επιβλητική εφόσον επρόκειτο να παραμείνω «υπό μαθητεία» απλώς μέχρι να βρεθεί κάποιο σχολείο.
Επέλεξαν ένα μπαρμπέρικο. Όταν μου το είπαν, αφηνίασα με όλη τη λύσσα των δέκα χρό
νων μου κι αρνήθηκα κατηγορηματικά να πάω. Αλλά ο ιμάμης με απερίγραπτη μπαμπεσιά ζωγράφισε τόσο ρόδινα την εικόνα της ανεξαρτησίας μου, τα μπαξίσια που θα έπαιρνα και το σαγηνευτικό δέλεαρ ότι ίσως μια μέρα αποκτούσα το δικό μου μπαρμπέρικο ώστε, από δω το 'χε, από κει το 'φερε, κατόρθωσε να μ' ενθουσιά
σει, ενώ η μητέρα και η γιαγιά μου είχαν και μία φορά τη σοφία να παραμείνουν σιωπηλές. Υποπτεύομαι βέβαια ότι η σιωπή τους είχε κάποια σχέση με προηγηθείσες συστάσεις του ιμάμη, ενός επιτήδειου, που του άρεσε να κρατά τα ηνία. Όποια κι αν ήταν πάντως η μέθοδος υπνωτισμού, εγώ την επομένη βρέθηκα να άγομαι στο μπαρμπέρικο, μόλις λίγα στενά παρακάτω απ' το σπίτι μας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 239
Ο κουρέας με υποδέχθηκε με μια γλοιώδη διαχυτικότητα, η οποία με έβαλε αμέσως σε υποψίες. Ψιθύρισε συριστικά στη μητέρα μου ότι θα με εκπαίδευε καλά και θα φρόντιζε να μην κάνω ούτε μία αταξία.
«Καταλαβαίνετε», είπε επίμονα η μητέρα μου. «Δεν ήρθε εδώ
για να κερδίσει χρήματα, αλλά για να τον απασχολείτε ώσπου να βρεθεί ένα κατάλληλο σχολείο».
«Ασφαλώς!» είπε ο κουρέας με τελείως ανεκδιήγητη φωνή. Της έκανε έναν τεμενά, αποφεύγοντας να κοιτάξει το ακάλυπτο πρόσωπό της, και οι πελώριοι ώμοι του σείστηκαν κάτω από τη λερή, μπαλωμένη του πουκαμίσα.
«Σαν πατέρας θα τον προσέχω», πρόσθεσε. «Σαν πατέρας!» επανέλαβε ρίχνοντάς μου μια γρήγορη ματιά θαρρείς κι αναρωτιόταν τι ακριβώς είδους πατέρας έπρεπε να είναι για μένα.
Τώρα που είχαμε έρθε ι εδώ, η μητέρα μου φαινόταν να έχει φοβερούς ενδοιασμούς, παρ' όλα αυτά όμως μ' άφησε στη φροντίδα του κι επέστρεψε στο σπίτι, νιώθοντας ίσως ευγνώμων που, αν μη τι άλλο, εκείνη την ημέρα δεν είχα πάρει αμπάριζα τους δρόμους. Είχα κι εγώ φοβερούς ενδοιασμούς. Κοιτούσα γύρω μου, αλλά δεν μπορούσα ν· αναγνωρίσω τη λαμπερή εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου. Το μαγαζί ήταν πολύ μικρό, με δυο μονάχα καρέκλες πελατών, και πρωτόγονο στο έπακρο. Σε μια γωνιά ήταν τοποθετημένο ένα χάλκινο μαγκάλι, για ζέστη και ψήσιμο καφέ μαζί. Το παράθυρο ήταν καλυμμένο με κάποιο είδος μουσελίνας, η οποία χρειαζόταν ένα γερό πλύσιμο, και όλα τα ποτήρια ήσαν γεμάτα μυγοχέσματα και γαλαζωπά απ' τη θαμπάδα της βρόμας, του καπνού και της σκόνης. Δεν πίστευα πλέον ότι μια τέτοια δουλειά θα είχε κάποια ρομαντική πλευρά, αλλά η σκέψη των φιλοδωρημάτων εξακολουθούσε να με δελεάζει.
Όταν έφυγε η μητέρα μου, ο κουρέας έχασε όλη τη γλοιώδη του ευγένεια και μου είπε:
«Είναι καλ11 δουλειά, αγόρι μου. Αν είσαι ξύπνιος κι έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, θα μάθεις πολλά κι ύστερα θα με μακαρίζεις σ'
όλη σου τη ζωή, σύμφωνοι;» Τα μικρούτσικα μάτια του μ' αγριοκοίταξαν και, καθώς έσκυ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
240 Ιρφάν Οργκά
ψε, φέρνοντας κοντύτερα το πρόσωπό του, μου μύρισε απλυσιά κι ιδρώτα ενώ η μπλε φούντα του λιγδιασμένου φεσιού του ταλαντεύτηκε με τη δική της ανεξάρτητη ζωντάνια.
«Εδώ» , είπε δείχνοντας με το χέρι του, «είναι το κουτί που θα βάζεις όλα τα μπαξίσια. Όποτε ξουρίζω ή κουρεύω κάποιον πελάτη, θα στέκεις πλάι μου και θα βλέπεις τι κάνω και συνάμα θα με κοιτάς στα μάτια και, όποτε θέλω σαπούνι ή πετσέτα, θα τα φέρνεις αμέσως. Θα κάνεις καφέ, θα τον πηγαίνεις στα γειτονικά
μαγαζιά και θα σ' τον πληρώνουν. Κατάλαβες; Δεν θα έρχεσαι πίσω δίχως τα λεφτά - σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι» , μουρμούρισα βαριόθυμα, έχοντας ήδη μισοεπαναστατήσει εναντίον ετούτου του βρομερού μπαρμπέρικου και του βρομερότερου γερο-κουρέα.
«Χαμογέλα όταν λες "σύμφωνοι"» , γρύλλισε, και το πάνω χείλος του αποκάλυψε τα σπασμένα του δόντια σε μια απομίμηση χαμόγελου.
«Πρέπει να μάθεις να χαμογελάς σε τούτη τη δουλειά» , συνέχισε, «και, άμα σπάσεις τίποτα φλιτζάνια του καφέ, κρατάω τα λεφτά απ' τα μπαξίσια σου και, άμα δεν έχεις μπαξίσια, σου σπάω το αναθεματισμένο σου κεφάλι, σύμφωνοι;»
«Όχι» , ε ίπα και το 'βαλα στα πόδια να γλιτώσω από το σηκωμένο του χέρι.
Πέρασα όλο το πρωινό δίπλα του ενόσω εκείνος ξύριζε, κούρευε κι αντάλλασσε άξεστα αστεία με τους πελάτες - όλοι τους πλανόδιοι πουλητάδες ή μικρο μαγαζάτορες, που τους έτρωγε η περιέργεια να μάθουν για μένα κι είχαν την τάση να περιγελούν την προφορά μου. Καταπονήθηκαν τα μάτια μου απ' την προσπάθεια να βλέπω τι έκανε ο κουρέας και παράλληλα να έχω το νου μου στα δικά του μάτια για νοήματα, παρότι ποτέ δεν του έφερνα τα σωστά πράγματα. Γύριζα κι έστριβα διαρκώς το κεφάλι μς>υ ώσπου στο τέλος νόμισα ότι ο λαιμός μου θα στραμπουλιχτεί εντελώς.
Το μεσημέρι μ' έστειλε απέναντι, σ' ένα μαγέρικο, και με πρόσταξε να φέρω μιάμιση μερίδα φασολάκια γιαχνί, με λάδι και κρεμμύδια. Έφερα και ψωμί, κάτι μεγάλες κομμάτες που τις είχαν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 241
κόψει ρυπαρά δάχτυλα. Η μισή μερίδα ήταν για μένα και φάγαμε στις καρέκλες των πελατών, κατεβάζοντας το φαγητό μας με νερό από πασαλειμμένα ποτήρια.
Το απόγευμα πέρασε αρκετά ήσυχα ώσπου έφθασε ξαφνικά
μια παραγγελία για πέντε καφέδες από ένα αντικρινό μαγαζί. Μ' έβαλε να τους φτιάξω, αλλά η φωτιά στο μαγκάλι είχε σβήσει κι έτσι επιχείρησα να την ξανανάψω με κάρβουνα. Κι αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Ο κουρέας μ' έβρισε κι απείλησε να μου τσακίσει τα κόκαλα, αλλά πλέον τον αγνοούσα. Έβαλα κάτι καυσόξυλα πάνω στο μαγκάλι και στη συνέχεια τα ενίσχυσα με κάρβουνα. Ύστερα έριξα μπόλικο λάδι στο σωρό, καταθορυβώντας τον κουρέα, ο οποίος ε ίπε ότι θα του λαμπάδιαζα όλο το μαγαζί. Πήρα ένα σπίρτο και, όταν το περιεχόμενο του μαγκαλιού έκανε «παφ», παραλίγο να με τυλίξει ένα κίτρινο σύφλογο, και ανθρακόσκονη σκορπίστηκε παντού. Ο κουρέας έτριζε τα δόντια από οργή κι ακριβώς εκείνη την άχαρη στιγμή μπήκε ένας πελάτης κι έπρεπε να εξαφανιστούν από τις καρέκλες τα βρομερά αποφάγια από τα φασολάκια για να 'μπορέσει να καθήσει. Ο κουρέας αναγκάστηκε να φέρει μόνος του νερό και πετσέτες, εναλλάσσοντας την πνευματώδη, ευχάριστη συζήτηση με τον πελάτη του με κοφτές, όλο σημασία παρατηρήσεις σ' εμένα. Είχα μπρουμυτίσει φαρδύς-πλατύς στο πέτρινο δάπεδο κάνοντας κατά διαστήματα «φου, φου» στο απρόθυμο μαγκάλι, κατακόκκινος από την προσπάθεια και μην έχοντας επίγνωση της καπνιάς και της καρβουνόσκονης που ξεσήκωνα. Στο τέλος η υπομονή του κουρέα εξαντλήθηκε, παράτησε μισοξυρισμένο τον πελάτη, στρώθηκε μπρούμυτα δίπλα μου στο πάτωμα και φύσηξε με τρομερή ενεργητικότητα. Η χοντρή, ξεχειλωμένη και πατικωμένη από το βάρος του κοιλιά σείστηκε, εγώ κοιτούσα μαγεμένος κι ο πελάτης ήρθε κοντά
μας, με το μισό πρόσωπο άσπρο ακόμα από τη σαπουνάδα, δίνοντας ενθαρρυντικές συμβουλές στον κουρέα, ο οποίος δεν τις ε ίχε καμιά όρεξη.
Όταν εντέλει τα κάρβουνα αποφάσισαν να πυρακτωθούν, ο κουρέας είχε αποκάμει απ' όλο το φύσημα και το ξεφύσημα και μαύρα αυλάκια καρβουνόσκονης κι ιδρώτα ανάκατα κυλούσαν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
242 Ιρφάν Οργκά
στο πρόσωπό του. Ο πελάτης άρχισε να χάνει την υπομονή του και μέσα σ' ελάχιστο χρονικό διάστημα είχαν σχεδόν έρθει στα χέρια. Έψησα καφέ μάνι-μάνι προτιμώντας να μην μπλεχτώ στα πόδια τους ώσπου να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Όταν οι πέντε καφέδες ήσαν έτοιμοι, τους τοποθέτησα σ' έναν μπρούντζινο δίσκο καφενείου με μια αλυσίδα, απ' όπου μπορούσε κανείς να τον κουβαλάει, και πήγα στο μαγαζί απ' όπου τους είχαν παραγγείλει. Έδωσα τους καφέδες και γύρεψα τα χρήματα, αλλά όλοι με κορόιδεψαν κι είπαν ξεκαρδισμένοι στα γέλια: «Πες στον Αλή μπέη τα σέβη μας».
Αλή μπέη έλεγαν τον κουρέα. Σαν επέστρεψα στο μπαρμπέρικο και μετέφερα αυτό που μου
είχαν πει, ο κουρέας τράβηξε τα αραιά γκρίζα μαλλιά του, μ' έσυρε από τ' αυτί ως το κουτί με τα μπαξίσια κι άδειασε το πενιχρό του περιεχόμενο στη χούφτα του.
«Τούτα δω είναι δικά μου», είπε βλοσυρά. Στενοχωρήθηκα επειδή συλλογίστηκα ότι δεν ήταν εύκολο να κερδίσω χρήματα -ούτε καν μπαξίσια. «Να δεις πώς θα τήνε μάθεις έτσι τη δουλειά», είπε σκυθρωπά ο σαδιστής γερο-μπαρμπέρης. «Αν είσαι τόσο χαζός που τους αφήνεις να πίνουν καφέ δίχως να τον πληρώνουν, τότε θα τον πληρώνεις εσύ. Κατάλαβες;»
Άρχισα να λογοφέρνω μαζί του και τον αποκάλεσα γιο γα'ίδάρου κι ένα σωρό ακόμα εκλεκτές εκφράσεις τις οποίες είχε αρπάξει τ' αυτί μου στους δρόμους.
«Πεζεβέγκη !» ούρλιαξα αγανακτισμένος, βρισιά που ακόμα και σήμερα αποτελεί θανάσιμη προσβολή στην Τουρκία, κι άρχισε να με κυνηγάει γύρω-γύρω απειλώντας ότι θα μου έσπαγε το βρομοκέφαλό μου έτσι και μ' έπιανε στα χέρια του. Συνέχισα το χορό μαζί του, αλλά αντίστροφα, κρίνοντας ότι μια στενότερη γνωριμία δεν θα απέβαινε εις όφελός μου, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσα κι άλλες βρισιές στο λεξιλόγιό μου.
Αν δεν έμπαινε μέσα κάποιος πελάτης, το πιθανότερο είναι ότι θα με είχε λιανίσει, μα, όπως ήρθαν τα πράγματα, συγκρατήθηκε για να τον εξυπηρετήσει. Αλλά τα νεύρα του είχαν δοκιμαστεί τόσο ώστε κάποια στιγμή πετσόκοψε το μάγουλο του πελάτη. Ο καβγάς φούντωσε αμέσως κι εγώ κάθησα οκλαδόν και με κατεβα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 243
σμένα μούτρα σε μια γωνιά αρνούμενος να του δώσω πετσέτες ή
οτιδήποτε άλλο. Ήρθε κι άλλη παραγγελία για καφέδες και τους έψησα, αδημονώντας να λείψω όσο το δυνατόν περισσότερο απ' το μπαρμπέρικο, προτού με βρει κανένα κακό. Δυστυχώς, πάνω στη βιάση μου να φύγω, συγκρούστηκα στο κατώφλι με δυο άλλους πελάτες. Ο δίσκος με τους καφέδες ταλαντεύτηκε επικίνδυνα κι ό,τι είχε και δεν είχε χύθηκε στα πόδια των επίδοξων πελατών. Έσυρα φωνή απ' την τρομάρα, έριξα με πάταγο το βρεγμένο δίσκο καταγής και πέρασα σαν αστραπή ανάμεσα από τα πιτσιλισμένα με καφέ πόδια τους. Οι απειλές κι οι κατάρες τους γέμιζαν τον αέρα πίσω μου. Ένας άνδρας μάλιστα με πήρε στο κατόπι, αλλά ήμουν ταχύτερος κι εξακολούθησα να τρέχω σαν τον άνεμο ώσπου να φθάσω στο σπίτι. Αλλά ακόμα κι εκεί το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πνίγομαι και να τραντάζομαι λιγωμένος στα γέλια επειδή - αφού είχα αναποδογυρίσει το δίσκο - πρόλαβα να ρίξω μια ματιά στο πρόσωπο του κουρέα, το οποίο ήταν ασύλληπτα αστείο.
Έτσι επονείδιστα τελείωσε η πρώτη και τελευταία μέρα μου ως παραγιού μπαρμπέρη.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 7
Κουλελί
Χ ΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΔΕΚΑ ΕΝΝΕΑ ο πόλεμος έχει λήξει κι η Ισταμπούλ έχει γεμίσει αρμοστές και αξιωματικούς των Συμμάχων με τις πληκτικές χακί στολές τους. Το συριστικό τερέτισμα των αγγλικών ακουγόταν διαρκώς και οι Εγγλέζοι με τους Γάλλους και τους Ιταλούς επόπτευαν την αστυνομία και τα λιμάνια. Βρίσκονταν παντού
- συμβουλεύοντας, διατάσσοντας και υποδεικνύοντας. Μια μέρα η μητέρα μου επέστρεψε από το Μπέηογλου με δύο
συνταρακτικά νέα. Το ένα αφορούσε την ίδια' τα σχέδιά της για εργόχειρα είχαν αρχίσει να προσελκύουν το ενδιαφέρον, και εκείνο το πρωί είχε πάρει τόσες παραγγελίες ώστε ήθελε να τη βοηθήσει η γιαγιά μου για να τις φέρει ε ις πέρας. Η γιαγιά μου προθυμοποιήθηκε αμέσως μπορεί να μην είχε γνήσια δημιουργική ικανότητα, αλλά ήταν τεχνίτρα στο κέντημα και πολύ συχνά έδινε περισσότερη σημασία στη λεπτομέρεια από τη μητέρα μου, η οποία διέθετε μεγάλη ευαισθησία και, τις εποχές που δούλευε τ'
αχνάρια της, μπορούσε να απορροφηθεί τόσο ώστε να απομονωθεί από την οικογένειά της και τον κόσμο.
Τα σχέδιά της ήσαν εξαιρετικά ζωηρά κι ελκυστικά, με τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και σχήματα κι έμοιαζαν σαν ζωγραφισμένα πάνω στο ύφασμα. Ορισμένες ξένες τής είχαν ζητήσει τα ίδια σχέδια, αλλά αρνιόταν να επαναλάβει τα μοτίβα της ακόμα κι αν το ποσό που της πρόσφεραν ήταν υψηλό. Αντ'
αυτού επινοούσε κάποιο καινούργιο σχέδιο, περίτεχνο ή απλό, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής, και το έδινε αδιάφορα, θαρρείς και δεν είχε σημασία αν ήταν ευπρόσδεκτο ή όχι. Συχνά αναρωτιέμαι τι να σκέπτονταν γι' αυτή, έτσι λυγερή κι αγέρωχη, με τα παλλόμενα ρουθούνια της, τα λεπτά, σαν ζωγραφιστά, φρύδια, το
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 245
ακάλυπτο πρόσωπο και τα σπαστά γαλλικά της. Σήμερα όλες οι γυναίκες στην Ισταμπούλ και στις άλλες πόλεις κυκλοφορούν με το πρόσωπο ακάλυπτο, αλλά στα 1919 η μητέρα μου πρέπει να αποτελούσε αξιοθέατο. Πολλά καταστήματα στο Μπέηογλου της πρότειναν ν' ανοίξει ατελιέ, αλλά γελούσε κορο·ίδευτικά λέγοντας ότι δεν τα πήγαινε καλά με τις επιχειρήσεις. Η γιαγιά μου, εξημμένη από την αίσθηση που έκαναν τα σχέδια της μητέρας μου, γκρίνιαζε κι αυτή ότι ένα ατελιέ ήταν απαραίτητο. Ήθελε μάλιστα να μετατρέψει σε ατελιέ το υπνοδωμάτιό της, δηλώνοντας ότι θα κοιμόταν κάπου αλλού, αλλά η μητέρα μου αντιστάθηκε για καιρό.
Το 1919 η οικογένειά μου είχε ορθοποδήσει ξανά, κι ο κουβαλητής της ήταν η μητέρα μου.
Το δεύτερο νέο εκείνης της άνοιξης αφορούσε τον Μεχμέτ κι εμένα. Η μητέρα μου είχε συναντήσει στο Μπέηογλου τη σύζυγο του συνταγματάρχη στο σπίτι του οποίου είχα περιτμηθεί και ο οποίος ήταν πλέον στρατηγός και σημαντικό πρόσωπο στο υπουργείο Στρατιωτικών. Η γυναίκα του είχε χαρεί τόσο πολύ που είδε τη μητέρα μου ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια ώστε είχε επιμείνει να πάνε στο σπίτι της, να πιουν καφέ και να φλυαρήσουν για όσα είχαν συμβεί στα χρόνια που δεν είχαν ιδωθεί. Την είχε σπρώξει
στο αυτοκίνητο του συζύγου της, που το οδηγούσε ο σεΙζης του, και η μητέρα μου, η οποία δεν είχε ξαναμπεί ποτέ της σε αμάξι, είχε κατατρομοκρατηθεί και δεν άρθρωσε λέξη στη διαδρομή ως το Βαγιαζήτ. Μας είπε ότι η αίσθηση της ταχύτητας ήταν φοβερή, ότι ήταν διαρκώς με την ψυχή στο στόμα και ότι, όσες φορές τους προσπερνούσε ολοταχώς κάποιο αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, έκλεινε τα μάτια και παρέδιδε τον εαυτό της στο έλεος του Θεού . Αυτή η γυναικεία αντίδραση ενόχλησε τον Μεχμέτ κ ι εμένα, που θα είχαμε δώσει τα πάντα για να βρεθού με στη θέση της.
«Ναι, αλλά δεν σας φοβίζουν τα τραμ», είπε με μεγάλη περιφρόνηση ο Μεχμέτ κι εκείνη αποκρίθηκε ότι τα τραμ κυλούσαν πάνω σε ράγες και ως εκ τούτου ήσαν απολύτως ασφαλή και άλλωστε δεν έτρεχαν τόσο γρήγορα όπως τα αυτοκίνητα. Ενώ έπιναν τον καφέ τους, η σύζυγος του στρατηγού είχε ρωτήσει για μας
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
246 /ρφάν Οργκά
τα παιδιά και, όταν άκουσε πόσες δυσκολίες αντιμετώπιζε προκειμένου να βρει ένα κατάλληλο σχολείο, εξέφρασε τη γνώμη ότι θα έπρεπε να μας στείλει στο στρατιωτικό σχολείο.
«Στο ποιο;» βρυχήθηκε η γιαγιά μου, θεωρώντας ίσως, όπως κι εμείς, ότι δεν είχε ακούσει καλά. Μια αλλόκοτη, απροσδιόριστη έξαψη άρχισε να κυριεύει την καρδιά μου.
«Στο στρατιωτικό σχολείο», επανέλαβε κάπως ανυπόμονα η μητέρα μου. «Μου είπε ότι ένας πολύ στενός φίλος του συζύγου της είναι στο υπουργείο Στρατιωτικών και μπορεί να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να εισαχθούν σ' αυτό τα παιδιά. Όπως φαίνεται, το κράτος προτίθεται να ιδρύσει ένα σχολαρχείο το οποίο θα αποτελεί τμήμα της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Θα δεχθούν αποκλειστικά παιδιά που είναι βέροι Τούρκοι ώστε τελικά
να επανδρωθεί ο στρατός μόνο με Τούρκους αξιωματικούς». «Θα γίνω στρατηγός», κοκορεύτηκα κι ο Μεχμέτ είπε μαλακά: «Εγώ θα γίνω γιατρός κι έτσι θα μπορώ να βοηθάω τους τραυ
ματισμένους στρατιώτες να γίνουν καλά . . . » Και, αν μου επιτρέπετε μια μικρή παρέκβαση, η δική του του
λάχιστον επιθυμία ευοδώθηκε . «Ναι, αλλά τι σόι εκπαίδευση θα τους παράσχουν σε στρατιω
τικό σχολείο;» ρώτησε η γιαγιά μου, η οποία δεν είχε ιδέα περί
σχολείων, ε ίχε όμως άπόψη επί παντός επιστητού. «Πού να ξέρω;» είπε η μητέρα μου, δυσαρεστημένη που τα
εντυπωσιακά της νέα δεν είχαν τύχει καλύτερης υποδοχής. «Εξάλλου υποθέτω ότι δεν έχει και μεγάλη σημασία», πρόσθεσε, «διότι, αν πρόκειται να γίνουν αξιωματικοί, δεν τους χρειάζονται και πολλές γνώσεις, εκτός βεβαίως απ' το πώς να αλληλοσκοτώνονται».
«Δεν θα σκοτώσω κανέναν», παρενέβη με γλυκιά φωνή ο Μεχμέτ, που τα επτά του χρόνια τον έκαναν να πάρει τα λόγια της τοις μετρητοίς.
«Νομίζετε πράγματι ότι ο στρατηγός μπορεί να κάνει κάτι;»
ρώτησα ενθουσιασμένος με την προοπτική μιας ζωής σε dtρατιωτικό σχολείο και θεωρώντας ότι επρόκειτο για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που εντέλει αποδείχθηκε πως ήταν.
«Θα δούμε», ανταπάντησε η μητέρα μου. «Εν πάση περιπτώ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 247
σει η σύζυγος του στρατηγού θα δει το φίλο του άνδρα της σήμερα το απόγευμα για να το συζητήσει μαζί του».
«Η ξετσίπωτη !» αναφώνησε φρίττοντας η γιαγιά μου, πάντοτε σταθερά προσκολλημένη στο παρελθόν, και βάλαμε τα γέλια με τη συγχυσμένη της έκφραση γιατί σχεδόν πίστευε ότι η σύζυγος του στρατηγού διατηρούσε κρυφό δεσμό με το φίλο του άνδρα της.
Το ίδιο απόγευμα κατέφθασε ο σεΙζης του στρατηγού με μια επιστολή από τον ισχυρό άνδρα αυτοπροσώπως, στην οποία ανέφερε ότι ε ίχε συζητήσει το θέμα με τον υπεύθυνο σχεδιασμού
στρατηγό, ότι ήταν πρόθυμος να μας δεχθεί το επόμενο απόγευμα στο υπουργείο Στρατιωτικών, ότι ε ίχε δώσει ο ίδιος μερικές πληροφορίες για την οικογένειά μας και τις τωρινές δυσχέρειές της, ότι ήλπιζε πως η μητέρα μου δεν θα άφηνε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία για μια καλή ζωή που παρουσιαζόταν για τους γιους της κ.λπ. κ.λπ.
Η μητέρα μου δίπλωσε σκεπτική την επιστολή και η χήρα, η οποία είχε έρθει επίσκεψη εκείνο το απόγευμα, είπε πως η καλοτυχία ξαναγύριζε στην οικογένειά μας.
«Μπορεί και να έχεις δίκιο», είπε η μητέρα μου. «Βέβαια σήμερα το απόγευμα έμαθα ότι τα πάντα είναι ακόμα εντελώς αποδιοργανωμένα στη σχολή εξαιτίας του πολέμου κι ότι θα χρειαστεί ακόμα πολύς καιρός ώσπου να επανέλθει στην ομαλότητα. Παρ' όλα αυτά είναι μεγάλη ευκαιρία».
Μ' έπιασαν τα γέλια καθώς θυμήθηκα το μπαρμπέρικο και η μητέρα μου μου έριξε ένα βλέμμα και είπε με εντυπωσιακή διαίσθηση:
«Ε, τουλάχιστον δεν θα έχεις πια φλιτζάνια του καφέ για σπάσιμο!»
Το άλλο απόγευμα πήγε τον Μεχμέτ κ ι εμένα στο υπουργείο Στρατιωτικών. Η έξαψη κι ο φόβος μάς έτρωγαν τα σωθικά και η πείνα ομοίως αφού δεν είχαμε καταφέρει να βάλουμε μπουκιά
στο στόμα μας το μεσημέρι. Η μητέρα μου φαινόταν κι εκείνη νευρική, αλλά προσπάθησε να το ξεπεράσει όταν φθάσαμε στο υπουργείο. Ένας στρατιώτης μάς συνόδευσε ως το γραφείο ενός
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
248 Ιρφάν Οργκά
πολύ όμορφου νεαρού αξιωματικού, υπασπιστή του στρατηγού, ο οποίος κοκκίνισε όταν απευθύνθηκε στη μητέρα μου για να τη ρωτήσει το όνομά της και για ποια υπόθεση είχε έρθει. Του απάντησε, κι εκείνος την παρακάλεσε να καθήσει για λίγο κι εξαφανίστηκε με χάρη σ' ένα συνεχόμενο δωμάτιο, όπου προφανώς κρυβόταν ο στρατηγός. Ο Μεχμέτ κι εγώ σταθ11καμε άχαρα όρθιοι,
ενώ η μητέρα μου κάθησε σε μια σκληρή καρέκλα αλύγιστη σαν μπαστούνι και με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα. Ο υπασπιστής επέστρεψε λέγοντας ότι ο στρατηγός θα μας δεχόταν αμέσως. Κράτησε ανοιχτή την πόρτα χαμηλώνοντας όλο σεβασμό τα μάτια του όταν η μητέρα μου πέρασε από μπροστά του. Μπαίνοντας τελευταίος, κοίταξα πίσω μου και είδα τον ωραίο νεαρό αξιωματικό να έχει στυλώσει τα μάτια στην πλάτη της μητέρας μου έχοντας μια δυσερμήνευτη έκφραση. Ίσως θεωρούσε παράξενο το να κυκλοφορεί μια Τουρκάλα με ακάλυπτο πρόσωπο.
Ο στρατηγός ήταν ψηλόλιγνος, με ασημένια μαλλιά κι ένα ευγενικό, έξυπνο πρόσωπο - ή μήπως έγινε ευγενικό μόνο σαν κοίταξε τη μητέρα μου μ' εκείνο το ιδιαίτερο βλέμμα που ακόμα κι οι άνδρες προχωρημένης ηλικίας επιφυλάσσουν για τις χαριτωμένες γυναίκες;
Έσπρωξε προς το μέρος της μια πολυθρόνα και κάτι σκληρά
καθίσματα για τον Μεχμέτ κι εμένα και είπε με επιτηδευμένη διαχυτικότητα:
«Μπα! Αυτά τα λιονταράκια δικά σας είναι;» Η μητέρα μου αποκρίθηκε πως τωόντι. «Βρε, βρε ! » έκανε ο στρατηγός λες κι επρόκειτο γι' αναπάντε
χη είδηση. «ο παλιός μας φίλος, ο στρατηγός τάδε, μου είπε τα πάντα για σας. Ξέρετε, κάποτε στα νιάτα μου είχα γνωρίσει τον πεθερό σας. Υπέροχος άνθρωπος. 'Εμαθα ότι δυστυχώς χάσατε το σύζυγό σας στον πόλεμο. Φοβούμαι ότι δεν σας ήρθαν εύκολα τα πράγματα» .
«Έχασα και τον κουνιάδο μου» , είπε η μητέρα μου. «Πολύ λυπηρόν» , είπε ο στρατηγός παίρνοντας μια έκφραση
συμπόνιας. Σκάλισε κάτι χαρτιά στο γραφείο του και μίλησαν λίγο ακόμα για τα οικογενειακά μας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 249
Έπειτα ο στρατηγός στράφηκε προς το μέρος μου και ε ίπε: «Εσύ λοιπόν είσαι ο Ιρφάν! Πόσων ετών είσαι, αγόρι μου;» «Δέκα, κύριε», αποκρίθηκα με σβησμένη φωνή. «Αυτός ο πόλεμος ! Αυτός ο πόλεμος !» αναστέναξε απευθυνό
μενος στη μητέρα μου. «Ετούτο το παιδί έπρεπε να πηγαίνει στο σχολείο εδώ και τρία χρόνια. Εντούτοις φαίνεται ξύπνιος και για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με την περίπτωσή του. Ώστε λοιπόν θέλεις να γίνεις αξιωματικός;» ρώτησε γυρίζοντας ξαφνικά προς το μέρος μου.
«Ναι, κύριε», είπα προσθέτοντας θαρραλέα: «Θα ήθελα να γίνω στρατηγός σαν εσάς!»
Γέλασε. «Και ίσως γίνεις», αντιγύρισε. «Κάτι είναι να ξέρει τουλάχι
στον κανε ίς τι θέλει να κάνε ι στη ζωή του. Κι ο μικρός;» ρώτησε χα'ίδεύοντας τον Μεχμέτ κάτω απ' το πιγούνι κι ύστερα λέγοντας σκεπτικός στη μητέρα μου: «Ναι, μοιάζει του παππού του. Διακρίνω αρκετά καθαρά την ομοιότητα».
Περιεργάστηκε στοχαστικά το αδιαπέραστο προσωπάκι του Μεχμέτ κι έπειτα ρώτησε:
«Πώς σε λένε;» «Μεχμέτ, κύριε», τραύλισε ο αδελφός μου, κόκκινος σαν πα
παρούνα από την όλο οικειότητα, ανεπιθύμητη εξονυχιστική διερεύνηση.
«Εσύ, Μεχμέτ, τι θέλεις να γίνεις; Κι εσύ στρατηγός;» «'Οχι, κύριε», ε ίπε ο Μεχμέτ. «Θέλω να γίνω γιατρός». «Δυο νεαροί κύριοι που ξέρουν καλά τι θέλουν! » δ1Ίλωσε ο
στρατηγός. «Θυμούμαι ότι στην ηλικία τους ήθελα να γίνω πλανόδιος πουλητής επειδή νόμιζα ότι ήσαν οι μοναδικοί άνθρωποι που διέθεταν άλογα. Αλλά ο μόνος τρόπος με τον οποίο απέκτησα ποτέ άλογο ήταν όταν έγινα αξιωματικός του ιππικού, άρα ίσως το κισμέτ να εκπληρώνει έτσι, έμμεσα, τις επιθυμίες όλων μας. Ε λοιπόν», δήλωσε στρέφοντας ξανά την προσοχή του στη μητέρα μου, «φαίνεται ότι ε ίστε τυχερή μητέρα διότι εδώ έχετε στα σπάργανα ένα μέλλοντα στρατηγό κι ένα μέλλοντα γιατρό».
Μας χάιδεψε τα κεφάλια και κάλεσε τον υπασπιστή του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
250 /ρφάν Οργκά
«Σας αφήνω στα χέρια του», ε ίπε στη μητέρα μου και πρόσθεσε ψιθυρίζοντας συνωμοτικά: «Αυτές τις υποθέσεις τις γνωρίζει πολύ καλύτερα από μένα!»
Πήγαμε στο γραφείο του υπασπιστή, ο οποίος είπε: «Χανίμ εφέντη, γνωρίζετε ότι πρέπει να υπογράψετε ένα συμ
φωνητικό για τη στρατιωτική εκπαίδευση των δυο αγοριών . . . » «Όχι», είπε η μητέρα μου. Ο υπασπιστής κοκκίνισε και μετά κόπου κατάφερε να την κοι-
τάξει. «Μα δεν σας εξήγησε ο στρατηγός;» ρώτησε έκπληκτος. «Όχι», απάντησε η μητέρα μου. «Θεέ μου !» είπε ταραγμένος ο υπασπιστής κι έπειτα ξερόβηξε
και χτύπησε ελαφρά με το δάχτυλο ένα κομμάτι περγαμηνής. «Αυτό το συμφωνητικό», άρχισε, «ορίζει ότι οι δυο γιοι σας θα φοιτήσουν στη Στρατιωτική Σχολή του Κουλελί και ακολούθως, εφόσον περάσουν τα διαγωνίσματα, στη Σχολή Ευελπίδων, εξ
ολοκλήρου με δαπάνες του κράτους. Σε ανταπόδοση θα υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό για δεκαπέντε χρόνια, εάν όμως αποτύχουν στις απολυτήριες εξετάσεις, θα υπηρετήσουν ως λοχίες για ίσο χρονικό διάστημα, χωρίς καμία δυνατότητα προαγωγής. Δεν προβλέπεται προαγωγή από αυτό το βαθμό».
«Αυτό ακούγεται πολύ σκληρό», μουρμούρισε διστακτικά η μητέρα μου. «Αν υπογράψω αυτό το συμφωνητικό, εκχωρώ τη ζωή των γιων μου για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Πού να ξέρω αν θα μπορέσουν να περάσουν τις εξετάσεις τους ή όχι; Πού να ξέρω;» επανέλαβε υψώνοντας το βλέμμα στο νεαρό αξιωματικό, ο οποίος υπομειδίασε, αναλογιζόμενος ίσως τα δικά του χρόνια στα στρατιωτικά ιδρύματα.
«Γενικώς, χανίμ εφέντη, ε ίναι διαπιστωμένο ότι, εάν ένα αγόρι θέλει να γίνει αξιωματικός, επιτυγχάνει στις εξετάσεις».
Η μητέρα μου χαμογέλασε κι εκείνη. «Μάλλον έχετε δίκιο», ε ίπε. «Παρά ταύτα θα ήθελα να το
ξανασκεφθώ λίγο προτού τους στερήσω με μια μονοκοντυλιά την ελευθερία τους. Πόσος καιρός θα χρειασθεί ώσπου να είναι έτοιμα για υπογραφή αυτά τα συμφωνητικά;»
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 25 1
«Προηγούνται πολλές διατυπώσεις», αποκρίθηκε ο υπασπιστής. «Σε δεκαπέντε μέρες ίσως;»
«Αυτό σίγουρα μου αφήνει αρκετό χρόνο για να αποφασίσω», απάντησε η μητέρα μου ενώ εγώ αγωνιούσα μήπως με τις γυναικείες προκαταλήψεις της μου έπαιρνε αυτή την ευκαιρία μέσα από τα χέρια. Δεν τόλμησα να διακόψω τη συζήτησή τους, αλλά έτρεμα στην ιδέα ότι το λαμπρό κι αστραφτερό μου όνειρο να γίνω αξιωματικός και δη στρατηγός θα πήγαινε στο βρόντο.
Ο υπασπιστής εξήγησε ότι απαιτούνταν ορισμένα έγγραφα από το τοπικό αστυνομικό τμήμά και το μουχτάρη, ένα πιστοποιητικό υγείας από τις αρμόδιες αρχές και δώδεκα φωτογραφίες του καθενός μας.
«Συστάσεις δεν χρειάζονται», ε ίπε κάπως αμήχανα. «Τις έχει ήδη δώσει ο στρατηγός τάδε».
«Σας ευχαριστώ», είπε η μητέρα μου με μια αμυδρή ειρωνεία στην ατάραχη φωνή της. Ο υπασπιστής μάς συνόδευσε ως την πόρτα του γραφείου του και χαιρέτησε με μια κλίση του κεφαλιού, με τα μάτια ξανά στο πάτωμα, και τηρώντας μια όμορφα συγκρατημένη στάση.
Τις αμέσως επόμενες μέρες επικρατούσε μεγάλη φαγωμάρα στο σπίτι διότι η μητέρα μου ήταν ανένδοτη κι αρνιόταν να δεχθεί
συμβουλές ή υποδείξεις από οποιονδήποτε. Η γιαγιά μου είπε πως δεν καταλάβαινε γιατί το 'κανε ολόκληρο ζήτημα αφού, όσο θα βρισκόμασταν στα χέρια της στρατιωτικής εξουσίας, καμιά
πολύ σοβαρή αναποδιά δεν θα μπορούσε να πλήξει τη ζωή μας. «Μα δεν αντιλαμβάνεστε ότι μπορεί να ξαναβρεθούν σύντο
μα άλλα σχολεία; Σχολεία μη στρατιωτικά, τα οποία θα παρέχουν εξίσου έγκυρη εκπαίδευση, αλλά χωρίς το βρόχο τού να πρέπει να υποθηκεύσω τις ζωές τους για είκοσι πέντε χρόνια;»
«Δεν θέλω να πάω σε κανένα άλλο σχολείο !» θρηνολογούσα, ανίσχυρος κι ανίκανος να αντιπαραταχθώ στη λογική της μητέρας μου. «Θέλω να γίνω αξιωματικός! Σας παρακαλώ! » ικέτευα καταφεύγοντας, ως έσχατη λύση, στην ευγένεια.
Η μάχη έκλινε πότε υπέρ, πότε κατά του στρατιωτικού σχολείου. Οι γείτονες συμμετείχαν ζωηρά στις συζητήσεις, μα η μητέρα μου
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
252 /ρφάν Οργκά
δεν τους άκουγε και δεν εμπιστευόταν τη γνώμη κανενός. Εν τω μεταξύ πάντως μας πήγε στην αστυνομία του Βαγιαζήτ για τα απαιτούμενα χαρτιά. Πήγαμε στο γραφείο του μουχτάρη, στο νοσοκομείο για εξετάσεις και, έχοντας πλέον όλα τα σχετικά έγγραφα, να φωτογραφηθούμε, αλλά η μητέρα μου ακόμα να καταλήξει.
Άρχισα να πηγαίνω στο τζαμί, προσευχόμενος με ζέση σ' εκείνο το δροσερό, ήσυχο μέρος. Δεν έλεγα συγκεκριμένες προσευχές διότι μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ σε οτιδήποτε εκτός από το:
«Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να πάω στο στρατιωτικό σχολε ίο. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να πάω στο στρατιωτικό σχολε ίο !» κι έλεγα το ίδιο ξανά και ξανά με πυρετώδη ένταση.
Και ίσως κάποιος καλοκάγαθος Θεός εισάκουσε τις εναγώνιες προσευχές μου διότι το απόγευμα, που έφθασαν οι ρετουσαρισμένες φωτογραφίες, η μητέρα μου ανακοίνωσε ότι είχε εξετάσει τα πάντα προσεκτικά και είχε πε ισθε ί ότι καλώς μας επέτρεπε να πάμε στο Κουλελί.
Επισκεφθήκαμε πάλι το υπουργείο Στρατιωτικών και η μητέρα μου μας άφησε στο γραφείο του υπασπιστή για να μιλήσει κατ'
ιδίαν με το στρατηγό. Καθώς αναχωρούσε, της είπε : «Κατά την άποψή μου, λάβατε μια σοφή απόφαση. Καλή τύχη
σ' εσάς και στους γιους σας». Τα συμφωνητικά υπογράφηκαν επιτέλους και μόνο τότε μπό
ρεσα ν' ανασάνω ελεύθερα. Τώρα ό,τι ήταν να γίνει είχε γίνει και ήταν αμετάκλητο! Ω, περήφανη κι υπέροχη στιγμή ! Είχαμε παραδοθεί στη στρατιωτική σχολή του Κουλελί, σ' εκείνο το στενόμακρο, λευκό, ακανόνιστο οίκημα, το οποίο τόσο καλά έμελλε να γνωρίσω.
Ο υπασπιστής μάς έσφιξε τα χέρια με επισημότητα. «Παρουσιάζεσθε στο Κουλελί στις 15 ΜαΙου», είπε ξερά σαν
άνδρας προς άνδρα κι έγινα βυσσινής από ευχαρίστηση. Η 15η ΜαΙου του 1919 ε ίναι ιστορική για την Τουρκία διότι
εκείνη την ημέρα ο Κεμάλ Ατατούρκ κατέφυγε με πλοίο στη Σαμψούντα. Ήταν η μέρα κατά την οποία ο ναύαρχος του Βρετανικού Στόλου της Μεσογείου ανακοίνωσε ότι οι Έλληνες θα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 253
καταλάμβαναν τη Σμύρνη κι επίσης η μέρα που μπήκα στο Κουλελί. Νέος κι ασήμαντος κι άψητος μέχρι τότε, μπορούσα ωστόσο να διεκδικήσω κι εγώ κάποιο μερτικό σ' εκείνη την ημερομηνία που έγραφε ιστορία στην Τουρκία.
Το πρωί ξημέρωσε ανέφελο κι ελπιδοφόρο και η γιαγιά μου μας πήγε στο τζαμί για να προσευχηθούμε, ο καθένας για διαφορετικά πράγματα. Η γιαγιά μου προσευχήθηκε να έχουμε υγεία κι επιτυχία στη σχολική ζωή μας. Το ξέρω γιατί άκουγα το δυνατό, μονότονο βόμβο της φωνής της να λέει, να λέει . . . Ο Μεχμέτ ίσως ευχήθηκε να γίνει γιατρός, αλλά ποιος ξέρει, τέτοια Σφίγγα που ήταν. Κι εγώ είπα μονάχα μια σύντομη προσευχή. Δόξασα τον Θεό που πήγαινα επιτέλους στο Κουλελί επαναλαμβάνοντας διαρκώς: « Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου», και νιώθοντας γύρω μου την αόρατη παρουσία Του.
Αποχαιρετήσαμε τους γε ίτονες γιατί δεν ξέραμε πότε θα επιστρέφαμε πάλι. Οι γριές έκλαψαν πάνω απ' τα κεφάλια μας κι οι γέροι αναστέναξαν κι ευχήθηκαν να ήσαν νέοι. Τελικά κινήσαμε για τη Γέφυρα του Γαλατά και για το βαπόρι με το οποίο θα διασχίζαμε τον Βόσπορο, κατευθυνόμενοι προς την απαρχή των νεανικών μας ονείρων.
Αναρωτιέμαι, ήμασταν άραγε ταραγμένοι εκείνο το μαγιάτικο πρωινό; Διστάζαμε , έστω και λίγο, ν' αφήσουμε οικε ία και οικε ίους τόσο μακριά πίσω μας; Δεν νομίζω, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια ώστε ε ίναι πλέον αδύνατον να κρίνω σωστά. Πήγαμε στο βαπόρι φορώντας τα καλά μας κι ατσαλάκωτοι, τα δε πρόσωπα και τα χέρια μας ήσαν τόσο καθαρά κι απαστράπτοντα ώστε όλοι όσοι μας ε ίδαν θα πρέπει να αντιλήφθηκαν τη σπουδαιότητα της περίστασης. Όσο για μένα, οσάκις προσπερνούσαμε κάποιον Γάλλο ή Βρετανό αξιωματικό - και στη διαδρομή προς τη Γέφυρα του Γαλατά υπήρχε μυρμηγκιά ολόκληρη - , ένιωθα περήφανος για το μέλλον που ε ίχε επιλέξει η μητέρα για λογαριασμό μου και είπα μέσα μου ότι μια μέρα θα έπρεπε να περπατώ κι εγώ έτσι, με στολή και τα διάσημα στο κολάρο.
Η μητέρα μου με άφησε να βγάλω τα ε ισιτήρια για το βαπόρι κι ένιωσα μέγας και τρανός, θαρρείς κι ο ταπεινός υπάλληλος που
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
254 /ρφάν Οργκά
μ' εξυπηρέτησε όφειλε να γνωρίζε ι ότι είχα βάλε ι πλώρη για το Κουλελί και την περιπέτεια. Όταν ζήτησα τρία ε ισιτήρια για το Τσεγκέλκιο'ί δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία, σάμπως να ήμουν ο τελευταίος των επιβατών κι όχι ένας εκκολαπτόμενος στρατηγός. Αλλά το παραφουσκωμένο μου εγώ δεν κλονίστηκε και βάλθηκα να μιλώ δυνατά στη μητέρα μου και στον Μεχμέτ για το Κουλελί και για το τι θα έκανα εκεί. Κάποια στιγμή η μητέρα μου είπε :
«Σιωπή!» αλλά όχι έντονα. «Ξέρεις ότι ε ίναι πολύ ποταπό να κομπάζεις».
Αλλά οι σκέψεις περί ποταπότητας δεν στάθηκαν ικανές να κάμψουν τον ενθουσιασμό μου.
Αγοράσαμε σιμίτια στο βαπόρι και θυμήθηκα αμυδρά το Σαρίγιερ' ο πατέρας μου εμφανίστηκε φευγαλέα, ούτε καν ένα δευτερόλεπτο, για να με τυραννήσει με την ανεξιχνίαστη έκφρασή του, κι η θεία Αίσέ χαμογέλασε σαν να με καλωσόριζε, μα ο θε ίος Αχμέτ έμεινε πεισματικά έξω από το πεδίο της οπτασίας αρνούμενος να φανερώσει το πρόσωπό του.
Ωστόσο από το Σαρίγιερ δεν μας χώριζε απλώς μια ώρα πλεύσης στον Βόσπορο' το Σαρίγιερ απείχε τέσσερα χρόνια και για μας ήταν πιο νεκρό κι απ' τους νεκρΟ'υς ιδιοκτήτες του. Ρώτησα τον Μεχμέτ αν θυμόταν το Σαρίγιερ και το θείο Αχμέτ. Φάνηκε να ταλαντεύεται κι είπε πως δεν θυμόταν. Κι εκεί, πάνω στο βαπόρι, προσπάθησα να ζωντανέψω την ε ικόνα εκείνου του παλιού
σπιτιού με την κόκκινη στέγη, το οποίο ε ίχαμε επισκεφθεί πριν τον πόλεμο. Οι εικόνες ξεπήδησαν απ' το μυαλό μου σαν θραύσματα σε αναταραγμένο καλειδοσκόπιο και του ε ίπα για τις μανόλιες που ορθώνονταν στην πελούζα, για το γρασίδι που λαμπύριζε όταν έβγαινε ο ήλιος να στεγνώσει τη βροχή, για τα σκυλιά, τον Φιντέλ και την Τζόλι, για τα σταφύλια της κληματαριάς, που τόσο περήφανη έκαναν τη θε ία μου. Και, όπως μιλούσα, μεταφέρθηκα ξανά στο Σαρίγιερ.
«Ψαρεύαμε στον Βόσπορο με το θείο Αχμέτ», είπα στον Μεχμέτ, που άκουγε προσεκτικά. «Ποτέ δεν πιάναμε πολλά ψάρια, αλλά είχε πλάκα να επιστρέφουμε κωπηλατώντας στο φεγγαρό-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 255
φωτο και καμιά φορά να φθάνουν ως εμάς οι φωνές απ' την αντίπερα όχθη, απ' τη μεριά της Ισταμπούλ».
«Δεν φανταζόμουν ότι θα θυμόσουν τόσο πολλά», ε ίπε η μητέρα μου. «Και έχεις το χάρισμα του λόγου, γιε μου. Μου ξαναθύμισες κι εμένα το Σαρίγιερ. Ελπίζω να μην έκανα λάθος που σε έγραψα σε στρατιωτικό σχολείο. Ενδεχομένως να ήσουν καλύτερα κάπου αλλού».
«Όχι βέβαια, μητέρα», είπα αγανακτισμένος. «Ήθελα να πάω στο Κουλελί και θα είχα μισήσει οποιοδήποτε άλλο σχολείο. Θα γίνω αξιωματικός και μια μέρα στρατηγός, θα δείτε ! Θα σας παίρνω παντού μαζί μου, στηριγμένη στο μπράτσο μου, κι όλοι θα λένε ότι, τόσο νέα, θα μπορούσατε να είστε σύζυγός μου κι οι άλλες γυναίκες θα σας ζηλεύουν».
Η μητέρα μου γέλασε εύθυμα. «Παραείναι ζωηρή η φαντασία σου», είπε. «Και σ' αυτή την
περίπτωση σφάλλει κιόλας !» Φθάσαμε στη βαπορόσκαλα του Τσεγκέλκιο"ί και αποβιβασθή
καμε, νιώθοντας λιγότερο σπουδαίοι τώρα που βρισκόμασταν τόσο κοντά στο στόχο μας.
«Πώς θα πάμε στο Κουλελί, στο στρατιωτικό σχολείο;» ρώτησε η μητέρα μου τον ε ισπράκτορα.
«Στρίψτε αριστερά)), αποκρίθηκε λακωνικά ο εισπράκτορας ρίχνοντας μετά βίας μια ματιά στον Μεχμέτ κι εμένα. «Είναι λίγα λεπτά ποδαρόδρομος από δω κι η σχολή τόσο μεγάλη που αποκλείεται να μην τη δείτε)) .
Κι έτσι πήραμε τα ήσυχα, σκονισμένα δρομάκια του Τσεγκέλκισ"ί κι έπειτα τον παραλιακό δρόμο με τις δεντροστοιχίες, που φάνταζε λευκός κάτω απ' τον ήλιο του μεσημεριού. Η σχολή πρόβαλε ψηλά, στα δεξιά μας, σαν ανάκτορο, σκέφθηκα, πάλλευκη κάτω από τον ασυννέφιαστο καλοκαιριάτικο ουρανό εκείνη τη 15η ΜαΙου του 1919, ημέρα που το πλοιάριο του Ατατούρκ έσκιζε τα νερά με προορισμό τη Σαμψούντα.
Σκαρφαλώσαμε τα πέτρινα σκαλοπάτια ως την κεντρική πύλη ενώ η καρδιά μου είχε αρχίσει να βροντοχτυπάει τρελά. Ένας φρουρός που φύλαγε σκοπιά ρώτησε τη μητέρα μου τι ήθελε, κι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
256 Ιρφάν Οργκά
εκείνη είπε πως είχε έρθει να μας αφήσει στο σχολείο, όπως είχε κανονίσει με το υπουργείο Στρατιωτικών.
«Αυτή εδώ είναι η Σχολή Υπαξιωματικών», την πληροφόρησε ψυχρά. «Το σχολείο είναι στο λόφο, απ' αυτό το δρόμο και προς τα πάνω. Είναι ένα μεγάλο γκρίζο κτίριο και θα το βρείτε αρκετά
εύκολα». Πήραμε λοιπόν αγκομαχώντας το δρόμο του λόφου, σκασμένοι
aπ' τη ζέστη, με τα ρούχα να μας στενεύουν κι απογοητευμένοι που το αστραφτερό, λευκό παλάτι δεν ήταν εντέλει για μας. Φθάσαμε ξεφυσώντας και ξέπνοοι στο σΧολείο, όπου μια μεγάλη σιδερόφραχτη πύλη μάς απαγόρευε την είσοδο. Ακούγονταν φωνές αγοριών και μερικά πλησίασαν στην πύλη για να μας δουν. Κοντά
στην πύλη υπήρχε ένα φυλάκιο κι ο στρατιώτης που φρουρούσε φώναξε : «ΧουσεΙν αγά! ΧουσεΙν αγά!»
Ένας γέρος, πολύ γέρος, με λευκή γενειάδα που ανέμιζε και σκυφτή πλάτη κατηφόρισε προς την πύλη. Τράβηξε όλο γκρίνια τους σύρτες της και ρώτησε τι θέλαμε.
Η μητέρα μου του είπε, μα τούτη τη φορά η ανυπομονησία την έκανε επιτακτική · τίναξε τις ψηλά μαζεμένες μπούκλες της κι ο γέρος έγινε ευγενικός και περιεργάστηκε το ακάλυπτο πρόσωπό
της με έκδηλη περιέργεια. Μας άφησε να μπούμε στον κήπο, έγνεψε στη μητέρα μου να καθήσει κάτω από το δροσερό ίσκιο των δέντρων, είπε πως πήγαινε να βρει το «λοχαγό» και κάτι μουρμούρισε μονολογώντας, σαν να μην ήταν σίγουρος πού θα τον έβρισκε.
Η μητέρα μου κάθησε με χάρη καταγής γιατί είχε κουραστεί από τη ζέστη και, ενώ ξαπόσταινε, εγώ aπoμακρύνθηκα για να εξερευνήσω τα πέριξ. Πήγα κοντά στην πύλη κι είδα δυο άνδρες να ξεφορτώνουν σφαγμένα αρνιά από ένα κάρο κι έναν άλλο να κουβαλά ένα τσουβάλι με κάτι που, όπως πρόβαλε απ' το μισάνοιχτο πάνω μέρος, έμοιαζε με σπανάκι. Ένας γέρος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι μάγειρας ή υπηρέτης στην κουζίνα, παζάρευε πάνω από τ' αρνιά ενώ οι άνδρες έδιωχναν κλοτσηδόν μερικούς ψωραλέους κοπρίτες που μπερδεύονταν στα πόδια του αλόγου. Άκουσα τον Μεχμέτ να με φωνάζει. Έτρεξα εκεί όπου τον είχα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 257
αφήσει με τη μητέρα μου κι είδα ότι ο ΧουσεΙν αγάς είχε επιστρέψει και περίμενε να μας οδηγήσει στο λοχαγό.
Πλησιάσαμε στο κεντρικό κτίριο του σχολείου. Αριστερά μας βρισκόταν ένα στενόμακρο, ισόγειο παράπηγμα, το οποίο, όπως συναγόταν από το θόρυβο των μαχαιροπίρουνων, ήταν η τραπεζαρία. Γινόταν πανδαιμόνιο, κι εκείνη την ώρα έμπαιναν μερικά μεγάλα αγόρια, τα περισσότερα πολύ μελαψά, κι ένα τους, προς φρίκη μου, εντελώς μαύρο. Τα ρούχα τους ήσαν φτωχικά' κοίταξαν χλευαστικά τον Μεχμέτ κι εμένα και κάτι είπαν μεταξύ τους. Ένας τους κάτι μας πέταξε δυνατά, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι γλώσσα μιλούσε. Δεν είναι Τούρκος, σκέφθηκα κι αναρωτήθηκα πόσες διαφορετικές εθνότητες φιλοξενούσε άραγε αυτό το μέρος.
Ο λοχαγός μάς υποδέχθηκε στην πόρτα του γραφείου του μ' ένα μεγάλο ραβδί ανά χείρας ! Φαινόταν άνθρωπος πολύ νευρικός και ήταν κάτωχρος. Κρατούσε σφιχτά το ραβδί λες κι ήταν συνηθισμένος να υπερασπίζει συχνά-πυκνά τον εαυτό του απ' τις ορδές των νεαρών αγρίων του σχολείου! Μας πήγε στο γραφείο του και μας έβαλε να καθήσουμε σε κάτι ξεχαρβαλωμένες καρέκλες. Το δωμάτιο ήταν απερίγραπτα ρυπαρό κι ακατάστατο, ο δε λοχαγός κεκέδιζε τόσο έντονα, όποτε άνοιγε το στόμα του, ώστε ένιωσα ένα νευρικό γέλιο σαν μπουρμπουλήθρα στο στομάχι. Φυλλομέτρησε μια στοίβα χαρτιά πάνω στο γραφείο του και τελικά ανέσυρε δύο, τα οποία είχαν προφανώς σχέση μ' εμάς.
«Ιρφάν και Μεχμέτ;» ρώτησε, κι η μητέρα μου απάντησε καταφατικά.
«Τούρκοι και μουσουλμάνοι», είπε και στέναξε γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του.
«Δόξα Σοι, Κύριε !» είπε με φοβερό τραύλισμα. «Άλλοι δυο Τούρκοι στο σχολείο !»
Κοίταξε τη μητέρα μου. «Δυστυχώς δεν είμαστε ακόμα οργανωμένοι εδώ», είπε. «Μέ
νουν ακόμα να γίνουν πολλά. Έχουμε φορτωθεί ένα σωρό Κούρδους κι Αρμένιους από τα βάθη της Ανατολίας και μέχρι τώρα οι Τούρκοι είναι λίγοι. Το δίχως άλλο κάποια μέρα οι αρχές θα αποφασίσουν ποιοι πρόκειται να παραμείνουν και ποιοι θα σταλούν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
258 Ιρφάν Οργκά
αλλού. Πρόθεσή μας, χανίμ εφέντη, ε ίναι να γαλουχήσουμε μια νέα γενιά καθαρόαιμων Τούρκων αξιωματικών».
Παράξενο, αλλά, σαν άρχισε να μιλάει με ολοκληρωμένες προτάσεις, ξέχασε το κεκέδισμα και αράδιασε στη μητέρα μου ένα σωρό άσχετες λεπτομέρειες θαρρείς και, τώρα που επιτέλους ε ίχε αρχίσε ι να ξαλαφρώνει, δεν μπορούσε να σταματήσει.
Όταν κουράστηκε να αγορεύει, σηκώθηκε και είπε ξανατραυλίζοντας κι ενώ το στόμα του συσπώταν νευρικά:
«Λοιπόν, χανίμ εφέντη, μείνετε ήσυχη' τ' αγόρια θα είναι ασφαλή στα χέρια μου. Αν θέλετε, μπορείτε να τα επισκέπτεσθε μία φορά την εβδομάδα, αλλά θα τους δοθεί άδεια να πάνε στο σπίτι τους μόνο αφού περάσουν από αρκετούς μήνες εκπαίδευσης».
Η μητέρα μου τον ευχαρίστησε, της φιλήσαμε τα χέρια κι ο ΧουσεΙν αγάς εμφανίστηκε στον κήπο, σέρνοντας τα πόδια του, για να τη συνοδεύσει ως την κεντρική πύλη.
Ο Μεχμέτ κι εγώ με ίναμε μόνοι με το λοχαγό' μας κοίταξε πειρακτικά, του αντιγυρίσαμε σοβαροί το βλέμμα και μου ήρθαν στο νου όλα όσα είχε πει στη μητέρα μου. Και ξάφνου είκοσι πέντε χρόνια έμοιαζαν φοβερά μακρύ διάστημα, σίγουρα ολόκληρη ζωή. Κοίταξα από τα βρόμικα παράθυρα τους χορταριασμένους, απεριποίητους κήπους, όπου ξεχύνονταν οι ορδές των αγοριών από
την τραπεζαρία κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ακανόνιστα. Το όλο πράγμα είχε απογυμνωθεί από τη γοητεία του. Ναι, τού
το δω ήταν πράγματι το στρατιωτικό σχολείο στο οποίο είχα επιδιώξει με τόσο πάθος να έρθω, αλλά πού ήταν η αίγλη που προσδοκούσα, πού ήταν το μεγαλείο κι η στρατιωτική λαμπρότητα;
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 8
Περ ι σσότερα γ ι α τ ο Κουλελί
Ο ΠΟΤΕ ΑΝΑΘΥ ΜΟΥ ΜΑ Ι εκείνη την ημέρα στο Κουλελί, εκείνο το γκρίζο ετοιμόρροπο οίκημα πάνω στο λόφο, δεν μπορώ παρά να χαίρομαι που έπαψε να λειτουργεί, που η σημερινή γενιά υπαξιωματικών στεγάζεται καλύτερα και μελετά υπό καλύτερες συνθήκες από αυτές οι οποίες ίσχυαν όταν ήμασταν εκεί.
Καμιά φορά, άμα τους βλέπω στην Ισταμπούλ με τις κομψές, βαθυκύανες στολές τους και το φανταχτερό κόκκινο σιρίτι στα πλα'ίνά του παντελονιού, που υποδηλώνουν ότι ανήκουν στις τάξεις του στρατού, αυτόματα θυμούμαι τα πρώτα χρόνια της γενιάς μας ως δοκίμων.
Εκείνο το πρωινό του 1919, όταν η μητέρα μου μας άφησε κι εμείς στεκόμασταν στο απωθητικό δωμάτιο του λοχαγού αναμένοντας τις εντολές του, όλος ο μύθος της στράτευσης κατέρρευσε.
Ο Μεχμέτ κι εγώ καθόμασταν εκεί διστακτικοί ενόσω ο λοχαγός χαρχάλευε κάτι χαρτιά στο γραφείο του χωρίς να μας δίνει σημασία.
Φαντάζομαι ότι εκείνη τη νύχτα έκλαψα ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Μια σάλπιγγα άρχισε να παίζει στον κήπο, χαμηλόφωνη, πένθιμη και περίλυπη μες στην απόλυτη ερημιά του. Ήταν ό,τι χρειαζόταν για να με κάνει να συνειδητοποιήσω πως βρισκόμουν μακριά από το σπίτι μου. Έχωσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και με πήρε το παράπονο.
Ξύπνησα στη μέση της νύχτας χωρίς να μ' έχει ενοχλήσει κανένας θόρυβος αφού ο σκοτεινός κοιτώνας ήταν γεμάτος αγόρια που ανάσαιναν ήρεμα.
Κάτι τσιμπούσε το σώμα μου σαν χίλιες πυρωμένες βελόνες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
260 /ρφάν Οργκά
Δοκίμασα να ξυθώ, μα, καθώς μετακίνησα το μπράτσο μου, ένιωσα κάτι να τρέχει πάνω του και σηκώθηκε το πετσί μου από τη σιχασιά. Η κουκέτα μου ήταν τίγκα στους κοριούς.
Ένας έπεσε απ' την απάνω κουκέτα στο πρόσωπό μου και μου ήρθε να μπήξω τις φωνές από φρίκη για τούτα τα μαυριδερά πράγματα που περπατούσαν νυχτιάτικα. Τελικά όμως τους άφησα να κάνουν του κεφαλιού τους και ξανακοιμήθηκα αφού η εξάντληση κατανίκησε το φόβο μου.
Με ξύπνησε το εγερτήριο, κι ένας μαθητής που εκτελούσε χρέη επόπτη πέταξε την κουβέρτα από πάνω μου.
«Άνοιξ' τα μάτια σου! » ούρλιαξε. Κοίταξα γύρω μου σαστισμένος, έχοντας προς στιγμήν λησμονήσει πού βρισκόμουν.
Σηκώθηκα κι αντιλήφθηκα ότι είχα πιαστεί γιατί η κουκέτα ήταν σκληρή και πονούσαν τα παΙδια μου. Αντιλήφθηκα επίσης, αν και λιγότερο έντονα, τα οιδήματα στα πόδια και τα χέρια μου σε όσα σημεία είχαν ξεφαντώσει ολονυχτίς οι κοριοί.
Το αγόρι της διπλανής κουκέτας μού είπε να βγάλω τη φανέλα μου κι εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα λοχία να ωρύεται: «Έλεγχος φθειρών! »
Βγάλαμε όλοι τις φανέλες μας κι ανακάλυψα ότι το σώμα μου ήταν σε κακό χάλι, γεμάτο φλογισμένες κοκκινίλες που μου έφερναν φαγούρα. Έλεγξα προσεκτικά τη φανέλα μου μήπως είχε ψείρες δεν βρήκα καμιά, αλλά στις ραφές λούφαζαν ένα σωρό
κοριοί. Τους έπιασα αηδιασμένος και τους πέταξα στα δοχεία με νερό που ήσαν τοποθετημένα δίπλα στις κάτω κουκέτες, οπότε άρχισαν να κουνούν μανιασμένα τα χοντρά, πρησμένα τους σώματα πασχίζοντας να δραπετεύσουν απ' το νερό.
Το διπλανό αγόρι μού έδειξε όλο καμάρι δυο ψείρες που είχε πιάσει και προσπάθησα να μην αναγουλιάσω όταν τις σκότωσε, δηλώνοντάς μου ότι, άμα δεν καθαρίσεις αμέσως τα κτήνη, σε καθαρίζουν εκείνα.
Οι ζωηροί κοριοί πάλευαν ακόμα μες στα δοχεία με το νερό
και, όταν ολοκληρώθηκε ο έλεγχος φθειρών, μας επέτρεψαν να πλυθούμε. Γινόταν μεγάλος σαματάς με το μπες-βγες στα αποχωρητήρια λόγω των τακουνιών που φορούσαμε όλοι μας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 261
Μετά το ντύσιμο - εξαιρετικά αγωνιώδες από πλευράς μου επειδή φοβόμουν μην είχαν τρυπώσει τα ζωύφια στις ραφές της χλαίνης ή του παντελονιού μου - μαζευτήκαμε στο διάδρομο για το πρωινό προσκλητήριο. Ο λοχίας διάβασε κοφτά τα ονόματά μας κι ο καθένας απαντούσε πειθήνια στο άκουσμα του δικού του. Στοιχηθήκαμε πριν πάμε στην τραπεζαρία για πρωινό, το οποίο συνίστατο στο χθεσινοβραδινό μαύρο ψωμί, σε μια χούφτα μαύρες ελιές, στην ελάχιστη δυνατή μερίδα τυριού και σε βαρύ, δυνατό
τσάι χωρίς γάλα και χωρίς αρκετή ζάχαρη. Έπειτα σουλατσάραμε στους κήπους, γιατί δεν είχαμε τι να
κάνουμε, αλλά σε λίγο χτύπησε μια κουδούνα κι έπρεπε να συγκεντρωθούμε στην κεντρική πύλη, όπου μας περίμενε ο λοχίας. Μας πήγε σ' ένα λόφο πίσω από το σχολείο, μας είπε να καθήσουμε κατάχαμα στο χορτάρι κι ύστερα μας πρόσταξε να γδυθούμε. Επρόκειτο για έναν ακόμα έλεγχο φθειρών κι αναρωτήθηκα πόσες φορές την ημέρα θα γινόταν αυτό. Καθήσαμε όλοι στη λιακάδα εξετάζοντας φιλότιμα τα ρούχα μας κι αναλογίστηκα τι δυσάρεστη έκπληξη θα δοκίμαζε η μητέρα μου αν έβλεπε τον πρωτότοκό της να κάθεται γδυτός σ' ένα λόφο ψάχνοντας για ψείρες.
Μαθήματα δεν γίνονταν. Οι μέρες κυλούσαν και το υπουργείο Στρατιωτικών εξακολουθούσε να μας αγνοεί, όπως άλλωστε κι ο έξω κόσμος. Οι μέρες περνούσαν νωθρές κι ηλιόλουστες και, καθώς είχαμε όλοι μας μηδαμινά πράγματα με τα οποία ν' απασχολήσουμε το μυαλό ή το σώμα μας, η φυσική άσκηση εξαντλούνταν κυρίως σε συμπλοκές.
Όταν μια μέρα μού είπαν ότι θα ήμουν επόπτης εκείνο το βράδυ, δεν ενθουσιάστηκα καθόλου. Τρέμαμε όλοι τους πεθαμένους με τον πιο παράλογο και δεισιδαίμονα τρόπο και πιστεύαμε ότι μπορούσαν να επιστρέφουν με τη μορφή στοιχειών. Εκείνη τη νύχτα, όταν οι μαθητές είχαν πέσει για ύπνο κι εγώ είχα μείνει ολομόναχος μες στη μαυρίλα, οι παλιοί μου φόβοι επανέκαμψαν και του κάκου έλεγα μέσα μου ότι ήταν ανόητο να φοβάμαι το σκοτάδι. Η ησυχία ήταν απόκοσμη, όπως γίνεται πάντα σ' ένα μέρος γεμάτο με αμέριμνους κοιμωμένους, κι ανατρίχιασα λιγάκι. Μόνο ο ήχος της ρυθμικής αναπνοής τους ακουγόταν, αλλά λίγο αργότε-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
262 Ιρφάν Οργκά
ρα έφθασε στ' αυτιά μου απ' το κλιμακοστάσιο του μεγάλου προθαλάμου ο μακρινός χτύπος ενός ρολογιού που σήμανε την ώρα. Η
μικρή λάμπα πετρελαίου τρεμόφεξε και φάνηκε έτοιμη να σβήσει,
μα ύστερα ξαναζωντάνεψε. Δεν συνέβη τίποτα εκείνη τη νύχτα, αλλά η χαρά μου ήταν α
προσμέτρητη όταν πρόβαλαν απ' την ανατολή οι πρώτες αχνές αχτίδες της αυγής, και η καινούργια μέρα άρχισε να φωτίζει το γαλήνιο, νοτισμένο κήπο.
Ωστόσο η καινούργια μέρα δεν προμήνυε παρά μισοψημένο φαγητό, ελέγχους φθειρών και τσακωμούς. Η αδιανόητη πλήξη δημιουργούσε φασαρίες. Δεν υπήρχε πειθαρχία πουθενά, ο λοχαγός ήταν ουσιαστικά άφαντος και το υπουργείο Στρατιωτικών φαινόταν να μας έχει ξεχάσει.
Έμαθα ότι οι Κούρδοι κι οι Αρμένιοι ήσαν όλοι ορφανά από
τα βάθη της Ανατολίας κι ότι ο στρατηγός Καζίμ Καραμπεκίρ τούς είχε μαζέψει και τους είχε στείλει όλους στο Κουλελί. Στην Ανατολική Τουρκία ήταν δημοφιλής, αλλά, όταν οι άγριοι νεαροί προστατευόμενοί του από την Ανατολία κατέφθασαν στην Ισταμπούλ, όλοι αποποιήθηκαν αμέσως οποιαδήποτε ευθύνη. Έτσι σέρνονταν στο Κουλελί μπας και κάποια μέρα κάποιος ευδοκούσε να τους θυμηθεί. Το ίδιο ίσχυε και για τους Άραβες και τους Αλβανούς. Τους είχε φέρει αρχικά στην Ισταμπούλ ο Ενβέρ πασάς, αλλά, όταν το έσκασε από την Τουρκία μετά το πέρας του πολέμου, τους ξαπόστειλαν κι αυτούς στο Κουλελί και τους λησμόνησαν πάραυτα.
Εν τω μεταξύ ο σουλτάνος αποφάσισε ότι ήθελε στο Κουλελί Τούρκους καλών οικογενειών ή γόνους αξιωματικών κι έτσι το υπουργείο Στρατιωτικών εκπόνησε ένα μεγαλοπρεπέστατο πλην ανεφάρμοστο σχέδιο, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι η σχολή είχε ήδη κατακλυστε ί από τις ορδές της Ανατολίας.
Οι Τούρκοι στρατιώτες - όσοι απόμειναν δηλαδή - είχαν αποστρατευτεί, το υπουργείο Στρατιωτικών δεν έκανε τίποτα και πασίγνωστοι αξιωματικοί είχαν καταντήσει να πουλούν λεμόνια στα σοκάκια της Ισταμπούλ. Δεν ήταν απορίας άξιον που κανείς δεν νοιαζόταν για μας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 263
Η μητέρα μου μας επισκεπτόταν κάθε μερικές εβδομάδες και, όταν μας πρωτοείδε με τις χαχόλικες στολές μας, έμοιαζε να μην ξέρει αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα. Μας έκανε ένα σωρό ερωτήσεις - για τα μαθήματά μας, για το τι είδους φαγητό
μάς έδιναν - κι ήταν έτοιμη να κατατάξει συλλήβδην Κούρδους και Αρμένιους στους εγκληματίες. Ήθελε να μας ξαναπάρει στο σπίτι, ει δυνατόν αμέσως. Παραπονέθηκε στο λοχαγό ότι το μέρος ήταν βρόμικο και είπε ότι δεν επιθυμούσε να μας αφήσει άλλο εδώ. Καθώς φαίνεται, ο λοχαγός άνοιξε εκφραστικά τα χέρια του κι επανέλαβε τη γνωστή επωδό ότι πράγματι όλα βρίσκονταν σε κατάσταση πλήρους αποδιοργανώσεως. Έπειτα της υπενθύμισε ευγενικά πως είχε υπογράψει συμφωνητικά και πως, αν μας έπαιρνε στο σπίτι, προς μεγάλη του λύπη θα ήταν αναγκασμένος να στείλει στο κατόπι μας τη στρατονομία. Αυτό την τρόμαξε στ'
αλήθεια διότι ποτέ δεν της είχε περάσει από το μυαλό ότι τα συμφωνητικά θα στρέφονταν εναντίον της κατ' αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, για να μην υποχωρήσει ατάκτως, είπε έξω φρενών στο λοχαγό, μάλλον από θυμό παρά επειδή το εννοούσε, ότι θα χρησιμοποιούσε τις γνωριμίες της στο υπουργείο Στρατιωτικών για να μας πάρει. Ο λοχαγός, ο οποίος αναμφίβολα τα ε ίχε ξανακούσει κάτι τέτοια, δεν έδειξε να συγκινε ίται.
Επειδή η μητέρα μου ερχόταν στο σχολείο με το πρόσωπο ακάλυπτο, κάμποσα μεγαλύτερα αγόρια έλεγαν πως ήταν παρδαλή, με αποτέλεσμα να μπλεχτώ σε πάμπολλους καβγάδες.
Την παρακάλεσα να καλύπτει το πρόσωπό της και, παρότι στην αρχή αρνήθηκε αγανακτισμένη, σύντομα υποχώρησε. Μια μέρα παραπονέθηκε ότι ο Μεχμέτ κι εγώ μυρίζαμε και, την επόμενη φορά που μας επισκέφθηκε, έφερε μαζί της μοσχοσάπουνο. Αρνηθήκαμε τρομοκρατημένοι να το πάρουμε, δηλώνοντας ότι η ζωή μας ήταν ήδη αρκετά δύσκολη και χωρίς να φορτωθούμε αρωματικά σαπούνια.
Η κυρίως Σχολή Υπαξιωματικών του Κουλελί, το μεγάλο λευκό ανάκτορο που αντίκριζε τον Βόσπορο, ήταν κατειλημμένη από μεγαλύτερα αγόρια - αγόρια τα οποία τελικώς θα αποφοι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
264 /ρφάν Οργκά
τούσαν από κει για να πάνε στην ξιπασμένη Σχολή Ευελπίδων του Χαρμπιγιέ.
Μια μέρα κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι αμερικανικές δυνάμεις κατοχής θα αναλάμβαναν τη σχολή, την οποία προόριζαν για τους Αρμένιους. Διαδόθηκε επίσης ότι· θα ερχόταν κι η σειρά μας, αλλά
κανείς δεν ήξερε τι επρόκειτο ν' απογίνουμε όλοι εμείς και πιθανότατα ουδε ίς ενδιαφερόταν. Εκείνη πάνω-κάτω την εποχή είχαμε την πρώτη επαφή με την αόριστη μυστηριώδη γοητε ία του ονόματος του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος συγκέντρωνε στρατό στα βάθη της Ανατολίας και ε ίχε ήδη εγκαταστήσε ι εθνικιστική κυβέρνηση στην Άγκυρα.
Οι φήμες περί Αμερικανών και Αρμενίων αποδείχθηκαν βάσιμες κι ένα πρωί ε ίδαμε από τους κήπους μας τα μεγαλύτερα αγόρια του Κουλελί να μεταφέρουν κρεβάτια, στρώματα και θρανία στον κήπο της σχολής. Η εκκένωση άρχιζε.
Η έχθρα μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων είναι διαβόητη, κι εκείνη την ημέρα το μίσος ήταν έντονο στο γκρίζο σχολείο μας πάνω στο λόφο. Οι Αρμένιοι δεν βαστιούνταν, τόσο περήφανοι ήσαν που είχαν τύχει της αναγνωρίσεως των Αμερικανών. Κορδώνονταν και φούσκωναν σαν παγόνια, κι οι τσακωμοί ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Όταν ένα πρωί κυμάτισε στο Κουλελί η αμερικανική σημαία, οι Αρμένιοι τρελάθηκαν από χαρά κι οι Κούρδοι φρένιασαν. Το επακόλουθο ήσαν κάμποσα σπασμένα κεφάλια και ότι το ραβδί του λοχαγού δούλεψε διπλοβάρδια.
Η σειρά μας ήρθε αργότερα. Μια μέρα συναχθήκαμε στον κεντρικό προθάλαμο, ενώ οι γηραιοί επιτηρητές επιχειρούσαν να επιβάλουν τάξη και αρνούνταν να απαντήσουν στις ερωτήσε ις μας. Πρέπει να μοιάζαμε μ' άγριο ασκέρι καθώς στεκόμασταν εκε ί με τις κακοραμμένες στολές μας, κουρεμένοι γουλί και κιτρινιάρηδες απ' την κακοφαγία. Μερικοί Αμερικανοί αξιωματικοί διέσχισαν την κεντρική πύλη, έχοντας μαζί τους έναν Αμερικανό ιερέα και μια ψηλή, πλακόστηθη Αμερικάνα, που φορούσε αυστηρά ματογυάλια με κοκάλινο σκελετό.
Αυτή με τρομοκράτησε πολύ περισσότερο από τους αξιωματι-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 265
κούς. Ήταν σαν δράκαινα που ήξερε πάντοτε τι ήταν καλό και τι κακό για τους άλλους. Τους κοιτάζαμε όλο προσμονή.
Πρώτα ασχολήθηκαν με τα μεγαλύτερα αγόρια. Έβγαλαν μερικά από τις γραμμές ενώ εμείς αναρωτιόμασταν αμήχανα τι μπορεί να σήμαινε αυτός ο διαχωρισμός.
Σε λίγο έφθασαν σ' εμάς, κι ένας διερμηνέας φώναξε : «Όλοι οι Αρμένιοι απ' αυτή τη μεριά! » Πολλά αγόρια έκαναν ένα βήμα μπρος, συμπεριλαμβανομένου
και του λοχία μας. Ο ιερέας - αρκούντως τρομακτικός με το μαύρο μυτερό του γένι - άρχισε να μας κάνει ερωτήσεις, μα η γυναίκα ανέλαβε τα ηνία, αποφασίζοντας προφανώς ότι δεν θα γινόταν δα καμιά ζημιά αν ξεδιάλεγε κι εκείνη καμπόσους. Μας έριξε μια ψυχρή ματιά θαρρείς κι ήμασταν όλοι τόσο ηλίθιοι που να μην ξέρουμε την εθνικότητά μας. Περιεργάστηκε επίμονα τα πρόσωπά μας κι ύστερα έστειλε μερικούς ακόμα στην πλευρά των Αρμενίων.
Όσους επέλεξε ήσαν Κούρδοι και πολύ θα ήθελα να μάθω από πού κι ως πού τους είχε βγάλει Αρμένιους. Κοίταξε κι εμένα ερευνητικά κι από κοντά, αλλά μ' άφησε στη γραμμή μου.
Σύντομα οι επιλογές ολοκληρώθηκαν κι οι Αρμένιοι οδηγήθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα έξω από τον προθάλαμο. Λύσαμε τους ζυγούς - δεν μας χρειάζονταν πια.
Σπεύσαμε όλο ανυπομονησία στον κήπο για να κοιτάξουμε από τα παράθυρα της αίθουσας, όπου καιροφυλακτούσαν οι Αρμένιοι. Μας έγνεφαν ευτυχισμένοι, γιουχάροντας και φωνάζοντας χυδαιότητες. Εμείς, για να μη μείνουμε πίσω, τους πληρώναμε με το ίδιο νόμισμα. Απειλούσαμε να τους τρίψουμε τα μούτρα ενώ οι γηραιοί επιτηρητές μάς εκλιπαρούσαν συνεχώς να κάνουμε λιγότερη φασαρία.
Ξάφνου μέσα σ' όλη αυτή τη βουή άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Αναγνώρισα τη φωνή του αδελφού μου, αλλά, μολονότι κοίταξα παντού, δεν κατάφερα να τον εντοπίσω. Η παραπονιάρικη φωνή του με φώναζε, με φώναζε αδιάκοπα. Μου κόπηκαν τα ήπατα κι άνοιξα δρόμο με σπρωξιές ως τις πρώτες γραμμές του συρφετού λέγοντάς του με κλάματα ότι πλησίαζα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
266 Ιρφάν Οργκά
Τον είδα σ' ένα από τα παράθυρα όπου βρίσκονταν μαζεμένοι οι Αρμένιοι. Όρμησα προς το μέρος του, τεντώθηκα κι άρπαξα το χεράκι του.
Η φωνή του ηχούσε υστερική καθώς έλεγε: «Με παίρνουν με τους Αρμένιους !» Δεν ήξερα τι να κάνω, αλλά έσφιγγα τα κρύα του χέρια ως τη
στιγμή που ένας μεγαλόσωμος Αρμένιος χώθηκε ανάμεσά μας, υποχρεώνοντάς μας ν' αφήσουμε τα χέρια μας. Έτρεξα σ' έναν επόπτη λέγοντάς του τι είχε συμβεί, αλλά η βραδύτητα κι η αναποφασιστικότητά του μ' εξαγρίωσαν. Τον έσυρα στους Αμερικανούς αξιωματικούς για να τους εξηγήσει. Ο διερμηνέας μάς έσπρωξε παράμερα απαιτώντας να μάθει πώς είχαμε το θράσος να ενοχλήσουμε τους αφέντες Αμερικανούς.
Δεν άκουγε τι του έλεγα και πρόσεξα ότι οι Αρμένιοι είχαν σχηματίσει μακρές σειρές και κατευθύνονταν με στρατιωτικό βήμα έξω από τη σχολή. Παράτησα το γηραλέο επιτηρητή και τους σαστισμένους Αμερικανούς αξιωματικούς κι έτρεξα στις ελαύνουσες, περιχαρείς γραμμές γυρεύοντας τον Μεχμέτ. Έψαχνα πυρετωδώς, με την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει, και, όταν τον βρήκα, έπεσα πάνω του και τον κρατούσα σφιχτά. Κάποιος προσπάθησε να μας χωρίσει και είπα:
«Αφήστε μας ήσυχους. Είναι ο αδελφός μου. Είμαστε Τούρκοι και τον λένε Μεχμέτ».
Ένας Αρμένιος κάγχασε. «Κι εμένα Μεχμέτ με λένε, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει τίπο
τα». Τράβηξα τον Μεχμέτ έξω απ' τη γραμμή, αλλά ο διερμηνέας,
που είχε έρθει να δε ι προς τι όλη αυτή η αναστάτωση, τον ξαναέσπρωξε στη θέση του. Τον κλότσησα λυσσασμένα στο καλάμι.
«Βρομοαρμένιε !» είπα. «Μου παίρνεις τον αδελφό μου. Είναι Τούρκος !»
Εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει ο ι Αμερικανοί αξιωματικοί με τη γυναίκα και τον ιερέα κι η γυναίκα ρώτησε τι έτρεχε. Προφανώς ο διερμηνέας είπε πως δεν συνέβαινε τίποτα κι έκανε έναν τεμενά κοντεύοντας να διπλωθεί σαν σουγιάς στην προσπάθειά
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 267
του να την ευαρεστήσει. Τον ξανακλότσησα και μ' άρπαξε ένας αξιωματικός. Τον γρονθοκόπησα αδύναμα στο στήθος, εκθέτοντας με λυγμούς την όλη ιστορία στα τουρκικά, τα οποία δεν καταλάβαινε. Ως στερνή απελπισμένη απόπειρα να τον κάνω να καταλάβει, τίναξα το κεφάλι, δείχνοντας το τρομοκρατημένο αδελφάκι μου, και είπα:
«Τούρκος ! Τούρκος!» κι ύστερα, καθώς εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει, ανέτρεξα στα περασμένα για να ανασύρω τα λίγα γαλλικά που είχα κάποτε μάθει. «Il est mon frere»,' είπα κι επιτέλους κατάλαβε κι άφησε τον Μεχμέτ να έρθει προς το μέρος μου.
Η γυναίκα παρενέβη λέγοντας κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω. Μου ' ρχόταν να σκοτώσω αυτή την ενάρετη ηλίθια με το σκληρό, παγερό πρόσωπο.
«Cochon Americaine!»,'* ε ίπα με απόγνωση και μου άστραψε μια κατραπακιά στ' αυτί μάλλον από θλίψη παρά από θυμό ενώ η όψη της υπονοούσε ότι μονάχα ένας μουσουλμάνος, ένας εκτός χριστιανοσύνης, μπορούσε να πει κάτι τέτοιο. Μόνο ένας Τούρκος -υπαινισσόταν το πρόσωπό της - μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την έκφραση.
Όταν έφυγαν οι Αρμένιοι από το σχολείο, ησυχάσαμε κάπως και μόνο οι Κούρδοι ε ίχαν το ζωνάρι τους λυμένο για καβγά.
Οι Τούρκοι μαθητές ήμασταν ακόμα μετρημένοι στα δάχτυλα, αλλά σύντομα οι Κούρδοι βαρέθηκαν να τα βάζουν με τέτοια παθητικά στοιχεία σαν εμάς κι άρχισαν να πηγαίνουν σκαστοί
στο έσχατο σημείο των κήπων, απ' όπου μπορούσαν να σφεντονίζουν πέτρες από το λόφο προς το χαμηλότερο κήπο του Κουλελί, όπου σεργιάνιζαν οι Αρμένιοι.
Τους βλέπαμε με τις κομψές, εφαρμοστές αμερικανικές στολές τους κι ακούγαμε το κουδούνι που τους καλούσε στα μαθήματα. Εμείς ακόμα ρεμπελεύαμε - αδίδακτοι, απειθάρχητοι και πιο αρειμάνιοι από κάθε άλλη φορά.
' « Αδελφός μου είναι !» (Σ.τ.Μ.) "«Γουρούνι Αμερικάνα!» (Σ.τ.Μ.)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
268 /ρφάν Οργκά
Μια μέρα εντούτοις ο τραυλός λοχαγός αντικαταστάθηκε από
νέο διοικητή. Σύντομα ήρθαν στη σχολή κι άλλοι αξιωματικοί και η απείθε ια άρχισε ν' ανήκει πλέον στο παρελθόν.
Οι Κούρδοι, οι Αλβανοί και οι ευέξαπτοι Άραβες μεταφέρθηκαν εκτός Κουλελί και πολλοί από εμάς διερωτώμεθα πού να ε ίχαν πάει. Ίσως να κατέκλυσαν κατά πολεμοχαρή κύματα τους δρόμους της Ισταμπούλ, πλαγιάζοντας πεινασμένοι κάτω από την απρόσωπη Γέφυρα του Γαλατά. Κανείς μας δεν έμαθε ποτέ.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 9
Μεγαλώνοντας μ ε δυσχέρειες
Γ ΙΑ Μ Ι Α ΑΚΟΜΑ ΦΟΡΑ οι δυνάμεις κατοχής επενέβησαν για να αναστατώσουν τις ζωές μας όταν ένα πρωί μάς διέταξαν να εγκαταλε ίψουμε το σχολείο μας στο λόφο εντός σαράντα οκτώ ωρών.
Ο διοικητής ανακοίνωσε την ε ίδηση σκυθρωπός κι αποκαρδιωμένος. Μας έδωσε εντολή να βοηθήσουμε τους νεαρούς διδάσκοντες αξιωματικούς να βγά�oυν όλη την επίπλωση στον κήπο, απομακρύνθηκε σέρνοντας τα βήματά του κι έφυγε για την Ισταμπούλ προκειμένου να ξεδιαλύνει την υπόθεση με τις αρχές.
Νυχτωθήκαμε δουλεύοντας εκείνη τη μακρόσυρτη καλοκαιριάτικη μέρα. Η ζέστη ήταν αφόρητη κι εμείς παραπαίαμε κουβαλώντας τραπέζια, καρέκλες, κουκέτες και στρώματα. Κάναμε ένα διάλειμμα νωρίς τ' απόγευμα, για να φάμε βιαστικά, κι ύστερα συνεχίσαμε να δουλεύουμε ως αργά το βράδυ με λάμπες πετρελαίου, οι οποίες έφεγγαν κρεμασμένες σε μερικά δέντρα. Κάποια στιγμή με σταμάτησε ένας αξιωματικός ενώ παραπατούσα κάτω από το βάρος ενός κρεβατιού. Με πρόσταξε να βρω ένα μέρος να ξεκουραστώ κι έτσι έσυρα ένα στρώμα από τον πάτο ενός σωρού κι αναζήτησα τον αδελφό μου. Τον βρήκα ήδη μισοκοιμισμένο στο σκληρό έδαφος κάτω από ένα δέντρο. Όταν τον φώναξα, κουλουριάστηκε υπάκουα στο στρώμα κι αποκοιμήθηκε στη στιγμή. Το επόμενο πρωί πονούσε η πλάτη μου και ζήτησα από τον Μεχμέτ να ρίξει μια ματιά.
Βρήκε ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι κατά μήκος της πλάτης, ενώ
η φανέλα μου είχε κολλήσει στο ξεραμένο αίμα γιατί μάλλον είχα πληγωθεί καθώς έσερνα κρεβάτια στον κήπο.
Ο Μεχμέτ μού έπλυνε την πληγή σ' ένα αποχωρητήριο, αλλά
πονούσα τόσο πολύ ώστε μου ήταν σχεδόν αδύνατον να περπατήσω στητός.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
270 Ιρφάν Οργκά
Εκείνη την ημέρα δεν είχαμε τι να κάνουμε αφού το σχολείο είχε πια απογυμνωθεί κι όλα τα έπιπλα κείτονταν έξω στον κήπο. Ο Μεχμέτ κι εγώ πήγαμε και καθήσαμε σ' ένα χαμηλό τοιχάκι που αντίκριζε τον Βόσπορο. Είχε πολλή ησυχία εδώ κάτω, σε τούτη τη μεριά του κήπου. Η πλάτη μου πονούσε ακόμα κι έτσι έβγαλα τη χλαίνη και τη φανέλα και ξάπλωσα μπρούμυτα στο γρασίδι αγναντεύοντας τη θάλασσα κι εκθέτοντας την πλάτη μου στις ευεργετικές αχτίδες του λαμπερού ήλιου. Ατένιζα το γαλανό Βόσπορο και τα καραβάκια που περνούσαν κι οι σκέψεις μου ταξίδευαν μαζί
τους και συνέχιζαν να προπορεύονται των μεγάλων βαποριών που σάλπαραν για άγνωστους τόπους. Ξέχασα την πλάτη μου κι ότι βρισκόμουν εδώ, στους κήπους της σχολής, και συλλογιζόμουν τις πάμπολλες ε ικόνες ξένων χωρών που ε ίχα δει, με μαυριδερές φυλές που μιλούσαν ακατάληπτες γλώσσες. Φαντάστηκα σωματώδε ις, μελαψούς φορτοεκφορτωτές να ξεφορτώνουν βαπόρια σ' ένα λιμάνι που δεν θα έβλεπα ποτέ, οσφράνθηκα τη λεπτή, αρωματική μυρωδιά μπαχαρικών και τη θερμή ευωδιά μπανάνας και σφίχτηκε το στομάχι μου απ' την πε ίνα κι η καρδιά μου από νοσταλγία για κάτι που ούτ' εγώ δεν ήξερα τι ήταν.
Ο Μεχμέτ, ο οποίος κοιτούσε υπναλέα τη θάλασσα, είπε ευχαριστημένος:
«Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ναυτικός». «Μα νόμιζα πως ήθελες να γίνεις γιατρός», του αποκρίθηκα.
Αμφιταλαντεύτηκε για λίγο, προσπαθώντας να συμβιβάσει και τα δυο, κι ύστερα ε ίπε θριαμβευτικά:
«Ναι, αλλά μπορώ να γίνω γιατρός σε βαπόρι». Και όλως παραδόξως ακολούθησε πιστά την απόφασή του. Εγώ προχωρούσα στη ζωή σκοντάφτοντας, χωρίς ποτέ να γνω-
ρίζω τι ήθελα πραγματικά, συναισθανόμενος απλώς πως ήταν πάντοτε δυσπρόσιτο κι ας βρισκόταν στα δυο βήματα.
Μου διαφεύγει πόσων ακριβώς ετών ήμουν όταν διαπίστωσα ότι ουδέποτε θα γινόμουν καλός αξιωματικός, αλλά πάντως συνέβη κάπου στη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας.
Ο Μεχμέτ κι εγώ μείναμε ξαπλωμένοι στο λιοπερίχυτο χορτάρι όλο εκείνο το πρωί και, όταν τελικά σήμανε η σάλπιγγα για μεση-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 271
μεριανό, βρήκαμε την τραπεζαρία μας εγκατεστημένη κάτω από
τα σκιερά δέντρα. Όσο τρώγαμε, ζουζούνιζαν τριγύρω μας σφήκες και μέλισσες και κάμποσες φορές έπεσαν ψαλίδες μες στα πιάτα μας. Οι αξιωματικοί έδειχναν κουρασμένοι κι αποθαρρημένοι, με τους ώμους σκυφτούς κάτω από τις πολυφορεμένες στολές τους και, όταν αποφάγαμε, το μόνο που είχε να κάνει κανείς ήταν να περιμένει. Το σχολείο εκτεινόταν άδε ιο κάτω απ' τον απογευματινό ήλιο.
Το ίδιο απόγευμα ο διοικητής επέστρεψε από την Ισταμπούλ
κομίζοντας την ευχάριστη είδηση ότι τελικά θα παραμέναμε στο σχολείο, άρα όλα τα πράγματα έπρεπε να μεταφερθούν πάλι μέσα.
Εκείνες τις καλοκαιρινές ημέρες του 1920 πλανιόταν παντού το οικείο πλέον όνομα του Μουσταφά Κεμάλ. Είχε αναδειχθεί σε εθνικό μας ήρωα και η αίγλη του αυξήθηκε όταν μάθαμε ότι τον είχε επικηρύξει ο σουλτάνος.
Δυσκολευόμουν με τα μαθήματα. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ αφού μπορούσα να χαζεύω το λαμπύρισμα της γαλαζωπής αχλύος στο γρασίδι ή τους ίσκιους να γλιστρούν κάτω από τα δέντρα καθώς ο ήλιος μετατοπιζόταν στον ουρανό. Κάποιος δάσκαλος πρόφερε ξάφνου τ' όνομά μου κι εγώ διέκοπτα την εκστατική ενατένιση του κήπου για να σηκωθώ παραζαλισμένος και διερωτώμενος τι να με είχαν ρωτήσει άραγε.
Έπρεπε να διαβάζουμε κάθε πρωί εδάφια του Κορανίου και, όπως αυτό ήταν το πρώτο μάθημα της μέρας, συνήθως ξεκινούσαμε όλοι καλοδιάθετοι. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν ν'
ακούμε, αλλά αργότερα ο δάσκαλός μας αποφάσισε να μας διδάξει θρησκευτική μουσική, γεγονός το οποίο μας τρόμαξε αρκούντως διότι η ιδέα τού να σηκώνεται κανείς όρθιος ενώπιον κοινού
και να ψάλλει μονάχος υπερέβαινε τις δυνάμεις μας. Ο ιμάμης που μας δίδασκε θρησκευτικά ήταν τετράπαχος, με
μακριά, φουντωτή γενειάδα, πράσινο σαρίκι κι ένα φαρδύ μαύρο αντερί, το οποίο σχεδόν σερνόταν στο πάτωμα. Του είχαμε κολλήσει το παρατσούκλι γιεσίλ σαρικλί (<<αυτός με το πράσινο σαρίκι»)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
272 Ιρφάν Οργκά
και, παρότι τον αντιπαθούσαμε βαθύτατα, ήμασταν ταυτόχρονα πολύ περήφανοι για λογαριασμό του επειδή όποιος ιμάμης επιτρέπεται να φορά πράσινο σαρίκι υποτίθεται πως κατάγεται απευθείας από τον Μωάμεθ. Τον αντιπαθούσαμε επε ιδή ήταν ηδυπαθής και φιλήδονος. Φώναζε κάποιο μαθητή στην έδρα, του τσιμπούσε το μάγουλο ή τα χείλη με το δε ίκτη και τον αντίχε ιρα κι έπειτα έφερνε τα δάχτυλα στη σουβλερή του μύτη και οσφραινόταν εκστατικά ό,τι μυρωδιά αναδίναμε . Τις περισσότερες φορές είχαν ξεμείνει ίχνη από πιλάφι, πατάτες ή φρούτα στις άκρες του στόματός μας οπότε κουνούσε τσαχπίνικα τη γενειάδα του κι έλεγε :
«Κάποιο άτακτο αγόρι δεν έπλυνε το στόμα του μετά το φαγητό! » Είχε φωνή φαλτσέτο, ψιλή σαν γυναικεία, και τον κάναμε ό,τι θέλαμε γιατί δεν ήταν υπέρμαχος της πειθαρχίας και ουδέποτε εξέφραζε παράπονα για μας.
Ο Μεχμέτ κι εγώ πηγαίναμε στο σπίτι κάθε βδομάδα. Απολαμβάνα με αυτές τις εξορμήσεις στον έξω κόσμο και νιώθαμε πολύ
σπουδαίοι στο πλοίο με τις περίφημες πράσινες στολές μας. Εισβάλλαμε στο σπιτάκι του Βαγιαζήτ διαταράσσοντας την ησυχία του με τις αγριοφωνάρες μας και την ανελλιπή συνήθε ιά μας να κάνουμε τη Μουαζέζ να βάζε ι τα κλάματα μετά το πρώτο πεντάλεπτο.
Η μητέρα μου είχε πειστεί επιτέλους να μετατρέψει την κάτω κάμαρη σε δωμάτιο εργασίας και η γιαγιά μου είχε καταλάβει πλέον το δωμάτιο που μοιραζόμουν παλιότερα με τον Μεχμέτ. Κατά συνέπε ια, όταν είχαμε έξοδο, κοιμόμασταν σε ράντζα, διατρέχοντας μονίμως τον κίνδυνο να τρυπηθούμε σε καίρια σημεία απ' τις βελόνες που τόσο απερίσκεπτα βρίσκονταν σκορπισμένες εδώ κι εκε ί. Ήταν συνηθισμένο ν' ανακαλύπτουμε βελόνες στο κρεβάτι μας ή να πατάμε καμιά ξυπόλητοι, είτε πουρνό-πουρνό
είτε προτού πέσουμε για ύπνο. Το πρωί της Παρασκευής, της μουσουλμανικής Κυριακής εκεί
νου του καιρού, μας έβρισκε να σηκωνόμαστε μαχμουρλίδικα απ'
το κρεβάτι και να απολαμβάνουμε τη χαλαρή ατμόσφαιρα του Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτι] του Βοσπόρου 273
σπιτιού. Μολαταύτα προς το απόγευμα θέλαμε κιόλας να επιστρέψουμε στο ανδροπρεπέστερο περιβάλλον του Κουλελί, ν' ανταμώσουμε τους φίλους μας στο πλοίο και να περπατήσουμε μαζί τους στο σκονισμένο παραλιακό δρόμο προς τη σχολή.
Έμαθα πώς να ε ίμαι στρατιώτης. Εγώ κι όλοι οι της γενιάς μου το μάθαμε με σκληρές τακτικές, εκπαιδευμένοι αυστηρά από εμπειροπόλεμους, ανυπόμονους και συχνά ωμούς αξιωματικούς. Μάθαμε πώς να στεκόμαστε ώρα ορθοί δίχως να συσπάται ούτ' ένας μυς του προσώπου μας ή να πεταρίζουν τα βλέφαρά μας. Μάθαμε να μην ξεφωνίζουμε, να μην αποτραβιόμαστε οσάκις κάποιος αξιωματικός μάς χαστούκιζε και βλέπαμε τον ουρανό σφοντύλι. Δέκα-έντεκα χρονών μάθαμε επίσης να καταπίνουμε τα δάκρυά
μας επειδή ο φόβος της τιμωρίας που θα επακολουθούσε ήταν συνήθως μεγαλύτερος από τον άμεσο πόνο μας. Στην αρχή οι κρουνοί δακρύων αποτελούσαν κοινό τόπο ώσπου μάθαμε να τα συγκρατούμε για ν' αποφύγουμε τη δημόσια περιφρόνηση.
«Δεν ντρέπεσαι να κλαις σαν γυναικούλα;» χλεύαζε δηκτικά
κάποιος αξιωματικός. Μάθαμε να πεταγόμαστε σε στάση προσοχής, μόλις ακούγαμε
το παράγγελμα, και να μην αφήνουμε τ' άκαμπτα χέρια μας να απομακρύνονται ασκόπως απ' τα πλευρά μας μάθαμε πώς ν' ανοίγουμε τις παλάμες προς τα πάνω και να δεχόμαστε το κέντρισμα της τσουχτερής βίτσας χωρίς να προδίδουμε καμιά ταραχή. Μάθαμε πώς να είμαστε καλοί στρατιώτες και, αν αργότερα πολλοί
από μας επιβάλλαμε τις ίδιες περίπου τιμωρίες στους φαντάρους που είχαμε υπό τις εντολές μας, ποιος θα μπορούσε να κατακρίνει την παντελή έλλειψη φαντασίας μας; Μας είχαν διδάξει ότι ένας καλός στρατιώτης ούτε φαντασία χρειάζεται ούτε ανθρωπιά.
Στα δεκατέσσερά μου άρχισα να εμφορούμαι από το θρησκευτικό αίσθημα. Περνούσα τόσο καιρό προσευχόμενος στα τζαμιά ώστε έμεινα πίσω στα μαθήματα και η τρέλα μου για την μπάλα πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Επιδιδόμουν ακούραστα σε καθημερινά ναμάζια. Έγινα τόσο θρήσκος, τόσο ηθικολόγος ώστε η μητέρα μου θορυβήθηκε κι αναζήτησε καινούργια πράγματα προ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
274 Ιρφάν Οργκά
κειμένου να στρέψει αλλού τα ενδιαφέροντά μου. Μην έχοντας υπάρξει ποτέ θεοσεβούμενη στη ζωή της, θεώρησε αφύσικη όλη αυτή την υπερβολική αγιοσύνη, αλλά η γιαγιά μου και ο ιμάμης του σχολείου ενθάρρυναν τη ζέση μου. Η κατευχαριστημένη γιαγιά
μου έφθασε μέχρι του σημείου να προφητέψει στους γείτονες στο Βαγιαζήτ ότι θα τερμάτιζα το βίο μου ως άγιος!
Μα η πολλή θρησκεία άρχισε να προσβάλλει τα νεύρα και την υγεία μου γιατί σηκωνόμουν αξημέρωτα για να προσευχηθώ και ξημερωνόμουν κάθε βράδυ λόγω των νυχτερινών δεήσεων. Χλόμιασα, έγινα σαν οδοντογλυφίδα από την αδυναμία, αλλά εξακολουθούσα να προσεύχομαι με θέρμη και δεν χουζούρευα πια στο κρεβάτι όταν είχα έξοδο. Πήγαινα στο τζαμί του Βαγιαζήτ και, όταν σήμερα το βλέπω να ορθώνεται στη μέση των ήσυχων κήπων του, αναθυμούμαι εκείνο το φανατικό παιδί που είχε δρασκελίσει άπρεπα τις πύλες του, αδημονώντας να πέσει στο έδαφος και να επικοινωνήσει με τον Θεό του. Μερικές φορές με θάμπωνε ο σουλτάνος Μετζίτ, όταν παρευρισκόταν στο Βαγιαζήτ για να προσευχηθεί. Κοιτούσα σαγηνευμένος το λεπτό ωραίο γέρικο πρόσωπό του, τη φουντωτή λευκή γενειάδα και το κόκκινο φέσι, που έδινε λίγο χρώμα στα πένθιμα μαύρα του ενδύματα. Η μπάντα παιάνιζε δυνατά, οι στρατιώτες παρήλαυναν, ο σουλτάνος Μετζίτ έκλινε το κεφάλι μέσα από την άμαξά του - πρώτα από δω, ύστερα από κει - και βραχνές επευφημίες έσκιζαν τον αέρα. Στα χείλη του γηραιού σουλτάνου άνθιζε ένα πλατύτερο μειδίαμα ευαρέσκειας κι έφερνε με χάρη το χέρι στο πορφυρό του φέσι.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Η νεαρή δημοκρατία
Α ΠΟΤΕΛΟΎΣΕ ΛΑϊΚΗ ΔΟΞΑΣΙΑ μεταξύ των μουσουλμάνων της Ισταμπούλ ότι, αν προσεύχονταν στο ίδιο τέμενος και την ίδια ώρα με το σουλτάνο τους, ο Θεός θα εισάκουε προσεκτικότερα τις ικεσίες τους. Κατά συνέπεια έμπλεα θαυμασμού και εις αναζήτησιν του παραδείσου πλήθη ακολουθούσαν παντού τον Ίσκιο του Θεού -όπως aπoκαλoύσαν τον παντισάχ. Θυμούμαι ότι ένα πρωί σελαμλικιού ήταν τέτοια η κοσμοσυρροή στο Τζαμί του Βαγιαζήτ ώστε το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μείνω καταστριμωγμένος και μισοσκυμμένος, απειλούμενος από κινήσεις χεριών και ποδαριών ολόγυρά μου. Όταν άρχισαν οι προσευχές, βρέθηκα σε ακόμα μεγαλύτερο αδιέξοδο διότι τα πόδια του μπροστινού μου, ενός χαμάλη, έζεχναν και, όταν aποπειράθηκα να προσκυνήσω, σπρωγμένος μπροστά και προς τα κάτω aπό την πίεση των παραπίσω, κόντεψα να πάθω ασφυξία aπ' την μπόχα της απλυσιάς και του ιδρώτα τόσο επικίνδυνα κοντά στη μύτη μου. Ορκίζομαι ότι επρόκειτο για δυσωδία ικανή να ξεκάνει ακόμα και τους αρουραίους που κυνηγιούνταν στις τουαλέτες του τζαμιού. Αλλά ο φόβος του Θεού με κράτησε ασάλευτο στη θέση μου, κατέπνιξα τη σιχασιά
μου και σε λίγο το έσκασα aπό το τζαμί για να πλύνω τα χέρια και το πρόσωπό μου στις γούρνες των κήπων. Εισέπνευσα το καθαρό, γλυκό αεράκι τόσο αχόρταγα όπως κάποιος που έχει μόλις διασωθεί από αναθυμιάσεις ορυχείου.
Εκείνη την εποχή τα σχολεία είχαν αργία κατά το Ραμαζάνι και πηγαίναμε με άδεια στα σπίτια μας. Πριν είκοσι επτά χρόνια, πρώτη φορά και ίσως τελευταία, οι δρόμοι ήσαν τόσο κατάμεστοι στη διάρκεια του Ραμαζανιού. Δεν είχαν ξεχυθεί στους δρόμους μόνο όσοι μουσουλμάνοι νήστευαν, αλλά κι όλοι οι Εγγλέζοι, οι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
276 Ιρφάν Οργκά
Γάλλοι κι οι Αμερικανοί στρατιώτες για να δουν τις τελετές. Και την τελευταία νύχτα του Ραμαζανιού του έτους για το οποίο γράφω η πλατε ία του Βαγιαζήτ και το τζαμί της έμειναν αξέχαστα σε όσους τα είδαν.
Στους ψηλόλιγνους μιναρέδες του τζαμιού περιελίσσονταν αστραφτερά ηλεκτρικά κεριά κι ανάμεσά τους, με το λαμπερό τους περίγραμμα να διαγράφεται στο σκοτεινό ουρανό, απλώνονταν ηλεκτροφώτιστα γράμματα σχηματίζοντας τις λέξεις ΕΛΒΕΝΤΑ, ΡΑ
ΜΑΖΑΝ! (ΑΝΤΙΟ, ΡΑΜΑΖΑΝΙ ! ) Η νοσταλγία της φράσης και η επίδραση τόσης νυχτερινής ομορφιάς έζωναν την καρδιά με παράξενη μελαγχολία παρότι αφορούσαν μια ευτυχή περίσταση. Στους δύο μιναρέδες βρισκόταν από ένας μουεζίνης, κι οι μελωδικές, ωραίες φωνές τους καλούσαν ζωηρά τον κόσμο να προσευχηθε ί
ενώ η πλατεία κι οι κήποι του τζαμιού έσφυζαν από ανθρώπους οι οποίοι άκουγαν σιωπηλοί - σαν στρατός νεκρών. Ψηλά πάνω τους λικνίζονταν οι μουεζίνηδες και μονάχα οι φωνές τους αντηχούσαν σ' εκε ίνη την απέραντη σιγαλιά.
Προωθήθηκα για να μπω στο τζαμί, αλλά με μεγάλη προσοχή γιατί αισθανόταν κανείς αλλόκοτα ένοχος να μετακινείται σ' αυτή την ανθρωποθάλασσα της νεκρικής σιγής. Φως καταύγαζε το εσωτερικό του τζαμιού' φως χυνόταν από τους μεγάλους πολυελαίους του θολωτού κουμπέ και, όπως τα κρύσταλλά τους αλαφροσάλευαν, τύλιγαν και τον κουμπέ σε στραφταλιστό φως. Τεράστια πολύκλωνα καντηλέρια στους τοίχους έριχναν παντού εκτυφλωτική λάμψη. Πολλοί μουεζίνηδες διάβαζαν κι εδώ το Κοράνι ενώ οι πιστοί προσκυνούσαν και κινούνταν όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος και στηθοκοπιούνταν. Θυμούμαι πως εκείνη τη νύχτα η μεγαλοπρέπε ια, η λαμπρότητα κι η επιβλητικότητα με είχαν συνταράξει κάνοντας όλες μου τις αισθήσεις να πάλλονται.
Μια μέρα οι Αρμένιοι εγκατέλειψαν το Κουλελί' η αμερικανική σημαία υπεστάλη και στον ιστό υψώθηκε η κόκκινη τουρκική.
Εμείς οι αρχαιότεροι αφήσαμε το γκρίζο παλαιό κτίριο στο λόφο' μετακομίσαμε στο λευκό ανάκτορο το οποίο ατένιζε τον Βόσπορο κι η χαρά μας ήταν μεγάλη που είχαμε επιτέλους βρεθεί εκεί.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 277
Τα δωμάτια του Κουλελί ήσαν aπλόχωρα και φωτεινά, και ως ευχάριστη αλλαγή μετά τις λάμπες πετρελαίου είχαμε δική μας παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Οι αίθουσες διδασκαλίας βρίσκονταν στο ισόγειο, με θέα το σκονισμένο σιωπηλό δρόμο κι είχαμε ησυχία όλη την ημέρα αφού κανείς δεν ερχόταν στο Κουλελί εκτός από
τους μαθητές ή τους αξιωματικούς που ήσαν εγκατεστημένοι εκεί. Στο υπόγειο υπήρχε ένα τζαμί, και το πρώτο μας απόγευμα στη
σχολή οδηγηθήκαμε σύσσωμοι για τις ευχαριστήριες δεήσεις. Θέλαμε δεν θέλαμε, τη θρησκεία ήμασταν υποχρεωμένοι να την υποστούμε. Αν και είχα χάσει ένα μέρος aπό τη ζέση της πρώιμης εφηβείας μου, δεν χρειαζόταν να με εξαναγκάσουν. Ωστόσο πολλά μεγαλύτερα αγόρια θεωρούσαν προσβλητική την ανάμιξη των αξιωματικών, ιδίως άμα χρησιμοποιούσαν χοντρές βέργες ως προσφορότερο μέσο πειθαναγκασμού. Εκείνη την εποχή στην Τουρκία, όπου η θρησκεία συνιστούσε πανεθνικό θεσμό - αναλλοίωτη συνήθεια αιώνων - , οι κήποι του Κουλελί ήσαν γεμάτοι βαρύθυμα, όλο διαμαρτυρίες αγόρια τα οποία ένιβαν τα χέρια και τα πρόσωπά
τους στις κρήνες, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν στηριγμένα σε κάποιο δέντρο, προκειμένου να φορέσουν κάλτσες στα φρεσκοπλυμένα πόδια τους, έσπευδαν τελευταία στιγμή στις τουαλέτες για πιο ιδιωτικές πλύσεις κι όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι απ' το φόβο μην τυχόν καθυστερήσουν. Ο μουεζίνης άρχιζε την ανάγνωση και τότε βόγκοι γέμιζαν τον αέρα αφού αυτό σήμαινε με πάσα βεβαιότητα ότι είχαμε ήδη καθυστερήσει. Οργίλοι αξιωματικοί ήσαν παρατεταγμένοι στην πόρτα του τζαμιού με τις βέργες ανά χείρας, έτοιμοι να καμτσικίσουν τα οπίσθια των αργοπορημένων.
Όταν στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ Ατατούρκ διακήρυξε επίσημα ότι το πολίτευμα της χώρας μας ήταν πλέον δημοκρατικό, όλα άρχισαν σιγά-σιγά ν' αλλάζουν όψη. Στάλθηκαν εντολές στο Κουλελί ότι εφεξής δεν ήταν ανάγκη να επιβάλλουν στους μαθητές να μεταβαίνουν στο τζαμί. Το μάθημα των θρησκευτικών ήταν προαιρετικό. Έτσι οι βέργες εγκαταλείφθηκαν προσωρινά, και μονάχα τρεις κι ο κούκος πήγαιναν πια στο τζαμί. Αυτή τη φορά όμως επανεμφανίστηκαν για αρκετά διαφορετικό λόγο, διότι όσοι επισκεπτόμασταν το τζαμί φθάναμε συχνά αργο-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
278 /ρφάν Οργκά
πορημένοι στο μάθημα και, εκεί όπου προηγουμένως οι βέργες βίτσιζαν σταθερά τα οπίσθια απρόθυμων πιστών, τώρα εγκαινιάστηκε μια αλλοπρόσαλλη περίοδος που βίτσιζαν τα οπίσθια απρόθυμων σπουδαστών.
Ο Ατατούρκ και η κυβέρνησή του αποφάσισαν ότι θρησκεία και κράτος έπρεπε να χωριστούν και το νέο Σύνταγμα όριζε:
«Γλώσσα της Τουρκικής Δημοκρατίας είναι η τουρκική και πρωτεύουσά της η Άγκυρα».
Ενώ προηγουμένως όριζε : «Θρησκεία της Τουρκικής Δημοκρατίας είναι η μουσουλμανι
κή, γλώσσα η τουρκική και πρωτεύουσα η Άγκυρα». Η αλλαγή ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' όσο φαντάζει ίσως στα
μάτια κάποιου Ευρωπαίου. Παρότι τα τεμένη διατηρήθηκαν ως τόποι λατρείας, η θρησκεία ουσιαστικά καταργήθηκε αφού οι άνθρωποι δεν είχαν πια καιρό να προσεύχονται τις καθορισμένες πέντε φορές ημερησίως - εκτός από τους γέροντες και πιθανώς τους ασθενείς, οι οποίοι δεν είχαν υποχρεώσεις. Η πλειοψηφία των Τούρκων απλώς δεν προλάβαινε. Η δουλειά των δημοσίων υπηρεσιών δεν μπορούσε πια να περιμένει πότε θα τελείωναν τις προσευχές τους οι κρατικοί λειτουργοί. Τα θρησκευτικά καταργήθηκαν σε όλα τα σχολεία - μουσουλμανικά και χριστιανικά - και δεν επιτρεπόταν πια σε μέλη θρησκευτικών δογμάτων να εμφανίζονται στο δρόμο με την αμφίεση του θρησκευτικού τους τάγματος. '
Τώρα πια, όταν ο μουεζίνης καλούσε τους πιστούς, λίγοι άκουγαν κι ακόμα λιγότεροι ανταποκρίνονταν. Άλλαξαν και οι αργίες και τηρούσαμε τη χριστιανική Κυριακή αντί της παλαιάς μουσουλμανικής αργίας της Πέμπτης και της Παρασκευής.
Το τζαμί του Κουλελί εγκαταλείφθηκε και παραδόθηκε σε σπασμένα καθίσματα και τραπέζια που ήθελαν μερεμέτισμα.
Άλλαξε κι η στολή μας κι έγινε η γνωστή βαθυκύανη στολή των σημερινών σπουδαστών, με την κομψή κόκκινη ρίγα στις πλα"ίνές ραφές του παντελονιού. Μας έδωσαν κι ένα πηλήκιο με μια ελάχι-
·Αναφέρεται στα τάγματα των δερβίmιδων. (Σ.τ.Μ.)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 279
στη υποψία γείσου, δεδομένου ότι το φέσι είχε καταργηθεί διά
νόμου. Τις αργίες ο Μεχμέτ κι εγώ πηγαίναμε όλο περηφάνια στο
σπίτι κι η γιαγιά μου ήταν πεπεισμένη ότι σ' ολάκερη την Τουρκία πιο καλοβαλμένα αγόρια δεν υπήρχαν.
Η Μουαζέζ ήταν πια εννέα χρονών και πήγαινε σ' ένα παρθεναγωγείο στο Βαγιαζήτ. Ήταν ένα αναιδές, φαντασμένο κοριτσάκι, με μαύρες σοβαροφανείς μεταξωτές κάλτσες, που έκαναν τα μακριά της πόδια να γυαλίζουν, και φουστίτσες που ανέμιζαν ξένοιαστα. Ήταν ασύλληπτα όμορφη και, καθώς τα μαλλιά της είχαν ξανοίξει ακόμα περισσότερο με τα χρόνια, είχε γίνει σχεδόν ξανθιά. Η γιαγιά μου την παραχάιδευε όσο δεν είχε ποτέ της παραχα·ίδέψει τον Μεχμέτ κι εμένα. Ίσως να είχε μαλακώσει μεγαλώνοντας, αλλά πάντως εξακολουθούσε να είναι το ίδιο αυταρχική και συχνά-πυκνά έστηνε τρικούβερτους καβγάδες με τη μητέρα μου.
Ύστερα από κάποιο διάστημα τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι δεν παρουσίαζαν πια καμία πρωτοτυπία κι έτσι άρχισα να περνώ όλο και μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου μου στο Κουλελί. Το καλοκαίρι κολυμπούσαμε πρωινά ολόκληρα στον Βόσπορο κι ύστερα τεμπελιάζαμε στους κήπους της σχολής, ευχαριστημένοι που ήταν αργία και δεν θα είχαμε μαθήματα για δυο ολόκληρες μέρες.
Ακριβώς πριν καταργήσει ο Ατατούρκ το φέσι, είχαν εφοδιάσει τους στρατιωτικούς μ' ένα μικρό, στρογγυλό πηλήκιο μ' εκείνη την υποψία γείσου. Μας είχαν πει ότι το γείσο ήταν για να προφυλάσσει τα μάτια μας από τον ήλιο, αλλά ήταν τόσο μικρό ώστε η ιδέα ότι μπορούσε να μας προφυλάξει απ' οτιδήποτε, πόσο μάλλον από
τον ήλιο, ήταν καταγέλαστη. Προηγουμένως φορούσαμε πάντοτε ένα φέσι με υφασμένη μπροστά την τουρκική ημισέληνο κι αστέρια και τώρα καταντρεπόμασταν να μας βλέπουν μ' αυτό το νέο κάλυμμα κεφαλής, το οποίο θεωρούσαμε πως παραέμοιαζε με τα καπέλα των χριστιανών. Έτσι, όποτε τολμούσαμε, κρατούσαμε το ενοχλητικό πηλήκιο στο χέρι και φωνάζαμε «γκιαούρηδες» τα λίγα αγόρια που θάρρευαν να το φορούν.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
280 /ρφάν Οργκά
Άμα διέσχιζα το Βαγιαζήτ, όλοι οι γέροντες στους καφενέδες κι όσοι κάθονταν σε τραπεζάκια έξω κοιτούσαν το πηλήκιο με το γείσο και κουνούσαν τ' ασπρομάλλικα κεφάλια τους.
«Τι είν' αυτά;» μουρμούριζαν κατάπληκτοι. «Πού βαδίζει ετούτη η χώρα;»
Μια μέρα ο συνοικιακός κουρέας - όχι εκε ίνος του παλαιού
επεισοδίου των παιδικών μου χρόνων - με πρόφθασε στο δρόμο και με συμβούλεψε περισπούδαστα να μη βάλω ποτέ αυτό το φρικτό χριστιανικό αντικε ίμενο στο κεφάλι μου.
«Είναι καπέλο χριστιανών», με προειδοποίησε. «Έτσι και φορέσει μουσουλμάνος τέτοιο αισχρό πράγμα στο κεφάλι του, είναι βέβαιο πως ο καλός Θεός θα τον τιμωρήσει».
Όταν τον περιγέλασα, θύμωσε κι αργότερα έκανε παράπονα στη γιαγιά μου για την ανευλάβειά μου.
Το 1925 ο Ατατούρκ όρισε ότι στο εξής άπαντες στην Τουρκία ήσαν υποχρεωμένοι να φορούν το χριστιανικό καπέλο. Τι κεραμίδα έπεσε τότε και σε τι κατάσταση περιήλθαν τα νεύρα του έθνους ! Μήπως ο Ατατούρκ αστειευόταν μαζί τους; Μήπως καθόταν στο ανάκτορό του στην Άγκυρα και σκαρφιζόταν πρωτόφαντα πράγματα για να διαταράξει και ν' ανατρέψει συνήθειες αιώνων;
Οι άνδρες αρνήθηκαν αγανακτισμένοι ν' αποχωριστούν το φέσι, και το θέαμα συμπλοκών μεταξύ των υποστηρικτών της νέας τάξης πραγμάτων και των οπαδών της παλιάς αποτελούσε σύνηθες φαινόμενο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι υπέκυψαν πρώτοι στον Ατατούρκ. Αναγκάστηκαν να το κάνουν λόγω της εργασίας τους κι οι δρόμοι γέμισαν με αυτάρεσκα φορεμένες ρεπούμπλικες. Τα παιδιά τούς πετροβολούσαν, η αστυνομία συνελάμβανε όσους επέμεναν να φορούν το φέσι τους κι οι πλανόδιοι πουλητάδες πάνω στην απελπισία τους κότσαραν στα κεφάλια τους φανταχτερά χάρτινα καπέλα προσθέτοντας μια νότα ασυνήθιστης ευθυμίας στις αγορές. Και παραέξω, στην ύπαιθρο και στα χωριά, οι άνδρες έβαζαν έως και γυναικε ία καπέλα προκειμένου ν' αποφύγουν τη σύλληψη. Οι γεροντότεροι πήραν να δένουν μαντίλια στα κεφάλια τους, φορώντας το προσβλητικό χριστιανικό καπέλο από πάνω, αλλά οι χωροφύλακες ψυλλιάστηκαν το κόλπο και τους συνελάμβαναν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτι] του Βοσπόρου 281
αυθωρεί. Οι συλληφθέντες, οι οποίοι οδηγούνταν κατά μπουλούκια στα αστυνομικά τμήματα, ήσαν τόσο πολλοί ώστε δεν είχαν πού να τους βάλουν κι έτσι τ' άσπρα μαντίλια αποσπώντο βάναυσα από τις φαλάκρες, και τα αχρεία καλύμματα κεφαλής χώνονταν σφιχτά και στέρεα στα γυμνά, αμήχανα κεφάλια.
Το 1925 ε ίναι επίσης αξιομνη μόνευτο γιατί γνώρισα τη Σούνα. Ήταν δεκάξι. Βλεπόμασταν τα Σαββατοκύριακα και κρατούσαμε απολύτως κρυφές τις συναντήσεις μας από τις οικογένε ιές μας. Όταν ε ίχα αρκετό χαρτζιλίκι, πηγαίναμε στον κινηματογράφο, όπου μπορούσαμε να καθήσουμε πιασμένοι χεράκι-χεράκι στο σκοτάδι χωρίς να μπαίνουμε ποτέ στον κόπο να κοιτάξουμε εκε ί
νες τις σκιές που τρεμόπαιζαν και χοροπηδούσαν στην οθόνη. Άλλοτε ανηφορίζαμε το λόφο για το αναψυκτήριο, όπου πίναμε παγωμένες λεμονάδες με καλαμάκι. Αν δεν ε ίχα καθόλου χρήματα, σεργιανίζαμε στο Γκιουλχανέ παρκί ή ενωνόμασταν με την κοσμοπλημμύρα στη Γέφυρα του Γαλατά για να δούμε τα βαπόρια. Αυτό
μου άρεσε πολύ, αλλά η Σούνα ουδόλως ενδιαφερόταν για κάποιο απώτερο φιλοτάξιδο μέλλον και παραπονιόταν ότι τα βαπόρια ήσαν δυσώδη, θορυβώδη και της έφερναν πονοκέφαλο. Παρ' όλα αυτά ήμουν μελαγχολικά και τρυφερά ερωτευμένος μαζί της.
Καμιά φορά τα Σαββατοκύριακα εγώ και μερικοί ακόμα πηγαίναμε με τα βιβλία μας στην εξοχή ρωτώντας καθ' οδόν τίποτα αγρότες αν μπορούσαν να μας πουλήσουν αγγούρια και ντομάτες. Συνήθως μας άφηναν να πάρουμε όσα θέλαμε κι αρνούνταν να δεχθούν χρήματα. Ανεβαίναμε βαρυφορτωμένοι στην κορυφή του λόφου πάνω από το Κουλελί, ένα ήσυχο, όμορφο σημείο, όπου κυλούσε μια μικρή πηγή με παγωμένα νερά, και πλέναμε τα ζαρζαβατικά ή τα φρούτα μας προτού βρούμε ένα άνετο μέρος για να μελετήσουμε . Η ώρα περνούσε γρήγορα σ' εκείνη τη γαλήνια τοποθεσία. Όταν πεινούσαμε, τρώγαμε σαν βασιλιάδες όσα είχαμε μαζέψει, νιώθοντας γαληνεμένοι πάνω σ' αυτούς τους μοναχικούς, σιωπηλούς λόφους.
Καμιά φορά, σαν κουραζόμουν να μελετώ, ακουμπούσα στο Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
282 /ρφάν Οργκά
αγαπημένο μου έλατο κι αγνάντευα τον Βόσπορο που λαμποκοπούσε δροσερός εκεί κάτω. Θυμούμαι ότι από εκείνο το δέντρο η θέα αγκάλιαζε τον Βόσπορο ως πέρα, στη Μαύρη Θάλασσα. Το μικρό Μπεμπέκ ήταν μπροστά μου, με όλο το πρωινό, λαμπυριστό
κάλλος του. Λίγο να γύριζα το κεφάλι μου δεξιά, έβλεπα τα περίφημα τείχη στην ασιατική πλευρά. Ξαναστρέφω το βλέμμα στην Ισταμπούλ, σ' εκείνο το άλλο τείχος της, εκείνο το παλαιό τείχος που καταρρέει και που κτίστηκε το 1452 και που από το δέντρο μου έβλεπα τα μικρότερα τμήματά του - εξακόσια σαράντα εννέα μέτρα και κάτι. Υπάρχει ένας θρύλος γι' αυτά, ο οποίος λέει πως κάποτε ο σουλτάνος Μεχμέτ πλησίασε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και του ζήτησε να του παραχωρήσει ένα κομμάτι γης στην ευρωπα"ίκή πλευρά. Καθώς λέγεται, ο Κωνσταντίνος συγκατατέθηκε ορίζοντας ότι η έκταση της γης θα ήταν ίση μ' ένα μονάχα αγελαδοτόμαρο. Έτσι ο σουλτάνος Μεχμέτ πήρε ένα αγελαδοτόμαρο κι έβαλε να το κόψουν σε στενές λωρίδες. Ύστερα τις τοποθέτησε τη μία πίσω από την άλλη κι έχτισε το τείχος σύμφωνα μ' αυτή τη μέτρηση και, όσο κι αν διαμαρτυρόταν ο αυτοκράτορας, έπαιρνε πάντοτε την ίδια απάντηση - ότι η έκταση της γης ήταν όση ένα αγελαδοτόμαρο.
Πόσες φορές είχα ακούσει αυτή την ιστορία σαν ήμουν παιδί! Και κατά μήκος του Βοσπόρου, ως πέρα, πέρα μακριά στη
Μαύρη Θάλασσα, απλώνονταν ψηλά δέντρα και παλιά ξύλινα σπίτια που τόσο όμορφα ταίριαζαν με τη γραμμή του ορίζοντα. Αν από το λόφο έστρεφα το κεφάλι μου αριστερά, μπορούσα να δω το Σεράι του Ντολμά Μπαχτσέ, λευκό και ψεύτικο σαν γαμήλια τούρτα, καταμεσής στο γαλήνιο περιβάλλον του. Μικροσκοπικά τζαμιά
αντίκριζαν την άκρη της θάλασσας και, εκεί όπου τελείωναν όλα τ' αστραφτερά ανάκτορα, εκτεινόταν η Ισταμπούλ - η Ισταμπόύλ
μου, που έχει αιχμαλωτίσει για πάντα ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Φαινόταν γκρίζα από τούτο το λόφο' ο καπνός των βαποριών απλωνόταν πάνω της σαν απαλό πέπλο, οι μιναρέδες, ψηλοί και μυτεροί, έκαναν τσαλίμια στον ουρανό, κι απ' το λόφο μου έβλεπα πίσω από τα τεμένη τη Θάλασσα του Μαρμαρά σαν μια αχνή κλώστινη γραμμή.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 283
Η μελέτη γινόταν ξαφνικά δύσκολη κι επέστρεφα aπρόθυμα στα βιβλία μου προσπαθώντας να συγκεντρωθώ στις τυπωμένες λέξεις.
Προς το απόγευμα, όταν ο ήλιος μαλάκωνε, μαζεύαμε τα βιβλία μας και κατηφορίζαμε στο Αναντολού χισάρ για να παίξουμε μπάλα - γιατί μπορεί να ξεχνούσαμε να φέρουμε οτιδήποτε άλλο, αλλά την μπάλα ποτέ.
Πιο αργά, στο απαλό πράσινο σύθαμπο κι ενώ η ζεστή μέρα ήταν πια μακρινή ανάμνηση, επιστρέφαμε στο έρημο Κουλελί, όπου δεν υπήρχε κανείς για να αντιληφθεί την άφιξή μας - εκτός ίσως από τους ψαράδες στις ψαρόβαρκες, μα αυτοί μας είχαν πλέον συνηθίσει.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 1
Ένα πρωινό Μπαϊραμ ιού
κ ι ένα ταξίδι στη μ ελαγχολία
ΠΛΗΣΙ ΑΖΕ Μ ΠΑϊΡΑΜ I κι εγώ με τον Μεχμέτ σπεύσαμε στην Ισταμπούλ για τριήμερες διακοπές και με χρήματα στην τσέπη ώστε ν'
αγοράσουμε δώρα για την οικογένεια, όπως συνηθιζόταν κάθε Μπα"ίράμι. Όταν αποβιβαστήκαμε από το πλοίο στη Γέφυρα του Γαλατά, κινήσαμε γραμμή για το Καπαλή τσαρσί, την περίφημη κλε ιστή αγορά της Ισταμπούλ. Οι περισσότεροι έμποροι ήσαν Αρμένιοι κι Έλληνες, με λίγους Τούρκους διάσπαρτους ανάμεσά
τους, και δεν ξέρω ποιοι ήσαν οι μεγαλύτεροι μπαμπέσηδες - οι Έλληνες, οι Αρμένιοι ή οι Τούρκοι; Ο Μεχμέτ επέμεινε να πάμε χώρια λέγοντάς μου νευρικά ότι θ' ανταμώναμε σε συγκεκριμένο μέρος μια συγκεκριμένη ώρα. Έπειτα απομακρύνθηκε μόνος με τα χέρια χωμένα στις τσέπες και το αδιαπέραστο πρόσωπό του παράξενα όμοιο με την εικόνα του πατέρα μου έτσι όπως την είχα συγκρατήσει στο νου μου.
Ποτέ δεν του άρεσε να ψωνίζει μαζί μου. Η τακτική μου τον έκανε να πλήττει αφόρητα γιατί ήμουν ικανός να περιεργάζομαι κάτι επί ώρες έως ότου πεισθώ τελικά να το αγοράσω από κάποιον εξουθενωμένο έμπορο. Ο Μεχμέτ αγόραζε τα πάντα πολύ προσεκτικά και ουδέποτε μετάνιωνε εκ των υστέρων για κάποια αγορά
- κάτι το οποίο εμένα μου συνέβαινε συχνά. Πήγα κατά τα παλαιοπωλεία, όπου μου έκλεψε αμέσως την
καρδιά ένα παλιό σαμοβάρι, αστραφτερό και κομψό, θυμητάρι περασμένων μεγαλείων. Το αποθαύμαζα τόση ώρα ώστε ο ιδιοκτήτης εκνευρίστηκε, μην μπορώντας να καταλάβει τις προθέσεις μου, κι ήταν τόσο ανήσυχος ώστε δεν μπορούσε καν να διαλαλήσει την πραμάτεια του με το γνωστό γαλίφικο ύφος.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 285
Εντέλει αγόρασα ένα μπρούντζινο κηροπήγιο για τη γιαγιά
μου, η οποία ε ίχε πάθος με τα παλιά πράγματα και κατείχε το αντικείμενο σε βάθος και μ' έναν τρόπο που δεν ε ίχα καμιά ελπίδα να μιμηθώ. Όταν πλήρωσα όσα ζητούσε, διαπίστωσα ότι μου είχαν μείνει ελάχιστα χρήματα στην τσέπη. Ξεκουμπίστηκα από
τους όμορφους παλιούς θησαυρούς και πήγα να βρω κάτι που θα ευχαριστούσε τη μητέρα μου χωρίς ταυτόχρονα να προκαλέσει κρυφό φθόνο για το κηροπήγιο. Αναζήτησα απελπισμένα κάτι το οποίο θα πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις και στο τέλος, σε έσχατη απόγνωση, αγόρασα ένα πουγκί, το οποίο φάνταζε παράλογα μικρό σε σχέση με την τιμή του. Μολαταύτα ένιωθα ότι δεν γινόταν να κάνω παζάρια για το δώρο της μητέρας μου κι έτσι υποτάχθηκα στη μοίρα μου και το αγόρασα. Πήρα μια κόκκινη κορδέλα στην αδελφή μου, αφού κατέβασα την τιμή κατά δέκα κουρούς, διότι δεν ε ίχα κανέναν ενδοιασμό προκειμένου να παζαρέψω το δικό της δώρο. Στον Μεχμέτ αγόρασα μια χτένα που έμοιαζε γερή, δώρο το οποίο μπορεί να του ήταν άχρηστο, δεδομένου ότι ήταν κουρεμένος γουλί, αλλά πάντως η τιμή της ήταν ό,τι έπρεπε για τα χρήματα που μου είχαν μείνει στην τσέπη.
Κατευχαριστημένος από τον εαυτό μου, πήγα με το πάσο μου στο σημείο όπου είχαμε κανονίσε ι να συναντηθούμε και τον βρήκα να περιμένει. Με επέπληξε, επειδή είχα αργήσει, και δυσαρεστήθηκε τόσο ώστε δεν μου απηύθυνε λέξη σ' όλη τη διαδρομή ως το σπίτι. Προχωρούσε στητός και βλοσυρός πλάι μου, με τα πακέτα του παραμάσχαλα, και στην Πλατεία του Βαγιαζήτ με παράτησε για κάποια μυστηριώδη και άκρως απόρρητη παραγγελία. Η Πλατεία ήταν γεμάτη με αργοπορημένους αγοραστές, με άνδρες που κουβαλούσαν χαρούμενοι από μικρά δέματα μέχρι μεγάλα πακέτα αλλόκοτων σχημάτων, και με γυναίκες που βάδιζαν σοβαρές-σοβαρές με τα ψηλοτάκουνά τους περνώντας βιαστικά μπροστά απ' τους φεγγαροπρόσωπους άνδρες σχεδόν σαν να φοβούνταν μήπως δεχθούν επίθεση.
Στάθηκα στη γωνία της πλατε ίας και κοιτούσα το λεφούσι και την υπέροχη παλιά αψίδα του Πανεπιστημίου, η οποία έλαμπε φωταγωγημένη. Οι δυο πανομοιότυποι μιναρέδες του Τζαμιού του
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
286 Ιρφάν Οργκά
Βαγιαζήτ φεγγοβολούσαν κι αυτοί απ' τα ηλεκτρικά κεριά, ενώ
κάμποσοι ηλικιωμένοι πήγαιναν να δεηθούν επειδή ήταν η ώρα της προσευχής, και δεν μπορούσα παρά ν' αναπολήσω τον παλιό
καιρό και την κοσμοπλημμύρα που ανταποκρινόταν στο κάλεσμα των μουεζίνηδων.
Η ξεχασμένη, πένθιμη φωνή τους ερχόταν από παντού, μισοπνιγμένη από το μουγκρητό της κυκλοφορίας, τα κλάξον των αυτοκινήτων και τα αδιάκοπα κουδουνίσματα των αεικίνητων τραμ. Τα όπλα κρότησαν, κηρύσσοντας το τέλος της νηστείας, και μαζί με το υπόλοιπο πλήθος πήρα βιαστικά το δρόμο της επιστροφής για να γιορτάσω και να γλεντήσω στο σπίτι.
Πρόφθασα τον Μεχμέτ στη γωνία του δρόμου μας, όπου χασομερούσε περιμένοντάς με. Η Μουαζέζ βγήκε να μας προϋπαντήσει στην πόρτα του μικρού φιλόξενου σπιτιού και μας έσπρωξε στο στενό χολ, που μοσχομύριζε σαν κήπος, πλημμυρισμένο με τα λουλούδια που είχε τοποθετήσει η μητέρα μου για να υποδεχθεί το Μπα·ίράμι. Πήγαμε όλοι μαζί στην κουζίνα, όπου η μητέρα μου ζέσταινε τη σούπα, ζωσμένη με μια ποδιά για να μη λερώσει το μεταξωτό της φόρεμα.
Της φιλήσαμε τα χέρια και της δώσαμε τα δώρα μας. Φαινόταν πολύ νέα κι εύθυμη, με το πρόσωπο ξαναμμένο από τη φωτιά και μερικά μπουκλάκια που της έπεφταν στο μέτωπο. Άνοιξε το δώρο μου κι είπε πως το πουγκί ήταν πραγματικά τρισχαριτωμένο.
Η Μουαζέζ επέδειξε λιγότερη λεπτότητα. Περιεργάστηκε πικρόχολα την κορδέλα της και σχολίασε την κακή ποιότητα του μεταξιού .
«Δεν μου πάει το κόκκινο», ε ίπε δύστροπα, πετώντας χάμω τη ζωηρόχρωμη κορδέλα, ο δε Μεχμέτ, όταν είδε τη χτένα, είπε με αποστροφή:
«Τι ακριβώς υποτίθεται ότι θα κάνω με δαύτη;» Κοντολογίς κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος και ήλπιζα να έχω
μεγαλύτερη τύχη με τη γιαγιά μου. Υπολογίσαμε επακριβώς πότε τελείωσε τις προσευχές της, διότι έπαψε ν' ακούγεται ο βροντερός της βόμβος από το σαλόνι, κι έτσι ανεβήκαμε να τη δούμε. Εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν με κόπο, κι οι πρώτες της κουβέντες ήσαν:
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 287
«Μόλις τώρα προσευχήθηκα για όλους τους νεκρούς μας και ξαλάφρωσε η καρδιά μου».
Φιλήσαμε τα χέρια της και παρατήρησα ότι στο φετινό Μπα'ίράμι άστραφταν στα δάχτυλά της όλα της τα δαχτυλίδια, και το μεγάλο σμαράγδι ακτινοβολούσε στο στήθος της. Της δώσαμε τα δώρα μας και, όταν είδε το κηροπήγιο, μου είπε :
«Διαθέτεις αυτή τη σπανιότατη, έμφυτη ικανότητα να ξέρεις πώς να ευχαριστείς τους ανθρώπους».
Βάλαμε όλοι τα γέλια. Ο Μεχμέτ έδειξε τη χτένα του, η αδελφή μου εμφάνισε την απαίσια κορδέλα για τα μαλλιά, και τα μάτια της γιαγιάς μου σπίθισαν κι είπε πως μερικοί-μερικοί δεν ήσαν ποτέ ευχαριστημένοι, αλλά πάντως εκείνη ήταν ευτυχής μόνο και μόνο που ζούσε.
Έβαλε τη Μουαζέζ να στρώσει το τραπέζι, δίνοντάς της το χιονάτο δαμασκηνό μας κι ασημικά που ακτινοβολούσαν περισσότερο κι από τις αναμμένες λάμπες. Τοποθετήθηκαν κρυστάλλινα ποτήρια πάνω στο δαμασκηνό μαζί με μια καράφα κρασί και πείραξα τη γιαγιά μου λέγοντάς της ότι κανείς καλός μουσουλμάνος δεν έπινε κρασί. Κούνησε λυπημένα το κεφάλι κι είπε ότι γνώριζε άριστα πως δεν ήταν χρηστός άνθρωπος, αλλά ωστόσο ο καλός Θεός σίγουρα δεν θα της τσιγκουνευόταν ένα ποτηράκι κρασί με το δείπνο.
Κοίταξα τριγύρω στο δωμάτιο την έντονη στιλπνότητα των παλιών επίπλων, τα αμέτρητα λουλούδια που κύρτωναν από το βάρος στις σκοτεινές γωνιές, το ασημένιο βαθύ δοχείο με τα πρώιμα τριαντάφυλλα που έγερναν τρυφερά τα κεφάλια τους στη μέση του τραπεζιού και χάρηκα που περνούσα αυτό το Μπα"ίράμι στο σπίτι, περήφανος που η οικογένειά μου δεν είχε χάσει το σθένος της.
Το επόμενο πρωί έστειλαν τον Μεχμέτ κι εμένα στο τζαμί για να προσευχηθούμε. Πήγαμε στο μικρό τζαμί το οποίο επισκέπτονταν ο πατέρας κι ο παππούς μου όταν ήμασταν παιδιά, εκείνο το τζαμί
που βρισκόταν κοντά στον καμένο, μαυρισμένο σκελετό του παλιού
μας σπιτιού . Αλλά πήγαμε κι από συνήθεια επειδή η οικογένειά
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
288 Ιρφάν Οργκά
μου ήταν συνδεδεμένη με το τζαμί και πρωί Μπα'ίραμιού μάς φαινόταν αδιανόητο να πάμε σε άλλο.
Όταν τελείωσαν οι προσευχές, καθήσαμε στα σκαλιά του τζαμιού. Ο κηπάκος του ήταν γεμάτος αγριολούλουδα κι ανθρώπους, ενώ ψηλά δέντρα σκίαζαν το πλούσιο, καταπράσινο γρασίδι. Ο
ιμάμης πρόσφερε τα παραδοσιακά γλυκίσματα και λουκούμια κι ο Μεχμέτ κι εγώ χαιρετήσαμε τους γέροντες με σεβασμό.
Ένας απ' αυτούς ζύγωσε και είπε : «Είσαι ο γιος του Χουσνού;» Σαν αποκρίθηκα καταφατικά, κοίταξε τον Μεχμέτ κι εμένα κι
είδα τη θύμησή του να τρέχει πίσω στα περασμένα. «Θυμούμαι τον πατέρα σου», είπε. «Αλλά δεν του μοιάζεις.
Τούτος δω», κι άγγιξε τον Μεχμέτ, «είναι φτυστός εκείνος. Φτυστός».
Κοντοστάθηκε ένα λεπτό παλεύοντας με τις αναμνήσεις που συνωστίζονταν στο γερασμένο του μυαλό.
«ο πατέρας σου», είπε βαριά, «συνήθιζε να έρχεται σ' αυτό το τζαμί και να προσεύχεται. Τον θυμούμαι απ' όταν ήταν παιδάκι ακόμα κι ερχόταν εδώ με τον παππού σου. Α, πάει πολύς καιρός από τότε», στέναξε, «πού να τα ξέρεις εσύ αυτά». Χάιδεψε τον ώμο μου με το αδύναμο, καλοσυνάτο του χέρι. «Είσαι καλό αγόρι», είπε. «Ο Θεός μαζί σου».
Απομακρύνθηκε αργά, μονολογώντας χαμηλόφωνα, και τον φαντάστηκα νέο κι ευθυτενή, κρατώντας ίσως ένα παιδί σε κάθε χέρι, να βλέπει να πλησιάζουν το τότε αγοράκι που έμελλε να γίνει ο πατέρας μου με το νεαρό άνδρα που έμελλε να γίνει ο παππούς μου. Άκουσα καθαρά τις φωνές τους κι αισθάνθηκα το ανυπόμονο τράβηγμα του μικρού αγοριού. Συλλογίστηκα πόσο θλιβερό ε ίναι το γήρας κι αναρωτήθηκα αν αυτός ο πολύ γέρος κι όλοι οι άλλοι ηλικιωμένοι ένιωθαν την ίδια θλίψη.
Τι να σκέπτονταν όταν έβλεπαν τα μαραμένα τους μάγουλα, που κάποτε υπήρξαν λεία, τα θολά τους μάτια, που έλαμπαν κάποτε; Εύχονταν άραγε να τους αποσπάσει γρήγορα ο θάνατος από τα γερασμένα τους κορμιά, προτού προφθάσουν να υποστούν κι άλλα σκληρά γιουρούσια;
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 289
Γυρίσαμε στο σπίτι για τη γιορτή και το γλέντι, αλλά προηγουμένως έπρεπε να τηρηθεί κάποιο τελετουργικό τυπικό. Η γιαγιά μου έπρεπε να καθήσει ενώ η μητέρα μου θα πήγαινε να της φιλήσει τα χέρια ως δείγμα σεβασμού στη μεγαλύτερη ηλικία της. Η γιαγιά
μου θα ανταποκρινόταν φιλώντας τη στα μάγουλα κι έπειτα θα της ένευε να καθήσει δίπλα της. Τώρα ήταν η σειρά μου να υποβάλω τα σέβη μου στις γυναίκες της οικογενείας, έπειτα ήρθε η σειρά του Μεχμέτ και τέλος της Μουαζέζ, που ήταν η νεότερη.
Μόνο μετά το πέρας αυτής της μικρής τελετής μπορούσε ν'
αρχίσει η σοβαρή υπόθεση της ημέρας. Η Μουαζέζ πρόσφερε γλυκά στο δίσκο ο οποίος ουδέποτε είχε επιτελέσει άλλο σκοπό, η μητέρα μου σέρβιρε λικέρ για να πιούμε εις υγείαν αλλήλων και καθήσαμε όλοι λίγο άκαμπτοι εξαιτίας των καινούργιων μας ρούχων.
Αργότερα το ίδιο πρωί εμφανίστηκε στο σοκάκι ο μπεκτσή
μπαμπά. Τον συνόδευε ο άνδρας που χτυπούσε το μεγάλο τύμπανο κι ένας ακόμα, που έπαιζε ζουρνά. Ο πρώτος είχε δεμένα ολόγυρα στο τύμπανό του χαρούμενα, χρωματιστά μαντίλια, τα οποία συμβόλιζαν τα μπαξίσια που είχε πάρει ο μπεκτσή μπαμπά από τα διάφορα σπίτια της συνοικίας. Η μητέρα μου μου έδωσε ένα μικρό
μπλε μαντίλι με κομποδεμένα χρήματα στη μία άκρη του για να το δώσω με τη σειρά μου στον μπεκτσή μπαμπά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που μας είχε τόσο φροντίσει όλο εκείνο το χρόνο. Το έδεσαν στο τύμπανο μαζί με τα υπόλοιπα μαντίλια κι έπειτα η μικρή ομάδα χτύπησε στο διπλανό σπίτι ενώ το παιδομάνι έτρεχε ξοπίσω τους φωνάζοντας αισχρόλογα. Ακολούθησαν οι περίφημοι τουλουμπατζήδες της περιοχής κι έπειτα οι σκουπιδιάρηδες και δώσαμε χρήματα σε όλους. Κάτι γειτονόπουλα έπαιζαν κοντά στο σπίτι' τους ρίξαμε γλυκά με εξωτικά περιτυλίγματα και τα χαζεύαμε να σκοτώνονται ενθουσιασμένα ποιο θα τα πρωτοπιάσει.
Μετά το γεύμα κατέφθασαν γείτονες οπότε ο Μεχμέτ κι εγώ
αποφασίσαμε να πάμε τη Μουαζέζ στο Γιεσίλκιο'ί, στη θάλασσα. Το Γιεσίλκισ"ί, το πράσινο χωριό δηλαδή, είναι ένα όμορφο προάστιο της Ισταμπούλ, δημοφιλέστατο τους θερινούς μήνες.
Οι μικρές τοπικές αμαξοστοιχίες ξεχείλιζαν από κόσμο και, Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
290 /ρφάν Οργκά
παρότι η Μουαζέζ διαμαρτυρήθηκε για το στρίμωγμα, ο Μεχμέτ κι εγώ ήμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι καθώς στεκόμασταν στο διάδρομο μεταξύ σαλιάρικων μωρών που έσκουζαν και ξαναμμένων παιδιών που κολλούσαν απ' τη ζέστη.
Νοικιάσαμε μια βάρκα στο Γιεσίλκισ"ί, αλλά η Θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ταραγμένη κι η μύτη της Μουαζέζ πήρε ξάφνου ν'
ασπρίζει ώσπου τη βγάλαμε πάλι στη στεριά και σε λίγο συνήλθε. Πήραμε τον ανηφορικό δρόμο του χωριού, ήσυχο και δροσερό, με πουλιά που κελαηδούσαν πίσω από τους ψηλούς μαντρότοιχους των κήπων. Στο βάθος τους ανάμεσα σε παρτέρια ορθώνονταν τα παλιά γκρίζα σπίτια, κι οι ραβδωτές τους γρίλιες κορόιδευαν την πρώιμη ζέστη του ανοιξιάτικου φωτός. Περπατήσαμε σ' ένα φαρδύ
χαλικόστρωτο δρόμο, δεντροφυτεμένο και γαλήνιο, κι έπειτα ανεβήκαμε στο λόφο, στο αναψυκτήριο, το οποίο βρισκόταν περίπου τριάντα μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Διαλέξαμε ένα τραπέζι με θέα στην απαλή καμπύλη του Μαρμαρά, ένα τραπέζι με γυμνή, ζεστή επιφάνεια, μισοσκιασμένο από
ακακίες. Επειδή ήταν Μπα"ίράμι, η ορχήστρα έπαιζε τούρκικη μουσική και μια τραγουδίστρια τραγουδούσε λυπητερά για τη χαμένη της αγάπη. Όταν ήρθε ο σερβιτόρος, παρήγγειλα πάστες, λιγωτικά σοκολατένια γλυκά και παγωμένο καφέ με κρεμ σαντέ
που έλιωνε στο στόμα. Παρήγγειλα ασυλλόγιστα διότι η μητέρα είχε διακριτικά γλιστρήσει χρήματα στην τσέπη μου την ώρα που φεύγα με από το σπίτι.
Η Μουαζέζ με λευκό μαλακό φόρεμα κι έντονες μπλε κορδέλες πλεγμένες στα μαλλιά βρισκόταν στον έβδομο ουρανό και προσπαθούσε να παραστήσει ότι ήταν μεγαλύτερη από τα λιγοστά έντεκα χρόνια της. Βλέπω ακόμα ζωντανή μπροστά μου εκείνη την ημέρα και τη στιγμή που αντιλήφθηκα ότι η αδελφή μου ήταν όμορφη. Γιατί εκείνη την ημέρα τα μάτια της είχαν το ξετρελαμένο, παράφορο μπλε του Μαρμαρά κι η διάθεσή τους συνελάμβανε και συντονιζόταν με το κέφι γύρω της, και το νεανικό της γέλιο καμπάνιζε χαρούμενα.
Επιστρέψαμε αργά από το αναψυκτήριο, ευχαριστημένοι που μπορούσαμε να ξεκουράσουμε τ' αποκαμωμένα νεανικά μας μέλη
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 291
σ' αναπαυτικές καρέκλες. Μια ατονία, μια χλομάδα τύλιγε την αδελφή μου, η οποία βρισκόταν μεταξύ παιδικότητας και αισθησιασμού, και με κάποια έκπληξη και απορία συνειδητοποίησα ότι μεγάλωνε.
Ξανά πίσω στο Κουλελί μετά το τέλος του Μπα'ίραμιού, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας που θα αντάμωνα πάλι τους παλιούς μου φίλους. Όμως στις 4 ΜαΙου εκείνου του έτους ορισμένοι μεταφερθήκαμε στη Στρατιωτική Σχολή του Τοκάτ, στα βόρεια της Ανατολίας, όπου θα παραμέναμε για ενάμιση χρόνο, και λυπηθήκαμε βαθιά που έπρεπε να αφήσουμε το Κουλελί για τόσο μεγάλο διάστημα.
Ο Μεχμέτ πήρε άδεια να με κατευοδώσει και με αποχαιρετούσε σαν παλαβός, μικραίνοντας ολοένα καθώς το βαπόρι απομακρυνόταν απ' την ακτή . Πλεύσαμε αθόρυβα μπροστά από το Κουλελί και γύρισα να το κοιτάξω γεμάτος νοσταλγία. Φθάσαμε σύντομα στον Γαλατά και τούτη τη φορά στράφηκα να κοιτάξω την Ισταμπούλ, μυστηριακή μες στην άχνα του δειλινού, και σκέφθηκα πόσο σκληρό θα ήταν αν αποχαιρετούσα την Ισταμπούλ, την πόλη μου, που τόσο καθάρια φάνταζε κάτω απ' τον ουρανό, σαν όμορφο πετράδι στον Βόσπορο.
Διαπλέαμε τον Βόσπορο, που σκοτείνιαζε, κι εγώ κοιτούσα ακόμα τη θαμπή όψη της Ισταμπούλ. Σε λίγο ένας φίλος με τράβηξε απ' το μανίκι.
«Σταμάτα να ονειροπολείς !» γέλασε. «Έλα να φας κάτι' πήρα παραπάνω φαγώσιμα και για σένα γιατί ήξερα ότι δεν θα το θυμόσουν».
Γέλασα κι εγώ γιατί ήταν αλήθεια πως δεν το είχα θυμηθεί και δέχθηκα ευχαρίστως το ψωμί, τις μαύρες ελιές και τα σφιχτά αυγά
που μου πρόσφερε. Σε λίγο γλιστρήσαμε στην ανοιχτή Μαύρη Θάλασσα κι ο Βό
σπορος μ' όλες τις αναμνήσεις του έμεινε μακριά πίσω μας. Του απηύθυνα έναν ακόμα αποχαιρετισμό - με όση θλίψη, όση συναισθηματικότητα μπορεί να έχει κάποιος αποχαιρετισμός - λες και δεν θα ξανάβλεπα ποτέ τα γαλανά νερά του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
292 /ρφάν Οργκά
Εκείνη τη νύχτα πλαγιάσαμε στην κουβέρτα και μόνο οι μεγαλύτεροί μας είχαν το προνόμιο να μισοβολευτούν στη σχετική άνεση του κουραδόρου. Εμείς οι του καταστρώματος κουβαριαστήκαμε κάτω από τα πανωφόρια μας και προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε με το σκαμπανέβασμα του άβολου βαποριού, νιώθοντας τους σφοδρούς ανέμους που έπνεαν από τη Ρωσία, παρότι ήταν Μάιος και στο Κουλελί ήταν καλοκαίρι.
Την επαύριο φθάσαμε στο Ζονγκουλντάκ, μια βρόμικη, σκονισμένη πόλη με ανθρακωρυχεία, με μουντό και κάπως καταθλιπτικό περίγραμμα κι ένα λεπτό στρώμα καρβουνόσκονης, το οποίο κάλυπτε τα πάντα. Τα κτίσματα δίπλα στην αποβάθρα έμοιαζαν ασύλληπτα θλιβερά, όλα μες στη μουντζούρα, και μονάχα μερικά
κίτρινα σπίτια στο λόφο έσπαγαν κάπως τη μονοτονία. Εκείνα τα σπίτια φαίνονταν αλλόκοτα παράταιρα και εκτός τόπου εν μέσω όλης αυτής της μουντάδας κι έδιναν μια αίσθηση προσωρινότητας καθώς γραπώνονταν με θρασύτητα στην πλαγιά του λόφου. Υπήρχε κάτι το αφάνταστα λυπητερό στις γκρίζες στέγες που διαγράφονταν στον ορίζοντα και μας έπιανε απελπισία σαν σκεπτόμασταν πως έπρεπε να περάσουμε δώδεκα ώρες εδώ ενόσω ο καπετάνιος θα ανεφοδιαζόταν με κάρβουνο, νερό και άλλα χρειώδη.
Η επόμενη σκάλα ήταν στην Ινέμπολου. Μείναμε στη ράδα κάπου ένα μίλι από την ακτή διότι η Ινέμπολου δεν έχει λιμάνι. Στεκόταν σαν ζωγραφιά, πλαισιωμένη από καταπράσινα δέντρα και ψηλά δάση στα βουνά πίσω της. Έρχονταν προς το μέρος μας πολλές βάρκες με κουπιά' η ήπια μέρα ήταν ακίνητη και ήσυχη κι ένας λαμπρός ήλιος έλουζε τις ροδόλευκες κατοικίες της μικρής πόλης χαρίζοντάς της ενδεχομένως μια ψεύτικη ομορφιά, η οποία πάντως έμελλε να διατηρηθεί σπινθηροβόλα στη μνήμη. Οι βάρκες μάς πλησίασαν κι εμείς σκύψαμε στην κουπαστή και κοιτούσαμε.
Πρώτα κατέφθασε μια φασαριόζικη ατμοτελωνίδα με τουρκική σημαία κι ένας άνδρας πήδησε έξω και σκαρφάλωσε με εντυπωσιακη σβελτάδα στην ανεμόσκαλα του βαποριού μας. Οι υπόλοιπες βάρκες είτε μετέφεραν νέους επιβάτες είτε είχαν έρθει να παραλάβουν επιβάτες οι οποίοι ήθελαν να αποβιβαστούν. Πολλοί
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 293
βαρκάρηδες πουλούσαν ψωμί, ελιές, σφιχτά αυγά κι ανθότυρο. Οι φωνές τους ανακατεύτηκαν με τις ομιλίες και τα γέλια των επιβατών, σκορπίζοντας ευθυμία σε τούτη την ασάλευτη καλοκαιριάτικη θάλασσα, η οποία απλωνόταν ακύμαντη σαν γυαλί, ενώ από
πέρα, από το περιγιάλι, έφθαναν ως εμάς οι πρωινοί θόρυβοι της Ινέμπολου.
Μερικοί επιβάτες κατέβασαν με σκοινιά μεγάλα μαντίλια κι αγόρασαν φαγώσιμα απ' τις βάρκες. Ο πουλητής έδενε επιδέξια κόμπο το μαντίλι, ο επιβάτης το τραβούσε επάνω και τα χρήματα εκτοξεύονταν προς το χαμογελαστό βαρκάρη. Καμιά φορά ξεσπούσαν καβγάδες κι η βραχνή αγριοφωνάρα του βαρκάρη ορκιζόταν στον Αλλάχ πως η τιμή που ζητούσε ήταν χαμηλότερη απ'
όσο του είχε κοστίσει του ίδιου ό,τι τέλος πάντων αποτελούσε το αντικείμενο της προστριβής.
Αφήσαμε την Ινέμπολου υπό τις κραυγές των πουλητάδων και τα άσεμνα τραγούδια των βαρκάρηδων. Βαθμηδόν οι φωνές εξασθενούσαν και η θέα της ωραίας Ινέμπολου γινόταν ολοένα αχνότερη ώσπου σε λίγο μετατράπηκε σε μια πράσινη θολή κηλίδα μίλια μακριά μας. Επειδή δεν είχαμε βγει στη στεριά, μας έπιασαν οι λυρικές εξάρσεις για την πόλη κι αναρωτιόμασταν τι να βρισκόταν άραγε πίσω από τις ροδόλευκες προσόψεις των σπιτιών και τι ρομαντικά πράγματα να έκρυβαν οι συμβατικές πράσινες μορφές των δέντρων.
Τώρα το σκηνικό ήταν σκέτη μαγεία. Επί πολλή ώρα μετά την Ινέμπολου πλέαμε γιαλό-γιαλό, και τα μεγάλα βουνά της Ανατολίας χαμογελούσαν και συνοφρυώνονταν από πάνω μας ανάλογα με την αλλαγή θέσης του ήλιου. Τα βουνά, καλυμμένα με δασύφυλλα δέντρα, αποτελούν τα φυσικά οχυρά της Ανατολίας προς τους παρευξείνιους γείτονές μας.
Πότε-πότε βλέπαμε κάποιο παραθαλάσσιο χωριουδάκι, έναν αχταρμά χαμόσπιτων από πλίθρα, και διερωτώμεθα πώς ζούσαν εκεί, τόσο μακριά από κάθε έννοια πολιτισμού. Καμιά φορά ένα χωριό σκαρφάλωνε στις βραχώδεις βουνοπλαγιές και προσπαθούσαμε να φανταστούμε την τραχιά, πρωτόγονη ζωή των κατοίκων του. Λίγο αργότερα η ακτή καμπύλωσε και τη χάσαμε από τα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
294 /ρφάν Οργκά
μάτια μας ενώ οι γλάροι που μας ακολουθούσαν κρώζοντας μας εγκατέλειψαν και βρεθήκαμε πάλι στ' ανοιχτά.
Εκείνη τη νύχτα ο πόντος ήταν ταραγμένος και κρύος. Πολλοί έπαθαν ναυτία και το ταξίδι έγινε ένας εφιάλτης στο σκοτάδι, με το συριγμό των αφρισμένων νερών ξοπίσω μας και τη ραγδαία βροχή, η οποία ανάγκασε όσους βρίσκονταν στο κατάστρωμα ν'
αναζητήσουν κάποιο καταφύγιο. Όταν φθάσαμε στη Σαμψούντα, η βροχή είχε σταματήσει, αλ
λά ο καιρός ήταν ακόμα ψυχρός και η γκρίζα θυμωμένη θάλασσα ακόμα τρικυμισμένη κάτω από ένα μολυβένιο ουρανό.
Η Σαμψούντα είναι μεγάλη πολιτεία, η σημαντικότερη τουρκική πόλη στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, και μου θύμισε αόριστα το Καντίκιο'ί στην ασιατική πλευρά της Ισταμπούλ. Το βαπόρι μας σταμάτησε πάλι κάπου ένα μίλι από τη ράδα ενώ ατμάκατοι αγκομαχούσαν και πάλευαν με τα θεόρατα κύματα, χωρίς όμως να μπορούν να πλησιάσουν, κι ο καπετάνιος μας ούρλιαζε μ' έναν τηλεβόα λέγοντάς τους να ξανάρθουν όταν θα γαλήνευε η θάλασσα.
Πέντε ώρες περιμέναμε, παγωμένοι, ξερνώντάς και λαχταρώντας να τελειώσει αυτό το εφιαλτικό ταξίδι. Εντέλει οι ατμάκατοι κατόρθωσαν να μας πλευρίσουν κλυδωνιζόμενες σαν αθύρματα στα χέρια πελώριων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα απειλούσαν να τις καταπιούν.
Κατέβηκα από τους πρώτους την ταλαντευόμενη γλιστερή ανεμόσκαλα και πήδησα ζαλισμένος στην ατμάκατο περιμένοντας τους υπολοίπους. Τα κύματα μας πετούσαν μανιασμένα μια πάνω μια κάτω κι ο ορίζοντας παρέπαιε και κλονιζόταν και μερικές φορές τον χάναμε εντελώς. Έκανα συνεχώς εμετό.
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα σαν κούτσουρο στο στενό κρεβάτι του στρατιωτικού νοσοκομείου της Σαμψούντας και το επόμενο πρωί φύγαμε για το Τοκάτ και για το τέλος του ταξιδιού μας.
Ήρθαν να μας πάρουν λεωφορεία. Στοιβαχτήκαμε μέσα όπως-όπως και ξεκινήσαμε μ' ένα μουγκρητό, ξεσηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Βγήκαμε με τρομακτική ταχύτητα από την πόλη, με τα λεωφορεία να τραμπαλίζονται και τους οδηγούς κολλημένους
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 295
στο τιμόνι σαν φανατισμένα πληρώματα αυτοκινήτων σε αγώνες ταχύτητας.
Το απομεσήμερο φθάσαμε σ' ένα χωριουδάκι και συνωθηθήκαμε γύρω από την αντλία του για να ξεπλύνουμε τα πρόσωπά μας από τη σκόνη και να πιούμε άπληστα ένα νερό που πίκριζε. Καθήσαμε καταγής για να φάμε το ψωμοτύρι που μας είχε δώσει εκείνο το πρωί η διεύθυνση του νοσοκομείου ενώ το σκυλολόι του χωριού
μάς οσμιζόταν όλο περιέργεια, και τα ντροπαλά, σαν αγρίμια χωριατόπαιδα μαζεύτηκαν και μας κοιτούσαν με το δάχτυλο στο στόμα κι έτοιμα να το βάλουν στα πόδια με την παραμικρή μας κίνηση.
Ξεκινήσαμε πάλι, αναζωογονημένοι μετά το φαγητό και την ξεκούραση κι έτοιμοι για μία ακόμα φορά να αντιμετωπίσουμε θαρραλέα τους κινδύνους του εκκεντρικού λεωφορείου. Τρέχαμε επί ώρες παράλληλα στις όχθες ενός κρύου, καφετιού ποταμού
και δρυμοί με έλατα αναρριχώντο κάθετα δεξιά κι αριστερά μας. Κάπου-κάπου ανταμώναμε κανέναν αγελαδοβοσκό, ο οποίος οδηγούσε τις αγελάδες στο χωριό του και ο οποίος μας κοιτούσε πάντα με περιέργεια - κατσούφης, μαυριδερός και με θλιμμένο βλέμμα - , οι δε αγελάδες μουγκάνιζαν τρομαγμένες από τη φοβερή εμφάνιση του φρουμάζοντος λεωφορείου.
Το βράδυ άρχισε να απλώνεται τρυφερό και πράσινο και σε λίγο ανέτειλε το φεγγάρι πίσω από τους λόφους, σκαρφαλώνοντας σταθερά στον ουρανό, ψηλό, αργυρό κι απόμακρο. Σκιές γλίστρησαν στους ασημωμένους δρόμους, και τα δάση των ελάτων λούστηκαν στο φεγγαρόφωτο. Φθάσαμε στην Αμάσεια, αυτή την αρχαία, ιστορική πόλη, τη διάσημη για τα λαχταριστά της μήλα, που η ευωδιά τους δεν έχει ταίρι στον κόσμο όλο κι είναι κόκκινα, λαμπερά και με λεπτή γεύση. Οι μηλεώνες άρχιζαν περίπου μία ώρα έξω από την πόλη κι η σελήνη φώτιζε απαλά τους τρυφερούς κυρτωμένους μίσχους των λουλουδιών. Θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε σε μια μαγεμένη στράτα, τόσο νερα"ίδένια ήσαν όλα, τόσο εξωπραγματικά μ' αυτό τον απέραντο αφρό ρόδινης ομορφιάς. Φθάσαμε στο μεγάλο βραχώδες φρούριο κι ατενίσαμε τη λυγερή γοητεία των μιναρέδων. Σταματήσαμε κοντά στην ξύλινη γέφυρα του Γιζιλιρμάκ, ενός ποταμού ο οποίος διαρρέει την πόλη.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
296 Ιρφάν Οργκά
Πήγαμε ξανά στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου μας τάισαν και μας έδωσαν κρεβάτια, για να περάσουμε τη νύχτα, αν και η πολυπλήθειά μας κόντεψε να εξαντλήσει τα αποθέματά τους και λίγο έλειψε να εξαντλήσει και το αίσθη μα φιλοξενίας τους.
Αναχωρήσαμε από την Αμάσεια το πρωί της επομένης και οι μηλεώνες μάς συνόδευσαν λίγο ακόμα. Όταν τελείωσαν απότομα, ξαναβρεθήκαμε στην ερημιά του σκονισμένου χωματόδρομου με επίπεδα, αδιάφορα, εγκαταλελειμμένα βοσκοτόπια δεξιά κι αριστερά.
«Τοκάτ εν όψει», φώναξε ενθαρρυντικά ο οδηγός μας και, όπως βρισκόμουν πολύ κοντά σε μια τοσοδούλικη πόρτα, έσκυψα έξω κι είδα την γκρίζα πέτρα ενός οχυρού να προβάλλει πίσω από
τις κορυφές μερικών δέντρων. Διασχίσαμε ολοταχώς μια γέφυρα μ' ένα ρηχό ποτάμι από
κάτω κι άρχισαν να εμφανίζονται τα σπίτια, σπίτια μικρά μέσα σε χορταριασμένους κήπους. Ο δρόμος είχε στενέψει κι η σκόνη σηκωνόταν σύννεφο, εισβάλλοντας στο λεωφορείο και καλύπτοντάς μας μ' ένα λεπτό άσπρο στρώμα. Στρίψαμε στην κεντρική οδό, όπου μερικά σκόρπια σπίτια οροθετούσαν την αρχή της, και φανερώθηκαν κάτι μικρά μαγαζάκια. Παιδιά και σκυλιά λούφαξαν στο δρόμο κι η κόρνα μας έκανε φοβερό σαματά καθώς προσπεράσαμε τάχιστα, αδιαφορώντας για ανθρώπινες ή οποιεσδήποτε άλλες ζωές και κάνοντας τα σκυλιά να ουρλιάξουν έντρομα. Τώρα τρέχαμε σ' έναν πρόσφατα λιθοστρωμένο δρόμο κι ε ίδαμε ένα μεγάλο σκοτεινό σωρό κτισμάτων σ' ένα λόφο. Ήταν η στρατιωτική σχολή κι είχαμε επιτέλους φθάσει στον προορισμό μας. Στενάξαμε από ακαταλάγιαστη μελαγχολία κι αναπολήσαμε το Κουλελί, που αντίκριζε τον Βόσπορο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
Επιστροφή στην /σταμπούλ
Π ΕΡΑΣΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ απαίσιους μήνες στο Τοκάτ. Μ' έπνιγε μια αίσθηση απογοήτευση ς κι είχα επιθυμήσει τη θέα και τον ήχο της θάλασσας από τα φαρδιά παράθυρα του Κουλελί. Τα πετρώδη φαλακρά βουνά του Τοκάτ μού δημιουργούσαν εκνευρισμό και λαχτάρησα πολλές φορές τη χλαλοή, το μεγαλείο και τη ρυπαρή υποβλητικότητα της γερασμένης Ισταμπούλ, τη σκιά κάποιου ξαφνικού, απρόσμενου δέντρου σε μια μοναχική γωνιά της πόλης. Είχα μισήσει τη σκόνη και τη γύμνια του Τοκάτ, μου είχε λείψει η πρασινάδα των δέντρων και η δροσερή, απαλή όψη του γρασιδιού. Διψούσα για όλα αυτά, αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει πλήρως ως το πρωί που μας είπαν ότι μας έστελναν ξανά στο Κουλελί, τρεις μήνες νωρίτερα απ' ό,τι προβλεπόταν.
Εμφανίστηκαν τα γνωστά σαράβαλα για να μας μεταφέρουν στη Σαμψούντα, απ' όπου θα επιβιβαζόμασταν στο βαπόρι για την Ισταμπούλ, αλλά, κάπου τριάντα δύο χιλιόμετρα πριν φθάσουμε εκεί, έπαθαν βλάβη το ένα μετά το άλλο και η μόνη λύση ήταν να διανύσουμε την απόσταση ως τη Σαμψούντα με τα πόδια.
Ξεκινήσαμε αρκετά καλά κάτω από τον ξάστερο ουρανό. Στην αρχή περπατούσαμε γρήγορα, αλλά, όσο προχωρούσε η νύχτα, βαδίζαμε ολοένα πιο αργά. Ενώ μας απέμεναν ακόμα πολλά χιλιόμετρα, είχαμε κιόλας ξεποδαριαστεί και ξεθεωθεί κι η δίψα μάς έκαιγε τα λαρύγγια. Ήμασταν σχεδόν αποχαυνωμένοι από την κούραση κι αρχίσαμε να βλέπουμε εμπρός μας αχνά σχήματα χανιών και τζαμιών - κάτι σαν τους αντικατοπτρισμούς που βλέπουν οι ταξιδιώτες στην έρημο. Τα θολά, ακαθόριστα σχήματα βρίσκονταν μονίμως λίγο παραμπρός και δεν τα φθάναμε ποτέ. Μερικές φορές εξαφανίζονταν ολότελα κι έτσι συνεχίζαμε να οδοιπορούμε
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
298 Ιρφάν Οργκά
και να κοιμόμαστε οδοιπορώντας. Όλα τ' ανήσυχα όνειρά μας χρωματίζονταν από τη θέα καφετιών φουσκωμένων ποταμών κι ακούγαμε καθαρά το μουρμουρητό των βιαστικών, ήπιων νερών τους. Εν τω μεταξύ τα σκασμένα χείλη μας έκαιγαν σαν φωτιά και στηριζόμασταν παραζαλισμένοι ο ένας στον άλλο προσπαθώντας να ξεκλέψουμε λίγο ύπνο και δίχως να ξέρουμε καν αν βαδίζουμε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Πού και πού κάποιος φώναζε': «Η Σαμψούντα! Η Σαμψούντα!» Και τα κουρασμένα μάτια μας αλληθώριζαν, κι απ' τον καημό
μας βλέπαμε προς στιγμήν ν' απλώνεται πράγματι μπροστά μας το πρωινό περίγραμμα της Σαμψούντας κι ας ήταν ακόμα νύχτα. Μα η οφθαλμαπάτη διαλυόταν και αυτά τα οποία είχαμε εκλάβει για φώτα μετατρέπονταν στο φέγγος ζεστών, ακτινοβόλων αστεριών.
Κάποια στιγμή προσπεράσαμε το πρώτο από τα παρατημένα λεωφορεία, το οποίο κειτόταν παράμερα στο δρόμο, και φωνάξαμε στον κοιμισμένο οδηγό ρωτώντας τον πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι σπουδαστές. Μας απάντησε νυσταλέα ότι περπατούσαν κι αυτοί προς τη Σαμψούντα και φθονήσαμε το προβάδισμά τους.
«Πόσο μας μένει ακόμα;» ρωτήσαμε. Ο οδηγός αποκρίθηκε: «Άλλα δεκαέξι χιλιόμετρα». Τα πνεύματα και τα κορμιά μας βόγκηξαν ακούγοντάς το. Ανα
λογιστήκαμε το δύσκολο δρόμο που έμενε να διανύσουμε και το βαπόρι που θα μας πήγαινε στην Ισταμπούλ κι αναρωτηθήκαμε πώς στην ευχή θα βρίσκαμε ποτέ τη δύναμη να φθάσουμε εγκαίρως στο πλοίο που μας περίμενε.
«Νερό», ε ίπαμε. «Ξέρεις αν μπορούμε να βρούμε πουθενά νερό;»
Ο οδηγός, ο οποίος έτοιμος ήταν να το ξαναρίξει στον ύπνο, μας είπε ότι λίγο παρέκει, πλάι στο δρόμο, κατέβαινε απ' τα βουνά ένα ρυάκι. Η δροσιά των λόγων του μας έκανε ν' αρχίσουμε ν'
αναζητούμε παλαβωμένοι εκείνο το νερό. Προχωρήσαμε, ψάχνοντας παντού το ρυάκι που κυλούσε απ' τα βουνά, και βασανίζαμε τους εαυτούς μας λέγοντας πόσο γλυκά θα ηχούσε στ' αυτιά μας και πόσο κρύο θα ήταν στα χείλη μας. Μα δεν το βρήκαμε ποτέ
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 299
είτε επειδή ο οδηγός είχε πει ψέματα είτε επειδή τα χαζεμένα, κοιμισμένα κορμιά μας δεν μπόρεσαν να το βρουν. Και θρηνούσαμε ο ένας στον ώμο του άλλου το χαμένο μας ρυάκι λέγοντας ότι, μια γουλιά νερό να ε ίχαμε μονάχα, θα ήμασταν μια χαρά, ότι θα μπορούσαμε να πάμε ως την Ισταμπούλ με τα πόδια αρκεί να είχαμε μια σταγόνα νερό.
Την αυγή είχαμε φθάσει στα περίχωρα της Σαμψούντας. Πήγαμε στους κήπους ενός δροσερού, γκρίζου τζαμιού, όπου ανέβλυζε νερό από ένα σιντριβάνι. Είχαμε γανιάσει από τη δίψα κι οι πρησμένες γλώσσες μας μας ενοχλούσαν. Ορμήσαμε στο σιντριβάνι· το παγωμένο νερό στάλαξε στο στόμα, στο πρόσωπο και στα μαλλιά μου και μου 'ρθε λιγοθυμιά από την ανακούφιση. Ήπιαμε ώσπου να σκάσουμε, ώσπου πια το νερό κυλούσε στο πιγούνι μας και το 'χαμε χορτάσει.
Κινήσαμε παραπατώντας για τη Σαμψούντα, αυτή τη φορά γογγύζοντας για τα πληγιασμένα πόδια μας επειδή, όσο μας ταλάνιζε η επιτακτικότερη ανάγκη για νερό, δεν είχαμε καιρό να προσέξουμε ότι πονούσαν τα πόδια μας.
Το Κουλελί στεκόταν ατάραχο κάτω από το ζωγραφιστό ουρανό. Πολλοί σπουδαστές στέκονταν στα σκαλοπάτια, αλλά ήμασταν ακόμα πολύ μακριά ώστε να τους διακρίνουμε, διότι το βαπόρι μας άλλαξε ρότα στα μισά του Βοσπόρου. Τα ποντοπόρα πλοία δεν έδεναν σε τόσο ασήμαντες βαπορόσκαλες όπως του Τσεγκέλκιο"ί
κι έτσι έπρεπε να πάμε ως τις αποβάθρες του Γαλατά προκειμένου
να επιβιβαστούμε σε ένα άλλο, μικρότερο καράβι, το οποίο θα μας πήγαινε πίσω στο Κουλελί.
Χάρηκα που είδα ξανά τους παλιούς μου φίλους και τον Μεχμέτ, ο οποίος είχε έρθει να με προϋπαντήσει - ένας ψηλός, ηλιοκαμένος Μεχμέτ, που είχε ξάφνου ομορφύνει.
Πήγαμε μαζί στο σπίτι. Ήμουν ενθουσιασμένος καθώς πλη
σιάζαμε στο Βαγιαζήτ και έπειτα από ένα χρόνο απουσίας άρχισα
ν' αναγνωρίζω ολοένα καθαρότερα τα οικεία σημεία. Μετά την ξεραΙλα του Τοκάτ, μου φαινόταν ότι τα δέντρα της
Ισταμπούλ ποτέ άλλοτε δεν ήσαν τόσο πράσινα. Τα πολύχρωμα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
300 Ιρφά.ν Οργκά.
λουλούδια στους γαλήνιους, γνώριμους κήπους σχημάτιζαν κηλίδες δροσερής ομορφιάς.
Το σπιτάκι, πίσω από τους ετοιμόρροπους τοίχους του οποίου είχε βρει καταφυγή η οικογένειά μου, φάνταζε πιο μικρό από κάθε άλλη φορά και πιο μουντό απ' ό,τι το θυμόμουν, μα τα παράθυρα ήσαν ορθάνοιχτα στον καλοκαιριάτικο αέρα κι ένα μελωδικό τραγούδι γέμιζε τον αέρα. Ο Μεχμέτ κι εγώ κοιταχτήκαμε και χαμογελάσαμε εκείνη τη σπάνια στιγμή μυστικής συνεννόησης γιατί εκείνο το πρωί η φωνή της μητέρας μου τραγουδούσε για μας. Κρυφοκοιτάξαμε από το κάτω παράθυρο και την είδαμε να καταγίνεται με τα αιώνια αχνάρια των σχεδίων της, σκυμμένη στην επικλινή σανίδα, με πρόσωπο γαλήνιο θαρρείς και είχε πάει καλά κάποιο περίτεχνο σχέδιο. Δεν μας πήρε είδηση γιατί κρυφοκοιτάζαμε με τρόπο θέλοντας να της κάνουμε έκπληξη. Ύστερα ο Μεχμέτ τράβηξε το παλαιικό σκοινί για να χτυπήσει το κουδουνάκι κι ακούστηκε στη σκάλα το τρίξιμο απ' τα βαριά βήματα της γιαγιάς μου.
Άνοιξε μια ιδέα την πόρτα, μ' ένα τεντζεράκι για το γάλα στα χέρια, χωρίς να συνειδητοποιήσει αμέσως ότι έξω περίμεναν τα δυο ψηλά εγγόνια της.
«Νόμισα πως ήταν ο σουτσής», γκρίνιαξε στον Μεχμέτ κι έπειτα με είδε να στέκω πλάι του. Τα γέρικα μάτια της έλαμψαν όταν με γνώρισε, το τεντζεράκι κύλησε κροτώντας στο πάτωμα κι άνοιξε την αγκαλιά της.
Φώναξε τ' όνομά μου αφήνοντας μια χαρούμενη κραυγή που τράνταξε συθέμελα το σοκάκι και το παλιό σπίτι κι έκανε τη μητέρα μου να έρθει από το δωμάτιο εργασίας με μια έκφραση όπου χαρά και δυσπιστία συναγωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία.
Μ' έκλεισαν κι οι δυο στην αγκαλιά τους και, όταν η οικεία, παιδική μυρωδιά της κολόνιας γαργάλισε τα ρουθούνια μου, τότε πραγματικά κατάλαβα ότι ε ίχα ξαναγυρίσει στο σπιτικό μου.
Όσο παίνευαν μ' ένα σωρό υπερβολές το ωραίο παρουσιαστικό και το ύψος μου, όπως κάνουν όλες οι οικογένειες, παρατηρούσα λεπτομέρειες που δεν θα είχα παρατηρήσει ποτέ ένα χρόνο πρωτύτερα. Πρόσεξα ότι εκείνη την ημέρα τα μαύρα μαλλιά της μητέρας μου δεν έκαναν μπούκλες παρά κρέμονταν ίσια σαν πρά-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 301
σα με πολλές λευκές τούφες. Πρόσεξα το θολό βλέμμα της, το οποίο πότε-πότε απέφευγε αναστατωμένο το πρόσωπο του συνομιλητή της. Ήταν σάμπως μονάχα ένα κομμάτι του εαυτού της να αντιλαμβανόταν τα διατρέχοντα. Ίσως για πρώτη φορά αναρωτήθηκα πώς να ήταν άραγε η ζωή της όλα αυτά τα χρόνια που λείπαμε μακριά της. Αναρωτήθηκα αν είχε ξεχάσει εκείνο το σιωπηλό νεαρό άνδρα που ήταν πατέρας μου και πόσο εύθυμη κι ωραία νεαρή γυναίκα είχε υπάρξε ι όταν ήμουν παιδί, με τα μοντέρνα μεταξωτά της φορέματα. Συλλογίστηκα τη νεαρή σύζυγο η οποία καθόταν στο σαλόνι της γιαγιάς μου κι έπινε καφέ με τις γειτόνισσες, χωρίς να υψώνει ποτέ την ψιθυριστή φωνή της, χωρίς να εκφέρει ποτέ τη γνώμη της από φόβο μην την επαναφέρουν στην τάξη μ' ένα σμίξιμο των φρυδιών. Κοίταξα το αλλαγμένο της πρόσωπο κι απόρησα. Η πάλαι ποτέ σχολαστική γυναίκα ουδέποτε θα είχε αφήσει τα μαλλιά της να χάσουν τη λάμψη και τους ανάλαφρους βοστρύχους τους ή το πρόσωπό της να στρογγυλέψει - έστω και ανεπαίσθητα.
Υποθέτω ότι τα χρόνια της επίμοχθης ανέχειας είχαν ε ισπράξει το χαράτσι τους και, μολονότι δεν υπήρχε πλέον οικονομικό
πρόβλημα, φαινόταν σαν να μην τολμούσε να ξαποστάσει, να χαλαρώσει, μην τυχόν επέστρεφε η φτώχεια κι έμπαινε από την πίσω πόρτα.
Εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωί έμοιαζε κουρασμένη και καταβεβλημένη, παρά τη φαινομενική ηρεμία του προσώπου της και το χαμόγελο το οποίο είχε προς στιγμήν φωτίσει τα μάτια της όταν μας πρωτοείδε. Τα χαμόγελά της ήσαν τόσο σύντομα ώστε αναρωτιόμουν αν αντιλαμβανόταν έστω κατά διαστήματα την παρουσία των παιδιών της. Μεταφέρθηκα χρόνια πίσω και ξανάφερα στο μυαλό μου την ημέρα που πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα μου. Θυμήθηκα την ημέρα που κάηκε το σπίτι μας, τον πυρετό που την είχε κρατήσει αιχμάλωτη επί βδομάδες και σκέφθηκα ότι, αν εκείνη τη δύσκολη εποχή δεν είχε κοντά της τη γιαγιά μου, θα είχε σαλέψει ο νους της. Η γιαγιά μου είχε τέτοια τετράγωνη λογική ώστε η παρουσία της και μόνο ήταν αποκούμπι για τη μητέρα μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
302 /ρφάν Οργκά
Λίγοι άνθρωποι καθίστανται κοινωνοί των ονείρων ή των πόθων των οικείων τους κι έτσι, εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο Μεχμέτ κι εγώ στεκόμασταν πλάι-πλάι σ' εκείνο το σπιτάκι που δεν υπάρχει πια κι έχει πάρει μαζί του τα μυστικά μας, δεν είχα αντιληφθεί τη ζοφερή απειλή την οποία εγκυμονούσε το μέλλον.
Η Μουαζέζ είχε κι εκείνη διακοπές δεκατριών ετών, με μακριά
πόδια και τόσο θελκτική, τόσο δροσερή σαν παγωμένο νερό σε καύσωνα. Έδινε στο σπίτι μια νότα νεανικής αθωότητας και φαινόταν πολύ συνδεδεμένη με τη γιαγιά μου.
Μια μέρα, που το φως του ήλιου πλημμύριζε το σαλόνι, και τα λουλούδια που ξεχείλιζαν από παντού γνώριζαν μια εφήμερη δόξα, θυμούμαι ότι η μητέρα μου, η οποία έμοιαζε αίφνης σαν να είχε ξαναγίνει κοριτσάκι, εκμυστηρεύτηκε πόσο λαχταρούσε να αποκτήσει πάλι έναν κήπο. Θυμούμαι ότι ευχήθηκα να εκπληρώσω την επιθυμία της σκέφθηκα ότι οι σπουδές μου είχαν πλέον τελειώσει και με έθιγε που έπρεπε ακόμα να με χαρτζιλικώνει.
Ένα απόγευμα αποφάσισα να δω τη Σούνα, η οποία δεν ήξερε ότι είχα επιστρέψει στην Ισταμπούλ και η οποία πιθανόν να μη νοιαζόταν ακόμα κι αν το ήξερε. Πήγα στο δρόμο όπου έμενε και κοντοστάθηκα λίγα λεπτά αναποφάσιστος στη γωνία. Είδα το δρόμο ν'
απλώνεται έρημος κι ηλιόλουστος και μου πέρασε από το νου η άκομψη ιδέα να περάσω μπροστά απ' το σπίτι της μήπως κατά τύχη καθόταν μπροστά στα παράθυρα του σαλονιού. Εκείνος ο δρόμος είχε μεγάλα σπίτια - μεγάλα, γκρίζα κι άσχημα - κι είχε φιλοξενήσει πολλές οικογένειες από τον πόλεμο κι έπειτα.
Άλλαξα γνώμη κι έκανα μεταβολή για να πάω στη Γέφυρα του Γαλατά. Ανακατεύτηκα με το βιαστικό ανθρωπομάνι, τους μικροπωλητές και τα θορυβώδη τραμ και σκεπτόμουν ότι, μόλις έφθανα στη γέφυρα, θα έστρεφα τα νώτα σ' όλα τούτα και θα κοιτούσα το πηγαινέλα των βαποριών του Βοσπόρου, ο οποίος τόσο μου είχε λείψει όλο αυτό το διάστημα. Τελικά όμως δεν έφθασα μέχρι εκεί
γιατί μεσοδρομίς είδα να στέκουν σε μια ήσυχη γωνία ένας νεαρός αξιωματικός και μια κοπέλα μ' ένα ζωηρόχρωμο κόκκινο φόρεμα. Κάτι στη στάση του κοριτσιού με κάρφωσε στη θέση μου. Αυτή η
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 303
οποία στεκόταν εκεί ήταν η Σούνα, προσηλωμένη όλο οικειότητα στο λευκό πρόσωπο ενός καινούργιου υπολοχαγού.
Δεν με αντιλήφθηκαν και ούτως ή άλλως ύστερα απ' αυτά δεν ήθελα να πάω στον Γαλατά να δω τα βαπόρια.
Γύρισα στο σπίτι ακολουθώντας αντίστροφα την ίδια διαδρομή.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
Ο απόφοιτος αξιωματικός
Μ Ε ΤΟΝ ΚΑ Ι ΡΟ ΕΦΘΑΣΕ η τελευταία μου χρονιά στο Κουλελί φέρνοντας μαζί της τις τρομερές απολυτήριες εξετάσεις από τις οποίες θα κρινόταν εάν θα εισαγόμασταν στη Σχολή Ευελπίδων για να γίνουμε αξιωματικοί.
Μελετούσαμε όπως δεν είχαμε ξαναμελετήσει ποτέ στη ζωή μας. Οι περισσότεροι μάλιστα δεν πηγαίναμε ούτε αραιά και πού
τα Σαββατοκύριακα στα σπίτια μας και μερικοί προμηθευτήκαμε κεριά για να τα χρησιμοποιούμε τις νύχτες στον κοιτώνα όταν διέκοπταν την ηλεκτροφώτιση. Περνούσαμε τις νύχτες εντρυφώντας στα χιλιοξεφυλλισμένα βιβλία μας κι εξετάζοντας ψιθυριστά ο ένας τον άλλο για να μην ενοχλήσουμε τους ελάχιστους που κοιμούνταν. Αδυνατίσαμε, χλομιάσαμε και βλέπαμε θέματα διαγωνισμάτων ακόμα και στ' ανήσυχα όνειρά μας, θέματα διατυπωμένα σε άγνωστη γλώσσα, όπως επίσης και ότι είχαμε αποτύχει, καταδικασμένοι να παραμείνουμε λοχίες εφ' όΡΟ'J ζωής, στο έλεος εχθρών και φίλων οι οποίοι είχαν προαχθεί σε αξιωματικούς επιτελείου. Ξυπνούσαμε κάθιδροι απ' την τρομάρα και ανακουφισμένοι όταν διαπιστώναμε ότι όλα αυτά τα είχαμε απλώς ονειρευτεί.
Ο καιρός περνούσε αδυσώπητος κι ένα πρωί καταλάβαμε τις συνηθισμένες θέσεις μας στην τάξη, η οποία, αν και φαινόταν όπως πριν, είχε αλλάξει τα μέγιστα αφού εκείνη την ημέρα άρχιζαν οι εξετάσεις. Το πρώτο διαγώνισμα -το θυμούμαι πολύ καλά - ήταν στην ιστορία, και στο τέλος του πρωινού είχαμε όλοι γονατίσει από
την εξάντληση. Είχα βγάλει κριθαράκι στο μάτι μου από την αγωνία και, ενώ, όταν άρχισα να γράφω, ήταν μια σταλιά, στο τέλος του διαγωνίσματος είχε γίνει σαν φουντούκι απ' το πρήξιμο και πονούσε φοβερά. Το μυαλό μου είχε νερουλιάσει. Το τελευταίο διαγώνι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 305
σμα εκείνης της ημέρας ήταν τα γαλλικά και, παρότι είχα ελπίσει
πως θα τελείωνα σχετικά γρήγορα, στο τέλος του δίωρου ήμουν χαυνωμένος από την κούραση και τον πόνο. Έπιασα τον εαυτό
μου να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά: «Je νiens mon νieux, mais
ου est mon chapeau?»' κι αναρωτιόμουν τι στο καλό να σήμαιναν αυτές οι γνωστές-άγνωστες παλαβές λέξεις που χοροπηδούσαν. Ήταν γαλλικά, ελληνικά, κινέζικα ή απλώς αλαμπουρνέζικα και ποιος τις είχε πει σε ποιον και με ποια παράλογη αφορμή;
Την επομένη οι παλμοί του ματιού μου δεν μ' άφηναν σε ησυχία παρά τις ασπιρίνες που μου έδωσε με τη σέσουλα ο γιατρός. Μπήκα παραπατώντας στην τάξη κι άρχισα να γράφω το διαγώνισμα μαθηματικών. Καθόμουν και το κοίταζα τόση ώρα ώστε ο επιτηρητής νόμισε ότι αντέγραφα κι ήρθε εκνευρισμένος στο θρανίο μου, ψάχνοντας στις τσέπες μου, στο θρανίο μέσα κι έξω και στο πάτωμα από κάτω προσπαθώντας ν' ανακαλύψει πιθανά σκονάκια. Δεν έμεινε ικανοποιημένος και, αφού σχεδόν μ' έγδυσε,
χωρίς να βρει τίποτα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη θέση του. Εξακολούθησε να με λοξοκοιτάζει 'Καχύποπτα όλη την υπόλοιπη μέρα μην εννοώντας να εγκαταλείψει την ιδέα ότι αντέγραφα.
Οι εξετάσεις συνεχίστηκαν εντατικά επί δεκατέσσερις ημέρες και όσοι είχαμε ξεκινήσει σχετικά κρεατωμένοι και με υγιή όψη καταλήξαμε θαρρείς και βρισκόμασταν στα τελευταία στάδια του χτικιού.
Μας ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα κάπου δέκα μέρες αργότερα. Τριακόσιοι επτά σπουδαστές, όλοι τελειόφοιτοι, συγκεντρωθήκαμε εν σώματι στο μεγάλο χολ, παρότι όλα τα χρόνια της φοίτησής μας ήμασταν χωρισμένοι σε τάξεις των σαράντα περίπου παιδιών.
Ένας από τους λοχαγούς μας διάβασε μεγαλοφώνως τα αποτελέσματα. Φαινόταν βλοσυρός και εχθρικός καθώς απήγγελλε απνευστί τον κατάλογο των ονομάτων, τα περισσότερα από τα οποία συνοδεύονταν από τη λέξη «αποτυχών». Αισθάνθηκα λιγότερο μόνος. Όταν έφθασε στο όνομά μου, ένιωσα τα χαρακτηριστικά
'«'Ερχομαι, αγαπητέ μου, αλλά πού είναι το καπέλο μου;» (Σ.τ.Μ.)
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
306 /ρφάν Οργκά
του προσώπου μου να τεντώνονται. Έκανε μια μικρή παύση, έπειτα πρόφερε τη λέξη «επιτυχών» κι ακολούθησε μια άγρια, ξέφρενη στιγμή όπου όλη η μελωδικότερη μουσική του κόσμου ξεχύθηκε στ' αυτιά μου ενώ η καρδιά μου χτυπούσε τρελά στο στήθος μου. Δεν άκουσα τους βαθμούς που είχα πάρει σε κάθε μάθημα κι έτσι δεν θα μάθω ποτέ αν ήσαν καλοί ή κακοί. Η μαγική, απίστευτη λέξη «επιτυχών» αιωρούνταν στον αέρα με πύρινα γράμματα κι έτσουζαν τα μάτια μου απ' την προσπάθεια να πνίξω τα ανόητα, ασυγκράτητα δάκρυά μου. Το μόνο που μπορούσα να σκεφθώ ήταν η δεκαετία που είχα πίσω μου, δέκα χρόνια καλά και κακά, με ίση συμμετοχή. Άνοιγε ο δρόμος για τη Σχολή Ευελπίδων του Χαρμπιγιέ και σύντομα θα γινόμουν αξιωματικός.
Συνειδητοποίησα αμυδρά ότι οι φίλοι μού έγνεφαν για να με συγχαρούν και χαμογέλασα συνεσταλμένα, αρχίζοντας να έρχομαι στα σύγκαλά μου.
Ο λοχαγός μάς έριξε ένα παγερό βλέμμα από το υπερυψωμένο του έδρανο αποδοκιμάζοντας τα άθλια αποτελέσματα της τάξης του. Οι παλάμες των χεριών μου κολλούσαν κι είχαν ιδρώσει· ζωηρόχρωμες αστραπές μαίνονταν στο κεφάλι μου έως ότου τελικά
συμπτύχθηκαν σε μία και μοναδική, ακτινοβόλα, έντονη λέξη: «Επιτυχών».
Στις 29 ΜαΙου του 1929 αποχαιρέτησα το Κουλελί και τα κομμάτια της ζωής μου που άφηνα εκεί παντοτινά. Φωνές κατευόδωσης υψώνονταν στη βαπορόσκαλα για μας τους τυχερούς, αλλά
νομίζω πως κανείς μας δεν είχε διάθεση ν' αποχαιρετήσει το Κουλελί κι ήμασταν λυπημένοι που δεν θα ξανακοιμόμασταν κάτω από την ψηλοτάβανη στέγη του.
Το πλοίο στο οποίο επιβιβαστήκαμε ήταν χαρούμενα διακοσμημένο με σημαίες και, καθώς διαπλέαμε τον Βόσπορο, έσκυψα στην κουπαστή για να ρίξω μια τελευταία, παρατεταμένη ματιά
στο Κουλελί, που εξακολουθούσε να μου φαίνεται τόσο όμορφο όσο κι εκείνο το μακρινό πρωινό του 1919, όταν πρωτοπήγα εκεί
κι ένας σκουντούφλης γερο-θυρωρός είχε δείξει στη μητέρα μου το δρόμο για το υποδεέστερο γκρίζο σχολείο στο λόφο.
Στη Γέφυρα του Γαλατά μάς υποδέχθηκε η μπάντα της Σχολής
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 307
Ευελπίδων με μια μονάδα σπουδαστών της και παρελάσαμε περήφανα όλοι μαζί στους δρόμους της Ισταμπούλ.
Τα συγκεντρωμένα πλήθη μάς επευφημούσαν, ώσπου βράχνιασαν, και τα διεγερτικά εμβατήρια της μπάντας έκρυβαν θριάμβους και νίκες, αλλά και τον πόνο ψυχής των παρελαυνόντων στρατιω
τών. Προχωρούσαμε παρελαύνοντας με την μπάντα, με τους ώμους
σε ορθή γωνία, όπως επιβάλλεται στο στρατό, κι όλα τα πόδια με τα σκούρα μπλε παντελόνια σε αρραγή ευθεία. Διασχίσαμε το Μπέηογλου, όπου όλοι οι μαγαζάτορες βγήκαν στα κατώφλια να μας δουν να περνούμε, ύστερα την Πλατεία Ταξίμ κι έπειτα αντικρίσαμε το μεγάλο κίτρινο κτίριο της Σχολής Ευελπίδων, με τα νώτα του στραμμένα στον Βόσπορο και με πυκνοφυτεμένα, ψηλά δέντρα που έριχναν τη σκιά τους σε κήπους με αλύγιστα, χλομά άνθη διατεταγμένα σε τυποποιημένα σχήματα. Και στην απέναντι όχθη του Βοσπόρου βρισκόταν το Κουλελί, το οποίο δεν φαινόταν από το Χαρμπιγιέ, όσο κι αν πάσχιζε κανείς να το δει, γιατί ήταν πέρα μακριά και το έκρυβε μια γλώσσα γης. λλλά εμείς που το είχαμε αφήσει τόσο πρόσφατα ξέραμε ότι ήταν εκεί, ότι θα ήταν πάντοτε εκεί για να λάμπει παλικαρίσια ως τα ουράνια και να ρίχνει τη λευκή του ανάκλαση στα γαλανά νερά.
Ανεβήκαμε σε σχηματισμό τα φαρδιά σκαλοπάτια του Χαρμπιγιέ, νιώθοντας άβγαλτοι κι αρχάριοι σ' αυτό το ξένο περιβάλλον, ενώ ο κόσμος που είχε σταθεί στο δρόμο μάς έστελνε τις επευφη
μίες και τις ευχές του. Οι πύλες φρουρούνταν από στρατιώτες, μα εμείς περάσαμε, διότι πλέον ανήκαμε εδώ, και πήγαμε σε μια μαρμάρινη αίθουσα με μαρμάρινους διαδρόμους δεξιά κι αριστερά. Στους τοίχους υπήρχαν ένθετες πλάκες υπέρ των πεσόντων αξιωματικών του Χαρμπιγιέ στον Βαλκανικό Πόλεμο του 1914-1918.
Μπροστά μας βρισκόταν μια πόρτα η οποία έβγαζε σε μεγάλες χλοερές εκτάσεις και κάτω χαμηλά λαμπύριζε ο αιώνιος Βόσπορος.
Πλήθος ηλεκτρικών λαμπτήρων ήσαν παρατεταγμένοι στα ψηλά ταβάνια· με είχε καταλάβει δέος μπροστά στη λαμπρότητα και
στο μεγαλείο του Χαρμπιγιέ κι αισθανόμουν περήφανος που ανή-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
308 /ρφάν Οργκά
κα σε τούτο το ιστορικό μέρος. Διότι εδώ, απ' όπου είχαν περάσει πολλοί, πολύ πιο διάσημοι από μένα, και όπου κάποτε, χρόνια
πριν, ε ίχε περπατήσει ο Κεμάλ Ατατούρκ, βάδιζα χέρι-χέρι με την ιστορία.
Η μπάντα είχε πάψει να παιανίζει κι είχε απλωθεί σιωπή σ'
αυτή τη δροσερή λευκή αίθουσα. Οι νεοφερμένοι στεκόμασταν άχαρα, στενάχωρα, παρακαλώντας να είχε συγχωνεύσει κιόλας ο χρόνος τη χωριστή ταυτότητα του καθενός στην ενιαία, σπουδαία ταυτότητα του Χαρμπιγιέ.
Μας χορήγησαν τριήμερη άδεια και ο καινούργιος διοικητής μάς τόνισε ότι στη διάρκεια αυτών των τριών ημερών έπρεπε να αποφασίσουμε σε ποιο σώμα επιθυμούσαμε να εκπαιδευτούμε. Το εν λόγω ζήτημα ουδέποτε με είχε απασχολήσει σοβαρά αφού η βασική μου επιδίωξη ήταν να ξεμπερδέψω με τη σχολική θητεία μου. Έμεινα κατάπληκτος όταν διαπίστωσα ότι οι φίλοι μου ως επί το πλείστον είχαν έτοιμα τα σχέδιά τους. Μερικοί ήθελαν να γίνουν γιατροί, άλλοι οδοντίατροι, κάποιοι άλλοι αξιωματικοί του ιππικού . Εγώ δεν μπορούσα να αποφασίσω τίποτα. Στριφογύριζα στο μυαλό μου όλα τα επαγγέλματα, αλλά όλα με άφηναν αδιάφορο. Αντιθέτως, προέβην σε μια διαπίστωση του φοβερότερου είδους. Ήμουν στρατιωτικός. Βρισκόμουν στη Σχολή Ευελπίδων, δεν είχα ιδέα πώς ήταν η ζωή εκτός στρατώνων κι όμως δεν ήμουν φτιαγμένος για το στρατό. Ήταν τρομερό να διαπιστώνω κάτι τέτοιο στην αρχή της καριέρας μου, όταν ήταν πια πολύ αργά για να επανορθώσω το λάθος μου. Φορούσα στολή δόκιμου αξιωματικού, την είχα φορέσει με ποικίλες διακυμάνσεις περηφάνιας επί δέκα χρόνια, και εφεξής θα φορούσα στολή αξιωματικού για πολλά χρόνια ακόμα, είτε αυτό ταίριαζε με τις φιλοδοξίες μου είτε όχι.
Αλλά ποιες ήσαν οι φιλοδοξίες μου; Απ' ό,τι έβλεπα, καμία. Στο τέλος των τριών ημερών ήμουν άθυμος, ταραγμένος και
ουδέποτε απείχα τόσο από τη λήψη κάποιας απόφασης. Όταν ένας κοκκινοπρόσωπος ταγματάρχης με ρώτησε πού ή
θελα να καταχωρίσω το όνομά μου και του απάντησα ότι δεν ήξερα, με κοίταξε σαν να υποψιαζόταν ότι αυθαδίαζα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 309
Εντέλε ι με καταχώρισαν σε κάποιο σύνταγμα πεζικού και το 'στριψα δίχως να με νοιάζει.
Στον κήπο με χαιρέτησε ένας φίλος και, όταν μου ανήγγειλε
περήφανα ότι πήγαινε στην Ιατρική Σχολή, δεν μπόρεσα να μην τον ζηλέψω για την ξεκάθαρη απόφασή του.
Βέβαια τον ζήλευα, αλλά ταυτόχρονα αναρωτιόμουν τι κοινό
μπορεί να είχαμε ποτέ εμείς οι δυο. Μου είπε: «Υποθέτω ότι θα πας στο πεζικό, έτσι δεν είναι;» Έγνεψα καταφατικά, επειδή δεν είχα διάθεση να το συζητή
σω, μα ύστερα δεν κρατήθηκα κι είπα: «Δεν με πολυνοιάζει. Να σου πω την αλήθεια, τίποτα δεν μ'
ενθουσιάζε ι» . «Τότε φαντάζομαι πως είναι άσκοπο να σου ευχηθώ καλή τύ-
χη» . Με κοίταζε δύσπιστα κι εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Απολύτως», απάντησα. Ως παιδί ήθελα να γίνω στρατηγός, τώρα, ως νεαρός, δεν ήθε
λα να γίνω τίποτα. Δεκαέξι δόκιμοι, εμού συμπεριλαμβανομένου, στάλθηκαν για
εξάμηνη εκπαίδευση σε ένα σύνταγμα πεζικού. Πήγαμε στα Μουδανιά, τέσσερις ώρες ταξίδι από την Ισταμπούλ,
διαπλέοντας τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Όταν φθάσαμε, ο διοικητής, ο οποίος παρεμπιπτόντως ελάχιστη σχέση είχε με όσους είχαμε γνωρίσει έως τότε στα καταλύματα, μας μοίρασε στις μονάδες.
Οι αξιωματικοί μάς φέρονταν σαν σε σκυλιά, αλλά κι οι στρατιώτες το ίδιο γιατί δεν θα τους ξανατύχαινε ποτέ παρόμοια ευκαιρία.
Κοιμόμασταν σ' ένα μεγάλο αντίσκηνο, που η οροφή του είχε εκατοντάδες τρύπες. Όταν πλαγιάζαμε τις έναστρες νύχτες, βλέπαμε τ' αστέρια να κρυφοκοιτάζουν απ' τις τρύπες και καμιά φορά έπεφταν μούρα απ' τα δέντρα στα κοιμισμένα πρόσωπά μας. Έτσι δεν ήταν απίθανο να τινάζεται κανείς απ' τον ύπνο για ν' ανακαλύψει έκπληκτος ένα παραγινωμένο, ζουμερό μούρο να κατρακυλάει στη μύτη του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
310 /ρφάν Οργκά
Οι στολές μας σύντομα έχασαν την ατσαλάκωτη, ματαιόδοξη κοψιά τους κι ούτε μια φορά δεν θυμούμαι να επιστρέφω από την εκπαίδευση στη φρουρά με στεγνή χλαίνη. Λάσπη, βροχή κι ιδρώτας συνδυάζονταν μεταξύ τους για να προσδώσουν στις στολές μας μια πρασινωπή, ακαθόριστη όψη, με αποτέλεσμα σε λίγο οι δεκαέξι δόκιμοι ν' αρχίσουμε να μοιάζουμε με σκληραγωγημένη παλιοσειρά.
Ύπήρχε ένας νεαρός υπολοχαγός ο οποίος μας εκγύμναζε . Περπατούσε πάνω-κάτω, πάνω-κάτω στο χωράφι με μια σφυρίχτρα στο χέρι και το πρόσωπο αγριεμένο επειδή σκεπτόταν σε τι βασανιστήρια να μας υποβάλει. Ξάφνου σφύριζε διαπεραστικά με τη σφυρίχτρα κι εμείς στεκόμασταν προσοχή.
«Πρηνηδόν», έλεγε κι εμείς υπάκουοι, σαν σκυλιά, πέφταμε πρηνηδόν.
«Όρθιοι! » γρύλιζε και σηκωνόμασταν άτσαλα, μάλλον με ζωηρότητα παρά με αξιοπρέπεια. Δεν είχαμε καιρό γι' αξιοπρέπειες.
«Επανάληψις!» πρόσταζε . «Την επόμενη φορά να σηκωθείτε πιο γρήγορα, τεμπέλικα γουρούνια».
Αυτό επί μισή ώρα - πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Πέσε στο πετρώδες έδαφος, ξαναστήσου ντούρος. Αγκομάχησε για ν' αναπνεύσεις, νιώσε τη χλαίνη σου μουσκεμένη στον ιδρώτα, βγάλε τα μυτερά χαλίκια από τα ματωμένα κρινένια χέρια σου. Περίμενε ν'
ακούσεις τη σφυρίχτρα που θ' αναστείλει την ποινή σου για τόσο όσο ανθούν τα ρόδα, σταμάτα για κείνη την ανάσα που έρχεται πονώντας και πνίγοντάς σε . Περίμενε το νέο παράγγελμα. Τρέξε ! Πρηνηδόν! Όρθιος ! Τρέξε ! Πρηνηδόν! Όρθιος ! Συνέχισε, συνέχισε, άνανδρο κορμί! Ξεφορτώσου το μαρτυριάρικο παιδιάστικο πάχος και γίνε λεπτός σαν το μοχθηρό νεαρό υπολοχαγό που διασκεδάζει με την εξαθλίωσή σου, που προσπαθεί να σε ξεζουμίσει επειδή είναι αρκετά νέος για να θυμάται τη δική του απόγνωση.
Ώρες ατελείωτες γυμνασίων καθημερινά, επί μήνες, ώσπου τα γδαρμένα, μέσα απ' τις σκισμένες περισκελίδες, γόνατά μας έγιναν άτρωτα, ώσπου τα σχεδόν γυναικεία χέρια μας έγιναν τραχιά, ηλιοκαμένα κι αναίσθητα και σφίγγαμε το ζωστήρα στη μέση μας
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 3 1 1
για να μιμηθούμε το νεαρό υπολοχαγό, τον οποίο είχαμε αναγορεύσει σε πρότυπό μας.
Ύστερα πήγαμε στην περιοχή της Προύσας για τη μεγαλύτερη πολεμική άσκηση που είχε σχεδιάσει η νεαρή δημοκρατία. Οι έφεδροι αξιωματικοί είχαν ήδη συρρεύσει και θα βλέπαμε πραγματική δράση σε πεδίο μάχης. Περπάτα, περπάτα, περπάτα. Προχώρα κάτω απ' τον εκτυφλωτικό ήλιο, τσουρουφλίζοντας τα πόδια σου στους καυτούς δρόμους, και, αν σε χτυπάνε τα στενά άρβυλα, δεν πειράζει. Αυτά έχει ο στρατός. Αυτά έχει η ζωή.
Εκείνες τις μέρες πεζοπορούσαμε ώσπου να καταρρεύσουμε, και για τους σαραντάχρονους εφέδρους ήταν χειρότερα απ' ό,τι για μας. Μερικές φορές κοιμόμασταν στους αγρούς και δεν παίρναμε χαμπάρι τη ραγδαία βροχή που μας έκανε μουσκίδι, που έμπαινε στ' αντίσκηνα και μετέτρεπε το αργιλώδες χώμα σε λάσπη. Ξυπνούσαμε το πρωί πιασμένοι, πονώντας και με τις χλαίνες βρεγμένες, μα σε λίγο έβγαινε πάλι ο ήλιος για να μας στεγνώσει, να μας ψήσε ι, να μας κάψει τα λαρύγγια από τη δίψα κι εμείς εξακολουθούσαμε να πεζοπορούμε διαρκώς. Άλλοτε περπατούσαμε τις μακρές, ψυχρές νύχτες και κοιμόμασταν στηριγμένοι ο ένας στον άλλο ή πεσμένοι στους λαιμούς των μουλαριών μας, που έως κι αυτά αργοβάδιζαν καταβεβλημένα. Πολλές φορές ξεκινούσαμε την πεζοπορία αχάραγα, με τα ρούχα παγωμένα από
την υγρασία και τα μέλη τόσο άκαμπτα και βαριά ώστε πια δεν τα
νιώθαμε. Συνεχίζαμε να οδοιπορούμε ολημερίς ως το γέρμα του πυρωμένου απογευματινού ήλιου. Οι στρατιώτες άρχιζαν να σωριάζονται και η ατέρμονη κραυγή: «Ασθενής στρατιώτης έλυσε τους ζυγούς. Ασθενής στρατιώτης έλυσε τους ζυγούς» διέσχιζε στόμα με στόμα τις γραμμές των αποκαμωμένων ανδρών.
Όταν πηγαίναμε να μαζέψουμε τον άρρωστο στρατιώτη - πιθανόν να υπήρχαν κι άλλοι δίπλα του - , είχε γείρει στο πλευρό, υπερβολικά εξαντλημένος για να τον νοιάζει αν θα έβγαινε ζωντανός. Μερικοί μπορεί να είχαν βγάλει τις αρβύλες τους, ενώ τα καταπληγιασμένα και ματωμένα πόδια τους φάνταζαν τρομακτικά
κάτω από τη λάμψη του ανίσκιωτου ήλιου κι οι μύγες συνάζονταν ήδη για το τσιμπούσι. Θα θυμόμουν τότε τις ιστορίες που είχα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
312 Ιρφάν Οργκά
ακούσει για τον πατέρα μου και θα τον φανταζόμουν με τη στρατιωτική στολή του να περιμένει υπομονετικά το κάρο για τους πλη γωμένους, το οποίο ίσως δεν είχε φθάσει ποτέ διότι εκείνο ήταν πόλεμος και τούτο απλώς άσκηση.
Περπατούσα μηχανικά, ακούγοντας μονάχα το σταθερό, κατάκοπο βάδισμα των μουλαριών και τον πιο κουρασμένο και βαρύ βηματισμό των οδοιπορούντων στοίχων. Στο τέλος αυτής της άσκησης μου έβαλαν μια κόκκινη ταινία στο βραχίονα και μου είπαν πως ήμουν δεκανέας. Αισθάνθηκα ότι είχα μεγαλοπρεπώς εκπληρώσει το καθήκον μου, το δε σώμα και τα πόδια μου δεν επρόκειτο πια να ξανανιώσουν πόνο.
Η πρωτομαγιά του 1931 ξημέρωσε αρκετά διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη μέρα επειδή τότε έγινα αξιωματικός αφήνοντας για πάντα πίσω μου τη σχολική ζωή .
Εκείνο το περήφανο πρωινό μού έδωσαν μια κομψή, καινούργια στολή, ένα ηχηρό ξίφος κι άσπρα γάντια ενώ τα παπούτσια μου γυάλιζαν σαν καθρέφτες. Φόρεσα το πηλήκιο κάπως στραβά και θεωρούσα πως σαν εμένα δεν υπήρχε άλλος κανείς στον κόσμο.
Ύστερα από μια τελετή στην Πλατεία Ταξίμ επιστρέψαμε στο Χαρμπιγιέ, όπου μας απένειμαν τα πτυχία μας. Ο διοικητής μάς ευχήθηκε, ως είθισται, καλή τύχη και μας είπε ότι είχαμε άδεια ώσπου να παραληφθούν τα φύλλα πορείας μας.
Η υπόλοιπη μέρα έμοιαζε γεμάτη από το επιδεικτικό θέαμα των νέων αξιωματικών, οι οποίοι περπατούσαν κορδωτοί και λιγουλάκι αυτάρεσκοι στους διαδρόμους και στους εκτεταμένους κήπους της σχολής. Περιμέναμε όλοι να έρθουν οι οικογένειές μας για να μας πάρουν στο σπίτι διότι ως συνήθως δεν είχε ούτε ένας μας δεκάρα τσακιστή . Κατέφθαναν συνεχώς ταξί για να αναχωρήσουν ξανά με κάποιον πολύ σπουδαιοφανή νέο υπολοχαγό, καθισμένο εν μέσω της όλο θαυμασμό οικογενείας του σαν πολύτιμος λίθος σε κασετίνα. Το απόγευμα περνούσε κι ανησυχούσα μήπως δεν ερχόταν κανείς να με παραλάβει. Άρχισαν να με κατατρύχουν φρικτά οράματα αιφνίδιων θανάτων ή τρακαρισμένων ταξί.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 313
Θυμούμαι ότι ψηλάφησα ένα κουρούς που βρήκα στην τσέπη μου κι άρχισα να γελώ με τα χάλια μου - ένας νεαρός αξιωματικός που ε ίχε μονάχα ένα κουρούς στην τσέπη.
Το έβγαλα, το κοίταξα κι ύστερα το στερέωσα στο ξίφος μου, όπου και αναπαύεται μέχρι σήμερα - ενθύμιο εκείνης της εποχής.
Βάδιζα νευρικά πάνω-κάτω κι είμαι βέβαιος ότι θα κοιτάχτηκα κάμποσες φορές στους καθρέφτες και θα σκέφθηκα πως πράγματι ήμουν πολύ ωραίος τύπος. Πρόταξα το στέρνο μου, όρθωσα τους ώμους μου κάτω από την καινούργια χακί χλαίνη κι έπειτα σεργιάνισα αργά και πομπωδώς στον κήπο, με το κεφάλι στα σύννεφα, κιόλας στρατηγός, μα ο μεταλλικός ήχος του ξίφους μου πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια έκανε το κουρούς να κροταλίσει κι έτσι συνήλθα απ' την ονειροπόληση.
Επιτέλους έφθασε κι ένα ταξί για μένα, με τη Μουαζέζ, η οποία χαχάνιζε όλο έξαψη, και κινήσαμε για το σπίτι ενώ το κλάξον χαλούσε τον κόσμο.
Στο σπίτι όρμησαν όλοι επάνω μου συγκινημένοι και συγχαίροντάς με ενώ στις μικρές κάμαρες είχε στριμωχτεί η μισή γειτονιά. Είχαν φθάσει παλιοί φίλοι, άγνωστες ηλικιωμένες με φιλούσαν όλη την ώρα και γέροντες που τους έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου επέμεναν να κλαίνε στον ώμο μου λέγοντας ότι είχαν γνωρίσει τον πατέρα μου. Προσφέρονταν διαρκώς ποτά και μέσα σ'
όλο αυτό το κέφι πρόσεξα το περήφανο, ψυχρό πρόσωπο της μητέρας μου που φυλούσε τα μυστικά του. Όμως εγώ την ήξερα κι ήξερα πως ήταν ευτυχισμένη επειδή είχε βάλει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στα μαλλιά της και τα μάτια της χαμογελούσαν όποτε με κοιτούσε.
Ήταν εκεί κι η όμορφη Μουαζέζ μ' ένα σχετικά κοντό μπλε φόρεμα προσφέροντας αδιάκοπα γλυκίσματα σ' έναν ασημένιο δίσκο. Η γιαγιά μου φορούσε μαύρα, και τα διαμαντικά της, φερμένα από το αναπαυτήριό τους ειδικά για την περίσταση, ακτινοβολούσαν λαμπυρίζοντας. Μιλούσε αλαζονικά με τη δυνατή γεροντική φωνή της εκθειάζοντας, εκθειάζοντας ... Είδα και τη χήρα, πιο παχιά από την ημέρα που, παιδί τότε, την είχα πρωτοδεί' έπια-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
314 /ρφάν Οργκά
σα τα φαγωμένα απ' τη δουλειά χέρια της και τα 'σφιξα γιατί
ντρεπόταν να με πλησιάσει έτσι μεγαλοπρεπής που φάνταζα. Το κεφάλι μου γύριζε, το 'νιωθα ανάλαφρο από τα λικέρ που είχα καταναλώσει, κι έτσι γελούσα άνευ λόγου και ερωτοτροπούσα μ'
όλα τα ωραία κορίτσια. Ο Μεχμέτ έφθασε από το Κουλελί και μας ανήγγειλε ότι ε ίχε
περάσει τις εξετάσεις για το Χαρμπιγιέ. Τα γέλια κι ο ενθουσιασμός εντάθηκαν, τα φιλιά έδιναν κι έπαιρναν αδιακρίτως και εν τω μεταξύ ο δίσκος με τα λικέρ κυκλοφορούσε ασταμάτητα. Ζαλίστηκα, αλλά τι πειράζει; Πλέε εσύ στον αφρό, ανόητο ξεροκέφαλο, και μη σε μέλει τι θα γίνει αύριο. Δεν αποφοιτούν κάθε μέρα αξιωματικοί από το περίφημο Χαρμπιγιέ.
Το ανόητο κεφάλι μου γύριζε όλο και περισσότερο. Ξέσφιξα τη χλαίνη μου και βγήκα να πάρω καθαρό αέρα γυρίζοντας την πλάτη στο εύθυμο πλήθος που φλυαρούσε. Κοίταξα τ' αστέρια στον ουρανό και θυμήθηκα ότι κάτω απ' αυτά τ' αστέρια απλωνόταν το Κουλελί. Άκουσα τον ελαφρύ στεναγμό του Βοσπόρου, το φλοίσβισμά του στις, έρημες νυχτιάτικα, όχθες, αλλά διέκοψαν τη ρέμβη μου και με φώναξαν πάλι στο χαρούμενο συνωστισμό
επειδή οι γείτονες έφευγαν κι ήθελαν να μου ευχηθούν ακόμα μία φορά καλή τύχη.
«Εύχομαι και σ' εσάς μακροημέρευση, φίλοι μου», ε ίπα και κατέβασα ένα ακόμα καυτερό, αηδιαστικό λικέρ.
Τον Δεκέμβριο του 1931 μετατάχθηκα από ένα σύνταγμα πεζικού
στην αεροπορία, η οποία ζητούσε εθελοντές, και στις 20 Ιανουαρίου του 1932 έφυγα από την Ισταμπούλ για διετή εκπαίδευση 'στη Σχολή Αεροπορίας του Εσκί-Σεχίρ. Αφήσαμε το σταθμό του, Χα'ίδάρ πασά ένα κρύο, παγερό απόγευμα και, όταν τα χαράματα της επομένης φθάσαμε στο Εσκί-Σεχίρ, ένα παχύ στρώμα χιονιού
κάλυπτε τα πάντα κάτω από το βαρύ λευκό ουρανό. Το ψύχος ήταν τόσο δριμύ ώστε η ανάσα μας κρυστάλλιαζε στον αέρα.
Ως νεοφερμένοι είχαμε τη συνήθη τριήμερη απαλλαγή από τα μαθήματα και μετά το γεύμα της πρώτης ημέρας μάς διέθεσαν ένα λεωφορείο για να επισκεφθούμε την πόλη. Πρώτη φορά στη ζωή
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 3 1 5
μας μας πήγαιναν κάπου χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να πεζοπορούμε, όπως γινόταν μέχρι τότε. Η ζωή στην αεροπορία, ε ίπαμε χαρωπά μεταξύ μας, μάλλον υποσχόταν καλύτερα πράγματα από ό,τι το σύνταγμα πεζικού.
Ο δρόμος από το αεροδρόμιο ήταν κάκιστος, όλο αυλακιές και λακκούβες κάτω από το παραπλανητικό χιόνι, με αποτέλεσμα τα κεφάλια μας να κοπανιούνται κατά διαστήματα με φοβερούς γδούπους στην οροφή του λεωφορείου, θυμίζοντάς μας περιέργως εκείνο το ταξίδι που είχαμε κάνει κάποτε στο Τοκάτ. Βγήκαμε στις παρυφές της πόλης, στο παλαιό Εσκί-Σεχίρ του 1932, το οποίο έχει εξαφανιστεί προ πολλού, αφότου εισέβαλε η πρόοδος.
Στο έμπα του βρίσκονταν μικρά πλιθόσπιτα, τόσο μικρά που απορούσε κανείς πώς ήταν δυνατόν να ζουν άνθρωποι εκεί μέσα. Στενά παρασόκακα άφηναν να διαφανούν κι άλλες τέτοιες πρωτόγονες κατοικίες και, όπου το χιόνι ε ίχε λιώσει κι είχε γίνει λασπόνερο, σε λίγο θα εμφανίζονταν μεγάλα ποτάμια αδιάβατης λάσπης. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και πότε-πότε εκσφενδονιζόταν καμιά πέτρα κάτω από τις ρόδες μας και χτυπούσε κάποιο πλιθόσπιτο μ' έναν ήχο σαν τουφεκιά, ενώ οι διαβάτες κολλούσαν στους τοίχους για ν' αποφύγουν το χιόνι που εκτόξευαν οι ρόδες του λεωφορείου. Αυτά τα αλλόκοτα σπιτάκια ανήκαν σε οικογένειες Τατάρων και στέγαζαν τα αναρίθμητα μέλη της κάθε οικογενείας.
Φθάσαμε στο κέντρο της πόλης και σηκώσαμε τα παντελόνια μας προτού κατεβούμε από το λεωφορείο, κάνοντας ένα άχαρο άλμα προς ένα σημείο το οποίο φαινόταν σχετικά στεγνό. Ο κύριος δρόμος ήταν φτιαγμένος από λιθάρια, ύπουλες πέτρες που υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια και ο απρόσεκτος χωνόταν ως τον αστράγαλο στο λασπωμένο χιονόνερο. Κάναμε μια βόλτα, περνώντας όλο και συχνότερα μπροστά από τα τατάρικα σπίτια, κι άρχισε να μας καταθλίβει αυτή η επίπεδη, μελαγχολική πόλη με τα αφορήτως μελαγχολικά καφετιά της σπίτια. Διασχίσαμε από μια γέφυρα τον ποταμό Πορσούκ· στη μία του όχθη ορθωνόταν το Πορσούκ Παλάς Οτέλ, ένα μεγάλο ξενοδοχείο με υπαίθριο καφενείο, που έβλεπε στο ποτάμι.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
316 Ιρφάν Οργκά
Πιο πέρα συναντήσαμε κάτι μικρά φτωχομάγαζα και σπιτάκια κι ένα τζαμί, όπου είχαν παγιδεύσει τους θερμοπίδακες του ΕσκίΣεχίρ σε σιδηροσωλήνες και το βραστό νερό ανέβλυζε αχνίζοντας στον παγερό αέρα. Δεν μας εντυπωσίασε το θέαμα της πόλης και αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε το δρόμο του σταθμού για να δούμε τι μυστήρια μπορεί να έκρυβε. Αλλά ο δρόμος ήταν καινούργιος σαν εμάς και επιδείκνυε με καμάρι σπίτια από τσιμέντο και κόκκινα τούβλα, με επίπεδες στέγες και αβλάστητους κήπους, αποσπασμένους με κόπο απ' την απρόθυμη γη. Κάνα δυο κινηματογράφοι υψώνονταν φανταχτεροί κάτω από το μολυβένιο χειμωνιάτικο ουρανό και η ομοιότητά τους με την καινούργια, θλιβερή πόλη, η οποία πάσχιζε με νύχια και με δόντια να μεγαλώσει, μας έκανε να πλήξουμε.
Επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο στο Πορσούκ Παλάς Οτέλ
και πήγαμε στο λουσάτο εσωτερικό του, όπου μας θέρμανε ο ζεστός καφές. Ζητήσαμε ένα τάβλι και περάσαμε όλο τ' απόγευμα παίζοντας αφού δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
Ο σεί"ζης μου αποτρέπει μ ι α κρίση
κι η Μουαζέζ αποκτά θαυμαστή
Α ΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΦΕΡΩ την οικογένειά μου στο Εσκί-Σεχίρ. Είχα αρχίσει να βαριέμαι τη μικρή αυτοσχέδια Λέσχη Αξιωματικών στην όχθη του ποταμού, η οποία άλλωστε ήταν πολύ ακριβή για να συχνάζουν οι κατώτεροι αξιωματικοί.
Η μητέρα μου απάντησε με τέτοια προθυμία στην επιστολή με την οποία της πρότεινα τη μετακόμιση ώστε ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι ανησυχούσε για το τι έκανα ολομόναχος στο Εσκί-Σεχίρ.
Έστειλα το σεΤζη μου να ψάξει για σπίτι και έπειτα από μία βδομάδα ερευνών μού είπε ότι είχε ανακαλύψει μια κενή κατοικία στον πρόσφατα κατασκευασμένο δρόμο του σταθμού. Είπε πως ήταν «καλό» σπίτι, εννοώντας «καινούργιο», διότι για κείνον αυτά
τα δύο ήσαν ταυτόσημα. «Έχει νερό το σπίτι;» ρώτησα και αποκρίθηκε ενθουσιωδώς
ότι φυσικά είχε νερό, θαυμάσιο βραστό νερό που αναπηδούσε από ένα φυσικό θερμοπίδακα στον πίσω κήπο.
«Και κρύο, πόσιμο νερό;» ξαναρώτησα. Φαινόταν εμβρόντητος που αγνοούσα ότι δεν υπήρχε πόσιμο
νερό στο Εσκί-Σεχίρ και είπε δηκτικά πως θα έπρεπε να κάνουμε ό,τι όλος ο κόσμος - το οποίον σήμαινε να γεμίζουμε δοχεία με ζεματιστό νερό και να το αφήνουμε να κρυώνει. Αμφέβαλλα σοβαρά
για το κατά πόσο θα συναινούσε η μητέρα μου σε μια τέτοια διευθέτηση, αλλά, αφού δεν υπήρχε άλλη λύση, πήρα το σεΤζη μου και
πήγα να δω αυτό το ασυνήθιστο σπίτι, το οποίο δεν μπορούσε να μας παρέχει κρύο νερό, αλλά μας πρόσφερε όσο ζεστό θέλαμε . Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για μια νεόδμητη έπαυλη, η οποία χανόταν στη μέση του τεράστιου κήπου που την περιέβαλλε. Χτυπή-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
318 /ρφάνΟργκά
σαμε το κουδούνι της εξώπορτας και μας άνοιξε μια αδύνατη κο
ντούλα γυναίκα, η οποία, σαν ήρθε αντιμέτωπη με το μεγαλε ιώδες θέαμα μιας στολής της αεροπορίας, έπιασε να σκουπίζε ι βιαστικά
τα χέρια στην ποδιά της. Με κοίταξε με έκπληκτο ύφος. Εξήγησα ότι, εξ όσων είχα εννοήσει, το σπίτι νοικιαζόταν. Εί
πε πως έτσι ήταν και προσφέρθηκε να μου δείξε ι το χώρο. Δεν είχα ιδέα τι ακριβώς θα πρόσεχαν η μητέρα και η γιαγιά μου σε ένα σπίτι, αλλά χώθηκα με αντρίκειο σθένος στα στενόχωρα δωμάτια, προβλέποντας ήδη καταιγίδες για το πού θα χωρούσαν τα δυσμετακίνητα έπιπλά μας. Υπήρχαν ένα σωρό παραπανίσια ντουλάπια, αλλά, γνωρίζοντας τις αντιφάσεις της οικογενείας μου, δεν έπαιρνα όρκο ότι τουλάχιστον αυτό θα ευχαριστούσε τις γυναίκες. Λουτρό δεν υπήρχε: η γυναίκα παραξενεύτηκε που ήθελα τέτοιο πράγμα, και το αποχωρητήριο ήταν τόσο μικρό ώστε ο συνήθης εξοπλισμός συν ο μπιντές μετά βίας άφηναν χώρο για να κλείσει κανείς την πόρτα μπαίνοντας.
Στον κήπο ανέβλυζε ο περίφημος θερμοπίδακας και, πάνω που ετοιμαζόμουν να ρωτήσω τι γινόταν αν κάποιος ήθελε εσπευσμένα κρύο νερό, το μάτι μου άστραψε βλέποντας κάτι το οποίο ήταν σίγουρα τρόμπα. Στράφηκα επιτιμητικά στο σεΙζη μου, που χασκογέλασε ντροπαλά λέγοντας ότι δεν την είχε αντιληφθεί κατά την πρώτη του επίσκεψη. Η μικρόσωμη γυναίκα εξήγησε όλο καμάρι ότι η τρόμπα έβγαζε παγωμένο νερό όλο το χρόνο, αλλά δεν ήταν πόσιμο, οπότε το πρόσωπο του σεΙζη φωτίστηκε από μια θριαμβευτική έκφραση του είδους «το 'ξερα εγώ». λλλά του κόπηκε η χαρά όταν εκείνη συνέχισε λέγοντας ότι μία φορά την εβδομάδα περνούσε ένας νερουλάς με φρέσκο, πόσιμο νερό, το οποίο θα μπορούσε να αποθηκευθεί σ' ένα μεγάλο πήλινο κιούπι με σκέπασμα και κάνουλα.
Καταχάρηκα που ο πολιτισμός δεν είχε παρακάμψει ολότελα
ετούτη την πόλη και πιο μετά είπα του σεΙζη μου ότι ήταν μπουμπούνας. Κανόνισα να νοικιάσω το σπίτι κι ο σεΙζης ξαμολήθηκε να βρει ανθρώπους να το ξαναβάψουν. Λίγες μέρες αργότερα τον πέτυχα να καταδυναστεύε ι δύο γενειοφόρους πολύ άγριους μπο-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 319
γιατζήδες, οι οποίοι πετούσαν την μπογιά χωρίς να τους ενδιαφέρει ποσώς πού θα προσγειωνόταν τελικά. Ο σειζης μου τους καθοδηγούσε και τους διέταζε με πολύξερο ύφος, ραχατεύοντας μεγαλοπρεπώς δίπλα τους, αλλά, μόλις με είδε, ζάρωσε σαν ξεφού
σκωτο μπαλόνι. Έκτοτε φρόντισα να μην μπλέκομαι στα πόδια του και άφησα τους εργάτες εξ ολοκλήρου στα χέρια του αφού ο καη
μένος θα είχε ελάχιστες ευκαιρίες να αισθανθεί σημαντικός στο στρατιωτικό βίο του.
Ήρθε κι η μέρα της μεγάλης μετακόμισης. Η οικοσκευή είχε ήδη φθάσει από την Ισταμπούλ κι ένα φορτηγό τη μετέφερε από το αεροδρόμιο και την απόθεσε στο σπίτι.
Στη συνέχεια έφθασαν η μητέρα μου, η γιαγιά μου κι η Μουαζέζ κουβαλώντας ένα σωρό κοφίνια και μπόγους και μοιάζοντας ήδη παραστολισμένες για το νέο τόπο διαμονής τους. Ο σειζης μου κι εγώ τους δείξαμε όλο καμάρι το σπίτι, μα τα πρόσωπά τους παρέμειναν ομοθύμως αδιάφορα θαρρείς και είχαν προσχεδιάσει να φέρουν όλες τις πιθανές δυσκολίες. Στην προσπάθε ιά μου να εξάψω τον ενθουσιασμό τους, υπογράμμισα με ζήλο τα προφανή
πλεονεκτήματα του μοναδικού μας συστήματος ύδρευσης με ζεστό
- κρύο. Δεν κατάφερα να τις εντυπωσιάσω. Έπειτα, όταν ε ίδαν πόσο στα κουτουρού είχαμε διαρρυθμίσει τα πολύτιμα έπιπλά
τους, άρχισαν να τρέχουν γύρω-γύρω, κακαρίζοντας σαν αναστατωμένες όρνιθες, και να τα επιθεωρούν κοντά-κοντά, μην τυχόν είχαν γρατσουνιές ή είχαν υποστεί κάποια άλλη ζημιά.
Όταν σταμάτησαν τις αγορεύσεις, δήλωσαν αποφασιστικά ότι σκόπευαν να επιστρέψουν στην Ισταμπούλ με την επόμενη αμαξοστοιχία.
«Μα δεν είναι δυνατόν!» ικέτευσα αλλόφρων, εξακοντίζοντας τις πλέον άγριες ματιές στο σειζη, ο οποίος έχασκε έκπληκτος, μην έχοντας υπολογίσει καθόλου ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τρεις πεισματάρες γυναίκες.
«Κάνε κάτι, μπούφε!» εκλιπαρούσα σιωπηλά. Ερμήνευσε σωστά τα εναγώνια νεύματά μου και βάλθηκε να καθησυχάσει τις
. τρεις απογοητευμένε ς κυρίες. Είπε στη γιαγιά μου πως θα τακτοποιούσε όλα της τα έπιπλα όπου της άρεσε, μαντεύοντας ότι αυτή
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
320 /ρφάνΟργκά
ήταν η καλύτερη τακτική προσέγγισής της, κι εξήγησε στη μητέρα
μου ότι το σπίτι ήταν πεντακάθαρο και είχε μεριμνήσει ο ίδιος γι'
αυτό. Είχε παρασυρθεί εντελώς από το ότι τα πρόσωπά τους έδει
χναν να μαλακώνουν και υποσχέθηκε απερίσκεπτα να τους κάνει όλα τα χατίρια.
Έβλεπα ότι πήρε γρήγορα τη μητέρα μου με το μέρος του, πράγμα το οποίο δεν πείραζε διόλου εν προκειμένω, αφού πιο συχνά θα τελούσε υπό τις δικές της εντολές παρά υπό τις δικές μου.
Η γιαγιά μου κάθησε αμετάπειστη σ' ένα κασόνι και παρατή
ρησε ότι ουδέποτε περίμενε πως μια μέρα θα 'φτανε να ζει σε κοτέτσι, οπότε του σειζη τού ήρθε η έμπνευση ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κότες στο πίσω μέρος του κήπου και ζάλισε την αναθρεμμένη σε πόλη μητέρα μου με το πόσα αυγά θα μπορούσαν να κάνουν. Είπε πασιχαρής ότι θα της έχτιζε κοτέτσι, χωρίς καν να κοιτάξε ι προς το μέρος μου για να πάρει την άδεια. Ήταν οδυνηρά φανερό ότι γνώριζε ήδη με ποια πλευρά ήταν ασφαλέστερο να συνταχθεί. Ύστερα είπε στη γιαγιά μου ότι θα της έβρισκε την καλύτερη πλύστρα σ' όλο το Εσκί-Σεχίρ και θα την προστάτευε ο ίδιος σαν να ήταν παιδί.
Η γιαγιά μου κάπως αναθάρρησε όταν το άκουσε, ενώ η έκφρασή της εξυπονοούσε ότι τελικά αυτή κι ο σειζης θα τα πήγαιναν μια χαρά. Τους άφησα να τα βρουν και γύρισα βιαστικά στη Σχολή Αεροπορίας, ανασαίνοντας με ανακούφιση επειδή, απ' ό,τι φαινόταν, μάλλον θα αποφάσιζαν τελικά να εγκατασταθούν.
Η ζωή στο Εσκί-Σεχίρ ήταν πολύ πιο ευχάριστη με την οικογένειά
μου. Η ζωή μου μπήκε σε μια σειρά και καμιά φορά προσκαλούσα φίλους για δείπνο ή για να παίξουμε πόκερ. Και πάντοτε σε αυτές
τις περιπτώσεις οι γυναίκες εκκένωναν το σαλόνι και μας άφηναν μόνους διότι η γιαγιά μου εξακολουθούσε να φρονεί ότι δεν ήταν κόσμιο να παραμένουν οι γυναίκες του οίκου στον ίδιο χώρο με τους άνδρες. Αυτό αφορούσε κυρίως τη Μουαζέζ, την οποία η για
γιά μου έβγαζε άρον-άρον από το δωμάτιο μην τυχόν σταθούν Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 321
πάνω της τα ανδρικά βλέμματα. Η καημένη η Μουαζέζ ουδέποτε
τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά χρόνια αργότερα μου είπε ότι, αν ε ίχε αφήσει εμάς να της βρούμε σύζυγο θα είχε μείνει ανύπαντρη διά βίου, αφού φερόμασταν λες κι είχαμε συμφωνήσει μεταξύ μας να την αποκλείσουμε από κάθε ανδρική συναναστροφή.
Εκείνη την ίδια χρονιά ωστόσο απέκτησε θαυμαστή. Υπήρχε ένας νεαρός αξιωματικός ο οποίος έμενε σχεδόν δίπλα
μας και του οποίου ο μεγαλύτερος αδελφός εργαζόταν στο υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα. Ο αδελφός ήταν αυτό που λέμε
νεαρός δανδής και κυκλοφορούσε μονίμως με ριγωτά παντελόνια και άψογο επίσημο πρωινό σακάκι. Άρχισε να επισκέπτεται τόσο
τακτικά τον αδελφό του στο Εσκί-Σεχίρ ώστε ακόμα κι εγώ, που δεν φημιζόμουν για την παρατηρητικότητά μου, άρχισα να προσέχω καχύποπτα τα συχνά σούρτα φέρτα της χτυπητής φιγούρας του στους δρόμους. Η μητέρα αυτού του κομψού νεαρού έγινε γρήγορα φίλη με τη μητέρα μου και το αποτέλεσμα ήταν ότι ο κύριος από
την Άγκυρα έκανε πρόταση γάμου στην ευχαριστημένη αδελφή
μου. Εξ όσων συνήγαγα, υποσχέθηκε αιώνια αγάπη και παραιτήθηκε από κάθε απαίτηση για μεγάλη προίκα. Στην πραγματικότητα προχώρησε ακόμα παραπέρα δηλώνοντας με φλογερό πάθος κι
αίσθημα ότι η αδελφή μου ήταν από μόνη της προίκα. Η στάση του
με χαροποίησε, αλλά η μητέρα μου σκανδαλίστηκε από τη μεγάλη
απειρία μου και είπε ότι δεν επιτρεπόταν να πάει η κόρη της απένταρη σ' έναν τέτοιον καθωσπρέπει, τέτοιον ακέραιο νεαρό κύριο. Ήταν ανυποχώρητη επ' αυτού, άρα έπρεπε δυστυχώς να ετοιμα
στώ να ξοδέψω ένα σωρό χρήματα. Δεν συμπαθούσα ιδιαιτέρως το μέλλοντα γαμπρό, αλλά η Μουαζέζ και η μητέρα μου επέμεναν πως ήταν εμφανίσιμος και πρότυπο ευπρέπειας. Η αδελφή μου ήταν αποφασισμένη να τον παντρευτεί και το δάκρυ πήγαινε κορόμηλο έτσι και κάποιος τον κατέκρινε.
Αγοράσαμε προικιά, την ντύσαμε σε άσπρα νυφιάτικα με άνθινες γιρλάντες, η γιαγιά μου αποχωρίστηκε τα τόσο καιρό φυλαγ
μένα διαμαντικά της κι η αδελφή μου παντρεύτηκε σε λαμπρή τελετή τον κομψευόμενο νεαρό παρείσακτο εξ Αγκύρας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
322 /ρφάνΟργκά
Εκείνη την ημέρα η Μουαζέζ έλαμπε ολόκληρη. Δόθηκε μεγάλη δεξίωση, την οποία κλήθηκα να πληρώσω, η δε σκέψη και μόνο για το τι θα μου κόστιζε δεν συνέβαλλε καθόλου στη βελτίωση της
εν γένει κατήφειάς μου για την ένωση. Οι ερωτευμένες ματιές που
αντάλλασσε το νεόνυμφο ζεύγος άρχισαν να μου προκαλούν ανία' εύθυμες, φιλοπαίγμονες κυρίες υπαινίχθηκαν ντροπαλά ότι ερχόταν η σειρά μου κι έφυγα τρέχοντας από κοντά τους. Ωστόσο
κατάφερα να ανανήψω, αφού τελείωσε η γιορτή, και οι νεόνυμφοι
αναχώρησαν για την Άγκυρα, όπου ζουν μέχρι σήμερα με μεγάλη
αίγλη και κομψότητα, όπως αρμόζει στην ευγενική καταγωγή τους. Και ή εγώ γλύκανα με τα χρόνια ή ο Αλή έχασε κάτι από την επίπλαστη μειλιχιότητά του διότι πλέον, στις σπάνιες περιπτώσεις που συναντιόμαστε, βρίσκουμε πολλά κοινά σημεία. Η Μουαζέζ διατήρησε την προς επίδειξιν καλλονή της, αλλά πάχυνε φοβερά, και η επιτήδευση κάλυψε την πρωτινή κοριτσίστικη γοητεία της.
Όταν πέρασε η έξαψη του γάμου, το σπίτι έμοιαζε παράξενα ήσυχο και λίγο μετά η μητέρα μου άρχισε να παραπονείται ότι δεν της άρεσε το σπίτι και η θέση του πάνω στο δρόμο του σταθμού.
Βρήκα άλλο σπίτι στα βόρεια της πόλης, στην κορυφή ενός λόφου, και μετέφερα εκεί την οικογένειά μου. Η μητέρα μου στε νοχωριόταν πολύ καιρό στο προηγούμενο σπίτι επειδή, οσάκις συντριβόταν κάποιο αεροπλάνο της αεροπορίας, οι νεκρικές πομπές των θυμάτων περνούσαν μπροστά από τα παράθυρά μας -μερικές φορές έως και δύο την εβδομάδα - και ζούσε μονίμως με
το φόβο ότι κάποια μέρα έτσι θα μετέφεραν κι εμένα. Επιπλέον το καλοκαίρι μάς έπνιγε η σκόνη. Ακόμα και με τα
παράθυρα ερμητικά σφαλισμένα, η σκόνη γλιστρούσε μέσα τρυ
πώνοντας στο φαγητό, στα σεντόνια κι αφήνοντας παντού το λεπτό
άσπρο αποτύπωμά της. Αλλά ψηλά στο λόφο ούτε σκόνη υπήρχε ούτε ακουγόταν το πένθιμο εμβατήριο και ήλπιζα ότι με την πάροδο του χρόνου η μητέρα μου θα ξεπερνούσε το νοσηρό τρόμο της ότι κάποια μέρα θα έπεφτε το αεροπλάνο μου.
Στο λόφο ήταν επίσης πιο δροσερά, και τ' απογεύματα μπορούσε κανείς να κάθεται στον παλιό ξύλινο εξώστη, που τον σκέ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 323
παζε μια κληματαριά, και ν' αγναντεύε ι κάτω το Εσκί-Σεχίρ, το
οποίο απλωνόταν θολό από τα σύννεφα της σκόνης, τη ζέστη και
τις μύγες.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ25
Γυναικείες υποθέσεις
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΛΟΦΟ, δίπλα στο σπίτι μας, έμενε ο ταμίας του συντάγματος, ο οποίος έπιασε σύντομα μεγάλες φιλίες με τη μητέρα μου. Λάτρευαν κι οι δυο οτιδήποτε είχε σχέση με το φαγητό και περνούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους ανταλλάσσοντας συνταγές ή στέλνοντας πεντανόστιμα εδέσματα ο ένας στον άλλο, πράγμα το οποίο η γιαγιά μου δεν έβλεπε διόλου με καλό μάτι.
Ήταν ένας παράξενος, ιδιόρρυθμος άνθρωπος, ο οποίος ζούσε μια εκκεντρική, μονήρη ζωή στο μεγάλο σπίτι του πάνω στο λόφο, έχοντας μόνο το σεΙζη του να τον φροντίζει. Μαγείρευε τα πάντα ο ίδιος και αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στη μαγειρική του. Μερικά
χειμωνιάτικα απογεύματα περνούσα να τον δω κι έβρισκα κάνα δυο αυτόκλητου ς φιλοξενούμενους να ραχατεύουν στο σαλόνι -ενδεχομένως αξιωματικούς, οι οποίοι απλώς διέρχονταν από το Εσκί-Σεχίρ κι ήθελαν κάπου να διανυκτερεύσουν, οπότε, επειδή
φημιζόταν ότι είχε ανοιχτό σπίτι, αυτομάτως και με κάθε φυσικότητα κινούσαν για κει. Τις περισσότερες φορές βρισκόταν στην
κουζίνα, ζωσμένος μια μακριά ποδιά και με τα μυωπικά μάτια του να περιεργάζονται ανήσυχα ό,τι νοστιμιές μηχανευόταν θέλοντας
να κάνει έκπληξη στους φιλοξενούμενούς του. Πότε-πότε με άφηνε να καθήσω στο μαγειρείο, μα άλλες φορές μ' έδιωχνε, λέγοντας ότι εκείνο το φαγητό ήταν μυστικό, ότι δεν έπρεπε να δω τι έκανε επειδή μπορεί να το έλεγα στη μητέρα μου και δεν ήθελε να του κλέβει τις συνταγές προτού να είναι έτοιμος να τις αποχωριστε ί.
Ανέβαινα τη σκάλα και πήγαινα στο σαλόνι, για να τεντωθώ
ανενόχλητος σ' ένα ντιβάνι, ως τη στιγμή που μια φωνή από κάτω με ε ιδοποιούσε ότι το γεύμα ήταν έτοιμο.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 325
Υπήρχε μια παραφορτωμένη ροκοκό τραπεζαρία συνεχόμενη
με το σαλόνι, και το δείπνο σερβιριζόταν εκεί όποτε ήθελε να κάνει επίδειξη, αλλά το δείπνο στην άνοστη τραπεζαρία ήταν θλιβερή υπόθεση. Δεν μας άφηνε να ξεχνούμε τους καλούς μας τρόπους και μας επέπληττε αυστηρά αν χυνόταν μια σταγόνα κρασί
στο περίτεχνο τραπεζομάντιλό του, με αποτέλεσμα να χάνει όλη την οικειότητα του συνομηλίκου και να ξαναγίνεται ο ταμίας, ένας
ανώτερος αξιωματικός. Μας άρεσε πολύ περισσότερο όταν μας άφηνε να τρώμε στη μη
εκλεπτυσμένη ατμόσφαιρα του μαγειρείου. Μπορεί να ήμασταν
μισή ντουζίνα πάνω-κάτω και καθόμασταν άχαρα οκλαδόν γύρω
από την πελώρια φωτιά ενόσω εκείνος σιγοσούβλιζε ολόκληρο
αρνί, κόβοντάς μας ενδιαμέσως κοψίδια. Ο σεΙζης του τοποθετούσε ποτήρια και ρακή στο γυμνό ξύλινο σοφρά ενώ λάμπες πετρελαίου έφεγγαν γλυκά επειδή το μαγειρείο δεν είχε ηλεκτρι
κό. Άμα ψηνόταν το αρνί, μας έβγαζε ντομάτες γεμιστές ή κάποια τέτοια λιχουδιά. Κάπου-κάπου είχε φρεσκοψημένο ψάρι στα κάρβουνα, οπότε μας έβιαζε μαινόμενος να το φάμε αμέσως και να
μην περιμένουμε ο ένας τον άλλο διότι τα φαγητά της σχάρας έπρεπε να τρώγονται αμέσως μόλις ψήνονταν.
Τρώγαμε μέχρι σκασμού, ευχαριστημένοι που επιτέλους δεν υπήρχαν γυναίκες να παρακωλύσουν τα κουτσομπολιά και τα αμιγώς ανδρικά αστεία μας. Όταν πια δεν μπορούσαμε να φάμε άλλο, πηγαίναμε παραπαίοντας στο σαλόνι, όπου πέφταμε άχαρα στα ντιβάνια και χαλαρώναμε τις ζώνες μας. Ο οικοδεσπότης μας άναβε τα φώτα της θολωτής οροφής και τραβούσε τις κουρτίνες για να κρύψει τη νύχτα. Έριχνε κι άλλα κούτσουρα στην πορσελάνινη ξυλόσομπα, όπου η φωτιά έκαιγε ήδη ζωηρά, και σε λίγο εμφανιζόταν ο σεΙζης με τούρκικο καφέ, να μας πάρει τη γεύση του λίπους απ' το στόμα, και εκλεκτά τσιγάρα για τους καπνιστές. Κάποιος έπιανε έναν αμανέ και σε λίγο μπαίναμε όλοι στο τραγούδι, κατευχαριστημένοι απ' τη ζωή σ' αυτή τη χυδαία ατμόσφαιρα των αναίσχυντων ρεψιμάτων και των χαλαρωμένων παντελονιών. Μπορεί απόψε να ήμασταν ανυπόληπτο ι και στραπατσαρισμένοι, αλλ' αυτό δεν θα το ήξεραν τα κορίτσια του Εσκί-Σεχίρ
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
326 /ρφάνΟργκά
όταν την επαύριο θα μας αντάμωναν να βαδίζουμε κορδωτοί στους δρόμους της πόλης.
Σινώπη, Σαμψούντα, Τσαρσαμπάς -τρεις πόλεις στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας - και καθεμιά τους είχε αγοράσει ένα αεροπλάνο για να το δωρίσει στην αεροπορία.
Η μονάδα μου παρέλαβε το αεροπλάνο για το οποίο είχαν συνεισφέρει οι καλοί πολίτες της Σινώπης και εμένα μου ανατέθηκε η αποστολή να το οδηγήσω εκεί.
Η Σαμψούντα και ο Τσαρσαμπάς δεν είχαν αεροδρόμιο κι έτσι τα άλλα δύο αεροπλάνα με συνόδευσαν, το καθένα από τη μονάδα του, ως τη Σινώπη, όπου εκπρόσωποι από τη Σαμψούντα και τον Τσαρσαμπά θα υποδέχονταν και θα βάφτιζαν ο καθένας το
αεροσκάφος της πόλης του. Επρόκειτο να πετάξουμε πάνω και απ' τις τρεις πόλε ις, να
κάνουμε μια εναέρια επίδε ιξη κι έπειτα να γυρίσουμε για διανυ
κτέρευση στη Σινώπη. Όλα έγιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Πραγματοποιήσαμε
και οι τρεις μια χαμηλή πτήση πάνω από τη Σαμψούντα και τον Τσαρσαμπά, με ανακυκλώσεις, περιστροφές, περιδινήσεις και βουτιές, και, όταν επιστρέψαμε στη Σινώπη, το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο κόσμο - χωρικούς που αδημονούσαν να δουν τα αεροπλάνα από κοντά, ντροπαλά σχολιαρόπαιδα που είχαν έρθε ι να μας δώσουν δώρα και πομπώδε ις εκπροσώπους των δημοτικών
αρχών. Όταν έφθασε κι ο κυβερνήτης με ριγωτό επίσημο πρωινό
κοστούμι και γυαλιστερό μαύρο ημίψηλο, δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε μπροστά σε τόση κομψότητα.
Ο δήμαρχος είχε αργήσει για την τελετή της υποδοχής κι ο
κυβερνήτης άρχισε να δείχνε ι σημάδια εκνευρισμού. Καθόμασταν όλοι γύρω-γύρω και περιμέναμε - τρεις αεροπόροι οι οποίοι ή
μασταν στη Σινώπη και δεν ήμασταν, αν γίνομαι αντιληπτός, διότι, ώσπου να μας απευθύνει χαιρετισμό ο δήμαρχος, υπό τη στενή έννοια δεν είχαμε ακόμα φθάσει.
Σε λίγο ένας άνδρας από το πλήθος, ο οποίος θα είχε προηγούμενη πείρα, φώναξε ότι ερχόταν ο αργοπορημένος δήμαρχος.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 327
Κοιτάξαμε όλοι προς τα εκεί που έδε ιχνε κι είδαμε ένα γέρικο γα'ίδούρι να κατεβαίνει το λόφο μεταφέροντας έναν κοντοπίθαρο. Ο κυβερνήτης στραβοκατάπιε.
«Ιδού ο δήμαρχος !» είπε με πικρία γιατί ήταν σπουδαγμένος
στην Ευρώπη κι ήξερε τι του γινόταν. Ένα μεγάλο μέρος του ευτυχισμένου πλήθους ξεχύθηκε να
προϋπαντήσει το γάιδαρο και το πολύτιμο φορτίο του. Ξάφνου το γα'ίδούρι άρχισε να τροχάζει ζωηρά κι έφθασε στο αεροδρόμιο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο δήμαρχος ξεπέζεψε με κόπο απ' τη ράχη του και μας καλωσόρισε με τόση φιλοφροσύνη κι ενθουσιασμό
ώστε δεν μας απέμεινε πλέον η παραμικρή αμφιβολία για το αν βρισκόμασταν ή όχι στη Σινώπη.
Όταν επέστρεψα στο Εσκί-Σεχίρ, βρήκα τη Μουαζέζ προσωρινά
εγκατεστημένη στο σπίτι διότι ο σύζυγός της ε ίχε μετατεθεί στη Ρώμη. Το σπίτι είχε γίνει σαν ιδιωτικό νοσοκομείο' η μητέρα μου ήταν κρεβατωμένη μ' έναν από τους αμέτρητους πονοκεφάλους
της κι η αδελφή μου παραπονιόταν ότι πονούσε στα πιο απίθανα σημεία.
Το νοικοκυριό το είχαν αναλάβε ι η γιαγιά μου κι ο σεΊζης - ο ένας αυταρχικότερος από τον άλλο και αμφότεροι εξωθώντας την έμμισθη υπηρέτρια σε συνεχή ημιυστερικά ξεσπάσματα. Κάποτε, πριν πολύ καιρό, μια μακρινή Χατζέρ έπρεπε να υπομένει παρεμφερείς συμπεριφορές.
Ένα πρωί φώναξαν γιατρό και μου τηλεφώνησαν στο αεροδρόμιο. Ο γιατρός μού έλεγε θυμωμένα ότι και οι δύο ασθενείς μου έπρεπε να μεταφερθούν στο νοσοκομείο. Η Μουαζέζ, είπε, έπρεπε να εγχειριστεί επειγόντως, η δε μητέρα μου ήταν κατά τη γνώμη του μια πολύ πεισματάρα γυναίκα που δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα για νοσοκομεία. Κατέληξε λέγοντας ότι επιπροσθέτως έπρεπε να κάνει εξαγωγή όλων της των δοντιών.
Έφθασα σ' ένα σπίτι-τρελοκομείο. Η αδελφή μου ε ίχε φρι
κτά προαισθήματα ότι θα πέθαινε και παρακαλούσε τη γιαγιά
μου να φροντίσει το μωρό της. Η μητέρα μου είχε ανακαθήσει στο κρεβάτι κλαίγοντας και δηλώνοντας ότι ποτέ της δεν θα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
328 /ρφάνΟργκά
πήγαινε σε νοσοκομείο ούτε θα της έβγαζαν τα δόντια· αυτό ήταν το τρομερότερο χτύπημα, να πρέπει να της βγάλουν τα γερά, λευκά, ίσια δόντια της. Κατορθώσαμε να την ηρεμήσουμε και της είπαμε ότι κατά πάσα πιθανότητα ουδέποτε θα χρειαζόταν να κάνει εξαγωγή. Το άμεσο πρόβλημά μας ήταν η Μουαζέζ· την εισαγάγαμε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου χειρουργήθηκε με εκπληκτική επιτυχία και συνήλθε με αξιοθαύμαστη ταχύτητα. Γύρισε στο σπίτι μου, για να αναρρώσει, αποζητούσε διαρκώς το σύζυγο και το παιδί της κι έγραφε καθημερινά κατεβατά επί κατεβατών σε όλες της τις φίλες διηγούμενη την εγχείρησή της με πάσα ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Η δυσαρέσκεια φούντωσε ανάμεσά
μας. Αυτή έπεισε τελικά τη μητέρα μου να αφαιρέσει τα δόντια της
και, όταν με τον καιρό η μητέρα μου πήρε τη νέα οδοντοστοιχία της, η γιαγιά μου την περιεργάστηκε πολύ δύσπιστα κι έπειτα της
την επέστρεψε δοξάζοντας ευλαβικά τον Θεό που δεν της ε ίχε λάχει εκείνης να τη φορά. Αυτό έκανε τη μητέρα μου να ξεσπάσει σε κλάματα και να δηλώσει ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να βάλει τέτοιο τερατώδες πράγμα στο στόμα της. Η γιαγιά μου ενίσχυε κακόβουλα τη διάθεσή της, όμως ένα απόγευμα έχασα σε
τέτοιο βαθμό την ψυχραιμία μου ώστε η μητέρα μου υποσχέθηκε
ταραγμένη πως θα έκανε ό,τι έπρεπε με τα διαβολεμένα δόντια αρκεί να ηρεμούσα προτού ε ισβάλουν οι, γείτονες για να δουν μην είχε γίνει κανένα φονικό.
Ένα ηλιόλουστο απόγευμα, όχι πολύ καιρό ύστερα απ' αυτό, επέστρεφα στο σπίτι από το αεροδρόμιο όταν ε ίδα δύο μαχητικά
να απογειώνονται από τα χωράφια. Πετούσαν πολύ κοντά μεταξύ
τους κοντοστάθηκα και τα κοίταξα μερικά λεπτά κατακρίνοντας
από μέσα μου τους πιλότους. Άρχισαν να πραγματοποιούν ε ικονική αερομαχία πετώντας πάνω και κάτω το ένα από το άλλο και σε
απόσταση αναπνοής. Συνέχισα προς την πόλη, αναθυμούμενος τις
τρέλες που κάναμε κι εμε ίς όταν ε ίχαμε πρωτοπετάξει, αλλά, φθά
νοντας στο κέντρο, συνειδητοποίησα ότι δεν ακουγόταν πια θόρυβος μηχανών πάνω απ' το κεφάλι μου. Κοίταξα κατά τον ουρανό
κι είδα να πέφτουν εκατοντάδες συντρίμμια. Θυμήθηκα την επι-Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 329
κίνδυνη, τόσο κοντινή πτήση τους και συλλογίστηκα πως ήταν ανα
μενόμενο να συμβεί ό,τι συνέβη. Έσπευσα προς το σπίτι γιατί ξαφνικά ήμουν βέβαιος ότι η
μητέρα μου ή θα είχε δε ι ή θα είχε μάθε ι για το δυστύχημα κι αγωνιούσα να την καθησυχάσω ότι δεν είχα πάθε ι τίποτα.
Οι δρόμοι είχαν γεμίσει κόσμο, με τις συζύγους, τα παιδιά και τις μητέρες των αεροπόρων. Τα πρόσωπά τους, κέρινα και τρο
μαγμένα, αναρωτιόνταν αν είχε έρθει η σειρά τους να χηρέψουν, να με ίνουν ορφανά ή να γίνουν μητέρες νεκρών γιων.
Ένα ασθενοφόρο όρμησε καμπανίζοντας με πυρετώδη βιάση
και μου πέρασε απ' το μυαλό σαν αστραπή η σκέψη ότι, αν ο ένας πιλότος, ο οποίος είχε πηδήσει με αλεξίπτωτο, δεν ήταν κιόλας
νεκρός, σίγουρα θα πέθαινε ώσπου να τον μεταφέρει στο νοσοκο
μείο τούτο το ασθενοφόρο, που τρανταζόταν σ' αυτούς τους ανώ
μαλους δρόμους. Σύζυγοι και μητέρες, χλομές και τρέμοντας, χίμηξαν πάνω μου
σαν αλλόφρον στίφος παρακαλώντας με να τους πω τα ονόματα των πιλότων που ε ίχαν πέσει. Τους απάντησα ότι δεν ήξερα, αλλά
εξακολουθούσαν να μ' αδράχνουν φωνάζοντάς μου κατάμουτρα πως ήξερα, πρέπει να ήξερα ποιοι ε ίχαν υπηρεσία. Επανέλαβα ότι δεν ήξερα και ολόλυξαν ότι δεν ήθελα να τους πω, χτυπώντας τα μπράτσα μου με τις μαλακές, αδύναμες γροθιές τους, ρωτώντας
ικετευτικά ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα: «Σε παρακαλούμε, σμηναγέ, πες μας τα ονόματα. Σε παρακα
λούμε, σε παρακαλούμε . . . » Απελευθερώθηκα από το γράπωμά τους κι οι βασανισμένες
τους κραυγές μού τρυπούσαν τ' αυτιά όση ώρα προχωρούσα στον
ασφυκτικά γεμάτο δρόμο. Ξάφνου είδα τη μητέρα μου να τρέχει ξυπόλητη και για μία απίστευτη, ασύλληπτη στιγμή ξανάγινα παιδί
κι είδα το σπίτι μας να φλέγεται κι εκείνη να διασχίζε ι τρέχοντας ξυπόλητη τον έρημο κήπο.
Ήταν μισοντυμένη γιατί είχε πεταχτεί έξω την ώρα που άλλαζε, κι ο σεΙζης μου έτρεχε πίσω της μ' ένα πανωφόρι στα χέρια. Συγκλονίστηκα τόσο ώστε παρέλυσα κι ένιωσα να παγώνω ολόκληρος. Σαν με είδε, στάθηκε ακίνητη κι ο σεΙζης την πρόλαβε κι
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
330 /ρφάνΟργκά
έριξε το προστατευτικό πανωφόρι στους ακάλυπτους λευκούς ώμους της. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της, αυτά τα παραλο'ίσμένα
μάτια που αφηγούνταν τη δική τους ιστορία, μα ήμασταν ακόμα πολύ τυφλοί για να ερμηνεύσουμε σωστά το μήνυμά τους, μολονό
τι κάπου στο βάθος ο φόβος αναδευόταν προειδοποιώντας . . . Κανείς μας δεν ήξερε τότε ότι μια μέρα η τρέλα θα χιμούσε κα
ταπάνω μας, όταν όλες οι καταπνιγμένες σκέψεις κι αναμνήσεις είκοσι πέντε χρόνων θα σκότιζαν το καταπαιδεμένο της μυαλό και θα θόλωναν τα λαμπερά, θλιμμένα μάτια.
«Βγάλε αυτή τη στολή!» μου είπε, κι η φωνή της ήταν τόσο χα
μηλή και βραχνή ώστε ασυναίσθητα οπισθοχώρησα. «Θα με στείλε ις στον τάφο! Θα με κάνεις να χάσω τα λογικά μου! »
Η φωνή της έσβησε σ' ένα βαθύ, πνιγμένο λυγμό και σχεδόν
κατέρρευσε στα χέρια του σεΙζη. Τη σήκωσε στα χέρια σαν να ήταν μωρό και τη μετέφερε στο σπίτι διασχίζοντας τους αμέτοχους δρόμους. Περπατούσα πλάι του, μα το μυαλό μου είχε μουδιάσει, παγώσει και στραγγίσει από κάθε σκέψη. Το μόνο που έβλεπα
μπροστά μου, αποτυπωμένο για πάντα στην καλοκαιριάτικη ατμόσφαιρα, ήταν η ήπια τρέλα που είχε καθρεφτιστε ί στα μάτια της.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Η ξεματιάστρα του Εσκί-Σεχίρ
ΥΠΟΘΕΤΩ ΟΤΙ Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ εκείνης της ημέρας δεν έπαψε να με κατατρύχει ποτέ. Μερικές φορές πεταγόμουν στη μέση της νύχτας, λουσμένος στον ιδρώτα, τυραννισμένος από τη θύμηση του βλέμ
ματος της μητέρας μου εκείνο το τραγικό απόγευμα. Έφθινε σταθερά - σωματικά τουλάχιστον. Έχασε τόσο βάρος ώστε ένας γιατρός άρχισε να της κάνει ενέσεις για να την παχύνει. Είπε ότι είχε
αναιμία και συνέστησε κόκκινο κρασί. Έτσι της αγοράζαμε μία μπουκάλα την ημέρα και τη βάζαμε να πιει με το στανιό. Συνέστησε πολύ κόκκινο κρέας κι έτσι της το μπουκώναμε κι αυτό, παρ' όλα αυτά όμως δεν παρουσίαζε βελτίωση. Άρχισα να την παρατηρώ, μήπως διακρίνω σημάδια ψυχικής ασθένειας, με αποτέλεσμα να βρεθώ εγώ στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Η ανήσυχη φαντασία μου έφταιγε ή πράγματι φαινόταν να παραμελεί κάπως τον εαυτό της - να μη νοιάζεται πια για την εμφάνισή της, η οποία αποτελούσε κάποτε το κύριο μέλημά της; Ήταν απλώς ιδέα μου ότι
μερικές φορές σαν να έπεφτε ανεπαίσθητα το ένα της βλέφαρο, μοιάζοντας μισόκλειστο, ενώ οι κινήσεις του άλλου ματιού ήσαν απολύτως φυσιολογικές; Ω, παραφύλαγα για χιλιάδες ενδε ίξε ις κι ο
φόβος εντός μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Μπορεί επί μέρες να θύμιζε τον παλιό εαυτό της, μα έπειτα η
οργή της ξεσπούσε απροειδοποίητα, σαν καταιγίδα· η κατήφεια κι
η δυσαρέσκεια σωρεύονταν, οπότε παραπονιόταν για πονοκεφάλους, γκρινιάζοντας σαν μικρό παιδί.
Την πήγα σ' έναν πασίγνωστο νευρολόγο, που της έκανε ερωτήσεις, μεταξύ των οποίων και ορισμένες παραπλανητικές, εξέτασε τη φυσική της κατάσταση κι ύστερα είπε ότι δεν είχε απολύτως
τίποτα. Βγαίνοντας από το ιατρείο του, είχα την αίσθηση ότι η ανα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
332 /ρφάνΟργκά
κούφισή μου ήταν λειψή. Εξακολουθούσα να ανησυχώ, ε ις πείσμα της ιατρικής γνωμάτευσης. Δεν τους ε ίχα εμπιστοσύνη, αλλά ούτε τη διαίσθησή μου μπορούσα να εμπιστευθώ. Την πήγα σε άλλον ειδικό, με παρόμοια αποτελέσματα - με τη διαφορά ότι ετούτος παρήγγε ιλε μια σειρά ενέσεων, ίσως για να μην αισθανθώ ότι με
είχε πιάσει κορόιδο, δεδομένης της υψηλής αμοιβής την οποία
είχε ζητήσει. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έδινε την εντύπωση ότι πήγαινε καλύτερα και ήταν τόσο αξιολύπητα πρόθυμη να μ' ευχαριστήσει, τόσο πολύ επιδίωκε την επιδοκιμασία μου όπως ένα παιδί ώστε μου σφιγγόταν η καρδιά από τη λύπηση.
Θυμούμαι ότι το χειμώνα του 1937, ένα Σάββατο που είχα βάρδια ως αξιωματικός υπηρεσίας, τηλεφώνησε ο σεΙζης μου σε αθλία κατάσταση και με παρακάλεσε να πάω επειγόντως στο σπίτι. Είπε ότι η μητέρα μου είχε αρρωστήσει πάλι και με ικέτευσε να κάνω γρήγορα. Ακουγόταν τόσο ταραγμένος ώστε ζήτησα αμέσως άδε ια να φύγω από το αεροδρόμιο και μάλιστα μου παραχώρησαν το αυτοκίνητο του ανωτέρου μου για να με μετα
φέρει ολοταχώς στο σπίτι. Όταν έφθασα, είδα τη μητέρα μου καθισμένη στο κρεβάτι μ'
ένα οίδη μα στο λαιμό μεγάλο σαν πορτοκάλι. Ήταν ένα απο
κρουστικό, φρικτό πράγμα, ένα μεγάλο σάρκινο εξόγκωμα που βάραινε στο λαιμό και στο πρόσωπό της. Έτρεμε από το φόβο της και ρώτησα τη γιαγιά μου αν είχαν κάνει τίποτα.
«Α, όχι», ε ίπε μάλλον έκπληκτη. «Εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά πριν λίγες ώρες πήρε να μεγαλώνει όλο και πιο πολύ, ώσπου φοβηθήκαμε ότι θα σκάσει, κι έτσι σε ειδοποιήσαμε !»
«Θεέ μεγαλοδύναμε !» φώναξα απηυδισμένος. «Δεν μπορούσατε να φωνάξετε αμέσως ένα γιατρό κι ύστερα εμένα;»
Έστειλα το σεΙζη μου να φέρει γιατρό και κάθησα να περιμένω, χωρίς να φεύγω από το δωμάτιο, για να μην πληγώσω τη μητέρα μου, και ταυτόχρονα αδυνατώντας παντελώς να κοιτάξω το μεγάλο, απαίσιο οίδημα. Σε λίγο έφθασε ο γιατρός, ένας κομψός μουσάτος με καθ' όλα εκπλεπτυσμένους και άψογους τρόπους. Ψηλάφησε το λαιμό της, έγραψε φάρμακα και όρισε ότι η μητέρα μου έπρεπε να εισαχθεί στο νοσοκομείο την ερχόμενη Δευτέρα.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 333
Σαν έφυγε, τη ρώτησα αν πονούσε και ε ίπε πως δεν πονούσε
καθόλου, απλώς το ένιωθε πολύ βαρύ και δεν άντεχε να κοιταχτεί
στον καθρέφτη. Δεν μπορούσα να κάνω πολλά κι έτσι την άφησα
και επέστρεψα στο αεροδρόμιο, δίνοντας αυστηρές οδηγίες στην απερίσκεπτη γιαγιά μου να ξαναφωνάξει οπωσδήποτε γιατρό, αν έβλεπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, και μετά να μου τηλεφωνήσει. Συγκατένευσε μειλίχια, αλλά η μειλιχιότητά της μου φάνηκε παραπλανητική.
Όλη την υπόλοιπη νύχτα μ' έτρωγε η ανησυχία και η ασάφεια αυτής της συνεχιζόμενης αρρώστιας, η οποία στοίχειωνε το σπίτι . Το επόμενο πρωί, μόλις έληξε η βάρδιά μου, κίνησα για το σπίτι με τα πόδια, που έπρεπε να τα κατσαδιάζω για να βιαστούν, αφού
ο εγκέφαλός μου τους μηνούσε να βαδίζουν αργά - μην τυχόν με περίμεναν άλλα, μεγαλύτερα βάσανα στο σπίτι.
Όταν χτύπησα το ηλεκτρικό κουδούνι, που ο διαπεραστικός του ήχος έμοιαζε να ζωγραφίζε ι ένα αστέρι στον αέρα, ο σεΙζης μού άνοιξε την πόρτα μ' ένα πλατύ χαμόγελο στο ολοστρόγγυλο
σαν φεγγάρι πρόσωπό του. Τον κοίταξα ερωτηματικά και κατηύθυνε το βλέμμα μου στις πόρτες που έβγαζαν στον κήπο, οι οποί
ες βρίσκονταν στο τέλος του χολ και σε ευθεία γραμμή με την εξώπορτα. Εκεί τα μάτια μου αντίκρισαν ένα εκπληκτικό θέαμα. Η
μητέρα μου, την οποία είχα αφήσει στο κρεβάτι μόλις το προηγούμενο απόγευμα, πότιζε ήρεμα τα λουλούδια. Το πρόσωπό της ήταν στραμμένο προς το σπίτι και κατά τα φαινόμενα το οίδημα
είχε εξαφανιστεί. Πήγα γρήγορα κοντά της μου χαμογέλασε και της έπιασα ανα
κουφισμένος τα χέρια. Ο σωλήνας του ποτίσματος έπεσε καταγής,
εκτοξεύοντας νερό, και το βρεγμένο χώμα σκόρπισε τη δροσιστι
κή μυρωδιά του. «Ονειρεύομαι», ρώτησα, «ή μήπως δεν μου τηλεφωνήσατε
χθες; Δεν ήρθα εδώ και βρήκα το λαιμό σας τριπλάσιο; Δεν σας έ
φερα γιατρό;» «Όχι, δεν ονειρεύεσαι», ε ίπε ευτυχισμένη, αλλά τα μάτια της,
παιδιάστικα και διάπλατα, κρατούσαν ακόμα κρυφά τα μυστικά
τους. Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
334 /ρφάνΟργκά
«Τότε λοιπόν τι συμβαίνει; Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το φάρμακο σας θεράπευσε τόσο γρήγορα! »
«Α, το φάρμακο», είπε θαρρείς και το ε ίχε ολότελα λησμονή
σει. «Όχι, δεν με θεράπευσε αυτό και μάλιστα πολύ φοβούμαι ότι το πετάξαμε όλο. Δεν χρε ιαζόταν τελικά».
«Μα . . . » διαμαρτυρήθηκα. Τα είχα ολωσδιόλου χαμένα και ίσως σκεπτόμουν λίγο αγανακτισμένος: «Αμάν αυτές οι γυναίκες και τα γυναικεία μυστικά τους!»
«Έλα», είπε. «Κάθησε να σ' τα πούμε όλα, γιε μου. Θα δεις ότι οι γιατροί δεν είναι πάντοτε απαραίτητοι».
Στράφηκα στο σεΙζη, που χασκογελούσε πίσω μου, και τον ρώτησα τι στο διάτανο σήμαιναν όλα αυτά. Κι ύστερα άκουσα μια εξαιρετικά παράδοξη, σχεδόν απίθανη ιστορία - μόνο που συνέβη, άρα έπρεπε να την πιστέψω. Εάν δεν υπήρχαν τρεις μάρτυρες,
εκτός από τη μητέρα μου, θα είχα θεωρήσει ότι ε ίχα πέσει θύμα
απάτης. Εκείνο τον καιρό υπήρχε στο Εσκί-Σεχίρ μια φημισμένη ξε
ματιάστρα, μια γριά Αλβανίδα ζαρωμένη σαν σταφίδα και τουλάχιστον εκατό χρονών. Η μητέρα μου, που είχε γεννηθεί στην Αλβανία από Αλβανούς γονείς, είχε ιδιαίτερη αδυναμία σ' αυτή τη γριά και, επειδή δεν είχε στον ήλιο μοίρα, της έστελνε αραιά και πού τρόφιμα και άλλα πράγματα με το σεΙζη μου. Ειρήσθω εν παρόδω, πίστευαν μωρόπιστα και οι δυο ότι το έκαναν πίσω από
την πλάτη μου, στην πραγματικότητα όμως ελάχιστα γίνονταν εν αγνοία μου στο σπίτι, ασχέτως αν δεν έκανα πάντα χρήση των όσων γνώριζα.
Φαίνεται πως το προηγούμενο απόγευμα, αφότου γύρισα στο αεροδρόμιο και ο σεΙζης επέστρεψε με το φάρμακο που είχε γράψει ο γιατρός, είχε λάβε ι χώρα μια μικρή σύσκεψη γύρω από το προσκεφάλι της άρρωστης μητέρας μου. Η γιαγιά μου εκ προοιμίου δεν εμπιστευόταν κανένα γιατρό - ιδίως από τότε που είχαν δώσει εντολή στη μητέρα μου να βγάλε ι τα δόντια της προξενώντας της τέτοια αιμορραγία που λίγο έλειψε να τη στείλουν στον τάφο. Είχε στραβοκοιτάξει και ε ίχε μυρίσει όλο καχυποψία το
φάρμακο. Η υπηρέτρια είχε εκβάλει λαρυγγισμούς συμπόνιας με Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 335
σκοπό να διατρανώσει και τη δική της βαθύτατη καχυποψία· στη συνέχεια είχε πει σκυθρωπά ότι το φάρμακο ουδέποτε επρόκειτο
να θεραπεύσει ένα τέτοιο πρήξιμο. Η τρομερή προφητεία ε ίχε καταθορυβήσει την ήδη καταθορυβημένη μητέρα μου, η οποία
αίφνης ήταν έτοιμη να σπεύσει στο πλησιέστερο νοσοκομείο προκειμένου να της αφαιρέσουν με χειρουργική επέμβαση το ενοχλητικό, ανώδυνο εξόγκωμα.
Πάνω κει η υπηρέτρια ρουθούνισε περιφρονητικά λέγοντας ότι και αυτό θα ήταν ανώφελο. Η σύσκεψη οδηγήθηκε προς στιγμήν σε πλήρες αδιέξοδο, αλλά η υπηρέτρια, αναλαμβάνοντας τα ηνία ως αδιαφιλονίκητη αρχηγός επί του ζητήματος, κήρυξε πονηρά την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων παρατηρώντας ότι σε μία περίπτωση σαν αυτή έπρεπε να κληθεί η ξεματιάστρα. Μη συναντώντας αξιόλογη αντίσταση, συμπλήρωσε ότι η ξεματιάστρα είχε κιόλας επιτελέσει αξιοπρόσεκτο αριθμό ιάσεων στην περιοχή και
επισήμανε μερικές περιπτώσεις στη μητέρα μου, η οποία δεν ήταν σε θέση να αντείπει δεδομένου ότι ήταν ήδη πλήρως ενήμερη για πολλές από αυτές.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο σεΙζης μου στάλθηκε στο πλιθόσπιτο της ξεματιάστρας για να ζητήσει τη συνδρομή της.
Τον ακολούθησε στο σπίτι μου περίτρομη διότι λίγο-πολύ περίμενε ότι θα επέστρεφα από το αεροδρόμιο και θα τα χαλούσα όλα. Μπορεί και να έβαζα να τη συλλάβουν, εξομολογήθηκε στη γιαγιά
μου. Η γιαγιά μου ξεφύσησε ειρωνικά μεν, αλλά κάπως ανήσυχα κι
ύστερα είπε βιαστικά μια προσευχή παρακαλώντας να μη μου 'ρθε ι ξαφνικά η ιδέα να ξαναγυρίσω στο σπίτι. Πρόσταξε το σεΙζη μου να διπλοκλε ιδώσει όλες τις πόρτες ώστε, σε περίπτωση που επέστρεφα, να αναγκαστώ να χτυπήσω το κουδούνι οπότε θα προε ιδοποιούνταν. Σκέφθηκε έως και πού θα έκρυβε την ξεματιάστρα αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν οι πόρτες αμπαρώθηκαν κι αισθάνθηκαν ασφαλείς από κάθε εξωτερική επέμβαση, καταπιά
στηκαν με τη σοβαρή υπόθεση του τι θα γινόταν με το ενοχλητικό
εξόγκωμα στο λαιμό της μητέρας μου. Η ξεματιάστρα το κοίταξε με το ένα μάτι μισόκλειστο και κατό-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
336 ΙρφάνΟργκά
πιν ανήγγε ιλε εμβριθώς πως ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι κάποιος είχε βασκάνει τη μητέρα μου. Όλοι συμφώνησαν πρόθυμα πως πράγματι ήταν πολύ πιθανόν και η υπηρέτρια ε ίπε θριαμβολογώντας:
«Τύφλα να 'χουν οι γιατροί!» ή κάτι παρεμφερές.
«Ξαπλώστε στα μαξιλάρια», διέταξε η ξεματιάστρα, έχοντας
πάρει για τα καλά την κατάσταση στα χέρια της, τώρα που ε ίχε κερδίσει τόσο ικανοποιητικά την απόλυτη εμπιστοσύνη τής «ασθενούς» της, και πρόσθεσε ότι το επόμενο πρωί η μητέρα μου θα
ήταν αισθητά καλύτερα. Ύστερα στράφηκε στο σεΙζη μου, αυτή τη δόλια, πολύπαθη
ψυχή η οποία βρισκόταν στο έλεος τριών αποφασισμένων γυναικών, και τον πρόσταξε να πάει στο νεκροταφείο και να της φέρει το οστό ενός πεθαμένου.
Το φοβερό, αναπάντεχο αίτημα παραλίγο να κλονίσει τη σταθερή του αφοσίωση στη μητέρα μου αφού η σκέψη ότι θα στριφογυρνούσε σ' ένα σκοτεινό κοιμητήρι, μ' όλες τις εκτυφλωτικά λευκές στήλες να τον κοιτάζουν, τον έκανε να τρέμει από φόβο. Ο
φόβος του για το πώς θα αντιδρούσα εγώ, σαν το μάθαινα, ήταν απείρως ηπιότερος.
Παρά την τρομάρα του είχε ακόμα αρκετό κουράγιο ώστε να αντιμιλήσει στην ξεματιάστρα. Της είπε ότι δεν ήταν δυνατόν να βρει οστά οποιουδήποτε νεκρού, αφού όλοι βρίσκονταν σιγουρεμένοι στα φέρετρά τους, κι ότι αρνιόταν κατηγορηματικά να παραβιάσει φέρετρο.
Όλα αυτά άφησαν την ξεματιάστρα παντελώς ασυγκίνητη. Είπε ότι εκείνη πάντως ήθελε το οστό ενός νεκρού και συμπλήρωσε, ξέροντας προφανώς τι έλεγε, ότι το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πάει στο παλιό τμήμα του νεκροταφείου, όπου δεν θαβόταν πια κανείς, κι εκεί, κάτω ακριβώς από το μαλακό χώμα, θα έβρισκε ένα σωρό κόκαλα. Τον διαβεβαίωσε ότι εκεί υπήρχαν οστά οπότε, πανικόβλητος ότι, αν αρνιόταν, θα τον έκανε φρύνο, βάθρακα ή κάτι ακόμα χειρότερο, κίνησε για το μακάβριο θέλημα.
Τα μάτια του πρόδιδαν τη ζωντανή ανάμνηση της φρίκης καθώς μου περιέγραφε τη σκοτεινή νυχτιά, τα ψηλά κυπαρίσσια που
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου .337
φύλαγαν τους μοναχικούς νεκρούς, το δυσοίωνο σφύριγμα του α
γέρα στις λεύκες, τις στριγκές κραυγές που έβγαζαν οι κουκουβά
γιες και τις φοβερές τους εφορμήσεις πάνω απ' το κεφάλι του, ενώ
όλη αυτή την ώρα εκείνος σκάλιζε μανιωδώς στο χώμα έως ότου βρήκε επιτέλους ένα λευκασμένο, στεγνό ανθρώπινο κόκαλο, τόσο φρικτό στην όψη, τόσο φοβερό ,στην αφή . . . Η ζωηρή φαντασία
του άρχισε κατόπιν να βλέπει μπαμπούλες έτοιμους να τον αρπάξουν με τα παγωμένα τους δάχτυλα. Ίδρωσε τόσο που τα ρούχα
του έγιναν μούσκεμα' το 'βαλε έντρομος στα πόδια κι όπου φύγει φύγει απ' το νεκροταφείο.
Ξαναμπαίνοντας στο Εσκί-Σεχίρ, ε ίχε προσπαθήσει να ελέγξει την τρεμούλα του και αντιλήφθηκε ότι κρατούσε το αποτρόπαιο αντικείμενο με το αλλόκοτο σχήμα στο χέρι. Το είχε χώσει γρήγορα στην τσέπη του, απ' όπου το ένιωθε να χτυπάει δυσάρεστα πάνω στο μηρό του, και ε ίχε λοξοδρομήσει για να μην πέσει πάνω σ' έναν αστυφύλακα, αγωνιώντας να φθάσει στο σπίτι προτού του συμβεί τίποτα χειρότερο.
Όταν έφθασε στο σπίτι, όντας ακόμα σε μαύρο χάλι, αντί ν'
ακούσει «ευχαριστώ» μόνο και μόνο επειδή είχε πάει να εκτελέσει τέτοιο θέλημα, η γιαγιά μου τον επέπληξε δριμύτατα που είχε λείψει τόση ώρα. Η όλη της συμπεριφορά υπαινισσόταν ότι, αν είχε πάει εκείνη, θα ε ίχε φέρει σκελετό ολόκληρο στο ίδιο διάστημα.
Η ξεματιάστρα τού πήρε το οστό και πήγε στην κουζίνα να το
καθαρίσει. Έπειτα ζήτησε ένα αυγό, το οποίο έσπασε σ' ένα κου
πάκι, ένα ακόμα κουπάκι, το οποίο γέμισε με κρύο νερό, και στη συνέχεια παρέδωσε στο σεΙζη ένα σβόλο μολύβι, δίνοντάς του εντολή να της το πυρώσει . Όταν τελε ίωσε τις προετοιμασίες της, επέστρεψε στο δωμάτιο της μητέρας μου, με το σεΙζη απόκοντα διότι είχε κάνει τόσα για την υπόθεση ώστε τώρα δεν άντεχε να αποκλειστεί από το υπόλοιπο τελετουργικό. Για αρκετή ώρα δεν έγινε τίποτα. Η ξε ματιάστρα κάθησε διαβάζοντας το Κοράνι κι όλοι οι υπόλοιποι έμειναν αμήχανοι και σιωπηλοί μπροστά στο θέαμα τέτοιας κατάνυξης. Έπειτα η ξεματιάστρα σηκώθηκε, έτριψε απαλά το οίδημα με το παστρικό ανθρώπινο οστό και ζήτησε να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
338 /ρφάν Οργκά
της δώσουν το ζεσταμένο μολύβι. Έβαλε μια μεγάλη πετσέτα στο
κεφάλι της μητέρας μου κι ακούμπησε πάνω το κουπάκι με το κρύο νερό, ισορροπώντας το επισφαλώς με το ένα χέρι. Αλλά
πλέον εκείνη την ώρα ε ίχαν μείνει όλοι ενεοί για να τους πολυνοιάζει μην αναποδογυρίσει. Έριξε στο νερό το μολύβι, το οποίο έβγαλε ένα συριστικό ήχο, έπειτα το αυγό, κι η ξεματιάστρα είπε απροειδοποίητα και με φοβερή πεζότητα:
«Αυτό ήταν. Απόψε θα μείνω εδώ, οπότε άντε να φάμε κάτι τώρα».
Ο σεΙζης απογοητεύθηκε, που δεν είχε συντελεσθεί κάτι πιο θεαματικό, και κάθησε να φάει εξαιρετικά κακοκαρδισμένος διότι δικαίως αισθανόταν ότι, ύστερα από τόση προσπάθεια που είχε καταβάλει, θα έπρεπε να συμβεί κάτι ομολογουμένως συνταρακτι
κό. Σαν απόφαγε, η ξεματιάστρα ε ίπε στη μητέρα μου να κοιμηθεί
και να ξεχάσει τα πάντα και όλως περιέργως εκείνη μπόρεσε να το
κάνει. Μόλις ξύπνησε το επόμενο πρωί, η πρώτη της κίνηση ήταν να
ψηλαφήσει το ενοχλητικό πρήξιμο, αλλά προς μεγάλη της έκπληξη αυτό ε ίχε εξαφανιστεί εντελώς.
Έτρεξε σ' έναν καθρέφτη, όπου διαπίστωσε ότι ο λαιμός της είχε επανέλθει στη φυσιολογική του κατάσταση. Μετά άρχισε να
κλαίει από χαρά και κάλεσε αμέσως τους του οίκου για να δουν με τα μάτια τους την εκπληκτική γιατρειά της.
Άκουγα την ομαδική αφήγησή τους με αυξανόμενο τρόμο και αγανάκτηση, έξω φρενών που η μητέρα μου είχε αφήσει να την παρασύρουν κι είχε καταφύγει στις κατεργαριές μιας μισότρελης γριάς.
Ξέσπασα κι έβαλα τις φωνές, αλλά, όταν τελείωσα, η γιαγιά
μου ε ίπε, απολύτως λογικά: «Δεν καταλαβαίνω γιατί \,ξάπτεσαι. Το πρήξιμο χάθηκε κι η
μητέρα σου ε ίναι καλύτερα». Επ' αυτού δεν ε ίχα να πω τίποτα. Ο σεΙζης μου μου έφερε το κουπάκι για να δω και μόνος μου
τα παρεπόμενα της θαυμαστής θεραπείας. Όταν κοίταξα μέσα, είδα το παράξενο, συστραμμένο σχήμα του μολυβιού και πάνω-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 339
πάνω το επιπλέον αυγό, το οποίο έμοιαζε με αλλόκοτο γιγάντιο μάτι.
«Και το κόκαλο;» ρώτησα γιατί τους ε ίχα ικανούς να το έχουν
κρατήσει κι αυτό. Ο σεΙζης φαινόταν να ντρέπεται κι έσκυψε το κεφάλι. «Το πήγα πάλι πίσω στο κοιμητήρι», αποκρίθηκε. «Μου είπαν
ότι έπρεπε να το ξαναβάλω εκεί προτού φέξει, ειδάλλως θα μου
συνέβαινε κάτι φοβερό».
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Κιουτάχεια και Σμύρνη
ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 1937 με μετέθεσαν στην Κιουτάχεια. Ταξίδεψα ως εκεί ένα πρωί με τσουχτερό κρύο προκειμένου να βρω ένα σπίτι στο οποίο θα μπορούσε να μεταφερθεί η οικογένειά μου διότι είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν σκόπευαν να μείνουν μόνες στο Εσκί-Σεχίρ. Στο σταθμό της Κιουτάχειας νοίκιασα ένα τατάρικο παετόνι για να με πάει στην πόλη. Η θλίψη κι η ερημιά του τόπου μ' έκαναν να μελαγχολήσω κι αναπόλησα με τρυφερότητα το κατασυκοφαντημένο Εσκί-Σεχίρ.
Το τοπίο ήταν επίπεδο κι αδιάφορο και τα λιγοστά σπίτια που ανταμώσαμε παλιά και θλιβερά, με τα αιώνια καφασωτά στα παράθυρα. Όταν πλησιάσαμε σε κάτι το οποίο θύμιζε αμυδρά πολιτισμό, φώναξα στον αμαξά να σταματήσει. Δεν είχα διάθεση να προχωρήσω παραπέρα.
Έκανα να μπω σ' έναν καφενέ για να ζεσταθώ, αλλά η μουσική που ξεχυνόταν από ένα γραμμόφωνο, η πυκνή γαλαζωπή ομίχλη από τα τσιγάρα κι ο τρομερός κρότος αναρίθμητων ταβλιών μ' έκαναν να οπισθοχωρήσω βιαστικά, αποφασίζοντας ότι προτιμούσα σίγουρα να πεθάνω από το κρύο.
Είδα ένα φαρμακείο και μπήκα, δήθεν για ν' αγοράσω ασπιρίνη, αλλά σε λίγο μου έπιασε την κουβέντα ο ιδιοκτήτης, ο οποίος βαριόταν την άξεστη ζωή γύρω του και ψόφαγε ν' ανταλλάξει ευφυολογήματα μ' έναν νεοφερμένο.
Είπα ότι έψαχνα σπίτι και μου απάντησε ότι όσο γι' αυτό μάλλον δεν θα είχα μεγάλη επιτυχία. Με συνέστησε σ' έναν κοντόχοντρο άνδρα, ο οποίος είπε πως γνώριζε ό,τι και όσους έπρεπε να ξέρει κανείς στην Κιουτάχεια και προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει σε αναζήτηση κατοικίας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 341
Τον ρώτησα αν θεωρούσε πιθανόν να βρω κάποιο τούβλινο ή
τσιμεντένιο σπίτι. Τίναξε πίσω το λιονταρίσιο κεφάλι του και μού
γκρισε από τα γέλια.
«Υπάρχουν μονάχα δυο τούβλινα σπίτια σ' ολόκληρη την Κιουτάχεια», ε ίπε, «και ε ίναι και τα δυο κατε ιλημμένα. Στο ένα μένε ι
κάποιος ταγματάρχης του πυροβολικού και στο άλλο ένας Ρώσος λοχαγός» .
. «Τι διάολο γυρεύει εδώ Ρώσος λοχαγός;» ρώτησα. Δεν ήξερε και συλλογίστηκα ότι ήταν πράγματι πολύ περίεργο.
Τώρα, γιατί μου φάνηκε περίεργο, δεν ξέρω - ίσως επειδή ήταν Ρώσος.
Εκείνη την ημέρα ανακαλύψαμε πέντε άδε ια σπίτια, αλλά κανένα δεν ήταν κατάλληλο, ειδικά δύο τα οποία βρίσκονταν στο παλαιότερο και χαμηλότερο τμήμα της πόλης, σε κάτι σοκάκια τόσο στενά ώστε απ' τα παράθυρά σου μπορούσες να χαιρετήσεις διά χειραψίας τους απέναντι ενοίκους.
Τα παλαιά σπίτια ήσαν τόσο ψηλά ώστε αναρωτιόταν κανείς αν έλαμπε ποτέ ο ήλιος σε τούτα τα καταθλιπτικά σοκάκια ή αν δεν ήταν παρά μια μακρινή, αθέατη λάμψη πέρα στο μακρινό
ουρανό. Όλα τα παράθυρα είχαν σφιχτοπλεγμένα καφασωτά, άρα σε τελευταία ανάλυση ίσως να μην ε ίχε σημασία αν έφθανε ή όχι ο ήλιος ως αυτά τα σοκάκια αφού τα δωμάτια ετούτων των σπιτιών αποκλείεται να είχαν νιώσει ποτέ το απαλό του χάδι ή την
ψυχρότερη κρυάδα του ανέμου. Μπήκαμε σ' ένα από τα σπίτια. Τα μαυριδερά, σπασμένα ξύλι
να δοκάρια των ταβανιών έδιναν την εντύπωση ότι στέγαζαν ολό
κληρες αποικίες κοριών και το φως δεν διαπερνούσε καθόλου τα πυκνά καφασωτά. Ξαφνικά μελαγχόλησα και λαχτάρησα να ξαναβγώ έξω, στο ξεροβόρι, στο φως. Δεν μπορούσα να φαντα
σθώ ότι η μητέρα μου θα ζούσε σ' ένα σπίτι σαν αυτό. Τελικά το μοναδικό μέρος που κατάφερα να βρω και το οποίο
εν πάση περιπτώσει φαινόταν κατάλληλο ήταν ένα οίκημα κάπο
τε τεκές δερβίσηδων Μεβλεβήδων, προτού τους καταργήσει διά
νόμου ο Ατατούρκ. Προφανώς είχε μείνει άδειο επί αρκετό καιρό διότι οι άνθρωποι δίσταζαν να το μετατρέψουν σε κατοικία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
342 /ρφάνΟργκά
Ήταν όμως ένα μεγάλο, απλόχωρο μέρος, με πολλά παράθυρα και δυο ορόφους με εύστοχη διαρρύθμιση. Δυστυχώς στον κή
πο βρισκόταν ο τάφος ενός πνευματικού δασκάλου των Μεβλεβήδων και ε ίχα την αίσθηση πως δεν θα μπορούσα να αισθάνομαι τελείως άνετα μ' αυτή τη γειτνίαση. Δεδομένου ότι η πρόσο
ψη και το πίσω μέρος του σπιτιού έμοιαζαν πολύ αναμεταξύ τους, ποτέ δεν ήταν βέβαιος κανείς ποιο ήταν ποιο κι έτσι πήραμε όλοι το συνήθε ιο να χρησιμοποιούμε όποια πόρτα μάς ερχόταν βολι
κότερη. Από τη μια πρόσοψη του σπιτιού βλέπαμε άλλα σπίτια, αλλά
από την άλλη είχαμε κατάντικρυ ένα παλαιό νεκροταφείο Μεβλεβήδων, το οποίο βρισκόταν στις παρυφές ενός ψηλού φαλακρού
βουνού. Στην κορυφή υπήρχε κι άλλος τάφος και το ν' ατενίζει κανείς τέτοια διαρκή μουντάδα και ακατεύναστη θλίψη ήταν σαν
ν' αντικρίζει την εσχατιά του κόσμου. Παραδόξως της μητέρας μου της άρεσε το ασυνήθιστο σπίτι -
οι ευρύχωρες κάμαρες και τα ψηλά φωτεινά παράθυρα - , αλλά η γιαγιά μου γκρίνιαζε ότι κρεμόταν πάνω του το κακό και δεν πείσθηκε να το αγαπήσει κατά το σύντομο διάστημα που έμεινε εκεί.
Σαν βρισκόμασταν στο Εσκί-Σεχίρ, είχαμε αγοράσει ένα σκύλο, μια μικρή άσπρη μαλλιαρή μπαλίτσα. Τον ε ίχαμε βγάλει Φι
ντέλ - ποιος ξέρει τι υποσυνείδητες μνήμες αναδεύτηκαν για τα
σκυλιά τα οποία τριγύριζαν το πάλαι ποτέ στους κήπους του Σαρίγιερ. Αυτός ο σκύλος ε ίχε πια μεγαλώσει και ήταν δεμένος με τη μητέρα μου πολύ περισσότερο απ' ό,τι με οποιονδήποτε άλλον. Όταν εκείνη την ημέρα μπήκε μαζί μας στο σπίτι της Κιουτάχειας, άρχισε να τρέχει παντού οσμιζόμενος κι έπειτα ήρθε και ξάπλωσε στα πόδια μου κλαψουρίζοντας. . Δεν εννοούσε ν' ανέβε ι οικειοθελώς τα σκαλιά παρά τα καλο
πιάσματα και χρειάστηκε να τον πάρω στα χέρια, ενώ έτρεμε
συνέχεια θαρρείς κι ετοιμαζόταν να του χιμήξει κάτι τρομακτικό
απ' το σκοτάδι. Ευθύς εξαΡΧ11ς της γιαγιάς μου της έφταιγε το μέρος. Διάλεξε
ένα υπνοδωμάτιο με θέα στα άλλα σπίτια, αρνήθηκε σθεναρά να μένει μόνη, ακόμα και την ημέρα, και σχεδόν κατάφερε να μας
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 343
τρομάξει όλους. Κοίταζε διαρκώς πάνω από τον ώμο της σε ανύποπτες στιγμές και ενίοτε σταματούσε στη μέση μιας συζήτησης για να ρωτήσει τι ήταν αυτός ο παράξενος θόρυβος κι από πού
ερχόταν. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι ουδέποτε είδε ή άκουσε κάτι το οποίο δεν θα είχε δει ή ακούσει σε οποιοδήποτε άλλο σπίτι, αλλά, επειδή ήξερε ότι κάποτε ζούσαν εδώ Μεβλεβήδες, δεν
παρέλε ιπε να συνδέει το κακό με το όνομά τους. Το γιατί μάς ήταν
ακατανόητο. Η υγεία της μητέρας μου επιδε ινώθηκε θλιβερά. Γινόταν ολοέ
να νοσηρότερη κι αφηρημένη και παραπονιόταν διαρκώς για πονοκεφάλους. Εντέλε ι κατάφερα να πάρω μετάθεση για τη Σμύρνη, βοηθούντος και του γιατρού, ο οποίος συνέστησε αλλαγή περιβάλλοντος.
Ο Μεχμέτ, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν επίσης εγκατεστημένος στη Σμύρνη, ανέλαβε να μας βρει σπίτι. Έτσι έστειλα πρώτα την οικογένειά μου κι εγώ παρέμεινα μερικές ημέρες ακόμα στην Κιουτάχεια για να τακτοποιήσω διάφορες εκκρεμότητες.
Ο Μεχμέτ κι εγώ ε ίχαμε να ιδωθούμε πάνω από δυο χρόνια και, όταν ανταμώσαμε στη Σμύρνη, αγκαλιαστήκαμε θερμά και σχολιάσαμε τις καταφανώς υγιέστατες, ροδαλές όψεις μας. Μου είπε ότι η μητέρα και η γιαγιά μου ε ίχαν ήδη βολευτεί μια χαρά
στο σπίτι που είχε βρει στο Καρσί γιακά, μια όμορφη κατοικία, είπε, στην άλλη πλευρά του λιμανιού.
Καθήσαμε σ' ένα αναψυκτήριο αντίκρυ στο λιμάνι και συζητή
σαμε για τη μητέρα μου. «Είναι πολύ νευρωτική φυσικά», είπε αμέτοχα ο Μεχμέτ, σαν
να ήταν απλώς μια ασθενής κι όχι η μητέρα του. Ζήλεψα την αδιαφορία του κι ύστερα θυμήθηκα ότι ζούσε
μακριά από το σπίτι εδώ και πολλά χρόνια. Στοχάστηκα επίσης
πόσο λίγα ξέραμε ο ένας για τον άλλο, πόσο - μολονότι ε ίχαμε τις ίδιες ρίζες - είχαν χωρίσει οι δρόμοι μας ώσπου πλέον δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα ο ένας για τα όνειρα του άλλου. Τα αποφασιστικά μάτια του Μεχμέτ δεν φαίνονταν να ενδιαφέρονται για όνειρα. Τον ενδιέφεραν μονάχα οι σωματικές ασθένειες της ανθρωπότητας και ο βέλτιστος τρόπος θεραπείας τους αγωνιούσε να
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
344 /ρφάνΟργκά
ανακουφίσει τον πόνο, όχι να μελετήσει σε βάθος τα κατασκεύασματα του μυαλού.
Με ρώτησε τι σκεπτόμουν έτσι σοβαρός και είπα πως δεν σκεπτόμουν τίποτα, μη θέλοντας να μοιραστώ μαζί του τις μύχιες σκέ
ψεις μου. Πρότεινα να πάμε στο σπίτι. Η καινούργια κατοικία ξεχώριζε σ' έναν κήπο γεμάτο φοινι
κιές και τριανταφυλλιές. Στο πίσω μέρος μια πλατιά, χλοερή κατωφέρεια κατέληγε σ' ένα κομμάτι όπου φύονταν τροφαντές λεμο
νιές και μανταρινιές. Γιατί ετούτο το σπίτι μού θύμιζε κάποιο άλλο, που ορθωνόταν κι αυτό καταμεσής στους κήπους του κι ε ίχε
καεί πριν τόσα χρόνια; Υπήρχε μια αυλή με θέα στο λιμάνι και ήλπισα ότι αυτό το
γαλήνιο μέρος θα αποκαθιστούσε την υγεία της μητέρας μου. Το μπροστινό μέρος του σπιτιού είχε και μία βεράντα· η γιαγιά
μου δεν χόρταινε να κάθεται εκεί χαζεύοντας τους περαστικούς, αλλά η μητέρα μου καθόταν πάντα στο πίσω μέρος κι αγνάντευε τα βαπόρια που σάλπαραν για τόπους μακρινούς. Μιλούσε για την Ισταμπούλ και τον Βόσπορο κι ήξερα πως η καρδιά της θα ανήκε παντοτινά στην αγαπημένη της πόλη. Αργά τις νύχτες κάθονταν μαζί και κουβέντιαζαν με το φεγγάρι που αναρριχάτο ψηλά στον ξάστερο ουρανό κι έστελνε την ανάκλασή του στο νερό, χαράζοντας αφειδώλευτα μια ασημένια ατραπό στη θάλασσα και απαλύνοντας τα περιγράμματα των σπιτιών, που τόσο σκληρά μπορεί να φάνταζαν στο φως της μέρας. Η μητέρα μου φαινόταν ευχαριστημένη. Είχε και πάλι κοντά τους γιους της, παραπονιόταν όλο και λιγότερο για πονοκεφάλους, αλλά μιλούσε με νοσταλγία για την Ισταμπούλ, λες και δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.
Μακάρι να ε ίχα λόγια να περιγράψω την παράξενη μαγεία της Σμύρνης - τα μικρά, στριφτά, ρυπαρά δρομάκια με την αινιγματική ατμόσφαιρα, τα σκόρπια μαγαζιά στα πεζοδρόμια, τις ανοιχτές άμαξες και τα θορυβώδη τραμ, τα σφυρίγματα των βαποριών που σκέπαζαν κάθε άλλον ήχο· τα στραμμένα στο λιμάνι αναψυ
κτήρια με την ατέρμονη μακρόσυρτη μουσική που ξεχυνόταν από
παντού· τη ζεστή λιακάδα, το γαλανό ουρανό, τις χρυσές αμμουδιές τους δεντροφυτεμένους δρόμους, τις γλυσίνες και τις μπου-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 345
καμβίλιες που κρέμονταν παντού σαν ευωδιαστοί μενεξελιοί μπερντέδες.
Πολλές φορές ο Μεχμέτ κι εγώ τριγυρίζαμε με τις ανοιχτές άμαξες και λαγοκοιμόμασταν τυλιγμένοι στο απογευματινό θάλπος ακούγοντας τις οπλές των αλόγων να κροταλίζουν σταθερά στο ρυθμικό σκοπό τους. Τα ψηλά καταπράσινα βουνά υψώνονταν απότομα πίσω από την πόλη κι η σχεδόν τροπική βλάστηση ξεφύτρωνε οργιαστική και άφθονη από τις παλιές, ηλιοκαμένες πέτρες.
Καμιά φορά τις ζεστές νύχτες πηγαίναμε στην πισίνα, η οποία γέμιζε με θαλασσινό νερό, κι επιστρέφαμε πεζή στο σπίτι με το φεγγαρόφωτο, περνώντας μπροστά από κατοικίες που αναπαύονταν μέσα στους ήρεμους κήπους τους. Η βαριά ευωδιά από τις μανταρινιές και τις πορτοκαλιές γέμιζε τον αέρα, ενώ οι μοσχολεμονιές σκόρπιζαν το δικό τους μεθυστικό άρωμα. Τα περισσότερα σπίτια είχαν κληματαριές, συκιές κι εξωτικούς φοίνικες. Κοντά
στο λιμάνι υπήρχαν καινούργιες, δεντροφυτεμένες λεωφόροι και πάντα, ανεξαρτήτως ώρας, οι χορδές κάποιας κιθάρας ή η μελωδία ενός τούρκικου ταγκό από τα αναψυκτήρια έσπαγαν γλυκά τη σιγαλιά.
Υπήρχε ένα ψαροχώρι ακριβώς απέναντι απ' το Καρσί γιακά
και πότε-πότε δε ιπνούσα εκεί μόνος, σ' ένα μικρό καφενείο όπου έπιαναν και μαγείρευαν ψάρια κατά παραγγελία. Ο ιδιοκτήτης
του καφενείου μού έδειχνε μια μικρή δεξαμενή μες στη θάλασσα, όπου κολυμπούσαν τα ψάρια, και με παρότρυνε να επιλέξω. Περνούσα πολλές ευχάριστες ώρες εκεί πέρα, διαλέγοντας, τρώγοντας και πίνοντας ρακή ως τη στιγμή που χαλάρωνα αναίσχυντα τη ζώνη μου.
Πιο πέρα απλωνόταν το Γκιουζέλ γιαλί, όπου οι κατοικίες
σκαρφάλωναν στους πράσινους λόφους που αγναντεύουν τη θάλασσα. Υπήρχε ένα δροσερό καφενείο στην πλαγιά του λόφου με εξώστες, οργιαστική βλάστηση στους κήπους και καλό φαγητό, που έκανε τη διαδρομή ν' αξίζει τον κόπο. Κι ολόκληρη η Σμύρνη ξεχείλιζε από άνθινα παρτέρια που οι έντονες χρωματιστές κηλίδες τους θάμπωναν τα μάτια και δονούσαν τις αισθήσεις. Ακόμα
και σήμερα η Σμύρνη μοιάζει ξένη - μια κοσμοπολίτικη πόλη,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
346 Ιρφάν Οργκά
όπου μονάχα τα τζαμιά κι οι λυγεροί μιναρέδες σού υπενθυμίζουν ότι εξακολουθείς να βρίσκεσαι στην Τουρκία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Η αρχή του τέλους
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΜγΡΝΗ ήταν πολύ ευκολότερη απ' οπουδήποτε αλλού
ε ίχα βρεθε ί. Τα υπηρεσιακά καθήκοντα στο αεροδρόμιο δεν ήσαν επαχθή,
και το καλοκαίρι κύλησε ευχάριστα, ενώ η μητέρα μου φαινόταν να δυναμώνει και να καλυτερεύε ι μέρα με την ημέρα. Περνούσε την περισσότερη ώρα στον κήπο, καταστρώνοντας μονίμως προγράμματα για νέες ανθοστοιχίες και αναδιατάξεις λουλουδιών, βρίσκοντας διέξοδο στο σχεδιασμό πραγμάτων ζωντανών, που αναπτύσσονταν. Καμιά φορά τη βρίσκαμε να κεντά - κάτι το οποίο είχε εγκαταλείψει εδώ και χρόνια. Καθόταν έξω, στην αυλή, μ' ένα μαντίλι στο κεφάλι, για να την προστατεύει από την
κάψα του ήλιου, κι ένα βουναλάκι λαμπερές μεταξωτές κλωστές σ' ένα τραπεζάκι δίπλα της. Βλέποντάς την έτσι, τα χρόνια γλιστρούσαν από πάνω μας και μεταφερόμασταν ξανά σ' ένα χαριτωμένο σπίτι όπου ε ίχε περπατήσει ο πατέρας μου και είχαν αντιλαλήσει τα δοκάρια της οροφής από το ηχηρό γέλιο του θε ίου Αχμέτ.
Η αδελφή μου ήρθε να μας επισκεφθεί από την Άγκυρα μ' ένα μωρό και μια αραπίνα νταντά, που, σαν κοίταζα το μελαψό της πρόσωπο, η ψευδαίσθηση των παιδικών χρόνων ολοκληρωνόταν: θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Ιντζί ή η Φεριντέ.
Η Μουαζέζ φάνηκε να ενοχλείται όταν της είπα ότι αυτή και η περιττή ακολουθία της δημιουργούσαν συνωστισμό στο μικρό
σπίτι. Απέφυγε το σαρκασμό μου καταφεύγοντας στα κανακέματα της γιαγιάς μου και παραπονέθηκε ότι γινόμουν πικρόχολος.
Έμεινε μαζί μας ένα μήνα, τη δε τελευταία εβδομάδα της επίσκεψής της ήρθε κι ο σύζυγός της. Η μητέρα μου έδε ιχνε κάθε
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
348 /ρφάν Οργκά
μέρα πιο ευδιάθετη κι ακούσαμε το εύθυμο γέλιο της για πρώτη φορά ύστερα από πάμπολλους μήνες.
Ο Μεχμέτ κι εγώ το προσέξαμε και σχολιάσαμε ότι ανέρρωνε, ότι δεν θα ξανάπεφτε ποτέ σε κατάθλιψη.
Στις 10 Οκτωβρίου πέθανε ο Κεμάλ Ατατούρκ και η αίσθηση της απώλειας ήταν βαριά όταν το μάθαμε. Η Τουρκία θρηνούσε και ολοφυρόταν για το χαμό του ηγέτη της και σύσσωμο το έθνος βουτήχτηκε στο πένθος. Πήρα άδεια να πάω στην Ισταμπούλ και
ταξίδεψα με πολιτικά. Διαπίστωσα το σφάλμα μου εκ των υστέρων, όταν βρέθηκα συμπιεσμένος στον ασφυκτικό κλοιό της φρενιασμένης κοσμοπλημμύρας, ενόσω οι ένστολοι αξιωματικοί περιδιάβαιναν κορδωτοί όπου ήθελαν. Ανακατεύτηκα με τα ατελε ίωτα πλήθη που συνέρρεαν στο Σεράι του Ντολμά Μπαχτσέ, όπου η σορός του Ατατούρκ είχε εκτεθε ί σε λα'ίκό προσκύνημα και η αστυνομία προσπαθούσε εις μάτην να τηρήσει την τάξη. Γριές και νέες θρηνούσαν τον ήρωά τους, ο οποίος ε ίχε φύγει για πάντα. Ασκεπείς άνδρες έσερναν σιωπηλοί τα πόδια τους στην τεράστια αίθουσα υποδοχής των σουλτάνων, όπου ο Πατέρας της Τουρκίας κοιμόταν τον ύστατο ύπνο του, τον αξύπνητο.
Ήταν σκεπασμένος με την τουρκική σημαία και γύρω του στεκόταν τιμητική φρουρά τεσσάρων αξιωματικών που κρατούσαν σφιχτά τα υψωμένα ξίφη τους. Οι κλαμένοι, απαρηγόρητοι άνθρωποι τους οποίους είχε απελευθερώσει έκαναν ουρά προκειμένου να του αποδώσουν φόρο τιμής κι αναθυμήθηκα πολλά πράγματα γι'
αυτόν. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον ε ίδα από κοντά, στη δέκατη επέτειο της Δημοκρατίας του, κάπου πέντε χρόνια πρωτύτερα. Θυμήθηκα πώς το ισχνό, αδιάλλακτο πρόσωπο μπορούσε να λάμψει μ' ένα τόσο εκθαμβωτικό χαμόγελο ώστε ακόμα κι οι
εχθροί του του συγχωρούσαν πολλά και πώς, συνηθέστερα, τα σφιγμένα χείλη χαμογελούσαν, ενώ τα μάτια παρέμεναν σκοτεινά και μελαγχολικά, προκλητικά.
Την ημέρα που τον μετέφεραν στην Άγκυρα, κατόρθωσα με μύριες δυσκολίες και διόλου ιπποτικό σπρωξίδι να βρω θέση σε ένα από τα πλοιάρια που αναχωρούσαν από τη Γέφυρα του
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 349
Γαλατά. Ακολουθήσαμε το θωρηκτό που τον μετέφερε στην πρωτεύουσά του, την πόλη την οποία ε ίχε κερδίσει και ε ίχε οικοδομή
σει έξω από την Ανατολία, αλλά τον ακολουθήσαμε μόνο ως τα νησιά της Θάλασσας του Μαρμαρά. Έπειτα τον αποχαιρετήσαμε διότι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε άλλο. Σκυμμένοι στις
κουπαστές, βλέπαμε το μελαγχολικό θωρηκτό να σχίζει τα ταραγμένα νερά και ο Ατατούρκ - που ίσως μια μέρα λησμονηθεί εντελώς - συνέχισε μόνος το ταξίδι του. Όσοι ε ίχαμε το προνόμιο να τον γνωρίσουμε, έστω και λίγο, θ' αποζητούσαμε πολύ καιρό και μάταια τη μορφή η οποία δεν θα ξαναγύριζε, τον ψηλό βλοσυρό
ηγέτη με το σκληρό βλέμμα που τόσο απροσδόκητα μπορούσε να μαλακώνει, το εγκάρδιο χέρι στον ώμο και την εύθυμη τραχιά
φωνή που έλεγε :
«Λοιπόν, σμηναγέ, ακόμα στην αεροπορία;» Στις επίσημες τελετές απέφευγε τις εθιμοτυπίες, κι αυτό ίσως
να μη συμβιβαζόταν με την ανυπόμονη, αυταρχική ιδιοσυγκρασία
του, αλλά ορισμένες φορές ήταν συγκινητικά απλός. Ουδέποτε ξέραμε πότε θα μας αιφνιδίαζε στη Λέσχη Αξιωματικών, ποια θα ήταν η επόμενη πρότασή του. Καθώς κοιτούσα το θωρηκτό να απομακρύνεται, θυμήθηκα τον άνθρωπο κι ένιωσα να βουρκώνω όπως αν είχα χάσει ένα φίλο.
Δεκέμβριος του 1938, ο χειμώνας αγγίζε ι με απαλά ακροδάχτυλα τη Σμύρνη και για μία ακόμα φορά οι ειδικοί καλούνται να εξετάσουν τη μητέρα μου. Οι ενέσει ς τής πρόσφεραν κάποια προσω
ρινή ανακούφιση και ησυχία, αλλά τώρα πια οι ίσιοι ώμοι της για
γιάς μου κύρτωσαν οριστικά κάτω από το ασήκωτο βάρος της ασθένειας της μητέρας μου.
Αρχές της άνοιξης του 1 939 - με τα νεύρα μου σμπαράλια μετά την πολύμηνη ένταση στο σπίτι - κι ο Μεχμέτ φέρνε ι ένα μικροκαμωμένο ξανθό κορίτσι με μωρουδίστικα γαλανά μάτια λέγοντάς μας ότι είχε αρραβωνιαστεί. Την έλεγαν Μπέντια κι έμοιαζε τόσο με εύθραυστη κούκλα ώστε αναγκαστικά διερωτώ
σουν τι σόι γυναίκα γιατρού θα γινόταν. Όμως ήσαν τόσο ερωτευμένοι, εκείνη δεκαεπτά, εκείνος ε ίκοσι επτά, που δεν μπορού-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
350 /ρφάνΟργκά
σες να μείνεις ασυγκίνητος. Η μητέρα μου δέχθηκε ήρεμα την
είδηση, αλλά η αξιαγάπητη γιαγιά μου, ο δερβέναγας, απαίτησε
στεντορεία τη φωνή να μάθε ι από πού ε ίχε ξεφυτρώσει η κοπέλα
και ποιοι ήσαν οι γονείς της. Νομίζω ότι ο Μεχμέτ είχε ήδη προειδοποιήσει την Μπέντια διότι δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη, ίχνος αγανάκτησης για τις ερωτήσεις απλώς μειδίασε με το
γλυκό αγγελικό της χαμόγελο και σφίχτηκε κοντύτερα στο μελαχρινό Μεχμέτ, ο οποίος παρέσχε τις πληροφορίες τις οποίες ζητούσε η γιαγιά μου.
Για ένα διάστημα η μητέρα μου αφυπνίστηκε από τον ονειρικό
κόσμο της. Οργάνωσε δείπνα κι αγόρασε καινούργια φορέματα για να παραστεί σε κάποια άλλα. Η Μουαζέζ, η οποία έμοιαζε όλο και περισσότερο της γιαγιάς μου στα νιάτα της, έγραψε επιτακτικά από την Άγκυρα και απαίτησε να την επισκεφθεί το ευτυχές ζεύγος διότι έτσι θα είχε κι εκείνη την πρόφαση να παραθέτει δείπνα.
Και η ασύλληπτη, άφθαρτη ομορφιά ήρθε να τυλίξει ξανά τη μητέρα μου, τόσο ώστε κάθε φορά σ' αιχμαλώτιζε η εξαίσια έκπληξη. Τα χρόνια έφυγαν από πάνω της ως διά μαγείας και ξανάγινε κοριτσάκι για να ταιριάξε ι με την αθώα νιότη της Μπέντια.
Ένα βράδυ με ρώτησε πότε θα παντρευόμουν κι εγώ. Πριν προλάβω να απαντήσω, η γιαγιά μου είπε χαχανίζοντας ότι το ίδιο θα ήθελαν να μάθουν κι οι μισές μανάδες της Σμύρνης. Μ' έπιασαν τα γέλια με τη μεγαλε ιώδη, ματαιόδοξη υπερβολή της, αλλά η μητέρα μου επανέλαβε την ερώτηση.
Φίλησα το χέρι της κι αποκρίθηκα: «Όταν αγαπήσω». Απάντησε:
«Αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Είσαι άκαρδος έπρεπε να το ξέρω».
Έπειτα έβαλε τα κλάματα και παρατεταμένες τρεμούλες άρχισαν να διατρ�χoυν το σώμα της. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Έφυγα από το δακρύβρεχτο σπίτι και πέρασα το απόγευμα σ'
ένα καπηλε ιό, χωρίς να εμφανισθώ στο δείπνο, αν και όφειλα να Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 351
παραστώ ως οικοδεσπότης. Όταν επέστρεψα, η μητέρα μου βρι
σκόταν ξανά στο κρεβάτι κι ο Μεχμέτ τής έκανε ενέσεις.
Τον Μάιο ο Μεχμέτ στάλθηκε στην Ισταμπούλ κι ο αγαπημένος γιατρός της μητέρας μου έφυγε επίσης από τη Σμύρνη για να
εγκατασταθεί στην Άγκυρα. Βυθίστηκε στις σκέψεις της, ανησυχώντας περισσότερο από κάθε άλλη φορά για την υγεία της, τον Μεχμέτ, τη Μουαζέζ στη μακρινή Άγκυρα και την Μπέντια, θεωρώντας τώρα ότι δεν ήταν η κατάλληλη σύζυγος για τον αδελφό
μου. Άρχισε να τρώει μονάχη, μερικές φορές δεν έτρωγε καθόλου, έπειτα γινόταν πάλι προσεκτική κι έτρωγε μόνο αν ήμουν στο σπίτι. Έτσι περιόρισα τις επισκέψεις μου σε φίλους ή σε αναψυ
κτήρια κι έτρωγα κάθε απόγευμα στο σπίτι προσπαθώντας να μην εξάπτομαι πολύ υπό το κράτος αυτού του νέου περιορισμού. Με έδεσε με αλυσίδες αγάπης, έφθασε μέχρι του σημείου να με περιμένει τις νύχτες κοιτώντας από την αυλή ώσπου να με δει να προβάλλω στο δρόμο. Ακόμα και στις τρεις τα χαράματα να γύριζα, εκείνη με πρόσμενε σε μια γωνιά της αυλής, χωρίς να λέει ποτέ
τίποτα, χωρίς να φανερώνεται ποτέ, όμως εγώ ένιωθα τα μελαγχολικά μάτια της να με παρακολουθούν μες στο σκοτάδι. Άρχισα να επιστρέφω νωρίτερα ώστε να μπορεί κάπως να κοιμάται. Το φέγγρισμα της όψης της γινόταν ολοένα εμφανέστερο κι η γιαγιά
μου παραπονιόταν ότι την κρατούσε ξάγρυπνη τις νύχτες. Τώρα
κοιμούνταν στην ίδια κάμαρα δεδομένου ότι η μητέρα μου είχε αγνοήσει τη Σμυρνιά υπηρέτρια την οποία είχαμε προσλάβει και είχε αντιδράσει πολύ υπεροπτικά και δύστροπα στη σκέψη ότι θα
την ε ίχε στο δωμάτιό της. Ένα βράδυ στο δείπνο έμοιαζε πραγματικά άρρωστη. Τα μαλ
λιά της ήσαν απεριποίητα και ξεχτένιστα και, καθώς την παρατηρούσα, το ένα μάτι φαινόταν να μικραίνει όλο και περισσότερο. Τη ρώτησα γιατί είχε καθήσει έτσι στο τραπέζι. Προς στιγμήν έδειξε να αιφνιδιάζεται, σάμπως να είχα διακόψει απότομα κά
ποια απόμακρη, προσωπική της σκέψη, κι ύστερα τραύλισε ότι δεν ένιωθε καλά, ότι είχε πονοκέφαλο. Ξάφνου άφησε το κεφάλι της να γείρει στο τραπέζι, ανάμεσα στα πιάτα, τόσο αποκαμωμένα,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
352 Ιρφάν Οργκά
τόσο παραιτημένα ώστε μάτωσε η καρδιά μου απ' τη λύπηση. Η
γιαγιά μου χτύπησε να έρθει η υπηρέτρια και τη βάλαμε στο κρεβάτι βγάζοντάς της τα ρούχα με καλοπιάσματα και κανακέματα θαρρείς και ήταν παιδί.
Αργότερα, όταν η γιαγιά μου κι εγώ καθήσαμε στο σαλόνι πίνοντας τούρκικο καφέ, είπα ότι είχε έρθει πλέον η ώρα που η μητέρα μου χρειαζόταν συνεχή, έμπειρη νοσηλεία και υπέδειξα ότι θα ήταν καλύτερα σε ένα ιδιωτικό ίδρυμα για το οποίο είχα
ακουστά. Θυμούμαι ότι η γιαγιά μου με κοίταξε πολύ παράξενα κι έπει
τα είπε :
«Η μητέρα σου δεν ε ίναι τόσο άσχημα ώστε να την αποκόψεις από την οικογένειά της κι απ' όλα όσα της ήταν ανέκαθεν γνώριμα. Αυτό θα αποτελούσε μεγάλη βαναυσότητα, γιε μου. Απλώς νευρωτική είναι κι όλοι οι γιατροί λένε ότι οι πονοκέφαλοί της είναι ημικρανίες . . . »
«Υποθέτω ότι έχουν δίκιο», είπα αμήχανα, μη θέλοντας να παραστήσω την αυθεντία στις νευρικές διαταραχές, αφού υπήρχαν οι ιατρικές γνωματεύσεις.
«Εάν μια μέρα χρειαστεί να τη διώξουμε», συνέχισε η γιαγιά
μου ακολουθώντας το δικό της νήμα σκέψης, «παρακαλώ τον Θεό
να μη βρίσκομαι εδώ να το δω». Απέστρεψε το βλέμμα, αλλά μπορούσα να διακρίνω παλιές,
πικρές μνήμες να παλεύουν στο πρόσωπό της. Ήξερα πως, παρό
τι ουδέποτε ε ίχε συμπαθήσει η μία την άλλη, παρότι βρίσκονταν μονίμως στα μαχαίρια, εντούτοις δεν μπορούσαν να ζήσουν χώρια για μεγάλο διάστημα. Τώρα πια είχαν συμβιώσει επί πάρα πολλά
χρόνια κι είχαν μοιραστεί ό,τι σημαντικό τούς είχε συμβεί. Καθήσαμε σιωπηλοί πολλή ώρα και, όταν χτύπησα το κουδου
νάκι για να ζητήσω κι άλλο καφέ, η γιαγιά μου βγήκε από την ονειροπόλησή της.
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω περισσότερα», είπα. Η γιαγιά
μου άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε ελαφρά το γόνατό μου. «Έκανες όλα όσα σου επέτρεπε να κάνεις ο χαρακτήρας
σου . . . »
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 353
Οι παράξενες κουβέντες με ξάφνιασαν κι έκαναν τις στιγμές οργής, τα σκληρά λόγια που είχα ξεστομίσει να αναβιώσουν. Η
γιαγιά μου πρόσεξε την πάλη μου κι είπε λυπημένα: «Τώρα είναι πολύ αργά για να τυραννιέσαι. Πάνε χρόνια που
μεγάλωσες μακριά μας μας aπoμάκρυνες κι ίσως το λάθος να ήταν δικό μας. Έχω δει πόσο προσπάθησες με τη μητέρα σου, πό
σο πίεσες τον εαυτό σου να κάνεις ό,τι ήθελε, μα όλα ήσαν βε βιασμένα, αγόρι μου. Το ξέρει κ ι εκείνη, αλλά δεν μπορούσες να δώσεις παραπάνω απ' ό,τι όφειλες κι έτσι δεν είναι ανάγκη να μέμφεσαι τον εαυτό σου. Έχεις κάνει γι' αυτή περισσότερα απ'
όσα θα είχαν κάνει πολλοί γιοι που θα την αγαπούσαν». «Με κάνετε να ντρέπομαι», της είπα. Σιχαινόμουν το πόσο αφύ
σικος ήμουν, αλλά κι αναλογιζόμουν τους περιορισμούς τους οποίους ουδέποτε είχε υποστεί ο Μεχμέτ. «Δ εν μπορώ να την προσεγ
γίσω περισσότερο! » φώναξα απελπισμένος. «Δεν μπορώ να τη σκέπτομαι συνεχώς!»
Το σοφό, γέρικο πρόσωπο της γιαγιάς μου στράφηκε με κατα
νόηση προς το μέρος μου. Ένευσε καταφατικά. «Δεν έπρεπε να πεθάνει ο Χουσνού», είπε σφίγγοντας δυνατά
το χέρι μου. «Δεν έπρεπε να έχει μείνει μόνη στη ζωή τόσο νέα». Κούνησε το κεφάλι της με θλίψη. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα
δάκρυα, αλλά δεν κυλούσε ούτε ένα. Πήρα το γερασμένο, ρυτιδωμένο χέρι της και το φίλησα.
Την ένιωσα να κοιτάζει το σκυμμένο μου κεφάλι κι ύστερα εί
πε ξεκάρφωτα: «Πόσο μοιάζε ις του Αχμέτ!»
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Η οικογένεια διαλύεται
Ο ΜΕΧΜΕΤ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1939 για το
γάμο του· έφθασαν από την Άγκυρα κι η Μουαζέζ με τον Αλή
προσθέτοντας μεγαλείο στο μικρό σπίτι. Δεν είδα τον Μεχμέτ να παντρεύεται διότι την προηγούμενη
μέρα με έστειλαν σε μια άσκηση κι έπρεπε να φύγω αφήνοντας πίσω μου όλο τον αναβρασμό και την έξαψη. Η άσκηση διήρκεσε δέκα μέρες, αλλά στην επιστροφή με περίμενε μια απερίγραπτα δυσάρεστη έκπληξη: η γιαγιά μου μας ε ίχε αφήσει για τα καλά κι είχε γυρίσει στην Ισταμπούλ με τον Μεχμέτ και την Μπέντια. Ο
σεΙζης μου ήταν στο νοσοκομείο. Είχαμε προαποφασίσει οικογενειακώς ότι, όταν η γιαγιά μου
θα πήγαινε να μείνει με τον αδελφό μου και τη σύζυγό του, η μητέρα μου θα ακολουθούσε τη Μουαζέζ στην Άγκυρα. Η γιαγιά μου ποτέ δεν θα μας ε ίχε αφήσει αν ο Μεχμέτ δεν βρισκόταν πολύ
συχνότερα στη θάλασσα απ' ό,τι στο σπίτι του. Κρίθηκε πως δεν θα ήταν σώφρον να αφήσουν ασυνόδευτη τη νεαρή Μπέντια. Ίσως αυτή η συνοδεία να ήταν αχρείαστη σε άλλες χώρες, αλλά
το ν' αφήσει κανείς την Μπέντια μόνη στα δεκαεπτά της στην Ισταμπούλ, όπου το σκάνδαλο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο, δεν χρειάζεται παρά έναν απειροελάχιστο σπινθήρα για να μετατραπεί σε βρυχώμενη φλόγα, ήταν αδιανόητο. Υπήρχαν άπειρες παγίδες για απερίσκεπτες νεαρές συζύγους στην Ισταμπούλ.
Όταν αρχικά προτάθηκε αυτή η διευθέτηση, η μητέρα μου προσποιήθηκε ότι ήταν ευχαριστημένη και μου εκμυστηρεύτηκε ότι ίσως να είχε ζήσει πάρα πολλά χρόνια με τη γιαγιά μου και η διαμονή στην Άγκυρα θα της έκανε καλό.
Έτσι εξεπλάγην όταν, επιστρέφοντας στη Σμύρνη, τη βρήκα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 355
ακόμα εκεί και μάλιστα μόνη στο σπίτι, γεγονός το οποίο έκανε την όλη κατάσταση να φαντάζει πολύ χειρότερη.
«Πού είναι η υπηρέτρια;» ρώτησα. «Την απέλυσα. Ήταν τεμπέλα», αποκρίθηκε η μητέρα μου, η
οποία έως τότε την εγκωμίαζε . Η μητέρα μου πάντως βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Έτρε
μα όσο σκεπτόμουν αυτή την εγκληματική ασπλαχνία που την είχε αφήσει μονάχη με τον αντίλαλο του σπιτιού. Ήταν άπλυτη, ξεχτένιστη, ατημέλητη και, το χειρότερο απ' όλα, δεν το συναισθανόταν.
Καταράστηκα τον Μεχμέτ γι' αυτό που είχε κάνει, αλλά δύ
σκολα μπορούσα να ψέξω την ανεύθυνη Μουαζέζ, η οποία ήταν ανέκαθεν aπoρρoφημένη στις δικές της υποθέσεις για να πολυνοιαστεί όταν η μητέρα μου αρνήθηκε να τη συνοδεύσει.
Ρώτησα πού ήταν ο σεΙζης και μου είπε ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο. Άρχισε να παραπονείται με διαπεραστική, κλαψιάρικη φωνή για την υπηρέτρια που ε ίχε διώξε ι, και όλη αυτή την ώρα τα χέρια της στριφογύριζαν, στριφογύριζαν, ξεσχίζοντας νευρικά ένα δαντελένιο μαντίλι. Έμοιαζε σαν να είχε μέρες να φάει
και το σπίτι ήταν άνω-κάτω. Τα περισσότερα έπιπλα της γιαγιάς μου είχαν μεταφερθεί στην Ισταμπούλ και τα λιγοστά κομμάτια που είχαν μείνει είχαν τραβηχτεί από τους τοίχους. Τα κρεβάτια ήσαν άστρωτα και η κουζίνα βρόμικη, με αποφάγια ημερών.
Την οδήγησα στο αποπνικτικό, θεόκλε ιστο σαλόνι κι άνοιξα διάπλατα τα παράθυρα. Κι εδώ επικρατούσε χάος. Σκιζόταν η καρδιά μου να βλέπω τη μητέρα μου σε αυτή την κατάσταση, σε τούτο το ρυπαρό, παραμελημένο σπίτι.
«Γιατί δεν πήγατε με τη Μουαζέζ;» τη ρώτησα ήπια. Στύλωσε επάνω μου τα μάτια της για ένα-δυο λεπτά κι έπειτα αποκρίθηκε :
«Και ποιος θα σε φρόντιζε αν έφευγα;» Δαγκώθηκα για να μην ξεστομίσω την καυστική απάντηση που
μου έκαιγε τα χείλη . Συνέχισε οργίλα: «Είπα της γιαγιάς σου να μην κοιτάξε ι πίσω όταν έφυγε από το
σπίτι. Της είπα ότι, αν κοιτούσε, θα μας έφερνε γρουσουζιά. Αλλά
με αγνόησε και στάθηκε στη γωνία κοιτώντας πίσω για ώρα,
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
356 ΙρφάνΟργκά
πολλή ώρα, ώσπου αναγκάστηκα να της φωνάξω: "Φύγε, φύγε,
φύγε !"» Η φωνή της μητέρας μου είχε γίνει τσιριχτή από την υστερία
και μετακινήθηκα αμήχανα στο κάθισμά μου ενόσω η περιγραφή
της έκανε τη σκηνή να αναβιώσει: η ηλικιωμένη γυναίκα στη γωνία να στηρίζεται στο μπαστούνι της και να γυρίζει να κοιτάξει ένα μέρος όπου ε ίχε ζήσει ευτυχισμένη, η μητέρα μου να της φωνάζει απ' την αυλή, κινώντας ίσως την προσοχή του κόσμου,
και ο σειζης μου να επιχειρεί να την τραβήξει μες στο σιωπηλό
σπίτι. Με παρακολουθούσε άγρυπνα, προσπαθώντας να καταλάβει
την αντίδρασή μου σε ό,τι μου έλεγε. Δεν είπα τίποτα. Είχε μείνει βουβή και μόνη τόσο καιρό οπότε τώρα είχε ανάγκη να μιλήσει.
«Η γιαγιά σου δεν ήθελε να φύγει. Είπε πως ήθελα να την ξεφορτωθώ. Γι' αυτό κοίταξε πίσω, ενώ της ε ίχα πει να μην το
κάνει, για να πέσει το ανάθεμά της πάνω σε τούτο το σπίτι και σ'
όσους ε ίναι μέσα. Ξέρω εγώ . . . » μου έκανε νόημα. «Ευελπιστεί να πεθάνω!»
«Αχ, μητέρα! » απάντησα αναρωτώμενος πότε θα έπαυε αυτή η χρόνια αμάχη μεταξύ τους.
Μολαταύτα φανταζόμουν τη μορφή της γιαγιάς μου να απομα
κρύνεται και διερωτήθηκα αν είχαμε πράξει σωστά εμείς οι νεότεροι, οι οποίοι είχαμε σκεφθεί μόνο πώς να τις χωρίσουμε προκειμένου να μη μαλώνουν πια όπως έκαναν όλα αυτά τα χρόνια. Συλλογίστηκα τη μητέρα μου, η οποία έμεινε εδώ για χάρη μου,
και δεν μπορούσα να τη φανταστώ στην αλλότρια ατμόσφαιρα του σπιτιού της αδελφής μου στην Άγκυρα. Δεν ήξερα τι να την κάνω τώρα που ε ίχα μείνει μόνος μαζί της. Είχα προσπαθήσει να φανώ
άξιος γιος, αλλά μάλλον είχα αποτύχει, ίσως πολλά χρόνια πριν. Αισθανόμουν ανήμπορος έτσι όπως καθόμουν εδώ και την κοιτούσα. Οι άλλοι είχαν αναβάλει επ' αόριστον την ανάληψη των ευθυνών τους και είχαν φύγει αφήνοντάς μας μόνους - το μόνο πράγμα που έτρεμα μια ζωή.
Όταν μερικές ημέρες αργότερα επέστρεψε ο σειζης μου, το
σπίτι επανήλθε στη φυσιολογική του κατάσταση και την άφηνα με
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 357
ανακούφιση στα χέρια του, κάθε πρωί που πήγαινα στο αεροδρόμιο, ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να της συμβεί τίποτα κακό.
Τέλη Αυγούστου με έστειλαν στο Κα'ίσερί για να φέρω ένα
καινούργιο αεροπλάνο στη μονάδα μου, αλλά στις 3 Σεπτεμβρίου έλαβα ένα τηλεγράφημα από το διοικητή, ο οποίος με διέταζε να επιστρέψω πάραυτα.
Είχε ξεσπάσει ξανά πόλεμος στην Ευρώπη. Είχαν εισβάλει στην Πολωνία και για μία ακόμα φορά όλα τα φώτα του κόσμου έσβηναν ένα-ένα. Όταν έφθασα στο Εσκί-Σεχίρ για ανεφοδιασμό
σε καύσιμα, ε ίδα στους αγρούς όλα τα αεροπλάνα τραβηγμένα έξω από τα υπόστεγά τους. Είχαν ανασυρθεί αντίσκηνα και φορτηγά κι αναρωτήθηκα αν θα έμπαινε κι η Τουρκία στον πόλεμο
και, το σημαντικότερο, με ποια πλευρά θα τασσόταν. Στο Εσκί-Σεχίρ με πληροφόρησαν ότι είχαν ανακληθεί όλες οι
άδειες και ότι άπαντες οι αξιωματικοί έπρεπε πλέον να παραμένουν νυχθημερόν στο αεροδρόμιο. Απογειώθηκα με προορισμό τη Σμύρνη ενώ σκεπτόμουν ποιος θα φρόντιζε τώρα τη μητέρα μου.
Στη Σμύρνη με περικύκλωσε ένα πλήθος εξημμένων φίλων, αλλά δεν ήμουν σε θέση να τους ακούσω. Αναζήτησα το διοικητή
και τον παρακάλεσα να κάνει μια εξαίρεση στο νέο κανονισμό, μόνο για μία νύχτα, επειδή ανησυχούσα για τη μητέρα μου. Ήταν ενήμερος για την ασθένειά της και μου έδωσε αμέσως άδεια να πάω στο σπίτι λέγοντας ότι, εάν με χρε ιάζονταν, θα έστελνε ένα αυτοκίνητο για να με πάρει.
Όταν έφθασα στο σπίτι, η μητέρα μου φαινόταν αρκετά ήρεμη. Με καλωσόρισε τρυφερά και είπε πως είχε ακούσει στο ραδιόφωνο ότι ε ίχε κηρυχθεί πόλεμος. Είχε επίσης μάθει από γείτονες ότι δεν θα μπορούσα πια να επιστρέφω τις νύχτες στο σπίτι. Η
φυσιολογική της αντίδραση με ανακούφισε. Τον Σεπτέμβριο όλα πήγαν καλά διότι ο σεΙζης μου φερόταν
εξαιρετικά στη μητέρα μου κι εγώ της μιλούσα καθημερινώς στο τηλέφωνο. Προσλάβαμε καινούργια υπηρέτρια' στην αρχή την παίνευε, ύστερα όμως η γνώριμη δυσαρέσκεια άρχισε να χρωματίζει τη φωνή της και δεν φαινόταν πια ευχαριστημένη μαζί της.
Τον Οκτώβριο ο σεΙζης μου απολύθηκε αφού είχε υπηρετήσει Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
358 /ρφάνΟργκά
τη θητεία του. Τον αντικατέστησε άλλος, τον οποίο η μητέρα μου μίσησε, λέγοντάς μου ότι ήταν παντελώς ηλίθιος για να κάνει οτιδήποτε ή να καταλάβε ι έστω τα μισά απ' όσα του έλεγε. Έστειλα άλλον κι έπειτα άλλον κι άλλον, αλλά δεν έμεναν, και άλλωστε τους αντιπαθούσε από την πρώτη ματιά. Ύστερα πέταξε έξω την
υπηρέτρια κι έμεινε πια μόνη στο σπίτι με το σκύλο. Κόντευα να τρελαθώ από την αγωνία και κάθε μέρα διέγραφα
κύκλους με το αεροπλάνο μου πάνω από τον κήπο για να δω αν ήταν καλά. Έγραψα στον Μεχμέτ εξηγώντας του πώς ε ίχε η κατά
σταση και πρότεινα να πάει η μητέρα μου στο σπίτι του, στην Ισταμπούλ, όπου τουλάχιστον δεν θα ήταν μόνη.
Μια μέρα κατάφερα να πάω στο σπίτι και το συζήτησα μαζί
της. «Είναι εκεί η γιαγιά σου», ε ίπε. «Ίσως έχουμε επιθυμήσει η
μία την άλλη περισσότερο απ' όσο νομίζουμε και εν πάση περι
πτώσει θα επιστρέψω στην Ισταμπούλ». Ο Μεχμέτ απάντησε γρήγορα λέγοντας ότι η Μπέντια ευχαρί
στως θα δεχόταν τη μητέρα μου και να τη στείλω αμέσως. Πήρα ξανά άδεια, βοήθησα τη μητέρα μου να συσκευάσει τα
πράγματά της και την πήγα στην Ισταμπούλ. Η Μπέντια την υποδέχθηκε καλοσυνάτα και μας έδειξε την
aπλόχωρη' ευάερη κάμαρα που της είχε ετοιμάσει. Μόνο η γιαγιά
μου φαινόταν σκεπτική, λες και αναρωτιόταν πώς θα εξελισσόταν αυτό το νοικοκυριό με τρεις κυράδες.
Επέστρεψα μόνος στη Σμύρνη και στο άδειο σπίτι κι αναλογιζόμουν τι να κάνω τα υπόλοιπα έπιπλα. Ο σκύλος, ο Φιντέλ, αρνιόταν να φάει' σιγόκλαιγε διαρκώς κοιτάζοντάς με ανήσυχα θαρρείς
και με ικέτευε να του πω τι συνέβαινε. Αραιά και πού πήγαινε αθόρυβα ως την πόρτα, μυρίζοντας τα
χαλιά, κι έπειτα ερχόταν αποκαρδιωμένος προς το μέρος μου και σωριαζόταν κάτω απ' την καρέκλα μου.
Ο σεΙζης μού έφερνε το δείπνο, και το σιωπηλό δωμάτιο έμοιαζε γεμάτο φαντάσματα. Ο Φιντέλ με ακολουθούσε στο τραπέζι, αλλά δεν έτρωγε. Καθόταν κάτω, με τη μουσούδα του ακουμπισμένη στα πόδια, και σάλευε μονάχα για να τεντώσει το ένα αυτί
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 359
αν άκουγε κάποιο θόρυβο. Πρόσμενε συνέχεια να μπει η μητέρα μου στο δωμάτιο, μα εκείνη δεν θα ξαναρχόταν εδώ.
Το σπίτι παραδόθηκε στη σιγή και στην ανάμνηση όλων των ταραγμένων συμβdντων που είχαν διαδραματιστεί κάτω από τη
στενή στέγη του.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
Αντίο, Σεβκιγιέ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΑΜΠΟΥΛ η μητέρα μου δημιούργησε προβλήματα. Σύντομα εγκατέλε ιψε το σπίτι της Μπέντια κι έπιασε ένα δωμάτιο σε μια ψηλή παλαιά κατοικία στο Σισλί λέγοντας ότι προτιμούσε να μείνει μόνη. Πού και πού επισκεπτόταν τη γιαγιά μου, η οποία, όπως
και η Μπέντια, γρήγορα πρόσεξε την ταχεία επιδε ίνωσή της, την αφροντισιά των ρούχων της. Έλεγε στον κόσμο πως τα παιδιά της δεν την ήθελαν. Άρχισε να μένει νηστική κι έδινε τα περισσότερα χρήματά της σε φτωχούς που γνώριζε στο δρόμο. Μιλούσε σ'
όλους τους διακονιάρηδες της Ισταμπούλ, τους οποίους καλούσε στην κάμαρά της, στο Σισλί, και τους έδινε να πάρουν ένα σωρό
τρόφιμα. Δεν άντεχε να βλέπει κουρελήδες κι έπιασε να τους μοιράζε ι τα ρούχα της. Ορισμένες φορές διένυε χιλιόμετρα μέσα σε μία μέρα κι επέστρεφε στο σπίτι εξουθενωμένη και πεινασμένη, αλλά δίχως χρήματα για ν' αγοράσει φαγητό για τον εαυτό της. Συνήθιζε να πηγαίνει στα μέρη όπου είΧf ζήσει παλαιότερα' συ
χνά έπαιρνε ταξί, λέγοντας υπεροπτικά στους οδηγούς να περιμένουν και, όταν ύστερα δεν είχε να τους πληρώσει, τους ξαναπήγαινε στο σπίτι της Μπέντια. Αγόραζε μεγάλες ποσότητες γλυκών για να τα διανέμε ι στα παιδιά των φτωχομαχαλάδων και μία φορά
τη βρήκαν να κάθεται στον παρατημένο, πνιγμένο στα χορτάρια
κήπο του κατεστραμμένου μας σπιτιού - του σπιτιού που της είχε αγοράσει ο πατέρας μου προτού φύγει για τον πόλεμο. Ήταν αδύνατον να πάρω άδεια να πάω στην Ισταμπούλ και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να στέλνω φρενήρεις επιστολές εκλιπαρώντας τη να γυρίσει στην Μπέντια και στη γιαγιά μου, όπου θα τη φρόντιζαν.
Αγνόησε παντελώς τα γράμματά μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 361
Αφότου έφυγε από τη Σμύρνη, δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά
μαζί μου, ούτε καν μέσω των ασυνάρτητων επιστολών της γιαγιάς μου. Βρισκόμουν σε απόγνωση κι αναρωτιόμουν πώς θα κατέληγε αυτή η άσχημη ιστορία.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1940 έλαβα ένα τηλεγράφημα από την Μπέντια η οποία με παρακαλούσε να μεταβώ εσπευσμένα στην Ισταμπούλ διότι η μητέρα μου ήταν σοβαρά άρρωστη. Πήγα στο διοικητή και του έδειξα το τηλεγράφημα. Έριξε μια ματιά στο
πρόσωπό μου και μου έδωσε άδε ια να φύγω από το αεροδρόμιο. Άφησα τη διεύθυνση της Μπέντια κι έκλεισα βιαστικά μια θέση στο τρένο για το Μπαντιρμά. Από το Μπαντιρμά πήρα το πλοίο για τον Γαλατά δυσανασχετώντας με το αργό, όπως μου φαινόταν, ταξίδι και με την ψυχή διαρκώς στο στόμα.
Όταν έφθασα επιτέλους στο σπίτι του Μεχμέτ, το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρησμένο πρόσωπο της Μπέντια κάθε άλλο παρά
με καθησύχασε ότι τελικά μπορεί όλα να πήγαιναν καλά. «Πέθανε η μητέρα μου;» τη ρώτησα αρπάζοντάς την από το
μπράτσο. Η γιαγιά μου διέσχισε το στενό χολ και με οδήγησε στο σαλόνι. Κάθησε και με παρακάλεσε να καθήσω κι εγώ, πράγμα το οποίο μου ήταν αδύνατον.
«Πείτε μου», ε ίπα. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο. «Είναι νε
κρή;» «Όχι», αποκρίθηκε. «Αλλ.ά καλύτερα να ήταν». Βάδιζα πάνω-κάτω στο δωμάτιο, βλέποντας τα οικεία έπιπλα,
που μπορούσαν ακόμα να μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια και την πείνα, παρότι εκείνη την ημέρα δεν είχα τίποτα πια να φοβηθώ επ' αυτού. Όλα τα σπίτια στα οποία είχαμε μείνει, ακόμα κι όταν είχε επανέλθει η ευμάρεια, ήσαν συνδεδεμένα μ' εκείνα τα πρώτα, ανασφαλή χρόνια επειδή αυτά τα βαριά, παλαιά έπιπλα βρίσκονταν πάντα εκεί για να το υπενθυμίζουν. Δεν θα ξέφευγα ποτέ από τις αναμνήσεις.
«Έλα, κάθησε», ε ίπε πράα η γιαγιά μου, «δεν θα κερδίσεις τίποτα με το να πηγαινοέρχεσαι στο δωμάτιο ή με υστερισμούς».
Κάθησα σε μια μπροκάρ καρέκλα, κάποτε ωραία, μα τώρα πια ξεφτισμένη στις άκρες από την πολυχρησία.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
362 ΙρφάνΟργκά
«Πού ε ίναι η μητέρα μου;» ρώτησα. «Τι της συνέβη;» Μα νομίζω πως ήξερα την απάντηση προτού μου αποκριθε ί
κανείς. Μου μίλησε η Μπέντια, η Μπέντια η οποία έβαλε τα κλάματα και με εξερέθισε με τα συνεχή δάκρυά της, αλλά η οποία είχε μολαταύτα το θάρρος να πει ό,τι δυσκολευόταν να πει η για
γιά μου. «Έχασε τα λογικά της», ε ίπε η Μπέντια με αξιοπρεπή φωνή κι
αισθάνθηκα ευγνώμων που βρισκόταν εδώ, νεόφερτη στην οικο
γένεια, ικανή να μιλήσει για τα οδυνηρά, καταχωνιασμένα πράγματα με τρόπο που εμείς οι υπόλοιποι δεν θα ε ίχαμε μπορέσει. Τόσο καινούργια στην οικογένεια ώστε ο τρόμος μας δεν μπορούσε να την αγγίξει πάρα πολύ.
Η γιαγιά μου σηκώθηκε ευθυτενής είχε χάσει το χρώμα της,
και το αυστηρό της βλέμμα ήταν όλο συμπόνια. Έβαλε το χέρι της στο νεανικό ώμο της Μπέντια και ε ίπε:
«Σώπα, παιδί μου! Δεν υπάρχει λόγος να κλαις !» Κι εξακολούθησε να χα"ίδεύε ι αφηρημένα τον αδύνατο ώμο,
ενώ τα μάτια της θωρούσαν κάτι αθέατο σ' εμάς. Στηρίχτηκα στο παράθυρο, δίχως να νιώθω το σώμα μου, και περίμενα να μου τα πουν όλα.
Η Μπέντια ανέλαβε να αφηγηθεί την ιστορία. «Η μητέρα ήρθε να μας επισκεφθεί πριν δυο βράδια», είπε.
«Φαινόταν πολύ άρρωστη. Είπε ότι πεινούσε κι έπειτα ρώτησε αν μπορούσε να περάσει εδώ τη νύχτα. Παραπονέθηκε ότι πονούσε το κεφάλι της. Της είπα φυσικά ότι θα μας ευχαριστούσε αν έμενε μαζί μας κι όχι μόνο μία νύχτα, αλλά για πάντα. Για λίγο ήταν
καλά, αλλά έπειτα άρχισε να γίνεται ευερέθιστη. Την ενοχλούσε το ραδιόφωνο, είπε ότι έκανε το κεφάλι της να χειροτερεύει, κι έτσι το έκλε ισα. Αφού το έκανα, σχολίασε πόσο υπάκουη ήμουν
και με ρώτησε αν δυσκολευόμουν να ζήσω με τη γιαγιά. Είπα πως όχι, δεν συναντούσα δυσκολίες έγινε εριστική κι είπε ότι η γιαγιά
ήταν εξαιρετικά δύστροπη γυναίκα, ότι όλες οι πεθερές κατέστρεφαν τις ζωές των νυφών τους κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν θα έμενε μαζί μου. Είπε πως ήθελε να είμαι αποδεσμευμένη από
την επιρροή των γεροντοτέρων κι έπειτα στράφηκε στη γιαγιά και Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 363
είπε πως έπρεπε να με αφήσει και να πιάσει κάπου ένα δωμάτιο μόνη της. "Είστε ανόητη που μένετε εδώ", είπε, "η Μπέντια δεν σας θέλει. Όταν γερνά κανείς, είναι άχρηστος", συνέχισε, "και τα παιδιά του δεν τον θέλουν πια"».
Η Μπέντια έκανε μια παύση διστάζοντας. Ένιωθα το ήρεμο, ασάλευτο πρόσωπο της γιαγιάς μου κρυμμένο στη σκιά των αυτιών της μπερζέρας της, τα βυθισμένα σε περισυλλογή χέρια της σταυρωμένα σεμνά στους μηρούς. Η Μπέντια εξακολούθησε:
«Η μητέρα άρχισε να θυμώνει επειδή η γιαγιά δεν της απαντούσε. Φαινόταν σαν να απηύθυνε σ' εκείνη την κάθε της κουβέντα' στην πραγματικότητα εμένα με χρησιμοποιούσε απλώς σαν προκάλυμμα, ήταν φανερό. Μετά μου είπε ότι μισούσε τη γιαγιά, ότι τη μισούσε εδώ και πολλά χρόνια κι ότι έφταιγε για ένα σπίτι το οποίο είχε καεί - πριν από καιρό μού φαίνεται», πρόσθεσε
απολογητικά η Μπέντια, η οποία δεν είχε εξοικειωθεί ακόμα με το οικογενειακό χρονικό, δεν γνώριζε για το τετράγωνο, λευκό σπίτι που είχε λαμπαδιάσει κάτω από το νυχτιάτικο ουρανό. «ο Μεχμέτ βρίσκεται στο Μπαντιρμά, πήγε εκεί με τορπιλάκατο πριν μερικές ημέρες, κι έτσι δεν βρισκόταν εδώ όταν έγιναν όλα αυτά. Η μητέρα ρωτούσε διαρκώς γι' αυτόν και διαρκώς ξεχνούσε ότι της είχα πει πού βρισκόταν. Ύστερα ξέσπασε λέγοντας ότι δεν μπορούσε
να καταλάβει τι γύρευα στο σπίτι του γιου της. "Ξέρω ότι ε ίσαι γυναίκα του", είπε, με φοβερή περιφρόνηση όμως, "αλλά δεν μου αρέσει το βαμμένο στόμα σου. Καμιά σ' αυτή την οικογένεια δεν έβαλε ποτέ κοκκινάδι στα χείλη της". Έπειτα είπε στη γιαγιά ότι θα θεράπευε την κώφωσή της και μου ζήτησε να φέρω λίγο λάδι. Είπε ότι θα το ζέσταινε και θα το έχυνε στα βαρήκοα αυτιά. Δεν ήθελα να το κάνω, αλλά επέμενε ' έτσι πήγα στην κουζίνα και της έφερα ό,τι είχε ζητήσει. Όταν επέστρεψα, κοιτούσε ένα μαχαίρι που είχε μείνει στο τραπέζι και το οποίο δεν είχε χρησιμοποιήσει όσο έτρωγε». Σ' αυτό το σημείο η Μπέντια ανατρίχιασε από την ανάμνηση και τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Είπε με αλλοιωμένη φωνή ότι το μαχαίρι είχε όμορφη κόψη, ότι ήταν τόσο καθαρό κι αστραφτερό. Και, όση ώρα μιλούσε, κοιτούσε τη γιαγιά, αλλά η γιαγιά απλώς την ατένιζε χωρίς να έχει ακούσει λέξη απ' όσα
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
364 ΙρφάνΟργκά
έλεγε. Της πήρα το μαχαίρι, το έβαλα κατά μέρος και, όταν ξαναστράφηκα προς το μέρος της είπε: "Μα γιατί, Μπέντια, κακό ε ίναι να θαυμάζω πόσο καλά διατηρείς τα μαχαιροπίρουνά σου; Μήπως νόμισες ότι ήθελα να τραυματίσω τη γιαγιά;" Είπα ότι δεν το είχα σκεφθεί κι ύστερα με πλησίασε και στρίγκλισα. Έδειξε να εκπλήσσεται' με ρώτησε γιατί είχα φωνάξει, αλλά δεν ήξερα τι να πω. Κι όλη την ώρα η γιαγιά καθόταν εκεί, δίχως να λέει λέξη, δίχως να παρεμβαίνει, εξοργίζοντας όλο και περισσότερο τη μητέρα, κι είχα τρομοκρατηθεί στην ιδέα τού τι μπορούσε να συμβεί», πρόσθεσε με αφέλε ια. «Ξέρεις, η γιαγιά είναι πολύ πεισματάρα».
Κούνησα το κεφάλι αναθυμούμενος αυτό το πείσμα κι από
παλιότερα. «Ναι, το ξέρω», είπα στην Μπέντια. «Συνέχισε». «Δεν έχω να σου πω πολλά ακόμα», είπε. «Λίγο αργότερα η
μητέρα ε ίπε ότι θα πήγαινε να πλαγιάσει, ότι δεν άντεχε τον πονοκέφαλο και με ρώτησε αν είχα τίποτα ασπιρίνες. Δεν είχα και είπε πως δεν πείραζε. Όταν πήγε στο δωμάτιό της, η γιαγιά πρότεινε να φέρουμε γιατρό. Ρώτησα γιατί και η γιαγιά είπε ότι γνώριζε πολύ
καλά τη νύφη της, ότι χρόνια δημιουργούσε προβλήματα κι ότι με τη διάθεση που είχε απόψε ήταν ικανή να προκαλέσει ένα σωρό φασαρίες. Εν πάση περιπτώσει πήγα να φέρω γιατρό' ήρθε κατευθείαν εδώ μαζί μου, διερωτώμενος τι συνέβαινε διότι ομολογουμένως δεν ήμουν σε θέση να του εξηγήσω και πολλά. Όταν πήγε στο δωμάτιό της, ήταν ακόμα ξύπνια και με ρώτησε ποιος ήταν. Της είπα πως ήταν γιατρός και θα της έδινε κάτι για τον πονοκέφαλό της. Τον αντιμετώπισε πολύ καχύποπτα, αλλά του επέτρεψε να την εξετάσει. Της άφησε μερικά χάπια κι ύστερα γύρισε μαζί μου στο σαλόνι κι άρχισε να κάνει στη γιαγιά κάθε ε ίδους ερωτήσεις για τη μητέρα. Εντέλει είπε ότι θα ήταν καλύτερα αν εισαγόταν για μερικούς μήνες σε κάπΟΙQ ίδρυμα, όπου θα μπορούσε να της παρασχεθεί καλή περίθαλψη και καλό φαγητό. "Δίνει την εντύπωση ότι επιζητεί να πεθάνει απ' την πείνα", είπε. Μετά έφυγε, αλλά δεν είχαμε αντιληφθεί ότι η μητέρα είχε ακούσει όλα όσα είχαν ειπωθεί. Βλέπεις, ο γιατρός ήταν αναγκασμένος να φωνάζε ι για ν' ακούσει η γιαγιά και η γιαγιά απαντούσε φωνάζοντας χωρίς να συνειδητο-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 365
ποιεί ότι φώναζε. Ήταν τρομερό. Η μητέρα μπήκε στο σαλόνι με το νυχτικό και είπε: "Θεωρείτε ότι είμαι τρελή και θέλετε να με κλεί
σετε μέσα και να μην ξαναδώ τα παιδιά μου ποτέ;" Η γιαγιά προσπάθησε να την κατευνάσει, μολονότι η μητέρα ήταν πολύ ήσυχη, αν και ταραγμένη. Κάθησε στο ντιβάνι και με κοίταξε ' ήταν αξιολύπητη. "Μπέντια", είπε, "πιστεύεις ότι είμαι τρελή; Είναι τρέλα να θέλω να βοηθώ τους φτωχούς, να υπεραγαπώ τα παιδιά μου, να φοβάμαι μην πεθάνει ο μεγάλος μου γιος; Είναι τρέλα να θέλω να μένω μόνη ώστε να μη γίνω βάρος στην ευτυχία του γάμου σου με τον Μεχμέτ ή της Μουαζέζ και του άντρα της;" Είπα πως δεν πίστευα κάτι τέτοιο. Ακουγόταν φοβερά λογική κι άρχισα να σκέπτομαι ότι κακώς ε ίχαμε φωνάξει γιατρό και του είχαμε πει τόσο πολλά στη συνέχεια. Η μητέρα κάθησε εκεί' έπειτα αναλύθηκε σε δάκρυα κι έτρεξε στο δωμάτιό της κλειδώνοντας την πόρτα. Έτρεξα πίσω της, αλλά δεν μου άνοιγε. Την άκουγα όλη την ώρα να τρι
γυρίζει κλαίγοντας κι ύστερα ήρθε η γιαγιά, κοπάνησε την πόρτα
και της ούρλιαξε να μας ανοίξει. Αλλά η φωνή της έμοιαζε να τρελαίνει τη μητέρα. Ξάφνου την άνοιξε διάπλατα - είχε κιόλας ντυθεί - και μας παραμέρισε σπρώχνοντας και λέγοντας στη γιαγιά: "Εσείς φταίτε για όλα όσα μου έχουν συμβεί", κι έπειτα χύθηκε στις σκάλες και βγήκε από το σπίτι. Έτρεξα αμέσως στο κατόπι της, αλλά δεν κατάφερα να την προλάβω. Έδειχνε να έχει δύναμη δέκα ανθρώπων. Αργότερα ακούσαμε ότι ε ίχε φθάσει τρέχοντας σχεδόν ως το Σισλί και ότι ε ίχε φωνάξει ταξί, αλλά, μπαίνοντας μέσα, λιποθύμησε. Ήταν αδύναμη βέβαια - διότι είχε μέρες να βάλε ι μπου
κιά στο στόμα της, εκτός από το λίγο φαγητό που της ε ίχα δώσει εκείνο το βράδυ - και ο οδηγός του ταξί την πήγε απευθε ίας στο θεραπευτήριο. Σήμερα το πρωί ήρθε να μας ενημερώσει η αστυνομία και μας είπαν ότι ξεφώνιζε στο αστυνομικό τμήμα και είχε παλέψει να ξεφύγει. Είχαν φωνάξει ένα γιατρό, ο οποίος της έκανε ενέσεις και έπειτα την έστειλε με ασθενοφόρο στο θεραπευτήριο ... »
Η Μπέντια σταμάτησε να μιλά και την κοίταξα' ακόμα δεν ήταν δεκαοκτώ κι όμως ε ίχε δει την έκλυση τόσης παραφοράς, είχε παραστεί μάρτυρας του ανοίγματος πληγών που κακοφόρμιζαν επί είκοσι έξι χρόνια. Και σκέφθηκα ότι είχε αναδυθεί απ'
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
366 ΙρφάνΟργκά
όλα αυτά μ' εκείνη τη χαριτωμένη, συγκινητική όψη της νιότης χαμένη για πάντα από το πρόσωπό της, με το χαριτωμένο, εύθραυ
στο ύφος της εξαφανισμένο σαν νιφάδα που τη φυσά ο αγέρας. «Πού βρίσκεται τώρα;» ρώτησα. «Δεν ξέρω», αποκρίθηκε αποκαμωμένη η Μπέντια, «θα σου
πουν στην αστυνομία. Θα ε ίχα πάει να ρωτήσω εγώ, αλλά περίμενα να έρθε ις».
Η γιαγιά μου ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου και συλλο
γίστηκα το τεταμένο απ' την προσοχή πρόσωπο το οποίο θα παρακολουθούσε τη μητέρα μου, τα φραγμένα αυτιά που δεν είχαν α
κούσει τίποτα, μολονότι η ίδια θα πρέπει να συναισθανόταν τον
κίνδυνο. Συλλογίστηκα το αδάμαστο θάρρος, που την είχε κρατήσει στην καρέκλα της σαν είδε τη λαμπερή, σίγουρη λεπίδα του μαχαιριού τη στιγμή που μια απερίσκεπτη κίνηση ίσως να είχε ωθή
σει την εξημμένη μητέρα μου να το χρησιμοποιήσει εναντίον της. Πιάστηκε η ψυχή μου κι ένιωσα το δέρμα μου να μυρμηγκιάζει. Δεν άφησα το μυαλό μου να σκεφθεί τον πόνο, το σπαραγμό, την αντιζηλία τόσων χρόνων, το κατάφορτο, υπερκορεσμένο μυαλό
της μητέρας μου. «Όχι από τώρα, ε ίπα. Όχι ακόμα. Υπάρχει χρόνος να το σκεφθείς αργότερα. Αν αυτά τα σκεφθείς τώρα, θα μισή
σεις την Μπέντια και τη γιαγιά σου επειδή δεν κατάλαβαν. Σκέ
ψου κάτι άλλο». Πήγα στο θεραπευτήριο. Με δέχθηκε ο γιατρός ο οποίος είχε
εισαγάγει τη μητέρα μου. Ήταν ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης με καλοσυνάτα μάτια
και, όταν τον ρώτησα αν μπορούσα να τη δω, ε ίπε μαλακά: «Δεν είναι πλέον εδώ. Είσαι νέος, αεροπόρος, κι έχεις δει
πολλά τραγικά πράγματα. Δεν θα ήταν σωστό να υποβάλεις τον εαυτό σου σε τέτοιο μαρτύριο».
Τον εκλιπάρησα, αλλά ήταν αμετάπειστος. «Δεν είναι εδώ», επανέλαβε . «Τη στείλαμε στο Μπακίρκιο'ί.
Θα την περιποιούνται καλά εκεί». Θυμήθηκα ένα κόκκινο χωρίς παράθυρα ασθενοφόρο το
οποίο έφευγε τη στιγμή ακριβώς που έμπαινα στο θεραπευτήριο
κι αίφνης ήξερα ότι εκεί μέσα βρισκόταν η μητέρα μου. Την είχαν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 367
εγκλωβίσει σ' εκείνο το δίχως αέρα πράγμα ώστε να ε ίναι βέβαι
οι ότι θα τσακιζόταν το ήδη αν ισόρροπο μυαλό της. Ένιωσα σταγόνες κρύου ιδρώτα να ραντίζουν το μέτωπό μου. Δεν υπήρχε πουθενά ανθρωπιά; Ήταν ανάγκη να την αντιμετωπίσουν σαν μια δαιμονισμένη άνου ύπαρξη η οποία δεν είχε αισθήματα και δεν καταλάβαινε τίποτα; Ήμουν σίγουρος, θαρρείς και την άκουγα να μου μιλά, ότι είχε πλήρη επίγνωση των διατρεχόντων, ότι ήξερε γιατί την ε ίχαν χώσει σ' εκείνο το στεγανό ασθενοφόρο. Πώς σκιζόταν η καρδιά της από οίκτο οσάκις έπαιρνε το μάτι της τέτοια ασθενοφόρα στους δρόμους της Ισταμπούλ!
«Τους έρημους», έλεγε. «Δεν τους θέλουν οι οικογένειές τους. Τους πηγαίνουν στο Μπακίρκιο'ί, όπου πια δεν θα μπορούν να δημιουργούν μπελάδες σε κανέναν».
Δεν θα έβρισκα ησυχία ώσπου να ξαναπροσπαθήσω να τη δω, να την παρηγορήσω, αν υποθέσουμε ότι μπορούσε να βρει παρηγοριά.
Έφυγα από το θεραπευτήριο και πήρα το τρένο για το Μπακίρκιο'ί, εκνευρισμένος με τις μακρές αναμονές στους ενδιάμεσους σταθμούς, θυμωμένος επειδή δεν ε ίχα πάρει ταξί για να πάω ως εκεί.
Κατόρθωσα να βρω ένα παετόνι στο σταθμό, το οποίο με οδή
γησε στο φρενοκομείο, ένα ζοφερό κτίριο περίκλε ιστο από όμορ
φους κήπους και περίφρακτο από ψηλούς, δυσυπέρβατους μαντρότοιχους.
Διάβηκα την πύλη αφού ένας θυρωρός με ρώτησε ξερά τι ήθελα. Με κοίταξε καχύποπτα και νομίζω ότι, αν δεν φορούσα στολή, δεν θα μου είχε επιτρέψει την ε ίσοδο.
Με πλησίασε ένας άνδρας, ο οποίος έμοιαζε απολύτως φυ
σιολογικός, και τον ρώτησα πού μπορούσα να βρω κάποιον εφημερεύοντα γιατρό. Μου χαμογέλασε μορφάζοντας κι έκανε αόριστες χειρονομίες κοίταξα τα λαμπερά του μάτια και προσπέρασα. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα μικρό ρίγος όταν εννόησα.
Ανέβηκα μερικά σκαλοπάτια και μέσα, σ' έναν προθάλαμο, είδα μια πόρτα όπου έγραφε: «Ιδιαίτερο. Γραμματεία». Μπήκα
και δήλωσα για ποιο σκοπό είχα έρθε ι.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
368 /ρφάνΟργκά
«Πότε έφθασε;» ρώτησε νευρικά ο γραμματέας φυλλομετρώ
ντας ένα κιτάπι. «Σήμερα», ε ίπα μπλοφάροντας. Κοίταξε ένα φάκελο πάνω στο
γραφείο του και είπε ότι πράγματι είχε εισαχθεί σήμερα το πρωί. Με έστειλε σε ένα αντικρινό κτίριο για περαιτέρω πληροφορίες. Άνοιξε τα μεγάλα ασπρουλιάρικα χέρια του εξυπονοώντας ότι ήταν απλώς γραμματέας και δεν μπορούσε να γνωρίζει τα πάντα.
Ξαναβγήκα στον προθάλαμο, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε γεμί
σει με ασθενείς. Είχαν τα μανίκια ανασηκωμένα και περίμεναν όλοι για ενέσεις. Διέσχισα τις εύτακτες ουρές φρικιώντας μην τυχόν τους αγγίξω, πιθανόν διότι τους φοβόμουν λιγάκι. Με κοιτούσαν απλανώς διέσχισα γρήγορα τις σειρές τους με το κεφάλι σκυμμένο και βαθύτατα αμήχανος επειδή τους ένιωθα τόσο ξένους.
Στο άλλο κτίριο βρήκα ένα γιατρό, ο οποίος με πληροφόρησε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μου επιτραπεί να δω τη μητέ
ρα μου. «Ελάτε πάλι σε έξι εβδομάδες», ε ίπε αδιάφορα. «Ίσως μπο
ρέσετε να τη δε ίτε τότε». Αποθαρρημένος από την ακαμψία του, ρώτησα αν μπορούσε
να μεταφερθεί σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Ανασήκωσε τους ώμους, υπαινισσόμενος ότι αυτό δεν θα άλλαζε τη θεραπεία στην οποία
υποβαλλόταν. «Θα αισθάνεται πιο ήσυχα εκεί», ε ίπα. «Δεν θα αντιλαμβάνε
ται διαρκώς γύρω της τους άλλους ασθενείς» . Τα μάτια του με αναμέτρησαν ψυχρά. «Σμηναγέ», είπε με φοβερή σκληρότητα κι έλλε ιψη κατανόη
σης, «προς το παρόν δεν ε ίναι σε θέση να αντιληφθεί τίποτα». Σιχάθηκα την παγερή, όλο ακρίβεια φωνή του, μολαταύτα
όμως επέμεινα να μεταφερθεί σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Το διευθέτησε ενόσω βρισκόμουν ακόμα εκεί, δεχόμενος επιφυλακτικά την επιταγή που του έδωσα λες και υποψιαζόταν ότι ενδεχομένως να μην ε ίχε αντίκρισμα. Καθώς μου έγραφε μια απόδε ιξη, ε ίπε:
«Είναι προτιμότερο να πληρώνετε τοις μετρητοίς, σμηναγέ. Θα είχατε, παρακαλώ, την καλοσύνη να το θυμηθεCτε την επόμενη φορά που θα έρθετε;»
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 369
Δεν απάντησα' σηκώθηκε θέλοντας να δείξει ότι ήταν πολυάσχολος και ότι η συνέντευξη ε ίχε φθάσει στο τέλος της. Καθώς με αποχαιρέτησε, το λευκό του χέρι έμεινε χαλαρό μες στο δικό μου και το βλέμμα του με διαπέρασε σαν πυρωμένο σίδερο ώστε να συνειδητοποιήσω ότι αυτός ήταν άνθρωπος με κάποια αποστολή, ότι, αν του δινόταν η παραμικρή ευκαιρία, θα έθετε κι εμένα υπό
επιτήρηση. Έφυγα από το ΜπακίΡΚΙα"ί έχοντας περατώσει ελάχιστα. Σ'
όλη τη διάρκεια της επιστροφής με το τρένο έκανα εξωφρενικές υποθέσεις για το τι θα της έκαναν. Θα υπήρχε παράθυρο στο δωμάτιό της για να της προσφέρει όλο τον καθαρό αέρα και το
φως του ήλιου που τόσο αγαπούσε; Θα είχε θέα στους κήπους ή θα την κρατούσαν δεμένη με λουριά στο κρεβάτι, ανήμπορη να αντιμετωπίσει την υγιή παροχή υπηρεσιών τους; Τα μάτια μου βούρκωναν ασταμάτητα και δεν επέστρεψα στο σπίτι του Μεχμέτ. Δεν είχαμε τίποτα άλλο να πούμε και δεν ήθελα να συναντήσω ούτε το ερωτηματικό βλέμμα της γιαγιάς μου ούτε το συμπονετικό
της Μπέντια. Γύρισα στη Σμύρνη, διοχέτευσα όλη μου την ενεργητικότητα
στη δουλειά και περίμενα νεότερα. Ο Μεχμέτ μού έγραψε αρκε
τές φορές, αλλά δεν μπήκα στον κόπο ν' απαντήσω. Τι να πω; Δεν άντεχα τη διαρκή ανακίνηση του ζητήματος της μητέρας μου. Δεν μπορούσαν να την αφήσουν ήσυχη πλέον;
Ήμουν ευχαριστημένος που έμενα στο αεροδρόμιο, όπου η συντροφικότητα είχε αναδειχθεί σε πολύτιμη αξία.
Τον Μάρτιο του 1 940 μου έδωσαν άδεια να πάω στην Ισταμπούλ. Πήρα ένα πλοίο από τη Γέφυρα του Γαλατά και, όταν αποβιβάστηκα, πήγα κατευθείαν στο Μπακίρκια"ί παρακάμπτοντας τον Μεχμέτ και την οικογένειά του. Ανυπομονούσα να μάθω
απευθείας τα νέα της μητέρας μου χωρίς να με επηρεάσουν πληροφορίες από δεύτερο χέρι.
Προς μεγάλη μου τύχη, φθάνοντας στο φρενοκομείο, διαπίστωσα ότι ήταν ημέρα επισκεπτηρίου. Οι όμορφοι κήποι ήσαν γεμάτοι ασθενείς και επισκέπτες και ορισμένες φορές δυσκολευόμουν πολύ να ξεχωρίσω τους μεν από τους δε .
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
370 /ρφάνΟργκά
Ανέφερα το σκοπό της επίσκεψής μου σε μια στρυφνή νοσοκόμα με σκληρό πρόσωπο και, καθώς απομακρυνόταν, ήλπισα να μην είχε αναλάβει τη νευρική, παράφορη μητέρα μου διότι σε αυτή την περίπτωση οι πιθανότητες ανάρρωσής της θα ήσαν μηδενικές.
Περίμενα στον κήπο επειδή μου ήταν αδύνατον να καθήσω
φρόνιμα-φρόνιμα στη γυμνή αίθουσα αναμονής. Η καρδιά μου
χτυπούσε σαν τρελή και το στομάχι μου ανακατευόταν συνεχώς και τελε ίως ανεξέλεγκτα. Ένιωσα ξαφνικά ανίκανος να αντεπεξέλθω και μετάνιωσα που δεν περίμενα ώσπου να ευκαιρήσει να με συνοδεύσει ο Μεχμέτ. Αισθάνθηκα ανόητος και γεμάτος ανα
σφάλεια καθώς πατούσα διστακτικά το μαλακό, στεγνό γρασίδι. Κοίταξα γύρω μου τους ασθενείς και τους επισκέπτες και συλλογίστηκα ότι θα 'πρεπε κανείς να 'χει ατσάλινα νεύρα και φαντα
σία τούβλου για να έρθει εδώ. Ένας ψηλός γέροντας έβγαζε έναν παθιασμένο λόγο σε μια
άχρωμη, ηλικιωμένη κυρία η οποία μπορεί να ήταν γυναίκα του. Της μιλούσε ακατάπαυστα, σταματώντας μετά βίας για να πάρει ανάσα και σείοντας τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του μπροστά στο
παθητικό πρόσωπό της. Κατά διαστήματα χτυπούσε το στήθος του με μια επιβλητική, τρομερή χειρονομία και εξέβαλλε ένα βρυχηθμό σαν εξαγριωμένο λιοντάρι. Ένας γιατρός στάθηκε δίπλα μου με μόνα διακριτικά σημάδια, εν μέσω όλης αυτής της μάζας του επαμφοτερίζοντος κοσμάκη, μια λευκή μπλούζα κι ένα στηθοσκόπιο, το οποίο κρεμόταν από την τσέπη του. «ο γέροντας δεν ε ίναι τόσο άσχημα όσο φαίνεται», είπε διασκεδάζοντας με τη δύσπιστη έκφρασή μου. «Ελπίζουμε σ' ένα χρόνο να τον έχουμε αποθεραπεύσει».
Μια νέα κοπέλα ακκιζόταν συνομιλώντας με τον πατέρα και τη μητέρα της, οι οποίοι την κοιτούσαν με στοργική και ανήσυχη έκφραση.
«Κι έτσι βεβαίως δεν μπορούσα να τον παντρευτώ», έλεγε με λεπτή, περιφρονητική φωνή. «Δεν μπορούσα παρά να τον αποκρούσω . . . »
Κοίταξε ολόγυρά της, τόσο ωραία, νέα κι άγνωμη, με τα καστα-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 371
νά μαλλιά και τα μεγάλα μάτια της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω μου' χαμογέλασε σαγηνευτικά και με έδε ιξε στους γονείς της.
«Να», είπε. «Εκείνος είναι ο σύζυγός μου. Δεν τον βρίσκετε πολύ εμφανίσιμο;»
Τράβηξα το γιατρό από το μπράτσο κι απομακρυνθήκαμε βια
στικά περπατώντας στη χλόη. Τον ρώτησα για τη μητέρα μου.
«Υπάρχει πιθανότητα να αναρρώσει;» τον ρώτησα. Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό, στάθηκα κι εγώ και τον κοίταξα καταπρόσωπο. «Πείτε μου. Θα ήθελα να ξέρω».
Μου αποκρίθηκε δίχως να με κοιτάζει :
«Σχεδόν καμία. Ξέρετε, παρουσίασε αιφνίδια επιδείνωση και
είμαστε αναγκασμένοι να την ηρεμούμε με ενέσεις ... » Τη φαντάστηκα να ξέρει πού βρίσκεται, να θέλε ι να ανακτήσει
την ελευθερία της, να γίνεται βίαιη επειδή την εμπόδιζαν και την κατέστελλαν με ενέσεις, τις οποίες θα της έμπηγαν αλύπητα, ανελέητα. Πρέπει να έχουμε ησυχία εδώ, τους άκουγα να λένε όλοι τους. Αυτή η ασθενής δεν είναι ακόμα αρκετά τρελή. Της χρειάζεται πειθαρχία.
Ο γιατρός τώρα με κοιτούσε κι ίσως διάβαζε πολλά στο πρόσωπό μου. Είπε μαλακά:
«Θα πεθάνει σύντομα. Νομίζω ότι δεν θα θέλατε να περάσει πολλά χρόνια εδώ, έτσι δεν είναι;»
Σκέφθηκα τη γιαγιά μου και τα λόγια που είχε εκστομίσει εκεί
νο το πρωί στην Ισταμπούλ όταν η Μπέντια μού είχε πει τη φρικτή
αλήθεια. «Είναι νεκρή;» είχα ρωτήσει και μου είχε απαντήσει αυστηρά: «Καλύτερα να ήταν». Αλλά δεν μπορούσα ν' αντιμετωπίσω έτσι την ιδέα ότι θα πέ
θαινε. Εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει ό,τι είχα και δεν ε ίχα αποζητήσει στη ζωή, μολονότι ουδέποτε τα ε ίχα βρει σ' εκείνη . Άρχισα να λέω στο γιατρό όλα όσα νόμιζα ξεχασμένα, πράγματα
απ' τα παιδικά μου χρόνια, τα οποία ξάφνου διαγράφηκαν ανάγλυφα εκείνη τη σύντομη, φωτεινή στιγμή. Του μίλησα για το φευγιό του πατέρα μου, για την πυρκαγιά, τη φτιί)χεια, τα χρόνια σ'
ένα ορφανοτροφείο στο Καντίκιο'ί, τη δουλειά της μητέρας μου
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
372 ΙρφάνΟργκά
στη στρατιωτική αποθήκη ραπτικής του Γκιουλχανέ παρκί, για την από αμνημονεύτων ετών έχθρα μεταξύ της γιαγιάς και της μητέρας μου, που επέμενε και θέριευε με τα χρόνια. Του είπα για την αγάπη με την οποία είχε προσπαθήσει να με αλυσοδέσει, για τους περιορισμούς που μου ε ίχαν επιβληθεί, κι όλη αυτή την ώρα ο γιατρός άκουγε κουνώντας πότε-πότε το κεφάλι του σαν να άρχιζε να την κατανοεί καλύτερα. Σε λίγο με άφησε κι απόμεινα μόνος στο ηλιόλουστο γρασίδι, τρέμοντας κι ευχαριστημένος που είχα μιλή
σει σε κάποιον για όλα αυτά. Περίμενα τη μητέρα μου. Την ε ίδα να έρχεται λίγο αργότερα, υποβασταζόμενη από δυο
νοσοκόμες. Η διαπεραστική, παραπονιάρικη φωνή διέσχισε την απόσταση που μας χώριζε κι έφθασε ως εμένα καθώς πάσχιζε μάταια να απαλλαγεί από τις στιβαρές νοσοκόμες που την περιστοίχιζαν. Μάτωσε η καρδιά μου και σκέφθηκα ότι καλύτερα να μην είχα έρθει εδώ πέρα, να μην την είχα δε ι τόσο ανυπεράσπιστη .
Σταμάτησε αντίκρυ μου. Είπα: «Μητέρα» κι ε ίδα ένα δύσπιστο, παγιδευμένο βλέμμα ν' αναφαίνεται στα μάτια της.
Με κοίταξε σαν να μη με αναγνώριζε. Της ε ίπα: «Δεν με γνωρίζετε;» Έπειτα ε ίπε:
«Α, εσύ ε ίσαι; Ο α·ίτός μου, ο αεροπόρος γιος μου . . . » Μα δεν υπήρχε καμιά συγκίνηση στη φωνή της, τίποτα εξόν
από υπεροψία. Ήταν η φωνή με την οποία θα είχε απευθυνθεί σ'
έναν ξένο. Έδειξε κάποιον και είπε:
«ο μάγειράς μας. Δεν ε ίναι πολύ καλός, φοβούμαι, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε άλλον» .
Κοίταξα τον άνδρα τον οποίο έδειχνε, έναν επισκέπτη. Αντιλήφθηκε το βλέμμα μου και πρόσθεσε :
«Όντως παραείναι αρχοντικός για μάγειρας, αλλά τι να κάνουμε . . . »
Η φωνή της έγινε αργόσυρτη· μου γύρισε την πλάτη αγνοώντας με κι άρχισε να τη συνταράζει τέτοιο βίαιο ρίγος ώστε οι νοσοκόμες χρειάστηκε να την οδηγήσουν σε ένα κάθισμα.
Τις ακολούθησα· τη στιγμή που καθόταν, πήρα το κρύο χέρι της
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 373
στο δικό μου και το φίλησα, μα δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη χειρονομία μου. Όση ώρα ήμουν εκεί, συνέχισε να μου φέρε
ται σαν να ήμουν ξένος. Έπειτα από κείνο το πρώτο τρεμόπαιγμα αναγνώρισης στα μάτια της, είχε αποτραβηχτεί μακριά μου. Ένιωσε ότι την κοιτούσα κι έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος μου λέγοντας:
«Είχα κάποτε κι εγώ ένα γιο που ήταν αεροπόρος σαν εσένα. Μου ράγισε την καρδιά».
Η ηρεμία της απαλής φωνής της ήταν τρομακτική . «Αχ, μητέρα! » είπα προσπαθώντας να μην κλάψω για κείνη,
αλλά και για μένα. «Δεν με γνωρίζετε;» ρώτησα. Ήταν απάνθρωπο να εξακολουθώ να χτυπώ κατ' αυτό τον
τρόπο την πόρτα της μνήμης, μα δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Δεν μου αποκρίθηκε · άρχισε απλώς να σιγομουρμουρίζει έναν ακαθόριστο σκοπό με μια παράξενη, ψιλή φωνή, ενώ οι σπασμωδικές τρεμούλες συνέχιζαν να συγκλονίζουν το εύθραυστο κορμί
της. Της έδωσα μερικά λουκούμια· έφαγε ένα κι έπειτα ρώτησε με αφάνταστη αβροφροσύνη αν μπορούσε να πάρει λίγα ακόμα επειδή οι φίλοι της ήσαν πολύ φτωχοί και δεν ήσαν σε θέση να τ' αγοράσουν. Της έδωσα το κουτί, αλλά τα χέρια της ήσαν πολύ ασταθή
για να το κρατήσουν κι έτσι έπεσε στο χορτάρι. Το περιεχόμενό
του σκορπίστηκε κι οι νοσοκόμες έσκυψαν να της μαζέψουν τα λουκούμια.
Γύρισε δύστροπα το κεφάλι της από την άλλη κι αρνήθηκε να μου ξαναμιλήσει. Έτρεμε διαρκώς. Το σώμα, τα πόδια και τα χέ
ρια της ε ίχαν λιανέψει, μονάχα πετσί και κόκαλα ε ίχαν μείνει. Ε
πέμενε να μου έχει γυρισμένη την πλάτη και ύστερα από λίγο η μία νοσοκόμα είπε ότι θα έπρεπε να την οδηγήσουν ξανά στο δωμάτιό
της. Έπρεπε να ξαπλώσει. Έφυγε μαζί τους πειθήνια, δίχως να ξανακοιτάξει, δίχως να
ξαναστρέψει το κεφάλι προς τα πίσω, καθώς διάβαινε την πόρτα, δίχως να τη μέλε ι που στεκόμουν εκεί και την κοιτούσα ν' απομακρύνεται, δίχως να ξέρει ποιος ήμουν.
Έμεινα εκεί πολλή ώρα, παρακολουθώντας τη μορφή της μητέ
ρας μου, συρόμενη, κυρτή, τρεμάμενη, και συλλογίστηκα ότι δεν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
374 ΙρφάνΟργκά
έπρεπε να ξανάρθω εδώ. Την αποχαιρέτησα σιωπηλά κι ύστερα την έχασα από τα μάτια μου. Αισθάνθηκα τα δάκρυα να τρέχουν ασυγκράτητα στα μάγουλά μου.
Θρήνησα εμένα και τη νεαρή αγαπημένη η οποία είχε κάποτε
αποτυπωθεί στο νου μου, την ημέρα που αποχαιρέτησε τον πατέρα μου στο κομψό σαλόνι ενός προ πολλού νεκρού σπιτιού. Θρήνησα την καλλονή η οποία είχε κάποτε ακτινοβολήσει από διαμαντικά και φιλόξενη διάθεση, η οποία είχε προσδώσει ποιητικότητα σ' ένα σπίτι κάποιου παράδρομου του Βαγιαζήτ. Θρήνησα τη χλομή νεαρή κοπέλα η οποία είχε δουλέψει σαν είλωτας αμέτρητες ώρες σε μια στρατιωτική αποθήκη ράβοντας τραχιά εσώρουχα για στρατιώτες. Θρήνησα τη μεσόκοπη γυναίκα με τη φευγαλέα, άσβεστη ομορφιά, η οποία ε ίχε βάλει ένα τριαντάφυλλο στα μαλλιά την ημέρα που επέστρεψα από το αεροδρόμιο, η οποία είχε κάποτε αστραποβολήσει και λάμψει σαν ήλιος στο μεσουράνημα και η οποία είχε μαραθεί και θρυμματιστεί μες στο σώμα αυτής της
σκυφτής, τρεμάμενης γερόντισσας που δεν αναγνώριζε κανέναν. Μα πάνω απ' όλα θρήνησα τη μητέρα μου.
Ένα ελαφρύ άγγιγμα στο μπράτσο μ' έκανε να στραφώ και να δω μια νοσοκόμα με έκφραση μεγάλης ευγένειας και συμπόνιας. Είπε :
«Τη βάλαμε στο κρεβάτι. Θα θέλατε να δείτε το δωμάτιό της;» «Όχι» , είπα, «όχι, ευχαριστώ. Δεν υπάρχει λόγος. Είμαι βέβαι-
ος ότι είναι πολύ άνετα» . Δεν μου αποκρίθηκε. Ρώτησα:
«Έχει παράθυρο το δωμάτιο;» Τα μάτια της φωτίστηκαν μ' εκείνη τη δυσεύρετη κατανόηση,
που τόσο σπάνια συναντά κανείς στον κόσμο. .
«Ναι» , απάντησε. «Θέλει να της το αφήνουμε ανοιχτό. Και τη φέρνουμε αρκετά συχνά στον κήπο. Της αρέσουν οι κήποι ξέρετε» .
«Ναι» , ε ίπα κι ο νους μου έτρεξε στους κήπους που είχε φτιάξει στην Ισταμπούλ, στο Εσκί-Σεχίρ, στην Κιουτάχεια και στη Σμύρνη κι αναρωτήθηκα αν τους περιποιούνταν ακόμα φιλόστοργα χέρια.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 375
«Ήταν χρυσοχέρα», είπα ξεκρέμαστα κι η ευπροσήγορη νοσοκόμα χαμογέλασε.
«Χαίρετε λοιπόν, σμηναγέ», ε ίπε. «Θα ξανάρθετε, έτσι δεν είναι;»
«Όχι», είπα. «Δεν θα ξανάρθω. Καλύτερα να μην ξανάρθω». Το πρόσωπο της νοσοκόμας σκοτείνιασε αιφνίδια κι έγινε
σκληρό κι ανίκανο να καταλάβει. Είπε στυφά: «Ωστόσο, ξέρετε, μπορείτε να τη βοηθήσετε τόσο . . . » Θυμήθηκα ότι ο γιατρός είχε πει πως δεν θα ζούσε πολύ, ότι
δεν θα καλυτέρευε ποτέ και στοχάστηκα τη φοβερή, ανοικτίρμονα εχεφροσύνη των λογικών, την ηλιθιότητα που μου ζητούσε να ξα
νάρθω για να δω τη μητέρα μου, να της επιβάλω τη δική μου αντίληψη περί των πραγμάτων ενώ εκείνη δεν ήθελε να της υπενθυμίζουν τίποτα, ενώ ο γιος της ήταν για κείνη νεκρός επειδή κάποτε της είχε ραγίσει την καρδιά. Είχα υποθέσει ότι μια τέτοια ανελέητη ωμότητα θα ήταν ξένη στην ευπροσήγορη νοσοκόμα, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να εξηγήσω σ' εκείνο το αδιαπέραστο πρόσωπο ότι η μητέρα μου κι εγώ δεν είχαμε πλέον τίποτα άλλο να πούμε, ότι είχαμε αποχωρισθεί ο ένας τον άλλο.
Η μητέρα μου είχε ταξιδέψει μακρύτερα απ' ό,τι εμείς που στεκόμασταν εδώ, στη λιακάδα. Είχε μεταβεί σ' εκείνο τον κόσμο των τρυφερών ψευδαισθήσεων όπου ήταν πάντα κοριτσάκι, στον κόσμο προς τον οποίο ε ίχε προσπαθήσει να δραπετεύσει όταν κάηκε το σπίτι της, όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της είχε πεθάνει σ'
ένα μακρινό δρόμο κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο. Είχε θελήσει να πάει εκεί προ πολλού, μα πάντοτε τη συγκρατούσαμε, της φωνάζαμε να μείνει μαζί μας, αλλά τώρα πια δεν την ένοιαζε και δεν θα πειθόταν να μείνει άλλο.
Απομακρύνθηκα από τους κήπους. Ο ίδιος άνδρας συνέχιζε να αγορεύει παθιασμένα, η ίδια νεαρή κοπέλα έλεγε αλαζονικά
στους γονείς της ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ, όλοι ζώντας στον ψευδαισθητικό κόσμο τους, όπου ο πόνος δεν μπορούσε να τους αγγίξει . Οι φωνές τους με ακολούθησαν ως την ψηλή σιδερένια καγκελόπορτα κι ο θυρωρός την άνοιξε για να διαβώ. Βγήκα στην ήσυχη δημοσιά.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
376 Ιρφάν Οργκά
Η μητέρα μου πέθανε στις 18 ΜαΙου εκείνου του πολυτάραχου για
την Ευρώπη 1940, αλλά για μένα ήταν νεκρή από εκείνη ακριβώς
τη μέρα. Έλαβα το τηλεγράφημα το πρωί της ημέρας που την έθαβαν,
όταν ήταν πολύ αργά για να πάω στην Ισταμπούλ και πολύ αργά
για να κάνω οτιδήποτε άλλο. Απ' όλη της την οικογένεια μόνο ο Μεχμέτ είδε να την κατεβά
ζουν στο στενό της τάφο, έξω από τα τείχη της Ισταμπούλ. Ένας
ιμάμης διάβασε το Κοράνι κι έπειτα ο Μεχμέτ έμεινε για λίγο μόνος μαζί της. Ύστερα έφυγε κι αυτός αφήνοντάς τη με τον ήλιο, την αγαθή βροχή και τις αιώνιες νύχτες που έμελλε ν' ακολουθή
σουν. Αργότερα υψώσαμε μια επιτύμβια στήλη κι ένα χαμηλό πέτρι
νο τοιχάκι γύρω από το στενό τάφο. Φυτέψαμε τριανταφυλλιές στο κεφάλι και στα πόδια της, και στο αστραφτερό μάρμαρο της ταφόπετρας λαξεύτηκε το όνομά της: «Σεβκιγιέ Οργκά», γράψαμε, «1883-1940, Ρουχουνά Φατιχά», να προσεύχεσθε γι' αυτή, και τ'
όνομα φάνταζε μοναχικό εκεί, ανάμεσα σ' όλους τους άγνωστους νεκρούς ολόγυρά της.
Έπειτα την αφήσαμε μόνη, λίγο έξω από την Ισταμπούλ, που
τόσο ε ίχε αγαπήσει.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
«ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ε ίναι πάντοτε ενδιαφέρουσες. »Κουτσομπολιό του χωριού ή κουτσομπολιό της Ευρώπης
δεν έχει μεγάλη διαφορά». Τζον Μπέτζε μαν, κριτική για το Στην ακτή του Βοσπόρου, 16
Αυγούστου 1950.
«Ιρφάν» στα τουρκικά σημαίνει γνώση, φώτιση, καλλιέργεια. Ο
πατέρας μου έφερε το όνομά του με το κεφάλι ψηλά. Ήταν ένας πράος κι ευγενικός άνθρωπος, άνθρωπος με σοφία κι ευαισθησία, διεισδυτικότητα κι αντίληψη, άνθρωπος που τιμούσε το λόγο του. Η συνταγή του για τη ζωή συνοψιζόταν στη ρήση της μητέρας του: «Είναι πολύ ποταπό να κομπάζεις» και στην προειδοποίηση της γιαγιάς του: «Μην αφήσεις ποτέ κανέναν να μαντέψει την απελπι
σία σου. Φόρα τα καλά σου και την περηφάνια στο πρόσωπο και μπορείς ν' αποκτήσεις τα πάντα σε τούτο τον κόσμο ... αλλιώς μονάχα κλοτσιές θα ε ισπράξεις». «Ένας καλός στρατιώτης», λέε ι στο Πορτρέτο,' «δεν χρειάζεται φαντασία ούτε αισθήματα ανθρωπιάς». Ενδεχομένως αυτό, μαζί με την έλλειψη φιλοδοξίας, την οποία ανακάλυψε από νωρίς, εξηγεί γιατί τελικά τον ενθουσίαζε τόσο λίγο η στρατιωτική σταδιοδρομία' γ ιατί σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό ήταν κακός στρατιώτης. Ήταν υπερβολικά ιδεαλιστής, αμφι
σβητίας, εραστής του ευ ζην. Είναι ευτύχημα που ουδέποτε χρειάστηκε να υποβληθεί στη δοκιμασία της Καλλίπολης, όπως ο πατέρας του, ή σ' αυτή των ερήμων της Μεσοποταμίας και της Συρίας, όπως ο θείος του.
Ό τίτλος της αγγλικής έκδοσης είναι Portrαit ο[ α Turkish Fαmily. Η ελληνική
μετάφραση διατήρησε τον τίτλο τον οποίο είχε επιλέξει αρχικά ο ίδιος ο συγγρα
φέας (βλ. και παρακάτω). (Σ.τ.Μ.).
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
378 ΙρφάνΟργκά
Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου υποληπτόταν αφάνταστα τη δικαιοσύνη και την ακεραιότητα. Ήταν θαυμάσια εμπειρία να εισπράττει κανείς την αγάπη του και δινόταν ολόψυχα στην οικογένειά
του. Ήταν το οχυρό της ύπαρξής μας. Η ζωή του (και η δική μας) διεπόταν από aπλά' καθαρά και ξάστερα πιστεύω. Η αξιοπρέπεια, η αλήθεια, η αφοσίωση, η πίστη και η αυτοπειθαρχία μετρού
σαν για κείνον περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Ήταν αυστηρός παιδαγωγός, ευέξαπτος και, αν του δινόταν αφορμή, ήξερε να τιμωρεί. Ωστόσο ήξερα εξίσου καλά ότι τον διακατείχαν αισθήματα απεριόριστης, βαθύτατης τρυφερότητας. Ήταν ένας καλός άνθρωπος.
Το Πορτρέτο είναι μια αυτοβιογραφία δακρύων και aποχαιρετισμών. Αφιερωμένο στη μητέρα μου και με αρχικό τίτλο Στην ακτή του Βοσπόρου, ήταν πολύ εκτενέστερο και πραγματευόταν διεξοδικά τα χρόνια του πατέρα μου ως υπαξιωματικού και ευέλπιδος. Σχεδίαζε να γράψει μια συνέχεια βασισμένη στα χρόνια που πέρασε στην Αγγλία, αλλά ο λογοτεχνικός του πράκτορας, ο Κέρτις Μπράουν, σε μια επιστολή της 3Οής Αυγούστου του 1949,
του πρότεινε την παρούσα μορφή, μια αφήγηση, η οποία θα περιοριζόταν στα παιδικά του χρόνια και στη ζωή της οικογενείας του στην Τουρκία κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μεταξύ των τελευταίων σουλτάνων και του Ατατούρκ. Ο πατέρας μου συμφώνησε' του πρόσφεραν μια προκαταβολή 75 λιρών και στις 25 Ιανουαρίου 1950 υπέγραψε συμβόλαιο με τον Βίκτορ Γκόλαντς. Ο Γκόλαντς εξέδωσε το βιβλίο στις 14 Αυγούστου, με τιμή 16 σελίνια. Έτυχε τέτοιας θερμής υποδοχής από τους κριτικούς ώστε μέσα σε δεκαπέντε μέρες ακολούθησε εσπευσμένα δεύτερη έκδοση. Δεν υπήρχε βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο χωρίς αντίτυπα και το βιβλίο κοσμούσε τις περισσότερες προθήκες. Εκείνη τη χρονιά στα γενέθλιά μου εκδόθηκε στην Αμερική άπό τον Μακμίλαν της Νέας Υόρκης. Η New York Herαld Trίbune το χαιρέτισε ως «ένα aπό τα αξιομνημόνευτα βιβλία του 1950».
Η ιστορία του Πορτρέτου, έτσι όπως διαμορφώθηκε (η πρώτη εκδοχή καταστράφηκε πριν aπό πολύ καιρό), λήγει ουσιαστικά με το θάνατο της γιαγιάς μου και την επικείμενη αναχώρηση του
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 379
πατέρα μου για την Αγγλία το 1941 . Είναι μια ιστορία αναμνήσεων, αλλά ελλιπής. Για κάποιο λόγο αποσιωπά τη σχέση του πατέρα μου στο Εσκί-.iεχίρ με μία από τις υιοθετημένες κόρες του Ατατούρκ, μια πολύ θεληματική κοπέλα, με την οποία, όπως φαίνεται, είχε συζητηθεί το ενδεχόμενο γάμου. Δεν διασαφηνίζει γιατί σε μερικά έγγραφα εμφανίζεται ως ημερομηνία γέννησής του η 1η Μαρτίου του 1908. Σε αντίθεση με την εισαγωγική του δήλωση, ο πατέρας μου αμφέβαλλε συχνά για την ακριβή ημερομηνία. Δεν τον ενοχλούσε - ο ίδιος θα έλεγε ότι στην παλιά οθωμανική Τουρκία μάθαινες να ζεις με το λάθος: αν δεν ε ίχες χαρτιά,
αποτελούσε κοινή πρακτική των δημοσίων υπαλλήλων να ορίζουν μια αυθαίρετη ημερομηνία γέννησης ενός παιδιού, στην οποία κατέληγαν παραβάλλοντας την περιγραφή της μητέρας γύρω από
τις συνθήκες της γέννησής του με τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου - , παρ' όλα αυτά όμως αναρωτιόταν. Μια φορά μού
ανέφερε ακόμα και την πιθανότητα να είχε γεννηθεί το 1909. Επίσης δεν αποκαλύπτει τίποτα σχετικά με την προέλευση του
οικογενειακού μας ονόματος, όταν το 1935 ο Ατατούρκ θεσμοθέτησε το υποχρεωτικό των επωνύμων στην Τουρκία. Μέχρι τότε ο πατέρας μου ήταν πάντοτε γνωστός ως «Ιρφάν, γιος του Χουσνού
και της Σεβκιγιέ από το Βαγιαζήτ». Το «Οργκά», μας έλεγε τους χειμώνες μπροστά στη φωτιά, του ήρθε μια μέρα όταν άνοιξε ένα
χάρτη κι έμπηξε πάνω μια καρφίτσα. Εκείνη η καρφίτσα βρέθηκε σ' ένα ποτάμι μεταξύ Καζάν και Γκόρκι, τον Ούργκα. Θέλοντας ένα όνομα με σκληρότερο ήχο, όχι τόσο εθνοτικά δηλωτικό και με συνειρμικά εντονότερη τουρκική ταυτότητα, άλλαξε το «ου» σε
«ο»: «Οργκά». Ο πατέρας μου πάτησε το πόδι του στην Αγγλία στις 16 Ιουλίου
1942, έπειτα από ένα θαλάσσιο ταξίδι δυόμισι μηνών μέσω των ανατολικών παραλίων της Συρίας και της Παλαιστίνης, της Διώρυγας του Σουέζ, της Νότιας Αφρικής και της Λισ:αβόνας. Έ
πειτα από μια παραμονή στο Τορκί, ανέλαβε νεαρούς Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι τελειοποιούσαν την εκπαίδευσή τους στη Βασιλική Αεροπορία. Πιλόταρε Σπίτφα"ίερς ως προσκεκλημένος της RAF και διέθετε γραφείο στην Τουρκική Πρεσβεία του Λον-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
380 Ιρφάν Οργκά
δίνου. Έμενε σ' ένα δωμάτιο στην Ινβερνές Τέρας 29 (του «Μίστερ Τζον», όπως το λέγαμε πάντα στην οικογένειά μας) .
Γνώρισε τη μητέρα μου, τη Μάργκαρετ Βερόνικα, κάπου στις αρχές του φθινοπώρου της ίδιας χρονιάς. Η σε διαρκή υπερένταση, νευρική, αποστάτισσα καθολική, η οποία τελικά κάπνισε, ήπιε και μίσησε τον εαυτό της έως θανάτου (τον Οκτώβριο του 1974), ήταν τότε μια λυγερή νέα γυναίκα με αγέρωχη ομορφιά, θυγατέρα ενός ανεξάρτητου οικονομικά γαιοκτήμονα, ιδιοκτήτη και εκτροφέα αλόγων ιπποδρομιών, ο οποίος είχε πεθάνει. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 και στη δεκαετία του '30 την ε ίχαν στείλει στο Μοναστήρι της Παναγίας της Σιόν, στο Μπέιζγουοτερ προτού
συνεχίσει και τελειώσει το σχολείο στο Παρίσι. Νορμανδο·ίρλανδικής καταγωγής και με συνείδηση της αριστοκρατικής καταγωγής της (η μητέρα της ήταν μια Γουίκλοου ντ' Άρσι), εργαζόταν για την ENSA, το Εθνικό Ίδρυμα Ψυχαγωγίας Ενόπλων Δυνάμεων, και,
την εποχή που γνώρισε τον πατέρα μου, είχε μόλις παντρευτεί: ο πολιτικός γάμος της με κάποιον Λίοναρντ Γκένσμπορο, αξιωματικό του Βασιλικού Μηχανικού, είχε τελεστεί στο Ληξιαρχείο του Γουέστμινστερ μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 8 Ιουλίου, την ημέρα που γινόταν 23 ετών. Προηγουμένως ζούσε στην Ντόλφιν Σκουέρ κι έπειτα ε ίχε ένα δωμάτιο στου «Μίστερ Τζον». Αργότερα εκείνη κι ο πατέρας μου πήγαν στο Ρέινς Παρκ, στο Γουίμπλντον, απ' όπου ο πατέρας μου έπαιρνε καθημερινά το τρένο για το Γουότερλου.
Φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα η παρακινδυνευμένη σχέση του πατέρα μου τηρήθηκε μυστική. Δεν είναι αξιοπερίεργο: εκτός από το αναπόδραστο γεγονός ότι υπήρχε σύζυγος, ο ίδιος θα πρέπει να ήταν απολύτως ενήμερος ότι για έναν αξιωματικό η συμβίωση - πόσο μάλλον ο γάμος - με αλλοδαπή σή μαι νε παράβαση του τουρκικού νόμου. Εν πάση περιπτώσει υπηρετούσε ακόμα όταν γεννήθηκα, το 1944, και εξακολουθούσε να υπηρετεί όταν τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην Τουρκία έχοντας μετατεθεί στο Ντιγιαρμπακίρ. Ωστόσο μου έλεγε πάντα ότι είχε την αίσθηση πως εκείνη η μετάθεση ήταν ένα πρώτο σημάδι επίσημης προειδοποίησης και αντίδρασης το Ντιγιαρμπακίρ βρισκόταν στον Τίγρη, στην
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 381
ανατολική Τουρκία, ένα ζεστό, αφιλόξενο μέρος άμμου, ανομβρίας και σκορπιών - σίγουρα όχι ένα μέρος όπου στέλνει κανείς έναν αξιωματικό με επιτυχημένη σταδιοδρομία αμέσως ύστερα από μια υπεύθυνη πολιτικά θέση στο εμπόλεμο Λονδίνο.
Είναι αμφιλεγόμενο αν ο πατέρας μου παραιτήθηκε ή αποτά
χθηκε από την αεροπορία. Εκείνος υποστήριζε πάντοτε το πρώτο'
οι τουρκικές αρχές ήταν αναποφάσιστες. Ο ίδιος έλεγε ότι του πρότειναν μια συμφωνία: είτε θα αποκήρυσσε το παιδί και τη γυναίκα του και θα κρατούσε το αξίωμά του είτε θα αποχωρούσε. Από όσα έλεγε, πιστεύω ότι έφυγε κάπου στις αρχές του 1947. Από έγνοια για τη μητέρα μου είχε σταματήσει να πετάει τότε. Και εκείνη την εποχή ε ίχε τιμήσε ι πλήρως την υποχρέωση δεκαπενταετούς θητείας την οποία είχε αρχικά υπογράψει η δική του μητέρα.
Ακολουθήσαμε τον πατέρα μου στην Τουρκία ταξιδεύοντας με τρένο μέσω Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Αδριανούπολης (σημερινό Εντιρνέ) . Μείναμε στο Σαβάς σοκάκ 40, στη συνοικία Σισλί της Ισταμπούλ. Όπως φαίνεται, ο Μεχμέτ και οι Έλληνες γείτονές μας συμπάθησαν πολύ τη μητέρα μου, αλλά η Μπέντια την υπέβλεπε, θεωρώντας τη γυναίκα χαλαρών ηθών, ακατάλληλη για τον κουνιάδο της. Όταν μεγάλωσα, δεν μπόρεσα να το καταλάβω ποτέ . Το θεωρούσα πάντα άδικη κατηγορία.
Στα τέλη του 1947 ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν πια υπάλληλος
εδάφους στις Βρετανικές Ευρωπα'ίκές Αερογραμμές και εργαζόταν στην Άγκυρα, βρέθηκε σε δεινότατη θέση. Φίλοι τον ε ιδοποίησαν ότι επέκειτο η σύλληψή του. Σκέφτηκε να δραπετεύσει μέσω Ιράκ και Συρίας, με τη βοήθε ια Κούρδων και Αρμενίων, στους οποίους είχε παρασταθεί όταν βρισκόταν στο Ντιγιαρμπακίρ. Η
ιδέα αποδείχτηκε ανεφάρμοστη. Κατάφερε με κάποιον τρόπο να προμηθευτεί διαβατήριο στο όνομα Μεχμέτ Ιρφάν Οργκά, με αναγραφόμενη απασχόληση «υπάλληλος». Στις 1 9 Δεκεμβρίου η Βρετανική Πρεσβεία του παρέσχε θεώρηση διαρκείας ενός μηνός για ένα «σύντομο ταξίδι». Έφυγε από την Ισταμπούλ στις 22.
Σκεπτόμουν τη μητέρα μου [επρόκειτο να γράψει αργότερα]
που κειτόταν έξω από τα τείχη, τον πατέρα και τον παππού μου. Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
382 Ιρφάν Οργκά
Ναι, σας θυμούμαι, εσένα κι εσένα κι εσένα. Εικόνες νεκρές περιβεβλημένες με σάρκα και οστά, που διατρέξατε τις σελίδες ετούτης της αφήγησης στο σύντομο χρόνο που σας αναλογούσε'
η τρομερή σιγή σας χλευάζει την ασήμαντη, θορυβώδη σοφία
των ζωντανών. Εσείς κρατάτε τις δικές σας ορμήνιες . . . Σαν συλλογίζομαι εσάς που φύγατε, όνειρα πεθαμένα από καιρό εγεί
ρονται ξανά για να μ' αρπάξουν απ' το λαιμό τούτο το τελευταίο
απόγευμα . . . Όλη η γεμάτη χάρη ζωή την οποία αντιπροσωπεύ
σατε επιστρέφει πλήρης για να στοιχειώσει αυτό το πικραμένο βλέμμα, να ταλανίσει αυτή την ανόητη καρδιά με όσα πράγματα μπορεί να υπήρχαν ακόμα αν ο χρόνος είχε ακινητοποιηθεί. Φέρνω στο νου μου τη μακριά γραμμή του Βοσπόρου, που κάνει τα πάντα να διαγράφονται τόσο καθαρά απόψε, το Κουλελί κάτω από τον ήσυχο ουρανό . . . Κάπου μακριά υπάρχει ένα τετράγωνο άσπρο σπίτι, που για μένα θα φλέγεται αιώνια με φόντο τα αδιάφορα ουράνια . . . «Αντίο», φωνάζουμε. «Αντίο . . . »
Προσγειώθηκε στο Νόρτχολτ την επόμενη μέρα. Στις 25, ανψιερα Χριστούγεννα, στις 4. 10 το απόγευμα η μητέρα μου έστειλε ένα τηλεγράφημα από το Μπέηογλου: «Φτάνουμε Σάββατο Συνάντηση Γραφεία Αεροπορίας Βικτόρια Με αγάπη Μάργκαρετ». Σμίξαμε ξανά στις 27, την ώρα που ανέτελλε ένα ολόγιομο φεγγάρι.
Οι βέρες των γονιών μου έχουν σκαλισμένη μια χρονολογία κατά τον τουρκικό τρόπο, «22/7/943», την οποία θέσπισαν σπασμωδικά ως ημερομηνία-ορόσημο του γάμου τους όταν το 1 968
ε ίχαν την επέτειο, όπως ε ίπαν, των αργυρών γάμων τους. Είχε εμφανώς κάποιο ιδιαίτερο νόημα γι' αυτούς. Τη διαφύλαξη ίσως μιας συνθήκης; Σίγουρα πάντως, τώρα το ξέρω, δεν ήταν η χρο
νολογία του γάμου τους. Ως τα είκοσι πέντε μου δεν ε ίχα λόγο να αναρωτηθώ. Όμως μια νύχτα, στο σταθμό του Τάνμπριτζ Γουέλς, λίγο πριν από το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου με ξάφ
νιασε. Ανέφερε κάποιον πρώην σύζυγο. Τότε δεν συνέλαβα τα εντυπωσιακά παρεπόμενα αυτής της αποκάλυψης. Μόνο τώρα,
ερευνώντας γι' αυτά τα Επιλεγόμενα, μου αποκαλύφθηκε η πλήρης αλήθε ια: ήταν ανύπαντροι το 1943 και ανύπαντροι παρέμειναν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 383
ως τη γέννησή μου, το 1944, και για τρία χρόνια ακόμα. Υπήρχε σοβαρή αιτία γι' αυτή την καθυστέρηση: έγγραφα στο Σόμερσετ Χάουζ δείχνουν ότι η οριστική απόφαση διαζυγίου της μητέρας μου (όπου ο πατέρας μου αναφέρεται ως συν-εναγόμενος) εκδόθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1948. Παντρεύτηκαν δυο μέρες αργότερα στο Ληξιαρχείο του Πάντινγκτον. Τώρα αντιλαμβάνομαι για
τί η Μπέντια σκεφτόταν όπως σκεφτόταν . . . Εκείνο τον όλο χιονοθύελλες χειμώνα του 1947-1948 ο πατέρας
μου αντιμετώπισε το ενδεχόμενο απέλασης, χωρισμού, δίκης και
φυλάκισης. Φίλοι που είχε κάνει στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του πολέμου έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Τον Φεβρουάριο έφτασε μια επιστολή από το Τμήμα Αλλοδαπών του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών, η οποία του χορηγούσε άδεια παραμονής και εργασίας στη Βρετανία.
Επί τρεισήμισι χρόνια το σπίτι μας ήταν ένα μικρό μπροστινό δωμάτιο με ένα παράθυρο στον τέταρτο όροφο, με νοίκι τρεις λίρες και δέκα σελίνια την εβδομάδα. Βρισκόταν στην Ινβερνές Τέρας 35, σε μια πανσιόν ιδιοκτησίας ενός νευρώδους γέρου Έλληνα εφοπλιστ11, του Φερεντίνου, και της μεγαλόσωμης, καλοσυνάτης, γενναιόδωρης γυναίκας του. Τότε, όπως και τώρα, το Μπέιζγουοτερ και το Κουίνσγουε'ί ήταν ιδιαιτέρως κοσμοπολιτικές κοινότητες, στέκια εμιγκρέδων και προσφύγων, πορνών και δραπετών, ένα μέρος αρωματισμένο με τις μυρωδιές της Ανα
τολής, όπου δέσποζε το εστιατόριο του Μπερτορέλι, τίγκα στους
μικρο μαγαζάτορες και στα υπαίθρια καφενεία, στεφανωμένο από
τη δόξα του κτιρίου Γουάιτλις . . . Εδώ έγραψε ο πατέρας μου το Πορτρέτο, από δω με πήγαινε στους κήπους του Κένζινγκτον και
μου παρέδωσε, με μεγάλη υπομονή, τα πρώτα μαθήματα ανάγνω
σης και γραφής. Εδώ επίσης άρχισε να αντιλαμβάνεται πως, μολο
νότι εξακολουθούσαν να τον θεωρούν επικεφαλής της οικογενείας (στον οποίο απευθύνονταν ο αδελφός και η αδελφή του σε περιπτώσε ις λ11ψης σημαντικών αποφάσεων), από δω κι εμπρός το ψωμί μας θα το κέρδιζε η μητέρα μου. Ψυχολογικά ποτέ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί μ' αυτή την ιδέα' ήταν κάτι που έθετε εν αμ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
384 Ιρφάν Οργκά
φιβόλω την αντρική του υπόσταση. Και σχετιζόταν άμεσα με τη μεταγενέστερη κατάθλιψή του.
Το πόσο σώφρων ήταν ο πατέρας μου όταν το έσκασε από την Τουρκία το 1947 φάνηκε είκοσι μήνες αργότερα. Τη Δευτέρα 1 2 Σεπτεμβρίου 1 949 καταδικάστηκε ερήμην από το πρωτοδικείο της Άγκυρας. Ενάγων ήταν το τουρκικό υπουργείο Οικονομικών, το οποίο δρούσε εν ονόματι του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Προσδιορίζοντάς τον ως Ιρφάν Ούργκα από την Άγκυρα, η υπόθεση του ενάγοντος στηρίχτηκε σε μια αγωγή η οποία είχε κατατεθεί στις 13 Οκτωβρίου 1947 και η οποία κατηγορούσε τον πατέρα μου ότι ζούσε με αλλοδαπή. Το δικαστήριο δικαίωσε τον ενάγοντα και καταδίκασε τον πατέρα μου σε πρόστιμο 45.904 τουρκικών λιρών και 42 κουρούς (πάνω από 60.000 λίρες Αγγλίας με σημερινές τιμές) .
Για μια δεκαετία και πλέον ο πατέρας μου προσέβαλλε από
την Αγγλία τη δικαστική απόφαση - ανεπιτυχώς τελικά, παρά το πλήθος μακροσκελών επιστολών απονομής χάριτος, παρά τις εκκλήσεις της μητέρας μου στον Τούρκο πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ και τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές και παρά το ότι μετά το πραξικόπημα του 1960 ο πατέρας μου ανανέωσε τις επαφές του με παλιούς, στενούς φίλους από την εποχή του Χαρμπιγιέ, όπως τον Ιρφάν Τανσέλ, αρχηγό τότε πια της τουρκικής αεροπορίας. Ο
πατέρας μου ουδέποτε επέστρεψε στην Τουρκία.
Ανατράφηκα ως επί το πλείστον σε τουρκικό περιβάλλον. Επιβιώσαμε όντας μια στενά συνδεδεμένη, αυτάρκης, αποκομμένη τριάδα. Ο καθένας μας δούλευε για τους άλλους δυο και τους στήριζε. Οι ξένοι ήταν ανεπιθύμητοι. Με είχαν δασκαλέψει να κρατάω τους Τούρκους επισκέπτες σε απόσταση και μακριά από τον πατέρα μου από φόβο ότι μπορεί να προσπαθούσαν να κάνουν κάτι (υπήρξε μία και μοναδική εξαίρεση, το 1 957, όταν δυο παλιοί
μαθητές του και εκείνη την εποχή υψηλόβαθμοι αξιωματικοί κατάφεραν να τον πείσουν μέσω εμού για τις καλές τους προθέσεις) . Διατηρήσαμε τη δική μας ταυτότητα, την αλλοεθνία, την περηφάνια μας. Κανείς δεν ήξερε τίποτα για μας ή την κατάστασή μας. Αν
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 385
ορισμένες φορές έπρεπε να επινοηθούν φανταστικές ιστορίες προ
κειμένου να υποστηρίξουν τον ιστό της ύπαρξής μας, τότε επινο
ούνταν (για πολύ καιρό μού έλεγαν και το πίστευα ότι είχα γεννηθεί στην Ισταμπούλ - ένα εξωτικό αποκύημα φαντασίας δίχως ψήγμα αλήθειας) .
Στο σπίτι μιλούσαμε ένα μείγμα τουρκικών και αγγλικών, εγώ δε τραύλιζα τόσο έντονα ώστε κατά διαστήματα το μόνο μέσο επικοινωνίας μου συνίστατο σε τραγουδιστές αρλούμπες. Δεν έμελλε να πάω ποτέ στο σχολείο διότι ο πατέρας μου θεωρούσε ότι θα διαφθειρόμουν, θα εξαγγλιζόμουν και θα έπρεπε να φοράω χριστιανικό καπέλο. Επιπλέον η μητέρα μου προτιμούσε την ιδιωτική
από τη δημόσια εκπαίδευση, ένα σχολείο σαν το Άμπλφορθ λόγου
χάρη, για το οποίο όμως απλούστατα δεν υπήρχαν χρήματα (εκείνη κέρδιζε τότε το πολύ πέντε με έξι λίρες την εβδομάδα, ενώ ο πατέρας μου δεν μπορούσε να βρει δουλε ιά ούτε ως βοηθός νοσο
κόμος) . Όταν έγινα έξι χρονών, αποφασίστηκε ότι έπρεπε να αναλάβει την εκπαίδευσή μου ο πατέρας μου.
Για τα επόμενα δέκα χρόνια θα μου παρείχε στέρεη παιδεία με αξιοθαύμαστο τρόπο. Με ενθάρρυνε να μελετάω μόνος μου και σημειώσαμε εκπληκτική πρόοδο μες στην απομόνωσή μας. Οι παραδόσεις ήταν ακριβείς και καθημερινές, από τις 9 το πρωί ως τις 3 το απόγευμα. Ακολουθούσε μία περίπου ώρα άσκησης και παι
χνιδιού στο πάρκο που βρισκόταν στο τέλος του δρόμου (υπό την
παρήγορη επίβλεψη του πατέρα μου, ο οποίος καθόταν λίγο πιο πέρα). Κάθε απόγευμα έκανα τα μαθήματά μου και στο τέλος κάθε διμήνου έγραφα διαγωνίσματα, τα οποία επινοούσαν οι γονείς μου από κοινού. Είχα μεγάλες διακοπές το καλοκαίρι, όπως τα ιδιωτικά σχολεία. Ετήσιες εξορμήσεις στο βιβλιοπωλείο Φόιλς διασφάλιζαν την εδραίωση της μάθησής μου στα πιο πρόσφατα βιβλία. Με τον πατέρα μου έκανα ανάγνωση, γραφή (κι αργότερα γραφομηχανή), αριθμητική, άλγεβρα, γραμμικό σχέδιο (συν λίγη Ευκλείδειο Γεωμετρία), γεωγραφία, τουρκικά και ιστορία και προς το τέλος μουσική και πιάνο (τα οποία έμαθε μόνος του για να με βοηθιΊσε ι) . Με τη μητέρα μου μελέτησα αγγλικά και γαλλικά. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα του BBC και επισκέψεις σε μου-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
386 ΙρφάνΟργκά
σεία καλλιέργησαν άλλες πλευρές μου. Αυτό με κατέστησε φοβερά αυτάρκη από πολύ πρώιμο και σημαντικό για τη διάπλασή μου στάδιο. Έμαθα πολλά, μου επέτρεψαν να προχωρώ με το δικό μου ρυθμό και με ενθάρρυναν να διαβάζω όσο ήθελα: στα δεκατρία μου δεν γνώριζα τον Σαίξπηρ ή τον Ντίκενς, αλλά κατείχα σε εντυπωσιακό βαθμό τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο, τη μυθολογία και τον Άρθουρ Ράνσομ, τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Αυτό το οποίο αναπόφευκτα δεν κατόρθωσε να μου διδάξε ι ήταν οιουδήποτε είδους άμιλλα ή επαφή με τη γενιά μου. Συναναστρεφόμουν λίγα παιδιά πέρα από όσα έβλεπα στο πάρκο τις καθημερινές -δεν πηγαίναμε ποτέ τα Σαββατοκύριακα επε ιδή η μητέρα μου το θεωρούσε «παρακατιανό». Παρ' όλα αυτά ε ίμαι ευγνώμων για κείνες τις εκπληκτικές ημέρες.
Η τουρκικότητα της ανατροφής μου υπογραμμιζόταν με πολλούς τρόπους. Τρώγαμε κυρίως τούρκικα φαγητά, με συμπλήρωμα «περίεργα ευρωπα'ίκά» λουκάνικα, αλλά σχεδόν ποτέ χριστιανικό
χοιρινό. Από το ράδιο ακούγαμε εναλλάξ την Υπηρεσία Εσωτερικών Ειδήσεων του BBC και τα παράσιτα των βραχέων κυμάτων της Άγκυρας ή τη Φωνή της Αμερικής. Τουρκικές ειδήσεις και μουσική (παραδοσιακή και ελαφρολα'ίκά) αποτελούσαν πάντοτε μέρος των απογευματινών μας ακροάσεων. Ο Μεχμέτ μάς ταχυδρομούσε κάθε βδομάδα τουρκικές εφημερίδες, όπως την Cumhuriyet, τη Vαtαn και τη Hiίπiyet. Για χQόνια εκείνος και ο Αλή έγραφαν επιστολές σε παλαιοοθωμανικά τουρκικά, με αραβική
γραφή δηλαδή, και τις έστελναν στον πατέρα μου τηρώντας τον ενήμερο για τα γεγονότα.
Έπειτα ήταν και το θέμα του γάμου ή μάλλον του συνοικεσίου. Αναπάντεχα για άνθρωπο με τη δική του απελευθερωμένη ζωή, ο πατέρας μου υπέθαλπε αυτή την ιδέα: όσο ήμουν παιδί, μου έδινε πάντα να καταλάβω σιωπηρά ότι προοριζόμουν για την όμορφη ξαδέλφη μου, την Ογιά, κόρη του Μεχμέτ και της Μπέντια. Αργότερα ο πατέρας μου αναθεώρησε τις απόψεις του. Ωστόσο, αν και ευνο'ίκά διακείμενος προς τον αφυπνιζόμενο έρωτά μου για μια Σλοβάκα καλλονή από την Μπρατισλάβα και τα μεταγενέστε-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 387
ρα σκιρτήματά μου για μια νεαρή Πολωνέζα με σαγηνευτικά σπινθηροβόλα ζωντάνια, απέτρεπε τις επαφές με οποιαδήποτε Αγγλίδα. Ο πατέρας μου ποτέ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τον παράλογο φόβο ότι, αν κάποτε παντρευόμουν Αγγλίδα, θα εκβαλλόταν από το σπίτι μου και θα τον αφήναμε να πεθάνει της πείνας. Η μη
τέρα μου, η οποία με τον αλαζονικό, περιφρονητικό, δηκτικό της τρόπο θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο τους Άγγλους ως υποδεέ
στερο είδος του ανθρώπινου γένους, το μόνο που έκανε ήταν να τροφοδοτεί αυτή την ανασφάλεια.
Ο πατέρας μου πίστευε ότι ήταν καταραμένος, ότι τον καταδίωκε
η κακοτυχία. Όποτε άρχιζαν να πηγαίνουν καλύτερα τα πράγματα, ιδίως τα οικονομικά, η καταστροφή θα χτυπούσε πάντα. Αναπόφευκτα, αθέλητα, η μητέρα μου φαινόταν να βρίσκεται στο επί
κεντρο αυτών των συμφορών' εξαιτίας εκείνης συνέβαιναν: δυο μήνες μετά το γάμο τους διαγνώστηκε ότι έπασχε από πνευμονική
φυματίωση, κατάσταση σοβαρή έως μοιραία εκείνη την εποχή. Χρειάστηκε να ε ισαχθεί σε νοσοκομείο, όπου ο πατέρας μου την επισκεπτόταν κι εγώ περίμενα υπάκουα έξω. Η επαφή μου μαζί
της ε ίχε περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατόν και μπορούσα να πίνω μόνο από ένα φλιτζάνι το οποίο ε ίχαν βάλει στην μπάντα ε ιδικά
για μένα - μια συνήθεια στην οποία έμελλε να υποταχθώ για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Τον Ιούνιο του 195 1 ήταν καλύτερα, παρότι οι θεράποντες γιατροί της στο νοσοκομείο του Πάντινγκτον και στην Κλινική Νοσημάτων Θώρακος του Κένζινγκτον έκριναν πως έπρεπε να συνεχίσει να βρίσκεται «υπό περιοδική παρακολούθηση για τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια».
Αργότερα, στα τέλη του 1958, κατέρρευσε ' υπέστη τέτοιο νευρικό κλονισμό που έμεινε σε ακινησία για ένα χρόνο, ανίκανη να περπατήσει. Οριζοντιωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, καταταλαιπωρούμενη από μια μετατόπιση σπονδύλου και με φρικτούς πόνους στα πόδια, παίρνοντας βαριά ηρεμιστικά, δύστροπη κι ευερέθιστη, όποτε είχε μεγαλύτερη διαύγεια, αγκομαχώντας, αλλά και τσακι-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
388 ΙρφάνΟργκά
σμένη, απέδωσε την ανάρρωσή της σ' ένα συνδυασμό αυτοθεραπείας (ζωγράφιζε αφηρημένα σχέδια σε μπουκάλια και γυαλιά)
και επισκέψεων σ' ένα θρησκευτικό θεραπευτή σε μια πάροδο της οδού Μπέικερ. Έπειτα από την επίθεση χειρών του θεραπευτή βρέθηκε να δέχεται τις φροντίδες ενός γιατρού με ρίζες στην αρχαία Αίγυπτο ονόματι Χεμπούτ, ο οποίος εμβάπτιζε το σώμα της σε κύματα μπλε φωτός και έντονης θερμότητας.
Σωματικά ο πατέρας μου άντεξε αυτά τα σοκ. Συναισθηματικά
κατέβαλε το τίμημα. Άρχισε να γερνάει αισθητά, τα μαλλιά του αραίωσαν κι άσπρισαν. Κατέφυγε στη χρήση τονωτικών του νευρικού συστήματος.
Το πρωί της Τετάρτης 4 Ιουλίου 195 1 φύγαμε με τρένο για την Ιρλανδία. Παρότι επισήμως ο πατέρας μου ε ίχε εξάμηνη άδε ια παραμονής στην Ιρλανδία, πρόθεσή του ήταν να πάμε εκεί για να εγκατασταθούμε. Η μητέρα μου, γυναίκα εμφορούμενη εξίσου από το πνεύμα της νότιας Ιρλανδίας και την οικογενειακή περηφάνια και ιστορία της, έβρισκε ιδιαίτερα ελκυστική την ιδέα (παράξενο πώς δεν διασώθηκε κανένα αναμνηστικό, καμιά φωτογραφία από τα παιδικά της χρόνια ή τους γονείς της: έλεγε ότι είχε καταστρέψει τα πάντα όταν πέθανε ο πατέρας της, αλλά αναρωτιέμαι μήπως είχε εγκαταλείψει όλα της τα προσωπικά αντικείμενα στο σπίτι του πρώτου της γάμου).
Συσκευασμένα σε μεγάλα, ενισχυμένα μπαούλα, όλα μας τα υπάρχοντα, όλες οι στολές του πατέρα μου, τα βιβλία και τα μεταξωτά χαλιά από την Ισπάρτα έφυγαν μαζί μας - δεν αφήσαμε τίποτα στην Αγγλία. Ποτέ δεν ε ίχα αναρωτηθεί για την προέλευση αυτών των πολύτιμων χαλιών' με περιέβαλλαν ανέκαθεν. Τώρα, που το αναλογίζομαι και συλλογίζομαι το πώς έφυγε ο πατέρας μου από την Τουρκία, απορώ πώς στο καλό έφτασαν μέχρι εδώ. Μήπως τα ε ίχε εναποθηκεύσει στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του πολέμου; Τα έβγαλαν κρυφά έξω κάποια στιγμή; Και πού βρίσκονται σήμερα;
Στην Ιρλανδία εγκατασταθήκαμε στο Μπλάκροκ, στην ακτή
μεταξύ Νταν Λίρι και Δουβλίνου, στη λεωφόρο Τζορτζ 82, σε μια Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 389
αρκετά μεγαλοπρεπή (αν και απέριττη) μονοκατοικία με δυο ε ισόδους, χτισμένη λίγο πριν τη βικτωριανή εποχή. Εκείνο τον καιρό έμενε εκεί μια χήρα ονόματι Μούνι, της οποίας ο άντρας ανήκε
στον κύκλο των ιπποδρομιών και ε ίχε κάποτε διασυνδέσεις με την Irίsh Independent. Μας παραχώρησε μερικά δωμάτια με ενοίκιο 12 λίρες το μήνα.
Αρχικά οι μέρες στο Μπλάκροκ ήταν ευοίωνες. Τα περισσότε
ρα απογεύματα περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα, κατά μήκος της επίπεδης παραλίας, ο πατέρας μου έγραφε, λιαζόμασταν στο Χάουθ και στο Κίλινι. Πηγαίναμε για γεύματα και τσάγια σε εύπο
ρα σπίτια ιδιοκτησίας ανθρώπων οι οποίοι μου ήταν άγνωστοι. Ύστερα, με τις πρώτες κρύες νύχτες, όλα αυτά άρχισαν ν' αλλάζουν. Περιμέναμε προσφορές, λαμβάναμε απορριπτικά σημειώ
ματα. Εκείνο το κελτικό καλοκαίρι ε ίχαμε φανταστεί ότι ο κόσμος μάς ανήκε. Εκείνο το φθινόπωρο ξέραμε ότι ε ίχαμε λαθέψει. Ήταν όλα ονε ιροφαντασίες.
Ο πατέρας μου έζησε με την έμμονη ιδέα της πυρκαγιάς. Το Πορτρέτο μάς το λέει. Όταν γεννήθηκα, μου έδωσε το όνομα «Α
τές» - «φωτιά» στα τουρκικά. Μια νύχτα στη λεωφόρο Τζορτζ οι φλόγες τον κυνήγησαν ξανά. Έβαλα φωτιά στο σπίτι. Ο πατέρας μου κατάφερε να τη σβήσει, αφού όμως προηγουμένως έκαψε το πόδι του με μια τσαγιέρα βραστό νερό που του έδωσε μία από τις κόρες της Μούνι, ένα αφηρημένο κορίτσι. Ο πατέρας μου οδηγήθηκε με φοβερούς πόνους στο νοσοκομείο του Νταν Λίρι. Έμεινε εκεί
κάμποσο καιρό, με το φόβο των καλογραιών-νοσοκόμων και τις καθημερινές επισκέψεις της μητέρας μου και τις δικές μου. Έφυγε με
φασαρίες: δεν υπήρχαν χρήματα για να πληρώσει το λογαριασμό. Ταξιδέψαμε για την Ιρλανδία στην πρώτη θέση. Τέσσερις
μήνες αργότερα θα επιστρέφαμε στην τρίτη, απένταροι και χωρίς
τα υπάρχοντά μας, εκτός από ένα τουρκικό λεξικό κι ένα ξίφος
τελετών. Όλα τα υπόλοιπα τα αφήσαμε πίσω μας. Οι γονείς μου υποσχέθηκαν ότι κάποτε θα επέστρεφαν να τα πάρουν. Δεν το έκαναν ποτέ. Μες στο σκοτάδι το πλοίο και μια αμαξοστοιχία μάς έφεραν στην Αγγλία. Μες στη μαυρίλα ο υπόγειος μας γύρισε στην Ινβερνές Τέρας.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
390 /ρφάνΟργκά
Με την Ιρλανδία ν' ανήκε ι στο παρελθόν, την ευφορία να έχει λήξε ι και τα χρήματα από το Πορτρέτο εξανεμισμένα, η ζωή στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του '50 ήταν θλιβερή, γκρίζα και
καπνώδης. Ήταν εποχή δελτίων τροφίμων, παράνομων δοσοληψιών, πυκνής και πνιγηρής κιτρινωπής αιθαλομίχλης, βομβαρδισμένων περιοχών, τεθλασμένων ουλών από τις αεροπορικές επιδρομές, που φωτίζονταν από λάμπες γκαζιού. Το χειμώνα κρυώναμε τόσο ώστε ο πατέρας μου βούλωνε τις χαραμάδες των παραθύρων με χαρτί κι αλευρόκολλα' πεινούσαμε τόσο ώστε κατέβαινε στην αγορά της οδού Πορτομπέλο για να βουτήξε ι ό,τι μπορού
σε από τους πλανόδιους μανάβηδες. Δεν ήταν εύκολο να βρεθούν ζεστά ρούχα: το να τυλίγουμε το σώμα μας, τα πόδια μας ιδίως, μ'
εφημερίδες βοηθούσε, όχι όμως πολύ. Δέματα με τρόφιμα από τον Μεχμέτ και τον Αλή μάς παρείχαν τα απαραίτητα, όπως ρύζι,
φασόλια, σουτζούκι κι ελαιόλαδο, αλλά σχεδόν τίποτα παραπάνω,
εκτός ίσως από την πολυτέλε ια καμιά φορά μεταξωτών καλτσών για τη μητέρα μου, κρυμμένων καλά για να μην τις βρουν στο τελωνείο. Παιχνίδια βεβαίως ουδέποτε.
Η κυρία Φερεντίνου, η καλόκαρδη πρώην σπιτονοικοκυρά μας,
μας έδινε κάνα δυο λίρες. Όταν δεν συνέβαινε αυτό, πουλούσαμε το αλλόκοτο βιβλίο για λίγες πένες. Ύστερα ήρθαν οι ενεχυροδανειστές κοντά στο σταθμό του Μπέιζγουοτερ, σε μια πράξη εσχάτης απελπισίας, ο πατέρας μου αποχωρίστηκε μια μέρα το χρυσό Λονζίν του.
Δεν ε ίχε πια το σθένος να μπε ι στην τράπεζά του επειδή φοβό
ταν μήπως δεν τον δεχτούν. «Dik Υϋrϋ», μου έλεγε πάντα: «Περπάτα στητός». Εκείνος όμως δεν μπορούσε. Είχε γίνει μέρος της απρόσωπης, λα'ίκής λονδρέζικης φτώχειας. Η ζωή περιστρεφόταν γύρω από καβγάδες και λογομαχίες, μπαγιάτικα αποφάγια και ροκανίσματα ποντικών, γείτονες απ' την άλλη πλευρά της μεσοτοιχίας που μας κρατούσαν ξάγρυπνους και συρμούς που μούγκριζαν όλη νύχτα στα έγκατα της γης, λίγο λάχανο κι ένα μπαλόνι για τα Χριστούγεννα. Δεν θα ξαναπερνούσαμε ποτέ τόσο άσχημα.
Αφού μείναμε μερικά χρόνια σ' ένα μικροσκοπικό δωμάτιο στην
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 391
Ινβερνές Τέρας 21, μετακομίσαμε στην Πλατεία Πέμπριτζ 7, σ'
ένα κομψό, ευρύχωρο αστικό σπίτι του δέκατου ένατου αιώνα, όπου συν τω χρόνω καταλάβαμε αρκετά επιπλωμένα δωμάτια κατά μήκος του πάνω ορόφου. Μας άρεσε η Πέμπριτζ. Τις καθημερινές ο πατέρας μου κι εγώ κάναμε μακρείς περιπάτους στο Χόλαντ Παρκ και το Νότινγκ Χιλ, που τότε ήταν ένα όμορφο ρέμα. Τα απογεύματα του Σαββάτου πηγαίναμε στο σταθμό του Πάντινγκτον για να απολαύσουμε το ξεφύσημα των αμαξοστοιχιών από
το Φίσγκαρντ και το Τσέλτεναμ και να δούμε το Κόρνις Ριβιέρα Εξπρές να μπαίνει μπουμπουνίζοντας στην αποβάθρα 8. Τον Ιούνιο φτάναμε ως το Μολ για να δούμε τη βασίλισσα να ιππεύει γυναικεία, στο πλάι της σέλας, επικεφαλής του ουλαμού της, και στο Χάιντ Παρκ για να μας ξεκουφάνουν οι χαιρετισμοί του Έφιππου Βασιλικού Πυροβολικού.
Στην Πλατεία Πέμπριτζ οι τύχες μας άλλαξαν. Ως την άνοιξη του 1957 η μητέρα μου είχε μια καλή δουλε ιά σε μια εταιρεία μηχανημάτων τυπογραφείου, δουλειά η οποία αμαυρωνόταν μόνο από τον έρωτα και την παλιορκία ενός όμορφου Πολωνού - γεγονός που δημιούργησε τεταμένη ατμόσφαιρα στο σπίτι, παρότι εκείνη διακήρυσσε την αθωότητά της. Έπειτα, στο τέλος του Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, πήγε να εργαστεί στον εκδοτικό οίκο Σέκερ και Γουόρμπεργκ στο Μπλούμσμπερι, αρχικά ως γραμματέας και μετέπε ιτα ως επιμελήτρια εκδόσεων. Έπαιρνε μισθό 14 λίρες και 10 σελίνια την εβδομάδα. Νιώθαμε πλούσιοι, πόσο μάλλον που ταυτόχρονα εγώ κέρδιζα μερικά χρήματα τηρώντας τα βιβλία αλληλογραφίας ενός ταξιδιωτικού γραφείου.
Για πρώτη και τελευταία φορά, στα όσα χρόνια έζησε ο πατέρας μου στην Αγγλία, κάναμε διακοπές πηγαίνοντας μ' ένα από
αυτά τα μεγάλα τρένα της επαγγελίας στο Τετνς του Ντέβον, σ'
ένα αγρόκτημα ονόματι Μπλου Ποστ. Ήταν ένα όμορφο δεκαπενθήμερο. Οι τρεις μας περπατούσαμε με μεγάλα βήματα κάτω
από τον αίθριο ουρανό, πηγαίναμε στη θάλασσα στο Πέιντον, περιμέναμε στο Έιβονγουικ τρένα που δεν έρχονταν ποτέ, παρ'
όλα τα σύννεφα καπνού στην κοιλάδα, επιτέλους σε αγαστή αρμο
νία μεταξύ μας και με το βουκολικό τοπίο. Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
392 Ιρφάν Οργκά
Πήγαμε σε σφύζουσες από ζωή φθινοπωρινές εσπερίδες στο γεμάτο βιβλία διαμέρισμα του Φρεντ και της Πάμελα Γουόρμπεργκ στο Ρίτζεντς Παρκ. Εκεί ο πατέρας μου βρέθηκε ξαφνικά
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποτελώντας αντικείμενο θαυμασμού ενός λογοτεχνικού κύκλου ο οποίος απορούσε ίσως για τα πενιχρά αγγλικά του, αλλά δεν έλεγε τCποτα, θεωρώντας το απεναντίας ασυνήθιστο και ελκυστικό.
Όλα τα βιβλία του πατέρα μου εκτός από δύο δημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του '50. Πολλά ακόμα, καθώς και διηγήματα, σχεδιάστηκαν ή ολοκληρώθηκαν, αλλά ε ίτε παρέμειναν χειρόγραφα είτε καταστράφηκαν. Όταν εμφανίστηκε το Πορτρέτο, ορισμένοι κριτικοί εξέφρασαν την έκπληξή τους για το πόσο καλά κατείχε την αγγλική γλώσσα. Ειδικά ο Χάρολντ Νίκολσον έκλε ινε τη μακροσκελή και γενναιόδωρη κριτική του στον Obseιver (13 Αυγούστου 1950) με μια χροιά έκπληξης που ένας άνθρωπος ο οποίος το 1941 δεν ήξερε λέξη αγγλικά «τώρα ήταν σε θέση να χειριστεί τους δαιδάλους της γλώσσας μας με τόση ευχέρεια σαν να επρόκειτο για
τη μητρική του γλώσσα» . Δυο εβδομάδες αργότερα η Μπάρμπαρα Γουέρσλι-Γκάου, γράφοντας στον Spectαtor, παρομοίασε τον πατέρα μου με παραμυθά, «ένα ε ίδος αρσενικής, μουσουλμάνας Τζορτζ Έλιοτ» .
Καθείς με τον τρόπο του, οι κριτικοί αναρωτήθηκαν και αποκάλυψαν την αλήθεια με μεγαλύτερη οξυδέρκεια απ' όση μπορούσαν να φανταστούν. Στα τέλη της δεκαετίας του '40 ο πατέρας μου μιλούσε σπαστά αγγλικά' περί τα τέλη της δεκαετίας του '60
μιλούσε αβίαστα, αλλά το λεξιλόγιό του ήταν ακόμα αρκετά περιορισμένο και η προφορά του έντονη. Από την άλλη κατανοούσε σε βάθος το γραπτό λόγο: δ ιάβαζε πολύ και άπληστα, από Ντοστογιέφσκι και Πάστερνακ ως Γκόλσγουερθι, από Τσόρτσιλ έως Φρέια Σταρκ. Όταν ο εκδοτικός οίκος Μάικλ Τζόζεφ δημοσίευσε
το 1962 τον Ατατούρκ, ο πατέρας μου επέμεινε (παρά τη ρητή
αντίθεσή της) ότι η μητέρα μου έπρεπε να εμφανιστεί ως συν-συγγραφέας. Έτσι κι έγινε. Στο κάτω-κάτω ο ίδιος γνώριζε καλύτερα απ' όλους ότι στην πραγματικότητα εκείνη ήταν η υφολογική και
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 393
γλωσσική δύναμη, καμιά φορά ο ιθύνων νους και συχνά το πρόσωπο το οποίο κρυβόταν πίσω από όλα του τα έργα.
Απ' ό,τι θυμάμαι, η συγγραφική μέθοδος του πατέρα μου ήταν
η εξής: πρώτα ετοίμαζε ένα προσχέδιο σε παλαιοοθωμανική
γραφή ' έπειτα το μετέγραφε και το ανέπτυσσε στη νέα τουρκική γραφή, με λατινικούς χαρακτήρες δηλαδή, και ακολουθούσε ένα βασικό πρόχειρο στα αγγλικά. Το έδινε στη μητέρα μου, η οποία αφομοίωνε, ερμήνευε και συζητούσε προτού προβεί σε μια λογοτεχνική μεταμόρφωση κατάλληλη προς έκδοση. Κατόπιν συνέπραττα κι εγώ, διαβάζοντας ένα-ένα τα κεφάλαια, ετοιμάζοντας πίνακες περιεχομένων και σε μια περίπτωση ( Το καραβάνι προχωρειj επιμελούμενος τους χάρτες των τελευταίων σελίδων.
Τα δυο σημαντικότερα βιβλία του στη δεκαετία του '50 ήταν το Φοίνιξ αναγεννώμενος: η άνοδος της σύγχρονης Τουρκίας, αφιε
ρωμένο στη μνήμη των παππούδων μου, και Το καραβάνι προχωρεί, μια περιγραφή των ελάχιστα γνωστών νομάδων Γιουρούκ του Καραντάγ στον Ταύρο. Και τα δυο εκδόθηκαν το 1958.
Το Καραβάνι προκάλεσε ενδιαφέρον. Το Geogrαphicαl Mαgαzine έκρινε ότι είχε «εθνολογική σημασία». Η Φρέια Σταρκ, μία
ψημένη ταξιδεύτρια της Ανατολίας, το βρήκε απολαυστικό. Ο Κίνρος της Daily TeLegrαph ανέφερε ότι ήταν εμπνευσμένο. Το Times LίterαιΥ SΙιΡΡΙement, οι βιβλιοκρισίες του οποίου δεν χαρίζο
νταν πάντα στον πατέρα μου, έφτασε να το εγκωμιάσει. Προς έκπληξιν (και ικανοποίησή του), ο πατέρας μου βρέθηκε να επαινείται ποικιλοτρόπως ως ποιητής, ταξιδευτής του καλύτερου είδους, αριστοτεχνικός αφηγητής, ευχάριστος σύντροφος, λαμπρός
συγγραφέας. Τα πιο άκοπα γραμμένα βιβλία του στη δεκαετία του '50 ήταν
δυο βιβλία μαγειρικής, μία από τις αληθινές απολαύσεις της ζωής του: Μαγειρεύοντας με γιαούρτι ( 1 956), ένα απολύτως ασυνήθιστο βίβλίο για την εποχή του, αφιερωμένο σε «μία από τις ευλογίες της
φύσης», και Τουρκική μαγειρική ( 1 958). Απέδωσαν οικονομικά
και τα δυο και εξακολουθούσαν να τυπώνονται είκοσι χρόνια αργότερα. Ο εκπληκτικά πρωτόγονος τρόπος τον οποίο σύστηνε ο πατέ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
394 ΙρφάνΟργκά
ρας μου για την παρασκευή γιαουρτιού, όλο κι όλο μια μπάλα βαμβάκι, σαν φωλιά, και φτερά στο τζάκι του σπιτιού, αποτελούσε ένα τελετουργικό το οποίο παρακολουθούσα κάθε απόγευμα στην Πλατεία Πέμπριτζ. Ωθούμενος από την ανάγκη να βοηθήσει τη μητέρα μου να αναλάβει μετά τη φυματίωσή της, το αποτέλεσμα είχε
τέτοια νοστιμιά και υφή που όμοιές τους δεν βρίσκονταν πουθενά
εκείνο τον καιρό. Ακόμα και σήμερα τίποτα δεν μπορεί να του παραβγε ί.
Έγραψε και δυο εκπαιδευτικά βιβλία για παιδιά: Ο νεαρός ταξιδιώτης στην Τουρκία, που μου το αφιέρωσε, και Χώρα και άνθρωποι της Τουρκίας. Το δεύτερο, τα δικαιώματα του οποίου πούλησε αμέσως για 75 λίρες, εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Αλή Ριζά -χρήσιμη επινόηση, η οποία συνέπιπτε με το όνομα του συζύγου της Μουαζέζ, αλλά και με το όνομα του Αλβανού πατέρα του Ατατούρκ. Οι εκδότες είπαν ότι ένα ψευδώνυμο θα το διαφοροποιούσε από τον Νεαρό ταξιδιώτη και επιπλέον δεν ήθελαν να κορέσουν την αγορά με πολλά βιβλία του ίδιου συγγραφέα (αν εξαιρέσε ι κανείς τη νευρική κατάρρευση της μητέρας μου, το 1958 ήταν καλή
χρονιά για μας) . Τον πατέρα μου δεν τον ένοιαζε . Χρε ιαζόταν τα χρήματα και ήταν ευχαριστημένος που του δινόταν η ευκαιρία να γράψει κάτι για τα μικρά ανίψια του στην Ισταμπούλ, τον Καγιά, γιο του Μεχμέτ, και τον Ερντάλ Αρετικίν γιο του Αλή.
Περί τα τέλη της δεκαετίας του '50 και στις αρχές του '60 η ζωή
μας άρχισε ν' αλλάζει. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε στα περίχωρα ψάχνοντας να νοικιάσουμε σπίτι. Η εξοχή του Λονδίνου έγινε το τακτικό πεδίο των αναζητήσεών μας και καμιά φορά αποτολμούσαμε και τα βόρεια. Έπειτα βάλαμε μια αγγελία στους Tίmes και λάβαμε μια απάντηση. Το σταθμίσαμε, το επισκεφτήκαμε, το ερωτευτήκαμε.
Το Σπάικ Άιλαντ, ιδιοκτησίας των Βαν Ταλ (ο Μπέρτι ασχολείτο με εκδόσεις και η Φίλις ήταν διευθύντρια του Vαnity Fαir), ήταν μια στενόμακρη, χαμηλή αγροικία των τελών του 180υ αιώνα, με σταυρωτά μαδέρια, στο ανατολικό Σάσεξ. Περιβεβλημένο από έξι περίπου στρέμματα αδιαπέραστης βλάστησης - μιας δασωμέ
νης απομονωμένη ς έκτασης με αηδόνια - , βρισκόταν χωμένο κο-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 395
ντά σ' έναν παμπάλαιο φράχτη πυκνοφυτεμένων θάμνων, ο οποίος πλαισίωνε ένα κατηφορικό, κατάφυτο, χλοερό μονοπάτι ως το σταθμό Γουόντχερστ. Σε απόσταση μιας ώρας πάνω-κάτω από το
σταθμό του Τσέρινγκ Κρος, ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε αντικρίσει ποτέ μας. Ήταν ρομαντικό και χωριάτικο, ένα παραδεισένιο καταφύγιο. Δεν ήταν ιδεώδες, επαναλαμβάναμε διαρκώς (είχε μονάχα δυο μπροστινά δωμάτια, μπάνιο και κουζίνα, πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα είχα δική μου κρεβατοκάμαρα), αλλά θα βρίσκαμε κάτι καλύτερο; Σε τελευταία ανάλυση μόνο ένας ε ίχε ανταποκριθεί
στην αισιόδοξη αγγελία μας κι εμείς θέλαμε να φύγουμε από το Λονδίνο. Το νοικιάσαμε για ένα ασήμαντο ποσό - 5 γκινέες τη βδομάδα. Αργότερα, τον Μάρτιο του 1968, η μητέρα μου το αγόρασε για πεντέμισι χιλιάδες λίρες.
Το 1962 ο πατέρας μου εξέδωσε δυο πολύ διαφορετικά βιβλία:
το Μαγειρεύοντας με τον τρόπο της Μέσης Ανατολιjς (που πουλήθηκε αμέσως για 200 λίρες στον Πολ Χάμλιν) και τον Α τατούρκ (για το οποίο ο Μάικλ Τζόζεφ μάς προκατέβαλε 500 λίρες). Ο
Ατατούρκ ήταν μια ξαναδουλεμένη μορφή του δεύτερου μέρους του Φοίνιξ αναγεννώμενος. Δεν άρεσε στην Τουρκική Πρεσβεία. «Η προσωπογραφία του Ατατούρκ . . . αποτελεί πηγή έκπληξης και αγανάκτησης των απανταχού Τούρκων», έγραψε στην Evening Stαndαrd της 2Οής Ιανουαρίου ο ακόλουθος Τύπου της Πρεσβείας. «Διαμαρτύρομαι εντονότατα για τις λέξεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να περιγραφεί ο χαρακτήρας του Ατατούρκ . . . » (Η εφημερίδα είχε υπαινιχθε ί ότι το βιβλίο «δεν είχε κρύψει τη
σκοτεινή πλευρά της φύσης του Ατατούρκ», αν και τα πιο ιοβόλα επίθετα των βιβλιοκριτικών της είχαν στην πραγματικότητα ελάχι
στη σχέση με ό,τι ε ίχαν γράψει οι γονείς μου.) Η επίκριση της Πρεσβείας συνέπεσε με μια επιστολή που λάβα
με από το Τουρκικό Προξενείο, η οποία παρακαλούσε τον πατέρα μου να παρουσιαστε ί σε μια συνέντευξη για να απαντήσει σε ορισμένες (αδιευκρίνιστες) ερωτήσεις. Δεν πήγε ποτέ, δεν τον ξαναενόχλησαν ποτέ, δεν ανανέωσε τα χαρτιά ιθαγενείας του ποτέ.
Όσο για βιβλία, δεν επρόκειτο να υπάρξουν άλλα. Συνέταξε έναν ογκώδη τόμο συνταγών με ρύζι, αλλά κανείς δεν τον ήθελε.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
396 /ρφάν Οργκά
Σκέφτηκε να γράψει ένα βιβλίο για τον Μωάμεθ, αλλά η ιδέα έμεινε στα χαρτιά. Ερεύνησε μαζί μου και συνέγραψε μερικά κεφάλαια για μια τελική βιογραφία του Χα"ίρεντίν Μπαρμπαρόσα, ναυάρχου του Σουλεψάν του Μεγαλοπρεπούς εάν το είχε ολοκληρώσει, πιθανώς θα είχε αποτελέσει το πληρέστερο έργο του. Ο Ομάρ Σαρίφ ήθελε να γυρίσε ι ταινία τον Ατατούρκ και να παίξει ο ίδιος - θα ήταν ιδανικός - τον ομώνυμο ρόλο. Μας έδωσε ένα μεγάλο ποσό για τα δικαιώματα, αλλά ούτε αυτό κατέληξε πουθενά.
Το Σπάικ Άιλαντ έδωσε στον πατέρα μου ψυχική ηρεμία. Ήταν το αμέσως καλύτερο πράγμα μετά το παιδικό του όνειρο να τελειώσει τις ημέρες του ψαρεύοντας στον Κεράτιο. Ίσως όμως του άφησε πάρα πολύ χρόνο για να σκέφτεται. Δεν έβλεπε σχεδόν κανέναν, οι επισκέπτες μας ήταν λιγοστοί. Αισθανόταν ότι δεν είχε γόητρο, κύρος ή αρχοντιά. Από οικονομΙΚ11 άποψη εξαρτάτο ολοκληρωτικά απ' τη μητέρα μου. Στην Αγγλία, μου εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή μ' ένα κράμα θυμού και δακρύων, η ερωτική του ζωή είχε πάψει να υφίσταται εδώ και πολύ καιρό. Οι ερωτοτροπίες της μητέρας μου τον εξόργιζαν, η σχέση της μ' έναν αντισμήναρχο της RAF τον βασάνιζε. Εκείνη περίπου την εποχή, γύρω στα σαράντα πέντε της, ψυχρά ελκυστική, άστατη, εξωφρενική, ήταν αρχισυντάκτρια στου Άλεν, πήγαινε καθημερινά στην οδό Κάνον και τη ζωή της ποίκιλλαν λογοτεχνικά γεύματα, κοκτέιλ πάρτι και - απ'
ό,τι μου έλεγε - κάτι παραπάνω από περίεργα, παράνομα ραντεβού. Τσακωμοί, κατεβασμένα μούτρα, ώρες, μέρες σιωπής . . . Η
μητέρα μου δεν μας παρατούσε πια σύξυλους (όπως έκανε τόσο συχνά στο Λονδίνο). Αλλά ήξερε πώς ακριβώς να τιμωρεί τον πατέρα μου. Το σπίτι μας μπορεί να είχε αντηχήσει από τα γέλια μας, έτρεμε όμως κι από τις εντάσεις μας.
Η ζωή του πατέρα μου στο Σπάικ Άιλαντ περιστρεφόταν καθημερινά γύρω από την κηπουρική και τη μαγειρική του, τις κότες, τις γάτες του κι ένα σκύλο, την εξοικείωση με τους εξοχικούς χωματόδρομους και την τηλεόραση (συμπεριλαμβανομένου του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, το οποίο παρακολούθησε με όλο τον πυρετώδη ζήλο και τη γνώση Άγγλου οπαδού). Μετά το βαρύ χειμώνα του 1963, οπόταν αποκλειστ11καμε μια βδομάδα από το χιόνι, συ-
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Στην ακτή του Βοσπόρου 397
στήσαμε ένα λογοτεχνικό πρακτορείο, τους Διεθνείς συγΥραφείς, με έδρα το σπίτι μας. Ο πατέρας μου είχε αναλάβε ι τη δακτυλογράφηση και την αρχειοθέτηση, η μητέρα μου το ρόλο συμβούλου
κι εγώ κυνηγούσα τα συμβόλαια και τις προμήθε ιες. Είχα κάποιες ιδέες για βιβλία, τις οποίες πραγματοποίησα. Ο κύκλος των πελατών μας ήταν μικρός, αλλά αξιοσέβαστος. Νομίζω πως κανείς μας δεν θεώρησε ποτέ ότι είχαμε πράγματι νοοτροπία ατζέντη, ωστόσο ήταν ένας τρόπος να επινοήσουμε μια απασχόληση.
Η μουσική γινόταν όλο και πιο σημαντική για τον πατέρα μου. Αν και κάποτε, όταν ήμασταν στην Πλατεία Πέμπριτζ, ε ίχε αντιταχθεί βίαια στις μουσικές βλέψεις μου και είχε υποχωρήσει μόνο υπό τον όρο ότι θα αποδείκνυα εμπράκτως το ενδιαφέρον μου
μέσα σε δυο χρόνια, στη δεκαετία του '60 (και αφού είχα εκπληρώσει το μέρος της συμφωνίας που μου αναλογούσε) έκανε τα πάντα προκειμένου να με ενθαρρύνει· μου αγόραζε δίσκους και βιβλία και γύρω στα ε ίκοσί μου με στήριξε στα πρώτα μου βήματα ως δημοσιογράφου και μουσικοκριτικού.
Στη δεκαετία του '50 πηγαίναμε σε συναυλίες - σποραδικά,
αλλά πηγαίναμε. Στη δεκαετία του '60 διασχίζαμε τους κήπους του Κένζινγκτον με προορισμό το Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής για ν'
ακούσουμε τους λαμπρότερους και καλύτερους μαθητές του να παίζουν στις πεντέμισι κάθε Τετάρτη απόγευμα. Το Ινστιτούτο Γκαίτε ήταν η άλλη μας συμπάθε ια, όπου μας δινόταν η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε συναυλίες, να παραστούμε σε δεξιώσεις με φαγητό και να κουβεντιάσουμε ανεπίσημα με καλλιτέχνες - κι όλα αυτά ανέξοδα.
Το γεγονός ότι πήγαμε στο Σπάικ Άιλαντ δεν αναχαίτισε την επιθυμία του πατέρα μου να συνεχίσουμε τη μουσική ζωή μας. Ο
νεαρός όμορφος Ούγγρος Τάμας Βάσαρι έδωσε ένα εξαιρετικό
ρεσιτάλ πιάνου επ' ευκαιρία της 150ετηρίδας από τη γέννηση του Λιστ, με πέντε εκθαμβωτικά ανκόρ, συμπεριλαμβανομένης της Έκτης ουγΥρικής ραψωδίας (ο πατέρας μου βρήκε συγκινητική
την ανατολίτικη ρηΤΟΡΙΚ11 της) . Απολαύσαμε κοντσέρτα της πυρ
καγιάς για πιάνο, στα οποία προσέδωσαν υψηλή ποιότητα ο Ρούμπινστα·ίν και ο Τζουλίνι. Ανακαλύψαμε τα φεστιβάλ Λόντον
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
398 /ρφάν Οργκά
Προμς και γευτήκαμε τον 20ό αιώνα εξίσου με το παρελθόν: Μπέρνστα'ίν και Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, Σόλτι, Μπουλέζ, Κόπλαντ, Οζάουα, Πεντερέτσκι, Ξενάκις, Χόρενστα'ίν, Όρμαντι, Όιστραχ, Μπαρμπιρόλι, Μπουλτ, Ασκενάζι, ο οποίος είχε μόλις θριαμβεύσει στον Διαγωνισμό Τσα'ίκόφσκι στη Μόσχα, σύγχρονη μουσική στο ICA. .. Επί πολύ καιρό μετά το θάνατο του πατέρα μου μου φαινόταν αδιανόητο να πάω σε συναυλία χωρίς εκείνον. Μου έμαθε πώς να απολαμβάνω τη μουσική και πώς να εκφράζω την
τέρψη μου. Ποτέ δεν θα καταλάβαινε, έλεγε αγανακτισμένος, τη νοοτροπία, τη στάση, την πρόδηλη έλλειψη ανταπόκρισης και επικρότησης την οποία διαπίστωνε μεταξύ τόσων και τόσων επαγγελματιών μουσικοκριτικών. Γιατί; ρωτούσε . Δεν είχα τι να του απαντήσω. Και εξακολουθώ να μην έχω.
Ο πατέρας μου έζησε στο Σπάικ Άιλαντ λίγο παραπάνω από
εννέα χρόνια. Σ' αυτό το διάστημα είδε τη μητέρα μου να επιτυγχάνει και να απομακρύνεται. Είδε εμένα ν' ανοίγω τα φτερά μου προς το δικό μου μέλλον. Είδε τον εαυτό του να ζε ι μια ζωή δίχως σκοπό. Δεν ξέρω κανέναν που να αποζήτησε τόσο το θάνατο όσο εκείνος.
Πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Νοεμβρίου 1970. Ήταν 62 ετών. Τον φέραμε στο σπίτι για να περάσει μια τελευταία νύχτα εκεί. Πάνω στο καλυμμένο με μια κόκκινη τουρκική σημαία
φέρετρό του ήταν τοποθετημένο διαγώνια το ξίφος του, το ίδιο εκείνο ξίφος που είχαμε πάρει μαζί μας φεύγοντας από την Ιρλανδία. Σύμφωνα με την επιθυμία του, αποτεφρώθηκε. Μια απλή τελετή. Λίγη μουσική - το Ιντερμέτζο από την Καβαλερία Ρουστικάνα, το Πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν. Φλόγες.
Σκορπίσαμε τη στάχτη του στον άνεμο, κοντά στο μέρος το οποίο είχε εντέλει αγαπήσει τόσο. Κράτησα λίγες στάχτες χώρια. Τις έθαψα μαζί με τη μητέρα μου.
Digitized by 10uk1s, Jan. 2010
Ο Μεχμέτ στο Κουλελί.
f
Ο συγγραφέας σε ηλικία 17 ετών.
Ο συγγραφέας, 22 ετών, στο Χαρμπιγιέ. 25 Δεκεμβρίου 1930.
Η Μπέντια και ο Μεχμέτ με τη γιαγιά του συγγραφέα.
19 Οκτωβρίου 1939.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΙΡΦΑΝ ΟΡΓΚΑ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΟΥ
ΒΟΣΠΟΡΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤ Η Θ Η Κ Ε ΑΠΟ ΤΗ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΕΩΡΓιΟΥ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘ Η Κ Ε ΣΤΟ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ
ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2000 ΓΙΑ ΛΟΓ ΑΡΙΑ ΣΜΟ ΤΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΕΞΑΝΤΑΣ»
top related