Χαραυγή

28

Upload: platypus-publications

Post on 09-Mar-2016

212 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Χαραυγή Stephenie Meyer

TRANSCRIPT

S T E P H E N I E M E Y E R

PLATYPUS

μετάφραση Βασιλική Λατσίνου

Τίτλος πρωτοτύπουBREAKING DAWN

ΣυγγραφέαςSTEPHENIE MEYER

Text copyright © 2008 by Stephenie Meyer

Th is edition published by arrangement with Little, Brown and Company, New York, New York, USA. All rights reserved.

Copyright © 2009 για την Ελληνική γλώσσα σε όλο τον ΚόσμοΠΛΑΤΥΠΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ

Αρτέμιδος 1β’, 15342 Αγ. Παρασκευή, ΑθήναΤηλ. 210 6002605, Fax 210 6081164

[email protected], http://www.platypus.gr

Μετάφραση: Βασιλική ΛατσίνουΕπιμέλεια: Έλενα Γεωργιάδου

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό,

ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

ISBN 978-960-6665-36-3

Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στη Νίντζα/ατζέντη μου, την Τζόντι Ρίμερ. Σ’ ευχαριστώ που με κρατάς μακριά από τους

σκοπέλους.

Κι ευχαριστώ επίσης το αγαπημένο μου συγκρότημα με το εύστοχο όνομα Muse, γιατί μου έδωσαν έμπνευση για ένα

ολόκληρο έπος.

Τα παιδικά χρόνια δεν είναι από τη γέννησημέχρι μια ηλικία και σε μια ηλικία

Το παιδί μεγαλώνει, κι αφήνει στην άκρη τα παιδικά πράγματα.Τα παιδικά χρόνια είναι το βασίλειο όπου κανένας δεν πεθαίνει.

Edna St. Vincent Millay

1

ΠΡΟΛΟ ΓΟ Σ

Είχα ζήσει το μερίδιό μου από εμπειρίες στο χείλος του θανά-του˙ στην πραγματικότητα δεν ήταν και κάτι που μπορούσες να συνηθίσεις ποτέ.

Ωστόσο, έμοιαζε παράδοξα αναπόφευκτο το να πρέπει να βρεθώ αντιμέτωπη με το θάνατο ξανά. Λες και ήμουν όντως προορισμένη για την καταστροφή. Είχα ξεφύγει αρκετές φο-ρές, αλλ ά όλο επέστρεφε για ’μένα.

Όμως, αυτή η φορά ήταν τόσο διαφορετική από τις άλλ ες.Μπορείς να τρέξεις για να ξεφύγεις από κάποιον που φο-

βάσαι, μπορείς να προσπαθήσεις να παλέψεις ενάντια σε κά-ποιον που μισείς. Όλες μου οι αντιδράσεις ήταν προσαρμο-σμένες σ’ αυτού του είδους τους δολοφόνους –τα τέρατα, τους εχθρούς.

Όταν αγαπάς αυτόν που σε σκοτώνει, δε σου μένουν επι-λογές. Πώς να τρέξεις, πώς να παλέψεις, όταν κάνοντάς αυτό, βλάπτεις αυτόν που αγαπάς; Αν η ζωή σου ήταν το μόνο που είχες να δώσεις στο αγαπημένο σου πρόσωπο, πώς να μην την δώσεις;

Αν ήταν κάποιος που αγαπούσες αληθινά;

3

1 . ΑΡΡΑΒΩΝΑ Σ

Κανένας δε σε κοιτάζει, υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Κανένας δε σε κοιτάζει. Κανένας δε σε κοιτάζει.

Αλλ ά επειδή δεν μπορούσα να πω ψέματα πειστικά ούτε και στον ίδιο μου τον εαυτό, έπρεπε να ελέγξω.

Καθώς καθόμουν περιμένοντας ένα από τα τρία φανάρια της πόλης να ανάψει πράσινο, έριξα μια κλεφτή ματιά στα δε-ξιά –μέσα στο βανάκι της, η κυρία Ουέμπερ είχε γυρίσει ολό-κληρο τον κορμό της προς τη μεριά μου. Τα μάτια της τρυ-πούσαν τα δικά μου, και τραβήχτηκα απότομα πίσω, αναρω-τώμενη γιατί δε σταμάτησε να με κοιτάζει επίμονα ή γιατί δεν έδειχνε να ντρέπεται. Είχε σταματήσει να θεωρείται αγένεια το να καρφώνεις το βλέμμα στους ανθρώπους; Ή μήπως αυτό δεν ίσχυε για ’μένα πια;

Τότε θυμήθηκα ότι αυτά τα παράθυρα ήταν τόσο σκούρα που πιθανόν δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι ήμουν εγώ εδώ μέσα, πόσο μάλλ ον ότι την είχα τσακώσει να με καρφώνει. Προσπάθησα να παρηγορηθώ από το γεγονός ότι δεν κοίταζε εμένα στην πραγματικότητα, αλλ ά μόνο το αυτοκίνητο.

Το δικό μου αυτοκίνητο. Αναστεναγμός.

4

Stephenie Meyer

Κοίταξα αριστερά και αναστέναξα. Δύο πεζοί είχαν κοκαλώ-σει στο πεζοδρόμιο, χάνοντας την ευκαιρία τους να περάσουν απέναντι, έτσι όπως κοίταζαν. Πίσω τους, ο κύριος Μάρσαλ κοίταζε σαν χαζός μέσα από το τζάμι της βιτρίνας του μικρού καταστήματός του που πουλούσε σουβενίρ. Τουλάχιστον δεν είχε τη μύτη του κολλ ημένη στο γυαλί. Ακόμα.

Το φανάρι άναψε πράσινο και μέσα στη βιασύνη μου να φύγω, πάτησα με δύναμη το γκάζι χωρίς να σκεφτώ –με το φυσιολογικό τρόπο που θα το είχα πατήσει για να κάνω την αρχαία μου Σεβρολέτ να κουνηθεί.

Με τη μηχανή να γρυλίζει σαν πάνθηρας την ώρα του κυ-νηγιού, το αμάξι τινάχτηκε απότομα μπροστά τόσο γρήγορα που το σώμα μου κοπάνησε με δύναμη πάνω στο μαύρο δερ-μάτινο κάθισμα και το στομάχι μου έγινε ένα με τη σπονδυλι-κή μου στήλη.

«Ιιιχ!» φώναξα πνιχτά, ψάχνοντας αδέξια το φρένο. Δια-τηρώντας την ψυχραιμία μου, ίσα-ίσα που άγγ ιξα το πεντάλ. Το αυτοκίνητο σταμάτησε εντελώς μετά από έναν κλυδωνι-σμό, έτσι κι αλλ ιώς.

Δεν άντεχα να κοιτάξω γύρω-γύρω για να δω την αντίδρα-ση των άλλ ων. Αν υπήρχε καμία αμφιβολία πριν για το ποιος οδηγούσε το αμάξι, τώρα είχε διαλυθεί. Με τη μύτη του πα-πουτσιού μου, έσπρωξα μαλακά το γκάζι μισό χιλιοστό προς τα κάτω, και το αυτοκίνητο όρμησε μπροστά.

Κατάφερα να φτάσω στο στόχο μου, το βενζινάδικο. Αν δεν είχα ξεμείνει τελείως από βενζίνη, δε θα είχα έρθει καθόλου στην πόλη. Τα έφερνα βόλτα με πολλ ές ελλ είψεις αυτές τις μέ-ρες, όπως τις γκοφρέτες μου με τη γλυκιά γέμιση και τα κορ-δόνια μου, για να αποφεύγω να περνάω χρόνο σε δημόσιους χώρους.

Με κινήσεις σαν να ήμουν σε αγώνα, άνοιξα το καπάκι του ντεπόζιτου, έβγαλα το πώμα, πέρασα την κάρτα μου απ’ το μηχάνημα, κι έβαλα το ρύγχος στο ντεπόζιτο μέσα σε δευτε-

5

Χαραυγή

ρόλεπτα. Φυσικά, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορώ να κάνω για να κάνω τους αριθμούς στο μετρητή να ανεβούν πιο γρή-γορα. Άλλ αζαν βραδυκίνητα με ένα τικ-τικ, σχεδόν λες και το έκαναν επίτηδες για να με εκνευρίσουν.

Δεν είχε λιακάδα έξω –μια τυπική βροχερή μέρα στο Φορκς, στην πολιτεία της Ουάσινγκτον– αλλ ά και πάλι ένιω-θα λες και υπήρχε κάποιος προβολέας πάνω μου, τραβώντας την προσοχή πάνω στο λεπτεπίλεπτο δαχτυλίδι στο αριστερό μου χέρι. Κάτι τέτοιες στιγμές, που ένιωθα τα μάτια που ήταν καρφωμένα στην πλάτη μου, ένιωθα λες και το δαχτυλίδι παλ-λόταν σαν πινακίδα νέον: Κοίταξέ με, κοίταξέ με.

Ήταν ανόητο που ντρεπόμουν τόσο πολύ, και το ήξερα. Εκτός από τον μπαμπά μου και τη μαμά μου, είχε πραγματικά σημασία τι έλεγαν οι άλλ οι άνθρωποι για τον αρραβώνα μου; Για το καινούριο μου αμάξι; Για το γεγονός ότι έγινα μυστη-ριωδώς δεκτή σε ένα από τα πιο κυριλέ πανεπιστήμια; Για τη γυαλιστερή μαύρη πιστωτική μου κάρτα που την ένιωθα να καίει στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου αυτή τη στιγμή;

«Ναι, ποιος νοιάζεται για το τι πιστεύουν αυτοί;» μουρ-μούρισα ψιθυριστά.

«Εε, δεσποινίς;» φώναξε η φωνή ενός άντρα.Γύρισα και τότε ευχήθηκα να μην είχα γυρίσει.Δύο άντρες στέκονταν δίπλα από ένα φανταχτερό τζιπ με

ολοκαίνουρια κανό δεμένα στον ουρανό του. Κανένας τους δεν κοίταζε εμένα˙ και οι δύο κοίταζαν το αμάξι.

Προσωπικά, δεν καταλάβαινα. Αλλ ά βέβαια, εγώ ήμουν πε-ρήφανη μόνο και μόνο που μπορούσα να ξεχωρίζω τα σήμα-τα της Τογιότα, της Φορντ και της Σεβρολέτ. Αυτό το αμάξι ήταν γυαλιστερό μαύρο, κομψό και όμορφο, αλλ ά και πάλι ήταν απλώς ένα αμάξι στα δικά μου μάτια.

«Συγγ νώμη που σας ενοχλώ, αλλ ά θα μπορούσατε να μου πείτε τι αμάξι οδηγείτε;» ρώτησε ο ψηλός.

«Εε, Μερσεντές, σωστά;»

6

Stephenie Meyer

«Ναι», είπε ο άντρας ευγενικά, ενώ ο πιο κοντός του φίλος στριφογύρισε τα μάτια ειρωνικά ακούγοντας την απάντησή μου. «Το ξέρω. Αλλ ά αναρωτιόμουν, είναι… οδηγείτε Μερ-σεντές Γκάρντιαν;» Ο άντρας είπε το όνομα με ευλάβεια. Είχα ένα προαίσθημα ότι αυτός ο τύπος θα τα πήγαινε καλά με τον Έντουαρντ Κάλεν, τον… τον αρραβωνιαστικό μου (δεν υπήρχε κανένας τρόπος να αποφύγω αυτή την αλήθεια με το γάμο να πλησιάζει μόλις σε μερικές μέρες). «Υποτίθεται ότι δεν είναι διαθέσιμες ούτε καν στην Ευρώπη ακόμα» συνέχισε ο άντρας «πόσο μάλλ ον εδώ».

Ενώ τα μάτια του ακολουθούσαν τις καμπύλες του αμαξιού μου –σ’ εμένα δε φαινόταν και πολύ διαφορετικό από οποια-δήποτε άλλ η Μερσεντές, αλλ ά τι ήξερα εγώ; –συλλ ογίστηκα για λίγο τα ζητήματα που είχα με τις λέξεις, όπως αρραβωνια-στικός, γάμος, σύζυγος και ούτω καθεξής.

Απλώς δεν μπορούσα να τα συνδέσω μέσα στο κεφάλι μου.Από τη μια μεριά, είχα ανατραφεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να

τρέμω και μόνο στη σκέψη των σαχλών λευκών φορεμάτων και των μπουκέτων. Αλλ ά κυρίως, δεν μπορούσα να συμφιλιώ-σω μια συντηρητική, καθωσπρέπει, ανιαρή έννοια όπως ο σύ-ζυγος με την εικόνα που είχα για τον Έντουαρντ. Ήταν σαν να έδινα σ’ έναν αρχάγγ ελο το ρόλο του λογιστή˙ δεν μπορούσα να τον φανταστώ σε κανέναν κοινότοπο ρόλο.

Όπως πάντα, αμέσως μόλις άρχισα να σκέφτομαι τον Έντου-αρντ, παρασύρθηκα σε ένα ζαλιστικό στρόβιλο φαντασιώσε-ων. Ο άγνωστος αναγκάστηκε να καθαρίσει το λαιμό του για να τραβήξει την προσοχή μου˙ περίμενε ακόμα απάντηση για τη μάρκα και το μοντέλο του αυτοκινήτου.

«Δεν ξέρω», του είπα με ειλικρίνεια.«Σας πειράζει να τραβήξω μια φωτογραφία μαζί του;»Χρειάστηκα ένα δευτερόλεπτο για να το επεξεργαστώ

αυτό. «Αλήθεια; Θέλετε να τραβήξετε φωτογραφία με το αμάξι μου;»

7

Χαραυγή

«Βέβαια –κανένας δεν πρόκειται να με πιστέψει αν δεν έχω αποδείξεις».

«Εε. Εντάξει. Καλά».Έβγαλα γρήγορα το ρύγχος και γλίστρησα στα κλεφτά

στην μπροστινή θέση για να κρυφτώ, ενώ ο θαυμαστής έβγα-ζε από το σακίδιό του μια τεράστια φωτογραφική μηχανή που έμοιαζε επαγγ ελματική. Αυτός κι ο φίλος του πόζαραν πρώτα ο ένας και μετά ο άλλ ος δίπλα στο καπό και μετά πήγαν για να βγάλουν φωτογραφίες και στο πίσω μέρος.

«Μου λείπει το φορτηγάκι μου», κλαψούρισα στον εαυτό μου.

Πολύ, πάρα πολύ βολικό –υπερβολικά βολικό– που το φορ-τηγάκι μου έβγαλε το τελευταίο του αγκομαχητό μόλις βδο-μάδες αφού ο Έντουαρντ κι εγώ είχαμε συμφωνήσει τον, όχι και πολύ δίκαιο, συμβιβασμό μας. Μια λεπτομέρεια του οποί-ου ήταν ότι θα του επιτρεπόταν να αντικαταστήσει το φορτη-γάκι μου, όταν αυτό θα έπαυε να δουλεύει. Ο Έντουαρντ ορ-κίστηκε ότι ήταν αναμενόμενο˙ το φορτηγάκι μου είχε ζήσει μια μακροχρόνια, γεμάτη ζωή και μετά απεβίωσε από φυσικά αίτια. Σύμφωνα μ’ αυτόν. Και φυσικά, δεν είχα κανέναν τρό-πο για να επιβεβαιώσω την ιστορία του ή να προσπαθήσω να αναστήσω το φορτηγάκι μου από τους νεκρούς μόνη μου. Ο αγαπημένος μου μηχανικός –

Σταμάτησα αυτή τη σκέψη αμέσως, αρνούμενη να την αφή-σω να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα. Αντί γι’ αυτό, έστρεψα το αυτί μου στις φωνές των αντρών, που έφταναν σε ’μένα πνι-χτά μέσα από τα τοιχώματα του αυτοκινήτου.

«…του έριξε με φλογοβόλο στο βίντεο στο ίντερνετ. Δεν έγδαρε καν τη μπογιά».

«Φυσικά και όχι. Θα μπορούσες να περάσεις με τανκς πάνω απ’ αυτό το μωρό. Δεν έχει και πολλ ή αγορά εδώ πέρα για τέτοια. Αυτά είναι σχεδιασμένα για διπλωμάτες της Μέ-σης Ανατολής, για εμπόρους όπλων και για βαρόνους των

8

Stephenie Meyer

ναρκωτικών, κυρίως».«Λες να είναι κι αυτή κάτι;» ρώτησε ο κοντός με πιο απαλή

φωνή. Εγώ έσκυψα το κεφάλι, με μάγουλα που φλέγονταν.«Χα», είπε ο ψηλός. «Μπορεί. Δεν μπορώ να φανταστώ

για ποιο λόγο να χρειαστείς εδώ πέρα τζάμια που να αντέχουν σε βλήματα και χίλια οκτακόσια κιλά θωρακισμένο αμάξωμα. Πρέπει να πηγαίνει κάπου πιο επικίνδυνα».

Θωρακισμένο αμάξωμα. Χίλια οχτακόσια κιλά θωρακισμένο αμάξωμα. Και τζάμια που αντέχουν σε βλήματα; Ωραία. Τι να σου κάνει ένα απλό αλεξίσφαιρο αμάξι;

Λοιπόν, τουλάχιστον αυτό έβγαζε κάποιο νόημα –αν είχες μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ.

Όχι ότι δεν το περίμενα από τον Έντουαρντ να εκμεταλ-λευτεί τη συμφωνία μας, να την κάνει να γείρει προς τη δική του μεριά, ώστε να μπορεί να δώσει πολύ περισσότερα απ’ όσα είχε πάρει. Είχα συμφωνήσει να αντικαταστήσει το φορτηγάκι μου όταν θα χρειαζόταν αντικατάσταση, χωρίς να περιμένω ότι αυτή η στιγμή θα ερχόταν τόσο σύντομα, φυσικά. Όταν με ανάγκασε να παραδεχτώ ότι το φορτηγάκι είχε γίνει μόνο μια νεκρή φύση/φόρος τιμής στις κλασικές Σεβρολέτ στο ρείθρο του πεζοδρομίου μου, ήξερα ότι η δική του ιδέα για αντικα-τάσταση θα με έφερνε πιθανότατα σε δύσκολη θέση. Θα με έκανε το κέντρο της προσοχής για βλέμματα και ψιθύρους. Είχα δίκιο σ’ αυτό. Αλλ ά ακόμα και στην πιο σκοτεινή μου φα-ντασία, δεν είχα προβλέψει ότι θα μου έπαιρνε δύο αμάξια.

Το αυτοκίνητο για “πριν” και το αυτοκίνητο για “μετά”, είχε εξηγήσει, όταν έπαθα κρίση.

Αυτό ήταν μόνο το αυτοκίνητο για “πριν”. Μου είχε πει ότι ήταν δανεισμένο και υποσχέθηκε ότι θα το επέστρεφε μετά το γάμο. Δε μου είχε φανεί καθόλου λογικό. Μέχρι τώρα.

Χα χα. Επειδή ήμουν τόσο εύθραυστα θνητή, τόσο επιρρε-πής στα ατυχήματα, τόσο πολύ θύμα της ίδιας μου της επι-κίνδυνης κακοτυχίας, προφανώς χρειαζόμουν ένα αυτοκίνη-

9

Χαραυγή

το ανθεκτικό στα τανκς για να είμαι ασφαλής. Ξεκαρδιστικό. Ήμουν σίγουρη ότι αυτός και οι αδερφοί του είχαν διασκεδά-σει αρκετά με το αστείο πίσω από την πλάτη μου.

Ή μπορεί, απλώς μπορεί, μια μικρή φωνή ψιθύρισε μέσα στο κεφάλι μου, να μην είναι αστείο, ανόητη. Μπορεί ν’ ανησυχεί πραγματικά για ’σένα. Δε θα ήταν και η πρώτη φορά που το έχει παρακάνει λιγάκι, προσπαθώντας να σε προστατέψει.

Αναστέναξα.Δεν είχα δει ακόμα το αυτοκίνητο για “μετά”. Ήταν κρυμμέ-

νο κάτω από ένα κάλυμμα, στην πιο βαθιά γωνιά του γκαράζ των Κάλεν. Ήξερα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν ρί-ξει μια κλεφτή ματιά ως τώρα, αλλ ά εγώ πραγματικά δεν ήθε-λα να ξέρω.

Πιθανότατα εκείνο το αυτοκίνητο δε θα είχε θωρακισμένο αμάξωμα –επειδή δε θα το χρειαζόμουν μετά το ταξίδι του μέ-λιτος. Η πραγματική αφθαρσία ήταν μόνο ένα από τα τυχερά για τα οποία ανυπομονούσα. Τα καλύτερα πράγματα που είχε το να είσαι ένας Κάλεν δεν ήταν τα ακριβά αμάξια και οι εντυ-πωσιακές πιστωτικές κάρτες.

«Έι», φώναξε ο ψηλός άντρας, λυγίζοντας τις παλάμες, του έτσι που να μοιάζουν με χωνί και ακουμπώντας τις στο παράθυρο σε μια προσπάθεια να δει μέσα. «Τελειώσαμε τώρα. Ευχαριστούμε πολύ!»

«Παρακαλώ», του φώναξα κι εγώ και μετά τσιτώθηκα, καθώς έβαζα μπρος τη μηχανή και πάτησα το πεντάλ –τόσο απαλά– προς τα κάτω…

Όσες φορές κι αν κατέβαινα με το αμάξι το γνωστό δρόμο για το σπίτι, και πάλι δεν μπορούσα να κάνω τα αχνοσβησμέ-να από τη βροχή φεϊγβολάν να ξεθωριάσουν στο φόντο. Κα-θένα απ’ αυτά, κολλ ημένα πάνω σε στύλους της τηλεόρασης και σε πινακίδες του δρόμου, ήταν σαν ένα καινούριο χαστούκι στο πρόσωπο. Ένα χαστούκι στο πρόσωπο που το άξιζα και με το παραπάνω. Το μυαλό μου είχε απορροφηθεί ξανά στη

10

Stephenie Meyer

σκέψη που είχα διακόψει τόσο άμεσα πριν. Δεν μπορούσα να την αποφύγω σ’ αυτόν το δρόμο. Όχι με τις φωτογραφίες του αγαπημένου μου μηχανικού να περνάνε στιγμιαία δίπλα μου σε τακτά διαστήματα.

Του καλύτερού μου φίλου. Του Τζέικομπ.Οι αφίσες που έλεγαν «ΕΧΕΤΕ ΔΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΓΟΡΙ;» δεν

ήταν ιδέα του πατέρα του Τζέικομπ. Ο δικός μου πατέρας, ο Τσάρλι, ήταν αυτός που είχε τυπώσει τα φεϊγβολάν και τα είχε κρεμάσει σε ολόκληρη την πόλη. Κι όχι μόνο στο Φορκς, αλλ ά και στο Πορτ-Άντζελες και στο Σέκουιμ και στο Χόκουιαμ και στο Αμπερντίν και σε κάθε άλλ η πόλη της Ολυμπιακής Χερ-σονήσου. Είχε βεβαιωθεί ότι σε όλα τα αστυνομικά τμήματα στην πολιτεία της Ουάσινγκτον κρεμόταν η ίδια αφίσα στον τοίχο. Το δικό του αστυνομικό τμήμα είχε έναν ολόκληρο πί-νακα ανακοινώσεων αφιερωμένο στην εύρεση του Τζέικομπ. Ένας πίνακας ανακοινώσεων που ήταν ως επί το πλείστον άδειος, προς μεγάλη του απογοήτευση και διάψευση των ελ-πίδων του.

Ο μπαμπάς μου είχε απογοητευτεί όχι μόνο από την έλλ ει-ψη ανταπόκρισης. Είχε απογοητευτεί από τον Μπίλι, τον πα-τέρα του Τζέικομπ –και στενότερο φίλο του Τσάρλι.

Επειδή ο Μπίλι δεν είχε εμπλακεί περισσότερο στην αναζή-τηση για το δεκαεξάχρονο γιο του που το είχε “σκάσει” από το σπίτι. Επειδή ο Μπίλι αρνείτο να κρεμάσει τις αφίσες στο Λα Πους, τον παράκτιο καταυλισμό που ήταν το μέρος απ’ όπου καταγόταν ο Τζέικομπ. Επειδή έμοιαζε να έχει δεχτεί μοιρολα-τρικά την εξαφάνιση του Τζέικομπ, λες και δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει. Επειδή είχε πει: «Ο Τζέικομπ με-γάλωσε πια. Θα γυρίσει σπίτι, αν θέλει».

Και ήταν απογοητευμένος και με ’μένα, επειδή πήρα το μέ-ρος του Μπίλι.

Ούτε κι εγώ ήθελα να κρεμάσω αφίσες. Επειδή και ο Μπίλι κι εγώ ξέραμε πού ήταν ο Τζέικομπ, κατά προσέγγ ιση, και ξέ-

11

Χαραυγή

ραμε επίσης ότι κανένας δεν είχε δει αυτό το αγόρι.Τα φεϊγβολάν έκαναν το συνηθισμένο κόμπο να ανεβαίνει

ξανά στο λαιμό μου, έφερναν τα συνηθισμένα δάκρυα στα μά-τια μου, και χαιρόμουν που ο Έντουαρντ είχε πάει για κυνήγι αυτό το Σάββατο. Αν ο Έντουαρντ έβλεπε την αντίδρασή μου, αυτό θα τον έκανε κι εκείνο να νιώσει απαίσια.

Φυσικά, υπήρχαν και μειονεκτήματα στο γεγονός ότι ήταν Σάββατο. Καθώς έστριβα αργά και προσεχτικά στο δρόμο μου, είδα το περιπολικό του μπαμπά μου στο δρόμο του πάρ-κινγκ του σπιτιού μας. Δεν είχε πάει για ψάρεμα σήμερα. Ακό-μα κρατούσε μούτρα για το γάμο.

Άρα δε θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο μέσα. Αλλ ά έπρεπε να κάνω ένα τηλεφώνημα…

Πάρκαρα στο κράσπεδο πίσω από τη Σεβρολέτ μου, που χρησίμευε μόνο ως άγαλμα, και έβγαλα από το ντουλαπάκι το κινητό τηλέφωνο που μου είχε δώσει ο Έντουαρντ για επεί-γουσες περιπτώσεις. Κάλεσα τον αριθμό, έχοντας έτοιμο το δάχτυλό μου πάνω στο πλήκτρο του τερματισμού της κλήσης, καθώς χτυπούσε το τηλέφωνο. Για καλό και για κακό.

«Εμπρός;» απάντησε ο Σεθ Κλίαργουοτερ, κι αναστέναξα με ανακούφιση. Ήμουν υπερβολικά κότα για να μιλήσω στη μεγαλύτερη αδερφή του, τη Λία. Η φράση θα μου έκοβε το κεφάλι δεν ήταν μόνο σχήμα λόγου όσον αφορούσε τη Λία.

«Γεια σου, Σεθ, η Μπέλλ α είμαι».«Ω, γεια σου, Μπέλλ α! Τι κάνεις;»Πνίγομαι. Ψάχνω απεγνωσμένα κάτι που να με καθησυχά-

σει. «Καλά».«Παίρνεις για να σου πω τα νεότερα;»«Μάντης είσαι;»«Όχι δα. Δεν είμαι και η Άλις –απλώς είσαι προβλέψιμη»,

αστειεύτηκε. Στην αγέλη των Κουιλαγιούτ, μόνο ο Σεθ ένιω-θε άνετα έστω και να αναφέρει τους Κάλεν με τα ονόματά τους, πόσο μάλλ ον να αστειεύεται για πράγματα όπως η μέλλ ουσα

12

Stephenie Meyer

κουνιάδα μου, που ήταν σχεδόν γνώστρια των πάντων.«Το ξέρω». Δίστασα για ένα λεπτό. «Τι κάνει;»Ο Σεθ αναστέναξε. «Τα ίδια όπως πάντα. Δε μιλάει, αν και

ξέρουμε ότι μας ακούει. Προσπαθεί να μη σκέφτεται σαν άν-θρωπος, ξέρεις. Πάει μόνο με το ένστικτο».

«Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα;»«Κάπου στο βόρειο Καναδά. Δεν μπορώ να σου πω σε ποια

επαρχία. Δε δίνει μεγάλη σημασία στα όρια μεταξύ των πολι-τειών».

«Καμία ένδειξη που θα μπορούσε να…»«Δε γυρίζει πίσω, Μπέλλ α. Λυπάμαι».Κατάπια. «Δεν πειράζει, Σεθ. Το ήξερα πριν καν ρωτήσω.

Απλώς δεν μπορώ να μην ελπίζω».«Ναι. Όλοι νιώθουμε έτσι».«Σ’ ευχαριστώ που με ανέχεσαι, Σεθ. Ξέρω ότι οι άλλ οι

μπορεί να σου δημιουργούν προβλήματα».«Δεν είναι και οι μεγαλύτεροι θαυμαστές σου», συμφώ-

νησε κεφάτα. «Πράγμα που είναι κάπως αδικαιολόγητο, πιστεύω. Ο Τζέικομπ έκανε τις επιλογές του, το ίδιο κι εσύ. Ούτε και του Τζέικ του αρέσει η στάση τους σ’ αυτό το θέμα. Φυσικά, δεν είναι και τρομερά ενθουσιασμένος που ζητάς κι εσύ να μαθαίνεις γι’ αυτόν».

Έβγαλα μια πνιχτή κραυγή. «Νόμιζα ότι δε σου μιλάει».«Δεν μπορεί να μας τα κρύψει όλα, όσο κι αν προσπαθεί».Άρα ο Τζέικομπ ήξερε ότι ανησυχούσα. Δεν ήμουν σίγουρη

πώς ένιωθα γι’ αυτό. Λοιπόν, τουλάχιστον ήξερε ότι δεν είχα φύγει ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα ξεχνώντας τον εντελώς. Μπο-ρεί και να φανταζόταν ότι ήμουν ικανή για κάτι τέτοιο.

«Μάλλ ον θα σε δω στον… γάμο», είπα βγάζοντας τη λέξη με τη βία μέσα από τα δόντια μου.

«Ναι, εγώ κι η μαμά μου θα έρθουμε. Είσαι φοβερή που μας κάλεσες».

Χαμογέλασα ακούγοντας τον ενθουσιασμό στη φωνή του.

13

Χαραυγή

Παρόλο που ήταν ιδέα του Έντουαρντ να καλέσω τους Κλί-αργουοτερ, χαιρόμουν που το είχε σκεφτεί. Θα ήταν ωραία να είναι εκεί ο Σεθ –ένας σύνδεσμος, όσο ισχνός κι αν ήταν, με τον κουμπάρο μου που έλειπε. «Δε θα ήταν το ίδιο χωρίς εσένα».

«Δώσε στον Έντουαρντ χαιρετίσματα, ’ντάξει;»«Βέβαια».Κούνησα το κεφάλι μου. Η φιλία που είχε γεννηθεί ανά-

μεσα στον Έντουαρντ και τον Σεθ ήταν κάτι που ακόμα με έκανε να σαστίζω. Ήταν απόδειξη, όμως, ότι τα πράγματα δεν ήταν ανάγκη να είναι έτσι. Οι βρικόλακες και οι λυκάνθρωποι μπορούσαν να τα πηγαίνουν μια χαρούλα μεταξύ τους, αν το έβαζαν σκοπό να το πετύχουν.

Δεν άρεσε σε όλους αυτή η ιδέα.«Ααα», είπε ο Σεθ, ενώ η φωνή του ανέβηκε μια οκτάβα.

«Εεε, γύρισε η Λία».«Ω! Γεια σου!»Το τηλέφωνο νέκρωσε. Το άφησα στο κάθισμα και προε-

τοιμάστηκα πνευματικά για να μπω μέσα στο σπίτι, όπου θα περίμενε ο Τσάρλι.

Ο καημένος ο μπαμπάς μου είχε τόσα πολλ ά να αντιμετωπί-σει αυτή τη στιγμή. Ο Τζέικομπ που το είχε σκάσει ήταν μόνο ένα από τα πικρά ποτήρια που είχε πιει. Ανησυχούσε σχεδόν εξίσου για ’μένα, την κόρη του που δεν είχε προλάβει καλά-καλά να ενηλικιωθεί και ετοιμαζόταν να γίνει κυρία σε λίγες μέρες.

Προχώρησα αργά μέσα από την ελαφριά βροχή φέρνοντας στο νου μου τη νύχτα που του το είχαμε πει…

* * *

Όλα ξεκίνησαν με το

Λυκόφως. Το βιβλίο που προκάλεσε τη

φαντασία...

Η Νέα Σελήνη έκανε τους

αναγνώστες να διψάνε για περισσότερο...

Έκλειψη. Το βιβλίο που

μετέτρεψε τη σειρά σε παγκόσμιο

φαινόμενο...

Η Χαραυγή,το τελευταίο

βιβλίο του Έπους, μας έκοψε την

ανάσα.

Το Σώμα (Th e Host)

“Ένα φανταστικό, εφευρετικό, βαθυστόχαστο, δυνατό μυθιστόρημα. Το Σώμα θα έπρεπε να συνοδεύεται από την προειδοποίηση:

Θα σας γραπώσει και θα σας υποχρεώσει να διαβάζετε μέχρι τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Θα σας βάλει να σκεφτείτε, βαθιά, στοιχειωμένα

πολύ μετά την τελευταία λέξη. Η Stephenie Meyer συλλαμβάνει τους χαρακτήρες και χειρίζεται την πλοκή σαν αριστοτέχνης -ένας υβριδικός

συνδυασμός Stephen King και Isaac Asimov”.Ridley Pearson

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

Β Α Σ Ι Σ Μ Ε Ν Α Σ Τ Α # 1 Μ Π Ε Σ Τ Σ Ε Λ Ε Ρ Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α Τ Α Τ Η Σ

S T E P H E N I E M E Y E R

ΤΕΣΣΕΡΑ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΑ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΣΕ

ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟ ΚΟΥΤΙ

ταημερολόγια

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009

ΛΥΚΟΦΩΣ: Ο ΠΛΗΡΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣτου MARK COTTA VAZ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

* * *

ΝΕΑ ΣΕΛΗΝΗ: Ο ΠΛΗΡΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣτου MARK COTTA VAZ

ΕΡΧΕΤΑΙΝΟΕΜΒΡΙΟ 2009

“Οι Αγώνες Πείνας της Suzanne Collins με έχουν συναρπάσει. Είχα πάθει τέτοια μανία με αυτό το βιβλίο που το έπαιρνα μαζί μου όταν βγαίναμε για φαγητό και το έκρυβα κάτω από την άκρη του

τραπεζιού για να μη χρειαστεί να σταματήσω να διαβάζω. Η ιστορία δε με άφηνε να κοιμηθώ για πολλές συνεχόμενες νύχτες, γιατί ακόμα και αφού το είχα τελειώσει, έμενα ξαπλωμένη ξύπνια στο κρεβάτι και το σκεφτόμουνα. Μέχρι που πλησιάζω αγνώστους στα βιβλιοπωλεία

και τους το συστήνω. Οι Αγώνες Πείνας είναι εκπληκτικοί”.

- S T E P H E N I E M E Y E R

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ