Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο
Post on 29-Jul-2015
1.248 Views
Preview:
DESCRIPTION
TRANSCRIPT
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΗ υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα
Τ Ο Μ Ο Σ Α’
Το βιβλίο του Hany Braverman «Εργασία και μονοπωλιακό κεφάλαιο: η υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα», Τόμος Α', κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Λέσχης Κατασκόπων του 21ου αιώνα σε 1000 αντίτυπα τον Οκτώβριο του 2005.
Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά. Τίτλος πρωτότυπου: 'Labor and Monopoly Capital: The Degradation of Work in the Twentieth Century" (α' έκδοση: Monthly Review Press, Νέα Υόρκη, 1974).
Η έκδοση μπορεΙ να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα για ανταγωνιστικούς σκοπούς, με θερμή παράκληση να σναφέρεται η πηγή.
HARRY BRAVERMAN
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα
ΤΟΜΟΣ Α’
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ...................................................... 9ΕΙΣΑΓΩΓΗ.................................................................................................. 19
Τεχνολογία και κοινωνία...........................................................................29Η «νέα εργατική τάξη»............................................................................. 38Η εργασιακή δυσαρέσκεια στα ‘70s..........................................................45
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εργασία και εργατική δύναμη.......................................... 59ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Οι απαρχές του μάνατζμεντ.............................................. 73ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ο καταμερισμός της εργασίας.......................................... 85ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Το επιστημονικό μάνατζμεντ.......................................... 101ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Οι βασικές επιπτώσεις του επιστημονικούμάνατζμεντ.................................................................................................. 145ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Η προσαρμογή του εργάτη στον καπιταλιστικότρόπο παραγωγής...................................................................................... 159
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΚΜΗΧΑΝΙΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Η τεχνο-επιστημονική επανάσταση............................... 175ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Η τεχνο-επισιημονική επανάσταση και ο εργάτης.......191ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Μηχανές............................................................................207ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Περαιτέρω επιπτώσεις του μάνατζμεντ και της τεχνολογίας στην κατανομή της εργασίας............................................... 261
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ .................................................. 275
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι εκδόσεις «Κομμούνα» μετέφρασαν και εξέδωσαν το βιβλίο του Benjamin Coriat με τίτλο Ο Εργάτης και το Χρονόμετρο. Άσχετα από τη μετέπειτα μοίρα των εκδοτών του, το βιβλίο διαβάστηκε εκτεταμένα για το είδος του και κατά τη γνώμη μας αποδείχτηκε εξαιρετικά σημαντικό για το ελληνικό αντικαπιταλιστικό κίνημα. Το βιβλίο του Coriat υποδείκνυε ότι οι όροι «Τεϊλορισμός» και «Φορντισμός» δεν είναι απλώς ονόματα μεθόδων οργάνωσης της εργασίας, αλλά ιστορικά επεισόδια και μάλιστα τέτοια, που στάθηκαν κομβικά για τη διαμόρφωση του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Ο Coriat επέμενε επίσης ότι τα συγκεκριμένα επεισόδια δεν προήλθαν από «μια καλή τεχνική ιδέα» κάποιων εφευρετών και μηχανικών. Αντίθετα, ανίχνευε την προέλευσή τους στις εργατικές αρνήσεις και την κοινωνική κίνηση της Αμερικής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Εν ολίγοις, το βιβλίο του Coriat απαντούσε στο παλιό ζήτημα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ μέσων της παραγωγής και κοινωνικών σχέσεων εφαρμόζοντας τη μέθοδο της ιταλικής αυτονομίας, και το έκανε με εφαρμογή σε πραγματικά - και μεγάλης σημασίας - ιστορικά επεισόδια.
Έπειτα από όλα αυτά, εκείνο το παλιό βιβλίο παρέμεινε μόνο του για δύο δεκαετίες. Οι ανάλογες εκδόσεις αποτέλεσαν τιμητικές εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ τα ζητήματα που έβαζε πα- ρέμειναν εν πολλοίς ανεπεξέργαστα. Παρόλ’ αυτά, νομίζουμε πως κατά- φερε να πετύχει το μέγιστο που θα μπορούσε να ελπίσει ένα βιβλίο: Ξέ- φυγε από τα χέρια των εκδοτών του και διέγραψε τη δική του τροχιά στο στερέωμα των κινηματικών ιδεών, κστάψερε να συνεισφέρει ελάχιστα στη γέννηση των κινηματικών σκέψεων και πράξεων τον μέλλοντός τον.
Αυτός είναι και ο λόγος που, κάπως παράδοξα, ξεκινάμε την εισαγωγή μας μιλώντας για εκείνη την παλιά - αλλά διόλου ξεχασμένη - δουλειά του Coriat. Από τη μια, μας εξοικείωσε με τη σημασία και τις γενικές
γραμμές των επεισοδίων που θα δούμε να εξελίσσονται και στο βιβλίο που εκδίδουμε. Από την άλλη, μας έδωσε να καταλάβουμε τη γενικότερη αξία της ιστορικής πραγμάτευσης των ζητημάτων που σήμερα είθισται να αποκαλοΰνται «τεχνολογικά», τη χρησιμότητα της ανάδειξής τους ως ζητήματα κοινωνικά, ζητήματα δηλαδή του ταξικού ανταγωνισμού. Τέλος, ήταν το βιβλίο που μας βοήθησε να αντιληφθοΰμε την πολιτική σημασία που μπορεί να έχουν τέτοιες εκδόσεις, μας υπέδειξε πως αυτοΰ του είδους η συσσώρευση εργασίας για λογαριασμό του κινήματος μπορεί τελικά και να μην πάει χαμένη. Μεταφράσαμε και εκδίδουμε το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας έχοντας στο μυαλό μας τις ελλείψεις και την κινηματική συνεισφορά εκείνης της παλιάς δουλειάς του Coriat. Παρά τις εμφανείς διαφορές τους, τα δύο βιβλία είναι συμπληρωματικά και θα πρέπει να διαβάζονται παράλληλα.
Για να περάσουμε επιτέλους στο προκείμενο, θα πρέπει να πούμε ότι, όταν ξεκινούσαμε να μεταφράζουμε το βιβλίο του Harry Braverman, είχαμε εξαρχής υπόψη ότι μεταφράζουμε ένα βιβλίο που οι κριτικοί του είχαν απόλυτο δίκιο να χαρακτηρίζουν «έξοχα ελαττωματικό». Δεν θα ασχοληθούμε βέβαια εδώ με τα ελαττώματά του όπως γίνονται αντιληπτά σήμερα. Αυτή είναι δουλειά που μπορεί να αποδειχτεί από εξαιρετικά καρποφόρα έως και βαθιά ανόητη, όπως και να ‘χει όμως αρμόζει να γίνεται μετά την έκδοση. Εμείς από τη μεριά μας θα προτιμήσουμε να μιλήσουμε για τα προτερήματα του βιβλίου, για το ποιόν του συγγραφέα του και για την κινηματική του χρησιμότητα. Θα εκθέσουμε δηλαδή τους λόγους για τους οποίους ένα αυτοοργανωμένο εκδοτικό εγχείρημα επέλε- ξε να πραγματοποιήσει αυτή την έκδοση.
θ α πρέπει καταρχήν να συμφωνήσουμε με τους συντρόφους που το ε- πισήμαναν: ο τίτλος αυτού του βιβλίου δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «πιασάρικος». Πράγματι, το Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο παραπέμπει σε στρυφνές οικονομίστικες μελέτες, σε βιβλία που συνηθίζουν να μένουν ξεχασμένα στο ράφι και να χρησιμοποιούνται ανά πίνακα και ανά υποσημείωση. Αρκεί όμως κανείς να αρχίσει να το διαβάζει για να συμφωνήσει ότι ο τίτλος κλέβει ύπουλα το ρόλο που το δίκαιο θα ήταν να έχει ανατεθεί στον υπότιτλο. Η υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό ειώνα είναι μια φράση που εκφράζει πολύ καλύτερα το ιστορικό βάθος και την προσήλωση στις εργασιακές διαδικασίες που χαρακτηρίζουν ολόκληρο το βιβλίο. Πρόκειται για δύο χαρακτηριστικά που ταιριάζουν με το ποιόν του συγγραφέα του. Ο Harry Braverman δούλεψε για δεκαοκτώ χρόνια ως βιομηχανικός εργάτης. Ταυτόχρονα ήταν στέλεχος του τροτσκιστικού κόμματος των Η ΠΑ, συμμετείχε στις διασπάσεις και τις αντιπαλότητες
του αμερικανικού τροτσκισμού και διατέλεσε αρχισυντάκτης του σοσιαλιστικού εκδοτικού οίκου Monthly Review Press. Ο Harry Braverman πέ- θανε το 1976, δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, δηλητηριασμένος από αμίαντο. Εκτός από όλα αυτά, ο Harry Braverman είναι ο συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα βιβλία για την εργασία που γράφτηκαν στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Το Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο πούλησε 125.000 αντίτυπα στα πρώτα εικοσιπέντε χρόνια από την έκδοσή του, καθιερώθηκε ως απαραίτητη αναφορά σε κάθε σχετική «επιστημονική» εργασία και αναγνωρίζεται σήμερα σαν μια από τις σημαντικότερες μαρξιστικές εργασίες μετά από το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Οι λόγοι γι’ αυτή την επιτυχία ήταν εύκολα εντοπίσιμοι ήδη από την εποχή της πρώτης έκδοσης. Το βιβλίο του Braverman ήταν κυριολεκτικά το πρώτο μετά το Κεφάλαιο που τόλμησε να ασχοληθεί με το εσωτερικό των εργασιακών χώρων, με τη μικροκλίμακα των εργασιακών διαδικασιών και τις αλλαγές που επιφέρει πάνω τους ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Ο Braverman κατάφερε να προσεγγίσει το ζήτημα εκεί που άλλοι απέτυχαν, ακριβώς λόγω της εργατικής του προέλευσης. Στον πρόλογο της αμερικανικής έκδοσης του Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο, ο Paul Μ. Sweezy, μαρξιστής ακαδημαϊκός, και συγγραφέας -μαζί με τον Paul Baran- του Monopoly Capital (1966), εντοπίζει τα σημεία όπου ο Braverman υπερτερεί ως εξής:
Έτσι λοιπόν, ο Baran και εγώ δεν προσπαθήσαμε καν να γεμίσουμε το κενό που γεμίζει ετούτο το βιβλίο· και ο λόγος για την απροθυμία μας δεν ήταν μόνο το είδος της προσέγγισής μας. Πολύ πιο σημαντικό ήταν ότι μας έλειπαν τα απαραίτητα προσόντα. Είναι γεγονός πως μια ιδιοφυία όπως ο Μαρξ κατάφερε κάποτε να αναλύσει τις καπιταλιστικές εργασιακές διαδικασίες με άφταστη οξύνοια και διορατικότητα δίχως ποτέ να αναμιχθεί άμεσα σε αυτές. Για τους κοινούς θνητούς όμως, η άμεση εμπειρία είναι εκ των ων ουκ άνευ, γεγονός που αποδεικνύεται εύγλωττα από τις θλιβερές επιδόσεις των διάφορων «ειδικών» που έχουν μέχρι στιγμής ασχοληθεί με το ζήτημα. Αυτή η άμεση εμπειρία έλειπε από εμένα και τον Baran και αν είχαμε τολμήσει να ασχοληθούμε με το θέμα, σίγουρα θα είχαμε παραπλανηθεί από τους μύθους και τα ψεύδη που με τόση ενάργεια καλλιεργούν οι ιδεολόγοι του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει άλλωστε άλλο ζήτημα για το οποίο η απόκρυψη της αλήθειας να είναι τόσο σημαντική για τον καπιταλισμό (...)
Αν όμως ο στόχος είναι μια επιστημονική μελέτη των εργασιακών διαδικασιών όπως διαμορφώνονται υπό το καθεσκύς του μονοπωλιακού καπιταλισμού, η άμεση εμπειρία από μόνη της α- ποδεικνύεται επίσης ανεπαρκής, θ α πρέπει να συνδυαστεί με μια βαθιά γνώση τόσο της πρωτοποριακής δουλειάς που πραγματοποίησε ο Μαρξ, όσο και της διαλεκτικής του μεθόδου. Ο Harry Braverman διαθέτει και αυτά τα προσόντα· είναι μάλιστα αυτός ο συνδυασμός πρακτικής εμπειρίας και θεωρητικού σφρίγους -συνδυασμός που σχεδόν εξ ορισμού απουσιάζει από τις σημερινές κοινωνικές επιστήμες- που του επέτρεψε να συνεισφέρει με τόσο μοναδικό τρόπο στην κατανόηση της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Η εποχή πριν από τα κινήματα του τέλους της δεκαετίας του ’60 ήταν, όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του Braverman, η εποχή που ο καπιταλισμός «δούλευε με τους δριμύτερους ρυθμούς του». Μοιραία λοιπόν οι καπιταλιστικές ιδεολογίες είχαν φουντώσει. Οι μύθοι περί «εργατικής συμμετοχικότητας», «ικανοποίησης από την εργασία» και τέλους της ταξικής πάλης γνώριζαν για άλλη μια φορά εκείνη την ιδιαίτερη άνθηση που χαρακτηρίζει τις περιόδους πριν από την όξυνση των καπιταλιστικών κρίσεων. Ειδικά ο μύθος περί «ειδίκευσης και επιμόρφωσης των εργαζομένων λόγω της εισαγωγής νέων τεχνολογιών» είχε τόση δημοτικότητα που έφτανε να υιοθετείται από αριστερούς και δεξιούς διανοούμενους με την ίδια προθυμία. Το βιβλίο του Braverman επιτέθηκε σε αυτό το μύθο μοναχικά αλλά με λύσσα· και για να επιτύχει το στόχο του, έπρεπε να μιλήσει για την εργασία ξεκινώντας «από το μηδέν»: «Όλες οι μορφές ζωής πρέπει να συντηρήσουν τον εαυτό τους στα πλαίσια του φυσικού τους περιβάλλοντος· όλες τους λοιπόν πρέπει να διεξάγουν δραστηριότητες με στόχο την οικειοποίηση των φυσικών προϊόντων για δική τους χρήση» είναι η πρώτη πρόταση του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου. Και στη συνέχεια η ανθρώπινη εργασία διακρίνεται από αυτή των ζώων, ο κοινωνικός χαρακτήρας της ανθρώπινης εργασίας αναγνωρίζεται και οι επιπτώσεις του υποδεικνύονται, ο καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας προβάλλει ως αναπόφευκτη συνέπεια των καπιταλιστικών σχέσεων της παραγωγής, οι εφαρμογές του στον εικοστό αιώνα παρατίθενται και αναλύονται και ούτω καθεξής, μέχρις ότου ξεδιπλωθεί το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου, ότι δηλαδή όσο οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν ανατρέπονται, τόσο η εργασία και μαζί της η εργατική τάξη θα «υποβαθμίζονται» σε μια
διαδικασία που αν εξαιρέσουμε τη - δίχως προοπτικές στα πλαίσια του βιβλίου - σοσιαλιστική επανάσταση, δεν έχει ορατό τέλος*.
Αυτό το αρχικό θράσος - η κατά μέτωπο επίθεση στις ιδεολογίες του καιρού του - αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από μετριοφροσύνη σε ένα άλλο πεδίο. Πράγματι, σε όλη του τη μελέτη ο Braverman δεν διεκδι- κεί τον τίτλο του θεωρητικού καινοτόμου οΰτε για μια στιγμή. Αντιθέτως αντλεί το όποιο κΰρος του από τον ίδιο τον Μαρξ· οι μαρξικές νοηματικές κατηγορίες είναι που του εξασφαλίζουν την άνεση να μιλά «από το μηδέν» για την εργασία στον καπιταλισμό, και τα επιμέρους κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου είναι που του παρέχουν τη δομή των επιχειρημάτων του. Αν λοιπόν ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου διεκδικεί ένα ρόλο για τον εαυτό του, είναι ο ρόλος εκείνου που παίρνει το Κεφάλαιο από τα μέσα του 19ου αιώνα και το φέρνει στην εποχή του.
Εκτός από αποτυχημένο εξ ορισμού - αφού απ’ ό,τι φαίνεται ο Μαρξ δεν είχε μία άποψη, αλλά μία άποψη για κάθε αναγνώστη του - το έργο που ανέλαβε ο Braverman αποδείχθηκε μεγαλεπίβολο και καρποφόρο. Ο καρπός του ήταν ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Από τη μια σαν βασικό, σαν πρωταρχικό εκπαιδευτικό εγχειρίδιο για την ιστορία της εργασίας και των εργασιακών διαδικασιών στα πλαίσια του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Από την άλλη σαν μια πρώτη απλή και κατανοητή εκπαιδευτική γνωριμία με βασικές όψεις της μαρξιστικής σκέψης. Κατά τη γνώμη μας και οι δύο αναγνώσεις μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες για το οπλοστάσιο του σημερινού αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Όσον αφορά τον Μαρξ, θα πρέπει να είναι γνωστό το πόσο εύκολο και διαδεδομένο είναι να καθυβρίζεται σαν πρόγονος του Στάλιν, σαν κατάπτυστος «επιστήμονας» ή σαν προστάτης άγιος της ξεπουλημένης ελληνικής αριστερός. Αλλο τόσο πρόχειροι και εύκολοι είναι βέβαια και οι ύμνοι για τον «πρωτοπόρο οικονομολόγο», τον φωτισμένο καθοδηγητή, το αλάνθαστο παγωμένο και άχρονο έργο του. Εννοείται βέβαια πως όλ’ αυτά συμβαίνουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου ελάχιστοι γνωρίζουν τι ακριβώς είπε ο Μαρξ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αυτό το βιβλί
* Μεταφράσαμε - και εκδίδουμε σαν πρώτο τόμο - μόνο το μισό βιβλίο, δηλαδή την εισαγωγή και τα δύο από τα τέσσερα μέρη της πρωτότυπης έκδοσης («Η Εργασία και το Μάνατζμεντ» και «Επιστήμη και Εκμηχάνιση»), Εδώ περιλαμβάνονται οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας και οι τεχνολογικές αλλαγές, ενώ το επιχείρημα συνεχίζει να εξελίσσεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τις αλλαγές στις καπιταλιστικές δομές και τις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης. Παρόλο που το επιχείρημα παραμένει ελλιπές, το κείμενο αποτελείται από αυτοτελή κεφάλαια, άρα διαβάζεται εύκολα και δεν χάνει τη χρησιμότητά του. Ελπίζουμε οι συνθήκες να επιτρέψουν κάποια στιγμή -όχι πολύ αργά- την έκδοση και του υπόλοιπου βιβλίου.
ο θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν μια πρώτη γνωριμία με τη σκέψη του Μαρξ για όσους -ημών συμπεριλαμβανομένων- ενδιαφέρονται τουλάχιστον να αρχίσουν να καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται προτού επιδο- θούν σε -κατά κανόνα φτηνιάρικες- «κριτικές» και -εξίσου φτηνούς- ύμνους.
Πολύ σημαντικότερη όμως είναι η συνεισφορά που μπορεί να έχει αυτό το βιβλίο σε μια συζήτηση περί εργασίας. Και εδώ η κατάσταση είναι αξιοσημείωτα παρόμοια: Ό σο εύκολο και διαδεδομένο είναι να πετάει κανείς το «δεν υπάρχουν τάξεις» και το «η εργασία δεν είναι το κεντρικό» σαν την ύψιστη αποσταγμένη σοφία δεκαετιών κινηματικής σκέψης και δράσης, άλλο τόσο εύκολο είναι να μιλά για τις κοινωνικές σχέσεις σαν να ήταν οικονομικές σχέσεις και βεβαίως να δρα αναλόγως. Και στις δύο περιπτώσεις, η σχέση μεταξύ της οργάνωσης της παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων δε γίνεται καν αντιληπτή ως ζήτημα, και τα αποτέλεσματα είναι αναμενόμενα. Οι φορείς των εν λόγω απόψεων καταλήγουν να αε- ρολογούν ασυστόλως, ανίκανοι να αρθρώσουν και την παραμικρή κουβέντα για τις σχέσεις κοινωνίας και τεχνολογίας στον καπιταλισμό, πάντα επιρρεπείς να υιοθετήσουν τις μπούρδες περί «ακατάπαυστης τεχνολογικής προόδου» που διαδίδει ο ίδιος ο καπιταλισμός για τον εαυτό του, πάντα πρόθυμοι να χάσκουν με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην παντοδυναμία - ή και την ακαταμάχητη γοητεία... - της τεχνολογίας και το αναπόφευκτο της κρατικής επιβολής στις ανθρώπινες ζωές. Αλλά το πιο σημαντικό, και το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι υπάρχουν κομμάτια του κινήματος τόσο καθυστερημένα που φτάνουν να καταπίνουν αμάσητες τις ιδεολογίες περί τέλους της εργασίας και της εργατικής τάξης. Καθώς μάλιστα δεν ενδιαφέρονται να δουν τις καθαρές μορφές αυτών των απόψεων όπως κυοφορούνται στα αμφιθέατρα και τα ερευνητικά κέντρα του καπιταλισμού, καταλήγουν να τις υιοθετούν όπως διαδίδονται κατόπιν από αδαείς δημοσιογράφους του αστικού τύπου. Και δυστυχώς όσο και μοιραία, καταντάνε να παριστάνουν τους εξτρεμιστές υιοθετώντας άκομψα μισοαπό- ψεις και φληναφήματα της φιλελεύθερης δεξιάς. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, βιβλία σαν και αυτό που εκδίδουμε μπορούν να επαναφέρουν τη συζήτηση στο θέμα καπιταλισμός και εργασία, να επιστήσουν ξανά την προσοχή στην κομβική διαδικασία της κλοπής του κοινωνικά παρα- γόμενου πλούτου, να δείξουν ότι αυτή η κομβική διαδικασία εμπλέκεται στον καπιταλισμό με όλα τα άλλα κοινωνικά γεγονότα τόσο στενά, που να μιλάς και να πράττεις για τα μεν δίχως να μιλάς και να πράττεις για τα δε μόνο σε ανοησία μπορεί να καταλήξει.
Ξεκινήσαμε τη μετάφραση αυτού του βιβλίου με μια βασική ιδέα στο μυαλό μας: Η διανοητική ένδεια χαρακτηρίζει τις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες περισσότερο από άλλες ιστορικές περιόδους και εμείς (οι κάθε λογής αντικαθεστωτικοί) είμαστε τα αντάξια προϊόντα της. Η ανύπαρκτη σχέση του κινήματος με το διάβασμα, η ανυπαρξία κάθε συζήτησης περί διαβάσματος, είναι μια κατάσταση που έχει προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στο κράτος και τα αφεντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ταυτόχρονα βέβαια, η συγκεκριμένη συνθήκη περνάει εν πολλοίς απαρατήρητη, χάνεται μέσα στην αυταρέσκεια που προσφέρει ο αλόγιστος εξτρεμισμός, κρύβεται πίσω από τα διάφορα «εγώ τα ξέρω από μόνος μου» που τόσο εύκολα φυτρώνουν στα γόνιμα χωράφια της ιδεολογίας. Με αυτά τα δεδομένα δεν θα τολμούσαμε να ελπίσουμε για αυτό το βιβλίο τίποτα παραπάνω από τα ελάχιστα που αναγνωρίσαμε στο βιβλίο του Coriat: Να ξεφύγει από τα χέρια των εκδοτών του και να διαγράψει τη δική του τροχιά στο στερέωμα των ελληνικών κινηματικών ιδεών. Να προσφέρει κάτι παραπάνω στη διαδικασία της ανάγνωσης από τα ελληνικά. Να έχει μια ελάχιστη συνεισφορά στη γέννηση των κινηματικών σκέψεων και πράξεων του μέλλοντάς του.
Η δουλειά που κάναμε ήταν πολλή για τα κυβικά μας και έγινε στον ελεύθερο χρόνο μας που δεν είναι και πολύς. Θα πρέπει λοιπόν οι αναγνώστες να μας συγχωρέσουν για τα όποια λάθη παραμένουν. Αυτή τη δουλειά, με όλες της τις ατέλειες, θα θέλαμε να την αφιερώσουμε σε όλους εκείνους που επιμένουν να διαβάζουν, να σκέφτονται αυτά που διαβάζουν και να δρουν με βάση αυτές τις σκέψεις. Για όλους αυτούς δουλέψαμε όσο δουλέψαμε. Για όλους αυτούς δουλεύει η Λέσχη Κατασκόπων του Εικοστού Πρώτου Αιώνα. Και ευτυχώς, μας φαίνεται πως τελευταία ίσως και να γίνονται περισσότεροι. Και δεν εννοούμε μόνο τους πολιτικούς μας «φίλους».
Κουράγιο!
Βάσια, Νίκος, Πόλυ, Χρηστός 1, Χρηστός 2Αθήνα, Σεπτέμβριος 2005.
Denn die einen sind im Dunkein Und die andem sind im Licht Und man siehet die im Lichte Die im Dunkein sieht man nicht
Υπάρχουν κείνοι που ζουν στο σκοτάδι Κι υπάρχουν άλλοι που ζούνε στο φως Κι εμείς βλέπουμε κείνους που ζουν στο φως Αυτοί που ζουν στο σκοτάδι είναι πέρα απ’ το βλέμμα μας
Bertolt Brecht(τραγουδιέται στο σκοπό του Mack the knife)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
'Chav η ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο πρωτοσχηματίστηκε στο μυαλό μου, δεν σκόπευα σε τίποτα περισσότερο από μια μελέτη των εργασιακών ανακατατάξεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα αρχικά μου ενδιαφέροντα αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο αυτή η δομή είχε αλλάξει. Το κομμάτι του πληθυσμού που απασχολούνταν στις κατασκευαστικές και τις συναφείς βιομηχανίες - η λεγόμενη βιομηχανική εργατική τάξη - κατά τα φαινόμενα συρρικνωνόταν για αρκετό καιρό αν όχι σε απόλυτα νούμερα, σίγουρα με σχετικούς όρους. Καθώς οι λεπτομέρειες αυτής της διαδικασίας, ειδικά οι ιστορικές της καμπές και το νέο σχήμα απασχόλησης που έπαιρνε τη θέση του παλιού, δεν μου ήταν διόλου ξεκάθαρες, ανέλαβα να μάθω περισσότερα. Και καθώς, όπως ανακάλυψα σύντομα, τα συγκεκριμένα θέματα δεν είχαν ξεκαθαριστεί από κανέναν, αποφάσισα πως υπήρχε ανάγκη για μια πιο ουσιώδη ιστορική περιγραφή και ανάλυση των αλλαγών στις εργασιακές διαδικασίες απ’ όλες όσες είχαν μέχρι τότε δει το φως της δημοσιότητας.
Ό σο περισσότερο εξοικειωνόμουν με την επίσημη και ανεπίσημη βιβλιογραφία της εργασίας και των μεταβολών της, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμουν μια αντίθεση που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από τις μελέτες που αφορούν το συγκεκριμένο πεδίο. Από τη μια μεριά, δίνεται έμφαση στο ότι η σύγχρονη εργασία ως το κατεξοχήν αποτέλεσμα της τε- χνοεπιστημονικής επανάστασης και της «αυτοματοποίησης», απαιτεί όλο και υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και εμπειρίας, όλο και περισσότερη χρήση της ανθρώπινης νοημοσύνης, όλο και μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια. Ταυτόχρονα όμως, μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια που πηγάζει τόσο από τις συνθήκες της βιομηχανικής εργασίας όσο κι από αυτές της εργασίας γραφείου, αντιτίθεται σ’ αυτή την άποψη. Γιατί λέγεται επίσης -
20 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κάποιες φορές μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους που υποστηρίζουν την πρώτη άποψη - ότι η εργασία όλο και περισσότερο διαχωρίζεται σε σύνολα μηδαμινών μικροδιαδικασιών που αποτυγχάνουν πανηγυρικά να συγκροτήσουν το ενδιαφέρον ή να χρησιμοποιήσουν τις δυνατότητες ανθρώπων του τρέχοντος μορφωτικού επιπέδου- ότι αυτές οι μικροδιαδικα- σίες απαιτούν όλο και λιγότερες ικανότητες, όλο και μικρότερη εμπειρία· και ότι οι σύγχρονες τάσεις οργάνωσης της εργασίας, με την «απουσία ιθύνοντος νου» και τη «γραφειοκρατικοποίησή» τους, «αλλοτριώνουν» όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του εργαζόμενου πληθυσμού. Σαν γενικεύσεις, αυτές οι δύο όψεις του θέματος δεν μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν. Από την άλλη, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω στην τεράστια βιβλιογραφία, που υπάρχει επί του θέματος, κάποια σοβαρή προσπάθεια να συμβιβαστούν αυτές οι όψεις με προσεκτική εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα διάφορα επαγγέλματα έχουν εξελιχθεί, ίσως κάποιες φορές και σε αντίθεση μεταξύ τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα ενδιαφέροντά μου άρχισαν να διευρύνονται περιλαμβάνοντας την εξέλιξη της εργασιακής διαδικασίας στο εσωτερικό συγκεκριμένων επαγγελμάτων, εκτός από τις μετακινήσεις εργασίας μεταξύ επαγγελμάτων. Και καθώς αυτά τα δύο είδη μεταβολών ξεκαθαρίζονταν σταδιακά, οδηγήθηκα προς μια αναζήτηση των αιτίων και της δυναμικής που βρίσκονται πίσω από τις αέναες μεταβολές της εργασίας στη σύγχρονη εποχή. Συγκεκριμένα, προσπάθησα να συμπεριλάβω στις αναζητήσεις μου τόσο τις εξελίξεις του μάνατζμεντ*11 - εκτός από τις εξελίξεις της τεχνολογίας - όσο και τις εξελίξεις της σύγχρονης εταιρείας - εκτός από τις μεταβολές της κοινωνικής ζωής. Δεν πέρασε πολύς καιρός και κατέληξα να προσπαθώ να μελετήσω την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κατά την τελευταία εκατονταετία.
Τα γραπτά που παρουσιάζουν και ερμηνεύουν τις τεχνολογικές και διοικητικές τάσεις για τον μέσο αναγνώστη, παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο σε δύο μορφές: αυτή της δημοσιογραφίας και αυτή της κοινωνικής επιστήμης. Καθώς εξελισσόταν η ευρεία μελέτη αυτών των γραπτών, έμενα διαρκώς έκπληκτος από την αοριστία και τη γενικότητα των διατυπώσεων, από τα κατά περίπτωση έως και ασυγχώρητα λάθη στην περιγραφή θεμάτων, που κατά τα άλλα είναι τόσο ξεκάθαρα, όσο μπορεί ένα θέμα να είναι ξεκάθαρο. Μου φαινόταν πως πολλά από τα μέχρι τότε κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα ήταν βασισμένα σε διόλου αξιόπιστες πληροφορίες και ότι δεν αντιπροσώπευαν παρά απλουστεύσεις ή και παρερμηνείες μιας σύνθετης πραγματικότητας. Συνεπώς, εφόσον πολλά από αυτά που παρουσιάζονται εδώ αντιτίθενται σε αυτή τη συμβατική εικόνα της εργασίας και του εργαζόμενου πληθυσμού, αισθάνομαι πως χρωστάω
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21
στον αναγνώστη μια εξιστόρηση της δικής μου προέλευσης, στο βαθμό μάλιστα που παίζει και αυτή το ρόλο της στα περιεχόμενα του βιβλίου μου. Γιατί, αν και αφιέρωσα σε αυτή τη μελέτη το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου μου για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, το ενδιαφέρον μου για πολλά από τα θέματα που πραγματεύεται κρατάει από πολύ παλιότερα.
Ξεκίνησα να δουλεύω ως εργάτης με μια τετράχρονη μαθητεία στο επάγγελμα του χαλκουργού και δούλεψα ως χαλκουργός για συνολικά επτά χρόνια. Για όλο αυτό το διάστημα εργάστηκα σε ένα ναυπηγείο, έναν τύπο βιομηχανικής επιχείρησης που τότε αποτελούσε πιθανόν το πληρέστερο προϊόν των δύο αιώνων βιομηχανικής επανάστασης που είχαν προηγηθεί. Σχεδόν όλες οι μηχανικές τέχνες που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων (κάποιες από τις οποίες, όπως η δική μου, είχαν τις ρίζες τους στους χειροτέχνες της κλασικής αρχαιότητας ή και ακόμη παλιότερα) ασκούνταν σε τέτοια ναυπηγεία σε στενή σύνδεση μεταξύ τους. Εξαιτίας αυτής της εγγύτητας και αλληλεξάρτησης μεταξύ των διαδικασιών, αλλά και εξαιτίας κάποιων εβδομαδιαίων μαθημάτων που παρακολουθούσαν όλοι μαζί οι μαθητευόμενοι όλων των τεχνών, όχι μόνο έμαθα τη δική μου τέχνη, αλλά απέκτησα και μια συνεκτική αντίληψη των περισσότερων από τις υπόλοιπες.
Ενώ μετακινούμουν σε άλλα μέρη της χώρας ή από δουλειά σε δουλειά, οι περιορισμένες δυνατότητες απασχόλησης στο επάγγελμά μου και η γρήγορη εξαφάνισή του με την αντικατάσταση των παραδοσιακών μεθόδων κατεργασίας του χαλκού από νέα υλικά και διαδικασίες, κατέστησαν εξαιρετικά δύσκολο το να συνεχίσω να δουλεύω ως χαλκουργός. Όμως, επειδή η τέχνη της κατεργασίας του χαλκού περιείχε ήδη τα θεμελιώδη στοιχεία διαφόρων άλλων τεχνών, τα κατάφερνα πάντα να βρω άλλες δουλειές, όπως στη σωληνουργία ή στην εξέλαση χάλυβα. Δούλεψα λοιπόν έτσι για άλλα επτά χρόνια, σε μηχανουργείο επισκευής σιδηροδρομικού υλικού, σε ελασματουργεία, και κυρίως σε δύο εργοστάσια που επεξεργάζονταν βαριά ελάσματα και δομικό χάλυβα για την κατασκευή μηχανημάτων για τη χαλυβουργία, με πιο σημαντικό προϊόν τα καμίνια.
Το «βιογραφικό» μου στα τεχνικά επαγγέλματα μπορεί να δημιουργήσει στους αναγνώστες αυτού του βιβλίου την εντύπωση ότι επηρεάστηκα από κάποιου είδους συναισθηματική προσκόλληση στις ξεπερασμένες συνθήκες μεθόδων εργασίας, που τώρα πια μόνο αρχαϊκές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Είχα υπόψη μου αυτό το ενδεχόμενο και προσπάθησα να προφυλάξω τα συμπεράσματά μου από τέτοιους ρομαντισμούς. Κοιτώντας το συνολικό αποτέλεσμα, τώρα που η δουλειά έφτασε στο
22 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τέλος της, νομίζω πως αυτού του τύπου οι κριτικές δεν έχουν κάποια βάση. Είναι βέβαια αλήθεια ότι μου άρεσε και ακόμη μου αρέσει να δουλεύω ως τεχνίτης. Όμως, καθώς μεγάλωσα στα χρόνια της ταχύρυθμης μεταβολής των μηχανικών τεχνών, είχα πάντα συνείδηση της αμείλικτης επέλασης της - σε επιστημονική πλέον βάση - τεχνολογικής αλλαγής· επιπλέον, τόσο στις σκέψεις μου σχετικά με το θέμα, όσο και στις πάμπολλες συζητήσεις στις οποίες έλαβα μέρος με άλλους τεχνίτες σχετικά με το «παλιό» και το «καινούριο», ήμουν πάντοτε αυτό που θα λέγαμε εκσυγχρονιστής. Πίστευα τότε, και ακόμη πιστεύω, πως η εξέλιξη των βιομηχανικών διαδικασιών, όπως και το πέρασμά τους από παραδοσιακές σε επιστημονικές βάσεις, είναι όχι μόνο αναπόφευκτα αλλά και απαραίτητα για την πρόοδο της ανθρωπότητας και την απελευθέρωσή της από την πείνα και από κάθε άλλη μορφή στέρησης. Πιο σημαντικό από αυτό, είναι πως όλα αυτά τα χρόνια ήμουν ακτιβιστής ενταγμένος οτο σοσιαλιστικό κίνημα και είχα υιοθετήσει τις μαρξιστικές απόψεις, απόψεις που δεν αντιτίθενται στην επιστήμη και την τεχνολογία καθαυτές, αλλά μόνο στους τρόπους με τους οποίους αυτές χρησιμοποιούνται σαν όπλα κυριαρχίας, σαν μέσα δημιουργίας, διαιώνισης και εκβάθυνσης του ρήγματος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων.
Ό λα αυτά τα χρόνια είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ζωντανά όχι μόνο τις μετατροπές των βιομηχανικών διαδικασιών, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι διαδικασίες αναδιοργανώνονται, τον τρόπο που η κληρονομιά της τέχνης γίνεται αντικείμενο συστηματικής κλοπής και το πώς ο εργάτης δεν παίρνει τίποτα για να βάλει στη θέση της. Ό πω ς όλοι οι τεχνίτες, ακόμη και οι πλέον αμόρφωτοι, πάντοτε σιχαινόμουν αυτή τη διαδικασία και καθώς ξαναδιαβάζω αυτές τις σελίδες, βρίσκω μέσα τους όχι μόνο μια αίσθηση κοινωνικής οργής, πράγμα που επιδίωξα, αλλά ίσως και μια αίσθηση προσωπικής προσβολής. Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι όπως είπα ακούσιο, αλλά δε νομίζω πως βλάπτει πουθενά. Ό πω ς και νά ‘χει, επαναλαμβάνω ότι ελπίζω κανείς να μη βγάλει το συμπέρασμα πως οι απόψεις μου τροφοδοτούνται από νοσταλγία για εποχές που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Αντιθέτως, οι απόψεις μου για την εργασία τροφοδοτούνται από νοσταλγία για μια εποχή που δεν έχει έρθει ακόμα, τότε που για κάθε εργάτη η ικανοποίηση που προσφέρει η τέχνη- ικανοποίηση που προέρχεται από το συνειδητό, εμπρόθετο έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας - θα συνδυάζεται με τα θαύματα της επιστήμης και τις ιδιοφυείς συλλήψεις των μηχανικών, μια εποχή στην οποία οι καρποί αυτού του συνδυασμού θα είναι κτήμα όλων.
Ξαναγυρίζοντας στην εξιστόρηση της εργασιακής μου εμπειρίας, είχα την ευκαιρία να δω από πρώτο χέρι μερικές από τις πιο τυπικές δουλειές
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23
γραφείου της εποχής μας, και πάλι τη στιγμή που αυτές άρχιζαν να υφί- στανται γοργές αλλαγές. Η ενασχόληση επί σειρά ετών με τη σοσιαλιστική δημοσιογραφία οδήγησε στην πρόσληψή μου στον εκδοτικό τομέα ως υπεύθυνου εκδόσεων και αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε πάνω από δώδεκα χρόνια δουλειάς ως επιχειρησιακό στέλεχος σε δύο εκδοτικούς οίκους. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να δω, και μερικές φορές να σχεδιάσω ο ίδιος, κάποιες από τις διοικητικές διαδικασίες του σύγχρονου μάρκετινγκ, της διανομής και των λογιστικών, όπως αυτές συνηθίζονται στο χώρο των εκδόσεων. Αυτή η εμπειρία στις εκδόσεις περιλάμβανε δύο φορές τη μετάβαση από παραδοσιακά σε μηχανογραφημένα συστήματα οργάνωσης. Δεν θέλω να υποστηρίξω πως αυτές οι εργασιακές μου εμπειρίες είναι τόσο πλούσιες όσο αυτές άλλων ανθρώπων που έχουν δουλέψει για περισσότερο καιρό σε μεγαλύτερες εταιρείες, αλλά τουλάχιστον μου επιτρέπουν την επαρκώς λεπτομερή κατανόηση των αρχών στη βάση των οποίων οργανώνεται η σύγχρονη εργασία γραφείου.
Ό πω ς θα δει ο αναγνώστης στα αντίστοιχα κεφάλαια, προσπάθησα να επιστρατεύσω την εμπειρία μου στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Είχα επίσης την τύχη να συμμετέχω σε συζητήσεις με πολλούς ανθρώπους σχετικά με την εργασία τους· φίλους, γνωστούς αλλά και αγνώστους που συνάντησα σε κοινωνικές συναναστροφές ή ταξιδεύοντας (κι αν κάποιοι από αυτούς τύχει να διαβάσουν τα όσα ακολουθούν, ίσως να καταλάβουν γιατί ήμουν περίεργος μέχρι αγένειας). Αλλά όσο και αν η δική μου εργασιακή εμπειρία φάνηκε χρήσιμη, όσο ανεκτίμητες και αν υπήρξαν οι εμπειρίες τρίτων, πρέπει να σημειώσω πως τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις και πως δεν συμπεριέλαβα κανένα στοιχείο του οποίου η προέλευση να μην μπορεί να διασταυρωθεί α πό τον αναγνώστη, όπως άλλωστε αρμόζει σε κάθε επιστημονική δουλειά.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας και συγγραφής του βιβλίου, συζήτησα τις ιδέες που σχηματίζονταν στο μυαλό μου με αρκετούς φίλους και θέλω να τους ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον και την υπομονή που επέδειξαν. Το χειρόγραφο διαβάστηκε στην ακατέργαστη μορφή του από φίλους, συνεργάτες και ενδιαφερόμενους και πρέπει να τους ευχαριστήσω όλους: οι συστάσεις τους αποδείχθηκαν πολύτιμες για τη διαυγή παρουσίαση ενός θέματος που πολλές φορές αποδείχθηκε παραπάνω από σύνθετο. Πρέπει επίσης να τους ευχαριστήσω για το ότι με έσωσαν από κάμποσες εκφραστικές και νοηματικές γκάφες. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να αναγνωρίσω το χρέος που οφείλω στον Paul Sweezy και τον Harry MagdofF, οι οποίοι μου υπέδειξαν κάποιες κατευθύνσεις που ειδάλλως θα είχα πα- ραλείψει και κάποια διαβάσματα που ειδάλλως θα είχα παραμελήσει· πρέπει ωστόσο να προσθέσω ότι το κύριο χρέος μου απέναντι σε αυτούς
24 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τους δυο είναι το παράδειγμα που μου έδωσαν: το παράδειγμα του μαρξιστή που προσπαθεί να συλλάβει τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η ευγνωμοσύνη μου προς συγγραφείς των οποίων τα έργα είχαν ιδιαίτερη αξία για μένα θα φανεί στο κείμενο, στις υποσημειώσεις και στις αναφορές που το συνοδεύουν. Και μια τελευταία και χρειαζούμενη σημείωση, αφού μιλάμε για επιρροές και ευχαριστίες: αν και, όπως θα δει ο αναγνώστης, η διανοητική επιρροή υπό την οποία γράφτηκε αυτό το βιβλίο είναι αυτή του Μαρξ, ελάχιστα από όσα γράφτηκαν από μαρξιστές μετά από τον Μαρξ παίζουν οποιοδήποτε ρόλο στα κομμάτια του βιβλίου που ασχολούνται με την εργασιακή διαδικασία. Θα πρέπει τώρα να προσπαθήσω να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό.
Η κεντρική θέση στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ ανήκει στην εργασιακή διαδικασία όπως αυτή συντελείται υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου και ο υπότιτλος «κριτική ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» περιγράφει το βιβλίο με ακρίβεια. Σε αυτόν τον τόμο, που είναι το μόνο κομμάτι της μελέτης του καπιταλισμού που κατάφερε να ολοκληρώσει, ο Μαρξ δείχνει τους τρόπους με τους οποίους οι παραγωγικές διαδικασίες στην καπιταλιστική κοινωνία μεταβάλλονται αέναα υπό την ορμή της κύριας δύναμης που κινεί αυτή την κοινωνία, της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Για τον εργαζόμενο πληθυσμό, αυτή η μετατροπή γίνεται αντιληπτή κατά πρώτον ως συνεχής μεταβολή της εργασιακής διαδικασίας στο εσωτερικό κάθε βιομηχανικού κλάδου, και κατά δεύτερον ως αναδιανομή εργασίας μεταξύ επαγγελμάτων και βιομηχανικών κλάδων.
Ο Μαρξ ολοκλήρωσε το έργο του στα μέσα της δεκαετίας του 1860. Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, αυτή η ίδια δυναμική απέκτησε ακόμη πιο ισχυρές εκδηλώσεις από ό,τι αυτές που παρατήρησε ο Μαρξ στην εποχή του και πάνω στις οποίες στήριξε την κριτική ανάλυση της καπιταλιστικής παραγωγής. Υπό το φως αυτής της νέας δυναμικής, δεν μπορεί παρά να είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι οι μαρξιστές ελάχιστα προσέθεσαν στο κυρίως σώμα του έργου του Μαρξ, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα. Πράγματι, θέματα όπως είναι οι αλλαγές της παραγωγικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα καπιταλισμού και μονοπωλιακού καπιταλισμού, ή οι μεταβολές της επαγγελματικής δομής του εργαζόμενου πληθυσμού, δεν έχουν υπαχθεί σε κάποια συνολική μαρξιστική ανάλυση από την εποχή του θανάτου του Μαρξ μέχρι σήμερα. Και είναι γι’ αυτό το λόγο που, όπως προανέφερα, δεν μπορώ να αναγνωρίσω σε κανένα μαρξιστή, εκτός από τον ίδιο τον Μαρξ, κάποια ισχυρή διανοητική επιρροή πάνω σε αυτήν τη μελέτη: πολύ απλά δεν υπάρχει κανένα συνεχές σώμα εργασιών στη μαρξιστική παράδοση που να ασχο-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25
λείται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής όπως ασχολήθηκε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Καθώς οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό δεν μπορεί παρά να μας ενδιαφέρουν, θα πρέπει να ασχοληθούμε μαζί τους στα παρακάτω.
Η απάντηση κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να ξεκινήσει από την εκπληκτική πληρότητα με την οποία ο Μαρξ επιτέλεσε το έργο του. Υπέβαλλε τις εργασιακές διαδικασίες, και την ανάπτυξή τους στα πλαίσια του εργοστασιακού συστήματος, στην πιο συστηματική και έξυπνη μελέτη που τους έγινε ποτέ. Τόσο ορθά αντιλαμβανόταν τις τάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και με τόση ακρίβεια γενίκευσε τις σχετικά πενιχρές εκδηλώσεις του καιρού του, που στις δεκαετίες που ακολούθησαν την ολοκλήρωση του έργου του, η ανάλυση του Μαρξ φαινόταν επαρκής για κάθε ειδικό ζήτημα της εργασιακής διαδικασίας, αλλά και βρισκόταν σε θαυμαστή συνάφεια με τη συνολική κίνηση της παραγωγής. Ίσως λοιπόν να ήταν, αρχικά, η ίδια η προφητική δύναμη της ανάλυσης του Μαρξ που συντέλεσε στη στασιμότητα του συγκεκριμένου θέματος μεταξύ των μαρξιστών. Η ανάπτυξη του εργοστασιακού συστήματος φαινόταν να επαληθεύει τον Μαρξ σε κάθε λεπτομέρεια και να καθιστά περιττή κάθε προσπάθεια να επαναληφθεί αυτό που ο ίδιος είχε κατορθώσει. Είναι αλήθεια ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα, η αύξηση της εμπορικής, διοικητικής και τεχνικής εργασίας φάνηκε να αντιτίθεται στη διπολική ταξική δομή που πρότεινε ο Μαρξ και να εισαγάγει επιπλοκές, γεγονός που συζητήθηκε στο εσωτερικό της Β’ Διεθνούς και ειδικά στο γερμανικό της τμήμα. Αλλά εκείνη η συζήτηση αποδείχθηκε άκαρπη, ενμέ- ρει γιατί οι συγκεκριμένες τάσεις δεν είχαν ακόμη ωριμάσει αρκετά, και σταμάτησε σταδιακά δίχως να καταλήξει σε συλλογικά συμπεράσματα, παρόλο που η ουσία του προβλήματος παρέμενε και εντεινόταν.
Εντωμεταξύ, τα κατακλυσμιαία γεγονότα αυτού του αιώνα - οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο φασισμός, οι διαδοχικές αποσυνθέσεις και επανα- σταθεροποιήσεις των καπιταλιστικών οικονομιών στα τέλη των πολέμων και κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης, καθώς και οι επαναστάσεις, τόσο οι προλεταριακές όσο και οι εθνικιστικές - κυριάρχησαν στην αναλυτική δουλειά των μαρξιστών. Αυτό το θέατρο της βίας είχε τις πρώτες του θέσεις κρατημένες για το μονοπώλιο, τον μιλιταρισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό, τις τάσεις «κρίσης» ή «κατάρρευσης» του καπιταλιστικού συστήματος, την επαναστατική στρατηγική και τα προβλήματα μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Η εκπληκτική άνοδος της επιστημονικής τεχνολογίας, της παραγωγικότητας της εργασίας*2’, και σε κάποιο βαθμό, της καταναλωτικής δύναμης της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα είχαν, όπως
26 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συχνά αναφέρεται, τεράστιες επιπτώσεις στο σύνολο του εργατικού κινήματος. Η συνδικαλισμένη πλέον εργατική τάξη, υπά το καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλλε η κλίμακα και η πολυπλοκότητα της καπιταλιστικής παραγωγής, και με αδυνατισμένη την αρχική επαναστατική της ορμή από τα οφέλη που κουβαλούσε η ταχύτατη αύξηση της παραγωγικότητας, όλο και περισσότερο έχανε τη θέληση και τη φιλοδοξία να αρπάξει τον έλεγχο της παραγωγής από τα χέρια των καπιταλιστών, όλο και περισσότερο στρεφόταν προς τις κάθε είδους συνδιαλλαγές σχετικά με το μερίδιο του υπερπροϊόντος που της αντιστοιχούσε. Αυτό το εργατικό κίνημα ήταν το άμεσο περιβάλλον του μαρξισμού- και οι μαρξιστές αναγκάστηκαν, στον άλφα ή βήτα βαθμό, να προσαρμοστούν σε αυτό το περιβάλλον.
Η προσαρμογή πήρε διάφορες μορφές, πολλές από τις οποίες μπορούν άνετα σήμερα να θεωρηθούν καταστροφικές σε ιδεολογικό επίπεδο. Η φιλοσοφία με την οποία δούλευε ο μαρξισμός τις «καθημερινές», δίχως να λαμβάνουμε υπόψη τις πομπώδεις εξαγγελίες «Κυριακών και εορτών», εστίαζε όλο και περισσότερο στις περιστασιακές κρίσεις και τα επιφαινόμενα του καπιταλισμού και όχι στη βαθιά εσώτερη φύση του και στη θέση του εργάτη εντός του. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική των παραγωγικών λειτουργιών του καπιταλισμού έδωσε τη θέση της στην κριτική των διανεμητικών του λειτουργιών. Εντυπωσιασμένοι, για να μην πούμε εκστασιασμένοι, από την τεράστια παραγωγικότητα της εργασιακής διαδικασίας, μπερδεμένοι από την αυξανόμενη επιστημονική της πολυπλοκότητα και τέλος συμμετέχοντας στους εργατικούς αγώνες για τους μισθούς, τις ώρες και τις συνθήκες εργασίας, οι μαρξιστές προσαρμόστηκαν στην αντίληψη που θεωρεί το σύγχρονο εργοστάσιο μια αναπόφευκτη, αν και επιδεχόμενη βελτίωσης, μορφή οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας. Στα πλαίσια της σοσιαλδημοκρατίας, του προπολεμικού σοσιαλιστικού κινήματος, τα συνδικάτα και τα μαρξιστικά κόμματα πορεύ- θηκαν χέρι με χέρι, επιδεικνύοντας τη στενή τους σχέση και την κοινή τους τάση προς απόψεις που γίνονταν όλο και λιγότερο επαναστατικές.
Η αναζωογόνηση του επαναστατικού μαρξισμού μέσα από το κομμουνιστικό κίνημα που ακολούθησε τη ρωσική επανάσταση, συγκρότησε τις ρεφορμιστικές τάσεις σε πολλά άλλα πεδία, αλλά φαίνεται να τις ενίσχυ- σε ακόμη περισσότερο στο πεδίο που συζητάμε. Οι σοβιετικοί κομμουνιστές ήρθαν στην εξουσία σε μια ιστορική στιγμή αναπάντεχη για το μαρξισμό, σε μια χώρα που μετά βίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καπιταλιστική όπου, με την εξαίρεση ελάχιστων βιομηχανικών κέντρων, η τεχνολογία και η χρήση της στην παραγωγή, ακόμη και οι παραγωγικές διαδικασίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν στοιχειωδώς «οργανωμένες» ή «πειθαρχημένες», ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Η Σοβιετική Έ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27
νωση θα καταστρεφόταν, εκτός κι αν κατάφερνε να αναπτύξει την παραγωγή και να αντικαταστήσει τις βαθιά εδραιωμένες παραδόσεις των ρώ- σων χωρικών με συστηματικές συνήθειες κοινωνικής εργασίας. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ο σεβασμός - για να μην πούμε ο θαυμασμός - των μαρξιστών για την επιστημονική τεχνολογία, το σύστημα παραγωγής και τις οργανωμένες και κανονικοποιημένες εργασιακές διαδικασίες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, έγινε, για να το πούμε κομψά, ακόμη μεγαλύτερος. Αν η παλιά σοσιαλδημοκρατία έτεινε να αντιλαμβάνεται τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σαν μια επιχείρηση τεράστιων δυνατοτήτων και αδιαφιλονίκητων επιτυχιών, με την οποία δεν μπορούσε παρά να συμβιβαστεί, οι κομμουνιστές έτειναν να τον αντιμετωπίζουν με αντίστοιχο δέος. Δηλαδή σαν πηγή από την οποία έπρεπε να μάθουν και να δανειστούν, σαν παράδειγμα προς μίμηση το οποίο θα έπρεπε να ακολουθήσουν αν η Σοβιετική Ένωση ήθελε να φανεί αντάξια του καπιταλισμού στην κούρσα της εξέλιξης και να θέσει τις βάσεις για το σοσιαλισμό.
Αρκεί μόνο να θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Λένιν προέτρεψε πολλές φορές στη μελέτη του “Scientific Management” του F. W. Taylor, θεωρώντας ιδιαζόντως θετική τη χρησιμότητα που θα μπορούσε να έχει η εφαρμογή των τεϊλορικών αρχών στη σοβιετική βιομηχανία. «Το σύστημα Taylor» είπε ο Λένιν «όπως και το σύνολο της καπιταλιστικής προόδου, είναι ένας συνδυασμός της ραφιναρισμένης κτηνωδίας της αστικής εκμετάλλευσης και μερικών από τα μεγαλύτερα επιστημονικά επιτεύγματα στα πεδία της ανάλυσης των μηχανικών κινήσεων κατά τη διάρκεια της εργασίας, της εξάλειψης των περιττών και λαθεμένων κινήσεων, της ανάπτυξης σωστών μεθόδων εργασίας, της εισαγωγής των βέλτιστων λογιστικών και ελεγκτικών συστημάτων, κλπ. Η σοβιετική δημοκρατία πρέπει πάση θυσία να υιοθετήσει οτιδήποτε χρήσιμο περιλαμβάνεται στα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας σε αυτούς τους τομείς. Η δυνατότητα χτισίματος του σοσιαλισμού εξαρτάται ακριβώς από το κατά πόσο θα επιτύχουμε να συνδυάσουμε τη σοβιετική ισχύ και τη σοβιετική κυβερνητική οργάνωση με τα τελευταία επιτεύγματα του καπιταλισμού. Πρέπει να οργανώσουμε τη μελέτη και τη διδασκαλία του τεϊλορικού συστήματος στη Ρωσία και να προσπαθήσουμε συστηματικά να το προσαρμόσουμε στους στόχους μας»1. Στην πράξη, η σοβιετική εκβιομηχάνιση ακολούθησε κατά βήμα το καπιταλιστικό μοντέλο- καθώς μάλιστα εξελισσόταν, η μετάβαση έχασε τον προσωρινό της χαρακτήρα και η Σοβιετική Ένωση υιοθέτησε μια οργάνωση της εργασίας που διέφερε από αυτή των καπιταλιστικών χωρών μονάχα στις λεπτομέρειες, σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα ο σοβιετικός εργατικός πληθυσμός φέρει, ένα προς ένα, όλα τα στίγματα
28 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
των δυτικών εργατικών τάξεων. Ενόσω αυτή η διαδικασία λάμβανε χώρα, οι ιδεολογικές της επιπτώσεις στον παγκόσμιο μαρξισμό έγιναν παραπάνω από αισθητές: τόσο η τεχνολογία του καπιταλισμού (την οποία ο Μαρ- ξ αντιμετώπισε με χαρακτηριστικές επιφυλάξεις) όσο και η οργάνωση και διοίκηση της εργασίας (τις οποίες ο Μαρξ αντιμετώπισε με παθιασμένη εχθρότητα) έγιναν αξίες σχετικά αποδεκτές. Πλέον, η αντικαπιταλιστική επανάσταση γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή σαν εκρίζωση ορισμένων ενοχλητικών «σαρκωμάτων» από τον κατά τα άλλα εξαιρετικά παραγωγικό καπιταλιστικό μηχανισμό, σαν βελτίωση των συνθηκών εργασίας, σαν εισαγωγή μιας τυπικής δομής «εργατικού ελέγχου» στην εργοστασιακή οργάνωση και σαν αντικατάσταση των καπιταλιστικών μηχανισμών συσσώρευσης και αναδιανομής από το σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
Ό ποιοι όμως και αν ήταν οι ακριβείς παράγοντες που επηρέασαν τις εξελίξεις, το γεγονός είναι ότι η κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που κάποτε ήταν το πιο αιχμηρό από τα όπλα του μαρξισμού, έχασε σταδιακά την αιχμηρότητά της καθώς η μαρξιστική ανάλυση της ταξικής κοινωνικής δομής απέτυχε να αντεπεξέλθει στις διαδικασίες αλλαγής που εξελίσσονταν ταχύτατα. Είναι πλέον κοινός τόπος να υποστηρίζουν διάφοροι ότι ο μαρξισμός ήταν κατάλληλος μόνο για τον ορισμό του «βιομηχανικού προλεταριάτου» και ότι με τη σχετική συρρίκνωση αυτού του προλεταριάτου σε μέγεθος και κοινωνικό βάρος, ο μαρξισμός είναι πια «ξεπερασμένος». Κατά συνέπεια, ο μαρξισμός απέκτησε την αχίλλειο πτέρνα του εκεί που κάποτε βρισκόταν η αιχμή του.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, υπήρξε στην αριστερά μια αναθέρμανση του ενδιαφέροντος σχετικά με τις εργασιακές διαδικασίες και τους τρόπους οργάνωσης της εργασίας. Το γεγονός μπορεί να αποδοθεί σε διάφορες αιτίες. Η ορμητική και κατά μέτωπο συσσώρευση κεφαλαίου, που εξελίχθηκε σχετικά ανεμπόδιστα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία, έβγαλε από το επίκεντρο της προσοχής των ριζοσπαστών τις αντιλήψεις περί άμεσης «κατάρρευσης» του καπιταλιστικού συστήματος, που κυριαρχούσαν στη ριζοσπαστική σκέψη του μεσοπολέμου. Η χρεοκοπία της σοβιετικής κομμουνιστικής ιδεολογίας άνοιξε το δρόμο σε ένα νε- ο-μαρξισμό που έχει ήδη δοκιμάσει φρέσκες προσεγγίσεις στα προβλήματα του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι συζητήσεις για την οργάνωση της εργασίας τόσο στην Κούβα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όσο και κατά τη διάρκεια της κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης λίγο μετά, ξεπέρασαν την ενασχόληση με την ισομερή κατανομή των προϊόντων της κοινωνικής εργασίας και έφεραν στο προσκήνιο την ιδέα μιας επανάστασης στους τρόπους οργάνωσης της κοινωνικής
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 29
παραγωγής. Και τέλος, το νέο κύμα ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του ’60 είχε σαν κινητήρια δύναμη τα δικά του ενδιαφέροντα· ενδιαφέροντα ιδιόμορφα, και σε μερικές περιπτώσεις σχεδόν πρωτοφανή. Καθώς οι δυ- σαρεστημένοι νεολαίοι, οι διανοούμενοι, οι φεμινίστριες, οι πληθυσμοί των γκέτο, κλπ δεν ξεπήδησαν από κάποιου είδους «κατάρρευση» του καπιταλισμού, αλλά από τον καπιταλισμό που λειτουργούσε με τους πιο ταχείς και ενεργητικούς ρυθμούς του, η εξέγερση εστίασε σε ζητήματα που διέφεραν αισθητά από αυτά του παρελθόντος. Ενμέρει τουλάχιστον, η αμφισβήτηση δεν εστίασε τόσο στην ανικανότητα του καπιταλισμού να προσφέρει δουλειά, όσο στο είδος της δουλειάς που προσφέρει, όχι στην κατάρρευση των παραγωγικών του διαδικασιών, αλλά στα φρικαλέα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών όταν φτάνουν στο πιο «επιτυχημένο» τους σημείο. Δεν είναι βέβαια ότι τα βάρη της φτώχειας, της ανεργίας και της στέρησης εξαλείφθηκαν· κάθε άλλο. Ενισχύθηκαν όμως από μια δυσαρέσκεια που δεν μπορεί να καταλαγιάσει με την παροχή περισσότερης ευημερίας και περισσότερων δουλειών, γιατί είναι ακριβώς η καπιταλιστική ευημερία και η καπιταλιστική εργασία που παρήγαγαν τη δυσαρέσκεια από την αρχή.
Τεχνολογία και κοινωνία
Αυτό που μας απασχολεί σε αυτό το βιβλίο είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και των εργασιακών διαδικασιών γενικότερα, στην καπιταλιστική κοινωνία. Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως μετά από αυτό, είναι βέβαια το ποια είναι η θέση των χωρών του σοβιετικού μπλοκ σε σχέση με αυτή την ανάλυση. Ανέφερα ήδη παραπάνω με συντομία τη γνώμη μου, ότι δηλαδή η οργάνωση της εργασίας στη Σοβιετική Ένωση (στην οποία αναφέρομαι χάριν ευκολίας στον ενικό, αν και τα χαρακτηριστικά της απαντώνται σε όλες τις χώρες του σοβιετικού μπλοκ και, σε κάποιο βαθμό, σε όλες τις χώρες όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας έχουν ανατραπεί) λίγο διαφέρει από την οργάνωση της εργασίας στις καπιταλιστικές χώρες. Σχολιάζοντας αυτή την όψη της σοβιετικής ζωής, ο Georges Friedmann, γάλλος κοινωνιολόγος και μελετητής της ανατομίας της εργασίας, έγραψε:
... φαίνεται ότι οι σοβιετικού τύπου οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκών δημοκρατιών της ανατολικής Ευρώπης και όλο και περισσότερο της κομμουνιστικής Κίνας’, περιλαμ-
" Το απόσπασμα γράφτηκε τη δεκαετία του 1950, πριν από τη ρήξη στις σχέσεις της Κίνας με τη Σοβιετική Ένωση και πριν από την Πολιτιστική Επανάσταση.
30 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
βάνουν ευρείς τομείς στους οποίους η τεχνολογική πρόοδος έχει πολλαπλασιάσει τον αριθμό των απλοποιημένων εργασιών... έχει λοιπόν ξεκινήσει και ήδη αναπτύσσεται εκείνο το είδος διαχωρισμού σύλληψης και εκτέλεσης που φαίνεται στις μέρες μας να α- ποτελεί τον κοινό παρονομαστή που συνδέει όλες τις βιομηχανικές κοινωνίες, όσο διαφορετικοί και αν είναι οι πληθυσμοί και οι δομές τους.2
Έ νας Αμερικανός κοινωνιολόγος αναφέρει ότι «οι σοβιετικοί οικονομολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες που συνάντησα στη Μόσχα... επέμεναν ότι οι έρευνες ικανοποίησης από την εργασία δεν έχουν καμία αξία σε μια κοινωνία στην οποία οι εργάτες κατέχουν τα μέσα παραγωγής»3. Ταυτόχρονα βέβαια, η σχετική με το μάνατζμεντ και την κοινωνιολογία σοβιετική βιβλιογραφία διογκώνεται διαρκώς, επιδεικνύει τις δυτικές της επιρροές και επιζητά διακαώς να μνημονεύσει τα χρέη της σοβιετικής κοινωνίας προς τις καπιταλιστικές βιομηχανικές πρακτικές*. Πρόκειται για χρέη που ελάχιστη μνημόνευση χρειάζονται, αφού η ίδια η περιγραφική και απολογητική βιβλιογραφία της σοβιετικής κοινωνίας, ενώ διεκ- δικεί την ανωτερότητα των σοβιετικών πρακτικών έναντι των καπιταλιστικών τους αντίστοιχων με επιχειρήματα όπως αυτά της εργατικής «ιδιοκτησίας» των μέσων παραγωγής, της υποδειγματικής λειτουργίας των τομέων της υγείας και της ασφάλειας, της υπεροχής του ρασιοναλιστικού σχεδιασμού και τα λοιπά και τα λοιπά, ούτε κατά διάνοια δεν επιχειρεί να μνημονεύσει σημαντικές διαφορές στους όρους οργάνωσης και καταμερισμού της εργασίας.
Η ομοιότητα μεταξύ των σοβιετικών και των παραδοσιακών καπιταλιστικών πρακτικών οδηγεί ανώδυνα στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει κανένας άλλος εφικτός τρόπος οργάνωσης της σύγχρονης βιομηχανίας. Και
* Μπορεί να δει κανείς, για παράδειγμα, έναν πρόσφατο και διόλου ασήμαντης επιρροής τόμο με το όνομα Organization and Management, A Sociological Analysis of Western Theories. Ο συγγραφέας υιοθετεί ως κεντρικό του πλαίσιο την αντίληψη του Λένιν για τον τεϊλορισμό (ο οποίος, όπως θυμόμαστε, καταδίκαζε τη χρήση του από τους «αστούς εκμεταλλευτές» αλλά προέτρεπε να μελετηθεί και να υιοθετηθεί από αυτόν ό,τι αξίζει). Οπλισμένος με τέτοια βαριά και συνάμα βολική εξουσιοδότηση, καταγγέλλει μηχανικά τα αναμενόμενα, αλλά το όλο ΰφος του βιβλίου δύσκολα κρύβει την πλήρη αφομοίωση της δυτικής διοικητικής θεωρίας και τον ενθουσιασμό του συγγραφέα για τις εκμεταλλευτικές της πτυχές. Ο ενθουσιασμός καταλήγει στην υιοθέτηση όχι μόνο του πνεύματος, αλλά και της γλώσσας, οπότε η μελέτη της καπιταλιστικής κοινωνίας από τον Μαρξ γίνεται για τον ενθουσιώδη συγγραφέα «ένα εξαίρετο παράδειγμα ανάλυσης συστημάτων» [systems analysis, όρος της θεωρίας του μάνατζμεντ (Σ.τ.Μ)], ενώ ο ίδιος ο Μαρξ, «δημιουργώντας το διαλεκτικό υλισμό έθεσε και τα θεμέλια της ανάλυσης συστημάτων» [D. Gvishiani, Organization and Management, A Sociological Analysis of Western Theories (Μόσχα, 1972), σ. 144-146].
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 31
αυτό είναι ένα συμπέρασμα το έδαφος του οποίου είχε ήδη προετοιμαστεί από την τάση της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης να δέχεται οτιδήποτε είναι αληθινό ως αναγκαίο, οτιδήποτε είναι υπαρκτό ως αναπόφευκτο, να δέχεται άρα το σύγχρονο τρόπο παραγωγής ως αιώνιο. Στην πιο πλήρη της μορφή, η άποψη αυτή εμφανίζεται ως γνήσιος τεχνολογικός ντε- τερμινισμός<3): τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας απορρέουν κατευθείαν από καπνοδόχους, εργαλειομηχανές και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτό που προκύπτει σαν άμεση συνέπεια είναι μια θεωρία της societas ex machina, της από μηχανής κοινωνίας, όχι απλώς ένας «ντετερμινισμός», αλλά ένας ξεκάθαρος δεσηοτισμός της μηχανής. Σε ένα βιβλίο γραμμένο από τέσσερις κοινωνιολόγους (μεταξύ των οποίων και ο Clark Kerr), διαβάζουμε ότι: «Η εκβιομηχάνιση από χώρα σε χώρα παρουσιάζει πολλά παρόμοια χαρακτηριστικά. Παρόλη την ποικιλία τους, οι εκβιομηχα- νιζόμενες χώρες μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους, απ’ ό,τι οι εμπορικές, αγροτικές ή τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες. ...Ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά των πρώτων είναι ο αναπόφευκτος και αιώνιος διαχωρισμός μεταξύ διευθυντών και διευθυνόμενων»4. Τίποτα λοιπόν δεν αφήνεται στη φαντασία. Οι ανταγωνιστικές σχέσεις στην παραγωγή είναι όχι μόνο αναπόφευκτες αλλά, όπως μας λέγεται σε γλώσσα σχεδόν θρησκευτική, ανώηες.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι προφανώς σημαντικό για μια δουλειά σαν την παρούσα, είναι όμως αμφίβολο το κατά πόσο μπορεί να διαφωτιστεί ή να επιλυθεί με συμπεράσματα που βασίζουν την εγκυρότη-
" Σε μια πολεμική εναντίον του αναρχισμού, με τίτλο «On Authority» (Περί Εξουσίας), ο Frederick Engels έγραφε το 1873 ότι: «Αν ο άνθρωπος, με τη δύναμη της γνώσης και τη δημιουργικότητα της ιδιοφυίας του, υπέταξε τις δυνάμεις της φύσης, αυτές παίρνουν την εκδίκησή τους υποβάλλοντάς τον, για όσο αυτός τις χρησιμοποιεί, σε έναν πραγματικό δεσποτισμό, ανεξάρτητο από κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η επιθυμία εξάλειψης της εξουσίας στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας ισοδυναμεί με την επιθυμία εξάλειψης της βιομηχανίας της ίδιας, με την καταστροφή του μηχανικού αργαλειού ώστε να επιστρέφουμε στη ρόκα» [Frederick Engels, “On Authority” στο Karl Marx & Friedrich Engels, Selected Works, τομ. II (Μόσχα, 1969), σ. 377]. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει πλήρως με τον Engels ότι με την τιθάσευση των φυσικών δυνάμεων και με τη χρήση τους στην κοινωνική παραγωγή, η ανθρωπότητα άλλαξε τους όρους της κοινωνικής της ζωής και εισήγαγε οργανωτικά όρια στην ελεύθερη ατομική δραστηριότητα του μεμονωμένου παραγωγού. Όμως, υποθέτοντας την ύπαρξη ενός «πραγματικού δεσποτισμού» και θεωρώντας τον «ανεξάρτητο από κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης», ο Engels παρασύρθηκε τόσο από την πολεμική του, που έφτασε να χρησιμοποιήσει ονοματολογικές γενικεύσεις ενός είδους που καθόλου δεν χαρακτηρίζει το κύριο σώμα τόσο του δικού του έργου, όσο και κυρίως του έργου του Μαρξ. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση του όρου «εξουσία» ως υπεριστορική έννοια, ανεξάρτητη από τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει - ατομική ή συλλογική, ανταγωνιστική ή αρμονική, αλλοτριωμένη ή στα χέρια των άμεσων παραγωγών - μόνο ως πηγή σύγχυσης μπορεί να λειτουργήσει.
32 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τά τους στη λατρεία του υπαρκτού και μόνο. Μου φαίνεται πως ο μόνος τρόπος να επιτεθεί κανείς στο πρόβλημα με γόνιμο τρόπο, είναι μέσω της συνεκτικής και ιστορικά συγκεκριμένης ανάλυσης της τεχνολογίας των μηχανών από τη μία και των κοινωνικών σχέσεων από την άλλη, όπως και του τρόπου με τον οποίο αυτοί οι δύο παράγοντες συνδιαλέγονται στις υ- πάρχουσες κοινωνίες. Μια τέτοια ανάλυση θα μπορούσε να ξεκινά με την εξέταση της υπόθεσης ότι ο υπάρχων τρόπος παραγωγής και ελέγχου της εργασίας εμφανίστηκε στην καπιταλιστική κοινωνία για λόγους χαρακτηριστικούς αυτής της κοινωνίας και μεταφέρθηκε στη σοβιετική κοινωνία που τον μιμήθηκε για λόγους που έχουν να κάνουν με την δίκη της ειδική φύση. Αναγνωρίζοντας εξαρχής ότι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα «αιώνια» ή «αναπόφευκτα» χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης με την αφηρημένη έννοια, μια τέτοια ανάλυση θα προχωρούσε στη βάση της ιστορικής εξέλιξης που παρήγαγε τις σύγχρονες κοινωνικές μορφές. Και το σημαντικότερο είναι ότι μια τέτοια ανάλυση δεν θα ‘πρε- πε να υιοθετήσει αυτά που μας λένε για τις μηχανές οι σχεδιαστές, οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές τους, αλλά θα έπρεπε να διαμορφώσει τη δική της ανεξάρτητη αποτίμηση των μηχανών και της σύγχρονης βιομηχανίας, τόσο στο εργοστάσιο όσο και στο γραφείο· διαφορετικά δεν θα απο- τελεί μια κοινωνική επιστήμη παρά μονάχα έναν κλάδο της επιστήμης της διοίκησης.
Σε αυτό το σημείο, προτού προσθέσω ορισμένα πράγματα σχετικά με τη σοβιετική κοινωνία, θα πρέπει ν’ αφιερώσω μερικές σελίδες για να συζητήσω την άποψη του Μαρξ για τη σχέση τεχνολογίας και κοινωνίας. Μια αποσαφήνιση των απόψεων του Μαρξ γι’ αυτή τη σχέση είναι απαραίτητη, καθώς η ορθόδοξη κοινωνική επιστήμη - όσο και αν η ίδια είναι όπως μόλις είδαμε επιρρεπής στον πιο χυδαίο και επιφανειακό τεχνολογικό ντετερμινισμό - συχνά τα καταφέρνει να παρερμηνεύει τον Μαρξ και να του προσάπτει αυτήν ακριβώς την αμαρτία.
Το δοκίμιο που ονομάστηκε Η φτώχεια της ψάοσοψίας και αποτελεί απάντηση στον Proudhon, γράφτηκε μεταξύ 1846 και 1847· εκεί διαγράφεται για πρώτη φορά η προσέγγισή του Μαρξ για την ιστορία και την κοινωνία. Σε κάποιο σημείο ο Μαρξ λέει:
Ο Μ. Proudhon ο οικονομολόγος καταλαβαίνει πολύ καλά ότι σι άνθρωποι φτιάχνουν υφασμάτινα, λινά ή μεταξωτά υλικά υπαγόμενοι σε συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής. Ό μως αυτό που δεν έχει καταλάβει είναι ότι αυτές οι συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις είναι και οι ίδιες ανθρώπινα δημιουργήματα όσο και το λινάρι, το λινό ύφασμα, κλπ. Οι κοινωνικές σχέσεις είναι στε
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 33
νά συνδεδεμένες με τις παραγωγικές σχέσεις. Με τη διαμόρφωση νέων παραγωγικών δυνάμεων σι άνθρωποι αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής· και αλλάζοντας τον τρόπο παραγωγής, αλλάζοντας τον τρόπο που βγάζουν τον επιούσιο, αλλάζουν όλες τους τις κοινωνικές σχέσεις. Ο χειροκίνητος μύλος μας δίνει την κοινωνία του φεουδάρχη· ο ατμοκίνητος μύλος μας δίνει την κοινωνία του βιομηχανικού καπιταλιστή.5
Η τελευταία πρόταση διαθέτει την εντυπωσιακή ποιότητα και την ιστορική ακρίβεια που χαρακτηρίζουν τους καλύτερους από τους αφορι- σμούς του Μαρξ. Δυστυχώς όμως είναι το άλλο της προσόν, η ικανότητά της δηλαδή να δείχνει σαν έτοιμη συνταγή, που προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών και τους ώθησε να τη χρησιμοποιήσουν σαν υποκατάστατο της τεράστιας ιστορικής και αναλυτικής εργασίας που πραγματοποίησε ο Μαρξ πάνω στο θέμα. «Η επιστήμη για χάρη του» λέει ο Μαρξ για τον Προυντόν μερικές μόνο σελίδες μετά «περιορίζει τον εαυτό της στις πενιχρές διαστάσεις της επιστημονικής συνταγής· είναι ο άνθρωπος σε αναζήτηση συνταγών»6. Παρά τις προειδοποιήσεις τέτοιου είδους, υπάρχουν εκείνοι που προσπάθησαν να βρουν στον Μαρξ έναν παροχέα συνταγών και κατ’ αυτόν τον τρόπο του κρέμασαν την ταμπέλα του «τεχνολογικού ντετερμινιστή».
Ό ντως βέβαια ο Μαρξ απέδωσε πρωταρχική θέση, όσον αφορά την κοινωνική εξέλιξη, στα «μέσα παραγωγής». Ό μως αυτή η πρωταρχική θέση ποτέ δεν εννοήθηκε σαν ντετερμινισμός τόσο απλός και μονόπλευρος που να επιτρέπει σε μια συγκεκριμένη τεχνολογία να «προκαλεί» ένα συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Ένας τέτοιος ντετερμινισμός εύκολα απο- δεικνύεται ψευδής όταν αποτιμάται σε σύγκριση με την ιστορία γενικώς, και είναι ακόμη περισσότερο άχρηστος όταν έρχεται αντιμέτωπος με επαναστατικές και μεταβατικές περιόδους, σαν κι αυτές για τις οποίες ο Μαρξ επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ό πω ς είναι εμφανές σε τέτοιες περιόδους, είναι απολύτως δυνατό κοινωνίες που παρουσιάζουν μια ποικιλία μορφών κοινωνικών σχέσεων να συνυπάρχουν στη βάση της ίδιας στην ουσία τεχνολογίας. Η λύση του Μαρξ στο πρόβλημα της μετάβασης από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο, βασίζεται στη σύλληψή του περί ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στο εσωτερικό ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων, έως ότου αναπτυχθούν πέρα από αυτό, έως ότου έρθουν σε σύγκρουση μαζί του, έως ότου ξεπεράσουν τα όρια και τους περιορισμούς του. Αυτό το σχήμα έχει δύο ενδιαφέρουσες συνέπειες που συγκρούονται κατά μέτωπο με τις ερμηνείες που θεωρούν τον Μαρξ έναν «τεχνολογικό ντετερμινιστή» που χειρίζεται απλές συνταγές. Από τη μια σημαίνει πως οι ίδιες παραγωγικές δυνάμεις που χαρακτηρίζουν το τέλος
34 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μιας εποχής κοινωνικών σχέσεων, χαρακτηρίζουν επίσης και τψ αρχή της επόμενης εποχής■ πράγματι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εφόσον οι κοινωνικές και πολιτικές επαναστάσεις, παρόλο που σε τελική ανάλυση συμβαίνουν λόγω της σταδιακής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, καθόλου δεν προμηθεύουν την κοινωνία με νέες τεχνολογίες την επομένη της επιτυχίας τους. Από την άλλη, αυτό το σχήμα προβλέπει την ανάπτυξη και εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στα όρια ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, πράγμα που αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των κοινωνικών συστημάτων, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον καπιταλισμό. Έτσι, αν η δύναμη του ατμού «μας δίνει» το βιομηχανικό καπιταλιστή, ο βιομηχανικός καπιταλισμός «μας δίνει» με τη σειρά του τη δύναμη του ηλεκτρισμού, την ισχύ της μηχανής εσωτερικής καύσης και την ατομική ενέργεια.
Με βάση αυτό το πρόχειρο σχήμα, θα περιμέναμε την τεχνολογία και την οργάνωση της παραγωγής του πρώιμου καπιταλισμού να προσεγγίζουν περισσότερο αυτές της όψιμης φεουδαρχίας, παρά αυτές του όψιμου καπιταλισμού, και οι δεύτερες με τη σειρά τους να προσεγγίζουν περισσότερο τις αντίστοιχες του πρώιμου σοσιαλισμού παρά εκείνες του πρώιμου καπιταλισμού. Αυτό φυσικά αληθεύει και μπορεί να χρησιμεύσει σαν βασική απόδειξη του πόσο μακριά από την εμβέλεια του οποιουδήποτε απλοϊκού «ντετερμινισμού» βρίσκονται οι σχέσεις μεταξύ τεχνολογίας και κοινωνίας. Η μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής απασχόλησε τον Μαρξ στο σύνολο σχεδόν των ιστορικών γραπτών του, και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία πως απέδωσε την πρωτοκαθεδρία στις δυνάμεις της παραγωγής όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη ιστορική εξέλιξη, ποτέ δεν θα περνούσε από το μυαλό του η ιδέα ότι αυτή η πρωτοκαθεδρία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν συνταγή, και μάλιστα σαν συνταγή για οποιουδήποτε είδους βραχυπρόθεσμη ιστορική ανάλυση*.
Στην «Εισαγωγή σιην κριτική της πολιτικής οικονομίας», έργο ανολοκλήρωτο που ποτέ δεν δημοσιεύτηκε από τον Μαρξ και που περιγράφεται από τον Kautsky σαν «αποσπασματικό σκαρίφημα μιας πραγματείας που θα έπαιζε το ρόλο της εισαγωγής στο κυρίως έργο του», ο Μαρξ κατέγραψε οκτώ παραγράφους κάτω από τον τίτλο «σημειώσεις για τα σημεία που πρέπει να αναφερθούν εδώ και δεν πρέπει να παρα- λειφθούν». Η πέμπτη λέει: «Η διαλεκτική μεταξύ των εννοιών “παραγωγική δύναμη” (μέσα παραγωγής) και “σχέση παραγωγής”, διαλεκτική της οποι'ας τα όρια πρέπει να καθορισθούν και η οποία δεν καταργεί την υπαρκτή διαφορά μεταξύ τους» [Karl Marx, A Contribution to the Critique of Political Economy (Σικάγο, 1904), σ.109]. Η πραγ- μάτευση αυτού του θέματος από τον Μαρξ θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα οε αυτό το σημείο.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 35
Όλοι αυτοί που γνωρίζουν την ιστορική μέθοδο του Μαρξ μονάχα από σκόρπιους αφορισμοΰς, καλά θα έκαναν να διαβάσουν το Κεφάλαιο■ θα έβλεπαν έτσι και από μόνοι τους, τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζεται η σχέση μεταξύ κεφαλαίου ως κοινωνική μορφή και καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως τεχνική οργάνωση. Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, εντός των ιστορικών και αναλυτικών ορίων του καπιταλισμού, η τεχνολογία αντί απλά να παράγει κοινωνικές σχέσεις, στην πραγματικότητα ηαράγειαι από την κοινωνική σχέση την οποία το κεφάλαιο αντιπροσωπεύει. Ο Μαρξ ακολουθεί τα χνάρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τις απαρχές του, τότε που «ελάχιστα διέφερε στα πιο πρώιμα στάδιά του από τη χειροτεχνία που εξασκούνταν στα πλαίσια της μεσαιωνικής συντεχνίας, παρεκτός ίσως στο μεγαλύτερο αριθμό εργατών που απασχολούνταν ταυτόχρονα από ένα και μοναδικό κεφάλαιο»7, περνάει έπειτα τις φάσεις της οικοτεχνίας, του καταμερισμού της εργασίας και της εκμηχάνισης για να φτάσει στο εργοστασιακό σύστημα στο οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επιτέλους σχηματοποιείται πλήρως και η σύμφυτη με τον καπιταλισμό κοινωνική μορφή της εργασίας «για πρώτη φορά αποκτά μια τεχνική και απτή πραγματικότητα»8. Από την άποψη αυτή, ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου μπορεί να θεωρηθεί μια ογκώδης πραγματεία με θέμα τον τρόπο με τον οποίο η εμπορευματική μορφή, σε ένα κατάλληλο κοινωνικό και τεχνολογικό πλαίσιο, ωριμάζει στην κοινωνική μορφή που λέγεται Κεφάλαιο και τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνική μορφή Κεφάλαιο, καθώς οδηγείται στην ακατάπαυστη συσσώρευση που αποτελεί τη βασική συνθήκη ύπαρξής της, μεταμορφώνει τψ τεχνολογία με τον πιο πλήρη τρόπο*.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι όροι του πολυτραγουδισμένου αφορι- σμού αντιστρέφονται. Ο Μαρξ δεν ενοχλούνταν στο ελάχιστο από αυτή
* Οι αστοί κοινωνιολόγοι που τώρα τελευταία ανακάλυψαν ξανά τον Μαρξ, με κάθε ευκαιρία αποδεικνύουν ότι είναι το ίδιο σχεδόν «αποτελεσματικοί» με τους εχθρούς του. Έτσι, ο William L. Zwerman σε ένα πρόσφατο βιβλίο με θέμα την τεχνολογία και τη «θεωρία οργάνωσης», συνοψίζει την άποψη του Μαρξ ως εξής: «Οι μαρξιστές προϋποθέτουν την προτεραιότητα της βιομηχανικής τεχνολογίας, μεταχειριζόμενοι τις κοινωνικές σχέσεις (με πρώτο-πρώτο το μεμονωμένο επιχειρηματικό οργανισμό) ως δευ- τερεύουσες ή με άλλα λόγια ως υπερδομές» [William L. Zwerman, New perspectives on Organization Theory: An Empirical Consideration of the Marxian and Classical Analyses (Γουέστπορτ, Kov., 1970), a. 1], Προσπαθεί έπειτα να εφαρμόσει αυτή την αντίληψη στην καπιταλιστική επιχείρηση, δηλαδή ακριβώς στην αρένα όπου ισχύει λιγότερο και, για να το πούμε πιο συγκεκριμένα, εκεί ακριβώς που οι όροι της σχέσης αντιστρέφονται. Στην προοπάθειά του αυτή μοιάζει με νεο-δαρβινιστή που προσπαθεί να εφαρμόσει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική εξέλιξη, εκείνους ακριβώς τους βιολογικούς όρους οι οποίοι στο συγκεκριμένο πλαίσιο παύουν να ισχύουν. Στο εσωτερικό της καπιταλιστικής επιχείρησης είναι οι κοινωνικές μορφές που κυριαρχούν επί της τεχνολογίας, όχι το ανάποδο.
36 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
την εναλλαγή ρόλων μεταξύ κοινωνικών μορφών από τη μια μεριά και υλικών διαδικασιών παραγωγής από την άλλη, αλλά αντιθέτως κινούνταν με άνεση ανάμεσά τους, και αυτό γιατί - παραβλέποντας προσωρινά την ιδιοφυία του στη διαλεκτική - ποτέ δεν υιοθέτησε μια μηχανιστική άποψη για την ιστορία, ποτέ δεν έπαιξε με απλουστευτικούς συσχετισμούς, «σχέσεις ένα προς ένα» και άλλες ανόητες προσπάθειες κατανόησης της ιστορίας μέσω βίαιων απλοποιήσεων. Πράγματι λοιπόν ο Μαρξ θεωρεί την κοινωνία προσδιορισμένη, αλλά οι κοινωνικοί προσδιορισμοί του δε διαθέτουν τον πάγιο και δίχως εκπλήξεις χαρακτήρα π.χ. μιας χημικής εξίσωσης, αλλά αποτελουν ιστορικές διαδικασίες. Οι συνεκτικές και καθορισμένες μορφές της κοινωνίας είναι όντως «προσδιορισμένες» και όχι «τυχαίες», πρόκειται όμως για ένα προσδιορισμό που υφαίνεται κλωστή την κλωστή από το κουβάρι της ιστορίας και όχι για εξαγόμενα μαθηματικών τύπων ή για αποτελέσματα αλάνθαστων συνταγών.
Η σχέση όλων αυτών των παρατηρήσεων με το αντικείμενο αυτού του βιβλίου δεν είναι παρά η εξής: όπως θα έχει ήδη καταλάβει ο αναγνώστης, στα παρακάτω θα υποστηριχθεί ότι ο «τρόπος παραγωγής» που βλέπουμε γύρω μας, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται και εκτελούνται οι εργασιακές διαδικασίες, είναι το «προϊόν» των κοινωνικών σχέσεων που γνωρίζουμε ως καπιταλιστικές. Όμως, το σχήμα της κοινωνίας μας, το σχήμα κάθε κοινωνίας, δεν προέκυψε ετοιμοπαράδοτο στη βάση κάποιων υποτιθέμενων «νόμων» που παράγουν την κοινωνία επί τόπου και μας τη σερβίρουν στο πιάτο. Κάθε κοινωνία είναι μια στιγμή της ιστορικής διαδικασίας και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά ως κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνική μορφή που όταν υπάρχει στο χρόνο, στο χώρο και στην ιστορία, υφαίνει έναν ιστό με μυριάδες λεπτότατες ίνες· οι συνθήκες ύπαρξής του συνιστούν ένα περίπλοκο δίκτυο στο οποίο η καθεμιά προϋποθέτει πολλές από τις υπόλοιπες. Πρόκειται λοιπόν για μια μορφή συμπαγή, σμιλεμένη από την ιστορία, που υπάρχει με τρόπο στέρεο και χειροπιαστό· κανένα κομμάτι αυτής της μορφής δεν μπορεί να αλλάξει μεμονωμένα ή να θεωρηθεί διαφορετικό απ’ ό,τι είναι, δίχως να χαθεί η αληθινή συνθήκη ύπαρξής της. Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε, αυτή η μορφή κοινωνίας παρουσιάζεται σε εμάς σαν «φυσική», σαν «αναπόφευκτη» και «αιώνια». Μονάχα με αυτή την έννοια, δηλαδή σαν υφαντό που υφαίνεται για αιώνες, μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλισμός «παρήγαγε» το σημερινό καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Και αυτή είναι μια αντίληψη που απέχει παρασάγγας από τις έτοιμες συνταγές, που μας επιτρέπουν να «συνάγουμε» από ένα δεδομένο τεχνολογικό επίπεδο μια δεδομένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 37
Αυτό που λέγεται για τον καπιταλισμό μπορεί να ειπωθεί και για το «σοσιαλισμό», ο οποίος δεν υπάρχει πουθενά ακόμη με την κλασσική μαρξιανή έννοια. Όντως στη Σοβιετική Ένωση έγινε επανάσταση, ήταν όμως μια επανάσταση υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και ολόκληρη σχεδόν η μετέπειτα ιστορία της συνδυάζει την τεχνολογική και παραγωγική πρόοδο με την υποχώρηση από τους αρχικούς επαναστατικούς της στόχους. Αυτός ο ειδικός συνδυασμός απαιτεί τη δική του ξεχωριστή ανάλυση. Στη σοβιετική κοινωνία έχουμε την πρώτη υπαρκτή μορφή μιας μεταβατικής εποχής που θα μπορούσε μια χαρά να κρατήσει για αιώνες και η οποία δίχως αμφιβολία θα επιδείξει μια πλειάδα αντιθετικών, περίπλοκων και μεταβατικών μορφών. Ό ποια άποψη κι αν έχει κανείς για τη σοβιετική εκβιομηχάνιση, δεν μπορεί με το χέρι στην καρδιά να ερμηνεύσει την ιστορία της, ακόμη και στην πρώτη και πιο επαναστατική της περίοδο, σαν μια προσπάθεια οργάνωσης εργασιακών διαδικασιών ριζικά διαφορετικών από αυτές του καπιταλισμού - και άρα σαν προσπάθεια που εντέλει ναυάγησε στα βράχια των αιώνιων αληθειών του Clark Kerr. Δύσκολα θα αποδείκνυε κανείς ότι οποιαδήποτε από τις διαδοχικές σοβιετικές ηγεσίες υποστήριξε ποτέ ηως μια τέτοια προσπάθεια θα έπρεπε να επιχει- ρηθεί σε αυτό το στάδιο της σοβιετικής ιστορίας*. (Μπορούμε εδώ να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ των σοβιετικών και των πρόσφατων κινεζικών προγραμματικών διακηρύξεων· ο Χρουστσώφ, κοροϊδεύοντας το κινεζικό σχέδιο ενσωμάτωσης της οικοδόμησης του κομμουνισμού στη διαδικασία εκβιομηχάνισης, το παρομοίασε με κάποιον που προσπαθεί «να φάει τη σούπα του με σούβλα». Η παρατήρησή του μπορεί να φαίνεται πνευματώδης αν ειδωθεί μέσα στα όρια των ορθόδοξων κομμουνιστικών αντιλήψεων που έχουν τις αφετηρίες τους στον Λένιν και ακόμη πιο πριν, αλλά δε δείχνει καθόλου αστεία τώρα που οι Κινέζοι ξεκαθαρίζουν τις καθόλα αξιόλογες ιδέες τους).
Εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει αυτόματη και στιγμιαία μετατροπή του τρόπου παραγωγής εξαιτίας μιας αλλαγής της μορφής της κοινωνίας,
Σε ένα δοκίμιο με θέμα την προέλευση και τη λειτουργία της ιεραρχίας στην καπιταλιστική παραγωγή, ο Stephen A. Marglin λέει: «θεωρώντας πρώτη προτεραιότητα τη συσσώρευση κεφαλαίου, η Σοβιετική Ένωση επανέλαβε την ιστορία του καπιταλισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τη σχέση ανδρών και γυναικών με την εργασία τους... Οι Σοβιετικοί αγκάλιασαν συνειδητά και από πρόθεση τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής... Αλίμονο, τώρα πια οι Σοβιετικοί έχουν το κεφάλι τους στο στόμα του λύκου που λέγεται «να-προλάβουμε-και-να-ξεπεράσουμε-τις-ΗΠΑ», και για ν’ αλλάξει η οργάνωση της εργασίας στην κοινωνία τους θα χρειαζόταν μια επανάσταση του ίδιου εύρους με αυτή που χρειάζεται για ν’ αλλάξει η οργάνωση της εργασίας στη δίκιά μας κοινωνία» [Stephen A. Marglin, “What do Bosses Do? The Origins and Functions of Hierarchy in Capitalist Production”, Κέμπριτζ Μασ., Harvard University Department of Economics].
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
οι υβριδικές μορφές του είδους που βλέπουμε στη Σοβιετική Ένωση καθόλου δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσουν. Ο καπιταλισμός χρειάστηκε αιώνες για να αναπτύξει το δικό του τρόπο παραγωγής, ο οποίος μάλιστα, όπως θα δοΰμε στα παρακάτω, εξακολουθεί να τροποποιείται και να βελτιώνεται. Ο σοσιαλισμός ως τρόπος παραγωγής δεν αναπτύσσεται «αυτόματα», με τον τρόπο που αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός σαν απόκριση σε τυφλές και οργανικές δυνάμεις της αγοράς- αντίθετα, πρέπει να γεννηθεί στη βάση μιας κατάλληλης τεχνολογίας και μέσα από τη συνειδητή και εμπρόθετη δράση της ανθρωπότητας. Και αυτή η δράση θα πρέπει να υ- περβεί όχι μόνο τις παραδοσιακές συνθήκες και προϋποθέσεις του προηγούμενου τρόπου παραγωγής, αλλά κι εκείνες που αντιστοιχούν στις χιλιετίες κατά τις οποίες ταξικές κοινωνίες όλων των ειδών υπήρξαν. Γιατί με το τέλος του καπιταλισμού ερχόμαστε στο τέλος, όχι απλώς μιας κά- ποιας κοινωνικής μορφής, αλλά της «τελευταίας ανταγωνιστικής μορφής της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ, του «τελευταίου κεφαλαίου της προϊστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας»9. Από αυτή την άποψη, η ιδέα ότι οι εργασιακές διαδικασίες που θα πραγματευτούμε παρακάτω μπορούν να ξεπλυθούν από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα με την απλή προσθήκη του επιθέτου «σοβιετικός», έχω την εντύπωση πως άνετα εντάσσεται στις χειρότερες στιγμές της κοινωνικής επιστήμης.
Εν πάση περιπτώσει, σκοπός αυτού του βιβλίου είναι η μελέτη των εργασιακών διαδικασιών στην καπιταλιστική κοινωνία και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο αυτές μορφοποιούνται από τις καπιταλιστικές ιδιοκτησιακές σχέσεις. Δεν μπορώ να προσφέρω εδώ κανενός είδους παράλληλη μελέτη του ειδικού τρόπου με τον οποίο αυτή η δομή έγινε αντικείμενο μίμησης από τις υβριδικές κοινωνίες του σοβιετικού μπλοκ. Μια τέτοια μελέτη θα αποτελούσε ένα πεδίο αυτόνομο και εξαιρετικά διαφορετικό και θα είχε από μόνη της τεράστιο ενδιαφέρον. Εφόσον όμως αυτός ο τρόπος παραγωγής δημιουργήβηκε από τον καπιταλισμό και όχι από το σοβιετικό σύστημα, στα πλαίσια του οποίου δεν είναι παρά μια ανακλαστική, μιμητική και ας ελπίσουμε μεταβατική μορφή, είναι με τον καπιταλισμό που πρέπει να αρχίσει η μελέτη της εργασιακής διαδικασίας.
Η «νέα εργατική τάξη»
Ο όρος «εργατική τάξη», εφόσον τον κατανοήσουμε σωστά, ποτέ δεν αντιστοιχούσε με ακρίβεια σε ένα συγκεκριμένο σώμα ανθρώπων, αλλά ήταν περισσότερο μια έκφραση που υποδήλωνε μια εξελισσόμενη κοινωνική διαδικασία. Παρόλ’ αυτά, για πολύ καιρό στα μυαλά των περισσότε
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ρων η «εργατική τάξη» αντιπροσώπευε ένα σχετικά καλά ορισμένο τμήμα των πληθυσμών των καπιταλιστικών χωρών. Όμως, καθώς ευρύτατες επαγγελματικές ανακατατάξεις (οι οποίες θα περιγραφούν σε επόμενα κεφάλαια) συντελούνταν και γίνονταν όλο και περισσότερο αντιληπτές κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ο όρος έχασε ένα μεγάλο μέρος της περιγραφικής του ικανότητας. Μπορώ λοιπόν να καταλάβω τους αναγνώστες που θα ήθελαν να ξεκινήσω με ένα λιτό και επίκαιρο ορισμό του όρου «εργατική τάξη». Όντως ένας τέτοιος ορισμός, στο βαθμό βέβαια που θα ήταν και εύκολος στη χρήση, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμος τόσο στο συγγραφέα όσο και στον αναγνώστη, μου είναι όμως αδύνατο να δω τους τρόπους με τους οποίους μια προσπάθεια να διατυπωθεί ένας τέτοιος ορισμός από την αρχή δεν θα κατέληγε σε σύγχυση. Δεν έχουμε να κάνουμε με τους σταθερούς όρους μιας αλγεβρικής εξίσωσης, έτσι ώστε απλώς να πρέπει να καθορίσουμε τις τιμές τους, αλλά με μια δυναμική διαδικασία βασικό συστατικό της οποίας είναι ο μετασχηματισμός τεράστιων τμημάτων του εργαζόμενου πληθυσμού. Η θέση πολλών τέτοιων τμημάτων στον ορισμό της εργατικής τάξης είναι μάλλον περίπλοκο εγχείρημα, και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε αυτό ωσότου πραγματοποιηθούν πολλές περιγραφές κι ωσότου ξεκαθαριστούν τα αναλυτικά δεδομένα.
Για να γίνουν τα παραπάνω λίγο σαφέστερα: δεν διαφωνώ με τον ορισμό της εργατικής τάξης στη βάση της «σχέσης με τα μέσα παραγωγής», όταν δηλαδή αυτή ορίζεται ως η τάξη που δεν κατέχει και δεν νέμεται τα μέσα της εργασίας και πρέπει να πουλάει την εργατική της δύναμη σε αυτούς που τα κατέχουν και τα νέμονται. Αλλά στην παρούσα περίπτωση, με το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, έτσι που ο συγκεκριμένος ορισμός να περιλαμβάνει επαγγελματικές ενασχολήσεις όλων των ειδών, δεν είναι ο ξερός ορισμός που έχει σημασία, αλλά η εφαρμογή του. Το μόνο που μπορώ να πω σε αυτό το σημείο είναι πως ελπίζω μια λογική και χρήσιμη εικόνα της εργατικής τάξης ν’ αναδειχθεί μέσα από αυτή τη μελέτη. Αν οι αναγνώστες με ανεχθούν για τόσο πολύ, νομίζω πως θα αντιληφθούν την αναγκαιότητα αυτής της τακτικής, όπως την αντιλήφθηκα και εγώ κατά τη διάρκεια της έρευνας*.
" «Αν και εξαιρετικά ακριβής ο ίδιος, [ο Μαρξ] δεν έδειχνε μεγάλη επιθυμία να ορίσει τις έννοιές του με συγκεκριμένους όρους. Για παράδειγμα, η παρούσα πραγματεία της καπιταλιστικής παραγωγής δεν περιέχει ένα τυπικό ορισμό του "κεφαλαίου”... Στην πραγματικότητα ολόκληρο το βιβλίο είναι ο ορισμός» [Eden & Cedar Paul, εισαγωγή των μεταφραστών στο Κεφάλαιο (Λονδίνο 8c Νέα Υόρκη, 1930), σ. χχχίν]. Αυτό το σχόλιο των μεταφραστών του Κεφαλαίου για τις εκδόσεις Everyman είναι σημαντικό, ειδικά για τους αρχάριους στη μελέτη του μαρξισμού. Ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για την παρούσα περίπτωση, τουλάχιστον αν θέλουμε να φτάσουμε σε έναν
40 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Για να είμαι ωστόσο ξεκάθαρος, πρέπει να σημειώσω από την αρχή ότι αν και θα ασχοληθώ με την περιγραφή των τεράστιων αλλαγών που επήλθαν στους κόλπους της εργατικής τάξης κατά τον τελευταίο αιώνα, δεν μπορώ να δεχθώ την αυθαίρετη σύλληψη της «νέας εργατικής τάξης» που αναπτύχθηκε από ορισμένους συγγραφείς κατά την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με τη σύλληψη αυτή, η «νέα εργατική τάξη» περιλαμβάνει εκείνα τα επαγγέλματα που παίζουν το ρόλο της δεξαμενής εξειδικευμέ- νης γνώσης για λογαριασμό της διοίκησης: μηχανικοί, τεχνικοί, επιστήμονες, κατώτερο διοικητικό και διαχειριστικό προσωπικό, δάσκαλοι, κλπ. Αντί να εξετάσουν το σύνολο του εργαζόμενου πληθυσμού και να καταλάβουν πώς άλλαξε, ποια κομμάτια του μεγεθύνθηκαν και ποια συρρικνώ- θηκαν ή παρέμειναν σταθερά, αυτοί οι αναλυτές επέλεξαν ένα τμήμα των εργαζομένων ως τη μία και μοναδική εστία της ανάλυσής τους. Το μόνο που σώζει αυτή τη διαδικασία από το να φαντάζει τελείως αυθαίρετη ακόμη και στα μάτια των εμπνευστών της, είναι η διπλή έννοια με την οποία χρησιμοποιείται η λέξη νέα: αναφέρεται σε επαγγέλματα που είναι νέα, τόσο με την έννοια του πρόσφατου, όσο και με την έννοια του λούστρου, της υποτιθέμενης προόδου, και της ανωτερότητάς τους σε σχέση με τα «παλιά».
Τα αποτελέσματα μιας έρευνας που βασίζεται σε τέτοια αξιώματα, εμπεριέχονται προκαταβολικά στον ορισμό που έχει επιλεχθεί. Η «νέα εργατική τάξη» είναι λοιπόν οι «μορφωμένοι εργαζόμενοι» που τυχαίνει να είναι και καλύτερα αμειβόμενοι, ελαφρώς προνομιούχοι και τα λοιπά. Η χειρωνακτική εργασία είναι, σύμφωνα με αυτό τον ορισμό, «παλιά εργατική τάξη» ανεξάρτητα από τις πραγματικές μεταβολές της απασχόλησης και ανεξάρτητα από την αύξηση που παρατηρείται σε διάφορες κατηγορίες εργασίας αυτού του είδους. Οι ερευνητές αυτής της τάσης έχουν παραδοθεί τόσο πολύ στη γοητεία του ορισμού τους, που τους διαφεύγει για παράδειγμα ότι τα επαγγέλματα του μηχανικού από τη μια μεριά και του καθαριοτή-μεταφορέα από την άλλη, ακολουθούν παρόμοιες καμπύλες ανάπτυξης από την αρχή του αιώνα, ξεκινώντας το καθένα από ένα επίπεδο μεταξύ 50.000 και 100.000 εργαζομένων (στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1900) και φτάνοντας στο επίπεδο των 1,25 εκατομμυρίων γύρω στα 1970. Και τα δύο συγκαταλέγονται αυτή τη στιγμή στα πολυπληθέστερα επαγγέλματα των Ηνωμένων Πολιτειών και τα δύο έχουν αναπτυχθεί για να ανταποκριθούν στις δυνάμεις της εμπορικής και βιομηχανικής ανάπτυξης και της αστικοποίησης. Γιατί λοιπόν το ένα να θεωρείται «νέα ερ-
«ορισμό» της εργατικής τάξης που θα ξεπερνάει τα στοιχεία τα οποία είναι ήδη γνωστά στους περισσότερους μελετητές του αντικειμένου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 41
γατική τάξη» και το άλλο όχι; Αλλωστε, καθόλου δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο παράδειγμα, πράγμα που εύκολα μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε μελετήσει τις μακροπρόθεσμες τάσεις της απασχόλησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι τάσεις από τις απαρχές τους, που χρονολογούνται από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα - αν φυσικά πρέπει να επιλεχθεί κάποια αρχή για μια διαδικασία που είναι στην πραγματικότητα συνεχής - υποδεικνύουν ότι είναι η τάξη σαν σύνολο που πρέπει να μελετηθεί, αντί για κάποια αυθαίρετα επιλεγμένα κομμάτια της.
Διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετά το πεδίο της έρευνας, ας μου επιτραπεί τουλάχιστον να το περιορίσω δραστικά προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Στα παρακάτω λοιπόν, δεν θα ασχοληθώ με τη σύγχρονη εργατική τάξη στο επίπεδο της συνείδησής της, της οργάνωσής της και των δραστηριοτήτων της. Αυτό το βιβλίο έχει σαν θέμα την εργατική τάξη σαν τάξη καθεαυτή και όχι σαν τάξη διεαυτή. Αντιλαμβάνομαι βέβαια πως πολλοί από τους αναγνώστες θα θεωρήσουν ότι παρέλειψα το πλέον επείγον από τα ζητήματα που θα μπορούσα να θίξω. Υπάρχουν ορισμένοι που ελπίζουν να ανακαλύψουν, με κάποιο γρήγορο και απλό τρόπο, τη φιγούρα που θα διαδεχτεί τον «εργάτη παραγωγής»(4) στο ρόλο του «υποκειμένου της κοινωνικής αλλαγής» - για να χρησιμοποιήσω μια δημοφιλή έκφραση. Από τη μεριά μου νιώθω, για να το θέσω ξεκάθαρα, πως τέτοιες ελπίδες συνιστούν μια προσπάθεια να φτάσει κανείς στην «επιστήμη που προηγείται της επιστήμης» και προσπάθησα να αποφύγω τέτοιες ενασχολήσεις, θεωρώντας ότι αυτό που χρειάζεται πρώτα απ’ όλα είναι μια εικόνα της εργατικής τάξης με το σχήμα που της δόθηκε μέσα από τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου’.
Φοβάμαι πως ο οικειοθελής περιορισμός μου στο «αντικειμενικό» περιεχόμενο της τάξης και η παράλειψη των «υποκειμενικών» της θελήσεων, θα υποβιβάσει σε απελπιστικό βαθμό αυτή τη μελέτη στα μάτια εκείνων που επιπλέουν στο συμβατικό ρεύμα των κοινωνικών επιστημών. Γι’ αυτούς, με βάση όσα επιδεικνύουν δια της μακράς συνήθειας και της επί-
Η κριτική μου τόσο στη «νέα εργατική τάξη» όσο και στην αναζήτηση «υποκειμένων κοινωνικής αλλαγής», σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκει να υποτιμήσει το χρήσιμο υλικό που συγκεντρώθηκε από ορισμένους, τόσο ευρωπαίους όσο και αμερικανοΰς, που δούλεψαν ακολουθώντας τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις και των οποίων η δουλειά με βοήθησε στην παρούσα μελέτη. Πιο συγκεκριμένα, οι συγγραφείς στους οποίους αναφέρομαι εστίασαν το ενδιαφέρον τους στη σημασία που έχουν, αλλά και στη δυσαρέσκεια που παρατηρείται μεταξύ διαφόρων «επαγγελματικών» στρωμάτων, όπως και στα ειδικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών των γκέτο, των νέων εργατών και των γυναικών. Αν και η δική μου προσέγγιση δεν περιλαμβάνει ενδιαφέροντα τέτοιου μερικού χαρακτήρα, ο τρόπος με τον οποίο αυτά ταιριάζουν στη συνολική μου ανάλυση θα καταστεί - πιστεύω - εμφανής.
42 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μονής θεωρίας, η τάξη δεν υπάρχει έξω από τις υποκειμενικές της εκδηλώσεις. Η τάξη, το «status», η «διαστρωμάτωση», ακόμη και η «αλλοτρίωση»* - αυτός ο πρόσφατος μαϊντανός που κλάπηκε από τον Μαρξ δίχως την ελάχιστη κατανόηση της σημασίας του - όλα αυτά είναι για την αστική κοινωνική επιστήμη κατασκευάσματα της συνείδησης και η μελέτη τους είναι δυνατή μόνο καθώς εκδηλώνονται στα μυαλά του αντίστοιχου πληθυσμού. Τουλάχιστον δύο γενιές ακαδημαϊκής κοινωνιολο- γίας έχουν δουλέψει για την αναγωγή αυτής της προσέγγισης σε δόγμα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που σπανίως πλέον γίνεται αισθητή η ανάγκη τεκμηρίωσής της. Στη βάση αυτού του δόγματος, η αποσαφήνιση των επιπέδων της κοινωνικής διαστρωμάτωσης γίνεται με τη χρήση ερωτηματολογίων που δίνουν στους ερωτώμενους την ευκαιρία να διαλέξουν οι ίδιοι την τάξη τους, απαλλάσσοντας τους κοινωνιολόγους από αυτόν τον τεράστιο κόπο. Τα αποτελέσματα τέτοιων ερευνών επιδεικνύουν εξαιρετική ποικιλία. Για παράδειγμα, στις πάμπολλες έρευνες που πραγματοποιή- θηκαν υπό τις ιδέες του W. Lloyd W arner (από τον Gallup, από το περιοδικό Fortune στα 1940, κλπ) στις οποίες ο πληθυσμός κατατασσόταν σε «ανώτερες», «μεσαίες», «κατώτερες» τάξεις και σε υποσύνολά τους, υπήρξαν τεράστιες πλειοψηφίες του επιπέδου του 90% που, διόλου απρόσμενα, κατέταξαν τον εαυτό τους στη «μεσαία τάξη». Ό μως, αρκούσε μια ελάχιστη αλλαγή του ερωτηματολογίου (με πρωτοβουλία του Richard Centers), αρκούσε η εισαγωγή της επιλογής «εργατική τάξη», για να συγκεντρωθεί γύρω από την τελευταία η πλειοψηφία των απαντήσεων των ερωτηθέντων10. Μπορούμε εδώ να δούμε τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνιολόγοι, αντί να μετρήσουν τη λαϊκή συνείδηση μετράνε τη δική τους, όπως μπορούμε να θαυμάσουμε και τους τρόπους με τους οποίους η ανωτερότητα του ερωτηματολογίου ως μεθόδου μέτρησης των κοινωνικών φαινομένων παραμένει λιγότερο αμφισβητήσιμη και από τις δέκα εντολές. Ο Michel Crozier, γάλλος κοινωνιολόγος, ασκεί την εξής κριτική στο βιβλίο White Collar του C. Wright Mills:
Δυστυχώς η δουλειά του Mills... δεν είναι πραγματική ερευνητική μελέτη. Αυτό που ενδιαφέρει τον Mills στην ουσία δεν είναι
Ο Alfred Schmidt σημειώνει όχι «ο Μαρξ παράτησε τη χρήση όρων όπως “αποξένωση”, “αλλοτρίωση” και “επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του", αμέσως μόλις πρόσεξε πως από εργαλεία για την εμπειρική μελέτη και τον μετασχηματισμό του κόσμου κατάντησαν ιδεολογικές φλυαρίες που γέμιζαν τα στόματα μικροαστών συγγραφέων». Προσθέτει σε αυτό την παρατήρηση ότι «η γενική εγκατάλειψη τέτοιων όρων από τοπ Μαρξ δε σημαίνει βέβαια πως αυτός έπαψε να ακολουθεί θεωρητικά τις υλικές συνθήκες που αυτοί οι όροι υποδηλώνουν» [Alfred Schmidt, The Concept of Nature in Marx (Λονδίνο, 1971), σ. 129, 228].
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 43
τα αισθήματα αλλοτρίωσης που πραγματικά νιώθει η πωλήτρια ή ο φιλόλογος που δουλεύει σε διαφημιστική εταιρεία, αλλά η αντικειμενική αλλοτρίωση των συγκεκριμένων ατόμων, η οποία ανακατασκευάζεται μέσω της ανάλυσης των δυνάμεων που ασκούν πιέσεις πάνω τους. Αν και αυτή η προσέγγιση παριστάνει πως είναι επιστημονικότερη της σφυγμομέτρησης, κάτι τέτοιο ισχύει μόνο φαινομενικά....11
Ο Crozier συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι, στη βάση της προσέγγισης του Mills, «η κοινωνική ζωή δίχως την αλλοτρίωση θα ήταν στην πραγματικότητα αδύνατη» καθώς «το άτομο πάντα περιορίζεται από τη θέση του στην κοινωνική δομή». Αυτή είναι η ήπια μορφή του επιχειρήματος που πιο ωμά έθεσε ο Robert Blauner, όταν είπε: «Ο μέσος εργάτης είναι ικανός να βρει ενδιαφέρον σε δουλειές που για έναν διανοούμενο θα ήταν η πεμπτουσία της πλήξης»12. Μέσα από τέτοιες διατυπώσεις βέβαια, η σύγχρονη κοινωνιολογία παραδέχεται ότι οι σύγχρονες εργασιακές διαδικασίες είναι όντως υποβαθμισμένες- πράγματι, ο κοινωνιολόγος συμμερίζεται αυτή την εκτίμηση με τους επιστήμονες του μάνατζμεντ, όπως συμμερίζεται και την πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας είναι «απαραίτητη» και «αναπόφευκτη». Έτσι, εναπόκειται στην κοινωνιολογία (σε συνεργασία βέβαια με τη διεύθυνση προσωπικού) η αρμοδιότητα αξιολόγησης όχι της φύσης της δουλειάς, αλλά του βαθμού προσαρμογής του εργαζόμενου. Ό πω ς είναι σαφές, για τη βιομηχανική κοινωνιολογία το πρόβλημα δεν είναι η υποβάθμιση της εργασιακής διαδικασίας, αλλά τα «πέραν του φυσιολογικού» σημάδια δυσαρέσκειας από τη μεριά του εργάτη. Υπό αυτό το πρίσμα, το μόνο σημαντικό ζήτημα, το μόνο πράγμα που αξίζει να μελετήσουμε δεν είναι η εργασία καθαυτή, αλλά η αντίδραση του εργάτη σε αυτήν, και είναι μόνο υπό αυτό το πλαίσιο που η κοινωνιολογία μπορεί να έχει σήμερα νόημα.
Ο στόχος μου με αυτά τα σχόλια δεν είναι η υποτίμηση της σημασίας που μπορεί να έχει η μελέτη της συνείδησης της εργατικής τάξης, αφού είναι δεδομένο για μένα πως μόνο μέσω της συνείδησης μπορεί μια τάξη να παίξει ρόλο στη μεγάλη σκηνή της ιστορίας. Ούτε και πιστεύω άλλωστε ότι τα ισχνά αποτελέσματα της κοινωνιολογίας των δημοσκόπων απο- δεικνύουν πως η γνώμη της εργατικής τάξης είναι από τη φύση της ανεξιχνίαστη. Τα αποτελέσματα της κοινωνιολογίας δε σημαίνουν τίποτα πέρα από το ότι η μεθοδολογία της είναι επιφανειακή, μηχανιστική και αποκομμένη από αυτό που θεωρεί αντικείμενό της. Η ταξική συνείδηση είναι μια κατάσταση κοινωνικής συνοχής που αντανακλάται στους τρόπους με τους οποίους μια τάξη ή ένα μέρος μιας τάξης κατανοεί τον κόσμο και στους τρόπους με τους οποίους αυτή δρα. Η απόλυτη έκφρασή της είναι μια
44 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
διάχυτη και διαρκής συμπεριφορά από μέρους μιας τάξης προς τη θέση της στην κοινωνία. Η μακροπρόθεσμη σχετική της έκφραση βρίσκεται στις αργόσυρτες παραδόσεις, στις εμπειρίες, στην εκπαίδευση και την οργάνωση της τάξης. Η βραχυπρόθεσμη σχετική της έκφραση είναι ένα δυναμικό σύμπλεγμα διαθέσεων και συναισθημάτων που επηρεάζονται από τις περιστάσεις και μεταβάλλονται μαζί τους, μερικές φορές - σε περιόδους έντασης και σύγκρουσης - σχεδόν από μέρα σε μέρα. Αυτές οι τρεις εκφράσεις της ταξικής συνείδησης σχετίζονται μεταξύ τους: οι μεταβολές της διάθεσης τροφοδοτούνται και δίνουν έκφραση σε μια υπόγεια δεξαμενή ταξικών συμπεριφορών η οποία, αν και βρίσκεται βαθιά στο υπέδαφος, ποτέ δεν εξαντλείται στ’ αλήθεια.
Έτσι, μια τάξη δεν μπορεί να υπάρξει σε μια κοινωνία δίχως να επιδεικνύει σε κάποιο βαθμό μια συνείδηση του εαυτού της, ως ομάδα με κοινά προβλήματα, συμφέροντα και προοπτικές - αν και αυτή η επίδειξη μπορεί για μεγάλες χρονικές περιόδους να είναι αδύναμη, συγχυσμένη, και αντικείμενο χειρισμού εκ μέρους άλλων τάξεων. Οι πλέον κατάλληλοι για να επιχειρήσουν την ερμηνεία των αντιλήψεων, των συναισθημάτων και των μεταβαλλόμενων διαθέσεων της εργατικής τάξης είναι οι έμπειροι συμμετοχικοί παρατηρητές, που γνωρίζουν την ιστορία μιας συγκεκριμένης ομάδας, που είναι εξοικειωμένοι με τις περιστάσεις και τα κοινωνικά πλαίσια που την περιβάλλουν, που αντιλαμβάνονται τις σχέσεις της με άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης και σχηματίζουν τις εκτιμήσεις τους μέσω της στενής επαφής και της λεπτομερούς πληροφόρησης. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε οι πλέον οξυδερκείς ερμηνευτές των υπόκωφων διαθέσεων που διατρέχουν πληθυσμούς οι οποίοι, υπό κανονικές συνθήκες, δεν έχουν δική τους φωνή, προέρχονται πολλές φορές από τις τάξεις των συνδικαλιστών, των πολιτικών αγκιτατόρων, των έμπειρων επαναστατών - και φυσικά των ρουφιάνων της αστυνομίας. Καμιά αντίρρηση δεν υπάρχει ότι αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων πάντοτε περιλάμβαναν ένα ποσοστό ηλιθίων, απατεώνων και παραπληροφορητών κάθε είδους· στις καλύτερες στιγμές τους όμως, τέτοια ενεργά και ενημερωμένα για το αντικείμενό τους άτομα, με τις ερμηνείες τους να εμπλουτίζονται διαρκώς από την πρακτική τους εμπειρία, επέδειξαν διανοητική σταθερότητα, εμ- βρίθεια, οξυδέρκεια και τεράστιες δυνατότητες αντίληψης και διάκρισης του εφήμερου από το διαρκές, χαρακτηριστικά δηλαδή που απουσιάζουν εντελώς από τα κοινωνιολογικά πινακάκια. Πρέπει ωστόσο να προσθέσω ότι όποτε κάποιοι κοινωνιολόγοι πήγαν οι ίδιοι να δουλέψουν σε εργοστάσια, είτε στα πλαίσια της επαγγελματικής τους εκπαίδευσης είτε από ανάγκη, ή όποτε αποφάσισαν (συμβαίνουν κι αυτά) να βάλουν στην άκρη τα ερωτηματολόγιά τους και ν’ ακούσουν τους εργάτες και με τα δυο αυ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 45
τιά ορθάνοιχτα, κατόρθωσαν πολλές φορές να χτίσουν σχέσεις εμπιστοσύνης, να συλλάβουν την εποχή τους και να συγγράφουν αξιόπιστες αναφορές.
Η εργασιακή δυσαρέσκεια0* στα ‘70’s
Στα χρόνια που πέρασαν από τότε που ξεκίνησε αυτή η μελέτη, η δυσαρέσκεια που γεννά στους ανθρώπους η εργασία τους έχει καταστεί αυτό που θα λέγαμε «θέμα της μόδας». Δεν υπάρχει περιοδικό στις Ηνωμένες Πολιτείες που να μην έχει δημοσιεύσει άρθρα με τίτλους όπως «blue collar blues» ή «white collar woes»<6). Εκδόθηκαν βιβλία, συστάθηκαν επιτροπές, οργανώθηκαν συνέδρια, διεξήχθησαν πειράματα. Οι κοινωνιολόγοι διαισθάνθηκαν από πού φυσάει ο άνεμος και ερμήνευσαν με διαφορετικό τρόπο τα ερωτηματολόγιά τους, έτσι ώστε τα ίδια ποσοστά δυσαρεστημένων εργατών που χθες ήταν «ικανοποιητικά μικρά», σήμερα να σημαίνουν συναγερμό. Μια Ειδική Επιτροπή που συστάθηκε από το Υπουργείο Υγείας Εκπαίδευσης και Πρόνοιας ετοίμασε μια αναφορά με τίτλο Η εργασία στψ Αμερική, όπου αποκαλύφθηκε πως «σημαντικό ποσοστό Αμερικανών εργαζομένων είναι δυσαρεστημένο από την ποιότητα της εργασιακής του ζωής»:
Κατά συνέπεια, η παραγωγικότητα του εργάτη είναι χαμηλή- γεγονός που έχει ως μέτρο τις συστηματικές απουσίες, τα ποσοστά turnover1 \ τις άγριες απεργίες, το σαμποτάζ, τη χαμηλή ποιότητα του τελικού προϊόντος και γενικότερα την απροθυμία των εργατών να αφοσιωθούν στο αντικείμενο της εργασίας τους. Επιπλέον, ένας όλο και μεγαλύτερος όγκος μελετών υποδεικνύει ότι η αύξηση των εργασιακών προβλημάτων μπορεί να συνοδεύεται από κατάπτωση της σωματικής και διανοητικής υγείας, της οικογενειακής σταθερότητας, της συμμετοχής στα κοινά και της κοινοτικής συνοχής, καθώς και των «ισορροπημένων» κοινωνικο- πολιτικών πρακτικών, ενώ παράλληλα παρατηρούνται αυξημένοι βαθμοί επιθετικότητας, αύξηση των εξαρτήσεων από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, και ροπή προς την παραβατικότητα.
Παρακάτω, η αναφορά ασχολείται με αυτό που αποκαλεί «οι επιπτώσεις των εργασιακών προβλημάτων σε διάφορα τμήματα της κοινωνίας μας»:
Βρίσκουμε εδώ τις «μελαγχολίες» των εργατών της παραγω- γής<8) να συνδέονται άμεσα με την εργασία τους, όπως συμβαίνει και με τη δυσαρέσκεια των εργαζόμενων στα γραφεία, όπως
46 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συμβαίνει και με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των διευθυντικών στελεχών. Πολλοί εργαζόμενοι, όλων των επιπέδων απασχόλησης, νιώθουν εγκλωβισμένοι, με μπλοκαρισμένη την κινητικότη- τά τους, αντιμέτωποι με μηδαμινές δυνατότητες εξέλιξης και με αρμοδιότητες χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Οι νέοι εργαζόμενοι φαίνεται να επιδεικνύουν την ίδια αφοσίωση με τους προγόνους τους στο θεσμό της εργασίας, πολλοί όμως επαναστατούν ενάντια στον αναχρονιστικό και στυγνό αυταρχισμό που διέπει τους εργασιακούς χώρους. Με παρόμοιο τρόπο, οι προερχόμενοι από μειονότητες εργαζόμενοι βλέπουν τον αυταρχισμό των εργασιακών χώρων σαν απόδειξη του ότι η κοινωνία αδυνατεί να εφαρμόσει τα δημοκρατικά ιδανικά που πρεσβεύει. Οι γυναίκες, πολλές από τις οποίες βλέπουν την εργασία ως μέσο απόκτησης ταυτότητας, νιώθουν να καταπιέζονται από ένα σύστημα που τις περιορίζει στις πλέον καταστροφικές για την αυτοεκτίμησή τους δουλειές. Ό μως, οι Αμερικανοί της τρίτης ηλικίας είναι αυτοί που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη εργασιακή δυσαρέσκεια: αποκλείονται από οποιαδήποτε εργασία θα μπορούσε να έχει κάποιο νόημα, ακόμη κι όταν είναι σε θέση να αποδείξουν πως κατέχουν τις απαιτούμενες δεξιότητες, ακόμη κι όταν είναι εμφανές ότι διαθέτουν τις φυσικές ικανότητες για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της παραγωγής.13
Οι συστηματικές απουσίες από τη δουλειά και ο ρυθμός παραιτήσεων, αν τα δούμε ως ένδειξη μιας «νέας εργατικής συμπεριφοράς», ποικίλλουν ανάλογα με τη διαθεσιμότητα θέσεων εργασίας, και ίσως να σχετίζονται με τη μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά τη δεκαετία του ’60. Όμως, στην ατμόσφαιρα δυσαρέσκειας που διέπνεε την περίοδο στην οποία τα συγκεκριμένα φαινόμενα καταγράφηκαν, αυτά ερμηνεύτηκαν - με αρκετή δόση αλήθειας δίχως αμφιβολία - ως ενδείξεις μιας νέας αντίστασης σε κάποιες μορφές εργασίας. Τα εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων και ειδικά οι γραμμές συναρμολόγησης ήταν ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα, όπως πιστοποιεί αυτό το απόσπασμα του 1970 από το περιοδικό Fortune:
Για τη διεύθυνση, οι πραγματικά τρομακτικές ενδείξεις των νέων εργατικών συμπεριφορών εντοπίζονται στην αποδοτικότη- τα της εργασίας. Οι απουσίες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα· πιο συγκεκριμένα, οι απουσίες διπλασιάστηκαν τα δέκα τελευταία χρόνια στη General Motors και τη Ford, με το μεγαλύτερο ρυθμό ανόδου να σημειώνεται το τελευταίο έτος. Στο σημείο που
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 47
βρισκόμαστε σήμερα, ένας μέσος όρος πέντε τοις εκατό των ωρομίσθιων εργατών της G.M. λείπουν αδικαιολόγητα από τη δουλειά κάθε μέρα... Υπάρχουν δε κάποιες μέρες, συγκεκριμένα οι Παρασκευές και οι Δευτέρες, στις οποίες το ποσοστό των απάντων ανεβαίνει μέχρι και το δέκα τοις εκατό. Παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα αργοποριών, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει ακόμη περισσότερο η σωστή έναρξη της λειτουργίας των γραμμών παραγωγής στην αρχή της βάρδιας - αφού βέβαια ο επιστάτης έχει περάσει από όλες τις θέσεις προκειμένου να αντικαταστήσει αυτούς που λείπουν. Τα παράπονα για την ποιότητα του προϊόντος έχουν κι αυτά αυξηθεί. Υπάρχουν περισσότεροι τσακωμοί με τους επιστάτες, περισσότερες διαμαρτυρίες για την πειθαρχία και τις υπερωρίες, περισσότερα παράπονα. Το turnover έχει αυξηθεί. Το ποσοστό παραιτήσεων στη Ford την τελευταία χρονιά έφτασε το 25,2%... Ό πω ς μας αναφέρει με έκπληξη η διεύθυνση, κάποιοι εργάτες της γραμμής παραγωγής χάνουν τόσο πολύ το ενδιαφέρον τους, που φεύγουν στη μέση της βάρδιας και δεν ξαναγυρίζουν ούτε καν για να πληρωθούν για τις ώρες που δούλεψαν.14
Στο εργοστάσιο της Chrysler στην Jefferson Avenue του Detroit, ο μέσος όρος των απόντων στα μέσα του 1971 έφτανε το 6 τοις εκατό κάθε μέρα, και το ετήσιο turnover πλησίαζε κατά μέσο όρο το 30 τοις εκατό. Στις διαπραγματεύσεις του 1970 με το σωματείο των εργαζομένων, η Chrysler ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια του 1969, σχεδόν οι μισοί από τους εργάτες της δεν συμπλήρωναν ούτε ενενήντα μέρες στη δουλειά. Τον ίδιο χρόνο, το εργοστάσιο συναρμολόγησης της Ford στο Wixon, στα περίχωρα του Detroit, με ποσοστό παραιτήσεων που έφτανε το 8 τοις εκατό το μήνα, χρειάστηκε να προσλάβει 4.800 καινούριους εργάτες για να διατηρήσει μια εργατική δύναμη 5.000. Μιλώντας για το σύνολο της αυτοκινητοβιομηχανίας, το ποσοστό των απουσιών διπλασιάστηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, καθώς επίσης και το turnover*. Μόνο
" Ένας σημαντικός αριθμός αναφορών από την Ευρώπη δείχνουν ότι η κατάσταση δεν περιορίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, μια αναφορά από τη Ρώμη έλεγε ότι η Fiat, ο μεγαλύτερος εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στην Ιταλία με 180.000 εργαζόμενους από τους οποίους οι 147.000 είναι βιομηχανικοί εργάτες, έπρε- πε να τα βγάλει πέρα με 21.000 απόντες κάθε Δευτέρα και γενικά με 14.000 απόντες κατά μέσο όρο. Όπως ανέφερε η ιταλική Εταιρεία για την Οργάνωση και τη Διοίκηση, σε όλη την Ιταλία, από έναν εργατικό πληθυσμό είκοσι εκατομμυρίων 800.000 εργάτες έλειπαν κάθε μέρα από τη δουλειά τους. Το φαινόμενο αποδόθηκε στην «αυξανόμενη αηδία της νεολαίας απέναντι στην πειθαρχία της γραμμής παραγωγής όπως και στην
48 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
με την αύξηση της ανεργίας που παρατηρήθηκε από το 1971 και μετά, η κατάσταση σταθεροποιήθηκε σε κάποιο βαθμό1;>.
Η πολυσυζητημένη απεργία του Ιανουαρίου του 1972 στο εργοστάσιο της General Motors στο Lordstown του Ohio έδωσε μια γεύση των συνθηκών που επικρατούν στο πλέον «υπερεξελιγμένο» και «αυτοματοποιημέ- νο» από τα εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας το οποίο, ας σημειωθεί, πλασαριζόταν από τη General Motors ως το υπόδειγμα των εργοστασίων του μέλλοντος. Λειτουργώντας στην κανονική της ταχύτητα, η γραμμή συναρμολόγησης του Lordstown έβγαζε 100 αυτοκίνητα τύπου Vegas ανά ώρα, αφήνοντας στον κάθε εργάτη μέσο όρο 36 δευτερόλεπτα για να ολοκληρώσει την εργασία του σε ένα αμάξι και να ετοιμαστεί για το επόμενο. Αφορμή για την απεργία ήταν η αύξηση του ρυθμού που αποφασί- στηκε τον Οκτώβρη του 1971. «Η εταιρεία ανακάλυψε όχι μόνο ότι οι εργάτες θέλουν να ξαναγυρίσουν στους ρυθμούς με τους οποίους δούλευαν πριν από τις αλλαγές του Οκτώβρη, αλλά κι ότι πολλοί από αυτούς νιώθουν πως η εταιρεία ή θα πρέπει κάτι να κάνει επιτέλους για ν’ αλλάξει ο βαρετός κι επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της δουλειάς στην αλυσίδα, ή θα πρέπει να συμφιλιωθεί με την ιδέα των συνεχών αναταραχών στο εργοστάσιο. Ό πω ς μας είπε ένας αρμόδιος που παρακολούθησε από κοντά τις διαπραγματεύσεις, “αυτό που μας λένε είναι κάτι πρέπει να κάνετε. Δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά κάτι πρέπει να κάνετε”».16
Οι αναφορές αυτούς του είδους δεν περιορίζονται στη γραμμή συναρμολόγησης, ούτε καν στο εσωτερικό του εργοστασίου. Η αναφορά της Επιτροπής του Υπουργείου Υγείας Εκπαίδευσης και Πρόνοιας, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, αποτολμά μια αποτίμηση των τάσεων στο χώρο της δουλειάς γραφείου ως εξής:
Η αυτοκινητοβιομηχανία είναι το locus classicus της εργασιακής δυσαρέσκειας- η γραμμή παραγωγής είναι η κατεξοχήν ενσάρκωσή της. Το πιο εκπληκτικό όμως είναι ο βαθμός στον οποίο η δυσαρέσκεια των εργατών της αλυσίδας και της παραγωγής απαντάται και στους εργαζόμενους γραφείου, ακόμη και ανάμεσα στο διευθυντικό προσωπικό. Το σημερινό γραφείο δεν είναι παρά ένας ακόμη τόπος κατακερματισμένης εργασίας και αυταρχικής οργάνωσης, που πολλές φορές ελάχιστα διαφέρει από το εργοστάσιο. Ό λο και περισσότερες δουλειές φτάνουν να διαφέρουν από τις εργοστασιακές μονάχα στο χρώμα της στολής εργασίας. Επί παραδείγματα, οι εργασίες εισαγωγής δεδομένων
πρόσφατη εισροή ανειδίκευτων από τη νότια Ιταλία στα εργοστάσια της βόρειας Ιταλίας» [New York Times, 23 Αυγοΰστου, 1972].
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 49
σε υπολογιστές και δακτυλογράφησης δεν έχουν και πολλά να ζηλέψουν απά τη γραμμή συναρμολόγησης της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Οι γραμματείς, οι ταμίες και οι κάθε είδους γραφειοκράτες, κάποτε ένιωθαν τυχεροί που είχαν καταφέρει να ξεφΰγουν από την απάνθρωπη εργοστασιακή δουλειά. Οι δουλειές γραφείου ήταν σπάνιες και προσέδιδαν μεγαλύτερο κΰρος από τις δουλειές στην παραγωγή. Σήμερα όμως είναι ο ταμίας κι όχι ο εργάτης της γραμμής παραγωγής που ενσαρκώνει τον τυπικό Αμερικανό εργαζόμενο, και καθώς αυτού του είδους οι δουλειές γίνονται κοινός τόπος, προσφέρουν όλο και λιγότερο κύρος...
Παραδοσιακά, οι κατώτερες δουλειές γραφείου τόσο στο δημόσιο όσο και στη βιομηχανία στελεχώνονταν από απόφοιτους λυκείου. Σήμερα όλο και μεγαλύτερος αριθμός τέτοιων εργασιών στελεχώνεται από απόφοιτους κολεγίου. Παρόλ’ αυτά, η αυξημένη ζήτηση τυπικών προσόντων καθόλου δεν αύξησε το κύρος, τις αμοιβές ή το ενδιαφέρον τέτοιων εργασιών. Για παράδειγμα, ο μέσος υπάλληλος γραφείου αμειβόταν το 1969 με 105 δολάρια την εβδομάδα, τη στιγμή που ο μέσος εργάτης της παραγωγής έπαιρνε 130 δολάρια την εβδομάδα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η έρευνα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας εντόπισε τα υψηλότερα επίπεδα εργασιακής δυσαρέσκειας σε όλη τη χώρα να διακατέχουν τους νέους και καλά μορφωμένους εργαζόμενους που βρέθηκαν να στελεχώνουν κακοπληρωμένες, βαρετές, ρουτινιάρικες και εντελώς περιορισμένων καθηκόντων υπαλληλικές θέσεις. Η δυσαρέσκεια που διακατέχει τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας κάνει αισθητή την παρουσία της και με άλλους τρόπους, όπως είναι οι ρυθμοί turnover που φτάνουν το 30% ανά έτος, καθώς και μια αύξηση των συνδικαλισμένων υπαλλήλων γραφείου κατά 46% ανάμεσα στο 1958 και στο 1968... Είναι πολύ πιθανό άλλωστε αυτές οι νέες νοοτροπίες και συμπεριφορές να επηρεάζουν την παραγωγικότητα των συγκεκριμένων εργαζόμενων: μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από διοικητικά στελέχη σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα υπαλλήλων γραφείου έδειξε ότι οι τελευταίοι παρήγαγαν χρησιμοποιώντας μόνο το 55% των δυνατοτήτων τους. Μεταξύ των λόγων που παρατέθηκαν γι’ αυτό το γεγονός ήταν και η πλήξη που γεννά η επαναλαμβανόμενη εργασία .17
Η εμφανής αύξηση της δυσαρέσκειας που, όπως είδαμε, παίρνει πολλές φορές και ενεργητικές μορφές, έχει αποδοθεί σε μια πληθώρα λόγων,
50 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ορισμένοι από τους οποίους έχουν να κάνουν με τα ειδικά χαρακτηριστικά των εργαζομένων (νέοι, με μεγαλύτερη θητεία στο σχολείο, «μολυσμέ- νοι» από τις ανησυχίες της νέας γενιάς), ενώ άλλοι έχουν να κάνουν με τις αλλαγές στη φύση της εργασίας. Ένας δημοσιογράφος εξέφρασε την πεποίθηση ότι «ίσως η αμερικανική βιομηχανία να το παράκανε με τη χρήση τεχνολογίας, αφαιρώντας και τις τελευταίες απαιτήσεις ικανότητας από τις προς εκτέλεση εργασίες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αντί να ξε- περάσουμε τα φυσικά όρια, ξεπεράσαμε τα ανθρώπινα». Ο δημοσιογράφος συνεχίζει παραθέτοντας την άποψη ενός συμβούλου οργάνωσης της εργασίας από το Case Western Reserve University, ο οποίος με αφοπλιστική ειλικρίνεια δηλώνει ότι: «Ίσως να δημιουργήσαμε τόσες ηλίθιες δουλειές που δε φτάνουν πια οι ηλίθιοι για να τις επανδρώσουν»18.
Διάφορες θεραπείες του κακού έχουν προταθεί, και κάποιες από αυτές δοκιμάστηκαν σε πειραματικό επίπεδο από επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα πιεστικά προβλήματα. Τέτοιες θεραπείες είναι για παράδειγμα, η διεύρυνση του εργασιακού πεδίου, ο εμπλουτισμός της εργασίας, η κυκλική ανάθεση, οι ομάδες εργασίας, η εργατική «ουμμετο- χικότητα» (ενν. στις αποφάσεις), οι ομαδικές αμοιβές και η συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη, η εγκατάλειψη των τεχνικών της γραμμής συναρμολόγησης, η απόσυρση των χρονομέτρων, καθώς και ένα σχέδιο που ονομάζεται «Είμαι» και είναι συντομογραφία του «Είμαι ο Διευθυντής της Δικής μου Δουλειάς»(9).
Πίσω από τη χαρακτηριστική αερολογία αυτών των προσεγγίσεων μπορεί να διακρίνει κανείς βαθύτερες έγνοιες, οι αιτίες των οποίων είναι εμφανέστατες. Οι άρχουσες τάξεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, έχοντας μόλις ξεπεράσει τον κλονισμό που προκάλεσαν οι εξεγέρσεις της φοιτητικής νεολαίας και του τριτοκοσμικού εθνικισμού μέσα στα ίδια τους τα σύνορα, δεν μπορούσαν παρά να αναρωτηθούν τι θα συνέ- βαινε αν σε όλα αυτά ερχόταν να προστεθεί και μια εξέγερση ενάντια στις συνθήκες που επικρατούν στους χώρους εργασίας. Ο τρόμος που εύκολα γεννά μια τέτοια προοπτική τροφοδότησε απλόχερα τη συζήτηση περί «ποιότητας της εργασίας», στόχος της οποίας ήταν ενμέρει να κατα- λήξει σχετικά με το αν η εργατική δυσαρέσκεια ήταν συνηθισμένη και ενδημική της ζωής στον καπιταλισμό, ή αν αντιθέτως η αύξησή της μπορούσε να αποδειχθεί απειλητική. Αλλά όπως όλες οι συζητήσεις σημαντικών πολιτικών θεμάτων, έτσι και αυτή χάσκει κενή περιεχομένου, πράγμα αναμενόμενο. Το κενό της δεν είναι άλλο από το κενό που χωρίζει τον καπιταλιστή ως πολιτικό από τον καπιταλιστή ως διευθυντή επιχείρησης.
Το πρόβλημα, όπως γίνεται αντιληπτό από εκείνους που διευθύνουν τη βιομηχανία, το εμπόριο και τα οικονομικά του δημοσίου, είναι πολύ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 51
διαφορετικό από το πρόβλημα όπως παρουσιάζεται στον ακαδημαϊκό και το δημοσιογραφικό κόσμο. Αυτοί που διευθύνουν την εργασία των άλλων είναι απόλυτα εξοικειωμένοι με τη διεξαγωγή των εργασιακών διαδικασιών σ’ ένα περιβάλλον κοινωνικού ανταγωνισμού και για να είμαστε ακριβείς, ποτέ τους δε γνώρισαν κάποιο άλλο περιβάλλον. Οι διευθύνοντες λοιπόν ούτε πιστεύουν ούτε ελπίζουν να αλλάξουν την κατάσταση μεμιάς· αντί γι’ αυτό, προσπαθούν κάποιες φορές να τη βελτιώσουν, και αυτό μόνο όταν παρουσιάζεται πρόβλημα με την ομαλή λειτουργία των εργοστασίων τους, των γραφείων τους, των αποθηκών τους και των μαγαζιών τους. Για τους διευθύνοντες πρόκειται για πρόβλημα «κόστους και ελέγχου», και όχι για πρόβλημα «εξανθρωπισμού της εργασίας». Και δεν θα τραβούσε καν την προσοχή τους, αν το πρόβλημα αυτό δεν είχε την κακιά συνήθεια να εμφανίζεται μέσα από απουσίες, αυξημένο turnover και από επίπεδα παραγωγικότητας που δεν ανταποκρίνονται στους υπολογισμούς και τις προσδοκίες τους. Οι λύσεις που είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν είναι μονάχα αυτές που θα μπορούσαν να συνυπάρξουν με τη μείωση του κόστους εργασίας και με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και παγκοσμίως.
Έχει άλλωστε κάποιο ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι, αν και η συζήτηση περί «εμπλουτισμού της εργασίας», «διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων» και τα λοιπά, ξεκίνησε συνδεδεμένη με την εργοστασιακή δουλειά, οι περισσότερες εφαρμογές αφορούν τη δουλειά γραφείου (για την ακρίβεια τα τρία τέταρτα των εφαρμογών, σύμφωνα με τον Roy Η. Walters, σύμβουλο διαχείρισης και πρωτοπόρο του «εμπλουτισμού της εργασίας»19). Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις αντιπροσωπεύουν τεράστιες επενδύσεις σε σταθερά κεφάλαια, και οι βιομηχανικές διαδικασίες όπως υφίστανται σήμερα είναι το προϊόν μακρόχρονης εξέλιξης που είχε σταθερό και δηλωμένο στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Αντιθέτως, η σχετικά νεογέννητη εργατική μάζα των γραφείων και των υπηρεσιών δεν έχει υπαχθεί στις ακραίες διαδικασίες μηχανοποίησης και εξορθολογισμού που χρησιμοποιήθηκαν στα εργοστάσια, αν και τώρα πια συμβαίνει και αυτό. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που οι αποφάσεις της διεύθυνσης για αναδιοργάνωση των εργασιακών διαδικασιών αφορούν πολύ συχνότερα τα γραφεία, ενώ στα εργοστάσια τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται μόνο όταν δεν υπάρχουν πλέον άλλες επιλογές. Η διεύθυνση είναι πεισμένη ότι τα «παχυλά» μεροκάματα και η χαμηλή παραγωγικότητα ευδοκιμούν έξω από το εργοστάσιο, και ότι εκεί είναι που υπάρχει η μεγάλη ανάγκη για αναδιοργάνωση.
Έτσι λοιπόν, πίσω από τα λάβαρα της «διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων» και του «εξανθρωπισμού της εργασίας» που ανεμίζουν τα τελευταία
52 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χρόνια, ακούγεται ξεκάθαρα ο καλπασμός του «εξορθολογισμού» της δουλειάς γραφείου. Δε χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε άρθρα όπως αυτό που δημοσίευσε η Wall Street Journal το καλοκαίρι του 1972, ώστε να πάρουμε μια γεύση από την εν λόγω εκστρατεία. Το άρθρο έχει τίτλο «Η ποιότητα της εργασίας», τα καταφέρνει όμως να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με μειώσεις κόστους, αυξήσεις της παραγωγικότητας και περικοπές προσωπικού σε τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και χρηματιστι- κά γραφεία20. Σε μια τυπική περίπτωση, ο ταμίας, που κανονικά μένει ανενεργός όταν δεν υπάρχουν πελάτες, βρίσκει δουλειά εκτελώντας άλλα πάγια καθήκοντα, όπως η ταξινόμηση των επιταγών. Η First National Bank στο Richmond της Indiana έβαλε ένα τέτοιο σχέδιο σε εφαρμογή υπό την καθοδήγηση μιας εταιρείας διοικητικών συμβούλων με το όνομα Science Management Associates και «οι οικονομίες του πρώτου έτους από μόνες τους ξεπέρασαν το κόστος της αναδιάρθρωσης κατά 40%». Το προσωπικό μειώθηκε από τα 123 άτομα στα 104, και αρκετοί από τους ενα- πομείναντες εργάτες εργάζονται τώρα υπό το καθεστώς της μερικής απασχόλησης. Ό σο για το ζήτημα του «εξανθρωπισμού», αυτό καλύφθηκε βάζοντας έναν εργαζόμενο να λέει: «Δεν υπάρχει ούτε λεπτό για χάσιμο. Η δουλειά είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα τώρα»21.
Δεν είναι λίγες οι εταιρείες διοικητικών συμβούλων που ειδικεύονται σε «εξανθρωπισμούς» τέτοιου είδους, και δεν είναι λίγες οι σχετικές προτάσεις που υποβάλλονται καθημερινά στις αμερικανικές εταιρείες. Ανεξαρτήτως φρασεολογίας, αυτές οι εταιρείες συμβούλων έχουν μία και μοναδική λειτουργία: μείωση του κόστους, βελτίωση της «αποτελεσματι- κότητας», αύξηση της παραγωγικότητας. Δεν υπάρχει άλλωστε άλλη γλώσσα συνεννόησης με το μάνατζμεντ, εκτός κι αν πρόκειται για το τμήμα δημοσίων σχέσεων’. Οι σύμβουλοι τέτοιου είδους διαθέτουν άλλωστε ένα σημαντικό κεφάλαιο: τη γνώση δηλαδή ότι η αρχή του καταμερισμού της εργασίας εφαρμόστηκε σε μεγάλα γραφεία, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, σε εμπορικά και σε καταστήματα επισκευών, με τόσο φανατισμό και θρησκευτικό ζήλο, που ήδη δεν είναι λίγες οι εργασίες που έχουν διασπαστεί σε θραύσματα θραυσμάτων. Είναι συνεπώς δυνατό να ε- πανασυσταθούν ενμέρει, δίχως καμιά ζημία στους τρέχοντες τρόπους ορ-
’ Οι ακαδημαϊκοί κοινωνιολόγοι δεν θα τολμούσαν βέβαια να ξεχάσουν αυτό το σημαντικό γεγονός. Η αναφορά της Επιτροπής για την Εργασία, στην οποία έχουμε αναφερθεί ήδη δυο φορές, ξεκινά το κεφάλαιο που πραγματεύεται τον επανασχεδιασμό των εργασιών με τα εξής: «Στόχος αυτού του κεφαλαίου είναι να δείξει ότι όχι μόνο είναι δυνατός ο επανασχεδιασμός της εργασίας ώστε αυτή να είναι περισσότερο ικανοποιητική, αλλά και ότι μπορούμε ταυτόχρονα να έχουμε σημαντικές αυξήσεις της παραγωγικότητας». [Special Task Force, Work in America, o. 94].
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 53
γάνωσης της εργασίας και παράλληλα με κάποια μείωση του κόστους. Ο απλοϊκός τρόπος με τον οποίο η μία σταθερή κι απαράλλακτη ρουτίνα «διευρύνεται» για να περιλάβει άλλες δυο τρεις και οι χοντροκομμένοι πανηγυρισμοί που ακολουθούν τέτοιες «επιτυχίες» έχουν κάποιο ενδιαφέρον κι από μόνοι τους.
Εφόσον εστιάζουν την προσοχή σε αυτό το παραμελημένο τμήμα της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι τρέχουσες ενασχολήσεις με την εργασία δεν μπορούν παρά να διαθέτουν κάποια χρησιμότητα, όσο ελάχιστα κι αν α- ποδεικνύονται τελικά τα αποτελέσματά τους. Όμως, όπως όλες οι συζητήσεις στις οποίες κάποιο βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας «ανακαλύπτεται» αρχικά, δέχεται μετέπειτα μια επιφανειακή «ανάλυση» και τελικά ξεχνιέται, έτσι και αυτή δεν έχει καν αρχίσει να θίγει τις ρίζες του ζητήματος. Βρισκόμαστε μπροστά στις βάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, και αυτό σημαίνει πως όσο και αν κάποιες μικροβελτιώσεις γίνονται αποδεκτές από τις εταιρείες, η δομή και ο τρόπος λειτουργίας τον καπιταλισμόν αναπαράγουν τις παρούσες εργασιακές διαδικασίες χίλιες φορές πιο γρήγορα, χίλιες φορές πιο μαζικά, χίλιες φορές πιο πλατιά.
Οι αναδιαρθρώσεις που προτείνονται σήμερα δεν είναι καθόλου καινούριες κι έχουν ήδη συζητηθεί κι εφαρμοστεί, τόσο στο εσωτερικό ορισμένων εταιρειών (για παράδειγμα της IBM) όσο και μεταξύ ορισμένων θεωρητικών του μάνατζμεντ εδώ και μια γενιά τουλάχιστον. Αυτό που αντιπροσωπεύουν είναι απλώς ένα εναλλακτικό στυλ διεύθυνσης και διαχείρισης, και όχι μια γνήσια αλλαγή της θέσης του εργάτη. Χαρακτηρίζονται από μια μελετημένη παρωδία εργατικής «συμμετοχικότητας», μια χαριτωμένη ελευθεριακότητα που επιτρέπει στον εργάτη να ρυθμίσει μια μηχανή, να αλλάξει μια καμένη λάμπα, να μετακινηθεί από τη μια κατακερματισμένη εργασία στην άλλη και να παραμυθιαστεί ελεύθερα ότι «παίρνει αποφάσεις» ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να διαλέγει μεταξύ εναλλακτικών που επιλέγονται και σχεδιάζονται από τη διεύθυνση, μια διεύθυνση που ξέρει τους τρόπους ν’ αφήνει τα πλέον ασήμαντα ζητήματα «ανοιχτά». Είναι ένα στυλ διαχείρισης που φέρνει στο μυαλό εκείνους τους εγκέφαλους του μάρκετινγκ που μόλις έμαθαν ότι οι νοικοκυρές σιχαίνονται τα έτοιμα μίγματα για το μαγείρεμα και νιώθουν ενοχές όταν τα χρησιμοποιούν, αμέσως σοφίστηκαν να αφαιρέσουν από τις σκόνες τους το αυγό, έτσι ώστε «να προσφέρουν και πάλι τη συγκίνηση που νιώθει κανείς με το σπάσιμο ενός φρέσκου αυγού», δημιουργώντας και πάλι μια υποτιθέμενη εικόνα μαγειρέματος, φρεσκάδας, κλπ. Ο Peter F. Drucker, ένας από τους πρώιμους προπαγαν- διστές της «διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων», άσκησε την εξής κριτική στην επιστημονική διαχείριση της εργασίας: «Ο διαχωρισμός σχεδιασμού
54 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
και εκτέλεσης στην ανάλυση της εργασίας δε σημαίνει ότι ο σχεδιαστής και ο εκτελεστής πρέπει να είναι απαραίτητα δυο διαφορετικά πρόσωπα. Ούτε και σημαίνει ότι ο κόσμος της βιομηχανίας πρέπει να χωριστεί σε δύο τάξεις ανθρώπων: σε κάποιους λίγους δηλαδή που αποφασίζουν τι πρέπει να γίνει, σχεδιάζουν την εργασία, καθορίζουν το ρυθμό και τις κινήσεις και δίνουν διαταγές, και στους πολλούς που κάνουν ό,τι τους λένε και όπως τους το λένε». Γενναία λόγια πράγματι, ιδίως όταν προέρχονται από έναν ειδικό της οργάνωσης και διοίκησης. Δυστυχώς όμως, η κατά Drucker πρόταση για την αλλαγή του κόσμου αποδεικνύεται εντέλει λιγό- τερο τολμηρή: «... ακόμη και η πιο ταπεινή ανθρώπινη δουλειά πρέπει να συμπεριλαμβάνει κάποια σχεδιαστική αρμοδιότητα. Μόνο που θα πρέπει να ‘ναι απλή, και να μην απαντάται σε μεγάλες ποσότητες»22. Έτσι ακριβώς και ο Adam Smith, με τον γενικευμένο καταμερισμό της εργασίας να απειλεί με πλήρη εξαχρείωση την εργατική τάξη, πρότεινε κάποτε τη μαζική λαϊκή εκπαίδευση· ναι μεν αλλά όπως σχολιάζει ο Μαρξ «με φειδώ· και πάντοτε στις δόσεις που προτείνει η ομοιοπαθητική»23.
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. V. I. Lenin, “The Immediate Tasks of the Soviet Government” (1918), Collected Works, τ. 27 (Μόσχα, 1965), σ. 259.2. Georges Friedmann, The Anatomy of Work, (Λονδίνο 1961, και Γκλενκό, εικ., 1964), Πρόλογος.3. Harold L. Sheppard & Neal Q. Herrick, Where have all the Robots Gone? Worker Dissatisfaction in the 70’s (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1972), σ. 96.4. Clark Kerr, John T. Dunlop, Frederick Harbison, and Charles A.’Myers, Industrialism and Industrial Man (Κέμπριτζ Μασ., 1960), σ. 15.5. Karl Marx, The Poverty o f Philosophy (Νέα Υόρκη, χ.ημ.) σ. 92.6. Στο ίδιο, σ. 107.7. Karl Marx, Capital, τ.1 (Μόσχα, χ.ημ.) σ. 305.8. Στο ίδιο.9. Karl Marx, A Contribution to the Critique of Political Economy (Σικάγο, 1904), σ. 13.10. Δες το Joseph A. Kahl, The American Class Structure, (Νέα Υόρκη, 1957), κεφ. VI.11. Michel Crozier, The World of the Office Worker (Σικάγο και Λονδίνο, 1971), σ. 27-28.12. Robert Blauner, Alienation and Freedom: The Factory Worker and his Industry (Σικάγο, 1964), σ. 117.13. Special Task Force to the Secretary of Health, Education and Welfare, Work in America (Κέμπριτζ Μασ., 1973), σ. xvi-xvii.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 55
14. Judson Gooding, “Blue Collar Blues on the Assembly Line”, Fortune (Ιούλιος 1970), σ.70.15. Wall Sreet Journal, 16 Ιουλίου, 1971· New York Times, 2 Απριλίου, 1972.16. New York Times, 3 Φεβρουαρίου, 1972.17. Special Task Force, Work in America, a. 38-40.18. New York Times, 2 Απριλίου, 1972.19. Wall Street Journal, 21 Αυγούστου, 1972.20. Στο ίδιο.21. Στο ίδιο, 25 Απριλίου, 1972.22. Peter F. Drucker, The Practice o f Management (Νέα Υόρκη, 1954), σ. 284, 296.23. Marx, Capital, τ. 1, σ. 342.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Ο αγγλικός όρος «management», που στα αγγλοελληνικά λεξικά αποδίδεται ως «διοίκηση», είναι όρος με ευρεία συμφραζόμενα τόσο στα αγγλικά, όσο και στην ελληνοποιημένη μορφή του. Στα αγγλικά ο όρος σημαίνει επίσης ένα συγκεκριμένο τμήμα της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά και τα άτομα που το επανδρώνουν, οπότε θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο «διεύθυνση». Στα παρακάτω λοιπόν, το «management» θα αποδίδεται άλλοτε ως «διοίκηση», άλλοτε ως «διεύθυνση» και κυρίως ως «μάνατζμεντ»· ο τελευταίος όρος άλλωστε, απαντάται πλέον και στα ελληνικά λεξικά.(2). Η «παραγωγικότητα της εργασίας», αλλά και η «παραγωγικότητα» γενικά, θα εμφανιστούν πολλές φορές στα παρακάτω. Στα μαθήματα των πολυτεχνείων, η παραγωγικότητα της εργασίας μιας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ορίζεται ως το πηλίκο nt=V/Q, όπου V είναι ο όγκος παραγωγής και Q είναι η ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για τη συγκεκριμένη παραγωγή και μετριέται είτε με το χρόνο εργασίας είτε με το κόστος εργασίας. Αυτό που ενδιαφέρει βέβαια δεν είναι η απόλυτη τιμή του μεγέθους, αλλά οι μεταβολές του. Έτσι, αν μέσω μιας τεχνολογικής αλλαγής για παράδειγμα, το τελικό προϊόν είναι δυνατό να παραχθεί στο μισό χρόνο, η ποσότητα εργασίας που χρειάζεται για κάποιο δεδομένο όγκο παραγωγής μειώνεται στο μισό, οπότε η παραγωγικότητα της εργασίας διπλασιάζεται. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι αστοί οικονομολόγοι (τουλάχιστον) αναγνωρίζουν και «παραγωγικότητες» άλλων «συντελεστών της παραγωγής» (π.χ. παραγωγικότητα των υλικών), οι οποίες ορίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.(3). Ο όρος ντετερμινισμός μπορεί να μεταφραστεί ως «υπερκαθορισμός» και είναι η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ένα σύστημα καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός είναι η άποψη βάσει της οποίας το κοινωνικό γίγνεσθαι καθορίζεται από την τεχνολογία, η άποψη δηλαδή κατά την οποία η «τεχνολογική πρόοδος» όχι μόνο δεν καθορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες, αλλά αποτελεί από μόνη της κινητήρια δύναμη της ιστορίας και έχει μια δική της «υποκειμενικότητα». Ό πω ς εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, ο τεχνολογικός ντετερμινισμός δεν είναι παρά η κρατούσα άποψη για την τεχνολογία
56 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΟΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στις σημερινές δυτικές κοινωνίες. Για μια εκτενή συζήτηση σχετικά με την έννοια του τεχνολογικού ντετερμινισμού μπορεί να δει κανείς το Does Technology Drive History ? The Dilemma of Technological Determinism, επιμ. Merritt Roe Smith Sc Marx Leo, MIT Press, 1994.(4). Η έκφραση «blue collar worker» του πρωτότυπου είναι πολύ συνηθισμένη στα αγγλικά και αναφέρεται στον εργάτη της παραγωγής σε αντίθεση προς τον «white collar worker», τον εργαζόμενο δηλαδή στη διοίκηση, στα κάθε είδους γραφεία κλπ. To «blue collar» προέρχεται από το χρώμα της εργατικής εργοστασιακής φόρμας και μας είναι άγνωστο το κατά πόσο η έκφραση «blue collar worker» θα μπορούσε να συμπεριλάβει, για παράδειγμα, έναν εργαζόμενο σε fast food. Στα παρακάτω θα χρησιμοποιούμε τους όρους «εργάτης παραγωγής» και «υπάλληλος γραφείου».(5). Εδώ χρησιμοποιείται ο όρος «dissatisfaction», ένας όρος πολύ ήπιος, κάτι σαν «απουσία ευχαρίστησης». Το σημειώνουμε γιατί αυτόν τον ήπιο όρο χρησιμοποιούν και τα άρθρα που θα δούμε παρακάτω για να περιγράφουν τις εργατικές αναταραχές των αρχών της δεκαετίας του ’70.(6). Η λέξη «blues», εκτός από τη γνωστό είδος μουσικής, στα αγγλικά σημαίνει και μελαγχολία. Η λέξη «woe» θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «θρήνος», ενώ για τα μπλε και τα λευκά κολάρα μιλήσαμε ήδη. Έχουμε λοιπόν εδώ ένα αξιοσημείωτο μεν, αμετάφραστο δε λογοπαίγνιο.(7). To turnover είναι μέγεθος που μετράει την κινητικότητα των εργατών στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης επιχείρησης. Συνήθως μετριέται ως ο αριθμός των εργατών που παραιτούνται σε ένα έτος ως ποσοστό επί του συνόλου της εργατικής δύναμης της επιχείρησης. Πολύ απλά, όσο συχνότερα οι εργάτες παρατάνε τη δουλειά και απαιτείται πρόσληψη νέων τόσο μεγαλύτερο το turnover, με προφανείς συνέπειες για τη λειτουργία της επιχείρησης.(8). Ούτε η επιτροπή μπορεί να αντισταθεί στο λογοπαίγνιο με τα blues που συναντήσαμε παραπάνω, γεγονός ενδεικτικό του πόσο διαδεδομένο ήταν το θέμα στις αρχές της δεκαετίας του ’70.(9). Αυτό που κάναμε εδώ είναι να μεταφράσουμε πρόχειρα το «job enrichment» ως «εμπλουτισμό της εργασίας», το «rotation» ως «κυκλική ανάθεσή», κλπ. Πάντως, η συζήτηση περί «εξανθρωπισμού της εργασίας», με την έννοια που συζητιέται εδώ, έχει διανύσει πολύ δρόμο από το 1974, οπότε ο αναγνώστης μπορεί να είναι σίγουρος ότι η σημερινή ορολογία είναι διαφορετική.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Ό λες οι μορφές ζωής πρέπει να συντηρήσουν τον εαυτό τους στα πλαίσια του φυσικού τους περιβάλλοντος- όλες τους λοιπόν πρέπει να διεξάγουν δραστηριότητες με στόχο την οικειοποίηση των φυσικών προϊόντων για δική τους χρήση. Τα φυτά απορροφούν υγρασία, ανόργανες ύλες και ηλιακή ακτινοβολία. Τα ζώα τρέφονται από τη χλωρίδα ή κυνηγούν άλλα ζώα. Αλλά η λήψη των φυσικών υλικών ως έχουν δεν συνιστά εργασία· εργασία είναι η δραστηριότητα μεταλλαγής αυτών των υλικών από τη φυσική τους κατάσταση σε κάποια άλλη ώστε να βελτιωθεί η χρη- σιμότητά τους. Έτσι, όταν τα πουλιά, οι κάστορες, οι αράχνες, οι μέλισσες και οι τερμίτες φτιάχνουν φωλιές, φράγματα, ιστούς και κυψέλες, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι δουλεύουν. Το ανθρώπινο είδος λοιπόν μοιράζεται με άλλα βιολογικά είδη τη δυνατότητα δράσης επί της φύσης με τρόπους που μεταλλάσσουν τις μορφές της ώστε αυτές να γίνουν καταλληλότερες για τις ανάγκες του.
Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία όσον αφορά την ανθρώπινη εργασία δεν είναι οι ομοιότητες που παρουσιάζει με την εργασία των άλλων ζώων, αλλά οι βασικές διαφορές που τη σηματοδοτούν ως κάτι το διαμετρικά αντίθετο. «Δεν θ’ ασχοληθούμε εδώ με εκείνες τις πρωτόγονες και ενστικτώδεις μορφές εργασίας που θυμίζουν το απλό ζώο», έγραψε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. «Αντιλαμβανόμαστε εξαρχής την εργασία με μια μορφή που τη σημαδεύει σαν αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο. Η αράχνη μπορεί να επιτελέσει χειρισμούς που φέρνουν στο νου εκείνους του υφαντή και η μέλισσα μπορεί να ντροπιάσει πολλούς αρχιτέκτονες με την τελειότητα της κερήθρας της. Αλλά αυτό που διαφοροποιεί τον πιο ανίκανο αρχιτέκτονα από την πιο ικανή μέλισσα, είναι ότι ο αρχιτέκτονας έχει υψώσει την κατασκευή του στη φαντασία του προτού καν την ανεγεί
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρει στην πραγματικότητα. Στο τέλος κάθε εργασιακής διαδικασίας έχουμε ένα αποτέλεσμα που από την αρχή υπήρχε στη φαντασία του εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος λοιπόν, όχι μόνο επιφέρει μια αλλαγή στη φυσική μορφή του υλικού, αλλά πραγματοποιεί κι ένα δικό του σκοπό ο οποίος καθορίζει τον τρόπο δράσης του και στον οποίο υποτάσσει τη θέλησή του*»1.
Η ανθρώπινη εργασία είναι συνειδητή και εμπρόθετη, ενώ η εργασία των ζώων είναι ενστικτώδης1. Οι ενστικτώδεις δραστηριότητες δεν διδάσκονται, αλλά είναι έμφυτες και συνίστανται σε σύνολα σχετικά δύσκαμπτων μοτίβων διαδοχικών δραστηριοτήτων, που ενεργοποιούνται ως απόκριση στη λήψη συγκεκριμένων ερεθισμάτων. Έχει παρατηρηθεί για παράδειγμα ότι μια κάμπια που έχει φτιάξει το μισό της κουκούλι, θα συ
’ Έτσι, η εργασία στην ανθρώπινη μορφή της ονομάστηκε από τον Αριστοτέλη νοή- μαν δράση. Ο Αριστοτέλης, παρά τις άκαρπες προσπάθειας του να βρει μία και μοναδική αιτία πίσω απ’ όλα τα φυσικά, ζωικά και ανθρώπινα προϊόντα, ήταν αυτός που μας έδωσε την πρώτη αρχή διάκρισης μεταξύ ανθρώπινης και ζωικής εργασίας: «Η τέχνη συνίσταται στη σύλληψη του προς παραγωγή αποτελέσματος, προτού αυτό πραγμοτωθεί στην υλική του μορφή» [Aristotle, De Partibus Animalium, i. 1.640*32]. Πιο πρόσφατα δε, ο καλλιτεχνικός νους συνέλαβε αυτό το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δραστηριότητας πολύ πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι ο τεχνικός νους. Παράδειγμα ο Paul Valery: «Ο άνθρωπος δρα. Ασκεί τις δυνάμεις του σ’ ένα υλικό ξένο προς τον ίδιο. Διαχωρίζει τις ενέργειες από την υλική τους υποδομή και έχει ξεκάθαρη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Μπορεί συνεπώς να καθορίσει τις ενέργειές του και να τις συντονίσει μεταξύ τους προτού ακόμη τις εκτελέσει. Μπορεί να θέσει στον εαυτό του τους πιο πολυποίκιλους στόχους, μπορεί να προσαρμοστεί στα πιο διαφορετικά υλικά, και είναι αυτή ακριβώς η ικανότητα ιεράρχησης των προθέσεών του και διαίρεσής τους σε μεμονωμένες ενέργειες που αποκαλεί ευφυία. Ο άνθρωπος δεν παραμένει στα υλικά που έχει στη διάθεσή του, αλλά προχωράει από τα υλικά σε νοητές εικόνες, από το νου στο μοντέλο, και κάθε στιγμή εναλλάσσει ανιά ηου θέλει με avid πον μηορεί και σντό ηου μηορεί με αυτό ηου τελικά κατορθώνει· [Paul Valery, Ober Kunst (Φρανκφούρτη, 1959), σ.69, παρατίθεται στο Alfred Schmidt, The Concept of Nature in Marx (Λονδίνο, 1971), a. 129, 228].
* O Fourier πίστευε πως εκεί έγκειται η «ευτυχία» των ζώων σε αντίθεση με την «αγωνιώδη απέχθεια προς την εργασία» που παρατηρείται μεταξύ των ανθρώπων: «Η εργασία είναι ευχαρίστηση για πολλά ζώα, όπως οι μέλισσες, οι κάστορες, οι σφήκες, ία μυρμήγκια... ο θεός τα προίκισε με ένα κοινωνικό [θα μπορούσε να f'Wyi·· βιολογικό] μηχανισμό που τα έλκει προς την εργατικότητα και που κάνει γι’ αυτά την εργασία πηγή ευτυχίας. Γιατί να μη δείξει και σ' εμάς την ίδια εύνοια; Τι τεράστια διαφορά μεταξύ της δικής τους κατάστασης και της δικής μας!» [Charles Fourier, Design for Utopia: Selected Writings (Νέα Υόρκη, 1971), σ. 163-164]. Όμως, για να εντοπίζει κανείς την άμεση αιτία της «αγωνιώδους απέχθειας προς την εργασία» στη μη ενστικτώδη φύση της ανθρώπινης εργασίας, πρέπει να έχει προοπεράσει όλα τα στάδια κοινωνικής εξέλιξης που παρεμβάλλονται μεταξύ της πρώτης εμφάνισης της ανθρώπινης εργασίας και της σύγχρονης μορφής της.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ 61
νεχίσει με την κατασκευή του δεύτερου μισού, ακόμη και αν της αφαιρε- θεί το πρώτο μισό. Στο παρακάτω απόσπασμα βρίσκουμε μια ακόμη πιο εκπληκτική επίδειξη ενστικτώδους εργασίας:
Το νοτιοαφρικανικό πουλί υφαντής*11 φτιάχνει μια περίπλοκη φωλιά από μικρά ξύλα, χρησιμοποιώντας για θεμέλια έναν κόμπο από μπλεγμένες αλογότριχες. Έ να ζευγάρι τέτοιων πουλιών απομονώθηκε και εκτράφηκε για πέντε γενιές μαζί με καναρίνια, χωρίς επαφή με άλλα πουλιά του είδους του και χωρίς πρόσβαση στα συνηθισμένα υλικά για την κατασκευή φωλιάς. Η έκτη γενιά, όντας ακόμη σε αιχμαλωσία, αλλά με πρόσβαση στα κατάλληλα υλικά, ήταν σε θέση να κατασκευάσει φωλιές τέλειες μέχρι και την τελευταία αλογότριχα.2
Αντιθέτως, στην ανθρώπινη εργασία ο διευθύνων μηχανισμός είναι η ικανότητα αντιληπτικής σκέψης (conceptual thought), η οποία πηγάζει από ένα αξιοθαύμαστο κεντρικό νευρικό σύστημα. Σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, η φυσική δομή του ανθρωποειδούς πιθήκου δεν είναι εντελώς ακατάλληλη για την κατασκευή και τη χρήση εργαλείων. Πράγματι το χέρι του πιθήκου, αν και σχετικά χοντροκομμένο, είναι απολύτως επαρκές γι’ αυτό το σκοπό· καθώς μάλιστα, τόσο τα κάτω όσο και τα άνω του άκρα διαθέτουν αντικριστούς αντίχειρες, έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί ότι ο πίθηκος διαθέτει τέσσερα χέρια. Ό μως το ανθρώπινο πλεονέκτημα δεν βρίσκεται στη μορφή των χεριών ή στη στάση του σώματος. Απ’ όλες τις φυσικές διαφορές μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων, αυτή που ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την ικανότητα του ανθρώπου να εργάζεται βάσει σχεδίου και ανεξάρτητα από την καθοδήγηση του ενστίκτου είναι η σχετική μεγέθυνση όλων των μερών του εγκεφάλου, και ειδικότερα,σ η αποφασιστική μεγέθυνση των εμπρόσθιων και πλευρικών τμημάτων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων*. «Οι άνθρωποι που έφτιαξαν τα πρώτα εργαλεία»,
Η συνολική αύξηση του μεγέθους του εγκεφάλου είναι σημαντική, όμως «ορισμένα τμήματα του εγκεφάλου έχουν αυξηθεί σε μέγεθος πολύ περισσότερο από άλλα. Όπως δείχνουν οι λειτουργικοί χάρτες του εγκεφαλικού φλοιού, ο ανθρώπινος αισθητηριο-κι- νητικός φλοιός δεν έχει προκύψει με μια απλή μεγέθυνση εκείνου του πιθήκου. Οι περιοχές που αντιστοιχούν στο χέρι, και ειδικά στον αντίχειρα, είναι εξαιρετικά με- γεθυμένες στον άνθρωπο κι αυτό είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της δομικής βάσης που καθιστά εφικτή την επιδέξια χρήση του χεριού... Το ίδιο ισχύει και για άλλες περιοχές του φλοιού. Στους πιθήκους το μεγαλύτερο μέρος του εγκεφαλικού φλοιού απασχολείται με τις κινητικές και αισθητηριακές λειτουργίες. Στον άνθρωπο, οι πλέον εκτεταμένες περιοχές είναι εκείνες που βρίσκονται παραπλεύρως των βασικών κέντρων. Αυτές οι περιοχές αφορούν τις δεξιότητες, τη μνήμη, την πρόβλεψη και τη γλώσσα, δηλαδή τις νοητικές ικανότητες που καθιστούν εφικτή την ανθρώπινη κοινωνική ζωή»
62 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
όπως λέει ο Oakley, «θα πρέπει να είχαν κατά νου τις εικόνες των στόχων που επιδίωκαν. Ο ανθρώπινος πολιτισμός... είναι το αποτέλεσμα αυτής της ικανότητας για αντιληπτική σκέψη» .
Είναι αλήθεια ότι, όπως έχουν δείξει τα πειράματα πάνω στη ζωική συμπεριφορά, τα ζώα είναι σε κάποιο βαθμό ικανά να μάθουν, να συλλά- βουν στοιχειώδεις ιδέες, ακόμη και να επιλύσουν απλά προβλήματα. Έ τσι, ο γαιοσκώληκας, ένα ον με εξαιρετικά πρωτόγονο νευρικό σύστημα, μπορεί να μάθει να βγαίνει από λαβυρίνθους. Οι χιμπατζήδες επίσης, υπό τα κατάλληλα ερεθίσματα, μπορούν να «εφεύρουν» και να κατασκευάσουν εργαλεία. Μπορούν για παράδειγμα να αντιληφθούν ότι ένα ξύλο μπορεί να τους βοηθήσει να φτάσουν την τροφή τους ή να βάλουν κουτιά το ένα πάνω στο άλλο για τον ίδιο σκοπό. Κατά συνέπεια, κάποιοι ανθρω- πολόγοι και φυσιολόγοι υποστηρίζουν ότι η διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. 'Οταν όμως μια ποσοτική διαφορά είναι τόσο μεγάλη όσο εκείνη που χωρίζει τις ανθρώπινες μαθησιακές και αντιληπτικές ικανότητες από αυτές των άλλων ζώων, ακόμη και των πιο προσαρμοστικών, τότε για τους σκοπούς της παρούσας συζήτησης μπορεί να θεωρηθεί ποιοτική. Μπορούμε εξάλλου να προσθέσουμε ότι, όσες μαθησιακές ικανότητες και αν έχουν παρατηρηθεί στα ζώα (κι αυτό πάντα υπό την ανθρώπινη καθοδήγηση), ποτέ δεν έχει παρατηρηθεί οποιαδήποτε ικανότητα διαχείρισης συμβολικών αναπαραστάσεων, ειδικά στην ανώτατη μορφή της, αυτή του έναρθρου λόγου. Δίχως όμως τα σύμβολα και την ομιλία, η αντιληπτική σκέψη δεν μπορεί παρά να καθηλώνεται στο επίπεδο του στοιχειώδους, δίχως επιπλέον να είναι δυνατή η μετάδοσή της είτε στο εσωτερικό της ομάδας είτε σε επόμενες γενιές:
Φυσικά, ο πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τη μετάδοση και τη συνέχεια της εμπειρίας. Αλλά τι είδους είναι το εμπειρικό συνεχές που αποτελεί προαπαιτούμενο του πολιτισμού;Δεν πρόκειται βέβαια για τη μετάδοση της εμπειρίας μέσω μίμησης, αφού αυτή απαντάται και μεταξύ των πιθήκων. Είναι σαφές ότι πρόκειται για συνέχεια στο υποκειμενικό και όχι στο αντικειμενικό επίπεδο. Ό πω ς έχουμε δείξει, αυτό που προσδίδει τη συνέχεια στην εμπειρία του ανθρώπου με τα εργαλεία είναι το σύμβολο και ειδικότερα η λεκτική του μορφή. Και σε τελική ανάλυση, είναι αυτός ο συνεχής χαρακτήρας της ανθρώπινης εμπειρίας με τα εργαλεία που έκανε δυνατή τη συσσώρευση και την
[Sherwood L. Washburn, “Tools and Human Evolution”, Scientific American, (Σεπτέμβριος 1960), a. 71-73].
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ 63
πρόοδο, με λίγα λόγια που κατέστησε εφικτό έναν υλικό πολιτισμό.4
Έτσι, η εργασία ως εμπρόθετη και καθοδηγούμενη από τη νοημοσύνη δράση είναι αποκλειστικό προνόμιο και προϊόν του ανθρώπινου είδους. Αλλά και το ανθρώπινο είδος είναι με τη σειρά του προϊόν αυτού του είδους εργασίας. «Δρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο εξωτερικό του περιβάλλον και αλλάζοντάς το, [ο άνθρωπος] αλλάζει ταυτόχρονα και τη δική του φύση»5, έγραψε ο Μαρξ. Ο Frederick Engels, το 1876, διατύπωσε με τους όρους των ανθρωπολογικών γνώσεων της εποχής του τη θεωρία ότι «πρώτα η εργασία κι έπειτα μαζί με αυτήν η ομιλία, αποτέλεσαν δύο από τα βασικότερα ερεθίσματα υπό την επήρεια των οποίων το μυαλό του πιθήκου άλλαξε σταδιακά σε αυτό του ανθρώπου». «Το χέρι» υποστήριξε «δεν είναι μόνο το εργαλείο της εργασίας, αλλά και το ηροϊόν της·6. Το δοκίμιό του με τίτλο Ο ρόλος της εργασίας στη μετάβαση από τον Πίθηκο στον Άνθρωπο, περιοριζόταν από το επίπεδο της επιστημονικής γνώσης της εποχής του και μπορεί να λαθεύει σε κάποιες λεπτομέρειες - όπως είναι για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι «ο μη αναπτυγμένος λάρυγγας του πιθήκου» είναι ακατάλληλος για ομιλία. Ό μως η βασική του ιδέα έχει επανακτήσει δημοτικότητα μεταξύ των ανθρωπολόγων, ειδικά υπό το φως των πιο πρόσφατων ανακαλύψεων λίθινων εργαλείων που σχετίζονται με «προανθρώπους». Σε ένα άρθρο του για τα εργαλεία και την ανθρώπινη εξέλιξη, ο Sherwood L. Washburn υποστηρίζει ότι:
Προτού τα συγκεκριμένα ευρήματα έρθουν στο φως, η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι ο άνθρωπος πρώτα εξελίχθηκε στη σημερινή του δομική κατάσταση, και έπειτα ανακάλυψε τα εργαλεία και το νέο τρόπο ζωής που αυτά καθιστούσαν δυνατό. Καθώς φαίνεται όμως, οι ανθρωποπίθηκοι - όντα ικανά να τρέχουν αλλά όχι να περπατούν στα δύο πόδια και με εγκέφαλο του ίδιου μεγέθους με των τωρινών πιθήκων - είχαν ήδη μάθει να κατασκευάζουν και να χρησιμοποιούν εργαλεία. Κατά συνέπεια, η μορφή του σύγχρονου ανθρώπου πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας αλλαγής στους όρους της φυσικής επιλογής η οποία επήλθε με το πέρασμα στη χρήση εργαλείων... Η επιτυχία των πιο απλών εργαλείων ξεκίνησε την ανθρώπινη ανάπτυξη και οδήγησε στους πολιτισμούς του σήμερα.7
Η εργασία λοιπόν, και πιο συγκεκριμένα η εργασία του είδους που υπερβαίνει την απλή ενστικτώδη δραστηριότητα, είναι η δύναμη που δη
64 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μιούργησε την ανθρωπότητα και η δύναμη με την οποία η ανθρωπότητα δημιούργησε τον κόσμο όπως τον ξέρουμε.
Όλες οι μορφές κοινωνίας που έχουν μέχρι τώρα εμφανιστεί και ίσως εμφανιστούν στο μέλλον βασίζονται σε τελική ανάλυση σε αυτόν το δια- κριτό χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας. Εκεί που ο διαχωρισμός των λειτουργιών για τ’ άλλα ζωικά είδη ανατίθεται από τη φύση και εγγράφε- ται στο γονότυπο με τη μορφή του ενστίκτου, η ανθρωπότητα είναι ικανή για μια απεριόριστη ποικιλία λειτουργιών, αλλά και για έναν απεριόριστο καταμερισμό λειτουργιών στη βάση της οικογένειας, της ομάδας ή των κοινωνικών αρμοδιοτήτων. Σε όλα τ’ άλλα είδη, η κατευθύνουσα δύναμη και η συνεπαγόμενη δραστηριότητα είναι αδιαχώριστες. Η αράχνη που, έρμαιο μιας ακατανίκητης βιολογικής τάσης, υφαίνει τον ιστό της, δεν μπορεί να αναθέσει αυτή τη λειτουργία σε μια άλλη αράχνη· εκτελεί τη συγκεκριμένη δραστηριότητα γιατί τέτοια είναι η φύση της. Όσον αφορά όμως τους ανθρώπους, που πιθανότατα στην αυγή της εξέλιξης να υπήρξαν και οι ίδιοι φορείς κάποιων ενστικτωδών μεθόδων εργασίας, αυτές οι μέθοδοι έχουν από καιρό ατροφήσει ή βυθιστεί στα πιο απύθμενα βάθη των μορφών κοινωνικής οργάνωσης*. Έτσι στους ανθρώπους, σε αντίθεση με τα ζώα, η ενότητα μεταξύ της κινητήριας δύναμης της εργασίας και της ίδιας της εργασίας, δεν είναι απαραβίαστη. Η ενότητα σύλληψης και εκτέλεσης μπορεί να διαλυθεί. Η σύλληψη πρέπει βέβαια να προηγείται και να καθορίζει την εκτέλεση, αλλά η αρχική ιδέα όπως συλλαμβάνεται από τον ένα, μπορεί να εκτελεστεί από κάποιον άλλο. Η κινητήρια δύναμη της εργασίας παραμένει η ανθρώπινη συνείδηση, αλλά η ενότητα των δύο μπορεί να αφαιρεθεί από το μεμονωμένο άτομο και να ανατεθεί στην ομάδα, στο εργαστήρι, στην κοινότητα ή στο σύνολο της κοινωνίας.
Τελικά η ανθρώπινη ικανότητα εκτέλεσης εργασίας την οποία ο Μαρξ αποκάλεσε εργατική δύναμη δεν πρέπει να συγχέεται με δυνάμεις που
Το «ένστικτο της δουλειάς» που αναφέρει ο Veblen, είναι αποδεκτό μόνο με τη μεταφορική έννοια, σαν επιθυμία ή ροπή προς την ποιοτική εργασία, την εργασία που είναι «καλώς καμωμένη». Ένας Βρετανός «κοινωνικός ψυχολόγος» πάντως, εκφράζεται επί του θέματος με έναν κάποιο αγνωστικισμό: «Και τα ζώα δουλεύουν... και το κάνουν σε μεγάλο βαθμό μέσω ενστικτωδών συμπεριφορικών μοτίβων που είναι προϊόντα της εξελικτικής διαδικασίας. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο άνθρωπος διαθέτει έμφυτα πρότυπα εργασιακής συμπεριφοράς». Και προσθέτει ότι: «Είναι πιθανό η ανθρώπινη ικανότητα για ομαδική, εγνωσμένη, συνεχή και καθοδηγούμενη από στόχους συμπεριφορά, να είναι ένα τέτοιο πρότυπο» [Michael Argyle, The Social Psychology of Work (Λονδίνο, 1972), o.l]. Ιδού λοιπόν το απόσταγμα της σοφίας που περιέχει η πρόταση: η ανθρώπινη ικανότητα για μη ενσηκιώδη εργασία είναι η ίδια ένστικτο. Τίποτα δηλαδή περισσότερο από μια άχρηστη προσπάθεια εξομοίωσης ανθρώπινης και ζωικής συμπεριφοράς, που μόνο σύγχυση μπορεί να φέρει.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ 65
προέρχονται από οποιαδήποτε άλλη, μη ανθρώπινη πηγή, είτε φυσική είναι αυτή είτε κατασκευασμένη από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η ανθρώπινη εργασία, είτε ασκείται κατευθείαν είτε βρίσκεται ενσωματωμένη σε αντικείμενα, όπως είναι τα εργαλεία, οι μηχανές και τα εξημερωμένα ζώα, είναι σε τελική ανάλυση το μόνο μέσο που διαθέτει η ανθρωπότητα για την αντιμετώπιση της φύσης. Έτσι, για τους ανθρώπους ως κοινωνικά ζώα, η εργατική δύναμη είναι μια ειδική κατηγορία, ξεχωριστή και ποιοτικά διαφορετική απ’ όλες τις άλλες, απλά και μόνο επειδή είναι ανθρώπινη. Μόνο κάποιος που είναι αφέντης της εργασίας των άλλων μπορεί να μπερδέψει την εργατική δύναμη με οποιοδήποτε άλλο μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, αφού στα μάτια του ο ατμός, το άλογο, το νερό ή τα ανθρώπινα χέρια είναι ισοδύναμα, είναι εναλλάξιμοι «παράγοντες της παραγωγής». Για ανθρώπους όμως που νέμονται τη δική τους εργασία (ή για μια κοινότητα ανθρώπων που κάνει το ίδιο), η διαφορά μεταξύ της χρήσης εργατικής δύναμης και οποιοσδήποτε άλλης δύναμης, είναι η διαφορά πάνω στην οποία στηρίζεται ολόκληρη η «οικονομία». Και από την άποψη του είδους ως συνόλου, αυτή η διαφορά είναι επίσης κρίσιμη, αφού το κάθε ξεχωριστό άτομο είναι ιδιοκτήτης ενός τμήματος της συνολικής εργατικής δύναμης της κοινότητας, της κοινωνίας και του είδους.
Πάνω σε αυτή τη θεώρηση βασίζεται η εργασιακή θεωρία της αξίας, την οποία οι αστοί οικονομολόγοι νιώθουν ότι μπορούν να παραβλέπουν με ασφάλεια, εφόσον οι ενασχολήσεις τους δεν αφορούν κοινωνικές σχέσεις αλλά τιμολογιακές σχέσεις, δεν αφορούν την εργασία αλλά την παραγωγή, και δεν υιοθετούν την ανθρώπινη σκοπιά αλλά τη σκοπιά της αστικής τάξης.
Ό ντας ελεύθερη από τις άκαμπτες συμπεριφορές που επιβάλλει το ένστικτο στα άλλα ζώα, η ανθρώπινη εργασία καθίσταται απροσδιόριστη, αφηρημένη. Από εκεί και έπειτα, οι διάφορες καθορισμένες μορφές της δεν είναι προϊόντα της βιολογίας, αλλά της περίπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ εργαλείων και κοινωνικών σχέσεων, μεταξύ κοινωνίας και τεχνολογίας. Το αντικείμενο της συζήτησής μας δεν είναι λοιπόν η «εργασία» γενικά και αόριστα, αλλά εκείνες οι μορφές εργασίας που διαμορφώνονται κάτω από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Η καπιταλιστική παραγωγή απαιτεί την ύπαρξη ανταλλακτικών σχέσεων, εμπορεύματος και χρήματος, αλλά η ειδοποιός διαφορά της είναι η αγορά και η πώληση της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτόν το λόγο τρεις βασικές συνθήκες εδραιώνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Πρώτον, τα μέσα με τα οποία εκτελείται η παραγωγή αφαιρούνται από τους εργάτες, και αυτοί μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση στα μέσα της παραγωγής μόνο
66 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πουλώντας την εργατική τους δύναμη σε άλλους. Δεύτερον, οι εργάτες απελευθερώνονται από τους νομικούς περιορισμούς (σαν κι αυτούς που βαραίνουν τους ώμους του δούλου ή του δουλοπάροικου) που τους απαγορεύουν την ελεύθερη διάθεση της εργατικής τους δύναμης. Τρίτον, ο στόχος της εργασίας γίνεται η επέκταση ενός τμήματος του κεφαλαίου που ανήκει στον εργοδότη, ο οποίος πλέον λειτουργεί ως καπιταλιστής. Έτσι, η διαδικασία της εργασίας ξεκινά με ένα συμβόλαιο που καθορίζει τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης του εργάτη και αγοράς της από τον εργοδότη.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ο ιστορικός χαρακτήρας αυτού του φαινομένου. Αν και η αγοραπωλησία της εργασίας υπήρχε από την αρχαιότητα’, μόνο τον 14° αιώνα εμφανίστηκε κάποιος πληθυσμός μισθωτών στην Ευρώπη, κι αυτός δεν έγινε άξιος λόγου αριθμητικά πριν από την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού κατά τον 18° αιώνα (πριν δηλαδή την παραγωγή των εμπορευμάτων σε καπιταλιστική βάση, σε αντίθεση με τον εμπορευματικό καπιταλισμό που απλά αντάλλασσε το υπερπροϊ- όν που προέκυπτε στη βάση προηγούμενων τρόπων παραγωγής). Μόνο τον τελευταίο ενάμισι αιώνα η αγοραπωλησία της εργασίας έχει καταστεί η πλέον συχνή μορφή οργάνωσης, και αυτό πάλι ισχύει μόνο για μερικές χώρες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες των αρχών του 18ου αιώνα για παράδειγμα, τα τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού εργάζονταν υπό το καθεστώς της αυτοαπασχόλησης. Μέχρι το 1870 αυτό το ποσοστό είχε μειωθεί στο ένα τρίτο, και το 1940 δεν αποτελούσε περισσότερο από το ένα πέμπτο του εργαζόμενου πληθυσμού· το 1970 μόνο το ένα δέκατο του πληθυσμού των ΗΠΑ ανήκε στους αυτοαπασχολούμενους. Πρόκειται συνεπώς για μια εξαιρετικά πρόσφατη κοινωνική σχέση. Η ταχύτητα με την οποία αυτή η σχέση επιβλήθηκε σε αρκετές χώρες δείχνει πόσο εκπληκτικά ισχυρή είναι η τάση των καπιταλιστικών οικονομιών για μετατροπή όλων των άλλων μορφών εργασίας σε μισθωτή εργασία.
' Ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει την «πώληση της εργασίας - ένα είδος της οποίας είναι αυτό των μηχανικών τεχνών και ένα άλλο αυτό της ανειδίκευτης και της χειρωνακτικής εργασίας» - μαζί με το εμπόριο και την τοκογλυφία, στους τρόπους ανταλλαγής που ονομάζει «μη φυσικούς τρόπους απόκτησης πλούτου», ενώ οι φυσικές («αληθινές και αρμόζουσες») μέθοδοι απόκτησης πλούτου είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. An’ ό,τι φαίνεται ωστόσο, ο Αριστοτέλης εννοεί ως μέθοδο πλουτισμού τψ πώληση της εργατιάς δύναμης xdnotov κι όχι τψ αγορά της εργασίας των άλλων, μια αντίληψη ακριβώς αντίθετη από την επικρατούσα σχον καπιταλισμό [Aristotle, Politics, i.l 1.1258b9-38].
{To σχετικό απόσπασμα από το πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής: «τρίτον δε μι- σθαρνία ταύτης δ’ η μεν των βαναύσων τεχνών, η δε των ατέχνων και τω σώματι μόνο χρησίμων» [The Collected Works of Aristotle, τ. XXI: Politics, Harvard University Press, 1990,0. 53] (Σ.τ.Μ)}.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ 67
Ο εργάτης συναινεί στη συμφωνία απασχόλησης γιατί οι κοινωνικές συνθήκες δεν του επιτρέπουν να συντηρηθεί με κανέναν άλλο τρόπο. Ο εργοδότης από την άλλη, είναι κάτοχος ενός κομματιού κεφαλαίου και επιθυμεί να το μεγεθύνει, γι' αυτό και μετατρέπει ένα μέρος του σε μισθούς. Κατ'αυτόν τον τρόπο τίθεται σε κίνηση η διαδικασία της εργασίας, η οποία αν και γενικά είναι μια διαδικασία παραγωγής αξιών χρήσης, καθίσταται πλέον διαδικασία επέκτασης του κεφαλαίου και δημιουργίας κέρδους*. Από αυτό το σημείο και έπειτα, είναι απερίσκεπτο να βλέπει κανείς τη διαδικασία της εργασίας μόνο από την τεχνική πλευρά. Γιατί η εργασιακή διαδικασία έχει καταστεί επιπλέον διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου και είναι αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό που κυριαρχεί στο νου και τις πράξεις του καπιταλιστή, στα χέρια του οποίου έχει περάσει ο έλεγχος της εργασιακής διαδικασίας. Σε όσα ακολουθούν λοιπόν, θα εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο η εργασιακή διαδικασία κυριαρχείται και διαμορφώνεται από τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου*.
Η εργασία, όπως όλες οι διεργασίες της ζωής και οι σωματικές λειτουργίες, είναι μια αναπόσπαστη ιδιότητα του ανθρώπου. Οι μύες και ο νους δεν μπορούν να ιδωθούν ξεχωριστά από τον κάτοχό τους- κανείς, και σε καμιά τιμή, δεν μπορεί να δώσει σε κάποιον άλλο την ικανότητά του για εργασία, όπως και κανείς δεν μπορεί να φάει, να κοιμηθεί ή να κάνει έρωτα για λογαριασμό κάποιου άλλου. Έτσι στην ανταλλαγή για την οποία συζητάμε, ο εργάτης δεν παραδίδει στον καπιταλιστή την ικανότητά του για εργασία. Αυτή παραμένει στην κατοχή του εργάτη και ο καπιταλιστής μπορεί να εκμεταλλευθεί τη συμφωνία μονάχα βάζοντας τον εργάτη να δουλέψει. Εννοείται βέβαια πως τα χρήσιμα προϊόντα της εργασίας ανήκουν στον καπιταλιστή. Όμως, αυτό που πουλάει ο εργάτης και αυτό που αγοράζει ο καπιταλιστής ίεν είναι μια σνμφωνημένη ποσότητα εργασίας, αλλά η δυνατότητα για εργασία κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιό-
’ Ο Μαρξ μιλώντας για την παραγωγική διαδικασία αναφέρει ότι «η ενότητα εργασιακής διαδικασίας και παραγωγής υπεραξίας είναι η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής ή καπιταλιστικής παραγωγής εμπορευμάτων» [Marx, Capital, τ.1, ο. 191].
f Δεν είναι εδώ ο τόπος για μια γενική συζήτηση της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου και των οικονομικών νόμων που την επιβάλλουν στον καπιταλιστή ανεξάρτητα από τις επιθυμίες του. Η καλύτερη πραγμάτευση του ζητήματος παραμένει εκείνη του Μαρξ και καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ειδικά το έβδομο μέρος. Μια πολύ καθαρή και σύντομη έκθεση της καπιταλιστικής τάσης για συσσώρευση, εφόσον τη δούμε τόσο ως υποκειμενική επιθυμία όσο και ως αντικειμενική αναγκαιότητα, μπορεί να βρεθεί στο Paul Μ. Sweezy, The theory of Capitalist Development, (Νέα Υόρκη, 1942, σ. 79-83 και 92-95). Η συγκεκριμένη πραγμάτευση θα πρέπει να συμπληρωθεί με το Paul Μ. Sweezy & Paul A. Baran, Monopoly Capital, το οποίο είναι αφιερωμένο στις συνθήκες συσσώρευσης κατά τη μονοπωλιακή περίοδο του καπιταλισμού (Νέα Υόρκη, 1966, ειδικά οι σελ. 42-44 και 67-71).
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δον. Η αγορά της εργασίας καθαυτής είναι λοιπόν ανέφικτη, και αυτό γιατί η εργασία είναι μια αναπόσπαστη σωματική και διανοητική λειτουργία- αυτό που κατ’ ανάγκη αγοράζεται είναι απλά και μόνο η δυνατότητα για εργασία. Το συγκεκριμένο γεγονός έχει τόσο μεγάλες επιπτώσεις για το σύνολο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που πρέπει να εξετα- σθεί από πιο κοντά.
Ο αφέντης που χρησιμοποιεί υποζύγιο στη παραγωγική του διαδικασία δεν μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα από το να διοχετεύσει τη φυσική δύναμη και αντοχή του ζώου προς κάποιες κατευθύνσεις που ο ίδιος έχει επιλέξει. 'Οταν χρησιμοποιεί μέλισσες για την παραγωγή μελιού, μεταξοσκώληκες για να φτιάξει μετάξι, βακτήρια για τη ζύμωση κρασιού ή πρόβατα για την παραγωγή μαλλιού, μπορεί να χρησιμοποιήσει προς ό- φελός του τις ενστικτώδεις δραστηριότητες ή τις βιολογικές λειτουργίες αυτών των μορφών ζωής και μόνο αυτές. Ο Babbage δίνει ένα εξαιρετικό παράδειγμα:
Μια εκπληκτική μέθοδος... επινοήθηκε από έναν αξιωματικό του μηχανικού από το Μόναχο. Αφορά την κατασκευή δαντελωτών πέπλων, τα οποία κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από κά- μπιες. Η μέθοδος που ακολουθεί είναι η εξής: φτιάχνει έναν πολτό από τα φύλλα του φυτού που αποτελεί τη βασική τροφή του είδους της κάμπιας που χρησιμοποιεί και τον απλώνει πάνω σε μια πέτρα ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια. Έπειτα, με ένα τρίχινο πινέλο βουτηγμένο σε λάδι ελιάς, σχεδιάζει το σχέδιο που επιθυμεί να μείνει ανοιχτό. Η πέτρα κατόπιν τοποθετείται σε επικλινή θέση και μερικές κάμπιες τοποθετούνται στο κάτω μέρος της. Επιλέγεται ένα συγκεκριμένο είδος, γνωστό για τη δύναμη του ιστού του- τα ζώα, ξεκινώντας από το κάτω μέρος, τρώνε και υφαίνουν μέχρι την κορφή, αποφεύγοντας με προσοχή ό,τι έχει αλειφτεί από το λάδι, αλλά καταβροχθίζοντας όλο τον υπόλοιπο πολτό. Η ελαφρότητα και η αντοχή των πέπλων που κατασκευάζονται είναι πραγματικά εκπληκτικές.8
Αφήνοντας στην άκρη την πρωτοτυπία της μεθόδου του συγκεκριμένου αξιωματικού, είναι προφανές πως η όλη διαδικασία περιορίζεται από τις ικανότητες και την προδιάθεση της κάμπιας- και αυτό συμβαίνει με κάθε μορφή μη ανθρώπινης εργασίας - πάντοτε ο αφέντης πρέπει να συμμορφωθεί με τα πολύ συγκεκριμένα φυσικά όρια των δούλων του. Έ τσι, αποσπώντας την εργατική δύναμη των ζώων, αποσπά την ίδια στιγμή και την εργασία τους, καθώς αυτές οι δύο, αν και διαχωρίζονται θεωρητικά, στην πράξη είναι το ένα και το αυτό. Συνεπώς, ακόμη και οι πιο πο
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
νηρές επινοήσεις δεν μπορούν να εξάγουν από την εργατική δύναμη των ζώων παρά ελάχιστες διαφοροποιήσεις στην ποσότητα της εργασίας.
Η ανθρώπινη εργασία από την άλλη, καθώς είναι καθοδηγούμενη από μια νόηση που έχει αναπτυχθεί πολιτισμικά και κοινωνικά, είναι ικανή για μια τεράστια γκάμα παραγωγικών δραστηριοτήτων. Οι εργασιακές διαδικασίες που εν δυνάμει περιέχονται στην εργασιακή δυνατότητα των ανθρώπων είναι τόσο ποικίλες, που μπορούν πρακτικά να θεωρηθούν άπειρες, πόσο μάλλον που νέοι τρόποι εργασίας επινοούνται πολύ ταχύτερα απ’ όσο μπορεί κανείς να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές τους. Σε αυτόν τον απεριόριστα ευπλαστο χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας είναι που βρίσκει ο καπιταλιστής τον βασικό πόρο για την επέκταση του κεφαλαίου του.
Είναι γνωστό πως η ανθρώπινη εργασία μπορεί να παράγει περισσότερα απ’ όσα καταναλώνει κατά τη διεξαγωγή της και αυτή η ικανότητα για «υπερεργασία» κάποιες φορές θεωρείται ειδικό και αποκλειστικό χάρισμα της ανθρωπότητας και της εργασίας της. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας πέρα από το σημείο κατά το οποίο η εργασία έχει αναπαράγει τον εαυτό της, με άλλα λόγια πέρα από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η εργασία έχει δημιουργήσει τα μέσα για τη συντήρησή της ή κάποιο ισοδύναμό τους. Αυτός ο χρόνος είναι συνάρτηση της έντασης και της παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς και των διαρκώς μεταβαλλόμενων απαιτήσεων της «συντήρησης», αλλά με αυτούς τους δύο παράγοντες σταθερούς, πρόκειται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα. Η «ιδιόμορφη» ιδιότητα της εργασίας να μπορεί να παράγει για λογαριασμό του καπιταλιστή αφού έχει αναπαράγει τον εαυτό της, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την επέκταση του χρόνου εργασίας πέρα από το σημείο στο οποίο ει- δάλλως ο εργαζόμενος θα μπορούσε να σταματήσει τη δουλειά. Και ένα βόδι έχει αυτή την ικανότητα και θα αλέσει περισσότερο καλαμπόκι απ’ όσο μπορεί να φάει, εφόσον συνεχίσει να δουλεύει μέσω εκπαίδευσης και καταναγκασμού.
Η ιδιότητα που διακρίνει την εργασία δεν είναι συνεπώς η ικανότητά της να παράγει πλεόνασμα, αλλά ο νοήμων και εμπρόθετος χαρακτήρας της· αυτός της παρέχει απεριόριστη προσαρμοστικότητα και παράγει τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες για τη μεγέθυνση της παραγωγικότητάς της, έτσι που το υπερπροϊόν της συνεχώς να μεγεθύνεται. Από τη σκοπιά του καπιταλιστή, αυτή η πολύπλευρη δυναμική των ανθρώπων ως μελών της κοινωνίας είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται η συσσώρευση του κεφαλαίου του. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μέσο έχει στη διάθεσή του για την αύξηση του αποτελέσματος της εργατικής
70 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δύναμης την οποία έχει αγοράσει και την οποία χρησιμοποιεί ως εργασία. Τα μέσα που επιστρατεύει μπορεί να ποικίλλουν από την επιβολή της μεγαλύτερης δυνατής εργάσιμης ημέρας κατά την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού, μέχρι τη χρήση των πλέον εξελιγμένων μέσων εργασίας και τη μεγαλύτερη ένταση εργασίας. Τα μέσα αυτά όμως πάντοτε στοχεύουν στην εξαγωγή από το εγγενές δυναμικό της εργατικής δύναμης του μεγαλύτερου ωφέλιμου ποσού εργασίας, καθώς αυτό είναι που αποφέρει στον καπιταλιστή το μεγαλύτερο πλεόνασμα και άρα το μεγαλύτερο κέρδος.
Ενώ όμως ο καπιταλιστής βασίζεται πάνω σε αυτόν τον ειδικό χαρακτήρα, πάνω σε αυτό το εξαιρετικό δυναμικό της ανθρώπινης εργασίας, είναι ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και η ασάφειά τους που αποτελούν γι’ αυτόν τη μεγαλύτερη πρόκληση και το πιο δύσκολο πρόβλημα. Το νόμισμα της εργασίας έχει και την άλλη του όψη: αγοράζοντας την εργατική δύναμη, ο καπιταλιστής αγοράζει κάτι ακαθόριστο τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Αυτό που αγοράζει είναι απεριόριστο σε δυνστότψες, αλλά η πραγματοποίησή τον περιορίζεται από την υποκειμενική κατάσταση των εργατών, την προηγούμενη ιστορία τους, τις γενικές κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονται, όπως και τις συνθήκες στη συγκεκριμένη επιχείρηση, καθώς και από το τεχνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η εργασία. Η εργασία που όντως τελικά πραγματοποιείται, επηρεάζεται από όλους αυτούς τους παράγοντες και ακόμη περισσότερους, όπως είναι για παράδειγμα η οργάνωση της διαδικασίας και οι τρόποι επιτήρησης.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο, εφόσον τα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας βρίσκονται πλέον υπό την κυριαρχία των κοινωνικών συνθηκών που εισήγαγε ο καπιταλιστής, δηλαδή υπό την κυριαρχία των νέων παραγωγικών σχέσεων. Έχοντας αναγκαστεί να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη σε κάποιον άλλον, οι εργάτες παραδίδουν και το ενδιαφέρον τους για την εργασιακή διαδικασία, η οποία είναι πλέον «αλλοτριωμένη». Η εργασιακή διαδικασία έχει περάσει στψ ευθύνη του καπιταλιστή. Στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών σχέσεων παραγωγής που εγκαθίσταται κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόβλημα της εξαγωγής όλης της «χρησιμότητας» της εργατικής δύναμης που αγόρασε ο καπιταλιστής επιδεινώνεται, αφού πρέπει πλέον να ληφθεί υπόψη η ξεκάθαρη αντίθεση συμφερόντων μεταξύ εκείνων για τους σκοπούς των οποίων εκτελείται η εργασιακή διαδικασία και εκείνωγ που την εκτελούν.
Έτσι, όταν ο καπιταλιστής αγοράζει κτίρια, υλικά, εργαλεία, μηχανήματα, κλπ μπορεί με ακρίβεια να αξιολογήσει τη θέση τους στην εργασιακή διαδικασία. Ξέρει ότι ένα μέρος των εξόδων του θα μεταφερθεί
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ 71
στη μονάδα του τελικού προϊόντος και οι λογιστικές πρακτικές του θα προσδιορίσουν αυτά τα κόστη σαν κόστη απόσβεσης. 'Οταν όμως αγοράζει χρόνο εργασίας, το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε σίγουρο ούτε και καθορισμένο, ώστε να μπορεί να υπολογιστεί με τέτοιες μεθόδους. Και αυτή είναι απλώς η έκφραση του γεγονότος ότι το μέρος του κεφαλαίου του που ξοδεύεται σε εργατική δύναμη είναι το «μεταβλητό» κομμάτι, που είναι και το μόνο το οποίο αυξάνεται κατά τη διαδικασία παραγωγής· για τον καπιταλιστή, το ερώτημα είναι πόσο μεγάλη θα είναι αυτή η αύξηση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι που καθίσταται αναγκαίο για τον καπιταλιστή το πέρασμα του ελέγχου της παραγωγικής εργασίας από τα χέρια του εργάτη στα δικά του. Αυτή η μετάβαση παρουσιάζεται στην ιστορία σαν η προοδευτική αποξένωση του εργάτη από τψ παραγωγική διαδικασία, ενώ στα μάτια του καπιταλιστή η ίδια μετάβαση παρουσιάζεται ως το πρόβλημα της διοίκησης.
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. Karl Marx, Capital, τ.1 (Μόσχα, χ. ημ.) σ. 174. Στα ελληνικά, Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, 1996, σελ. 191.2. Kenneth P. Oakley, “Skill as a Human Possesion” στο Charles Singer, E. J. Holmyard 8c A. R. Hall, eds.,/1 History of Technology, τ. 1 (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1954), σ. 2-3.3. Oakley, “Skill as a Human Possesion”, σ. 27.4. Leslie A. White, The Science o f Culture, (Νέα Υόρκη, 1949), σ. 48.5. Marx, Capital,τ.1, σ. 173. Στα ελληνικά, Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, α. 190.6. Δες το Karl Marx Sc Friedrich Engels, Selected. Works, τ. II (Μόσχα, 1969), σ. 66- 77.7. Washburn, “Tools and Human Evolution”, σ. 63.8. Charles Babbage, On the Economy of Machinery and Manufacturers (Λονδίνο, 1832- επανέκδοση, Νέα Υόρκη, 1963), σ. 110-111.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). To «weaverbird· είναι πουλί του γένους ploceidae την επίσημη ελληνική ονομασία του οποίου δεν κσταφέραμε να εντοπίσουμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
Ο βιομηχανικός καπιταλισμός ξεκινά όταν ένας ικανός αριθμός εργατών μπαίνει στη δούλεψη ενός μοναδικού καπιταλιστή. Στην αρχή, ο καπιταλιστής χρησιμοποιεί την εργασία όπως τη βρίσκει να εκτελείται στα πλαίσια παλιότερων τρόπων παραγωγής, διατηρεί δηλαδή τις εργασιακές διαδικασίες και τις διεξάγει όπως αυτές διεξάγονταν και πριν. Το γεγονός είναι αναμενόμενο, αφού οι εργάτες είναι ήδη εκπαιδευμένοι στις παραδοσιακές κατασκευαστικές τέχνες, όπως αυτές επιτελούνταν στα πλαίσια της φεουδαρχικής ή της συντεχνιακής χειροτεχνικής παραγωγής. Οι κλώστες, οι υφαντές, οι υαλουργοί, οι αγγειοπλάστες, οι σιδεράδες, οι γα- νωματήδες, οι κλειδαράδες, οι ξυλουργοί, οι μυλωνάδες, οι φουρνάρηδες, κλπ συνεχίζουν, αν και βρίσκονται πλέον στην υπηρεσία του καπιταλιστή, να εξασκούν τις ίδιες παραγωγικές τέχνες που εξασκούσαν ως τεχνίτες της συντεχνίας ή ως ανεξάρτητοι μάστορες. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που τα πρώτα εργαστήρια, όπως εμφανίστηκαν ιστορικά, ήταν απλές μεγεθύνσεις μικρότερων παραγωγικών μονάδων και στα πλαίσιά τους οι παραδοσιακές μέθοδοι ασκούνταν με ελάχιστες μονάχα αλλαγές- σ’ εκείνα τα πλαίσια η εργασία παρέμενε υπό τον άμεσο έλεγχο των παραγωγών, στα πρόσωπα των οποίων ενσαρκώνονταν οι παραδοσιακές γνώσεις και ικανότητες της τέχνης τους.
Παρόλ’ αυτά, από τη στιγμή που οι άμεσοι παραγωγοί συγκεντρώθηκαν στον ίδιο τόπο, το πρόβλημα της διοίκησης εμφανίστηκε σε πρωτόλεια μορφή. Κατά πρώτον, κάποιες διοικητικές λειτουργίες έγιναν αναγκαίες από αυτό καθαυτό το γεγονός της παράλληλης εργασίας πολλών εργατών για τον ίδιο ή για συμπληρωματικούς στόχους. Ακόμη και η απλή συνύπαρξη ανεξάρτητων κατά τα άλλα τεχνιτών απαιτεί κάποιο συντονισμό- αρκεί να λάβουμε υπόψη τις ανάγκες που είναι εμφανείς με την
74 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πρώτη ματιά, όπως είναι η ανάγκη εξεύρεσης χώρου εργασίας, ο καθορισμός της διάταξης των εργασιών μέσα σε αυτό το χώρο, η ανάγκη για παροχή πρώτων υλών, ο προγραμματισμός των προτεραιοτήτων και των εργασιών προς εκτέλεση, η τήρηση αρχείων κόστους, αμοιβών, υλικών, τελικών προϊόντων, πωλήσεων, χρεών, και ο υπολογισμός του κέρδους και των ζημιών. Κατά δεύτερον, υπήρχαν εργασίες συναρμολόγησης, όπως για παράδειγμα η ναυπήγηση πλοίων και η κατασκευή αμαξών, οι οποίες απαιτούσαν τη σύμπλεξη πολλών διαφορετικών ειδών εργασίας, πράγμα που συνέβαινε και με τα δημόσια έργα, κλπ. Σ’ ένα άλλο επίπεδο, νεοσύστατες βιομηχανίες εμφανίστηκαν, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε την κατεργασία ζάχαρης, την παραγωγή σαπουνιών και τα διυλιστήρια, ενώ ταυτόχρονα διάφορες βασικές διαδικασίες όπως είναι η παραγωγή σιδήρου, η κατεργασία χαλκού και μπρούντζου, και η παραγωγή όπλων, χαρτιού και πυρίτιδας μεταμορφώθηκαν εντελώς. Όλες αυτές οι αλλαγές έφεραν στην επιφάνεια ανάγκες για λειτουργίες συντονισμού και οργάνωσης, οι οποίες λειτουργίες, μιλώντας για την περίπτωση της καπιταλιστικής βιομηχανίας, αποτέλεσαν τα πρώτα αντικείμενα του μάνατζμεντ και συνέστησαν την πρώιμη μορφή του.
Ο καπιταλιστής ανέλαβε αυτές τις λειτουργίες με τη δικαιοδοσία που του έδινε η ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Στα πλαίσια των καπιταλιστικών ανταλλακτικών σχέσεων, ο χρόνος των εργατών που προσλάμβανε ο καπιταλιστής αποτελούσε ιδιοκτησία του, στον ίδιο βαθμό που ήταν ιδιοκτησία του και τα υλικά που τους παρείχε για να παράγουν, στον ίδιο βαθμό που ήταν ιδιοκτησία του και τα προϊόντα που έβγαιναν έτοιμα από το εργαστήρι. Αυτό το γεγονός δεν έγινε κατανοητό από την αρχή, πράγμα που φαίνεται από το ότι οι συντεχνιακοί κανόνες, οι κανόνες της μαθητείας και τα νομικά πλαίσια του φεουδαρχικού και του συντεχνιακού τρόπου παραγωγής παρέμεναν σε ισχύ για κάποιο χρονικό διάστημα και ξηλώθηκαν βήμα-βήμα, καθώς ο καπιταλιστής συγκέντρωνε τις δυνάμεις του και κατεδάφιζε τα νομικά χαρακτηριστικά των προκαπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η πρώιμη βιομηχανία έτεινε να συγκεντρώνεται σε καινούριες πόλεις, ελεύθερες από συντεχνιακές και φεουδαρχικές παραδόσεις. Με τον καιρό ωστόσο, οι νόμοι και τα έθιμα διαμορφώθηκαν εκ νέου, αντανακλώντας την πρωτοκαθεδρία του «ελεύθερου» συμβολαίου μεταξύ πωλητή και αγοραστή, στη βάση του οποίου ο καπιταλιστής αποκτούσε απόλυτη εξουσία πάνω στους τρόπους διεξαγωγής της εργασίας.
Παρά όμως την απόλυτη εξουσία, οι πρώιμες φάσεις του βιομηχανικού καπιταλισμού χαρακτηρίστηκαν από τη συνεχή προσπάθεια του καπιταλιστή να παραβλέπει τη διαφορά μεταξύ εργατικής δύναμης και
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 75
πραγματικής εργασίας που μπορεί να εξαχθεί, από την τάση του δηλαδή να αγοράζει εργασία με τον ίδιο τρόπο που αγόραζε τις πρώτες ύλες του: σαν συγκεκριμένη ποσότητα, ολοκληρωμένη και ενσωματωμένη στο προϊόν. Αυτή η τάση πήρε τη μορφή μιας μεγάλης ποικιλίας συστημάτων υπεργολαβίας και ανάθεσης σε τρίτους*. Για παράδειγμα, εμφανίστηκε με τη μορφή της οικιακής εργασίας σε τομείς της παραγωγής όπως η υφαντουργία και τα είδη ιματισμού, τα μικρά μεταλλικά προϊόντα (π.χ. λάμες και καρφιά), η ωρολογοποιία και η κατεργασία δερμάτων και ξύλου. Σε όλους αυτούς τους τομείς, ο καπιταλιστής, με τη διαμεσολάβηση υπεργο- λάβων, διένειμε τις πρώτες ύλες στους εργάτες, και εκείνοι δούλευαν στα σπίτια τους και πληρώνονταν με το κομμάτι. Ακόμη όμως και σε τομείς όπου η εργασία δεν μπορούσε να γίνει στο σπίτι, όπως ήταν για παράδειγμα τα ορυχεία άνθρακα, χαλκού και ψευδάργυρου, οι ίδιοι οι εργάτες αναλάμβαναν συμβάσεις συγκεκριμένου έργου, είτε μόνοι τους είτε σε ομάδες, είτε απευθείας είτε με τη μεσολάβηση υπεργολάβου (του λεγόμενου buttie(l)). Το σύστημα συνέχισε να χρησιμοποιείται ακόμη και στα πρώτα εργοστάσια. Στη βαμβακουργία, οι ειδικευμένοι κλώστες αναλάμβαναν την ευθύνη μηχανημάτων και προσλάμβαναν οι ίδιοι τους βοηθούς τους, συνήθως παιδιά που προέρχονταν από την οικογένειά τους ή από γνωριμίες. Οι επιστάτες μερικές φορές επέκτειναν τα καθήκοντα επιτήρησης που τους είχαν ανατεθεί, παίρνοντας μερικές μηχανές για λογαριασμό τους και προσλαμβάνοντας εργάτες για να τις δουλέψουν. Ο Pollard εντοπίζει αυτού του είδους τις πρακτικές όχι μόνο σε ορυχεία και υφαντουργίες, αλλά και σε εργοστάσια χαλιών, στη σιδηρουργία, σε κεραμεία, στις οικοδομές και τα δημόσια έργα, στις μεταφορές και στα λατομεία1. Ό πως εξάλλου έχει υποστηριχθεί για την περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι ειδικευμένοι εργάτες της σιδηρουργίας και της χαλυβουργίας πληρώνονταν με τον τόνο, βάσει μιας κλίμακας που συνδεόταν με τις τιμές του σιδήρου, και προσλάμβαναν οι ίδιοι τους βοηθούς τους σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ou αιώνα2. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Maurice Dobb περιγράφει την επικράτηση τέτοιου είδους συστημάτων αρκετά αργότερα από τα μέσα του 19ου αιώνα και ταυτόχρονα υποδεικνύει ένα σημαντικό γεγονός: ότι δηλαδή ο ειδικός καπιταλιστικός τρόπος διοίκησης - άρα και παραγωγής - δε γενικεύθηκε παρά σχετικά πρόσφατα, δηλαδή κατά τα τελευταία εκατό χρόνια:
" Ο Sidney Pollard, στο βιβλίο του οποίου The Genesis of Modem Management χρωστάω πολλά από τα περιεχόμενα του παρόντος κεφαλαίου, υποστήριξε ότι οι συγκεκριμένες πρακτικές «αν δεν ήταν μέθοδοι μάνατζμεντ, ήταν τουλάχιστον μέθοδοι αποφυγής του μάνατζμεντ» [Sidney Pollard, The Genesis of Modem Management: A Study of the Industrial Revolution in Great Britain (Κέμπριτζ, Mao., 1965), σ.38].
76 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μέχρι και το 1870, για πολλούς εργάτες ο άμεσος εργοδότης δεν ήταν ο μεγάλος καπιταλιστής, αλλά ο ενδιάμεσος υπεργολά- βος ο οποίος ήταν ταυτόχρονα υπάλληλος και μικρός εργοδότης. Λίγο ως πολύ, ο ειδικευμένος εργάτης του 19ου αιώνα έτεινε να είναι ταυτόχρονα και υπεργολάβος και αυτή η διπλή του ιδιότητα είχε τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην ψυχολογία και στις απόψεις του.
Αυτού του είδους η σχέση δεν αφορούσε μονάχα τα επαγγέλματα που βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της οικιακής παραγωγής, με τους μάστορες οπλουργούς (master gunmakers), τους σιδηρουργούς των αμαξών (coachbuilders’ ironmongers) και τους κάθε είδους ενδιάμεσους που με τον έναν ή άλλον τρόπο είχαν οικιακή εργασία υπό τις διαταγές τους. Το σύστημα της υπεργολαβίας ήταν κοινός τόπος ακόμη και στα εργοστάσια· με τις απεριόριστες δυνατότητές του για την πιο χυδαία τυραννία και τις πιο επαίσχυντες κλοπές, με τις πληρωμές του σε είδος και τους μισθούς που πληρώνονταν μέσα σε καπηλειά, κοινώς με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενάντια στα οποία ο πρώιμος συνδικαλισμός έδωσε σκληρές και μακρόχρονες μάχες. Στα καμίνια οι bridge stockers και οι stock takers πληρώνονταν από τον καπιταλιστή ανάλογα με την παραγωγή του καμινιού και προσλάμ- βαναν σε ομάδες, άντρες και γυναίκες, παιδιά και άλογα, για να επανδρώσουν το καμίνι και να διεξάγουν τη χύτευση. Στα ανθρακωρυχεία οι butties υπέγραφαν συμβόλαιο με τον καπιταλιστή για την εκμετάλλευση μιας φλέβας και προσλάμβαναν οι ίδιοι τους βοηθούς τους· μερικοί από αυτούς έφταναν να έχουν στις διαταγές τους μέχρι κι εκατόν πενήντα άντρες και χρειάζονταν ειδικούς βοηθούς που τους λέγανε «σκύλους» (doggies) για να επιβλέπουν τη δουλειά. Η ελασματουργία ήταν το βασίλειο του αρχι-ελασματουργού (master roller) και στα χυτήρια μπρού- τζου κυβερνούσε ο overhand με είκοσι και τριάντα άντρες στις διαταγές του· ακόμη και οι εργάτριες στα εργοστάσια κουμπιών προσλάμβαναν κορίτσια για βοηθούς. 'Οταν τα πρώτα εργοστάσια για την κατασκευή μικρών μεταλλικών αντικειμένων χτίστηκαν στο Birmingham, η ιδέα πως ο καπιταλιστής πρέπει εκ των πραγμάτων να χτίσει το εργοστάσιο, να καθορίσει ο ίδιος τους χώρους εργασίας, να βρει τα υλικά και να επιβλέψει τις λεπτομέρειες της παραγωγικής διαδικασίας, δεν ήταν διόλου αυτονόητη.
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 77
Αν και είναι γεγονός ότι όλα τα συστήματα αυτού του είδους περιλάμβαναν την πληρωμή μισθών με το κομμάτι, δεν πρέπει να θεωρήσουμε πως αυτό ήταν και το βασικό τους χαρακτηριστικό. Ο μισθός με το κομμάτι στις διάφορες μορφές του χρησιμοποιείται και σήμερα, στα πλαίσια διαφόρων - αμφίβολης επιτυχίας - αναζητήσεων κάποιας μορφής πληρωμής που θα κάνει τον εργάτη συνένοχο στην ίδια του την εκμετάλλευση. Σήμερα ωστόσο, οι μισθοί με το κομμάτι συνδυάζονται με το συστηματικό και λεπτομερή έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας από τη μεριά της διεύθυνσης, και δεν είναι λίγες οι φορές που αυτός ο έλεγχος αποδει- κνύεται αυστηρότερος από τις περιπτώσεις που η πληρωμή εξαρτάται από το χρόνο εργασίας. Αντιθέτως, τα πρώιμα συστήματα οικιακής εργασίας και υπεργολαβίας αντιπροσωπεύουν μια μεταβατική μορφή, μια φάση κατά τη διάρκεια της οποίας ο καπιταλιστής δεν είχε ακόμη αναλάβει τη βασική λειτουργία του μάνατζμεντ στο βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας- για το λόγο αυτό, η συγκεκριμένη μορφή ήταν ασύμβατη με τη συνολική ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής και σήμερα επιβιώνει μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.
Οι μέθοδοι αυτού του είδους δείχνουν την προέλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού από τον εμπορικό καπιταλισμό, ο οποίος κατανοούσε την αγορά και την πώληση των εμπορευμάτων αλλά όχι την παραγωγή τους, και προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την εργασία όπως όλα τ’ άλλα εμπορεύματα. Ή ταν λοιπόν καταδικασμένες να αποδειχτούν ανεπαρκείς, πράγμα που συνέβη με χαρακτηριστική ταχύτητα, αν και η επιβίωσή τους εξασφαλίστηκε για κάποιο καιρό από την εξαιρετικά άνιση τεχνολογική ανάπτυξη, καθώς και από την ανάγκη της τεχνολογίας να ακολουθεί αδιάκοπα τα ίδια της τα βήματα και να επαναλαμβάνει στις νεότερες βιομηχανίες όλα τα στάδια της ιστορικής της εξέλιξης. Τα συστήματα υπεργολαβίας μαστίζονταν από ανωμαλίες στους ρυθμούς παραγωγής, απώλειες υλικών κατά τη μεταφορά, κλοπές, βραδύτητα, έλλειψη ομοιομορφίας του τελικού προϊόντος, και αμφιλεγόμενη ποιότητα. Αλλά πάνω απ’ όλα περιορίζονταν από την αδυναμία τους να αλλάξουν την παραγωγική διαδικασία*. Πράγματι, όπως σημειώνει ο Pollard, το οικιακό σύστημα,
" Ο David Landes γράφει σχετικά άτι: «... ο εργοδότης που ήθελε να αυξήσει την παραγωγή έπρεπε να βγάλει περισσότερη δουλειά από τους εργάτες που ήδη απασχολούσε. Εδώ όμως, ερχόταν και πάλι αντιμέτωπος με τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος. Δεν διέθετε κανέναν τρόπο να υποχρεώσει τους εργάτες του να δουλέψουν για κάποιο καθορισμένο χρόνο· ο οικιακός υφαντής ήταν κύριος του χρόνου του, ξεκινούσε και σταματούσε όποτε το επιθυμούσε. Κι ενώ ο εργοδότης μπορούσε να αυξήσει την πληρωμή ανά κομμάτι με στόχο να αυξηθε( και η προσπάθεια των εργατών, συνή-
78 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
βασισμένο καθώς ήταν σ’ έναν εντελώς στοιχειώδη καταμερισμό της εργασίας, απαγόρευε την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του καταμερισμού. Έ τσι, ο καπιταλιστής που προτιμούσε να αγοράζει ολοκληρωμένη εργασία αντί ν’ αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας, απαλλασσόταν μεν από τις αβεβαιότητες των εναλλακτικών μεθόδων και σταθεροποιούσε το μοναδιαίο κόστος, ταυτόχρονα όμως παραιτούνταν από το τεράστιο δυναμικό της ανθρώπινης εργασίας, ένα δυναμικό που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί υιοθετώντας ένα σταθερό ωράριο, επιβάλλοντας συστηματικό έλεγχο και αναδιοργανώνοντας την παραγωγική διαδικασία. Αυτές ακριβώς ήταν οι λειτουργίες στις οποίες επιδόθηκε από νωρίς το καπιταλιστικό μάνατζμεντ. Κι όταν το έκανε, ήταν με μια άπληστη τόλμη που ισοσκέλιζε την πρότερη δειλία του· με το παραπάνω.
Ο έλεγχος μεγάλου πλήθους εργατών είναι ένα ζήτημα που προέκυψε σε εποχές προγενέστερες των αστών. Οι πυραμίδες, το σινικό τείχος, τα τεράστια οδικά δίκτυα, τα υδραγωγεία και τα κανάλια άρδευσης, τα μεγάλα κτίρια, οι αρένες, οι καθεδρικοί ναοί και τα κάθε είδους μνημεία που έχουν χτιστεί από την αρχαιότητα μέχρι το μεσαίωνα εύκολα πιστοποιούν αυτό το γεγονός. Μπορούμε να εντοπίσουμε έναν στοιχειώδη καταμερισμό της εργασίας στα εργαστήρια που παρήγαγαν όπλα για τις ρωμαϊκές στρατιές, ενώ υπήρξαν προκαπιταλιστικοί στρατοί που κατά καιρούς επέδειξαν πρωτόγονες μορφές καπιταλιστικών πρακτικών*. Τα ρωμαϊκά εργαστήρια μεταλλουργίας, αγγειοπλαστικής, υαλουργίας, κατεργασίας δέρματος, κεραμοποιίας, καθώς και τα μεγάλα αγροκτήματα της εποχής, ήταν πεδία στα οποία εκατοντάδες εργατών συγκεντρώνονταν υπό την εποπτεία μιας και μοναδικής διεύθυνσης4. Αυτές οι διευθύνσεις ωστόσο, διεύθυναν την εργασία δούλων ή κάποια αντίστοιχη ανελεύθερη μορφή εργασίας, σ’ ένα καθεστώς τεχνολογικής στασιμότητας και δίχως την πιεστική καπιταλιστική ανάγκη για επέκταση κάθε μονάδας
θως ανακάλυπτε ότι τέτοιες κινήσεις είχαν αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής». Ο Landes στη συνέχεια περιγράφει και άλλες «εσωτερικές αντιφάσεις» αυτού του τρόπου οργάνωσης της εργασίας [David S. Landes, The Unbound Prometheus: Technological Change and Industrial Development in Western Europe from 1750 to the Present (Κέμπριτζ, Αγγλία και Νέα Υόρκη, 1969), σ. 58-59].
«Γενικά μιλώντας», έγραψε ο Μαρξ σ’ ένα γράμμα του στον Engels, «ο στρατός είναι σημαντικός για την οικονομική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, ήταν στο στρατό όπου οι αρχαίοι ανέπτυξαν για πρώτη φορά ένα πλήρες σύστημα μισθοδοσίας... Επίσης, ο καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό ενός κλάδου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από στρατούς» [Karl Marx 8c Friedrich Engels, Selected Worts, τ. I (Μόσχα, 1969), σ. 529-530].
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 79
κεφαλαίου που εμπλέκεται στην παραγωγή, συνεπώς διέφεραν σημαντικά από το καπιταλιστικό μάνατζμεντ. Οι πυραμίδες χτίστηκαν με την υπε- ρεργασία ενός σκλαβωμένου πληθυσμού και δεν είχαν άλλο στόχο πέρα από τη δόξα των Φαραώ νυν και αεί. Οι δρόμοι, τα υδραγωγεία και τα κανάλια, φτιάχνονταν για τη στρατιωτική ή πολιτική τους χρησιμότητα και όχι για την αποκόμιση κέρδους, ή τουλάχιστον δεν ήταν η αποκόμιση κέρδους η βασική αιτία κατασκευής τους. Υπήρχαν επίσης κρατικά επιχορηγούμενες παραγωγικές μονάδες που παρήγαγαν όπλα ή είδη πολυτελείας και απολάμβαναν ένα - νομικά ή εκ των πραγμάτων - καθορισμένο μονοπώλιο, ενώ δέχονταν μεγάλες παραγγελίες από αγοραστές εκτός εμπορίου, από αυλές και στρατούς5. Το επίπεδο διοίκησης που απαιτουν- ταν παρέμενε στοιχειώδες, πόσο μάλλον που η εργασία που χρησιμοποιούνταν ήταν εργασία σκλάβων, η οποία πολλές φορές επιτηρούνταν επίσης από σκλάβους. Ο καπιταλιστής από την άλλη, έχοντας να κάνει με μισθωτή εργασία που σημαίνει πως κάθε μη παραγωγική ώρα έχει το κόστος της, κινούμενος σ’ ένα πλαίσιο ραγδαία αναπτυσσόμενης τεχνολογίας στην οποία αναγκαστικά συνεισέφεραν και οι δικές του προσπάθειες, και με τη βουκέντρα της ανάγκης για συσσώρευση κεφαλαίου ν’ αγκυλώνει τα πλευρά του, εφηύρε μια εντελώς καινούρια τέχνη της διαχείρισης η οποία, ακόμη και στις πιο πρώιμες εκδηλώσεις της, ήταν πολύ πιο πλήρης, συνειδητή, επιμελής και υπολογισμένη απ’ οτιδήποτε είχε προηγη- θεί.
Υπήρχαν βέβαια και πιο άμεσα προηγούμενα για να αντιγράψει ο βιομηχανικός καπιταλιστής, όπως για παράδειγμα οι εμπορικές επιχειρήσεις, οι φυτείες και τα αγροκτήματα. Ο εμπορικός καπιταλισμός εφηύρε το ιταλικό σύστημα λογιστικής με τους εσωτερικούς του ελέγχους, ενώ από το εμπορικό κεφάλαιο ο βιομηχανικός καπιταλιστής δανείστηκε και την κλαδική οργάνωση, στη βάση της οποίας κάθε κλάδος της επιχείρησης ανατίθεται σ’ έναν επιμέρους υπεύθυνο διαχειριστή. Οι αποικιακές φυτείες και τα μεγάλα αγροκτήματα πρόσφεραν καλοδουλεμένες μεθόδους επιτήρησης της εργασίας, ειδικά εφόσον πολλά από τα πρώτα ορυχεία (και τα δομικά έργα που τα συνόδευσαν) φτιάχτηκαν και λειτούργησαν σε αγροκτήματα της Μεγάλης Βρετανίας κάτω από την επιτήρηση των επιστατών τους.
Ο έλεγχος της εργασίας δίχως μια κάποιου είδους συγκέντρωση των εργαζομένων ήταν, αν όχι αδύνατος, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολος· έτσι η βασική προϋπόθεση του μάνατζμεντ ήταν η συγκέντρωση των εργατών κάτω από μία στέγη. Η πρώτη επίπτωση αυτής της κίνησης ήταν η επιβολή κανονικών ωρών εργασίας στους εργάτες, ενός νέου δηλαδή καθεστώτος που ερχόταν σε αντίθεση με το προηγούμενο. Ό πω ς είδαμε,
80 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στα πλαίσια του προηγουμένου καθεστώτος, ο εργάτης επέλεγε τον ρυθμό της εργασίας του, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα πλήθος διακοπών, αργιών και ημιαργιών, και γενικά εμπόδιζε την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας με στόχο την παραγωγή πλεονάσματος κάτω από τις τότε τεχνικές συνθήκες. Να τι γράφει ο Gras στη Βιομηχανική Εξέλιξη·.
Ή ταν μια κίνηση που έγινε ξεκάθαρα για λόγους πειθαρχίας, έτσι ώστε οι εργάτες να ελέγχονται αποτελεσματικά με τη χρήση επιστατών. Κάτω από μία στέγη ή σε περιορισμένο χώρο, αναγκάστηκαν να δουλεύουν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, δίχως περιόδους ανάπαυσης. Και με την απειλή της απόλυσης να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, αναγκάζονταν να δουλεύουν έτσι σχεδόν καθόλη τη διάρκεια του χρόνου.6
Στο εσωτερικό των εργαστηρίων, το πρώιμο μάνατζμεντ εμφανίστηκε με μια πληθώρα σκληρών και δεσποτικών μορφών, αφού η δημιουργία μιας «ελεύθερης εργατικής δύναμης» και η εξοικείωση των εργατών με τα «καθήκοντά τους», δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ ο εξαναγκασμός τους σε διαρκή εργασία καθόλη τη διάρκεια της ημέρας και του έτους, απαιτούσε αδυσώπητη καταπίεση. Ο Pollard εξάλλου σημειώνει ότι «ελάχιστες ήταν οι περιοχές της χώρας στις οποίες οι νέες μεγάλες βιομηχανίες, και ειδικά οι υφαντουργίες, δεν συνεργάζονταν με φυλακές, «πτωχοκομεία»<2) και ορφανοτροφεία. Αυτή η συνεργασία συνήθως υποτιμάται, ειδικά από εκείνους τους ιστορικούς που υποθέτουν πως οι νέες βιομηχανίες στρατολογούσαν μονάχα ελεύθερη εργασία». Ο Pollard θεωρεί πως η διάδοση τόσο του συγκεκριμένου όσο και άλλων συστημάτων καταπίεσης πήρε τόσο ευρείς διαστάσεις κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το μοντέρνο βιομηχανικό προλεταριάτο υιοθέτησε το ρόλο του, όχι τόσο λόγω της έλξης των νέων επαγγελμάτων ή των χρηματικών ανταμοιβών, αλλά λόγω της βίας, του φόβου και της καταπίεσης»7.
Οι επίσημοι νομικοί καταναγκασμοί καθώς και οι παράλληλες πειθαρχικές δομές στο εσωτερικό των εργοστασίων, πολλές φορές διευρύνο- νταν σε σημείο να συγκροτούν πλήρη κοινωνικά συστήματα στα οποία υπάγονταν ολόκληρες πόλεις. Ο Pollard δίνει το παράδειγμα της επιχείρησης του Ambrose Crowley, ενός μεγάλου μικτού σιδηρουργείου που εκτε- λούσε τόσο πρωταρχικές εργασίες παραγωγής σιδήρου όσο και κατασκευές. Στο δεύτερο τέταρτο του 18ου αιώνα η εταιρεία απασχολούσε περισσότερους από χίλιους εργάτες διασκορπισμένους στα κεντρικά κτίρια της παραγωγής, στις αποθήκες και στα πλοία της εταιρείας. Έ να εκπληκτικό βιβλίο κανονισμών εκείνης της εταιρείας έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα:
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 81
Η εταιρεία παρείχε γιατρό, ιερέα, τρεις δασκάλους κι ένα φτωχό ταμείο αποζημιώσεων, συντάξεων και κηδειών. Με τις οδηγίες και τις προτροπές του, ο Crowley προσπαθούσε να κυριαρχήσει στην πνευματική ζωή του ποιμνίου του, να τους κάνει υπάκουα γρανάζια της μηχανής του. Η πρόθεση του Crowley, όπως τη διατυπώνει ο ίδιος, ήταν όλη η ζωή των εργατών του, ακόμη και ο ελάχιστος ελεύθερος χρόνος τους (η κανονική εργάσιμη εβδομάδα ήταν ογδόντα ωρών) να περιστρέφεται γύρω από το μεγάλο στόχο της κερδοφορίας του εργοστασίου.8
Αυτές ήταν οι μέθοδοι καθολικής οικονομικής, πνευματικής, ηθικής και φυσικής κυριαρχίας που ευδοκιμούσαν στην εποχή, γερά στηριγμένες στα νομικά και αστυνομικά πλαίσια που έθετε ένας κρατικός μηχανισμός υποταγμένος στις ανάγκες του κεφαλαίου. Και μπορούμε εύκολα να δούμε, στην απομονωμένη βιομηχανική περιοχή του Crowley, έναν πρόδρομο της εταιρικής πόλης, μιας μορφής οικείας στις ΗΠΑ κατά το πρόσφατο παρελθόν, που αποτελούσε ένα από τα πλέον πολυφορεμένα συστήματα απόλυτου ελέγχου πριν από την άνοδο του συνδικαλισμού.
Οι καπιταλιστές, στην περίπτωση της σιδηρουργίας Crowley όπως και σε όλες τις πρώιμες προσπάθειές τους, διαμόρφωναν - ψηλαφητά, με δοκιμές και με λάθη - μια θεωρία και μια πρακτική του μάνατζμεντ. Πράγματι, έχοντας δημιουργήσει νέες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και έχοντας μόλις ξεκινήσει τη μεταμόρφωση του τρόπου παραγωγής, οι καπιταλιστές βρέθηκαν αντιμέτωποι με διαχειριστικά και διοικητικά προβλήματα που διέφεραν, όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, από αυτά που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες παραγωγικές διαδικασίες. Λειτουργώντας κάτω από ειδικές και πρωτόγνωρες καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες προϋπέθεταν ένα «ελεύθερο συμβόλαιο», έπρεπε παρόλ’ αυτά να αποσπούν από τους εργάτες εκείνη την ποσότητα εργασίας που αντιστοιχούσε καλύτερα στα συμφέροντά τους. Έ πρεπε δηλαδή να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους εργάτες, τη στιγμή που η εργασιακή διαδικασία διεξαγό- ταν στη βάση συναινετικού συμβολαίου. Αυτό το εγχείρημα διέθετε από την αρχή τα χαρακτηριστικά που ο Clausewitz απέδωσε στον πόλεμο: ήταν - και είναι - κίνηση εντός σνθιστάμενον μέσον, κι αυτό γιατί περιλαμβάνει τον έλεγχο και το χειρισμό μαζών που κάθε άλλο παρά εύπλαστες είναι.
Το αγγλικό ρήμα to manage προέρχεται από τη λατινική λέξη mantis που σημαίνει χέρι και αρχικά σήμαινε την εκπαίδευση του αλόγου στο ρυθμικό καλπασμό, και τη γενικότερη εκμάθηση των ιππικών παραγγελμάτων που είναι γνωστά ως manege. Καθώς ο καπιταλισμός δημιουργεί μια κοινωνία στην οποία όλα τα κίνητρα εκτός από την επιδίωξη του ατο
82 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΟΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μικού συμφέροντος εκλείπουν, καθώς η εργασιακή διαδικασία γίνεται συμφωνία μεταξύ δυο μερών που δεν έχουν τίποτε κοινό εκτός από την ανικανότητά τους να αποφύγουν το ένα το άλλο, το μάνατζμεντ διαρκώς τελειοποιείται, οι μέθοδοί του ραφινάρονται, οι ειδικοί του γεμίζουν σοφία. Η παράδοση, το συναίσθημα και η περηφάνια του εργάτη παίζουν όλο και μικρότερο ρόλο και γίνονται αντιληπτά απ’ όλους ως εκδηλώσεις μιας παλιότερης και καλύτερης φύσης, η διατήρηση της οποίας θα ήταν ανοησία και ξεροκεφαλιά. Ό πως ο καβαλάρης που χρησιμοποιεί χαλινάρια, σέλα, σπιρούνια, μαστίγιο, καρότο και διαρκή εκπαίδευση για να επιβάλλει τη θέλησή του στο υποζύγιο, έτσι και ο καπιταλιστής παλεύει διαρκώς με στόχο τον έλεγχο και εργαλείο του το μάνατζμεντ. Και πράγματι, ο έλεγχος είναι το κεντρικό ζητούμενο όλων των συστημάτων μάνατζμεντ, πράγμα που παραδέχονται και όλοι οι θεωρητικοί του μάνατζμεντ, είτε ευθέως είτε με χαριτωμένα υπονοούμενα*. Ο Lyndall Urwick, βάρδος του κινήματος του επιστημονικού μάνατζμεντ, ιστορικός και διοικητικός σύμβουλος επί σειρά δεκαετιών, αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα την ιστορική φύση του προβλήματος:
Στα εργαστήρια του μεσαιωνικού «αφέντη» ο έλεγχος βασιζόταν στην παράδοση που απαιτούσε από τους τεχνίτες και τους μαθητευόμενους να υπακούν τον άνθρωπο που είχαν δεσμευτεί να υπηρετήσουν. Στην επόμενη φάση, εκείνη της οικιακής οικονομίας, η οικογενειακή παραγωγική μονάδα δεν ελεγχόταν π.χ. από το βιομήχανο υφαντουργό, παρά μόνον όσον αφορά την ποσότητα και σε κάποιο βαθμό την ποιότητα του υφάσματος που έ- πρεπε να παραχθεί. Με τον ερχομό όμως της σύγχρονης βιομηχανικής μονάδας, του μεγάλου εργοστασίου με έδρα την αστική περιοχή, η διαδικασία του ελέγχου έγινε αντικείμενο ενός συνολικού και εκ βάθρων επαναστατικού μετασχηματισμού. Τώρα ήταν ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής του εργοστασίου - ο εργοδότης, όπως συνηθίστηκε να αποκαλείται - που έπρεπε να αποσπάσει από τους «εργαζόμενους» ένα επίπεδο υπακοής ή/και συνεργασίας τέτοιο, που να του επιτρέπει να ασκεί τον έλεγχο. Και το μόνο συμφέρον που είχαν οι εργάτες από την επιτυχία της επιχείρησης, ήταν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.9
' Για παράδειγμα ο Leffingwell λέει: «Το αποτελεσματικό management συνεπάγεται τον έλεγχο. Οι δυο όροι είναι κατά μία έννοια ισοδύναμοι, αφού διεύθυνση δίχως έλεγχο είναι αδιανόητη» [William Henry Leffingwell, Office Management: Principles and Practice (Σικάγο, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1925), σ. 35],
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 83
Δεν ήταν όμως η βιομηχανική μονάδα που ήταν «σύγχρονη», δεν ήταν τα εργοστάσια που ήταν «μεγάλα», δεν ήταν οι περιοχές τους που ήταν «αστικές», οι αιτίες αυτής της νέας κατάστασης. Αν αναζητούμε τις αιτίες της, θα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στις νέες κοινωνικές σχέσεις που πλέον πλαισιώνουν την παραγωγική διαδικασία, θ α πρέπει να στραφούμε στον ανταγωνισμό ανάμεσα σ’ εκείνους που πραγματοποιούν τη διαδικασία και εκείνους για τους στόχους των οποίων πραγματοποιείται, ανάμεσα σ’ εκείνους που διευθύνουν και εκείνους που εκτελούν, ανάμεσα σ’ εκείνους που φέρνουν στο εργοστάσιο την εργατική τους δύναμη κι εκείνους που αναλαμβάνουν να εξάγουν από αυτή τη δύναμη το μέγιστο όφελος για λογαριασμό του καπιταλιστή.
Βιβλιογραφικές αναφορές του συγγραφέα
1. Sidney Pollard, The Genesis of Modem Management: A Study of the Industrial Revolution in Great Britain (Κέμπριτζ, Μασ., 1965), σ. 38-47.2. Katherine Stone, “The Origins of Job Structures in the Steel Industry”, Radical America (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1973), σ. 19-64.3. Maurice Dobb, Studies in the Development of Capitalism (Νέα Υόρκη, 1947), σ. 266-267.4. Michael Argyle, The Social Psychology o f Work (Λονδίνο, 1972), σ. 18-19.5. Pollard, The Genesis of Modem Management, a. 7.6. N. S. B. Gras, Industrial Evolution, (1930), a. 77. Απόσπασμα από το παραπάνω, σ. 11-12.7. Στο ίδιο, σ. 163, 207.8. Στο ίδιο, σ. 56.9. Lyndall Urwick and Ε. F. L. Brech, The Making o f Scientific Management, τομ. II (Λονδίνο, 1946), σ. 10-11.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Η ελληνική γλώσσα είναι μάλλον φτωχή για να αποδώσει ονομασίες διαφόρων εργατικών ειδικοτήτων της βιομηχανικής επανάστασης, πράγμα λογικό, αφού οι αντίστοιχες ειδικότητες δεν υπήρξαν ποτέ στην Ελλάδα τουλάχιστον σε τέτοια μεγέθη. Έτσι, επιλέξαμε να παραθέσουμε την αγγλική λέξη ακολουθούμενη από κάποια μετάφραση, όπου αυτό ήταν δυνατό, και ν’ αφήσουμε την ακριβολο- γία να υπερσκελίσει τα όποια αισθητικά προβλήματα δημιουργούνται. Η ίδια μέθοδος θ’ ακολουθηθεί και σε άλλα παρόμοια σημεία.(2). Τα «workhouses» του 19°“ αιώνα ήταν ιδρύματα στα οποία στεγάζονταν άποροι οι οποίοι, προκειμένου να παίρνουν το επίδομα απορίας, ήταν αναγκασμένοι
84 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
να δουλεύουν χωρίς άλλη αμοιβή. Οι συγκεκριμένοι «άποροι» ήταν προϊόντα της καταστροφής του αγροτικού κόσμου με το «κίνημα των περιφράξεων» και της επακόλουθης βίαιης προλεταριοποίησης του βρετανικού πληθυσμού κατά τον 18° αιώνα. Για το θέμα μπορεί να δει κανείς μερικά περιγραφικά στοιχεία στο Hobsbawm Ε., Η εποχή των επαναστάσεων, ΜΙΕΤ, 2000, κεφ. Η’.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ο καταμερισμός της παραγωγικής εργασίας ήταν μία από τις πρώτες καινοτομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και με τη μια ή την άλλη μορφή, παραμένει μέχρι και σήμερα μία από τις βασικές αρχές της βιομηχανικής οργάνωσης. Πρέπει βέβαια εξαρχής να σημειώσουμε ότι ο καταμερισμός της εργασίας, όπως εφαρμόζεται στην καπιταλιστική βιομηχανία, δεν πρέπει να συγχέεται με την κατανομή εργασιών, δεξιοτήτων και παραγωγικών ειδικοτήτων που συνηθίζεται μεταξύ των ατόμων και των ομάδων που απαρτίζουν το σύνολο μιας κοινωνίας· πράγματι, αν και όλες οι γνωστές κοινωνίες κατανέμουν την εργασία μεταξύ διαφόρων παραγωγικών ειδικοτήτων, καμιά κοινωνία πριν από την καπιταλιστική δεν υποδιαίρεσε συστηματικά την εργασία κάθε παραγωγικής ειδικότητας σε περιορισμένους και καθορισμένους χειρισμούς. Αυτή η μορφή καταμερισμού της εργασίας γενικεύεται μόνο υπό το καθεστώς του καπιταλισμού.
Η διάκριση για την οποία μιλάμε ξεκαθαρίζεται αν λάβει κανείς υπό- ψη το είδος του καταμερισμού της εργασίας που απαντάται στις πρωτόγονες κοινωνίες, όπως για παράδειγμα μας το περιγράφει ο Herskovits:
Πολύ σπάνια θα συναντήσουμε στις μη εγγράμματες κοινωνίες κάποιον καταμερισμό της εργασίας - ή όπως θα μπορούσε να πει κανείς για τη συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιον υποκαταμε- ρισμό της εργασίας - στο εσωτερικό επιμέρους παραγωγικών κλάδων. Αν συναντήσουμε ειδίκευση τέτοιου είδους, αυτή θα αφορά αποκλειστικά την παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών μεγάλου μεγέθους, όπως είναι για παράδειγμα τα σπίτια, τα κανό,
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
οι υδατοφράχτες, κλπ*. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, όχι μόνο οι εκάστοτε ειδικότητες είναι κατά κανόνα προσωρινές, αλλά και ο κάθε εργάτης είναι τις περισσότερες φορές ικανός να ειαελέσει και άλλες φάσεις της εργασίας εκτός από αυτή με την οποία ασχολείται μια δεδομένη στιγμή...
Έτσι, σε ομάδες στις οποίες ο καταμερισμός της εργασίας γίνεται με κριτήρια φΰλου, κάθε άντρας και κάθε γυναίκα της ομάδας όχι μόνο ξέρει να κάνει όλα τα πράγματα που κάνουν παραδοσιακά οι άνδρες και οι γυναίκες στα πλαίσια της συγκεκριμένης ομάδας, αλλά πρέπει να ξέρει να τα κάνει αποτελεσματικά. Καθώς προχωράμε σε κοινωνίες οικονομικά πιο περίπλοκες, βρίσκουμε συγκεκριμένους άντρες να αφιερώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου τους στην ξυλογλυπτική ή τις σιδηρουργικές εργασίες, ή βρίσκουμε συγκεκριμένες γυναίκες να φτιάχνουν αγγεία ή να υφαίνουν· και πάλι όμως, όλα τα μέλη της ομάδας θα έχουν να επιδείξουν κάποια ικανότητα στις τέχνες που αφορούν το φΰλο τους. Υπάρχουν άλλες μη εγγράμματες κοινωνίες στις οποίες συγκεκριμένοι άνδρες και γυναίκες δεν ειδικεύονται απλώς σε μια τέχνη, αλλά στην παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος· μπορεί για παράδειγμα μια γυναίκα να αφιερώνει το χρόνο της στην κατασκευή αγγείων για καθημερινή χρήση, ενώ μια άλλη να φτιάχνει αγγεία για αποκλειστικά θρησκευτική χρήση. Και πάλι όμως πρέπει να τονίσουμε ότι πουθενά, παρεκτός κάτω από τις πιο ασυνήθιστες συνθήκες, δεν θα βρούμε εκείνο το είδος οργάνωσης σύμφωνα με το οποίο μια γυναίκα ειδικεύεται στη συλλογή του πηλού, μια άλλη στο πλάσιμο των αγγείων και μια τρίτη στο φούρνισμά τους· ή αντίστοιχα, μια οργάνωση σύμφωνα με την οποία ένας άνδρας ασχολείται αποκλειστικά με το μάζεμα ξύλων, ένας δεύτερος με τη διαμόρφωση του περιγράμματος μιας φιγούρας πάνω στα ξύλα και ένας τρίτος με την τελική διαμόρφωση του γλυπτού.1
* Ο Herskovits διαπράττει εδώ τη συνηθισμένη οικονομική αλχημεία κατά την οποία «σπίτια, κανό και υδατοφράχτες» μετατρέπονται ως δια μαγείας οε -κεφαλαιουχικά αγαθά». Βρίσκεται λοιπόν σε απόλυτη αρμονία με την αστικοκεντρική αντίληψη των πραγμάτων κατά την οποία οι διάφορες κατηγορίες που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική παραγωγή προβάλλονται ασυνείδητα στο παρελθόν και το μέλλον, σε ολόκληρο το εύρος της ανθρώπινης ιστορίας. Λογικό λοιπόν τα σπίτια να είναι «κεφάλαιο», ακόμη και όταν πρόκειται απλώς για ιαίσματα που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για κατοικία...
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 87
Ο Herskovits μας δίνει μια εικόνα του καταμερισμού της εργασίας σε ξεχωριστές τέχνες, μια διαφοροποίηση η οποία, όπως είναι εμφανές, βασίζεται κατά κύριο λόγο - τουλάχιστον στα αρχικά της στάδια - στους ρόλους που ανατίθενται στα δύο φύλα. Σε γενικές γραμμές ωστόσο, δεν μπορεί να παρατηρηθεί κάποιου είδους καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό της κάθε συγκεκριμένης τέχνης. Ενώ δηλαδή μπορεί συγκεκριμένοι άντρες και γυναίκες να συνδέονται με την κατασκευή συγκεκριμένων προϊόντων, οι επιμέρους διαδικασίες που εμπλέκονται στην παραγωγή του κάθε προϊόντος παραμένουν κατά κανόνα αδιαχώριστες.
Ακολουθώντας την ορολογία του Μαρξ, μπορούμε να ονομάσουμε αυτού του είδους τον καταμερισμό της εργασίας - έναν καταμερισμό που χαρακτηρίζει όλες τις κοινωνίες - κοινωνικό καταμερισμό τψ εργασίας. Πρόκειται για άμεση συνέπεια του ειδικού χαρακτήρα της ανθρώπινης εργασίας: «Ένα ζώο διαμορφώνει τα πράγματα γύρω του σε συνάρτηση με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους του· ο άνθρωπος από την άλλη, ξέρει τον τρόπο να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα οποιουδήποτε ζωικού είδους»2. Η αράχνη υφαίνει, η αρκούδα ψαρεύει, ο κάστορας χτίζει σπίτια και φράγματα, ο άνθρωπος όμως είναι ταυτόχρονα υφαντής, ψαράς, χτίστης και χιλιάδες άλλα πράγματα, διαθέτει χιλιάδες ξεχωριστές ικανότητες οι οποίες όμως εμφανίζονται και μπαίνουν σε εφαρμογή μόνο στο εσωτερικό της κοινωνίας, έτσι ώστε ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας σε διαφορετικές τέχνες να καθίσταται εντέλει αναγκαίος. Πράγματι, είναι γεγονός ότι το μεμονωμένο άτομο του ανθρώπινου είδους δεν μπορεί από μόνο του να «παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα οποιουδήποτε ζωικού είδους», ούτε και μπορεί άλλωστε να εφεύρει δικά του πρότυπα άγνωστα σε οποιοδήποτε άλλο ζώο- εντούτοις, το ανθρώπινο είδος σαν σύνολο είναι ικανό για τέτοια επιτεύγματα, και μια από τις αιτίες αυτής της ικανότητας είναι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Έτσι λοιπόν, ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας είναι κατά τα φαινόμενα εγγενές χαρακτηριστικό που αποκτά η ανθρώπινη εργασία κατά τη μετατροπή της σε κοινωνική εργασία, κατά τη μετατροπή της, δηλαδή, σε εργασία που διεξάγεται στο εσωτερικό και δια μέσου της κοινωνίας.
Απέναντι σε αυτόν τον γενικό ή κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας στέκεται ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας, ο βιομηχανικός καταμερισμός της εργασίας. Αυτός συνίσταται στον κατακερματισμό των επιμέρους διαδικασιών που εμπλέκονται στην κατασκευή ενός προϊόντος σε πολλαπλούς ξεχωριστούς χειρισμούς, καθένας από τους οποίους εκτε- λείται και από διαφορετικό εργάτη.
Είναι πολύ συνηθισμένο ο κοινωνικός και ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας να θεωρούνται απλώς δύο από τα στάδια μιας κατά τ’ άλλα
88 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συνεχούς εξέλιξης, ως δυο εκφάνσεις μίας και μοναδικής αφηρημένης τεχνικής αρχής, και αυτή η συνήθεια αποτελεί μακράν την κύρια πηγή σύγχυσης που επικρατεί στις σχετικές συζητήσεις και μελέτες*. Κι όμως, οι διαφορές είναι ολοφάνερες: ο καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό της κοινωνίας χαρακτηρίζει όλες τις γνωστές κοινωνίες, ενώ ο καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό του εργαστηρίου είναι ειδικό προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας χωρίζει την κοινωνία σε επαγγέλματα καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε έναν κλάδο της παραγωγής, ενώ ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας καταστρέφει αυτό που πριν λεγόταν επάγγελμα, καθιστώντας τον εργάτη ανίκανο να φέρει μόνος του σε πέρας οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία. Στον καπιταλισμό ειδικότερα, ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας επιβάλλεται χαοτικά και άναρχα από τις δυνάμεις της αγοράς, ενώ στα εργαστήρια ο καταμερισμός της εργασίας επιβάλλεται ελεγχόμενα και βάσει σχεδίου. Και πάλι μιλώντας για τον καπιταλισμό, τα προϊόντα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα, ενώ τα αποτελέσματα της εργασίας του κατακερματισμένου εργάτη*11 δεν ανταλλάσσονται στο εσωτερικό του εργοστασίου όπως στην αγορά και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού τέσσερις σφιγμένες βίδες δεν είναι εμπόρευμα, είναι απλώς ιδιοκτησία του κεφαλαίου· το εμπόρευμα είναι μονάχα το συνολικό προϊόν της εργασίας όλων των επιμέρους εργατών. Τέλος, εκεί που ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας υποδιαιρεί την κοινωνία, ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας υποδιαιρεί τους ανθρώπους και εδώ η διαφορά είναι φανερή: ενώ η υποδιαίρεση της κοινωνίας μπορεί να είναι ευεργετική τόσο για το άτομο όσο και για την ανθρωπότητα εν γένει, η υποδιαίρεση του ατόμου, όντας αδιάφορη για τις ανθρώπινες ικανότητες και ανάγκες, είναι έγκλημα όχι μόνο εναντίον του ατόμου αλλά και εναντίον της ανθρωπότητας.
Υπάρχουν βέβαια και απόψεις που αγνοούν τη διάκριση μεταξύ κοινωνικού και λεπτομερούς καταμερισμού της εργασίας. Μπορούμε να δούμε ένα τυπικό τους δείγμα να εκφράζεται με ευφράδεια στα παρακάτω σχόλια: «Η κοινωνική διαφοροποίηση και ο καταμερισμός της εργασίας είναι καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κοινωνίας. Αντίθετα με διάφορες απόψεις του πρόσφατου παρελθόντος, σύμφωνα με τις οποίες ο
Ο Μαρξ προειδοποιεί: «Όμως, παρά τις πολυάριθμες αναλογίες, παρά τους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ των δυο, ο καταμερισμός της εργασίας στο εσωτερικό μιας κοινωνίας κι αυτός στο εσωτερικό ενός εργαστηρίου διαφέρουν όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά· [Karl Marx, Capital, τ. I (Μόσχα, χ.ημ ), σ. 334].
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 89
πρωτόγονος άνθρωπος ζούοε σε απολύτως ομογενείς και άμορφες ομάδες, οι σύγχρονες έρευνες για τις πρωτόγονες κοινότητες αποκαλύπτουν υψηλούς βαθμούς πολυπλοκότητας και εξειδίκευσης στο εσωτερικό τους... Επομένως, η σύγχρονη ειδίκευση δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως το αντίθετο κάποιων υποτιθέμενων κοινωνιών ή ιστορικών περιόδων από τις οποίες ο καταμερισμός της εργασίας δήθεν απουσίαζε. Οι διαφορές είναι ποσοτικές και όχι ποιοτικές.»3 Ιδού λοιπόν πώς ο Wilbert Moore πασχίζει να μας πείσει ότι ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε τέχνες και επαγγέλματα «δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως το αντίθετο» του πλήρους και εσωτερικού κατακερματισμού των τεχνών και των επαγγελμάτων, ότι καμιά «ποιοτική διαφορά» δε χωρίζει την τέχνη του γεωργού, του ξυλουργού ή του σιδερά από το σφίξιμο των ίδιων δέκα παξιμαδιών χίλιες φορές τη μέρα ή από την αδιάκοπη αρχειοθέτηση χιλιάδων καρτών την εβδομάδα για δεκαετίες και δεκαετίες. Λογικό, αφού όλα αυτά δεν είναι παρά εκφάνσεις του ίδιου «καταμερισμού της εργασίας». Ό μως σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης, τίποτε σημαντικό δεν μπορεί να ειπωθεί για τον καταμερισμό της εργασίας εκτός από το γνωστό, τετριμμένο, απολογητικό συμπέρασμα: αφού όλα αυτά είναι «καθολικά», είναι κατά πάσα πιθανότητα και αναπόφευκτα. Κι αυτό βέβαια αποτελεί το πιο λατρεμένο συμπέρασμα των ερευνών που διεξάγει η αστική κοινωνία για τον εαυτό της.
Για τους ίδιους λόγους, οι ιδέες που εκφράζει ο Emile Durkheim στο 0 καταμερισμός της εργασίας στην κοινωνία (The Division o f Labor in Society), παρουσιάζουν την εκπληκτική ιδιότητα να κερδίζουν σε δημοτικότητα ακριβώς όσο χάνουν σε επαφή με την πραγματικότητα. Ο Durkheim προσεγγίζει το θέμα εξίσου αφηρημένα: «Ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε μια αντικειμενική αποτίμηση του καταμερισμού της εργασίας είναι να τον μελετήσουμε πρώτα καθεαυτόν και εντελώς θεωρητικά, να ψάξουμε για τη χρήση του και τις βάσεις αυτής, ώστε να μπορέσουμε τέλος να σχηματίσουμε μια όσο το δυνατόν επαρκή αντίληψη του ζητήματος»4. Και συνεχίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγοντας με επιμέλεια και αποφασιστικότητα κάθε αναφορά στις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσεται ο καταμερισμός της εργασίας στη σημερινή εποχή, και εξυμνώντας με συνέπεια και θέρμη τη γνώμη του, ότι: «το ιδεώδες της ανθρώπινης αδελφοσύνης γίνεται πραγματικότητα σε ακριβή αναλογία με την πρόοδο του καταμερισμού της εργασίας»5. Ό λα αυτά μέχρι που, στο τελευταίο δέκατο του βιβλίου, ανακαλύπτει τον καταμερισμό της εργασίας στα εργοστάσια και τα γραφεία του σύγχρονου καπιταλισμού και τον καταδικάζει μετά βδελυγμίας να φέρει τον τίτλο «ανώμαλη μορφή». Όμως, όπως σημειώνει και ο Μ. C. Kennedy σε μία πρόσφατη κριτική, «όταν παρατηρούμε τις διάφορες ανώμαλες μορφές να κατακλύζουν
90 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τον κόσμο, γίνεται δύσκολο να εντοπίσουμε μια ξεκάθαρη περίπτωση ομαλού καταμερισμού της εργασίας». Ο Kennedy έχει απόλυτο δίκιο να βλέπει στην κατά Durkheim «ομαλή» μορφή του καταμερισμού της εργασίας «ένα ιδεώδες που αρμόζει σ’ έναν ηθικολόγο της κοινωνιολογίας και όχι σ’ έναν κοινωνιολόγο των ηθών»6*.
Στα παρακάτω, λαμβάνοντας υπόψη τις κακοτοπιές που τυράννησαν τον Durkheim και προσπαθώντας να τις αποφύγουμε, δεν θα εστιάσουμε στον καταμερισμό της εργασίας στο σύνολο της κοινωνίας, αλλά στο εσωτερικό της επιχείρησης. Δεν θα πραγματευτούμε την κατανομή της εργασίας μεταξύ επαγγελμάτων και παραγωγικών διαδικασιών, αλλά τον κατακερματισμό των επαγγελμάτων, τη διάλυση των παραγωγικών διαδικασιών. Τέλος, δεν θ’ ασχοληθούμε με τον καταμερισμό της εργασίας «στην παραγωγή γενικά», αλλά στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ειδικά. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η «καθαρή τεχνική», αλλά ο γάμος της τεχνικής με τις ειδικές ανάγκες του κεφαλαίου.
Ο καταμερισμός της εργασίας στην παραγωγή ξεκινά με την ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας - δηλαδή με τον διαχωρισμό της παραγωγικής εργασίας στα συστατικά της στοιχεία. Δεν είναι όμως αυτή καθαυτή η ανάλυση που δημιουργεί τον κατακερματισμένο εργάτη. Αντίθετα, ο διαχωρισμός της παραγωγικής διαδικασίας στα συστατικά της στοιχεία χαρακτηρίζει κάθε εργασιακή διαδικασία που σχεδιάζεται από τους ίδιους τους εργάτες σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον τρόπο που ένας λαμαρινάς φτιάχνει ένα χωνί: σχεδιάζει την κάτοψη στη λαμαρίνα, και από εκεί φτιάχνει το ανάπτυγμα του χωνιού και του αγωγού του. Έπειτα κόβει το κάθε κομμά-
Ο Georges Friedmann υποστηρίζει άτι, αν ο Durkheim είχε ζήσει για να δει με τα μάτια του την εξέλιξη του καταμερισμού της εργασίας, «θα αναγκαζόταν να χαρακτηρίσει “ανώμαλες" τις περισσότερες από τις μορφές που παίρνει η εργασία στη σύγχρονη κοινωνία, τόσο στη βιομηχανία όσο και στη διοίκηση, πιο πρόσφατα δε και στο εμπόριο (και σκέφτομαι εδώ τα αμερικανικά super markets)» [Georges Friedmann, The Anatomy of Work, (Λονδίνο 1961, και Γκλενκό, εικ., 1964), σ. 75], Η ιδέα πως κάποιος που γράφει ένα βιβλίο μερικές γενιές μετά τη βιομηχανική επανάσταση - ενώ μάλιστα έχουν προηγηθεί ο Adam Smith, ο Babbage, ο Ure, ο Μαρξ και αναρίθμητοι άλλοι - χρειάζεται επιπλέον και τα «αμερικανικά super markets» για να κατανοήσει τι σημαίνει καταμερισμός της εργασίας στον καπιταλισμό, είναι βέβαια μια ιδέα ελάχιστα πειστική. Γενικότερα όμως, ο Friedmann αντιμετωπίζει τον Durkheim με το γάντι, φτάνο- ντας να τον αποκαλέσει (παρόλο που στις επόμενες σελίδες ελάχιστα χρήσιμα πράγματα βρίσκει στο βιβλίο του) «το λαμπρότερο μυαλό που δούλεψε πάνω σε αυτό το τεράστιο πρόβλημα». Αυτό το τελευταίο μάς δείχνει πόσο παραφουσκωμένη είναι η φήμη της συνεισφοράς του Durkheim στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 91
τι με το λαμαρινοψάλιδο, τα στρίβει στο σωστό τους σχήμα και πριτσινώ- νει ή κολλάει τσιμπητά μεταξύ τους τις ραφές. Έπειτα καμπυλώνει το πάνω μέρος του χωνιού, περνάει τις ραφές με καλάι, κολλάει στο πλάι τον δακτύλιο που χρησιμεύει για χερούλι με καλάι ή με κόλλα μετάλλου, ξεπλένει το οξύ που χρησιμοποιείται στο καλάϊσμα και στρογγυλεύει τον αγωγό στο τελικό του σχήμα. 'Οταν όμως θέλει να κατασκευάσει έναν αριθμό όμοιων χωνιών, οι μέθοδοί του αλλάζουν. Αντί να σχεδιάσει απευθείας την κάτοψη του κάθε χωνιού στη λαμαρίνα, φτιάχνει ένα πρότυπο σχέδιο και το χρησιμοποιεί για να αποτυπώσει στη λαμαρίνα όσα χωνιά του χρειάζονται. Έ πειτα κόβει όλα τα χωνιά το ένα μετά το άλλο, τα στρίβει κ.ο.κ. Σε αυτή την περίπτωση, αντί να φτιάξει ένα χωνί σε μία ή δύο ώρες, αφιερώνει ώρες ή ακόμα και μέρες σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ενώ παράλληλα κατασκευάζει πρότυπα και οδηγούς, χρησιμοποιεί ή διαμορφώνει ο ίδιος σφιγκτήρες και άλλες συσκευές, κλπ. Ο μάστορας ξέρει πολύ καλά πως δεν θ’ άξιζε να μπει στον κόπο για ένα μοναδικό χωνί. Αλλά ξέρει και πως, εφόσον πρόκειται να κατασκευαστούν μεγαλύτερες ποσότητες, οι πρόσθετες διαδικασίες που χρησιμοποιεί μπορούν να συντομεύσουν το χρόνο κάθε βήματος αρκετά, ώστε να αντισταθμίσουν και με το παραπάνω το χρόνο που τους αφιερώνει. Ό πω ς έχει ανακαλύψει, οι μεγάλες ποσότητες μπορούν να παραχθούν με λιγότερο κόπο και σε λιγότερο χρόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρά τελειώνοντας ξεχωριστά το κάθε χωνί προτού περάσει στο επόμενο.
Με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετώπισει τη δουλειά της και η γραμματέας που έχει αναλάβει να στέλνει λογαριασμούς σε πελάτες και να τηρεί τα αρχεία του γραφείου. Αν, για παράδειγμα, δουλεύει για ένα δικηγόρο με μικρή πελατεία, ετοιμάζει ξεχωριστά κάθε λογαριασμό και τον ταχυδρομεί στον πελάτη. Αν όμως εκατοντάδες λογαριασμοί περνούν από τα χέρια της κάθε μήνα, θα τους μαζεύει και από καιρό σε καιρό θα αφιερώνει μια-δυο μέρες για την αποστολή τους στους πελάτες. Οι αποστολές θα γίνονται πλέον σε ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση, με αρκετή εξοικονόμηση κόπου και χρόνου· ταυτόχρονα βέβαια, η γραμματέας μας θα χρησιμοποιεί και αυτή τα δικά της βοηθήματα, όπως είναι για παράδειγμα οι ειδικές προτυπωμένες φόρμες λογαριασμών ή το καρμπόν, με τη χρήση του οποίου η συμπλήρωση του λογαριασμού για τον πελάτη και το πέρασμα της πληρωμής στο αρχείο ενώνονται σε μία διαδικασία.
Τέτοιες μέθοδοι ανάλυσης της εργασιακής διαδικασίας ανέκαθεν χρησιμοποιούνταν και ακόμη χρησιμοποιούνται σε όλες τις τέχνες και τα επαγγέλματα, συνιστώντας μια πρώτη μορφή του λεπτομερούς καταμερισμού της εργασίας. Ό πω ς είναι άλλωστε εμφανές, αυτές οι μέθοδοι παρουσιάζουν - τουλάχιστον κατά βάση, για να μην πούμε πλήρως - και τα
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τρία πλεονεκτήματα που εντοπίζει ο Adam Smith στον καταμερισμό της εργασίας. Το σχετικό απόσπασμα από τον Πλούτο των Εθνών είναι πασίγνωστο:
Έτσι λοιπόν, ο ίδιος αριθμός ανθρώπων μπορεί να παράγει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας. Αυτή η αύξηση είναι άμεση συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας και μπορεί να αποδοθεί σε τρεις επιμέρους παράγοντες: κατά πρώτον, στην αύξηση της δεξιοτεχνίας του κάθε εργάτη ξεχωριστά- κατά δεύτερον, στην εξοικονόμηση του χρόνου που απαιτείται για τη μετάβαση από το ένα είδος δουλειάς στο άλλο- και τέλος, στην εφεύρεση πληθώρας μηχανών που διευκολύνουν και συντομεύουν την εργασία, καθιστώντας έναν άνθρωπο ικανό να φέρει σε πέρας τη δουλειά πολλών.7
Το παράδειγμα που δίνει ο Smith είναι η κατασκευή πινέζας και η περιγραφή του έχει ως εξής:
Ο πρώτος άνδρας ξετυλίγει το σύρμα, ο δεύτερος το ισιώνει, ο τρίτος το κόβει, ο τέταρτος διαμορφώνει την αιχμή, ο πέμπτος πλανίζει την κορυφή για να μπει το κεφάλι. Η διαμόρφωση του κεφαλιού χρειάζεται από μόνη της δύο με τρεις ξεχωριστές κατεργασίες. Η συναρμογή του στην πινέζα είναι από μόνη της δύσκολη κι απαιτητική δουλειά, το ίδιο και το ξάσπρισμα της πινέζας. Το πακετάρισμα είναι από μόνο του ολόκληρη τέχνη. Και να λοιπόν που η σημαντική δουλειά της κατασκευής της πινέζας χωρίζεται σε κάπου δεκαοκτώ ξεχωριστές εργασίες, οι οποίες μάλιστα σε κάποια εργαστήρια εκτελούνται από διαφορετικά χέρια, αν και σε κάποια άλλα μπορεί να βρούμε τον ίδιο εργάτη να εκτελεί δύο έως τρεις από αυτές.8
Σε αυτό το παράδειγμα, ο καταμερισμός της εργασίας βρίσκεται ένα βήμα μπροστά απ’ ό,τι οτα παραδείγματα του λαμαρινά και του λογιστή. Εδώ, όχι μόνο οι επιμέρους λειτουργίες διαχωρίζονται μεταξύ τους, αλλά καθεμιά από αυτές ανατίθεται σε ξεχωριστό εργάτη. Αυτό που βρίσκεται μπροστά μας δεν είναι πλέον η ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας, αλλά η δημιουργία του κατακερματισμένου εργάτη. Και τα δύο βήματα που πε- ριγράψαμε βασίζονται στην κλίμακα της παραγωγής, καθώς για μικρές κλίμακες αποδεικνύονται ελάχιστα πρακτικά. Επίσης, καθένα από τα βήματα που περιγράψαμε αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση χρόνου εργασίας. Η μεγαλύτερη εξοικονόμηση επιτυγχάνεται με την ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας, αλλά, αναλόγως της φύσης της διαδικασίας, περαιτέρω εξοι
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 93
κονόμηση εργασίας είναι εφικτή με την κατανομή διαφορετικών λειτουργιών σε διαφορετικούς εργάτες*.
Ανεξάρτητα βέβαια από το πόση εργασία εξοικονομείται, ο εργάτης, όσο κι αν αναλύει και διαμερίζει μόνος του την εργασία του, ποτέ δεν θα υπαχθεί οικειοθελώς στον λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας. Εδώ είναι που υπεισέρχεται ο καπιταλιστής και γΓ αυτόν τα πράγματα είναι απλά: αφού τόση δουλειά εξοικονομείται με το πρώτο βήμα - την ανάλυση - και κάτι ακόμη μπορεί να εξοικονομηθεί με το δεύτερο βήμα - τον καταμερισμό της εργασίας μεταξύ διαφορετικών εργατών - γιατί να μην κάνει το δεύτερο βήμα τόσο εύκολα όσο έκανε το πρώτο; Η διαφορά μεταξύ τους, ότι δηλαδή το πρώτο βήμα διασπά τη διαδικασία ενώ το δεύτερο βήμα διαμελίζει και τον εργάτη, δεν σημαίνει τίποτα για τον καπιτα-
' Η διαφορά μεταξύ της ανάλυσης της εργασιακής διαδικασίας και της δημιουργίας του κατακερματισμένου εργάτη, φαίνεται στις παρακάτω γραμμές που κατατέθηκαν στη Βουλή των Κοινοτήτων από τον George Wallis και αφορούν τον Αμερικανό εργάτη του 19ου αιώνα: «... τα παιδιά στην Αμερική μεγαλώνουν γρήγορα και γίνονται ειδικευμένοι τεχνίτες, κι αυτοί με τη σειρά τους, άπαξ και κατακτήσουν ένα τμήμα της τέχνης τους, δεν ησυχάζουν μέχρι να κατακτήσουν και τα υπόλοιπα. Η εκτέλεση μόνο μίας μηχανικής δουλειάς, όσο σωστά και αν γίνεται, δεν ικανοποιεί ούτε το μάστορα ούτε τον εργοδότη του. Οι φιλοδοξίες του μάστορα υπερβαίνουν κατά πολύ την εκτέλεση μιας και μόνο δουλειάς, συνεπώς πρέπει να μάθει τα πάντα. Ο μάστορας μαθαίνει το δεύτερο μέρος της τέχνης του ως ανταμοιβή για την ικανότητα που έχει αναπτύξει με το πρώτο, και ούτω καθεξής μέχρι το τέλος, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει «τέλος» για έναν μάστορα. Η αδιάκοπη δραστηριότητα νου και σώματος, η επιθυμία να βελτιώσει τον τομέα της παραγωγής που του αναλογεί, το παράδειγμα των ιδιοφυών αν- δρών παντού γύρω του, ανθρώπων που έλυσαν οικονομικά και τεχνικά προβλήματα για δικό τους κέρδος και για δική τους ανέλιξη, όλα τους τον ενθαρρύνουν και τον παρακινούν να βαδίσει μπροστά. Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, τουλάχιστον για τις πολιτείες της Νέας Αγγλίας, πως δεν υπάρχει εργαζόμενο παιδί, ακόμη και με- τρίων ικανοτήτων, που να μην έχει στο μυαλό του ιδέες για μηχανικές εφευρέσεις ή για βελτιώσεις της παραγωγής.
(... ) Άλλωστε η γνώση μιας τέχνης, ή ακόμη και αρκετών τεχνών από έναν εργάτη, δεν είναι τόσο μεγάλο εμπόδιο για το συστηματικό καταμερισμό της εργασίας όσο υποθέτουν διάφοροι. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αλλαγή εργοδότη δε γίνεται παρά μόνο μετά από μεγάλα χρονικά διαστήμοττα, ή για να ανακουφιστεί ο εργάτης από τη μονοτονία της συνεχούς εκτέλεσης ενός και μόνο πράγματος.
(...) Παρόλ’ αυτά, υπάρχει ένα μειονέκτημα σε αυτήν την κατά τ’ άλλα επιτυχημένη παράβαση του οικονομικού νόμου του καταμερισμού. Δε θα βρούμε εδώ εκείνη την εκπληκτική ικανότητα του χεριού, εκείνη την εκπληκτική ακρίβεια που πάντοτε παρατη- ρείται στις περιπτώσεις εκείνες που όλη η προσοχή και όλη η ενασχόληση του εργάτη διοχετεύονται σε ένα και μόνο πράγμα- κι αυτό είναι ένα γεγονός που πολλές φορές γίνεται φανερό στα περισσότερα από τ’ αμερικανικά προϊόντα» [New York Industrial Exhibition, Ειδική Αναφορά του George Wallis, στο The American System of Manufacturers, επιμ. Nathan Rosenberg (Εδιμβούργο, 1969), σ. 203 - 204].
94 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λιοτή και μάλιστα τον βολεύει, αφού έχοντας καταστρέφει την τέχνη, μια διαδικασία δηλαδή που βρίσκεται υπό εργατικό έλεγχο, μπορεί έπειτα να την ανασυνθέσει ως μια νέα διαδικασία κάτω από τον δικό του έλεγχο. Μπορεί τώρα να μετρήσει τα κέρδη του σε διπλό ταμπλό- όχι μόνο αυξημένη παραγωγικότητα, αλλά και αυξημένες δυνατότητες ελέγχου απλώνονται μπροστά του, πράγμα αναμενόμενο άλλωστε: στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που για τον εργάτη είναι θανάσιμο πλήγμα, για τον καπιταλιστή είναι συμφέρον*.
Σε αυτό το συμφέρον έρχεται να προστεθεί ακόμη ένας παράγοντας, ο οποίος μάλιστα, αν και ελάχιστα αναφέρεται στα σχετικά οικονομικά συγγράμματα, αποτελεί σίγουρα την πιο ισχυρή αιτία της τεράστιας δημοτικότητας που απολαμβάνει ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ξεκάθαρη και εμ- φατική διατύπωση αυτού του πρόσθετου παράγοντα έπρεπε να περιμένει μισό αιώνα μετά τον Adam Smith και τον Πλούτο τον Εθνών για τον ερχομό του Charles Babbage.
Το βιβλίο του Babbage με τίτλο Περί της οικονομίας των μηχανών και των κατασκευών εκδόθηκε το 1832. Στο δέκατο ένατο κεφάλαιο, με τίτλο «Περί του καταμερισμού της εργασίας», ο Babbage σημειώνει ότι «ο πιο σημαντικός παράγοντας (οικονομίας λόγω καταμερισμού της εργασίας) έχει μέχρι στιγμής περάσει απαρατήρητος». Αφού πρώτα ανακεφαλαιώσει την κλασική επιχειρηματολογία του William Petty, του Adam Smith και των άλλων κλασικών οικονομολόγων, αφού παραθέσει από τον Smith το απόσπασμα περί των «τριών παραγόντων» που παραθέσαμε και εμείς, συνεχίζει λέγοντας ότι:
«Αυτή η μεγάλη εφεύρεση του ανθρώπινου πολιτισμού, ο καταμερισμός της εργασίας, τελευταία μελετάται και τελειοποιείται όλο και περισσότερο- μόνο που της δίνουμε λάθος όνομα. Γιατί στην πράξη, δεν είναι η εργασία που διαιρείται, αλλά οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είναι που διαιρούνται σε τμήματα ανθρώπων, που σπάζουν σε θραύσματα, σε ψίχουλα ζωής, έτσι που το τελευταίο κομματάκι νοημοσύνης που απομένει δεν φτάνει για να φτιαχτεί ούτε μια πινέζα, ούτε ένα καρφί, αλλά εξαντλείται στην άκρη της πινέζας, στο κεφάλι του καρφιού. Βέβαια, είναι καλό πράγμα, είναι αγαθός στόχος και καλή δουλειά να μπορεί κανείς να φτιάξει πολλές πινέζες σε μια μέρα. Αν όμως μπορούσαμε να δούμε με τι άμμο γυαλίζονται οι αιχμές τους! Είναι άμμος από ανθρώπινες ψυχές αυτή, άμμος τόσο λεπτή που θέλει χίλιες φορές μεγέθυνση για να φανεί η ουσία της, κι αν βλέπαμε την ουσία της μπορεί και να νιώθαμε μια κάποια απώλεια παρά τις τόσες πινέζες. Αυτό όλο κι όλο αναφωνεί η γοερή κραυγή που σηκώνεται από τις μεγάλες βιομηχανικές μας πόλεις, πιο δυνατή από το βρόντο του καμινιού: ότι εκεί κατασκευάζουμε τα πάντα, εκτός από ανθρώπους..... Αυτά από τονRuskin. (John Ruskin, The Stones of Venice, μέρος II, κεφάλαιο VI, παρατίθεται σιο Ken Coats, Essays in Industrial Democracy (Λονδίνο, 1971), σ. 44-45].
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ό λοι αυτοί είναι σημαντικοί παράγοντες και ο καθένας έχει τη δική του συνεισφορά στο τελικό αποτέλεσμα. Παρόλ’ αυτά, μου φαίνεται πως κάθε εξήγηση που προσπαθεί να συνάγει τη φτήνια των παραγόμενων προϊόντων από τις αρετές του καταμερισμού της εργασίας παραμένει ατελής, όσο παραβλέπει την παρακάτω αρχή.
'Οτι ο κύριος της παραγωγής διαιρώντας το προς εκτέλεση έργο σε επιμέρους διαδικασίες, καθεμιά από τις οποίες απαιτεί διαφορετικά επίπεδα ικανότητας και δύναμης, είναι πια σε θέση να αγοράσει ακριβώς την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για καθεμιά από αυτές τις επιμέρους διαδικασίες. Αν, αντιθέτως, όλη η δουλειά εκτελούνταν από έναν μόνο εργάτη, αυτός θα έπρε- πε να διαθέτει τόσο τις ικανότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση της πιο δύσκολης, όσο και τη δύναμη που απαιτείται για την εκτέλεση της πιο βαριάς από τις διαδικασίες στις οποίες διαιρείται το έργο.9
Για να θέσουμε κάπως διαφορετικά αυτή την εξαιρετικής σημασίας αρχή: σε μια κοινωνία ηου βασίζεται στψ αγορά και τψ πώληση της εργατικής δύναμης, η διαίρεση της τέχνης υποτιμά τα επιμέρους κομμάτια της. Για να ξεκαθαρίσει αυτό το σημείο ο Babbage μάς δίνει ένα παράδειγμα που προέρχεται, όπως και εκείνο του Smith, από την κατασκευή της πινέζας. Παραθέτει έναν πίνακα στον οποίο η εργασία, που χρησιμοποιούνταν στην εποχή του για την κατασκευή των πινεζών που αποκαλούνταν «εντε- κάρες» («elevens»), κατηγοριοποιείται κατά είδος (δηλαδή φύλο και ηλικία) και κατά αμοιβή10.
Κατεργασία Είδος εργασίας Ημερομίσθιο
Εξέλαση σύρματος Άνδρας 3s. 3d.
Ίσιωμα σύρματος Γυναίκα Is. Od.Κορίτσι Os. 6d.
Διαμόρφωση αιχμής Άνδρας 5s. 3d.
Κατασκευή κεφαλής Αγόρι Os. 4,5d.Άνδρας 5s. 4,5d.
Προσαρμογή κεφαλής Γυναίκα Is. 3d.
96 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ξάσπρισμα ΆνδρσςΓυναίκα
6s. Od.3s. Od.
Πακετάρισμα Γυναίκα Is. 6d.
Ας θεωρήσουμε λοιπόν, όπως προτείνει ο Babbage, ότι ο ελάχιστος μισθός του τεχνίτη που είναι ικανός για την εκτέλεση όλων των διαδικασιών ισουται με το μέγιστο από τους μισθούς του πίνακα. Ας υποθέσουμε επιπλέον ότι, για κάποιο λόγο, χρησιμοποιούνται μόνο τέτοιοι τεχνίτες. Τότε, όπως είναι εμφανές από τον πίνακα, το εργατικό κόστος ολόκληρης της διαδικασίας διπλασιάζεται και με το παραπάνω, ακόμη και αν χρησιμοποιείται ο ίδιος καταμερισμός της εργασίας, ακόμη και αν οι τεχνίτες δουλεύουν με τψ ίδια ταχύτητα που δούλευαν οι κατακερματισμένοι εργάτες .
Ας προσθέσουμε τώρα ένα άλλο μεταγενέστερο παράδειγμα, προερχόμενο από την πρώτη γραμμή συναρμολόγησης της αμερικανικής βιομηχανίας, τη μεταφορική αλυσίδα των σφαγείων (στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για γραμμή αποσυναρμολόγησες). Μαζί με τις υπόλοιπες λεπτομέρειες, ο J. R. Commons συμπεριέλαβε στην περιγραφή του και τους μισθούς των εργατών:
Δύσκολα βρίσκει κανείς άλλη βιομηχανία όπου ο καταμερισμός της εργασίας να έχει εξελιχθεί τόσο ιδιοφυώς, σε τέτοιο μι- κροσκοπικό επίπεδο. Το ζώο επισκοπείται και τα μέρη του ξεχωρίζονται και σημαδεύονται σαν χάρτης. Οι άνδρες με τη σειρά τους είναι χωρισμένοι σε πάνω από τριάντα ειδικότητες με είκοσι διαφορετικούς μισθούς, από 16 έως 50 cents την ώρα. Ο πενηντάρης (άνθρωπος των 50 cents) είναι αυτός που χρησιμοποιεί μαχαίρι στα πιο ευαίσθητα σημεία του δέρματος, και αυτός που με το τσεκούρι ανοίγει στα δυο τη ραχοκοκαλιά· όπου όμως είναι δυνατόν να χωθεί κάποιος λιγότερο ικανός, με 18 cents, 18,5 cents, 20 cents, 21 cents, 22,5 cents, 24 cents, 25 cents και ούτω καθεξής, εκεί δημιουργείται ένα νέο πόστο γι’ αυτόν και μια νέα δουλειά παρεμβάλλεται μεταξύ των προηγούμενων. Μόνο για το τομάρι υπάρχουν εννιά θέσεις με οκτώ διαφορετι-
Αυτή η βασική αρχή δεν διέφυγε απ’ όλους τους οικονομολόγους. Ο Alfred Marshall για παράδειγμα, είδε εδώ «την κατά Babbage βασική αρχή της οικονομικής παραγωγής». Αλλά πάλι, ο Marshall έγραφε τότε που οι οικονομολόγοι ακόμη ενδιαφέ- ρονταν για τον πραγματικό κόσμο [Alfred Marshall, Industry and Trade, (1919- ανατύπωση, Λονδίνο, 1932), σ. 149].
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 97
κούς μισθούς. Ο εικοσάρης κόβει την ουρά, ο εικοσιδιομισάρης κόβει to άλλο κομμάτι που δεν έχει και τόσο καλό δέρμα και πάει λέγοντας, μέχρι που ακόμη και το μαχαίρι του σαραντάρη έχει άλλη υφή στο κόψιμο και άλλη αίσθηση στο χέρι από το μαχαίρι του πενηντάρη.11
Η αρχή του Babbage είναι θεμελιώδης για την εξέλιξη του καταμερισμού της εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Επιπλέον, διαφέρει από τις υπόλοιπες αρχές καθώς δεν εστιάζει στις τεχνικές όψεις του καταμερισμού της εργασίας αλλά στις κοινωνικές του όψεις. Πράγματι, εφόσον η εργασιακή διαδικασία κατακερματίζεται, μπορεί να διαχωριστεί σε στοιχεία, κάποια από τα οποία είναι απλούστερα από τα υπόλοιπα, ενώ όλα τους είναι απλούστερα από το σύνολο. Στη γλώσσα της αγοράς όμως, αυτό σημαίνει ότι η εργατική δύναμη που απαιτείται για την εκτέλεση της διαδικασίας μπορεί να αγοραστεί φτηνότερα ως κατακερματισμένα στοιχεία, παρά ως ολοκληρωμένη ικανότητα ενσωματωμένη στο πρόσωπο ενός και μοναδικού εργάτη. Εφαρμοζόμενη αρχικά στη χειροτεχνική παραγωγή και έπειτα στις μηχανικές τέχνες και τη βιομηχανική παραγωγή, η αρχή του Babbage εξελίσσεται τελικά σε θεμελιώδη δύναμη καθορισμού κάθε μορφής εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία, ανεξάρτητα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της εργασίας, ανεξάρτητα από τη θέση της στην ιεραρχία.
Κατά την καπιταλιστική μυθολογία, η αρχή του Babbage δεν είναι παρά μια προσπάθεια «εξοικονόμησης δυσεύρετων ικανοτήτων» μέσω της ανάθεσης στον κάθε εργάτη εκείνων των καθηκόντων που «μόνο αυτός μπορεί να φέρει σε πέρας» αποφεύγοντας έτσι τη «σπατάλη κοινωνικών πόρων». Σε αυτά τα πλαίσια, η αρχή του Babbage παρουσιάζεται ως απάντηση στην «έλλειψη» ειδικευμένων εργατών ή ανθρώπων με ειδική τεχνική εκπαίδευση, των οποίων ο χρόνος πρέπει βεβαίως να χρησιμοποιείται «αποτελεσματικά» προς όφελος της «κοινωνίας». Όσο όμως κι αν κατά καιρούς η συγκεκριμένη αρχή, καθώς εφαρμόζεται, απαντά στην έλλειψη ειδικευμένης εργασίας - κατά τη διάρκεια πολέμων για παράδειγμα, ή σε περιόδους ραγδαίας αύξησης της παραγωγής - οι δικαιολογίες αυτού του τύπου αποδεικνύονται κατά βάση ψευδείς. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής καταστρέφει συστηματικά τις ικανότητες που διαθέτουν οποιοδήποτε σφαιρικό και συνολικό χαρακτήρα, δημιουργώντας στη θέση τους ικανότητες και επαγγέλματα που ταιριάζουν στις ανάγκες του. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι ότι οι τεχνικές ικανότητες παράγονται και διανέμονται σε αυστηρή αναλογία με τις ειδικές καπιταλιστικές ανάγκες. Και είναι όλα αυτά αναμενόμενα και «λο
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γικά», αφού από αυτό το σημείο κι έπειτα, η διανομή της γνώσης της παραγωγικής διαδικασίας σε όλους τους συμμετέχοντες σε αυτήν δεν είναι απλά «περιττή», αλλά αποτελεί εμπόδιο για τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η ύπαρξη αυτού του εμποδίου εξηγείται εύκολα: Η εργατική δύναμη είναι πλέον εμπόρευμα. Οι χρήσεις της δεν οργανώνονται πια με βάση τις ανάγκες και τις επιθυμίες αυτών που την πουλάνε, αλλά με βάση τις ανάγκες και τις επιθυμίες αυτών που την αγοράζουν, και αυτοί είναι πρώτα και κύρια εργοδότες με στόχο την επέκταση του κεφαλαίου τους. Είναι λοιπόν ειδικό και διαρκές το συμφέρον των αγοραστών να υποτιμάται το εμπόρευμα εργατική δύναμη. Και η πιο κοινή μέθοδος υποτίμησης της εργατικής δύναμης ενσαρκώνεται στην αρχή του Babbage: Σπάστε την εργασία, τεμαχίστε τη στα πιο απλά, στα λεπτότερα στοιχεία της! Έτσι, καθώς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δημιουργεί τον εργαζόμενο πληθυσμό που ταιριάζει στις ανάγκες του, η αρχή του Babbage επιβάλλεται στους καπιταλιστές από αυτό καθαυτό το σχήμα και την υφή της λεγάμενης «αγοράς εργασίας».
Έτσι, κάθε βήμα της εργασιακής διαδικασίας απομακρύνεται, όσο είναι δυνατόν, από οποιαδήποτε ειδική γνώση και εκπαίδευση και μετατρέ- πεται σε απλή εργασία, ενώ ταυτόχρονα οι σχετικά λίγοι φορείς ειδικής γνώσης και εκπαίδευσης που απομένουν απελευθερώνονται, όσο είναι δυνατόν, από οποιαδήποτε απλή εργασία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εργασιακές διαδικασίες αποκτούν μια δομή που στις ακραίες της μορφές δημιουργεί μια ξεκάθαρη πόλωση μεταξύ εκείνων των οποίων ο χρόνος αξίζει τα πάντα και εκείνων των οποίων ο χρόνος δεν αξίζει σχεδόν τίποτα. Αυτή η τάση θα μπορούσε ακόμα και να θεωρηθεί ο γενικός νόμος του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Δεν είναι βέβαια η μόνη δύναμη που διαμορφώνει την οργάνωση της εργασίας, είναι όμως σίγουρα η ισχυρότερη και η πλέον καθολική. Εξάλλου, τα εμφανή της αποτελέσματα σε κάθε τομέα της παραγωγής και σε κάθε επάγγελμα είναι η καλύτερη απόδειξη της ισχύος της. Και είναι εύκολο να δούμε αυτά τα αποτελέσματα, γιατί έχουμε εδώ μια δύναμη που δεν διαμορφώνει μόνο την εργασία, αλλά και τους εργαζόμενους πληθυσμούς, καθώς με τον καιρό δημιουργεί εκείνη τη μάζα απλής εργασίας που σήμερα αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό των πληθυσμών των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Ο ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗ Σ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 99
Βιβλιογραφικές αναφορές τον ονγγραφέα
1. Melville J. Herskovits, Economic Anthropology: A Study in Comparative Economics (2η έκδ., Νέα Υόρκη, 1960), σ. 126.2. Karl Marx, Economic and Philosophic Manuscripts o f 1844, εισαγωγή Dick J. Struik (Νέα Υόρκη, 1964), σ. 113.3. Wilbert E. Moore, “The Attributes of an Industrial O rder” στο Man, Work and Society, επίμ. S. Nosow και W. H. Form (Νέα Υόρκη, 1962), σ. 92-93.4. Emile Durkheim, The division of Labor in Society (Γκλενκό, εικ., 1947), σ. 45.5. Στο ίδιο, σ. 406.6. Μ. C. Kennedy, “The Division of Labor and the Culture of Capitalism: A Critique” (διδακτορική διατριβή, State University of New York at Buffalo, 1968, o. 185-86- διατίθεται σε μορφή μικροφίλμ, Ann Arbor, Μιτσ.).7. Adam Smith, The Wealth o f Nations, (Νέα Υόρκη, 1937), σ. 7.8. Στο ίδιο, σ. 4-5.9. Charles Babbage, On the Economy of Machinery and Manufactures (Λονδίνο, 1832· ανατύπ. Νέα Υόρκη, 1963) σ. 175-176.10. Στο ίδιο, σ. 18411. J. R. Commons, Quarterly Journal o f Economics, τ. XIX, σ. 3, παρατίθεται στο F. W. Taussig, Principles o f Economics (Νέα Υόρκη, 1921), σ. 42.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Detail worker στα αγγλικά: ο εργάτης που υπάγεται στον λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
Οι κλασικοί οικονομολόγοι ήταν οι πρώτοι που προσέγγισαν θεωρητικά τα προβλήματα της οργάνωσης της εργασίας, όπως αυτή διεξάγεται κάτω από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, θ α μπορούσε να πει κανείς πως εκείνοι ήταν οι πρώτοι ειδικοί του μάνατζμεντ, το έργο των οποίων συνεχίστηκε κατά την ύστερη περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης από τον Andrew Ure και τον Charles Babbage. Στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα σε αυτούς τους δεύτερους και στον τελικό σχηματισμό της θεωρίας του μάνατζμεντ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η καπιταλιστική ανάπτυξη προχώρησε με άλματα. Από τη μία η τεράστια επέκταση του μεγέθους των εταιρειών, από την άλλη οι απαρχές της μονοπωλιακής οργάνωσης της βιομηχανίας, και τέλος η εμπρόθετη και συστηματική εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, ήταν οι δυνάμεις που αποτέλεσαν το περιβάλλον και τη γενεσιουργό αιτία του κινήματος του επιστημονικού μάνατζμεντ* °, που εγκαινιάστηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με πρωτεργάτη τον Frederick Winslow Taylor και κατέληξε στην ανάπτυξη του «τεϊλορισμού». Πρέπει βέβαια να τονιστεί από την αρχή ότι ο τεϊλορισμός ήταν τότε και είναι ακόμη ένα κομμάτι της ανάπτυξης των μεθόδων διοίκησης και οργάνωσης της εργασίας και όχι της τεχνολογικής ανάπτυξης, στην οποία δεν έπαιξε παρά ελάσσονα ρόλο*.
* Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, καθώς από εδώ απορρέει η δυνατότητα καθολικής εφαρμογής του τεϊλορισμού στα διάφορα στάδια ανάπτυξης της εργασίας, ανεξαρτήτως του επιπέδου της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται. Το επιστημοντκό
102 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ ήταν μια απόπειρα εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων για την επίλυση των προβλημάτων ελέγχου της εργασίας, τα οποία εμφανίζονταν με όλο και πιο περίπλοκες μορφές στο εσωτερικό των ραγδαία αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, την περίοδο που το «κίνημα» έκανε την εμφάνισή του. Συνεπώς, το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν διαθέτει κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας αληθινής επιστήμης, και αυτό γιατί οι αρχικές του υποθέσεις δεν είναι παρά οι απόψεις του καπιταλιστή σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις. Παρά τους περιστασιακούς ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν έχει τις αφετηρίες του στην ανθρώπινη αντίληψη και τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά στις αντιλήψεις του καπιταλιστή και τις δικές του ανάγκες, τις ανάγκες δηλαδή που συνεπάγεται η διοίκηση μιας διόλου συνεργάσιμης εργατικής δύναμης μέσα σ’ ένα πλαίσιο ανταγωνιστικών παραγωγικών σχέσεων. Το λεγόμενο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν κάνει καμιά προσπάθεια να εντοπίσει τα αίτια αυτής της κατάστασης, αλλά τη δέχεται σαν αδιαμφισβήτητο δεδομένο, σαν «φυσική» συνθήκη. Δεν ερευνά την εργασία γενικώς, αλλά την προσαρμογή της εργασίας στις ανάγκες του κεφαλαίου. Και δεν εισέρχεται στους χώρους εργασίας σαν εκπρόσωπος της επιστήμης, αλλά σαν εκπρόσωπος των αφεντικών της παραγωγής που μεταμφιέστηκε άτσαλα σε επιστήμη φορώντας φύρδην μίγδην ό,τι κουρέλια βρήκε μπρος του.
Παρόλ’ αυτά, μια συνολική και λεπτομερής περιγραφή των τεϊλορικών αρχών είναι απαραίτητη για τη μελέτη μας, όχι τόσο για το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι γνωστές πρακτικές και οι γνωστές επιπτώσεις του τεϊλορισμού - χρονόμετρα, «γκάζωμα»(2), κλπ - αλλά γιατί πίσω από αυτά τα γνωστά δεδομένα βρίσκεται μια ολόκληρη θεωρία η οποία στην ουσία της δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια συνολική διατύπωση των αρχών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Πριν όμως ξεκινήσουμε αυτή την παρουσίαση, απαιτούνται μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις προκειμέ- νου να ξεκαθαριστεί ο ρόλος του Taylor και των συνεχιστών του - δηλαδή της λεγόμενης τεϊλορικής σχολής - στην ανάπτυξη της θεωρίας του μάνατζμεντ.
μάνατζμεντ, μας λέει ο Peter F. Drucker, «δεν ασχολούνταν με την τεχνολογία. Στην ουσία θεωρούσε ότι τα εργαλεία και οι τεχνικές παραμένουν ως έχουν». [Peter F. Drucker, «Work and Tools» στο Technology and Culture, επίμ. Melvin Krantzberg & William Davenport, (Νέα Υόρκη, 1972), σ. 192-193].
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 103
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την τεράστια συνεισφορά του κινήματος του επιστημονικού μάνατζμεντ στη διαμόρφωση της σύγχρονης ανώνυμης εταιρίας<3) αλλά και γενικότερα κάθε καπιταλιστικού θεσμού στα πλαίσια του οποίου διεξάγονται εργασιακές διαδικασίες. Πα- ρόλ’ αυτά, οι λαϊκοί μύθοι μας λένε πως ο τεϊλορισμός «ξεπεράστηκε» από τις σχολές βιομηχανικής ψυχολογίας και ανθρωπίνων σχέσεων(4) που τον διαδέχτηκαν- μας λένε επίσης ότι ο τεϊλορισμός «απέτυχε» λόγω των αφελών αντιλήψεων του Taylor περί ανθρώπινης φύσης και κινήτρων ή λόγω της θύελλας των εργατικών αντιδράσεων ή λόγω του κακού χαρακτήρα του Taylor και των συνεχιστών του που, αντί να ανταγωνίζονται μόνο τους εργάτες κατέληγαν να ανταγωνίζονται και την εκάστοτε διεύθυνση για την οποία δούλευαν- μας λένε τέλος πως ο τεϊλορισμός είναι πια «παρωχημένος», γιατί διάφορες τεϊλορικές ιδέες, όπως η λειτουργική επιστασία ή τα προγράμματα παροχής κινήτρων*5’, εγκαταλείφθηκαν για χάρη πιο εξελιγμένων μεθόδων. Χρήσιμα όλα αυτά, στο βαθμό που γίνονται αντιληπτά σαν αυτό που στην πραγματικότητα είναι: θλιβερές παρερμηνείες έως και εσκεμμένη συσκότιση της πραγματικής δυναμικής που κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη του μάνατζμεντ.
Πράγματι, ενώ το αντικείμενο του Taylor ήταν οι θεμελιώδεις αρχές της οργάνωσης και του ελέγχου της εργασιακής διαδικασίας, οι μετέπειτα σχολές του Hugo Milnsterberg, του Elton Mayo και των συναδέλφων τους ασχολήθηκαν με την προσαρμογή του εργάτη στις ήδη υπάρχουσες εργασιακές διαδικασίες, όπως αυτές σχεδιάζονταν από τον μηχανικό παραγω- γής<6). Ενώ λοιπόν οι διάδοχοι του Taylor βρίσκονται στα γραφεία παραγωγής, σχεδιασμού εργασίας και στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια, οι διάδοχοι των Milnsterberg και Mayo αρκούνται στο τμήμα προσωπικού και σε σχολές βιομηχανικής ψυχολογίας και βιομηχανικής κοινωνιολογί- ας. Ενόσω λοιπόν η εργασία οργανώνεται ακολουθώντας τις τεϊλορικές αρχές, τα τμήματα προσωπικού των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα ασχολούνται με την επιλογή, την εκπαίδευση, το χειρισμό, τον κατευνασμό και την προσαρμογή του «ενεργού ανθρώπινου δυναμικού» (manpower) το οποίο όμως, πέρα από όλα αυτά, προορίζεται να σνμμειάσχει στψ τεύορικη παραγωγική διαδικασία. Ο τε'ϊλο- ρισμός κυριαρχεί στον κόσμο της παραγωγής και οι θεράποντες των «ανθρωπίνων σχέσεων» και της «βιομηχανικής ψυχολογίας» δεν είναι παρά
104 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
οι ομάδες συντήρησης των ανθρωπόμορφων μηχανών που, όλο και περισσότερο, ευδοκιμούν στους εργασιακούς χώρους. Αν λοιπόν ο τεϊλορι- σμός δεν υπάρχει σήμερα ως ξεχωριστή σχολή, αυτό συμβαίνει γιατί, εκτός από την κακή φήμη του ονόματος, ο τεϊλορισμός έχει από καιρό σταματήσει να αποτελεί την προίκα μιας ξεχωριστής κλίκας και οι βασικές του αρχές αποτελούν τα θεμέλια κάθε εργασιακού σχεδιασμού*. Ο Peter F. Drucker, καθοδηγούμενος από την πλούσια πείρα του ως διοικητικού συμβούλου, δίνει έμφαση σε αυτό το σημείο:
Η διοίκηση προσωπικού και οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τα θέματα που έρχονται άμεσα στο προσκήνιο οποτεδήποτε αναφέ- ρεται η διοίκηση εργατών και εργασίας. Είναι οι πρώτες ενασχολήσεις του τμήματος προσωπικού οποιοσδήποτε επιχείρησης. Ό μως, η πραγματική βάση της οργάνωσης και διοίκησης της εργασίας στην αμερικανική βιομηχανία δεν είναι αυτές οι αρχές, αλλά το επιστημονικό μάνατζμεντ. Το επιστημονικό μάνατζμεντ εστιάζει στην εργασία καθεαυτή. Στην καρδιά του βρίσκεται η συστηματική μελέτη της εργασίας, η ανάλυσή της στα απλούστερα στοιχεία της και η συστηματική βελτίωση της ικανότητας του εργάτη στην εκτέλεση καθενός από αυτά τα στοιχεία. Το επιστημονικό μάνατζμεντ διαθέτει εύληπτες βασικές αρχές και εύχρηστα εργαλεία και τεχνικές. Και δεν βρίσκει καμιά δυσκολία στην επίδειξη της συνεισφοράς του- τα αποτελέσματά του είναι ορατά και μετρήσιμα ανά πάσα στιγμή με τη μορφή της αυξημένης παραγωγής.
Πράγματι, το επιστημονικό μάνατζμεντ είναι ό,τι πιο κοντινό διαθέτουμε σε μια πλήρη και συστηματική φιλοσοφία του εργάτη και της εργασίας. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε οτι πρόκειται για την πιο σημαντική συνεισφορά της Αμερικής στη δυτική σκέψη από την εποχή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας.1
Όπως αναφέρει ο George Soule, «(ο τεϊλορισμός) ως διακριτό κίνημα εξαφανίστηκε κατά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του '30, αλλά μέχρι τότε ήταν πλέον ευρύτατα διαδεδομένος στη βιομηχανία, ενώ οι μέθοδοι και η φιλοσοφία του ήταν κοινός τόπος σε πολλές ανώτατες σχολές, τόσο στις πολυτεχνικές όσο και σε αυτές της διοίκησης επιχειρήσεων» [George Soule, Economic Forces in American History (Νέα Υόρκη, 1952), σ. 241]. Με άλλα λόγια, ο τεϊλορισμός είναι πια «ξεπερασμένος» μόνο με την εξής έννοια: ότι κάθε αίρεση που γενικεύεται και γίνεται κοινώς αποδεκτή, παύει να είναι αίρεση.
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 105
Η χρήση πειραματικών μεθόδων στη μελέτη της εργασίας δεν ξεκίνησε με τον Taylor· για να είμαστε ακριβείς, ακόμη και ο μάστορας χρησιμοποιεί τέτοιες μεθόδους πάνω στη δική του εργασία, αυτό άλλωστε είναι ένα από τα συστατικά της τέχνης του. Αλλά η μελέτη της εργασίας από τα αφεντικά της και τους υπαλλήλους τους έγινε επίκαιρη μόνο με την άνοδο του καπιταλισμού, γεγονός αναμενόμενο, αφού πιο πριν κάτι τέτοιο δεν θα είχε παρά ελάχιστη χρησιμότητα. Έτσι λοιπόν, υπάρχουν παλιότερες αναφορές που προσιδιάζουν σε «μελέτη εργασίας» και χρονολογούνται από τις απαρχές του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, μια τέτοια αναφορά μπορεί να εντοπιστεί στην ιστορία της Royal Society of London, κάπου στα μέσα του 17ου αιώνα. Όσον αφορά τους μεταγενέστερους, ήδη έχουμε αναφέρει τους κλασικούς οικονομολόγους, ενώ ο Charles Babbage, συγγραφέας διεισδυτικών μελετών για την οργάνωση της ανθρώπινης εργασίας, εφευρέτης του «καταμερισμού της διανοητικής εργασίας» και σχεδιαστής μιας από τις πρώτες υπολογιστικές μηχανές, είναι πιθανότατα ο πιο άμεσος πρόδρομος του Taylor (ο Taylor πρέπει να είχε υπόψη το έργο του Babbage, αν και ποτέ δεν τον αναφέρει). Η Γαλλία επίσης διαθέτει και αυτή τη δική της μακρόχρονη παράδοση επιστημονικής μελέτης της εργασίας, που ξεκινάει με τον Colbert, υπουργό του Λουδοβίκου 14°°, και συνεχίζεται στο πρόσωπο στρατιωτικών μηχανικών όπως ήταν ο Vauban, ο Belidor και ειδικά ο Coulomb, συγγραφέας κάποιων πασίγνωστων «μελετών της εργασιακής κόπωσης». Η πλούσια γαλλική παράδοση, αφού περάσει από τον Marey που χρησιμοποίησε χάρτινους κυλίνδρους μουτζουρωμένους από καπνιά για την «γραφική αναπαράσταση των εργασιακών φαινομένων», κορυφώνεται στο πρόσωπο του Henri Fayol, ενός σύγχρονου του Taylor. Το βασικό έργο του Fayol είχε τον τίτλο «General and Industrial Management» και έθετε τις «βασικές αρχές για τον καθολικό έλεγχο της επιχείρησης» με εργαλείο τη «συστηματική προσέγγιση του διοικητικού ζητήματος»2. Φτάνοντας πια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα εγχειρίδια οργάνωσης και διοίκησης πολλαπλασιάζονται, η δημόσια συζήτηση ανάβει και οι σχετικές πρακτικές στο εσωτερικό των εργασιακών χώρων εξελίσσονται και εφαρμόζονται όλο και πιο συχνά· υπό το φως αυτών των τάσεων, οι περισσότεροι ιστορικοί του κινήματος του επιστημονικού μάνατζμεντ συμπεραίνουν ότι ο Taylor και η σχολή του δεν ήταν παρά η κορύφωση μιας προϋπάρχουσας τάσης: «Ο Taylor δεν εφηύρε κάτι καινούριο· απλώς συνέθεσε και παρουσίασε ως σχετικά συνεκτικό σύνολο, διάφορες ιδέες και τάσεις που κυοφορούνταν και ισχυρό-
106 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ποιούνταν στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στην ουσία, πήρε ένα σύνολο ασύνδετων πρωτοβουλιών και πειραμάτων, εντόπισε τη συγγένειά τους, υπέδειξε τη φιλοσοφία τους και τους έδωσε ένα όνομα...»3.
Παρόλ’ αυτά, ο Taylor δεν έχει παρά ελάχιστα κοινά με τους ψυχολόγους και τους φυσιολόγους που, πριν ή μετά από αυτόν, προσπάθησαν να συλλέξουν στοιχεία για τις ανθρώπινες ικανότητες κινούμενοι από επιστημονικό ενδιαφέρον. Οι υπολογισμοί, οι απόψεις και τα συμπεράσμα- τά του ήταν από χοντροκομμένα έως παιδαριώδη, και δεν είναι λίγοι αυτοί που, όπως ο Georges Friedmann, εύκολα εντόπισαν κενά, ασάφειες και αναλήθειες στα διάφορα τεϊλορικά «πειράματα» (τα περισσότερα από τα οποία δεν ήταν καν πειράματα, αλλά εξεζητημένες «επιδείξεις» των «καινοφανών» μεθόδων του). Ο Friedmann βέβαια, αντιμετωπίζει τον τεϊ- λορισμό ως «επιστήμη της εργασίας», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για επιστήμη της διοίκησης της εργασίας των άλλων υπό καπιταλιστικές συνθήκες. Ο Taylor δεν αναζητούσε «τον βέλτιστο τρόπο» διεξαγωγής της εργασίας «γενικά», όπως κατά τα φαινόμενα υποθέτει ο Friedmann, αλλά μια λύση σ’ ένα κοινότυπο και πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα: την εξεύρεση της βέλτιστης μεθόδου για τον έλεγχο της αλλοτριωμένης εργασίας - δηλαδή της εργατικής δύναμης που πουλιέται και αγοράζεται4.
Ένα δεύτερο διακριτό χαρακτηριστικό της τεϊλορικής σκέψης βρίσκεται στις αντιλήψεις του Taylor περί ελέγχου. Ο έλεγχος ήταν βέβαια το βασικότερο ενδιαφέρον του μάνατζμεντ καθόλη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του, όμως με τον Taylor η έννοια του ελέγχου πήρε νέες, πρωτοφανείς διαστάσεις. Ας δούμε για παράδειγμα τα διάφορα στάδια ελέγχου της εργασίας από τη διεύθυνση, όπως αυτά εκτυλίχθηκαν πριν από τον Taylor. Εκεί θα βρούμε να συμπεριλαμβάνονται σταδιακά: η συγκέντρωση των εργατών σε συγκεκριμένο χώρο και ο επακριβής καθορισμός της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας· η επίβλεψη των εργατών ώστε να εξασφαλισθεί ο ζήλος, η αδιάκοπη και εντατική εργασία, κλπ· η επιβολή κανόνων που ενισχύουν τη διαρκή και απερίσπαστη εργασία (π.χ. κανόνες που απαγορεύουν το κάπνισμα, τη συνομιλία, την εγκατάλειψη του πόστου, κλπ). Ο εργάτης λοιπόν, οποτεδήποτε υπόκειται σε κάποιον από αυτούς τους κανόνες ή σε κάποια παραλλαγή τους, βρίσκεται ήδη υπό τον έλεγχο της διεύθυνσης. Ο Taylor όμως έδωσε στην έννοια του ελέγχου ένα νέο νόημα, διεκδικώντας για λογαριασμό των αφεντικών της παραγωγής μια καινούρια, αναγκαία και αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση της σω
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 107
στής διοίκησης: τψ υπαγόρευση στον εργάτη του ακριβούς τρόπου εκτέλεσης της εργασίας του. Το δικαίωμα της διεύθυνσης να ελέγχει την εργασία ήταν αποδεκτό και πριν από τον Taylor. Τότε όμως σήμαινε μονάχα το γενικό καθορισμό των κατευθύνσεων της παραγωγής, δίχως σημαντική παρέμβαση στις μεθόδους με τις οποίες ο εργάτης έφερνε σε πέρας αυτή την παραγωγή. Η συνεισφορά του Taylor ήταν η ανατροπή αυτών των πρακτικών και η αντικατάστασή τους από το ακριβές τους αντίθετο. Η διοίκηση, υποστήριξε, θα παραμένει εγχείρημα περιορισμένο και αναποτελεσματικό όσο αφήνεται στον εργάτη και η παραμικρή δυνατότητα γνώμης σχετικά με τους τρόπους εκτέλεσης της εργασίας του. Το περίφημο «τεϊλορικό σύστημα» δεν ήταν παρά ένα σύνολο μεθόδων μέσω των οποίων η διεύθυνση μπορούσε να καθορίσει επακριβώς, όχι πια το είδος, αλλά τον ακριβή τρόπο διεξαγωγής κάθε εργασιακής δραστηριότητας, από την πλέον απλή μέχρι την πλέον σύνθετη. Και όσον αφορά αυτόν τον στόχο, ο Taylor υπήρξε ο πρωτοπόρος μιας σειράς επαναστατικών αλλαγών στον τομέα του καταμερισμού της εργασίας, οι οποίες μάλιστα αποδείχθηκαν οι σημαντικότερες απ’ όλες όσες είχαν επιχειρηθεί ως τότε.
Ο Taylor διαμόρφωσε μια απλή γραμμή σκέψης και την προώθησε με λογική, διαύγεια και ειλικρίνεια - που έφτανε στα όρια της αφέλειας - αλλά και με γνήσιο ιερατικό ζήλο, κατακτώντας γρήγορα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποίμνιο, φτιαγμένο από τα καλύτερα υλικά που μπορεί να βρει κανείς μεταξύ των καπιταλιστών και των υψηλόβαθμων στελεχών τους. Αν και η «ερευνητική» του δουλειά ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1880, οι διαλέξεις, τα άρθρα και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων του ξεκίνησαν κατά τη δεκαετία του 1890. Η εκπαίδευσή του στην επιστήμη του μηχανικού ήταν από περιορισμένη έως ανύπαρκτη, διέθετε όμως εξαιρετική αντίληψη της μηχανουργικής πρακτικής και της κουλτούρας του εργαστηρίου, έχοντας παρακολουθήσει μια τετραετή μαθητεία σε δύο τέχνες ταυτόχρονα (ήταν συγχρόνως καλουπατζής [patternmaker] και μηχανουργός). Η διάδοση της τεϊλορικής προσέγγισης δεν περιορίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αγκάλιασε ταχύτατα όλες τις βιομηχανικές χώρες. Στη Γαλλία, ελλείψει κάποιου όρου αντίστοιχου του «management», πήρε το όνομα «Γ organisation scientifique du travail» (που άλλαξε υπό το βάρος των αντιδράσεων και της δυσφήμη- σης που ακολούθησε σε «Γ organisation rationnelle du travail»17’), ενώ στη Γερμανία αρκέστηκε στο απλό «rationalization» [«εξορθολογισμός», Σ.τ.Μ.] (οι γερμανικές επιχειρήσεις πιθανότατα βρίσκονταν πολύ μπρο
108 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στά απ’ όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά την εφαρμογή των συγκεκριμένων τεχνικών, ακόμη και πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο)5.
Ο Taylor ήταν γόνος μιας εύπορης οικογένειας της Philadelphia. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του στο κολέγιο Exeter για την εισαγωγή του στο Harvard, τα παράτησε ξαφνικά, επαναστατώντας κατά τα φαινόμενα ενάντια στην πατρική εξουσία που προετοίμαζε γι’ αυτόν μια καριέρα στο οικογενειακό επάγγελμα του δικηγόρου. Το επόμενο βήμα του - ένα βήμα εξαιρετικά ασυνήθιστο για οποιονδήποτε της τάξης του - ήταν να προσληφθεί ως μαθητευόμενος τεχνίτης σε μια χαλυβουργία ιδιοκτησίας κάποιων φίλων των γονιών του. 'Οταν ολοκλήρωσε τη μαθητεία του εκεί, έπιασε δουλειά ως απλός εργάτης στη χαλυβουργία Midvale Steel Works, η οποία και πάλι ήταν ιδιοκτησία οικογενειακών φίλων, αλλά ήταν και μια από τις πιο προηγμένες χαλυβουργίες των ΗΠΑ. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, ο Taylor πέρασε τα στάδια του γραφέα και του χειριστή εργαλειομηχανής και πήρε προαγωγή σε αρχιμάστορα*8’ και προϊστάμενο του τμήματος τόρνων της εταιρείας.
Όσον αφορά το ψυχολογικό του προφίλ, ο Taylor αποτελούσε πολύ καλό παράδειγμα αυτού που οι ψυχολόγοι αποκαλούν ψυχαναγκαστική προσωπικότητα: από μικρό παιδί μετρούσε τα βήματά του, χρονομετρούσε τις διάφορες δραστηριότητές του και ανέλυε τις κινήσεις του, πάντα σε αναζήτηση της «αποτελεσματικότητας». Ακόμη και όταν είχε πια καταξιωθεί ως σημαντική προσωπικότητα, εξακολουθούσε να τον περιβάλλει μια αύρα γελοίου και η εμφάνισή του στο εργαστήριο ποτέ δεν έπαψε να προκαλεί θυμηδία. Η εικόνα του, όπως τουλάχιστον αναδύεται από την πρόσφατη σχετική μελέτη του Sudhir Kakar, ήταν τέτοια που άνετα δικαιολογούσε τους χαρακτηρισμούς του «νευρωτικού» και του «σαλεμένου»6, πράγμα λογικό: δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πιο ταιριαστή μορφή για τον προφήτη του σύγχρονου καπιταλιστικού μάνατζμεντ, ενός συστήματος στα πλαίσια του οποίου το παθολογικό με- τατρέπεται σε φυσιολογικό, επιθυμητό και χρήσιμο για τη λειτουργία της κοινωνίας.
Πολύ σύντομα μετά την προαγωγή του σε αρχιμάστορα, ο Taylor ξεκίνησε μια αδυσώπητη μάχη με τους μάστορες που είχε υπό τις διαταγές του. Καθώς η συγκεκριμένη μάχη είναι κλασικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο εκφράζονται οι ανταγωνιστικές σχέσεις της παραγωγής στο χώρο της δουλειάς, όχι μόνο την εποχή του Taylor αλλά και πριν και μετά, και καθώς ο ίδιος ο Taylor ισχυρίζεται πως από αυτή τη μάχη έβγαλε
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 109
σημαντικά συμπεράσματα που καθόρισαν τις μελλοντικές του απόψεις, θα χρειαστεί να παραθέσουμε μια μακροσκελή περιγραφή των γεγονότων από τον ίδιο*. Η αφήγηση που ακολουθεί είναι μία από τις πολλές που άφησε ο Taylor για εκείνη τη μάχη και προέρχεται από κατάθεσή του, ει- κοσιπέντε χρόνια μετά, σε μια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων των Η ΠΑ:
Το λοιπόν, το μηχανουργείο της Midvale Steel Works δούλευε με το κομμάτι. Ό λη η δουλειά ήταν δουλειά με το κομμάτι και δουλεύαμε νύχτα και μέρα - πέντε νύχτες και έξι μέρες την εβδομάδα. Ερχόντουσαν δηλαδή δυο ομάδες εργατών, η μία για να δουλέψει τις μηχανές τη νύχτα, κι η άλλη τη μέρα.
Ό λοι εμείς που δουλεύαμε σ’ αυτό το μηχανουργείο είχαμε συμφωνημένο μεταξύ μας πόσο γρήγορα θα δουλεύαμε. Είχαμε περιορίσει τη δουλειά στο... να σας πω... μπορεί και στο ένα τρίτο αυτών που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Τόσο μας φαινόταν δίκαιο, ας όψεται η πληρωμή με το κομμάτι - κι εννοώ εδώ το πώς η πληρωμή με το κομμάτι οδηγεί τους ανθρώπους στο χα- σομέρι<9), όπως σας ανέλυσα χθες.
Μόλις λοιπόν έγινα αρχιμάστορας, οι άντρες, που τώρα πια ήταν από κάτω μου και ξέρανε πως ήξερα τα πάντα για το χασομέρι ή, για να το πω αλλιώς, για τον εσκεμμένο περιορισμό της
’ Σε αυτό το κεφάλαιο θα παρατεθούν αρκετά εκτενή αποοπάσματα από τα έργα του Taylor, καθότι ο ίδιος ο Taylor είναι ακόμη και σήμερα η πλέον χρήσιμη πηγή για τη μελέτη του επιστημονικού μάνατζμεντ. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της θύελλας αντιδράσεων που ακολούθησε τις αρχικές διατυπώσεις του τεϊλορισμού, ελάχιστοι είχαν την ευκαιρία να θέσουν τα σχετικά ζητήματα με το θράσος και την ευθύτητα του Taylor. Αλλωστε ο ίδιος ήταν, εκτός των άλλων, εξοπλισμένος με μια αφελή πίστη ότι οι απόψεις του ήταν οι πλέον λογικές απόψεις του κόσμου και ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, που να διαφωνήσει με την αδιάσειστη λογική του. Κατά συνέπεια, όλα αυτά που ο Taylor παραδεχόταν ανοικτά, όλα αυτά που ο Taylor διατύπωνε με ειλικρίνεια και ευφράδεια, αποτελούν σήμερα τις πιο ιδιωτικές, τις πιο μύχιες παραδοχές των απανταχού καπιταλιστικών διευθύνσεων. Την ίδια στιγμή βέβαια, οι ακαδημαϊκοί μελετητές του Taylor αποδεικνύονται μάλλον άχρηστοι, αφού είναι στην πλειοψηφία τους προικισμένοι με την εξαίρετη ικανότητα να θολώνουν ανεπανόρθωτα όλα αυτά που στα γραπτά του ίδιου του Taylor παρουσιάζονται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα είναι το βιβλίο του Kakar που αναφέρθηκε ήδη, και αυτό παρά τη συμβατική του παραδοχή ότι -με τους στόχους του Taylor δεν υπάρχει καμιά διαφωνία».
110 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
παραγωγής, έρχονται αμέσως και μου λένε: «Να σου πω Fred, δεν πιστεύουμε να καταντήσεις ρουφιάνος(10) τώρα, ε!»;
Τους λέω κι εγώ τότε ότι «κοιτάξτε να δείτε παιδιά, αν εννοείτε ότι φοβάστε πως θα πάω να βγάλω παραπάνω δουλειά απ’ τους τόρνους», τους λέω, «ε, ναι, πράγματι θα πάω να βγάλω παραπάνω δουλειά απ’ τους τόρνους». Και μετά τους λέω ότι «το θυμάστε παιδιά ότι ως τώρα ήμουν σπαθί μαζί σας και δούλευα μαζί σας μια χαρά, και δεν έχω σπάσει ούτε μια φορά την ταρί- φα, γιατί ήμασταν όλοι μας απ’ την ίδια μεριά. Τώρα όμως, δέχτηκα να δουλέψω για τη διεύθυνση της εταιρείας και πήγα απ’ την άλλη μεριά, και σας το λέω καθαρά και ξάστερα ότι θα κοιτάξω να βγάζουν παραπάνω δουλειά οι τόρνοι». Κι αυτοί τότε μου λένε «δηλαδή θα γίνεις ρουφιάνος».
Τους λέω τότε ότι «κοιτάξτε να δείτε παιδιά, άμα έτσι θέλετε να το λέτε, εντάξει», κι αυτοί μου λένε ότι «άκου να δεις Fred, άμα πας ν’ αλλάξεις τους ρυθμούς, σ’ έξι βδομάδες θα ‘χεις φύγει από δω μέσα με τις κλωτσιές και δε θα ‘σαι με καμιά μεριά, ούτε με τη μια ούτε με την άλλη». Και τους λέω κι εγώ ότι «δεν πειράζει παιδιά, εγώ σας το ξαναλέω στα ίσια: εγώ θα πάω να βγάλω παραπάνω δουλειά απ’ τις μηχανές».
Έτσι το λοιπόν ξεκίνησε μια μάχη που βάστηξε κοντά τρία χρόνια - τόσο το θυμάμαι, δυο-τρία χρόνια - όπου εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για ν’ αυξήσω την παραγωγή του μηχανουργείου, κι οι άλλοι το ‘χαν πάρει απόφαση να μην αυξηθεί η παραγωγή ούτ’ ένα κομμάτι. Ό ποιος έχει περάσει τέτοια μάχη, θυμάται την κακία και την πικρία που σου βγάζει για πολύ καιρό μετά και τρέμει το φυλλοκάρδι του, κι εμένα μου φαίνεται πως, αν ήμουν πιο γέρος, αν είχα δηλαδή λίγο παραπάνω πείρα, αποκλείεται να ‘χα μπλέξει σε τέτοιο καβγά, να παλεύω δηλαδή να βάλω τους άντρες να κάνουν κάτι που δεν ήθελαν με τίποτα να κάνουν.
Παλέψαμε λοιπόν, εμείς απ’ τη μεριά της διεύθυνσης με όλες τις γνωστές μεθόδους, κι οι εργάτες απ’ τη δική τους τη μεριά, και αυτοί με όλες τις γνωστές μεθόδους. Εγώ ξεκίνησα πηγαίνοντας στους διευθυντές, πριν ακόμα με κάνουνε αρχιτεχνίτη, και λέγοντάς τους στα ίσια όλ’ αυτά που θα γινόντουσαν. Πάω και τους λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, οι εργάτες θα σας αποδείξουν, και θα σας το αποδείξουν καθαρά και ξάστερα, ότι πρώτον δεν ξέρω
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 111
γρι απ’ τη δουλειά μου, κι ότι δεύτερον είμαι ψεύτης και οας κοροϊδεύω, και θα οας φέρουν ένα σωρό αποδείξεις που θα τ’ απο- δεικνύουν και τα δύο αυτά πέραν πάσης αμφιβολίας». Και λέω στους διευθυντές ότι «εγώ ένα πράγμα θέλω από σας, αλλά αυτό πρέπει να μου το υποσχεθείτε: ότι άμα λέω ένα πράμα εμένα θα πιστεύετε, και ότι ο δικός μου ο λόγος θα μετράει παραπάνω απ’ το λόγο και είκοσι και πενήντα αντρών του μηχανουργείου». Και τους λέω κι ότι «άμα δεν το κάνετε αυτό, εγώ δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για ν’ αυξηθεί η παραγωγή του μηχανουργείου». Αυτοί λοιπόν συμφώνησαν και την κράτησαν τη συμφωνία, παρόλο που από τότε πολλές φορές παρά τρίχα να το πιστέψουν ότι και ανίκανος ήμουνα και ψεύτης.
Μου φαίνεται τώρα πως το πιο σωστό είναι να σας πω για τους τρόπους διεξαγωγής της μάχης.
Εγώ φυσικά ξεκίνησα βάζοντας έναν απ’ αυτούς να βγάλει περισσότερη δουλειά από πριν, κι έκατσα εγώ στον τόρνο και του έδειξα πώς γίνεται. Παρόλ’ αυτά, αυτός συνέχισε κι έβγαζε την ίδια ακριβώς παραγωγή με πριν, και αρνιόταν να υιοθετήσει καλύτερες μεθόδους και να δουλέψει πιο σβέλτα, ώσπου στο τέλος τον έδιωξα και πήρα άλλον στη θέση του. Ο καινούριος όμως - και δεν τον κατηγορώ καθόλου έτσι που ‘τανε τα πράγματα - αμέσως μου τα γύρισε και πήγε με τους άλλους και αρνιόταν να βγάλει παραπάνω δουλειά. Αφού λοιπόν το δοκίμασα όλο αυτό για κάμποσο καιρό και δεν είδα φως, πιάνω τα παιδιά και τους λέω: «Λοιπόν, εγώ είμαι μηχανικός και είμαι και μηχανουργός. Το επόμενο βήμα δεν θέλω να το κάνω, γιατί θα είναι ενάντια και στο δικό μου και στο δικό σας συμφέρον σαν μηχανουργοί, αλλά άμα δεν συμβιβαστείτε και δεν μου βγάλετε παραπάνω δουλειά απ’ τους τόρνους, θα το κάνω. Να ξέρετε όμως ότι, άπαξ και το κάνω το βήμα, μετά τα πράγματα θα αγριέψουν όσο δεν πάει άλλο». Και το ‘κανα.
Πήγα και βρήκα κάτι πολύ έξυπνους εργάτες, ικανούς ανθρώπους που όμως δεν είχαν μπορέσει να μάθουν μια τέχνη, και τους έμαθα ο ίδιος πώς να δουλεύουν τον τόρνο, και πώς να τον δουλεύουν σωστά και γρήγορα. Τους είχα βάλει όλους, έναν προς έναν, να μου υποσχεθούν ότι «άμα μου μάθεις την τέχνη του μηχανουργού, όταν μάθω να δουλεύω τον τόρνο θα σου βγά
112 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ζω τη σωστή δουλειά μιας μέρας*Π)», κι όλοι τους, ένας προς ένας, μόλις τους μάθαινα την τέχνη, μου τα γυρίζανε και πηγαίνανε με τους άλλους και δε βγάζανε ούτε κομμάτι παραπάνω.
Ένιωθα σα να χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο και, για να λέμε την αλήθεια, αυτό ακριβώς έκανα για πολύ καιρό. Και δεν κρατούσα καμιά κακία στα παιδιά, αλήθεια σας το λέω, και αν θέλετε να ξέρετε τους συμπονούσα κιόλας, αλλά - τι να κάνουμε - αυτά που σας λέω τώρα είναι η αλήθεια για το πώς ακριβώς είχαν - κι ακόμα έχουν - τα πράγματα στα μηχανουργεία αυτής της χώρας.
'Chav λοιπόν εκπαίδευσα αρκετούς εργάτες ώστε να μπορούν να δουλέψουν όλους τους τόρνους, τους πιάνω και τους λέω: «Κοιτάχτε να δείτε, εσείς που μάθατε την τέχνη από μένα είστε σε τελείως διαφορετική θέση απ’ τους μηχανουργούς που δούλευαν αυτούς τους τόρνους πριν από σας. Όλοι σας, ένας προς ένας, συμφωνήσατε να κάνετε κάτι για μένα άμα σας μάθαινα την τέχνη, και τώρα ούτε ένας δεν κρατάει το λόγο του. Εγώ δεν πάτησα το λόγο που σας έδωσα, αλλά δεν υπάρχει ένας από σας που να μην πάτησε το λόγο που μου έδωσε. Δεν θα σας δείξω λοιπόν κανένα έλεος και δε θα διστάσω διόλου να σας συμπερι- φερθώ τελείως αλλιώς απ’ ό,τι στους μηχανουργούς». Και τους λέω ότι *το ξέρω πως έξω απ’ το εργοστάσιο δέχεστε τεράστια κοινωνική πίεση για να μην κρατήσετε τη συμφωνία μας, και το ξέρω πως δυσκολεύεστε να πάτε κόντρα σ’ αυτή την πίεση, αλλά άμα δε θέλατε να κρατήσετε τη συμφωνία μας, δεν έπρεπε να 'χατε κάνει τη συμφωνία απ’ την αρχή. Από αύριο λοιπόν σας κόβω την αμοιβή στα δύο και από δω και πέρα θα δουλεύετε με τη μισή τιμή. θυμηθείτε όμως ότι το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να μου βγάλετε τη σωστή δουλειά μιας μέρας και θα βγάζετε παραπάνω λεφτά απ’ όσα βγάζατε πριν».
Αυτοί φυσικά πήγανε στη διεύθυνση, και διαμαρτυρηθήκανε ότι ήμουνα λέει τύραννος και δουλέμπορος κι ότι έτσι δε φέρο- νται ούτε στους αραπάδες, και για πολύ καιρό μετά κάθονταν στο πλευρό των υπόλοιπων του μηχανουργείου και δε σήκωναν την παραγωγή ούτε ένα κομμάτι. Τελικά, εντελώς ξαφνικά υποχώρησαν κι άρχισαν να βγάζουν τη σωστή δουλειά της ημέρας.
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 113
Κύριοι, θέλω σ’ αιπό το αημείο να εηιστήσω την προσοχή σας στην πικρία που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, προτού οι άνδρες τελικά ενδώσουν, να σας δώσω να καταλάβετε τον λυσσαλέο, τον αδυσώπητο χαρακτήρα της, ώστε να πάρετε μια ιδέα των αξιοθρήνητων συνθηκών που επικρατούν υπό το παλιό σύστημα της δουλειάς με το κομμάτι και να καταλάβετε πού οδηγεί αυτό το σύστημα. Από τη δική μου τη μεριά πάντως, ακόμη και σ’ αυτή τη σκληρή διαμάχη, και αφού βέβαια το αίμα μου σταμάτησε να βράζει όπως έβραζε μπροστά στη λυσσασμένη αντίσταση που συναντούσα, δεν κράτησα καμιά κακία σε κανέναν απ’ τους άντρες. Όλος μου ο θυμός κατευθύν- θηκε προς το σύστημα κι όχι προς τους ανθρώπους. Πράγματι, στην ουσία όλοι αυτοί οι άντρες ήταν φίλοι μου, και πολλοί απ’ αυτούς ακόμα είναι*.
Εν πάση περιπτώσει, μόλις άρχισα να έχω κάποια επιτυχία με το σχέδιό μου, οι άντρες έπαιξαν το τελευταίο τους χαρτί, αυτό που μέχρι τότε κέρδιζε. Εγώ απ’ τη μεριά μου το περίμενα και το είχα προβλέψει και μπροστά στους ιδιοκτήτες της εταιρείας, που τους είχα προειδοποιήσει ότι, άμα αρχίσουμε να κερδίζουμε, τότε είναι που πρέπει να μου σταθούν, ώστε να ‘χω την υποστήριξη της εταιρείας στα τελευταία μου βήματα και να τους τη φέρω μια και καλή. Να λοιπόν τι έγινε: κάθε φορά που πέρναγα το όριο, κάθε φορά που ανάγκαζα κάποιον απ’ τους καινούριους που είχα εκπαιδεύσει να παράγει όπως του είχα μάθει, δηλαδή σε μια λογική και σωστή ταχύτητα, ένας μηχανουργός έσπαζε επίτηδες ένα κομμάτι της μηχανής του, για να δείξει στη διεύθυνση ότι ο τρελοεπιστάτης ανάγκαζε τους άνδρες να υπερφορτώσουν τις μηχανές τους μέχρι να σπάσουν. Σχεδόν κάθε μέρα συ- νέβαινε κι από ένα πανέξυπνο ατύχημα, καθένα και σε διαφορετικό τμήμα του μηχανουργείου, και για όλα τους έφταιγε φυσικά ο ηλίθιος επιστάτης που έβαζε ανθρώπους και μηχανές να δουλεύουν πέρα από τα φυσικά τους όρια.
Προφανώς πρόκειται για εντελώς ψευδή δήλωση. Πάντως, αυτό το είδος μυθομανίας ήταν χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ατόμου. Πρόκειται, κατά τον Kakar, για «χαρακτηριστικό της ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας·.
114 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ευτυχώς για μένα είχα από τα πριν προειδοποιήσει τη διεύθυνση για το τι θα συνέβαινε, κι έτσι οι ιδιοκτήτες στάθηκαν στο πλάι μου με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα. 'Οταν λοιπόν οι άντρες άρχισαν να σπάνε τις μηχανές τους, τους μάζεψα και τους είπα: «Καλά λοιπόν, από δω και πέρα για κάθε ατύχημα που συμβαίνει στο μηχανουργείο, για κάθε μηχάνημα που σπάτε, θα πληρώνετε ένα μέρος του κόστους επισκευής ή θα σας διώχνω. Δεν πα να πέσει η στέγη και να σας σπάσει τη μηχανή, εσείς θα την πληρώσετε». Μετά απ’ αυτό, κάθε φορά που κάποιος από τους άντρες έσπαζε κάτι, του ‘ριχνα πρόστιμο κι έδινα τα λεφτά στο ταμείο αλληλοβοήθειας, ώστε να ξαναγυρίσουν τελικά πίσω στους άνδρες. Αλλά τα πρόστιμα πέφτανε, ό,τι και να γινότανε, επί δικαίων και αδίκων. Και όλ’ αυτά ενώ κάθε φορά, για κάθε ατύχημα χωρίς καμιά εξαίρεση, οι άντρες μπορούσαν να αποδείξουν ότι δεν έφταιγαν αυτοί και ότι ήταν απολύτως αδύνατο να μη σπάσουν τη μηχανή τους με τις ταχύτητες που δούλευαν. Τελικά, μετά απ’ όλ’ αυτά, όταν κατάλαβαν πως ούτε η καινούρια τακτική επηρέαζε τις απόψεις της διεύθυνσης για το άτομό μου, όταν πια σιχάθηκαν να τρώνε πρόστιμα, η αντίστασή τους έσπασε και υποσχέθηκαν να βγάζουν τη σωστή δουλειά μιας μέρας.
Μετά απ’ όλ’ αυτά πάλι φίλοι ήμασταν, αλλά χρειάστηκαν τρία χρόνια σκληρού αγώνα για να το καταφέρουμε.7
Το ενδιαφέρον των δύο πλευρών περιστρέφεται εδώ γύρω από την ακριβή ποσότητα εργασίας που περιέχεται σε μια ημέρα χρήσης της εργατικής δύναμης, ένα ζήτημα που ο Taylor προσδιόριζε σαν «η σωστή δουλειά μιας μέρας». Σε αυτόν τον όρο έδινε τον εξής χοντροκομμένο και κατά κάποιο τρόπο ανθρωπολογικό ορισμό: όλη η εργασία που μπορεί να δώσει ο εργάτης σε μια μέρα, δίχως να βλάψει την υγεία του και με έναν ρυθμό που να μπορεί να διατηρηθεί για όλη τη διάρκεια της εργάσιμης ζωής του. (Στην πράξη βέβαια, τα επίπεδα δραστηριότητας που πρότεινε ο Taylor έτειναν σε ρυθμούς που δεν μπορούσαν να διατηρηθούν παρά από ελάχιστους και μόνο κάτω από μεγάλη πίεση). Το γιατί βέβαια η «σωστή δουλειά μιας μέρας» έπρεπε να οριστεί ως ένα ανθρωπολογικά και φυσιο-λογικά καθορισμένο μέγιστο, είναι κάτι που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε. Προσπαθώντας πάντως να δώσουμε ένα κάποιο συγκεκριμένο
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 115
νόημα στο αφηρημένο επίθετο «σωστή», θα μπορούσαμε εξίσου λογικά - ή μάλλον πιο λογικά - να ορίσουμε ως «σωστή» ποσότητα εργασίας, εκείνη την ποσότητα εργασίας που πρέπει να πραγματοποιήσει ο εργάτης ώστε να προσθέσει στο προϊόν αξία ίση με το ημερομίσθιό του. Τότε βέβαια, δεν θα υπήρχε κανένα κέρδος για τον καπιταλιστή. Αρα λοιπόν, η φράση «η σωστή δουλειά μιας μέρας» πρέπει να αντιμετωπίζεται καταρ- χήν σαν μια φράση δίχως κανένα νόημα, σαν μια φράση α-νόητη, και εντέλει σαν μια φράση της οποίας το νόημα καθορίζεται από τη μάχη των δύο αντιπάλων που απαρτίζουν τη σχέση αγοραπωλησίας της εργασίας.
Έχοντας αυτά υπόψη, μπορούμε να πούμε ότι ο Taylor έβαλε σαν στόχο την εξαγωγή του μέγιστου - ή, με τα δικά του λόγια, του «βέλτιστου» - ποσού εργασίας που θα μπορούσε να προκύψει από την αγορά εργατικής δύναμης για μια μέρα. «Από τη μεριά των αντρών», έγραφε στο πρώτο του βιβλίο, «το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επίτευξη αυτού του στόχου είναι ο αργός ρυθμός που υιοθετούν, το σκότωμα του χρόνου, το χασομέρι, το “σημειωτόν”, η “λούφα”(Ι2), όπως τα λένε οι ίδιοι». Όλες οι μετέπειτα περιγραφές του συστήματός του, ξεκινούν με το μονότονο εμ- φατικό τονισμό του ίδιου θέματος8. Τα αίτια του «χασομεριού», σύμφωνα με τον Taylor, είναι δύο ειδών: «Η λούφα στη δουλειά, ή αλλιώς το χασομέρι, πηγάζει από δύο ξεχωριστές αιτίες και είναι δύο ειδών. Κατά πρώτον έχουμε το χασομέρι που πηγάζει από τη φυσική τάση των ανδρών να αποφεύγουν την πίεση, να “το πηγαίνουν με το μαλακό”· μπορούμε να α- ποκαλέσουμε αυτό το είδος χασομεριού φυσικό χασομέρι. Κατά δεύτερον, έχουμε το χασομέρι που πηγάζει από πιο βαθιές σκέψεις και συλλογισμούς, που γεννιούνται συνήθως από τις σχέσεις με άλλους άντρες· μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτό το είδος χασομεριού συστηματικό χασομέρι». Έπειτα, το πρώτο είδος παραπέμπεται άμεσα στις καλένδες και όλη η προσοχή του Taylor συγκεντρώνεται στο δεύτερο:
Η φυσική τεμπελιά των αντρών είναι βέβαια σημαντικό ζήτημα, αλλά το μεγαλύτερο κακό απ’ όσα μαστίζουν σήμερα εργοδότες κι εργαζόμενους είναι το συστηματικό χασομέρι, φαινόμενο σχεδόν καθολικό, το οποίο μάλιστα παρατηρείται στα πλαίσια οποιουδήποτε από τα σύγχρονα διοικητικά μοντέλα. Το συστηματικό χασομέρι είναι αποτέλεσμα της προσεκτικής μελέτης και αναζήτησης από τη μεριά των εργατών, εκείνων των τρόπων ερ-
116 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γασίσς με τους οποίους θα προωθήσουν <5,τι αντιλαμβάνονται ως συμφέρον τους.
Το μεγαλύτερο μέρος του συστηματικού χασομεριού... είναι η συστηματική προσπάθεια των άντρων να αποκρύψουν από τους εργοδότες το πόσο γρήγορα μπορεί να διεξαχθεί η εργασία τους.
Τόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική, που μπορούμε να ισχυριστούμε με ασφάλεια ότι δεν υπάρχει ειδικευμένος εργάτης σε μεγάλη εταιρεία που να μην αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου του στην επακριβή μελέτη του πόσο αργά μπορεί να δουλέψει, πείθοντας ταυτόχρονα τον εργοδότη του ότι ο ρυθμός του είναι επαρκής. Αυτό δε, συμβαίνει οποιαδήπστε μέθοδος αμοιβής και αν χρησιμοποιείται, είτε πρόκειται για ημερομίσθιους, είτε για εργαζόμενους με το κομμάτι, είτε για αμειβόμενους με εργολαβίες.
Η βασική αιτία του γεγονότος βρίσκεται στο ότι όλοι οι εργοδότες διαμορφώνουν τους μισθούς έχοντας κατά νου, για κάθε κατηγορία εργαζομένων, ένα σταθερό μέγιστο ποσό το οποίο θεωρούν δίκαιη αμοιβή, γεγονός που και πάλι χαρακτηρίζει όλες τις μεθόδους αμοιβών.9
Ο Taylor είχε λοιπόν υπόψη ένα βασικό γεγονός, ότι δηλαδή η αμοιβή της εργασίας είναι ένα κοινωνικά προσδιορισμένο ποσό, το οποίο μάλιστα είναι σχετικά ανεξάρτητο της παραγωγικότητας για εργοδότες που απασχολούν παρόμοια είδη εργασίας σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως είναι γνωστό, οι εργάτες που διπλασιάζουν ή τριπλασιάζουν την παραγωγή τους, δεν παίρνουν τα διπλά ή τα τριπλά λεφτά, αλλά απλώς μια μικρή αύξηση έναντι των μισθών των υπολοίπων, η οποία μάλιστα εξαφανίζεται καθώς ο νέος ρυθμός παραγωγής γενικεύεται. Έτσι, ο ανταγωνισμός σχετικά με το ποσοστό της εργατικής δύναμης που θα ενσωματωθεί στο τελικό προϊόν κατά τη διάρκεια μιας εργάσιμης ημέρας παραμένει σχετικά ανεξάρτητος από το επίπεδο αμοιβών, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται κατά κύριο λόγο από κοινωνικούς, εμπορικούς και ιστορικούς παράγοντες. Πρόκειται για ένα γεγονός που ο εργάτης το αντιλαμβάνεται αργά ή γρήγορα εκ πείρας, και αυτό συμβαίνει είτε δουλεύει με ημερομίσθιο είτε με το κομμάτι. Πάντως, όπως λέει και ο Taylor, «η τέχνη του συστηματικού χασομεριού φτάνει στα υψηλότερα
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 117
επίπεδα εξάσκησης μέσα στο εύφορο πεδίο της δουλειάς με το κομμάτι. Εκεί, αφού ο εργάτης έχει δει δύο και τρεις φορές την αμοιβή που παίρνει για κάθε κομμάτι να μειώνεται μόνο και μόνο επειδή δούλεψε παραπάνω για να αυξήσει την παραγωγή, το πιο πιθανό είναι να πάψει εντελώς να κατανοεί και τη μεριά του εργοδότη του και να αποφασίσει να μην επιτρέψει ποτέ ξανά μείωση του μισθού του, ειδικά εφόσον η πρακτική του χασομεριού το επιτρέπει»10. Σε αυτό το επιχείρημα πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμη κι εκεί που κάποιο σύστημα - από τα λεγόμενα «παροχής κινήτρων» - επιτρέπει στον εργάτη που δουλεύει πιο γρήγορα να αυξήσει το μισθό του, το πρόβλημα απλώς οξύνεται, αφού και πάλι ο καθορισμός και η αναθεώρηση των μισθών και των bonus συναρτάται από τις καταγραμμένες μεταβολές του όγκου παραγωγής.
Ο Taylor πάντα πίστευε πως οι εργάτες που συμπεριφέρονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπεριφέρονταν λογικά και σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Ό πω ς ισχυρίστηκε σε μια άλλη περιγραφή της «μάχης του Midvale», δεν έπαψε ν’ αναγνωρίζει τις εύλογες βάσεις της εργατικής συμπεριφοράς, ακόμη και εν μέσω της αντιπαράθεσης: «Συνεχώς τον έπιαναν [τον Taylor] οι φίλοι του οι εργάτες και τον ρωτούσαν φιλικά αν το συμφέρον τους ήταν να βγάλουν περισσότερη δουλειά. Κι εκείνος, σαν ειλικρινής και καθώς πρέπει άνθρωπος που ήταν, τους έλεγε πως, αν ήταν στη θέση τους θα πάλευε όπως κι αυτοί να μην βγάλει περισσότερη δουλειά, κι αυτό γιατί με το σύστημα της δουλειάς με το κομμάτι θα κατέληγαν να δουλεύουν σκληρότερα ενώ οι μισθοί τους θα παρέμεναν ίδιοι»*11.
" 'Οσον αφορά αυτό το σημείο, οι κατοπινοί βιομηχανικοί κοινωνιολόγοι βρίσκονται πολύ πίσω από την τεϊλορική αντίληψη των πραγμάτων. Αντί να αντιμετωπίσουν το σκληρό γεγονός της ύπαρξης αντιτιθέμενων συμφερόντων στους εργασιακούς χώρους, προτιμούν να χαρακτηρίζουν την άρνηση των εργατών να δουλέψουν περισσότερο - ειδικά στις δουλειές με το κομμάτι - «ιρασιοναλισμό» και «ανττοικονομική συμπεριφορά», οε αντίθεση βέβαια με τη στάση της διεύθυνσης που είναι πάντα η πεμπτουσία του ρασιοναλισμού. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι στα πειράματα του εργοστασίου Hawthorne της General Electric, απ' όπου ξεπήδησε η σχολή των «ανθρωπίνων σχέσεων», «ο πιο αργός εργάτης μετρήθηκε πρώτος σε νοημοσύνη και τρίτος οε επιδεξιό- τητα- ο πιο γρήγορος κατετάγη έβδομος σε επιδεξιότητα και τελευταίος σε νοημοσύνη» [Elton Mayo, The Social Problems of an Industrial Civilization (Βοστώνη, 1945), σ. 42].
Υπάρχει βέβαια ένας τουλάχιστον οικονομολόγος, ο William Μ. Leiserson, που αναγνωρίζει τη λογική της εργατικής συμπεριφοράς: «...οι ίδιοι παράγοντες που οδηγούν τους επιχειρηματίες να περιορίζουν την παραγωγή όταν πέφτουν οι τιμές και να μειώνουν τους μισθούς όταν αυξάνει η παραγωγικότητα της εργασίας, οδηγούν τους εργάτες στον περιορισμό της παραγωγής και στη μείωση της παραγωγικότητας όταν οι μι-
118 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο Taylor λοιπόν έλαβε το βάπτισμα του πυρός «στη μάχη του Midvale» και αποκόμισε χρήσιμα συμπεράσματα: ο έλεγχος και η πειθάρχηση των εργατών θα παραμένουν ανεπαρκείς όσο γίνονται στη βάση γενικών διαταγών και κατευθύνσεων, και αυτό γιατί οι εργάτες θα συνεχίζουν να ελέγχουν τις ακριβείς μεθόδους διεξαγωγής της εργασίας. Και όσο οι εργάτες ελέγχουν την εργασιακή διαδικασία, θα είναι σε θέση να αποτρέπουν οποιαδήποτε προσπάθεια αποσκοπεί στην πλήρη εκμετάλλευση του δυναμικού που εμπεριέχεται στην εργατική τους δύναμη. Προκει- μένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση, ο έλεγχος της εργασιακής διαδικασίας πρέπει να περάσει στα χέρια της διεύθυνσης, όχι απλώς με την τυπική έννοια, αλλά με τον έλεγχο και τον ακριβή καθορισμό κάθε βήματος της εργασιακής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου εκτέλεσής της. Τέλος, δεν υπάρχουν όρια στον κόπο και το κόστος που μπορεί να καταβάλλει κανείς για την επίτευξη αυτού του στόχου: τα αποτελέσματα θα ανταμείψουν με το παραπάνω κάθε προσπάθεια που γίνεται, κάθε δολάριο που ξοδεύεται και κάθε δράμι φαιάς ουσίας που σπαταλιέται σε αυτό το απαιτητικό και επίπονο εγχείρημα’.
σθοί αυξάνουν... Αν λοιπόν οι εργάτες σκέφτονται λάθος, τότε τόσο τα οικονομικά των επιχειρήσεων, όπως διδάσκονται σήμερα, όσο και οι επιχειρηματικές πρακτικές, όπως ασκούνται στο εσωτερικό της σύγχρονης βιομηχανίας, είναι επίσης λαθεμένα» [William Μ. Leiserson, «The Economics of Restriction of Output», παρατίθεται στο Loren Baritz, The Servants of Power, (Νέα Υόρκη, 1965), σ. 100]. Οι ερευνητές της Hawthorne πίστευαν - και οι συνάδελφοί τους το πιστεύουν ακόμη - άτι οι εργάτες της Western Electric ήταν «ιρασιοναλιστές» ή ότι υποκινούνταν από «ομαδικούς^ «κοινωνικούς» ή «συναισθηματικούς» παράγοντες περιορισμού της παραγωγής. Παρόλ’ αυτά, τα πειράματα του εργοστασίου Hawthorne έλαβαν τέλος κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του 1930, όταν όλοι οι ερευνητές απολύθηκαν μετ’ επαίνων, μαζί με όλους τους υπόλοιπους που απέλυσε η General Electric. Να λοιπόν που αποδεικνύεται πόσο ορθολογικοί ήταν οι φόβοι των συγκεκριμένων εργατών...
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σχετικές έρευνες έγινε κατά τη δεκαετία του 1940 από έναν κοινωνιολόγο του πανεπιστημίου του Σικάγου που έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο. Ο κοινωνιολόγος μελέτησε συστηματικά ογδόντα τέσσερις εργάτες και βρήκε ανά- μεσά τους μόνο εννέα «γρήγορους» [rate busters] οι οποίοι ήταν «κοινωνικά απόβλητοι», όχι μόνο εντός αλλά και εκτός του εργοστασίου. Οι οκτώ από τους εννιά ψήφιζαν ρεπουμπλικάνους, εκεί που το ποσοστό των δημοκρατικών στο εργοστάσιο έφτανε στο 70%, και όλοι τους ήταν μικροαστικής ή αγροτικής καταγωγής, εκεί που η πλειοψηφία των εργατών του εργοστασίου προερχόταν από οικογένειες της εργατικής τάξης [William F. Whyte, Men at Work (Χόουμγουντ, εικ., 1961), σ. 98-121. Δες επίσης του ίδιου, Money and Motivation (Νέα Υόρκη, 1955), σ. 39-49].
’ Είναι προφανές πως αυτό το τελευταίο συμπέρασμα εξαρτάται από τη γνωστή αρχή του Adam Smith, σύμφωνα με την οποία ο βαθμός του καταμερισμού της εργασίας
Ο Taylor πίστευε πως οι προηγούμενες μορφές του μάνατζμεντ, οι «κοινές μορφές μάνατζμεντ» όπως συνήθιζε να τις αποκαλεί, ήταν εντελώς ανεπαρκείς για την επίτευξη αυτών των στόχων. Οι περιγραφές των «κοινών μορφών μάνατζμεντ», όπως τις άφησε ο Taylor, βρίθουν υπερβολών, υπεραπλουστεΰσεων και χοντροκομμένων σχηματοποιήσεων, φέρουν δηλαδή όλα τα σημάδια που θα περίμενε να βρει κανείς στα γραπτά ενός κατ’ επάγγελμα προπαγανδιστή και ιεραπόστολου· παρόλ’ αυτά, το ζήτημα που τίθεται είναι σαφές:
Ακόμη και στις καλύτερες μορφές του κοινού μάνατζμεντ, οι διευθυντές αναγνωρίζουν με ειλικρίνεια... ότι οι τεχνίτες που υ- πόκεινται στις διαταγές τους, ειδικευμένοι καθώς είναι σε είκοσι ως τριάντα τέχνες, κατέχουν μια μεγάλη μάζα παραδοσιακής γνώσης, καθώς και ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της γνώσης δεν βρίσκεται στα χέρια της διεύθυνσης. Η διεύθυνση βέβαια περιλαμβάνει στις τάξεις της προϊσταμένους και επιστάτες που στον καιρό τους υπήρξαν κι αυτοί πρώτης τάξεως μάστορες. Κι όμως, αυτοί οι επιστάτες και οι προϊστάμενοι ξέρουν καλύτερα απ’ όλους ότι οι ατομικές τους γνώσεις και ικανότητες δεν είναι τίποτα μπροστά στη συνδυασμένη επιδεξιότητα και γνώση των μαστόρων που βρίσκονται υπό τις διαταγές τους. Έτσι, οι πιο έμπειροι από τους διευθυντές καταλήγουν να θέτουν με ειλικρίνεια στους εργάτες τους το πρόβλημα της διεξαγωγής της εργασίας με τον καλύτερο και πιο οικονομικό τρόπο. Το καθήκον τους, όπως το αντιλαμβάνονται, είναι η παρακίνηση του εργάτη ώστε αυτός να επιστρατεύσει την πιο σκληρή του δουλειά, όλη του την παραδοσιακή γνώση, τη δεξιοτεχνία του, την ευφυΐα του και την καλή του θέληση, με μια λέξη την «πρωτοβουλία» του, ώστε να αποφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος στον εργοδότη.12
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ__________________________________________Π9^
περιορίζεται από την έκταση της αγοράς. Ο τεϊλορισμός λοιπόν δεν μπορεί να γενι- κευθεί σε κανένα κλάδο της παραγωγής, ούτε καν σε μεμονωμένες περιπτώσεις, έως ό- του η κλίμακα της παραγωγής καταστεί επαρκής ώστε να υποστηρίξει το κόστος που συνεπάγεται ο «εξορθολογισμός» της. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η ανάπτυξη του τεϊλορισμού συμπίπτει με την ανάπτυξη της παραγωγής και τη συγκέντρωσή της σε όλο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώ-
120 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ό πω ς είδαμε παραπάνω όμως, όσο ο Taylor δεν πίστευε στην καλή θέληση και την «πρωτοβουλία» των εργατών, τόσο πίστευε στην καθολική επικράτηση και στον αναπόφευκτο χαρακτήρα του «χασομεριού». Σύμφωνα με τον Taylor, η πίστη στην εργατική «πρωτοβουλία» οδηγεί αργά ή γρήγορα στην πλήρη παράδοση του ελέγχου: «Όπως συνηθιζόταν τότε και, για να λέμε την αλήθεια, όπως ακόμη συνηθίζεται σε τούτη δω τη χώρα, το εργαστήρι διευθυνόταν από τους εργάτες κι όχι από τ’ αφεντικά. Οι εργάτες, όλοι μαζί, είχαν αποφασίσει το πόσο γρήγορα έπρεπε να γίνεται η κάθε δουλειά». Κατά τη διάρκεια της «μάχης του Midvale», ο Taylor εντόπισε το κυρίως πρόβλημα στην «πλήρη άγνοια της διεύθυνσης σχετικά με το πόση ακριβώς είναι η σωστή δουλειά μιας μέρας για έναν εργάτη». Είχε εξάλλου υπόψη ότι «παρόλο που ήταν επιστάτης, η συνδυασμένη γνώση και επιδεξιότητα των τεχνιτών που ήταν από κάτω του ήταν στα σίγουρα δέκα φορές η δική του»13. Εδώ λοιπόν βρισκόταν η πηγή του προβλήματος, εδώ βρισκόταν και το σημείο εκκίνησης του επιστημονικού μάνατζμεντ.
Θα περιγράφουμε τη λύση που βρήκε ο Taylor για όλα αυτά τα δύσκολα προβλήματα, με τον τρόπο που το συνήθιζε και ο ίδιος: περιγρά- φοντας τη δουλειά του στην Bethlehem Steel Company, όπου ασχολήθη- κε με την επίβλεψη και την αναμόρφωση της διαδικασίας φόρτωσης σι- δηροχελώνων(Ι3) από χειρώνακτες εργάτες. Η συγκεκριμένη αφήγηση έχει το πλεονέκτημα να είναι η πλέον λεπτομερής από τις αφηγήσεις του Taylor, ενώ επιπλέον αναφέρεται σε μια εργασία αρκετά απλή ώστε ο καθένας να μπορεί να τη φανταστεί δίχως να χρειάζεται ειδικές τεχνικές γνώσεις. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το Principles of Scientific Management:
Μια από τις πρώτες δουλειές που αναλάβαμε την εποχή που ο υποφαινόμενος ασχολούνταν με την εισαγωγή του επιστημονικού μάνατζμεντ στη χαλυβουργία Bethlehem ήταν η εφαρμογή μεθόδων ανάθεσης καθήκοντος*14’ στη μεταφορά σιδηροχελώ- νων. Την εποχή της έναρξης του ισπανικού πολέμου, η εταιρεία είχε στην κατοχή της 80.000 τόνους σιδηροχελώνων. Αυτές ήταν στοιβαγμένες σε μικρούς σωρούς σ’ ένα χωράφι δίπλα στο εργοστάσιο, γιατί η τιμή του σιδήρου ήταν τόσο χαμηλή που η εταιρεία δεν μπορούσε να βγάλει κέρδος πουλώντας τις, οπότε τις αποθήκευε. Με την έναρξη όμως του ισπανικού πολέμου, η τιμή
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 121
του σιδήρου ανέβηκε και όλο αυτό το σίδερο πουλήθηκε. Ή ταν λοιπόν για εμάς μια καλή ευκαιρία να επιδείξουμε τόσο στους εργάτες όσο και στους διευθυντές και τους ιδιοκτήτες του εργοστασίου τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει η ανάθεση καθήκοντος σε σύγκριση με την πληρωμή με το κομμάτι και με την πληρωμή ανά ημέρα, και μάλιστα να κάνουμε την επίδειξή μας σε αρκετά μεγάλη κλίμακα, δουλεύοντας πάνω σε μια από τις πιο απλές δουλειές που έχει να επιδείξει η βιομηχανία.
Η χαλυβουργία Bethlehem είχε πέντε καμίνια, το προϊόν των οποίων ήταν αρμοδιότητα της ίδιας ομάδας άντρων για πολλά χρόνια. Την εποχή που μιλάμε, η ομάδα αποτελούνταν από εβδομήντα πέντε άντρες. Όλοι τους ήταν αυτό που θα λέγαμε καλοί στη δουλειά τους, και βρίσκονταν υπό τις διαταγές ενός εξαίρετου επιστάτη που είχε κάνει κι ο ίδιος τη δουλειά παλιότερα, συνεπώς η δουλειά γινόταν τόσο καλά και τόσο φτηνά όσο σε ο- ποιαδήποτε από τις βιομηχανίες της εποχής.
Η δουλειά γινόταν ως εξής: υπήρχε μια σιδηροτροχιά που διέτρεχε το χωράφι περνώντας δίπλα από τους σωρούς που σχημάτιζαν οι χελώνες, και μερικά βαγονέτα που κυκλοφορούσαν επάνω της. Μόλις το βαγονέτο έφτανε δίπλα στο σωρό των χελώ- νων, μια τάβλα τοποθετούνταν στο πλάι του σχηματίζοντας κεκλιμένο επίπεδο- έπειτα ο εργάτης έπαιρνε μια χελώνα (καθεμιά ζύγιζε γύρω στα 45 κιλά), ανέβαινε την τάβλα και την άφηνε μέσα στο βαγονέτο.
Ό πω ς διαπιστώσαμε έπειτα από παρατήρηση, η ομάδα αυτή φόρτωνε 12,5 τόνους σίδερο(Ι5) ανά ημέρα και ανά εργάτη. Έ πειτα όμως από μελέτη της διαδικασίας, και προς μεγάλη μας έκπληξη, υπολογίσαμε πως ένας πρώτης τάξεως κουβαλητής χε- λώνων θα έπρεπε να κουβαλάει 47 έως 48 τόνους σιδήρου την ημέρα αντί για τους 12,5 που κουβαλούσαν οι συγκεκριμένοι. Αυτός ο φόρτος εργασίας μας φάνηκε τόσο μεγάλος, που αναγκαστήκαμε να επαναλάβουμε τους υπολογισμούς μας αρκετές φορές προτού βεβαιωθούμε ότι το νούμερο ήταν σωστό. Μόλις ωστόσο βεβαιωθήκαμε ότι η σωστή δουλειά μιας μέρας για έναν πρώτης τάξεως κουβαλητή σιδήρου ήταν οι 47 τόνοι, οι σιόχοι μας ως διευθυντές του μοντέρνου επιστημονικού μάνατζμεντ ήταν πια ξεκάθαροι. Καθήκον μας ήταν να βρούμε τον τρόπο ώ
122 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στε οι 80.000 τόνοι σιδήρου να φορτωθούν στα βαγονέτα με το ρυθμό των 47 τόνων ανά άτομο και ημέρα αντί για τους 12,5 τόνους που ήταν μέχρι τότε ο αποδεκτός ρυθμός. Και ήταν επίσης καθήκον μας να γίνει αυτό δίχως οι άντρες να απεργήσουν, δίχως να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ μας, και μάλιστα να φροντίσουμε να είναι περισσότερο ικανοποιημένοι φορτώνοντας με το νέο ρυθμό των 47 τόνων, παρά με τον παλιό ρυθμό των 12,5 τόνων.
Το πρώτο μας βήμα ήταν η επιστημονική επιλογή εργαζομένου. Ο απαράβατος κανόνας του επιστημονικού μάνατζμεντ όσον αφορά τις συναλλαγές με τους άνδρες, είναι ότι αυτές οι συναλλαγές πρέπει να γίνονται μ’ έναν προς ένα και όχι με όλους μαζί, κι αυτό γιατί κάθε άνδρας έχει τις δικές του ικανότητες και τους δικούς του περιορισμούς· συνεπώς, δεν συναλλασσόμαστε με μάζες αλλά προσπαθούμε να φέρουμε κάθε άνδρα ξεχωριστά στο ανώτατο δυνατό επίπεδο αποτελεσματικότητας και ευημερίας. Έτσι, το πρώτο μας βήμα ήταν να βρούμε τον κατάλληλο εργάτη για να ξεκινήσουμε. Αφού λοιπόν μελετήσαμε προσεκτικά τους 75 άντρες για τέσσερις ολόκληρες μέρες, ξεχωρίσαμε τελικά τέσσερις ανάμεσά τους που φαίνονταν να διαθέτουν τις φυσικές ικανότητες που απαιτούνται για το κουβάλημα σιδήρου με το ρυθμό των 47 τόνων την ημέρα. Το επόμενο βήμα ήταν η ακόμη προσεκτικότερη και σε βάθος μελέτη του καθενός ξεχωριστά. Εξετάσαμε το παρελθόν τους σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο βάθος και κάναμε έρευνες σχετικά με το χαρακτήρα, τις συνήθειες και τις φιλοδοξίες καθενός από αυτούς. Τελικά επιλέξαμε από τους τέσσερις αυτόν που φαινόταν πιο κατάλληλος για το ξεκίνημα. Ή ταν ένας μικρόσωμος Ολλανδός από την Pennsylvania που κάθε μέρα, όταν τελείωνε η δουλειά, γύριζε σβέλτα σπίτι του, τόσο φρέσκος όσο ήταν και το πρωί που ερχόταν στη δουλειά. Ανακαλύψαμε ότι με ημερομίσθιο 1,15 δολάρια είχε καταφέρει να αγοράσει ένα μικρό χωραφάκι κι ότι μέσα έστηνε ένα σπιτάκι, δουλεύοντας πρωί και βράδυ, πριν και μετά τη δουλειά. Είχε επίσης τη φήμη του «σφιχτοχέρη», αυτού δηλαδή που δίνει μεγάλη αξία στο δολάριο. Ό πω ς είπε και κάποιος που ρωτήσαμε, «βλέπει δεκάρα και κάνει λες και είδε καμιά ρόδα από άμα
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 123
ξα». Αυτός είναι ο άνδρας που στα παρακάτω θα αποκαλούμε Schmidt.
Τώρα πια το καθήκον μας είχε προσδιοριστεί επακριβώς* έπρεπε να βάλουμε τον Schmidt να κουβαλάει 47 τόνους σίδηρο τη μέρα και να φροντίσουμε να χαίρεται γι’ αυτό. Αυτό έγινε ως εξής: τον φωνάξαμε από τη δουλειά και του μιλήσαμε κάπως έτσι:
«Δε μου λες Schmidt, του λόγου σου είσαι ακριβός ή φτηνός;».
«Εεε, ντεν καταλαβαίνει...».«Μια χαρά το κατάλαβες! Θέλω να ξέρω άμα είσαι ακριβός ή
όχι».«Εεε, ντεν καταλαβαίνει...».«Έλα τώρα! Μην κάνεις το χαζό! Θέλω να ξέρω: είσαι ακρι
βός ή κανένας σαν τους άλλους τους φτηνιάρηδες; θ ες να παίρνεις 1,85 δολάρια τη μέρα ή σου φτάνουν τα 1,15 που παίρνουν οι άλλοι;».
«Τέλει 1,85 τη μέρα; Είναι ακριβό; Ναι, ναι, ακριβό είναι!».«Έχεις αρχίσει και με κουράζεις, το ξέρεις; Και βέβαια θες
1,85 τη μέρα - όλοι 1,85 τη μέρα θέλουνε! Αλλο αυτό όμως, κι άλλο άμα είσαι ακριβός! Λοιπόν! Μη με πρήζεις άλλο, και κοίτα να απαντάς σ’ ό,τι σε ρωτάνε. Για έλα από δω. Τη βλέπεις τη χε- λώνη;».
«Ναι».«Το βαγόνι το βλέπεις;».«Ναι».«Λοιπόν, άμα είσαι ακριβός, από αύριο θα ζαλώνεσαι τη χε-
λώνη και θα την πετάς στο βαγόνι για ένα κι ογδονταπέντε. Κάνε μου τη χάρη και ξύπνα λίγο! Για λέγε μου τώρα: είσαι ακριβός ή όχι;».
«Θα παίρνει 1,85 γκια φορτώνει αύριο χελώνα;».«Ακριβώς! Και θα παίρνεις ένα κι ογδονταπέντε κάθε μέρα,
όλο το χρόνο, όπως όλοι οι ακριβοί άντρες, το ‘πιασες μια χαρά!».
«Ααα, ‘νταξ, φορτώσει αύριο για 1,85 και παίρνει 1,85 κάθε μέρα, ‘νταξ;».
«Μα φυσικά! Φυσικά!».
124 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«Ααα, τότε είμαι ακριβό!».«Για κάτσε λίγο, για περίμενε! Το ξέρεις καλά όμως ότι ο α
κριβός πρέπει να κάνει ακριβώς ό,τι του λένε όλη μέρα. Τον βλέπεις τούτον δω; Τον έχεις ξαναδεί;».
«Εεε, όχι».«Λοιπόν, άμα είσαι ακριβός, αύριο θα κάνεις ό,τι σου λέει ε
τούτος εδώ απ’ το πρωί ως το βράδυ. Άμα σου λέει παρ’ τη χελώνα και περπάτα, την παίρνεις και περπατάς. Άμα σου λέει κάτσε ξεκουράσου, κάθεσαι και ξεκουράζεσαι. Κι αυτό όλη μέρα, δίχως δεύτερη κουβέντα. Έτσι κάνει ο ακριβός ο άντρας, κάνει ό,τι του λένε δίχως κουβέντα. Λοιπόν το ‘πιασες; Άμα σου λέει περπάτα, περπατάς, άμα σου λέει κάτσε κάθεσαι, και δεν του λες κουβέντα. Λοιπόν, έρχεσαι αύριο το πρωί και μέχρι να βρα- διάσει θα ξέρουμε άμα είσαι ακριβός».
Ο συγκεκριμένος τρόπος ομιλίας μπορεί να ακούγεται λίγο τραχύς στ’ αφτιά του αναγνώστη, και όντως θα ήταν τραχύς αν απευθυνόταν σε κάποιο μορφωμένο μάστορα ή ακόμη και σ’ έναν έξυπνο εργάτη. Είναι όμως ο πλέον κατάλληλος τρόπος για συνεννοήσεις με ανθρώπους της διανοητικής νωθρότητας του Schmidt. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το συγκεκριμένο είδος ομιλίας εφιστά την προσοχή στον υψηλό μισθό, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα πως το υποκείμενο δεν θα αντιληφθεί διάφορα πράγματα τα οποία, σε άλλες περιπτώσεις, ίσως τον οδηγούσαν να πιστέψει πως πρόκειται για κάποια απίστευτα βαριά δουλειά...
Ο Schmidt λοιπόν ξεκίνησε τη δουλειά και όλη μέρα ένας άνθρωπος που καθόταν δίπλα του μ’ ένα ρολόι του έλεγε «πάρε τη χελώνη και περπάτα. Τώρα κάτσε και ξεκουράσου. Τώρα περπάτα. Τώρα ξεκουράσου», κ.ο.κ. Δούλευε όποτε του λέγανε να δουλέψει, ξεκουραζόταν όποτε του λέγανε να ξεκουραστεί, και μέχρι τις πεντέμισι το απόγευμα είχε φορτώσει και τους 47 τόνους στο βαγονέτο. Ούτε μια μέρα δεν απέτυχε να τηρήσει αυτό το ρυθμό, καθόλη τη διάρκεια των τριών χρόνων που ο συγγραφέας παρέμεινε στη χαλυβουργία Bethlehem. Και όλο αυτόν τον καιρό έβγαζε λίγο πάνω από 1,85 δολάρια τη στιγμή που, πριν από τη συμφωνία, έβγαζε μόνο 1,15 - όσο ήταν ο κανονικός μισθός στη Bethlehem. Αυτό σημαίνει ότι ο Schmidt έβγαζε εξήντα τοις εκατό περισσότερα από τους υπόλοιπους που δε δού
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 125
λευαν βάσει ανάθεσης καθήκοντος. Έπειτα από αυτό, άλλοι άν- δρες επιλέχθηκαν και εκπαιδεύτηκαν να δουλεύουν στο ρυθμό των 47,5 τόνων τη μέρα, έως ότου όλο το σίδερο φορτωνόταν με αυτό το ρυθμό και οι εργάτες πληρώνονταν 60 τοις εκατό παραπάνω απ’ ό,τι οι άλλοι εργάτες γύρω τους.*14
Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας δεν υπάρχει, εκτός βέβαια από αυτό που βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου μάνατζμεντ: ο έλεγχος της εργασίας περνάει μέσα από τον έλεγχο κάθε απόφασης που λαμβάνεται κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της εργασίας. Εφόσον, στην περίπτωση της φόρτωσης των σιδηρο- χελώνων, οι μόνες αποφάσεις που χρειάζονταν να ληφθούν αφορούσαν τη χρονική διαδοχή των εργασιών, το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ο Taylor ήταν να υπαγορεύσει αυτή τη διαδοχή. Κατόπιν, δεν είχε παρά να περιμένει το τέλος της μέρας για να δει τα αποτελέσματα της εργασίας να
" Αυτά τα γεγονότα ο Daniel Bell τα περιγράφει ως εξής: «Αλλά ο Taylor έπρεπε να περιμένει μέχρι τα 1899 για να γίνει διάσημος. Εκείνη τη χρονιά έμαθε σ' έναν Ολλανδό ονόματι Schmidt να φτυαρίζει 47 τόνους σίδερο τη μέρα, ενώ πριν φτυάριζε μόλις 12,5. Και η παραμικρή λεπτομέρεια της δουλειάς ήταν επακριβώς καθορισμένη: το μέγεθος του φτυαριού, η γωνία εισόδου του φτυαριού στο σωρό, το βάρος της φτυαριάς, οι αποστάσεις μετακίνησης του εργάτη, η καμπύλη του φτυαριού κατά το άδεια- σμα και οι περίοδοι ανάπαυσης του Schmidt. Με συστηματική μεταβολή του κάθε παράγοντα ξεχωριστά, ο Taylor προσδιόρισε το βέλτιστο φορτίο για το καροτσάκι...» [Daniel Bell, Work and Its Discontents, στο The End of Ideology (Γκλενκό, εικ., 1960, σ. 227]. Μπροστά σε τόση λεπτομέρεια, είναι λογικό όλοι να ντρέπονται να ρωτήσουν τον καθηγητή κύριο Bell πώς φτυαρίζει ο ίδιος τις 46άκιλες χελώνες του, τι «καμπύλη» επιτυγχάνει, και πού αγόρασε το «καροτσάκι» που χωράει πολλές τέτοιες φτυαριές. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι οι κίνδυνοι της χρήσης δευτερογενών πηγών, το πώς κάποιος μπορεί να μπλέξει τις ιστορίες του ή το πώς μπορεί να γράφει για σιδηροχελώνες χωρίς ποτέ του να έχει δει τέτοιο πράγμα. Το ζήτημα είναι ότι οι κοινωνιολόγοι, πλην ε- λαχίστων εξαιρέσεων, συνηθίζουν να στοχάζονται περί εργασίας, επαγγελμάτων και ικανοτήτων, δίχως να διαθέτουν την παραμικρή εξοικείωση με τα συγκεκριμένα θέματα. Αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να ‘χαμε να κάνουμε με κριτικούς λογοτεχνίας που ποτέ δε διαβάζουν τα ποιήματα και τα μυθιστορήματα που κριτικάρουν, αλλά αρκούνται να γράφουν κριτικές με τη χρήση «επιστημονικά καταρτισμένων» ερωτηματολογίων που αποστέλλονται στους αναγνώστες με το ταχυδρομείο. Το λάθος του Bell δεν είναι παρά ο προπάππους μιας μακράς σειράς τέτοιων λαθών. Καθώς μάλιστα οι ειδικοί «μελετούν» όλο και πιο περίπλοκες μορφές εργασίας, η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά μέχρι να φτάσει να ακροβατεί ανάμεσα στο παράλογο και το γελοίο, ώστε να μπορεί ο καθείς να διαλέξει ό,τι προτιμά. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η κατάσταση μέσα στην οποία οι απανταχού διοικήσεις μπορούν - κι έτσι κάνουν - να λένε στους ακαδημαϊκούς ό,τι θέλουν σχετικά με την εξέλιξη της εργασίας, των ικανοτήτων, και λοιπά και λοιπά.
126 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συσσωρεύονται μέχρι να φτάσουν το ημερήσιο πλάνο του. Όσον αφορά άλλωστε τη χρήση των λεγάμενων χρηματικών κινήτρων, είναι γνωστό ότι οι εργοδότες, άπαξ και βρουν τρόπο να επιβάλλουν ταχύτερους ρυθμούς εργασίας, δεν συνεχίζουν να πληρώνουν 60% παραπάνω μισθούς, ούτε για χειρωνακτική ούτε για κανένα άλλο είδος εργασίας. Ό πω ς ανακάλυψε σύντομα ο Taylor (γεγονός για το οποίο διαμαρτυρόταν με κάθε ευκαιρία) οι εργοδότες αντιμετώπιζαν τα «επιστημονικά προσδιορισμένα κίνητρα» του συστήματός του όπως και κάθε άλλη πληρωμή με το κομμάτι: με ανελέητες περικοπές όποτε το επέτρεπε η αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα οι εργάτες που σπρώχνονταν να συμμορφωθούν στους τεϊλορι- κούς ρυθμούς να καταλήγουν να πληρώνονται ελάχιστα έως καθόλου περισσότερο από το συνηθισμένο, ενώ οι υπόλοιποι εργοδότες, υπό την πίεση του ανταγωνισμού, προσπαθούσαν και αυτοί με τη σειρά τους να επιβάλλουν υψηλότερους ρυθμούς εργασίας στους δικούς τους εργάτες’.
Ο Taylor δεν έχανε ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι οι απαιτήσεις του συστήματός του δεν ήταν πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες. Την ίδια στιγμή βέβαια ένιωθε την ανάγκη να τονίσει και ο ίδιος ότι αυτό ίσχυε μόνο στην περίπτωση που η εφαρμογή του συστήματος συνδυαζόταν με την επιλογή ασυνήθιστων ανθρώπινων δειγμάτων, κατάλληλων για τη διεξαγωγή της προς αναμόρφωση εργασίας:
Όσον αφορά τώρα την επιστημονική επιλογή των ανδρών, είναι γεγονός πως από τους 75 άντρες της ομάδας που φόρτωναν τις χελώνες, μόνο ο ένας στους οκτώ είχε τα φυσικά προσόντα που απαιτούσε η μεταφορά των 47,5 τόνων ανά ημέρα. Ακόμη και με τις καλύτερες των προθέσεων, οι υπόλοιποι επτά άνδρες δεν είχαν τις φυσικές ικανότητες που απαιτούσε το συγκεκριμένο επίπεδο εργασίας. Πρέπει βέβαια να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ένας στους οκτώ που μπορούσε να δουλέψει κατ’ αυτόν τον τρόπο,
' Όπως υποδεικνύεται στην κλασική μελέτη του επιστημονικού management, που διεξήγαγε ο Robert Hoxie σια 1915 για λογαριασμό της Επιτροπής Βιομηχανικών Σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (United States Commision on Industrial Relations), το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών περικοπών σε εργοστάσια που είχαν υιοθετήσει πλήρη συστήματα επιστημονικού μάνατζμεντ γινόταν έμμεσα, με τη δημιουργία νέων ειδικοτήτων που πληρώνονταν λιγότερο, κλπ. Ο Hoxie καταλήγει ότι το επιστημονικό management «περιλαμβάνει τέτοιου είδους περικοπές σχεδόν αναγκαστικά και είναι κομμάτι της ιδιαίτερης φύσης του» [Robert F. Hoxie, Scientific Management and Labor (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1918), σ. 85-87].
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 127
δεν ήταν κατά καμία έννοια ανώτερος από τους υπόλοιπους. Απλώς συνέβαινε να είναι ένας τύπος ανθρώπου, θα λέγαμε βοϊ- δίσιος - δηλαδή όχι κάποιο σπάνιο δείγμα του ανθρώπινου είδους - άρα διόλου δυσεύρετος ή ακριβός. Αντιθέτως, επρόκειτο για ανθρώπους τόσο ηλίθιους που ήταν ανίκανοι ακόμη και για τα περισσότερα είδη χειρωνακτικής εργασίας. Η επιλογή του κατάλληλου λοιπόν, δεν συνίσταται στον εντοπισμό κάποιας εκπληκτικής περίπτωσης ανθρώπου, αλλά στην επιλογή εκείνου που, μεταξύ πολλών συνηθισμένων ανδρών, έχει ιδιαίτερη κλίση στο ζητούμενο είδος εργασίας. Έτσι, παρότι μόνο ένας από τους οκτώ άνδρες της συγκεκριμένης ομάδας ήταν κατάλληλος για τη δουλειά, δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να βρούμε τους υπόλοιπους άνδρες που χρειαζόμασταν. Τους βρήκαμε, και μάλιστα πολύ εύκολα, είτε από το εσωτερικό του εργοστασίου είτε από τη γύρω περιοχή, και όλοι τους ήταν απολύτως κατάλληλοι για τη δουλειά.*15
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη ξεκάθαρη διατύπωση και εφαρμογή, η παγκόσμια πρώτη των τεϊλορικών αρχών ελέγχου της εργασίας. Ο Taylor αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στην ανάπτυξη αυτών των αρχών και στην εφαρμογή τους σε ποικίλες περιπτώσεις, όπως το φτυάρισμα μη συνεκτικών υλικών, η κοπή ξυλείας, η επιθεώρηση ρουλεμάν, κλπ. Όμως ο κύριος στόχος του ήταν η τέχνη του μηχανουργού. Ο Taylor ήταν απόλυτα πεπεισμένος πως οι μέθοδοί του δεν είχαν εφαρμογή μοναχά στις περιπτώσεις απλών εργασιών, αλλά και ανεξαιρέτως στις πλέον περίπλοκες
' Ο Georges Friedmann αναφέρει ότι στα 1927 ένας Γερμανός κοινωνιολόγος παρατήρησε σχετικά με την περίπτωση Schmidt, ότι το επίπεδο παραγωγής που απαιτούσε ο Taylor ήταν απαράδεκτο καθώς «οι περισσότεροι εργάτες θα υπέκυιτταν υπό το βάρος της δουλειάς που απαιτοΰνταν» [Friedmann, Industrial Society, σ. 55]. Τέτοιες ανησυχίες βέβαια δεν εμπόδιζαν τον Taylor να αποκαλεί τους ρυθμούς του «ρυθμούς υπό τους οποίους οι άνθρωποι γίνονται ευτυχέστεροι, ακμάζουν, ευημερούν» [Shop Management, σ. 25]. Πρέπει επίσης να επιοημάνουμε ότι παρόλο που ο Taylor αρέσκε- ται να παρομοιάζει τον Schmidt με βόδι, παρόλο που η βλακεία του Schmidt έχει γίνει πια φολκλορικό στοιχείο της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, ο ίδιος ο Schmidt έχτιζε μόνος του το σπίτι του, δίχως να χρειάζεται τους βιομηχανικούς κοινωνιολόγους και τα συναφή επαγγέλματα για να του λένε πότε να κάθεται, πότε να χτίζει και πότε να καταπατά ξένη ιδιοκτησία. Αλλά η πίστη στην ηλιθιότητα του εργάτη είναι βασική προϋπόθεση του μάνατζμεντ ειδάλλως όλοι αυτοί θα ‘πρεπε να παραδεχτούν ότι η ειδικότητά τους δεν είναι άλλη από την καλλιέργεια και εμπορία της βλακείας.
128 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μορφές εργασίας. Πράγματι, οι μεγαλύτερες επιτυχίες του Taylor και των διαδόχων του είχαν να κάνουν με μηχανουργεία, οικοδομές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις εργασιακών χώρων όπου εξασκούνταν οι πλέον ανεπτυγμένες, οι πλέον περίπλοκες παραγωγικές τέχνες.
Από τις απαρχές της ιστορίας μέχρι και τη βιομηχανική επανάσταση η τέχνη, το ειδικευμένο επάγγελμα06’, αποτελουσε τη στοιχειώδη μονάδα, το βασικό κύτταρο της εργασιακής διαδικασίας. Ο εργάτης - κάτοχος της τέχνης θεωρούνταν ο δεξιοτέχνης κάτοχος ενός σώματος παραδοσιακής γνώσης· οι μέθοδοι και οι διαδικασίες της εργασίας ήταν στη δικαιοδοσία του. Κάθε τέτοιος εργάτης ήταν και μια δεξαμενή συσσωρευμένης γνώσης, μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια των υλικών και των διαδικασιών με τις οποίες πραγματοποιούνταν η παραγωγή στα πλαίσια της τέχνης του. Έ τσι λοιπόν, ο αγγειοπλάστης, ο βυρσοδέψης, ο σιδεράς, ο υφαντής, ο μαραγκός, ο φούρναρης, ο μυλωνάς, ο υαλουργός, ο τσαγκάρης, κλπ, από τη μια αντιπροσώπευαν τους ξεχωριστούς κλάδους του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, και από την άλλη αντιπροσώπευαν έναν ζωντανό θησαυρό όλων των τεχνικών, των γνώσεων και των εργασιακών διαδικασιών που είχαν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας για καθέναν από αυτούς τους κλάδους. Έτσι, ο εργάτης συνδύαζε σώματι και πνεύματι τις έννοιες και τις φυσικές δεξιότητες που συνιστούσαν την τέχνη του, και είναι με αυτή την έννοια που η τεχνική αποτελεί, όπως έχει παρατηρηθεί πολλές φορές, πρόδρομο και πρόγονο της επιστήμης. Η πιο σημαντική και πιο διαδεδομένη από τις τέχνες ήταν τότε, και είναι ακόμη, η τέχνη του αγρότη η οποία μάλιστα συνδυαζόταν στα πλαίσια της αγροτικής οικογένειας με ένα πλήθος άλλων τεχνών, όπως του σιδερά, του οικοδόμου, του μαραγκού, του χασάπη, του μυλωνά, του φούρναρη, κλπ. Οι παραδοσιακές τέχνες απαιτούσαν από τρία έως επτά χρόνια μαθητείας, ενώ η τέχνη του γεωργού απαιτούσε πολύ μεγαλύτερο διάστημα που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής ηλικίας, την εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης. Αυτή η μακρόχρονη μαθητεία ήταν απολύτως απαραίτητη, με δεδομένο τον όγκο της γνώσης που έπρεπε να αφομοιώσει ο μαθητευόμενος, με δεδομένη τη δυσκολία των σωματικών δεξιοτήτων που έπρεπε να αποκτήσει, και με δεδομένο το γεγονός ότι ο φτασμένος τεχνίτης έπρεπε να είναι ο δεξιοτέχνης αφέντης της τέχνης και ο πιο αρμόδιος κριτής του τρόπου εφαρμογής της σε συγκεκριμένα προβλήματα της παραγωγής. Η μαθητεία αυτού του είδους αποτέ-
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 129
λεσε μια μέθοδο μετάδοσης της γνώσης που συνέχισε να χρησιμοποιείται έως και τις πρώτες δεκαετίες της βιομηχανικής επανάστασης.
Συνοψίζοντας λοιπόν, έχουμε ένα σύνολο τεχνών, καθεμιά από τις οποίες είναι ο συνδυασμός ικανοτήτων του χεριού και του μυαλού, καθεμιά από τις οποίες έχει τεράστιες απαιτήσεις από τον κάτοχό της αλλά του επιφυλάσσει και μεγάλες απολαβές. Έχουμε τέλος για καθεμιά από αυτές μια μακρόχρονη όσο και απαραίτητη μαθητεία. Από όλες αυτές τις τέχνες, η τέχνη του μηχανουργού ήταν, την εποχή του Taylor, μια από τις πιο πρόσφατες και σίγουρα η πιο σημαντική για τη σύγχρονη βιομηχανία.
Όπω ς είπαμε και παραπάνω, τα κύρια ενδιαφέροντα του Taylor δεν στρέφονταν στην τεχνολογική εξέλιξη (αυτή, όπως θα δούμε παρακάτω, προσφέρει άλλα μέσα για τον άμεσο έλεγχο της εργασίας). Βέβαια, ο Taylor είχε κάποια συνεισφορά στην εξέλιξη των μηχανουργικών πρακτικών της εποχής του (συγκεκριμένα με την εφεύρεση του χάλυβα για την κατασκευή κοπτικών εργαλείων υψηλής ταχύτητας), αλλά αυτή η συνεισφορά ήταν υποπροϊόν της προσπάθειάς του να μελετήσει τις μηχανουρ- γικές πρακτικές, με απώτερο στόχο τη συστηματοποίηση και την κατηγο- ριοποίησή τους. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ο έλεγχος της εργασίας σε οποιοδήποτε τεχνολογικό επίπεδο και όταν καταπιάστηκε με τη δική του τέχνη, το έκανε με τόση τόλμη και ενεργητικότητα που κατέπληξε τους σύγχρονούς του και έθεσε τις βάσεις για όλους τους μηχανικούς παραγωγής, τους σχεδιαστές εργασίας και τους διευθυντές γραφείων που τον διαδέχτηκαν. Ας μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία: όταν ο Taylor τα ‘βαλε με τη δουλειά του μηχανουργείου, βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ έναν όγκο εργασίας δίχως προηγούμενο.
Ο μηχανουργός της εποχής του Taylor ξεκινούσε από το σχέδιο και πλάνιζε, φρεζάριζε, λείαινε, τρυπούσε, τόρνευε και ούτω καθεξής, περνώντας το αρχικό του υλικό απ’ όλες τις κατεργασίες, μηχανουργικές και χειρωνακτικές, που απαιτούνταν ώστε να επιτευχθεί το ζητούμενο σχήμα. Το εύρος των επιλογών που πρέπει να γίνουν κατά τη διάρκεια μιας τέ- τοιας διαδικασίας είναι εκ των πραγμάτων τεράστιο, αντίθετα με τις επιλογές που περιλαμβάνονται σε λιγότερο σύνθετες δουλειές όπως το κουβάλημα σιδήρου. Μόνο για τον τόρνο μιλώντας, και παραβλέποντας τις περιφερειακές εργασίες (εδώ περιλαμβάνονται εργασίες όπως η επιλογή του αρχικού υλικού, το κεντράρισμα και το δέσιμο του κομματιού, το σχέδιο και οι μετρήσεις, η επιλογή μιας συγκεκριμένης διαδοχής των
130 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κατεργασιών, κλπ), ακόμη δηλαδή κι αν μιλήσουμε μόνο για τις εργασίες που εκτελούνται καθ’ όσο το κομμάτι περιστρέφεται, το εύρος των σχετικών δυνατοτήτων παραμένει τεράστιο. Ο ίδιος ο Taylor χρησιμοποίησε δώδεκα μεταβλητές, μεταξύ των οποίων ήταν η σκληρότητα του μετάλλου, το υλικό του κοπτικου εργαλείου, η συχνότητα ακονίσματος του κο- πτικοΰ εργαλείο καθώς στόμωνε, η γωνία κοπής, το βάθος κοπής, το σχήμα του κοπτικου εργαλείου, το πάχος του αποβλήτου, η πίεση του αποβλήτου στη χρήσιμη επιφάνεια του κοπτικου εργαλείου, η παροχή ψυκτικού υγρού, η τραχύτητα της επιφάνειας του τελικού προϊόντος και οι κραδασμοί κατά την κατεργασία, η διάμετρος του προς κατεργασία κομματιού και τέλος, η ταχύτητα πρόωσης του τόρνου και η ταχύτητα περιστροφής του κομματιού16. Καθεμιά από αυτές τις μεταβλητές διαθέτει το δικό της ευρύ φάσμα επιλογών, ξεκινώντας από τις σχετικά λίγες επιλογές που σχετίζονται με το ψυκτικό υγρό και φτάνοντας μέχρι τον τεράστιο αριθμό παραλλαγών που βρίσκουμε σε οτιδήποτε έχει να κάνει με πάχος, σχήμα, βάθος, διάρκεια, κλπ. Ό πω ς ανακάλυψε σύντομα ο Taylor, δώδεκα μεταβλητές που μεταβάλλονται ανεξάρτητα μεταξύ τους καταλήγουν σε αστρονομικά νούμερα πιθανών συνδυασμών. Ό πω ς είναι προφανές όμως, από αυτές τις επιλογές του μηχανουργού δεν εξαρτώνται μόνο η ποιότητα και η ακρίβεια των διαστάσεων του τελικού προϊόντος, αλλά και ο ρυθμός της παραγωγής. Υποκινούμενος περισσότερο από αυτό το τελευταίο και λιγότερο από το πρώτο, ο Taylor ξεκίνησε να μαζεύει για λογαριασμό της διεύθυνσης οποιαδήποτε βασική πληροφορία σχετιζόταν με κάποια από αυτές τις διαδικασίες. Το φθινόπωρο του 1880 ξεκίνησε στη χαλυβουργία Midvale μια σειρά πειραμάτων που θα κρατούσε είκοσι έξι χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των είκοσι έξι χρόνων ο Taylor διεξήγαγε κάπου 30.000 με 50.000 δοκιμές και κατέγραψε τα αποτελέσματά τους, χρησιμοποιώντας περισσότερα από 400.000 κιλά σιδήρου και ατσαλιού που πέρασαν από δέκα διαφορετικές εργαλειομηχανές προορισμένες για πειραματική χρήση*. Ό πω ς αναφέρει, η μεγαλύτερη δυσκολία που συνά-
' Ο Friedmann κάποια στιγμή παραγκωνίζει αυτό το τεράστιο εγχείρημα τόσο, ώστε να γράψει: «Η αποτυχία του να εκτιμήσει τους ψυχολογικούς παράγοντες που εμπλέκονται στην εργασία εξηγείται, ενμέρει τουλάχιστον, από τη φύση των εργασιών στις οποίες ο Taylor περιόρισε τις ενασχολήσεις του: κουβάλημα σιδήρου, φτυάρισμα και λοιπές ανειδίκευτες εργασίες» [Friedmann, Industrial Society, σ. 63]. To λάθος του είναι αναμενόμενο και προέρχεται από την τάση του να παίρνει το μέρος των διαφόρων ψυχολογικών και κοινωνιολογικών σχολών «ανθρωπίνων σχέσεων» που εμφανίστηκαν με-
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 131
ντησε δεν ήταν η δοκιμή των άπειρων συνδυασμών, αλλά η διατήρηση μιας σταθερής τιμής για καθεμία από τις έντεκα μεταβλητές με παράλληλη μεταβολή της δωδέκατης. Τα στοιχεία που προέκυψαν συστηματοποι- ήθηκαν, συσχετίστηκαν μεταξύ τους και ετοιμάστηκαν προς χρήση με τη συμπύκνωσή τους σε αυτό που ο Taylor αποκαλούσε «λογαριθμικό κανόνα*17)», ο οποίος θα καθόριζε το βέλτιστο συνδυασμό επιλογών για κάθε βήμα της μηχανουργικής κατεργασίας17. Κοττά συνέπεια, εκεί που πιο πριν οι μηχανουργοί του Taylor ακολουθούσαν τη δική τους γνώση, εμπειρία και παράδοση, βρέθηκαν αναγκασμένοι να δουλεύουν σύμφωνα με τις οδηγίες που προέκυπταν από τα πειραματικά του δεδομένα. Έτσι είχε λοιπόν η πρώτη συστηματική εφαρμογή της τείλορικής προσέγγισης πάνω σε περίπλοκη εργασιακή διαδικασία. Καθώς οι βασικές της αρχές παραμένουν σήμερα θεμελιώδεις, τόσο στο πεδίο του σχεδιασμού της εργασίας όσο και γενικότερα στις σκέψεις των μηχανικών της παραγωγής, είναι πολύ σημαντικό να τις εξετάσουμε λεπτομερώς. Καθώς εξάλλου ο ίδιος ο Taylor παραμένει ο μοναδικός ξεκάθαρος και ευφραδής εκφραστής αρχών, την ύπαρξη των οποίων κανείς πια δεν παραδέχεται δημοσίως, το καλύτερο θα είναι να τις εξετάσουμε με τη βοήθεια των δικών του διατυπώσεων.
Πρώτη αρχή«Στη διεύθυνση ανήκει... η ευθύνη της συλλογής του συνόλου της πα
ραδοσιακής γνώσης που στο παρελθόν βρισκόταν στην κατοχή των εργατών, και η μετέπειτα ταξινόμηση, πινακοποίηση και αναγωγή αυτής της γνώσης σε νόμους, κανόνες και μαθηματικούς τύπους...»18. Είδαμε πώς υ- λοποιήθηκε αυτή η αντίληψη στις περιπτώσεις του τορναδόρου και του μεταφορέα σιδήρου. Οι δύο εργασίες ήταν εξαιρετικά διαφορετικές μεταξύ τους, όπως εντελώς διαφορετικής κλίμακας ήταν και η γνώση που συγκεντρώθηκε για καθεμιά από αυτές. Για τον Taylor λοιπόν, κάθε ερ-
χά από τον Taylor. Ο Friedmann επιμένει να αντιπαραθέτει αυτές τις σχολές στον τεϊ- λορισμό, παρόλο που, όπως είδαμε, πρόκειται για συστήματα που λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα. Ο Friedmann, γενικά, και παρά την αναμφισβήτητη γνώση του επί των εργασιακών διαδικασιών, πάσχει από σύγχυση ρόλων. Κάποιες φορές γράφει σαν σοσιαλιστής που ανησυχεί για τις τάσεις της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, συχνότερα όμως φαίνεται να υποθέτει πως οι διάφορες μορφές της καπιταλιστικής διοίκησης και διαχείρισης προσωπικού δεν είναι παρά κοπιώδεις προσπάθειες εξεύρεσης μιας καθολικής επιστημονικής απάντησης στα προβλήματα της εργασίας.
132 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γασία, από την πιο απλή έως την πιο συνθέτη, μπορούσε να μελετηθεί με στόχο τη συγκέντρωση στα χέρια της διεύθυνσης τόσων γνώσεων όσων ακριβώς κατείχε και ο εργάτης που την εκτελουσε, και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη περισσότερων. Έτσι μόνο μπορούσε να πάρει τέλος εκείνη η κατάσταση, σύμφωνα με την οποία «η γνώση των εργοδοτών σχετικά με την ποσότητα της εργασίας που μπορεί να εκτελεστεί σε μια μέρα προέρχεται ή από την προσωπική εμπειρία (που πολλές φορές θολώνει καθώς περνούν τα χρόνια), ή από την περιστασιακή και μη συστηματική παρατήρηση των εργατών τους, ή - στην καλύτερη περίπτωση - από αρχεία της εταιρείας όπου καταγράφεται ο ταχύτερος χρόνος εκτέλεσης της εργασίας που έχει επιτευχθεί»18. Το νέο καθεστώς επιτρέπει στη διεύθυνση να ανακαλύψει και να επιβάλλει τις ταχύτερες και οικονομικότερες μεθόδους, που οι ίδιοι οι εργάτες έμαθαν ή ανακάλυψαν μόνοι τους κατά την εξάσκηση του επαγγέλματός τους, και η χρήση των οποίων προηγουμένως βρισκόταν στη διακριτική τους ευχέρεια. Ταυτόχρονα βέβαια, η καινούρια πειραματική προσέγγιση οδηγεί και στην ανακάλυψη νέων μεθόδων που θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο μέσω συστηματικής μελέτης.
Η πρώτη αρχή μπορεί λοιπόν να ονομαστεί η αηοσνσχέηοη της εργασιακής διαδικασίας από τις εργατικές ικανότητες. Η εργασιακή διαδικασία θα ανεξαρτητοποιηθεί από την τέχνη, την παράδοση και την εργατική γνώση. Στο εξής δεν θα εξαρτάται στο παραμικρό από τις ικανότητες των εργατών, αλλά θα εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις πρακτικές του μάνατζμεντ.
Δεύτερη αρχή«θα πρέπει να αφαιρεθεί όσο το δυνατό περισσότερη διανοητική ερ
γασία από το εργαστήριο και να συγκεντρωθεί στο τμήμα σχεδιασμου ή στο τμήμα χωροταξίας(Ι8)...»19. Ό πω ς φαίνεται από την έμφαση που έδινε σε αυτό το σημείο, ο Taylor καταλάβαινε πολύ καλά πως εδώ βρισκόταν το κλειδί του επιστημονικού μάνατζμεντ. Είναι συνεπώς απαραίτητο να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη αρχή, με όσο το δυνατό μεγαλύτερη λεπτομέρεια.
Ό πω ς έχουμε δει στα προηγούμενα, αυτό που καθιστά ανώτερες τις εργασιακές δυνατότητες του ανθρώπου από αυτές των υπόλοιπων ζώων, είναι ο συνδυασμός της εκτέλεσης της εργασίας με τη σύλληψη και κατανόηση του στόχου της. Καθώς όμως η ανθρώπινη εργασία είναι περισσότερο κοινωνικό παρά ατομικό φαινόμενο, ο διαχωρισμός της σύλληψης από την εκτέλεση της εργασίας καθίσταται απολύτως εφικτός (πράγμα
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 133
που δεν ισχύει για την εργασία των ζώων. Εκεί, η κινητήρια δύναμη, που όπως έχουμε δει είναι το ένστικτο, είναι απολυτως αδιαχώριστη από την εκτέλεση της εργασίας). Αν βέβαια μιλούσαμε για κοινωνική εργασία που διεξάγεται υπό το καθεστώς αυτοοργανωμένων και αυτοδιευθυνόμενων παραγωγικών κοινοτήτων, ένας τέτοιος υποβιβασμός της ανθρώπινης εργασίας σχεδόν στο επίπεδο της ζωικής εργασίας, θα ήταν άχρηστος και αδιανόητος. Ό μως, όσο άχρηστος και αδιανόητος θα ήταν σε αυτή την περίπτωση, άλλο τόσο κρίσιμος και αναγκαίος αποδεικνΰεται όταν μιλάμε για τη διεύθυνση της εργασίας που πουλιέται κι αγοράζεται. Πράγματι, όπως είδαμε ήδη, όσο η εκτέλεση της εργασίας καθοδηγείται από τη σύλληψη των εργατών, όσο υπάγεται στη δική τους αντίληψη για τους στόχους της εργασίας τους, τόσο είναι αδύνατο να επιβληθεί η ειδική μεθοδολογική αποτελεσματικότητα και οι εξαντλητικοί ρυθμοί εργασίας που αποζητά το κεφάλαιο. Ο καπιταλιστής μαθαίνει από την αρχή να εκμεταλλεύεται αυτό το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης με τον πλέον προφανή τρόπο: διασπώντας την ενότητα της εργασιακής διαδικασίας.
Έτσι λοιπόν, θα ονομάσουμε αυτή την αρχή διαχωρισμό της σύλληψης από τψ εκτέλεση, αποφεύγοντας την πιο κοινή ονομασία του διαχωρισμού της διανοητικής από τη χειρωνακτική εργασία (αν και οι δύο ονομασίες μοιάζουν και πολλές φορές στην πράξη ταυτίζονται). Θα καταφύγουμε σε αυτή την ξεχωριστή ονομασία, γιατί ακόμη και η διανοητική εργασία, η εργασία δηλαδή που διεξάγεται κατά κύριο λόγο με το μυαλό, υπάγεται και αυτή με τη σειρά της στο διαχωρισμό σύλληψης και εκτέλεσης. Η διανοητική εργασία διαχωρίζεται από τη χειρωνακτική, αλλά αυτό είναι μόνο ένα πρώτο βήμα. Ό πω ς θα δούμε, ακολουθούν άλλα βήματα κατά τα οποία υποδιαιρείται και αυτή με επιμέλεια και προσοχή, ακολουθώντας πάντα τον ίδιο κανόνα.
Η πρώτη επίπτωση αυτής της αρχής είναι ότι η «εργασιακή επιστήμη» του Taylor ποτέ δεν διαμορφώνεται από τον εργάτη και πάντοτε διαμορφώνεται από τη διεύθυνση. Αυτή η ιδέα είναι σήμερα «προφανής» και «φυσική», φόρεσε το μανδύα του «αδιαμφισβήτητου» για τόσο καιρό που της έγινε δεύτερο δέρμα. Κι όμως, η ίδια ιδέα συζητήθηκε την εποχή του Taylor με διάρκεια και πάθος. Έτσι, η σχετική συζήτηση μπορεί σήμερα να καταδείξει τόσο το μέγεθος των αλλαγών στις αντιλήψεις μας περί εργασιακών διαδικασιών, σε διάστημα μικρότερο των εκατό χρόνων, όσο και το βαθμό στον οποίο τα πάλαι ποτέ αμφισβητήσιμα τεϊλορικά συμπε
134 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ράσματα έχουν πια καταστεί κοινός τόπος. Ο Taylor αντιμετώπισε τα σχετικά ερωτήματα (όπως: γιατί η εργασία να μελετάται από τη διεύθυνση και όχι από τον ίδιο τον εργάτη; Γιατί επιστημονικό μάνατζμεντ και όχι επιστημονική διεξαγωγή της εργασίας;) επανειλημμένα κι επιστράτευσε όλη του την εφευρετικότητα για να βρει απαντήσεις, αν και όχι πάντα με τη συνηθισμένη του ειλικρίνεια. Ό πω ς ισχυρίστηκε στο Principles of Scientific Management, το «παλιό σύστημα μάνατζμεντ»:
καθιστά τον εργάτη σχεδόν μοναδικό υπεύθυνο τόσο για το γενικό σχέδιο, όσο και για την κάθε λεπτομέρεια της εργασίας του, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο εργάτης είναι υπεύθυνος ακόμη και για τα μέσα εκτέλεσης της εργασίας. Εκτός από όλα αυτά, ο εργάτης πρέπει να εκτελέσει και την ίδια την εργασία. Από την άλλη, η ανάπτυξη μιας επιστήμης της εργασίας σημαίνει την ανάπτυξη νόμων, κανόνων και μαθηματικών τύπων που προορίζονται να αντικαταστήσουν την κρίση του μεμονωμένου εργάτη και οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά μόνο εφόσον έχουν καταγραφεί, ταξινομηθεί, κλπ, με συστηματικό τρόπο. Η χρήση των επιστημονικών δεδομένων με τη σειρά της, απαιτεί ένα χώρο αποθήκευσης των βιβλίων, των καταλόγων και των λοιπών εγγράφων που προκύπτουν, καθώς και ένα γραφείο όπου θα εργάζεται ο σχεδιαστής. Έτσι, όλος ο σχεδιασμός που υπό το παλιό σύστημα γινόταν από τον εργάτη με οδηγό την προσωπική του εμπειρία, υπό το καινούριο σύστημα πρέπει α- παραιτήτως να γίνεται από τη διεύθυνση σύμφωνα με τους νόμους της επιστήμης. Γιατί, ακόμη και αν ο εργάτης ήταν κατάλληλος για την επεξεργασία επιστημονικών δεδομένων, και πάλι θα ήταν αδύνατον να δουλεύει ταυτόχρονα στη μηχανή του και στο γραφείο. Είναι εξάλλου προφανές πως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, χρειάζεται ένας συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου για την κατάστρωση του σχεδίου, και ένας άλλος εντελώς διαφορετικός τύπος ανθρώπου για την εκτέλεση της εργασίας.20
Μπορούμε με ασφάλεια να αντιπαρέλθουμε τις αντιρρήσεις περί των χωροταξικών διευθετήσεων· μικρή σημασία έχουν εκτός από το να παίζουν το ρόλο του καρυκεύματος, υπερβάλλοντας για τη σοβαρότητα εμποδίων που στην πραγματικότητα αποδεικνύονται κάθε άλλο παρά αξεπέραστα. Από την άλλη, η αναφορά στους «διαφορετικούς τύπους» εργα-
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 135
των είναι τεράστιο ψέμα. Ό πω ς είναι σαφές, τέτοιοι «διαφορετικοί τύποι» δεν υπήρχαν καν προτού δημιουργηθαύν από τον καταμερισμό της εργασίας. Ό πω ς καταλάβαινε πολύ καλά ο Taylor, η γνώση της τέχνης καθιστούσε τον εργάτη την καλύτερη αφετηρία για την ανάπτυξη της επιστήμης της εργασίας. Η συστηματοποίηση, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, σήμαινε τη συγκέντρωση της γνώσης ηον ήδη κατείχαν οι εργάτες. Ο Taylor όμως, με τη σιγουριά που του έδινε η εμμονή της δήθεν απαράμιλλης λογικής των ιδεών του, δε σταματούσε εκεί. Στριμωγμένος και αμυνόμενος μπροστά στην ειδική επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, σκέφτηκε και άλλα επιχειρήματα:
Κύριε πρόεδρε, θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσω πως οι εργασίες και οι μέθοδοι που περιέγραψα οδηγούν στην ανάπτυξη μιας επιστήμης, μόνον όμως εφόσον ανατεθούν στη διεύθυνση. Θα ήταν μάλιστα αδύνατον να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για τον εργάτη. Βέβαια, υπάρχουν εργάτες που είναι ικανοί να αναπτύξουν μια επιστήμη, που έχουν αρκετό μυαλό και είναι το ίδιο ικανοί να αναπτύξουν μια επιστήμη με εκείνους που βρίσκονται με τη μεριά της διεύθυνσης. Κι όμως, η επιστήμη της διεξαγωγής οποιοσδήποτε εργασίας δεν μπορεί να προέλθει από τον εργάτη. Γιατί; Διότι ο εργάτης δεν διαθέτει ούτε το χρόνο ούτε το χρήμα που απαιτείται. Η ανάπτυξη της επιστήμης της εργασίας πάντοτε χρειαζόταν δύο ανθρώπους, έναν για να εκτελεί την εργασία, και έναν για να παρακολουθεί στενά τον πρώτο ενώ δουλεύει και να μελετά τα προβλήματα χρόνου και τα προβλήματα κινήσεων που εμπλέκονται με την προς μελέτη εργασία. Κανείς εργάτης δε διαθέτει επαρκή χρόνο και χρήμα να σπατα- λήσει σε τέτοια πειράματα. Αν προσπαθήσει μόνος του, κανείς δεν θα τον πληρώσει για όσο μελετάει τις κινήσεις κάποιου άλλου. Η χρηματοδότηση τέτοιων μελετών είναι τελικά υποχρέωση, αλλά και καθήκον της διεύθυνσης. Έτσι λοιπόν, είναι αδύνατον ο εργάτης να αναπτύξει μια επιστήμη, όχι γιατί του λείπουν οι διανοητικές ικανότητες, αλλά διότι δεν διαθέτει τον απαιτού- μενο χρόνο και το απαιτούμενο χρήμα και αντιλαμβάνεται και ο ίδιος πως αυτή η αρμοδιότητα ανήκει στη διεύθυνση.21
Ο Taylor υποστηρίζει πως η συστηματική μελέτη της εργασίας και οι καρποί αυτής της μελέτης ανήκουν στη διεύθυνση, για τον ίδιο λόγο που
136 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
της ανήκουν τα κτίρια, οι μηχανές, κλπ: γιατί η διεξαγωγή μιας τέτοιας μελέτης χρειάζεται εργασία, και ο μόνος που έχει τη δυνατότητα να αγοράσει εργασία είναι αυτός που έχει κεφάλαιο στην ιδιοκτησία του. Οι ιδιοκτήτες της εργατικής δύναμης δεν έχουν τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσουν αλλιώς, παρά πουλώντας την για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Πράγματι, έτσι έχουν τα πράγματα υπό τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και η συγκεκριμένη χρήση του επιχειρήματος από τον Taylor δείχνει ακριβώς μέχρι που φτάνει η επικράτεια του κεφαλαίου: δεν είναι μόνο το κεφάλαιο στην ιδιοκτησία του καπιταλιστή, αλλά και η ίδια η εργασία έχει γίνει κομμάτι τον κεφαλαίου. Δεν αρκεί πλέον που οι εργάτες έχουν χάσει τον έλεγχο των μέσων της παραγωγής, αλλά πρέπει τώρα να χάσουν και τον έλεγχο της εργασίας τους και του τρόπου διεξαγωγής της. Ο έλεγχος θα γίνει δουλειά εκείνων που «διαθέτουν το χρόνο και το χρήμα» για να μελετήσουν την εργασία μέχρι να τη μάθουν απ’ έξω κι ανακατωτά, μέχρι να μάθουν περισσότερα από όσα ξέρουν οι εργάτες για τη δημιουργία που βγαίνει από τα χέρια τους.
Όμως ο Taylor δεν είχε ολοκληρώσει. «Επιπλέον», είπε στην επιτροπή, «αν κάποιος εργάτης ανακαλύψει μια νέα, ταχύτερη μέθοδο διεξαγωγής της εργασίας του, το συμφέρον του είναι, όπως καταλαβαίνετε, να την κρατήσει για τον εαυτό του, να μην τη μάθει σε κανέναν άλλο εργάτη. Το συμφέρον του είναι αυτό που πάντα έκαναν οι εργάτες, να κρατάνε δηλαδή τα μυστικά του επαγγέλματος για τους ίδιους και για τους φίλους τους. Έτσι ακριβώς έχει η παλιά ιδέα των μυστικών του επαγγέλματος. Ο εργάτης κρατούσε τη γνώση για τον εαυτό του, αντί να αναπτύξει μια επιστήμη, να τη διδάξει οε άλλους και να την καταστήσει δημόσια περιουσία»22. Πίσω από την πρεμούρα για τα «μυστικά της συντεχνίας», βρίσκεται η θεμελιώδης πεποίθηση του Taylor ότι η βελτίωση των εργασιακών μεθόδων από τους εργάτες ελάχιστα οφέλη θα απέφερε στη διεύθυνση και τους ιδιοκτήτες. Σε κάποιο άλλο σημείο της κατάθεσης, αναφερόμενος στη δουλειά του Frank Gilbreth, ενός συνεργάτη του που για πολλά χρόνια μελετούσε το χτίσιμο με τούβλα, ο Taylor παραδέχεται με ειλικρίνεια ότι όχι μόνο η «επιστήμη του χτισίματος» μπορούσε να αναπτυχθεί από τους εργάτες, αλλά και ότι αναμφίβολα αυτό συνέβη: «Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως τα τελευταία 4.000 χρόνια έχουν υπάρξει πολλοί, πάρα πολλοί χτίστες που κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα και τις ίδιες μεθόδους που σήμερα προτείνει ο κύριος Gilbreth». Καθώς όμως η εργατική γνώση είναι άχρηστη για το κεφάλαιο, ο Taylor ευθύς αμέσως ξεκινάει
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 137
τον κατάλογο με τους πόθους του επιστημονικού μάνατζμεντ: «Πρώτον. Η ανάπτυξη - από τη διεύθυνση και όχι από τους εργάτες - της επιστήμης του χτισίματος με τούβλα»23. Ό πω ς εξηγεί, για όποιον δεν το κατάλαβε, οι εργάτες ποτέ δεν θα βάλουν σε εφαρμογή οποιοδήποτε σύστημα ή μέθοδο βλάπτει αυτούς και τους συναδέλφους τους: «Θα ήταν ποτέ δυνα- τόν», λέει αναφερόμενος στη δουλειά με τις σιδηροχελώνες, «ν’ αποφασίσουν από μόνοι τους να διώξουν εφτά στους οκτώ από την ομάδα τους και να κρατήσουν τον όγδοο; Ό χι βέβαια!»24.
Τελικά ο Taylor κατανοούσε την αρχή του Babbage πολύ καλύτερα από τους σύγχρονούς του, και πάντοτε την τοποθετούσε στην κορυφή των προτεραιοτήτων και των λογαριασμών του. Λέγοντας «μελέτη της εργασίας», ποτέ δεν είχε στο νου του την ενίσχυση των ικανοτήτων του εργάτη, την αύξηση της γνώσης του για την εργασία του, ποτέ δεν περνούσε από το μυαλό του η ιδέα πως θα ήταν δυνατό μια τεχνική να εξελίσσεται και μαζί της να εξελίσσεται και ο εργάτης. Αντί γι' αυτά, ο σκοπός του ήταν να υποτιμήσει τον εργάτη μειώνοντας την εκπαίδευσή του κι αυξάνοντας την παραγωγή του. Στο Shop Management, το πρώτο από τα βιβλία του, παραδέχεται με ειλικρίνεια πως «οι πλήρεις δυνατότητες» του συστήμα- τός του «θα γίνουν αντιληπτές μόλις καθεμιά από τις μηχανές του εργαστηρίου φτάσει να έχει μπρος της έναν άντρα με μικρότερο κύρος, με λι- γότερα προσόντα, συνεπώς έναν άντρα φτηνότερο από εκείνον που απαι- τούνταν με το παλιό σύστημα»25.
Έτσι λοιπόν, προκειμένου η διεύθυνση να διασφαλίσει τον έλεγχο του χώρου εργασίας και προκειμένου να υποτιμηθεί ο εργάτης, η σύλληψη και η εκτέλεση πρέπει να καταστούν δραστηριότητες διαφορετικές, ξένες μεταξύ τους. Για να επιτευχθεί αυτό, ο εργάτης πρέπει να αποκλειστεί από κάθε μελέτη των εργασιακών διαδικασιών· αυτό το πεδίο θα βρίσκεται πια στην αποκλειστικότητα της διεύθυνσης. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα φτάνουν στους εργάτες με τη μορφή απλοποιημένων καθηκόντων που καθορίζονται από απλοποιημένες οδηγίες. Και αυτές τις οδηγίες είναι που πρέπει στο εξής να ακολουθούν δίχως σκέψη, δίχως δισταγμό, δίχως καμιά κατανόηση της λογικής τους, των δεδομένων που τις διαμόρφωσαν ή του τεχνικού τους υπόβαθρου.
Τρίτη αρχήΌ πω ς έγραφε ο Taylor, η βασική παραδοχή όλων των «κανονικών
μορφών μάνατζμεντ είναι πως ο εργάτης έχει γίνει ικανότερος στην τέχνη
138 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
του απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να γίνει οποιοδήποτε μέλος της διεύθυνσης, συνεπώς οι λεπτομέρειες του τρόπου εκτέλεσης της εργασίας είναι δική του αρμοδιότητα». Σε αντίθεση όμως: «Ίσως το κυρίαρχο συστατικό του σύγχρονου επιστημονικού μάνατζμεντ να είναι η έννοια του καθήκοντος. Η δουλειά του κάθε εργάτη σχεδιάζεται λεπτομερώς από τη διεύθυνση τουλάχιστον με μια μέρα περιθώριο και, τις περισσότερες φορές, κάθε εργάτης λαμβάνει γραπτές οδηγίες, που περιγράφουν λεπτομερώς το καθήκον του, όπως και τα μέσα που καλείται να χρησιμοποιήσει για να το διεκπεραιώσει. ...Η έννοια του καθήκοντος περιλαμβάνει όχι μόνο το τι πρέπει να γίνει, αλλά και πώς πρέπει να γίνει, και τον ακριβή χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να γίνει... Το επιστημονικό μάνατζμεντ συνίσταται κατά κύριο λόγο στην προετοιμασία και την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων»26.
Το σημαντικό εδώ δεν είναι βέβαια η καρτέλα με τις γραπτές οδηγίες*. Ο Taylor δε χρειάστηκε καμιά καρτέλα στην περίπτωση του Schmidt, όπως δεν χρησιμοποίησε καρτέλες σε πολλές άλλες καταγραμμένες περιπτώσεις. Το σημαντικό είναι ο συστηματικός προ-σχεδιασμός και προ-υ- πολογισμός του παραμικρού στοιχείου της εργασιακής διαδικασίας η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει πλέον σαν διαδικασία στη φαντασία του εργάτη, αλλά μόνο σαν διαδικασία στο μυαλό των διευθυντικών
’ Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τις καρτέλες να γίνουν για κάποιο καιρό το φετίχ των κάθε είδους μάνατζερ. Η μόδα της καρτέλας παρήλθε βέβαια, όταν τα «καθήκοντα» α- πλοποιήθηκαν τόσο, που δεν υπήρχε πλέον κανένας λόγος για γραπτές οδηγίες. Πα- ρόλ’ αυτά, η κεντρική ιδέα παραμένει και δεν είναι άλλη από τον άμεσο καθορισμό της διαδικασίας από τη διεύθυνση, με τον εργάτη να λειτουργεί σαν απλός μεσολαβητής, σαν ασφυκτικά ελεγχόμενο εργαλείο. Με αυτή την έννοια, η Lillian Gilbreth όρισε την καρτέλα οδηγιών ως «αυτενεργό παραγωγό ενός προκαθορισμένου προϊόντος» [Lillian Gilbreth, The Psychology of Management (1914), στο The Writings of the GiUneths, ε- πίμ. William R. Spriegel Sc Clark E. Myers, (Χόουμγουντ, εικ., 1953), σ. 404], Ο εργάτης ως παραγωγός αγνοείται. Τώρα πια τα σχέδια και οι οδηγίες της διεύθυνσης είναι που δημιουργούν το προϊόν· η διεύθυνση είναι ο παραγωγός.
Πρόκειται για την ίδια καρτέλα που φύτεψε στον εγκέφαλο του Alfred Marshall την περίεργη άποψη ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους εργάτες για να μάθουν πώς διεξάγεται η παραγωγή. Όπως μας λέει, μια τέτοια καρτέλα «εφόσον πέσει στα χέρια κάποιου στοχαστικού ανθρώπου, μπορεί να του υποδείξει κάτι για τους στόχους και τις μεθόδους των κατασκευαστών της· [Alfred Marshall, Industry and Trade (Λονδίνο, 1919, 1932), σ. 391-393]. Μπορεί λοιπόν ο εργάτης να έχασε τη γνώση της τέχνης του, αλλά τώρα θα αντιληφθεί την πολύ πιο περίπλοκη τεχνική γνώση της σύγχρονης παραγωγής από την καρτέλα των «καθηκόντων· του. Μα βέβαια! Και οι παλαιοντολό- γοι ανασκευάζουν ολόκληρο δεινόσαυρο από ένα και μόνο ταπεινό δόντι!
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 139
στελεχών. Αν λοιπόν η πρώτη αρχή είναι η συλλογή και περαιτέρω ανάπτυξη της γνώσης των εργασιακών διαδικασιών, αν η δεύτερη είναι η συγκέντρωση αυτής της γνώσης στους κόλπους της διεύθυνσης - μαζί βέβαια με το αναγκαίο της συμπλήρωμα, την απουσία αντίστοιχης γνώσης μεταξύ των εργατών - τότε η τρίτη αρχή είναι η χρήση, αυτού τον μονοπωλίου της γνώσης με στόχο τον ασφυκτικό έλεγχο του τρόπου εκτέλεσης κάθε βήματος της εργασιακής διαδικασίας.
Καθώς οι καπιταλιστικές πρακτικές εξελίχθηκαν στη βιομηχανία, στα γραφεία και το εμπόριο, ακολούθησαν αυτήν την αρχή με τόση θρησκευτική ευλάβεια, που τελικά κατέληξε να θεωρείται παράδοση. Ταυτόχρονα, ο βαθμός πολυπλοκότητας των περισσότερων εργασιακών διαδικασιών αύξανε ευθέως ανάλογα με την επιστημονικοποίησή τους, έτσι που ο εργάτης, όντας αποκλεισμένος από αυτές τις εξελίξεις, καταλάβαινε όλο και λιγότερα από τις διαδικασίες εντός των οποίων λειτουργούσε. Στην αρχή βέβαια, όπως αντιλαμβανόταν κι ο Taylor, αυτό που χρειαζόταν ήταν μια βίαιη όσο και απότομη ψυχολογική μεταστροφή*. Ή δη στην απλή περίπτωση του Schmidt, είδαμε το είδος των μέσων που επιστρατεύονταν στην επιλογή του αρχικού εργάτη, όπως και τους τρόπους επανα- προσανατολισμού του στις νέες συνθήκες εργασίας. Στις περίπλοκες συνθήκες του μηχανουργείου, ο Taylor άφηνε αυτές τις αρμοδιότητες στον επιστάτη. Είναι βασικό, έλεγε για τους επιστάτες, «να τους καταστεί σαφές με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως οι εργάτες πρέπει να εκτελούν τις οδηγίες ακριβώς όπως αυτές περιγράφονται στις καρτέλες οδηγιών. Στην αρχή αυτό θα είναι πολύ δύσκολο, αφού οι εργάτες είναι συνηθισμένοι εδώ και χρόνια να εκτελούν τις λεπτομέρειες της εργασίας τους κατά πώς τους βο-
Δεν πρέπει να υποθέτουμε άτι τέτοιες ψυχολογικές μεταβολές στις σχέσεις εργατών και διευθυντών ανήκουν αποκλειστικά στο παρελθόν. Αντιθέτως, επαναλαμβάνονται διαρκώς, καθώς η βιομηχανία και το εμπόριο δημιουργούν νέα επαγγέλματα τα οποία έπειτα τυποποιούνται και υπάγονται στον έλεγχο του μάνατζμεντ. Καθώς αυτή η τάση αρχίζει να λυμαίνεται τα γραφεία, τα τεχνικά επαγγέλματα και τις υψηλότερες κλίμακες του εργατικού δυναμικού, οι κοινωνιολόγοι αρέοκονται να την αποκαλούν «γραφειοκρατ ικοποίηση». Η συγκεκριμένη - ασαφής και ατυχής συνάμα - χρήση της Βε- μπεριανής ορολογίας δεν εκφράζει τίποτα παραπάνω από την επιθυμία των ε- μπνευσιών της να θεωρήσουν αυτό το είδος ελέγχου της εργασίας ως «εγγενές» στις λεγάμενες «επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας». Εμείς, από την μεριά μας, θεωρούμε καλύτερο να εννοούμε αυτόν τον έλεγχο ως ειδικό προϊόν της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας που υποδεικνύει όχι την κλίμακα των εργασιών, αλλά την κλίμακα του κοινωνικού ανταγωνισμού.
140 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λεύει, ενώ πολλοί είναι φίλοι με τ’ αφεντικά και νομίζουν πως ξέρουν τόσα για την επιχείρηση όσα και οι ιδιοκτήτες της»27.
Το σύγχρονο μάνατζμεντ διαμορφώθηκε με βάση αυτές τις τρεις αρχές. Εμφανίστηκε ως θεωρία και ως πράξη, ακριβώς την εποχή που η μετατροπή της εργασίας από διαδικασία βασισμένη στην τέχνη σε διαδικασία βασισμένη στην επιστήμη αποκτούσε τους ταχύτερους ρυθμούς της. Σε εκείνο το περιβάλλον, ο ρόλος του σύγχρονου μάνατζμεντ ήταν να καταστήσει συνειδητή και συστηματική την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής που παλιότερα ήταν ασυνείδητη: να εγγυηθεί δηλαδή, κατά πρώτον, πως καθώς η τέχνη εξαφανιζόταν ο εργάτης θα υποβιβαζόταν στο επίπεδο της γενικής, αδιαφοροποίητης εργατικής δύναμης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με την ίδια ευκολία για μια πληθώρα διαφορετικών απλών καθηκόντων και, κατά δεύτερον, πως καθώς η επιστήμη αναπτυσσόταν θα καθίστατο αποκλειστικό προνόμιο και ιδιοκτησία της διεύθυνσης.
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. Peter F. Drucker, The Practice of Management (Νέα Υόρκη, 1954), σ. 280.2. Δες το Sudhir Kakar, Frederick Taylor: A Study in Personality and Innovation (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη, 1970), σ. 115-117, καθώς και το Henri Fayol, General and Industrial Management, (1916· μτφρ., Λονδίνο, 1949).3. Lyndall Urwick και E. F. L. Brech, The Making of Scientific Management, 3 τομ. (Λονδίνο, 1945, 1946, 1948), τ. I, σ. 17.4. Δες το Georges Friedmann, Industrial Society (Γκλενκό, εικ., 1964) και ειδικά τις σ. 51-65.5. Lyndall Urwick, The Meaning of Rationalization, (Λονδίνο, 1929), σ. 13-16.6. Kakar, Frederick Taylor, όπως πριν, σ. 17-27, 52-54.7. Taylor’s Testimony Before the Special House Comitee, στο Frederick W. Taylor, Scientific Management (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1947), σ.79-85. Πρόκειται για έναν τόμο που περιλαμβάνει τα τρία βασικά έργα του Taylor, το Shop Management (1903), το The Principles o f Scientific Management (1911), καθώς και ένα δημόσιο έγγραφο, το Hearings Before Special Comitee of the House of Representatives to Investigate the Taylor and Other Systems of Shop Management (1912), το οποίο περιλαμβάνεται στον συγκεκριμένο τόμο με τον τίτλο που δόθηκε παραπάνω. Οι σελίδες του κα- θενός από τα τρία κείμενα έχουν ξεχωριστή αρίθμηση.8. Στο ίδιο, σε όλα τα περιεχόμενά του. Shop Management, σ. 30, The Principles of Scientific Management, σ.13-14, Hearings Before Special Comitee, o. 8.9. Shop Management, a. 32-33.
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 141
10. Στο ιδιο, σ. 34-35.11. The Principles of Scientific Management, a. 52.12. Στο ίδιο, σ. 32.13. Στο ίδιο, σ. 48-49, 53.14. Στο ίδιο, σ. 41-47.15. Στο ίδιο, σ. 61-62.16. Στο ίδιο, σ. 107-109.17. Στο ίδιο, σ. 111.18. Στο ίδιο, σ. 36.19. Στο ίδιο, σ. 22.20. Shop Management, σ. 98-99.21. The Principles o f Scientific Management, a. 37-38.22. Hearings Before Special Comitee, a. 235-236.23. Στο ίδιο.24. Στο ίδιο, σ. 75, 77.25. The Principles o f Scientific Management, a. 62.26. Shop Management, σ. 105.27. The Principles o f Scientific Management, a. 63, 39.28. Shop Management, σ. 108.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Ο όρος που χρησιμοποιείται στην αγγλική βιβλιογραφία είναι «scientific management movement». Ό πω ς θα δούμε και παρακάτω, σε γλώσσες που δεν διαθέτουν όρους αντίστοιχους του «management», ο όρος «scientific management» μεταφράστηκε ως «επιστημονική οργάνωση της εργασίας». Το πρόβλημα που ανακύπτει εδώ είναι ότι το «scientific management», όπως διαμορφώθηκε και πλα- σαρίστηκε από τον Taylor και τους συν αυτώ, δεν περιλάμβανε μόνο εργαλεία και μεθόδους για την οργάνωση της εργασίας, αλλά και ιδέες για τη διακίνηση πρώτων υλών και τελικών προϊόντων, συστήματα αμοιβών και κινήτρων, κλπ. Επεκτει- νόταν δηλαδή έξω από το χώρο της καθαρής παραγωγής σε ζητήματα που σήμερα είναι αρμοδιότητα των logistics, της διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, κ.ο.κ. Έτσι είναι βέβαια οι επιστήμες, καθολικές και αδηφάγες- από τη μεριά μας ωστόσο, δεδομένου αυτού του διευρυμένου φάσματος αρμοδιοτήτων που διεκδίκη- σε το «κίνημα» για τον εαυτό του, θα προτιμήσουμε τον όρο «επιστημονικό μάνατζμεντ» που, αν και άκομψος, είναι εν πάση περιπτώσει λειτουργικός.(2). Ο όρος «speed up», που εδώ μεταφράζεται ως «γκάζωμα», είναι όρος που μεταπολεμικά χρησιμοποιούνταν συστηματικά από τα αμερικανικά συνδικάτα και ειδικά εκείνα της αυτοκινητοβιομηχανίας, για να περιγράφει την πρακτική της διεύθυνσης να επιταχύνει απροειδοποίητα την αλυσίδα συναρμολόγησης προκει- μένου να καλύψει υποτιθέμενα κενά της παραγωγής. Οι μεγάλες μεταπολεμικές απεργίες που παγίωσαν την ισχύ του συνδικάτου των εργατών της αυτοκινητοβιομηχανίας ήταν «speed up strikes», απεργίες δηλαδή που ζητούσαν την καθιέρωση
142 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μίας σταθερής και αδιαπραγμάτευτης ταχύτητας της αλυσίδας για κάθε μοντέλο αυτοκινήτου.(3). Εδώ χρησιμοποιείται ο όρος «corporation» που διαφέρει από όρους όπως «enterprise» και «company», αφού αναφέρεται σε εταιρείες μεγάλου μεγέθους, συγκεκριμένου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, κλπ.(4). Το τμήμα «ανθρωπίνων σχέσεων» (human relations) της εποχής του Braverman είναι βέβαια ο πρόδρομος του τμήματος «ανθρωπίνων πόρων» (human resources) της σημερινής εποχής. Να λοιπόν η επιρροή της καταστροφής του κοινωνικού κράτους στις μανατζερίστικες ονομασίες.(5). Λειτουργική επιστασία: «functional foremanship». Προγράμματα παροχής κινήτρων: «Incentive Pay Schemes». Η «λειτουργική επιστασία» ήταν το κομμάτι των τεϊλορικών καινοτομιών που αφορούσε τους επιστάτες, διατηρώντας βέβαια την κεντρική γραμμή της αποειδίκευσης και του περιορισμού των αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Daniel Nelson, «ο Taylor πίστευε ότι ο εργατικός περιορισμός της παραγωγής και η χαμηλή παραγωγικότητα είχαν διάφορες αιτίες, μεταξύ των οποίων και οι υπερβολικές προσδοκίες της διεύθυνσης από τον παρα- φορτωμένο με αρμοδιότητες επιστάτη. Πράγματι, το επιστημονικό μάνατζμεντ κατήργησε πολλές αρμοδιότητες των επιστατών επί της παραγωγής και του καθορισμού του κόστους, ενώ η συστηματική χρονομέτρηση κατήργησε τις παραδοσιακές αρμοδιότητες του επιστάτη επί του καθορισμού του ρυθμού της παραγωγής. Φαίνεται μάλιστα πως γύρω στα 1897 ο Taylor ήταν έτοιμος να καταργήσει εντελώς τον παραδοσιακό επιστάτη. 'Οταν, για παράδειγμα, οι επιστάτες της εταιρείας μηχανών εξέλασης Simonds παραιτήθηκαν μαζικά το 1897, ο Taylor τους αντικατέστησε αφενός με ένα «τμήμα σχεδιασμού» (planning department) που διεύθυνε όλες τις εργασίες στο εσωτερικό του εργοστασίου και συντόνιζε τους επιβλέποντες, και αφετέρου με τους «λειτουργικούς επιστάτες» (functional foremen), καθένας εκ των οποίων ήταν επιφορτισμένος με ένα μέρος των αρμοδιοτήτων του παραδοσιακού επιστάτη. Έτσι, ο «gang boss» επέβλεπε τη διακίνηση των υλικών, ο «speed boss» ετοίμαζε τη δουλειά με τις μεθόδους που είχαν καθοριστεί «επιστημονικά», ο «inspector» διασφάλιζε την ποιότητα του τελικού προϊόντος, ο «repair boss» είχε στην αρμοδιότητά του τη συντήρηση των μηχανών και ο «disciplinarian» προσλάμβανε και απέλυε εργάτες» [Daniel Nelson, Managers and Workers: Origins of the 2 (r Century Factory System in the United States, 1880-1920, The University of Wisconsin Press, 1995, σ. 58].(6). Στις ελληνικές πολυτεχνικές σχολές, ο όρος «μηχανικός παραγωγής» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατεύθυνση σπουδών που στον αγγλοσαξονικό κόσμο ονομάζεται «industrial engineer». Το ποιόν της συγκεκριμένης κατεύθυνσης θα γίνει εμφανές στα παρακάτω.(7). Γαλλικά στο πρωτότυπο. Ο όρος «scientifique» σημαίνει «επιστημονική», ενώ ο όρος «rationnelle» σημαίνει «ορθολογική». Την ίδια ακριβώς διαδρομή έχει κάνει ο όρος και στα ελληνικά πολυτεχνικά συγγράμματα, παρόλο που η ελληνική βιομηχανία ούτε καν προσέγγισε ποτέ της τα μεγαλεία της γαλλικής.(8). Ο αγγλικός όρος είναι «gang boss».(9). Ο αγγλικός όρος είναι «soldiering» και είναι επινόηση του ίδιου του Taylor (γΓ αυτό άλλωστε και νιώθει την ανάγκη να τον εξηγήσει στην επιτροπή). Ο Merrit Roe Smith αποκαλεί τον ίδιο όρο «pacing», δηλαδή κάτι σαν «καθορισμός
ΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 143
του ρυθμού»: «Ο καθορισμός του ρυθμού, ή soldiering όπως θα τον ονόμαζε αργότερα ο Frederick W. Taylor, εμφανιζόταν [κατά τα μέσα του 19ου αιώνα] με διάφορες μορφές: ο συλλογικός και άτυπος καθορισμός του επιπέδου παραγωγής ή αλλιώς «ταρίφα», τα κάθε είδους διαλείμματα άνευ αδείας για κάπνισμα, τουαλέτα, ουίσκι και αγορά γλυκών από τον τοπικό φούρναρη που περίμενε έξω από τις πύλες του εργοστασίου, το ψάξιμο για εργαλεία που χάθηκαν, το ακόνισμα και η επιδιόρθωση των εργαλείων που βρέθηκαν και το διάβασμα εφημερίδων στη δουλειά, είναι όλα τους χαρακτηριστικά παραδείγματα» [Merrit Roe Smith, «Industry. Technology and the “Labor Question” in 19-th Century America: Seekin Synthesis», Technology and Culture, τ. 32, No 3 Ιούλιος 1991, Σικάγο: The University of Chicago Press, 1991].(10). Η έκφραση του πρωτότυπου είναι «hog», που σημαίνει γουρούνι αλλά και άπληστο άνθρωπο. Η έκφραση «hog» μαζί με πολλές άλλες (boss’s pet κλπ.) χρησιμοποιούνταν από τα μέσα του 19ου αιώνα από τους μάστορες για να βρίσουν αυτούς που σπάνε το κοινά συμφωνημένο επίπεδο ημερήσιας παραγωγής, την «ταρίφα» («stint»). Δες το Montgomery David, Workers’ Control in America: Studies in the History of Work and Labor Struggles, Cambridge University Press, 1979, για το πλήρες υβρεολόγιο.(11). Η «σωστή δουλειά της μέρας» (a fair day’s work) ήταν ένα από τα τεΐλορικά συνθήματα (ή επιστημονικούς όρους αν προτιμάτε) που άντεξε στο χρόνο τόσο πολύ που να το συναντάμε και σε μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις εργατών και διεύθυνσης.(12). Οι αγγλικοί όροι είναι «loafing», «marking time» και «soldiering».(13). Ο αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται εδώ είναι «pig iron» και εννοεί το σίδηρο στη μορφή που του δίνεται όταν βγαίνει από το καμίνι. Στα ελληνικά, η ίδια ακανόνιστη σφαιροειδής μορφή ονομάζεται «σιδηροχελώνα» ή απλώς «χελώνη».(14). Ο τεϊλορικός όρος είναι «task work» και, όπως θα φανεί παρακάτω (δες «αρχή τρίτη» στο ίδιο κεφάλαιο), εννοεί την ανάθεση στον εργάτη επακριβώς («επιστημονικά») καθορισμένων καθηκόντων.(15). Ο Taylor χρησιμοποιεί τη μονάδα μέτρησης «long ton» που αντιστοιχεί σε 1.016 κιλά ή 2.400 pounds.(16). Ως «τέχνη» μεταφράζουμε το «craft». Ως «επάγγελμα» μεταφράζουμε το «trade».(17). Ο όρος του Taylor είναι «slide rule». Ο Braverman δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για μηχάνημα ή μεθοδολογία, όμως η ονομασία αντιστοιχεί στο μηχάνημα με το οποίο οι μηχανικοί της εποχής έκαναν τους περίπλοκους υπολογισμούς που απαιτούσε το επάγγελμα (ως γνωστόν, δεν είχαν κομπιουτεράκι). Το μηχάνημα ήταν εξαιρετικά απλό και είχε τη μορφή χάρακα με μετακινούμενα μέρη, παρόλ' αυτά είχε δυνατότητες διεξαγωγής εξαιρετικά περίπλοκων υπολογισμών. Μπορούμε λοιπόν να υποπτευθούμε ότι μάλλον πρόκειται εδώ για κάποια ειδική χρήση εκείνου του μηχανήματος- έτσι προέκυψε και ο «κανόνας» της μετάφρασης.(18). Πρόκειται εδώ για τα τμήματα «planning» και «laying out» τα οποία, όπως είδαμε και προηγουμένως, αναμορφώνονταν και αναλάμβαναν πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες υπό το τεϊλορικό σύστημα.
Ξυλουργικός τόρνος για την κατασκευή υ ιιοκόιιανω ν, 1822. Κ ατασκευασμένος α π ό τον T hom as B lanchard για λ ογα ριασ μό του κρατικού ο ιιλουργείου cno S p ringfie ld , Η Π Α , αυτός ο τό ρ νος αιιοτελούσε τον ακρ ογω νια ίο λ ίθο μ ια ς συστάδας δεκατεσ- οάροιν δ ια φ ορ ετικ ώ ν δ ια δ οχικά το ιιοθετη μ ένω ν μ ηχανώ ν. Η συστάδα κατασκεύαζε σχεδόν ολοκληρω μένους υ ιιοκόιιανους ξεκινώ ντας α ιιό πλανισμένη ξυλεία.Ο συγκεκρ ιμ ένος τόρνος δούλευε ακολουθώ ντας μ η χα νικά ένα ιιροκα τα σκ ευα ομ ένο σχέδ ιο , ο ιιότε ήταν ικανός για ελάχιστη πο ικ ιλ ία κ α τερ γα σ ιώ ν η όλη δ ιά τα ξη τω ν 'δεκα τεσ σ ά ρ ω ν μ η χανών, ή δη α ιιό το 1822 επεδείκνυε για λογα ρ ιασ μό του σ τρ α τού τις τερ ά στιες δυνατότητες που μ ιιορ εί να έχουν οι μη χα νές ε ιδ ικ ής χρή σ η ς τοπ οθετημ ένες εν σειρά .
Μ ηχανή κατασκευής ιιινεζώ ν, 1838. Ο εφευ ρέτης της, R ichard H ow e, π α τεντάρ ισ ε τη μ η χα νή του για πρώ τη φ ο ρ ά το 1833, ενώ αυτή η ιιερ ιστροφ ι- κή μη χα νή κατασκευής ιιινεζώ ν είνα ι εξέλιξη τη ς προη γούμ ενη ς, εν όψει μ ετα κόμ ιση ς τη ς ε π ιχε ίρ η σ η ς H ow e οε μ εγαλύτερο μηχα νουργείο . Έ χ ο ντας κατ’ αυτό τον τρ ό π ο ουλλάβει πλή ρω ς το νόη μ α των ύμνων του A dam Sm ith στους π ινεζοκατασκευαστές, ο H ow e πα ρ έμ εινε επ ιχε ιρ η μ α τικ ά ε νεργός μ έχρ ι το θάνα τό του το 1876.
II μ η χα νή εκ τύ π ω σης ιη ς εφ η μ ερ ίδα ς Dailv T e leg rap h , κά που σ ια 1800.
Γ ραμμή α ιιοου να ρ μολόγησ ης σφαγείου, 1873. Π ρ ώ ιμ ο δ είγμ α τη ς γρ α μ μ ή ς ιιαρα γω γή ς, τα ιιρώ τα τέτο ια σφ α γεία εμφ α νίστηκ α ν στο C incinnati και έγιναν δ ιά ο η μ α στο Chicago, “το πα γκόσμ ιο σφ α γείο", τη ν ειιοχή του H en ry Ford . Τ ο κεκλιμένο ε ιιίιιεδ ο όιιου τσουλάει το χο ιρ ινό μ ιιοΰτι τη ς κάτω ε ικόνας, χρη σ ιμ οπο ιή θη κε κατά κόρον για την εξο ικονόμηση μετακινήσεω ν στην α υ τοκινη τοβιομ η χα νία και αλλού.
“Α υτόματη” κονσ ερβοποιία , 1885. Δ ημ ιουργία του Edwin N orton , η γρ α μ μ ή χαρ α κ τη ρια ότα ν α ιιό μη χανές ε ιδ ικ ής χρή σ η ς και σύστημα μ ετα φ ορ ά ς με ιμ άντες. Η κατεύθυνση τη ς μ ετα φ ορ ά ς είνα ι α ιιό τα δεξ ιά πρ ος τα αριστερά , ξεκινώ ντας α π ό το δίιιλ(.>μα του σώ μ ατος τη ς κονσέρβας, συνεχίζοντας με τη συγκόλληση τ η ς πλα ϊνής ρ α φ ή ς κ.ο.κ. Στο β ά θος δ ια κρ ίνετα ι η στατιστική α να ζήτηση των οκάρτω ν (ο “πο ιοτικός έλεγχος” που ά ρχισε να συστημ ατοπο ιε ίτα ι τα υτόχρονα με την εμφ άνιση τη ς γρ α μ μ ή ς πα ρα γω γής)
Η εργα τική αρ ιστοκρ α τία ποζάρει: Ο μ ά δα επιστατούν στη δ ιεθνή έκθεση του 1862.
Λ να ιια ρ ά σ ιασ η του μ ηχανουργείου του D etro it όιιου ο H en ry I 'o rd έ(|π ιαξε το ιιρώ το του αυτοκίνητο, το 1896. Εκατοντάδες ιια ρ όμ ο ια μη χα νου ρ γεία βρισκόταν δ ιά ο ιια ρ τα οε όλες τις H I ΙΑ και σ ι ο εσωτερικό τους, εκα τοντά δες ερασ ιτέχνες εφευρέτες ιιροο ιια θοΰσα ν να φτιάξουν λειτουργικά αυτοκίνητα . I Ιροψ ανώ ς η κατασκευή αυτοκινήτου βρ ισκόταν πολΰ ιιίοω α ιιό τους άλλους κατασκευαστικούς κλάδους...
Ί α ιιροπα α μ ερ ικα νικά αυτοκίνητα ιιου φ τιά χτη κ αν οε παραιιάνο) α- ιιό ένα κομ μ ά τι (13 αυτοκίνητα που φ τ ιάχτη κ αν το 1896): Τ ο ερ γοσ τά σιο των αδελφο'ιν D uryea βρισκόταν στο Springfie ld τη ς Μ ασαχουσέ- της, όιιου και το οιιλουργείο τη ς ιιρώ της φω τογρ α φ ία ς. Είναι εμ φ α νή ς η α ιιου ο ία σχεδ ια σμ ού του εργοστασίου (προοέξτε τα οκόρ ιιια ε ξα ρ τή μ α τα και την ιιληθίόρα εργατοίν). Ό λ ’ αυτά θα άλλαζαν σύντομα...
Ο ι εργαζόμ ενο ι του δεύτερου εργοστάσιου του Ford στο H igh land Park μ ιιροστά α ιιό το εργοστάσιο , 1915. Δυο χρόν ια ιιρ ιν , η α λυσίδα σ υ να ρμ ολόγη ση ς είχε κάνει τη ν ιιρώ τη τη ς εμφ ά νιση στην α υτοκινη τοβιομ η χα νία .
Σύστημα μ ετα φ ορ ά ς εξα ρτη μ ά τω ν και πρώ τω ν υλών με γερα νούς στο ίδ ιο εργοστάσιο . Η δ ια φ ο ρ ά με την προη γούμ ενη σελίδα δε χρειάζετα ι σχόλια.
Κ ακό α ρ ιοτερ α οτην προηγούμ ενη οελιδα , συναρμ ολογηοη π ερ ισ ιρ εφ ομ ενου μ έρους της μ α γνη τογεννήτρ ια ς του l-'ord Γ. ΙΙόνω η τελική συναρμολόγηση του σασί. Ο χρόνος γι' αυτή την τελική δ ια δ ικ α σ ία μειώ θηκε α π ό 12 ώ ρες τον Ο κτώ βριο του It) 13 οε λ ιγότερες α π ό τρ ε ις (ίίρες στο τέλος του ίδιου ειου ς. Και οι δύο φ ω τογρ α φ ίες α π ό το H igh land Park. 1913-15)14.
Δ ιάτρηση και φ ρ εζά ρ ισ μ α του μπλοκ του κινητήρα στο H igh land Park, 1913. Η μη χα νή που χρη σ ιμ οπο ιείτα ι είνα ι ερ γα λειομ ηχα νή ιιολλών κεφαλών ικανή να π ρ α γμα τοπο ιή σ ει ταυ τόχρ ονα (ίλες τις τρ ύ πες που χρε ιάζετα ι το μπλοκ. Φ υσικά η ευελιξία τέτοιω ν μηχαντόν σε αλλαγές τη ς π α ρ α γω γής ήταν περ ίπ ου μηδενική .
Ο H enry Ford και ο γιος του Edsel μέσα στο δεκ α πεντά κ ις εκατομ- μυριο(ττό μοντέλο Τ , 1927. Ο Ford και οι μ η χα νικο ί του περ ίμ ενα ν ότι θα μ ιιοροΰν επ ' αόρ ιστο να βγάζουν το μοντέλο 'Γ δ ίχω ς αλλαγές, αλλά την εποχή τη ς φ ω τογρ α φ ία ς η α γορ ά είχε ήδη μπουκίόσει...
Α εροφ ω τογραφ ία και σ χεδ ιά γρ α μ μ α του τρ ίτου εργοστασίου του Fo rd στο R iver R ouge τη ς Μ ασαχουσέτης. Η φ ω τογρ α φ ία είνα ι του 1930 και το σχ εδ ιά γ ρ α μ μ α του 1941.
Η τελική γρ α μ μ ή συναρμ ολόγησης ίο υ Rouge, 1928. Ό π ω ς είνα ι εμ φανές, α π ό το εργοστάσ ιο D uryea, σ ι ο H igh land Park κι α ιιό 'κει στο R ouge, τα μ η χα νή μ α τα όλο και μεγαλοινουν και οι εργά τες όλο και μ ικραίνουν.
Ο F o ld με οκτακύλ ινδρο κινητήρα δ ιά τα ξη ς Υ\ 19:52. II δυνατότητα χύτευσης ολόκληρου του μπλοκ του οκτακύλινδρου κινητήρα ο>ς ενιαίου κομματιού α ιιοτέλεοε τη ση μ α ντικότερη κα τα σκ ευα σ ιική καινοτομία (πη ν α υ τοκινη τοβιομ η χα νία για ολόκληρη την περ ίοδο 1930-1900.
Ο ι χ ρή σ ε ις κα ι η ε π έκ τα σ η τω ν νέω ν τερ ά σ τκον παραγω γικίόν δυνατοτήτων: Μ ερικά α π ό τα 854.000 βαριά φ ορ τη γά που πα ρ ή γα γε η G enera l M otors για τ ις ένοπλες δ υνά μ εις κατά τη δ ιά ρ κ ε ια του δευτέρου πα γκοσ μ ίου πολέμου. Η GM επέκτεινε τη ν πα ρ α γω γ ική τη ς δυνα τότητα κατά 50% κατά τη δ ιά ρ κ ε ια του πολέμου και δ έ χτηκε να περ ιορ ίσει τα κέρδη τη ς στο μ ισό για τ ις πολεμ ικές πα ρα γγελ ίες. Μ έχρι το τέλος του πολέμου, εκτός α πό α ρκετά εκα τομ μ ύρια οχήμ α τα δ ια φ όρ ω ν ειδώ ν, η α μ ε ρικανική α υ τοκινη τοβιομ η χα νία πα ρ ή γα γε γ ια το στρατό και εβδομ ηντα ιιέντε άλλα βασικά ε ίδη μεταξύ των οποίω ν27 .000 α ε ρ ο σ κ ά φ η , 450 .0 0 0 μ η χα νέ ς α ερ ο π λ ά νω ν ,170.000 μ η χα νές πλοίων και 5 .947 .000 πυροβόλα όπλα . Η εργα σ ία και η εργα τική αντίσταση στις Η Π Α κατά τη δ ιά ρ κ ε ια του Β’ Π αγκοσμίου πολέμου α ποτελ εί θέμ α α πό μόνη της.
Οι πρώτες ατμομηχανές κάλυψαν την ανάγκη της ά \ιληοης του νκρού αιιό τα πλημμυρισμένα ορυχεία, η οιιοία μέχρι τότε γινόταν μκ τη χρήση «λόγων. II μηχανή του \cw com en (1705) χρηοιμοποιήΟηκε σε ορυχεία οε ολόκληρη την Κυρώπη για πενήντα και πλέον χρόνια. Η ράβδος της αντλίας οτο αρκπερό μέ|)ος της εικόνας συνδέεται με το έμβολο μέο(ι) μιας δοκοί' ζεύξης. Ό ταν το έμβολο κινείται προς τα ιιάνω, ατμός χαμηλής ιιίεοης ιιοι- ιιαρέχεται στον κλίβανο Α εισέρχεται στον κύλινδρο εργασίας Β. Η δύναμη του ατμού δεν είναι αρκετή για να σπρώξει το έμβολο προς τα ιιάνω, στην πραγμσιικότη- τα η δουλεία αυτή γίνεται από το βάρος της αντλίας. Μόλις το έμβολο φτάσει στο ανώτατο σημείο, η βαλβίδα του ατμού κλείνει και ο κύλινδρος ψύχεται από έναν ιιίδακα νερού. Ο ψυχρός ατμός ου(πέλλεται και τραβά το έμβολο προς τα κάτω. Με μια διαφορετική διατύπωση, η υψηλότερη ατμοσφαιρική πίεση τραβά το έμβολο προς τα κάτω, γι’ αυτό και η μηχανή ονομάστηκε "ατμοσφαιρική". Η μεγάλη επιτυχία των μηχανών Newcomen οφειλόταν εν μέρει <πο ήταν ιδιαιτέρως ασφαλείς στον χειρισμό τους, λόγω της χαμηλής πίεσης του ατμού που χρησιμοποιούνταν.
T o 1763 ζητήθηκε α π ό τον Ja m es W att να ειιισκευάσει μ ια μ ηχανή N ew com en. Ο W att δ ια τη ρ ού σε ένα ερ γα σ τή ρ ιο κατασκευής ε ιιισ ιη μ ονικ ώ ν οργάνω ν <πη Ι'λασκώ βη, και η συγκεκριμένη μ η χα νή χρη ο ιμ ο ιιο ιοΰ ντα ν στα σχετικά μ α θή μ α τα (πο πα νειιισ τή μ ιο τη ς ιιόλης. Ο W att οκέφτηκε άτι το βασικό ιιράβλημα με τη μηχανή - και ο λόγος ιιου η α ιιόδοσή τη ς ήταν χαμ η λή - ήταν το γεγονός ότι η ψύξη του ατμού γινόταν μέσα στον ίδιο τον κύλινδρο όπου βρισκόταν το έμβολο. Ή τοι, η πρώ τη και βασική βελτίωση που έκανε ο W att στις μη χα νές N ew com en ήταν η το ιιοθ έτη οη ενός ξεχωριστού θαλάμ ου για την ψύξη και συμιιύκνω οη του α ιμ ού , γεγονός ιιου α ύξησε την α ιιόδοση τη ς μ η χα νή ς κατά 709ί. Α κολούθησαν ιιολλές α κόμ α π α ρ εμ βά σ εις, ιιου οδή γη σα ν στη χρή σ η ατμ ομ η χα νώ ν σε πλήθος β ιομηχανιώ ν.
ΠΑΝΩ: αναπαράσταση από ιο εργαστήριο τον James Wall tntj Γλασκώβη.ΚΑΤΩ: Σχεδιάγραμμα της πρώτης μηχανής ιον Watt
Αναζήτηση(Search)
Χρήση(Use)
Εύρεση(Find) <o* Αποσυναρμολόγηση
Oissasemble)
Επιλογή(Select) —► Ελεγχος
Qnspect)
Σύλληψη(Grasp) ft
Προ-τοποθέτηση (Preposition) i
Κράτημα(Hold) JL Εγκατάλειψη
Φορτίου 4 (Release Load)
Μεταφορά με φορτίο (Transport loaded)
'o' ΑναπόφευκτηΑναμονή(Unavoidable Delay)
Μεταφορά χωρίς φορτίο (Transport em pty)
ΑποφεύξιμηΑναμονή(Avoidable Delay)
Τοποθέτηση(Position) 9 Σχεδιασμός
(Plan)
Συναρμολόγηση Χ # ' (Assemble)
Ανάπαυση(Rest)
υ
ih
Οδr^ 6
&Τ α οϋμβολα κον σ ιο ιχεκοδώ ν κινήσεων
(thcrbligs)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
Ό πω ς αναφέρθηκε προηγουμένως, η γενίκευση των πρακτικών του επιστημονικού μάνατζμεντ συμβαδίζει με την επιστημονική-τεχνολογική επανάσταση. Συμβαδίζει επίσης με μια σειρά από θεμελιακές αλλαγές, τόσο στη δομή και τη λειτουργία του καπιταλισμού όσο και στη σύνθεση της εργατικής τάξης. Στο κεφάλαιο αυτό, θα κάνουμε μια εισαγωγική συζήτηση για τις επιδράσεις του επιστημονικού μάνατζμεντ στην εργατική τάξη· σε επόμενα κεφάλαια, θα επιστρέφουμε στην ίδια συζήτηση, αφού πρώτα θέσουμε τις προϋποθέσεις για μια πληρέστερη κατανόησή της.
Σε οποιοδήποτε δεδομένο επίπεδο της παραγωγής, ο διαχωρισμός της διανοητικής από την χειρωνακτική εργασία περιορίζει την ανάγκη για εργάτες που απασχολούνται απευθείας στην παραγωγή, καθώς αποσπά από τους εργάτες αυτούς χρονοβόρες διανοητικές λειτουργίες και τις αναθέτει αλλού. Αυτό είναι αληθές, ασχέτως αν το αποτέλεσμα του διαχωρισμού είναι τελικά η αύξηση της παραγωγικότητας, αφού σε αυτή την περίπτωση, οι χειρώνακτες που απαιτούνται για να επιτευχθεί μια δεδομένη απόδοση μειώνονται ακόμη περισσότερο.
Μια αναπόφευκτη συνέπεια του διαχωρισμού ανάμεσα σε σύλληψη και εκτέλεση είναι το γεγονός ότι η εργασιακή διαδικασία διανέμεται σε ξεχωριστά τμήματα του εργοστασίου και σε ξεχωριστές ομάδες εργατών. Σε ένα τμήμα επιτελείται η φυσική διαδικασία της παραγωγής. Σε άλλο τμήμα συγκεντρώνονται ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, ο υπολογισμός και η τήρηση των αρχείων. Η νοητική σύλληψη της εργασιακής διαδικασίας, προτού αυτή τεθεί σε κίνηση, η απεικόνιση των δραστηριοτήτων του κάθε εργάτη, προτού αυτές ξεκινήσουν στην πραγματικότητα, ο προσδιορισμός κάθε λειτουργίας, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αυτή
146 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θα επιτελεστεί και ο χρόνος που θα καταναλώσει, η ρύθμιση και ο έλεγχος της εξελισσόμενης διαδικασίας από τη στιγμή που θα ξεκινήσει, και η εκτίμηση των αποτελεσμάτων με τη συμπλήρωση κάθε σταδίου της διαδικασίας - όλες αυτές οι πλευρές της παραγωγής μεταφέρθηκαν από το εργαστήριο στο γραφείο της διεύθυνσης. Οι διαδικασίες της παραγωγής διεξάγονται τώρα λίγο έως πολύ στα τυφλά, όχι μόνο από τους εργάτες που τις επιτελούν, αλλά συχνά και από χαμηλόβαθμους υπαλλήλους που ασκούν εποπτική εργασία. Οι μονάδες παραγωγής λειτουργούν σαν ένα χέρι, που παρακολουθείται, ρυθμίζεται και ελέγχεται από έναν μακρινό εγκέφαλο.
Η αντίληψη του ελέγχου που υιοθετήθηκε από το σύγχρονο μάνατζμεντ επιβάλλει κάθε δραστηριότητα της παραγωγής να αντιστοιχεί σε αρκετές παράλληλες δραστηριότητες μέσα στο κέντρο διεύθυνσης: η κάθε διαδικασία πρέπει να έχει από πριν επινοηθεί και υπολογιστεί, να έχει δοκιμαστεί και σχεδιαστεί, να έχει ανατεθεί και παραγγελθεί, να ελέγχεται και να επιθεωρείται, να καταγράφεται κατά τη διάρκειά της και μετά το πέρας της. Το αποτέλεσμα είναι ότι η διαδικασία της παραγωγής καταγράφεται σε χαρτί προτού συμβεί, καθώς συμβαίνει και αφού έχει συμβεί στη φυσική της μορφή. Ακριβώς όπως η ανθρώπινη εργασία λαμβάνει χώρα τόσο στον εγκέφαλο του εργάτη, όσο και στη φυσική του δραστηριότητα, έτσι τώρα η νοητική απεικόνιση της εργασιακής διαδικασίας, καθώς απομακρύνεται από την παραγωγή προς μια ξεχωριστή τοποθεσία και προς μια ξεχωριστή ομάδα, ελέγχει την ίδια τη διαδικασία. Η καινοτομία αυτής της εξέλιξης τον τελευταίο αιώνα δεν βρίσκεται στη διαχωρισμένη ύπαρξη χεριού και εγκεφάλου, σύλληψης και εκτέλεσης, αλλά στο πόσο αυστηρά χέρι και εγκέφαλος χωρίστηκαν το ένα από το άλλο, για να ακολουθήσουν έπειτα όλο και περισσότερες υποδιαιρέσεις, ώσπου στο τέλος η διαδικασία της σύλληψης συγκεντρώθηκε, όσο ήταν δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο, σε ακόμα πιο περιορισμένες ομάδες μέσα στη διεύθυνση ή σε στενή σχέση με αυτή. Έτσι, μέσα στο περιβάλλον των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων, της αλλοτριωμένης εργασίας, το χέρι και ο εγκέφαλος δεν γίνονται απλώς ξεχωριστές, αλλά εχθρικές οντότητες, και η ανθρώπινη ενότητα χεριού και εγκεφάλου μετατρέπεται στο αντίθετό της, σε κάτι λιγότερο από ανθρώπινο.
Αυτή η χάρτινη ρέπλικα της παραγωγής, η σκιώδης μορφή που αντιστοιχεί στη φυσική μορφή, γεννά μια ποικιλία από νέα επαγγέλματα, που το ουσιώδες χαρακτηριστικό τους είναι πως δεν βρίσκονται πάνω στη ροή των πραγμάτων, αλλά πάνω στη ροή του χαρτιού. Η παραγωγή έχει τώρα χωριστεί στα δύο, και εξαρτάται από τις δραστηριότητες και των δύο ομάδων. Στο βαθμό που ο τρόπος παραγωγής οδηγήθηκε από τον καπιτα
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ 147
λισμό σ’ αυτή τη διαιρεμένη συνθήκη, διαχωρίστηκαν οι δύο πλευρές της εργασίας- αλλά ηαρέμειναν και οι δύο εξίσου απαραίτητες για τψ παραγωγή, και σ’ ανιή τψ αναγκαιότψα, η εργασιακή διαδικασία διατηρεί τψ ενότητά της.
Ο διαχωρισμός του χεριού από τον εγκέφαλο είναι η σημαντικότερη μεμονωμένη πρόοδος του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Πρόκειται για διαχωρισμό έμφυτο στον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής από τις απαρχές του, που εξελίσσεται, βάσει των επιταγών της καπιταλιστικής διοίκησης, σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού. Μόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα όμως η κλίμακα της παραγωγής, οι πόροι που έγιναν διαθέσιμοι στη σύγχρονη επιχείρηση από τη ραγδαία συσσώρευση του κεφαλαίου, καθώς και οι αντιληπτικοί μηχανισμοί και το εκπαιδευμένο προσωπικό έκαναν εφικτή τη θεσμική συγκρότηση αυτού του διαχωρισμού σε μια συστηματική και τυπική μορφή*.
Τα τεράστια τμήματα βιομηχανικής διοίκησης και τήρησης αρχείων των σύγχρονων επιχειρήσεων έχουν τις ρίζες τους στα τμήματα σχεδια- σμού, υπολογισμού και χωροταξίας, που αναπτύχθηκαν στις απαρχές του κινήματος του επιστημονικού μάνατζμεντ. Τα πρώιμα αυτά τμήματα ήταν αναγκασμένα να αντιμετωπίσουν τους φόβους των διευθυντικών στελεχών που ανησυχούσαν για το κόστος της όλης διαδικασίας. Ο Taylor προσπαθούσε να τους πείσει με το παρακάτω επιχείρημα: «Με μια πρώτη ματιά, η λειτουργία ενός τμήματος σχεδιασμού, μαζί με τις υπόλοιπες καινοτομίες, θα φαινόταν να περιλαμβάνει μια μεγάλη ποσότητα επιπλέον εργασίας και επιπλέον κόστους, και η πιο φυσική ερώτηση θα ήταν [sic] αν η αυξημένη αποτελεσματικότητα του εργαστηρίου αρκεί για να αντισταθμίσει αυτές τις δαπάνες. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι, με την εξαίρεση της μελέτης των πρότυπων χρόνων, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα κομμάτι δουλειάς που να γίνεται στο τμήμα σχεδιασμού και να μην έχει ήδη γίνει μέσα στο εργαστήριο. Η εγκαθίδρυση ενός τέτοιου τμήματος απλώς συγκεντρώνει τη δουλειά του σχεδιασμού, και πολλή ακόμα
* Οι Hammonds αναφέρονται στον Boulton, ο οποίος τον δέκατο όγδοο αιώνα διηϋ- θυνε ένα μεγάλης κλίμακας εργοστάσιο εργαλειομηχανών στο Soho της Αγγλίας, σε συνεργασία με τον James Wall ως «ειδικό του επιστημονικού μάνατζμεντ». Αλλά οι περιγραφές που χρησιμοποιούν για τις μεθόδους του ανατρέπουν από μόνες τους αυτήν την ιδέα του «ειδικού» και έρχονται σε καταφανή αντίθεση με τις μεθόδους του σύγχρονου μάνατζμεντ: ·Ενώ καθόταν στο κέντρο του εργοστασίου του, περιτριγυρισμένος από το χτύπημα των σφυριών και τον θόρυβο των μηχανών, συνήθως μπορούσε να αντιληφθεί οποιαδήπστε διακοπή, ή αν μια μηχανή πήγαινε πολύ γρήγορα ή πολύ αργά, και να δώσει τις κατάλληλες εντολές». (J. L. και Barbara Hammond, The Rise of Modem Industry (Λονδίνο, 1925· ανατυπωμένη έκδ., Νέα Υόρκη, 1969), σ. 119). Ο Boulton, παρόλ’ αυτά, διέθετε όντως μια άρτια αναπτυγμένη οργάνωση της γραμμής επίβλεψης.
148 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
διανοητική εργασία, σε λίγους ανθρώπους που είναι κατάλληλοι και ειδικά εκπαιδευμένοι γΓ αυτό ακριβώς το καθήκον, εκεί που μέχρι σήμερα οι εν λόγω εργασίες ανατίθονταν σε ακριβοπληρωμένους μηχανουργούς, ικανούς μεν να εξασκούν την τέχνη τους, αλλά ελάχιστα εκπαιδευμένους για να κάνουν μια δουλειά υπαλληλική από τη φύση της»1. Προσέθεσε όμως την εξής προειδοποίηση: «Αναμφισβήτητα, το κόστος της παραγωγής μειώνεται με τον διαχωρισμό της εργασίας σχεδιασμού και της διανοητικής εργασίας εν γένει από τη χειρωνακτική εργασία. Είναι όμως προφανές, πως όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο πρέπει η εργασία που ανατίθεται στους διανοητικούς εργάτες να είναι αρκετή, ώστε να τους κρατά διαρκώς απασχολημένους. Δεν πρέπει να τους επιτρέπεται να κυκλοφορούν άπραγοι στη διάρκεια του ωραρίου τους, περιμένοντας να προκύψει κάποια δουλειά πάνω στον τομέα τους, όπως συμβαίνει αρκετά συχνά»2. Αυτό ως υπενθύμιση ότι κανένα κομμάτι της καπιταλιστικής εργασίας δεν απαλλάσσεται από τις μεθόδους που πρώτα εφαρμόστηκαν στο εργαστήριο.
Με μια πρώτη ματιά, η οργάνωση της εργασίας με βάση απλοποιημένα καθήκοντα που επινοούνται και ελέγχονται από κάπου αλλού - εκεί που οι προηγούμενες μορφές βασίζονταν στη γνώση και τις δεξιότητες του τεχνίτη - οδηγεί στην υποβάθμιση των τεχνικών ικανοτήτων του εργάτη. Όσον αφορά όμως το αποτέλεσμα της νέας οργάνωσης στο σύνολο του εργαζόμενου πληθυσμού, τα πράγματα γίνονται περισσότερο πολύπλοκα λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της εξειδικευμένης εργασίας του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού, καθώς επίσης και της μεγάλης αύξησης της παραγωγής, της μαζικής στροφής σε νέες βιομηχανίες και σε νέα επαγγέλματα στο εσωτερικό των βιομηχανικών διαδικασιών.
Η συζήτηση αυτού του θέματος ξεκίνησε στην εποχή του Taylor βασιζόμενη σε ένα μοτίβο που ακολουθείται μέχρι σήμερα. «Υπάρχουν πολλοί που θα απορρίψουν το όλο πλάνο ενός τμήματος σχεδιασμού του οποίου η δουλειά είναι να σκέφτεται για λογαριασμό των ανθρώπων*, και μιας σειράς από επιστάτες που θα βοηθούν και θα καθοδηγούν τον κάθε έναν στην εργασία του, με βάση το επιχείρημα ότι αυτή η διαδικασία δεν προωθεί την ανεξαρτησία, την αυτοδυναμία και την πρωτοτυπία του ατόμου», έγραψε στο Shop Management. «Όσοι όμως έχουν τέτοιες απόψεις,
Καλώ τον αναγνώστη να σημειώσει, παρεμπιπτόντως, την ωμότητα της φράσης «ένα τμήμα σχεδιασμού που η δουλειά του είναι να σκέφτεται για λογαριασμό των ανθρώπων». Οι λειτουργίες των τμημάτων σχεδιασμού δεν έχουν αλλάξει σήμερα, αλλά στην περίπλοκη εποχή που ζούμε, όπου οργιάζουν οι διαμάχες γύρω από την οργάνωση της εργασίας, οι μάνατζερ είναι περισσότερο υποψιασμένοι και δεν το θεωρούν απαραίτητο να μιλούν με τόση σαφήνεια.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ 149
ούτως ή άλλως διαφωνούν με τη συνολική κατεύθυνση της σύγχρονης βιομηχανικής ανάπτυξης»3. Και στο The Principles of Scientific Management: «'Οταν λοιπόν μέσα από όλη αυτήν την εκπαίδευση και τη λεπτομερή καθοδήγηση η δουλειά γίνεται κατά τα φαινόμενα πολύ στρωτή και εύκολη για τον εργάτη, η πρώτη εντύπωση είναι πως το όλο σχέδιο τείνει να τον μετατρέψει σε αυτόματο, σε αχυράνθρωπο. Όπως λένε συχνά οι ίδιοι οι εργάτες όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτό το σύστημα για πρώτη φορά, “Δηλαδή τι; Δεν μου επιτρέπεται να σκέφτομαι ή να κινούμαι χωρίς να παρεμβαίνει κάποιος ή να το κάνει εκείνος για μένα;”. Η ίδια κριτική και οι ίδιες αντιρρήσεις όμως θα μπορούσαν να εγερθούν απέναντι στο σύνολο του σύγχρονου καταμερισμού της εργασίας»4.
Οπωσδήποτε όμως, αυτές οι απαντήσεις δεν ικανοποιούσαν τον Taylor, ιδιαιτέρως από τη στιγμή που καταλόγιζαν ως ένοχο τον αγαπημένο του «σύγχρονο καταμερισμό της εργασίας». Έτσι, και στα δύο βιβλία προχώρησε σε επιπλέον επιχειρήματα, που στο Shop Management πήραν την εξής μορφή:
Είναι αλήθεια, για παράδειγμα, ότι το τμήμα σχεδιασμού και η λειτουργική επιστασία δίνουν τη δυνατότητα σε έναν έξυπνο απλό εργάτη ή βοηθό να αναλάβει εν καιρώ ένα κομμάτι της δουλειάς που σήμερα γίνεται από τον μάστορα. Δεν είναι αυτό καλό πράγμα για τον απλό εργάτη και τον βοηθό; Και βέβαια είναι, αφού του ανατίθεται μια εργασία ανωτέρου επιπέδου, που του δίνει τη δυνατότητα να εξελιχθεί και να αυξήσει το μισθό του. Στην αμέριστη συμπάθειά μας προς τον μάστορα, παραβλέψαμε την περίπτωση του απλού εργάτη. Και η συμπάθειά μας για τον μάστορα όμως χαραμίζεται, αφού ο μάστορας, με τη βοήθεια του νέου συστήματος, θα ανέλθει με τη σειρά του σε μια υψηλότερη εργασιακή κλάση, στην οποία δεν θα μπορούσε να αντεπε- ξέλθει στο παρελθόν. Επιπλέον, η διαφορική ή λειτουργική επιστασία θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας σε αυτήν την υψηλότερη κλάση και έτσι κάποιοι που ειδάλλως θα έμεναν μάστορες για μια ζωή, τώρα θα έχουν την ευκαιρία να ανελι- χθούν και να γίνουν επιστάτες.
Η ζήτηση για καινοτόμους και μυαλωμένους ανθρώπους ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι σήμερα, και ο σύγχρονος καταμερισμός της εργασίας δεν εξαφανίζει τους ανθρώπους, αντίθετα τους δίνει τη δυνατότητα να ανέλθουν σε ένα υψηλότερο επίπεδο αποτελεσματικότητας, που περιλαμβάνει ταυτόχρονα και λιγότερη μονοτονία και περισσότερη διανοητική εργασία. Ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος ήταν μεροκαματιάρης και έσκαβε
150 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στη λάσπη, σήμερα φτιάχνει παπούτσια σε εργοστάσιο παπου- τσιών. Σήμερα τα σκαψίματα τα κάνουν Ιταλοί και Ούγγροι.5
Το συγκεκριμένο επιχείρημα ενισχυεται από τα δεδομένα της εποχής· μια περίοδος ανάπτυξης, ραγδαίας συσσώρευσης του κεφαλαίου μέσω της παραγωγής σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα, και συνεχούς εμφάνισης νέων πεδίων για την καπιταλιστική συσσώρευση σε νέα είδη βιομηχανίας ή στην κατάκτηση προκαπιταλιστικών μορφών παραγωγής από το κεφάλαιο. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, γίνεται στρατολόγηση νέων εργατών σε δουλειές ήδη υποβαθμισμένες συγκριτικά με την εργασία του μάστορα που επικρατούσε στο παρελθόν· στο βαθμό όμως που δεν προέρχονται από την υπάρχουσα εργατική τάξη, αλλά κυρίως από κατεστραμμένους και αποδεκατισμένους αγροτικούς πληθυσμούς, οι νέοι αυτοί εργάτες εισέρχονται σε μια διαδικασία άγνωστη σε αυτούς και ανύπαρκτη στην προηγούμενη εμπειρία τους, οπότε θεωρούν δεδομένη τη συγκεκριμένη οργάνωση της εργασίας. Εντωμεταξύ, νέες προοπτικές ανοίγονται για την εξέλιξη κάποιων εργατών στα τμήματα σχεδιασμού, χωροταξίας ή υπολογισμού, ή στις επιστασίες (ειδικά δύο ή τρεις γενιές πριν από σήμερα, όταν τέτοιες δουλειές τις έκαναν κατά παράδοση τεχνίτες από το εργαστήριο). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι βραχυπρόθεσμες τάσεις που επιτρέπουν την ανέλιξη κάποιων εργατών μέσα στα πλαίσια ραγδαία αναπτυσσόμενων βιομηχανιών, συνδυάζονται με τις ολοένα και μειούμενες απαιτήσεις δεξιότητας στο χαμηλότερο επίπεδο ειδίκευσης, εκεί όπου μεγάλες μάζες εργατών ξεκινούν να δουλεύουν στη βιομηχανία, στα γραφεία ή στην αγορά για πρώτη φορά· το αποτέλεσμα είναι η συγκάλυψη της αδιάκοπης υ- ποβάθμισης της εργατικής τάξης ως συνόλου και της υπαγωγής της σε συνθήκες δεξιότητας και εργασίας υποδεέστερες από κάθε προηγούμενη εποχή. Καθώς η κατάσταση αυτή συνεχίζεται για αρκετές γενιές, αλλάζουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε και τα κριτήρια βάσει των οποίων διερευνά κανείς αυτήν την τάση, και η ίδια η έννοια της «δεξιότητας» υποβαθμίζεται.
Οι κοινωνιολόγοι και οι οικονομολόγοι εξακολουθούν παρόλ’ αυτά να επαναλαμβάνουν το επιχείρημα του Taylor σε έναν εργασιακό κόσμο που έχει γίνει, για τα μεγαλύτερα τμήματα του εργαζόμενου πληθυσμού, όλο και πιο απογυμνωμένος από κάθε περιεχόμενο είτε ως προς τη δεξιότητα, είτε ως προς την επιστημονική γνώση. Έτσι ο Michel Crozier, στο The World of the Office Worker, παραδέχεται ότι, καθώς η δουλειά γραφείου έχει γίνει ένας πολυ διογκωμένος επαγγελματικός κλάδος, τα πλεονεκτή- ματά της ως προς το μισθό και το κύρος απέναντι στη δουλειά στο εργοστάσιο έχουν στην ουσία εξαφανιστεί: «Μια σειρά από απλές και αμετά
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ 151
βλητες λειτουργίες ανατίθενται οε μια μεγάλη μάζα ανειδίκευτων εργαζόμενων». «Αυτό το γενικό μοντέλο εξέλιξης - που παρεμπιπτόντως είχαν προβλέψει οι μαρξιστές θεωρητικοί», λέει ο Crozier, «συνιστά το βασικό επιχείρημα υπέρ της θέσης περί της προλεταριοποίησης των εργαζομένων σε δουλειές γραφείου». Η απάντηση που δίνει είναι πολύ παρόμοια με εκείνη του Taylor- η μόνη διαφορά είναι πως στην θέση «των Ιταλών και των Ούγγρων», ο Crozier χρησιμοποιεί ευχαρίστως τις γυναίκες ως την κατηγορία εκείνη του εργατικού δυναμικού για την οποία «δουλειά να ναι κι ό,τι να ναι»: «Η προλεταριοποίηση των εργατών γραφείου δεν έχει καθόλου την ίδια έννοια εάν πρόκειται για γυναίκες, και όχι για τους αρχηγούς της οικογένειας, που αποτελούν και το μεγαλύτερο κομμάτι της συγκεκριμένης ομάδας εργατών»6. Ό πω ς εξηγεί ο Crozier:
Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι οι 900.000 Γάλλοι εργάτες γραφείου του 1920 είχαν οπωσδήποτε καλύτερη κοινωνική θέση από τους 1.920.000 υπάλληλους γραφείου του 1962. Αλλά στους 600.000 άνδρες εργαζόμενους του 1920 πιθανότατα αντιστοιχούν σήμερα 350.000 προϊστάμενοι και 250.000 εργαζόμενοι υψηλών προσόντων, των οποίων η κοινωνική θέση είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη των προκατόχων τους το 1920. Ό σο για τις 650.000 γυναίκες που πρόσφατα μπήκαν στο επάγγελμα, πριν τριάντα χρόνια ήταν απλές εργάτριες, μοδίστρες ή υπηρέτριες. Η εξορθολογισμένη εργασία τους μπορεί να είναι ανούσια ή να τις οδηγεί στην αλλοτρίωση, αλλά γι’ αυτές ίσως να α- ποτελεί προαγωγή.
... Ομολογουμένως τα επαγγέλματα των υπάλληλων γραφείου και των κατώτερων στελεχών είναι, στο σύνολό τους, σε σημαντικό βαθμό υποτιμημένα σε σύγκριση με τη θέση που απολάμβαναν πριν μόλις πενήντα χρόνια. Όμως αυτή η υποτίμηση συνοδεύεται σε πολλές δουλειές από μία ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση και αλλαγή στον τρόπο στελέχωσης. Η πλειοψηφία των καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι υπάλληλοι γραφείου σήμερα είναι λιγότερο ενδιαφέροντα, έχουν μικρότερο κύρος και αποφέρουν μικρότερες αμοιβές, πρόκειται όμως για δουλειές που τις κάνουν πια γυναίκες με μειωμένες φιλοδοξίες...7
Καθώς η τέχνη του μάστορα καταστρέφεται ή απογυμνώνεται από το παραδοσιακό της περιεχόμενο, σπάνε πλέον εντελώς οι ήδη ισχνοί και ε- ξασθενημένοι δεσμοί ανάμεσα στον εργαζόμενο πληθυσμό και την επιστήμη. Στο παρελθόν, η σύνδεση αυτή γινόταν κυρίως εφικτή μέσα από τα μέλη της εργατικής τάξης που ήταν τεχνίτες ή μάστορες, και στις πρώιμες περιόδους του καπιταλισμού ήταν πολύ στενή. Πριν το μάνατζμεντ
152 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
διεκδικήσει το μονοπώλιό του πάνω στην επιστήμη, το μαστοριλίκι ήταν το βασικό ντεπόζιτο της τεχνικής επιστημονικής παραγωγής, στη μορφή που είχε τότε η τελευταία, και υπάρχουν ιστορικές αναφορές που εντοπίζουν τις απαρχές της επιστήμης στην τεχνική του μάστορα. «Από ιστορική σκοπιά», λέει ο Elton Mayo, «νομίζω ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η επιστήμη γεννήθηκε σε γενικές γραμμές ως προϊόν μιας καλά ανεπτυγμένης τεχνικής δεξιότητας σε ένα δεδομένο πεδίο δραστηριότητας. Κάποιος επιδέξιος εργάτης επιχείρησε κάποια στιγμή να διατυπώσει ρητά όσα βρίσκονταν υπόρρητα μέσα στις ίδιες του τις δεξιότητές... Η επιστήμη έχει βαθιές ρίζες στη δεξιότητα του τεχνίτη και μπορεί να επεκτα- θεί μόνο μέσα από την πειραματική και συστηματική ανάπτυξη κάποιας δεδομένης δεξιότητας. Κατά συνέπεια, όλες οι επιτυχημένες επιστήμες έχουν ταπεινή καταγωγή - κατάφεραν να αναπτύξουν επιμελώς υπάρχου- σες δεξιότητες μέχρι να φτάσουν στο σημείο όπου η περαιτέρω εξέλιξή τους μπορούσε να αφεθεί στη λογική και το πείραμα» .
Το επάγγελμα του μηχανικού είναι μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Πριν τον μηχανικό, οι λειτουργίες της σύλληψης και του σχεδιασμού ήταν στη δικαιοδοσία του μάστορα· από αυτόν μάλιστα ξεπηδούσαν και οι διάφορες καινοτομίες μέσω των οποίων εξελίσσονταν οι κατασκευαστικές πρακτικές. «Η εμφάνιση του σύγχρονου μηχανικού», λέει ο Bernal, «ήταν ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο. Δεν ήταν ο απευθείας απόγονος του στρατιωτικού μηχανικού, αλλά μάλλον του συντηρητή και του μεταλλουργού της εποχής των μαστόρων. Ο Bramah (1748-1814), ο Maudslay (1771- 1831), ο Muir (1806-88), ο Whitworth (1803-87), και ο μεγάλος George Stephenson (1781-1848) ήταν όλοι άνδρες αυτού του είδους»9. Ό σοι γνωρίζουν έστω και ελάχιστα την ιστορία της τεχνολογίας θα αναγνωρίσουν τη σημασία των ονομάτων που παραθέτει ο Bernal, στα οποία μπορούμε να προσθέσουμε τον James Watt, που ήταν κατασκευαστής μαθηματικών οργάνων· τον Samuel Crompton, που ο ίδιος ήταν υφαντουργός από δεκατεσσάρων χρονών και, καθώς δεν υπήρξε πατέντα για να τον προστατέψει, συνέχισε να εργάζεται ως υφαντουργός ακόμα κι όταν η κλωστική μηχανή που ο ίδιος εφηύρε ήταν πλέον ευρείας χρήσης· και πολλοί ακόμα.* Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι μέχρι το 1824, ήταν παράνο-
Παρά την πρόσφατη πληθώρα μηχανικών εφευρέσεων, θα ήταν αδύνατο να φτιάξει κανείς έναν τέτοιο κατάλογο για ολόκληρο τον εικοστό αιώνα. Μπορούμε να θυμηθούμε τον Frank Whittle, αρχικά μονταριστή μεταλλικών αεροσκαφών, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εφεύρεση του αεριωθούμενου κινητήρα, και τον John Harwood, ω- ρολογοποιό και επισκευαστή ρολογιών που εφηύρε το αυτόματα κουρδιζόμενο ρολόι χειρός και το πατεντάρισε το 1923. Ο Hoxie αναφέρει πως ενώ προετοίμαζε τη μελέτη του πάνω στο επιστημονικό μάνατζμεντ, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέ-
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ 153
μο ένας Βρετανός μηχανουργός να δουλέψει στο εξωτερικό, απαγόρευση εντελώς αδιανόητη στην εποχή μας· οι λόγοι όμως ήταν προφανείς, από τη στιγμή που ο τεχνίτης εξακολουθούσε να αποτελεί τη δεξαμενή της τεχνικής γνώσης στην παραγωγική διαδικασία.
Ακόμη και η συνηθισμένη καθημερινή εργασία του μάστορα, ήταν στενά συνδεδεμένη με τις τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις της εποχής. Ο θεσμός της μαθητείας συχνά περιλάμβανε εκπαίδευση στα μαθηματικά (άλγεβρα, γεωμετρία και τριγωνομετρία), στην προέλευση και τις ιδιότητες των υλικών που χρησιμοποιούνταν στη συγκεκριμένη τέχνη, στις φυσικές επιστήμες και στο μηχανολογικό σχέδιο. Οι καλά οργανωμένες μαθητείες πρόσφεραν συνδρομές σε συντεχνιακά και επιστημονικά περιοδικά, έτσι ώστε οι μαθητευόμενοι να παρακολουθούν τις εξελίξεις*.
μου, είδε «οε κάποιο εργαστήριο μια αυτόματη μηχανή που την είχε επινοήσει ένας εργάτης και η χρήση της αντικαθιστούσε πολλά εργατικά χέρια. “Πήρε κάποια ανταμοιβή γι’ αυτό;”, ρώτησα, “Α, ναι”, μου απάντησαν, “η αμοιβή του αυξήθηκε από 17 σε22 σεντς την ώρα”. Σίγουρα υπάρχουν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις». [Robert F. Hoxie, Scientific Management and Labor (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1918), σ. 94]. Σε πιο πρόσφατες εποχές όμως, τέτοιες περιπτώσεις σπανίζουν. Μια μελέτη σχετικά με τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά ενός τυχαίου δείγματος ατόμων που τους παραχωρήθη- κε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1953, έδειξε ότι «σε ποσοστό περίπου 60 τοις εκατό ήταν μηχανικοί, χημικοί, μεταλλουργοί και διευθυντές τμημάτων έρευνας και ανάπτυξης, και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήταν στελέχη άλλων τμημάτων· σχεδόν κανείς δεν ήταν εργάτης παραγωγής». [National Commission on Technology, Automation, and Economic Progress, The Employment Impact of Technological Change, Appendix Volume II, Technology and the American Economy (Ουά- οινγκτον, D.C., 1966), σ. 109]. Ας κάνουμε μια παύση εδώ, και ας θάψουμε με τις πρέπουσες τιμές το τρίτο επιχείρημα του Adam Smith υπέρ του τεχνικού καταμερισμού της εργασίας: ότι δηλαδή ο εργάτης, όταν η προσοχή του είναι συγκεντρωμένη σε μία μοναδική και επαναλαμβανόμενη λειτουργία, θα επινοήσει εν καιρω το μηχανικό εξοπλισμό που θα διευκολύνει αυτή τη λειτουργία. Αν υπήρχε κάποτε αλήθεια σ’ αυτό, έχει εδώ και πολύ καιρό εξαφανιστεί μέσα στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής, όπου ο εργάτης και η εργάτρια ούτε ενθαρρύνονται, αλλά ούτε και τους επιτρέπεται να κατανοούν την εργασία τους.
Οι επιπτώσεις της παρακμής του θεσμού της μαθητείας ήταν αισθητές ακόμα και την εποχή της αναφοράς του Hoxie, στην οποία λέγεται: «Είναι όμως προφανές πως η έμφυτη ικανότητα της εργατικής τάξης θα έρθει αντιμέτωπη με τις συνέπειες της παραμέλησης του θεσμού της μαθητείας, αν δεν βρεθεί σύντομα κάποιο άλλο μέσο βιομηχανικής εκπαίδευσης. Οι ίδιοι οι μάνατζερ έχουν εκφράσει τα παράπονά τους για την κακή και άνομη ποιότητα του ανθρώπινου υλικού από το οποίο στρατολογούν τους εργάτες τους, συγκριτικά με τους αποτελεσματικούς και φιλότιμους τεχνίτες που δούλευαν στα εργοστάσια είκοσι χρόνια πριν». [Hoxie, Scientific Management and Labor, a. 134]. Οι μάνατζερ δεν σταμάτησαν να παραπονιούνται, όπως το συνηθίζουν άλλωστε, για τα χαρακτηριστικά του εργατικού πληθυσμού που οι ίδιοι διαμόρφωσαν για να εξυπηρετεί τους σκοπούς τους, αλλά ακόμα δεν βρήκαν τον τρόπο να φτιάχνουν εργά-
154 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πιο σημαντικό όμως από την επίσημη ή ανεπίσημη εκπαίδευση ήταν το γεγονός ότι η ίδια η εξάσκηση της τέχνης αποτελούσε έναν καθημερινό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην επιστήμη και την εργασία, καθώς ο τεχνίτης καλούταν συνεχώς να εφαρμόσει στοιχειώδεις επιστημονικές γνώσεις, μαθηματικά, σχέδιο, κλπ, στην καθημερινή του πρακτική’. Οι τεχνίτες αυτοί αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι του επιστημονικού κοινού της εποχής τους, και κατά κανόνα έδειχναν περισσότερο ενδιαφέρον για την επιστήμη και τον πολιτισμό απ’ όσο απαιτούσαν τα εργασιακά τους καθήκοντα. Τα Ινστιτούτα Μηχανουργών που ανθούσαν στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, και στη Βρετανία έφταναν τα 1.200 περίπου με περισσότερα από 200.000 μέλη, είχαν κατά κύριο λόγο αναλάβει να καλύπτουν αυτό το αυξημένο ενδιαφέρον μέσα από διαλέξεις και βιβλιοθήκες10. Το Βασιλικό Ινστιτούτο, που ιδρύθηκε στην Αγγλία για να προωθήσει την επιστήμη και την εφαρμογή της στη βιομηχανία, όταν έγινε πολύ της μόδας και θέλοντας να διατηρήσει την αποκλειστικότητα για τα μέλη του, αναγκάστηκε να χτίσει την πίσω πόρτα του, για να μην μπορούν να μπαίνουν οι μηχανουργοί που είχαν τη συνήθεια να τρυπώνουν μέσα στα κλεφτά11. Ο Samuel Gompers, ένας παρασκευαστής πούρων που ζούσε στην πυκνοκατοικημένη εργατική περιοχή του Lower East Side της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1860, είχε άμεση εμπειρία των συγκεκριμένων ενδιαφερόντων της εργατικής τάξης:
Το Συνδικάτο των Βαρελάδων οργάνωνε μαθήματα καθώς και διαλέξεις κάθε Σάββατο, τις οποίες παρακολουθούσαν από
τες υποβαθμισμένους ως προς τη θέοη τους σιην εργασιακή διαδικασία, και ταυτόχρονα ευσυνείδητους και περήφανους για τη δουλειά τους.
Σε μια συζήτηση για τους τεχνίτες της Βιομηχανικής Επανάστασης, ο David Landes γράφει: «Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η θεωρητική γνώση αυτών των ανθρώπων. Δεν ήταν καθόλου, τουλάχιστο στο σύνολό τους, τα αγράμματα μαστοράκια της ιστορικής μυθολογίας. Ακόμα και ο κοινός συντηρητής, όπως σημειώνει ο Fairbairn, ήταν συνήθως αρκετά καλός στην αριθμητική, ήξερε κάτι από γεωμετρία και αναλυτική γεωμετρία, και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν πολύ καλός γνώστης των πρακτικών μαθηματικών. Μπορούσε να υπολογίσει την ταχύτητα, την ισχύ και τη δύναμη των μηχανών: μπορούσε να σχεδιάσει κατόψεις και κατατομές ..». Πολλά από αυτά τα «ανώτερα επιτεύγματα» και τις «διανοητικές δυνάμεις» μπορούσαν να αποδοθούν στις άφθονες υποδομές τεχνικής εκπαίδευσης που υπήρχαν σε «χωριά» όπως το Μάντσεστερ κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, από τις ακαδημίες των Dissenters01 και τις οργανώσεις των λόγιων, μέχρι τις διαλέξεις, τα απογευματινά μαθήματα των σχολών «μαθηματικών και εμπορίου», καθώς και την ευρεία κυκλοφορία πρακτικών εγχειριδίων, περιοδικών και εγκυκλοπαιδειών». [David S. Landes, The Unbound Prometheus: Technological Change and Industrial Development in Western Europe from 1750 to the Present (Κέμπριτζ και Νέα Υόρκη, 1969), σ. 63].
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ 155
διακόσια πενήντα έως και τρεις χιλιάδες άτομα. Τίποτα και κανένας δεν μπορούσε να με κάνει να χάσω αυτές τις διαλέξεις του σαββατόβραδου. Μ’ έπιανε τρέμουλο από την τόσο μεγάλη μου λαχτάρα να μάθω. Η διανοητική πείνα είναι τόσο επώδυνη όσο η φυσική πείνα. Κάθε Σάββατο βράδυ μιλούσε σε μια ανοιχτή συνάντηση κάποιος ειδικός και μας παρουσίαζε τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα των σύγχρονων ερευνών και πειραματισμών. Καμιά φορά ο καθηγητής μας μιλούσε για τα θαύματα της α στρονομίας - για το τι είχε μάθει η επιστήμη για το χρόνο και την απόσταση, για το φως, για την κίνηση, κλπ. Οι αλήθειες που αποκόμισα από τις διαλέξεις αυτές έγιναν το πιο ζωτικό κομμάτι της ύπαρξής μου, με ενέπνευσαν, και ο κόσμος απέκτησε για μένα ένα θαυμαστό νόημα. Οι διαλέξεις ήταν μια ανεκτίμητη ευκαιρία για να ακούσει κανείς τις επιστημονικές αυθεντίες να μιλούν γι’ αυτά που σκέφτονται κι αυτά που κάνουν. Παρακολουθούσα τις διαλέξεις και τα μαθήματα ανελλιπώς για πάνω από είκοσι χρόνια.12
Μπορούμε να θαυμάσουμε επίσης τους Βρετανούς μεταξοϋφαντουρ- γούς στο Spitalfields, τους οποίους στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ο Mayhew βρήκε να ζουν σε συνθήκες απίστευτης φτώχιας και υποβάθμι- οης, αλλά λίγο καιρό πριν, όταν η εποχή του ειδικευμένου υφαντουργού που χειριζόταν τον χειροκίνητο αργαλειό δεν είχε ακόμα δύσει, είχαν κάνει την περιοχή τους στο Λονδίνο κέντρο της επιστήμης και του πολιτισμού:
Οι υφαντουργοί υπήρξαν σε προηγούμενες εποχές σχεδόν οι μοναδικοί βοτανολόγοι στη μητρόπολη, και η αγάπη τους για τα λουλούδια χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα την τάξη τους. Μας είπαν ότι κάποια χρόνια πριν, οι υφαντουργοί περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους ή δειπνούσαν με τις οικογένειές τους τις Κυριακές, στους μικρούς κήπους στα περίχωρα του Λονδίνου, οι περισσότεροι από τους οποίους σήμερα έχουν οικοδομηθεί. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε μια Εντομολογική Εταιρεία, και οι υφαντουργοί ήταν οι πιο επιμελείς εντομολόγοι σε ολόκληρο το βασίλειο. Η ιδιαίτερη αυτή προτίμηση, αν και όχι τόσο διαδεδομένη όσο παλιότερα, εξακολουθεί να αποτελεί χαρακτηριστικό της τάξης τους. Υπήρχε επίσης παλιότερα και μια Ανθοκομική Εταιρεία, μια Ιστορική Εταιρεία και μια Μαθηματική Εταιρεία, που όλες τις διατηρούσαν οι εργαζόμενοι μεταξοϋφαντουργοί· ο περίφημος Dollond, ο εφευρέτης του αχρωματικού τηλεσκόπιου, ήταν υφαντουργός· το ίδιο και οι μαθηματικοί Simpson και
156 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Edwards, πριν τους πάρουν από τον αργαλειό και τους βάλουν στην υπηρεσία της κυβέρνησης, να διδάσκουν μαθηματικά στους σπουδαστές του Woolwich και του Chatham.13
Ανάλογη εντυπωσιακή ιστορία έχουν και οι υφαντουργοί του Yorkshire και του Lancashire, όπως σημειώνει ο Ε. P. Thompson: «Όλες οι περιοχές των υφαντουργών έχουν τους υφαντουργους-ποιητές τους, τους βιολόγους, τους μαθηματικούς, τους μουσικούς, τους γεωλόγους, τους βοτανολόγους... Στον βορρά υπάρχουν μουσεία και εταιρείες φυσικής ιστορίας που έχουν ακόμα στην κατοχή τους αρχεία ή συλλογές λεπι- δόπτερων που φτιάχτηκαν από υφαντουργούς· υπάρχουν ακόμα αναφορές για υφαντουργούς που ζούσαν σε απομονωμένα χωριά και μάθαιναν μόνοι τους γεωμετρία, σχεδιάζοντας με κιμωλία πάνω στις πλάκες των δρόμων, πάντα πρόθυμοι για παθιασμένες συζητήσεις σχετικά με τον διαφορικό λογισμό»14.
Η καταστροφή της τέχνης του μάστορα την περίοδο που αναδύθηκε το επιστημονικό μάνατζμεντ δεν πέρασε απαρατήρητη από τους εργάτες. Αντιθέχως, οι εργάτες είναι κατά κανόνα πολύ πιο ευαίσθητοι σε μια τέτοια απώλεια τη στιγμή που αυτή λαμβάνει χώρα, παρά αφού έχει συμβεί και έχουν πια γενικευτεί οι νέες συνθήκες παραγωγής. Ο τεϊλορισμός ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στα συνδικάτα τα πρώτα χρόνια του αιώνα. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι πρώτες αντιδράσεις δεν επικεντρώθηκαν στις τρανταχτές καινοτομίες του συστήματος του Taylor, όπως το χρονόμετρο και η μελέτη κινήσεων. Αντίθετα, στόχευαν στην ουσία του συστήματος, δηλαδή στη συστηματική του προσπάθεια να αποσπάσει από τους εργάτες τη γνώση και τον αυτόνομο έλεγχο της τέχνης και να τους εντάξει σε μια εργασιακή διαδικασία εντελώς απογυμνωμένη από τη σκέψη, στην οποία θα λειτουργούσαν σαν να ήταν μοχλοί και γρανάζια. Σε ένα εισαγωγικό άρθρο του International Molders Journal διαβάζουμε:
Η μοναδική περιουσία του μισθωτού εργάτη είναι η τέχνη του, η μαστοριά του. Συνήθως σκεφτόμαστε ότι η τέχνη του μάστορα είναι η ικανότητα του εργάτη να χειρίζεται επιδέξια τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιεί σε μια τέχνη ή σε ένα επάγγελμα. Η πραγματική τέχνη του μάστορα όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Το ουσιώδες στοιχείο στην τέχνη του μάστορα δεν είναι η επιδεξιότητα των χεριών, αλλά κάτι που βρίσκεται μέσα στο μυαλό του εργάτη. Αυτό το κάτι είναι κατά ένα μέρος η βαθιά γνώση του χαρακτήρα και των χρήσεων των εργαλείων, των υλικών και των διαδικασιών της τέχνης του, που την απέκτησε μέσα από την παράδοση και την εμπειρία. Πέρα όμως από
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ 157
αυτό και πάνω από αυτό, η τέχνη του μάστορα είναι η γνώση που του δίνει τη δυνατότητα να κατανοεί και να ξεπερνά τις δυσκολίες που συνεχώς προκύπτουν, οι οποίες πηγάζουν μέσα από τις παραλλαγές και τις διαφοροποιήσεις όχι μόνο των εργαλείων και των υλικών, αλλά και των συνθηκών κάτω από τις οποίες πρέπει να γίνει μια συγκεκριμένη δουλειά.
Το εισαγωγικό άρθρο συνεχίζει τονίζοντας τον διαχωρισμό της «γνώσης του τεχνίτη» από την «δεξιότητα του τεχνίτη» σε «ένα όλο και ευρύτερο πεδίο και με μια ολοένα αυξανόμενη επιτάχυνση» και περιγράφει ως την πιο επικίνδυνη μορφή του διαχωρισμού αυτού
τη συλλογή όλης της διασκορπισμένης γνώσης του τεχνίτη, της συστηματοποίησής της και της συγκέντρωσής της στα χέρια του εργοδότη, και μετέπειτα την αναδιανομή της με τη μορφή λεπτομερών οδηγιών, που παρέχουν στον κάθε εργάτη μόνο τη γνώση που του χρειάζεται για τη διεκπεραίωση ενός συγκεκριμένου και σχετικά ασήμαντου καθήκοντος. Είναι προφανές ότι η διαδικασία αυτή διαχωρίζει τη δεξιότητα από τη γνώση ακόμα και στις περιπτώσεις που συνδέονται στενά μεταξύ τους. 'Οταν ολοκληρωθεί, ο εργάτης δεν είναι πλέον κατά καμία έννοια τεχνίτης, αλλά ένα έμψυχο εργαλείο στα χέρια της διεύθυνσης.15
Μισού αιώνα αναλύσεις πάνω στο επιστημονικό μάνατζμεντ δεν κατά- φεραν να παράγουν καλύτερη διατύπωση του ζητήματος*.
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. Frederick W. Taylor, Shop Management, cno Scientific Management (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1947), σ. 65-66.2. Στο ίδιο, σ. 121.3. Στο ίδιο, σ. 146.4. Frederick W. Taylor, The Principles o f Scientific Management (Νέα Υόρκη, 1967), σ. 125.5. Taylor, Shop Management, a. 146-47.6. Michel Crozier, The World of the Office Worker (Σικάγο και Λονδίνο, 1971), σ. 13-17.7. Στο ίδιο, σ. 18-19.
Σχετικά με αυτό το θέμα, δες επίσης το Industrial Society του Friedmann, στο οποίο συνοψίζονται «οι πρώτες αντιδράσεις των εργατών» στον τεϊλορισμό στις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία [Georges Friedmann, Industrial Society (Γκλενκό, εικ., 1955), σ. 41-43],
158 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
8. Elton Mayo, The Social Problems of an Industrial Civilization (Βοστόνη, 1945), σ. 17-18.9. J.D. Bernal, Sdence in History (Λονδίνο, 1954· αναθεωρημένη έκδοση 1957), σ. 389.10. Βλέπε J. Η. Stewart Reid, The Origins o f the British Labour Party (Μινεάπολις, Μινεσότα, 1955), ο. 19 και Ε. J. Hobsbawm, The Age of Revolution (Νέα Υόρκη, 1962), σ. 213-214.11. Bernal, Science in History,a. 383.12. Samuel Gompers, Seventy Years o f Life and Labor (1925· Νέα Υόρκη, 1957), σ. 57.13. Henry Mayhew, στο The Unknown Mayhew, επιμ. Eileen Yeo και E. P. Thompson, (Νέα Υόρκη, 1971), σ. 105-106.14. E. P. Thompson, The Making of the English Working Class (Νέα Υόρκη, 1964), σ. 291-292.15. Hoxie, Scientific Management and Labor, a. 131-132.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Οι Dissenters ήταν θρησκευτικές ομάδες μεταρρυθμιστών, οι οποίες αντπίθο- νταν στην ανάμιξη και τον ισχυρό ρόλο του Κράτους μέσα στην Αγγλικανική Εκκλησία. Εξαιτίας των παραπάνω αντιλήψεων τους δεν έχαιραν μεγάλης εύνοιας από το κράτος και ίδρυσαν δικές τους κοινότητες και θεσμούς (οι ακαδημίες που συναντήσαμε στο κείμενο). Στους Dissenters συγκαταλέγονται διάφορες αιρέσεις όπως οι ΑναβαΓττιστές, οι Βαπτιστές, οι Πρεσβυτεριανοί, οι Μεθοδιστές, οι Κουα- κέροι, κλπ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ
ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Ο μετασχηματισμός της εργαζόμενης ανθρωπότητας σε «εργατική δύναμη», σε «παράγοντα παραγωγής», σε όργανο του κεφαλαίου, είναι μια διαδικασία αδιάκοπη, δίχως τέλος· μια συνθήκη απεχθής για όσους και όσες υπόκεινται σε αυτήν, ασχέτως αν ο μισθός τους είναι υψηλός ή χαμηλός, ακριβώς επειδή παραβιάζει τις ανθρώπινες συνθήκες της εργασίας. Και καθώς οι εργάτες δεν καταστρέφονται ως ανθρώπινα όντα, απλώς χρησιμοποιούνται με μη ανθρώπινους τρόπους, οι κριτικές, διανοητικές και αντιληπτικές τους ικανότητες, όσο κι αν ελαχιστοποιούνται ή απονε- κρώνονται, παραμένουν πάντοτε ως ένα βαθμό απειλητικές για το κεφάλαιο. Επιπλέον, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επεκτείνεται συνεχώς σε νέα πεδία εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και όσων δημιουργή- θηκαν πρόσφατα από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη μετάβαση του κεφαλαίου σε νέες βιομηχανίες. Και τέλος, έχει την ικανότητα να τελειοποιείται, να γίνεται όλο και πιο εκλεπτυσμένος, έτσι ώστε η πίεση στους εργάτες να μην σταματά ποτέ. Την ίδια στιγμή, η προσαρμογή των εργατών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής πρέπει να ανανεώνεται σε κάθε καινούρια γενιά, ειδικά στο βαθμό που οι γενιές οι οποίες μεγαλώνουν στον καπιταλισμό δεν σχηματοποιούνται μέσα στη μήτρα της εργασιακής ζωής, αλλά είναι σαν να φυτεύονται στη δουλειά από τα έξω, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο εφηβείας όπου διατηρούνται σε εφεδρεία. Κατά συνέπεια, η ανάγκη να προσαρμοστεί ο εργάτης στην καπιταλιστική μορφή της εργασίας, να ξεπεραστούν οι φυσικές του αντιστάσεις - που γίνονται πιο έντονες εξαιτίας της ραγδαία μεταβαλλόμενης τεχνολογίας, των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων και της διαδοχής των γενεών - δεν είναι μια υπόθεση που τελειώνει με την «επιστημονική οργάνω
160 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ση της εργασίας», αλλά καθίσταται μόνιμο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η εμφάνιση ενός πλέγματος πρακτικών και ακαδημαϊκών τομέων γύρω από τη μελέτη του εργάτη, τόσο μέσα στα τμήματα προσωπικού και εργασιακών σχέσεων των επιχειρήσεων, όσο και σε εξωτερικούς υποστηρικτικούς οργανισμούς, όπως οι σχολές βιομηχανικών σχέσεων ή τα τμήματα κοινωνιολογίας των πανεπιστημίων. Η βιομηχανική ψυχολογία και η βιομηχανική φυσιολογία έκαναν την εμφάνισή τους λίγο μετά τον Taylor, με σκοπό την τελειοποίηση των μεθόδων επιλογής, εκπαίδευσης και παροχής κινήτρων στους εργάτες· σύντομα αυτοί οι κλάδοι διευρύνθηκαν και έθεσαν τα θεμέλια της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, της μελέτης δηλαδή του χώρου εργασίας ως κοινωνικού συστήματος.
Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των σχολών αυτών ή των διαφορετικών ρευμάτων στο εσωτερικό τους είναι ότι, σε αντίθεση με το επιστημονικό μάνατζμεντ, δεν ασχολούνται εν γένει με την οργάνωση της εργασίας, αλλά περισσότερο με τις συνθήκες που πρέπει να εξασφαλιστούν, ώστε ο εργάτης να συνεργάζεται με το εργασιακό σχήμα που οργανώνει ο μηχανικός*. Αντιμετωπίζουν τις εξελισσόμενες εργασιακές διαδικασίες
* Παρόλο που το τμήμα διεύθυνσης προσωπικού θεωρείται ως το κομμάτι εκείνο της δομής της επιχείρησης που ασχολείται με τον εργάτη, συνήθως παραγκωνίζεται όταν βρίσκεται σε εξέλιξη μια αναδιοργάνωση της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Σ’ ένα πρόσφατο βιβλίο τους, δύο διαπρεπείς μηχανικοί παραγωγής, συζητώντας για τις αλλαγές στις εργασιακές μεθόδους, αποδίδουν μικρότερο ρόλο για το θέμα αυτό στο τμήμα προσωπικού απ’ ό,τι οε όλα τα υπόλοιπα τμήματα της εργοστασιακής διεύθυνσης. Στις προτάσεις τους για ένα συνολικό «πρόγραμμα επιχειρησιακής βελτίωσης», δηλώνουν κατηγορηματικά: «Στην αρχή, και στις περισσότερες επιχειρήσεις, ο διευθυντής προσωπικού δεν θα έχει ενεργό ρόλο στη διεκπεραίωση του προγράμματος επιχειρησιακής βελτίωσης». Περιορίζουν τη θέση του στελέχους αυτού στην αξία που έχει ως «ηχείο των αντιδράσεων των εργαζομένων» και στο ρόλο του να προσανατολίζει τους νέους εργαζόμενους σε σχέση με το πρόγραμμα και να απαντά σε ερωτήσεις και παράπονα [Bruce Payne και David D. Swett, Office Operations Improvement (Νέα Υόρκη, 1967), σ. 41-42]. Την ίδια μοίρα έχει και το ακαδημαϊκό ισοδύναμο του διευθυντή προσωπικού στην κοινωνιολογία της εργασίας. Ο Charles Rumford Walker, ένας από τους πιο έμπειρους και «ανθρωπιστές» κοινωνιολόγους της εργασίας, μιλά για το θέμα αυτό σε κάποιο κομμάτι ενός συγγράμματός του αφιερωμένο στο «στρατηγικό ρόλο του μηχανικού». Αναγνωρίζει λοιπόν ότι οι κατευθύνσεις της εξέλιξης της εργασίας καθορίζονται από «τους μάνατζερ και τους μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες του μέλλοντος», ενώ ο ρόλος των κοινωνιολόγων είναι να ασκούν πιέσεις στους πραγματικούς σχεδιαστές της εργασιακής διαδικασίας, να προσπαθούν να τους πείσουν να λάβουν υ- πόψη τους την «παραμελημένη ανθρώπινη διάσταση», ώστε να μειωθεί η δυσαρέσκεια των εργατών και να αυξηθεί η παραγωγικότητα, να «μη χαθεί η ευκαιρία» που προ-
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ 161
της καπιταλιστικής κοινωνίας ως αναπόδραστα δεδομένα, τις αποδέχονται ως «απαραίτητες και αναπόφευκτες» σε κάθε μορφή «βιομηχανικής κοινωνίας». Τα προβλήματα που εγείρονται είναι προβλήματα διαχείρισης: εργασιακή δυσαρέσκεια εκφραζόμενη με υψηλά ποσοστά turnover, συστηματικές απουσίες, αντίσταση στους επιβαλλόμενους ρυθμοΰς δουλειάς, αδιαφορία, αμέλεια, εσκεμμένος περιορισμός της παραγωγής από τους εργάτες, εχθρική διάθεση απέναντι στη διεύθυνση. Οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι που ασχολούνται με τη μελέτη της εργασίας και των εργατών δεν αντιλαμβάνονται ως πρόβλημα την υποβάθμιση των εργαζόμενων ανδρών και γυναικών, αλλά τα προσκόμματα που θέτουν οι αντιδράσεις τους, συνειδητές ή ασυνείδητες, σε αυτή την υποβάθμιση. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες είναι ισχυρά ιιροσκολλημένοι, απελπισμένα προσκολλημένοι στο δόγμα που αναγορεύει ως καθήκον τους όχι τη μελέτη των αντικειμενικών εργασιακών συνθηκών, αλλά μόνο των υποκειμενικών φαινομένων που αυτές οι συνθήκες γεννούν: των βαθμών «ικανοποίησης» και «δυσαρέσκειας» που υπολογίζουν τα ερωτηματολόγιά τους.
Η πρώτη συστηματική προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή έγινε στο πεδίο της βιομηχανικής ψυχολογίας. Μπορούμε να εντοπίσουμε τις απαρχές της στην πειραματική ψυχολογία που διδασκόταν στη Γερμανία τον δέκατο ένατο αιώνα, και ειδικά στη σχολή ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Leipzig. Ο Hugo Milnsterberg, αφού εκπαιδεύτηκε στο «εργαστήριο» του Wilhelm W undt στο Leipzig, ήρθε στο Harvard των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου είχε την τύχη να παρατηρήσει την εξέλιξη του σύγχρονου μάνατζμεντ πάνω στην πιο ανθηρή του φάση- απέκτησε λοιπόν τη φιλοδοξία να παντρέψει τις μεθόδους της σχολής του Leipzig με τις νέες πρακτικές του επιστημονικού μάνατζμεντ. Το βιβλίο του Psychology and Industrial Efficiency (που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1912, και σε αγγλόφωνη έκδοση ένα χρόνο μετά) μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη συστηματική παρουσίαση της βιομηχανικής ψυχολογίας1. Ό πω ς και ο Taylor, ο Milnsterberg δεν είχε καμία πρόθεση να αποκρύψει τις πραγματικές του απόψεις και στοχεύσεις:
Σκοπός μας είναι να σκιαγραφήσουμε τα βασικά σημεία μιας νέας επιστήμης, που θα απστελεί τον ενδιάμεσο της σύγχρονης εργαστηριακής ψυχολογίας και των προβλημάτων της
αφέρουν οι ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές, κλπ. [National Commission on Technology, Automation, and Economic Progress, The Employment Impact of Technological Change, Παράρτημα Τόμος II, Technology and the American Economy (Ουά- σινγκτον, D.C., 1966), σ. 288-315, ιδιαίτερα κεφάλαιο IV].
162 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
οικονομικής επιστήμης: το ψυχολογικό πείραμα πρόκειται να μπει με συστηματικό τρόπο στην υπηρεσία του εμπορίου και της βιομηχανίας.2
Ποιοι είναι όμως οι στόχοι του εμπορίου και της βιομηχανίας; Ο Miinsterberg αφήνει άλλους ν’ ασχοληθούν με αυτό: «Η οικονομική ψυχοτεχνική μπορεί να εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς του εμπορίου και της βϊομηχανίας, αλλά ο ψυχολόγος θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από το βάρος να κρίνει αν είναι οι καλύτεροι δυνατοί»3. Έχοντας απαλλάξει την «επιστήμη» του από ένα τέτοιο βάρος και έχοντας αποδώσει το καθήκον του καθορισμού των παραμέτρων των ερευνών του σ’ εκείνους που ελέγχουν «το εμπόριο και τη βιομηχανία», ο Miinsterberg επιστρέφει σιο θέμα αυτό μόνο όταν αναρωτιέται αν πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη και τη γνώμη των εργατών, που κι αυτοί άλλωστε αποτελούν κομμάτι «του εμπορίου και της βιομηχανίας». Μια τέτοια έκκληση, τόσο ωμή και τόσο χυδαία, σε ειδικά συμφέροντα του προκαλεί τρόμο και την απορρίπτει α- μετάκλητα:
Οι έρευνές μας για τις δυνατότητες που έχει η ψυχολογία να ενισχύσει τη βιομηχανία δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από το ρηχό και επιπόλαιο επιχείρημα ότι στη μία ή στην άλλη βιομηχανική επιχείρηση μπορεί ως αποτέλεσμα κάποιοι να απολυθούν. Η ψυχοτεχνική δεν βρίσκεται στην υπηρεσία καμιάς κοινωνικής ομάδας, αλλά αποκλειστικά στην υπηρεσία του πολιτισμού.4
Έχοντας ταυτίσει τα συμφέροντα του «πολιτισμού» όχι με τη μεγάλη πλειοψηφία των εργατών, αλλά μ’ εκείνους που διευθύνουν τους εργάτες, μπορεί πια να αντιμετωπίσει χωρίς κανένα φόβο τις καθημερινές επιδράσεις του «επιστημονικού σχεδιασμού της εργασίας» πάνω στον εργάτη: «... η ανάπτυξη του επιστημονικού μάνατζμεντ έχει δείξει καθαρά ότι οι πιο σημαντικές βελτιώσεις είναι ακριβώς αυτές που εξάγονται από επιστημονικές έρευνες, αυτές που στην αρχή δεν ικανοποιούν τους ίδιους τους εργάτες, μέχρι τη στιγμή που θα διαμορφωθεί μια νέα συνήθεια»5. Ο Miinsterberg διεκδικούσε για την επιστήμη της ψυχολογίας τον ρόλο της επιλογής των εργατών από τη δεξαμενή της αγοράς εργασίας, του εγκλι- ματισμού τους στις εργασιακές συνήθειες που επινοεί ο «πολιτισμός», της διαμόρφωσης της «νέας συνήθειας»:
... επιλέγουμε τρεις βασικούς στόχους της επιχειρησιακής δραστηριότητας, στόχους που είναι σημαντικοί στο εμπόριο, τη βιομηχανία και σε κάθε οικονομικό εγχείρημα. Πρώτο, ρωτάμε
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ 163
πώς μπορούμε να βρούμε εκείνους τους ανθρώπους, οι διανοητικές ικανότητες των οποίων, τους καθιστούν πλέον κατάλληλους για τη δουλειά που έχουν να κάνουν· δεύτερο, ρωτάμε υπό ποιες ψυχολογικές συνθήκες μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη και πιο ικανοποιητική εργασιακή απόδοση από κάθε άνθρωπο· και τέλος, πώς μπορούμε να επηρεάσουμε τα ανθρώπινα μυαλά με τρόπο επιθυμητό για τα συμφέροντα της επιχείρησης.6
Σε αυτόν τον ορισμό βρίσκουμε τους βασικούς στόχους -αν και σπάνια είναι τόσο ωμά διατυπωμένοι- των μεταγενέστερων σχολών ψυχολογικής, φυσιολογικής και κοινωνικής έρευνας του εργάτη και της εργασίας. Σε γενικές γραμμές, η επιδίωξή τους ήταν ένα μοντέλο εργάτη που θα παράγει τα επιθυμητά για τη διεύθυνση αποτελέσματα: προσαρμογή στους όρους εργασίας που προσφέρει η καπιταλιστική επιχείρηση και ικανοποιητική απόδοση σε αυτή τη βάση. Οι διάφορες σχολές διαδέχονταν η μία την άλλη, παράγοντας διαρκώς καινούριες προσεγγίσεις και θεωρίες, γεγονός που μαρτυρεί -περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο- την αποτυχία τους.
Η αρχική εξάπλωση της βιομηχανικής ψυχολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στις προσπάθειες του Walter Dill Scott, ψυχολόγου στο πανεπιστήμιο του Northwestern, ο οποίος πήρε το διδακτορικό του στο Leipzig και ασχολήθηκε με αυτό το νέο πεδίο μετά από μια καριέρα στη διαφήμιση. Ή δη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα ψυχολογικά τεστ χρησιμοποιούνταν από μια σειρά μεγάλων επιχειρήσεων (American Tobacco, National Lead, Western Electric, Loose-Wiles Biscuit, Metropolitan Life) και η πρώτη ψυχολογική συμβουλευτική υπηρεσία για τη βιομηχανία ιδρύθηκε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Carnegie, όπου ο Scott ανέλαβε την πρώτη έδρα εφαρμοσμένης ψυχολογίας σε αμερικανικό ακαδημαϊκό ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών έγιναν αντικείμενο εκτεταμένων ψυχολογικών τεστ, επίσης υπό την εποπτεία του Scott, και έτσι αυτή η νέα επινόηση έγινε δημοφιλής και εξαπλώθηκε στη βιομηχανία μετά τον πόλεμο. Στην Αγγλία και στη Γερμανία η γενική κατεύθυνση ήταν παρόμοια, ενώ η Γερμανία ίσως και να ήταν η πιο προχωρημένη στο πεδίο της βιομηχανικής ψυχολογίας7.
Η βασική παραδοχή της βιομηχανικής ψυχολογίας ήταν ότι, με τη χρήση των τεστ δεξιοτήτων, είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέ- ρων για ποια θέση είναι κατάλληλος κάθε εργάτης, μέσω της ταξινόμησης των εργατών σύμφωνα με βαθμούς «ευφυίας», «χειρωνακτικής δεξιότητας», «ροπής προς τα ατυχήματα» και γενικά ανάλογα με τη συμβατότητα με το επιθυμητό «προφίλ» της διεύθυνσης. Η ματαιότητα της προσπάθειας αυτής να ρυθμίζονται τα άτομα και να προβλέπεται η συμπεριφορά
164 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τους μέσα στο πλέγμα και την ανταγωνιστική δυναμική της κοινωνικής ζωής θα φαινόταν σύντομα στην πράξη. Η απογοήτευση γύρω από τη βιομηχανική ψυχολογία αποκρυσταλλώθηκε μετά τα παρατεταμένα και εξαντλητικά πειράματα που έγιναν στο εργοστάσιο της Western Electric στο δυτικό Σικάγο τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920 - τα λεγόμενα πειράματα Hawthorne. Στα πειράματα αυτά, μια ομάδα από την Οικονομική Σχολή του Harvard, με επικεφαλής τον Elton Mayo, κατέληξε κυρίως σε αρνητικά συμπεράσματα - τα οποία, επιπλέον, ήταν κατά αξιοσημείωτο τρόπο παρόμοια με τα συμπεράσματα του Taylor, όταν είχε ξεκινήσει τις έρευνές του σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα. Έμαθαν λοιπόν, όχι μόνο ότι η απόδοση των εργατών είχε πολΰ μικρή σχέση με την «ικανότητα» - στην πραγματικότητα, η απόδοση ήταν συχνά αντιστρόφως ανάλογη των. επιδόσεων που σημείωναν οι εργάτες στα τεστ - αλλά και ότι οι εργάτες δρούσαν συλλογικά για να αντισταθούν στους ρυθμούς δουλειάς και τις απαιτήσεις της διεύθυνσης. «Η πεποίθηση», είπε ο Mayo, «ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου μέσα στο εργοστάσιο μπορεί να προβλεφθεί πριν την πρόσληψή του, με βάση την επίμονη και λεπτομερή εξέταση των μηχανικών και άλλων ικανοτήτων του, είναι κατά βάση, αν όχι εντελώς, λανθασμένη»8.
Το κύριο συμπέρασμα της σχολής του Mayo ήταν ότι τα κίνητρα των εργατών δεν μπορούσαν να γίνουν κατανοητά σε ατομική βάση, και ότι το κλειδί της συμπεριφοράς τους είναι οι κοινωνικές ομάδες του εργοστασίου. Με βάση αυτό το συμπέρασμα, η μελέτη της προσαρμογής των εργατών στην εργασία τους μετατοπίσθηκε από το πεδίο της ψυχολογίας στο πεδίο της κοινωνιολογίας. Η προσέγγιση των «ανθρώπινων σχέσεων», η πρώτη από μια σειρά κοινωνιολογικών σχολών που ασχολούνταν με τη μελέτη της συμπεριφοράς, εστίασε το ενδιαφέρον της στην παροχή συμβουλών στο προσωπικό και σε μοντέλα επιτήρησης «πρόσωπο-με-πρόσωπο», πιο ήπια και ανώδυνα για τους εργάτες. Όμως, οι σχολές αυτές ελάχιστα χειροπιαστά αποτελέσματα είχαν να προσφέρουν τελικά στο μάνατζμεντ. Επιπλέον, η γέννηση της ιδέας των «ανθρώπινων σχέσεων» συνέπεσε με την Κρίση της δεκαετίας του ’30 και το μαζικό κύμα εξεγέρσεων της εργατικής τάξης, που κορυφώθηκε με τη δημιουργία εργατικών σωματείων στις βασικές βιομηχανίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπό το φως αυτών των γεγονότων, ο εργασιακός χώρος έπαψε να εμφανίζεται ως το σύστημα τυπικής γραφειοκρατικής οργάνωσης του βεμπεριανού μοντέλου, ή το σύστημα άτυπων σχέσεων μεταξύ ομάδων, του Mayo και των οπαδών του- οι εργατικοί αγώνες τον ανέδειξαν ως σύστημα εξουσίας, ως πεδίο ταξικού ανταγωνισμού. Η βιομηχανική ψυχολογία και κοινωνιολογία δεν συνήλθαν ποτέ από αυτό το χτύπημα. Από το γεμάτο αυτοπεποίθηση ξεκίνημά
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ 165
τους ως «επιστήμες» αφιερωμένες στην ανακάλυψη των πηγών της ανθρώπινης συμπεριφοράς και στη χειραγώγηση αυτής προς όφελος των συμφερόντων της διεύθυνσης, κατέληξαν να είναι ένα συνονθύλευμα μπερδεμένων προσεγγίσεων που επιδιώκουν ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, οικονομικές, μαθηματικές, ή «συστημικές» ερμηνείες για τις πραγματικότητες του εργασιακού χώρου, οι οποίες έχουν μικρή ή καμία επίδραση πάνω στη διαχείριση του εργάτη ή της εργασίας’.
Αν η προσαρμογή του εργάτη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν οφείλεται στις προσπάθειες των επίδοξων ιδεολογικών και πρακτικών χειραγωγών του, τότε πώς επιτυγχάνεται τελικά; Έ να μεγάλο μέρος της οικονομικής και πολιτικής ιστορίας του καπιταλιστικού κόσμου τον τελευταίο ενάμισι αιώνα είναι στενά συνδεδεμένο με αυτή τη διαδικασία της προσαρμογής, με τις συγκρούσεις και τις εξεγέρσεις που τη συνόδευ- σαν, και δεν είναι εδώ ο χώρος για να επιχειρήσουμε μια περίληψη αυτής της ιστορίας, θ α αρκεστούμε σε μία μόνο εικόνα, αυτήν του πρώτου κινούμενου ιμάντα συναρμολόγησης, ως ένδειξη για το ότι η αποκόλληση των εργατών από τις προγενέστερες εργασιακές συνθήκες και η προσαρμογή τους στις μορφές εργασίας που σχεδιάζονται από το κεφάλαιο είναι μια θεμελιώδης διαδικασία, στην οποία οι πρωταγωνιστές δεν είναι η χειραγώγηση και η προπαγάνδα, αλλά οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και δυνάμεις.
Το 1903, όταν ιδρύθηκε η Ford Motor Company, η κατασκευή αυτοκινήτων ήταν μια δουλειά που την έφερναν σε πέρας τεχνίτες, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί στα εργαστήρια κατασκευής ποδηλάτων και αμαξών του Michigan και του Ohio, που ήταν τότε τα κέντρα αυτού του είδους των βιομηχανιών. «Η τελική συναρμολόγηση, για παράδειγμα», γράφει ο Eli
* Η πραγματική θέση της βιομηχανικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας στην επιχειρησιακή πολιτική εκφράζεται συνοπτικά από τρεις μηχανικούς παραγωγής στο τέλος ενός άρθρου τους, που ονομάζεται «Σύγχρονα Κριτήρια Σχεδιασμού Εργασίας»: «Μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι πολιτικές και οι πρακτικές σχεδιασμού εργασίας των επιχειρήσεων [αναφέρεται στις επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο μελέτης του άρθρου] είναι ασύμβατες με τα προγράμματα και τις πολιτικές των ανθρώπινων σχέσεων και της διεύθυνσης προσωπικού. Οι μεν λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για να ελαχιστοποιήσουν τη συνεισφορά του ατόμου, και οι δε προπαγανδίζουν τη σημασία και την αξία του ατόμου για τον οργανισμό». [Louis Ε. Davis, Ralph R. Canter, και John Hoffman, “Current Job Design Criteria”, Journal of Industrial Engineering, τομ. 6, no. 2 (1955)· ανατύπωση σιο Design of Jobs, επιμ. Louis E. Davis και James C. Taylor, (Λονδίνο, 1972), σ. 81]. Πρόκειται όμως για κάτι περισσότερο από «ασυμβατότητα», αφού ο σχεδιασμός εργασίας αντιπροσωπεύει την ηραγματικύτψα, ενώ η διεύθυνση προσωπικού αντιπροσωπεύει μόνο μυθολογία. Από τη σκοπιά της επιχείρησης δεν υπάρχει καμία ασυμβατότητα εδώ, αφού η μυθολογία αποτελεί χειρισμό που χρησιμοποιείται για να προσαρμόζεται ο εργάτης στην πραγματικότητα.
166 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Chinoy, «ήταν αρχικά μια πολύ ειδικευμένη εργασία. Κάθε αυτοκίνητο συναρμολογούνταν σε σταθερό σημείο από μηχανικούς που είχαν πολλαπλούς ρόλους»9. Μέχρι το 1908, όταν ο Ford λάνσαρε το Μοντέλο Τ, οι διαδικασίες είχαν κάπως αλλάξει, αλλά οι αλλαγές αυτές δεν μπορούσαν καν να συγκριθούν με ό,τι επακολούθησε. Η οργάνωση της εργασίας συναρμολόγησης την εποχή εκείνη περιγράφεται από τον Keith Sward ως εξής:
Στου Ford και σε όλα τ’ άλλα εργαστήρια στο Detroit, η διαδικασία της συναρμολόγησης ενός αυτοκινήτου περιστρεφόταν ακόμα γύρω από τον μηχανικό πολλαπλών ρόλων, που ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται σε κίνηση για να κάνει τη δουλειά του.Οι συναρμολογητές του Ford εξακολουθούσαν να είναι πολυτεχνίτες. Η εργασία τους ήταν κατά μεγάλο μέρος στάσιμη, καθώς ολόκληρη η διαδικασία συναρμολόγησης, από το γυμνό πλαίσιο μέχρι το τελικό προϊόν, γινόταν σε ένα σταθερό σημείο. Ακόμη και αυτοί όμως, έπρεπε να μετακινούνται με τα πόδια, μόλις το αυτοκίνητο στο οποίο δούλευαν ολοκληρωνόταν. Η αλήθεια είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου, η διαδικασία είχε υποστεί βελτιώσεις. Το 1908 δεν ήταν πια απαραίτητο ο συναρμολογη- τής να εγκαταλείπει τη θέση του για να πηγαίνει στο κιβώτιο των εργαλείων ή στο κουτί με τα εξαρτήματα. Κλητήρες αποθήκης (stock runners) τοποθετήθηκαν δίπλα του για να επιτελούν αυτήν ακριβώς τη λειτουργία. Ούτε ο μηχανικός του Ford ήταν το 1908 ο ίδιος άνθρωπος που ήταν το 1903. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η εργασία της τελικής συναρμολόγησης κατατμήθηκε όσο ποτέ άλλοτε. Στη θέση του πολυπράγμονα που μέχρι τότε «τα έκανε όλα», υπήρχαν πλέον αρκετοί συναρμολογητές που δούλευαν πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο αυτοκίνητο ο ένας δίπλα στον άλλον και ο καθένας τους ήταν υπεύθυνος για ένα σχετικά περιορισμένο σύνολο εργασιών.
Η ζήτηση για το Μοντέλο Τ ήταν τόσο μεγάλη, που τα μεγαλύτερα οργανωτικά ταλέντα της εποχής επιστρατεύτηκαν για να αναθεωρηθούν οι μέθοδοι παραγωγής της επιχείρησης. Το κομβικό στοιχείο της νέας οργάνωσης της εργασίας ήταν η κινούμενη αλυσίδα μεταφοράς, πάνω στην οποία γινόταν η συναρμολόγηση, καθώς το αυτοκίνητο περνούσε από προκαθορισμένους σταθμούς, στους οποίους οι εργάτες επιτελούσαν απλές λειτουργίες. Το σύστημα αυτό τέθηκε αρχικά σε λειτουργία για διάφορες - συναρμολογήσεις επιμέρους εξαρτημάτων, ξεκίνησε περίπου τον καιρό που ο Ford λάνσαρε το Μοντέλο Τ, και αναπτύχθηκε μέσα στα επόμενα έ
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ 167
ξι χρόνια μέχρι που κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1914 με την εγκαινίαση της πρώτης κινούμενης αλυσίδας μεταφοράς για την τελική συναρμολόγηση στο εργοστάσιο του Ford στο Highland Park. Μέσα σε τρεις μήνες, ο χρόνος συναρμολόγησης για το Μοντέλο Τ μειώθηκε στο ένα δέκατο του χρόνου που απαιτοΰνταν με το προηγούμενο σύστημα, και μέχρι το 1925 είχε δημιουργηθεί ένας οργανισμός ικανός να παράγει σε μία μέρα τον ίδιο αριθμό αυτοκινήτων που παράγονταν παλιότερα, στην αρχή της ιστορίας του Μοντέλου Τ, μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο.
Η επιτάχυνση του ρυθμοΰ παραγωγής στην περίπτωση αυτή δεν βασίστηκε μόνο στις αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, αλλά και στον έλεγχο των ρυθμών συναρμολόγησης που πέτυχε η διεύθυνση, καταφέρνο- ντας να διπλασιάζει ή και να τριπλασιάζει την ταχύτητα με την οποία έ- πρεπε να επιτελούνται οι διάφορες λειτουργίες, υποβάλλοντας έτσι τους εργάτες σε μια πρωτοφανή ένταση εργασίας. Αφού κατάφερε κάτι τέτοιο, ο Ford στράφηκε στη συνέχεια στην ομογενοποίηση της μισθολογικής δομής, ως μέτρο περαιτέρω μείωσης του κόστους:
Πριν την εγκαθίδρυση της γραμμής συναρμολόγησης, η εταιρεία είχε καθιερώσει μια πρακτική παροχής γενναιόδωρων μπόνους, προκειμένου να δώσει κίνητρα για την αύξηση της παραγωγής και να ενεργοποιήσει την ατομική πρωτοβουλία. Από τη στιγμή όμως που εμφανίστηκαν οι κινούμενοι ιμάντες, ο Ford κατάργησε αυτό το σύστημα πληρωμών και επανήλθε στο σύστημα του ενιαίου ωρομισθίου. Η εταιρεία είχε αποφασίσει, γράφει το Iron Age τον Ιούλιο του 1913, να εγκαταλείψει το διαβαθμισμένο μισθολόγιο προς όφελος μιας «πιο σφιχτής επιτήρησης». Από τη στιγμή που μπήκε σε εφαρμογή η νέα μι- σθολογική πολιτική, ο οποιοσδήποτε εργαζόμενος στον Ford δεν μπορούσε να περιμένει καμία διακύμανση στις απολαβές του, όπως ακριβώς δεν υπήρχε καμία διακύμανση στις λειτουργίες που καλούνταν να επιτελέσει κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Το μέγιστο ημερομίσθιο ήταν κολλημένο, οριστικά κατά τα φαινόμενα, στα 2,34 δολάρια, που ήταν το καθορισμένο ημερομίσθιο για την περιοχή.11
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, οι νέες συνθήκες απασχόλησης που σύντομα θα γενικεύονταν καταρχήν στην αυτοκινητοβιομηχανία και έπειτα σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους, εγκαθιδρύθηκαν πρώτα στη Ford Motor Company. Η τέχνη του μάστορα έδωσε τη θέση της σε έναν επαναλαμβανόμενο, λεπτομερή χειρισμό, και οι μισθοί σταθεροποιήθηκαν σε ενιαία επίπεδα. Η αντίδραση σε αυτές τις αλλαγές υπήρξε δυναμική, όπως διηγείται ο Sward:
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το αποτέλεσμα ήταν η νέα τεχνολογία του Ford να γίνεται όλο και λιγότερο δημοφιλής· όλο και περισσότερο αντίθετη προς τις διαθέσεις των εργατών του. Και οι άνθρωποι που υποβλήθηκαν σε αυτή τη νέα τεχνολογία άρχισαν να επαναστατούν. Η δυ- σαρέσκειά τους καταγράφηκε μέσα από μαζικές αποχωρήσεις. Μπορούσαν να διαλέξουν και να πάρουν. Αφθονες άλλες δουλειές υπήρχαν στην κοινότητα· ήταν πιο εύκολο να προσληφθείς εκεί· οι μισθοί ήταν εξίσου καλοί· και ήταν λιγότερο μηχανοποιημένες και περισσότερο συμπαθείς στους εργάτες.
Οι άνθρωποι του Ford άρχισαν να τον εγκαταλείπουν μαζικά ήδη από το 1910. Με την άφιξη της γραμμής συναρμολόγησης, ο «στρατός» των εργατών του κυριολεκτικά κατέρρευσε· σύντομα έγινε σχεδόν αδύνατο για την εταιρεία να διατηρήσει ανέπαφο το εργατικό της δυναμικό, πόσο μάλλον να το επεκτείνει. Ή ταν προφανές ότι η Ford Motor Co. είχε φτάσει στο σημείο να διαθέτει ένα τεράστιο εργοστάσιο, χωρίς να διαθέτει επαρκή αριθμό εργατών για να το λειτουργήσει. Ο Ford παραδέχτηκε αργότερα πως οι εκπληκτικές εργοστασιακές του καινοτομίες έφεραν μαζί τους και την οξύτερη εργατική κρίση που είχε ποτέ αντιμετωπίσει. Τα ποσοστά turnover του εργατικού του δυναμικού, όπως ο ίδιος έγραψε, έφτασαν το 380 τοις εκατό μόνο για το έτος 1913. Τόσο μεγάλη ήταν η απέχθεια των εργατών για το νέο μηχανοποιημένο σύστημα, που προς το τέλος του 1913, κάθε φορά που η εταιρεία ήθελε να προσθέσει 100 άτομα στο προσωπικό του εργοστασίου, έπρεπε να προσλάβει 963.'
Σε αυτήν την πρώτη αντίδραση στη γραμμή συναρμολόγησης, βλέπουμε τη φυσική αποστροφή του εργάτη απέναντι στο νέο είδος εργασίας. Και αυτό που μας βοηθά να τη δούμε καθαρά είναι το γεγονός ότι ο Ford, ως πρωτοπόρος του νέου τρόπου παραγωγής, βρισκόταν σε ανταγωνισμό με προηγούμενες μεθόδους οργάνωσης της εργασίας, που εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζουν την αυτοκινητοβιομηχανία και άλλες βιομηχανίες της περιοχής. Σε αυτό το μικρόκοσμο απεικονίζεται ο κανόνας, ότι η εργατική τάξη υπόκειται σταδιακά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στις διαδοχικές μορφές που αυτός λαμβάνει, μόνο στο βαθμό πον ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κατακτά και καταστρέφει όλες τις προηγούμενες μορφές οργάνωσης της εργασίας, και μαζί με αυτές, όλες τις εναλλακτικές επιλογές για τον εργατικό πληθυσμό. Στο βαθμό λοιπόν που ο Ford, έχοντας κερδίσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, εξανάγκασε το σύνολο της αυτοκινητοβιομηχανίας να εφαρμόσει τη γραμμή συναρμολόγησης, στον ίδιο βαθμό οι ερ
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ
γάτες εξαναγκάστηκαν να υποκύψουν σε αυτήν, αφού οποιαδήποτε άλλη μορφή δουλειάς στην αυτοκινητοβιομηχανία απλώς εξαφανίστηκε.
Η κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπος ο Ford εντάθηκε με την προσπάθεια των εργατών του να φτιάξουν συνδικάτο, προσπάθεια που ξεκίνησε από μέλη των Industrial Workers of the World*0 το καλοκαίρι του 1913. Η απάντηση του Ford σε αυτή τη διπλή απειλή, της δημιουργίας συνδικάτου και της φυγής των εργατών από τα εργοστάσιά του, ήταν η ανακοίνωση, που έγινε με πολλές φανφάρες στις αρχές του 1914, του ημερομισθίου των 5 δολαρίων. Βέβαια, αυτή η δραματική αύξηση στους μισθούς δεν τηρούνταν τόσο αυστηρά όσο διακήρυττε αρχικά ο Ford. Πα- ρόλ’ αυτά, οι μισθοί στο εργοστάσιο αυξήθηκαν σε επίπεδα τόσο υψηλότερα από τα συνήθη της περιοχής, που ο Ford ανακουφίστηκε προσωρινά και από τις δύο απειλές. Η κίνηση αυτή έθεσε στη διάθεση της εταιρείας ένα μεγάλο απόθεμα εργατικού δυναμικού, απ’ όπου είχε πια τη δυνατότητα να επιλέξει, και την ίδια στιγμή άνοιξε νέες δυνατότητες για την εντατικοποίηση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, όπου οι εργάτες ήταν πλέον αποφασισμένοι να κρατήσουν τις δουλειές τους. «Η πληρωμή πέντε δολαρίων την ημέρα για οκτώ ώρες δουλειάς», έγραψε ο Ford στην αυτοβιογραφία του, «ήταν από τις καλύτερες κινήσεις περικοπής κόστους που κάναμε ποτέ»1*.
Στην κίνηση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε ένα δεύτερο στοιχείο της προσαρμογής των εργατών σε δουλειές που δεν είναι καθόλου δημοφιλείς. Η παραχώρηση σχετικά υψηλότερων μισθών σε έναν όλο και μικρότερο αριθμό εργατών, ώστε να εξασφαλιστεί η αδιάλειπτη παραγωγή, επρόκει- το να γίνει, ιδιαιτέρως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα πολύ διαδεδομένο χαρακτηριστικό της εργατικής πολιτικής των επιχειρήσεων, ειδικά από τη στιγμή που υιοθετήθηκε και από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ο John L. Lewis στράφηκε στην πολιτική αυτή αμέσως μετά τον πόλεμο: προκειμένου να ενθαρρύνει την εκμηχάνιση της βιομηχανίας εξόρυ- ξης άνθρακα και τη μείωση της ανεργίας, προώθησε την εφαρμογή μιας αυξανόμενης κλίμακας αμοιβών για τους όλο και λιγότερους ανθρακωρύχους που παρέμεναν στα ορυχεία υπό ιδιαιτέρως δυσμενείς συνθήκες. Οι ειδικοί της οργάνωσης της εργασίας στις παραγωγικές βιομηχανίες ακολούθησαν το παράδειγμά του, είτε φανερά είτε συγκαλυμμένα, τις επόμενες δεκαετίες. Αλλωστε, οι πολιτικές αυτές διευκολύνθηκαν πολύ από τη μονοπωλιακή δομή των βιομηχανιών για τις οποίες συζητάμε. Οι εργάτες που βρέθηκαν εκτός ή όσοι δεν κατάφεραν ποτέ να μπουν στις βιομηχανίες του δευτερογενούς τομέα, εξαιτίας της αναλογικής συρρίκνωσης του κλάδου, επάνδρωσαν μαζικά τους νέους βιομηχανικούς κλάδους με χαμηλότερες αμοιβές.
170 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Έτσι λοιπόν, ακόμη και αν οι ποταπές μεθοδεύσεις των βιομηχανικών ψυχολόγων και κοινωνιολόγων δεν έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην εν- σωμάτωση του εργάτη στην εργασία, αυτό δεν σημαίνει ότι η «προσαρμογή» του εργάτη δεν εμπεριέχει στοιχεία χειραγώγησης. Αντιθέτως, όπως σε όλες τις λειτουργίες του καπιταλιστικού συστήματος, η χειραγώγηση είναι πάντα παρούσα και ο καταναγκασμός είναι πάντα σε εφεδρεία - με τη διευκρίνιση όμως ότι η χειραγώγηση αυτή είναι προϊόν ισχυρών οικονομικών δυνάμεων, απορρέει από τις πολιτικές απασχόλησης και μισθοδοσίας των μεγάλων επιχειρήσεων και από τις εσωτερικές διαδικασίες και την εξέλιξη του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, και όχι, κατά κύριο λόγο τουλάχιστον, από τα έξυπνα σχέδια των ειδικών των εργασιακών σχέσεων. Ο διαφαινόμενος εγκλιματισμός του εργάτη στους νέους τρόπους παραγωγής αναδύεται μέσα από την καταστροφή κάθε άλλου τρόπου ζωής, από τη μισθολογική πολιτική που επιτρέπει μια συγκεκριμένη αύξηση των συνήθων ορίων επιβίωσης της εργατικής τάξης, από την ύφανση του ιστού της σύγχρονης καπιταλιστικής ζωής που τελικά καθιστά αδύνατο κάθε άλλο τρόπο ζωής. Πίσω όμως από αυτήν τη φαινομενική προσαρμογή, η εχθρότητα των εργατών απέναντι στις εκφυλισμένες μορφές εργασίας που τους επιβάλλονται εξακολουθεί να υπάρχει, ως υπόγειο ρεύμα που καταφέρνει να φτάσει στην επιφάνεια όταν οι συνθήκες απασχόλησης το επιτρέπουν, ή όταν η καπιταλιστική τάση για όλο και μεγαλύτερη εντατικοποίηση της εργασίας υπερβαίνει τα όρια των φυσικών και διανοητικών δυνατοτήτων. Η εχθρότητα αυτή ανανεώνεται με τις καινούριες γενιές, εκφράζεται μέσα από τον απεριόριστο κυνισμό και την αποστροφή με την οποία πολλοί εργάτες αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους και έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο ως κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί λύση.
Βιβλιογραφικές αναφορές του συγγραφέα
1. Loren Baritz, The Servants o f Power: A History of the Use o f Social Science in American Industry (Μίντλτάουν, Kov., I960· χαρτόδετη εκδ., Νέα Υόρκη, 1965), σ. 26-36.2. Hugo M0nsterberg, Psychology and Industrial Efficiency (Βοστόνη και Νέα Υόρκη, 1913), σ. 3.3. Στο ίδιο, σ. 19.4. Στο ίδιο, σ. 144.5. Στο ίδιο, σ. 178.6. Στο ίδιο, σ. 23-24.7. Μια συνοπτική ιστορία της βιομηχανικής ψυχολογίας υπάρχει στο Baritz, The Servants o f Power.
Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ 171
8. Παρατίθεται στο ίδιο, σ. 95.9. Eli Chinoy, “Manning the Machine - The Assembly Line Worker”, στο επίμ. Peter L. Berger, The Human Shape of Work: Studies in the Sociology of Occupations (Νέα Υόρκη, 1964), σ. 53.10. Keith Sward, The Legend of Henry Ford (Νέα Υόρκη και Τορόντο, 1948), σ. 32.11. Στο ίδιο, σ. 48.12. Στο ίδιο, σ. 48-49.13. Στο ίδιο, σ. 56.
Σημειώσεις nw μεταφραστών
(1). Οι Industrial Workers of the World (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου) ιδρύθηκαν στο Σικάγο στις 7 Ιουλίου 1905. Στα ιδρυτικά τους μέλη περιλαμβάνονταν ο Γιουτζίν Ντεμπς και ο «λεβέντης» Μπιλ Χέιγουντ. Η οργάνωση αγκάλιασε κυρίως τους ανειδίκευτους εργάτες που, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν μετανάστες από τις πιο φτωχές ευρωπαϊκές χώρες και την Ασία και που τα αιτήματά τους δεν προωθούνταν διόλου από τη συντηρητική American Federation of Labor (Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας). Οι IWW υιοθέτησαν από την αρχή ακραίες μορφές αγώνα (γενικές απεργίες, σαμπστάζ), γι’ αυτό προκάλεσαν τη λυσσαλέα αντίδραση του κράτους και των αφεντικών. Τα μέλη τους υπέστησαν διώξεις, λι- ντσαρίστηκαν από ιδιωτικούς μπάτσους και κάθε τόσο σέρνονταν στις φυλακές, συχνά με πλασματικές κατηγορίες. Η οργάνωση τάχθηκε με συνέπεια κατά της εισόδου των ΗΓΙΑ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η επακόλουθη κορύφωση της καταστολής οδήγησε στην παρακμή της. Από τα απομεινάρια της δημιουργή- θηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα των Η ΠΑ.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΕΚΜΗΧΑΝΙΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Αν δούμε το θέμα από την τεχνική του σκοπιά, κάθε παραγωγική διαδικασία βασίζεται στις φυσικές, χημικές, και βιολογικές ιδιότητες των υλικών, και στις διεργασίες που μπορούν να στηριχτούν σε αυτές τις ιδιότητες. Καθώς το μάνατζμεντ εστιάζει στην οργάνωση της εργασίας, δεν α- σχολείται απευθείας με αυτήν την πλευρά της παραγωγής· παρέχει απλώς μια τυπική δομή, ένα συντακτικό κατά μία έννοια, για την παραγωγική διαδικασία. Η διαδικασία όμως δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη χωρίς το περιεχόμενό της, το οποίο είναι ζήτημα τεχνικής. Ό πω ς σημειώσαμε και προηγουμένως, αρχικά αυτή η τεχνική δεν είναι άλλη από την τέχνη του μάστορα και τα μυριάδες μυστικά της. Αυτή η τεχνική, καθώς αναπτύσσεται η γνώση των φυσικών νόμων, λαμβάνει έναν όλο και περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα, εκτοπίζοντας ταυτόχρονα την αποσπασματική γνώση και την παράδοση της τέχνης. Μπορούμε να πούμε λοιπόν πως, καθώς η εργασία μεταβαίνει από τη βάση της τέχνης στη βάση της επιστήμης, μια μορφή και ένα περιεχόμενο ενώνονται. Το περιεχόμενο προέρχεται από μια επιστημονική επανάσταση δίχως προηγούμενο, ενώ η μορφή σχηματοποιείται μέσω του σχολαστικού καταμερισμού και υποκαταμερισμού της εργασίας, που με τόση ζέση προωθούν οι διευθυντές των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Με την ανάδυση της σύγχρονης βιομηχανίας, έγραψε ο Μαρξ, «οι διάφορες, φαινομενικά ασύνδετες και στάσιμες μορφές των βιομηχανικών διαδικασιών αναλύθηκαν τελικά σε πολλές συνειδητές και συστηματικές εφαρμογές της φυσικής επιστήμης, με σκοπό την επίτευξη χρήσιμων αποτελεσμάτων»1. Για την εποχή του Μαρξ, αυτή η διαφωτιστική παρατήρηση ήταν περισσότερο μια διορατική προφητεία, παρά μια περιγραφή της πραγματικότητας. 'Οταν εκδόθηκαν αυτές οι γραμμές το 1867, η επο
176 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χή των «συνειδητών και συστηματικών εφαρμογών της φυσικής επιστήμης» είχε μόλις ανατείλει. Όμως, στις δυο τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα πραγματοποιήθηκε μια τόσο αποφασιστική καμπή ως προς τον ρόλο της επιστήμης στην παραγωγή, που παρά τις όποιες ομοιότητες ανάμεσα στις δυο αυτές περιόδους του καπιταλισμού, οι διαφορές τους είναι πραγματικά εντυπωσιακές.
Η επιστήμη είναι το τελευταίο και πιο σημαντικό - μετά την εργασία- κομμάτι του κοινωνικού πλούτου που οικειοποιήθηκε το κεφάλαιο. Η ιστορία της μετάβασης της επιστήμης από τη σφαίρα των ερασιτεχνών, των «φιλοσόφων», των μαστροχαλαστών και των κυνηγών της γνώσης, στην τωρινή της οργανωμένη και αφειδώς χρηματοδοτούμενη κατάσταση, είναι κατά μεγάλο μέρος η ιστορία της ενσωμάτωσής της στην καπιταλιστική επιχείρηση και τους παράπλευρους φορείς της. Στην αρχή, η επιστήμη δεν κοστίζει τίποτα στον καπιταλιστή, αφού ο τελευταίος απλώς εκμεταλλεύεται τη συσσωρευμένη γνώση των φυσικών επιστημών αργότερα όμως ο καπιταλιστής θέτει στην υπηρεσία του την επιστήμη με συστηματικό τρόπο, την οργανώνει, πληρώνει για την επιστημονική εκπαίδευση, για την έρευνα, για τα εργαστήρια, κλπ. Για όλα τα παραπάνω, ο καπιταλιστής πληρώνει από το κοινωνικό υπερπροϊόν, που είτε το ιδιοποιείται προσωπικά, είτε το ελέγχει η τάξη των καπιταλιστών ως σύνολο με τη μορφή της φορολογίας. Έτσι, ένα μέχρι πρότινος σχετικά ελεύθερο κοινωνικό εγχείρημα αφομοιώνεται μέσα στην παραγωγή και την αγορά.
Η επιστήμη, λοιπόν, που πρωτύτερα αποτελούσε κοινωνικό πλούτο και έναν δευτερεύοντα παράγοντα της παραγωγής, πέρασε στην ιδιοκτησία των καπιταλιστών και τοποθετήθηκε στον ίδιο τον πυρήνα της παραγωγής. Αυτό ακριβώς είναι το γεγονός που σηματοδοτεί την μετάβαση από τη Βιομηχανική Επανάσταση, που κατέλαβε το δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου και το πρώτο τρίτο του δέκατου ένατου αιώνα, στην τεχνο- επιστημονική επανάσταση, που ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα και συνεχίζεται ακόμα. Ο ρόλος της επιστήμης στη Βιομηχανική Επανάσταση ήταν αναμφίβολα σημαντικός. Πριν την έλευση του καπιταλισμού -μέχρι δηλαδή τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα στην Ευρώπη- το σώμα της θεμελιώδους επιστημονικής γνώσης στη Δύση ήταν κατ’ ουσίαν εκείνο της κλασικής αρχαιότητας, των αρχαίων Ελλήνων, όπως διατηρήθηκε από τους Αραβες και μέσα στα μεσαιωνικά μοναστήρια. Η εποχή των επιστημονικών εξελίξεων, κατά τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα, παρείχε κάποιες από τις προϋποθέσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης, η σύνδεση όμως ήταν έμμεση, γενική και διάχυτη. Και αυτό συνέβαινε, όχι μόνον επειδή η ίδια η επιστήμη δεν
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 177
ήταν ακόμη δομημένη και άμεσα κυριαρχούμενη από τους καπιταλιστικούς θεσμούς, αλλά εξαιτίας, επίσης, ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος· ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις προηγούνταν των επιστημονικών εξελίξεων, και επιπλέον, ότι οι πρώτες αποτελούσαν προαπαιτούμενο για τις δεύτερες. Στις απαρχές της, η επιστήμη - υπό την κυριαρχία του καπιταλισμού - δεν διατύπωνε μια νέα επιστημονική θεωρία για τις φυσικές συνθήκες, η οποία να δίνει τη δυνατότητα για μια καινούρια τεχνική. Α- ντιθέτως, η επιστήμη διατύπωνε τις γενικεύσεις της πλάϊ - πλάϊ με την τεχνολογική εξέλιξη, ή ακόμα και ως αποτέλεσμα της τελευταίας*. Αν διαλέξουμε ως κύριο παράδειγμά μας την ατμομηχανή - αφενός επειδή η λειτουργία της ενσωματώνει με έξοχο τρόπο συγκεκριμένες επιστημονικές αρχές, αφετέρου επειδή υπήρξε κεντρικό γρανάζι της Βιομηχανικής Επανάστασης - μπορούμε να διαπιστώσουμε ξεκάθαρα την εγκυρότητα του παραπάνω ισχυρισμού. Ένας ιστορικός της επιστήμης, αναφερόμε- νος στη διαδικασία γέννησης της ατμομηχανής, έγραψε:
Κατά πόσο αυτή η εξέλιξη οφειλόταν στην επιστήμη της θερμότητας; Ό λα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν πως ελάχιστα οφειλόταν στην τελευταία. Αυτή η άποψη στηρίχτηκε επίμονα από τον Robert Stuart Meikleham, συγγραφέα που ασχολήθηκε με την ιστορία της εφεύρεσης της ατμομηχανής. Στον πρόλογο του βιβλίου του Descriptive History of the Steam Engine (Περιγραφική Ιστορία της Ατμομηχανής), του 1824, έγραψε το εξής: «Δεν ξέρουμε ποιος εισήγαγε την άποψη ότι η ατμομηχανή ήταν ένα από τα πιο ευγενή δώρα που έχει κάνει η επιστήμη στην ανθρωπότητα. Το γεγονός είναι ότι η επιστήμη ή οι θεωρητικοί ουδεμία σχέση είχαν με το ζήτημα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άλλη μηχανή ή μηχανισμός, όπου τα
' Πάνω στο ζήτημα των τεχνικών γνώσεων στη Βρετανία του δέκατου όγδοου αιώνα, ο Landes γράφει το εξής: «Δεν θα πρέπει να συγχέουμε την τεχνική δεξιότητα με την επιστημονική γνώση· παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει να συνδεθεί η Βιομηχανική Επανάσταση με την Επιστημονική Επανάσταση του δέκατου έκτου και δέκατου έβδομου αιώνα, ο δεσμός ανάμεσά τους φαίνεται πως ήταν εξαιρετικά ασαφής και διάχυτος. Τόσο η Βιομηχανική όσο και η Επιστημονική Επανάσταση επέδειξαν ένα έντονο ενδιαφέρον για τα φυσικά και υλικά φαινόμενα και ακολούθησαν μια πιο συστηματική εφαρμογή της εμπειρικής έρευνας. Στην πραγματικότητα όμως, η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης οφειλόταν εν πολλοίς στα ενδιαφέροντα και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας· αυτή κυρίως ήταν η ροή των μεθόδων και των ιδεών, και όχι η αντίστροφη- και αυτό εξακολούθησε να ισχύει ακόμα και στον δέκατο ένατο αιώνα». [David S. Landes, The Unbound Prometheus: Technological Change and Industrial Development in Western Europe from 1750 to the Present (Κέμπριτζ και Νέα Υόρκη, 1969), σ. 61].
178 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ελάχιστα που είχαν να προσφέρουν οι θεωρητικοί αποδείχτηκαν τόσο άχρηστα. Η ατμομηχανή γεννήθηκε, βελτιώθηκε και τελειοποιήθηκε από τους εργαζόμενους μηχανουργους - και μόνον από αυτούς».2
Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης της ατμομηχανής, η επικρατούσα επιστημονική θεωρία για τη θερμότητα ήταν η θεωρία του καλοριχοι^1) (caloric theory), από την οποία, όπως σημειώνει ο Lindsay, «ελάχιστα σημαντικά συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν για τις ιδιότητες του ατμού»3. Ο Landes υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας του ατμού πιθανότατα συνεισέφερε στις φυσικές επιστήμες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το αντίστροφο:
Συχνά λέγεται ότι η μηχανή του Newcomen(2) και οι πρόδρομοί της δεν θα είχαν κατασκευαστεί χωρίς τις θεωρητικές ιδέες του Boyle, του Torricelli(3), και άλλων· και ότι ο Watt οφείλει μεγάλο μέρος των τεχνικών του γνώσεων στο γεγονός ότι εργάστηκε μαζί με επιστήμονες και με επιστημονικά όργανα στη Γλα- σκώβη. Αναμφίβολα υπάρχει κάμποση αλήθεια σε όλα αυτά, αν και είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε πόση. Ένα πράγμα όμως είναι σαφές: από τη στιγμή που καθιερώθηκε η αρχή του χωριστού θαλάμου συμπύκνωσης, οι εξελίξεις που ακολούθησαν ό- φειλαν ελάχιστα ή και απολύτως τίποτα στη θεωρία. Αντιθέτως, η ανάπτυξη ενός ολόκληρου κλάδου της φυσικής, της θερμοδυναμικής, πραγματοποιήθηκε ενμέρει χάρη στις εμπειρικές παρατηρήσεις που προέκυψαν από τις μηχανικές μεθόδους και τα μηχανικά επιτεύγματα.4
Το να αντιπαραθέσουμε την κατάσταση που περιγράφεται παραπάνω με τον τρόπο κατά τον οποίο η επιστήμη έχει χρησιμοποιηθεί ως αιχμή της βιομηχανικής αλλαγής τα τελευταία εβδομήντα πέντε χρόνια, σημαίνει ότι αντιπαραθέτουμε δύο διαφορετικές μορφές επιστήμης. Τα οργανωμένα επιστημονικά επαγγέλματα που γνωρίζουμε σήμερα δεν υπήρχαν με τέτοια μορφή πριν το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Στις αρχές του αιώνα, τα πανεπιστήμια παρέμεναν προσανατολισμένα προς τις κλασικές σπουδές, οι επιστημονικές κοινότητες ήταν ακόμα σε βρεφικό στάδιο και η πατρωνία των επιστημόνων ήταν κυρίως ιδιωτική υπόθεση. Οι επιστήμονες ήταν «τυπικά “ερασιτέχνες” ή άνθρωποι που, παρά το παθιασμένο τους ενδιαφέρον, ασχολούνταν με την επιστήμη ως χόμπι... Δεν ήταν παρά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα... που εγκαθιδρύθηκε μια κοινωνική βάση για ένα πλήθος επιστημόνων στα πανεπιστήμια, στις
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 179
βιομηχανίες, και στις κυβερνήσεις της Δυτικής κοινωνίας»5. Ακόμα και τότε λοιπόν, το 1880, ο Thomas Huxley μπορούσε να μιλάει γι’ αυτούς που «μαζεύονταν γύρω από τα λάβαρα της φυσικής επιστήμης» ως «ένα είδος αντάρτικου στρατού, που αποτελείται κατά κύριο λόγο από ατά- κτους».
Η παλιά εποχή της βιομηχανίας έδωσε τη θέση της στη νέα εποχή κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα, κυρίως μέσα από τις εξελίξεις σε τέσσερα πεδία: στον ηλεκτρισμό, τον χάλυβα, τον άνθρακα και το πετρέλαιο, και τον κινητήρα εσωτερικής καύσης. Η θεωρητική επιστημονική έρευνα στα παραπάνω πεδία έπαιξε σημαντικό ρόλο και απέδειξε στην καπιταλιστική τάξη, και ιδιαίτερα στους γιγάντιους επιχειρηματικούς οργανισμούς που εμφανίζονταν τότε ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, τη χρησιμότητά της ως μέσο για την αύξηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό ίσχυε ειδικά για την περίπτωση των βιομηχανιών ηλεκτρισμού, οι οποίες απστελούσαν ε- ξολοκλήρου προϊόν της επιστήμης του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά και για τη χημεία των συνθετικών προϊόντων του άνθρακα και του πετρελαί-
Η ιστορία της ενσωμάτωσης της επιστήμης στην καπιταλιστική επιχείρηση ξεκινά από τη Γερμανία. Η πρώιμη συμβίωση της επιστήμης με τη βιομηχανία, όπως διαμορφώθηκε από την καπιταλιστική τάξη στη χώρα αυτή, ήταν τελικά ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας στον εικοστό αιώνα, υποστήριξε την ικανότητα των Γερμανών σε δύο παγκόσμιους πολέμους, και αποτέλεσε παράδειγμα για τα υπόλοιπα καπιταλιστικά έθνη· παράδειγμα που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν πολλές δεκαετίες αργότερα. Ο ρόλος που έπαιξε η επιστήμη στη γερμανική βιομηχανία ήταν προϊόν αφενός της αδυναμίας του γερμανικού καπιταλισμού, στα αρχικά του στάδια, και αφετέρου του ανεπτυγμένου σταδίου στο οποίο βρισκόταν η γερμανική θεωρητική επιστήμη.
Ό σο για εκείνους που ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν τη μεγάλη σημασία της γερμανικής θεωρητικής φιλοσοφίας, ας αναλογιστούν, όχι το παράδειγμα του Μαρξ, με τον οποίο είναι τόσο δύσπιστοι, αλλά το συγκεκριμένο παράδειγμα της σύγχρονης επιστήμης και τις τόσο διαφορετικές διαδρομές που είχε στη Γερμανία, από τη μια μεριά, και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, από την άλλη. «Αν πολλά στοιχεία της σύγχρονης Βρετανίας μπορούν να εξηγηθούν σε σχέση με τη φιλοσοφία του Bentham<4)», γράφει ο P.W. Musgrave στη μελέτη του για τις τεχνολογικές αλλαγές στη Βρετανία και τη Γερμανία, «με τον ίδιο τρόπο, η επιρροή του Hegel στη Γερμανία ήταν πολύ μεγάλη»6. Ό πω ς σημειώνει ο Musgrave, η επιρροή του Hegel ήταν τόσο άμεση, όσο κάι έμμεση. Για
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
την πρώτη περίπτωση, μπορούμε να αναφέρουμε τον ρόλο του Hegel στη μεταρρύθμιση της πρωσικής εκπαίδευσης, στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Από την άλλη, είναι αναμφισβήτητη η καθοριστική συμβολή της γερμανικής θεωρητικής φιλοσοφίας, της οποίας ο Hegel ήταν ο βασικός εκπρόσωπος, στο να αποκτήσει η γερμανική επιστημονική εκπαίδευση μια θεμελιώδη θεωρητική δομή. Έτσι, ενώ η Βρετανία και οι ΗΠΑ βρίσκονταν ακόμα πιασμένες στα δίχτυα του εμπειρισμού της κοινής λογικής, ο οποίος αποθαρρύνει τη στοχαστική σκέψη και τη βασική επιστημονική έρευνα, στη Γερμανία η επιστημονική κοινότητα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει ανεμπόδιστη αυτές τις διανοητικές συνήθειες7. Γι’ αυτό άλλωστε και στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα τα πρωτεία στην ευρωπαϊκή επιστήμη πέρασαν από τη Γαλλία στη Γερμανία, ενώ την ίδια περίοδο, η Βρετανία παρέμενε βαλτωμένη «σε αυτό που ο J.S. Mill ονόμασε “δογματισμό της κοινής λογικής”, υποστηριζόμενο από τον ωμό εμπειρισμό(5)»8
Μέχρι το 1870, το γερμανικό ακαδημαϊκό σύστημα μπορούσε να υπε- ρηφανεύεται, ειδικά στο πεδίο των θετικών επιστημών, για έναν σεβαστό αριθμό καθηγητών και λεκτόρων, οι οποίοι ήταν σε θέση, επωφελούμενοι από ένα σχετικά ελαφρύ διδακτικό έργο και από τα πολύ καλά εξοπλισμένα εργαστήρια που είχαν στη διάθεσή τους, να πραγματοποιούν θεμελιώδη ερευνητική εργασία. Τα γερμανικά εργαστήρια βιομηχανικής έρευνας, όπως αυτά που διατηρούσαν οι Krupp<6) στο Essen, αποτέλεσαν παγκόσμιο υπόδειγμα ως προς την έρευνα για επιχειρηματικούς σκοπούς. Τα πολυτεχνικά ιδρύματα, που εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του 1830 και του 1840 ως εναλλακτική επιλογή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και εξελίχθηκαν στη συνέχεια στις περίφημες Technische Hochschulen(7), προσέλκυσαν φοιτητές από ολόκληρο τον κόσμο. Και το σύστημα της μαθητείας, που ήταν ισχυρότερο στη Γερμανία απ’ οπουδήποτε αλλού, πα- ρήγαγε ένα πλήθος μηχανουργών ειδικευμένων στα επαγγέλματα που απαιτούσε η νέα βιομηχανία.
Επιπλέον, η ιστορία της γερμανικής χημικής βιομηχανίας είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αυτή η χώρα προέβλεψε τη σύγχρονη εποχή: «Ήταν η Γερμανία που έδειξε σε ολόκληρο τον κόσμο πώς γίνεται από έναν κουβά με άμμο και έναν σωρό από κάρβουνο να φτιάξεις κρίσιμες πρώτες ύλες. Και ήταν η IG Farben που άνοιξε το δρόμο στη Γερμανία. Η IG μετέτρεψε τη χημεία από καθαρή έρευνα με περιορισμένη εμπορική εμβέλεια σε μια γιγαντιαία βιομηχανία που επηρέασε κάθε στάδιο του πολιτισμού»9.
Αρχικά, η χώρα που κατείχε την ηγετική θέση στη χημική επιστήμη και τις βιομηχανικές εφαρμογές της ήταν η Γαλλία, ειδικότερα δε από τη
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 181
στιγμή που η διακοπή της προμήθειας σόδας, ζάχαρης, και άλλων προϊόντων κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων «προώθησε τη γαλλι- κή χημική βιομηχανία και βοήθησε τη Γαλλία να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στον τομέα αυτό για τριάντα χρόνια»10. Έτσι, στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, οι Γερμανοί, αλλά και άλλοι, διδάχτηκαν χημεία στη Γαλλία. Έ νας από αυτούς τους σπουδαστές ήταν ο Justus von Liebig, ο οποίος, αφού σπούδασε κοντά στον Gay-Lussac και άλλους γάλ- λους χημικούς, γύρισε πίσω στη Γερμανία και ουσιαστικά έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης οργανικής χημείας, και της γεωργικής χημείας ειδικότερα. Ένας από τους μαθητές του Liebig, ο August Wilhelm von Hofmann, βρήκε την πρώτη του δουλειά ως καθηγητής στη Βρετανία, όπου και έγινε το 1845 ο πρώτος διευθυντής του Royal College of Chemistry (Βασιλικό Κολέγιο Χημείας). Ο Hofmann είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χημεία της πίσσας από λιθάνθρακα, που το μετέδωσε και στους καλύτερους βρετανούς μαθητές του, ένας από τους οποίους ήταν ο William Henry Perkin. Οι πρώτες προσπάθειες που γίνονταν τότε από τους χημικούς περιορίζονταν στην αποβολή της πίσσας του λιθάνθρακα μέσω βρασμού· καθώς όμως ο βρασμός γινόταν σε διαφορετικά στάδια και σε διαφορετικές θερμοκρασίες, το αποτέλεσμα ήταν να προκύπτει μια ποικιλία από πίσσες οι οποίες, μέσω χημικής επεξεργασίας, μπορούσαν να μετατραπούν σε χρήσιμες ουσίες. Το 1856 λοιπόν, ο Perkin (σε ηλικία δεκαοκτώ ετών) κατάφερε να παράγει την πρώτη συνθετική χρωστική ουσία από ένα παράγωγο της πίσσας, την ανιλίνη. Η ουσία αυτή χρωμάτιζε τα υφάσματα και το χρώμα ήταν ανθεκτικό στο πλύσιμο, στον ήλιο και στο πέρασμα του χρόνου. Η μεγάλη σημασία της ανακάλυψής του έγκειται στο ότι κατάφερε να συνδυάσει την παλιότερη υ- φαντουργική βιομηχανία με τη νέα χαλυβουργία, η οποία παρήγαγε πίσσα ως παραπροϊόν της χρήσης του λιθάνθρακα στην επεξεργασία του σιδήρου.
Παρόλο που η Βρετανία ήταν η χώρα με τις μεγαλύτερες υφαντουργίες και χαλυβουργίες, οι βρετανοί βιομήχανοι γύρισαν την πλάτη στην ανακάλυψη του Perkin. Είχαν τη δυνατότητα να εισάγουν φυσικές χρωστικές ουσίες από ολόκληρο τον κόσμο: ινδικό(8) από την Άπω Ανατολή, ερυθρό αλιζαρίνης από τις ρίζες του ερυθρόδανου<9), άλικο από διαλύματα κοχελίνης(10) και κασσίτερου. Η Γερμανία, από την άλλη μεριά, ενώ διέθετε μεγάλες ποσότητες λιθάνθρακα, δεν είχε πρόσβαση στα παγκόσμια αποθέματα των φυσικών χρωστικών ουσιών, καθώς μπήκε πολύ αργά στην κούρσα των αποικιών. Ο Perkin στράφηκε λοιπόν στους γερμανούς καπιταλιστές και συνέβαλε αρκετά στη θεμελίωση της μακράς γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στη χημική βιομηχανία. Μέχρι το τέλος του αιώνα,
182 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τα έξι μεγαλύτερα γερμανικά χημικά εργοστάσια απασχολούσαν περισσότερους από 650 χημικούς και μηχανικούς, τη στιγμή που σε ολόκληρη τη βρετανική βιομηχανία επεξεργασίας λιθάνθρακα, δεν υπήρχαν περισσότεροι από τριάντα ή σαράντα11*. Τη στιγμή λοιπόν που η βρετανική και η αμερικανική βιομηχανία χρησιμοποιούσαν μόνο σποραδικά επιστήμονες από τα πανεπιστήμια για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, η γερμανική καπιταλιστική τάξη είχε ήδη θέσει τις βάσεις για τη σύγχρονη βιομηχανία. Και το πέτυχε με ένα καθολικό εγχείρημα τεχνο- επιστημονικής οργάνωσης μέσα στα πανεπιστήμια, στα βιομηχανικά εργαστήρια και τους επαγγελματικούς συλλόγους, και με κρατικά επιχορηγούμενη έρευνα. Η προσπάθεια αυτή αναγνωρίστηκε σύντομα από διορατικούς οικονομολόγους της εποχής (κυρίως από τον Marshall και τον Veblen). Ο Henry L. Gantt, που - μετά τον Taylor - ήταν ο επιφανέστερος υπερασπιστής του επιστημονικού μάνατζμεντ της εποχής εκείνης, έγραψε το 1910:
Είναι νόμος της οικονομίας ότι τα μεγάλα κέρδη μπορούν να διασφαλιστούν μόνο μέσω της αποτελεσματικής λειτουργίας...Οι Γερμανοί ήταν οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν την ύψιστη σημασία της αποτελεσματικότητας ως οικονομικού παράγοντα και το γεγονός αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να προάγουν τη βιομηχανία τους· έτσι, ενώ πριν από είκοσι χρόνια η γερμανική βιομηχανία ήταν απλώς ένα ανέκδοτο, σήμερα έχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη, αν όχι σε ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, επιθυμούμε να γνωρίσουμε με κάθε λεπτομέρεια τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί· και θα αναλύψουμε πως η επιτυχία τους οφείλεται στο ότι αναγνώρισαν την αξία του επιστημονικά εκπαιδευμένου μηχανικού ως οικονομικού παράγοντα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλούσιοι φυσικοί πόροι μάς έδωσαν τη δυνατότητα να επιτύχουμε μια εκπληκτική πρόοδο, παραμελώντας πολλές φορές εντελώς τα διδάγματα της επιστήμης. Η πρόοδος της Γερμανίας είναι μια προειδοποίηση ότι έχουμε φτάσει στο σημείο που πρέπει να
Ο James Β. Conant μας λέει την εξής ιστορία: «Τον καιρό που μπαίναμε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας εκπρόσωπος της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας επισκέφτηκε τον Υπουργό Πολέμου Newton Baker για να θέσει στη διάθεσή του τις υπηρεσίες των χημικών της χώρας. Τον ευχαρίστησαν και του είπαν να περάσει την επόμενη μέρα. Ό ιαν πήγε ξανά, ο υπουργός πολέμου του είπε ότι ενώ εκτιμούσε την προσφορά των χημικών, θεωρούσε πως οι υπηρεσίες τους δεν ήταν απαραίτητες, καθώς ερεύνησε το ζήτημα και είδε ότι στο Υπουργείο Πολέμου υπήρχε ήδη ένας χημικός». [James Β. Conant, Modem Science and Modem Man (Νέα Υόρκη, 1952), σ. 9]
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝ1ΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 183
συνειδητοποιήσουμε πως η κατάλληλη εφαρμογή της επιστήμης στη βιομηχανία είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική ευημερία αυτής της χώρας... Τα πανεπιστήμιά μας και οι σχολές ανώτατης εκπαίδευσης βρίσκονται ακόμα υπό την κυριαρχία εκείνων που απέκτησαν φιλολογική ή κλασική εκπαίδευση, και που κατά συνέπεια αποτυγχάνουν πλήρως να συνειδητοποιήσουν τη διαφορά ανάμεσα στην κλασική και τη βιομηχανική εποχή. Η διαφορά αυτή δεν είναι συναισθηματική, αλλά πραγματική· γιατί το έθνος εκείνο που βιομηχανικά είναι το πιο αποδοτικό, σύντομα θα γίνει το πιο πλούσιο και το πιο ισχυρό.12
Έτσι, κατά την πρώιμη εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τα διδάγματα από τη Γερμανία άφησαν τα ίχνη τους στην αμερικανική ανώτατη εκπαίδευση και στη βιομηχανία. Δεν ήταν μόνο η ζυθοποιία που εισή- γαγε επιστημονικά εκπαιδευμένους ειδικούς από τη Γερμανία: για παράδειγμα, ο Carnegie*1 έθεσε στην υπηρεσία του έναν γερμανό χημικό στις αρχές της δεκαετίας του 1870, ενμέρει χάρη στις προσπάθειές του οποίου, η σιδηρουργία κατάφερε να αποβάλει τη μεγάλη αβεβαιότητα που περιέβαλλε τον κλάδο. Επίσης και η General Electric συμπεριέλαβε στο προσωπικό της τον Γερμανό φυσικό C.P. Steinmetz, κυρίως για να βοηθήσει στον σχεδιασμό εξοπλισμού εναλλασσόμενου ρεύματος13.
Τα επιχειρηματικά ερευνητικά εργαστήρια02’ στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν να λειτουργούν στις αρχές περίπου της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ο πρώτος ερευνητικός οργανισμός που είχε ως αποκλειστικό σκοπό την προώθηση νέων εφευρέσεων δημιουργήθηκε από τον Thomas Edison στο Menlo Park, στο New Jersey, το 1876, και τα πρώτα κυβερνητικά εργαστήρια ιδρύθηκαν από το Υπουργείο Γεωργίας με βάση τον νόμο Hatch, το 1887. Ο Arthur D. Litde ίδρυσε το δικό του ανεξάρτητο ερευνητικό εργαστήριο το 1886. Οι πρόδρομοι των επιχειρηματικών ερευνητικών οργανισμών ήταν η Eastman Kodak (1893), η Β. F. Goodrich (1895), και κυρίως η General Electric (1900). Η General Motors διεκπεραίωνε μεγάλο κομμάτι της ερευνάς της μέσω της εταιρείας DELCO του F. Kettering, που ιδρύθηκε το 1909 και την αγόρασε η GM το 1919, αν και την ίδια στιγμή η General Motors έστηνε κι άλλα εργαστήρια, όπως αυτό που ίδρυσε για λογαριασμό της η εταιρεία του Arthur D. Little το 1911, με αντικείμενο τις δοκιμές και αναλύσεις υλικών· το 1920 όλες οι ερευνητικές δραστηριότητες της General Motors συνενώθηκαν προς τον σχηματισμό της General Motors Research Corporation στο Moraine του Ohio. O Frank B. Jewett ξεκίνησε ερευνητική εργασία για λογαριασμό των εργαστηρίων της Bell Telephone το 1904. Τα ερευνητι
184 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κά εργαστήρια της Westinghouse ιδρύθηκαν στο Pittsburgh το 1917. Μέχρι το 1920 υπήρχαν περίπου 300 τέτοια επιχειρηματικά εργαστήρια και μέχρι το 1940 υπήρχαν περισσότερα από 2.200. Μέχρι τότε, επιχειρήσεις καθαρού ενεργητικού μεγαλύτερου των 100 εκατομμυρίων δολαρίων είχαν κατά μέσο όρο 170 άτομα ως ερευνητικό προσωπικό, ενώ ο μέσος όρος του ερευνητικού προσωπικού για επιχειρήσεις καθαρού ενεργητικού μεγαλύτερου από ένα δις δολάρια ήταν τα 1.250 άτομα. Τα εργαστήρια της Bell Telephone, με πάνω από 5.000 άτομα προσωπικό, ήταν ο μεγαλύτερος ερευνητικός οργανισμός στον κόσμο14.
Η ίδρυση των ερευνητικών εργαστηρίων συνοδεύτηκε από την ενίσχυση της επιστημονικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης μέσα από νέα πανεπιστημιακά τμήματα στον τομέα των φυσικών επιστημών, μέσω επιστημονικών περιοδικών και συλλόγων, στις ερευνητικές εγκαταστάσεις που διέθεταν οι εργοδοτικές ενώσεις, καθώς και μέσω του αυξανόμενου κυβερνητικού ρόλου στο θέμα της έρευνας. Για πολύ καιρό όμως, η μίμηση του γερμανικού παραδείγματος ήταν περισσότερο μίμηση τρόπου παρά ουσίας. Η παράδοση του φθηνού και εύκολου εμπειρισμού δεν παρείχε ευνοϊκό έδαφος για την ανάπτυξη της βασικής επιστήμης. Ταυτόχρονα δε, οι επιχειρηματικοί μεγιστάνες της εποχής, που από τη μια απεχθάνο- νταν την ελεύθερη και χωρίς καθοδήγηση έρευνα και από την άλλη αδη- μονούσαν για χρήσιμες τεχνολογικές καινοτομίες, δεν απέκρυπταν καν το γεγονός ότι πίσω από τη νέα, διακηρυγμένη αφοσίωσή τους στην επιστήμη, έκρυβαν στην πραγματικότητα μια βαθιά περιφρόνηση για τις βασικές, θεμελιώδεις μορφές της. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή, ήταν η νοοτροπία που επικρατούσε στα πιο σημαντικά επιχειρηματικά ερευνητικά εργαστήρια, αυτά που ίδρυσε η General Electric στο Schenectady, οχτώ χρόνια μετά τη συγχώνευση της Edison General Electric με την Thomas-Houston. «Οι διευθυντές της νέας αυτής εταιρείας σύντομα αναγνώρισαν πως το μέγεθος της τεχνολογικής ανάπτυξης που θα μπορούσε να αντληθεί από την ήδη συσσωρευμένη επιστημονική γνώση ήταν μεν μεγάλο, αλλά πεπερασμένο, και πως η πιθανότητα εμφάνισης νέων χρήσιμων εφευρέσεων θα αύξανε αν είχαν στη διάθεσή τους περισσότερη επιστήμη να εκμεταλλευτούν»15. Αλλά οι διευθυντές αυτής της νέας εταιρείας, καθώς και πολλοί διευθυντές άλλων εταιρειών, δεν κατάφεραν να αντιληφθούν τη σημασία της δουλειάς πρωτοπόρων επιστημόνων της εποχής στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Willard Gibbs, που συνεισέφερε στο να καθιερωθεί μια βάση για τη φυσικοχημεία, χρησιμοποιώντας τη θερμοδυναμική στη μελέτη των χημικών αντιδράσεων. Τα βασικά μεθοδολογικά χαρακτηριστικά της έρευνας σε αυτά τα επιχειρηματικά εργαστήρια παρέπεμπαν στις μεθόδους του Edison, με τη διαφορά ότι αντί
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝ1ΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 185
της επίπονης δοκιμής-σφάλματος που εφάρμοζε ο Edison, οι νέοι τρόποι επιστημονικού υπολογισμού οδηγούσαν σε πιο σύντομες λύσεις. Έτσι, η General Electric ανέθεσε στον Irving Langmuir να μελετήσει σε ηλεκτρικές λυχνίες την επίδραση διάφορων αερίων πάνω στην θερμική ακτινοβολία του νήματος πυρακτώσεως, καθώς και στον ρυθμό εξάτμισης του υλικού παρασκευής του νήματος16. Σε άλλα επιχειρηματικά εργαστήρια, ιδιαιτέρως σ’ εκείνα της αυτοκινητοβιομηχανίας, το ενδιαφέρον για την «επιστήμη» περιοριζόταν στην εμπειρική αντιμετώπιση δυσλειτουργιών (θόρυβοι στο σύστημα μετάδοσης, κραδασμοί, κλπ) και σε ενασχολήσεις με επιμέρους προϊόντα και προβλήματα (λιπαντικά, βαφές, καύσιμα, προβλήματα συμπίεσης, κλπ). Η καθοδηγούσα αρχή της έρευνας ήταν σε κάθε περίπτωση το άμεσο όφελος· και ήταν αυτό το βασικό κίνητρο υπεύθυνο για την καταστροφή των αρχών της δεκαετίας του 1920, όταν ολόκληρα τμήματα της General Motors είχαν ακινητοποιηθεί και περίμεναν, μέρα με τη μέρα, την βιομηχανική εφαρμογή του λεγάμενου χαλκόψυκτου (αερόψυκτου) κινητήρα του Kettering.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να αποκτήσουν μια επιστημονική βάση ισοδύναμη της βιομηχανικής τους δύναμης, μόνο μετά την ανάδυση του Ναζισμού στη Γερμανία και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Γερμανοί επιστήμονες είτε να φύγουν από τη χώρα εξαιτίας των πολιτικών επιλογών του καθεστώτος, είτε να τεθούν μετά τον πόλεμο στην υπηρεσία των νικητών συμμάχων. Μέχρι τότε, η ισχύς των ΗΠΑ στη βιομηχανία οφειλόταν στην τεχνολογική εκμετάλλευση της επιστήμης που προερχόταν από το εξωτερικό. Έτσι, μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιστημονική έρευνα στις ΗΠΑ άρχισε να επενδύει συστηματικά στην επιστημονική γνώση που χρησιμοποιούσε η βιομηχανία, καθώς χρηματοδοτοθήκε από τις μεγάλες επιχειρήσεις και την κυβέρνηση και καθώς υποστηρίχθηκε από την επιστράτευση επιστημονικών ταλέντων από ολόκληρο τον κόσμο *.
Καθώς η χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης άρχισε να επεκτείνεται, εμφανίστηκε ένα χαρακτηριστικό μοντέλο για τη χρηματοδότηση αυτή και για τον απαι- τούμενο έλεγχο. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του είδους της έρευνας χρηματοδοτείται μέσω ομοσπονδιακών δαπανών και ελέγχεται από την ιδιωτική βιομηχανία. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τα τρία τέταρτα της συνολικής έρευνας αυτού του είδους, που αφορούσε κυρίως τους τομείς των φυσικών επιστημών, διεξήχθησαν απευθείας από τις επιχειρήσεις, ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέλαβε περίπου τα τρία πέμπτα του κόστους άμεσα, και το περισσότερο από το υπόλοιπο έμμεσα, μέσω φοροαπαλλαγών. [National Commission on Technology, Automation, and Economic Progress (Εθνική Επιτροπή Τεχνολογίας, Αυτοματισμού και Οικονομικής Προόδου), The Employment Impact o f Technological Change, Παράρτημα Τόμος II, Technology and the American Economy (Ουάσινγκτον, D.C., 1966), σ. 109-119, ειδικά Πίν. 8, σ. 112].
186 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μέχρι το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα είχε παγιωθεί πια αυτό που ο Landes ονόμασε «εξάντληση των τεχνολογικών δυνατοτήτων της Βιομηχανικής Επανάστασης»17. Η νέα τεχνο-επιστημονική επανάσταση, που ανανέωσε το απόθεμα των τεχνολογικών δυνατοτήτων, είχε έναν συνειδητό και εμπρόθετο χαρακτήρα ο οποίος εν πολλοίς απουσίαζε από τη βιομηχανική επανάσταση. Έτσι, τη θέση της αυθόρμητης επιστημονικής καινοτομίας που προκαλείται από τις κοινωνικές διαδικασίες της παραγωγής ήρθε πλέον να καταλάβει η οργανωμένη πρόοδος της τεχνολογίας και ο σχεδιασμός προϊόντων. Η διαδικασία αυτή έγινε εφικτή μέσω του μετασχηματισμού της ίδιας της επιστήμης σε εμπόρευμα, που αγοράζεται και πωλείται όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία της παραγωγής. Η επιστήμη μετατράπηκε από «εξωτερική οικονομία» σε στοιχείο του ισολογισμού18. Ό πω ς συμβαίνει με όλα τα εμπορεύματα, η προσφορά της επιστήμης ορίζεται από τη ζήτηση και ως αποτέλεσμα η ανάπτυξη των υλικών, των πηγών ενέργειας και των διαδικασιών δεν αφήνεται πλέον στην τύχη, αλλά πρέπει να ανταποκρίνεται στις άμεσες ανάγκες του κεφαλαίου. Είναι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, που η τεχνο-επιστημονική επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσω μεμονωμένων εξελίξεων - όπως συνέβαινε με τη Βιομηχανική Επανάσταση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαρκώς από συγκεκριμένες και κομβικές εφευρέσεις. Αντίθετα, πρέπει κανείς να την αντιληφθεί στην ολότητά της, ως τρόπο παραγωγής, στον οποίο η επιστήμη και οι διεξοδικές τεχνολογικές έρευνες ενοποιήθηκαν, ώστε ν αποτελέσουν κομμάτι των συνηθισμένων επιχειρηματικών λειτουργιών. Δεν θα συναντήσουμε την εφεύρεση-κλειδί στη χημεία, στην ηλεκτρονική, στον αυτόματο εξοπλισμό, στην αεροναυτική, στην ατομική φυσική, ή σε οποιοδήποτε από τα προϊόντα αυτών των τε- χνο-επιστημών· θα τη συναντήσουμε στον μετασχηματισμό της ίδιας της επιστήμης σε κεφάλαιο*.
* Σε ένα φυλλάδιο με τίτλο «Η Επιστημονική-Βιομηχανική Επανάσταση» που εκδό- θηκε το 1957 από την εταιρεία Modell, Roland and Slone του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, σημειώνεται ότι, ενώ η ατμομηχανή ήταν ο βασικός κινητήρας της Βιομηχανικής Επανάστασης, καμία εφεύρεση της σύγχρονης εποχής δεν μπορεί να διεκ- δικήσει αντίστοιχη θέση. Οι εξελίξεις σε διάφορα πεδία «είναι στενά αλληλοοχετιζό- μενες σε έναν ενιαίο ιστό τεχνολογικής αλλαγής», έτσι ώστε να αποτελούν «παρακλάδια ενός κεντρικού τεχνολογικού κορμού» που βασίζεται σε έναν «πολύπλοκο μηχανισμό επιστημονικής έρευνας και δοκιμών». «Η επιστήμη», καταλήγει, «είναι η “ατμομηχανή” που αναζητούσαμε, και ο ιθύνων νους της τεχνολογίας δεν είναι άλλος από τον συλλογικό επιστήμονα».
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠ1ΣΤΗMON 1ΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 187
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. Karl Marx, Capital, τομ. 1 (Μόσχα, χ.ημ ), σ. 456-457.2. Robert Β. Lindsay, The Role of Science in Civilization (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1963), σ. 209-210.3. Στο ίδιο.4. Landes, The Unbound Prometheus, σ. 104.5. Bernard Barber, Science and the Social Order (Γκλενκό, εικ., 1952), σ. 69.6. P.W. Musgrave, Technical Change, the Labour Force and Education: A Study of the British and German Iron and Steel Industries, 1860-1964 (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1967), σ. 45. Δες ειδικά το κεφάλαιο με τίτλο «The Roots o f Germany’s Advantage».7. Στο ίδιο, σ. 62 και ακολούθως.8. Στο ίδιο, σ. 50-51.9. Richard Sasuly, IG Farben.10. J.D. Bernal, Science tn History (1954- αναθεωρημένη έκδοση, Λονδίνο, 1957), σ. 381.11. Sasuly, IG Farben, σ. 25.12. H. L. Gantt, Work, Wages, and Profits (Νέα Υόρκη, 1910), σ. 179-820.13. Edward C. Kirkland, Industry Comes o f Age: Business, Labor, and Public Policy, 1860-1897 (Νέα Υόρκη, 1962), σ. 175-177.14. Lindsay, The Role of Science in Civilization, a. 215-222- Barber, Science and the Social Order, a. 157 και ακολούθως- Spencer Klaw, The New Brahmins: Scientific Life in America (Νέα Υόρκη, 1968), σ. 169-170- Leonard Silk, The Research Revolution (Νέα Υόρκη, Τορόντο και Λονδίνο, 1960), σ. 54- Alfred P. Sloan, Jr., My Years With General Motors (Νέα Υόρκη, 1965), σ. 248-250.15. Lindsay, στο ίδιο, σ. 216.16. Στο ίδιο, σ. 216-217.17. Landes, The Unbound Prometheus, σ. 237.18. Δες το Shigeto Tsuru, “Marx and the Analysis o f Capitalism”, στο M an and Contemporary Scientific Thought (Tlie Hague and Paris, 1969), σ. 322-330.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η θερμοκρασία των σωμάτων οφείλεται σε μια αόρατη ουσία, το χαλορικό, το οποίο υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες στα θερμά σώματα και έχει την τάση να μεταφέρεται προς τα ψυχρά σώματα. Το όνομα της ουσίας προέρχεται από τη λατινική λέξη για τη θερμότητα και οφείλεται στον Γάλλο χημικό Lavoisier. Η θεωρία του καλορικού εξηγούσε με επιτυχία τα φαινόμενα της μεταφοράς θερμότητας και αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ανθεκτική σε πειράματα που αντέκρουαν την εγκυρότητά της. Εγκαταλείφθηκε οριστικά στα μέσα του δέ-
188 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κσιου ένατου αιώνα, προς όφελος της θεώρησης της θερμότητας ως μορφής κινητικής ενέργειας. [Για το «caloric» συναντήσαμε επίσης και τον όρο θερμογόνο στα ελληνικά, αλλά δεν τον προτιμήσαμε. Βλ. στο Albert Einstein - Leopold Infeld, Η εξέλιξη των ώεύν στη φυσική, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1978, μτφ. Ε. Μπιτσάκη].(2). Οι πρώτες ατμομηχανές συνδέονταν μέσω ενός ζυγού ισορροπίας με αντλίες, και κάλυψαν την ανάγκη άντλησης του νερού από τα πλημμυρισμένα ορυχεία, η οποία μέχρι τότε γινόταν με τη χρήση αλόγων. Η ατμομηχανή του άγγλου μηχα- νουργού Thomas Newcomen (1663-1729) ήταν η πρώτη μηχανή που χρησιμοποι- ήθηκε σε μεγάλη κλίμακα, για έναν περίπου αιώνα, στα ορυχεία ολόκληρης της Ευρώπης. Ο σκωτσέζος James Watt (1736-1919) βελτίωσε τη μηχανή του Newcomen, τοποθετώντας έναν ξεχωριστό θάλαμο για τη συμπύκνωση του ατμού, μειώνοντας έτσι τις τεράστιες απώλειες ενέργειας που υπήρχαν εξαιτίας της λεγάμενης λανθάνουσας θερμότητας (της θερμότητας δηλαδή που «χανόταν» από τη μετατροπή του ατμού σε υγρό). Αργότερα ο Watt, που συνεταιρίστηκε με τον βιο- μήχανο Mathew Boulton και πειραματιζόταν στο εργοστάσιο του δεύτερου στο Soho του Birmingham (δες και υποσημείωση του συγγραφέα στη σελίδα 147 του παρόντος), προχώρησε σε μια σειρά βελτιώσεων και τροποποιήσεων στη μηχανή του, ανοίγοντας το δρόμο για τη χρήση των ατμομηχανών και σε άλλα πεδία, εκτός από την άντληση υδάτων. Μέχρι τα τέλη του 18°" αιώνα, οι ατμομηχανές χρησιμοποιούνταν ευρέως στη χαρτοποιία, σε αλευρόμυλους, βαμβακοβιομηχανί- ες, σιδηρουργεία, διυλιστήρια, διώρυγες, κλπ. Η μηχανή του Watt αποτελεί, στη σχετική φιλολογία, το ορόσημο της βιομηχανικής επανάστασης.(3). Ο Evangelista Torricelli (1608-1647), βοηθός του Γαλιλαίου στα τελευταία χρόνια της ζωής του δεύτερου, μελέτησε τη λειτουργία της αντλίας και θεωρείται ο εφευρέτης του πρώτου βαρόμετρου. Ο άγγλος Robert Boyle (1627-1691) είναι γνωστός για την πειραματική ανακάλυψη του συσχετισμού ανάμεσα στην πίεση και τον όγκο των αερίων (υπό σταθερή θερμοκρασία, ο όγκος ενός αερίου είναι α- ντιστρόφως ανάλογος της πίεσης), που πολύ αργότερα καταγράφηκε ως νόμος του Boyle.(4). Ο άγγλος φιλόσοφος Jeremy Bentham (1748-1832) είναι ο «πατέρας» της αρχής του ωφελιμισμού (utilitarianism), σύμφωνα με την οποία κάθε ανθρώπινο έργο πρέπει να κρίνεται με βάση την αρχή μεγιστοποίησης της ωφέλειας ή της ευτυχίας, καθώς και ο εμπνευστής του Πανοπτικού. Ο Bentham ήταν νομικός, και η συμβολή του θεωρείται σημαντική στη μετέπειτα διαμόρφωση του αγγλικού νομικού συστήματος.(5). Ως «ωμό εμπειρισμό» αποδίδουμε την έκφραση rule of thumb, ιδιωματισμό των αμερικανικών αγγλικών που σημαίνει μια «μέθοδο ή διαδικασία η οποία βασίζεται αποκλειστικά στην εμπειρία» (Merriam Webster’s Collegiate Dictionary, 10η έκδοση).(6). Τουλάχιστον για την περίπτωση των Krupp, ας σημειώσουμε ότι η «βιομηχανική έρευνα» που αναφέρει ο συγγραφέας αφορά αυτό που θα ονομάζαμε «τεχνολογία της καταστροφής». Οι Krupp, που κυριάρχησαν ως δυναστεία βιομήχα- νων με κέντρο την πόλη Essen της Γερμανίας, είναι οι μεγαλύτεροι κατασκευστές πολεμικού υλικού που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. Ή ταν οι Krupp που εφοδίασαν
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 189
πρώτα την πρωσική και αργότερα τη γερμανική αυτοκρατορία (στους δυο μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα) με όπλα, πυρομαχικά, άρματα μάχης, πολεμικά πλοία και στόλους υποβρυχίων. Ο Alfred Krupp (1812-1887), που κληρονόμησε τη χαλυβουργία του πατέρα του και τη μετέτρεψε σε μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές βιομηχανίες παγκοσμίως, έμεινε γνωστός με το όνομα ΆΧψρενι ο Μέγας, Βασιλιάς των Πυροβόλων. Λέγεται ότι ο θρίαμβος των Πρώσων, κατά τον πρωσικό πόλεμο του 1870, οφείλεται στα χαλύβδινα πυροβόλα του Krupp, που υπερίσχυ- σαν κατά κράτος του ορεικάλχινου πυροβολικού του Ναπολέοντα Γ. Μέχρι το θάνατό του, ο Alfred Krupp είχε εφοδιάσει με όπλα 46 κράτη της υφηλίου.(7). Γερμανικά στο κείμενο. Στα ελληνικά θα μεταφράζονταν ως «ανώτατες τεχνικές σχολές».(8). Το ινδικό είναι φυσική χρωστική ουσία που προκύπτει από εκχύλιση των ανθών του γένους Indigofera. Το χρώμα του είναι το λεγόμενο λουλακί.(9). Madder στα αγγλικά- πρόκειται για το ευρασιατικό βότανο rubia tinctorum της οικογένειας των Rubiaceae, για το οποίο τα λεξικά αναφέρουν τη μετάφραση ερνθρόδανο rubia tinctorum. Από τις ρίζες του φυτού αυτού προκύπτει η κρυσταλλική ουσία αλιζαρίνη (ChH80 4), η οποία έχει χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα και χρησιμοποιούταν για την παρασκευή φυσικής χρωστικής (το λεγόμενο ερυθρό Τουρκίας).(10). Η κοχελίνη είναι ένα μικρό κόκκινο έντομο που τρέφεται από τον κάκτο. Τα αποξηραμένα σώματα των θηλυκών χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή μιας ερυθρής χρωστικής, γνωστής επίσης ως κοχελίνη.(11). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο βιομήχανος Andrew Carnegie είναι γνωστός και για άλλους λόγους: το εργοστάσιο ατσαλιού στο Χόουμστεντ του Πίτσπουργκ, που αγόρασε από τον Henry Frick το 1892, έγινε εκείνη τη χρονιά πεδίο μιας από τις πιο αιματηρές μάχες στην ιστορία του εργατικού κινήματος των Η ΠΑ. Η απεργία του Χόουμστεντ διήρκεσε τέσσερις μήνες και είχε ως αποτέλεσμα 17 νεκρούς σε συγκρούσεις ανάμεσα σε εργάτες και πληρωμένους τραμπούκους. Κατέληξε σε ήττα των εργατών, που είχαν καταλάβει το εργοστάσιο, μετά την αποστολή 8.000 στρατιωτών από την κυβέρνηση της Πενσυλβάνια. Ή ταν στην απεργία του Χόουμστεντ, που ο Αλεξάντερ Μπέργκμαν πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά τον γενικό διευθυντή και πρώην ιδιοκτήτη Henry Frick μέσα στο γραφείο του. Ο Μπέργκμαν καταδικάστηκε σε 22 χρόνια κάθειρξη για την πράξη του, και στη φυλακή έγραψε ένα από το πιο φημισμένα βιβλία του αμερικανικού ανταγωνιστικού κινήματος, το «Ημερολόγια φυλακής ενός αναρχικού».(12). Χρησιμοποιούμε το επίθετο «επιχειρηματικός» για να αποδώσουμε τη χρήση του όρου corporate ως επιθέτου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοούνται είτε τα τμήματα των μεγάλων επιχειρήσεων που ασχολούνταν με την έρευνα είτε τα εξωτερικά εργαστήρια που έκαναν «κατα παραγγελία» έρευνα για τις επιχειρήσεις. Σήμερα τα εσωτερικά ερευνητικά τμήματα ονομάζονται τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης (Research & Development ή εν συντομία R&D).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ
Αναφερόμενος στα χειροτεχνικά εργαστήρια που προηγήθηκαν της Βιομηχανικής Επανάστασης, ο Μαρξ έγραψε: «Στη μανιφακτούρα η επανάσταση στον τρόπο παραγωγής έχει ως αφετηρία της την εργατική δύναμη· στη σύγχρονη βιομηχανία έχει ως αφετηρία της τα μέσα της εργασίας»1. Με άλλα λόγια, στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού, η παραδοσιακή εργασία του τεχνίτη υποδιαιρείται στα συστατικά της καθήκοντα και διεξάγεται διαδοχικά από μια σειρά εργατών, οπότε η διαδικασία της εργασίας δεν αλλάζει σημαντικά· αυτό που αλλάζει είναι η οργάνωση της εργασίας. Στο επόμενο στάδιο όμως, στο μηχανοποιημένο εργοστάσιο* το μέσο της εργασίας απομακρύνεται από τα χέρια του εργάτη και ενσωματώνεται σε έναν μηχανισμό, ενώ οι φυσικές δυνάμεις επιστρατεύονται προκειμένου να παρέχουν δύναμη η οποία, μεταδιδόμενη στο εργαλείο, ενεργεί πάνω στα υλικά και παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα· έτσι, η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής στην περίπτωση αυτή προέρχεται από μια αλλαγή στα μέσα της εργασίας.
Στο επόμενο όμως ερώτημα του πώς μετασχηματίζεται η εργασιακή διαδικασία από την τεχνο-επιστημονική επανάσταση, δεν θα μπορούσε να δοθεί μια τέτοια μεμονωμένη απάντηση. Αυτό συμβαίνει επειδή τον τελευταίο αιώνα η επιστήμη και το μάνατζμεντ επιτέθηκαν στην εργασιακή διαδικασία με τρόπο που να αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της: την εργατική δύναμη, τα μέσα της εργασίας, τα υλικά της εργασίας και τα προϊόντα της εργασίας. Έχουμε ήδη δει την εργασία να αναδιοργανώνεται και να υποδιαιρείται με τρόπους που θα ήταν αδιανότητοι έναν αιώνα πριν. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται σήμερα παράγονται, προσαρμόζονται και υποκαθίστανται από νέα υλικά με τέτοια ταχύτητα, ώστε ένας όλο και
192 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αυξανόμενος αριθμός βιομηχανικών τομέων αλλάζει εκ βάθρων τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων του. Στα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας, έχει γίνει μια πραγματική επανάσταση- είναι πλέον διαφορετικά, όχι μόνο από την άποψη της ισχύος, της ταχύτητας ή της ακρίβειας με την οποία διεκπεραιώνουν τα καθήκοντά τους, αλλά και στο ότι συχνά η λειτουργία τους βασίζεται σε εντελώς διαφορετικές φυσικές αρχές από αυτές που παραδοσιακά εφαρμόζονταν. Και τα προϊόντα της παραγωγής έχουν μετασχηματιστεί ή εφευρεθεί εκ νέου, ανάλογα με τις ανάγκες κυκλοφορίας ή κατασκευής τους. Η σύγχρονη παραγωγή δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο ή μόνιμο, βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς αναθεώρησης και σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς έχει ολοκληρωτικά ανασυντεθεί περισσότερες από μία φορές, τα τελευταία εκατό χρόνια. Οι σύγχρονες διατάξεις ηλεκτρονικών κυκλωμάτων - για να παραθέσουμε ένα από τα πολλά παραδείγματα - θα ήταν εντελώς ακατανόητες ως προς τον τρόπο λειτουργίας και κατασκευής, ακόμα και ως προς τα υλικά που χρησιμοποιούνται, στους ανθρώπους που δυο γενιές πριν από σήμερα σχεδίασαν και κατασκεύασαν τα πρώτα δείγματα τέτοιων διατάξεων.
Στο βαθμό που οι παραπάνω αλλαγές σχετίζονταν με παράγοντες που αφορούσαν περισσότερο την κατασκευή, παρά την κυκλοφορία των προϊόντων της παραγωγής (και φυσικά κατασκευή και κυκλοφορία δεν είναι με κανέναν τρόπο ανεξάρτητες μεταξύ τους), ήρθαν τελικά στην επιφάνεια μέσω της προσπάθειας να αυξηθεί η παραγωγικότητα· να βρεθούν δηλαδή τρόποι, ώστε όλο και μικρότερες ποσότητες εργασιακού χρόνου να ενσωματώνονται σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντος. Είναι, συνεπώς, αυτή η προσπάθεια που οδηγεί σε πιο γρήγορες και αποτελεσματικές μεθόδους και σε πιο αποδοτικό μηχανολογικό εξοπλισμό. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής όμως, οι νέες μέθοδοι και ο νέος εξοπλισμός ενσωματώνονται στη συνολική προσπάθεια του μάνατζμεντ να αποσυνθέσει την εργασιακή διαδικασία ως διαδικασία που διεκπεραιώνεται από τον εργάτη, και να την ανασυνθέσει ως διαδικασία που διεκπεραιώ- νεται από τη διοίκηση. Στις πρώιμες μορφές του καταμερισμού της εργασίας, ο καπιταλιστής αποσυναρμολογεί την τέχνη και την επιστρέφει κομματιασμένη στους εργάτες, έτσι ώστε η διαδικασία στο σύνολό της να μην αποτελεί πλέον προνόμιο κανενός εργάτη ατομικά. Στη συνέχεια, όπως είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, ο καπιταλιστής προχωρά στην ανάλυση των καθηκόντων του κάθε εργάτη, έχοντας στόχο να κυριαρχήσει πάνω στις ατομικές λειτουργίες. Φτάνοντας στην εποχή της τεχνο-επιστημο- νικής επανάστασης, το μάνατζμεντ θέτει πλέον στον εαυτό του το ζήτημα της σύλληψης της εργασιακής διαδικασίας στο σύνολό της και του ε
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ 193
λέγχου κάθε επιμέρους στοιχείου αυτής, χωρίς εξαιρέσεις. «Βελτίωση του μάνατζμεντ,» έγραψε ο Η. L. Gantt, «σημαίνει εξάλειψη του τυχαίου και επίτευξη όλων των επιθυμητών στόχων, με βάση τη γνώση που πηγάζει από την επιστημονική μελέτη και της τελευταίας λεπτομέρειας που αφορά την εργασία...»2. Η τεχνο-επιστημονική επανάσταση είναι εκείνη που παρέχει τα εφόδια για τη μερική πραγμάτωση αυτοΰ του θεωρητικού ιδανικού.
Έτσι, μετά από ένα εκατομμύριο χρόνια εργασίας, στη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι δημιούργησαν όχι μόνον έναν πολυσύνθετο πολιτισμό, αλλά επίσης - με μια πολύ πραγματική έννοια - τους ίδιους τους εαυτούς τους, το θεμελιώδες πολιτισμικό και βιολογικό χαρακτηριστικό πάνω στο οποίο βασίστηκε όλη αυτή η εξέλιξη έφτασε μέσα από τη διαδρομή των τελευταίων διακοσίων ετών σε μια κρίση· μια κρίση που ο Μαρκούζε εύστοχα ονόμασε απειλή «της καταστροφής της ανθρώπινης ουσίας»3. Η ενότητα σκέψης και πράξης, σύλληψης και εκτέλεσης, νου και χεριού, την οποία απείλησε ο καπιταλισμός από τις απαρχές του, γίνεται τώρα στόχος μιας συστηματικής αποσύνθεσης, προς όφελος της ο- ποίας επιστρατεύονται όλοι οι διαθέσιμοι επιστημονικοί πόροι και οι διάφορες μηχανικές αρχές που βασίζονται σε αυτούς. Ο υποκειμενικός παράγοντας της εργασιακής διαδικασίας μεταλλάσσεται σε άψυχο, αντικειμενικό παράγοντα. Η «εργατική δύναμη» προστίθεται στα υλικά και τα μέσα παραγωγής ως ένας ακόμα «συντελεστής της παραγωγής». Κατά συνέπεια, το μάνατζμεντ αποτελεί το μοναδικό υποκειμενικό στοιχείο της διαδικασίας*. Αυτό είναι το ιδανικό προς το οποίο τείνει το μάνατζμεντ, αυτός είναι ο στόχος του, και προς την επίτευξη αυτού του στόχου χρησιμοποιεί και διαμορφώνει την όποια παραγωγική καινοτομία του παρέχει η επιστήμη.
Ο Μαρξ, αναφερόμενος στην περίπτωση όπου η παραγωγή πραγματοποιείται εξο- λοκλήρου από ένα αυτόματο μηχανικό σύστημα, έγραψε στις Grundrisse der Kritik der politischen Okonomie·. «Η παραγωγική διαδικασία παύει να αποτελεί εργασιακή διαδικασία, με την έννοια ότι παύει να κυριαρχείται από την εργασία ως καθοριστική ενότητα» [Karl Marx, Grundrisse: Foundation of the Critique of Political Economy (Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1973), ο. 693]. Οι Grundrisse αποτελούνται από μονογραφίες που έγραψε ο Μαρξ για να διασαφηνίσει τις σκέψεις του και χρησίμευσαν ως προπαρασκευαστικό χειρόγραφο για το Κεφάλαιο. Στις σημειώσεις αυτές, ο Μαρξ αφέθηκε σε έναν βαθύτερο και πιο ελεύθερο στοχασμό επί του θέματός του απ’ ό,τι έκανε στα γραπτά που ετοίμαζε προς δημοσίευση. Έτσι, τα αποσπάσματα των Grundrisse, που αναφέρονται στην εργασία και την παραγωγή, είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αν και στην ουσία ό,τι περιλαμβάνεται σε αυτά εμφανίζεται σε μια πιο επεξεργασμένη και ολοκληρωμένη μορφή στο Κεφάλαιο· η τολμηρή διατύπωση του Μαρξ που παρέθεσα παραπάνω δεν περιλαμβάνεται, απ’ όσο γνωρίζω, στα γραπτά που ο ίδιος δημοσίευσε.
194 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η εκτόπιση της εργασίας από τον ρόλο του υποκειμενικού στοιχειού και η αναγωγή της σε αντικειμενικό στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας, που σήμερα διεξάγεται από τη διοίκηση, είναι ένας ιδεατός στόχος που το κεφάλαιο έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει μόνο μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου, και όχι στον ίδιο βαθμό, στους διάφορους βιομηχανικούς τομείς. Η αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η προσπάθεια του κεφαλαίου περιορίζεται κατά την εφαρμογή της από τη φύση των συγκεκριμένων διαδικασιών της παραγωγής. Επιπλέον, η ίδια η εφαρμογή αυτής της αρχής δημιουργεί νέα επαγγέλματα, νέες δεξιότητες και τεχνικές ειδικότητες, που βρίσκονται καταρχήν περισσότερο στη σφαίρα της εργασίας, παρά στη σφαίρα της διοίκησης. Έτσι, στη βιομηχανία συνυπάρχουν όλες οι μορφές εργασίας: η τέχνη, ο εργάτης που υπάγεται στον λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας (είτε δουλεύει με τα χέρια, είτε χειρίζεται μηχανές), η αυτόματη μηχανή ή οι διαδικασίες συνεχούς ροής<2). Πιο σημαντικό όμως από τους σχετικούς περιορισμούς που συναντά η στρατηγική του κεφαλαίου είναι το αποτέλεσμα που αυτή έχει- η διαρκής μετατόπιση της απασχόλησης. Η ίδια η επιτυχία του μάνατζμεντ στην αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί, σε κάποιους βιομηχανικούς κλάδους, στη μετατόπιση της εργασίας σε άλλα πεδία, όπου η εργασία συσσωρεύεται σε μεγάλες ποσότητες, επειδή οι διαδικασίες που εφαρμόζονται δεν έχουν ακόμα υπαχθεί - και σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να υπαχθούν στον ίδιο βαθμό - στην τάση εκμηχάνισης της σύγχρονης βιομηχανίας. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα δεν είναι η εξάλειψη της εργασίας, αλλά η μετατόπιση της σε άλλα επαγγέλματα και άλλες βιομηχανίες, ζήτημα το οποίο θα συζητηθεί περισσότερο σε επόμενα κεφάλαια.
Ο υποβιβασμός του εργάτη στο ρόλο του μέσου στην παραγωγική διαδικασία με κανέναν τρόπο δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη χρήση των μηχανών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι το κεφάλαιο επιχειρεί, είτε σε συνδυασμό με μηχανές είτε χωρίς αυτές, να μεταχειριστεί τους ίδιους τους εργάτες ως μηχανές. Αυτή ιδίως η πλευρά του επιστημονικού μάνατζμεντ αναπτύχθηκε από τους άμεσους διαδόχους του Taylor.
Ο Taylor ανέπτυξε τη μελέτη χρόνων ως μέρος της προσπάθειάς του να ελέγξει την εργασία. Ως μελέτη χρόνων ορίζεται η μέτρηση του απαιτού- μενου χρόνου για την εκτέλεση κάθε συστατικής λειτουργίας μιας εργασιακής διαδικασίας· βασικό της όργανο είναι το χρονόμετρο, διαβαθμισμένο σε κλάσματα της ώρας, του λεπτού ή του δευτερολέπτου. Η επεξεργασία όμως αυτού του είδους αποδείχτηκε τελικά ανεπαρκής για τις ολοένα αυξανόμενες επιδιώξεις της διοίκησης και των μηχανικών της. Με βάση τη δική τους σκοπιά, η προσέγγιση του Taylor είχε δύο βασικά μειονεκτήματα. Πρώτον, οι διάφορες εργασιακές δραστηριότητες ήταν
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ 195
δυνατό να αναλυθούν μόνο κατά την ώρα που εξασκούνταν, στην καθημερινή πρακτική, και μάλιστα η ανάλυση αυτή δεν ήταν επαρκώς λεπτομερής. Και δεύτερον, η μέθοδος περιοριζόταν μόνο σε συγκεκριμένες εργασίες. Με άλλα λόγια, η οικουμενικότητα της προσέγγισης του Taylor δεν μπορούσε να συνδυαστεί με μια εξίσου οικουμενική μεθοδολογία.
Ο Frank Β. Gilbreth, ένας από τους πιο διάσημους υπερασπιστές της μεθόδου του Taylor, χάραξε μια νέα πορεία για το μάνατζμεντ. Στη μελέτη χρόνων πρόσθεσε την έννοια της μελέτης κινήσεων, δηλαδή την έρευνα και την ταξινόμηση των βασικών κινήσεων του σώματος, ασχέτως του ποια είναι η ειδική και συγκεκριμένη μορφή της εργασίας στην οποία αυτές οι κινήσεις χρησιμοποιούνται. Η μελέτη χρόνων κινήσεων, διέκρινε ορισμένες στοιχειώδεις κινήσεις και τις ανήγαγε σε δομικά συστατικά κάθε εργασιακής δραστηριότητας· αυτά τα συστατικά ονομάστηκαν therbligs, με βάση τον αναγραμματισμό του ονόματος του Gilbreth. Στο χρονόμετρο προστέθηκε η χρονοκνκλογραφία (φωτογραφία του χώρου εργασίας πάνω στην οποία με ειδική τεχνική καταγράφονταν οι διαδρομές των κινήσεων), οι στροβοσκοπικές φωτογραφίες (στις οποίες οι φακοί της μηχανής μένουν ανοιχτοί, για να φαίνονται οι διαφορετικές θέσεις που παίρνει ο εργάτης), καθώς και η κινηματογράφηση· αργότερα βέβαια, προστέθηκαν και πιο εξελιγμένα μέσα. Στην πρώτη μορφή της, η μελέτη κινήσεων κατασκευάζει πίνακες, όπου οι διάφορες κινήσεις του σώματος καταχωρούνται ως πρότυπα δεδομένα, με σκοπό αφενός τον προκαθορισμό των χρονικών απαιτήσεων για κάθε κίνηση, και αφετέρου τη μετατροπή της ανάλυσης της εργασίας σε «ζήτημα στατιστικό κατά κύριο λόγο, παρά ζήτημα παρατήρησης και μέτρησης των κινήσεων συγκεκριμένων εργατών»4.
Οι πίνακες των therbligs, που χρησιμοποιούνται από μηχανικούς παραγωγής, σχεδιαστές εργασίας και μάνατζερ, αποδίδουν σε κάθε βασική κίνηση ένα όνομα, ένα σύμβολο, έναν χρωματικό κώδικα και έναν προκαθορισμένο χρόνο εκτέλεσης που εκφράζεται σε δεκάκις χιλιοστά του λεπτού. Τα βασικά σύμβολα των κινήσεων παρουσιάζονται σε ένα πρόσφατο εγχειρίδιο που υπογράφει ο πρόεδρος του Τμήματος Μηχανικών Παραγωγής (Industrial Engineering Division) στο πανεπιστήμιο του Wisconsin ως εξής5:
G Σύλληψη (Grasp)RL Εγκατάλειψη Φορτίου (Release Load)Ρ Τοποθέτηση (Position)ΡΡ Προ-τοποθέτηση (Pre-Position)Α Συναρμολόγηση (Assemble)
196 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
DA Αποσυναρμολόγηση (Disassemble)U Χρήση (Use)SH Αναζήτηση (Search)ST Επιλογή (Select)TL Μεταφορά με φορτίο (Transport Loaded)ΤΕ Μεταφορά χωρίς φορτίο (Transport Empty)UD Αναπόφευκτη Αναμονή (Unavoidable Delay)AD Αποφεύξιμη Αναμονή (Avoidable Delay)Η Κράτημα (Hold)R Ανάπαυση (Rest)ΡΝ Σχεδιασμός (Plan)I Έλεγχος (Inspect)W Περπάτημα (Walk)Β Κάμψη (Bending)SI Όρθωση (Sit)SD Ανάταση (Stand Up)Κ Γονάτισμα (Kneel)
Καθεμία από αυτές τις κινήσεις περιγράφεται με όρους μηχανής. Η Κάμψη (Bending), για παράδειγμα, ορίζεται ως η «κίνηση του κορμού κατά την οποία οι γοφοί λειτουργούν ως στροφείς». Οι προκαθορισμένες αυτές κινήσεις είναι στην πραγματικότητα ταξινομήσεις για διάφορους τύπους κινήσεων, καθεμία από τις οποίες χωρίζεται με τη σειρά της σε πιο λεπτομερείς τύπους. Η Σύλληψη (G, Grasp), για παράδειγμα, περιλαμβάνει τέσσερις βασικές υποκατηγορίες:
G1 Σύλληψη με Επαφή - Contact Grasp (σηκώνω το αντικείμενο ακου- μπώντας το με τα ακροδάχτυλα)
G2 Σύλληψη με Τσίμπημα - Pinch Grasp (ο αντίχειρας απέναντι στα υπόλοιπα δάχτυλα)
G3 Σύλληψη με ΠεριτνΧιξη - Wrap Grasp (το χέρι τυλίγεται γύρω από το αντικείμενο)
G4 Επανασύλληψη - Regrasp (μετατοπίζω το αντικείμενο για καλύτερο έλεγχο)
Επίσης, η Μεταφορά χωρίς φορτίο (Transport Empty) προσδιορίζεται περαιτέρω ανάλογα με την έκταση του χεριού, και η Μεταφορά με φορτίο (Transport Loaded) περιλαμβάνει διάφορες υποδιαιρέσεις, ανάλογα με την
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ 197
έκταση του χεριού αλλά και με το βάρος του φορτίου. Κατά συνέπεια, το πιάσιμο ενός μολυβιού είναι μια σύνθετη κίνηση που περιλαμβάνει τις ανάλογες κατηγορίες της Μεταφοράς χωρίς ψορτίο, της Σύλληψης με Τσίμπημα και της Μεταφοράς με φορτίο. Καθεμία από τις τρεις παραπάνω βασικές κινήσεις έχει έναν προκαθορισμένο, πρότυπο χρόνο εκτέλεσης, και το άθροισμα των πρότυπων χρόνων για τις τρεις αυτές therbligs, εκφρασμένο σε δεκάκις χιλιοστά του λεπτού, μας δίνει τον χρόνο που απαιτείται για την πλήρη κίνηση, δηλαδή το πιάσιμο του μολυβιού.
Ο συνδυασμός των therbligs που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε λειτουργίας προκύπτει από τη χρήση ενός διαγράμματος: «Το διάγραμμα therblig (Therb CH) είναι η λεπτομερής συμβολική και συστηματική παρουσίαση της μεθόδου, με βάση την οποία η εργασία εκτελείται από τα διάφορα μέλη του σώματος»6. Κατά κανόνα, το διάγραμμα therblig παρουσιάζει χωριστά τις δραστηριότητες κάθε χεριού, σε κίνηση ή σε στάση, καθ’ οποιαδήποτε στιγμή της χρονικής διαδοχής, με βάση την οποία εκτελούνται οι κινήσεις.
Το σύστημα των therbligs ήταν το πρώτο, από μια σειρά αντίστοιχων συστημάτων, για την καταγραφή πρότυπων δεδομένων· σήμερα τέτοια συστήματα κατασκευάζονται από πολλές μεγάλες επιχειρήσεις για εσωτερική χρήση ή παρέχονται από ερευνητικούς οργανισμούς. Το πιο δημοφιλές από τα συστήματα «προκαθορισμένων χρόνων εργασίας» είναι το σύστημα ΜΤΜ(Ϊ) (Methods-Time Measurement), που αναπτύχθηκε από τον Σύνδεσμο ΜΤΜ για τα Πρότυπα και την Έρευνα (ΜΤΜ Association for Standards and Research), στο Ann Arbor του Μίτσιγκαν. Ο οργανισμός αυτός εκδίδει δελτία που περιέχουν «Δεδομένα Εφαρμογής»*. Στο εν λόγω σύστημα, χρησιμοποιείται ως μονάδα χρόνου το TMU, το οποίο ορίζεται ως το ένα εκατοντάκις χιλιοστό της ώρας, και ισοδυναμεί με έξι δεκάκις χιλιοστά του λεπτού ή με τριάντα έξι χιλιοστά του δευτερολέ- πτου(4). Το ΜΤΜ χρησιμοποιεί υποδιαιρέσεις των therbligs που βρίσκουν εφαρμογή σε πολλές, διαφορετικές συνθήκες. Η Έκταση (Reach), για παράδειγμα, παρατίθεται χωριστά για αντικείμενα που βρίσκονται πάντα στην ίδια θέση, όπως και για εκείνα που βρίσκονται σε διαφορετική θέση κάθε φορά- υπάρχουν επίσης διαβαθμίσεις, ανάλογα με το αν τα αντικείμενα βρίσκονται σε σωρό μαζί με άλλα, αν είναι πολύ μικρά, και ούτω καθεξής και επίσης, ανάλογα με την απόσταση, που κυμαίνεται από τα
* Στο εξώφυλλο ενός τέτοιου δελτίου, διαβάζουμε την εξής σε πλαίσιο λεζάντα: «Μην επιχειρήσετε τη χρήση αυτού του πίνακα ή την εφαρμογή του συστήματος ΜΤΜ, παρά μόνον εφόσον έχετε κατανοήσει πλήρως την αρμόζουσα εφαρμογή των δεδομένων. Η δήλωση αυτή αποτελεί προειδοποίηση, προκειμένου να αποφευχθούν δυσκολίες που θα προκύψουν από τη λανθασμένη εφαρμογή των δεδομένων».
198 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τρία τέταρτα τις ίντσας μέχρι τις τριάντα ίντσες<5). Για παράδειγμα, η έκταση προς ένα μόνο αντικείμενο που απέχει είκοσι ίντσες καταναλώνει - σύμφωνα με τον πίνακα ΜΤΜ - 18,6 TMU ή 0,6696 δευτερόλεπτα (ας σημειώσει ο αναγνώστης πως δεν πρόκειται για 0,6666 δευτερόλεπτα, που θα ήταν ακριβώς τα δυο τρίτα του δευτερολέπτου· η διαφορά αυτή θα πρόσθετε τρία δευτερόλεπτα στον συνολικό χρόνο μιας λειτουργίας που επαναλαμβάνεται χίλιες φορές τη μέρα).
Η Μειαφορά (Move) καθορίζεται για αντικείμενα από 2,5 έως 47,5 λί- μπρες<6). Υπάρχουν διαβαθμίσεις για μεταφορά προς το χέρι ή προς σταθερό σημείο* προς σταθερή ή απροσδιόριστη ή κατά προσέγγιση προσ- διορίσιμη θέση.
Η Περιστροφή και άσκηση πίεσης (Turn and apply pressure) δίνεται για πιέσεις μέχρι 35 λίμπρες, και για περιστροφές από 30 έως 180 μοίρες, σε διαβαθμίσεις των 15 μοιρών.
Η Τοποθέτηση (Position): χαλαρή, στενή, ή ακριβής- για εύκολα ή δύσκολα στον χειρισμό αντικείμενα [το αντίθετό της, η Απόσπαση (Disengage) δίνεται επίσης για τις ίδιες περιπτώσεις]. Η Εγκατάλειψη (Release) δίνεται όχι μόνο για την κανονική περίπτωση (με το άνοιγμα των δάχτυλων), αλλά και για την διακοπή επαφής (π.χ. παίρνω το χέρι μου από το πλήκτρο της γραφομηχανής).
Στο σύστημα προβλέπονται επίσης οι κινήσεις του κορμού, του ποδιού και του πέλματος, για την εκτέλεση μιας σειράς τυποποιημένων κινήσεων, όπως η Κάμψη (Bend), το Κάθισμα (Sit), η Παύση (Stop), το Περπάτημα (Walk), και λοιπά, που αφορούν διάφορες αποστάσεις. Τέλος, δίνεται ένας τύπος για τον Χρόνο Μετακίνησης του Βλέμματος (Eye Travel Time):
ΤΕΤ = 15,2 χ - TMU(7)
D
και μάλιστα ο μέγιστος χρόνος αυτού καθορίζεται στα 20 TMU. Η Εστίαση του Βλέμματος (Eye Focus) ορίζεται ότι καταλαμβάνει 7,3 TMU*.
Οι τελευταίοι αυτοί ορισμοί αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα της προσπάθειας να ταξινομηθεί και να καταγραφεί η ανθρώπινη αισθητηριακή δραστηριότητα, της όρασης, της ακοής και της αφής. Η προσπάθεια αυτή αναπτύσσεται από τις αρχές της δεκαετίας του '50 και έχει ως στόχο τη συλλογή στοιχείων για ένα μεγάλο εύρος εργασιακών δραστηριοτήτων, πέραν των καθαρά χειρωνακτικών, ώστε τα αποτελέσματα να εφαρμοστούν όχι μόνο στην υπαλληλική εργασία, αλλά και σε άλλες επαγγελματικές
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ
Η πιο πρόσφατη έρευνα είναι επικεντρωμένη στο ξεπέρασμα των εγγενών μειονεκτημάτων που έχουν τα συστήματα πρότυπων δεδομένων. Με την ανάλυση των κινήσεων σε στοιχειώδη συστατικά, τα συστήματα αυτά αγνοούν τον παράγοντα της ταχύτητας, αλλά και της επιτάχυνσης που εμπεριέχει η ανθρώπινη κίνηση - η οποία στην πραγματικότητα συ- ντελείται ως συνεχής ροή και όχι ως διαδοχή αποσπασματικών κινήσεων. Σε αυτήν ακριβώς τη βάση, έχουν ξεκινήσει προσπάθειες να βρεθεί ένας τρόπος συνεχούς καταγραφής και μέτρησης της ανθρώπινης κίνησης. Έ τσι, έχει διερευνηθεί η χρήση ραντάρ, επιταχυνσιόμετρων, φωτοηλεκτρι- κών κυμάτων, πίεσης αέρα, μαγνητικών πεδίων, χωρητικών φαινομένων, κινηματογράφησης, ραδιενέργειας, κλπ. Τελικά, αυτά που κρίθηκαν τα πλέον κατάλληλα ήταν τα ηχητικά κύματα, με τη χρήση του φαινομένου Doppler. Στο υπό μελέτη μέλος του σώματος προσαρμόζεται μία ηχητική πηγή (συχνότητας 20.000 κύκλων ανά δευτερόλεπτο). Σε απόσταση δέκα ποδιών από έναν θεωρούμενο χώρο εργασίας μιας κυβικής γιάρδας(8) τοποθετούνται τρία μικρόφωνα, ένα σε κάθε μία από τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Τα μικρόφωνα συλλαμβάνουν τον αυξημένο ή μειωμένο αριθμό κύκλων ανά δευτερόλεπτο, καθώς η ηχητική πηγή κινείται προς αυτά ή απομακρύνεται. Οι μεταβολές στον αριθμό των κύκλων μετατρέπονται σε μεταβολές τάσης, και κατά συνέπεια, η τάση εξόδου είναι ανάλογη της ταχύτητας της κίνησης. Οι τρεις ταχύτητες καταγράφονται σε μαγνητική ταινία, και συνδυάζονται για τον υπολογισμό της συνολικής ταχύτητας μέσω διανυσματικής άθροισης. Στη συνέχεια, μπορεί να υπολογιστεί η συνολική επιτάχυνση και η συνολική απόσταση, οπότε μετέπειτα μπορεί να γίνει περαιτέρω μαθηματική επεξεργασία των δεδομένων αυτών (ή να χρησιμοποιηθούν υπολογιστές), ώστε να γίνει εφικτή η ανάλυση και η πρόβλεψη. Αυτή η συσκευή υπολογισμού της ταχύτητας είναι γνωστή ως UNOPAR (Universal Operator Performance Analyzer and Recorder*9’) και λέγεται πως, αν μη τι άλλο, είναι μια έξοχη συσκευή χρονομέτρησης, ακρίβειας έως και 0,000066 λεπτών, αν και από την άποψη αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ηλεκτρονικές συσκευές χρονομέτρησης, η ακρίβεια των οποίων προσεγγίζει το εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. (Αλλά αυτές οι τελευταίες, μας λένε με πικρία οι μάνατζερ, είναι χρήσιμες μόνο για πειραματικούς σκοπούς και όχι για τον χώρο δουλειάς)7.
Χρησιμοποιούνται επίσης πρότυπα της φυσιολογίας για τη μέτρηση της δαπανούμενης ενέργειας, για την οποία οι πιο συνήθεις δείκτες είναι η κατανάλωση οξυγόνου και ο καρδιακός ρυθμός· οι δείκτες αυτοί κατα
και ημι-επαγγελματικές ειδικότητες [Gerald Nadler, Work Design (Χόουμγουντ, 111., 1963), σ. 348-351],
200 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γράφονται μέσω συσκευών μέτρησης της παροχής οξυγόνου και ηλεκτροκαρδιογραφημάτων. Οι δυνάμεις που ασκούνται πάνω στο σώμα (ή οι δυνάμεις που ασκεί το σώμα) μετρώνται πάνω σε δυναμοπλατφόρμες, στη βάση των οποίων τοποθετούνται πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι. Μια άλλη εκδοχή παρουσιάζεται σε ένα άρθρο με τίτλο «Η ποσοτικοποίηση της ανθρώπινης προσπάθειας και κίνησης των άνω άκρων», όπου διαβάζουμε για ένα πλαίσιο που λέγεται «εξωσκελετικό κινησιόμετρο», το οποίο περι- γράφεται ως «συσκευή που εγκαθίσταται εξωτερικά πάνω στο ανθρώπινο υποκείμενο, με σκοπό τη μήρηση των χινψιακών χαρακτηριστικών των άκρων του, κατά τη διάρκεια της διεκπεραίωσης ενός καθήκοντος»8. Η μέτρηση των κινήσεων του ματιού γίνεται με τη χρήση φωτογραφικών τεχνικών και μέσω της ηλεκτροφθαλμογραφίας, κατά την οποία τοποθετούνται ηλεκτρόδια κοντά στο μάτι.
Τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούνται ως βάση για τη μηχανοποίηση του «ανθρώπινου παράγοντα» στον σχεδιασμό της εργασίας. Καθώς η συσσώρευση των δεδομένων απαλλάσσεται από την ανάγκη χρονομέτρησης κάθε λειτουργίας, το μάνατζμεντ απαλλάσσεται ταυτόχρονα από τις τριβές που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Ταυτόχρονα, ο εργάτης δεν γνωρίζει ότι οι κινήσεις, ο χρόνος, και το εργατικό κόστος της δουλειάς του έχουν προϋπολογιστεί, με τις απαραίτητες «ανθρώπινες» προβλέψεις για ανάπαυση, τουαλέτα και διάλειμμα για καφέ, πριν καν αυτός προσληφθεί για τη δουλειά, πιθανότατα ακόμη πριν καν χτιστεί το κτίριο που πρόκειται να στεγάσει τη δουλειά του’. Με την εξάλειψη της ανάγκης για επαναλαμβανόμενα πειράματα, γίνονται προσβάσιμα, και μάλιστα σε χαμηλό κόστος, συγκεκριμένα στοιχεία πάνω στη μελέτη της εργασίας. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να συνδυαστούν και να ανασυνδυαστούν με κάθε επιθυμητό τρόπο, χρησιμοποιώντας απλώς μολύβι και χαρτί, ώστε να σχηματοποιηθούν προκαθορισμένα πρότυπα χρόνου για κάθε εργασιακή λειτουργία του χώρου παραγωγής ή του γραφείου. Οι προκαθορισμένοι χρόνοι για τις κινήσεις γίνονται αντιληπτοί στους κύκλους του μάνατζμεντ ως «αντικειμενικοί» και «επιστημονικοί», και ως τέτοιοι τυγχάνουν του ανάλογου σεβασμού. Τα τελευταία χρόνια, η λογική και η αριθμητική της
Οι Payne και Swett, δυο μάνατζερ με ονόματα που θυμίζουν κάτι από Ντίκενς [όπως Pain, πόνος, και Sweat, ιδρώτας, Σ.τ.Μ], βλέπουν στη διαδικασία αυτή το κύριο πλεονέκτημα των πρότυπων δεδομένων. Ο ευφημισμός που χρησιμοποιούν για να περιγράφουν το πλεονέκτημα αυτό είναι η «ευνοϊκή επίδραση των πρότυπων δεδομένων στις σχέσεις με τους εργαζόμενους». [Bruce Payne and David D. Swell, Office Operations Improvement (American Management Association, Inc., Νέα Υόρκη, 1967), ο. 28].
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝ1ΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ 201
μελέτης των κινήσεων ή των συστημάτων therbligs αποτελεί πλέον αντικείμενο των υπολογιστών. Έτσι οι απαιτούμενοι χρόνοι για τις διάφορες λειτουργίες καθορίζονται μέσω υπολογιστή, με βάση τα πρότυπα δεδομένα, και πιθανώς συμπληρώνονται από επιτόπια μελέτη χρόνων*.
Η βασική αρχή, που διέπει όλες τις έρευνες αυτού του είδους, είναι η αντιμετώπιση των ανθρώπων με όρους μηχανής. Από τη σκοπιά του μάνατζμεντ, η θέση αυτή είναι κατ’ εξοχήν ορθολογική και αποτελεί τη βάση για κάθε περαιτέρω υπολογισμό. Αυτό είναι φυσικό, από τη στιγμή που το μάνατζμεντ δεν ενδιαφέρεται για τον εργάτη ή την εργάτρια ως άτομο, αλλά για τον τρόπο που εκείνος ή εκείνη χρησιμοποιούνται στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στην αποθήκη, στο εμπορικό κατάστημα ή στις μεταφορές. Ο άνθρωπος γίνεται αντιληπτός ως μηχανισμός που αποτελεί- ται από σφαιρικές αρθρώσεις, στροφείς, κλπ. Έτσι, ένα άρθρο στο British Journal o f Psychiatry (Βρετανική Επιθεώρηση της Ψυχιατρικής) με τον εύστοχο τίτλο «θεωρία του Ανθρώπινου Χειριστή στα Συστήματα Ελέγχου»(10> αναφέρει τα εξής: «...ως στοιχείο του συστήματος ελέγχου, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αντιληπτός σαν αλυσίδα που περιέχει τα παρακάτω στοιχεία: (1) αισθητηριακούς μηχανισμούς... (2) ένα υπολογιστικό σύστημα που ανταποκρίνεται... με βάση την προηγούμενη εμπειρία... (3) ένα σύστημα ενίσχυσης - οι απολήξεις των κινητικών νεύρων και οι μύες... (4) μηχανικούς συνδέσμους... μέσω των οποίων η μυϊκή εργασία παράγει φαινόμενα ορατά στον εξωτερικό παρατηρητή»9. Σε διατυπώσεις όπως η παραπάνω, δεν βλέπουμε απλώς τους όρους ενός μηχανιστικού ανάλογου να χρησιμοποιούνται για πειραματικούς σκοπούς, ούτε μια διδακτική με
* Το μοντέλο αυτό χρησιμοποιήθηκε κατά την αναδιοργάνωση του Τμήματος Συναρμολόγησης της General Motors, η οποία ξεκίνησε το 1968 και περιλάμβανε την εργασία στα γραφεία, αλλά και στην παραγωγή. Κατά την αναδιοργάνωση αυτή, μειώθηκε ο αριθμός των θέσεων εργασίας και αυξήθηκαν οι ατομικές λειτουργίες του κάθε εργάτη. Επίσης, μειώθηκε ο αριθμός των εργατών στην επιδιόρθωση και τον έλεγχο και αυξήθηκαν οι εποπτικές θέσεις, που αφορούσαν την εφαρμογή των νέων προτύπων. Ήταν αυτή η αναδιοργάνωση που οδήγησε σιην απεργία του 1972, σιο εργοστάσιο της General Motors στο Norwood του Οχάιο, η οποία κράτησε 174 μέρες, και στο Lordstown του Οχάιο, που κράτησε τρεις εβδομάδες (αν και η απεργία στο Lordstown μονοπώλησε το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων, γιατί αποδόθηκε κατά μεγάλο μέρος σιη νεανική σύνθεση της εργατικής δύναμης στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, ενώ για την απεργία στο Norwood δεν μπορούσε να δοθεί μια τέτοια ερμηνεία) [Wall Street Journal, 6 Δεκεμβρίου 1972]. Κάποιος αντιπρόεδρος της General Motors επισήμανε ότι στα οκτώ από τα δέκα εργοστάσια, όπου επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση μετά το 1968, ξέσπασαν απεργίες. «Δεν το λέω για να καυχηθώ», πρόσθεσε, -απλώς παραθέτω τα γεγονότα» [Emma Rothschild, Paradise Lost: The Decline of the Auto-Industrial Age (Νέα Υόρκη, 1973), σ. 121-122].
202 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ταφορά ή ένα εκπαιδευτικό τέχνασμα, αλλά την εφαρμοσμένη θεωρία με βάση την οποία, μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι άνθρωποι μιας τάξης θέτουν σε κίνηση τους ανθρώπους μιας άλλης τάξης. Πρόκειται για την αναγωγική φόρμουλα που εκφράζει ταυτο- χρόνως το πώς το κεφάλαιο χρησιμοποιεί την εργασία και το πώς διαχειρίζεται την ανθρώπινη φΰση.
Η απόπειρα να εννοηθεί ο εργάτης ως μηχανή γενικής χρήσης, την οποία χειρίζεται η διοίκηση, είναι ένας από τους πολλούς δρόμους προς την επίτευξη του ίδιου στόχου: της εκτόπισης της εργασίας από τη θέση του υποκειμενικού στοιχείου της εργασιακής διαδικασίας και του μετασχηματισμού της σε αντικείμενο. Η διοίκηση και οι εντεταλμένοι για το σκοπό αυτό μηχανικοί αποκτούν αντίληψη για το σύνολο της εργασιακής λειτουργίας· τη σχεδιάζουν, τη μετρούν, την αναπροσαρμόζουν μέσω της εκπαίδευσης και των προτύπων απόδοσης. Ό λα αυτά βέβαια συμβαίνουν εκ των προτέρων. Τα ανθρώπινα όργανα προσαρμόζονται στον εξοπλισμό της παραγωγής, σύμφωνα με προδιαγραφές παρόμοιες των μηχανημάτων. Ο μηχανικός, όπως ακριβώς γνωρίζει για έναν κινητήρα τις στροφές ανά λεπτό, την απαιτούμενη συχνότητα λίπανσης ή το ηλεκτρικό ρεύμα λειτουργίας μέσω των προδιαγραφών που δίνει ο κατασκευαστής, με τον ίδιο τρόπο προσπαθεί να γνωρίσει μια «δεδομένη-ποικιλία-κινήσεων» του εργαζόμενου μέσω των πρότυπων δεδομένων. Το σύστημα ως σύνολο αφήνει ελάχιστα πράγματα στην τύχη. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τις μηχανές, ακόμη και η παραμικρή επιμέρους κίνηση είναι αυστηρά προκαθορισμένη· τα αποτελέσματα έχουν υπολογιστεί και καταγραφεί, πριν καν το σύστημα τεθεί σε λειτουργία. Ο μάνατζερ, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του, δεν βασίζεται μόνο στην κωδικοποίηση των φυσιολογικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου σώματος. Βασίζεται επίσης στην τάση που έχει η μαζική διαδοχική εργασία, της οποίας κάθε εργάτης και κάθε μηχανή αποτελεί απόληξη, να επιβάλλει στο άτομο το μέσο ρυθμό με βάση τον οποίο ο μάνατζερ κάνει τους υπολογισμούς του*.
' Έχουμε εδώ την περιγραφή ενός «ιδανικού θεωρητικού» συστήματος από τη σκοπιά του μάνατζμεντ, και όχι την περιγραφή της πραγματικής πορείας των γεγονότων. Παραβλέπουμε, προς το παρόν, το γεγονός ότι οι εργάτες είναι επαναστατικοί, και ότι ο μέσος ρυθμός παραγωγής αποφασίζεται τελικά στα πλαίσια μιας πρακτικής που ενσωματώνει τον εργατικό αγώνα, είτε είναι οργανωμένος είτε όχι. Έτσι, ο εξοπλισμός τον οποίο χειρίζεται η διοίκηση έχει τις εσωτερικές του τριβές και αυτό είναι αληθές, τόσο για τον ανθρώπινο όσο και για τον μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο James R. Bright, από την Οικονομική Σχολή του Χάρβαρντ, συνοψίζει το πρόβλημα από τη σκοπιά του μάνατζμεντ: «Στο παρελθόν, πολλές από τις προσπάθειες να επιτευχθεί μεγαλύτερη ακρίβεια στην παραγωγική διαδικασία επικεντρώθηκαν στον καταμερισμό και κατατε
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ 203
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως σ ια μάτια του μάνατζμεντ και στην πρακτική που αυτό υπαγορεύει, όσο περισσότερο η εργασία διέπεται από ταξινομημένες κινήσεις που εκτείνονται πέρα από τα όρια συγκεκριμένων επαγγελμάτων, τόσο περισσότερο οι συγκεκριμένες μορφές της διαλύονται μέσα στους γενικούς τύπους των εργασιακών κινήσεων. Αυτή η μηχανική εξάσκηση των ανθρώπινων ικανοτήτων, σύμφωνα με τύπους κινήσεων που μελετώνται ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο είδος της εργασίας που διεξάγεται κάθε φορά, φέρνει στο φως τη Μαρξιστική έννοια της «αφηρημένης εργασίας». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι αυτή η αφαίρεση από τις συγκεκριμένες μορφές της εργασίας - η απλή «δαπάνη ανθρώπινης εργασίας γενικώς», όπως αναφέρεται στη φράση του Μαρξ - την οποία ο ίδιος χρησιμοποίησε για να διασαφηνίσει την αξία των εμπορευμάτων (ανάλογα με το μερίδιο τέτοιας γενικής ανθρώπινης εργασίας που ενσωματώνουν), δεν υπάρχει τελικά μόνο στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, αλλά και στο μυαλό του καπιταλιστή, του μάνατζερ, του μηχανικού παραγωγής. Η προσπάθειά τους είναι ακριβώς αυτή: όχι να εννοήσουν την εργασία ως συνολικά ανθρώπινο εγχείρημα, αλλά να την αποσπάσουν από όλες τις συγκεκριμένες της ποιότητες και να την κατανοήσουν ως γενικές και αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες κινήσεις, το άθροισμα των οποίων, όταν συνδυαστεί με τα υπόλοιπα πράγματα που αγοράζει το κεφάλαιο - τις μηχανές, τα υλικά, κλπ - έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεγαλύτε
μαχισμό της ανθρώπινης λειτουργίας, ώστε να αυξηθεί η αξιοπιστία της ανθρώπινης κίνησης, μέσω της μεταχείρισής της ως μηχανική δράση. Οι μάνατζερ και οι μηχανικοί προσπάθησαν να φτάσουν σε αυτό το στόχο ορίζοντας αυθαίρετους κανόνες και πρότυπα καθήκοντα για κάθε εργάτη, χρησιμοποιώντας μηχανικές επινοήσεις όπως η ταινία μεταφοράς ή εφευρίσκοντας τρόπους κινητοποίησης των εργατών, όπως τα συστήματα παροχής κινήτρων, τα σχέδια συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης ή ακόμα και η μουσική στο χώρο του εργαστηρίου. Σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο, όλα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από προσπάθειες εξαναγκασμού των ανθρώπων να λειτουργούν μόνιμα με τον επιθυμητό τρόπο, σε σημεία της γραμμής της παραγωγής, όπου οι μηχανές είτε δεν είναι διαθέσιμες είτε δεν είναι οικονομικές. Η προσπάθεια συνίστα- ται στη δημιουργία χρονικά σταθερής και προβλέψιμης παραγωγικής δράσης. Όμως αναπόφευκτα, η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να είναι τέλεια. Ως σύνδεσμοι ή ως «ανθεκτικά σώματα» της υπερμηχανής, τα ανθρώπινα όντα δεν είναι αξιόπιστα από μηχανική άποψη. Δεν ανταποκρίνονται με συνέπεια «στον επιθυμητό τρόπο», ούτε είναι δυ- νατόν να εξαναγκαστούν να κάνουν κάτι τέτοιο... Αν σκεψτούμε το εργοστάσιο με τέτοιους όρους, μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα γιατί το λεγόμενο αυτόματο εργοστάσιο κάθε άλλο παρά αυτόματο είναι: μόνο ένα μέρος της οικονομικής λειτουργίας του εργοστασίου μπορεί να τεθεί υπό συγκεκριμένους περιορισμούς. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρειάζονται για να καλύψουν πολλά από τα κενά της εκμηχάνισης και για να έχουν τον έλεγχο σε σημεία που η εκμηχάνιση δεν έχει ακόμα επιτευχθεί.» [James R. Bright, Automation and Management (Βοστόνη, 1958), σ. 16-17].
204 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρου κεφαλαίου από αυτό που «επενδύθηκε» στην εκκίνηση της διαδικασίας. Η εργασία με τη μορφή των τυποποιημένων πρότυπων κινήσεων είναι εργασία που χρησιμοποιείται ως ανταλλάξιμο εξάρτημα. Και με τη μορφή αυτή ανταποκρίνεται τελικά, σε πραγματικές συνθήκες, στην έννοια της αφηρημένης εργασίας που χρησιμοποίησε ο Μαρξ στην ανάλυσή του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Βιβλιογραφικές αναφορές του συγγραφέα
1. Karl Marx, Capital, τομ. 1 (Μόσχα, χ.ημ.), σ. 351.2. Η. L. Gantt, Work, Wages, and Profits (Νέα Υόρκη, 1.910), σ. 29.3. Herbert Marcuse, “Neue Quellen zur Grundlegung des Historische Materialismus”, στο Philosophie und Revolution: Aufsatze von Herbert Marcuse (Βερολίνο, 1967), σ. 96-97· παρατίθεται από τον Bruce Brown, Marx, Freud and the Critique of Everyday Life (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1973), σ. 14.4. William Foote Whyte, Money and Motivation (Νέα Υόρκη, 1955), σ. 203.5. Gerald Nadler, Work Design (Χόουμγουντ, 111., 1963), βλ. σ. 298-308.6. Στο ίδιο, σ. 290.7. Στο ίδιο, κεφάλαια 18 και 19.8. J. D. Ramsay, “The Qualification of Human Effort and Motion for the Upper Limbs", International Journal of Production Research, τομ. 7, No 1 (1968).9. K. J. W. Kraik, British Journal of Psychiatry, τομ. XXXVIII, σ. 56-61, 142-148- παρατίθεται στο Nadler, Work Design, σ. 371.
Σημειώσεις των μεταφραστών
(1). Ως «μηχανοποιημένο εργοστάσιο» αποδίδουμε τον όρο “machinofacture”. Κατ' αντιστοιχία με τη μανιφακτούρα (manufacture), δηλαδή τον χώρο όηον η παραγωγή γίνεται χειροτεχνικά, ο συγγραφέας αναφέρεται στον χώρο όηον η παραγωγή γίνεται με μηχανές.(2). Εννοεί παραγωγικές διαδικασίες όπως αυτές των διυλιστηρίων, της τσιμεντοβιομηχανίας, κλπ. Δες και κεφάλαιο 9.(3). Για τη μετάφραση των όρων που χρησιμοποιούνται στο σύστημα ΜΤΜ συμβουλευτήκαμε το κεφάλαιο «Σύστημα ΜΤΜ» στο Αλέξης Καρμίρης, Μελέτη της Εργασίας: Συστήματα Προκαθορισμένων Χρόνων, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, Τομέας Βιομηχανικής Διοίκησης και Επιχειρησιακής Έρευνας), Αθήνα, 1995. Ανπθέτως, σε σχέση με το σύστημα του Gilbreth που περιγράφει ο συγγραφέας αμέσως πριν, δεν βρήκαμε κάποιο ελληνικό εγχειρίδιο που να περιλαμβάνει μια τυποιιοιημένη μετάφραση των therbligs. Στα δυο συστήματα περιλαμβάνονται κάποιες κοινές βασικές κινήσεις (π.χ. η κί
Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΗΣ 205
νηση Grasp - Σύλληψη), αλλά και πολλές διαφορετικές. Στην περίπτωση αυτή, η μετάφραση ίων therbligs είναι δική μας.(4). Δηλαδή 1 TMU = 0,00001 ώρες = 0,0006 λεπτά = 0.036 δευτερόλεπτα. Τα αρχικά TMU προκύπτουν από την έκφραση Time Measurement Unit (Μονάδα Μέτρησης Χρόνου).(5). Η ίντσα (in) είναι το 1/12 του ποδιού (ft), της μονάδας μέτρησης του μήκους που χρησιμοποιείται στο αγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων. Μία ίντσα ισούται με 2,54 εκατοστά του μέτρου.(6). Μία λίμπρα (pound) ισούται με 0,4536 κιλά. Παρακάτω, στην «Περιστροφή και άσκηση πίεσης», η ίδια μονάδα χρησιμοποιείται για τη μέτρηση δύναμης.(7). Ο συγγραφέας δεν αναφέρει τι αντιπροσωπεύουν τα σύμβολα Τ και D στον τύπο. Μετά από σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο βρήκαμε ότι (Τ) είναι η απόσταση ανάμεσα στα δύο σημεία από και προς τα οποία μετακινείται το βλέμμα, ενώ (D) είναι το μήκος της νοητής ευθείας που ξεκινά από το μάτι και τέμνει κάθετα τη νοητή γραμμή που συνδέει τα σημεία αυτά.(8). Μία γιάρδα ισούται με τρία πόδια, και με 91,44 εκατοστά του μέτρου. Αρα ο θεωρούμενος χώρος εργασίας είναι λίγο μικρότερος από ένα κυβικό μέτρο.(9). θ α μπορούσε να μεταφραστεί ως γενικός αναλυτής και κσιαγραφέας της απόδοσης τονχειριοτή.(10). Theory of the Human Operator in Control Systems στο πρωτότυπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ΜΗΧΑΝΕΣ
Οι μηχανές μπορούν να οριστούν, να ταξινομηθούν και να μελετηθούν χρησιμοποιώντας πολλά διαφορετικά μεταξύ τους κριτήρια: την κινητήρια δύναμή τους, την πολυπλοκότητά τους, το είδος των φυσικών αρχών που χρησιμοποιούν, κλπ. Το σίγουρο όμως είναι πως υπάρχουν δύο θεμε- λιωδώς διαφορετικοί τρόποι σκέψης και πως, εξαρχής, πρέπει κανείς να επιλέξει είτε τον έναν είτε τον άλλον. Ο ένας τρόπος σκέψης είναι η προσέγγιση του μηχανικού- αυτή αντιλαμβάνεται την τεχνολογία κυρίως μέσω της εσωτερικής της δομής και των σχέσεων στο εσωτερικό της και τείνει να ορίσει τη μηχανή σε σχέση με τον εαυτό της, ως τεχνικό γεγονός. Ο άλλος τρόπος είναι η κοινωνική προσέγγιση- αυτή αντιλαμβάνεται την τεχνολογία μέσω της σχέσης της με την ανθρωπότητα και ορίζει τη μηχανή σε σχέση με την ανθρώπινη εργασία, ως κοινωνικό κατασκεύασμα.
Μπορούμε να βρούμε ένα καλό παράδειγμα της πρώτης προσέγγισης στη δουλειά του Abbot Payson Usher. Στο βιβλίο του Ιστορία των Μηχανικών Εφευρέσεων, ο Usher ξεκινά με τους ταξινομητές του δέκατου ένατου αιώνα, πιο συγκεκριμένα με τον Robert Willis και τον Franz Reuleaux, και παραθέτει τους δικούς τους ορισμούς για τη μηχανή. Πρώτα, δίνει τον ορισμό του Willis:
Κάθε μηχανή αποτελείται από μια σειρά κομματιών συνδεδε- μένων μεταξύ τους με διάφορους τρόπους έτσι ώστε, αν ένα τους αναγκαστεί να κινηθεί, να λαμβάνουν και τα υπόλοιπα μια κίνη- ση, η σχέση της οποίας με την αρχική καθορίζεται από τη φύση της μεταξύ τους σύνδεσης.
Κι έπειτα του Reuleaux:
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μια μηχανή είναι ένας συνδυασμός συνεκτικών σωμάτων διατεταγμένων κατά τρόπο ώστε, μέσω αυτών, οι μηχανικές δυνάμεις της φύσης να διοχετεύονται στην εκτέλεση έργου με τη συνοδεία συγκεκριμένων κινήσεων.
Ακολουθώντας τη συγκεκριμένη προσέγγιση, ο ίδιος ο Usher περιγράφει την εξέλιξη των μηχανών με τον ακόλουθο τρόπο:
Τα μέρη της μηχανής συνδέονται μεταξύ τους όλο και πιο περίτεχνα, με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια, έτσι ώστε κάθε δυνατότητα για κίνηση πέραν της επιθυμητής προοδευτικά εξαφανίζεται. Καθώς αυτή η διαδικασία περιορισμού ολοκληρώνεται, η μηχανή τελειοποιείται κατασκευαστικά... Η διαδικασία καταλήγει στον πλήρη και συνεχή έλεγχο της κίνησης... Σύμφωνα με την ανάλυση του Reuleaux, η πληρότητα του περιορισμού της κίνησης που επιτυγχάνεται, αποτελεί και το μέτρο της μηχανικής τελειότητας. Χαλαρά ρυθμισμένες και κακά ελεγχόμενες μηχανές αντικαθίστανται από καλορυθμισμένες μηχανές που μπορούν να ελεγχθούν με τον πιο πλήρη και λεπτομερή τρόπο.1
Από τεχνικής άποψης, η αξία ενός τέτοιου ορισμού είναι προφανής. Η ακρίβεια του μηχανισμού και ο βαθμός του αυτόματου ή αλλιώς αυτενερ- γού χαρακτήρα του, καθορίζονται από το βαθμό επιτυχίας του σχεδιαστή στην εξάλειψη κάθε «κίνησης πέραν της επιθυμητής» και στην επίτευξη του «πλήρους και συνεχούς ελέγχου της κίνησης»’. Αυτό όμως που λείπει από τον ορισμό, ή υπάρχει μόνο ως υπονοούμενο, είναι μια περιγραφή των μηχανών σε σχέση με την εργασιακή διαδικασία και τον εργάτη. Μπορούμε συνεπώς εδώ, να αντιπαραθέσουμε την προσέγγιση που υιοθέτησε ο Μαρξ ο οποίος, από την πληθώρα των κριτηρίων που θα μπορούσε να επιλέξει, ξεχωρίζει αυτό ακριβώς:
Η τυπική μηχανή είναι λοιπόν ένας μηχανισμός που, αφού τεθεί σε κίνηση, εκτελεί με τα εργαλεία του τις ίδιες εργασίες μ’ εκείνες που εκτελούσε πριν ο εργάτης με παρόμοια εργαλεία. Ελάχιστη σημασία έχει αν τώρα πια η κινητήρια δύναμη προέρχεται από τον άνθρωπο ή από κάποια άλλη μηχανή. Από τη στιγμή
" Μπορούμε να βρούμε τον ίδιο ορισμό να φιγουράρει στις αναλύσεις του μάνατζμε ντ σαν συνολική εικόνα του εργασιακού χώρου, για τον οποίο συνίσταται ανεπιφύλα κτα ο περιορισμός της κίνησης, η εξάλειψη κάθε κίνησης πέραν της επιθυμητής. Ό πως είδαμε πριν, αιπός ο ορισμός μπορεί άνετα να εφαρμοστεί και στους εργάτες κα θώς υπάγονται κι αυτοί με τη σειρά τους στα διάφορα μέτρα και κριτήρια της μηχανι κής τελειότητας.
ΜΗΧΑΝΕΣ 209
που το εργαλείο αφαιρείται από τον άνθρωπο και προσαρμόζεται σ’ ένα μηχανισμό, η μηχανή παίρνει τη θέση του απλού εργαλείου. Η διαφορά είναι εμφανής με την πρώτη ματιά, ακόμη και στις περιπτώσεις που η κινητήρια δύναμη συνεχίζει να προέρχεται από τον άνθρωπο.2
Αυτό το αρχικό βήμα, δηλαδή η αφαίρεση του εργαλείου από τα χέρια του εργάτη και η προσαρμογή του σ’ ένα μηχανισμό, είναι για τον Μαρξ η αφετηρία μιας εξελικτικής διαδικασίας, που ξεκινά από τις απλές μηχανές και συνεχίζει στα αυτοματοποιημένα μηχανολογικά συστήματα. Ό πως όλες οι αφετηρίες του Μαρξ άλλωστε, έτσι κι αυτή, καθόλου τυχαία και αυθαίρετη δεν είναι. Ο Μαρξ επιλέγει από μια πλειάδα τεχνικών χαρακτηριστικών ακριβώς εκείνο που αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, δηλαδή την επίδραση της μηχανής στην εργασιακή διαδικασία. Οι τεχνικές θεωρήσεις του Μαρξ ποτέ δεν εξαντλούνται σε κάποιου είδους πραγμάτευση των εσωτερικών σχέσεων της τεχνολογίας με τον εαυτό της, αλλά πάντοτε περιλαμβάνουν τις σχέσεις της με τον εργάτη*.
Δεν υπάρχει αντίρρηση πως η ανάλυση της μηχανής, με βάση τα αμι- γώς τεχνικά της χαρακτηριστικά (κινητήριος δύναμη, αρχές λειτουργίας, κλπ), μπορεί να τροφοδοτήσει τους μηχανικούς με πολύτιμες πληροφορίες. Παρολ’ αυτά, μια τέτοια ανάλυση της μηχανής «καθεαυτής», ελάχιστη αξία μπορεί να έχει για την κατανόηση του κοινωνικού της ρόλου. Αν, α- ντιθέτως, προσπαθήσει κανείς να αποτιμήσει την εξέλιξη της μηχανής από τη σκοπιά της εργασιακής διαδικασίας, αμέσως θα δει τα κάθε είδους τεχνικά χαρακτηριστικά να διατάσσονται γύρω από αυτόν τον καινούριο άξονα κι αμέσως νέες κατευθύνσεις θα εμφανιστούν μπροστά του. Ο Μαρξ επισήμανε πως μια τέτοια «κριτική ιστορία της τεχνολογίας» έ-
Αντιθέτως, στα πλαίσια της τεχνικής βιβλιογραφίας ο εργάτης εξαφανίζεται, πράγμα που εξηγεί άλλωστε γιατί τα κείμενα τέτοιου είδους είναι πάντοτε γραμμένα στην άχαρη γλώσσα της παθητικής φωνής. Αχαρη μεν, αλλά με αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα: στον κόσμο της παθητικής φωνής, οι διαδικασίες διεκπεραιώνουν τον εαυτό τους δίχως ανθρώπινο υποκείμενο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ο Usher, ψάχνοντας να βρει από τον Μαρξ έναν ορισμό της μηχανής, καταφεύγει σ’ ένα περιγραφικό απόοπασμα όπου ο Μαρξ, προτού επιδοθεί στην ανάλυση των μηχανών, ισχυρίζεται πως -κάθε πλήρης μηχανική εγκατάσταση αποτελείται από τρία ξεχωριστά μεταξύ τους μέρη, τον κινητήρα, το μηχανισμό μετάδοσης της κίνησης και τέλος, το εργαλείο ή αλλιώς εργαλειομηχανή» [Ο Usher, Α History of Mechanical Inventions, σ. 116, παραθέτει απο τον Marx, Capital, τομ.1, σ. 352]. Εντελώς τυπικό για την αντίληψη του μηχανικού: όλη η προσοχή συγκεντρώνεται σε αυτή την τεχνική περιγραφή, ενώ αυτό που είναι το πλέον καθοριστικό για την εργασιακή διαδικασία περνάει απαρατήρητο.
210 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λείπε από την εποχή του και μέχρι σήμερα η κατάσταση δεν βελτιώθηκε καθόλου. Αν μια τέτοια ιστορία υπήρχε, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια ταξινόμηση των μηχανών όπως αυτές χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, καθώς και για μια κατηγοριοποίησή τους σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο σαν βάση της οργάνωσης και του ελέγχου της εργασίας.
Υπάρχουν βέβαια κάποιοι κοινωνιολόγοι που έχουν αποτολμήσει να καταστρώσουν γενικά σκαριφήματα ταξινόμησης των «παραγωγικών συστημάτων» ή των «τεχνολογικών κατηγοριών». Η Joan Woodward, για παράδειγμα, διέκρινε τρεις κατηγορίες παραγωγικών διαδικασιών: πρώτον, τις παραγωγικές διαδικασίες «ακέραιου προϊόντος», που με τη σειρά τους χωρίζονται σε παραγωγή μονάδων, παραγωγή μικρών και μεγάλων παρτίδων και μαζική παραγωγή. Δεύτερον, τις παραγωγικές διαδικασίες «διαστατού προϊόντος» που και πάλι χωρίζονται σε παραγωγή κατά παρτίδες και διαδικασίες συνεχούς ροής, όπως για παράδειγμα είναι αυτές της χημικής βιομηχανίας. Τρίτον, τις παραγωγικές διαδικασίες «μικτών συστημάτων»* όπου, είτε τυποποιημένα συστατικά παράγονται σε μεγάλες παρτίδες κι έπειτα συνδυάζονται μεταξύ τους με διαδικασίες συνεχούς ροής, είτε αντίστροφα κάποιο προϊόν παράγεται με διαδικασίες συνεχούς ροής κι έπειτα διαχωρίζεται σε μικρότερες μονάδες για συσκευα- σία και πώληση3. Ο Robert Blauner από τη μεριά του, διακρίνει τέσσερα είδη παραγωγής, ανάλογα με την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία: χειροτεχνική, εκμηχανισμένη, γραμμή συναρμολόγησης και συνεχή ροή( *.4 Σε αντίθεση με αυτές τις πρόχειρες προσεγγίσεις, ο James R. Bright της σχολής διοίκησης επιχειρήσεων του Harvard εξετάζει πολύ προσεκτικότερα τα χαρακτηριστικά των μηχανών σε σχέση με την εργασία5. Ο Bright καταστρώνει μια ταξινόμηση που περιλαμβάνει δεκαεπτά διαφορετικά «επίπεδα εκμηχάνισης» και την εφαρμόζει σ’ ένα μεγάλο αριθμό παραγωγικών διαδικασιών, λαμβάνοντας υπόψη τους τρόπους με τους οποίους διαφορετικά επίπεδα εκμηχάνισης επιστρατεύονται στα διάφορα στάδια της παραγωγής. Οι διάφοροι «βαθμοί εκμηχάνισης» διακρίνονται μεταξύ τους με βάση μια απλή ερώτηση: «Με ποιους τρόπους και σε ποιο βαθμό υποκαθιστά η μηχανή την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη, τις ανθρώπινες διανοητικές λειτουργίες, την ανθρώπινη κριτική ικανότητα, τον ανθρώπινο έλεγχο;»6. Στα 1966 ο Bright μπορούσε ακόμη να ισχυρίζεται πως «απ’ όσο ξέρω, η θεωρία μου παραμένει η μοναδική που συνδέει την εξέλιξη των μηχανών με τη συνεισφορά του εργάτη στην παραγωγική διαδικασία»7. Κατά τα φαινόμενα, η μελέτη του Bright είναι η μοναδική στον ακαδημαϊκό κόσμο που αποτόλμησε να ρωτήσει τι πραγματικά κάνουν οι μηχανές καθώς αυτοματοποιούνται, όπως και τι ακριβώς πρέπει να ξέρει και
ΜΗΧΑΝΕΣ 211
τι ακριβώς πρέπει να κάνει ο εργάτης, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Μοιραία λοιπόν, τα συμπεράσματά της διαφέρουν ριζικά από τα συμπεράσματα εκείνων, που παρασΰρονται οικειοθελώς από «εντυπώσεις», «διαισθήσεις» και κάθε είδους κοινοτοπίες.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βασικό στοιχείο της εξέλιξης των μηχανών δεν είναι το μέγεθος, η πολυπλοκότητα ή η ταχύτητά τους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ελέγχονται οι λειτουργίες τους. Πράγματι, μεταξύ της πρώτης γραφομηχανής και της αντίστοιχης ηλεκτρικής γραφομηχανής των ημερών μας, μεσολαβούν γενιές τεχνολογικής ανάπτυξης. Καμία όμως από τις αλλαγές που επήλθαν δεν αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο η γραφομηχανή καθοδηγείται για να επιτελέσει τις λειτουργίες της· συνεπώς ελάχιστα έχουν αλλάξει στη σχέση μεταξύ γραφομηχανής και δακτυ- λογράφου. Παρά τις επιμέρους μικρές αλλαγές, η εργασιακή διαδικασία παραμένει περίπου ως είχε. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για τις αλλαγές των διαφόρων χειροκίνητων εργαλείων, όπως είναι τα τρυπάνια, τα πριόνια, τα ακόνια, τα γαλλικά κλειδιά, οι σμίλες, τα πριτσινωτήρια, τα συρραπτικά, οι σβούρες, κλπ. Τέτοια εργαλεία τείνουν πλέον να κινούνται με εξωτερική παροχή ενέργειας (π.χ. με ηλεκτροκινητήρα), αυτό όμως δεν αλλάζει σε τίποτα τη σχέση του εργάτη με τη μηχανή. Απλώς εδώ, έχουμε να κάνουμε με την ανάπτυξη ειδικών ηλεκτρικών ή πνευματικών συστημάτων*3’, που έκανε εφικτή την κατασκευή νέων ειδών μηχανολογικού εξοπλισμού. Σε όλα αυτά τα νέα είδη, και ανεξάρτητα από τα καινούρια τους χαρακτηριστικά ή τις νέες τους ικανότητες, η καθοδήγηση παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα του εργάτη.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι μηχανές - με τη σύγχρονη έννοια - αρχίζουν να εμφανίζονται μόνο όταν το εργαλείο και το προς κατεργασία κομμάτι αποκτούν ένα πεδίο κίνησης στενά καθορισμένο από την ίδια τη φυσική δομή του μηχανήματος(4). Έτσι, το δράπανο, ο τόρνος με κυλιόμενο εργαλειοφορείο, η ραπτομηχανή και η πλεκτομηχανή κινούν κοπτι- κά εργαλεία ή βελόνες, ακολουθώντας διαδρομές που καθορίζονται από τη διαμόρφωση του πλαισίου ή των επιμέρους κομματιών της μηχανής. Το ακόνι περιστρέφεται σε τροχιά που καθορίζεται επακριβώς από τον άξονα και τις εδράσεις του και η κινητή λεπίδα του ψαλιδιού πέφτει, όπως και η κεφαλή της σφύρας, σύμφωνα με την ειδική υλική δομή της κάθε συσκευής.
Αυτό όμως είναι μονάχα το πρώτο βήμα στην εξέλιξη των μηχανημάτων. Ο πρώτος σχεδιασμός αυτών των καθορισμένων πεδίων κίνησης ανοίγει το δρόμο για τον περαιτέρω έλεγχο του εργαλείου ή του προς κατεργασία κομματιού, μέσω εσωτερικών οδοντώσεων, χρήσης εκκέντρων, κλπ. Ό πω ς υποδεικνύει ο Bright, αυτή η εξέλιξη παίρνει αρχικά τη μορ
212 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
φή ενός μοναδικού και καθορισμένου κύκλου εργασίας. Για παράδειγμα, το κοπτικό εργαλείο του τόρνου ή το τρυπάνι του δράπανου είναι δυνατό να συνδεθούν με τον κινητήρα έτσι ώστε, μετά τη σύμπλεξη, το εργαλείο να προσεγγίζει το προς κατεργασία αντικείμενο με καθορισμένο ρυθμό, να προχωρά μέχρι ένα προκαθορισμένο βάθος κοπής κι έπειτα ν’ απομακρύνεται προς την αρχική του θέση. Βέβαια, ο μοναδιαίος αυτός κύκλος μπορεί να είναι και επαναλαμβανόμενος, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση της πλάνης. Αυτό το μηχάνημα λιαίνει μεταλλικές επιφάνειες, συνήθως με κίνηση της προς κατεργασία επιφάνειας η οποία έρχεται σε επαφή με ένα σταθερό κοπτικό εργαλείο. Κατά τη διάρκεια της κατεργασίας, ολόκληρο το μήκος της προς κατεργασία επιφάνειας περνά από το κοπτικό εργαλείο, το οποίο αφαιρεί ένα απόβλητο σε μορφή λωρίδας και κατόπιν, το κομμάτι επανέρχεται στην αρχική θέση για να επαναληφθεί η διαδικασία· εντωμεταξύ το κοπτικό εργαλείο έχει μετακινηθεί λίγο, ώστε να στοχεύει σε μια διαδοχική λωρίδα της προς κατεργασία επιφάνειας, οπότε η διαδικασία συνεχίζεται, δίχως καμιά εξωτερική παρέμβαση, έως ότου πλανιστεί ολόκληρη η επιφάνεια.
Μόλις επιτευχθεί και η διαδικασία των διαδοχικών κύκλων, απομένει ένα μόνο μηχανικό βήμα για την κατασκευή των εργαλειομηχανών πολλαπλών κατεργασιών*5*, όπου ο μηχανισμός εκτελεί πλέον μια προκαθορισμένη διαδοχή κατεργασιών. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η αρχή λειτουργίας του τόρνου με αυτόματο περιστρεφόμενο εργαλειοδέτη. Το ερ- γαλειοφόρείο αυτού του τόρνου φέρει μια σειρά κοπτικών εργαλείων προσαρμοσμένων σ’ έναν εργαλειοδέιη που περιστρέφεται αυτόματα, έτσι ώστε το ένα εργαλείο να διαδέχεται το άλλο, καθώς κάθε ένα διαδοχικά συμπληρώνει τον κύκλο που του αντιστοιχεί. Σε τέτοιες μηχανές, η διαδοχή των κατεργασιών πολλές φορές ενσωματώνεται στο μηχάνημα μια και καλή, δίχως να επιδέχεται αλλαγές. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με το απλό οικιακό πλυντήριο που ακολουθεί μια σειρά εργασιών, οι οποίες επιδέχονται αλλαγές ως προς τη διάρκεια ή τη σειρά τους, αλλά κατά τα άλλα παραμένουν απαράλλακτες. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που η μηχανή είναι ικανή για την εκτέλεση περιορισμένης ποικιλίας εργασιών, μέσω αλλαγής της εσωτερικής της δομής (συνήθως μέσω αλλαγών των εσωτερικών της οδοντώσεων ή των εκκέντρων της). Πάντως, ένα γεγονός που χαρακτηρίζει όλες τις εργαλειομηχανές μέχρι το συγκεκριμένο στάδιο εξέλιξης, είναι ότι ο τρόπος λειτουργίας τους είναι εγγεγραμμένος στην εσωτερική δομή, στον μηχανισμό της εργαλειομηχα- νής, δίχως καμιά εξάρτηση από εξωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου ή από τα αποτελέσματα της εργασίας της εργαλειομηχανής. Είναι λοιπόν μάλ
ΜΗΧΑΝΕΣ 213
λον εσφαλμένο, οι κινήσεις μιας τέτοιας μηχανής να χαρακτηρίζονται αυτόματες· ένας καλύτερος όρος θα ήταν προκαθορισμένες'.
Μεταξύ του σταδίου που μόλις περιγράφηκε και του επόμενου σταδίου μηχανολογικής εξέλιξης, υπάρχει μια σημαντική διαφορά: ο έλεγχος της μηχανής εξαρτάται τώρα από δεδομένα των οποίων η προέλευση βρίσκεται εκτός του μηχανισμού που πραγματοποιεί τψ καθαυτή κατεργασία. Έ να παράδειγμα τέτοιων δεδομένων στην πιο απλή τους μορφή, είναι τα δεδομένα που προκύπτουν από τη μέτρηση της παραγωγής της μηχανής. Μπορεί κανείς να φανταστεί μια τυπογραφική μηχανή που εφοδιάζεται μ’ ένα μετρητή, ο οποίος μετράει τον αριθμό των τυπωμένων φύλλων. Αυτή η κατασκευή δεν απέχει παρά ένα βήμα από την διαμόρφωση του μετρητή έτσι ώστε να σταματάει τη μηχανή, μόλις αυτή τυπώσει ένα συγκεκριμένο αριθμό φύλλων, ή να χτυπάει ένα καμπανάκι. Κλασσικό παράδειγμα τέτοιας συσκευής είναι ο μηχανισμός αυτομάτου ελέγχου, που είναι γνωστός ως φυγοκεντρικός ρυθμιστής* . Αυτός ο μηχανισμός αποτελείται από δύο περιστρεφόμενες σφαίρες, αναρτημένες αντιδιαμετρικά στην κορυφή ενός κοινού κατακόρυφου άξονα. Ο άξονας συνδέεται με τη μηχανή (π.χ. με μια αντλία) και, καθώς ο ρυθμός λειτουργίας της μηχανής αυξάνει, ο εν λόγω άξονας περιστρέφεται γρηγορότερα, με αποτέλεσμα οι δύο σφαίρες να ανασηκώνονται λόγω της φυγόκεντρου. Ολόκληρος ο μηχανισμός βρίσκεται συνδεδεμένος με την παροχή καυσίμου, η οποία μειώνεται καθώς οι στροφές λειτουργίας αυξάνουν (οι σφαίρες ανασηκώνονται) και αντιστρόφως, αυξάνεται καθώς οι στροφές λειτουργίας πέφτουν (οι σφαίρες χαμηλώνουν), με συνολικό αποτέλεσμα τη λειτουργία σε σταθερό αριθμό στροφών. Η όλη κατασκευή αποτελεί βέβαια έξοχο παράδειγμα μηχανής που καθορίζει η ίδια το ρυθμό λειτουργίας της, μέσω της μέτρησης της απόδοσής της. Η μηχανή, με το να ελέγχει τα αποτελεσμάτα της εργασίας της, μπορεί να σταματά, να δίνει κάποιο σήμα ή ακόμη και να απορρίπτει το αποτέλεσμα της εργασίας της. Κάτι τέιοιο συμβαίνει στην ιιερίπτωση διαφόρων συσκευών διατρήσεως μέσω πλήκτρων, που ελέγχουν τις διαφορές μεταξύ των οπών σε μια καρτέλα και των εργασιών του
" Σύμφωνα με τον Bright, η ανθρώπινη μεσολάβηση στη λειτουργία μιας τέτοιας μηχανής μπορεί να μειωθεί ακόμη περισσότερο, π.χ. με την υπαγωγή της μηχανής σε τηλεχειρισμό, έτσι ώστε ένα μοναδικό κέντρο ελέγχου να μπορεί να θέσει σε κίνηση ή να ιπαματήσει πολλές μηχανές ταυτόχρονα, θ α μπορούσε κανείς να φανταστεί ακόμη και τη δυνατότητα κατάργησης της χειροκίνητης έναρξης και παύσης λειτουργίας της μηχανής, αν για παράδειγμα η εισαγωγή του προς κατεργασία κομματιού παίζει το ρόλο του σήματος ενεργοποίησης της μηχανής, ενώ η ολοκλήρωση της κατεργασίας και η αποβολή του κομματιού θέτει τη μηχανή σε κατάσταση αναμονής μέχρι την ει- <ιαγωγή του επόμενου. Βέβαια, όσες βελτιώσεις τέτοιου τύπου κι αν επιχειρηθουν, ο κύκλος κατεργασίας παραμένει δομικά προκαθορισμένος.
214 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χειριστή, δίνοντας σήμα όποτε παρατηρούν διαφορές. Στα ανώτατα στάδια εξέλιξης τέτοιων διαδικασιών, θα βρούμε μηχανές που ελέγχουν τα αποτελέσματα της εργασίας τους καθώς αυτή εκτελείται, τα συγκρίνουν με μια εικόνα του επιθυμητού προϊόντος και πραγματοποιούν διορθώσεις καθόλη τη διάρκεια της κατεργασίας, έτσι ώστε το τελικό προϊόν να αντιστοιχεί στο αρχικό σχέδιο.
Αυτή η ικανότητα άντλησης δεδομένων από εξωτερικές πηγές ή και από τη λειτουργία της ίδιας της μηχανής, αντιπροσωπεύει μια αντιστροφή των κυρίαρχων τάσεων της ανάπτυξης των εργαλειομηχανών. Πιο πριν, η μηχανολογική εξέλιξη κινήθηκε από τη μηχανή γενικής χρήσης στη μηχανή ειδικών χρήσεων. Πράγματι, η συντριπτική πλειοψηφία των παλιό- τερων εργαλειομηχανών ήταν μηχανήματα γενικής χρήσης, σχεδιασμένα με στόχο όχι την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή μιας κατεργασίας, αλλά την εκτέλεση μιας ευρείας γκάμας εργασιών. Οι τόρνοι δεν προορίζονταν για την κατασκευή ενός μοναδικού είδους βίδας ή άξονα, αλλά ήταν ικανοί για μια πληθώρα κατεργασιών, ενώ οι πρέσες μπορούσαν να προσαρμοστούν, ώστε να εκτελέσουν πλήθος κατεργασιών κρουστικής διαμόρφωσης, αντί για την παραγωγή ενός και μοναδικού κομματιού που αποτέλεσε αργότερα τον κανόνα. Η πρώτη φάση της εξέλιξης των μηχανημάτων σημαδεύτηκε από την προσθήκη μηχανολογικών διευθετήσεων, που εξειδίκευαν τη μηχανή στην παραγωγή ενός και μοναδικού προϊόντος ή στην εκτέλεση μιας μονάχα κατεργασίας. Αυτή η φάση είχε στόχο την αύξηση του ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας. Στα πιο προχωρημένα της στάδια, αυτή η πορεία οδηγεί σε εργαλειομη- χανές, όπως αυτές που εκτελούν τις απαιτούμενες κατεργασίες για τη διαμόρφωση του κύριου σώματος ενός κινητήρα αυτοκινήτου. Μια τέτοια μηχανή πραγματοποιεί δεκάδες διατρήσεις υπό διαφορετικές γωνίες, πλανίζει επιφάνειες και πραγματοποιεί το τελικό φινίρισμα, τορνάρει εσωτερικά για διεύρυνση των οπών, χαράσσει σπειρώματα, κλπ πραγματοποιώντας όλες τις κατεργασίες ταυτόχρονα ή σε γοργή διαδοχή. Οι μηχανές τέτοιου είδους είναι αδύνατον να χρησιμοποιηθούν για οποιαδήποτε άλλη εργασία εκτός από αυτή για την οποία αρχικά κατασκευάστηκαν, και κάνουν την εμφάνισή τους όταν τα τεράστια επίπεδα του όγκου παραγωγής είναι ικανά να αποσβέσουν το κόστος που συνεπάγεται ο περίπλοκος εξειδικευμένος εξοπλισμός. Έτσι, σε πολλές γραμμές παραγωγής βρίσκουμε μηχανισμούς κατασκευασμένους με τη μεγαλύτερη προσοχή και ακρίβεια - όπως για παράδειγμα, ειδικούς κινούμενους σφιγκτήρες, πρέσες μιας λειτουργίας, πακτωμένα κοπτικά εργαλεία που πραγματοποιούν μία μόνο κίνηση, κεφαλές συγκόλλησης και πριτσινώματος, κλπ - που δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επωφελώς πουθενά, πέρα α-
ΜΗΧΑΝΕΣ 215
π<5 τη συγκεκριμένη γραμμή παραγωγής. Όμως, η δυνατότητα ελέγχου της μηχανής από μια εξωτερική πηγή, πολλές φορές αποκαθιστώ και την- πρωτύτερα απολεσθείσα - γενική της χρήση. Η εργαλειομηχανή μπορεί τώρα να ξανακερδίσει την προσαρμοστικότητά της δίχως απώλεια ελέγχου, κι αυτό γιατί ο έλεγχος δεν εναπόκειται πλέον στην ειδική διάταξη της εσωτερικής της δομής. Ένας τόρνος μπορεί να ελέγχεται ακόμη πιο αποτελεσματικά μέσω διάτρητης κάρτας ή μαγνητικής ταινίας, ενώ ταυτόχρονα παραμένει ευπροσάρμοστος σε οποιαδήποτε εργασία αντιστοιχεί στο μέγεθος και την ισχύ του.
Οι εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στον έλεγχο της μεμονωμένης εργα- λειομηχανής είναι σίγουρα σημαντικές, όμως εξίσου σημαντικές είναι και οι εξελίξεις που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ εργαλειομηχανών. Στα ιιρώτα βήματα αυτής της εξέλιξης, ανέκυψε το ζήτημα της διαμόρφωσης της κατάλληλης εργοστασιακής χωροταξίας, έτσι ώστε η διάταξη των ερ- γαλειομηχανών μέσα στο εργοστάσιο να ακολουθεί τη σειρά των κατεργασιών. (Το ζήτημα παραμένει σημαντικό μέχρι σήμερα, καθώς μια καλή εργοστασιακή χωροταξία μειώνει σημαντικά τις μετακινήσεις των υλικών κατά τη μετάβασή τους από τη μια μηχανή στην επόμενη). Τα επόμενα βήματα ήταν η χρήση κεκλιμένων επιπέδων, ιμάντων μεταφοράς, κλπ για τη μετακίνηση του κομματιού από τη μια μηχανή στην επόμενη. Το τελικό στάδιο αυτής της εξέλιξης είναι οι γραμμές μεταφοράς(7) που χρησιμοποιούνται στις γραμμές παραγωγής κινητήρων της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ό ταν ένα τέτοιο σύστημα συμπεριλάβει διευθετήσεις, βάσει των οποίων η άφιξη του κομματιού δίνει το σήμα για την έναρξη λειτουργίας της μηχανής, η γραμμή παραγωγής γίνεται «αυτόματη». Όμως, μια γραμμή παραγωγής που έχει φτάσει σε αυτό το επίπεδο συνεχούς και αυτόματης λειτουργίας, παύει πλέον να μοιάζει με σύνολο συνδεδεμένων μηχανημάτων και λίγο απέχει από το να θεωρηθεί αυτοτελής μηχανή. Στα σύγχρονα τυπογραφεία, για παράδειγμα, υπάρχουν μηχανές που τυπώνουν, διπλώνουν, κάνουν ένθεση σελίδων, περνούν το εξώφυλλο και πραγματοποιούν τη βιβλιοδεσία· ένας μη ειδικός θα δυσκολευόταν πολύ να αναγνωρίσει σε μια τέτοια μηχανή όλες τις προγενέστερες μηχανές που συγκεντρώθηκαν σε ένα σώμα, μέσω αυτής της ιδιόμορφης εξελικτικής διαδικασίας. Το μόνο λοιπόν που χρειάζεται προκειμένου να πραγματοποιηθεί το τελευταίο βήμα, είναι το παραγωγικό σύστημα των συνδεδεμένων μηχανών να εννοηθεί και να επανασχεδιαστεί σαν ένα μοναδικό, συμπαγές, ολοκληρωμένο σύνολο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος των μηχανικών κατεργασιών αυξάνει έως ότου αυτές προσεγγίσουν την πλήρη αυτοματοποίηση, είτε με τη μορφή της σειράς αλληλοσυνδεόμενων μηχανών, είτε με τη μορφή της μεμονωμένης μηχανής, μέσα στην οποία ε
216 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γκλείεται μια ολόκληρη παραγωγική διαδικασία που πλέον διεξάγεται με πολύ μειωμένη ανθρώπινη παρέμβαση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εργαλειομηχανές εξελίχθηκαν από τις πιο πρωτόγονες μορφές τους, όταν απλές μηχανικές διευθετήσεις αντικατέστησαν το ανθρώπινο χέρι στην καθοδήγηση του εργαλείου, μέχρι τα σύγχρονα μηχανολογικά συμπλέγματα στα οποία το σύνολο της διαδικασίας καθοδηγείται από την αρχή μέχρι το τέλος, όχι μόνο από μηχανικές αλλά κι από ηλεκτρικές, χημικές και άλλες δυνάμεις. Θα μπορούσε κανείς να περιγράφει αυτή την εξέλιξη σαν την αύξηση του ανθρώπινου ελέγχου επί της δράσης των εργαλείων. Πράγματι, τα διάφορα εργαλεία έχουν φτάσει να λειτουργούν σαν προεκτάσεις των ανθρώπινων οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των αισθητηριακών, και αυτή η εξέλιξη έγινε δυνατή μέσω της προοδευτικής κατανόησης των ιδιοτήτων της ύλης - με άλλα λόγια με την ανάπτυξη του επιστημονικού ελέγχου των νόμων της φύσης. Αν λοιπόν η μελέτη και κατανόηση της φύσης είχε μια βασική επίδραση στον ανθρώπινο πολιτισμό, αυτή ήταν ο αυξημένος ανθρώπινος έλεγχος επί των εργασιακών διαδικασιών μέσω μηχανών και συστημάτων μηχα-
Όμως, ο «ανθρώπινος έλεγχος επί των εργασιακών διαδικασιών» δεν είναι παρά μια αφαίρεση. Αυτή η αφαίρεση δεν μπορεί να αποκτήσει σαφές και καθορισμένο νόημα παρά μόνο εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος όπου πραγματοποιούνται οι τεχνικές εξελίξεις. Καθότι, μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, από τις απαρχές ακόμη της ανάπτυξης των μηχανών, έχουν διαμορφωθεί οι πιο ακραίοι διαχωρισμοί· οι οποίοι μάλιστα, δεν υπήρξαν πουθενά πιο κάθετοι απ’ ό,τι στους κόλπους των εργασιακών διαδικασιών. Στη συντριπτική της πλειοψηφία, η ανθρωπότητα υπάγεται στις εργασιακές διαδικασίες, όχι για δικό της όφελος, αλλά προς όφελος αυτών που ελέγχουν τις διαδικασίες. Αποκτώντας έτσι το πολυπόθητο «σαφές και καθορισμένο» νόημά του, ο «ανθρώπινος έλεγχος των εργασιακών διαδικασιών» παρουσιάζεται σαν το ακριβές αντίθετο του εαυτού του και καθίσταται ο έλεγχος των εργασιακών διαδικασιών επί της πλειοψηφίας του ανθρώπινου είδους. Σε αυτά τα πλαίσια, τα μηχανήματα έρχονται στον κόσμο, όχι σαν «υπηρέτες της ανθρωπότητας», αλλά σαν τα κατεξοχήν εργαλεία των ιδιοκτητών τους. Κι αυτή η ιδιοκτησία των μηχανών δεν θα ήταν δυνατή παρά με την ατέρμονη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η ικανότητα των ανθρώπων να ελέγχουν την εργασιακή διαδικασία μέσω των μηχανημάτων, έγινε αντικείμενο υφαρπαγής από τις απαρχές του καπιταλισμού και ταυτόχρονα κατέστη η βασική μέθοδος μέσα της οηοίας ο έλεγχος της παραγωγής περνάει από τους άμεσους παραγωγούς στους ιδιοκτήτες
ΜΗΧΑΝΕΣ 217
και τους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Έτσι, εκτός από την τεχνική διάσταση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας - μια διάσταση που θα χαρακτήριζε τα μηχανήματα υπό οποιοδήποτε κοινωνικό καθεστώς - στον καπιταλισμό τα μηχανήματα αποκτούν και μια δεύτερη διάσταση: γίνονται τα εργαλεία μέσω των οποίων θα κλαπεί ο έλεγχος των εργατών πάνω στην εργασία τους. Αποτελεί τραγική ειρωνία, ότι αυτή η κλοπή έγι- νε δυνατή με την εκμετάλλευση της εκπληκτικής ανθρώπινης προόδου, την οποία αντιπροσωπεύουν οι τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις που αυξάνουν τον ανθρώπινο έλεγχο επί της εργασιακής διαδικασίας. Μεγαλύτερη ακόμη ειρωνία είναι πως, όλα αυτά φαντάζουν απολύτως «φυσικά» στα μάτια εκείνων που, έχοντας υπαχθεί για δύο και παραπάνω αιώνες στους φετιχισμούς του κεφαλαίου, βλέπουν πια στη μηχανή μια ξένη δύναμη που έχει στόχο την υποδούλωση της ανθρωπότητας!
Η εξέλιξη των μηχανών αντιπροσωπεύει μια διεύρυνση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, μια αύξηση του ανθρώπινου ελέγχου στο περιβάλλον με νέα μέσα παραγωγής προικισμένα με αυξημένη ακρίβεια και αυξημένο εύρος απόκρισης. Ό μως ο έλεγχος της μηχανής δε χρειάζεται πια να είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα του χειριστή της, και αυτό οφείλε- ται στη φύση της μηχανής και αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα της τεχνικής εξέλιξης. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής άδραξε αυτή τη δυνατότητα με σιδερένια πυγμή και τη χρησιμοποίησε με τον πιο πλήρη τρόπο. Αυτό που πιο πριν δεν ήταν παρά τεχνική δυνατότητα, με τη βιομηχανική επανάσταση έγινε αναπόφευκτη αναγκαιότητα, η οποία ρημάζει την ανθρωπότητα με τη δριμύτητα της πιο ισχυρής φυσικής καταστροφής, αν και διόλου πιο «φυσική» δεν είναι από οποιαδήποτε άλλη μορφή οργάνωσης της εργασίας. Πράγματι, προτού ακόμη μετατραπεί η ανθρώπινη ικανότητα του ελέγχου επί των μηχανημάτων στο ακριβές της αντίθετο, πρέπει αρχικά να πληρούνται τρεις συνθήκες εντελώς άσχετες με το φυσικό χαρακτήρα της μηχανής. Κατά πρώτον, η μηχανή δεν πρέπει να βρίσκεται στην ιδιοκτησία του άμεσου παραγωγού ή κάποιας ένωσης παραγωγών, αλλά στην ιδιοκτησία μιας ξένης δύναμης. Κατά δεύτερον, τα συμφέροντα αυτών των δύο πρέπει να είναι ανταγωνιστικά. Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται η εργασία γύρω από το μηχάνημα - από την εργασία που χρειάζεται για το σχεδιασμό, την κατασκευή, την επιδόρθωση και τον έλεγχό του, μέχρι την εργασία που χρειάζεται για την τροφοδοσία και το χειρισμό του - πρέπει να υπαγορεύεται όχι από τις ανθρώπινες ανάγκες των παραγωγών, αλλά από τις ειδικές ανάγκες εκείνων που έχουν στην ιδιοκτησία τους τόσο τη μηχανή όσο και την εργατική δύναμη, και έχουν συμφέρον να επιδιώξουν ένα συγκεκριμένο συσχετισμό μεταξύ των δύο. Ταυτόχρονα βέβαια, πρέπει να συμβεί και μια κοινωνική εξέλιξη,
218 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
παράλληλη με τη φυσική εξέλιξη των μηχανών. Εννοούμε εδώ την βήμα προς βήμα δημιουργία μιας «εργατικής δύναμης» εκεί που προηγουμένως υπήρχε αυτοδιευθυνόμενη ανθρώπινη εργασία ή, με άλλα λόγια, τη δημιουργία ενός εργαζόμενου πληθυσμού πλασμένου σύμφωνα με τις ανάγκες της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Στα πλαίσια αυτής της οργάνωσης, η γνώση της μηχανής καθίσταται προνόμιο των λίγων, ενώ για τη μάζα των εργατών απομένει μονάχα η άγνοια και η ανικανότητα, κοντολογίς οι τέλειες βάσεις για μια ζωή υπόδουλη στα καπρίτσια της μηχανής. Με αυτόν τον τρόπο, η θαυμαστή μηχανική ανάπτυξη καθίσταται για την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού πηγή σκλαβιάς κι όχι ελευθερίας. Κανείς από αυτούς δε θα νιώσει αφέντης του μυαλού και των χεριών του· θα πρέπει να αρκεστεί σ’ εκείνη την πανταχού παρούσα αίσθηση ανικανότητας που διαπνέει τους εκμηχα- νισμένους εργασιακούς χώρους. Κανείς δεν θα διευρύνει εδώ τους ορίζοντες της εργασίας του θα πρέπει να αρκεστεί στον περιορισμό του σε δουλικό εκτελεστή ελάχιστων ανόητων καθηκόντων. Και όλα αυτά βέβαια, μέσα στο νέο εργασιακό περιβάλλον - εκεί που η μηχανή είναι η αστραφτερή ενσάρκωση της επιστήμης κι ο εργάτης ένα πελώριο τίποτα. Πόσο «τεχνικές αναγκαιότητες» είναι όλα τούτα! Ακριβώς όσο και η πείνα, με τα ειρωνικά λόγια του Ambrose Bierce, είναι «ένστικτο σοφά πλασμένο από τη Θεία Πρόνοια για την επίλυση του προβλήματος εξεύρεσης εργατικών χεριών».
Τα μηχανήματα δίνουν πλέον την ευκαιρία στο κεφάλαιο να πετύχει με μηχανικά μέσα, αυτό που προηγουμένως προσπαθούσε να πετύχει με οργανωτικά και πειθαρχικά μέσα. Πράγματι, τόσο ο καθορισμός του ρυθμού λειτουργίας, όσο και ο γενικός έλεγχος πολλών μηχανών μπορούν να γίνουν μέσω κεντρικών αποφάσεων. Συνεπώς, μπορούν να κλαπούν από το χώρο της παραγωγής, να περάσουν στα χέρια της διεύθυνσης και να εγκατασταθούν στα γραφεία. Ιδού λοιπόν, μια τεχνική δυνατότητα που παρουσιάζει για τη διεύθυνση το ίδιο τουλάχιστον ενδιαφέρον, με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που υπόσχονται οι μηχανές*. Σχετικά με αυτόν τον στόχο μάλιστα, η μηχανή δεν χρειάζεται καν να είναι κάποιο υπερεξελιγμένο δείγμα του είδους της. Ο κινούμενος ιμάντας, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται στη γραμμή συναρμολόγησης και παραμένει ένα εντελώς πρωτόγονο δείγμα μηχανήματος- κι όμως, αυτό το πρωτόγονο μηχάνημα αποδείχθηκε για το κεφάλαιο μάννα εξ ουρανού ό-
" Όπως έγραφε ο Babbage: «Ένα μεγάλο όφελος που μπορούμε να αποκομίσουμε από τις μηχανές είναι ο περιορισμός της επιπολαιότητας, της τεμπελιάς και της ανεντιμότητας που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους».
ΜΗΧΑΝΕΣ 219
ταν χρειάστηκε να οργανωθεί εργασία που δεν μπορούσε να εκμηχανι- σθεί με άλλους τρόπους. Με την εγκατάσταση του κινούμενου ιμάντα, ο ρυθμός της παραγωγικής διαδικασίας, του κεντρικού στοιχείου ελέγχου του εργασιακού χώρου, βρέθηκε απευθείας στα χέρια της διεύθυνσης. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί απλούστερη μηχανή, από αυτήν που ευθύνεται γι’ αυτό το τεράστιο επίτευγμα.
Για να ερευνήσουμε το θέμα πιο λεπτομερώς, ας εξετάσουμε το πολύ πρόσφατο παράδειγμα της δουλειάς στο μηχανουργείο. Πρόκειται για τον θεμελιώδη κλάδο κάθε κατασκευαστικής δραστηριότητας, όχι μόνο λόγω του τεράστιου ρόλου που παίζουν οι εργαλειομηχανές σε πολλές περιοχές της παραγωγής, αλλά και επειδή τα μηχανουργεία είναι ο τόπος όπου κατασκευάζονται τα ίδια τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή. Εδώ εξάλλου, θα βρούμε τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα του ελέγχου μηχανημάτων, εξελίξεις που οδήγησαν σε επανάσταση στις μεθόδους παραγωγής και επεκτάθηκαν γρήγορα και σε άλλους κλάδους της παραγωγής. Εππλέον, το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δική μας συζήτηση, καθώς στα μηχανουργεία μπορεί κανείς να δει τους τρόπους με τους οποίους οι μηχανολογικές εξελίξεις χρησιμοποιούνται, ώστε να αντιμετωπιστούν τα ίδια προβλήματα που απασχόλησαν τον Taylor για δεκαετίες.
Το πρόβλημα του ελέγχου των εργαλειομηχανών γίνεται αντιληπτό από τη διεύθυνση, κατά κύριο λόγο σαν πρόβλημα που αφορά τη μικρή και μεσαία κλίμακα της παραγωγής, δηλαδή την παραγωγή μεμονωμένων κομματιών ή μικρών παρτίδων προϊόντων. Τα αυτοματοποιημένα μηχανολογικά συστήματα που περιγράφηκαν παραπάνω είναι ελάχιστα χρήσιμα εδώ, καθώς τέτοια συστήματα αντιπροσωπεύουν τεράστιες επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο, οι οποίες μπορούν να αποσβεστούν, μόνο όταν εφαρμοστούν σε μεγάλο όγκο παραγωγής. Ό πω ς έχει υπολογιστεί όμως, τα τρία τέταρτα της παραγωγής των κλάδων μετάλλου των Ηνωμένων Πολιτειών αφορούν παρτίδες των πενήντα κομματιών και κάτω8. Οι διαρκείς αλλαγές καθηκόντων, που χαρακτηρίζουν τέτοια επίπεδα παραγωγής, απαιτούν πρώτα και κύρια ευελιξία, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται εργαλειομηχανές γενικής χρήσης, ενώ το κόστος για εργαλεία, προετοιμασία της παραγωγής, κλπ πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μειωμένο. Ό πω ς είναι λοιπόν επόμενο, ο τεράστιος τομέας της κατεργασίας μετάλλου παρέμενε μέχρι πολύ πρόσφατα υπό την κυριαρχία του ειδικευμένου μηχανουργού. Οι απαντήσεις που είχαν προκύψει μέχρι πρόσφατα από την πλευρά της διεύθυνσης, απέναντι στα διαρκή ζητούμενα της υποτίμησης της εργασίας και του ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας, κινούνταν σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, υπήρξαν προσπάθειες για τον κα
220 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τακερματισμό του επαγγέλματος του μηχανουργού και τη δημιουργία ξεχωριστών ειδικεύσεων· έτσι, εδώ βρίσκουμε «ειδικευμένους» χειριστές τόρνου, φρέζας και άλλων μηχανών, ενώ ακόμη και η προετοιμασία της μηχανής για κατεργασία κατέληξε να είναι ξεχωριστή ειδικότητα. Από την άλλη, υπήρξαν προσπάθειες προκαθορισμού των διαφόρων εργασιών που περιλαμβάνονται στην κατεργασία, ακολουθώντας την πεπατημένη της τεϊλορικής παράδοσης.
Η ελαφρώς μεταγενέστερη μηχανική λύση των προβλημάτων του κλάδου ονομάστηκε αριθμητικός έλεγχος* και σύμφωνα με τους ενθουσιώδεις ειδικούς, «πρόκειται για την πλέον σημαντική εξέλιξη στο πεδίο της κατασκευαστικής τεχνολογίας από την εποχή που ο Henry Ford εισήγαγε την κινούμενη γραμμή συναρμολόγησης» . Και μόνο εφαρμοζόμενη στις εργαλειομηχανές, η αρχή του αριθμητικού ελέγχου θα αποτελούσε πραγματική επανάσταση στη βιομηχανία, όμως η διάδοσή της δεν σταματά στις εργαλειομηχανές, αλλά επεκτείνεται για να συμπεριλάβει μια πληθώρα εργασιών, τόσο εκμηχανισμένων όσο και χειρωνακτικών. Παρακάτω λοιπόν, θα κάνουμε τον κόπο να εξετάσουμε λεπτομερέστερα τον αριθμητικό έλεγχο, ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της χρήσης των μηχανημάτων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και των συνεπαγόμενων επιπτώσεων στον εργάτη και την εργασιακή διαδικασία.
Οι απαρχές του αριθμητικού ελέγχου των μηχανών ανιχνεύονται σε δύο γαλλικές εφευρέσεις του παρελθόντος. Το 1725, ο Falcon, ένας Γάλλος εφευρέτης, κατασκεύασε μια πλεκτομηχανή που ελεγχόταν από διάτρητη κάρτα, ενώ το 1804 ο Jaquard, ένας άλλος εφευρέτης, παρουσίασε μια πλεκτική και υφαντική μηχανή που χρησιμοποιούσε τον ίδιο τρόπο ελέγχου. Η αρχή λειτουργίας αυτών των μηχανών ήταν η ίδια με αυτή που χρησιμοποιούν τα λεγόμενα μηχανικά πιάνα (τέτοια πιάνα «διαβάζουν» τη μουσική, ακολουθώντας μηχανικά τις οπές που διατρέχουν μια χαρτοταινία, και φυσικά διαφορετικές χαρτοταινίες αντιστοιχούν σε διαφορετικά μουσικά κομμάτια). Η ίδια αρχή επανεμφανίστηκε το 1916, όταν κάποιος Αμερικανός εφευρέτης πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια παρόμοια μηχανή κοπής υφάσματος, που προοριζόταν για τη βιομηχανία ένδυσης. Αν και κάποια εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου στις εργα-
Ο όρος [numerical control (Σ.τ.Μ)] προέρχεται από τον έλεγχο της κίνησης του κο- πτικοΰ εργαλείου ή του προς κατεργασία κομματιού μέσω αριθμών (για παράδειγμα 2,375 ίντσες). Οι αριθμοί συνήθως διαβάζονται από κάποια συσκευή ανάγνωσης διάτρητης κάρτας, και αντιστοιχούν σε αποστάσεις από την αρχή ενός συστήματος συντεταγμένων τριών αξόνων. Με την καθοδήγηση αυτών των τρισδιάστατων συντεταγμένων, το εργαλείο κινείται και πραγματοποιεί τη ζητούμενη κατεργασία σε οποιοδήπο- τε σημείο του τρισδιάστατου χώρου, εντός βέβαια των ορίων της εργαλειομηχανής.
ΜΗΧΑΝΕΣ 221
λειομηχανές απέκτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στα 1930, η ανάπτυξη και ευρεία εφαρμογή του αριθμητικού ελέγχου θα έπρεπε να περιμένει το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι σχετικές έρευνες χρηματοδο- τήθηκαν από την αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών και διεξάχθηκαν αρχικά από την John Parsons Corporation και κατόπιν από το ΜΙΤ (Massachusetts Institute of Technology), την κορυφαία των αμερικανικών πολυτεχνικών σχολών. Οι έρευνες τελικά καρποφόρησαν το 1952, όταν το ΜΙΤ παρουσίασε δημόσια μια φρέζα αριθμητικού ελέγχου τριών αξόνων10.
Όμως οι έρευνες και οι σχεδιασμοί δεν απέκτησαν ευρεία εφαρμογή προτού η ηλεκτρονική επανάσταση των δεκαετιών του ’50 και του ’60 παράξει τα φτηνά και αξιόπιστα στοιχεία κυκλωμάτων που απαιτούνταν για τη λειτουργία των οργάνων ελέγχου των νέων μηχανών. Το πρώτο από αυτά ήταν το τρανζίστορ που αρχικά χρησιμοποιήθηκε σαν απλός αντικαταστάτης της λυχνίας κενού. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του ’60, τα τρανζίστορ άρχισαν να συνδυάζονται με άλλα στοιχεία, σε μικροσκοπικά τσιπάκια κρυστάλλων πυριτίου, με τελική κατάληξη τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων κυκλωμάτων μεγάλης κλίμακας, καθένα από τα οποία μπορούσε να επιτελέσει τη λειτουργία πολύ ακριβότερων και ογκωδέστερων συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα μπορούσε να συνδυαστεί με άλλα κυκλώματα σε ένα μοναδικό τσιπ. Καθώς η παραγωγή των ηλεκτρονικών γινόταν αποδοτικότερη, το κόστος έπεσε από 2 δολάρια ανά τρανζίστορ το 1965 σε μόλις 3 σεντς το 1971. Η αυξανόμενη αξιοπιστία, η ευκολία στην επισκευή (μέσω της αντικατάστασης μικρών μεμονωμένων κομματιών) και η μείωση των τιμών των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων αποτελούν την πραγματική βάση της συντελούμενης επανάστασης στην τεχνολογία ελέγχου. Εδώ λοιπόν πρέπει να αναζητήσουμε τις πηγές των νέων κατασκευαστικών τεχνικών και της ευρείας τους διάδοσης*.
Το 1968, σι εργαλειομηχανές αριθμητικού ελέγχου ανέρχονταν μόλις στο 1% του συνολικού αριθμού εργαλειομηχανών. Παρολ’ αυτά, οι ενδείξεις ήταν σαφείς, καθώς το 20% των παραγγελιών εκείνου του έτους αφορούσε εργαλειομηχανές εξοπλισμένες με τις αντίστοιχες προσθήκες. Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαλειομηχανών που εκτίθενται σε
Επ’ αυτού μπορεί κανείς να κοιτάξει το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού Business Week στην παραγωγικότητα. Εκεί ο μεγάλος στόχος της αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της εισαγωγής των ηλεκτρονικών στερεάς κατάστασης, χωρίζεται σε επιμέρους στόχους: «λιγότερα κομμάτια, μικρότερη εξάρτηση από ειδικευμένο προσωπικό, μείωση του κόστους εργασίας και μικρότερος αριθμός κατεργασιών» [Bus»n«5 Week, 9 Σεπτεμβρίου, 1972, σ. 93-94].
222 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εμπορικές εκθέσεις και διαφημίζονται σε σχετικά περιοδικά, είναι μηχανές αυτού του τύπου.
Υπό το καθεστώς του αριθμητικού ελέγχου, η μηχανουργική κατεργασία καθοδηγείται από μια κεντρική μονάδα ελέγχου, η οποία με τη σειρά της λαμβάνει οδηγίες από δύο διαφορετικές πηγές. Η πρώτη πηγή είναι η εξωτερική συσκευή που παρέχει τις αρχικές οδηγίες σε αριθμητική μορφή· η δεύτερη είναι ένα σύνολο συσκευών καταγραφής που παρακολουθούν το σημείο επαφής του κοπτικού εργαλείου με το προς κατεργασία αντικείμενο, καθώς εκτελείται η κατεργασία. Η κεντρική μονάδα ελέγχου επεξεργάζεται τις πληροφορίες από τις δύο πηγές και αναλόγως ενεργοποιεί επιμέρους κινητήρες που ελέγχουν το κοπτικό εργαλείο, το προς κατεργασία αντικείμενο, την παροχή ψυκτικού, κλπ.
Από τεχνικής απόψεως, το σύστημα διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα. Είναι γνωστό πως οι περίπλοκες μεταλλουργικές κατεργασίες - όπως είναι για παράδειγμα η κατεργασία επιφανειών σε μικτές καμπύλες - απο- δεικνύονται εξαιρετικά απαιτητικές και χρονοβόρες, όταν οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της κατεργασίας. Με τις εργαλειο- μηχανές αριθμητικού ελέγχου όμως, τέτοιες κατεργασίες κωδικοποιού- νται με σχετική ευκολία προκαταβολικά, και εκτελούνται με σιγουριά και ακρίβεια (αυτό άλλωστε κέντρισε το αρχικό ενδιαφέρον της πολεμικής αεροπορίας, καθώς έχει ευρεία εφαρμογή στην κατασκευή καλουπιών και εξαρτημάτων αεροσκαφών). Η κωδικοποίηση της κατεργασίας με τη σειρά της, πραγματοποιείται πολύ πιο γρήγορα όταν εκτελείται ξεχωριστά από την καθαυτή εργασία, ενώ διαθέτει το πρόσθετο πλεονέκτημα να μην χρειάζεται να επαναληφθεί άπαξ και πραγματοποιηθεί μια φορά: η σχετική ταινία φυλάσσεται στο αρχείο και χρησιμοποιείται όποτε πρέπει να εκτελεστεί η αντίστοιχη κατεργασία. Ταυτόχρονα, η διαδικασία κοπής του μετάλλου αυτοματοποιείται πλήρως, απαλλάσσοντας έτσι τον εργάτη από το καθήκον της παρακολούθησης της μηχανής καθώς αυτή εκτελεί την κοπή. Τέλος, ο διαχωρισμός της αρχικής σύλληψης και των σχετικών υπολογισμών από την καθαυτή εκτέλεση της εργασίας σημαίνει πως μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου λειτουργίας της μηχανής χρησιμοποιείται για την κοπή, ενώ και η κίνηση του κοπτικού εργαλείου είναι πιο συνεχής όταν καθοδηγείται από την κωδικοποίηση, οδηγώντας έτσι σε αποτελεσματικότερη χρήση αυτών των πανάκριβων μηχανημάτων.
Ο έλεγχος της ολότητας αυτής της διαδικασίας από τον ειδικευμένο μηχανουργό θα ήταν όχι μόνο κάτι το απολύτως εφικτό, αλλά και το επιθυμητό, αφού ο μηχανουργός ήδη κατέχει τη γνώση των τεχνικών κατεργασίας μετάλλου, που απαιτείται για τον προγραμματισμό των νέων μηχανημάτων. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία πως, από τεχνικής από-
ΜΗΧΑΝΕΣ 223
ψεως, τίποτα δεν εμποδίζει τις κατεργασίες αριθμητικού ελέγχου από το να παραμείνουν στην αρμοδιότητα του γενικού τεχνίτη. Αυτό βέβαια δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ- και αυτό επειδή η διαδικασία, εκτός από τα τεχνικά της πλεονεκτήματα, προσφέρει και τεράστιες δυνατότητες για καταστροφή της τέχνης και επακόλουθη υποτίμηση των κομματιών εργασίας στα οποία η τέχνη διασπάται. "Ετσι, μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαδικασίες που εξελίσσονται παράλληλα κατά το σχεδιασμό μιας μηχανής: κατά πρώτο, η διαδικασία της κατεργασίας και οι αντίστοιχες μηχανικές διευθετήσεις σχηματοποιούνται στα μυαλά των μηχανικών κατά δεύτερο, η αντίστοιχη ανθρώπινη εργασία σχηματοποιείται στα μυαλά των σχεδιαστών της εργασίας και έρχεται να επανακαθορίσει ενμέρει τον σχεδιασμό του μηχανικού τμήματος. Για να το πούμε απλά, οι μηχανές φτιάχνονται για να τις χειρίζονται άνθρωποι. Συνεπώς, το κόστος λειτουργίας της μηχανής, εκτός από το κόστος της ίδιας της μηχανής, περιλαμβάνει και το ωριαίο κόστος της εργασίας, γεγονός που περιλαμβάνεται και καθορίζει το σχεδιασμό της μηχανής. Οι ιδέες διευθυντών και μηχανικών, οι σχεδιαστικές εκδοχές που επιδιώκουν, δεν μπορεί παρά να είναι αυτές που επιβάλλουν τη διάσπαση των εργασιακών διαδικασιών σε επιμέρους φτηνότερες. Οι κάθε είδους ειδικοί έχουν εσωτερικεύσει αυτόν τον κανόνα σε τέτοιο βαθμό, που θεωρούν σχεδόν ότι έχει την ισχύ φυσικού νόμου και επιστημονικής αναγκαιότητας*.
Έ τσι λοιπόν, οι νέες τεχνικές του αριθμητικού ελέγχου χρησιμοποιούνται για να επιμεριστεί η διαδικασία σε ξεχωριστούς χειριστές, καθένας
Πράγματι, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης των μηχανικών κι αυτή είναι η κατεύθυνση που τους επιβάλλουν οι συνθήκες της εργασίας τους. Αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για οποιονδήποτε έστω και ελάχιστα εξοικειωμένο με τις απαρχές του επαγγέλματος κατά τον 19° αιώνα. «Το μονόγραμμα των εθνικών μας αρχικών, που ταυτόχρονα είναι και το σύμβολο του νομίσματός μας, του δολαρίου, ακολουθεί τους υπολογισμούς του μηχανικού το ίδιο συχνά με τα σύμβολα που παριστάνουν πόδια, λεπτά, λίβρες και γαλόνια». Αυτά έλεγε ο Henry R. Towne, βιομήχανος και πρωτοπόρος του μάνατζμεντ, σ’ ένα άρθρο που διάβασε το 1886, μπροστά στην Αμερικανική Εταιρεία Μηχανολόγων Μηχανικών (ASME, American Society of Mechanical Engineers). «Το δολάριο», έλεγε μερικά χρόνια αργότερα, «είναι ο τελικός όρος όλων σχεδόν των εξισώσεων που προκύπτουν κατά την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού» [Henry R. Towne, Πρόλογος στο Shop Management στο Frederick W. Taylor, Scientific Management (Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1947), σ. 5-6]. Ή , κατά τα πιο πρόσφατα λεγάμενα ενός χημικού: «Η αλήθεια είναι πως έχω χάσει πια κάθε ενδιαφέρον για τα προβλήματα που δεν περιλαμβάνουν κι ένα οικονομικό μέρος. Έχω ψτάσει να βλέπω τα οικονομικά σαν άλλη μια μεταβλητή, που πρέπει να ληφθεί υπόψη καιά την κατάστρωση μιας χημικής αντίδρασης - από δω η πίεση, από κει η θερμοκρασία κι από κει το δολάριο» [Spencer Klaw, The New Brahmins: Scientific Life in America, (Νέα Υόρκη, 1968), σ. 192],
224 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
από τους οποίους διαθέτει λιγότερη εκπαίδευση, υποδεέστερες ικανότητες και φυσικά πολύ μικρότερο εργατικό κόστος από τον ειδικευμένο μη- χανουργό. Να λοιπόν που ξανασυναντάμε την αρχή του Babbage, αν και αυτή τη φορά στα πλαίσια μιας επανάστασης στον τεχνικό τομέα. Η διαδικασία γίνεται περιπλοκότερη, αλλά οι εργάτες δεν το αντιλαμβάνονται καν· δεν εξελίσσονται και οι ίδιοι μαζί με τη διαδικασία, λυγίζουν κάτω από το αβάσταχτο βάρος της. Ο καθένας από αυτούς τους εργάτες δεν χρειάζεται να γνωρίζει περισσότερα από τον προκάτοχό του, αλλά ηολύ λιγότερα. Ο ειδικευμένος μηχανουργός αποτελεί πια παρελθόν - όσο και ο υαλουργός ή ο τηλεγραφητής που γνώριζε τον κώδικα του Morse - και α ντικαθίσταται κατά κανόνα από τριών ειδών χειριστές.
Κατά πρώτον, υπάρχει ο προγραμματιστής. Η δουλειά του, η διαδικασία δηλαδή της ανάγνωσης ενός μηχανολογικού σχεδίου και της καταγραφής των δεδομένων του σε ένα «φύλλο εργασίας»<8), είναι κατά βάση η δουλειά που έκανε ο μηχανουργός όταν σχεδίαζε τη δουλειά που του ανα- τίθετο σε ελεύθερο σχέδιο. Μόνο που ο προγραμματιστής δεν χρειάζεται να κατέχει τίποτα από την υπόλοιπη γνώση του μηχανουργού: ό,τι αφορά την καθαυτό διαδικασία κοπής του μετάλλου, του είναι «άχρηστο». Αυτό που μαθαίνει σε αντάλλαγμα, είναι μια σκιά της τέχνης του μηχανουργού, τυποποιημένη σε πίνακες, και η μετάφραση των πληροφοριών που του δίνει η διεύθυνση σε μια μορφή κατάλληλη για κωδικοποίηση. Μετά από αυτό η εκπαίδευσή του σταματά μια για πάντα.
Διαβάζοντας μια σχετική περιγραφή μαθαίνουμε ότι «ο σχεδιαστής προσομοιώνει τις κατεργασίες που γίνονται στο μηχανουργείο... εξετάζει το κάθε βήμα λεπτομερώς προσέχοντας να μη χρειάζεται να ληφθούν αποφάσεις αργότερα, όταν πια η δουλειά φτάσει στη μηχανή. Ο σχεδιαστής καθορίζει την ταχύτητα πρόωσης και περιστροφής, επιλέγει τα α- παιτούμενα κοπτικά εργαλεία, καθορίζει ακόμη και τις υπόλοιπες λειτουργίες της μηχανής, όπως είναι για παράδειγμα η παροχή ή η διακοπή παροχής του ψυκτικού. Από τις πιο σημαντικές του αρμοδιότητες, είναι ο καθορισμός του βάθους κοπής και της τροφοδοσίας της μηχανής»11. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η μετατροπή των δεδομένων του μηχανολογικού σχεδίου σε «φύλλο εργασίας» δεν έχει παρά ελάχιστες απαιτήσεις: ικανότητα ανάγνωσης μηχανολογικού σχεδίου εφάμιλλη αυτής που αποκτούσε ο τεχνίτης κατά τους πρώτους μήνες της μαθητείας του, γνώση των βασικών πράξεων της αριθμητικής (κυρίως της πρόσθεσης και της αφαίρεσης) και χρήση κάποιων τυποποιημένων δεδομένων που αφορούν τις δυνατότητες της μηχανής. Αυτό το επίπεδο δυσκολίας αυξάνει ή μειώνεται ανάλογα με τον τύπο της μηχανής και την περιπλοκότητα της προς εκτέλεση εργασίας. Σύμφωνα με μια πρόσφατη εξέλιξη, οι λεπτομέρειες
ΜΗΧΑΝΕΣ 225
της κατεργασίας αποθηκεύονται σε μαγνητοταινία υπολογιστή*9’, οπότε το μόνο που έχει να κάνει ο προγραμματιστής είναι μια περιγραφή του προς κατεργασία κομματιού (σε ακατέργαστη και τελική μορφή), μετα- τρέποντας το μηχανολογικό σχέδιο σε μια λίστα διαστάσεων, με τη χρήση απλών όρων του μηχανουργείου. Αφού ο προγραμματιστής κάνει τη δουλειά του, ο υπολογιστής παρέχει την ταινία ελέγχου της εργαλειομηχανής, μια εκτύπωση των περιεχομένων της ταινίας, έναν κατάλογο των απαιτού- μενων εργαλείων και τον χρόνο που απαιτείται για την κατεργασία ενός κομματιού. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του νέου συστήματος, ο προγραμματισμός ενός κομματιού που παλιότερα θα απαιτούσε τέσσερις έως ιιέντε ώρες, μπορεί τώρα να γίνει σε είκοσι έως τριάντα λεπτά. Ένα άλλο διαφημιζόμενο σύστημα προγραμματισμού χρησιμοποιεί «προγραμμα- τιστικό λεξιλόγιο δέκα λέξεων», που είναι τόσο απλό ώστε «μέσα σε μια βδομάδα ο εργάτης του μηχανουργείου μπορεί να μάθει να προγραμματίζει αποτελεσματικά»12. Βέβαια, ένα άρθρο του περιοδικού Monthly Labor Review ισχυρίζεται ότι «τα περισσότερα καθήκοντα του ειδικευμένου μη- χανουργου βρίσκονται πλέον στην αρμοδιότητα του προγραμματιστή, συνεπώς οι μηχανουργοί είναι αυτοί που στελεχώνουν τις συγκεκριμένες θέσεις»13. Αυτό μπορεί να συνέβαινε στην αρχή, όμως τώρα πια η δουλειά του προγραμματιστή προορίζεται όλο και περισσότερο για απόφοιτους κολεγίου*10’ (πολλές φορές διετούς φοίτησης). Οι απόφοιτοι κολεγίου, εφόσον είναι φθηνότεροι, ταιριάζουν στο «εργασιακό προφίλ» της συγκεκριμένης θέσης καλύτερα απ’ ό,τι οι μηχανουργοί.
Η επόμενη δουλειά που πρέπει να γίνει είναι η μετατροπή του «φύλλου εργασίας» σε μια μορφή την οποία μπορεί να διαβάσει η μηχανή. Συνήθως, πρόκειται για μια διάτρητη χαρτοταινία της οποίας η διάτρηση γίνεται σε μια απλή μηχανή κωδικοποίησης. Εδώ, ο υποψήφιος εργάτης εκλέγεται με απόλυτη ομοφωνία: το «κορίτσι» που έχει την τύχη να δουλέψει στην εισαγωγή δεδομένων, μαθαίνει τη δουλειά μέσα σε λίγες μέρες, πετυχαίνει τη μέγιστη αποτελεσματικότητα μέσα σε λίγες εβδομάδες ή μήνες, επιστρατεύεται από μια τεράστια δεξαμενή υποψηφίων, και πληρώνεται λίγο παραπάνω από το μισό μισθό του μηχανουργού.
Ό σο για το χειριστή της μηχανής, έπειτα από εβδομηνταπέντε συναπτά έτη ανελέητου «εξορθολογισμού», γίνεται πλέον εφικτό να του αφαι- ρεθούν και οι τελευταίες ικανότητες και αρμοδιότητες που του έχουν απο- μείνει. Θα απαλλαχτεί μια και καλή απ’ όλα τα βάρη των αποφάσεων, απ’ όλες τις ευθύνες, όλη τη γνώση που ο Taylor προσπάθησε κάποτε να του αφαιρέσει με οργανωτικά μέσα. Να λοιπόν, που η πραγματική «καρτέλα οδηγιών» -η συσκευή που για τη Lillian Gilbreth ήταν ο «αυτενεργός παραγωγός ενός προκαθορισμένου προϊόντος»- επιτέλους δημιουργείται και
226 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
υλοποιείται στο πρόσωπο της διάτρητης ταινίας ελέγχου. «Οι εργαλειο- μηχανές αριθμητικού ελέγχου», μας λένε οι ειδικοί, «είναι πολύ ευκολότερες στο χειρισμό. Απαιτούν από το χειριστή τους πολύ λιγότερες ικανότητες απ’ ό,τι οι συμβατικές μηχανές, στις οποίες ο χειριστής έπρεπε συνήθως να είναι ειδικευμένος μηχανουργός. Και πάλι, φυσικά, ο χειριστής πρέπει να γνωρίζει τα εργαλεία της δουλειάς του. Πρέπει να διαθέτει την ευφυία και την εκπαίδευση που απαιτούνται για την εκτέλεση ενός αριθμού σχετικά καθορισμένων εργασιών, όμως δεν χρειάζεται πλέον να διαθέτει τις τεχνικές ικανότητες του πεπειραμένου μηχανουργού. Η νοημοσύνη που αντιστοιχεί σε αυτές τις ικανότητες περιλαμβάνεται στην ταινία του αριθμητικού ελέγχου»14.
Η διαφορά μεταξύ του ειδικευμένου μηχανουργού - ακόμη κι αυτού που «ειδικεύεται» σε μία μονάχα μηχανή - και του χειριστή μιας μηχανής αριθμητικού ελέγχου, υποτιμάται τόσο από τη διεύθυνση, όσο και από τα συνδικάτα. Για τους διευθυντές, η - τουλάχιστον δημόσια - συγκάλυψη της υποβάθμισης του επαγγέλματος εξομαλύνει την αναδιάρθρωση και βοηθά τις δημόσιες σχέσεις. Για τους συνδικαλιστές από την άλλη, το ψωμοτύρι των συνδιαλλαγών με τη διοίκηση είναι οι αναφορές στην «απαιτητική φύση» των νέων διαδικασιών και την «αυξημένη υπευθυνότητα» που αυτές συνεπάγονται. Ωστόσο, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα των σχετικών απόψεων των διευθυντών, διαβάζοντας μια από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε μια έρευνα του πανεπιστημίου του Michigan, για τις εταιρείες που χρησιμοποιούν μηχανές αριθμητικού ελέγχου: «Το κόστος της εκπαίδευσης ενός χειριστή μηχανών αριθμητικού ελέγχου υπολείπεται του κόστους εκπαίδευσης ενός χειριστή συμβατικών μηχανών, με αναλογία που προσεγγίζει το ένα προς δώδεκα»15. Αυτό σημαίνει πως εκεί που η βασική εκπαίδευση του μηχανουργού χρειαζόταν τέσσερα χρόνια μαθητείας, ο χειριστής μιας εργαλειομηχανής αριθμητικού ελέγχου μπορεί να εκπαιδευθεί σε τέσσερις μήνες. Το γεγονός μπορεί εύκολα να επα- ληθευθεί και εμπειρικά*.
Δεν εννοούμε βέβαια ότι από τη στιγμή που αγοράζονται οι μηχανές αριθμητικού ελέγχου, ο μισθός του μηχανουργού υποβιβάζεται στα επίπεδα του απλού χειριστή (πόσο μάλλον στις περιπτώσεις που υπάρχει σωματείο). Έ χουν υπάρξει μάλιστα ειδ ικές περιπτώσεις - που όλες τους αφορούν την εισαγωγή μικρού αριθμού μηχανών α ριθμητικού ελέγχου - όπου το συνδικάτο επέμεινε με επιτυχία πως ολόκληρη η κατεργασία, μαζί με τον προγραμματισμό και την κωδικοποίηση, πρέπει να εκτελείται από τον μηχανουργό. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο μισθός του μηχανουργού παρέμεινε ως είχε -ή ακόμη αυξήθηκε μετά από διαπραγματεύσεις του σωματείου- παρόλο που ο ίδιος ο μηχανουργός είχε υποβαθμιστεί σε απλό χειριστή. Ό λο ι ξέρουν όμως ότι τέτοιου είδους συγκράτηση των μισθών δεν μπορεί παρά να έχει προσωρινό χαρακτήρα-
ΜΗΧΑΝΕΣ 227
Βέβαια, οι μέθοδοι αριθμητικού ελέγχου δεν περιορίζονται σε μηχανήματα κοπής μετάλλου, αλλά αποτελούν περισσότερο γενικές αρχές που βρίσκουν εφαρμογή σε πολλά διαφορετικά πεδία. Για παράδειγμα, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τις σχετικές εφαρμογές, όπως απαντώνται στην κατασκευή λέβητων και σε άλλες κατεργασίες βαρέων ελασμάτων01'. Εδώ, η πιο καλοπληρωμένη δουλειά είναι παραδοσιακά η κατάστρωση του αναπτύγματος. Ο τεχνίτης που κάνει αυτή τη δουλειά, εξάγει από το μηχανολογικό σχέδιο τις λεπτομέρειες του κομματιού και τις εγγράφει πάνω στο έλασμα, μαζί με όσες οδηγίες χρειάζονται για την κοπή (με φλόγα ή ψαλίδι), το πρεσσάρισμα, τη διάτρηση, την κάμψη, την εξέλαση, κλπ. Κάποια στιγμή όμως, παρατηρήθηκε πως ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς συνίστατο στο σημάδεμα του ελάσματος με πυκνά σημάδια κε- ντραρίσματος. Στα μηχανουργεία που είχαν αρκετή δουλειά, ώστε να δικαιολογείται οικονομικά ο επιπλέον καταμερισμός της εργασίας, το συγκεκριμένο καθήκον αφαιρέθηκε από τον τεχνίτη που έκανε το ανάπτυγμα και ανατέθηκε στους «σημειωτές», οι οποίοι φυσικά πληρώνονταν πολύ λιγότερο. Τα πράγματα όμως δε σταμάτησαν εκεί: σύμφωνα με μια νέα μέθοδο, που εμφανίστηκε στη δεκαετία του ’50, κάθε κομμάτι σχεδιαζόταν υπό κλίμακα πάνω σε διαφάνεια (μια δουλειά που αφορούσε πια το τμήμα μηχανολογικών σχεδίων) και προβαλόταν πάνω στο έλασμα, μέσω μιας συσκευής προβολής διαφανειών, η οποία ήταν αναρτημένη ψηλά, πάνω από το χώρο κατάστρωσης του αναπτύγματος. Τώρα πια, ο τεχνίτης του αναπτύγματος έγινε κι αυτός σημειωτής· αφού προσάρμοζε την εστίαση του προβολέα (αρκούσε μία από τις διαστάσεις να βγαίνει σωστά), δεν είχε παρά να σημειώσει στο έλασμα τις λεπτομέρειες και οδηγίες που προβάλλονταν πάνω του. Με τον αριθμητικό έλεγχο όμως, το ατσάλι πάει κατευθείαν στα μηχανήματα κοπής με φλόγα, όπου η κοπή γίνεται με καθοδήγηση του πυροκόφτη(Ι2) από διάτρητη ταινία. Τελικά δηλαδή, δεν είναι μόνο η δουλειά της κατάστρωσης του αναπτύγματος που εξαφανίστηκε ή που, ακριβέστερα, μεταφέρθηκε στο γραφείο- η ίδια μοίρα περίμενε και την υποτίθεται «ημιειδικευμένη» θέση του χειριστή του πυροκόφτη.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα ελασματουργεία χρησιμοποιούν μηχανές αριθμητικού ελέγχου για την κοπή των επιθυμητών σχημάτων (με τη
στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται παρά για τυπικές ή άτυπες συμφωνίες συγκράτησης των μισθών βάσει του αξιώματος που κατέχει ο εργάτης προσωπικά (στην αργκό των διαπραγματεύσεων λένε πως η δουλειά «μαρκάρεται»). Μερικές φορές δη λαδή, η διεύθυνση αναγκάζεται να κάνει υπομονή, έως ότου η ιστορική διαδικασία της υποτίμησης των εργατικών ικανοτήτων ωριμάσει και οι μισθοί πέσουν στα αναμενόμενα επίπεδα- αυτά βέβαια ισχύουν όταν η μόνη εναλλακτική της «υπομονής» είναι η σκληρή μετωπική σύγκρουση με το σωματείο.
228 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
χρήση εργαλειοδετών πολλαπλών κοπτικών εργαλείων, τη χρήση της τεχνικής που αποκαλείται «βηματική διάτμηση»113’, κλπ), δίχως να χρειάζονται ειδικευμένοι ελασματουργοί. Αλλου, μια βιομηχανία επίπλων κατασκευάζει ντουλάπια κουζίνας κι έπιπλα κρεβατοκάμαρας από κοντραπλακέ με επένδυση βινιλίου, χρησιμοποιώντας μηχανές αριθμητικού ελέγχου και μια διαδικασία που ονομάζεται διπλωτό θηλύκωμα(14>. Οι σανίδες κόβονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε με το δίπλωμά τους να προκύπτουν ολοκληρωμένα έπιπλα, τα οποία διατηρούν τη συνοχή τους με τη στήριξη του καλύματος βινιλίου, που είναι «βαμμένο ώστε να προσομοιάζει σε ξύλο». Κάθε τέτοια «μονάδα» είναι έτοιμη (διπλώνεται και κολλιέται) με την ανάλωση μίας μόνο ώρας εργασίας, δηλαδή στο ένα τρίτο του χρόνου που χρειαζόταν ο μαραγκός (η πηγή μας, αφήνει στη φαντασία του αναγνώστη την ποιότητα και την εμφάνιση αυτών των ομολογουμένως πρωτοποριακών προϊόντων)16. Απομένει να σημειώσουμε πως η διαδικασία κατάστρωσης του μηχανολογικού σχεδίου έχει γίνει με τη σειρά της στόχος της ίδιας επίθεσης, καθώς σήμερα υπάρχουν μηχανές που καταστρώνουν μηχανολογικά σχέδια καθοδηγούμενες από διάτρητη ταινία. Εννοείται βέβαια πως σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις, τα αποκαλυπτήρια των νέων μηχανημάτων συνοδεύτηκαν από μπόλικη φιλανθρωπική ρητορεία και χείμαρρο αμοιβαίων συγχαρητηρίων για το «ελάφρω- μα του μόχθου», την «ευκολία επίτευξης των πιο επίπονων και χρονοβό- ρων έργων», και ούτω καθεξής. Ελάχιστοι έχουν πραγματευτεί τη νέα κατανομή των λειτουργιών και τις επιπτώσεις της στον κόσμο της εργασίας, με την απλότητα του Thilliez, του μηχανικού που εισήγαγε τον αριθμητικό έλεγχο στη Renault. Ας δούμε τι λέει στο βιβλίο που εξέδωσε το 1967, με τίτλο La Commande Numerique des Machines:
Επιπροσθέτως, οι τεχνικές του αριθμητικού ελέγχου έχουν σημαντικότατες - εκπληκτικές θα τολμούσαμε να πούμε - επιπτώσεις στο επίπεδο της οργανωτικής φιλοσοφίας της επιχείρησης. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμητικός έλεγχος διαχωρίζει τη διανοητική εργασία από την καθαυτή εργασία της εκτέλεσης, όπως ακριβώς γίνεται εδώ και καιρό στην περίπτωση των μεγάλων όγκων παραγωγής που κατασκευάζονται με τη χρήση εργα- λειομηχανών μιας λειτουργίας. Αυτός ο διαχωρισμός επιτρέπει την εκτέλεση αμφοτέρων των λειτουργιών, υπό εκείνες τις τεχνικές συνθήκες που ανταποκρίνονται με το βέλτιστο δυνατό τρόπο στις ανάγκες μιας ανώτερης μορφής οργάνωσης, δηλαδή υπό εκείνες τις τεχνικές συνθήκες που, σε τελική ανάλυση, αποδεικνύ- ονται οι πλέον επικερδείς.17
ΜΗΧΑΝΕΣ 229
Όντως, ο διαχωρισμός «της διανοητικής εργασίας από την καθαυτή εργασία της εκτέλεσης» είναι μια «τεχνική συνθήκη» που «προσαρμόζεται» περίφημα σε κάθε ανάγκη. Προσαρμόζεται στην ανάγκη ασφυκτικού ελέγχου τόσο της διανοητικής όσο και της χειρωνακτικής εργασίας· προσαρμόζεται στις ανάγκες κερδοφορίας, προσαρμόζεται στα πάντα εκτός από τις ανθρώπινες ανάγκες. Ωστόσο, για τους οικονομολόγους τέτοιες ανάγκες δεν είναι παρά «εξωτερικότητες». Και αν η «εξωτερικότη- τα» είναι μια έννοια απολύτως ακατανόητη για οποιαδήποτε αντίληψη ιιαραμένει ανθρώπινη, από μια καπιταλιστική σκοπιά δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη: πρόκειται πράγματι για εξωτερικές ανάγκες· εξωτερικές ως προς τον ετήσιο ισολογισμό.
Ενώ οι χρήσεις του μηχανολογικού εξοπλισμού - ή καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο η εργασία οργανώνεται και διατάσσεται γύρω του - υπαγορεύονται από τις τάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η καθαυτή τάση εκμηχάνισης υπαγορεύεται από την προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Η διαρκώς αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας όμως, ούτε επιδιώκεται ούτε και χρησιμοποιείται από τον καπιταλισμό για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αντίθετα, με καύσιμο τις ανάγκες που εκπορεύονται από την ατέρμονη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας καταντά παρανοϊκή κούρσα, προσεγγίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα επίπεδα της ξεκάθαρης και γενικευμένης κοινωνικής ψύχωσης. Πράγματι, ουδέποτε υπήρξε, ούτε άλλωστε και θα υπάρξει κάποιο επίπεδο παραγωγικότητας που να θεωρηθεί επαρκές. Στην αυτοκινητοβιομηχανία για παράδειγμα, εδώ και δεκαετίες, όλο και λιγότεροι εργάτες καταφέρνουν να παράγουν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες όλο και πιο υποβαθμισμένων προϊόντων που, μόλις αρχίσουν να κυλούν στους δρόμους, δηλητηριάζουν, διαρρηγνύουν ολόκληρη την κοινωνική ατμόσφαιρα. Την ίδια στιγμή, οι πόλεις όπου παράγονται τα αυτοκίνητα μετατρέπονται σε παγκόσμια κέντρα υποβαθμισμένης εργασίας και θύλακες ανεργίας. Παρόλ’ αυτά, η συγκεκριμένη κατάσταση θεωρείται παράδειγμα «υψηλού βαθμού οικονομικής αποτελεσματικότητας», γεγονός που υποδεικνύει ξεκάθαρα το πόσο οι καπιταλιστικές αξίες έχουν απομακρυνθεί από τις ανθρώπινες. Οι πλέον εξελιγμένες μέθοδοι της επιστήμης και του ορθολογικού σχεδιασμού υπάγονται σ’ ένα κοινωνικό σύστημα που αντιτίθεται στις ανθρώπινες ανάγκες, συνεπώς δεν μπορεί παρά να γίνουν τα εργαλεία για την παραγωγή του παραλογισμού. Ό σο πιο εξελιγμένη η επιστήμη, όσο πιο ορθολογικοί οι σχεδιασμοί, τόσο πιο ραγδαίος ο καλπασμός, τόσο πιο καταστροφική η εξάπλωση του καπιταλιστικού παραλογισμού. Όπως
230 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ο καπετάν Αχάμπ(Ι5), έτσι και ο καπιταλιστής μπορεί να φωνάξει με τη σειρά του «όλα τα μέσα μου είναι λογικά, όλα τα κίνητρα κι οι στόχοι μου παράλογοι».
Η επιδίωξη της αύξησης της παραγωγικότητας ενυπάρχει σε κάθε καπιταλιστική εταιρεία, απορρέει από τη φύση της, τη φύση μιας δομής που στόχο έχει την επέκταση του κεφαλαίου. Εξάλλου, διαθέτει τους τρόπους να επιβάλλεται σε όσους μένουν πίσω, μέσω των απειλών του εσωτερικού και διεθνούς ανταγωνισμού. Σε αυτά τα πλαίσια, η τεχνολογική ανάπτυξη δεν είναι παρά μια τρελή κούρσα με μοναδικό κανόνα και επιδίωξη την αύξηση της κερδοφορίας. Η δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, η λογική αφομοίωση και επιλεκτική οικειοποίηση των καρπών της επιστήμης, παραμένουν ανεδαφικά οράματα που μόνο σε αθεράπευτους ιδεαλιστές ταιριάζουν*. Κάθε αύξηση της παραγωγικότητας συρρικνώνει τον αριθμό των πραγματικά παραγωγικών εργατών, αυξάνει τους εργάτες που στελεχώνουν τις δεξαμενές ανέργων και χρησιμοποιούνται στις εταιρικές διαμάχες για την κατανομή του υπερπροϊόντος, επεκτείνει τις μάζες που εκτελούν περιττές εργασίες ή και καμία εργασία. Διαμορφώνει τέλος μια κοινωνία με σχήμα αντεστραμμένης πυραμίδας που στηρίζεται σε μια όλο και μικρότερη βάση χρήσιμης εργασίας. Και όμως, όσο θαυμαστή και αν είναι η συνεισφορά της επιστήμης στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, όσο ραγδαία και αν είναι αυτή η ανάπτυξη, το «ικανοποιητικό επίπεδο παραγωγικότητας» δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Γι’ αυτό και σήμερα, έναν αιώνα μετά την τεχνοεπιστημονική επανάσταση και δύο αιώνες μετά τη βιομηχανική επανάσταση, ένα είναι το πρόβλημα του
' Καμιά φορά, περιστασιακά οράματα σπινθιρίζουν στο νου εκείνων που έχουν αφομοιώσει την καπιταλιστική αντίληψη των πραγμάτων, μόνο και μόνο για να σβήσουν γρήγορα μπροστά σε «πρακτικούς» στοχασμούς που δεν χωρούν αντιρρήσεις. Έ τσι προέκυψαν και οι παρακάτω προβληματισμοί του Alfred Marshall, ενός από τους πρώ ιμους αστούς στοχαστές της εποχής μας: «Πράγματι, αν ο κόσμος κατοικούνταν α πό ένα μόνο λαό με κοινούς και ευγενείς στόχους, ένας κάποιος έλεγχος αυτού του γοργού, δ ιαδοχικού παραγκωνισμού των ανθρώπινων ικανοτήτων θα ήταν ευχής έργο, ακόμη και αν αυτό σήμαινε καθυστέρηση της αύξησης των υλικών αγαθών και της πολυτέλειας. Ό μ ω ς η Βρετανία δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο εξάγοντας τα προϊόντα των κατασκευαστών της, σε αντάλλαγμα των προμηθειώ ν πρώτων υλών και τροφίμων που της είναι αναγκαίες. Συνακόλουθα, ο έλεγχος των εξωτερικών αγορών δεν μπορεί να δ ιατηρηθεί, παρά μόνο με τη χρήση των πιο αποτελεσματικών διαδικασιών που υπάρχουν σήμερα» [Alfred Marshall, Industry and Trade (Λονδίνο, 1919), σ. 212]. Η α ρχική του παρόρμηση να αντιληφθεί την κοινωνία από την ανθρώπινη σκοπιά σαν «ένα μόνο λαό με κοινούς και ευγενείς στόχους», τιμά τον Marshall, μόνο που δεν κρατάει και πολύ. Απορρίπτεται πάραυτα, από τη σκοπιά του βρετανικού καπιταλισμού, που έχει μόνο μία παρόρμηση και μάλιστα την πλέον ποταπή, μια παρόρμηση που πρώτα α π ’ όλα απαιτεί τη θυσία του βρετανικού λαού.
ΜΗΧΑΝΕΣ 231
καπιταλισμού που ορθώνεται πάνω από όλα τ’ άλλα, ένα είναι το ζήτημα που παραμένει, που παίρνει τη μορφή κρίσης και απειλεί την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας: περισσότερη παραγωγικότητα. Ας διαβάσουμε λοιπόν, το Business Week: «Έπειτα από πέντε χρόνια πληθωρισμού και ύφεσης, έπειτα από μια αβέβαιη ανάκαμψη, οι διευθυντές των αμερικανικών επιχειρήσεων και οι υπεύθυνοι της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής έχουν πια βγάλει τα πικρά τους συμπεράσματα: το έθνος πρέπει με ο- ποιονδήποτε τρόπο να πραγματοποιήσει ένα κβαντικό άλμα αποτελε- σματικότητας, να αποσπάσει περισσότερη παραγωγή από ανθρώπους και μηχανήματα»18. Η «αποτελεσματικότητα» που παρήγαγε την κρίση θεωρείται με άλλα λόγια ως η μοναδική διέξοδος από την κρίση. Η μηχανή που δουλεύει στα κόκκινα και κινδυνεύει να διαλυθεί, θα σωθεί με περαιτέρω αύξηση της ταχύτητας, μ’ ένα ακόμη πάτημα του γκαζιού. Κάθε καπιταλιστικό κράτος θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο τον εργαζόμενο πληθυσμό του και την κοινωνική του ζωή, προκειμένου να διασώσει ένα κοινωνικό σύστημα που, όπως οι πλανήτες στις τροχιές τους, θα κα- ταρρεύσει αν ποτέ τολμήσει να κόψει ταχύτητα. Ιδού λοιπόν, η εις άτο- πον απαγωγή της καπιταλιστικής αποτελεσματικότητας, ιδού η πιο χειροπιαστή έκφραση της άλυτης αντίφασης μεταξύ της ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Καθώς η βιομηχανία, το εμπόριο και τα γραφεία, κυνηγούν με μανία τη μοναδική «λύση» που τους προσφέρεται, ορθολογικοποιούν, εκμηχανί- ζουν, καινοτομούν, επαναστατικοποιούν τις εργασιακές διαδικασίες σε εκπληκτικό βαθμό. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι τόσο ποικίλες, όσο τεράστια είναι η επινοητικότητα που κρύβεται πίσω από τα επιστημονικά επιτεύγματα. Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που τροφοδοτούνται από έναν τέτοιο πλούτο, εξοικονομούν εργασία μέσω καινοτομιών στην παραγωγή. Και όπου αυτό δεν είναι δυνατό, εξοικονομούν εργασία με την υποβάθμιση του προϊόντος τους.
Οι κατασκευαστικές εταιρείες, για παράδειγμα, κάνουν δυο ειδών δουλειές: από τη μια κατεδαφίζουν στέρεα κτίρια, από την άλλη τα αντικαθιστούν με κατασκευές τόσο σαθρές, που η συνολική διάρκεια ζωής τους είναι μικρότερη από τη ζωή που απέμενε στα κατεδαφισμένα. Λόγω της φύσης των διαδικασιών του, ο συγκεκριμένος τομέας της παραγωγής έχει παραμείνει στην εποχή του χειρώνακτα τεχνίτη (και των εργαλείων με κινητήρα, που σημαίνει πως ο τομέας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο εκμηχάνισης), με αποτέλεσμα να πραγματοποιεί εντατικές προσπάθειες για να βγει από τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται. Οι οικοδομικές εταιρείες δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στα νέα υλικά, ειδι
232 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κότερα στα πλαστικά, μπογιαντίζουν και σοβαντίζουν με ψεκαστήρες (για κάθε σοβατζή με ψεκαστήρα, χρειάζονται αρκετοί εργάτες για να στρωσουν την επιφάνεια του σοβά). Επιδιώκουν, επίσης, την εργοστασιακή προσυναρμολόγηση όσο το δυνατόν περισσότερων από τα δομικά στοιχεία της οικοδομής (στον χρόνο που απαιτείται για την τοποθέτηση μίας μόνο πόρτας με συμβατικές μεθόδους, ένας μαραγκός μπορεί να εγκα- ταστήοει έξι έως δέκα προκατασκευασμένες πόρτες, βαλμένες από πριν στα πλαίσιά τους κι εξοπλισμένες με κλειδαριές, πόμολα, κλπ· εντωμετα- ξυ βέβαια, έχει πάψει να είναι μαραγκός και έχει γίνει «αυτός που κρεμάει τις πόρτες»). Ένα καλό παράδειγμα των τάσεων της οικοδομικής βιομηχανίας είναι ο υποκλάδος κατασκευής τροχόσπιτων. Το τροχόσπιτο είναι ένα εργοστασιακό προϊόν μαζικής παραγωγής· από τα τρία εμπλεκόμενα μέρη -τους εργάτες, τους βιομήχανους και τους κατοίκους - μόνο το μεσαίο έχει συμφέρον από την όλη διαδικασία. Παρόλ’ αυτά, τα τροχόσπιτα κατακλύζουν θριαμβευτικά το αμερικανικό τοπίο, ενώ η αναμφισβήτητη «αποτελεσματικότητα» με την οποία χρησιμοποιούν κεφάλαιο και εργασία, τους εξασφαλίζει ακόμη λαμπρότερο μέλλον.
Ας περάσουμε στη συνέχεια σ' ένα πεδίο κάπως διαφορετικό. Πάει ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που ο Siegfried Giedion περιέγραψε τη μετατροπή της τραγανής και θρεπτικής φρατζόλας σε «προϊόν» με την «ευκαμψία πλαστικού σφουγγαριού»19. Κι όμως, η παραγωγική διαδικασία που βρίσκεται πίσω από την παραγωγή αυτού του ψωμιού, αποτελεί πραγματικό θρίαμβο των εργοστασιακών τεχνικών. Συνεχής μίξη των υλικών, μείωση του χρόνου δράσης των ενζύμων, ζύμη που μετριέται, εκβάλλεται, χωρίζεται και μπαίνει στις φόρμες με ακρίβεια ενός γραμμαρίου στο μιοόκιλο, ψήσιμο πάνω σε ιμάντα μεταφοράς και αυτόματη εξαγωγή από τις φόρμες, αυτόματο κρύωμα, αυτόματη κοπή σε φέτες, αυτόματη συσκευασία και, τέλος, αυτόματη τοποθέτηση της φίρμας της εταιρείας. Ιδού πώς το φουρνάρικο επιτέλους απαλλάσσεται από τις μπελαλίδικες και διόλου επικερδείς τεχνικές του φούρναρη, και ιδού πώς τον αντικαθιστά με μηχανικούς από τη μια και εργοστασιακούς εργάτες από την άλλη. Η ταχύτητα διεξαγωγής της όλης διαδικασίας είναι αξιοθαύμαστη· όντως, αν δεν υπήρχαν οι επιπτώσεις στον εργάτη και αν δεν ήταν απαραίτητο το «προϊόν» να καταναλωθεί τελικά από ανθρώπους, θα μπορούσαμε τώρα να μιλάμε για επιτυχία δίχως προηγούμενο.
Εντωμεταξύ, και η βιομηχανία επίπλων αναπλάθεται κατ’ εικόνα και ομοίωση της αυτοκινητοβιομηχανίας. Οι διαδικασίες αποκτούν όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά της μαζικής παραγωγής, ενώ οι τέχνες του μαραγκού και του επιπλοποιού χάνονται μαζί με τα αποτελέσματά τους. Οι πρώτες ύλες παίρνουν το σχήμα τους σε αυτόματες ξυλοπλάνες
ΜΗΧΑΝΕΣ 233
περιγραμμάτων, που καθοδηγούνται από ανειδίκευτους εργάτες. Τα σκα- λίοματα και τα κοψίματα γίνονται από μηχανές καθοδηγούμενες από διάτρητες κάρτες, εξοπλισμένες με συστήματα εκκέντρων κι «έξυπνα» συστήματα προγραμματισμού. «Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν οι ανειδίκευτοι χειριστές είναι να τροφοδοτούν τη μηχανή με υλικό- σε μερικές εφαρμογές, ακόμη και η τροφοδοσία είναι αυτόματη»20. «Η χρήση πνευματικών σφιγκτήρων και μηχανών συναρμολόγησης επιταχύνει τη συναρμολόγηση πλαισίων, οετ επίπλων, συρταριών και καρεκλών, απαιτώντας παράλληλα πιο λίγους και λιγότερο ειδικευμένους εργάτες. Για παράδειγμα, μία απο τις μηχανές του εργοστασίου λαμβάνει κομμάτια κατευθείαν από τη μηχανή που τα συναρμολογεί, τροφοδοτείται με μεταλλικά στοιχεία από χοάνες, τα τοποθετεί, πραγματοποιεί τα απαιτούμενα καρφώματα με καρφιά διαφόρων μεγεθών και αποβάλλει μια ολοκληρωμένη ραφιέρα σ’ έναν ιμάντα μεταφοράς, με ρυθμό επτά έως δέκα ανά λειττό. Για όλ’ αυτά, χρειάζεται ένας μόνο χειριστής για να τροφοδοτεί τις χοάνες και τα καρφωτήρια. Μια άλλη μηχανή τροφοδοτείται με πανέλα και πλαίσια, τα ευθυγραμμίζει και τα συνενώνει δίχως να χάνει πόντο, και τοποθετεί έπειτα συνδετήρες που συγκροτούν την κατασκευή, έως ότου στεγνώσει η κόλλα. Με αυτή τη μηχανή, ένας άντρας μπορεί να παράγει ένα ντουλάπι κουζίνας κάθε εξήντα δευτερόλεπτα»21. Η βαφή έχει κι αυτή εκμηχανιστεί με τη χρήση τεχνικών αυτόματου ψεκασμού και βαψίματος με ροή του χρώματος (το κομμάτι εμβαπτίζεται στο χρώμα που ρέει- προφανώς το δύσκολο εδώ είναι να επιτευχθεί το ομοιόμορφο της βαφής). Το ταπετσάρισμα γίνεται με τη χρήση ελαστικών υλικών, που έχουν από τα πριν κοπεί και μορφοποιηθεί στο επιθυμητό σχήμα, με αποτέλεσμα την εξάλειψη άλλης μιας παραδοσιακής τέχνης.
Τ α σφαγεία, οι πρώτες αμερικανικές επιχειρήσεις που χρησιμοποίησαν ιμάντα μεταφοράς, έχουν πια περάσει στο στάδιο της σιδηροτροχιάς. «Στο σύστημα της σιδηροτροχιάς, τα βόδια αναιοθητοποιούνται και ανυψώνονται με τροχαλία σε μια σιδηροτροχιά που βρίσκεται τοποθετημένη ψηλά. Εκεί σφαγιάζονται και περνούν έπειτα όλες τις προβλεπόμενες κατεργασίες μέχρι το ψυγείο. Οι εργάτες είναι ανεβασμένοι σε πλατφόρμες με δυνατότητα οριζόντιας και κάθετης μετακίνησης, ανάλογα με τις απαιτήσεις της εργασίας τους, και χρησιμοποιούν μηχανικά μαχαίρια και πριόνια. Υπάρχουν επίσης μηχανικοί εκδορείς, που αφαιρούν το τομάρι από το σφάγιο, μειώνοντας σημαντικά την ανάλωση ειδικευμένης εργασίας που απαιτούνταν παλιότερα για την εξαγωγή δέρματος υψηλής ποιότητας δίχως ζημιές. Η ανά μονάδα εξοικονόμηση εργασίας κυμαίνεται μεταξύ του 25 και του 60 τοις εκατό στα διάφορα στάδια της γραμμής. Αυτή η εξοικονόμηση οφείλεται στη μείωση του χρόνου που μεσολαβεί
234 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μεταξύ των εργασιών (τώρα ο ρυθμός των εργασιών είναι εκμηχανισμένος και συγχρονισμένος), καθώς και στην εξάλειψη των διαρκών επανατοποθετήσεων του σφάγιου, που χαρακτήριζαν το παλιότερο σύστημα (τη «μεταφορά με κλίνες»)22. Μια μηχανή προβάλλει την εικόνα κάθε σφάγιου σε οθόνη, ώστε οι εργάτες να πραγματοποιούν τις πιο μεγάλες από τις τομές, καθοδηγούμενοι από ένα δείκτη που υποδεικνύει τα αντίστοιχα σημεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απαιτούνται όλο και λιγότεροι εργάτες που χρειάζεται να ξέρουν πώς και πού να κόψουν. Αλλες μηχανές γαλα- κτώνουν, μορφοποιούν, καπνίζουν, μαγειρεύουν, καταψύχουν, ξεφλουδίζουν, ξεπλένουν και πακετάρουν λουκάνικα. Υπάρχουν, τέλος, ηλεκτρονικές μηχανές που ζυγίζουν και πακετάρουν κοτόπουλα- αυτές οι μηχανές, σε συνδυασμό με άλλες που μαδάνε τα κοτόπουλα, μπορούν να επεξεργαστούν ως και 9.000 κοτόπουλα την ώρα, αν και, όπως μας λένε οι ειδικοί, το «καθεστώς των χαμηλών μισθών που επικρατεί στις βιομηχανίες πουλερικών» βρίσκεται μεταξύ των παραγόντων που «καθυστερούν την τεχνολογική αλλαγή» σε αυτό το βιομηχανικό κλάδο23.
Στη βιομηχανία ενδυμάτων, και το παραμικρό κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας δέχεται σφοδρή επίθεση. Καθώς βέβαια ο συγκεκριμένος κλάδος χαρακτηρίζεται κατά παράδοση από μεγάλο αριθμό καταστημάτων, τα περισσότερα από τα οποία είναι σχετικά μικρού μεγέθους, πολλές επιχειρήσεις βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της αρχικής «ορθολο- γικοποίησης», στο σπάσιμο δηλαδή διαδικασιών σε μικρότερα και απλούστερα βήματα. Ταυτόχρονα όμως, τα μικρότερα βήματα που προκύπτουν επιταχύνονται με την εισαγωγή μιας ποικιλίας συσκευών οι οποίες, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν είναι παρά προσθήκες στις ήδη χρησιμοποιούμενες ραπτομηχανές. Εδώ βρίσκουμε αυτόματες μηχανές που τοποθετούν βελόνες, κόβουν το νήμα, φτιάχνουν πλισέδες (οι συγκεκριμένες μηχανές λέγονται «πτυχωτές»), απορρίπτουν ή κρατούν την ούγια, γυρνούν το στρίφωμα (οι «ρελιάστρες»), κλπ. Εντωμεταξύ, τα καινούρια υφάσματα διπλής ή τριπλής στρώσης εξαλείφουν το φοδράρισμα, ενώ τα συνθετικά υφάσματα ανοίγουν νέους δρόμους για τη μείωση του κόστους και τη μαζική παραγωγή ενδυμάτων, καθώς η επεξεργασία τους μπορεί να γίνει με νέες μεθόδους, όπως είναι για παράδειγμα η ηλεκτρονική ένωση των ραφών που χρησιμοποιείται στη θέση του ραψίματος. Οι πιο εξελιγμένες παραγωγικές μέθοδοι του κλάδου προέρχονται σχεδόν αυτούσιες από τα ελασματουργεία και τα εργοστάσια κατασκευής λέβη- των. Έτσι, η κοπή με τη βοήθεια οδηγού αντικαθιστά την κοπή με το χέρι, οπότε εμφανίζονται μηχανήματα κοπής που παράγουν πολλά διαφορετικά μεγέθη από ένα μόνο πατρόν, και ούτω καθεξής. Υπάρχει ένας φωτογραμμικός ανιχνευτής που μπορεί να καθοδηγήσει μια ραπτική κε
ΜΗΧΑΝΕΣ 235
φαλή σύμφωνα με ένα πατρόν που βρίσκεται τοποθετημένο σε μια μονάδα ελέγχου. Μια φωτοηλεκτρική μονάδα ελέγχου χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση της κεφαλής, όταν αυτή δουλεύει στην άκρη του υφάσματος. Στις δύο τελευταίες καινοτομίες, μπορούμε να δούμε τους τρόπους με τους οποίους η επιστήμη και η τεχνολογία εφαρμόζουν παρόμοιες αρχές σε ανόμοιες διαδικασίες. Πράγματι, οι αρχές ελέγχου που χρησιμοποιούνται για τη χάραξη περίπλοκων περιγραμμάτων παραμένουν εν πολλοίς οι ίδιες, δίχως να ενδιαφέρει αν η χάραξη γίνεται σε ύφασμα ή σε ατσάλι.
Στη στοιχειοθεσία τέλος, τα τυπογραφεία εξαφάνισαν καταρχήν την τέχνη του λινοτύπη(16), υιοθετώντας μεθόδους διεξαγωγής της στοιχειοθεσίας μέσω ταινίας. Στη βάση αυτών των μεθόδων, βρίσκουμε τον διαχωρισμό του πληκτρολογίου από τη διαδικασία χύτευσης των αράδων, καθώς ο χειριστής προετοιμάζει την ταινία ελέγχου χρησιμοποιώντας μια μηχανή πολύ πιο γρήγορη και απλή στη χρήση από τη λινοτυπική μηχανή. Σήμερα όμως, η φωτοστοιχειοθεσία0 , σε συνδυασμό με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δίνει στις εταιρείες την ευκαιρία να εξαλείψουν μια και καλή τα μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία· μαζί τους θα χαθεί και η αρμοδιότητα του χειριστή να φέρνει στα ίσα τις αράδες των παραγράφων και να πραγματοποιεί το συλλαβισμό, αφού αυτές οι λειτουργίες θα πραγματοποιούνται πλέον από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που θα έχει απο- θηκευμένο στη μνήμη του πλήρες αρχείο συλλαβισμού όλων σχεδόν των λέξεων της γλώσσας. Πολλοί βέβαια έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι με αυτόν τον τρόπο, ο χειριστής απαλλάσσεται από ένα ακόμη φορτίο άχρηστης γνώσης· κανείς τους όμως δεν υπέδειξε τη νέα γνώση που παίρνει τη θέση της παλιάς.
Παρά την ποικιλία των μέσων που χρησιμοποιούνται, οι καινοτομίες που περιγράψαμε διαθέτουν ένα ενοποιητικό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από εκείνο που υποδείξαμε στην αρχή του κεφαλαίου: η μέγιστη δυνατή απόσπαση των λειτουργιών ελέγχου από τον εργάτη και η συνακόλουθη μεταφορά τους σε συσκευές, των οποίων ο έλεγχος βρίσκεται, όσο είναι δυνατό, στα χέρια της διεύθυνσης, δηλαδή έξω από την καθαυτή παραγωγική διαδικασία. Αυτό είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της θέσης του εργάτη στις νέες παραγωγικές διαδικασίες και, ταυτόχρονα, το χαρακτηριστικό που υποβαθμίζεται ή και παραλείπεται ολωσδιόλου σε όλες τις συμβατικές σχετικές εκτιμήσεις. Πράγματι, η γνώση των παραγωγικών και των εργασιακών διαδικασιών που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση μη τεχνικών πηγών είναι απελπιστικά περιορισμένη. Συνίσταται - ούτε λίγο ούτε πολύ - σε εντυπώσεις που, όσο αόριστες και ανακριβείς είναι, τόσο αρέσκονται να παριστάνουν τα ακριβή δεδομένα. Μέσα σε
236 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αυτά τα πλαίσια, καταφθάνουν οι δημοσιογράφοι και οι κοινωνιολόγοι· αυτοί, όντας παραπάνω από πρόθυμοι να φτάσουν σε συμπεράσματα αισιόδοξα κι ελπιδοφόρα, παραλαμβάνουν αυτές τις ανοησίες, τις αλέθουν με προσοχή, και καταλήγουν στις σοφές ιδέες τους περί εργασιακών τάσεων στη σύγχρονη κοινωνία. Οι Morris A. Horowitz και Irwin L. Herrenstadt συνέταξαν μια έκθεση σχετική με τις αλλαγές των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων. Αφού μελέτησαν εξονυχιστικά το σχετικό υλικό, έχουν να αναφέρουν μεταξύ άλλων τα εξής:
Εστιάσαμε στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και εξετάσαμε πολλούς βιβλιογραφικούς καταλόγους, σε μια προσπάθεια συγκέντρωσης του συνόλου της βιβλιογραφίας που σχετιζόταν με τα ενδιαφέροντά μας. Κατόπιν επιλέξαμε πάνω από 500 τίτλους για προσεκτική εξέταση και ανάλυση. Η συντριπτική τους πλειο- ψηφία αρκούνταν στις υποθέσεις περί των επιπτώσεων της αυτοματοποίησης και βασιζόταν σε γενικές εντυπώσεις του συγγραφέα, σε συζητήσεις με ελάχιστους βιομήχανους και συνδικαλιστές, ή στην καλύτερη περίπτωση, σε ελάχιστες μελέτες περι- πτώσεως<18) που συνήθως είχαν διεξαχθεί από τρίτους. Αν κάποιο άρθρο ή βιβλίο ασχολούνταν με τον αυτοματισμό και το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό, κατά κανόνα αναφερόταν στις ευκαιρίες απασχόλησης που προκύπτουν από την τεχνολογική αλλαγή, στις επιπτώσεις στη δομή της εργατικής δύναμης του εργοστασίου, ή στις επιπτώσεις στην κατανομή των εργατικών δεξιοτήτων. Ελάχιστες από αυτές τις δουλειές έκαναν κάποια προσπάθεια να αναλύσουν τις επιπτώσεις του αυτοματισμού στο εργασιακό περιεχόμενο και στα νέα εργατικά χαρακτηριστικά που απαιτούν οι αναμορφούμενες εργασίες*.
' Π ρέπει να ευχαριστήσουμε τους Horowitz και H errenstad t γι’ αυτή την παρατήρηση, δυστυχώς όμως, το υπόλοιπο του άρθρου τους είναι εξίσου άχρηστο με τις μελέτες που κριτικάρουν. Πρόκειται για μια προσπάθεια εκτίμησης των «εργατικών χαρακτηριστικών που απαιτούν οι αναμορφούμενες εργασίες», η οποία βασίζεται αποκλειστικά στις περιγραφές του «εργασιακού περιεχομένου» όπω ς αυτές παρατίθενται στη δεύτερη και τρίτη έκδοση (1949 και 1965 αντίστοιχα) του «Λεξικού των Επαγγελμάτων», που εκδίδει το Υπουργείο Εργασίας. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πιο άχαρη και στείρα άσκηση ανάγνωσης α πό τη συγκεκριμένη. Ενώ ταυτόχρονα, έπειτα από σελίδες επ ί σελίδων κοπιώδους πινακοποίησης και αγχώδους στατιστικής, το τελικό συμπέρασμα των συγγραφέων είναι, ότι «η συνολική (ή αλλιώς καθαρή) μεταβολή των α- παιτούμενων δεξιοτήτων» κατά τη δ ιάρκεια αυτών των δεκαπέντε χρόνων ήταν «αξιοσημείωτα μικρή»· ότι αυτή η «μικρή καθαρή μεταβολή» ήταν «το προϊόν διαφόρω ν με-
ΜΗΧΑΝΕΣ 237
Εν όψει αυτής της γενικής σπάνης συστηματικών δεδομένων και ανάλυσης, η μελέτη του James R. Bright, που αναφέρθηκε και παραπάνω, καθίσταται ακόμη σημαντικότερη. Η σχετική έρευνα ξεκίνησε το 1954, στη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων του Harvard, με αντικείμενο «τις διοικητικές επιπτώσεις του αυτοματισμού» και κατέληξε το 1958 στη δημοσίευση ενός βιβλίου, με τίτλο Automation and Management [Αυτοματισμός και Διοίκηση]. Το βιβλίο ξεκινά με μια ανασκόπηση της προόδου που έχει ουντελεστεί στο πεδίο της εκμηχάνισης της παραγωγής (με έμφαση στις βιομηχανίες ηλεκτρικών λαμπτήρων και υποδημάτων) και συνεχίζει, αναλύοντας λεπτομερώς τα δεκατρία πιο εξελιγμένα παραγωγικά συστήματα της εποχής. Εδώ περιλαμβάνονται: το εργοστάσιο κινητήρων της Ford στο Cleveland, μια αρτοποιία με υψηλό βαθμό αυτοματισμού, ένα μικρό διυλιστήριο πετρελαίου που θεωρούνταν έξοχο παράδειγμα εφαρμογής των νέων συστημάτων αυτομάτου ελέγχου, μια νέα «πλήρως αυτοματοποι- ημένη» γραμμή παραγωγής υδραυλικών βαλβίδων ασφαλείας, το τμήμα κατασκευής στρωμάτων μιας βιομηχανίας ελαστικών (εδώ το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας από τις αποθήκες αφρώδους πλαστικού μέχρι την αποθήκευση του τελικού προϊόντος είχε ενσωματωθεί σ’ ένα μοναδικό σύστημα), ένα εργοστάσιο παραγωγής λιπασμάτων, ένα αυτοματο- ποιημένο εργοστάσιο επεξεργασίας δημητριακών, ένα μικρό ανθρακωρυχείο που εφάρμοζε πειραματικές μεθόδους αυτοματισμού, ένα ελασμα- τουργείο βαρέος ελάσματος, όπου η περίπλοκη παραγωγική διαδικασία είχε υπαχθεί σε αυτοματοποιημένο σύστημα ελέγχου, μια βιομηχανία κατασκευής οργάνων με ένα - μοναδικό στο είδος του - σύστημα τροφοδοσίας και ενδοεργοστασιακής διακίνησης, μια βιομηχανία κατασκευής ηλεκτρικών εξαρτημάτων με αυτοματοποιημένες μεθόδους συναρμολόγησης, άλλο ένα ελασματουργείο βαρέος ελάσματος με διαφορετική οργάνωση της εργασίας, καθώς κι ένα εργοστάσιο κατασκευής οκτακύλινδρων κινητήρων τύπου “V”. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Bright έγραψε διάφορα σχετικά άρθρα (δες, για παράδειγμα, το Harvard Bminess Review, τεύχος Ιουλίου - Αυγούστου 1958). Το σημαντικότερο όμως έργο του ήταν μια σύνοψη των αποτελεσμάτων του που αφορούσαν τις εργατικές δεξιότητες, για λογαριασμό της Εθνικής Επιτροπής για την Τεχνολογία, τον Αυτοματισμό και την Οικονομική Πρόοδο (National Commission on Technology, Automation and Economic Progress).
ταβολών εξισορροπητικής φυσεως»· και τέλος, ότι οι «συνολικές» επιπτώ σεις «όσον α φορά τα συνολικά επ ίπεδα ικανότητας» είναι «είτε δευτερεύουσες είτε ασαφούς χαρακτήρα» [Morris A. Horowitz και Irwin L. H errenstad t, «Changes in the Skill Requirem ents o f Occupations, in Selected Industries» στο N ational Com mision, The Employment Impact o f Technological Change, a. 227, 287].
238 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αν και οι μελέτες του Bright ασχολούνταν με τις «διοικητικές» όψεις του αυτοματισμού, η κύρια κατεύθυνσή τους ήταν οι «απαιτήσεις δεξιότητας» της εκμηχανιζόμενης βιομηχανίας. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι πουθενά ο Bright δεν βλέπει το συγκεκριμένο ζήτημα από τη μεριά του εργάτη. Αντιθέτως, τα γραπτά του χαρακτηρίζονται από καθολική υιοθέτηση των απόψεων της διεύθυνσης, αποστασιοποίηση από τις ανθρώπινες πλευρές της παραγωγικής διαδικασίας και αυστηρή προσκόλληση στα «γεγονότα ως έχουν». Το είδος των προβληματισμών του εκφράζεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο στα τελικά του συμπεράσματα: «Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι η υψηλού βαθμού εξειδίκευση, τόσο στη γνώση όσο και στις δεξιότητες, αποτελεί σοβαρότατο σφάλμα και πιθανόν να αποτελέσει στο μέλλον πραγματική απειλή για το οικονομικό και κοινωνικό μας σύστημα. Θα βλάψουμε τα άτομα, θα αυξήσουμε απαράδεκτα το εργατικό κόστος, θα προκαλέσουμε απογοήτευση και αγανάκτηση και θα καταστρέψουμε μεθόδους και εργασιακά δεδομένα που έχουν αποδειχθεί έγκυρα και ορθά, αντικαθιστώντας τα με δεδομένα και μεθόδους δίχως πραγματική χρησιμότητα...»24.
Ο Bright παραδέχεται, στον πρόλογο του βιβλίου του, ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κομμάτι της μελέτης μου το οποίο θ’ αποδειχθεί το πλέον αμφιλεγόμενο, είναι τα συμπεράσματά μου σχετικά με τα επίπεδα δεξιότητας που απαιτούνται από την εργατική δύναμη του αυτοματοποιη- μένου εργοστασίου. Πράγματι, υποστηρίζω ότι οι απαιτήσεις δεξιότητας και ο βαθμός αυτοματισμού είναι εν πολλοίς αντιστρόφως ανάλογα, και αυτό το ενδεχόμενο, όχι μόνο δεν είναι κοινώς αποδεκτό, αλλά συνήθως ούτε καν εξετάζεται». Παρόλ’ αυτά, αφού δοκίμασε τα αρχικά του συμπεράσματα, συζητώντας με τετρακόσιους έως πεντακόσιους βιομηχάνους, και αφού παρουσίασε τα αποτελέσματά του σε «πάνω από δέκα ακροατήρια ανθρώπων προερχόμενων από τη βιομηχανία, συνολικά θα έλεγα σε περισσότερα των τριών χιλιάδων ατόμων», ο Bright καταλήγει ότι «γενικά μιλώντας, τα συμπεράσματά μου δεν δέχθηκαν κάποια σοβαρή κριτική». Ό λα αυτά φυσικά, με την εξαίρεση των δεξιοτήτων που απαιτούνται στη συντήρηση, ενώ ακόμη και εκεί αποδίδει τις σχετικές κριτικές σε «έντονες προσωπικές εμπειρίες» που συνδέονται με πολύ ειδικές περιστάσεις25.
Η δουλειά του Bright δεν είναι μόνο εξαιρετικά κατατοπιστική, αλλά παρέχει και ένα εξίσου χρήσιμο αναλυτικό πλαίσιο καθώς ο συγγραφέας κατανέμει τα «επίπεδα εκμηχάνισης» σε δεκαεπτά διαφορετικές κατηγορίες (δες τον πίνακα επιπέδων εκμηχάνισης, σ. 240). Εκτός από τα πρώτα δύο επίπεδα - εργασία με το χέρι και εργασία με χειροκίνητο εργαλείο - κάθε επίπεδο αφορά μια συγκεκριμένη μηχανική λειτουργία και τα χαρακτηριστικά του χειρισμού της. Με τη χρήση της «κατανομής» του, ο
ΜΗΧΑΝΕΣ 239
Bright χαρτογράφησε το σΰνσλο των χειρισμών και των λειτουργιών σε καθένα από τα παραγωγικά συστήματα που μελέτησε, προσφέροντας μια περιγραφή των λεγάμενων αυτοματοποιημένων συστημάτων παραγωγής. Ο ρεαλισμός αυτής της περιγραφής απέχει παρασάγγας, τόσο από τις πε- ριαυτολογίες των διευθυντών, όσο κι από τις αποτυχημένες λογοτεχνικές ακροβασίες των δημοσιογράφων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα.
Στα επίπεδα εκμηχάνισης 1 έως και 4, ο Bright καταλήγει ότι, αφού ο έλεγχος παραμένει εξ ολοκλήρου στα χέρια του εργάτη, οι αντίστοιχες δεξιότητες αυξάνουν (δες τον πίνακα «Μεταβολές της εργατικής συνεισφοράς», σ. 242). Στα επίπεδα 5 έως και 8, όπου ο έλεγχος είναι μηχανικός αλλά εξακολουθεί να εξαρτάται από τον εργάτη, υπάρχουν κά- ποιες δεξιότητες που αυξάνουν αλλά ένας σημαντικός αριθμός ακολουθεί φθίνουσα πορεία, με συνολικό αποτέλεσμα, πάντα κατά τη γνώμη του Bright, μια μείωση των συνολικά απαιτοΰμενων δεξιοτήτων. Στα επίπεδα 9 έως και 11, η μηχανή έχει τεθεί υπό εξωτερικό έλεγχο, τουλάχιστον όσον αφορά την αυτόματη ένδειξη των αναγκών τροφοδοσίας, συντήρησης, κλπ και η πλειοψηφία των δεξιοτήτων φθείνουν. Τα υπόλοιπα έξι επίπεδα χαρακτηρίζονται από αυτόματη προσαρμογή της μηχανής στις συνθήκες λειτουργίας, αντιστοιχούν συνεπώς στις πλέον αυτοματοποιημέ- νες μεθόδους παραγωγής. Εδώ πια, όλοι οι δείκτες δεξιότητας που χρησιμοποιεί ο Bright, από τη γνώση και την εμπειρία μέχρι τη λήψη αποφάσεων, κάνουν απότομη βουτιά, ενώ οι δείκτες «εργατικής συνεισφοράς» γράφουν είτε «μειούμενη - ανύπαρκτη» είτε σκέτο «ανύπαρκτη» (με τη μερική εξαίρεση της «ευθύνης» και της «μόρφωσης»)26. Το αποτέλεσμα συνοψίζεται σε μια καμπύλη που ο ίδιος αποκαλεί «κύρτωση των απαιτήσεων σε δεξιότητα» (δες την καμπύλη «δεξιοτήτων - αυτοματισμού», σ. 244)27. Η καμπύλη περιγράφει το «μέσο όρο της απαιτούμενης εμπειρίας, καθώς ο βαθμός εκμηχάνισης αυξάνει» και αυξάνεται μόνο κατά τα τέσσερα πρώτα επίπεδα, κατόπιν μειώνεται, για να βυθιστεί στα κατώτερα σημεία του διαγράμματος, όταν αναφέρεται σ’ εκείνα τα στοιχεία εκμηχάνισης που συνδέονται με το δημοφιλή όρο «αυτοματισμός». Η ιδέα πίσω από το διάγραμμα περιγράφεται ως εξής:
240 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Επίπεδα εκμηχάνισης σε σχέση με πηγές ισχύος και τρόπους ελέγχου κατά James R. Bright
'Ελεγχος τηςέναρξηςλειτουργίας
Απόκριση της μηχανής
Πηγ
ήΙσ
χύος
Αρι
θμός
επιπ
έδου
Επίπεδο εκμηχάνισης
Η μηχανή μεταβάλλει τις ίδιες
17 Πρόβλεψη απαιτούμενης λειτουργίας και προσαρμογή για την εκτέλεσή της
-της τις ε- νέργειές με
16 Διόρθωση επιδόσεων κατά τη διάρκεια της λειτουργίας
ϊ ■gμεγάληποικιλία
15 Διόρθωση επιδόσεων κατόπιν λειτουργίας
ϊf
Επιλέγει από περιορι-
14 Αναγνώριση και επιλογή κατάλληλου συνόλου ενεργειών
S .Ο. 1 ριθμό προ
13 Διαχωρισμός και απόρριψη σύμφωνα με μέτρηση
§
ρ.
καθορισμένων ενεργειών
I12 Αλλαγή ταχύτητας, θέσης και κα
τεύθυνσης, αναλόγως μετρήσεων
I 11 Καταγραφή επιδόσεων
CS
κρίσ
η μέ
σω
σήμα
τος
S 10 Παροχή σήματος σχετικού με προκαθορισμένες μετρήσεις (περιλαμβάνεται ανίχνευση σφαλμάτων)
1 9 Μέτρηση χαρακτηριστικού της εργασίας
Ηι8 Έναρξη λειτουργίας με την εισα
γωγή κομματιού ή υλικού
Ενσω
ματω
μένη
σι
μη
χανο
λογι
κή
δομ 7 Σύστημα εργαλειομηχανών, έλεγ
χος εξ αποστάσεως
if!6 Εργαλειομηχανή, προγραμματι
σμένος έλεγχος (διαδοχή προκαθορισμένων λειτουργιών)Μ §■ ί§* 5 Εργαλειομηχανή, καθορισμένος κύκλος λειτουργίας (μεμονωμένες λειτουργίες)
4 Εργαλειομηχανή, έλεγχος με το χέρι¥ 3 Μη χειροκίνητο εργαλείο χειρός1 t 2 Χειροκίνητο εργαλείο
1 C2
Χει
ροκί
νη
τη
1 Χέρι
ΜΗΧΑΝΕΣ 241
Ας πάρουμε την περίπτωση ενός εργαζόμενου στην κατεργασία μετάλλου. Ως γνωστόν, η χρήση χειροκίνητων εργαλείων, όπως είναι για παράδειγμα η λίμα, απαιτεί - αν μη τι άλλο - σημαντική σωματική επιδεξιότητα. Ας υποθέσουμε ότι προστίθεται μια εξωτερική πηγή ισχύος, ενώ παράλληλα η καθοδήγηση του εργαλείου εξακολουθεί να γίνεται με το χέρι. Τώρα, απαιτούνται νέα επίπεδα επιδεξιότητας και νέες ικανότητες λήψης αποφάσεων, προκειμένου να ελεγχθεί η λειτουργία της μηχανής, οπότε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά καθίστανται σημαντικότερα. Α- παιτείται, για παράδειγμα, υψηλότερος βαθμός συγκέντρωσης και προσοχής. Εξάλλου, με την εισαγωγή της εργαλειομηχανής, αυξάνονται τα απαιτοΰμενα επίπεδα γνώσης, είτε με τη μορφή της εκπαίδευσης είτε με αυτή της εμπειρίας, καθώς πλέον ο εργάτης πρέπει να ξέρει πώς προσαρμόζεται και πώς καθοδηγείται η πολύπλοκη μηχανή του επιπέδου 4. Ο εργάτης γίνεται πια «μηχανουργός».
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει η έλευση των μηχανικά ελεγχόμενων μηχανών των επιπέδων 5 και 6. Εδώ, η γνώση της διαδικασίας συνεχίζει να αποτελεί προαπαιτούμενο αλλά η προσοχή, οι αποφάσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και οι δεξιότητες που αφορούν τον έλεγχο της μηχανής, μειώνονται σε μεγάλο βαθμό. Σε πολλές περιπτώσεις, η απαιτούμενη τεχνική γνώση για την παρακολούθηση της λειτουργίας και την αναπροσαρμογή της μηχανής μεταξύ λειτουργιών μειώνεται εκπληκτικά. Γι’ αυτό άλλωστε και εδώ, οι «χειριστές μηχανών» υπερτερούν αριθμητικά των «μηχανουργών». Η δουλειά μπορεί πλέον να θεωρηθεί περισσότερο δουλειά ενεργοποίησης, τροφοδοσίας, επιθεώρησης και επίβλεψης, παρά πραγματική κατασκευή.
Καθώς κινούμαστε προς τα υψηλότερα επίπεδα εκμηχάνισης, όπου οι μηχανές παρέχουν σήματα ελέγχου, παρατηρείται περαιτέρω μείωση των δραστηριοτήτων προοοχής-κρίσης-απόφα- σης-δράσης που απαιτούνται από τον εργάτη. Φυσικά, η διαδικασία θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από την αυξανόμενη τεχνική περιπλοκότητα του εξοπλισμού και της προσαρμογής του σε νέες εργασίες που θα απαιτούσαν περισσότερη γνώση εκ μέρους του εργάτη. Κατά τα φαινόμενα όμως, η αντίθετη διαδικασία είναι πολύ συχνότερη.
242 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μεταβολές τψ εργατικής συνεισφοράς με αύξηση τον βαθμού εκμηχάνισης καπά James R. Bright
Εργατική συνει- Επίπεδα εκμηχάνισης1-4 5-8 9-11 12-17
ή παραδοσιακά αμειβόμενη θυοία
Χειροκίνητοςέλεγχος
Μηχανικόςέλεγχος
Μεταβλητόςέλεγχος,
σηματικήαπόκριση
Μεταβλητόςέλεγχος,
ενεργητικήαπόκριση
Φυσικήπροσπάθεια
Αυξανόμενη-Μειούμενη
Μειούμενη Μειούμενη-Ανύπαρκτη
Ανύπαρκτη
Διανοητικήπροσπάθεια
Αυξανόμενη Αυξανόμενη-Μειοΰμενη
Αυξανόμενη-Μειούμενη
Μειούμενη - Ανύπαρκτη
Σωματικήεπιδεξιότητα
Αυξανόμενη Μειούμενη Μειούμενη-Ανύπαρκτη
Ανύπαρκτη
Γενική δεξιότητα Αυξανόμενη Αυξανόμενη Αυξανόμενη-Μειούμενη
Μειούμενη - Ανύπαρκτη
Μόρφωση Αυξανόμενη Αυξανόμενη Αυξανόμενη ή Μειούμενη
Αυξανόμενη ή Μειούμενη
Εμπειρία Αυξανόμενη Αυξανόμενη-Μειούμενη
Αυξανόμενη-Μειούμενη
Μειούμενη-Ανύπαρκτη
Έκθεση σε κίνδυνο
Αυξανόμενη Μειούμενη Μειούμενη Ανύπαρκτη
Αποδοχήανεπιθύμητωνσυνθηκώνεργασίας
Αυξανόμενη Μειούμενη Μειούμενη-Ανύπαρκτη
Μειούμενη-Ανύπαρκτη
Ευθύνη1 Αυξανόμενη Αυξανόμενη Αυξανόμενη-Μειούμενη
Αυξανόμενη, Μειούμενη ή Ανύπαρκτη
Λήψη αποφάσεων Αυξανόμενη Αυξανόμενη-Μειούμενη
Μειούμενη Μειούμενη-Ανύπαρκτη
Επιρροή στην παραγωγικότητα*
Αυξανόμενη Αυξανόμενη- Μειούμενη ή ανύπαρκτη
Μειούμενη-Α-νύπαρκτη
Ανύπαρκτη
Παλαιότηταεργαζομένου
Ανεπηρέαστη Ανεπηρέαστη Ανεπηρέαστη Ανεπηρέαστη
Φτάνοντας εντέλει στα επίπεδα μεταβλητού ελέγχου (επίπεδο 11 έως και 17), βρίσκουμε τον εργάτη να συνεισφέρει ελάχιστα
Α ναφέρεται σε χειριστές και δεν περιλαμβάνει ρυθμιστές μηχανών, συντηρητές, ε- πισκευαστές, μηχανικούς και επιστάτες.
* Ασφάλεια εξοπλισμού, προϊόντος και άλλων ανθρώπων.* Α ναφέρεται στη δυνατότητα του εργάτη να αυξήσει την παραγωγή μέσω μεγαλύτε
ρης προσπάθειας, αυξημένης δεξιότητας ή καλύτερης κρίσης.
ΜΗΧΑΝΕΣ 243
έως καθόλου στην παραγωγική διαδικασία, τόσο σωματικά όσο και διανοητικά. Εδώ, οι συσκευές επιθεώρησης τροφοδοτούν τη μηχανή με διορθωτικά δεδομένα, απαλλάσσοντας παράλληλα το χειριστή της από καθήκοντα που θα απαιτούσαν διανοητική προσπάθεια, λήψη αποφάσεων και κριτική ικανότητα. Ακόμη και το καθήκον προσαρμογής της μηχανής μεταξύ κατεργασιών εξαφανίζεται. Η πραγματικά αυτόματη μηχανή, εξ ορισμού δεν χρειάζεται καμιά ανθρώπινη βοήθεια κατά τη διάρκεια της κανονικής της λειτουργίας. Η «επίβλεψη» θα καταστεί η κύρια ανθρώπινη συνεισφορά στην παραγωγική διαδικασία και ο «χειριστής», αν υπάρχει ακόμη, καταλήγει απλός παρατηρητής, καια- γραφέας και βοηθός. Θα μπορούσαμε πια να τον θεωρήσουμε απλό σύνδεσμο μεταξύ μηχανής και διεύθυνσης28.
Τα συμπεράσματα του Bright δεν προκύπτουν από κάποια αφηρημέ- νη σχηματοποίηση του προβλήματος, αλλά ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες, πράγμα που ξεκαθαρίζεται με πολλά παραδείγματα: «Επί σειρά ετών διεξήγαγα έρευνα πεδίου με θέμα τα διοικητικά προβλήματα των λεγάμενων αυτοματοποιημένων εργοστασίων, και διερεύνησα χα χαρακτηριστικά του αυτοματισμού, συζητώντας με βιομήχανους, κυβερνητικούς υπάλληλους, κοινωνικούς επιστήμονες και άλλους ερευνητές. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τα συμπεράσματα της έρευνας υποδεικνύουν πως η υποτιθέμενη «αναβάθμιση» δε συνέβη πουθενά στο βαθμό που συνήθως θεωρείται δεδομένος. Αντιθέτως, τα στοιχεία τείνουν να δείξουν πως ο αυτοματισμός μειώνει τις απαιτούμενες δεξιότητες και ότι αυτή η διαδικασία δεν αφορά μόνο τους εργάτες της παραγωγής, αλλά - σε κάποιες περιπτώσεις - φτάνει να συμπεριλάβει όλοκληρο το προσωπικό του εργοστασίου, ακόμη και τα τμήματα συντήρησης και επισκευών»29.
244 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Γιατί η πρόοδος τον αυτοματισμού μηορεί να έχει ανιίστροψα αποτελέσματα στψ αηαιτούμενχι δεξιότψα, κατά τον James Bright
(Διάγραμμα Αυτοματισμού - Δεξιοτήτων)
Επίπεδα εκμηχάνισης.Αυξανόμενος βαθμός αυτόμσιης Χεπονργίας.
Η συγκεκριμένη αναφορά του Bright στα τμήματα συντήρησης αντιστοιχεί στο συστηματικό ενδιαφέρον που επέδειξε, καθόλη τη διάρκεια της μελέτης του, για τη διαδικασία συντήρησης κι επισκευών. Ό πω ς ανακάλυψε, οι επιπτώσεις της εκμηχάνισης (ειδικά των υψηλότερων επιπέδων) στις ανάγκες για ειδικευμένους τεχνίτες συντήρησης δεν είναι τόσο προφανείς, όσο είθισται να νομίζουν οι διάφοροι ειδικοί. Από τη μια μεριά, είναι αλήθεια ότι η εκμηχάνιση μεγαλύτερου εύρους της παραγωγικής διαδικασίας, ο σύγχρονος εξοπλισμός, τα ηλεκτρονικά κυκλώματα και τα διάφορα ηλεκτρικά, πνευματικά και υδραυλικά συστήματα που χρησιμοποιούνται, αποτελούν παράγοντες που τείνουν να αυξήσουν τις ανάγκες συντήρησης και να ανανεώσουν τις απαιτούμενες ικανότητες. Όμως από την άλλη, ο Bright εντοπίζει πολλούς άλλους παράγοντες που τείνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Για παράδειγμα: «Μία από τις επιπτώσεις του αυτοματισμού είναι η συμπίεση της γραμμής παραγωγής, η μείωση δηλαδή της συνολικής φυσικής ποσότητας των μηχανημάτων που απαιτούνται για ένα ορισμένο όγκο παραγωγής, παρόλο που τα νέα
ΜΗΧΑΝΕΣ 245
μηχανήματα ειναι συνήθως περισσότερο περίπλοκα. Έτσι, ήταν αρκετές οι περιπτώσεις, όπου η ανάλωση εργασίας στα τμήματα συντήρησης μειώθηκε, επειδή μειώθηκε απλά η καθαρή ποσότητα μηχανολογικού εξοπλισμού. Αυτή η μείωση ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει τους αυξημένους βαθμούς περιπλοκότητας, και με το παραπάνω»3 . Η συγκεκριμένη τάση ενισχύεται περαιτέρω, καθώς η πρόληψη βλαβών εκμηχανίζεται με τη σειρά της, για παράδειγμα μέσω αυτόματων συσκευών καταγραφής που «προλαμβάνουν» τις δυσκολίες, μέσω απλούστευσης και τυποποίησης των μηχανισμών ελέγχου και ούτω καθεξής.
Ταυτόχρονα, η αυξημένη περιπλοκότητα του νέου εξοπλισμού ελέγχου αφορά μικρά μόνο τμήματα του προσωπικού συντήρησης. «Δεν βρήκα καμία ένδειξη», λέει ο Bright, «ότι οι λαμαρινάδες, οι σωληνουργοί, οι συγκολλητές και οι ξυλουργοί πρέπει να επιδείξουν αυξημένη δεξιότητα σε κάποια από τις εργασίες τους. Βρήκα, όμως, ορισμένες ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες οι επισκευαστές υδραυλικών και πνευματικών συστημάτων χρειάζονται καλύτερη εκπαίδευση λόγω αυξημένης περιπλοκό- τητας των νέων κυκλωμάτων ελέγχου, και βρήκα, επίσης, πολλές ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες οι ηλεκτρολόγοι χρειάζονται εκτεταμένη επανεκπαίδευση». Ακόμη όμως και στην τελευταία περίπτωση, η επανεκπαίδευση αφορά ένα πολύ μικρό αριθμό τεχνιτών. Σε ένα από τα εργοστάσια που μελέτησε ο Bright, η ομάδα συντήρησης αποτελούνταν από επτακόσιους τεχνίτες, από τους οποίους οι ηλεκτρολόγοι ήταν μόλις ογδόντα. Ο υπεύθυνος μηχανικός κατέληξε ότι απαιτούνταν το πολύ τρεις ή τέσσερις ικανοί ηλεκτρολόγοι-επισκευαστές ανά βάρδια. «Με άλλα λόγια, μόνο το δέκα τοις εκατό των ηλεκτρολόγων χρειάστηκε να αποκτήσει νέες δεξιότητες - κι αυτοί αντιστοιχούσαν μόλις στο ένα τοις εκατό των συντηρητών του εργοστασίου»31. Όσον αφορά τη συνολική εικόνα, ο Bright εντόπισε μερικά εργοστάσια που χρειάστηκε να αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των επισκευαστών - συντηρητών, αλλά βρήκε και μερικές αντίθετες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, είναι η παρακάτω:
Στο πλέον αυτοματοποιημένο μικρό διυλιστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1954, οι συντηρητές ανέρχονταν στο 21 τοις εκατό της συνολικής εργατικής δύναμης. Τα αντίστοιχα ποσοστά συμβατικών διυλιστηρίων κυμαίνονταν μεταξύ 50 και 60 τοις εκατό.
Δύο από τις σημαντικότερες βιομηχανίες κατασκευής εξαρτημάτων, καθεμία από τις οποίες απασχολεί περισσότερους από10.000 εργαζόμενους, έχουν καταβάλει τεράστια προσπάθεια για τον αυτοματισμό της παραγωγής από το 1946 και μετά. Και οι δυο τους έχουν γίνει πασίγνωστες στους κύκλους των μηχα
246 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νικών για τα εκπληκτικά τους επιτεύγματα οτον τομέα του αυτοματισμού, ενώ και οι δύο χαρακτηρίζονται από την επιτυχή εν- σωμάτωση και χρήση εκατοντάδων αυτόματων μηχανών στην παραγωγική τους διαδικασία. Επιπλέον, αμφότερα τα αντίστοιχα τμήματα συντήρησης χαρακτηρίζονται από την ίδια ιδιομορφία - την απουσία αλλαγής. Πράγματι, ο πληθυσμός των τμημάτων συντήρησης αποτελεί ένα ποσοστό 3,5 ως 5 τοις εκατό του συνολικού εργατικού πληθυσμού της πρώτης επιχείρησης, και ένα 6 έως 8 τοις εκατό του συνολικού εργατικού πληθυσμού της δεύτερης· και αυτό παρέμεινε, με εκπληκτική σταθερότητα, για πάνω από δώδεκα χρόνια επιθετικής εκμηχάνισης με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας του αυτοματισμού.32*
Η επανάσταση του αυτοματισμού χαρακτηρίζεται από την ίδια σχε- διαστική φιλοσοφία που ο καταναλωτής μπορεί να αντιληφθεί, παρατηρώντας οικιακές συσκευές ή αυτοκίνητα: αρθρωτή κατασκευή του εξοπλισμού με στόχο τη δυνατότητα αντικατάστασης ολόκληρων συναρμολογη- μένων μηχανικών μερών (των λεγάμενων «δομοστοιχείων» ή «module») σε περίπτωση βλάβης. Μπορεί βέβαια ο καταναλωτής που αγοράζει ένα μίξερ να βρίσκει κάπως ασύμφορη την αντικατάσταση του μισού κινητήρα του εξαιτίας της βλάβης ενός εξαρτήματος του μισού δολαρίου, όπως μπορεί και να βρίσκει εξοργιστικό τον επακόλουθο εκφυλισμό της ικανότητας του επισκευαστή. Στη βιομηχανία όμως, όπου ο χρόνος ακινησίας του παραγωγικού συστήματος λόγω βλάβης είναι ο πλέον αποφασιστικός παράγοντας αύξησης του κόστους, η αντικατάσταση ολόκληρων μηχανικών μερών αποδεικνύεται μακράν ο φτηνότερος τρόπος αντιμετώπισης βλαβών του εξοπλισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τέχνη του επισκευα- στή καταντάει όλο και περισσότερο ικανότητα που συνίσταται σε απλό ε- ντοπισμό του συγκεκριμένου δομοστοιχείου που περιλαμβάνει το εξάρτημα που παρουσίασε τη βλάβη, και συνακόλουθη αντικατάσταση ολόκληρου του δομοστοιχείου με άλλο. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται διάφορες μορφές εξελιγμένου ηλεκτρονικού εξοπλισμού που μπορούν να εκτελέ- σουν τη συγκεκριμένη εργασία δίχως ανθρώπινη παρέμβαση. Σαν να μην
Ο Jo h n I. Snyder Jr ., πρόεδρος της εταιρείας κατασκευής αυτόματου μηχανολογικού εξοπλισμού U.S. Industries, Inc., γράφει τα εξής: «'Ενας άλλος δημοφ ιλής μύθος είναι ότι ο αυτοματισμός θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, όχι μόνο στο χειρισμό, αλλά και οτην κατασκευή και τη συντήρηση των νέων μηχανών. Αυτό φυσικά αληθεύει σ’ ένα βαθμό, όχι όμως στο βαθμό που κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, μετά την αρχική «εκσφαλμάτωση» του αυτόματου εξοπλισμού, η συντήρηση που απαιτείται είναι ελάχιστη» [John I. Snyder J r ., “T he Myths of A utom ation”, American Child (Ιανουάριος 1964), σ. 2].
ΜΗΧΑΝΕΣ 247
έφταναν αυτά, η δουλειά του επισκευαστή-συντηρητή γίνεται και αυτή αντικείμενο μελέτης και τυποποίησης, όπως έγινε πιο πριν με τη δουλειά του εργάτη της παραγωγής. Ένα τέτοιο σύστημα λανσάρεται με την ονομασία «Universal Maintenance Standards»:
Το σύστημα UMS ξεκινά από έναν αριθμό επιλεγμένων εργασιών και τύπων εργασίας γνωστού εργασιακού περιεχομένου και τις διαιρεί σε επιμέρους εργασίες καθορίζοντας και καταγράφοντας τον απαιτούμενο (πρότυπο) χρόνο. (...)
(...) προς το τέλος του 1960, ο εθνικός οργανισμός που συστά- θηκε για το συγκεκριμένο σκοπό, είχε σχεδόν ολοκληρώσει τον καθορισμό και την καταγραφή των πρότυπων χρόνων της εργασίας συντήρησης για κάθε τύπο εργοστασίου. Κάθε διευθυντής εργοστασίου μπορούσε πλέον να χρησιμοποιεί ενιαία πρότυπα για τις εργασίες του τμήματος συντήρησης. Είχε προηγηθεί η διάκριση και η μελέτη πενήντα δύο χιλιάδων στοιχειωδών εργασιών και η αποθήκευση των σχετικών δεδομένων σε διάτρητες κάρτες και μαγνητικές ταινίες, ώστε η προσπέλασή τους να γίνεται με τη χρήση υπολογιστή. Τα σχέδια για το μέλλον περιλαμβάνουν τη δυνατότητα πρόσβασης εξ αποστάσεως, οπότε οποιοσδήποτε επιστάτης από οποιαδήποτε γωνιά της χώρας, θα μπορεί να πληροφορηθεί τους πρότυπους χρόνους για την εργασία που τον ενδιαφέρει (...) Ένας επιστάτης θα μπορεί, για παράδειγμα, να πληροφορηθεί τους πρότυπους χρόνους για μια δουλειά που διαρκεί μοναχά δυο ώρες. Πιο πριν, οι δουλειές τέ- τοιας διάρκειας δεν τυποποιούνταν, διότι η διαδικασία διεξαγωγής των σχετικών μελετών θεωρούνταν υπερβολικά χρονοβόρα.33
Για να ολοκληρώσουμε την περιγραφή της εκμηχάνισης και των επιπτώσεων στις εργατικές δεξιότητες θα πρέπει να αναφερθούμε και σ’ εκείνες τις βιομηχανίες όπου ο αυτοματισμός έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που η φυσική συμμετοχή του εργάτη έχει εκμηδενιστεί πλήρως. Βέβαια, το συγκεκριμένο θεωρητικό ιδανικό της διεύθυνσης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις και, ακόμη και σήμερα, τα εργοστάσια που θεωρούνται «αυτόματα» περιλαμβάνουν στην παραγωγική τους διαδικασία άμεση εργασία όλων των ειδών. Η χημική βιομηχανία όμως, προσεγγίζει πολύ περισσότερο το ιδανικό απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, λόγω των διαδικασιών συνεχούς ροής που χρησιμοποιούνται και λόγω της δυνατότητας διακίνησης του προϊόντος μέσω κλειστών δοχείων και σωληνώσεων. Έτσι, οι τυχεροί χειριστές της χημικής βιομηχανίας υποδεικνύονται ξανά και ξανά σαν ο περιούσιος λαός του «αυτοματισμού», κι οι ύμνοι για τη συγκεκριμένη εργασία ψέλνο-
248 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νται από αναρίθμητα στόματα σε μυριάδες παραλλαγές. Η εργασία του χειριστή της χημικής βιομηχανίας είναι γενικά μια εργασία που δεν «λερώνει» και συνίσταται κατά κύριο λόγο στην «ανάγνωση οργάνων» και την «κατάστρωση διαγραμμάτων». Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά καθιστούν το επάγγελμα εξαιρετικά συμπαθές σε διάφορους μεσοαστούς παρατηρητές, ούτως ή άλλως πανέτοιμους να διακρίνουν δεξιότητα, τεχνική γνώση, κλπ εκεί που δεν υπάρχουν. Ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν ανα- ρωτηθεί, για παράδειγμα, κατά πόσο δυσκολότερη είναι η ανάγνωση ενός οργάνου από την ανάγνωση των δεικτών του ρολογιού. Ακόμη και ο Blauner, που ευαγγελίζεται την ύπαρξη μιας «σύγχρονης τάσης επαναφοράς του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας στη δικαιοδοσία του εργάτη», επιλέγει ως παράδειγμα τη χημική βιομηχανία και καταλήγει να παραδεχτεί πως οι χειριστές δεν χρειάζεται να γνωρίζουν οτιδήποτε αφορά τις χημικές διεργασίες34. Αναφέρει ένα διυλιστήριο, όπου η διοίκηση προσωπικού έχει θέσει ανώτατα όρια στο δείκτη νοημοσύνης των υπαλλήλων που προσλαμβάνει για τη θέση του χειριστή, παραθέτει τα λόγια ενός στελέχους που αποκαλεί τους εργάτες «απλούς επόπτες», και μεταφέρει αυτούσιο το ξέσπασμα ενός από τους χειριστές:
Η δουλειά του χειριστή είναι δουλειά που απαιτεί ικανότητες. Μπορεί και να ‘χετε ακούσει γι’ αυτό το πρόγραμμα αποτίμησης εργασιών που κάνουνε τώρα. Ε λοιπόν, ο προϊστάμενος νομίζει ότι δεν χρειάζονται και πολλές ικανότητες για να κάνει κανείς τη δουλειά μας. Έτσι που την περιγράφει, θα ‘λεγε κανείς πως θα μπορούσε να ‘χει εκπαιδεύσει τίποτα χιμπατζήδες να την κάνουνε. Νομίζει πως είμαστε ένα μάτσο ηλίθιοι, και να σου πω την αλήθεια, αυτό δεν μας αρέσει και πολύ.35
Ό πω ς λέει ο Blauner, οι μεταθέσεις από την παραγωγή στη συντήρηση είναι πολύ συχνές, ενώ οι μεταθέσεις με την αντίθετη φορά είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Το γεγονός μπορεί να έχει σχέση με τους μισθούς αφού, όπως αναφέρει η Γραμματεία Εργασιακών Στατιστικών για τον Ιούνιο του 1971, ο ανώτατος μέσος μισθός των χειριστών της χημικής βιομηχανίας (κλάσεως Α’) υπολείπεται του κατύτατον μέσου μισθού των τεχνιτών συντήρησης. Οι χειριστές κλάσεως Β’ πληρώνονται με μισθό αποθη- κάριου .
Αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο είναι ανάλογα με αυτά που συμβαίνουν και αλλού: η αυτοματοποίηση των διαδικασιών τις θέτει υπό τον έλεγχο των μηχανικών που επανδρώνουν τη διοίκηση, καταστρέφοντας παράλληλα κάθε ανάγκη για γνώση ή εκπαίδευση των εργατών. «Αν και ο καταμερισμός της εργασίας στη χημική βιομηχα
ΜΗΧΑΝΕΣ 249
νία κατά κανόνα δεν παίρνει τη μορφή της αλυσίδας συναρμολόγησης, ο εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού έχει μειώσει σημαντικά το χρόνο που α- παιτείται για την εκπαίδευση «έμπειρων» εργατών. Σ’ ένα διυλιστήριο πίσσας από γαιάνθρακα (Lyons 1949), η εκπαίδευση ενός «ικανού εργάτη διυλιστηρίου» που παλιότερα χρειαζόταν περίπου έξι μήνες, σήμερα χρειάζεται μόλις τρεις εβδομάδες. Αυτό οφείλεται κυρίως στη διαδικασία συνεχούς διύλισης, η οποία με τη σειρά της βασίζεται σ’ ένα μεγάλο αριθμό μετρητικών οργάνων όλο και μεγαλύτερης ευαισθησίας»37.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που από τη μια προσπαθούν να δουν σας βιομηχανίες συνεχούς ροής (όπως αυτές οργανώνονται υπό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) την μέθοδο δια της οποίας ο εργάτης θα ανακτήσει επιτέλους τα πατρογονικά του δικαιώματα ως μέλος του ανθρώπινου είδους, ταυτόχρονα όμως έχουν υπόψη την κυριαρχία χαμηλών μισθών και παιδιαριωδών καθηκόντων που χαρακτηρίζει τους συγκεκριμένους κλάδους. Τέτοιοι άνθρωποι, είναι μοιραίο να αγωνίζονται ματαίως και επί μακρόν με τις αντιφάσεις της γνώμης τους, εξ ου και οι παρακάτω φιλοσοφικές αναζητήσεις της Joan Woodward:
Απ’ ό,τι φαίνεται, το βασικό πρόβλημα του κλάδου είναι η καθιέρωση της επαγγελματικής βαθμίδας του εργοστασιακού χειριστή [factory operative]. Οι συγκεκριμένοι εργάτες, αν και πολλές φορές εξαιρετικά ειδικευμένοι, σπανίως αναγνωρίζονται ως τέτοιοι εκτός του εργοστασίου τους. Αυτό συμβαίνει, γιατί η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ειδικευμένου και ημιειδικευμέ- νου εργάτη αδυνατεί να συμπεριλάβει μια διαδικασία που αφαι- ρεί τα χειρονακτικά και κινητικά στοιχεία της εργατικής δεξιότητας, αφήνοντας παράλληλα ανέπαφα τα διανοητικά και τα αντιληπτικά της στοιχεία.
Πράγματι, ο εργοστασιακός χειριστής πρέπει να διαθέτει αξιοσημείωτες διανοητικές και αντιληπτικές δεξιότητες, αφού πρέπει να εξοικειωθεί με τη συνεχή πρόσληψη μεγάλου αριθμού πληροφοριών και τη συνακόλουθη δράση με βάση αυτές τις πληροφορίες. Καθώς όμως αυτή η ικανότητα δεν διαθέτει την ανάλογη τυπική αναγνώριση, ο εργοστασιακός χειριστής προσλαμβάνεται ως ημιειδικευμένος - άρα σχετικά χαμηλόμισθος - εργάτης. Δεν είναι λίγες οι εταιρείες που νιώθουν πως αυτή η κατάσταση τους δημιουργεί δυσκολίες, αφού, δεδομένου και του ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά εργασίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσελκύσουν εργαζόμενους με τις απαιτούμενες ικανότητες με τόσο χαμηλούς μισθούς. Κατ'αυτό τον τρόπο, μια δουλειά που δίνει μεγάλη έμφαση στις διανοητικές δεξιότητες
250 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
και απαιτεί ικανότητες τόσο στο γραπτό, όσο και στον προφορικό λόγο, καταλήγει να προσελκύει μονάχα εκείνους που διαθέτουν τα ελάχιστα απαιτουμενα τυπικά προσόντα.38
Η Woodward θέλει να μας πείσει ότι οι κατά τ’ άλλα εκλεπτυσμένες δεξιότητες του χειριστή χημικών διαδικασιών δεν αναγνωρίζονται και τυπικά, κι αυτό γιατί πρόκειται για δεξιότητες διανοητικές, αντιληπτικές, που απαιτούν μόρφωση κλπ. Στην καπιταλιστική κοινωνία όμως, είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που θα δει κανείς να απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη αναγνώριση, ενώ αντιθέτως οι χειρωνακτικές δεξιότητες υποβαθμίζονται- γιατί λοιπόν αυτή η περίπτωση να διαφέρει; Μας λέει έπειτα ότι το πρόβλημα περιορίζεται έξω από την εταιρεία, ενώ στο εσωτερικό της υποτίθεται πως οι δεξιότητες του χειριστή αναγνωρίζονται και εκτιμού- νται. Παρόλ’ αυτά όμως, «ο εργοστασιακός χειριστής προσλαμβάνεται ως ημιειδικευμένος - άρα σχετικά χαμηλόμισθος - εργάτης». Καθώς λοιπόν η ακριβής φύση της κατάστασης παραμένει ασαφής, δικαιούμαστε και εμείς να διατηρήσουμε τις αμφιβολίες μας, και να προτιμήσουμε να αντι- ληφθούμε την κατάσταση σαν αυτό ακριβώς που δείχνει, γλιτώνοντας και τις περίπλοκες θεωρητικές αναζητήσεις. Εντωμεταξύ βέβαια, εκείνοι που δεν μοιράζονται τη γνώση της Woodward περί χαμηλών μισθών, μειωμένου «εργασιακού κύρους» και περιορισμένης εκπαίδευσης των χειριστών της χημικής βιομηχανίας, τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα να τους παρουσιάζουν ως εργάτες που πλέον ελέγχουν ολόκληρα εργοστάσια, παίζουν την «τεχνική γνώση» στα δάχτυλα και αντιπροσωπεύουν στροφή 180 μοιρών στις σύγχρονες βιομηχανικές τάσεις. Εδώ η άγνοια αποτελεί προσόν.
Από φυσικής σκοπιάς, οι μηχανές δεν είναι παρά αναπτυγμένα όργανα παραγωγής μέσω των οποίων το ανθρώπινο είδος αυξάνει την αποτε- λεσματικότητας της εργασίας του. Ό πω ς είδαμε και παραπάνω [Κεφ.3], ακόμη και κατά την κατασκευή ενός χωνιού, ο εργάτης πρέπει να πραγματοποιήσει διάφορες βοηθητικές κατασκευές που θα χρησιμοποιηθούν στην καθαυτή παραγωγική διαδικασία του χωνιού. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την παραγωγή των σύγχρονων μέσων παραγωγής. Ανεξάρτητα από το πόσο περίπλοκα και πόσο αναπτυγμένα είναι, τα σύγχρονα μέσα παραγωγής εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν χρόνο εργασίας που δεν αναλώνεται στην κατασκευή του προϊόντος, αλλά στην κατασκευή οργάνων που με τη σειρά τους θα βοηθήσουν στην κοπασκευή του προϊόντος. Αυτή η εργασία, εργασία που έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν και βρίσκεται ενσωματωμένη στα όργανα της παραγωγής, μεταδίδει την αξία της στο προϊόν σταδιακά καθώς τα εν λόγω όργανα χρησιμοποιού
ΜΗΧΑΝΕΣ 251
νται στην παραγωγή και η όλη διαδικασία αναγνωρίζεται από τον καπιταλιστή ως «λογιστική απόσβεση».
Η εργασία που βρίσκεται ενσωματωμένη στα όργανα της παραγωγής και εισέρχεται δια μέσου τους στην παραγωγική διαδικασία για να παίξει το ρόλο της, κατά τον Μαρξ αποκαλείται νεκρή εργασία, σε αντίθεση με τη ζωντανή εργασία που είναι η εργασία η οποία εκτελείται κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Ιδωμένη σαν υλική διαδικασία, η παραγωγή που χρησιμοποιεί εργαλεία, όργανα, μηχανήματα, κτίρια, κλπ, είναι μια δραστηριότητα που γίνεται εύκολα κατανοητή: η ζωντανή εργασία χρησιμοποιεί την αποθηκευμένη εργασία του παρελθόντος προκειμένου να φέρει σε πέρας την παραγωγή. Από την άποψη της φυσικής διαδικασίας, οι όροι είναι τόσο ξεκάθαροι όσο ξεκάθαρη ήταν και η σχέση μεταξύ των πρώτων αξόνων, των πρώτων τροχών αγγειοπλαστικής και των ανθρώπων που τους χρησιμοποιούσαν.
Στο πλαίσιο όμως των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, όλα αυτά αντιστρέφονται. Τα μέσα παραγωγής περνούν στην ιδιοκτησία του καπιταλιστή, συνεπώς η παρελθούσα εργασία, η νεκρή εργασία μετατρέπεται σε κεφάλαιο και η αμιγώς φυσική σχέση εργάτη και οργάνων της παραγωγής παίρνει την κοινωνική μορφή που της αποδίδει ο καπιταλισμός, και αρχίζει και η ίδια να αλλάζει. Το ιδανικό που αποζητά ο καπιταλισμός είναι η κυριαρχία της νεκρής εργασίας επί της ζωντανής. Στις απαρχές, αυτό το ιδανικό παραμένει άπιαστο όνειρο. Καθώς όμως ο καπιταλισμός αναπτύσσει μηχανήματα, καθώς χρησιμοποιεί την κάθε τεχνική τους ιδιαιτερότητα για τους σκοπούς του, δημιουργεί ένα σύστημα κυριαρχίας της νεκρής εργασίας πάνω στη ζωντανή, όχι σαν αλληγορικό σχήμα, όχι σαν κυριαρχία του πλούτου επί της φτώχειας, του εργοδότη επί του εργαζόμενου ή του κεφαλαίου επί της εργασίας με την έννοια των οικονομικών ή των πολιτικών σχέσεων, αλλά ένα σύστημα κυριαρχίας που παίρνει τη μορφή του χειροπιαστού φυσικού γεγονότος. Αυτές είναι, όπως είδαμε, οι συνέπειες του ατέρμονου κυνηγητού για όλο και μεγαλύτερα, όλο και τελειότερα μηχανήματα και για όλο και πιο υποβαθμισμένους, όλο και πιο υποτιμημένους εργάτες. Η περιγραφή της συγκεκριμένης διαδικασίας από τον Μαρξ, όταν ακόμη βρισκόταν στις απαρχές της, παραμένει αξεπέραστη ακόμη και σήμερα, παρά τον αιώνα που μεσολάβησε:
Ό λες οι μορφές καπιταλιστικής παραγωγής, καθώς δεν είναι μοναχά εργασιακές διαδικασίες, αλλά και διαδικασίες παραγωγής υπεραξίας, μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό, ότι δηλαδή δεν είναι ο εργάτης που χειρίζεται τα όργανα της εργασίας, αλλά τα όργανα της εργασίας που χειρίζονται τον εργάτη. Μόνο όμως στα πλαίσια του εργοστασιακού συστήματος βρίσκουμε
252 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αυτή την αντιστροφή να καθίσταται πραγματικότητα προικισμένη με τον πλέον υλικό, τον πλέον χειροπιαστό χαρακτήρα. Καθώς το όργανο της εργασίας μετατρέπεται σε αυτόματο, αντιπα- ρατίθεται στον εργάτη κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας με τη μορφή του κεφαλαίου, της νεκρής εργασίας που κυριαρχεί επί της ζωντανής εργασίας, απομυζώντας μέχρι και την τελευταία της σταγόνα. Έτσι, όπως δείξαμε ήδη, ο διαχωρισμός των διανοητικών δυνάμεων της παραγωγής από τη χειρωνακτική εργασία και η μετατροπή τους σε κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας ολοκληρώνεται επιτέλους στη σύγχρονη βιομηχανία που αναπτύσσεται βασισμένη στις μηχανές. Η προσωπική δεξιότητα του μεμονωμένου ασήμαντου εργοστασιακού χειριστή παραλείπεται σαν απειροστή ποσότητα μπρος στην επιστήμη, τις γιγάντιες φυσικές δυνάμεις και τη μάζα της εργασίας, που ενσωματώνονται στον εργοστασιακό μηχανισμό και, σε συνεργασία μαζί του, συνιστούν τη δύναμη του «αφέντη».39
Και είναι φυσικά αυτός ο κρυμένος πίσω από τη μηχανή «αφέντης», που κυριαρχεί και απομυζά τη ζωντανή εργασία· αν ψάχνουμε την αιτία που αποδυναμώνει το ανθρώπινο είδος, δεν θα τη βρούμε στην παραγωγική ισχύ των μηχανημάτων, αλλά στον τρόπο που αυτή η παραγωγική ι- σχύς χρησιμοποιείται υπό τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Παρόλ’ αυτά, είναι σήμερα πολύ της μόδας να αποδίδεται στις μηχανές εκείνη η εξουσία επί της ανθρωπότητας που στην πραγματικότητα εκπορεύεται από κοινωνικές σχέσεις. Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις, η κοινωνία δεν είναι παρά άμεσο παράγωγο της επιστήμης και της τεχνολογίας και ο εχθρός δεν είναι άλλος από τη μηχανή. Έτσι, η μηχανή - που σε τελική ανάλυση δεν είναι παρά προϊόν της ανθρώπινης εργασίας και επινοητικότητας, το οποίο σχεδιάζεται από ανθρώπους και υπόκειται σε όποιες αλλαγές αυτοί επιλέξουν - ανάγεται σε ανεξάρτητο συμμέτοχο των κοινωνικών σχέσεων. Αποκτά δική της ζωή, αποκτά «σχέσεις» με τους εργάτες οι οποίες καθορίζονται από τη φύση της, προικίζεται με τη δύναμη καθορισμού της ανθρώπινης ζωής και μερικές φορές κάνει τα δικά της σχέδια για το μέλλον της ανθρωπότητας*. Και να που μια κοινωνική
' Είναι χαρακτηριστικό των αστών ιδεολόγων ότι, ενώ κάποιοι από αυτούς βλέπουν τις μηχανές σαν ευλογία θεού κι άλλοι οαν κατάρα του διαβόλου, μαζεύονται έπειτα όλοι μαζί, συνοψίζουν τ ις επιπτώσεις που τόσο διορατικά διακρίνουν, και τις αποδίδουν -θετικές κι αρνητικές αντάμα- «στη μηχανή». Για παράδειγμα , ο Jacques Ellul, αδ ιαμ φισβήτητος ηγέτης των πεσιμιστών, αντέχει μέχρι την πέμπτη οελίδα του βιβλίου του, προτού κάνει τις απόψεις του ξεκάθαρες: «Δεν οφελεί λοιπόν να οικτίρουμε τον καπι-
ΜΗΧΑΝΕΣ 253
σχέση παίρνει εμπράγματη μορφή, να που βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φετιχισμό με την έννοια που έδινε ο Μαρξ στον όρο. «Αν θέλουμε να βρούμε μια αναλογία, θα πρέπει να καταφύγουμε στις ομιχλώδεις επικράτειες του θρησκευτικού κόσμου. Εδώ τα κατασκευάσματα του ανθρώπινου εγκεφάλου γίνονται ανεξάρτητα όντα με δική τους ζωή και αποκτούν σχέσεις το ένα με το άλλο κι όλα μαζί με την ανθρωπότητα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στον κόσμο των εμπορευμάτων με τα προϊόντα των ανθρώπινων χεριών, και αυτό είναι που αποκαλώ Φετιχισμό που προσκολλάται στα προϊόντα της εργασίας από τη στιγμή που παράγονται ως εμπορεύματα»40. Ο Φετιχισμός αποκτά τη μέγιστη ισχύ του όταν προσκολλάται σ’ εκείνα τα προϊόντα των ανθρώπινων χεριών τα οποία, με τη μορφή μηχανημάτων, μετατρέπονται σε κεφάλαιο. Τα μηχανήματα θα δουλέψουν για λογαριασμό του αφέντη με τρόπους που σχεδιάζονται με αστείρευτη φροντίδα και απαράμιλλη ακρίβεια, τα μηχανήματα θα παραστήσουν για τα ανθρώπινα μάτια πως δρουν για δικό τους λογαριασμό και στη βάση των δικών τους εσώτερων αναγκαιοτήτων. Και μπορεί αυτές οι αναγκαιότητες να ονομάζονται «τεχνικές απαιτήσεις», «μηχανικά χαρακτηριστικά» και «προαπαι- τούμενα της αποτελεσματικότητας», αλλά δεν εκφράζουν απαιτήσεις της τεχνικής, μα τις πλέον πιεστικές, τις πλέον ακόρεστες ανάγκες του κεφαλαίου. Πρόκειται για εκείνες τις όψεις των μηχανικών δυνατοτήτων που το κεφάλαιο τείνει να αναπτύσσει πιο ενεργητικά: τις δυνατότητες διαχωρισμού του ελέγχου της εργασίας από την εκτέλεσή της.
Στην πραγματικότητα βέβαια, τα μηχανήματα εμπεριέχουν μυριάδες δυνατότητες, πολλές από τις οποίες, αντί να αναπτυχθούν, καταπνίγονται συστηματικά από το κεφάλαιο. Τα αυτόματα μηχανικά συστήματα ενέχουν δυνατότητες για πραγματικό έλεγχο των εργοστασίων από μικρές ομάδες εργατών. Αρκεί, φυσικά, αυτοί οι εργάτες να κατέχουν τη δομή και τη λειτουργία των μηχανημάτων στον ανώτατο βαθμό που μπορεί να προσφέρει η επιστήμη του μηχανικού, καθώς και να μοιράζουν ισότιμα μετα-
ταλισμό. Δεν έφτιαξε ο καπιταλισμός τον κόσμο, αλλά η μηχανή». Και μερικές γραμμές παρακάτω: «Η μηχανή έκανε την εμφάνισή της μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεν της άρμοζε, κι έτσι δημιούργησε την απάνθρωπη κοινωνία του σήμερα, την κοινωνία στην οποία ζούμε». Π οιο όμως ήταν αυτό το «κοινωνικό περιβάλλον», αν όχι ο καπιταλισμός; Και ήταν τυχαίο που η μηχανή «έκανε την εμφάνισή της» εντός του συγκεκριμένου κοινωνικού περιβάλλοντος; Π ρόκειται εδώ για ατυχή σύμπτωση ή μήπως είναι ολόκληρη η ιστορική πορεία του καπιταλισμού που τον ανάγκασε να δημιουργήσει τη μηχανή και να τη χρησιμοποιήσει με τους γνωστούς τρόπους; Δεν πειράζει όμως και πολύ: η αρχική αυθαιρεσία του Ellul ταιριάζει πολύ καλά με τους τεχνητούς ύμνους στον καπιταλισμό που ακολουθούν, και το βιβλίο αποκτά μεγάλη δημοτικότητα στους κύκλους των φιλελεύθερων... [Jacques Ellul, The Technological Society (Νέα Υόρκη, 1964), σ. 5].
254 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ξύ τους όλες τις διαδικασίες της λειτουργίας, από την πλέον εξελιγμένη τεχνικό μέχρι την πλέον τετριμμένη. Αν μιλούσαμε αφηρημένα και δίχως να μας νοιάζει το κοινωνικό πλαίσιο, αυτή η τάση κοινωνικοποίησης της εργασίας και μετατροπής της σε εγχείρημα υψηλής τεχνολογίας, από αυτά που αρμόζουν σε μηχανικούς, θα ήταν το πλέον εκπληκτικό χαρακτηριστικό των μηχανημάτων στο τελικό στάδιο της ανάπτυξής τους. Και όμως, ενώ αυτή η προοπτική συνόδευε ηχηρά κάθε τεχνολογική πρόοδο από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, πάντα αποτρεπόταν από την παράλληλη καπιταλιστική προσπάθεια ανασύστασης και διεύρυνσης του καταμερισμού της εργασίας στις χειρότερες μορφές του, παρά το γεγονός ότι αυτός ακριβώς ο καταμερισμός της εργασίας, κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο αρχαϊκός, όλο και πιο ξεπερασμένος*. Αυτή η παρατήρηση επαληθεύεται εύκολα από το γεγονός ότι οι εργάτες όλων των βιομηχανικών κλάδων είναι σήμερα πολύ λιγότερο ικανοί να διαχειριστούν τα εργοστάσιά τους απ’ ό,τι οι εργάτες που τα επάνδρωναν πενήντα χρόνια πριν, κι ακόμη λιγότερο ικανοί απ’ ό,τι οι εργάτες εκατό χρόνια πριν. Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της καπιταλιστικής «προόδου»: το χάσμα μεταξύ εργάτη και μηχανής βαθαίνει και ο εργάτης ζεύεται όλο και πιο αποφασιστικά στο μηχανικό ζυγό*.
* Εδώ ο Friedm ann είναι για μια φορά ξεκάθαρος: «Η θεω ρία του αυτοματισμού γεννά ελπίδες για πλήρη εξαφάνιση των δυσάρεστων εργασιών, για τη μετεγκατάσταση των εργατών που εκτοπίζονται από τα εργοστάσια λόγω τεχνολογικής προόδου σε άλλες ειδικευμένες δουλειές, εν ολίγοις, για τη μετατροπή του εργαζόμενου ανθρώπου σε ένα είδος δημιουργού, κατασκευαστή και συντηρητή μηχανημάτων. Δεν πρόκειται όμως παρά για αφηρημένες εκτιμήσεις των τεχνικών, για μύθους που, αν είναι να βγουν αληθινοί, πρέπει να διαψεύσουν ολόκληρη την ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών από τις αρχές του αιώνα». [Georges Friedm ann, Industrial Society, (Γκλενκό, εικ., 1955), σ. 384],
* Τ α τελευταία χρόνια, ένα σχετικό σχόλιο του Μαρξ γίνεται τόσο συχνά αντικείμενο παρερμηνείας, που δεν μπορούμε να το αφήσουμε ασχολίαστο. Τ ο σχετικό απόσπα- σμα έχει ως εξής: «(...) η σύγχρονη βιομηχανία (...) επιβάλλει την αναγνώριση ενός βασικού νόμου της παραγω γής, της εργασιακής ποικιλίας, συνεπώς την καταλληλότητα του εργάτη για εκτέλεση μ ιας ποικιλίας εργασιών, συνεπώς τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη των διαφόρω ν ικανοτήτων του. Η προσαρμογή του τρόπου παραγω γής σε αυτόν τον νόμο, είναι για την κοινωνία ζήτημα ζωής και θανάτου. Π ράγματι, η σύγχρονη βιομηχανία υποχρεώνει την κοινωνία με χην ποινή του θανάτου, να αντικαταστήσει το σημερινό εργάτη, τον σακατεμένο από την εφ ’ όρου ζωής επανάληψη μίας και της αυτής τετριμμένης λειτουργίας, τον υποβαθμισμένο σε κομμάτι ανθρώπου, με τον πλήρως α ναπτυγμένο άνθρω πο, τον κατάλληλο για μια ποικιλία εργασιών, τον έτοιμο ν’ αντιμετωπίσει κάθε αλλαγή της παραγω γής, για τον οποίο οι διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες που επιτελεί δεν είναι πα ρά τρόποι απελευθέρωσης των φυσικών κι επίκτητων ικανοτήτων του» [Marx, Capital, τομ. I., σ. 458]. Αυτά, ιδωμένα βέβαια εκτός των
ΜΗΧΑΝΕΣ 255
Εκεί βέβαια που η μηχανή φετιχοποιείται, η παρούσα μορφή του καταμερισμού της εργασίας γίνεται στην κυριολεξία αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας. Να τι μας λέει ο συγγραφέας ενός βιβλίου περί σύγχρονης επιστήμης και κοινωνίας:
Η βιομηχανική γραμμή παραγωγής, για παράδειγμα, είναι μια σημαντική κοινωνική εφεύρεση στον τομέα του καταμερισμού της εργασίας δίχως την οποία η σύγχρονη μηχανουργική τεχνολογία θα ήταν απολύτως αδύνατη, όποιο κι αν ήταν το επίπεδο της επιστημονικής μας γνώσης. Συνεπώς, όσο η επιστήμη και η τεχνολογία είναι σήμερα εξαρτημένες η μια από την άλλη, όσο αποτελούν πηγή ιδεών κι εφαρμογών η μια για την άλλη, άλλο τόσο εξαρτώνται και οι δύο από τη διατήρηση του καταμερισμού της εργασίας, αυτού του τόσο βασικού χαρακτηριστικού της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας.41
Το κύριο προσόν της βιομηχανικής γραμμής συναρμολόγησης είναι ο έλεγχος του ρυθμού της εργασίας· και είναι αυτό το προσόν που την καθιστά εξαιρετικά χρήσιμη για κάθε διευθυντή και ιδιοκτήτη του οποίου τα συμφέροντα συγκρούονται μετωπικά (όπως συνηθίζεται...) με τα συμφέ
συμφραζομένων τους, έχουν γίνει από πολλούς αντιληπτά σαν μαρξιστική προφητεία σύμφωνα με την οποία, με την περαιτέρω ανάπτυξη του καπιταλισμού, η σύγχρονη βιομηχανία θα δημιουργούσε μια «μορφωμένη» και «τεχνικά ικανή» εργατική τάξη. Αρκεί όμως μια ανάγνωση της συγκεκριμένης ενότητας για να καταλάβει κανείς ότι ο Μαρξ καμία τέτοια πρόθεση δεν είχε. Ο Μαρξ έβλεπε τον καπιταλισμό να έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την τάση της σύγχρονης βιομηχανίας να δημιουργήσει ένα νέο τύπο εργάτη, έναν «πλήρως αναπτυγμένο άνθρωπο» κι αυτό που λέει στο απόσπα- σμα είναι ότι η ίδια η κοινωνία απειλείται με εξαφάνιση αν δεν ξεφορτωθεί το καπ ιταλιστικό σύστημα, ένα σύστημα που, όσο καθίσταται πεπαλαιωμένο από την επιστημονική βιομηχανία, τόσο πεισματικά συντηρεί και διευρύνει τον απαρχαιω μένο καταμερισμό της εργασίας. «Έτσι λοιπόν», λέει ο Μαρξ κάπου αλλού, «αν και, από τεχνικής απόψεω ς, το παλιό σύστημα του καταμερισμού τη ς εργασίας πετιέται στα σκουπίδια από τις σύγχρονες μηχανές, παραμένει στο εσωτερικό του εργοστασίου σαν πα ρα δοσιακή συνήθεια της μανιφακτούρας, κι έπειτα αναμορφώνεται συστηματικά κι επανε- γκαθίσταται από το Κ εφάλαιο με ακόμη πιο αποκρουστική μορφή, σαν μέσο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης». Τ ο απόσπασμα συνοδεύεται από μια υποσημείωση όπου ο Μαρξ επιτίθεται στον ΓΊρουντόν, κατηγορώντας τον ότι βλέπει στις μηχανές, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια σύνθεση των επιμέρους εργασιών του λεπτομερούς καταμερισμού της εργασίας προς όφελος του εργάτη [Marx, Capital, τομ. I., σ. 398]. Είναι εντέ- λει ξεκάθαρο σε κάθε γραμμή που έχει γράψει ο Μαρξ για το θέμα: δεν περίμενε, ούτε από τον καπιταλισμό, ούτε από την επιστήμη και την τεχνολογία όπω ς αυτές χρησιμοποιούνται από τον καπιταλισμό, όσο περίπλοκες κι αν γίνουν, καμιά διεύρυνση της τεχνικής αντίληψης και της επιστημονικής γνώσης, καμιά αύξηση των δεξιοτήτων του εργάτη. Στην πραγματικότητα, προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο.
256 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ροντα των εργατών του. Από τεχνολογικής άποψης, ο μηχανισμός είναι εξαιρετικά πρωτόγονος και ελάχιστη σχέση διατηρεί με οποιοδήποτε είδος «σύγχρονης μηχανουργικής τεχνολογίας». Κι όμως, σε τέτοια βαρβα- ρικά απομεινάρια μπορεί ο πρόθυμος ειδικός ν’ ανακαλύψει το θρόνο της «επιστημονικής γνώσης» και το βασικό θεμέλιο της τεχνολογίας. Κανείς καθώσπρέπει υποστηρικτής της δουλείας, από την Ελλάδα μέχρι τον αμερικανικό νότο, δεν παρέλειψε ποτέ να υποστηρίξει ότι η εργασία των σκλάβων ήταν απαραίτητη για την ανάπτυξη των τεχνών, των επιστημών και του πολιτισμού. Οι σύγχρονοι υποστηρικτές είναι ακόμη πιο ξεδιάντροποι, ακόμη πιο χυδαίοι, καθώς συμβουλεύουν τους εργάτες να παραμείνουν στις θέσεις τους στη «βιομηχανική γραμμή συναρμολόγησης» ώστε να αναπτυχθεί η επιστήμη και η τεχνολογία οι οποίες έπειτα θα επινοήσουν ακόμη καλύτερα παραδείγματα του καταμερισμού της εργασίας. Κι αυτή είναι η βασιλική οδός μέσω της οποίας οι εργάτες, για όσο καιρό παραμένουν υπηρέτες του κεφαλαίου αντί ελεύθερα σχετιζόμενοι παραγωγοί που ελέγχουν τη δουλειά και το πεπρωμένο τους, θα δουλεύουν καθημερινά κατασκευάζοντας για τον εαυτό τους ακόμη πιο «σύγχρονα», ακόμη πιο «επιστημονικά», ακόμη πιο απάνθρωπα εργασιακά κάτεργα.
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. A bbott Payson U sher, A History o f Mechanical Inventions (1929· Βοστόνη, 1959), σ. 117-118.2. K arl M arx, Capital, τομ .Ι (Μ όσχα, χ .ημ .), σ. 353-354.3. Jo a n W oodw ard , Industrial Organization: Theory and Practice (Λονδίνο, 1965), κεφ. 3, ε ιδ ικ ά οι σ. 37-42. Δες επ ίσ ης W illiam L. Z w erm an, New Perspectives on Organization Theory (Ο υέστπορτ, Kov., 1970), σ. 5-9.4. R obert B launer, Alienation and Freedom: The Factory Worker and His Industry (Σικάγο, 1964), σ. 8.5. Ja m es R. B righ t, Automation and Management (Βοστόνη, 1958). Δες επ ίσ ης του ίδ ιου “T h e R ela tionsh ip o f Increasing A utom ation a nd Skill R equ irem en ts” σ ιο N ational C om m ission on T echno logy , A utom ation , a n d E conom ic P rogress , The Employment Impact o f Technological Change, Π α ρ α ρτη μ α Τ ό μ ο ς I I, Technology and the American Economy (Ο υάσινγκτον, D .C., 1966), σ. 201-221.6. Στο ίδιο , σ. 210.7. Στο ίδιο , σ. 207, υποσ.8. F rank L ynn, T h o m a s R oseberry , a n d V ictor Babich, “A H istory o f R ecent T echnolog ical In novations”, στο N ational C om m ission, The Employment Impact o f Technological Change, a. 88.9. Στο ίδιο , o .89.10. Στο ίδιο , σ. 89.
ΜΗΧΑΝΕΣ 257
11. William C. Leone, Production Automation and Numerical Control (Νέα Υόρκη,1967), σ. 71-73.12. Διαφήμιση της Computer Machining Technology στο περιοδικό American Machinist, 13 Νοεμβρίου, 1972, σ. 33.13. Lloyd Τ. O’Carroll, «Technology and Manpower in Nonelectrical Machinery», Monthly Labor Review (Ιούνιος 1971), σ. 61.14. Leone, Production Automation and Numerical Control, σ. 81.15. Donald N. Smith, «NC for Profit and Productivity», American Machinist, 16 Οκτωβρίου, 1972, o. 71.16. Business Week, 9 Σεμπτεμβρίου, 1972, σ. 94.17. To απόσπασμα παρατίθεται στο Cahiers du Mai, no. 38 (Νοέμβριος 1972), σ. 15.18. Business Week, 9 Σεπτεμβρίου, 1972, σ. 80.19. Siegfried Giedion, Mechanization Takes Command (Νέα Υόρκη, 1948), σ. 198.20. U. S. Dept, of Labor, Technological Trends in Major American Industries, Bulletin No. 1474 (Ουάσινγκτον, 1966), σ. 45-46.21. Στο ίδιο.22. Στο ίδιο, σ. 114.23. Στο ίδιο, σ. 117.24. Bright, Automation and Skill Requirements, στο National Commision, The Employment Impact o f Technological Change, a . 220.25. James R. Bright, Automation and Management (Βοστόνη, 1958), σ. vii, 9.26. Στο ίδιο, σ. 186-187.27. Οι τρεις πίνακες προέρχονται από το Bright, Automation and Skill Requirements σελ. 210, 214 και 217, με την άδεια του H arvard Business Review όπου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά.28. Bright, Automation and M anagement, σ. 188.29. Bright, Automation and Skill Requirements, o. 208.30. Στο ίδιο, σ. 216.31. Στο ίδιο.32. Στο ίδιο.33. Gerald Nadler, Work Design (Χόουμγουντ, εικ., 1963), σ. 485-487.34. Blauner, Alienation and Freedom, σ. 144-145.35. Στο ίδιο, σ. 158, 160.36. Monthly Labor Review (Οκτώβρης 1972), σ. 57.37. Georges Friedmann, The Anatomy o f Work (Λονδίνο, 1961 και Νέα Υόρκη, 1964), σ. 5-6.38. Woodward, Industrial Organization, σ. 63-64.39. Marx, Capital, τομ. I, σ. 393-399.40. Marx, Capital, τομ, σ. 77.41. Bernard Barber, Science and the Social Order (Γκλενκό, εικ., 1952), σ. 70.
258 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σημειωσας των ριεταψραστών
(1). Οι όροι της Woodward είναι «integral products», «dimensional products» και «combined systems» αντίστοιχα.(2). Οι όροι του Blauner είναι «craft», «machine tending», «assembly line» και «continuous flow» αντίστοιχα.(3). Ένα πνευματικό σύστημα χρησιμοποιεί αέρα για τη μετάδοση δυνάμεων. Αντίστοιχα, τα «υδραυλικά συστήματα», που θα συναντήσουμε παρακάτω, χρησιμοποιούν υγρό μέσο (συνήθως κάποιο είδος λαδιού) για τη μετάδοση δυνάμεων.(4). Η διαφορά μεταξύ «μηχανής», «εργαλείου» και «εργαλειομηχανής» είναι μάλλον ασαφής στα ελληνικά σχετικά συγγράμματα. Στα παρακάτω θα αποκαλούμε «εργαλειομηχανές» τις μηχανές τις οποίες ο συγγραφέας βλέπει να διαφέρουν ποιοτικά από τα εργαλεία στον τρόπο ελέγχου. Και πάλι βέβαια υπάρχουν προβλήματα. Για παράδειγμα, ο τόρνος γενικών καθηκόντων είναι περισσότερο εργαλείο και λιγότερο εργαλειομηχανή, καθώς επιτρέπει υψηλά επίπεδα εργατικού ελέγχου, αλλά δεν υπάρχει εγχειρίδιο που να μην τον εντάσσει στις εργαλειομη- χανές...(5). Ο όρος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι «multiple function machines». Καθώς η διαδικασία που περιγράφει συνέχισε να αναπτύσσεται και μετά τη συγγραφή του βιβλίου του, οι αντίστοιχες μηχανές «εξελίχθηκαν» ακόμη περισσότερο. Πάντως, σε σχετικά εγχειρίδια, οι «εργαλειομηχανές πολλαπλών κατεργασιών» διαθέτουν «ένα φορέα για τα εργαλεία που φέρονται αυτόματα στη θέση κατεργασίας από το μηχανισμό της εργαλειομηχανής». Βέβαια, ο αγγλικός όρος που αναφέρει το συγκεκριμένο εγχειρίδιο είναι «machining centers», και τα μηχανήματα στα οποία αναφέρεται είναι μηχανήματα «αριθμητικού ελέγχου» (δες παρακάτω), ωστόσο οι αρχές λειτουργίας παραμένουν οι ίδιες. [Μάμαλης Α., Κατεργασίες των Υλικών, ΕΜΠ, 1989, σ. 20-48].(6). Ο αγγλικός όρος είναι «flyball governor». Αν και στα μηχανουργεία οι συσκευές τέτοιου τύπου αποκαλούνται «ρεγουλαδόροι», προτιμήσαμε το πιο επίσημο και πιο περιγραφικό «ρυθμιστής».(7). Ο αγγλικός όρος είναι «transfer machines». Ο ελληνικός όρος «γραμμές μεταφοράς» προέρχεται από το βιβλίο του Μάμαλη που αναφέρθηκε και παραπάνω: «[Στις γραμμές μεταφοράς] τα διάφορα στάδια κατεργασίας [ενν. οι εργαλειομη- χανές] τοποθετούνται σε μια ευθεία γραμμή σύμφωνα με την απαιτούμενη σειρά των κατεργασιών και τα αντικείμενα προωθούνται αυτόματα από το ένα στάδιο κατεργασίας στο άλλο. Στη σειρά των κατεργασιών είναι δυνατόν να συμπεριλη- φθούν στάδια ελέγχου του αντικειμένου και εργασίες συναρμολόγησης (...) Οι γραμμές μεταφοράς δεν είναι συνήθως ικανές να παράγουν μια ποικιλία αντικειμένων (...)». [Μάμαλης, όπως πριν, σ. 208] Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε ελαφρά τις διατυπώσεις του βιβλίου, ώστε να βγαίνει κάποιο νόημα.(8). Ο αγγλικός όρος είναι «planning sheet». Η έννοια του «planning sheet» γίνεται εμφανής στα παρακάτω.
ΜΗΧΑΝΕΣ 259
(9). Οι υπολογιστές του 1974 χρησιμοποιούσαν διαφορετικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων. Ένα από αυτά ήταν και οι μαγνητοταινίες.(10). Το κολέγιο στις ΗΠΑ είναι είναι προπαρασκευαστική του πανεπιστημίου σχολή (ανάμεσα στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση).(11). Σύμφωνα με κάποιες κατηγοριοποιήσεις, βαρέα ελάσματα θεωρούνται εκείνα που έχουν πάχος μεγαλύτερο των πέντε χιλιοστών.(12). Το εργαλείο της κοπής με φλόγα («cutting torch») λέγεται επίσης «καμινευ- τήρι».(13). Βρήκαμε τον ακόλουθο ορισμό της «βηματικής διάτμησης» (nibbling): διαδοχικός, διατμητικός αποχωρισμός μικρών τεμαχίων από επίπεδο έλασμα, κατά μήκος προδιαγραμμένης τροχιάς, με τη βοήθεια ταχέως παλινδρομικού εμβόλου.(14). Ο αγγλικός όρος είναι «Mitre-fold* και εννοεί βέβαια ότι με το δίπλωμα, τα κομμάτια του κοντραπλακέ συμπλέκονται μεταξύ τους.(15). Ο μονοπόδαρος και μονομανής καπετάνιος που κυνηγά τη λευκή φάλαινα στο βιβλίο του Herman Melville, Μόμην Ντικ.(16). Η λινοτυπία είναι τυπογραφική μέθοδος που συνίσταται στη μηχανική στοι- χειοθέτηση των αράδων του κειμένου με πρώτη υλη το χυτό μόλυβδο. Η μέθοδος θεωρείται πια ξεπερασμένη.(17). Η φωτοστοιχειοθεσία (ή φωτοσύνθεση) είναι μέθοδος στοιχειοθεσίας κειμένων που βασίζεται στην αποτύπωση των τυπογραφικών στοιχείων σε επιφάνεια φιλμ (π.χ. με αυτή τη μέθοδο έχει τυπωθεί και τούτο το βιβλίο). Προφανώς, την εποχή της πρώτης έκδοσης του βιβλίου η φωτοσύνθεση μόλις έκανε τα πρώτα της βήματα, ενώ σήμερα αποτελεί πλέον την κυρίαρχη μέθοδο στοιχειοθεσίας. Στην Ελλάδα, η μέθοδος πέρασε πάνω από απεργίες των τυπογράφων στις αρχές της δεκαετίας του ‘80.(18). Η μελέτη περιπτώσεως («case study») είναι ακαδημαϊκή μέθοδος των ανθρωπιστικών επιστημών, σύμφωνα με την οποία ο ερευνητής ασχολείται επισταμένα με μια συγκεκριμένη εκδήλωση ενός γενικότερου φαινομένου. Για παράδειγμα, μια κοινωνιολογική μελέτη περιπτώσεως που αφορά το σαμποτάζ στην αυτοκινητοβιομηχανία, θα μπορούσε να περιλαμβάνει την πρόσληψη - ή την απλή μετάβαση - του ερευνητή σε ένα συγκεκριμένο εργοστάσιο, τη διεξαγωγή συνεντεύξεων εκεί, τη μελέτη των αρχείων του συγκεκριμένου εργοστασίου και ούτω καθεξής, μέχρι και τη συγγραφή ενός άρθρου ή ενός βιβλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ό πω ς υπέδειξε και ο Μαρξ, αντίθετα από τους στρατηγούς που κερδίζουν τους πολέμους τους με μαζικές επιστρατεύσεις, τ’ αφεντικά της βιομηχανίας κερδίζουν τους δικούς τους πολέμους με επιλεκτικές αποστρατεύσεις. Μία αναπόφευκτη συνέπεια των νέων διοικητικών και τεχνολογικών μεθόδων είναι η μείωση της ζήτησης για εργασία. Η διαρκής αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που επιτυγχάνεται μέσω των οργανωτικών και τεχνικών μέσων που περιγράψαμε, παράγει εξ ορισμού αυτή χη μείωση. Ό μως, η εφαρμογή μοντέρνων διοικητικών μεθόδων και τεχνολογικών καινοτομιών αποκτά πρακτική χρησιμότητα μόνο όταν συνοδεύεται από μια κάθετη αύξηση της κλίμακας της παραγωγής, συνεπώς και των αντίστοιχων απαιτήσεων σε εργατικό δυναμικό. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η κάθετη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τείνει να αντισταθμίζεται από την αύξηση της παραγωγής. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η εργασία στη μεταποιητική βιομηχανία δεν έχει μειωθεί σε απόλυτα νούμερα. Οι στατιστικές που υπολογίζουν τον αριθμό των εργατών σ' εκείνους τους βιομηχανικούς κλάδους που εμπλέκονται ευθέως με την παραγωγή αγαθών (εδώ περιλαμβάνονται μεταποιητικές βιομηχανίες, υ- περγολάβοι δομικών έργων, εξόρυξη μεταλλευμάτων, ξυλεία, αλιεία, καθώς και όλες οι λεγάμενες «μηχανικές βιομηχανίες», ένας όρος που χρησιμοποιούνταν στις πρώτες έρευνες) δείχνουν μια σταθερή αύξηση του αριθμού των εργατών από την εποχή των πρώτων απογραφών απασχόλησης του 1820 (δες πίνακα στη σελίδα 263). Το τεράστιο μέγεθος του εργαζόμενου πληθυσμού που παραμένει συγκεντρωμένος σε αυτούς τους κλάδους, καθώς και το γεγονός ότι, παρά την εκμηχάνιση, ο συνολικός α
262 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ριθμός των εργατών συνεχίζει να αυξάνει έως και σήμερα, αντικατοπτρίζει, εκτός από την αύξηση του όγκου παραγωγής, και τα όρια που η ίδια η εξέλιξη της εκμηχάνισης θέτει στη διαδικασία εκτοπισμού του εργατικού δυναμικού. Το σημείο πέρα από το οποίο ο εργάτης είναι φθηνότερος από το μηχάνημα που τον αντικαθιστά, δεν καθορίζεται από μια απλή τεχνική σχέση: εξαρτάται και από το γενικό επίπεδο των μισθών, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από την προσφορά εργασίας και το μέγεθος αυτής της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση. Επίσης, η προσφορά της εργασίας, συμπεριλαμβανομένου και του εφεδρικού στρατού των ανέργων, καθορίζεται ενμέρει από την πρόοδο του γενικού επιπέδου εκμηχάνισης, από το ρυθμό δηλαδή με τον οποίο οι εργάτες που έχουν δουλειά μετατρέπονται σε «πλεονάζον εργατικό δυναμικό». Συνεπώς, η ίδια η δριμύτητα της εκμηχάνισης προκαλεί ενα πλεόνασμα φτηνής εργατικής δύναμης, τόσο εκτοπίζοντας εργάτες από κάποιους κλάδους, όσο και περιορίζοντας την επέκταση της εργατικής δύναμης σε άλλους, αποτελώ- ντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ρυθμιστική δικλείδα προς την περαιτέρω εκμηχάνιση*.
Ακόμη και αν η εκτόπιση του εργατικού δυναμικού δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός από τους πίνακες που παραθέτουν τη διαχρονική εξέλιξη του εργαζόμενου πληθυσμού της μεταποίησης σε απόλυτους αριθμούς, μπορεί να εντοπιστεί στις μετρήσεις του σχεηχον μεγέθους. Πράγματι, αν μετατρέψουμε τα νούμερα σε ποσοστά επί του συνόλου των μη εργαζομένων στην αγροτική παραγωγή εργατών για κάθε χρόνο της απογραφής, η τάση αποκαλύπτεται με μια κάποια σαφήνεια (δες στήλη ποσοστών του πίνακα).
* Ό π ω ς έχει αναφερθεί, η χρήση των γραμμών μεταφοράς που σήμερα χαρακτηρίζουν τη λεγάμενη «αλά Detroit» αυτοματοποίηση, ξεκίνησε στη M orris Motors το 1927, αλλά κρίθηκε αντιοικονομική σε σχέση με το χαμηλό κόστος εργασίας που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη περίοδο [Edwin Mansfield, “Technological Change: M easurem ent, D eterm inants and Diffusion” στο National Commission on Technology, Autom ation and Economic Progress, The Employment Impact o f Technological Change, Π αράρτημα Τόμος II, Technology and the American Economy (Ουάσινγκτον D.C., 1966), σ. 100],
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 263
Εργάτες εκτός Γεωργίας, 1820-1970*
Εργάτες που δουλεύουν στη μεταποίηση, τις κατασκευές και άλλες βιομηχανίες παραγωγής προϊόντων.
Εργάτες εκτός γεωργίας σε χιλιάδες
Νούμερο σε χιλιάδες Ποσοστό%
1820 810 369 45,61830 1.167 550 47,11840 1.702 828 48,61850 2.732 1.375 50,31860 4.244 2.153 50,71870 6.023 2.979 49,51880 8.885 4.539 51,11890 13.549 6.549 48,31900 18.374 8.641 47,01910 25.750 11.836 46,01920 30.931 14.179 45,81870 6.075 2.890 47,61880 8.807 4.237 48,11890 13.380 6.155 46,01900 18.161 8.103 44,61910 25.779 11.864 46,01920 30.985 14.221 45,91930 38.358 15.345 40,01920 27.350 12.745 46,61930 29.424 11.943 40,61940 32.376 13.204 40,81950 45.222 18.475 40,91960 54.234 20.393 37,61970 70.616 23.336 33,0
’ Ο πίνακας δ ιαθέτει τρία ξεχωριστά μέρη, καθώς δεν υπάρχει ενιαία καταγραφή που να καλύπτει το σύνολο των 150 χρόνων από την πρώτη επαγγελματική απογραφή. Είναι εξάλλου αδύνατο να συγχωνευτούν οι τρεις επιμέρους απογραφές, καθώς καταρτίστηκαν στη βάση αρκετά διαφορετικών συλλογιστικών. Οι πρώτες δύο (από τους Ρ. Κ. W helpton το 1926 και Alba Edwards το 1943, αντίστοιχα) αποτελούν προσπάθειες ανασκευής των στοιχείων των γενικών απογραφών. Η τρίτη έχει καταρτιστεί με βάση στοιχεία της Γραμματείας Εργασιακών Στατιστικών (Bureau o f L abor Statistics) τα οποία προέρχονται από έρευνες μηνιαίων μισθολογίων. Πάντως, παρά την έλλειψη μ ιας συνεχούς καταγραφής για την περίοδο των 150 χρόνων, και παρά τη δεδομένη α- ναξιοπιστία των πρώιμων εργασιακών απογραφών, οι τάσεις είναι αρκετά εμφανείς, τόσο σε απόλυτα νούμερα όσο και σε ποσοστά [Ρ. Κ. W helpton, “O ccupational G roups in the U nited States, 1820-1920”, Journal o f the American Statistical Association (Σεπτέμβριος 1926), σ. 335 και Alba M. Edwards, Sixteenth Census Reports, Comparative Occupation Statistics for the United States, 1870-1940 (Ουάσιγκτον, 1943), κεφάλαιο X III. U.S. Bureau o f Labor Statistics, Handbook o f Labor Statistics 1972, Bulletin 1735 (Ουά- σινγκτον, 1972), σ. 89].
264 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Με δεδομένη την αναξιοπιστία των στατιστικών του 19ου αιώνα, θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα εκτός από το ότι, το ποσοστό των απασχολούμενων στις βιομηχανίες που αναφέρθηκαν παραπάνω κυμάνθηκε στενά μεταξύ 45% και 50% της συνολικής μη αγροτικής απασχόλησης. Και είναι αρκετά εντυπωσιακό ότι η συγκεκριμένη τάση συνεχίστηκε μόνο έως το 1920: από αυτό το σημείο και μετά, το ποσοστό μειώνεται διαρκώς, φτάνοντας στο 33% που σημειώνεται στην καταγραφή του 1970. Φαίνεται λοιπόν πως η ισορροπία μεταξύ αύξησης του όγκου παραγωγής και αύξησης της παραγωγικότητας κατέρ- ρευσε μέσα στη δεκαετία του 1920, όταν η απασχόληση σε αυτούς τους κλάδους (μεταποίηση, ορυχεία, κατασκευές) άρχισε για πρώτη φορά να μειώνεται ως ποσοστό επί της συνολικής, μη αγροτικής, απασχόλησης.
Εκείνο όμως που είναι ακόμη εντυπωσιακότερο, είναι η εμφανής μεταβολή της εργασιακής σύνθεσης στο εσωτερικό αυτών των κλάδων. Ό πως αναφέραμε ήδη, ο διαχωρισμός σύλληψης και εκτέλεσης, η μετακίνηση δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερης εργασίας από το εργαστήριο προς το γραφείο και η συνεπαγόμενη αναγκαιότητα διατήρησης μιας χάρτινης αναπαράστασης ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας, όλα αυτά συντελούν στην δημιουργία ενός πολυπληθούς τεχνικού και γραφειοκρατικού προσωπικού. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι στατιστικές από τις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες καταδεικνύουν πως, ξεκινώντας από τις αρχές του αιώνα, σημειώθηκε μια ταχεία αύξηση στο ποσοστό αυτών που δεν απασχολούνταν κατευθείαν στην παραγωγή. Επίσης είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ στον μεταποιητικό κλάδο γύρω στις αρχές του αιώνα το ποσοστό των εκτός άμεσης παραγωγής εργαζόμενων* ” ήταν ανάμεσα σε 5% και 10%, το ίδιο ποσοστό για την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανέλθει στο 25%. Τα διαθέσιμα νούμερα για τη μεταποιητική βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν ως εξής1*:
Τ α στοιχεία στις απογραφ ές των Ηνωμένων Πολιτειών για την αναλογία έμμεσα παραγωγικών και άμεσα παραγωγικών εργατών στην μεταποιητική βιομηχανία δείχνουν «μια συγκροτημένα ανοδική αλλά ξεκάθαρη τάση. Αυτή ξεκινά το 1899 και πα ρόλες τις διακυμάνσεις δ ιατηρεί την ανοδική της κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει πως αν κανείς ψ άχνει για τις γενεσιουργές της αιτίες, πρεπει να ανατρέξει σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα». Αυτό είναι το συμπέρασμα του George Ε. Delehanty, που διεξήγαγε μ ια α πό τ ις πλέον ενδελεχείς έρευνες πάνω στο θέμα. Ο Delehanty σημειώνει επίσης πως τα αρχεία που κρατούνται α πο τη Γραμματεία Εργασιακών Στατιστικών, δεδομένης της διαφορετικής τους αφετηρίας οδηγούν σε μια εικόνα διαφορετική από την παραπάνω. Εκεί, η αναλογία εμφανίζεται σταθερή μέχρι και το 1952, και ύστερα το ποσοστό των έμμεσα παραγωγικών υπαλλήλων αρχίζει να ανεβαίνει. Έ πειτα α πό συγκριτική μελέτη και των δύο πηγών, ο Delehanty καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατη η επι
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ
ΔιοικητικόΠροσωπικό
ΠαραγωγικόΠροσωπικό
Αναλο γ(αΔιοικητ ικοϋ/Π αρα- γωγικοΰ Προοωπι-
1899 348.000 4.496.000 7,7 %1909 750.000 6.256.000 12,01923 1.280.000 8.187.000 15,61929 1.496.000 8.361.000 17,91937 1.518.000 8.553.000 17,71947 2.578.000 11.916.000 21,6
Βέβαια, είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη αύξηση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στις τάσεις που μας έχουν απασχολήσει ως τώρα, δηλαδή στην αναδιάρθρωση της παραγωγής και την καλπάζουσα εκμηχάνιση. Η κατηγορία των έμμεσα παραγωγικών εργαζόμενων είναι ετερογενής· ή όπως σημειώνει κι ο Delehanty, είναι μια συμπληρωματική κατηγορία: περιλαμβάνει όλους εκείνους που απασχολούνται στη μεταποίηση, εκτός από εκείνους που δουλεύουν στην παραγωγή, το προσωπικό συντήρησης και τους βοηθητικούς εργαζόμενους. Συνεπώς, αυτή η κατηγορία δεν περιλαμβάνει μόνο τους μηχανικούς, τους τεχνικούς και τους λοιπούς υπάλληλους γραφείου που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και το προσωπικό που απασχολείται στα τμήματα διοίκησης, μάρκετινγκ, λογιστηρίου, κλπ. Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν τον εύκολο διαχωρισμό των έμμεσα παραγωγικών εργαζόμενων σε εκείνους που σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και σε εκείνους που σχετίζονται με άλλες όψεις της εταιρικής δραστηριότητας. Υπάρχουν όμως επαρκείς ενδείξεις για να ισχυριστεί κανείς πως το αμιγώς τεχνικό κομμάτι των έμμεσα παραγωγικών εργαζομένων είναι και το μικρότερο.
Για παράδειγμα, ο Emil Lederer, ένας από τους πρώτους μελετητές του ζητήματος, σημειώνει πως στη Γερμανία μεταξύ του 1895 και του 1907, ενώ το τεχνικό προσωπικό στη μεταποίηση, στα ορυχεία και τις κατασκευές αυξήθηκε κατά 153 τοις εκατό, το διοικητικό-εμπορικό προσωπικό αυξήθηκε κατά 206 τοις εκατό2. Και ο Delehanty εξάλλου σημειώνει ότι, ενώ το 1961 τα εργοστάσια των ΗΠΑ απασχολούσαν 35 εργαζόμε
λογή της ορθής, με βάση τα υπάρχοντα στατιστικά στοιχεία [George Ε. Delehanty, Nonproduction Workers in U.S. Manufacturing (Άμστερνταμ, 1968), σ. 50-55], Ανεξάρτητα πάντως από τα αίτια της συγκεκριμένης στατιστικής ιδιοτροπίας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει αρκετά πειστικά ότι η αύξηση των μη παραγωγικών εργατών ξεκίνησε στις Η νωμένες Π ολιτείες, όπως και αλλού, πολύ πριν το 1952.
266 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νους εκτός της παραγωγικής διαδικασίας για κάθε 100 εργάτες, μόνο το 7,9 % από αυτούς ήταν μηχανικοί, επιστημονικό προσωπικό ή τεχνικοί3.
Συνεπώς, αν θέλουμε να εκτιμήσουμε τον πληθυσμό του νέου τεχνικού προσωπικού, που η νέα βιομηχανική επανάσταση χρέωσε με τις αρμοδιότητες του προγραμματισμού και του σχεδιασμού της παραγωγικής διαδικασίας, θα ήταν καλύτερα να στραφούμε από τις γενικές βιομηχανικές στατιστικές στις μελέτες απασχόλησης που αφορούν ειδικά αυτούς που δουλεύουν στον τεχνικό τομέα. Σύμφωνα με αυτές τις έρευνες, το 1970 υπήρχαν στις ΗΠΑ κάπου 1,2 εκατομμύρια μηχανικοί που δούλευαν κυρίως στη μεταποίηση, αλλά και στις επικοινωνίες, στις μεταφορές, στο δημόσιο, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, κλπ. Την ίδια περίοδο, υπήρχαν περίπου 1 εκατομμύριο τεχνικοί συμπεριλαμβανομένων των σχεδιαστών και μακετίστων, καθώς και 365.000 φυσικοί επιστήμονες όλων των ειδών. Ο συνολικός πληθυσμός των παραπάνω ανέρχεται σε 2,5 εκατομμύρια, ένας αριθμός τεράστιος αν συγκριθεί με τους 80.000 εργαζόμενους που αντιστοιχούσαν στην ίδια κατηγορία το 1900. Είναι σαφές πως πρόκειται για εντελώς καινούργιες επαγγελματικές ομαδοποιήσεις που προέκυψαν μέσω της επανάστασης στην παραγωγή που συντελέστηκε τα τελευταία εκατό χρόνια.
Ό μω ς παρ’ όλη τη ραγδαία ανάπτυξη που περιγράφηκε, οι τεχνικές ειδικεύσεις των ΗΠΑ παραμένουν προνόμιο μιας σχετικά μικρής ομάδας του εργαζόμενου πληθυσμού. Πράγματι, όλοι μαζί οι μηχανικοί, οι χημικοί, οι λοιποί φυσικοί επιστήμονες, οι αρχιτέκτονες, οι σχεδιαστές και οι τεχνικοί αντιστοιχούσαν μοναχά στο 3 τοις εκατό του συνολικού εργατικού δυναμικού για το έτος 1970. Φυσικά, αυτό το νούμερο μπορεί να αυξηθεί με την προσθήκη των μάνατζερ που λειτουργούν ως τεχνικοί προϊστάμενοι, αν και είναι αδύνατο να εξακριβωθεί πόσοι είναι αυτοί. Από την άλλη όμως, θα έπρεπε να αφαιρέσουμε το επιστημονικό προσωπικό που η δουλειά του δεν αφορά την παραγωγή, καθώς και ένα μεγάλο αριθμό από μακετίστες, όπως επίσης και μια μεγάλη μερίδα τεχνικών που, παρότι «τεχνικοί», αναλαμβάνουν εργασίες τελείως απλές, επαναλαμβανόμενες και με εξαιρετικά σύντομη περίοδο εκμάθησης, συνεπώς δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις λειτουργίες σχεδιασμού και προγραμματισμού της παραγωγικής διαδικασίας. Συμψηφίζοντας, μπορούμε να καταλήξουμε με σχετική ασφάλεια, ότι το σύνολο της τεχνικής γνώσης που απαιτείται για τη λειτουργία διαφόρων κλάδων της αμερικανικής βιομηχανίας έχει συγκεντρωθεί σε μια ομάδα που αντιστοιχεί περίπου στο 3 τοις εκατό του συνολικού εργατικού δυναμικού, αν και το ποσοστό μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με τον βιομηχανικό κλάδο.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 267
Σήμερα, το επάγγελμα του μηχανικού παραμένει αποκλειστικό προνόμιο όσων έχουν αποκτήσει το σχετικό πτυχίο μετά από τουλάχιστον τετραετή φοίτηση. Το επάγγελμα περιλαμβάνει τόσο έναν αριθμό παραδοσιακών ειδικοτήτων, όσο και καινούριες κατευθύνσεις, όπως είναι για παράδειγμα η κατεύθυνση του αεροναυπηγού· ωστόσο, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ειδικότητα μεταξύ των μηχανικών είναι αυτή του μηχανικού παραγωγής. Η συγκεκριμένη ειδίκευση απέκτησε την αυξανόμενη δημο- τικότητά της μετά το 1930 και αφορά το κομμάτι των μηχανικών που α- σχολείται πιο άμεσα με το σχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας. Σε αντίθεση πάντως με την όψιμη δημοτικότητα του επαγγέλματος του μηχανικού, θα ήταν πολύ δύσκολο να συναντήσει κανείς έστω κι ένα μηχανικό στις ΗΠΑ του πρώτου μισού του 19ου αιώνα· έχει υπολογιστεί πως το 1816 υπήρχαν στις ΗΠΑ το πολύ 30 μηχανικοί, ή άνθρωποι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μηχανικοί. Η πρώτη επαγγελματική απογραφή που κατέγραψε το επάγγελμα του μηχανικού ως διακριτό επάγγελμα ήταν εκείνη του 1850, που περιλάμβανε κάπου 2.000 πολιτικούς μηχανικούς, οι περισσότεροι απ’ τους όποιους δεν είχαν ακαδημαϊκούς τίτλους και συνήθως δούλευαν στην κατασκευή καναλιών ή σιδηροδρόμων. Με την άνοδο της βιομηχανίας όμως, οι άλλες κατηγορίες μηχανικών άρχισαν να αποκτούν ένα σημαντικό μέγεθος, έτσι ώστε μεταξύ του 1880 και του 1920, ο αριθμός των μηχανικών όλων των ειδικεύσεων αυξήθηκε κατά2.000 τοις εκατό φτάνοντας από τις 7.000 στις 136.000· οι πολιτικοί μηχανικοί πέρασαν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους μεταλλειολόγους, τους μηχανολόγους, τους ηλεκτρολόγους και τους χημικούς μηχανικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ μέχρι το 1870 μόνο 866 πτυχία μηχανικών είχαν απονεμηθεί για ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1890 οι εγγραφές φοιτητών σε πολυτεχνικές σχολές ξεπέρασαν το παραπάνω νούμερο. Ως τα 1930, οι εγγραφές στις πολυτεχνικές σχολές είχαν φτάσει τις 30.000 κατ’ έτος4.
Η τεράστια και διαρκής ανάπτυξη της ζήτησης για μηχανικούς δημιούργησε ένα νέο μαζικό επάγγελμα. Αυτή η εξέλιξη, ταυτόχρονα με τη δημιουργία και άλλων νέων επαγγελμάτων, όπως αυτό του λογιστή, απο- τέλεσε μια επαγγελματική διέξοδο γιά τα κομμάτια της παλιάς μεσαίας τάξης που χτυπήθηκαν από τη σχετική κρίση των μικροεπιχειρήσεων τόσο στο εμπόριο, όσο και στα διάφορα άλλα πεδία δραστηριοποίησης της μικρής επιχείρησης. Από την άλλη μεριά όμως, καθώς οι μηχανικοί γίνονταν μαζικό επάγγελμα, ο κλάδος τους άρχιζε να επιδεικνύει, έστω και α- μυδρά, τα βασικά χαρακτηριστικά των άλλων μαζικών επαγγελματικών κλάδων: ορθολογικοποίηση, καταμερισμό της εργασίας, απλοποιημένα
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
καθήκοντα, εκμηχάνιση, καθοδικές μισθολογικές τάσεις, ένα κάποιο ποσοστό ανεργίας και τέλος, ορισμένες προσπάθειες συνδικαλισμού.
Σε μια έρευνα που έγινε από την «Εθνική Γραμματεία Οικονομικών Ερευνών» (National Bureau of Economic Research), με τίτλο Προσφορά και Ζήτηση Επιστημονικού Προσωπικού, οι David. Μ. Blank και George. J. Stigler υποστηρίζουν ότι: «Στις ΗΠΑ, από το 1890 και μετά, η ζήτηση επιστημονικού προσωπικού αυξήθηκε με αρκετά γρήγορους ρυθμούς, αλλά η αντίστοιχη προσφορά αυξήθηκε ακόμη ταχύτερα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας καθοδικής τάσης στους μισθούς σε σύγκριση με τους μισθούς του συνολικού εργαζόμενου πληθυσμού». Οι δύο ερευνητές κατάρτισαν ένα δείκτη σύγκρισης μισθών που αφορούσε το μισθό του «μέσου μηχανικού» και το μισθό του πλήρως απασχολούμενου βιομηχανικού εργάτη. Αν υποθέσουμε πως η τιμή αυτού του δείκτη ήταν 100 το 1929, το 1954 ήταν μόνο 66.65.
Η δουλειά του μηχανικού είναι κατά κύριο λόγο μια δουλειά σχεδια- σμού, όταν όμως κάποιο έργο ξεπεράσει ενα κρίσιμο μέγεθος, ακόμη και οι εργασίες σχεδιασμού μπορούν να υπαχθούν στις βασικές αρχές του καταμερισμού της εργασίας. Μπορούμε να βρούμε ένα καλό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας στον τρόπο με τον οποίο, η Α. Ο. Smith Company οργάνωσε τη δουλειά του μηχανικού στο εργοστάσιο παραγωγής πλαισίων αυτοκινήτων, που κατασκεύασε κατά τη δεκαετία του 1950. Ακόμη και για τη δουλειά του μηχανικού, οι βασικές κατευθύνσεις περιλάμβαναν από τη μια τη διάσπαση κάθε σχεδιαστικής εργασίας σε επιμέρους εργασίες, και από την άλλη, τη διάσπαση του τεχνικού προσωπικού σε ειδικότητες:
Αρχικά κατασιρώσαμε ένα πίνακα αξιολόγησης όλων των διαθέσιμων μηχανικών. Εκεί περιλαμβάνονταν χαρακτηριστικά όπως οι τεχνικές ειδικότητες, η γενικότερη συμπεριφορά, και η όποια προϋπηρεσία. Για παράδειγμα διάφοροι ήταν απόλυτα ε- ξειδικευμένοι σχεδιαστές, άλλοι ήταν απλώς ικανοί στο σχέδιο κι άλλοι ήταν μέτριοι. Το διάγραμμα καταστρώθηκε με τη βοήθεια των προϊστάμενων κάθε ομάδας που ήξεραν καλύτερα τους υφισταμένους τους.
Διεξάχθηκε ακόμη και ψυχολογική αξιολόγηση του καθε- νός....
Έπειτα, συγκεντρώσαμε τους μηχανικούς και τους εκθέσαμε τους στόχους μας λεπτομερώς...θέσαμε σαφέστατους κανόνες λειτουργίας. Καταστήσαμε σαφές ότι δεν θα ανεχθούμε την παραμικρή παραβίαση αυτών των κανόνων, αλλά θα τους τηρήσουμε με θρησκευτική ευλάβεια, ότι όποιος δεν μπορούσε να λει
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 269
τουργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να φύγει, και ότι για οκτώ ώρες τη μέρα θα έπρεπε να υπακούν κατά γράμμα σε αυτούς τους κανόνες. Από τη μεριά μας, δεσμευτήκαμε ότι θα αξιολογούσαμε όποιο παράπονο έφτανε σ’ εμάς δια της επίσημης οδού και θα προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε τους κανονισμούς, όμως εκείνο που θέλαμε εξαρχής, ήταν να μην προβεί κανείς από μόνος του στην οποιαδήποτε μεταβολή του λειτουργικού μοντέλου που είχαμε ήδη καταρτίσει.
Ζητήσαμε τέλος από τους προϊστάμενους να κοιτάνε τη δουλειά τους και να μην ασχολούνται με θέματα εκτός των αρμοδιοτήτων τους, όπως για παράδειγμα ο συντονισμός των διαφόρων ομάδων. Οι συγκεκριμένες ενασχολήσεις ήταν πλέον αρμοδιότητα του τμήματος διοίκησης μηχανικών.6
Ομολογουμένως, η διαδικασία που περιγράφηκε υιοθετήθηκε υπό πίεση χρόνου. Παρόλ’ αυτά όμως, δεν είναι λίγα τα έργα μεγάλης κλίμακας που οργανώνονται με τρόπους ώστε οι μηχανικοί να περιορίζονται στην εκτέλεση μιας μεμονωμένης σχεδιαστικής εργασίας ή ενός πολύ συγκεκριμένου καθήκοντος, ενώ η συνολική σύλληψη του έργου παραμένει αποκλειστικό προνόμιο του «τμήματος διοίκησης μηχανικών». Ταυτόχρονα βέβαια, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο τόσο στη σχεδίαση, όσο και γενικότερα στην επίλυση προβλημάτων της επιστήμης του μηχανικού, οδηγώντας στη μετάφραση της παραδοσιακής «γραφηματικής» γλώσσας των μηχανικών σε μία μορφή περισσότερο «αριθμητική», συμβατή με τους υπολογιστές και τον υπόλοιπο εξοπλισμό αριθμητικού ελέγχου7. Ο δρόμος που ανοίγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγεί στη μεταφορά ενός μέρους των λειτουργιών του μηχανικού στην αρμοδιότητα του περίπλοκου ηλεκτρονικού εξοπλισμού, που είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο να αναλαμβάνει πολλές από τις λειτουργίες της παραγωγής. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο μέρος της διαδικασίας σχεδιασμού - και πιο συγκεκριμένα εκείνο που συνίσταται στην ανάκληση τυποποιημένων πληροφοριών από εγχειρίδια και αρχεία και στην υπολογιστική τους επεξεργασία - μπορεί πλέον να ανατεθεί εξ ολοκλήρου στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Υπάρχουν εξάλλου αντικείμενα, όπως είναι για παράδειγμα οι έκκεντροι μηχανισμοί, που μπορούν πλέον να σχεδιαστούν με τη χρήση προγραμματισμένων υπολογισμών, καθιστώντας έτσι περιττή τη χρήση σχεδίων τόσο στον αρχικό καθορισμό του αντικειμένου, όσο και κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Οι τρέχουσες πρακτικές περιλαμβάνουν τη χρήση αριθμητικών πινάκων και εκτυπώσεων, αλλά η εκτεταμένη χρήση των εργαλειομηχανών αριθμητικού ελέγχου ευνοεί τη χρήση μαγνητικών
270 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μέσων αποθήκευσης που θα χρησιμοποιούνται κατευθείαν για το χειρισμό των μηχανών.
Έ να καλό παράδειγμα συνθέτου προϊόντος, που σήμερα σχεδιάζεται αυτόματα, είναι οι μικροί ηλεκτροκινητήρες. Ξεκινώντας από κάποιες δοσμένες προδιαγραφές, ο υπολογιστής επιλέγει τόσο τους πυρήνες του στάτορα και του ρότορα, όσο και τον άξονα και τις εδράσεις του ρότορα, από ένα σύνολο τυποποιημένων κομματιών(2). Επίσης, ο υπολογιστής πραγματοποιεί τους υπολογισμούς που χρειάζονται για τον καθορισμό των διαστάσεων του καλωδίου και τον αριθμό σπειρών του πηνίου. Τα εισαγόμενα δεδομένα αυτής της αυτοματοποιημένης διαδικασίας σχεδίασης δεν είναι παρά ένας πίνακας αριθμών που καταρτίζεται από τον μηχανικό, με βάση την επιθυμητή απόδοση του κινητήρα. Τα εξαγόμενα του υπολογιστή είναι μια λίστα που περιλαμβάνει τα τυποποιημένα μέρη που θ’ αποτελέσουν τον κινητήρα, καθώς και δεδομένα που αφορούν το είδος του καλωδίου, τη μορφή των σπειρών και τον αριθμό των περιελίξε-
Οι ίδιες μέθοδοι χρησιμοποιούνται στις μελέτες αντοχής πτερύγων αεροπλάνων, στη σχεδίαση γεφυριών, σε μελέτες σχεδίασης κτιρίων, και σε άλλα μηχανικά προβλήματα. Εκτός από την εξοικονόμηση εργασίας που επιτυγχάνεται με την υιοθέτηση των συγκεκριμένων τεχνικών, οι επιπτώσεις στην απασχόληση των μηχανικών είναι αντίστοιχες με εκείνες που προκύπτουν από την εφαρμογή του αριθμητικού ελέγχου. Πράγματι, καθώς αυτές οι τεχνικές εφαρμόζονται με βάση την επικρατούσα αντίληψη περί καταμερισμού της εργασίας, οι μηχανικοί και οι σχεδιαστές αντικαθίστανται από δακτυλογράφους και χειριστές μηχανημάτων, κατά συνέπεια η γνώση που αφορά την σύλληψη και τον σχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας συγκεντρώνεται σε ακόμη λιγότερα χέρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ίδια ακριβώς διαδικασία που ευθύνεται για την αύξηση του πληθυσμού των μηχανικών στρέφεται τώρα εναντίον τους, βοηθούμενη από τη μαζικότητα του επαγγέλματος, την ύπαρξη καθηκόντων των οποίων η τυποποίηση είναι εφικτή και την πρόοδο της τεχνολογίας στον τομέα των ηλεκτρονικών στερεάς κατάστασης.
Σε μια κάπως διαφορετική περιοχή του εργασιακού τοπίου, υπολογίζεται πως το 1970 στις Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονταν περίπου ένα εκατομμύριο τεχνικοί, δίχως να λαμβάνονται υπόψη σι απασχολούμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Από αυτούς, γύρω στους 310.000 ήταν μακετίστες, κάπου 90.000 ήταν τοπογράφοι, ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ή ασυρματιστές, αφήνοντας περίπου 600.000 για τις υπόλοιπες ειδικότητες, αριθμός που περιλαμβάνει τόσο τους τεχνικούς των πολυτεχνικών επαγγελμάτων όσο και τους τεχνικούς επιστημονικών εργα
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 271
στηρίων. Αν και δεν υπάρχει ένας γενικά αποδεκτός ορισμός του όρου «τεχνικός», το διακριτό χαρακτηριστικό του είναι πως η θέση του είναι συνήθως «υποστηρικτική» της δουλειάς του μηχανικού και του επιστήμονα· όποια εργασία μπορεί να ανατεθεί σε κάποιον λιγότερο εκπαιδευμένο και χειρότερα αμειβόμενο, προορίζεται για τον τεχνικό*. Οι περισσότεροι τεχνικοί δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη εξιδείκευση ή γνώσεις πέρα από αυτές που έχουν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της εργασίας· σήμερα όμως, με την αύξηση των εγγραφών σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι εργοδότες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερους απόφοιτους τεχνικών ιδρυμάτων διετούς ή ακόμη και τετραετούς φοίτησης. Ο μισθός του τεχνικού δεν είναι σημαντικά υψηλότερος από αυτόν που παίρνουν οι τεχνίτες. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1971 ο μέσος εβδομαδιαίος μισθός ενός σχεδιαστή μηχανολογικού σχεδίου ήταν 170 δολάρια, ενώ ο μέσος εβδομαδιαίος μισθός ενός πεπειραμένου τεχνίτη ή ενός επιστάτη ήταν 167 δολάρια9.
Στα πλαίσια των σχετικά νεότευκτων επαγγελματικών ομάδων που αναφέραμε, και ιδιαίτερα μεταξύ των μηχανικών και του επιστημονικού προσωπικού, βρίσκουμε συγκεντρωμένο το σύνολο σχεδόν της τεχνικής γνώσης που απαιτείται στις σύγχρονες παραγωγικές διαδικασίες. Αλλά οι μεταβολές που επιφέρει η επανάσταση στη διοίκηση και το μηχανολογικό εξοπλισμό δεν εξαντλούνται εδώ. Πράγματι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τη γέννηση και διαμόρφωση μιας τεράστιας μάζας εργατών γραφείου, των οποίων η δουλειά περιλαμβάνει όλα όσα στο παρελθόν διεκπε- ραιώνονταν στο εσωτερικό του εργαστηρίου, ή στα μικρά και με πολύ λι- γοτερες αρμοδιότητες γραφεία των επιχειρήσεων του παρελθόντος. Η σύγχρονη διοίκηση επιζητά να διευθύνει την παραγωγική διαδικασία από το γραφείο, κατασκευάζοντας μια χάρτινη αναπαράσταση της παραγωγής που εξελίσσεται παράλληλα με την πραγματική, και επιδιώκει να προεξοφλήσει οτιδήποτε λαμβάνει χώρα εντός της. Κι αυτή η απαίτηση
’ Π ρέπει να σημειωθεί εδώ, ά ιι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ του βρετανικού και του αμερικανικού μοντέλου σχετικά με την απασχόληση των τεχνικών. Ό π ω ς μας πληροφορεί μ ια πρόσφατη σχετική μελέτη, «η βρετανική βιομηχανία α πα σχολεί 4,7 τεχνικούς ανά μηχανικό σε αντίθεση με το αντίστοιχο αμερικανικό ποσοστό των 0,62 τεχνικών ανά μηχανικό». Τ ο αντίστοιχο γερμανικό και γαλλικό ποσοστό, έχουν επίσης υψηλές τιμές σε σύγκριση με το αμερικανικό, ψτάνοντας κοντά στους 2,5 τεχνικούς ανά μηχανικό. Ό π ω ς μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε, το επάγγελμα του τεχνικού είναι πολύ σημαντικότερο στις ευρωπαϊκές χώρες α π ' ό,τι στις Η νωμένες Π ολιτείες [Β. C. Roberts, Ray Loveridge, Jo h n G ennard , J . V. Eason κ.α., Reluctant Militants: A Study o f Industrial Technicians (Λονδίνο, 1972), σ. 7- William M. Evan, "On the M argin - T he Engineering Technicians” στο The Human Shape o f Work: Studies in the Sociology o f Occupations, επιμ. Peter L. Berger, (Νέα Υόρκη, 1964), Π ίνακας I, σ. 104].
272 ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στην ανάγκη διατήρησης ενός τεράστιου όγκου αρχείων και διαχείρισης ενός τεράστιου όγκου πληροφοριών. Οι πρώτες ύλες, τα ενδιάμεσα στάδια της κατεργασίας, οι αποθήκες ετοίμων, η εργασία και οι μηχανές, όλα τους γίνονται πλέον αντικείμενα πλέον ενδελεχούς χρονικού προγραμματισμού και καταλογογράφησης. Το κάθε βήμα της παραγωγικής διαδικασίας αναλύεται, καταγράφεται και ελέγχεται από μακριά για να ανασυγκροτηθεί έπειτα σε αναφορές και εκθέσεις. Αυτές με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν μια πολυ-επίπεδη απεικόνιση της παραγωγής η οποία πληροφορεί (συχνά σε ημερήσια βάση) τη διοίκηση για την πρόοδο της παραγωγής, την ανάγκη επισκευών και συντήρησης, τις αποστολές εμπορευμάτων, την πληρότητα των αποθηκών, κ.ο.κ. Αυτή η δουλειά διεκπεραιώνεται από στρατιές υπαλλήλων, βουνά μηχανημάτων επεξεργασίας πληροφοριών, και φυσικά από μια διοίκηση αφιερωμένη με θρησκευτικό ζήλο στην επιτυχή ολοκλήρωσή της. Βέβαια, δεν υπάρχει τρόπος διαχωρισμού των συγκεκριμένων εργασιών από τις λοιπές διοικητικές λειτουργίες της επιχείρησης, καθώς οι παράπλευρες εργασίες της παραγωγής δεν ταξινομούνται ξεχωριστά· στην πραγματικότητα όμως, οι εργασίες αυτού του τύπου εμπλέκονται τόσο στενά με την υπόλοιπη διοικητική εργασία που η ξεχωριστή στατιστική καταγραφή τους είναι κατά πάσα πιθανότητα αδύνατη, θ α πρέπει λοιπόν, εκτός από τις τεχνικές όψεις που μας απασχόλησαν μέχρι τώρα, να περιγράφουμε και άλλες δυνάμεις που δρουν υπό το καθεστώς του μονοπωλιακού καπιταλισμού επιφέροντας μεταβολές στο είδος των απασχολήσεων του εργαζόμενου πληθυσμού.
Βιβλιογραφικές αναφορές τον συγγραφέα
1. R e in h a rd B endix , Work and Authority in Industry (Ν έα Υ όρκη, 1956, 1963), σ. 214 (Ο ι υ πολογισμ οί έχουν γίνε ι με βάση τα στο ιχε ία που πα ρ α τίθεντα ι στο Seym our M elm an, “T h e Rise o f A dm inistra tive O v erh ead in M anufactu ring In d u s tr ie s o f th e U nited States, 1899-1947”, Oxford Economic Papers, τομ . I l l [1951], σ. 66).2. G eo rge E. D elehanty , Nonproduction Workers in U.S. M anufacturing (Ά μστερνταμ,1968), σ. 66.3. Στο ίδ ιο σ. 142.4. R obert Petrucci a n d Jo e l E. G erstl, The Engineers and the Social System (Ν έα Y<5p- κη κα ι Λονδίνο, 1969), σ. 53.5. David Μ. B lank a n d G eo rge J . S tigler, The Demand and Supply o f Scientific Personnel (Ν έα Υ όρκη, 1957), σ. 21, 25.6. Ja m es R. B righ t, Automation and Management (Βοστόνη, 1958), σ. 96.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ 273
7. Robert Η. Cushman, “Using Computer Aided Design to Talk to Machines in thw Factory”, EDN (Electrical Design News), 15 Αυγούστου 1972, σ. 28-32.8. Boije Langefors, “Automated Design” στο επίμ. Robert Colbom, Modem Science and Technology (Πρίνστον, Ν.Τζ., 1965), σ. 699.9. Occupational Outlook (Quarterly (Φθινόπωρο 1973), o. 28' Paul O. Flaim and Nicholas I. Peters, “Usual Weekly Earnings of American Workers”, Monthly Labor Review (Μάρτιος 1972), σ. 33.
Σημειώσεις rov μεταφραστών
(1). Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Braverman είναι «production workers* και «nonproduction workers». Αυτές οι δύο στατιστικές κατηγορίες αναφέρονται αντίστοιχα σε εργάτες που συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγική διαδικασία και σε εργάτες που συμμετέχουν έμμεσα σε αυτήν. Παρακάτω θα αποδίδουμε αυτούς τους όρους τόσο περιφραστικά όσο και ως «άμεσα παραγωγικοί» και «έμμεσα παραγωγικοί» εργάτες.(2). Τόσο οι ηλεκτροκινητήρες, όσο και οι γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος αποτελούνται από ένα κινούμενο μέρος (το ρότορα) που περιστρέφεται μέσα σ’ ένα ακίνητο μέρος (το στάτορα). Τόσο ο στάτορας όσο και ο ρότορας αποτελούνται από πηνία αναρτημένα σε κατάλληλη διάταξη. Ένα πηνίο είναι ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο τυλιγμένο ελικοειδώς γύρω από ένα κυλινδρικό κομμάτι σίδερου που α- ποκαλείται «πυρήνας»- όταν το καλώδιο διαρρέεται από ρεύμα το πηνίο παράγει μαγνητικό πεδίο. Η αλληλεπίδραση των κινούμενων μαγνητικών πεδίων των πηνίων δίνει την κίνηση στον ηλεκτροκινητήρα και παράγει το ηλεκτρικό ρεύμα στην ηλεκτρική γεννήτρια.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Αεροπορία των ΗΠΑ, 221.Αίγυπτος (αρχαία), 78.Αλλοτρίωση, 70.
Ο Schmidt για τη θεωρία περί αλλοτρίωσης του Μαρξ, 42, 42σημ.
Αμερικανική Εταιρεία Μηχανολόγων Μηχανικών, δες American Society of Mechanical Engineers, ASME. Αμερικανική Χημική Εταιρεία, 182. Ανταλλακτική σχέση, 65-6.
Πώληση της εργατικής δύναμης, 67-8, 69-71.
Απασχόληση, μεταβολές της απασχόλησης, 24, 194.
Δυσκολίες της ανάλυσης των μεταβολών, 19-20.Επιπτώσεις του μάνατζμεντ και της τεχνολογίας, 261-272.Και «νέα εργατική τάξη·, 40.Και ορισμός της εργατικής τάξης, 38-9.
Αριθμητικός έλεγχος, 220-9.Αριστοτέλης, 60, 66.Ατμομηχανή, 177-8, 188στμ. Αυτοκινητοβιομηχανία, 229, 268.
Η Ford, 165-9.Και εργασιακή δυσαρέσκεια, 46-8.
ΑυτοματισμόςΜελέτη του Bright περί αυτοματισμού και μάνατζμεντ, 237-46.Ο Friedmann για τις προοδευτικές όψεις του αυτοματισμού, 254σημ.
Αφηρημένη εργασία(Σχετική θεωρία του Μαρξ), 203-4.
Βαρελάδες στη Νέα Υόρκη, 154-155.
Βατ, Τζέίμς, δες Watt, James.Βέμπερ, Μαξ, δες Weber, Max. Βιομηχανική επανάσταση, 186.
Και επιστήμη, 175-8.Βιομηχανικός εργάτης, δες εργάτης. Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου, δες Industrial Workers of the World. Βιομηχανικός καπιταλισμός
Προέλευση, 73-7.Νομοθεσία στις απαρχές, 80-1.Δες επίσης καπιταλισμός.
Βιομηχανική ψυχολογία, 103-4, 160-5. Βρετανία, δες Μεγάλη Βρετανία. Βρετανική Επιθεώρηση της Ψυχιατρικής, δες British Journal of Psychiatry.Βουλή των Αντιπροσώπων, κατάθεση του Taylor, 109-14, 135, 136-7.
Γαλλία, 105, 107, 180-1, 271σημ.Γυναίκες υπάλληλοι γραφείου, 151.
Γερμανία, 107.Αύξηση εμπορικού και τεχνικού προσωπικού, 265-6.Ενσωμάτωοη της επιστήμης στην παραγωγή, 179-83.Γερμανοί επιστήμονες έρχονται στις ΗΠΑ, 185.
Γεωργία, Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ,183.Γραμματεία Εργασιακών Στατιστικών, 248, 263σημ, 264σημ.Γραφεία, υπάλληλοι γραφείου, 267, 271.
Ο Crozier για την προλεταριοποίηση, 151.Εργασιακή δυσαρέσκεια, 45, 48-9.Δες επίσης εργάτες.
Γραφειοκρατικοποίηση, 164-5.Και καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, 139σημ.
Γυναίκες, 46.Σε εργασίες γραφείου, γραμματείας, κλπ, 151.
Δάσκαλοι, 40.Δεξιότητες, τεστ δεξιοτήτων, 163-5. Δεύτερη Διεθνής, 25.Διοίκηση προσωπικού, 103-4, 160σημ.
Εθνική Γραμματεία Οικονομικών Ερευνών (National Bureau of Economic Research), 268.Ελασματουργεία, 227-8.Εμπλουτισμός της εργασίας, 49-53. Εμπορικός καπιταλισμός, 77-8.
Δες επίσης καπιταλισμός.Ένγκελς, δες Engels.Ενδυμάτων βιομηχανία, 234-5.Έντισον Τόμας, δες Edison, Thomas. «Εξορθολογισμός», 225-6, 234.
Και τεϊλορισμός, 107-8. Επαγγελματικές ανακατατάξεις, 20,53, 266-7.
Και «νέα εργατική τάξη·, 38-9.Δες επίσης τέχνη.
Επίπλων βιομηχανία, 232-3.Επιστήμη, 105, 186, 229.
Αντικαθιστά την τέχνη, 128, 151, 153-6, 175.
Εφαρμογή της στην παραγωγή, 101. Και επιστημονικό μάνατζμεντ, 102. Και μονοπωλιακός καπιταλισμός, 183. Και σύγχρονη βιομηχανία, 175-83.
Επιστήμονες (επιστημονικοί εργάτες), 40, 266.Επιστημονικό μάνατζμεντ, 101.
Βιομηχανική ψυχολογία, 103, 160-3.Ο έλεγχος ως βασικό στοιχείο του, 106-7.Επιπτώσεις του, 145-58.Η επιστήμη και το επιστημονικό μάνατζμεντ, 102.Εργασιακές διαδικασίες ως σημείο εστίασης, 103-6.
Κριτική του Drucker, 53-4, ΙΟΙσημ, 104.Ο Λένιν περί επιστημονικού μάνατζμεντ, 27.Μετατροπή του εργάτη σε μηχανή, 193-4.Τεϊλορικές αρχές, 131-40.Τεχνολογία, 101-2, ΙΟΙσημ.
ΕργαλείαΑνθρώπινη εξέλιξη και, 63-4.Μηχανές και, 213-4.
ΕργασίαΆμεσα και έμμεσα παραγωγική, 273στμ.Ανθρώπου και ζώων, 59-62.Και εργατική δύναμη, 65,69.Και ανθρώπινη εξέλιξη, 63.
Η εργασία στην Αμερική (αναφορά της Ειδικής Επιτροπής που συστάθηκε από το Υπουργείο Υγείας Εκπαίδευσης και Πρόνοιας), 45.Εργασιακή διαδικασία, 24,103.
Και αριθμητικός έλεγχος, 220-9.Στη γραμμή παραγωγής του Ford, 165-6.Και διαχωρισμός σύλληψης- εκτέλεσης, 64-6, 132-3, 137, 145-7,192-4, 228-9.Τεϊλορική επίθεση στον εργατικό έλεγχο επί των εργασιακών διαδικασιών, 118-20, 125-6, 132-40. Και καταμερισμός της εργασίας, 90-8. Και μηχανές, 208-18, 229-31.'Ελεγχος του μάνατζμεντ επί των εργασιακών διαδικασιών, 218-20.Και τεχνοεπιστημονική επανάσταση, 191-3.
Εργασιακή δυσαρέσκεια Και μάνατζμεντ, 52-4.Κατά Mills ανάλυση της αλλοτρίωσης, 42-3.Κατά τη δεκαετία του 1970,45-54.
Εργασιακή θεωρία της αξίας, 65.Εργάτες, 94, 251-2.
άμεσα και έμμεσα παραγωγικοί, 1820- 1970, 263-6.
Αντιδράσεις στο επιστημονικό μάνατζμεντ, 156-7.Απλοποιημένα καθήκοντα, 148-50. Αριθμητικός έλεγχος και εργάτες, 222, 223, 224-5.Αυτοματισμός και εργατικές ικανότητες, 237-50.Blue collar, white collar, 56στμ. Διαχωρισμός σύλληψης και εκτέλεσης, 145-7.Μελέτη χρόνων-κινήσεων και εργάτες, 200-3.Προσαρμογή του εργάτη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, 159- 61.Πώληση της εργατικής δύναμης, 65-8. Ο Taylor και οι εργάτες, 109-25.
Εργατική δύναμηΣτον καπιταλισμό, 65-71, 74.Και καταμερισμός της εργασίας, 96-7. Κατά Μαρξ, 64-5.
Εργατική τάξηΑντίληψη των αστών κοινωνιολόγων για, 41-3.Απλοποιημένα καθήκοντα, 148, 150. Εργασιακή δυσαρέσκεια, 45-50. Μηχανές και δημιουργία της εργατικής τάξης, 216-8.«Νέα εργατική τάξη», 38-9.Ορισμός, 38-45.Συνδικαλισμός και ενσωμάτωση, 24-7. Ταξική συνείδηση, 44-5.
Εργοστασιακό σύστημαΜελέτη Hawthorne, 117σημ, 164. Ανάλυση του Μαρξ, 24, 251-2.
Έρευνα και μονοπωλιακός καπιταλισμός, 182-5.
Ζώα, 68-9.Σε σχέση με την ανθρώπινη εργασία,
87.
Ηλεκτρισμός, βιομηχανία ηλεκτρισμού και ηλεκτρικών ειδών, 179, 221.Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, 75, 163-4, 231.
Αναλογία μισθωτών- αυτοαπασχολούμενων στις Η ΠΑ, 65-6. Διπλώματα ευρεσιτεχνίας το 1953 στις ΗΠΑ, 153.Εταιρική έρευνα και μονοπωλιακός καπιταλισμός στις ΗΠΑ, 183-5. Εργασιακή δυσαρέσκεια στις ΗΠΑ, 45-50.Εργάτες εκτός γεωργίας στις ΗΠΑ 1820-1970,263.
θεω ρία του Ανθρώπινου Χειριστή στα Συστήματα Ελέγχου (του Kraik), 201.
Ιμπεριαλισμός, 25.Ινστιτούτα μηχανουργών στη Μεγάλη Βρετανία, 154.Ιταλία, απουσίες στην Ιταλία, 47σημ.
Καπιταλισμός, 52-3, 191.Ανάδυση του καπιταλισμού στον Μαρξ, 34-6.Και η εξέλιξη του σοσιαλισμού, 37-8. Και εργατική δύναμη, 65-71.Και επιστημονικό μάνατζμεντ, 102, 138-40.Και καταμερισμός της εργασίας, 89- 90, 93,98.Και μηχανές, 217, 229-32, 250-6.Και η προσαρμογή του εργάτη, 159- 171.Και πρώιμες μορφές διοίκησης, 73-8. Και ρόλος του μάνατζμεντ, 79. Σοβιετική απομίμηση του δυτικού καπιταλισμού, 26, 27-32.Δες επίσης βιομηχανικός καπιταλισμός- εμπορικός καπιταλισμός- μονοπωλιακός καπιταλισμός.
Καρτέλα οδηγιών, 138σημ, 225. Καταμερισμός της εργασίας, 108, 175.
Και ανάλυση των εργασιακών διαδικασιών, 90-8.Και αρχή του Babbage, 94-6.Και διαχωρισμός σύλληφης- εκτέλεσης, 63-4, 132-3, 137, 145-7,193-5, 228.
Από την τέχνη, στο «καθήκον», στη μεμονωμένη κίνηση, 192-3.Πρώιμες μορφές, 75-7.Διαφορά κοινωνικού και λεπτομερούς, 85-90.Δες επίσης εργασιακή διαδικασία.
Καταμερισμός της εργασίας στην κοινωνία, 0, (The Division o f Labor m Society), βιβλίο του Durkheim, 89.Κατασκευαστική βιομηχανία (οικοδομές, δημόσια έργα, κλπ), 231.Κεφάλαιο, 153-6.
Συσσώρευση του κεφαλαίου, 66-7,69- 71,216.Μηχανές ως νεκρή εργασία και μέρος του κεφαλαίου, 216-7, 229-31, 250-6.
Κεφάλαω (του Μαρξ), 24, 25, 35, 39σημ, 5 9 ,193σημ, 203.Κίνα, 28, 29.
Ο Χρουστσώφ για την εκβιομηχάνιση,37.Κοινωνικές σχέσεις
Αντίληψη του Μαρξ για την τεχνολογία, 32-6.Εξέλιξη των μηχανημάτων, 216-9.
Κοινωνιολογία (κοινωνική επιστήμη), 160-1.
Αστική κοινωνιολογία και ταξική δομή, 40-1.Επιστημονικό μάνατζμεντ και βιομηχανική κοινωνιολογία, 103, 117σημ, 127σημ.Μαρξ και κοινωνιολογία, 35σημ.
Κόντακ, δες Eastman Kodak Company. Κούβα, 28.Κουλόμπ, δες Coulomb.
Λαμαρινάς, 90.Λένιν Β. I.
Και επιστημονικό μάνατζμεντ, 27. Λεξικό των επαγγελμάτων, του Υπουργείου Εργασίας, 236σημ.Λογιστικά
Και εμπορικός καπιταλισμός, 79.
Μαθητεία, 153.Και τέχνη, 128.
Στη γερμανική τεχνική εκπαίδευση, 179-81.
Μάνατζμεντ. 152, 175.Και αυτοματισμός, 237-47.Και καπιταλιστική οργάνωση των εργασιακών διαδικασιών, 192-4. Ελεγχος, 106-7,14,218-20.
Ετοιμολογία του ρήματος «to manage», 81.Στην αλυσίδα συναρμολόγησης της Ford, 166-7.Και εργασιακή δυσαρέσκεια, 51-4. Και επαγγελματικές μεταβολές, 261- 73.Προέλευση, 73-84.Ο Taylor για την απόλυτη εξουσία του μάνατζμεντ, 131-43.Κριτική του Taylor για τις παραδοσιακές μορφές μάνατζμεντ,119, 134, 137-8.Μελέτες χρόνων-κινήσεων, 201-4.Δες επίσης επιστημονικό μάνατζμεντ.
Μαρκούζε, Χέρμπερτ, δες Marcuse, Herbert.Μαρξ, Καρλ, 28, 38, 54,63, 78σημ, 87, 90σημ, 179, 251.
θεω ρία αφηρημένης εργασίας, 203-4. θεω ρία της αλλοτρίωσης, 4 2 ,42σημ. Για τη μετάβαση από τη χειροτεχνική παραγωγή στη σύγχρονη βιομηχανία, 191.Ορισμός των όρων του, 39σημ. θεω ρία του Engels περί εξουσίας και Μαρξ, 31σημ.Περί φετιχιομού, 253.Grundrisse, 193σημ.Περί ανθρώπινης και ζωικής εργασίας, 59-60.Εργατική δύναμη κατά Μαρξ, 64-5. Ανάλυση των μηχανών, 208-9, 251-2. Ανάλυση των παραγωγικών διαδικασιών, 24.Περί εφαρμογής της επιστήμης στη βιομηχανία, 175.Περί υπεραξίας, 67σημ.Ο Μαρξ ως «ανάλυση συστημάτων», 30σημ.
Σχέση κοινωνίας και τεχνολογίας κατά Μαρξ, 32-6.
Μαρξισμός, 24.Και εργατικά κινήματα, 26.
Μάστορας, &c τέχνη.Μεγάλη Βρετανία, 79, 152-3, 179, 181, 230σημ, 271σημ.
Ο Mayhew για την αυτομόρφωση των υφαντών, 155-6.
Μελέτη κινήσεωνΑνάπτυξη της μελέτης κινήσεων, 195. Δες επίσης μελέτη χρόνων.
Μελέτη χρόνων, 195, 199.Σύστημα ΜΤΜ, 197-8.
Μηχανές (εκμηχάνιση), 192.Ως νεκρή εργασία, 251-6.Εξέλιξη των σύγχρονων μηχανών, 210- 8.Σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, 231-5.Και έλεγχος του μανατζμεντ επί των εργασιακών διαδικασιών, 218-24.Και εργασιακές ικανότητες, 237-50. Δύο προσεγγίσεις για τη μελέτη των μηχανών, 207-9.Δες επίσης τεχνολογία.
Μηχανικός, επιστήμη του μηχανικού, 40, 223, 160σημ.
Εμφάνιση των μηχανικών, 152. Εφαρμογές του αριθμητικού ελέγχου στην επιστήμη του μηχανικού, 228-9. Απασχόληση στις ΗΠΑ, 40-1.Ως μαζικό επάγγελμα, 266.
ΜηχανουργείοΚαι αριθμητικός έλεγχος, 219-29. Μελέτες του Taylor, 129-31.
Μισθός, 77.Ο Commons για τον καταμερισμό της εργασίας και τους μισθούς στα σφαγεία, 96-7.Ημερομίσθιο των πέντε δολαρίων στη Ford, 169.Μισθοί σχεδιαστών και επιστατών, 271-2.Μισθοί στα πλαίσια του συστήματος Taylor, 116-7.
Μονοπωλιακός καπιταλισμός, 25.
Και έρευνα, 183-4.Μπάμπατζ, Τσαρλς, δες Babbage,Charles.
Νέα εργατική τάξη, 38-43. Νεομαρξισμός, 28-9.Ντιρκάιμ Εμίλ, δες Durkheim, Emile.
Οικοδομές, δες κατασκευαστική βιομηχανία.
Παραγωγική διαδικασία, δες καπιταλισμός- εργασιακή διαδικαοία- μηχανές.Περιγραφική ιστορία της ατμομηχανής (του Meikleham), 177.ΠΧούιος των εθνύν (Wealth o f Nations) του Smith, 92.Ποσοτικοποίηση της ανθρώπινης προσπάθειας και κίνησης των άνω άκρων (του Ramsey), 200.Προσφορά και ζήτηση επιστημονικού προσωπικού (μελέτη των Blank και Stigler), 268. Προυντόν, δες Proudhon, Pierre-Joseph.
Ρενώ, δες Renault.Ρόλος της εργασίας στη μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο (του Engels), 63.Ρώμη (αρχαία), 78.Ρωσία, δες Σοβιετική Ένωση.
Σμιθ, Άνταμ, δες Smith, Adam.Σοβιετική Ένωση
Καπιταλιστική βιομηχανική οργάνωση στην, 26-30, 31-2.Ως ιστορικά προσδιορισμένο προϊόν, 37.
Σοσιαλδημοκρατία, 27.Σοσιαλισμός, 37.Σύγχρονα κριτήρια σχεδιασμού εργασίας (μελέτη των Davis, Canter, Hoffman), 165σημ.Συναρμολόγησης αλυσίδα, 218-9.
Στο εργοστάσιο Ford, 166-9. Συνείδηση
Και ανθρώπινη εργασία, 59-64.
Αντικειμενικές και υποκειμενικές της συνθήκες, 43-4.
Συντήρηση, εργασία συντήρησης, 40-1, 242-6.Σφαγεία, 96, 233-4.Σχεδιαστής μηχανολογικού σχεδίου, 267, 270.Σωματεία, 50.
Ρόλος τους στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, 25-6, 169.
Ταξική δομήΑνάλυση του Μαρξ, 24-5.
Ταξική συνείδηση, ορισμός, 43-4.Τέιλορ, δες Taylor, Frederick. Τεΐλορισμός, δες επιστημονικό μάνατζμεντ.Τέχνη, 151-2.
Εργατικές ικανότητες και απλοποιημένα καθήκοντα, 150-1.Και αλυσίδα συναρμολόγησης της Ford, 167-8.Και επιστημονική γνώση, 153-6, 175. Καταστροφή της, 133-7, 175, 191, 219-20, 222-3.Συνδυασμένες εργασιακές διαδικασίες της, 128-9.Και ο Taylor, 134-5.
Τεχνικό προσωπικό, 40.Στις ΗΠΑ, 266, 270-2.
Τεχνοεπισιημονική επανάσταση, 186.Και έλεγχος των εργασιακών διαδικασιών, 191-3.Δες επίσης μηχανές· τεχνολογία.
Τεχνολογία, 25-6.Ο Μαρξ για τη σχέση κοινωνίας τεχνολογίας, 32-6.Στον εμπορικό καπιταλισμό, 77-8σημ. Και μεταβολές της απασχόλησης, 261- 72.
Επιστήμη και πρώιμη τεχνολογία, 176-83.Και τεΐλορισμός, 101, 101-2σημ, 129. Τεχνολογικός ντετερμινισμός, 31.
Τεχνολογία, Αυτοματισμός και Οικονομική Πρόοδος, Εθνική Επιτροπή για (National Commission on Technology, Automation and Economic Progress), 237-8.Τηλεφωνική εταιρεία Bell, εργαστήρια,184.Τράπεζες, 52.Τυπογραφεία και σχετικοί κλάδοι, 235.
Υπεραξία, ο Μαρξ για την υπερξία στην καπιταλιστική παραγωγή, 67σημ. Υπερεργασία και εργατική δύναμη, 69. Υπεργολαβία, 75-8.Υπολογιστές, 269-70.
Φετιχισμός, θεωρία του Μαρξ για, 251-3. Φίατ, δες Fiat Motor Company.Φορντ Χένρι και εταιρεία Φορντ, δες Ford, Henry.Φουριέ, δες Fourier, Charles.Φύση, 191,217.
Ο Engels για την εξουσία επί της φύσης, 31σημ.Φύση και ανθρώπινη εργασία, 59-63.
Φπίχεια τγ: φιλοσοφίας (του Μαρξ), 32-3.
ΧαλυβουργίαBethlehem, δες Bethlehem Steel Company.Midvale και Taylor, δες Midvale και Taylor.
Χημική βιομηχανία, 178.Εξέλιξή της στη Γερμανία, 180-3. Εκμηχάνισή της, 247-50.
Χρουστσώφ, Νικίτα, 37.
ΑΓΓΛΙΚΑ
American Society of Mechanical Engineers, ASME, 223σημ.American Tobacco Company, 163.Argyle, Michael, 64σημ.
Babbage, Charles, 90σημ, 68,101, 223-4. Και πειθαρχικές όψεις της εκμηχάνισης, 218σημ.Και καταμερισμός της εργασίας, 94-8. Και Taylor, 105-6, 137.Περί της οικονομίας tav μηχανών και τον κατασχενύν (On the Economy of Machinery and Manifactures), 94.
Baker, Newton, 182σημ.Baran, Paul, 67.Barber, Bernard, 179 (παραπ.)Belidor (Γάλλος μηχανικός), 105.Bell, Daniel, 125σημ.Bentham, Jeremy, 179, 188στμ.Bernal, J. D., 152.Bethlehem Steel Company, και Taylor, 120-5.Bierce, Ambrose, 218.Blank David. 268.Blauner, Robert, 43, 210, 248-50.Boulton Matthew, 147σημ, 188στμ.Boyle, Robert, 178, 188στμ.Bramah, Joseph, 152.Brech, E. F. L., 106 (παραπ.)Bright, James, R.
Μελέτη αυτοματισμού, 237.Περί μηχανής και εργάτη, 202-3σημ, 210, 211-2 .
British Journal of Psychiatry, 201.Business Week, 221.
Canter, Ralph, 165σημ.Carnegie, Andrew, 183, 189στμ.
Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Carnegie, 163.Centers, Richards, 42.Chinoy, Eli, 166.Chrysler, 47.Colbert, Jean-Baptiste, 105.Commande numerique des machines, La, (του Thilliez), 228.Commons, J. R., 96.Conant James, B., 182.Coulomb, Γάλλος μηχανικός, 105. Crompton, Samuel, 152.Crowley, Ambrose, 80.Crozier Michael, 42-3, 150-1.
Davis Louis E., 165σημ.Dayton Engineering Laboratories Company (DELCO), 183.Delehanty, George E., 264-5σημ, 265. Dobb, Maurice, 75.Drucker, Peter, F., 53, 104, 101-2σημ. Durkheim, Emile, 90.
Eastman Kodak Company, 183.Edison, Thomas, 183.Edison General Electric Company, 184. Edwards, Alba. 263.Ellul. Jacques, 252.Engels, Frederich
Περί εξουσίας και τιθάσευσης της φύσης, 31σημ.Περί εργασίας και ανθρώπινης εξέλιξης, 63.
Falcon (Γάλλος εφευρέτης), 220.Fayol, Henri, 105.Fiat Motor Company, 47σημ.
First National Bank στο Richmond της Indiana, 52.Ford, Henry, 220.
Αμοιβές, 168-9.Ford Motor Company, 237.
Απουσίες, 46-7.Πρώτη αλυσίδα συναρμολόγησης στην αυτοκινητοβιομηχανία, 166. Ημερομίσθιο των πέντε δολαρίων, 169.
Fortune (περιοδικό), 42, 46.Friedmann, Georges, 157σημ.
Περί Durkheim, 90σημ.Περί του σοβιετικού οικονομικού σχεδιασμού, 29-30.Περί των προοδευτικών δυνατοτήτων του αυτοματισμού, 254σημ.Κριτική του Taylor, 106, 127σημ, 130οημ.
Fourier, Charles, 60σημ.
Gantt, Henry L„ 182, 193.Gay Lussac, Joseph-Louis, 181.General and Industrial Management, μελέτη του Henri Fayol, 105.General Electric Company, 183, 184. General Motors Corporation
Απουσίες, 46-7.Τμήμα συναρμολόγησης, μελέτες χρόνων-κινήσεων, 201σημ. Ερευνητική εταιρεία Delco, 183. Απεργία της Lordstown, 48.Απεργία στο Norwood Ohio, 201σημ.
General Motors Research Corporation,183.Genesis of Modem Management (του Sidney Pollard), 75σημ.Gibbs, Willard, 184.Giedion, Siegfried, 232.Gilbreth, Frank B., 134, 136, 195. Gilbreth, Lillian, 138σημ, 225.Gompers, Samuel, 154.Goodrich Company, B. F., 184.Gras, N. S. B„ 80.Grundrisse (του Μαρξ), 193σημ.Gvishiani, D., 30σημ.
Hammond J. L., και Barbara, 147σημ. Harvard Business Review, 237.Harwood, John, 152.Hatch, νόμος του Υπουργείου Γεωργίας το 1887, 183.Hawthorne, μελέτες, 1Ι7σημ, 164.Hegel G. W. F., 179-80.H errenstadt, Irwin L., 236.Herskovitz, Melville J., 85-6.Hoffman, John, 165σημ.Hoffman, August Wilhelm von, 181. Horowitz, Morris A , 236.Hoxie, Robert F., 126σημ, 152σημ, Ι53σημ.Huxley, Thomas, 179.
IBM, 53.IG Farben Company, 180.Industrial Workers o f the World (IWW), 169, 171στμ.International Molders Journal, 156. Introduction to the Critique of Political Economy (του Μαρξ), 34.
Jacquard (Γάλλος εφευρέτης), 220. Jewett, Frank B., 183.
Kakar, Sudhir, 108, 113σημ.Kautsky, Karl, 34οημ.Kennedy, M.C., 89-90.Kerr, Clark, 31, 37.Kettering, Charles, 183, 185. Khrushchev, Nikita, δες Χρουστσώφ. Klaw, Spencer, 223σημ.K raik.J. K. W„ 201.K rupp επιχειρήσεις, 180, 188στμ.
Landes, David S., 77σημ, 154σημ, 177σημ, 178, 186.Langmuir, Irving, 185.Lederer, Emil, 265.Leffingwell, William Henry, 82. Leiserson, William Μ.. 117.Lenin, δες Λένιν.Leone, William C., 224.Lewis, John L., 169.Liebig, Justus von, 181.
Lindsey, Robert B., 177.Little, εταιρεία, 183.Loose-Wiles, εταιρεία μπισκότων, 163. Lordstown του Ohio, απεργία στη General Motors, 48.
Magdoff, Harry, 23.Marcuse, H erbert, 193.Marey (Γάλλος μηχανικός), 105. Marglin, Stephen Α., 37σημ.Marshall, Alfred, 96σημ, 138σημ, 182, 230οημ.Marx, Karl, δες Μαρξ, Καρλ.Maudsley, Henry, 152.Mayhew, Henry, 155.Mayo, Elton, 103, 152, 164.Meikleham, Robert Stuart, 177. Metropolitan Life Company, 163. Midvale Steel Works, η δουλειά του Taylor, 108-15, 117,120.Mill, J. S.. 180.Mills, C. Wright, 42-3.Modell, Roland and Stone Company, 186σημ.Monthly Libor Review, 225.Moore, Wilbert, 89.Morris Motors, 262σημ.ΜΤΜ, Association for Standards and Research (Σύνδεσμος ΜΤΜ για τα Πρότυπα και την Έ ρευνα), 197.Muir (Βρετανός εφευρέτης), 152. Munsterberg, Hugo, 103.
Βιομηχανική ψυχολογία, 161-3. Musgrave, P. W., 179.
Nadler, Gerald, 195-6.National Lead Company, 163.
Oakley, Kenneth P., 62.O ’Carroll, Lloyd T ., 225.
Parsons Corporation, John, 221.Payne, Bruce, 160σημ.Perkin, William Henry, 181.Petty, William, 94.Pollard, Sidney, 75σημ, 77, 80.
Principles o f Scientific Management {Aptf C του επιστημονικού μάνσιζμεη) του Taylor,120, 134, 149.Proudhon, Pierre-Joseph, 32, 255σημ. Psychology and Industrial Efficiency (του Munsterberg), 161.
Ramsey, J. D., 200.Renault, 228.Reuleaux, Franz, 207.Rothschild, Emma, 201σημ.Royal College of Chemistry, 181.Royal Institution (Βασιλικό Ινστιτούτο), 154.Royal Society of London, 105.Ruskin, John, 94σημ.
Sasuly, Richard, 181.Schmidt (το υποκείμενο του Taylor), 123-5. 127σημ, 138, 139.Science Management Associates, 52.Scott, Walter Dill, 163.Shop Management (του Taylor), 137, 148. Smith, Adam, 54, 90σημ, 94,95, 118σημ, 153σημ.
Περί καταμερισμού της εργασίας, 92-3.
Smith Company, A. Ο., 268.Snyder, John I., J r., 246σημ.Soule, George, 104σημ.Steinmetz, C. P., 183.Stephenson, George, 152.Stigler, George J., 268.Sward, Keith, 166.Sweezy Paul, M., 11, 67σημ.Swett, David D„ 160σημ, 200σημ.
Taylor, Frederick, 161.Αρχές του επιστημονικού μάνατζμεντ, 131-40.Η έννοια του ελέγχου, 106-26. Εστίαση στις εργασιακές διαδικασίες, 103-6.Για τα κοινά συστήματα μάνατζμεντ, 119, 134, 137-8.Ο Λένιν για τον Taylor, 27.Μελέτες μηχανουργείων, 130-1, 219.
Μελέτη χρόνων, 194.Σε σύγκριση με τον Munsterberg, 161- 2.Για το τμήμα σχεδιασμού, 148-50, 142στμ.Σχέση με την τεχνολογία, 101, 101- 2σημ, 129.Στη χαλυβουργία Bethlehem, 120-5. Στη χαλυβουργία Midvale, 109-14.
Technische Hochschulen (Γερμανία),180.Therblig, διαγράμματα, 195-6.Thilliez (Γάλλος μηχανικός). 228. Torricelli, Evangelista, 178, 188στμ. Towne, Henry R., 223σημ.
Universal Maintenance Standards, 247. Universal Operator Performance Analyzer and Recorder (UNOPAR), 199. Ure, Andrew, 90σημ, 101.Urwick, Lyndall, 82, 105.Usher, Abbot Payson, 207,208, 209σημ.
Valiry, Paul, 60σημ.Vauban (Γάλλος μηχανικός), 105.Veblen, Thornstein, 64σημ, 182.
Wall Strut Journal, 52.Wallis, George, 93σημ.Walker, Charles Rumford, 160-Ισημ. Walters, Roy W.. 51.W arner W. Lloyd, 42.Washburn Sherwood L., 63.Watt, James, 147σημ, 152, 178, 188<πμ. Weber, Max, 139σημ, 164.Western Electric Company, μελέτη H awthorne, 117σημ, 164.Westinghouse Rersearch Laboratories,184.Whelpton P. Κ., 263σημ.White, Leslie A., 62-3.White Collar (του Mills), 42-3.Whitde, Frank, 152-3σημ.Whitworth (Αγγλος εφευρέτης), 152. Whyte William F., 117-8σημ, 195-6. Willis, Robert, 207.Woodward, Joan, 210, 249-50.World o f the Office Worker (του Crozier), 150-1.Wundt, Wilhelm, 161.
Zwerman, William J., 35σημ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΛΕΣΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ
Σειρά VERSUS
ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥMichael Ignatief: Εικονικοί πόλεμοι. Economist: Ανθρωπιστικές επεμβάσεις.Η ιδεολογία των «καλών πολέμων».
ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΑΝΟΧΗ Charles MurTay: Αναθεωρώντας την κοινωνική πολιτική.James Wilson, George Kelling: Σπασμένα τζάμια.Η αναδιάρθρωση των μηχανισμών δημόσιας τάξης.
Αδειάζοντας υπνοδωμάτια με οπλοπολυβόλα.Η μετατροπή των πόλεων σε πεδία στρατιωτικής δράσης.
Σειρά TEXT
Περί της (ανομολόγητης) καταγωγής των ρατσιστικών ιδεωδών της ελληνικής κοινωνίας και περί της (ομολογημένης) χρησιμότητάς τους.Έρευνα και ντοκουμέντα της καταγωγής και της εξάττλωσης του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία.
Πολεοδομία και δημόσια τάξη: Αθήνα, οχυρωμένη πόλη.Η οργάνωση της πολεοδομίας σύμφωνα με τις ανάγκες της δημόσιας τάξης.Η ιστορία του σχεδιασμού της Αθήνας σαν ιστορία των συγκρούσεων με το κράτος.
Ο δρόμος και η μέθοδος: ο εργάτης, η μηχανή, η πόλη.Μεθοδολογία εργατικής έρευνας: οι εργαζόμενοι με δίκυκλα μιλούν για τον εαυτό τους.
Manuel Castells: Ο μετασχηματισμός της εργασίας και της απασχόλησης · δικτυακοί εργάτες, άνεργοι και ελαστικοί.Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου The Rise of the Network Society του Castells.
Ρομπέρ Λινάρ: Ο εγκατεστημένος.Φθινόπωρο 1968. Ένας γάλλος φοιτητής πιάνει δουλειά στη Citroen, για να συ βάλλει στην οργάνωση και τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Μέσα στο φορντικό κάτεργο, ο ακροαριστερός διανοούμενος θα ανακαλύψει ότι οι προλετάριοι έχουν περισσότερα να διδάξουν παρά να διδαχθούν.
top related