ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

107
Μινωική γραφή Οι Μινωίτες αρχικά χρησιμοποιούσαν ένα είδος γραφής που μοιάζει οπτικά τουλάχιστον, με την ιερογλυφική της Αιγύπτου, και κάθε γράμμα συμβολίζεται με ένα ζώο ή αντικείμενο. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τη "Γραμμική Α" και τέλος, μετά το 1450 π.Χ. και την επικράτηση των Αχαιών, καθιερώθηκε η "Γραμμική Β". Η αποκρυπτογράφηση της τελευταίας το 1952 από τον Άγγλο M.Ventris απέδειξε ότι την εποχή αυτή στην Κνωσό μιλούσαν την ίδια (ελληνική) γλώσσα, που μιλούσαν και οι Αχαιοί, αλλά μας βοήθησε σήμερα να αποδείξουμε ότι το ίδιο ισχύει και για τα "ιερογλυφικά" και την "Γραμμική Α". Τα Ελληνικά "ιερογλυφικά" άρχισαν να δημιουργούνται στην Κρήτη από τους 'Έλληνες του νησιού, φαίνεται δε από τις γραφές αυτές ότι μόνο 'Έλληνες ή ελληνόφωνοι δημιούργησαν πολιτισμό, την "προϊστορική περίοδο" στο νησί αυτό. Σε όλα τα γραπτά με "ιερογλυφικά" και τις θυγατρικές τους Γραμμικές γραφές, ήταν αποτυπωμένη μόνο η Ελληνική γλώσσα, όπως θα δούμε πιο κάτω. Οι Γραμμικές γραφές προήλθαν από τα "ιερογλυφικά", όχι σαν νέα γραφή, αλλά σαν πιο ταχυγραφικός τύπος αυτών. Κάθε Ελληνικό ιερογλυφικό παριστάνει ένα αντικείμενο και έχει φωνητική αξία την πρώτη συλλαβή της ονομασίας του αντικειμένου της εικόνας. Λόγω όμως του ότι καταγράφουν μια τέτοια πλούσια γλώσσα και κάθε αντικείμενο έχει σε ορισμένες ελληνικές διαλέκτους άλλη ονομασία, η ίδια εικόνα έχει στην κάθε διάλεκτο διαφορετική φωνητική αξία σαν συλλαβόγραμμα. Αυτή ακριβώς η ιδιομορφία των ελληνικών διαλέκτων δημιούργησε τη διαφορά μεταξύ Γραμμικής Α και Γραμμικής Β, οι οποίες εμφανίζονται προς το παρόν να αντιπροσωπεύουν τις κυριότερες διαλέκτους, στον "προϊστορικό" ελληνικό χώρο. Το ίδιο

Upload: lizelottekaratzi

Post on 31-Oct-2015

214 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Μινωική γραφή

Οι Μινωίτες αρχικά χρησιμοποιούσαν ένα είδος γραφής που μοιάζει οπτικά τουλάχιστον, με την

ιερογλυφική της Αιγύπτου, και κάθε γράμμα συμβολίζεται με ένα ζώο ή αντικείμενο. Στη

συνέχεια χρησιμοποίησαν τη "Γραμμική Α" και τέλος, μετά το 1450 π.Χ. και την επικράτηση

των Αχαιών, καθιερώθηκε η "Γραμμική Β". Η αποκρυπτογράφηση της τελευταίας το 1952 από

τον Άγγλο M.Ventris απέδειξε ότι την εποχή αυτή στην Κνωσό μιλούσαν την ίδια (ελληνική)

γλώσσα, που μιλούσαν και οι Αχαιοί, αλλά μας βοήθησε σήμερα να αποδείξουμε ότι το ίδιο

ισχύει και για τα "ιερογλυφικά" και την "Γραμμική Α".

Τα Ελληνικά "ιερογλυφικά" άρχισαν να δημιουργούνται στην Κρήτη από τους 'Έλληνες του

νησιού, φαίνεται δε από τις γραφές αυτές ότι μόνο 'Έλληνες ή ελληνόφωνοι δημιούργησαν

πολιτισμό, την "προϊστορική περίοδο" στο νησί αυτό. Σε όλα τα γραπτά με "ιερογλυφικά" και τις

θυγατρικές τους Γραμμικές γραφές, ήταν αποτυπωμένη μόνο η Ελληνική γλώσσα, όπως θα

δούμε πιο κάτω. Οι Γραμμικές γραφές προήλθαν από τα "ιερογλυφικά", όχι σαν νέα γραφή,

αλλά σαν πιο ταχυγραφικός τύπος αυτών. Κάθε Ελληνικό ιερογλυφικό παριστάνει ένα

αντικείμενο και έχει φωνητική αξία την πρώτη συλλαβή της ονομασίας του αντικειμένου της

εικόνας. Λόγω όμως του ότι καταγράφουν μια τέτοια πλούσια γλώσσα και κάθε αντικείμενο έχει

σε ορισμένες ελληνικές διαλέκτους άλλη ονομασία, η ίδια εικόνα έχει στην κάθε διάλεκτο

διαφορετική φωνητική αξία σαν συλλαβόγραμμα. Αυτή ακριβώς η ιδιομορφία των ελληνικών

διαλέκτων δημιούργησε τη διαφορά μεταξύ Γραμμικής Α και Γραμμικής Β, οι οποίες

εμφανίζονται προς το παρόν να αντιπροσωπεύουν τις κυριότερες διαλέκτους, στον

"προϊστορικό" ελληνικό χώρο. Το ίδιο βέβαια έχομε και στα Ιερογλυφικά, δηλαδή ιερογλυφική

Α, Β, κ.λπ. Δεν πρέπει να φανεί παράξενο, εάν στη Θεσσαλία συναντήσουμε ιερογλυφικά ή τα

απλούστερά τους Γραμμικά με άλλη φωνητική αξία, η οποία όμως αναφέρεται στην ονομασία

του ίδιου αντικειμένου στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Την Γραμμική δημιούργησαν, για να έχουν

τη γραμμική παράσταση του αντικειμένου και όχι την εικόνα, διότι η δεύτερη ήθελε για να

γραφεί, οπωσδήποτε "καλλιτεχνικό χέρι" και είναι πιο χρονοβόρα. Δεν έχομε, δηλαδή,

διαφορετικό σύστημα γραφής στις Γραμμικές από ότι στα ιερογλυφικά. Η στασιμότητα στην

έρευνα των ελληνικών προϊστορικών γραφών οφείλεται, στο ότι κανένας δεν αντιλήφθηκε, ότι

οι φωνητικές αξίες των συλλαβογραμμάτων ακολουθούν τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα και ότι

κάθε μετάφραση λέξεων πρέπει να ακολουθεί πάλι το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο

ομιλείται ακόμα και σήμερα στο κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα του Ελληνικού χώρου, με τις

έννοιες που είχε κάθε λέξη στην μινωική και στην μυκηναϊκή εποχή.

Page 2: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά έχουν δύο βασικά γνωρίσματα τα οποία είναι και μειονεκτήματα:

πρώτον, τα αντικείμενα που μπορούν να αποτυπωθούν, απεικονίζονται σαν "ζωγραφιές" και

δεύτερον, τα εικονογραφικά σημεία παίρνουν τη φωνητική αξία των λέξεων οι οποίες δηλώνουν

τα αποτυπωμένα αντικείμενα. Ταυτόχρονα τα σημεία αυτά γράφονται και για να δηλώσουν

ομώνυμα, λέξεις ομόηχες. Η γραφή αυτή αγνοεί τα φωνήεντα και παλαιότερα αγνοούσε και τα

ημίφωνα i, y και w, προσφέροντας έτσι περισσότερες δυνατότητες για τη μεταφορά των σημείων

σε λέξεις με τους ίδιους ακριβώς συνδυασμούς συμφώνων. Το σύστημα αυτό ήταν αδύνατον να

αποτυπώσει έστω και μέρος τής ελληνικής γλώσσας, λόγω του ότι ουδέποτε απομακρύνθηκε

από την ιδεογραφική δομή του. Κάθε αιγυπτιακή λέξη είχε τη δική της γραπτή εικόνα, με την

οποία συνδεόταν άρρηκτα και έχομε ένα πλήρες σύστημα γραφής, το οποίο μπορούσε να ορίσει

οποιαδήποτε λέξη μαζί με όλα της τα παράγωγα και όλους τους γραμματικούς τύπους, σ' αυτήν

όμως μόνο, τη μικρή γλώσσα σε σχέση με την ελληνική. Έτσι είναι αδύνατον η αιγυπτιακή

γραφή να άντεχε στην πληθώρα των γλωσσικών ιδιωμάτων του Αιγαίου και της ηπειρωτικής

Ελλάδος.

Επειδή έχομε ήδη μελετήσει εβδομήντα πέντε συλλαβογράμματα της ελληνικής γραφής και

απαιτούνται πολλές σελίδες για να γραφούν, θα αναφέρομε πώς δημιουργήθηκαν μόνο μερικά

από αυτά. Με αφορμή την ανάγνωση και μετάφραση της ιερογλυφικής επιγραφής, που υπάρχει

στο μικρότερο από τα δύο δακτυλίδια, του θησαυρού των Αηδονιών, τις φωτογραφίες των

οποίων δημοσίευσε η "Κυριακάτικη Καθημερινή" της 28/1/1996, αντιληφθήκαμε τον τρόπο, με

τον οποίο γράφονταν τα Ελληνικά "Ιερογλυφικά" και οι Γραμμικές Γραφές Α και Β.

Διαβάζοντας την επιγραφή αυτή και πριν αντιληφθούμε, ότι ενδιάμεσα των δύο γυναικών στην

παράσταση της σφενδόνης, υπήρχε ιερογλυφικό, είχαμε τη λέξη sa-re. Η λέξη προέρχεται από τη

λέξη "σαρίρ" που είναι (κατά τον Ησύχ. στους Λάκωνες) «κλάδος φοίνικος». Πράγματι το

πρώτο ιερογλυφικό sa βρίσκεται και σχηματίζεται από τα φύλλα στην κορυφή ενός κλαδιού

φοίνικα, τον οποίο κρατά η αριστερή, όπως κοιτάζομε το δακτυλίδι, γυναίκα. Έχομε, λοιπόν,

χρήση της πρώτης συλλαβής της λέξης με την οποία ονόμαζαν το φοίνικα και με την εικόνα του

να παριστάνεται σ' αυτήν την περίπτωση το συλλαβόγραμμα sa. Αργότερα, βλέποντας, και το

τρίτο ιερογλυφικό, διαβάσαμε την λέξη, sa-ko-re ή ζά-κο-ρε. Ζάκορος, όμως λέγεται αυτή που

φροντίζει το ναό, και εδώ σε δυϊκό αριθμό, χαρακτηρίζει τις δύο γυναίκες του δακτυλιδιού.

Έχοντας αυτή την εμπειρία από αυτό το δακτυλίδι, και αφού ήδη είχαμε διαβάσει και

μεταφράσει πάρα πολλές πινακίδες αδιάβαστες και αμετάφραστες μέχρι τώρα, Γραμμικής Α και

Β, το δίσκο της Φαιστού, τις πελασγικές επιγραφές από τη Λήμνο, την Σαμοθράκη και την

Πραισό και τα Ιερογλυφικά σε δεκάδες σφραγίδες, σφραγίσματα και αντικείμενα προερχόμενα

Page 3: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο, αρχίσαμε να κάνομε

διάφορες σκέψεις για την προέλευση των ιερογλυφικών της Κρήτης και της Πελοποννήσου.

Γνωρίζοντας ότι όλες αυτές οι γραφές αποτυπώνουν την αρχαία ελληνική στις κατά τόπους

διαλέκτους, αρχίσαμε να εξετάζομε, ένα-ένα, τα ιερογλυφικά και κατ' επέκταση τα

συλλαβογράμματα της Γραμμικής Α και Β. Παρατηρήσαμε ότι χωρίς την ύπαρξη της Αρχαϊκής

ελληνικής δε θα υπήρχε καμία από αυτές τις γραφές, όπως τις βλέπομε, οι οποίες μάλιστα

χρησιμοποιούνταν όλες μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους. Έτσι στη Γραμμική Β έγιναν

γνωστά από το Βέντρις, και με άλλο τρόπο, μόνο αυτά τα συλλαβογράμματα τα οποία

προέρχονται από λέξεις ελληνικές, κοινές στις διάφορες διαλέκτους. Αυτό μας κάνει να

συμπεράνομε, ότι τα ιερογλυφικά είναι χιλιάδες, όσα και τα αντικείμενα που βλέπει το

ανθρώπινο μάτι, και εάν υπολογίσουμε και τις διαλέκτους, τότε η φωνητική αξία κάθε

συλλαβογράμματος είναι πολλαπλάσια, αφού με την ίδια εικόνα αποδίδονται αρκετές φωνητικές

αξίες. Επίσης έχομε και το αντίστροφο, ότι ένα συλλαβόγραμμα παριστάνεται με αρκετές

εικόνες λόγω της πληθώρας, των ονομασιών των αντικειμένων που αρχίζουν με το ίδιο

συλλαβόγραμμα. Έχοντας, λοιπόν, μπροστά μας την πλουσιότερη σε λέξεις γλώσσα του κόσμου,

είναι αδύνατον να βρούμε, πόσες χιλιάδες είναι τα ιερογλυφικά και τα συλλαβογράμματα

γραμμικής Α και Β. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στα κυπριακά συλλαβογράμματα τα οποία,

εκτός των καθαρά Ελληνικών λέξεων, προέρχονται και από λέξεις άλλων γλωσσών της

ανατολικής Μεσογείου, τις οποίες έχει αφομοιώσει η κυπριακή ελληνική διάλεκτος, λόγω της

μεγαλύτερης επικοινωνίας των Κυπρίων με χώρες και λαούς γειτονικούς προς αυτούς αλλά και

λόγω των κατακτητών, που βρίσκονταν, σε διάφορες περιόδους των "προϊστορικών χρόνων",

στο νησί.

Μερικές από τις προελεύσεις των συλλαβογραμμάτων βλέπομε παρακάτω. Γράφομε πρώτα το

συλλαβόγραμμα με το λατινικό αλφάβητο, ακολουθεί η περιγραφή του σχεδίου του στα

ιερογλυφικά ή στις Γραμμικές γραφές, στις οποίες το συναντούμε, μετά η λέξη της Αρχαίας

ελληνικής, της οποίας αποτελεί την πρώτη συλλαβή, και η μετάφραση στα νέα Ελληνικά (κάθε

λέξη του κειμένου που ακολουθεί έχει αντιγραφεί από λεξικά):

01. mo = στα ιερογλυφικά κεφάλι μόσχου. Μό-σχος = 1.(γενικά) το νεογνό οποιουδήποτε ζώου.

2. ο νεαρός ταύρος του οποίου τη μορφή πίστευαν ότι έπαιρνε ο Θεός ʼπις. (« ο δε ʼπις

γίνεται μόσχος εκ βοός », Ηροδ.). 3.(το θηλ.) η μόσχος. δαμάλι, νεαρή αγελάδα.

02. ko = Ν70 στη Γρ.Β, βλέπομε τον καρπό τού κόλιανδρου = κό-λιανδρο

03. ja = Ν57 στη Β, και σχέδιο πόρτας ή σκαλοπατιών στα "ιερογλυφικά" ζά-βατος= διαβατός,

η διάβαση, τα σκαλοπάτια.

Page 4: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

04. ke = σχέδιο σφυροπέλεκυ στα ιερογλυφικά > κέ-αρνον= εργαλείο του ξυλουργού και του

βυρσοδέψη. Επίσης το συναντούμε στην Γραμμική Β με το Ν19.

05. sa = Ν31 στην Β, κλαδί με καρπούς σησαμιού > σά-αμον= λακωνικός τύπος του σήσαμον.

06. ki = Ν67 στη Β, σχέδιο κανάτα > κύ-λιξ = κατά τον Ησύχιο 1.στάμνα. 2.βόδι με

ανεστραμμένο το ένα κέρατο.

07. ni = Ν30 στη Β, σχέδιο σύκου > νι-κύλεα = στην Κρήτη είδος σύκων.

08. I = σύμβολο, πόδι στα ιερογλυφικά > ί-θμα = τα πόδια, ίχνη, πατήματα, βήματα.

09. ra = σχέδιο πουλιού σαν πελεκάνος, στα ιερογλυφικά > ρά-μφιος = ο πελεκάνος, αλλά και

(κατά τον Ησύχιο) ράφοι = όρνεις τινές. Επίσης λα-ιός= το πουλί πετροκότσυφας.

10. ra και la =Ν60 στη Β. Στη Γραμμική Α έχομε το σχέδιο αρότρου. Ετσι το συλλαβόγραμμα -

la- προέρχεται από τη λέξη λα-ίον= το υνί του αρότρου. Με το ίδιο σχέδιο παριστάνεται το

όσπριο λαθούρι, το οποίο στα αρχαία ελληνικά λέγεται λά-θυρος. Δίνει δηλαδή τα δύο

πρώτα γράμματα της λέξης στο συλλαβόγραμμα la.

11. te = Ν4 στη Β, σχέδιο κλαδιού φτέρης ή δικότυλου τεύκριου > τε-ύκριον= το φυτό

χαμαίρωψ. Εκτός όμως από αυτά, δυνατόν να προέρχεται και από την λέξη, τε-ρέβινθος=

(κατά τον Ησύχ.) φυτό όμοιο με το λινάρι από το οποίο κατασκεύαζαν οι Αθηναίοι

αλιευτικές ορμιές. Το τεύκριον ως φαρμακευτικό πολυετές φυτό αποκαλείται και κρητικό,

έχει όμως άλλη ονομασία "πόλιον", λόγω του χρώματος του άνθους του, δηλαδή το λευκό ή

υπόλευκο. Το ίδιο σχέδιο συναντούμε στην Γραμμική Α και στα ιερογλυφικά, στα οποία

παριστάνει το όσπριο λούπινο. Το όσπριο αυτό στα αρχαία ελληνικά, λέγεται θέ-ρμος

(τέρμος) και δίνει στο συλλαβόγραμμα την πρώτη συλλαβή από το όνομα του. Θέ-ρμος=

είδος όσπριου, χρησίμευε ως αντίδοτο κατά της μέθης. Βλέπομε, ότι το συλλαβόγραμμα έχει

προέλθει από όμοια φυτά, τα οποία μπορεί να παραστήσει σαν εικόνα.

12. ta = σχέδιο ζυγαριάς στην Γραμμική Α, και μαστάρια στα ιερο-γλυφικά > τά-λαντον =

ζυγαριά, πλάστιγγα, οι δίσκοι της ζυγαριάς.

13. ma = στα ιερογλυφικά, σχήμα κεφαλής γάτας ή σκύλου ή οχτώσχημης ασπίδας > μά-γιν =

(κατά τον Ησύχ.) ασπίδα.

14. ma = Το σχέδιο σκύλου στα ιερογλυφικά, πρέπει να αναφέρεται στη λέξη Μα-ίρα=

προσωνυμία της Εκάβης που μεταμορφώθηκε σε σκύλο.

15. ku = Ν81 στη Β, σχέδιο στις Γραμμικές Α και Β πουλιού, που πετά > κυ-κνίας= είδος αετού

όμοιου στη λευκότητα με τον κύκνο. Το ίδιο σχέδιο δίνεται στο όσπριο, κουκιά άσπρα. Στα

Αρχαία ελληνικά το κουκί λέγεται κύ-αμος, και το συλλαβόγραμμα προέρχεται από την

πρώτη συλλαβή αυτής της λέξης.

Page 5: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

16. ro = Ν68 σχέδιο σαν το μουσικό όργανο στην Γραμμική Β, το οποίο περιγράφεται πιο κάτω

από τον Πλούταρχο > ρό-πτρον= μουσικό όργανο των Κορυβάντων, ρόμβος («ρόπτρα

βυρσοπαγή και κοίλα περιτείνοντες ηχείοις χαλκοίς», Πλουτ.)

17. ma = Ν80 το σχέδιο που στη Γραμμική παριστάνει το μαλλί (προβάτου), αλλά μάλλον είναι

έμμεση αναφορά αφού στην πραγματικότητα είναι σχέδιο από δύο κοτσίδες μαλλιών > μά-

λιον = κοτσίδα, βόστρυχος. Φυσικά έχουν χαρακτηρίσει το σχέδιο ως μαλλί, επειδή

αναφέρεται σε πινακίδες προβάτων, που είναι το έριο, το τρίχωμα, και ειδικά των προβάτων.

18. qi = Ν21 χι=ένα σχήμα που μοιάζει με το χαρακτηριζόμενο στη Γραμμική και στα

ιερογλυφικά ως κατσίκα. > χί-μαιρα= 1.γίδα, κατσίκα. 2. (ειδικά) χρονιάρικη γίδα, βετούλα,

που προσφερόταν πριν από τη μάχη ως θυσία στην Αγροτέρα ʼρτεμη. 3.άγρια γίδα,

αγριοκάτσικο. κ.λπ.

19. tu = Ν69 στη Β. Σχέδιο στη γραμμική τσαμπιού σταφιλιού και στα ιερογλυφικά με το σχέδιο

του κρασιού. Προέρχεται έμμεσα από λέξη, που αφορά το Διόνυσο, όπως π.χ. α) θυ-ία=

γιορτή του Διονύσου β) θυ-νάται= (κατά τον Ησύχ.) ευωχείται. Υπάρχουν και πολλές άλλες

λέξεις με το θύρσο που ενθυμίζει διoνυσιακές τελετές.

20. pu = Ν29 σχέδιο κουκιάς ανθισμένης στις Γραμμικές > πύ-αμος και λακων. τύπος πού-ανος

= οι κύαμοι, τα κουκιά.

21. i = Ν28 στη Β, στις Γραμμικές σχήμα ρόκας > η-λακάτη= η ρόκα= το όργανο με το οποίο

κλώθουν το μαλλί, το μπαμπάκι, και ένα από τα είδη της έχει τρία ή τέσσερα διχάλια στην

κορυφή. Με το ίδιο σχήμα παριστάνεται το όσπριο παπούλες, που στα Αρχαία ελληνικά

λέγεται ι-άλιον, και δίνει στο συλλαβόγραμμα το πρώτο γράμμα της ονομασίας.

22. i = σχέδιο καρφιού στα ιερογλυφικά > η-λάριον= μικρό καρφί, καρφάκι.

23. wu = στα ιερογλυφικά, σχέδιο ανθρώπου που σκύβει και κάνει κάτι με αξίνα φυ-τευτής=

αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς.

24. e = Ν38 στη Β, στα ιερογλυφικά σχέδιο μυτερής γραφίδας ή μυτερό σίδερο που

εφαρμόζεται στο πόδι και διευκολύνει την αναρρίχηση > ε-γκεντρίδα= 1.είδος γραφίδας που

κατέληγε σε αιχμηρή άκρη. 2.κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που εφαρμοζόταν στο πόδι

και διευκόλυνε την αναρρίχηση.

25. wa = Ν54 στις Γραμμικές και στα ιερογλυφικά παριστάνεται με σχέδιο που λένε ότι είναι

ύφασμα και πράγματι έτσι είναι > φα-ρεός ή φά-ρος= μεγάλο κομμάτι υφάσματος, αλλά και

ύφασμα, με το οποίο κάλυπταν τους νεκρούς, σάβανο.

26. u = το Ν10 στις Γραμμικές παριστάνει πηδάλιο πλοίου και στα ιερογλυφικά κυρτή βέργα

όπως το μπαστούνι. Έτσι, έχομε, στις Γραμμικές: ύ-αξ= (κατά τον Ησύχ.) το πηδάλιο. Στα

ιερογλυφικά: ύ-βος= κυφός, καμπούρης και ύ-βωση= κύρτωση, καμπούριασμα.

Page 6: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

27. nau = στα ιερογλυφικά πλοίο, του οποίου το μισό υπάρχει στη Γραμμική Α και Β με Ν 86,

και πιθανή την ίδια συλλαβική αξία. Ναυ-ς= (γενικά) πολεμικό πλοίο, έμβλημα στον θυρεό

που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο.

28. ti =Ν 37 στη Β. Στις Γραμμικές και στα ιερογλυφικά, σχέδιο τρίποδα >τι-βήν= ο τρίποδας.

Τίβηνος= (κατά τον Ησύχιο) λέβης, τρίπους.

29. nu = στις Γραμμικές και ειδικά στη Γραμμική Β, σχέδιο όμοιο με εσοχή στον τοίχο που

περιείχε άγαλμα > νύ-φη ή νύ-μφη = εσοχή σε σχήμα αχιβάδας η οποία περιείχε άγαλμα ή

τρίποδο ή κάτι παρόμοιο και η οποία υπήρχε στον τοίχο του ναού ή οικίας, θύρωμα.

30. ai = ένα σχέδιο, το Ν43 της γραμμικής Β, που αν το προσέξομε αποτελείται από θρινί που

λιχνίζει > αί-νω = κοσκινίζω, λιχνίζω, ξεχωρίζω την ήρα από το σιτάρι.

31. ru = Ν26 στη Γραμμική Β, αλλά συναντάται στα ιερογλυφικά και στη Γραμμική Α.

Γραμμικό σχέδιο ρυτού σε σχήμα κεφαλής ταύρου > ρυ-τόν= 1.είδος ποτηριού ή αγγείου σε

σχήμα ζώου, όπως λ.χ. βοδιού, ελέφαντα ή και προσώπου. 2.Μινωικό ή μυκηναϊκό αγγείο

με παρόμοια χαρακτηριστικά.

32. qa = στη Γραμμική Α έχει σχήμα κουρουπωτού ποτηριού σαμπάνιας με δύο αυτιά και ψηλό

πόδι με βάση >κα-νθαρος = είδος ποτηριού που μοιάζει με κάραβο, επειδή φέρει τα αυτιά =

κερασφόρος κάνθαρος.

33. me = το Ν13 της Γραμμικής Β το οποίο συναντούμε με παρόμοιο σχέδιο στην Γραμμική Α

και στα κρητικά ιερογλυφικά με κεφάλι κριού που φέρει κέρατο και γένι κάτω από σαγόνι >

μέ-θλην = (κατά τον Ησύχ.) «τόν άρνα». Αρνός= αρνί, αμνός (άρρην ή θήλυς), γενικά

πρόβατο και, όπως μεταφράζει ο Ησύχιος, αρσενικό. Δηλαδή, κριάρι.

34. pe = το Ν72 της Γραμμικής Β, με σχήμα τριγώνου που έχει οπή στη μέση > πε-ριγώνιον=

(στον πληθ.) τα περιγώνια. τα εργαλεία του κτίστη.

35. pa = Το Ν3 της Γραμμικής Β ,το οποίο συναντούμε και στις δύο άλλες γραφές. Έχει σχήμα

γραμμής με δύο καθέτους επαυτής σαν διπλός σταυρός, με το όποίο παριστάνεται το όσπριο

φακή, που λέγεται φά-κος. Φάκος= το φυτό και ο καρπός, όστις ετρώγετο κατά τας κηδείας.

Page 7: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Ο Δίσκος της Φαιστού

Ο Δίσκος της Φαιστού (που βρέθηκε το 1908 από τον L. PERNIER στον Β.Α. τομέα του

ανακτόρου της Φαιστού) με την αποτυπωμένη* γραφή του, μαζί με την επιγραφή σε χαλκό από

το Ιδάλιον javascript:donothing() javascript:donothing() της Κύπρου, αποτελούν σπουδαιότατα

ευρήματα για την αρχαιολογία. Αυτά σε συνδυασμό με την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής

Β από τον "ερασιτέχνη" Μ. Βεντρίς (αρχιτέκτονας στο επάγγελμα) την 1/6/52, απέδειξαν την

αρχαιότητα της ελληνικής γλώσσας. Ο Δίσκος της Φαιστού που χρονολογείται στην αρχή των

Νεοανακτορικών χρόνων (17ος π.Χ. αιώνας), φέρει σημεία της "ιερογλυφικής γραφής" και στις

δύο όψεις, που αποτυπώθηκαν με σφραγίδες, όταν ο πηλός ήταν νωπός. Πρόκειται λοιπόν για

την παλαιότατη ένδειξη τυπογραφίας στον κόσμο, αναπαραγωγής γραπτών κειμένων με

καλούπια σημείων. Και οι δύο επιγραφές έχουν αποτυπωθεί σε σπειροειδή διάταξη, από την

περιφέρεια προς το κέντρο. Συνολικά τα σημεία στις δυο όψεις του δίσκου είναι 242. Αυτά

διαρρυθμίζονται σε 61 ομάδες (λέξεις), πού η κάθε μία χωρίζεται από την άλλη με κάθετες

εγχάρακτες γραμμές. Ο αριθμός των σημείων σε κάθε λέξη ποικίλλει από δύο έως επτά. Οι

λέξεις στην Α πλευρά του δίσκου είναι 30 ενώ στην Β πλευρά του είναι 31. Τα διαφορετικά

σύμβολα είναι 45 (και σύμφωνα με τον συγγραφέα Α. Βασιλάκη δεν απεικονίζεται πάντα το ίδιο

γράμμα τού συμβατικού ελληνικού κρητικού αλφάβητου, σε κάθε ένα από αυτά). Επίσης, να

αναφέρουμε ότι υπάρχουν δεκαπέντε σύμβολα και στις δύο πλευρές του, πού έχουν μία

υπογεγραμμένη, άλλοτε πλάγια και άλλοτε κάθετη προς το σύμβολο. Τα σύμβολα αυτά

απαντούν μόνο στην αρχή λέξεων και η υπογεγραμμένη προστέθηκε με μία γραφίδα.

* η γραφή -όπως προαναφέραμε- έχει αποτυπωθεί στον πηλό με κινητά στοιχεία (όπως στα

σημερινά τυπογραφεία, γεγονός που δείχνει τυποποίηση και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να

υπάρχουν και άλλα παρόμοια αντικείμενα). Ιδια γραφή έχει βρεθεί σε έναν πέλεκυ που βρέθηκε

στο μινωικό ιερό σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου, καθώς και σε έναν πυραμοειδή λίθο που βρέθηκε

στην περιοχή των Μαλίων.

Η Μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας ( Μπαμπινιώτης )

Page 8: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Η Μελέτη της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας ενδιαφέρει γενικότερα ως το μοναδικό

παράδειγμα ζωντανής σήμερα γλώσσας με αδιάσπαστη προφορική παράδοση 4.000 χρόνων και

τουλάχιστον 3.000 χρόνων συνεχή γραπτή παράδοση. Μέσα δηλ. από την Ελληνική μπορεί

κανείς να μελετήσει γλωσσολογικά πως εξελίσσεται ιστορικά η γλώσσα του ανθρώπου στον

καίριο χώρο της Ευρώπης και σε σχέση με έναν λαό που καλλιέργησε τη γλώσσα όσο λίγοι.

Επίσης, λόγω της παλαιότητάς της η Ελληνική χρησίμευσε - μαζί με την αρχαία Ινδική, τη

Χεττιτική και τη Λατινική - ως βάση για τη μελέτη της εξέλιξης της ινδοευρωπαϊκής

πρωτογλώσσας, στην οποία ανάγονται οι γλώσσες της Ευρώπης και, γενικότερα, της

ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας.

Η έρευνα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας ταυτίζεται με τον ιδρυτή της γλωσσικής

επιστήμης στην Ελλάδα, τον πρώτο καθηγητή της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,

τον Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι (1848-1941), στη συμβολή του οποίου θα αναφερθούμε εκτενέστερα

παρακάτω. Δύο 'Ελληνες μελετητές της γλώσσας αξίζει ιδιαίτερα να μνημονευθούν: ο

Αδαμάντιος Κοραής (1748 - 1833) και ο Δημήτριος Μαυροφρύδης (1828-1866).

Ο Αδαμάντιος Κοραής δεν υπήρξε επιστήμονας γλωσσολόγος (ούτε καν σπουδαγμένος

φιλόλογος είχε σπουδάσει γιατρός!) Στη σπουδή της ελληνικής γλώσσας και μάλιστα στην

ιστορική της διάσταση εισήλθε ο Κοραής από την πύλη της βαθιάς και εκτεταμένης γνώσης της

γλώσσας των κειμένων αφενός και από το ενδιαφέρον του να νομιμοποιήσει ο Νέος Ελληνισμός

τη δική του γλωσσική έκφραση, την "κοινή" γλώσσα, ώστε μέσα από αυτή να μορφωθεί

(Διαφωτισμός) και να απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό. 'Ετσι ο Κοραής υπήρξε

αυτοδίδακτος γλωσσολόγος, που μελέτησε τη συνέχεια αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας,

την ετυμολογική προέλευση των λέξεων της Νέας Ελληνικής και γενικότερα θέματα ιστορικής

εξέλιξης και προέλευσης της Ελληνικής μέσα από τη γνωστή εκστρατεία του για καθαρισμό της

Νέας Ελληνικής από τουρκικά και ιταλικά λεξιλογικά δάνεια. Σε δύο σειρές δημοσιευμάτων του

ο Κοραής ασχολήθηκε με την ιστορία των λέξεων: στα "Ατακτα" (στους 3 από τους 5 τόμους)

και στους "Αυτοσχέδιους Στοχασμούς".

Αντίθετα προς τον αποσπασματικό χαρακτήρα που είχε η ιστορική έρευνα του Κοραή, το έργο

του Δημητρίου Μαυροφρύδη "Δοκίμιον ιστορίας της ελληνικής γλώσσης" αποτελεί την πρώτη

ιστορία της ελληνικής γλώσσας που γράφτηκε από 'Ελληνα γλωσσολόγο. Ωστόσο, η θεωρητική

βάση του έργου του, ότι κάθε ελληνική λέξη παράγεται απευθείας από αντίστοιχες

ινδοευρωπαϊκές ρίζες, είναι εσφαλμένη και μειώνει την αξία του κατά τα άλλα, πρωτοποριακού

του έργου.

Page 9: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Φαίνεται περίεργο, ωστόσο είναι γεγονός ότι η αρχαία Ελληνική και η βυζαντινή μας γλώσσα,

για το κύρος που είχαν διεθνώς - και ιδιαίτερα στην Ευρώπη - οι κλασικές και, λιγότερο, οι

βυζαντινές σπουδές, μελετήθηκε περισσότερο από ξένους γλωσσολόγους και φιλολόγους. Οι

'Ελληνες γλωσσολόγοι - και κατ' εξαίρεσιν φιλόλογοι με γλωσσικά ενδιαφέροντα - που

ασχολήθηκαν επιστημονικά με ζητήματα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας - και στους

οποίους οι περιορισμοί του παρόντος αφιερώματος δεν μας επιτρέπουν να αναφερθούμε

ονομαστικά - προήλθαν από τρεις ερευνητικούς χώρους: το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Ιστορικό

Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (με το θυγατρικό του

αρχικά Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων). .

Συστηματικά έργα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας συνέγραψαν ο Γ. Χατζιδάκις, ο Μαν.

Τριανταφυλλίδης, ο Γ. Αναγνωστόπουλος και ο γράφων, ενώ πανεπιστημιακές παραδόσεις

ιστορίας της ελληνικής γλώσσας εξέδωσαν οι Γ. Κουρμούλης, Ν. Ανδριώτης, Αντ. Θαβώρης,

Μιχ. Σετάτος, Χρ. Χαραλαμπάκης κ.α. Συλλογικά έργα, όπου εξετάζεται η ιστορία της

ελληνικής γλώσσας, είναι και τα εκτενή άρθρα για την ελληνική γλώσσα στη Μεγάλη Ελληνική

Εγκυκλοπαίδεια (τ. Ελλάς) και στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος -Λαρούς - Μπριτάνικα (Ελλάς α'

τομ.).

Ερευνητικά προβλήματα

Η έρευνας της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας είχε εξ αρχής να αντιμετωπίσει πολλά και

δυσεπίλυτα προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά οξύνονταν συχνά ακόμη περισσότερο από

εθνικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, όπως συμβαίνει με επιστημονικά αντικείμενα - η

γλώσσα είναι χαρακτηριστική περίπτωση - που έχουν εθνικές ή κοινωνικές προεκτάσεις. Θα

θίξω, με μεγάλη συντομία, μερικά από αυτά.

Η προέλευση της Ελληνικής υπήρξε ένα σημαντικό θέμα που απασχόλησε τους ιστορικούς της

γλώσσας. Με την ίδρυση της επιστήμης της γλώσσας, της γλωσσολογίας (το 1816)

διαπιστώθηκε από τους μελετητές μια στενή δομική (γραμματική και συντακτική) και

λεξιλογική σχέση της Ελληνικής με άλλες ευρωπαϊκές και μη γλώσσες: αρχικά με τη Λατινική,

τη Γοτθική (αρχαία Γερμανική) και τη Σανσκριτική (αρχαία Ινδική), έπειτα με τις γερμανικές

γλώσσες γενικότερα (Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Νορβηγική, Δανική, Σουηδική) με τις

σλαβικές (Ρωσική, Σερβική, Πολωνική κ.α.) με την αρχαία Περσική, την αρχαία Χεττιτική, με

τις ιταλικές γλώσσες, με την Αλβανική, με την Κελτική και την Ταχαρική. Αυτό οδήγησε στη

λεγόμενη ινδοευρωπαϊκή θεωρία, ότι δηλ. οι γλώσσες αυτές έχουν στενή γενετική σχέση μεταξύ

τους, αποτελούν ιδιαίτερη οικογένεια γλωσσών (άλλη από τις ουραλοαλταϊκές γλώσσες, τις

Page 10: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

αφρικανικές, τις ινδιάνικες, τις σημιτικές, την κινεζική, κ.λπ., που αποτελούν άλλες μεγάλες

γλωσσικές οικογένειες). 'Έτσι ερμηνεύεται και η στενή σχέση που εμφανίζουν μεταξύ τους σε

αντίθεση με όλες τις άλλες γλώσσες που υπάρχουν (περ. 2.700). Η θεωρία αυτή είναι καθολικά

σχεδόν παραδεκτή από τους γλωσσολόγους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας καθώς και

από όλους τους 'Έλληνες γλωσσολόγους, με θεμελιωτή της θεωρίας στην Ελλάδα τον Γ.

Χατζιδάκι.

Το θέμα της γραφής υπήρξε εξίσου σημαντικό για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Επειδή η

ιστορία μιας γλώσσας αρχίζει από τα χρόνια που σώζονται γραπτές μαρτυρίες, η ιστορία της

ελληνικής γλώσσας παλαιότερα μεν θεωρούσαν ότι άρχιζε με τις πρώτες επιγραφές σε ελληνική

αλφαβητική γραφή δηλ. τον 8ο π.Χ. αιώνα, αργότερα όμως (1953) με την ανάγνωση των

πινακίδων της κρητομυκηναϊκής γραμμικής γραφής Β', οι απαρχές της ιστορίας της ελληνικής

γλώσσας μετατέθηκαν 7 αιώνες νωρίτερα στον 15ο π.χ. αιώνα (1450). Δεν έχουν ακόμη

αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική γραφή Α', που χρονολογείται περ. στο 1750 π.Χ. ούτε η

ιερογλυφική του Ελλαδικού χώρου (περ. 2000 π.Χ.) Η επικρατήσασα ελληνική αλφαβητική

γραφή (και η προέκτασή της, το λατινικό αλφάβητο, που είναι εξέλιξη του δυτικού ελληνικού

αλφάβητου της Χαλκίδας) αποτελεί, από δομικής - λειτουργικής πλευράς (με την επινόηση της

δήλωσης των φωνηέντων από τους 'Έλληνες), μεγάλης σημασίας επίτευγμα των Ελλήνων, έστω

κι αν στοιχεία της γραφής (τα σημεία που δήλωναν σύμφωνα) δανείστηκαν οι 'Έλληνες από το

σημιτικό αλφάβητο, όπως πιστεύεται από όλους τους μελετητές της ιστορίας της γραφής.

Η σχέση των διαφόρων φάσεων της ελληνικής γλώσσας δηλ. η σχέση της Νέας Ελληνικής με τη

Βυζαντινή και την αρχαία ελληνική γλώσσα και η, άμεσα συνδεόμενη, ερμηνεία διαφόρων

μεταβολών ή ομοιοτήτων στη γλώσσα των αντίστοιχων περιόδων, ήταν ένα μείζον πρόβλημα

που προέκυψε στην έρευνα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Από πού προήλθε η Νέα

ελληνική, από την αρχαία με τη μεσολάβηση της Βυζαντινής ή απευθείας από την αρχαία και

μάλιστα από συγκεκριμένες διαλέκτους της; Και πόσο διαφορετική ή ίδια και απαράλλακτη

είναι η νέα ελληνική γλώσσα με την αρχαία; Σχετικά με τα θέματα αυτά διατυπώθηκε η

περίφημη "αιολοδωρική θεωρία" του ποιητή Αθαν. Χριστόπουλου κ.α. σύμφωνα με την οποία η

Νέα Ελληνική συνδέεται απευθείας με την αρχαία γλώσσα, της οποίας αποτελεί άμεση εξέλιξη,

προερχόμενη μάλιστα όχι από την αρχαία αττική διάλεκτο αλλά από την αιολική και τη δωρική

διάλεκτο. Ως προς την ομοιότητα - και άμεση συνέχεια - αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας,

χρησιμοποιήθηκε το "επιχείρημα" της προφοράς της αρχαίας γλώσσας, η οποία εμφανίστηκε ότι

ταυτιζόταν δήθεν με την προφορά της Νέας Ελληνικής, αφού όσες αλλαγές έγιναν στην

προφορά έγιναν - σύμφωνα πάντοτε με την άποψη αυτή - ήδη στους κλασικούς χρόνους. Και τις

Page 11: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

δύο αυτές "θεωρίες" (της Αιολοδωρικής και της αρχαίας προφοράς) απέδειξε αβάσιμες και

αναληθείς ο Γ. Χατζιδάκις, χρησιμοποιώντας την αυστηρή μέθοδο της ιστορικής γλωσσολογίας.

Ο μέγας αυτός γλωσσολόγος έδειξε ότι η Νέα Ελληνική είναι φυσική εξέλιξη της Ελληνικής των

Βυζαντινών χρόνων που, με τη σειρά της, εξελίχθηκε από την Αλεξανδρινή Κοινή γλώσσα, η

οποία προήλθε από την επικρατήσασα αρχαία αττική διάλεκτο. Μ' αυτόν τον τρόπο ο

Χατζιδάκις και την αλήθεια αποκατέστησε και εδραίωσε την αίσθηση της συνέχειας της

ελληνικής γλώσσας, που με την αιολοδωρική θεωρία τιναζόταν στον αέρα, αφού η βυζαντινή

Ελληνική και η Αλεξανδρινή Κοινή (20 αιώνων γλωσσική παράδοση!) φαίνονταν σαν να μην

υπήρξαν ποτέ, ενώ αντιθέτως στηνόταν μια πλαστή γέφυρα που ένωνε απευθείας τη νέα

Ελληνική με την αρχαία, και μάλιστα με δύο διαλέκτους που εκτοπίστηκαν νωρίς από την

επικράτηση της αττικής διαλέκτου. Ως προς την προφορά ο Χατζιδάκις, ακολουθώντας τα

διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης, έδειξε ότι ανάμεσα στην προφορά της αρχαίας και της

νέας γλώσσας υπάρχουν σημαντικές διαφορές, αναμενόμενες στην εξέλιξη κάθε φυσικής

γλώσσας. Και για τις δύο θέσεις του, επιστημονικά αδιάσειστες και καθολικά αποδεκτές από

τους γλωσσολόγους, ο Χατζιδάκις δέχθηκε σκληρές επιθέσεις από αγλωσσολόγητους επικριτές,

οι οποίοι πίστευαν ότι με τα διδάγματα του μεγάλου γλωσσολόγου υπονομεύεται η

ελληνικότητα της σύγχρονης γλώσσας των Ελλήνων, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε

ακριβώς το αντίθετο: με τις απόψεις του Χατζιδάκι και άλλων αποδεικνυόταν η ενότητα και η

άνευ χασμάτων συνέχεια της ελληνικής γλώσσας.

Το γλωσσικό ζήτημα - δηλαδή ο αγώνας για την καθιέρωση της προφορικής γλωσσικής

παράδοσης (δημοτικής) και ως επίσημης γραπτής γλώσσας - υπήρξε, τέλος, μείζον πρόβλημα

της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Η καθιέρωση της δημοτικής επιτεύχθηκε μεν το 1976,

αλλά πέρασε από μια οξύτητα που διήρκεσε δύο περίπου αιώνες (19ο - 20ο) με τη μορφή ενός

"γλωσσικού εμφύλιου" γνωστού με τον ιστορικό χαρακτηρισμό "γλωσσικό ζήτημα" (κατά το

"ανατολικό ζήτημα").

Στην πραγματικότητα κι αυτό αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της ιστορικής εξέλιξης της

ελληνικής γλώσσας που σε καμιά άλλη γλώσσα δεν εμφανίζεται με τη μορφή της Ελληνικής (το

παράδειγμα της Αραβικής διαφέρει), η διάσχιση της γλώσσας σε δύο μορφές χρήσης, τη λόγια

αττικίζουσα γραπτή κυρίως γλώσσα (τη μετέπειτα καθαρεύουσα) και την απλή προφορική

γλώσσας, τη φυσική εξέλιξη της αρχαίας μας γλώσσας (τη μετέπειτα δημοτική γλώσσα). Αυτό

που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι οι δύο αυτές μορφές παράδοσης της ελληνικής γλώσσας, η

λόγια και η δημώδης, από τότε που γίνεται η διάσχιση (τον 1ο π.χ. αι., με το κίνημα των

Αττικιστών) μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα (με ελάχιστες εξαιρέσεις, Σοφιανός κ.α.) δηλ. επί 10

αιώνες, είναι ευρύτερα αποδεκτές ως μια οιονεί φυσική γλωσσική κατάσταση.

Page 12: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Η γλωσσική διμορφία, δηλαδή (ο όρος διγλωσσία είναι άστοχος, γιατί δεν είχαμε ποτέ στην

Ελλάδα δύο διαφορετικές γλώσσες, αλλά δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας)

χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα επί αιώνες, πολύ πριν διχάσει τους λογίους σε αντιμαχόμενα

στρατόπεδα. Οι γνωστές διαμάχες για την επισημοποίηση της δημοτικής γλώσσας κράτησαν σε

συνεχή εγρήγορση τόσο τους 'Έλληνες λογίους όσο και τους απλούς πολίτες. Με καμία άλλη

γλώσσα δεν ασχολήθηκαν τόσοι πολλοί μελετητές (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, εκπαιδευτικοί,

κοινωνιολόγοι, πολιτικοί, νομικοί κ.ά.) και καμιάς άλλης γλώσσας οι ομιλητές δεν υπήρξαν τόσο

ευαισθητοποιημένοι σε θέματα που αφορούν στη χρήση της γλώσσας όσο οι 'Έλληνες στην

Ελλάδα. Βεβαίως, αυτή η κατάσταση απορρόφησε δυνάμεις - αναφέρομαι στους γλωσσολόγους

- που θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί σε άλλες πλευρές μελέτης της ελληνικής γλώσσας

(γραμματική, σύνταξη, λεξικογραφία κ.λ.π) πράγμα που άργησε να γίνει, συνετέλεσε ωστόσο

στην ευρύτερη γλωσσική ευαισθητοποίηση των Ελλήνων για την οποία μιλήσαμε.

Επίλογος

Στο χώρο της γλωσσολογίας σήμερα παρατηρείται, δυστυχώς, μια κάμψη των σπουδών της

ιστορικής γλωσσολογίας και της ιστορικής έρευνας των επιμέρους γλωσσών. Αυτό οφείλεται

στο ότι κατά τον 20ο αιώνα η έμφαση δόθηκε στη συγχρονική σπουδή της γλώσσας, δηλ. τη

γλώσσα ως κατάσταση και όχι ως εξέλιξη, στο είναι και όχι στο ιστορικό γίγνεσθαι των

γλωσσών.

Στην πραγματικότητα, όμως, χρειαζόμαστε και τις δύο θεωρήσεις: και τη συγχρονική και τη

διαχρονική - ιστορική μελέτη της γλώσσας. Ιδίως γλώσσες όπως η Ελληνική, με τη μακραίωνη

και πολλαπλώς ενδιαφέρουσα ιστορική παράδοση και εξέλιξη, είναι ανάγκη να μελετώνται και

ιστορικά. Αυτό πρέπει, νομίζω, να γίνει συνείδηση στα ελληνικά Πανεπιστήμια - στα

παλαιότερα υπάρχει αυτή η αντίληψη - όπως πρέπει, πάση θυσία να τονωθεί η διαχρονική και

ιστορική έρευνα της ελληνικής γλώσσας. Η επιστημονική προσφορά ενός Χατζιδάκι, ενός

Ψυχάρη, ενός Τριανταφυλλίδη, του Κουρμούλη, του Ανδριώτη, του Τσοπανάκη και τόσων

άλλων άξιων γλωσσολόγων της ιστορικής γλωσσολογίας πρέπει να βρει περισσότερους

συνεχιστές, όπως συνέβη μέχρι σήμερα.

Νέοι γλωσσολόγοι, με τα διδάγματα της σημερινής γλωσσικής επιστήμης, που φώτισε πλείστα

όσα θέματα στην ανάλυση των γλωσσών και στην όλη υφή και λειτουργία της γλώσσας,

μπορούν να ανακαλύψουν και να αποκαλύψουν σημαντικές άγνωστες πλευρές του αχανούς και

δυσεξερεύνητου πεδίου της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, ενός ερευνητικού χώρου που

απαιτεί επίμοχθη αναζήτηση σε αρχαία κείμενα, σε επιγραφές, σε παπύρους, σε όλη τη γραπτή

αλλά και την προφορική παράδοση, ιδίως στις διαλέκτους και στα ιδιώματα.

Page 13: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής, δηλ. η μοναδική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αρχαία και

τη σύγχρονη γλώσσα, όπως την περιγράφει λ.χ. ο αείμνηστος R. Browning ή όπως την είδε ο Γ.

Χατζιδάκις εξετάζοντας στα μέσα του 20ου αιώνα το κείμενο της Κ. Διαθήκης σε σχέση με τη

σημερινή γλώσσα («εκ των 4.900 περίπου λέξεων της Κ. Διαθήκης σχεδόν αι ημίσειαι, ήτοι

λέξεις 2.280, λέγονται και σήμερον έτι εν τη κοινή λαλιά των δε λοιπών αι πλείσται μεν, 2.220

νοούνται καλώς υπό πάντων των Ελλήνων αναγιγνωσκόμεναι ή ακουόμεναι, ολίγαι δε μόνον,

περί τας 400, είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του ελληνικού λαού» ) αποτελεί μια γόνιμη

πρόκληση για τον ερευνητή της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, ο οποίος καλείται να αναλύσει

γλωσσολογικά αυτή τη σχέση και να ερμηνεύσει τους λόγους που την εδημιούργησαν.

Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής

της Γλωσσολογίας στο Παν. Αθηνών.

από το ένθετο περιοδικό της Καθημερινής "Επτά Ημέρες"

3 Οκτωβρίου 1999

Page 14: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

A.-Φ. Xριστίδης

Η Νεοελληνική γλώσσα και η ιστορία της

H νέα ελληνική γλώσσα μιλιέται -στην κοινή της μορφή (κοινή νέα ελληνική)- στην Eλληνική

Δημοκρατία, στην Kυπριακή Δημοκρατία (από την ελληνοκυπριακή κοινότητα) και, σε

διάφορους βαθμούς επάρκειας, στην ελληνική διασπορά. Oι κυριότερες εστίες της ελληνικής

διασποράς βρίσκονται στις H.Π.A., στην Aυστραλία, στον Kαναδά και στη Γερμανία. H νέα

ελληνική γλώσσα δεν εξαντλείται βέβαια στην κοινή μορφή της. Περιλαμβάνει επίσης και τις

διαλέκτους της. Ωστόσο, οι διάλεκτοι βρίσκονται σε πορεία εξαφάνισης κάτω από την επίδραση

της κοινής. Eξαίρεση αποτελεί η ελληνοκυπριακή διάλεκτος, η οποία διατηρεί ακόμα τους

ομιλητές της τόσο στην Kυπριακή Δημοκρατία όσο και στη σημαντική ελληνοκυπριακή

διασπορά της M. Bρετανίας. Διαλεκτικοί θύλακοι της νέας ελληνικής επιζούν στις παρευξείνιες

περιοχές της Tουρκίας και της πρώην Σοβιετικής 'Ενωσης και στην Iταλία (Aπουλία,

Kαλαβρία). Mέχρι πρόσφατα επιζούσε ένας ακόμα διαλεκτικός θύλακος στην Kορσική

(Kαργκέζε).

H νέα ελληνική ανήκει, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πλην της ουγγρικής, της

βασκικής, της φινλανδικής) αλλά και η ινδική, στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. H

κοιτίδα αυτής της γλωσσικής οικογένειας είναι, πιθανότατα, η Aνατολία. Mετακινήσεις, που

συνδέονται ενδεχόμενα με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής, διέσπειραν προς

Ανατολάς και Δυσμάς τους ομιλητές των προγονικών ινδοευρωπαϊκών ιδιωμάτων και οδήγησαν,

ταυτόχρονα, στη διαμόρφωση των ξεχωριστών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, μία από τις οποίες

είναι και η ελληνική.

Tα πρώτα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.X. αλλά, σίγουρα,

η ελληνική γλώσσα υπάρχει, ως ξεχωριστή γλώσσα, από πολύ παλιότερα. Tα γραπτά αυτά

τεκμήρια, που αποκαλύφθηκαν στα ανακτορικά κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού (Mυκήνες,

Kνωσός, Θήβα, Πύλος), χρησιμοποιούν ένα σύστημα γραφής δανεισμένο από τους

αρχαιότερους πολιτισμούς της ανατολικής Mεσογείου. Tο σύστημα αυτό -η γραμμική B'- είναι

συλλαβικό και όχι αλφαβητικό: κάθε σημείο αντιστοιχεί σε μία συλλαβή. H κατάρρευση του

μυκηναϊκού πολιτισμού οδήγησε και στην εξαφάνιση αυτού του γραφικού συστήματος, που

υπηρετούσε τις ανάγκες των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων. Θα πρέπει να περιμένουμε ως

τον 8ο αιώνα π.X. για να ξανασυναντήσουμε γραπτά μνημεία της ελληνικής γλώσσας -σε

αλφαβητική γραφή, αυτή τη φορά. 'Όπως και στην προηγούμενη φάση, το νέο αυτό σύστημα

γραφής είναι δάνειο από την Aνατολή. H αλφαβητική καταγραφή της ελληνικής χρησιμοποιεί το

φοινικικό αλφάβητο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας.

Page 15: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Mέχρι τον 3ο αιώνα π.X. η ελληνική γλώσσα είναι ένα σύνολο διαλέκτων, που δεν δημιουργούν,

ωστόσο, ανυπέρβλητα προβλήματα αμοιβαίας συνεννόησης στους χρήστες τους. Παρόλο που

δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό, πανελλήνιο γλωσσικό μέσο έκφρασης και επικοινωνίας, υπάρχει η

αίσθηση και η συνείδηση της γλωσσικής ενότητας. Mέσα σε αυτό το διαλεκτικό μωσαϊκό,

αρχίζει να ξεχωρίζει, ήδη από τα κλασικά χρόνια (5ος αιώνας π.X.), μία διάλεκτος: η αττική, που

μιλιέται στην πόλη-κράτος των Aθηνών. H διάλεκτος αυτή αποκτά ιδιαίτερο κύρος λόγω του

ηγεμονικού ρόλου αυτής της πόλης-κράτους. Kαι όπως συνήθως συμβαίνει, η πολιτική και

οικονομική ηγεμονία δημιουργεί τους όρους και γλωσσικής ηγεμονίας: η αττική διάλεκτος

απλώνεται πέρα από τα αρχικά της όρια.

Tο επόμενο κρίσιμο επεισόδιο για την ελληνική ιστορία, αλλά και για την ιστορία της ελληνικής

γλώσσας, είναι η μακεδονική ηγεμονία, αρχικά πάνω στις παλιές πόλεις-κράτη και αργότερα -με

τις κατακτήσεις του Aλεξάνδρου- πάνω σε ολόκληρη την Aνατολή, μέχρι τις Iνδίες. H

μακεδονική ηγεμονία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερης κλίμακας σε σχέση με την αθηναϊκή και γι'

αυτό οι γλωσσικές επιπτώσεις της είναι, επίσης, ασύγκριτα μεγαλύτερες. H παλιότερη ηγεμονική

διάλεκτος -η αττική διάλεκτος, που μιλιέται στην αυλή των μακεδόνων βασιλέων- αποτελεί τη

βάση για τη δημιουργία του πρώτου πανελλήνιου γλωσσικού μέσου. 'Ετσι, γεννιέται η

ελληνιστική κοινή, η απαρχή της νεότερης ελληνικής. Tο γεωγραφικό εύρος της χρήσης της

κοινής είναι τεράστιο: Mικρά Aσία, Aίγυπτος, Συρία, Mεσοποταμία, Περσία. Tα απώτερα όριά

της είναι η Iνδία και το Aφγανιστάν. H κοινή γίνεται η ηγεμονική γλώσσα, η lingua franca της

"οικουμένης" και ανταγωνίζεται με επιτυχία την άλλη μεγάλη lingua franca της αρχαιότητας,

την αραμαϊκή. Kάτω από την ελληνική πολιτική και γλωσσική ηγεμονία, οι αυτόχθονες

πληθυσμοί μετατρέπονται, σε σημαντικό ποσοστό, σε δίγλωσσες κοινότητες -και όχι μόνο στα

μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και στα χωριά. Aυτή η εκτεταμένη διγλωσσία δεν άφησε βέβαια

άθικτη και την ίδια την κοινή και τη δομή της.

H διγλωσσία δεν είναι όμως το μόνο σύμπτωμα της επιρροής της κοινής πάνω σε αλλόγλωσσους

πληθυσμούς. Yπάρχει και το οριακότερο φαινόμενο της πλήρους εγκατάλειψης της μητρικής

τους γλώσσας: ο γλωσσικός εξελληνισμός. 'Ετσι, η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα

ελληνικά (η μετάφραση των Eβδομήκοντα) κατά την περίοδο αυτή γίνεται πιθανότατα για να

εξυπηρετήσει τους ελληνόφωνους, πια, Eβραίους της Aιγύπτου.

H πίεση της κοινής δεν είχε επιπτώσεις μόνο πάνω στις άλλες γλώσσες αλλά και στις διαλέκτους

της ελληνικής. Oι διάλεκτοι αυτές μπαίνουν σε μια διαδικασία παρακμής, με ανάλογο τρόπο που

παρακμάζουν και σήμερα οι νεοελληνικές διάλεκτοι κάτω από την πίεση της κοινής νέας

ελληνικής. Oι καινούριες διάλεκτοι που σιγά σιγά ανακύπτουν είναι προϊόν της διαφοροποίησης

της ελληνιστικής κοινής.

Page 16: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

H τεράστια εξάπλωση της κοινής, η εκτεταμένη διγλωσσία, αλλά και η παρακμή του

ελληνιστικού κόσμου και η ρωμαϊκή κατάκτηση -η είσοδος στην "εποχή της αγωνίας", κατά τη

διατύπωση του E. R. Dodds- δημιουργούν ήδη από τον 1ο αιώνα ένα κίνημα γλωσσικού

"καθαρισμού" που θα κυριαρχήσει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέχρι το δεύτερο μισό

του 20ού. H αφετηρία του κινήματος αυτού, στην ύστερη αρχαιότητα, είναι γνωστή ως

"Αττικισμός". Eίναι η νοσταλγία της γλωσσικής -και άλλης- "καθαρότητας" της κλασικής

εποχής και του κατεξοχήν πρωταγωνιστή της, της Αθήνας και της κλασικής αττικής διαλέκτου.

O αττικισμός θέτει τις βάσεις της ελληνικής "διγλωσσίας": υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας

-ως προϊόντος φθοράς- και αναζήτηση της αρχαίας ή αρχαιότροπης "καθαρότητας". O γραπτός

λόγος -είτε ως λογοτεχνία είτε ως "επίσημος" λόγος (γλώσσα της διοίκησης και της

εκπαίδευσης)- κυριαρχείται, μέχρι και τον 20ό αιώνα, από αυτή την κλασικιστική "νοσταλγία"

που γεννιέται, όχι τυχαία, τον 1ο αιώνα π.X .

Mια άμεση επίπτωση του αττικιστικού κινήματος και της "διγλωσσίας" στην οποία οδηγεί είναι

ότι για την περίοδο από την ύστερη ελληνιστική εποχή μέχρι τον 11ο αιώνα μ.X. -εποχή κατά

την οποία έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι έχει ήδη διαμορφωθεί η νέα ελληνική - δεν

υπάρχουν γραπτά τεκμήρια της ομιλούμενης γλώσσας. H γραπτή παράδοση κυριαρχείται από

την κλασικίζουσα μορφή γλώσσας. Θα πρέπει να μπει ο 12ος αιώνας. για να αρχίσουν να

εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα λογοτεχνίας στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. H βυζαντινή

εποχή είναι, επομένως, στο μεγαλύτερο μέρος της εποχή γλωσσικού "καθαρισμού". Tι γίνεται με

την ομιλούμενη γλώσσα; Eξακολουθεί να υπάρχει -σε κάποια εξέλιξή της- η κοινή, όπως

διαμορφώθηκε στην ελληνιστική εποχή; Tο πιθανότερο είναι, όπως επισημάναμε παραπάνω, ότι

η ελληνιστική κοινή έχει διαφοροποιηθεί σε μια σειρά διαλέκτων. Aν υπάρχει μια νέα εκδοχή

κοινής, αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στην περιοχή της Kωνσταντινούπολης και των αστικών

κέντρων που συνδέονται μαζί της. Mια τέτοια περιορισμένη "κοινή" πρέπει να είναι, αν όντως

υπάρχει, υστεροβυζαντινό φαινόμενο. .

Aν το πρώτο (μετά τη διαμόρφωσή της ως ξεχωριστής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας) κρίσιμο

επεισόδιο στην ιστορία της ελληνικής είναι η δημιουργία της ελληνιστικής κοινής -και το

παράγωγο φαινόμενο της "διγλωσσίας"-, το δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο είναι η διαμόρφωση της

ελληνικής εθνικής γλώσσας, της νέας "κοινής" (κοινή νέα ελληνική), στα πλαίσια του ελληνικού

εθνικού κράτους, που δημιουργείται μετά την επιτυχή Eπανάσταση του 1821 κατά της

οθωμανικής κυριαρχίας. .

Oι συζητήσεις για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας που χαρακτηρίζουν την περίοδο που

προηγείται της Eπανάστασης είναι στενά συνδεδεμένες με την εγκατεστημένη εδώ και πολλούς

Page 17: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

αιώνες "διγλωσσία" και οι γλωσσικές αντιπαραθέσεις έχουν, όπως συνήθως συμβαίνει, ευρύτερο

ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. H κλασικιστική άποψη επιθυμεί την επιστροφή

στην αρχαία ελληνική, τη μόνη "καθαρή" μορφή ελληνικής, απαλλαγμένη από τις "φθορές"

επιμειξιών που αρχίζουν στην ελληνιστική εποχή και κορυφώνονται με την τουρκική

κατάκτηση. Eδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική, όπως και όλες οι γλώσσες, δάνεισε

αλλά και δανείστηκε από πολλές γλώσσες στη διάρκεια της ιστορίας της (προελληνικές

γλώσσες, σημιτικές γλώσσες, λατινική, ρομανικές γλώσσες, τουρκική, σλαβικές γλώσσες,

αγγλική, γαλλική κ.ά.). H δεύτερη άποψη αναγνωρίζει την ομιλουμένη και τη σημασία της, αλλά

επιθυμεί να την "καθαρίσει" και να την "ανορθώσει": να την απαλλάξει από τα τουρκικά δάνεια

και να παρέμβει, σε κάποιον βαθμό, στη φωνολογία, στη μορφολογία και στη σύνταξη με βάση

τα αρχαϊστικά ή αρχαιότροπα πρότυπα. H τρίτη άποψη υποστηρίζει απερίφραστα την

ομιλουμένη ως μόνο θεμιτό υποψήφιο για τον ρόλο της εθνικής γλώσσας. Σε όλη αυτή τη

συζήτηση για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας θα πρέπει να τονιστεί ένα σημείο που είναι

σημαντικό για την περίοδο αυτή: η ανάγκη της επιβεβαίωσης -μέσω της αρχαιοελληνικής

γλωσσικής κληρονομιάς που διαθέτει κύρος στην Eυρώπη- τόσο της ευρωπαϊκής ταυτότητας

των Nεοελλήνων, που αμφισβητείται από τους ξένους (ή από κάποιους ξένους), όσο και της

σχέσης της νεότερης με την αρχαία Eλλάδα. .

Tι έγινε τελικά; 'Ηδη στα 1825-1840 διαμορφώνεται μια νέα ομιλούμενη κοινή, βασισμένη στην

πελοποννησιακή διάλεκτο. Στον γραπτό λόγο, στη διοίκηση και στην εκπαίδευση εξακολουθεί

να κυριαρχεί, σε διάφορες εκδοχές, η αρχαΐζουσα μορφή γλώσσας, η "καθαρεύουσα". Tα

ρήγματα όμως πολλαπλασιάζονται, ιδίως στον χώρο της λογοτεχνίας, όπου βαθμιαία κυριαρχεί η

δημοτική. Oι ανάγκες επέκτασης του λεξιλογίου οδηγούν σε δραστικό δανεισμό, τόσο από τις

αρχαιότερες αφετηρίες (με ενδιάμεσο συχνότατα τις ευρωπαϊκές γλώσσες που κατασκευάζουν

τα ειδικότερα λεξιλόγιά τους με ελληνικό γλωσσικό υλικό) όσο και από τις ευρωπαϊκές γλώσσες

(αρχικά τα γαλλικά και μετά τα αγγλικά) -είτε με εμφανή, άμεσο δανεισμό είτε με τη μορφή

μεταφραστικών δανείων. H "καθαρεύουσα" εξακολουθεί να επικρατεί -με μικρά "δημοτικιστικά

διαλείμματα"- στη διοίκηση και στην εκπαίδευση μέχρι το 1976, οπότε αναγνωρίζεται η

δημοτική ως η επίσημη μορφή γλώσσας. 'Eτσι παίρνει τέλος το "γλωσσικό ζήτημα", που

συνόδευσε - σε διάφορες εκδοχές- την ελληνική γλώσσα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας

της. Aπόηχοι αυτής της μακραίωνης διαμάχης εξακολουθούν να ακούγονται και σήμερα, κυρίως

σε συζητήσεις που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση. .

Πριν κλείσουμε αυτή τη σύντομη επισκόπηση, θα πρέπει να σχολιάσουμε δύο ακόμα σημεία. Aν

η "διγλωσσία" αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, μια άλλη

Page 18: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

ιδιαιτερότητα της ιστορίας της ελληνικής -ιδίως αν συγκριθεί με την ιστορία της λατινικής- είναι

η συνέχειά της. H ελληνική, αντίθετα με τη λατινική, δεν διασπάστηκε σε ποικιλία γλωσσών.

Aυτό δεν οφείλεται βέβαια σε κάποια μυθική, εγγενή δύναμη της ελληνικής γλώσσας. 'Οπως

παρατηρεί ο Thomson (1989), «στη δυτική Eυρώπη, αντίθετα από την ανατολική, η καταστροφή

της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους γερμανούς κατακτητές είχε ως αποτέλεσμα να

σχηματισθούν τα ξεχωριστά βασίλεια απ' όπου κατάγονται τα διάφορα έθνη της σημερινής

Eυρώπης και έτσι να διαμορφωθούν οι διαφορετικές των γλώσσες. Aυτό εξηγεί γιατί οι

νεολατινικές γλώσσες είναι πολλές, ενώ η ελληνική παραμένει μία». Στην ίδια κατεύθυνση

κινείται και η ερμηνεία του Browning (1983): «Oι ενοποιητικοί παράγοντες ήταν πάντα ισχυροί:

η πολιτική και η πολιτιστική ενότητα που συντηρήθηκε ή επιβλήθηκε από τη Bυζαντινή

Aυτοκρατορία, η αίσθηση ταυτότητας που δημιούργησε η αντιπαράθεση με τους

Mουσουλμάνους, τους Aρμενίους και τους Σλάβους ή τους Λατίνους της Δύσης, η επίδραση της

εκπαίδευσης, οι μετακινήσεις ατόμων και ομάδων μέσα στον ελληνόφωνο κόσμο». Tο

χαρακτηριστικό αυτό της ελληνικής γλώσσας -το γεγονός ότι δεν διασπάστηκε στην ιστορική

της πορεία σε ξεχωριστές γλώσσες- δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπέστη δραστικές αλλαγές σε

όλα τα επίπεδά της: φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο. Oι περισσότερες, και

βασικότερες, από τις αλλαγές αυτές ξεκινούν από την ελληνιστική κοινή ως δείγμα "παρακμής"

και "φθοράς". Oι έννοιες αυτές -που δεν έχουν σχέση με τη γλώσσα και τη φύση της αλλά με

εξωγλωσσικές στάσεις και προκαταλήψεις- επανέρχονται συνεχώς σε όλη τη μεταγενέστερη

ιστορία της ελληνικής και εξακολουθούν να ακούγονται και σήμερα. .

*ο A.-Φ. Xριστίδης είναι Kαθηγητής Γλωσσολογίας στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

και Διευθυντής του Tμήματος Γλωσσολογίας του Kέντρου Eλληνικής Γλώσσας.

Μ. Κοπιδάκης

Page 19: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Ανάμεσα στα Ουράλια όρη και στην Κασπία θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας, διαβιούσε

μια φυλή πολυπληθής, που ήδη την 6η χιλιετία είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Οι

Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές τον λαό που ανέσυραν

από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί και με την αρωγή του το άλογο, το

πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και τον τροχό του κεραμέα, ίσως και

της άμαξας. Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν «άφθιτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν

μακρόπνοες ωδές. 'Όμως στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται. Το

δυτικότερο άκρο του ανύσματος προσήγγισε τις ακτές του Ατλαντικού. Από τους ευρωπαϊκούς

λαούς μόνο οι Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν

είναι ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Το ανατολικότερο άκρο του ανύσματος εκτινάχθηκε ώς τις

παρυφές των Ιμαλαΐων! Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της

αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό

σύστημα της κάστας. Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα φυσικά είναι

πολύ μεταγενέστερο), περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης

και της βόρειας Βαλκανικής. Όμως γύρω στο 2000 άρχισαν να κατέρχονται κατά κύματα προς

το νότιο άκρο της χερσονήσου. Η Ελλάδα θα πρέπει να φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες

εκείνες πολεμικές φυλές ότι ήταν η χώρα που υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των

Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς - το

φως του Αιγαίου! .

Η τμηματική διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής επιτάxυνε και τη διαφοροποίηση της

γλώσσας σε διαλέκτους. Η πρωτοελληνική διατήρησε αρκετά αρχαϊκότατα στοιχεία: την

ποικιλία των φωνηέντων, την ευκινησία των όρων της πρότασης, την ευγονία στην παραγωγή

και την ευκολία στη σύνθεση των λέξεων. Ανέπτυξε ωστόσο και νεοτερισμούς. Ως τελικά

σύμφωνα αποδέχθηκε μόνο το ν, το Ρ και το σ (γάλα < γάλακτ, πρβλ. γενική γάλακτ-ος). Ο

τόνος δεν ανερχόταν πέραν της προπαραλήγουσας (νόμος της τρισυλλαβίας). Οι οκτώ πτώσεις

περιορίστηκαν σε πέντε, καθώς η τοπική και η οργανική αφομοιώθηκαν με τη δοτική και η

γενική με την αφαιρετική. Σχημάτισε απαρέμφατα από όλα τα θέματα του ρήματος: λείπειν,

λείψειν, λιπείν, λελοιπέναι! Τεχνούργησε την κομψότατη ευκτική του πλαγίου λόγου και την

προσφιλέστατη στους χειριστές του έντεχνου λόγου γενική απόλυτο: δρυός πεσούσης πάς ανήρ

ξυλεύεται.

Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες κατοικούσαν φιλόπονοι γεωργοί, ριψοκίνδυνοι πειρατές,

«έμποροι με τους λογαριασμούς του λαβυρίνθου». οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Πελασγοί - με ένα

όνομα: οι Προ-έλληνες. Βέβαια η κάθοδος δεν είχε πάντοτε το χαρακτήρα εισβολής. Ορθότερο

Page 20: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

είναι να μιλάμε για διείσδυση. Παμπάλαιοι μύθοι ιστορούν για τον γέροντα βασιλιά που καλεί

τον ήρωα και τους συντρόφους του να υπερασπιστούν τη χώρα από ορδές βαρβάρων ή από τον

αιμοδιψή δράκο. Ο ήρωας επιτελεί τον άθλο του και ως ανταμοιβή λαβαίνει σε γάμο τη

βασιλοπούλα και το μισό ή και ολόκληρο το βασίλειο. Πάντως οι Έλληνες προσοικειώθηκαν τον

εκλεπτυσμένο πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κατά συνέπεια και τους όρους που εξέφραζαν τα

πολιτιστικά τους επιτεύγματα: ειρήνη, βασιλεύς, πλίνθος, ασάμινθος. Πολλά προελληνικά

τοπωνύμια διατηρήθηκαν: Μυκήναι, Αθήναι, Κόρινθος, Λυκαβηττός, Κρήτη, Λάρισα.

Προελληνικά είναι και ορισμένα θεωνύμια: Αθηνά, Αφροδίτη, Ήφαιστος, κ.ά. Στους κατοπινούς

αιώνες η ελληνική γλώσσα πλουτίζεται και με δάνεια από την Ανατολή: εβραϊκή προέλευση έχει

ο χρυσός, και ο κακός (πρβλ. κάκκη: περιττώματα) φρυγική. Αν η δοσολογία είναι σωστή, το

κράμα αποβαίνει ανθεκτικότερο από τα συστατικά του. Από τη μίξη των επήλυδων με τους

αυτόχθονες προέκυψε το πολύτροπο, αγχινούστατο και ρωμαλέο εκείνο φύλο που δημιούργησε

τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. .

Πώς ονομάζονταν οι επήλυδες στη νότια Βαλκανική; Τους πολεμιστές που μάχονται μπροστά

στα τείχη της ανεμόδαρτης Τροίας ο Όμηρος τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους και

συνηθέστερα Αχαιούς. Οι Έλληνες είναι μία από τις τρεις φυλές που συγκροτούν το

εκστρατευτικό σώμα του Αχιλλέα (Ιλιάς, Β 684). Στα ομηρικά ποιήματα μνημονεύονται επίσης,

από μια φορά, Ίωνες (Ιλιάς, Ν 685), Δωριείς (Οδύσσεια, τ 177) και Πανέλληνες (Ιλιάς, Β 530).

Όμως οι στίχοι αυτοί θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες. Ο Ησίοδος ωστόσο γνωρίζει ότι ο

φιλοπόλεμος βασιλιάς "Έλλην" είχε τρεις γιους, τον Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο (θετός γιος

του Ξούθου ήταν ο Ίων, ο γενάρχης της ιωνικής φυλής). Ακόμη και σήμερα η άποψη του

Ησιόδου για την τριμερή συνάρθρωση της ελληνικής φυλής (Δωριείς,. Αιολείς και Ίωνες) έχει

θερμούς υποστηρικτές. Πρώτοι πιστεύεται ότι ήρθαν οι Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ., ύστερα οι

Αιολείς γύρω στο 1700 και τελευταίοι (γύρω στο 1200 ή ακόμη και στα 1000) οι Δωριείς.

Η κρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων συνετελέσθη σε δύο

φάσεις: το πρώτο κύμα εισέδυσε σταδιακά ως την Πελοπόννησο και δημιούργησε τον

Μυκηναϊκό πολιτισμό. Το δεύτερο κύμα παρέμεινε στη βορειοδυτική Ελλάδα απομονωμένο.

Όταν ύστερα από αιώνες άρχισε να κατέρχεται και αυτό προς την Πελοπόννησο, οι εύθραυστες

ισορροπίες των μυκηναϊκών κοινωνιών κατέρρευσαν, και η πολιτική πολυδιάσπαση είχε ως

μοιραία συνέπεια την εσωτερική διαφοροποίηση και στις δύο ήδη διαφοροποιημένες διαλεκτικά

ομάδες, την ανατολική και τη δυτική. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, η γεωφυσική σύσταση της

χώρας, που δυσχέραινε τις επικοινωνίες, οι συνεχείς προστριβές και το ισχυρό τοπικιστικό

πνεύμα συνετέλεσαν ώστε ο διαλεκτικός κατακερματισμός να διατηρηθεί ώς την ελληνιστική

εποχή, οπότε επικρατεί η πανελλήνια Κοινή, που είχε ως βάση την Αττική διάλεκτο.

Page 21: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Την ανατολική ομάδα συγκροτούσαν η Ιωνική, η Αττική, η Αρκαδοκυπριακή και η Αιολική. Στη

δυτική ομάδα εντάσσονταν η Δωρική, η Βορειοδυτική, η Μακεδονική και ορισμένες άλλες

μικτού χαρακτήρα (της Αχαΐας, της Ίλιδας και της Παμφυλίας). Φυσικά και μέσα στις ίδιες τις

διαλέκτους υπήρχαν διαφοροποιήσεις. ο γλωσσικός άτλαντας της αρχαιότητας είχε φύση

πρωτεϊκή! Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις των διαλέκτων ως προς το

λεξιλόγιο και τη σύνταξη είναι περιορισμένες. Οι ουσιώδεις διαφορές αφορούν στην τυπολογία

και ιδίως τη φωνολογία, Έχει πάντως υπολογιστεί ότι οι βασικές ισόγλωσσες (ισόγλωσση είναι η

γραμμή πάνω στο γεωγραφικό χάρτη, στο εσωτερικό της οποίας απαντά το ίδιο γλωσσικό

φαινόμενο) είναι περίπου είκοσι. 'Ένα παράδειγμα. ανάμεσα στο 1200 με 900 η lωνική

μετατρέπει το ινδοευρωπαϊκό μακρό α σε η (μάτηρ> μήτηρ). 'Όλες οι άλλες διάλεκτοι (ακόμη

και η Αττική μετά τα ρ, ι, ε, υ: ώρα) το διατηρούν αναλλοίωτο.

Χάρτης με την κατανομή των τεσσάρων διαλεκτικών ομάδων κατά την ιστορική περίοδο.

Την Ιωνική λοιπόν μιλούσαν στον Ωρωπό, την Εύβοια, τις Κυκλάδες, στην ιωνική δωδεκάπολη

της μικρασιατικής ακτής και των κατέναντι νήσων (Χίος, Σάμος, κ.ά.), καθώς βέβαια και στις

πολυπληθείς αποικίες αυτών των πόλεων. Οι Ίωνες ήταν φυλή ανήσυχη, ευκίνητη και

καινοτόμος. Κατά συνέπεια και η διάλεκτος ήταν λιγότερο συντηρητική: αποσιώπηση του

δίγαμμα (F), κατάργηση του δασέος πνεύματος και του δυϊκού. .

Η Αττική, «η ανώτατη έκφραση του ανθρωπίνου γλωσσοπλαστικού δαιμονίου» (W. Schulze),

δεν είναι ασφαλώς η πιο καλόβολη διάλεκτος. Η δυστροπία φαίνεται να είναι το δορυφόρημα

της ομορφιάς. Η προφορά, τα πολυπληθή μόρια -το άλας του λόγου- και η ποικίλη δράση των

σημασιολογικών προσαρμογών θα πρέπει να προκαλούσαν δέος στους αλλόγλωσσους. Ακόμη

και ο Τύρταμος, που επονομάσθη Θεόφραστος για την ευγλωττία του, μολονότι και είχε ζήσει

για χρόνια στην Αθήνα και καταγόταν από τη γειτονική Εύβοια, δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί

ανεπίληπτα την αττική προφορά. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής είναι τα

συμπλέγματα ττ αντί του σσ (θάλαττα, θάλαττα!) και ρρ αντί ρσ (άρρην αντί άρσην). Η

λεγόμενη ωστόσο αττική σύνταξη (τά παιδία παίζει: το «παιδομάνι») απαντά ήδη στον Όμηρο

και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιομορφία διαλεκτική, αλλά υφολογική, όπως άλλωστε και το

λεγόμενο αττικόν σχήμα (μάχομαι μάχην). Την Αιολική διάλεκτο μιλούσαν στη Θεσσαλία, στη

Βοιωτία, στη Λέσβο και στην κατέναντι μικρασιατική ακτή. Η Λέσβος στάθηκε γενναιόδωρη

στην παγκόσμια ποίηση: εκεί τραγουδούσαν τον γλυκύπικρο έρωτα η Σαπφώ και τον λαθικάδεα

οίνον ο Αλκαίος. .

Τοπωνύμια («Αχαιών ακτή»), μύθοι για κτίσεις πόλεων, όπως η ίδρυση της Πάφου από τον

Αρκάδα Αγαπήνορα, αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά προπάντων οι εντυπωσιακές ομοιότητες

Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (κάς: καί, -το καί είναι δωρικός τύπος που υιοθέτησαν και

Page 22: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

οι άλλες διάλεκτοι), μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικίσει και την Κύπρο. Με την

κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου η επικοινωνία διακόπηκε, και η Κυπριακή

διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή

(ή νότια Αχαϊκή) μας είναι γνωστές μόνο από επιγραφές, ιδιωτικές και δημόσιες, και από

«γλώσσες» (λ.χ. κόρζα: καρδία, στην Κυπριακή) στους λεξικογράφους. Σε περιοχές της Κύπρου

είχε χρησιμοποιηθεί για αιώνες και μετά την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου μία ατελής

γραφή, το «κυπριακόν συλλαβάριον». .

Η Δωρική μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στη Μεγαρίδα, στα νησιά του

νοτίου Αιγαίου (Κρήτη, Ρόδος, κ.ά.) στη μικρασιατική ακτή της Καρίας (Αλικαρνασσός,

Κνίδος) και στις δωρικές αποικίες της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας. Η διατήρηση του

ινδοευρωπαϊκού α (το πιο ανοικτό φωνήεν) προσέδιδε στη διάλεκτο έναν ανυπόφορο για το

αττικό τουλάχιστον αυτί πλατυασμό: τάν κεφαλάν καί μην τάν γραμμάν! -η μνημειώδης

παράκληση του Αρχιμήδη. Το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο γνώρισμα είναι η κατάληξη του

πρώτου πληθυντικού σε -μες αντί -μεν: νικώμες. 'Ένα από τα αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά της

Δωρικής είναι η διατήρηση του τ προ του ι: πέρυτι, είκοτι, δίδωτι. Η Δωρική διατήρησε

πάμπολλους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιό της, επί παραδείγματι το ρήμα βλώσκω του οποίου η

μετοχή αορίστου έμολον απαθανατίστηκε στο περίπυστο μολών λαβέ. Γενικά η Δωρική ήταν

μια διάλεκτος βαριά, μονότονη, σταθερή και «αριστοκρατική» - κάτοπτρον της ψυχοσύστασης

του λαού που τη μιλούσε. .

Οι διάλεκτοι που μιλιόνταν στην Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα

ονομάζονται με τον συλλογικό όρο Βορειοδυτική (ΒΔ). Ακόμη και το επιγραφικό υλικό (για

λογοτεχνία ούτε λόγος) από τις περιοχές αυτές, που απέκτησαν μια παροδική σπουδαιότητα

κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είναι περιορισμένο. .

Μόνο οι Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες. Όταν ο Βασιλιάς της

Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' (494-454), ο οποίος είχε συνεπικουρήσει ποικιλοτρόπως τους

Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους, θέλησε να αγωνισθεί στην Ολυμπία, οι αντίπαλοί του

εναντιώθηκαν προφασιζόμενοι ότι ήταν βάρβαρος. Ο Αλέξανδρος, ωστόσο, απέδειξε στους

Ελλανοδίκες ότι η γενιά του κρατούσε από το ʼργος και έλαβε μέρος στον αγώνα σταδίου. Οι

ενστάσεις όμως αυτές, ο χαρακτηρισμός του Φιλίππου ως βαρβάρου από τον Δημοσθένη, οι

ελάχιστες φωνολογικές κυρίως ιδιομορφίες της Μακεδονικής διαλέκτου (Βερενίκη, Βαλακρός,

δάνος αντί Φερενίκη, φαλακρός, θάνατος), αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέσυραν ένιους

ερευνητές στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων και της γλώσσας τους. Όμως

ήδη ο Γεώργιος Χατζιδάκις, αλλά και άλλοι επιφανείς γλωσσολόγοι και ιστορικοί, Έλληνες και

ξένοι, απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν ελληνική και

Page 23: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

μάλιστα συγγενής με τη ΒΔ. Οι Μακεδόνες, ένας κλάδος της δωρικής φυλής κατά τον Ηρόδοτο

(Vl, 56 και VIII, 43), καθυπέταξαν θρακικά και ιλλυρικά φύλα και ήταν φυσικό να δεχθούν

κάποιες επιδράσεις στη διάλεκτό τους από τις γλώσσες των κατακτημένων λαών.

Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος της

αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία του

φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων πινακίδων, που είχαν

ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250

π.Χ.). Οι αργιλώδεις αυτές πινακίδες διατηρήθηκαν εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν

καταστρέψει τα κτίρια. .

Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α, η

οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα (φαίνεται ότι

είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου συλλαβογράμματα και αρκετά

ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα

κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων (θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και

προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Από λογοτεχνικά έργα,

αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την

κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της

Πρωτο-αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την

τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών. Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής

είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα

χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο. .

Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και η τέχνη της γραφής. Κατά τους

σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου χρησιμοποιούσαν

κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη νέα, αλφαβητική, όμως,

γραφή εισήγαγαν έμποροι (Κρήτες; Ρόδιοι; Κύπριοι; Μιλήσιοι;) πιθανότατα από τη Φοινίκη.

Την καταγωγή του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο μαρτυρούν οι ονομασίες (άλεφ >

άλφα, κτλ.), η μορφή, η φωνητική αξία και η σειρά εμφανίσεως των γραμμάτων. Για τη

φοινικική προέλευση συνηγορούν επίσης η μαρτυρία του Ηροδότου (V, 58-61), η κατεύθυνση

της γραφής στα αρχαιότερα μνημεία (επί τά λαιά) και εμμέσως η γραφική ύλη, εφόσον στην

αρχαϊκή εποχή δεν απαντούν επιγραφές σε πήλινες πινακίδες. Και ο τόπος και ο χρόνος

εισαγωγής δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς. Ως αρχαιότερες επιγραφές πάντως

θεωρούνται η οινοχόη του Διπύλου (735-725) και το ποτήριον του Νέστορος (740-720).

Είναι πολύ πιθανό η παραλαβή να έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως σε πολλές περιοχές του

ελληνισμού, επειδή ακριβώς το αλφάβητο δεν εμφανίζεται ομοιόμορφο παντού. Φυσικά οι

Page 24: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η

σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την απόδοση

των φωνηέντων, που είναι (σε αντίθεση με τα σημιτικά) η βάση της γλώσσας τους. Έτσι στο

ελληνικό αλφάβητο κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει και ένα φθόγγο. Το νέο λοιπόν

οικονομικότατο, ακριβέστατο (πιστή φωνητική απόδοση) και ευκολομάθητο σύστημα γραφής

(ένα επίτευγμα του αναλυτικού πνεύματος των Ελλήνων!) απλώθηκε ταχύτατα σε όλες τις

κοινωνικές τάξεις και δεν παρέμεινε ως τέχνη απόκρυφη, όπως στην Αίγυπτο, μιας κάστας

γραφέων.

Ο προφορικός λόγος σαγήνευε τους Έλληνες. Οι στρατηγοί αγόρευαν και πριν και μετά τη μάχη

(παραίνεση, επικήδειος). Οι πολιτικοί ονομάζονταν ρήτορες. Ακόμη και ο ομηρικός Όλυμπος

ήταν μια θορυβώδης δημοκρατία. Έτσι ώς το τέλος της κλασικής εποχής οι φωνές διαμαρτυρίας

δεν έλειψαν. Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Αλκιδάμας και άλλοι στοχαστές καταδίκαζαν τη γραφή,

επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο

λόγο. Εντούτοις η νέα αυτή εκρηκτική τεχνολογία είχε σε συνάρτηση με άλλους

πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες καθοριστικές επιπτώσεις σε καίριους τομείς της ζωής:

υποκατέστησε με τον καιρό τη φυλετική εγκυκλοπαίδεια της συλλογικής μνήμης, που ήταν

(επειδή δεν στηριζόταν στο μάτι, αλλά στο αυτί) επισφαλής και αναξιόπιστη, προώθησε την

επιστήμη, επειδή το γραπτό κείμενο επιτρέπει τη συστηματική συναγωγή και τη συγκριτική

ανάλυση του γνωστικού υλικού, συνεπικούρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας

οχυρώνοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και

στα λαϊκά στρώματα να καρπωθούν τα αγαθά της εκπαίδευσης, περιόρισε τις διαλεκτικές

διαφορές και τέλος βοήθησε στη διάδοση και στη διάσωση προπάντων της λογοτεχνίας. Όμως

και μετά την εισαγωγή του αλφαβήτου η λογοτεχνία διατήρησε εν μέρει τον προφορικό της

χαρακτήρα. συχνότατα η «δημοσίευση» ενός έργου συνίστατο στην απαγγελία και την

απομνημόνευσή του από τους παρόντες. .

Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η κάθοδος των ελληνικών φυλών, η γλώσσα παρέμεινε

κατατμημένη διαλέκτους. Ωστόσο οι διαφορές δεν δυσχέραιναν τη συνεννόηση ανάμεσα στις

ποικίλες διαλεκτικές ομάδες. Οι έφοροι της Σπάρτης για παράδειγμα ενδέχεται να δυσφορούσαν

με τη ρητορική εκζήτηση και την πολυλογία των Αθηναίων πρεσβευτών, αλλά πάντως

κατανοούσαν αν είχαν τεταμένη την προσοχή τους, πλήρως τα αττικά, και αντιστρόφως. Οι

παρεξηγήσεις φυσικά υπερτονίζονταν από τους κωμωδιογράφοuς.

Διαφορές άλλου είδους ωστόσο υπήρχαν και ανάμεσα στους ομόγλωσσους. Η κοινωνική

προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο, το επιτήδευμα, ακόμη και το φύλο προσδιόριζαν το επίπεδο

χρήσης της γλώσσας. Ασφαλώς δεν μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο ο αστός και ο χωρικός, η ιέρεια

Page 25: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

και η πόρνη, ο σοφιστής και ο ιχθυοπώλης, η έγκλειστη στο γυναικωνίτη και ο ρήτορας.

«Απόσταση ασφαλείας» από τον φυσικό λόγο τηρούσε και η γλώσσα της κρατικής

γραφειοκρατίας. Το λεξιλόγιο της γλώσσας του κράτους (νόμοι, ψηφίσματα, συνθήκες) ήταν

αρχαιοπινές, η τυπολογία αρχαϊκή, η σύνταξη βαριά και περίπλοκη. Πάντοτε η γλώσσα της

εξουσίας είναι άκαμπτη, παγερή, απρόσωπη και κανονιστική. .

Υλικά γραφήςμάρμαροΤομοιραίοψήφισματουΔήμουΑθηναίωνγιατηνπροετοιμασίατηςΣικελικής

εκστρατείας πΧ Του έντεχνου πεζού λόγου, που εκφράζοντας ιδέες απευθύνεται στη διάνοια,

προηγείται η ποίηση που εκμεταλλευόμενη τη μουσικότητα των λέξεων αποκαλύmει

συναισθήματα και σαγηνεύει την ψυχή. Η ποίηση υπάκουει βέβαια σε αυστηρούς μορφικούς

κανόνες, αλλά η στάση της έναντι της καθομιλουμένης είναι αυθάδης: συστέλλει ή διαστέλλει το

σημασιολογικό εύρος των λέξεων, επινοεί αλλόκοτες ονοματοποιίες, αρέσκεται σε

εκφραστικούς πρωτογονισμούς (μετωνυμίες, μεταφορές), ανασύρει από τη λήθη αραχνιασμένα

λεξίδια, υπονομεύει τις παγιωμένες συντακτικές δομές, μεταλλάσσει ακόμη και την τυπολογία.

Από τον 8ο αι. αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα είδη της ποίησης. Οι δημιουργoί τους είναι

πλέον επώνυμοι, αλλά τουλάχιστον οι επικοί και οι Λυρικοί οφείλουν πολλά στους ανώνυμους

προπάτορες της λαϊκής παράδοσης. Στην ελληνική ποίηση παρουσιάζεται τούτο το

ανεπανάληπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία: εξαιρέσει του μέλους και εν μέρει του επιγράμματος

τα ποιητικά είδη, καθώς και ορισμένα του πεζού λόγου, είναι συνδεδεμένα εφ όρου ζωής με τη�

διάλεκτο στην οποία γεννήθηκαν! Ο ποιητής λοιπόν ήταν υποχρεωμένος ανεξαρτήτως του τόπου

της καταγωγής του να συνθέτει στη διάλεκτο του είδους που καλλιεργούσε. Ο χορικός επί

παραδείγματι και αν ακόμη ήταν Ίωνας ή Βοιωτός έγραφε στα δωρικά. Παρά το γεγονός ότι η

διάλεκτος ήταν δεδομένη, ο ποιητής είχε την ευχέρεια να σφραγίσει το έργο του με το

προσωπικό του ύφος. Όλες ωστόσο οι λογοτεχνικές διάλεκτοι είχαν πανελλήνια εμβέλεια ίσως

επειδή ακριβώς ήταν τεχνητές. Έτσι ο Σπαρτιάτης πολεμιστής κατανοούσε ασφαλώς τις ελεγείες

του Τυρταίου μολονότι είχαν συντεθεί στην Ιωνική διάλεκτο. .

«Ο κόσμος γεννιέται. Ο Όμηρος τραγουδά» - λάθος. τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι η τέχνη του

ευγενούς πρωτόγονου, αλλά ένα πολυσύνθετο καλλιτέχνημα που συνιστά την κορύφωση μιας

μακρόχρονης παράδοσης. Βάση του ομηρικού ιδιώματος είναι η Ιωνική, που εμπλουτίζεται με

στοιχεία κυρίως από την Αιολική (η αρχική γλώσσα του έπους;), αλλά και από την

Αρκαδοκυπριακή, ακόμη και από την Αττική διάλεκτο (εωσφόρος: ο Αυγερινός). Σημαντικό

ποσοστό του επικού πλούτου (περίπου 9.000 λέξεις, εκ των οποίων 2.700 είναι άπαξ ευρημένα)

είναι παραδοσιακό: κοσμητικά επίθετα, σπάνιες και δυσνόητες λέξεις («γλώσσαι») και

λογότυποι, δηλαδή συμπλοκές λέξεων που απαντούν κατά κανόνα σε καθορισμένες θέσεις του

στίχου. Λογοτυπικό χαρακτήρα έχουν και στίχοι ολόκληροι (ήμος δ' ήριγένεια φάνη

Page 26: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

ροδοδάκτυλος Ηώς) ή ακόμη και νοηματικές ενότητες, όπως είναι οι περιγραφές γευμάτων και

οπλισμού των πολεμιστών. Η ομηρική λοιπόν διάλεκτος είναι μια γλώσσα τεχνητή

(Kunstsprache») που δεν μιλήθηκε ποτέ, αλλά που στάθηκε το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη

τη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Ο Αισχύλος θεωρούσε, προφανώς και από γλωσσική άποψη, τις

τραγωδίες του ψίχουλα από τα πλούσια ομηρικά δείπνα. Ο Στησίχορος, ο Πλάτων, ακόμη και ο

lουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) και πάμπολλοι άλλοι ήταν Ομήρου ζηλωτές.

Η θρηνωδία για τα χτυπήματα της μοίρας, η εμψύχωση του πολεμιστή που πορεύεται την

ανεπίστροφο οδό της αρετής, οι. πολιτικές υποθήκες, ο έρωτας και οι χαρές του συμποσίου είναι

τα θέματα της ελεγείας. Η γλώσσα της είναι η Ιωνική με πολλά επικά στοιχεία, αυτούσια ή

μετασχηματισμένα.

Όσο καιρό το επίγραμμα είναι μνημειακό, χαράσσεται δηλαδή πάνω στον τάφο ή το ανάθημα, η

γλώσσα του βασίζεται βέβαια στην επιχώρια διάλεκτο, αλλά για τις ανάγκες του μέτρου υιοθετεί

και ορισμένους επικούς τύπους. Όταν όμως αποσπάται από το μνημείο και αποβαίνει αυτόνομο

λογοτεχνικό είδος για απαγγελία σε κλειστό κύκλο επαϊόντων, τότε η γλώσσα του προσεγγίζει

ακόμη πιο πολύ την Επική διάλεκτο. .

Σε αντίθεση με την ελεγεία και το επίγραμμα, που είναι απότοκα του έπους από θεματολογική,

γλωσσική και από μετρική άποψη (το ελεγειακό δίστιχο είναι παραλλαγή του εξαμέτρου), η

ιαμβική ποίηση αρέσκεται στην ταπεινή θεματογραφία, η γλώσσα της δεν αφίσταται πολύ από

την καθομιλουμένη Ιωνική, και το μέτρο της ακολουθεί το φυσικό ρυθμό εκφοράς του

καθημερινού πεζού λόγου. Ενίοτε υιοθετεί και επικούς τύπους, αλλά πολύ συχνά καταφεύγει και

στην αυχμηρή, απελέκητη και ζωηρή γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων.

Η επική ποίηση απαγγελλόταν. Η εκφορά της ιαμβικής και ελεγειακής κατείχε ένα ενδιάμεσο

στάδιο ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Με τον όρο «λυρική» οι Αλεξανδρινοί

τουλάχιστον χαρακτήριζαν την ποίηση που συνοδευόταν από μουσική λύρας ή και αυλού. Το

ένα είδος λυρικής ποίησης είναι το μέλος ή μονωδία (solo). Ο ποιητής κρούει τη λύρα του και

τραγουδά σύντομες συνθέσεις εκφράζοντας τα μυχιαίτατα συναισθήματά του για τον έρωτα, την

πολιτική, τη ζωή και το θάνατο. Η ποίηση αυτή είναι πολύ προσωπική και γι' αυτό το λόγο

γλώσσα της είναι η επιχώρια διάλεκτος, η γλώσσα δηλαδή που ψέλλισε στην αγκαλιά της

μητρός του ο ποιητής. Έτσι η Σαπφώ γράφει στα αιολικά της Λέσβου, η Κόριννα στα βοιωτικά,

ο Ανακρέων στα ιωνικά. Εξυπακούεται πάντως ότι ο ποιητής είχε το χάρισμα από τον απέραντο

λειμώνα του προφορικού λόγου να συλλέγει τα λεπτότερα και τα ευωδέστερα άνθη ή ακόμη και

να μεταμορφώνει την τσουκνίδα σε μελίλωτο ανθεμώδη… .

Το άλλο είδος, η χορική ποίηση είναι η πλήρης καλλιτεχνική έκφραση που συνδυάζει μουσική,

χορό και τραγούδι. Το μεγαλόπρεπο και αυστηρό αυτό είδος προϋποθέτει υποταγή του ατόμου

Page 27: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

στο σύνολο και γι' αυτό το λόγο βλάστησε σε δωρικές περιοχές, αρχικά στη Σπάρτη. Η γλώσσα

συνεπώς της χορικής ποίησης είναι η Δωρική, αλλά μια Δωρική που δεν μιλήθηκε ποτέ από τον

τραχύ πολεμιστή της Σπάρτης και τον αιγοβοσκό των Μεγάρων. Πρόκειται για ένα ιδίωμα

τεχνητό με βάση Δωρική, αλλά και με πολλές προσμίξεις από την Επικοϊωνική και την Αιολική.

Το αιολικό στοιχείο είναι κατάλοιπο της επίδρασης που άσκησαν οι Λέσβιοι αοιδοί

(Τέρπανδρος, Αρίων, κ.ά.) στη διαμόρφωση του χορικού άσματος. Φυσικά η υπερτοπική αυτή

δωρίδα δεν είναι ενιαία. ο καθένας από τους μεγάλους χορικούς ποιητές (Αλκμάν, Στησίχορος,

Ίβυκος, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης) εξευρίσκει τρόπους να διαφοροποιηθεί από τους

ομοτέχνους-αντιτέχνους του: ο ένας προτιμά τον τύπο Μώσα, ο άλλος το Μοίσα, ο τρίτος το

Μωα!

Την άνοιξη είναι οι μέρες οι σκληρές. Η φύση θάλλει, αλλά οι προμήθειες έχουν σχεδόν

αναλωθεί, και η νέα σοδειά είναι όπως πάντα επισφαλής. Οι δυνάμεις των αγρών και ιδιαίτερα ο

θεός «πάσης υγράς φύσεως», ο Διόνυσος, ήταν ανάγκη να τιμηθούν με οργιαστικούς χορούς και

αυτοσχέδια άσεμνα τραγούδια. Στο διθύραμβο (το χορικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου) που

βλάστησε στην Πελοπόννησο αναζητούν πολλοί τις ρίζες της τραγωδίας. Το τρυφερό διφυές

βλαστάρι που μεταφυτεύθηκε στην Αττική διατήρησε και όταν ακόμη είχε θεριέψει ίχνη από τα

πρωταρχικά του γλωσσικά χαρακτηριστικά: την ιωνική απόχρωση στα διαλογικά μέρη και έναν

έντονο δωρικό χρωματισμό στα χορικά. Στην πλήρη πάντως ανάπτυξή της η γλώσσα της

τραγωδίας είναι ένα σεσοφισμένο τεχνούργημα. Στον διάλογο τον τόνο δίνει η εξελισσόμενη

Αττική. Με τον καιρό η καθομιλουμένη διεκδικεί τα δικαιώματά της και σ' αυτό το

σεμνοπρεπέστατο ποιητικό είδος. Όμως επειδή το βασικό θεματικό υλικό δεν το παρέχουν πια

τα πάθη του Διονύσου («ουδέν πρός Διόνυσον»), αλλά τα ηρωικά έπη, είναι φυσικό στο στημόνι

της Αττικής να επικάθεται το επικό (λεξιλογικό κυρίως) υφάδι. Ως διακοσμητικά μοτίβα

απαντούν ιωνισμοί (ο ίαμβος άλλωστε, το μέτρο των διαλογικών μερών, είχε ιωνική

προέλευση), κατά κανόνα λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, και δωρισμοί - ένας τους μάλιστα βγάζει

μάτι. το μη καθαρό μακρό α στη θέση του αττικού η. Η γλωσσική διαστρωμάτωση στα χορικά

είναι ακόμη περιπλοκότερη. Πάντως εδώ το δωρικό χρώμα διατηρείται εντονότερο.

Την εύρεση της κωμωδίας διεκδικούσαν και οι Δωριείς. Ο Επίχαρμος ο Συρακούσιος, ένας

ιατροφιλόσοφος πυθαγόρειας κατευθύνσεως, φαίνεται ότι περισυνέλεξε από τους δρόμους και

τις αγορές την αυτοσχεδιαστική και χονδροειδή σικελική φάρσα και την ύψωσε «πολλά

προσφιλοτεχνήσας» σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος. Τα θέματα της κατωιταλικής κωμωδίας

είναι θεοί και ήρωες, ανθρώπινοι τύποι (ο παράσιτος, ο αγροίκος) και φιλοσοφικές ιδέες (Λόγος

και Λογίνα). Σε εύρυθμο πεζό λόγο συνέθετε ο Σώφρων τους μίμους του, που θαύμασε και

μιμήθηκε στους διαλόγους του ο Πλάτων. Η γλώσσα της κατωιταλικής κωμωδίας ήταν η δωρική

Page 28: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Κοινά που είχε ως βάση της το ιδίωμα των Συρακουσών, της πολυπληθέστερης την κλασική

εποχή ελληνικής πόλης. Η Κοινά αυτή παρουσίαζε σε σχέση με τα δωρικά της μητροπολιτικής

Ελλάδας ορισμένες ιδιοτυπίες, γενικά όμως απέφευγε τους αρχαϊσμούς και έρρεπε προς την

απλοποίηση.

Ο άνθρωπος του πλήθους θαυμάζει το υπερβάλλον τη νοημοσύνη του. Όμως για να γελάσει, το

αστείο πρέπει να το κατανοεί παρευθύς. Η γλώσσα της αττικής κωμωδίας ελάχιστα

διαφοροποιείται από την καθομιλουμένη της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Από τη φύση της

ωστόσο η κωμωδία είναι πανδέκτρια. Όλα είναι ευπρόσδεκτα: και τα μινυρίσματα των

βρεφυλίων, και τα επιφωνήματα της γυναικούλας, και οι αρρητολογίες των πορνείων, και οι

βαναυσολογίες του λιμανιού, αλλά και η σεμνολογία του έπους, (η «οφρυόεσσα αοιδή» της

τραγωδίας) και οι λογοδαίδαλοι της υψηλής διανόησης. Έτσι το έργο του Αριστοφάνη και των

άλλων κωμωδιογράφων βρίθει από κακέμφατα, βρισιές (έρρε ές κόρακας), αγοραίες εκφράσεις

(ουδέ γρύ), υποκοριστικά (πυγίδιον), μεγεθυντικά -όλα εκείνα τα ηδύσματα του λόγου που

προκαλούν αμηχανία στους γραμματοδιδασκάλους και στους εκπροσώπους των αρχών.

Συχνότατα επίσης η κωμωδία εκμεταλλεύεται στο έπακρον τις ιδιοτυπίες των άλλων διαλέκτων

και τα αξιοθρήνητα ελληνικούλια βαρβάρων και δούλων. Κορύφωση της αριστοφάνειας

λογοπλασίας αποτελούν οι λέξεις-σαρανταποδαρούσες, οι ονοματοποιίες (βρεκεκεκέξ κοάξ

κοάξ) και τα γλωσσικά τερατουργήματα του τύπου: πομφολυγοπάφλασμα! .

Τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας εξυπηρετεί κατά την αρχαϊκή εποχή η επιχώρια

διάλεκτος. Τα κινήματα της ψυχής και τους μετεωρισμούς της φαντασίας αποτυπώνουν οι

(τεχνητές) λογοτεχνικές διάλεκτοι, Ο έντεχνος πεζός λόγος, η τεχνουργημένη δηλαδή πρόζα,

αναπτύσσεται για να καλύψει τις ανάγκες της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και επειδή οι δύο

αυτοί τομείς του επιστητού αναmύχθηκαν στην Ιωνία, η γλώσσα του πρώιμου πεζού λόγου είναι

η Κοινή Ιωνική, δηλαδή ο συγκερασμός των τοπικών διαλέκτων της ιωνικής δωδεκάπολης.

Η ιστοριογραφία έχει τις ρίζες της σε λαϊκές αφηγήσεις για «κτίσεις» πόλεών, σε γενεαλογικά

δέντρα, σε κρατικά αρχεία, σε καταλόγους ολυμπιονικών (776 ο πρώτος), επωνύμων αρχόντων

(638 ο πρώτος στην Αθήνα) και ιερέων. Πρώτος «λογογράφος» -έτσι επονομάζονται οι

πρόδρομοι της ιστοριογραφίας- είναι ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που συνέγραψε σε ατόφια Ιωνική

(«ακράτω Ιάδι καί ού μεμιγμένη») γενεαλογίες και σχεδίασε ένα χάρτη της Γης. Αν και δεν ήταν

Ίωνες εκ καταγωγής εντούτοις στην Ιωνική συνέγραψαν και ο Ακουσίλαος ο Αργείος και ο

Αντίοχος ο Συρακόσιος και ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος .

Ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της ιστοριογραφίας, δραματοποιεί σ' ένα έργο μεγάλης πνοής τη

στρατιωτική και ιδεολογική σύγκρουση Ασίας και Ελλάδας. Η καλοκαγαθία του μέτρου και η

ευνομία συντρίβουν την ύβρη και τον πλούτο της ασιατικής δεσποτείας. Το μέγεθος του

Page 29: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

εγχειρήματος απαιτεί σαφή διαφοροποίηση και από τη γλώσσα και από τον τρόπο γραφής

(παρατακτική απλοϊκότητα) των λογογράφων. Ο ιστορικός υιοθετεί μια γλώσσα «μεμιγμένη» με

βάση τη διάλεκτο της Μιλήτου. Ο αρχαίος πίνος προσδίδεται με ομηρισμούς και δάνεια από την

τραγωδία. Η σύνταξη χωρίς να είναι συνεστραμμένη έχει επηρεαστεί από τα τεχνάσματα των

σοφιστών.

Στην Ιωνική διατυπώνουν τις επιστημονικές τους ανακαλύψεις, τους αφορισμούς τους και τις

διδαχές τους οι πρώτοι φυσιολόγοι και φιλόσοφοι, που είναι γνωστοί με τον συνοπτικό όρο

Προσωκρατικοί. Ορισμένοι βέβαια απ' αυτούς (Εμπεδοκλής, Παρμενίδης, Ξενοφάνης)

επιμένουν να φιλοσοφούν εμμέτρως. Στην Ιωνική έχουν συνταχθεί και οι ιατροφιλοσοφικές

πραγματείες που συγκροτούν το «ιπποκρατικό σώμα», μολονότι ο αρχηγέτης της σχολής, ο

Ιπποκράτης, κατάγεται από τη δωρική Κω. Η σαφήνεια, η λιτότητα και η ακριβολογία

καθιστούν τη γλώσσα αυτή άριστο όργανο επιστημονικής έκθεσης.

Αρχικά λοιπόν η Ιωνική φαινόταν ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις να καθιερωθεί ως

πανελλήνια γλώσσα του έντεχνου πεζού λόγου. Όμως η ραγδαία πολιτική και οικονομική

ανάπτυξη των Αθηνών μετά τους Μηδικούς πολέμους δίνουν το προβάδισμα στην Αττική. Οι

πρωτοπόροι τεχνίτες είναι αλλοδαποί: ο Θρασύβουλος ο Χαλκηδόνιος, που εισηγήθηκε τη

ρυθμική διάρθρωση του λόγου σε κώλα (πιθανότατα κατά το πρότυπο των στροφικών

συνθέσεων σε κώλα του Στησιχόρου του Ιμεραίου), ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος και ο

Γοργίας, ο Λεοντίνος, που κατέπληξε ως απεσταλμένος της πατρίδας του με τα ρητορικό του

σχήματα (τα «γοργίεια») το αθηναϊκό κοινό. .

Ο έντεχνος αττικός πεζός λόγος υπηρετεί τρία λογοτεχνικά είδη (και τις παραφυάδες τους), την

ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία και τη ρητορική. Ο Θουκυδίδης είναι ο θεμελιωτής της φιλοσόφου

και επιστημονικής ιστοριογραφίας. Η γλώσσα του είναι η παλαιά ατθίδα, της οποiας κύρια

χαρακτηριστικά είναι: ξυν αντί σύν, θάλασσα αντί θάλαπα, ές αντί είς, θαρσώ αντί θαρρώ. Ποτέ

συγγραφέας δεν είπε τόσα πολλά και τόσο βαθυστόχαστα με τόσο λίγες λέξεις! Το ύφος του

είναι άπλαστο, ανηθοποίητο, τραχύ, ασύμμετρο, πυκνό και ασαφές -τα γνωρίσματα εκείνα που

προσιδιάζουν στον μεγαλοπρεπή και υψηλό χαρακτήρα του λόγου. Το ύφος αυτό ήταν σύμμετρο

με το μέγεθοs και τη βαρύτητα του πολέμου που σπάραζε 'την Ελλάδα.

Υλικά γραφής πάπυρος Φύλλο παπύρου που διασώζει ένα απόσπασμα από τον Αγώνα Ομήρου

και Ησιόδου. Ο Ξενοφών θεωρείται ως «η αττική μέλισσα», αλλά τα αττικά του, ιδίως στο

λεκτικό επίπεδο, θόλωσαν από το ξένο γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο για μεγάλο διάστημα

αναγκάστηκε λόγω των φιλολακωνικών του πεποιθήσεων να ζήσει Στο εκτεταμένο έργο του

απαντούν στοιχεία που προαναγγέλλουν την Κοινή (αντί του έτι το ακμήν, ο πρόγονος του

ακόμη).

Page 30: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Ο Πλάτων έβλεπε με καχυποψία τον μονοσήμαντο, απροστάτευτο και αφυδατωμένο γραπτό

λόγο. Εντούτοις το έργο του είναι ένα από τα μνημειωδέστερα οικοδομήματα της παγκόσμιας

λογοτεχνίας. Κατά κανόνα μιμείται με χάρη και άνεση την καλλιεργημένη καθημερινή ομιλία,

αποφεύγει τους εξεζητημένους τεχνικούς όρους και , διανθίζει τον λόγο του με ποιητικές

εκφράσεις. Ανάλογα όμως με τις ανάγκες της διαγραφής των χαρακτήρων («ηθοποιΐα») ο

φιλόσοφος επιλέγει ένα ύφος που προσιδιάζει είτε στη ρητορική, είτε στην έκφραση του

σφοδρού πάθoυς, είτε στη συστηματική αφηρημένη διατύπωση των διανοουμένων, είτε στην

ανειμένη αφήγηση των μυθολόγων, είτε στην ιερατική επισημότητα των χρησμωδών, είτε στην

ξηρότητα και ακρίβεια των νομομαθών, είτε στον όγκο του διθυράμβου. «Αν ο Δίας ήθελε να

μιλήσει στη γλώσσα των ανθρώπων, θα μιλούσε σαν τον Πλάτωνα», φρονεί ο Κικέρων

(Πλούταρχος, Κικέρων, 24) .

Για να μην επισύρει τα ποδοκροτήματα και τις αποδοκιμασίες του εξημμένου πλήθους, για να

μην αποκοιμίσει τον δικαστή, για να είναι ο έπαινος ή ο ψόγος πειστικός, οφείλει ο ρήτορας να

αγορεύει κατανοητά. Όλοι οι αττικοί ρήτορες φροντίζουν για την καθαρότητα και την ορθοέπεια

του λόγου τους, γι' αυτό και αργότερα προκρίθηκαν ως υποδείγματα απέφθου αττικού λόγου. Ως

άκρος χειριστής της Αττικής θεωρήθηκε ο Λυσίας, ο οποίος μάλιστα ως επαγγελματίας

συντάκτης δικανικών κυρίως λόγων προσπαθούσε να μιμηθεί τα αττικά που έπρεπε να μιλά

σύμφωνα με τη μόρφωση και την κοινωνική του προέλευση ο διάδικος. Η αττική ρητορική

κορυφώνεται στον νευρώδη και ανυπότακτο στους κανόνες δημοσθενικό λόγο, όπου

συνδυάζονται η εύροια, το πάθος, η δεινότητα και ο πικρός σαρκασμός για τη «ραθυμία» των

συμπολιτών του ρήτορα. Ο Λογγίνος στο Περί Ύψους (κεφ. 12) προσεικάζει προσφυέστατα τον

ρήτορα με κεραυνό που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.

Την πολυπόθητη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν για αιώνες οι εμπορικές

συναλλαγές, οι αμφικτυονίες, οι συμμαχίες, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα κοινά ιερά και, φυσικά, η

λογοτεχνία. Όμως την αποφασιστική ώθηση για την ομογενοποίηση, την απλούστευση και τη

σταθερότητα έδωσε η νέα τάξη πραγμάτων που επέβαλε η μακεδονική ηγεμονία. Η γλώσσα που

θα αποτελέσει τη βάση της πανελλήνιας Κοινής δεν ήταν η φτωχή Μακεδονική διάλεκτος, αλλά

η Αττική, την οποία η μακεδονική δυναστεία είχε υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου.

Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας , Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 2-13

Το γλωσσικό ζήτημα

Το γλωσσικό ζήτημα υπήρξε ένα πρόσφορο πεδίο πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκαν σοβαρές

αντιπαραθέσεις ιδεών και συμπεριφορών σε κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξης της ελληνικής

κοινωνίας. Οι απαρχές των αντιπαραθέσεων αυτών πρέπει να τοποθετηθούν κατά τους χρόνους

Page 31: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η αιτία που έφερε στην επιφάνεια τις βαθιές αυτές διαφορές

ήταν η επίμονη αναζήτηση ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου, προκειμένου να συγκροτηθεί μια

εθνική παιδεία, καθώς και η συστηματική καλλιέργεια και προβολή της ομιλούμενης γλώσσας

από νέες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες επιχειρούσαν να διαχειριστούν με νέους όρους και με

νέα γλώσσα τα ζητήματα της αγωγής και της αυτογνωσίας του έθνους.

Το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρημένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό, ο οποίος είχε

κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την

κοινή ομιλουμένη. Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην

αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες εθνικές γλώσσες. Η λογοτεχνική

ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση, τους έδωσε κύρος και

εξάλειψε την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους.

Κατεξοχήν εκπρόσωποι των δυνάμεων που προωθούσαν την ομιλουμένη ήταν ο Ρήγας (1757-

1798), ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), ο

Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), ο οποίος είχε

προτείνει, μάλιστα, και ένα σύστημα φωνητικής γραφής (Ρομέηκη Γλόσα, 1814), και άλλοι.

Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ενθουσιώδης και συστηματικός συνήγορος της

ομιλούμενης, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιβλητικού του έργου στη μελέτη και τη

καλλιέργεια της γλώσσας αυτής, με σκοπό να συμβάλει στη συγκρότηση μιας "νεοελληνικής

φιλολογίας". Πίστευε, ωστόσο, ότι "το ιδίωμα του λαού" είχε φθαρεί και πρότεινε ένα σύστημα

εξωραϊσμού και καθαρισμού από τα "σαπημένα". Κατά τον Κοραή υπήρχε «ανάγκη να

ακολουθήσωμεν μέσην οδόν εις μόρφωσιν της γλώσσας». Η "μέση οδός" του Κοραή

συνιστούσε έτσι κι αλλιώς μια άμυνα απέναντι στις υπερβολές του αρχαϊσμού, τον οποίο

καλλιεργούσαν και πρόβαλλαν επίσης ως όργανο εθνικής παιδείας οι κύκλοι των Φαναριωτών

αλλά και το Πατριαρχείο. Ο Νεόφυτος Δούκας (περ. 1760-1845) και ο Παναγιώτης Κοδρικάς

(1762-1827) είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπαδών του αρχαϊσμού, οι οποίοι στράφηκαν με

σφοδρότητα εναντίον του Κοραή. .

Η άποψη για τη στενή συνάρτηση της δημοτικής γλώσσας με την αναγέννηση του έθνους θα

διατυπωθεί με κορυφαίο τρόπο από τον Διονύσιο Σολωμό στον Διάλογο (1824). Παράλληλα, η

επτανησιακή παράδοση θα βοηθήσει και στη λογοτεχνική καλλιέργεια της δημοτικής (Ανδρέας

Λασκαράτος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης) και στη θεωρητική της επεξεργασία (Νικόλαος

Κονεμένος, Το ζήτημα της γλώσσας, 1873· Και πάλε περί γλώσσας, 1875).

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι ιδέες του Διαφωτισμού υποχώρησαν, μια και οι

προβληματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν πλέον γύρω από την πολιτική και τη

διοικητική της συγκρότηση. Τα επίσημα έγγραφα συντάχθηκαν στη λόγια γλώσσα και επανήλθε

Page 32: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

ισχυρότερη παρά ποτέ η προκατάληψη της φθοράς και της παρακμής που είχε υποστεί η λαϊκή

γλώσσα από την ξένη κατάκτηση. Το νέο κράτος αναζήτησε στα αρχαία ελληνικά γλωσσικό

υλικό για την απόδοση νέων εννοιών. Τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα η καθαρεύουσα

θα εξαρχαΐζεται όλο και περισσότερο. 'Ετσι, το 1853 θα δημοσιευτεί συστηματοποιημένη η

εκδοχή της πλήρους επιστροφής στην αρχαία ελληνική (Παναγιώτη Σούτσου, Νέα σχολή του

γραφομένου λόγου ή ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων) και

το 1856 θα εκδοθεί β.δ. σχετικό με τη σχολική γλώσσα, το οποίο θα ορίζει ότι "Γραμματική της

ελληνικής γλώσσης ορίζεται η της αρχαίας και μόνη". .

Ωστόσο, κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα άρχισαν να εκφράζονται συστηματικές

αντιδράσεις στις ρομαντικές υπερβολές του αρχαϊσμού. Το γλωσσικό ζήτημα θα επανεμφανιστεί

με το χαρακτηριστικό γνώρισμα των προεπαναστατικών διενέξεων: τη βαθιά σύγκρουση

ανάμεσα σε αντιλήψεις οι οποίες δεν θα αναφέρονται μόνο στη γλώσσα αλλά στη συνολική

προαγωγή της ελληνικής κοινωνίας. .

Από το 1880 ως το 1890 οι συστηματικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί γύρω από το ζήτημα

της γλώσσας είναι οι εξής: α) ο περαιτέρω εξαρχαϊσμός της καθαρεύουσας (Κωνσταντίνος

Κόντος, Γλωσσικαί παρατηρήσεις, 1882)· β) η επιστροφή "βαθμηδόν και αδιακόπως" στην

ομιλουμένη (Δημήτριος Βερναρδάκης, Ψευδαττικισμού έλεγχος, 1884)· γ) η διατήρηση και ο

εξωραϊσμός της καθαρεύουσας εν αναμονή της εξέλιξης της ομιλούμενης (Γεώργιος Χατζιδάκις,

Βάσανος έλεγχος ψευδαττικισμού ή μελέτη επί της Νέας Ελληνικής, 1884) και δ) η καθιέρωση

της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου. Η τελευταία αυτή άποψη είχε μόλις αποκτήσει

θεωρητικά-γλωσσολογικά θεμέλια (Ψυχάρης, Δοκίμια της ιστορικής νεοελληνικής γραμματικής,

1884-1886) και ιδεολογικό εξοπλισμό (Ψυχάρης, Το ταξίδι μου 1888). Πρόκειται για στοιχεία

που θα της επιτρέψουν να συσπειρώσει οπαδούς και, στη συνέχεια, να μετατρέψει τις

συσπειρώσεις αυτές σε μαχητικό κίνημα. .

Την ίδια εποχή, εκτός από το έργο του Ψυχάρη, ισχυρή συνδρομή στη συγκρότηση της

ιδεολογικής θεμελίωσης του δημοτικισμού και της σταδιακής διείσδυσής του στον πολιτισμικό

και αργότερα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο υπήρξε το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη (Περί της

σημερινής ελληνικής γλώσσης, 1885,·Τα είδωλα, 1893), καθώς και η λογοτεχνική παραγωγή της

Νέας Αθηναϊκής Σχολής με κύριο εκφραστή τον Κωστή Παλαμά. .

'Ετσι, στις αρχές του 20ού αιώνα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα κυριότερα γνωρίσματα που

θα συνοδεύσουν τον δημοτικισμό στο πρώτο στάδιο της πορείας του. Το κίνημα αυτό θα είναι

εθνικό, πολιτικό, φιλελεύθερο, επιστημονικό και με στόχους εκσυγχρονιστικούς. Θα

υποστηριχθεί από τη δυναμική παρουσία, το έργο και την οικονομική ενίσχυση λογίων και

Page 33: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

επιχειρηματιών της διασποράς (Αλέξανδρος Πάλλης, Αργύρης Εφταλιώτης, Πέτρος Βλαστός,

Πηνελόπη Δέλτα, Φώτης Φωτιάδης). Αποτέλεσμα της δράσης αυτής, συνδεδεμένης με το

αίτημα για τη συναρμογή της δημοτικής γλώσσας με την εκπαίδευση, θα είναι η δημιουργία

συλλόγων (Εθνική Γλώσσα, 1905· Εκπαιδευτικός 'Ομιλος, 1910· Φοιτητική Συντροφιά, 1910)

και η έκδοση περιοδικών μαχητικών εντύπων (Ο Νουμάς, 1903-1931· Δελτίο του

Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1911-1924). Πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου θα είναι ο Αλέξανδρος

Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ο Δημήτρης Γληνός, οι οποίοι είτε ως εκφραστές

θεσμών είτε ως διωκόμενοι από θεσμούς θα χρησιμοποιήσουν τη δημοτική γλώσσα ως σύμβολο

και ως εργαλείο για την προώθηση και την καλλιέργεια βαθιών αλλαγών στην ελληνική

κοινωνία.

Το ίδιο χρονικό διάστημα η θεωρητική θεμελίωση του μαρξισμού στον χώρο των ελληνικών

ιδεών (Γεώργιος Σκληρός, Το Κοινωνικόν μας ζήτημα, 1907) και οι σοσιαλιστικές συσπειρώσεις

που προκάλεσε, δημιούργησαν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στις τάξεις των δημοτικιστών. Σε όλο

τον 20ο αιώνα η δημοτική γλώσσα θα αντιμετωπιστεί ως φορέας ιδεολογίας από τους ίδιους

τους οπαδούς της με την πιο μεγάλη αντίφαση: από ορισμένους ως απόδειξη της εθνικής

συνέχειας, από άλλους ως γλώσσα της λαϊκής βούλησης και από τρίτους ως όπλο της εργατικής

τάξης.

Οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκρότησαν τους πόλους της γλωσσικής διαμάχης κατά τον 20ό

αιώνα διέφεραν από τις αντίστοιχες του 18ου και του 19ου αιώνα κατά τούτο: Οι δημοτικιστές -

εσωτερικά διαφοροποιημένοι- αποτελούσαν ένα σύνολο που ενεργούσε εκτός κρατικών θεσμών

και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει. Οι οπαδοί της

καθαρεύουσας αποτέλεσαν ένα σύνολο που υποστηρίχθηκε από προσδιορισμένους φορείς

εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρνηση, Πανεπιστήμιο) και, επομένως, διέθετε τα όπλα που του

εξασφάλιζε η εξουσία της οποίας ήταν φορέας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η βαθμιαία πρόσληψη

της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου

αυθεντίας.

Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης

(Ευαγγελικά, 1901) και λίγο αργότερα της Ορέστειας (Ορεστειακά, 1903) ήταν η απαρχή μιας

μακράς πορείας φαινομένων συνυφασμένων με τις δημοτικιστικές πιέσεις και τα μέτρα που

λαμβάνονταν για να τις ανακόψουν: ανάμεσα σε άλλα, επανειλημμένες διοικητικές ποινές στον

Κωστή Παλαμά ως γγ. του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908, 1911), παραπομπή στη Δικαιοσύνη

του διευθυντή του παρθεναγωγείου του Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου και των συνεργατών

του με τις κατηγορίες της αθεΐας, βλάβης των ηθών, πρόσκλησης εις απεργίαν, παρακώλυσης

προσευχής (Δίκη του Ναυπλίου, 1914) .

Page 34: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Το 1911 ψηφίστηκε η συνταγματική διάταξη που όριζε ότι «Επίσημος γλώσσα του κράτους

είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα

κείμενα». Το 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επιχείρησε την πρώτη

καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η απόπειρα

αυτή θα ματαιωθεί βίαια μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1920 και η επιτροπή που θα ελέγξει

τα διδακτικά βιβλία της βενιζελικής μεταρρύθμισης θα αποφανθεί ότι πρέπει να "καώσι". Το

1925 και το 1928 θα διωχθούν δικαστικά και πάλι ο Δελμούζος ως διευθυντής του Μαρασλείου

και ο Μίλτος Κουντουράς ως διευθυντής του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης για αντιθρησκευτική,

αντιπατριωτική και ανήθικη διδασκαλία.

Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προχωρήσει στην πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική

μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που θα καθορίζεται,

πλέον, και από την παρουσία του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ. Η δημοτική ως σύμβολο

ανατρεπτικού λόγου θα αλλάξει χέρια και από τον μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό του

Βενιζέλου θα περάσει ως κομματικό ιδίωμα στο ΚΚΕ. Μετά από αυτό, η αντιπαράθεση των

συμβολισμών θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με σοβαρές συνέπειες στο κοινωνικοπολιτικό

επίπεδο (ανάμεσα στα άλλα, πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη

Κακριδή για την έκδοση βιβλίου του με μονοτονικό σύστημα το 1941).

Με τη μεταρρύθμιση του 1964 έγινε νέα απόπειρα συστηματικής εισαγωγής της δημοτικής στην

εκπαίδευση. Και αυτή η μεταρρύθμιση καταργήθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας το 1967.

Θεσμικά, το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το

Σύνταγμα του 1974, καθώς και με τη σειρά των νομοθετικών μέτρων που πάρθηκαν από τις

κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1976) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982), οι

οποίες ρύθμισαν, εκτός των άλλων, θέματα σχετικά με την ακώλυτη χρήση και τη συστηματική

διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας. .

*η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Iστορίας στο Πάντειο

Πανεπιστήμιο.

Οι απαρχες του γλωσσικου ζητηματος

Tο ζήτημα της μορφής που θα έπαιρνε η ελληνική γλώσσα στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση

του ελληνικού κράτους είναι αρκετά σύνθετο, ενώ η προέλευσή του εντοπίζεται στη σχετική

Page 35: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

διαμάχη που είχε ξεσπάσει ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια. Πράγματι, στο πλαίσιο του

κινήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού η συζήτηση ανάμεσα σε οπαδούς της επανάκαμψης

στη χρήση της αρχαίας αττικής διαλέκτου από τη μια και της διαμόρφωσης μιας νεοελληνικής

κοινής γλώσσας, κατανοητής από τα λαϊκά στρώματα, από την άλλη είχε μεγάλη ένταση και

κατέληξε σε σκληρές διαμάχες. H πρόταση του Kοραή, η λεγόμενη "μέση οδός" ανάμεσα στην

αρχαΐζουσα και στην καθομιλουμένη, επέλεγε ως βάση τη δεύτερη, αποκαθαρμένη όμως από

ξένα στοιχεία και εμπλουτισμένη με λόγια στοιχεία. .

Tο πρόβλημα όμως που έπρεπε να αντιμετωπίσει το νέο κράτος ήταν αυτό της γλωσσικής

ομογενοποίησης του χώρου και του πληθυσμού του. Yπήρχε η ανάγκη συγκρότησης μιας

ενιαίας γλώσσας της διοίκησης, που θα χρησιμοποιείται από όλους τους εκφραστές των

επίσημων θεσμών με τον ίδιο τρόπο στο σύνολο της επικράτειας. H εξέλιξη αυτή ήταν

απαραίτητη για τον ενιαίο τρόπο λειτουργίας των κρατικών θεσμών, της εκπαίδευσης, της

δικαιοσύνης, του στρατού κτλ. H καθομιλουμένη, η γλώσσα του λαού, η δημώδης, δεν ήταν μια

ενιαία γλώσσα. Ουσιαστικά επρόκειτο για πολλές διαλέκτους, γεγονός που αποτέλεσε βασικό

επιχείρημα των θιασωτών της καθαρεύουσας. Aυτή την πραγματικότητα παρουσίασε ανάγλυφα

η Bαβυλωνία του Δημήτριου Βυζάντιου. Aπέναντι στη γλωσσική αυτή ανομοιομορφία και στην

αδυναμία μέχρι εκείνη την εποχή των υποστηριχτών της καθομιλουμένης να διαμορφώσουν

έναν κοινά αποδεκτό και κατανοητό από όλους τύπο δημοτικής, υπερίσχυσε μια καθαρεύουσα,

που προσέγγιζε όσο ήταν δυνατό την αρχαία ελληνική. .

Tο ρεύμα αυτό υπηρετήθηκε πιστά από τους διανοούμενους της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής.

Παράλληλα, το Πανεπιστήμιο Aθηνών, η μέση εκπαίδευση και η διοικητική ιεραρχία

διαμόρφωναν κοινωνικές κατηγορίες που συνέδεαν την καθαρεύουσα με την κοινωνική και

μορφωτική τους υπεροχή. H καθαρεύουσα από όργανο για την πολιτική και πολιτισμική

ενοποίηση του κράτους κατέστη στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης. Aποτέλεσε τη γλώσσα

της κοινωνικής και πνευματικής ηγεσίας του τόπου, έγινε ο γραπτός και επίσημος κώδικας

επικοινωνίας, που ήταν όμως ελάχιστα κατανοητός από πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού.

Aπό την άλλη πλευρά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς το ευρύτερο πνευματικό πλαίσιο μέσα και έξω

από τη χώρα. H κλασική Αρχαιότητα, της οποίας την κληρονομιά διεκδικούσαν οι Νεοέλληνες,

αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτισμικά πρότυπα της εποχής. Aπό αυτήν αντλούσαν

στοιχεία και αυτήν προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τα περισσότερα κοινωνικά και πνευματικά

ρεύματα στο δυτικό κόσμο. H επιλογή της αρχαΐζουσας ήταν περίπου αυτονόητη σε ένα τέτοιο

πλαίσιο. Παράλληλα συνέβαλε στην υπεράσπιση ενός από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της

ελληνικής εθνικής ταυτότητας, της καταγωγής των Νεοελλήνων από τους αρχαίους. Σε μια

εποχή που οι θεωρίες του Φαλμεράγιερ αμφισβητούσαν αυτή τη θέση, πέρα από τις

Page 36: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

ιστοριογραφικές συμβολές, η γλωσσική καθημερινότητα της αρχαΐζουσας αποτελούσε ένα

επιπλέον επιχείρημα. .

Bέβαια, το έργο του Σολωμού αλλά και των άλλων επτανήσιων λογίων εκτός από την

καλλιτεχνική του ποιότητα έθεσε τις βάσεις για ένα κοινό μοντέλο της δημοτικής. Στηριγμένοι

σε αυτό οι διανοούμενοι της γενιάς του 1880 έκαναν εφικτή τη διαμόρφωση του "κανόνα" της

δημοτικής, δηλαδή την οργάνωση σε ενιαίο γλωσσικό όργανο πέρα από τοπικές ή κοινωνικές

ιδιαιτερότητες, των εκφραστικών εκείνων τύπων που γίνονταν ευρέως κατανοητοί και

αποδεκτοί. Aυτό ήταν αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής και πολύμορφης διαδικασίας που ξεκίνησε

από την έκδοση του βιβλίου Tο Ταξίδι μου (1888) από το Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929).

Γλωσσολόγος με λαμπρή καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, δεν μπορούσε να ανεχθεί

την κατίσχυση μιας γλώσσας ακατανόητης από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Παράλληλα

θεωρούσε αστήριχτο το επιχείρημα πως στη γλώσσα του λαού δεν είναι δυνατό να εκφραστούν

σημαντικές έννοιες. Mε το Tαξίδι του απέδειξε πως πολύ σημαντικοί προβληματισμοί ήταν

δυνατό να γραφούν και στη δημοτική. Eκείνο που έμενε ήταν η διαμόρφωσή της ως ενιαίας

γλώσσας, εγχείρημα που ανέλαβε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που συντάχτηκαν με το κίνημα

του δημοτικισμού με πρωτοπόρο τον Kωστή Παλαμά. .

Η νέα ελληνική μετά τη διγλωσσία

Tο διαγλωσσικό παρελθόν της νέας ελληνικής, το ότι δηλαδή χαρακτηρίστηκε από τη

συνύπαρξη μιας "υψηλής" ποικιλίας (της καθαρεύουσας) με μια "χαμηλή" (τη δημοτική) είναι

αφενός γνωστό στους περισσότερους ομιλητές της ελληνικής και αφετέρου αναφέρεται στη

διεθνή βιβλιογραφία, αφού η νεοελληνική θεωρείται ως μία από τις ορίζουσες περιπτώσεις

κοινωνικής διγλωσσίας [diglossia] (βλ. Ferguson 1959). 'Αλλες περιπτώσεις γλωσσών όπου

παρατηρούνται φαινόμενα κοινωνικής διγλωσσίας, κατά τον Ferguson, είναι η αραβική, η

κρεολική της Aϊτής, η γερμανική στην Eλβετία. .

H τυπική επίλυση του γλωσσικού ζητήματος χρονολογείται το 1976, όταν η δημοτική γλώσσα

αναγνωρίζεται νομοθετικά ως η επίσημη γλώσσα του κράτους. Στόχος του παρόντος κειμένου

είναι να διερευνήσει εάν για τη σύγχρονη κατάσταση της νέας ελληνικής η κοινωνική διγλωσσία

αποτελεί οριστικά παρελθόν ή εάν επιζούν ή ξαναδημιουργούνται οι συνθήκες για

διαφοροποιημένες χρήσεις κοινωνικών ποικιλιών της νέας ελληνικής με τρόπο που να

παραπέμπει σε νέου τύπου "γλωσσικά ζητήματα". .

H οποιαδήποτε παρόμοια εξέταση κινείται σε δύο άξονες, οι οποίοι είναι αναγκαίο τόσο να

διακριθούν όσο και να συσχετιστούν μεταξύ τους: α. τον εσωγλωσσικό, το κατά πόσο δηλαδή

έχει επιτευχθεί η απαραίτητη για μια κοινή εθνική γλώσσα ομοιογενοποίηση και β. τον

Page 37: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

μεταγλωσσικό, που αφορά τις απόψεις των ομιλητών -ή κάποιων μορφωμένων ομιλητών- για τη

γλωσσική μορφή. .

Α. Η κοινή νέα ελληνική και οι λόγιες επιρροές της .

Aναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία η άποψη ότι η κοινή νέα ελληνική αποτελεί το προϊόν της

αλληλεπίδρασης της δημοτικής και της καθαρεύουσας, τη "μέση λύση" που επικράτησε

ανάμεσα σε δύο ακραίες εκδοχές για το ποια πρέπει να είναι η επίσημη μορφή της νέας

ελληνικής. H παραπάνω άποψη είναι αστήριχτη, γιατί θεωρεί συγκρίσιμα και αλληλεπιδρώντα

δύο ανόμοια πράγματα: αφενός μια φυσική γλώσσα, τη δημοτική, εξέλιξη της μεσαιωνικής

ελληνικής, και αφετέρου μια γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ, όπως ήταν η καθαρεύουσα.

Eπιπλέον, για να στηριχτεί αυτή η άποψη, επιλέγονται λόγιες επιρροές που παρατηρούνται

κυρίως στο λεξιλόγιο ή στη μορφολογία των ονομάτων και των ρημάτων και δεν εντάσσονται

αυτές στα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος της νέας ελληνικής.

H νέα ελληνική, όπως κάθε φυσική γλώσσα, δέχτηκε επιρροές τόσο από ξένες γλώσσες όσο και

από την καθαρεύουσα, που για χρόνια κυριάρχησε στην εκπαίδευση, τη διοίκηση, την επιστήμη·

ωστόσο μπόρεσε να ενσωματώσει τις επιρροές αυτές ανάλογα με τις ανάγκες της, διατηρώντας

και διαφοροποιώντας όσα στοιχεία της είναι απαραίτητα. Π.χ. τα ρήματα διώχνω (λαϊκής

καταγωγής) και διώκω (λόγιας καταγωγής) συνυπάρχουν με τη σημασιολογική διαφοροποίηση

του δευτέρου σε 'διώκομαι ποινικά'. .

Oι λόγιες επιρροές που δέχτηκε η νέα ελληνική καλύπτουν όλους τους τομείς της και γίνονται

αντιληπτές από τους ομιλητές ως τέτοιες· γι' αυτό και συναντώνται κυρίως σε ομιλητές

ορισμένου μορφωτικού επιπέδου και δεν παράγονται αυτόματα από οποιονδήποτε ομιλητή. Θα

ακολουθήσουν παραδείγματα τέτοιων λόγιων επιρροών και θα διερευνηθεί η έκταση της

επιρροής τους στο σύστημα της νέας ελληνικής.

1. Φωνoλoγία .

Σύμφωνα με φωνολογικό κανόνα που ισχύει περίπου από το τέλος του Μεσαίωνα (βλ.

Πετρούνιας 1984, 204) τα περισσότερα συμπλέγματα άηχων συμφώνων πρέπει να έχουν

διαφορετικό τρόπο άρθρωσης, δηλαδή να μην είναι και τα δύο κλειστά ή και τα δύο

Page 38: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

εξακολουθητικά· με ίδιο τρόπο άρθρωσης επιτρέπεται μόνο το σύμπλεγμα [sf]. 'Eτσι λέξεις

όπως χθες, ράφθηκε έγιναν χτες, ράφτηκε. Δεν είναι όμως σπάνια η εμφάνιση -στον γραπτό

κυρίως λόγο- του τύπου χθες. .

2. Μορφολογία .

Στη νέα ελληνική ο μεσοπαθητικός αόριστος του ρήματος γράφομαι είναι γράφτηκε.

Παρατηρείται όμως συχνά στον γραπτό λόγο η προσπάθεια να αποφευχθεί ο συγκεκριμένος

τύπος και να αντικατασταθεί με το εγράφη, μιας και το σύμπλεγμα [ft] θεωρείται "λαϊκό" για

ορισμένες χρήσεις. .

Λόγιας καταγωγής είναι και η διατήρηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων χθ, φθ στον παθητικό

αόριστο ορισμένων ρημάτων (π.χ. παραπέμφθηκα, διώχθηκα στη σημασία του 'διώκομαι

ποινικά'). Aποτελεί όμως φαινόμενο "υπερδιόρθωσης" η επέκταση του συμφωνικού

συμπλέγματος σθ στην παθητική φωνή των ρημάτων σε -ίζω και -άζω (π.χ. ονομάσθηκε, να

ισχυρισθεί, να αντιμετωπισθούν) με επίδραση πιθανόν των συμπλεγμάτων χθ, φθ (βλ. και

Iορδανίδου 1996). .

Xαρακτηριστική περίπτωση τύπων της καθαρεύουσας που δεν έχουν προσαρμοστεί στην κοινή

είναι τα θηλυκά ονόματα σε -ος. 'Eτσι π.χ. το ουσιαστικό η οδός λέγεται συχνά "λανθασμένα"

και στην αιτιατική την οδός, γιατί η μορφολογία του ονόματος της κοινής δεν διαθέτει αιτιατική

θηλυκού σε -ο, την οδό, όπως θα ήταν το "σωστό". .

3. Λεξιλόγιο .

Οι εμφανέστερες λόγιες επιδράσεις της νέας ελληνικής είναι στον τομέα του λεξιλογίου, καθώς

αυτός είναι ο πιο ευαίσθητος στις παρεμβάσεις προκειμένου να καλυφθούν εκφραστικές

ανάγκες. Tο λεξιλόγιο άλλωστε είναι ο τομέας όπου κάθε είδους δανεισμοί είναι πιο εύκολο να

καθιερωθούν. Mια μορφή δανεισμού αποτελεί και ο εσωτερικός δανεισμός, ο δανεισμός δηλαδή

από παλιότερη μορφή της ελληνικής. Πολύ συχνά, όμως, μια λέξη λόγιας καταγωγής περνά στην

κοινή χρήση (π.χ. λεωφορείο) .

4. Σύνταξη .

Aντίθετα, ο τομέας όπου δυσκολότερα μπορούν να καθιερωθούν δομές ξένες ή λόγιες είναι η

σύνταξη, μιας και τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής της πρότασης αποτελούν τα συστατικά

χαρακτηριστικά μιας γλώσσας που μεταβάλλονται με διαδικασίες μακρόχρονες και δεν είναι

Page 39: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

εύκολο να "ρυθμιστούν επί το λογιότερον". Π.χ. το απαρέμφατο που υπήρχε στην αρχαία

ελληνική -και προσπαθούσε να "αναστήσει" η καθαρεύουσα- στην εξέλιξη της ελληνικής

αντικαταστάθηκε με δευτερεύουσα πρόταση: βούλομαι ειπείν ―> θέλω να πω. .

Mόνο στη γλώσσα της διοίκησης επιζούν ακόμα καθαρευουσιάνικες εκφράσεις όπως π.χ.

παρακαλείσθε όπως επικοινωνήσετε, στην οποία το όπως χρησιμοποιείται ως μόριο για τον

σχηματισμό της υποτακτικής, ενώ το νεοελληνικό όπως λειτουργεί ως ομοιωματικός σύνδεσμος.

Aξίζει να σημειωθεί ότι η κριτική και συχνά η καταδίκη που δέχτηκε η επίσημη γραπτή

δημοτική ως προς τη σύνταξή της -κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του '80- αφορά κυρίως τις

απόπειρες να "μεταγλωττιστούν" στη δημοτική δομές της καθαρεύουσας. Π.χ. η φράση:

«απόπειρα τοποθέτησης του προβλήματος της μεταρρύθμισης ξενίζει τους καθαρολόγους ως

"κακόηχη" και "δημοτικοποιημένη", γιατί αποτελεί μια προσπάθεια να "μεταφραστεί" στη

δημοτική μια σύνταξη της καθαρεύουσας». Στην περίπτωση αυτή δηλώνεται με ουσιαστικό η

ρηματική ενέργεια (χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας) (τοποθετώ ―> τοποθέτηση) και

μετατρέπονται οι γενικές στον τύπο της δημοτικής (τοποθέτησης). Aν επιλεγεί η σύνταξη της

δημοτικής: «απόπειρα να τοποθετήσουμε το πρόβλημα της μεταρρύθμισης, τότε και

προβλήματα κατανόησης δεν εμφανίζονται και οι καθαρολόγοι δεν θα διαπίστωναν

"εξαμβλώματα" ή την ανεπάρκεια της δημοτικής για κάποιες γλωσσικές χρήσεις».

'Οπως φάνηκε από τα παραπάνω, η ύπαρξη των λόγιων επιρροών καθεαυτή δεν αποτελεί

πρόβλημα ούτε για τους ομιλητές της νέας ελληνικής ούτε για τους εκπαιδευτικούς που θα τη

διδάξουν ούτε για τους ερευνητές που μελετούν την ιστορία της και τη συγχρονική της

κατάσταση. Tόσο η ιστορία της ελληνικής όσο και το τι είναι σωστό σε συγχρονικό επίπεδο

αρχίζει και αναγνωρίζεται ως πρόβλημα στο πλαίσιο των μεταγλωσσικών απόψεων, των

στάσεων απέναντι στη γλώσσα και των ρυθμιστικών επιλογών που απαιτεί η σύνταξη

γραμματικών ή λεξικών ή η εκπαιδευτική πράξη. Σε γλώσσες με διγλωσσικό παρελθόν όπως η

ελληνική, οι μεταγλωσσικές απόψεις οδηγούν ακόμα και μετά το 1976 σε διενέξεις που

θυμίζουν αναζωπυρώσεις του γλωσσικού ζητήματος· αυτές, όπως άλλωστε και το ίδιο το

γλωσσικό ζήτημα, αποτελούν τμήμα μιας γενικότερης ιδεολογικής αντιπαράθεσης που

σχετίζεται αφενός με τις αναζητήσεις για την εθνική ταυτότητα και αφετέρου με τις κοινωνικές

ταυτότητες που συμβολίζονται με τις αντίστοιχες γλωσσικές.

B. Οι μεταγλωσσικές απόψεις για την κοινή νέα ελληνική .

H συζήτηση για την ελληνική επικεντρώνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια στην ιστορία της, τη

σχέση της με την εθνική ταυτότητα, τον τρόπο που πρέπει να διδάσκεται και τη σχέση της με τις

άλλες γλώσσες· φορείς της συζήτησης είναι διανοούμενοι, εκπαιδευτικοί αλλά και ευρύτερο

Page 40: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

κοινό. Tο κέντρο βάρους της συζήτησης δεν ήταν πάντοτε το ίδιο σε όλη την εικοσάχρονη

περίοδο. 'Οπως επισημαίνεται από τον Xριστίδη (1996), μπορούμε να διακρίνουμε μια πρώτη

περίοδο από το 1976 έως τα μέσα της δεκαετίας του '80 και μια δεύτερη από τα μέσα της

δεκαετίας του '80 έως σήμερα. Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο η αναγνώριση της γλώσσας

ως προβλήματος εστιάζεται κυρίως στην προβολή της άποψης ότι η ελληνική αποκόπτεται από

τις ρίζες της και κινδυνεύει να "αλλοιωθεί" από τους ξενισμούς· επιμέρους κριτικές γίνονται στη

γλώσσα των νέων, που θεωρείται φτωχή, ή στη γλώσσα των κομματικών νεολαιών -κυρίως της

Aριστεράς-, που θεωρείται "ξύλινη". .

Στη δεύτερη περίοδο η αναγνώριση της γλώσσας ως προβλήματος πραγματοποιείται με κάπως

διαφορετικό τρόπο: προβάλλεται κυρίως η ιδιαιτερότητα και η μοναδικότητα της ελληνικής, ο

τρόπος που αυτή επηρέασε τις άλλες γλώσσες της Eυρώπης και του υπόλοιπου κόσμου και

τονίζεται ότι η γνώση της νέας ελληνικής προϋποθέτει τη γνώση της αρχαίας, είτε πρόκειται για

τους φυσικούς ομιλητές είτε για όσους θέλουν να τη μάθουν ως δεύτερη γλώσσα.

Tα θέματα που προκρίνονται στη συζήτηση για τη γλώσσα σχετίζονται με τα γενικότερα

ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά μιας περιόδου: π.χ. στην πρώτη μεταπολιτευτική

περίοδο ο χαρακτηρισμός της γλώσσας ορισμένων πολιτικών νεολαιών ως "ξύλινης" σχετίζεται

με την έντονη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας. .

Θα επικεντρωθούμε στη σύγχρονη περίοδο: τα θέματα που συνήθως τίθενται στη συζήτηση για

τη νέα ελληνική είναι: α) η ανάγκη προστασίας της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ενόψει της

οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της συνεπαγόμενης πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που

βιώνουμε την τελευταία δεκαετία· και β) με ποιον τρόπο θα γίνεται η διδασκαλία της στο

εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. .

Παρόλο που η συζήτηση που διεξάγεται χαρακτηρίζεται συχνά από μυθολογίες για την ιδιαίτερη

ταυτότητα της ελληνικής, δεν είναι αρκετό να θεωρήσουμε ολόκληρη τη συζήτηση

κατασκευασμένη ή να αποδώσουμε την κινδυνολογία για την ελληνική στις ρυθμιστικές

προθέσεις ορισμένων διανοουμένων. Xρειάζεται να μεταθέσουμε τη συζήτηση στα γλωσσικά

περιεχόμενα και όχι στον γλωσσικό τύπο και εκεί να διακρίνουμε αν το πρόβλημα ταυτότητας

αφορά την ελληνική κοινωνία. .

H ελληνική δεν κινδυνεύει να χαθεί αφού διαθέτει φυσικούς ομιλητές, ούτε να αλλοιωθεί από

τους ξενισμούς αφού οποιαδήποτε φυσική γλώσσα επιβιώνει και ανανεώνεται με την επαφή της

με άλλες γλώσσες. O φόβος -και συχνά οι φοβίες- για την ελληνική συνδέονται με το πώς οι

'Eλληνες βιώνουν την εθνική τους ταυτότητα. Aυτό που τίθεται σε επαναδιαπραγμάτευση τα

τελευταία χρόνια είναι η επιβεβλημένη δυτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας· σε αυτή την

Page 41: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

επαναδιαπραγμάτευση οι επιμέρους απαντήσεις κυμαίνονται από την πλήρη πρόσδεση στη Δύση

-όχι μόνο ως πηγή αξιών για τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά και ως αποδοχή των νόμων της

αγοράς και της αδιαμφισβήτητης ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού- έως την προσήλωση

στις ελληνικές ιδιαιτερότητες της ορθοδοξίας, του κοινοτισμού κλπ. (χαρακτηριστικό

παράδειγμα το ρεύμα της νεοορθοδοξίας). Πολύ συχνά συμβαδίζει η υπεράσπιση της εθνικής

και γλωσσικής καθαρότητας με την αποδοχή της βασικής αρχής της νέας παγκόσμιας

πραγματικότητας: της εμπορευματοποίησης του συνόλου της κοινωνικής ζωής.

Δεν είναι δυνατόν όμως η ελληνική να προστατευτεί με τη διεκδίκηση της μακρόχρονης

ιστορίας της ή -κατά ορισμένους- της "μοναδικότητάς" της που τη διαχωρίζει από τις άλλες

γλώσσες. Kι αυτό όχι μόνο γιατί και άλλες γλώσσες έχουν ιστορία ή γιατί όλες οι γλώσσες

διαθέτουν καθολικά χαρακτηριστικά που προκύπτουν από την ανθρώπινη νόηση · αλλά κυρίως

γιατί η διεκδίκηση της ιδιαιτερότητας προϋποθέτει πρωτογενή διανοητική παραγωγή. Aν, για

παράδειγμα, η επιστήμη στην Eλλάδα έχει πρόβλημα ορολογίας, η απάντηση δεν είναι απλώς ο

ορθός εξελληνισμός των ξένων όρων. Στο πεδίο της επιστημονικής παραγωγής θα κριθεί η

βιωσιμότητα της επιστημονικής γλώσσας. .

Επομένως, αυτό που χρειάζεται να τεθεί σε αμφισβήτηση είναι η άποψη ότι οι διαδικασίες της

επιστημονικής ή της τεχνολογικής παραγωγής δεν μπορεί παρά να παράγονται στο ισχυρό

Kέντρο· όσο για την Περιφέρεια, ας περιοριστεί στις πιστές μεταφράσεις και στην ανάμνηση

του ένδοξου παρελθόντος! .

Tο γλωσσικό "ζήτημα" στη σύγχρονη μορφή του, επομένως, πολύ απέχει από την παραδοσιακή

διαμάχη καθαρεύουσας και δημοτικής. Η πρόκληση για τη σύγχρονη ελληνική -όπως και για τις

άλλες μικρές γλώσσες- είναι να διεκδικήσουν την παρουσία τους σε κρίσιμους τομείς χρήσης

(επιστήμη, διανοητική παραγωγή), να μην εκτοπιστούν από αυτούς προς όφελος της γλωσσικής

και πολιτισμικής ομοιογενοποίησης που υπαγορεύουν οι νόμοι της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.

*η Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου είναι διδάκτωρ γλωσσολογίας.

Η ελληνική γλώσσα στον 21ο αιώνα· παρελθόν και μέλλον

Στην καμπή από τον 20ό προς τον 21ο αιώνα ο απολογισμός τού τι έγινε στη γλώσσα μας στον

αιώνα που φεύγει και τι προοπτικές ανοίγονται για την Ελληνική στον αιώνα που έρχεται, ο

προβληματισμός για το πού βρίσκεται και πού βαδίζει η ελληνική γλώσσα είναι εξ αντικειμένου

Page 42: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

ζήτημα υψίστης σημασίας. Αν, βεβαίως, δεχθούμε ότι η γλώσσα είναι κύριο στοιχείο της

ταυτότητας ενός λαού και βασικό σημείο αναφοράς για την περασμένη, τη σύγχρονη και τη

μελλοντική πορεία του. Αν δεχθούμε την αρχή του Austin ότι γλώσσα σημαίνει πράξη. Αν

στοιχίσουμε στη διακήρυξη του Wittgenstein ότι ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας. Αν

συμφωνήσουμε με τον Barthes ότι ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος κειμένων προφορικών και

γραπτών. Κοντολογίς, αν δούμε τη γλώσσα στις πραγματικές της διαστάσεις ως εκδήλωση της

σκέψης, του πολιτισμού, της ιστορίας και της όλης υπόστασης ενός λαού.

Για να μη πελαγοδρομήσουμε στις αμέτρητες πτυχές του θέματος και να μη ξεστρατίσουμε σε

μελλοντολογικές εικοτολογίες, κρίνω σκόπιμο να κινηθούμε προς δύο κατευθύνσεις: α) να

εκτιμήσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, τι σημαντικό συντελέστηκε στη γλώσσα μας τον αιώνα

που φεύγει, και β) να εκτιμήσουμε τι μπορεί να γίνει για την Ελληνική στον αιώνα που έρχεται.

Ας μη ξεχνάμε μόνο ότι στη γλώσσα όπως και στην πολιτική κάθε μελλοντολογικού τύπου

πρόβλεψη είναι σχεδόν αδύνατη. Οι γλωσσικές προφητείες είναι άκρως επισφαλείς και μόνο

λογικές υποθέσεις επιτρέπεται να διατυπωθούν. .

Η Ελληνική τον 20ό αιώνα .

Από τους 20 αιώνες που διένυσε ο Ελληνισμός με τη γλωσσική διμορφία της Ελληνικής, τη

διάσχισή της δηλ. στη μορφή του προφορικού λόγου (που απετέλεσε τη γνήσια συνέχεια και

εξέλιξη της αρχαίας γλώσσας, για να καταλήξει στη γνωστή δημοτική) και στη μορφή του

γραπτού λόγου (που ξεκίνησε ως τεχνητή αττικιστική μίμηση, για να καταλήξει στην επί αιώνες

κυρίαρχη «επίσημη» γλώσσα, τη μετέπειτα γνωστή ως λόγια ή καθαρεύουσα), ο τελευταίος

αιώνας, ο 20ός, επέπρωτο να γωρίσει την επίσημη λύση του γλωσσικού και τον τερματισμό μιας

εκκρεμότητας είκοσι αιώνων. Κι αυτό όχι μόνο με την απόφαση της Κυβερνήσεως Καραμανλή

του 1976 που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς τη σημασία της , αλλά κυρίως με την

ωρίμαση του θέματος στις συνειδήσεις των περισσοτέρων Ελλήνων, οι οποίοι είχαν μέσα τους

πεισθεί για την ανάγκη επισημοποίησης (και στον γραπτό λόγο) της Νεοελληνικής, της

γλωσσικής μορφής που μιλούσαν σχεδόν όλοι στην επικοινωνία τους. Αυτή τη σύνθετη μορφή

γλώσσας, τη Νεοελληνική, που είχε ως βάση και κορμό τη μητροδίδακτη δημοτική γλώσσα και

ως οργανικό συμπλήρωμα, από τη συνύπαρξη και συν-έκφραση αιώνων, στοιχεία από τη λόγια

(γραπτή) παράδοση, ανεγνώρισε ως επίσημη γλώσσα η Πολιτεία την τρίτη δεκαετία πριν από το

τέλος του 20ού αιώνα. Αυτή η ιστορική απόφαση από την πλευρά της Πολιτείας και αυτή η

ιστορική εξέλιξη και ωρίμαση από την πλευρά της ίδιας της γλώσσας, δηλ. των ομιλητών της

Page 43: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Ελληνικής, σφραγίζει ιστορικά τον αιώνα που φεύγει, γιατί ουσιαστικά δίνει τέλος σ' ένα

μείζονος σημασίας όσο και οξύ εθνικό, κοινωνικό και πνευματικό ζήτημα.

Το γλωσσικό ζήτημα λειτούργησε διττά στα πνευματικά μας πράγματα: α) αρνητικά· προκάλεσε

τον «Γλωσσικό Εμφύλιο» που δίχασε τους Ελληνες, ιδίως τους διανοουμένους, ολόκληρο

σχεδόν τον 20ό αιώνα (αφού διχογνωμίες και συγκρούσεις γλωσσικές υπήρξαν και μετά την

επισημοποίηση της δημοτικής το 1976), ενώ συγχρόνως απορρόφησε ή έστρεψε προς άλλη

κατεύθυνση την επιστημονική δραστηριότητα πολλών λογίων και γλωσσολόγων, οι οποίοι θα

μπορούσαν να έχουν αξιοποιήσει επωφελέστερα για τη χώρα μας τις πνευματικές και

επιστημονικές τους δυνάμεις (εννοώ γλωσσολόγους όπως ο Χατζιδάκις, ο Ψυχάρης ή ο

Τριανταφυλλίδης, επιστήμονες όπως ο Ιωάννης Κακριδής, αλλά και άλλους όπως ο Δελμούζος,

ο Γληνός, ακόμη και ο πολύς Μιστριώτης)· β) θετικά· υπήρξε αιτία για τους Ελληνες ως λαό να

σκεφθούν και να ασχοληθούν περισσότερο με τη γλώσσα, αποκτώντας μια σπάνια ευαισθησία

και μια αξιοπρόσεκτη εγρήγορση για τα γλωσσικά θέματα. Ο Γερμανός, ο Αγγλος, ο Ολλανδός

ή ο Ιταλός λ.χ. δεν θα ενδιαφερθεί τόσο για τη γλώσσα του όσο ο Ελληνας, κι από κοντά ο

Βέλγος και ο Ελβετός οι τελευταίοι δεν έχουν, βεβαίως, πρόβλημα γλωσσικής διμορφίας

(diglossia), αλλά πραγματικής διγλωσσίας (bilingualism) και τριγλωσσίας ακόμη!

Αν σκεφθεί κανείς ότι σε μιαν άλλη χρονική καμπή, αυτήν από τον 19ο στον 20ό αιώνα, χύθηκε

αίμα για τη γλώσσα από συγκρούσεις με διαδηλωτές στους δρόμους της Αθήνας (Ευαγγελιακά

1901, Ορεστειακά 1903). Αν σκεφθεί κανείς τις επιθέσεις που δέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος

από δημοτικιστές, όταν στο Σύνταγμα του 1911 καθιέρωνε νομοθετικά (για πρώτη φορά) την

καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα αλλά και τις επιθέσεις που δέχτηκε ο ίδιος πάλι από

καθαρευουσιάνους, όταν το 1917 εισήγαγε τη διδασκαλία της δημοτικής σε τάξεις του

δημοτικού σχολείου (Εκπαιδευτικός δημοτικισμός, Τριανταφυλλίδης, Δελμούζος, Γληνός). Αν

σκεφθεί κανείς ότι δεν υπάρχει γλωσσολόγος, φιλόλογος, λογοτέχνης ή λόγιος τον 20ό αιώνα,

που να μην έγραψε ή μίλησε έστω μία φορά για το γλωσσικό (δεν είμαστε άλλωστε λίγοι όσοι

ακόμη γράφουμε ή μιλούμε σε άλλους βεβαίως τόνους, για άλλα θέματα και με άλλο πνεύμα

πάλι για τη γλώσσα!). Αν εξετάσει κανείς την τεράστια βιβλιογραφία που έχει αναπτυχθεί τον

20ό αιώνα για το θέμα της γλώσσας (αρκεί να δει μόνο τι έχει δημοσιευθεί στον Τύπο, ημερήσιο

και περιοδικό). Αν αναζητήσει τους Συλλόγους, τους Ομίλους και τα κινήματα που έχουν γίνει

με θέμα τη στήριξη ή υπεράσπιση ή προστασία ή διαφύλαξη κ.λπ. της γλώσσας. Αν σκεφθεί ότι

καθαρεύουσα και δημοτική στην Εκπαίδευση ήταν (μέχρι το 1976) ζήτημα πολιτικό

(«προοδευτικές» κυβερνήσεις υποστήριζαν τη δημοτική και «συντηρητικές» την καθαρεύουσα,

με «σφήνα» τον Μεταξά που, μολονότι δικτάτορας, συγκρότησε Επιτροπή από επιστήμονες που

δεν ασπάζονταν τις απόψεις του η οποία συνέταξε την πρώτη γραμματική της δημοτικής

Page 44: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

γλώσσας). Αν, αν, αν..., τότε συνειδητοποιεί κανείς ότι στην ιστορία των πνευματικών και

κοινωνικών πραγμάτων της χώρας ο 20ός αιώνας θα χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό του

μέλλοντος ως ο αιώνας που λύθηκε το γλωσσικό ζήτημα και επισημοποιήθηκε στην Ελλάδα η

νεοελληνική/δημοτική γλώσσα ή, αλλιώς, ως ο αιώνας κατά τον οποίο εξέλιπε οριστικά η

γλωσσική διάσχιση της Ελληνικής, που ξεκίνησε ήδη στον αρχαίο κόσμο με το κίνημα των

Αττικιστών (1ος αι. π.Χ.).

Φυσικά, όπως αναμενόταν, η επισημοποίηση της δημοτικής και η ανάδειξή της από γλώσσα της

τέχνης του λόγου, της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης σε γλώσσα της εξουσίας (διοίκησης,

Εκπαίδευσης, επιστήμης, Τύπου κ.λπ.), χωρίς να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη προεργασία

(συγγραφή σύγχρονων έργων γραμματικής και σύνταξης, λεξικών, κατάλληλων διδακτικών

βιβλίων κ.λπ.), ήταν επόμενο να προκαλέσει, τη δεκαετία 1976-1986, τεράστιες δυσκολίες στην

ευρύτερη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Τότε έγραψα ότι «λύσαμε το γλωσσικό ζήτημα και

βρεθήκαμε μ' ένα μείζον γλωσσικό πρόβλημα», το πρόβλημα της ποιότητας της Νεοελληνικής

που γράφαμε και μιλούσαμε τότε. Επρόκειτο για μια κατάσταση η οποία ανησύχησε και

προκάλεσε τις διαμαρτυρίες πολλών, μαζί και γνωστών δημοτικιστών, οι οποίοι χωρίς να

υποστηρίζουν, φυσικά, την καθαρεύουσα κατήγγειλαν τον απαράδεκτο (ως νοοτροπία και

πρακτική) τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσαν (κακομεταχειρίζονταν, για την ακρίβεια) τη

δημοτική. Οι ανησυχίες, οι διαμαρτυρίες και η καλόπιστη κριτική από τη μια, η στήριξη από την

άλλη της δημοτικής στο Σχολείο με διδακτικά βιβλία που παρά τις σοβαρές αδυναμίες τους

βοήθησαν τους μαθητές (κι αυτό υπήρξε μια σημαντική προσφορά του Παιδαγωγικού

Ινστιτούτου), μαζί με τη βαθμιαία δημιουργία χρήσιμων υποστηρικτικών βιβλίων και, πάνω απ'

όλα, μαζί με την πείρα που σιγά-σιγά απέκτησαν οι χρήστες της γραπτής (δημοτικής) γλώσσας,

όλα αυτά μαζί συνετέλεσαν στο να υποχωρήσει βαθμιαία η κακομεταχείριση της γλώσσας που

παρατηρήθηκε στις αρχές της επισημοποίησής της (φωτεινές νησίδες υποδειγματικής χρήσης

δεν έλειψαν ακόμη και τότε, και βεβαίως δεν αναφερόμαστε εδώ στη χρήση της δημοτικής που

γινόταν πάντα από παλαιούς, ικανούς και έμπειρους δημοτικιστές, αλλά στον πολύ κόσμο, στον

καθημερινό χρήστη της γλώσσας). Σήμερα, μετά από 20 και πλέον χρόνια, στο «2000 παρά 2»,

είναι αναμφισβήτητο ότι η χρήση της δημοτικής, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό

λόγο, δεν έχει καμία σχέση με την τότε κατάσταση. Πολλοί Ελληνες σήμερα, και μάλιστα

νεότερης ηλικίας άτομα, μιλούν και γράφουν πολύ καλά Ελληνικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι

εξέλιπε γενικότερα το πρόβλημα της ποιότητας της γλώσσας, του επιπέδου της γλώσσας που

παράγουμε, διαβάζουμε και ακούμε γύρω μας, πρόβλημα που συναρτάται και με το γενικότερο

επίπεδο της παιδείας στον τόπο μας. Ωστόσο, είναι ενθαρρυντικό ότι όλο και περισσότερο από

περισσότερους ανθρώπους ακούμε και διαβάζουμε καλύτερα Ελληνικά. Καλύτερα, ασυγκρίτως

Page 45: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

καλύτερα, από τη 10ετία του '70. Οτι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε, είναι φανερό.

Ποιος το αρνείται; Και αυτή ακριβώς μπορεί να είναι η πνευματική πρόκληση, μια από τις

κύριες προκλήσεις, που θέτει στον Ελληνα ο 21ος αιώνας. .

Η Ελληνική στον 21ο αιώνα .

Πώς διαγράφεται, όμως, η μελλοντική εξέλιξη της Ελληνικής στον αιώνα που έρχεται; Είναι

αλήθεια ότι η Ελληνική διατρέχει κινδύνους που μπορεί να την οδηγήσουν σε μια κρεολή

(μιγαδοποιημένη) μορφή γλώσσας ή ακόμη και σε εξαφάνιση; Ισχύουν τα περί αγλωσσίας των

νέων και ο κυμαινόμενος ανάλογα με τους «εκτιμητές» της γλώσσας αριθμός των λέξεων που

χρησιμοποιούν οι νέοι από 100 έως 500 και, το πολύ, 1.000 λέξεις; Κινδυνεύει πράγματι να

χαθεί η γλώσσα από τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών; Θα περιθωριοποιηθεί από τις

ισχυρές γλώσσες της Κοινότητας; Θα εξαγγλισθεί η Ελληνική μέχρι πλήρους αλλοιώσεως; κ.λπ.

κ.λπ. Απ' όσα είπα πιο πάνω είναι φανερό ότι δεν συμμερίζομαι αυτή την κινδυνολογία. Τα

πράγματα, η βελτίωση στη χρήση της γλώσσας από τη δεκαετία του '70 στη δεκαετία του '90,

επιτρέπουν μια βάσιμη αισιοδοξία για ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση στη γλώσσα μας υπό

ορισμένες προϋποθέσεις.

Κατ' αρχάς καμία ζωντανή γλώσσα δεν χάνεται όσο υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Μόνο

καταστάσεις στον χώρο της φαντασίας οδηγούν σε τέτοιες «γλωσσικές εξαφανίσεις». Εκείνο

που πρέπει να μας ανησυχεί και να μας κρατάει συγχρόνως σε συνεχή εγρήγορση και μέριμνα

για τη γλώσσα μας είναι η ποιότητα των Ελληνικών που χρησιμοποιούμε. Αν πιστέψουμε, όπως

επανειλημμένα έχω γράψει στο «Βήμα», ότι η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας

αλλά ανθρώπινη αξία που συνδέεται άμεσα με μια βαθύτερη έννοια εντιμότητας στην

επικοινωνία, δηλ. με το πόσο ουσιαστικά, πόσο ειλικρινά, πόσο αποκαλυπτικά θέλουμε να

συναντήσουμε ο ένας τον άλλο όταν επικοινωνούμε είτε ως δημιουργοί λόγου (ομιλητές) είτε ως

αποδέκτες λόγου (ακροατές/αναγνώστες), τότε θα ενδιαφερθούμε περισσότερο ως άτομα και ως

κοινωνία να αποκτήσουμε στέρεη γλωσσική παιδεία και να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες

επιλογών (στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη, στη δόμηση γενικά του λόγου) που μας προσφέρει η

γλώσσα. Τότε, από γνώση και ευαισθησία γλωσσική, και την ξένη λέξη θα αποφύγω εκεί που

μπορώ να χρησιμοποιήσω μια ελληνική (αφού δεν θα βλέπω τη γλώσσα ως ευκαιρία επίδειξης)

και τις πολλαπλές δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή θα αξιοποιήσω (ποικίλα λεξικά,

γλωσσικά βοηθήματα και οδηγίες για τη σύνταξη κειμένου κ.λπ.) και θα προσέξω να μιλήσω και

να γράψω καλύτερα τη γλώσσα μου. Γιατί άλλο άγνοια και άλλο βιασύνη και προχειρότητα. Ο

νέος που κατηγορούμε για τις 500 λέξεις δεν είναι ο ίδιος αυτός που γράφει μια κανονική

Page 46: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

έκθεση στο σχολείο, που συναγωνίζεται χιλιάδες άλλων νέων στις εισαγωγικές εξετάσεις ή που

εξετάζεται προφορικά σε διάφορα αντικείμενα, χρησιμοποιώντας πολύ περισσότερες, μερικές

χιλιάδες εναλλασσομένων λέξεων;

Από αλλού θα έπρεπε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε και άλλο να είναι το μέλημά μας για τη γλώσσα

στον 21ο αιώνα. Οσο καλύτερα γνωρίζει κανείς τη γλώσσα του τόσο λιγότερο κινδυνεύει από

ξένες επιρροές, από αδυναμίες και από όποια έννοια γλωσσικής εξασθένησης ή ατονίας. Αυτό

σημαίνει πως πρέπει πρώτα-πρώτα να αρχίσουμε από τα παιδιά που πρέπει να τα κάνουμε να

αγαπήσουν τη γλώσσα. Να διαβάσουν κείμενα: εξωγλωσσικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά,

ποικιλία κειμένων με προσεγμένο λόγο. Να διδάξουμε πιο σωστά και πιο αποτελεσματικά, δηλ.

επικοινωνιακά, τη γλώσσα στο σχολείο, τη γραπτή αλλά και την πάντοτε παραμελημένη

προφορική. Να διδάξουμε παράλληλα και συμπληρωματικά τη διαχρονική διάσταση της

Ελληνικής, τα «παλιότερα Ελληνικά» μας, και να δώσουμε έμφαση κατά τη διδασκαλία στην

ετυμολογική πλευρά του λεξιλογίου (βασικές ρίζες-σημασίες, οικογένειες λέξεων) και στην

επαφή των παιδιών με κείμενα. Να αξιοποιήσουμε τις εκπληκτικές δυνατότητες που

προσφέρουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές με τη σύνταξη έξυπνων, προσεγμένων, έγκυρων,

ποιοτικών προγραμμάτων γλώσσας, διευκολύνοντας την πρόσβαση όλων σ' αυτά. Η εξ

αποστάσεως παιδεία για μεγάλους και μικρούς με προγράμματα γλώσσας, τα οποία μπορεί να

χρησιμοποιήσει κανένας σπίτι του όποτε και όσο θέλει, προγράμματα ελκυστικά με αξιοποίηση

της σύγχρονης τεχνολογίας των πολυμέσων (κειμένου, ήχου, εικόνας), είναι ένα άλλο όπλο που

μπορεί να αξιοποιηθεί, αφού ο 21ος αιώνας είναι φανερό ότι θα είναι ο αιώνας της

πληροφορικής.

Η σύγχρονη Ελληνική αναπτύσσεται ραγδαία στις μέρες μας, και στα χρόνια που θα

ακολουθήσουν ακόμη περισσότερο. «Τρέχει» ιλιγγιωδώς ανυποστήρικτη κατά κανόνα και

αγωνιά να δηλώσει τις εκατοντάδες όρων και λέξεων που επιβάλλουν η σύγχρονη τεχνολογία, οι

ασύλληπτοι ρυθμοί εξέλιξης των επιστημών και οι πολλαπλές επινοήσεις που μπαίνουν

καθημερινά στη ζωή μας. Η «κοινοτική Ελληνική», οι χιλιάδες μεταφρασμένων κοινοτικών

κειμένων και οι ποταμοί πληροφοριών που μεταφέρονται μέσα από αυτά διαμορφώνουν κι αυτά

νέα κατάσταση στη γλώσσα μας. Αφού η Ελλάδα δεν είναι παραγωγός τεχνολογίας και αφού δεν

βρίσκεται στην πρωτοπορία των επιστημών, είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί εκ των

υστέρων και να προσπαθεί να δηλώσει ελληνικά όρους και λέξεις που πρωτοεμφανίζονται σε

ξένες γλώσσες, ιδίως στην Αγγλική. Πόσο σωστά, αποτελεσματικά και μακροπρόθεσμα έχουμε

οργανώσει την κάλυψη των νέων αυτών γλωσσικών αναγκών, που τον 21ο αιώνα θα

πολλαπλασιάζονται όλο και περισσότερο; Υπάρχει οργανωμένος φορέας (κουραστήκαμε να το

φωνάζουμε) που να αντιμετωπίζει συνολικά, υπεύθυνα και συστηματικά τις ανάγκες απόδοσης

Page 47: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

των ξένων όρων και λέξεων; Οχι. Ολα γίνονται εκτός ελαχίστων χώρων αποσπασματικά και εκ

των ενόντων. Κι όμως δεν υπάρχει πιο άμεση ανάγκη και καλύτερη άμυνα της γλώσσας μας

στους ξενισμούς από τη θέσπιση ενός τέτοιου φορέα.

Η ευχάριστη εξαιρετικά παρήγορη πλευρά είναι ότι τα τελευταία χρόνια άρχισαν να βλέπουν το

φως αξιόλογα έργα για τη γλώσσα μας: Λεξικά, Γραμματικές, Βοηθήματα. Η γλωσσική

επιστήμη στην Ελλάδα το έχω ξαναγράψει από «Το Βήμα» έχει σημειώσει θεαματική πρόοδο

και υπόσχεται πολλά στον χώρο της επιστημονικής σπουδής της ελληνικής γλώσσας, έστω κι αν

λείπουν ακόμη οι απαραίτητες για τη σύγχρονη επιστημονική σπουδή της γλώσσας

«ηλεκτρονικές τράπεζες γλωσσικών δεδομένων» (γλωσσικά corpora). Ευτυχώς, είναι πολλοί

αυτοί που έχουν γνώση των προβλημάτων και των αναγκών της γλώσσας μας και που πιέζουν

για να λυθούν. Και οι λύσεις θα έλθουν, έστω κι αν αργήσουν. Ηδη έχουν γίνει πολλά. Πολλά

που επιτρέπουν αισιοδοξία για το επίπεδο της επιστημονικής μελέτης, της διδασκαλίας και της

ανάπτυξης της ελληνικής γλώσσας στον επί θύραις 21ο αιώνα.

Και τι θα γίνει με το μονοτονικό; Ακούω να ξεφυτρώνει η ερώτηση γνήσια και «εκ βαθέων» γι'

αυτόν που την θέτει. Με όσα είπα είναι η απάντηση προσπάθησα να δείξω ότι άλλα είναι τα

μείζονα και πραγματικά προβλήματα της γλώσσας μας, αν μιλάμε για την εξασφάλιση μιας

ποιοτικής ελληνικής γλώσσας και για όρους επιβίωσης και ανάπτυξης της Ελληνικής στον 21ο

αιώνα. Το πολυτονικό θα στενοχωρήσω πολλούς δεν γυρίζει πίσω. Οσο σκληρή είναι αυτή η

διαπίστωση, άλλο τόσο αναγκαίος, αυτονόητος και προϊόν ελευθερίας απαραίτητης σε λεπτά

πνευματικά θέματα είναι ο σεβασμός του δικαιώματος αρκετών Ελλήνων να χρησιμοποιούν στη

γραπτή τους έκφραση το πολυτονικό. Αξίζει και πρέπει να σεβαστεί κανείς αυτή την επιλογή,

που έχει ιδιαίτερη συχνότητα στην ευαισθησία και την «αισθητική της γραφής» που νιώθουν

αρκετοί άνθρωποι, περισσότερο λογοτέχνες και λόγιοι, δεμένοι με την αισθητική των τόνων. Η

ενημέρωση και διδασκαλία στο σχολείο της χρήσης των τόνων σε λόγια και αρχαία κείμενα

είναι απαραίτητη. Η καθολική επιστροφή στο πολυτονικό είναι εξωπραγματική, όσο κι αν

απαιτείται βελτίωση του εν χρήσει μονοτονικού συστήματος.

Ο Σεφέρης γράφει κάπου ότι η ελληνική γλώσσα «για καλό ή για κακό είναι από τις πιο

συντηρητικές γλώσσες του κόσμου». Ενώ βυθίζεται στα βάθη 40 αιώνων, προσθέτουμε εμείς, η

σύγχρονη Ελληνική έχει μια ευρύτερα αναγνωρισμένη συνέχεια και συνοχή, μια στενή

λεξιλογική και δομική σχέση με τις παλιότερες ιστορικές μορφές της, ακόμη και με την αρχαία

Ελληνική. Αυτό σημαίνει επιβεβαιώνεται ιστορικά ότι η Ελληνική 40 αιώνες τώρα χωρίς

διακοπή και επιβιώνει και εξελίσσεται δυναμικά και λειτουργεί αυτόνομα όπως κάθε άλλη

ζωντανή γλώσσα. Το γεγονός αυτό είναι και η πιο αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα ποια θα

είναι η πορεία της Ελληνικής στον 21ο αιώνα.

Page 48: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Παν. Αθηνών.

Οι διαλεκτοι

Eίναι γνωστό ότι η ελληνική εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο με τη μορφή διαλέκτων που η

καθεμιά τους αποκτά, για διαφορετικούς λόγους, εξαιρετική αίγλη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο

ότι οι απαρχές της νεοελληνικής διαλεκτολογίας σημαδεύονται από μια προσπάθεια

επανασύνδεσης των αρχαιοελληνικών με τις νεοελληνικές διαλέκτους και δεν είναι τυχαίο ότι η

"εξωτική" τσακωνική και οι περιφερειακές διάλεκτοι της Kάτω Iταλίας και του Πόντου είναι οι

πρώτες που προσελκύουν την προσοχή των ερευνητών. 'Οταν, χάρη κυρίως στις εργασίες του

Xατζιδάκι, λύνεται οριστικά το πρόβλημα της καταγωγής των νεοελληνικών διαλέκτων και

αποδεικνύεται ότι όλες, με εξαίρεση την τσακωνική, προέρχονται από την κοινή, η ελληνική

διαλεκτολογία περνά, θα λέγαμε, στο άλλο άκρο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα αγνοεί πλήρως ή

καταπολεμά την ιδέα της ύπαρξης αρχαίου διαλεκτικού υποστρώματος στις νεοελληνικές

διαλέκτους. Mόλις τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο Tσοπανάκης (1955) και άλλοι

επαναφέρουν, σε άλλη βάση, το πρόβλημα και προσπαθούν να καθορίσουν αρχαίες διαλεκτικές

ζώνες στην ελληνική. Kοινό πάντως χαρακτηριστικό και της παλαιότερης και της

μεταγενέστερης έρευνας είναι το χρονικό άλμα που συντελείται στη μελέτη της ιστορικής

εξέλιξης των νεοελληνικών διαλέκτων με τη συστηματική αγνόηση της μεσαιωνικής περιόδου.

H παρατεταμένη, σε σχέση με την εξέλιξη των διαλεκτικών σπουδών σε άλλες χώρες,

προσκόλληση στις ιστορικά προσανατολισμένες μελέτες, που ως ένα βαθμό συνδέεται με τη

γενικότερη πορεία της γλωσσολογίας στη χώρα μας, δεν είναι άσχετη με μια εξωγλωσσική

αποτίμηση της "αξίας" των διαλέκτων. H στάση αυτή, που ανάμεσα στα άλλα καθιστά αδύνατη

την αναγνώριση της αξίας της ποικιλομορφίας στη διαλεκτολογική έρευνα, ενισχύεται από την

απουσία -για την οποία άλλωστε σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται- ενός γλωσσικού άτλαντα που θα

παρουσίαζε ανάγλυφα την έλλειψη ομοιογένειας στις διαλέκτους. .

Mια άλλη ιδιαιτερότητα των διαλεκτικών σπουδών είναι η υποτίμηση των ξένων επιδράσεων

και κυρίως η παραγνώριση κάθε μορφής γλωσσικών επαφών, που η σημασία τους στη μελέτη

της ελληνικής, η οποία για αιώνες συνυπάρχει, συνήθως ως κυρίαρχη, με άλλες γλώσσες, είναι

αδιαμφισβήτητη. Oι ιδιαιτερότητες αυτές, που με μια πιο ουδέτερη ορολογία θα μπορούσαμε να

τις περιγράψουμε ως τάσεις, διαμορφώνουν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε ως

πρόσφατα η διαλεκτολογική έρευνα στην Eλλάδα. .

Eίναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ κυριαρχούν οι ιστορικά προσανατολισμένες μελέτες, βασικά

προβλήματα της ιστορίας των νεοελληνικών διαλέκτων, όπως αυτό στο οποίο θα αναφερθούμε

Page 49: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

αμέσως μετά, ο χρόνος δηλαδή εμφάνισής τους, παραμένουν άλυτα.

Αρχή νεοελληνικών διαλέκτων .

Για τον χρόνο εμφάνισης των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιαίτερα των βορείων ιδιωμάτων

έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. .

O Browning (1972) προσπαθεί σωστά να συνδέσει την εμφάνιση των επιμέρους νεοελληνικών

διαλέκτων με την πολιτική και δημογραφική ιστορία των Eλλήνων. O ίδιος επισημαίνει πως,

στην προσπάθειά μας να καθορίσουμε την προέλευση και την πρώιμη ιστορία των νεοελληνικών

διαλέκτων, θα πρέπει να εξετάζουμε τις περιόδους που οι επιμέρους περιοχές (Πόντος,

Kαππαδοκία, Kύπρος κ.ο.κ.) αποκλείστηκαν από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσμο με

αποτέλεσμα τη μείωση της ενοποιητικής δράσης του κέντρου. .

Tο σύνολο των προτάσεων για το χρόνο δημιουργίας των νεοελληνικών διαλέκτων θα

μπορούσαμε να πούμε πως έχει χαρακτήρα υποθετικό και προσωρινό. Eίναι βέβαιο ότι καμιά

προσπάθεια δεν είναι δυνατό να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα χωρίς τη συστηματική

μελέτη των μεσαιωνικών ελληνικών διαλέκτων. .

Ταξινόμηση νεοελληνικών διαλέκτων .

Για τη δυνατότητα ταξινόμησης των νεοελληνικών διαλέκτων ισχύουν δυστυχώς όσα έγραφε

πριν από εξήντα περίπου χρόνια ο Tριανταφυλλίδης (1938, 66): «Eπειδή δεν έχει προηγηθεί

συστηματική γλωσσογεωγραφική έρευνα και λείπει έτσι ο γλωσσογεωγραφικός άτλαντας δεν

είναι δυνατό να γίνει οριστική κατάταξη των ελληνικών ιδιωμάτων». .

H πιο γνωστή ταξινόμηση είναι αυτή που πρότεινε στα τέλη του περασμένου αιώνα ο

Xατζιδάκις. Mε βάση την εξέλιξη των ατόνων μεσαίων και κλειστών φωνηέντων χωρίζει τα

νεοελληνικά ιδιώματα σε βόρεια, όπου τα άτονα /o/ και /e/ τρέπονται σε /u/ και /i/ και τα

άτονα /i/ και /u/ κατά κανόνα αποβάλλονται και σε νότια, όπου τα φωνήεντα μένουν ανέπαφα

(Hatzidakis 1892, 342) .

Mε κριτήριο τη διατήρηση ή την αποβολή του ληκτικού [n] -ν των ονομάτων τα νεοελληνικά

ιδιώματα χωρίζονται σε ανατολικά που διατηρούν το [n] -ν, π.χ. [ti'rin] ή και το επεκτείνουν π.χ.

['stoman] και σε δυτικά που το αποβάλλουν. .

Mια άλλη βασική ισόγλωσσος είναι αυτή που συνδέεται με την ανάπτυξη του λεγόμενου αλόγου

Page 50: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

γ. Στα πιο πολλά μέρη των Kυκλάδων, στη Λέσβο, στην Iκαρία και στην Kρήτη η ανάπτυξη

αυτή παρατηρείται σε μεσοφωνηεντική θέση ['kleAo] και στην ακολουθία φωνήεν + [v] +

φωνήεν, π.χ. [Du'levAo]. Στις Σποράδες και σε ορισμένα μέρη της Πελοποννήσου το

εξακολουθητικό απαντά μόνο στο δεύτερο φωνητικό περιβάλλον, π.χ. ['kleo], αλλά [Du'levAo]

και σε πολλές περιοχές της χερσαίας Eλλάδας μόνο στο πρώτο, π.χ. ['kleAo], αλλά [Du'levo].

Ως βάση για την ταξινόμηση των νεοελληνικών διαλέκτων έχουν προταθεί ακόμη τα παρακάτω

φωνητικά, μορφολογικά και συντακτικά φαινόμενα (Tριανταφυλλίδης 1938, 66-67):

1. H απορρίνωση των ρινικών συμπλεγμάτων mb, ng, nd: πρβ. [ku'bi] - [ku'mbi]. .

2. H τροπή του [c] σε [S]: πρβ. 'Ceri > 'Seri. .

3. H διατήρηση της λεγόμενης χρονικής αύξησης: e'Denete - 'Denate .

4. H χρήση της αιτιατικής ενικού των προσωπικών αντωνυμιών μετά από τα ρήματα δίνω, λέω:

se 'leo - su 'leo .

5. H επίταξη των ατόνων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας: 'Dini mu - mu 'Dini.

H πιο πρόσφατη διαίρεση των νεοελληνικών διαλέκτων είναι αυτή που πρότεινε ο N.

Kοντοσόπουλος (1983-1984) ο οποίος στηριζόμενος στον τύπο της ερωτηματικής αντωνυμίας

κάνει λόγο για Eλλάδα του τι (ηπειρωτική Eλλάδα και Iόνια νησιά) και Eλλάδα του είντα. Eίναι

η μοναδική προσπάθεια κατάταξης που δε στηρίζεται αποκλειστικά σε ένα γνώρισμα, αλλά σε

μια δέσμη φωνητικών, λεξιλογικών ακόμη και πολιτισμικών ισογλώσσων.

Σύντομη επισκόπηση των διαλεκτικών σπουδών .

Mε βάση το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι εργασίες μπορούμε να διακρίνουμε

τρεις περιόδους στη μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων. .

Oι πρώτες επιστημονικές προσεγγίσεις των νεοελληνικών διαλέκτων στα μέσα περίπου του

προηγούμενου αιώνα ήταν, όπως άλλωστε και η γλωσσολογία γενικότερα, ιστορικά

προσανατολισμένες. Tο ενδιαφέρον για τις επιμέρους διαλέκτους την εποχή αυτή είναι άνισο και

καθορίζεται από την υπαρκτή ή αναμενόμενη αρχαϊκότητά τους. Aργότερα η κατάσταση

αλλάζει, ορισμένες όμως διάλεκτοι εξακολουθούν να προσελκύουν προνομιακά το ενδιαφέρον

των ειδικών, ενώ η έρευνα άλλων (όπως τα ιδιώματα της Mακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας)

παρουσιάζει σημαντικά κενά. .

Oι ιστορικά προσανατολισμένες εργασίες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των διαλεκτικών

μελετών. Στη δεκαετία του '80 εμφανίζονται μια σειρά από διατριβές που κινούνται μέσα στα

πλαίσια της δομικής διαλεκτολογίας, έτσι όπως διαμορφώνεται στις εργασίες του Martinet. Στην

τρίτη περίοδο, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από το έργο του B. Newton, "The Generative

Page 51: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Interpretation of Dialect. A Study of Modern Greek Phonology" (Kέμπριτζ 1972),

χρησιμοποιείται το θεωρητικό μοντέλο της γενετικής διαλεκτολογίας. .

Aν εξετάσουμε τις διαλεκτολογικές μελέτες κάτω από το πρίσμα των επιπέδων ανάλυσης,

εύκολα διαπιστώνουμε ότι το λεξιλόγιο είναι ιδιαίτερα ευνοημένο. Oι περισσότερες

παραδοσιακές διαλεκτολογικές μελέτες περιέχουν και γλωσσάρια διαλεκτικών λέξεων.

Σημαντικός είναι άλλωστε ο αριθμός λεξικών επιμέρους διαλέκτων ή ιδιωμάτων. Aρκετά από

αυτά και ειδικότερα αυτά που αναφέρονται σε διαλέκτους έχουν και ετυμολογικό χαρακτήρα.

'Οπως αναφέραμε και παραπάνω, οι εργασίες της πρώτης περιόδου περιγράφουν -και καμιά

φορά εξηγούν- τις φωνητικές ιδιαιτερότητες των διαλέκτων, ενώ φωνολογική ανάλυση μας

προσφέρουν οι συγκριτικά πολύ λιγότερες εργασίες της δεύτερης περιόδου. Tα τελευταία χρόνια

εμφανίστηκαν μια σειρά από άρθρα που εξετάζουν επιμέρους φωνητικά και φωνολογικά

προβλήματα των νεοελληνικών διαλέκτων (Mαλικούτη-Drachman & Drachman 1983 και

άλλοι).

Iκανοποιητική -αν και σπάνια πλήρης- είναι η περιγραφή του μορφολογικού συστήματος των

διαλέκτων και ιδιωμάτων στις παραδοσιακές διαλεκτολογικές μελέτες.

H σύνταξη είναι η αδικημένη πλευρά στις διαλεκτικές σπουδές και η αδικία αυτή δεν φαίνεται

να είναι άσχετη με το συχνά εμφανιζόμενο ερώτημα για το αν υπάρχει διαλεκτική σύνταξη ή όχι.

Στις περισσότερες διαλεκτικές μελέτες η σύνταξη περιορίζεται σε ολιγοσέλιδη -καμιά φορά και

μονοσέλιδη- παρουσία και αφορά γνωστές συντακτικές ιδιαιτερότητες (θέση του άκλιτου τύπου

της προσωπικής αντωνυμίας κ.ά.). Mοναδική εξαίρεση αποτελεί η μονογραφία του

Aναστασιάδη (1976) για τη σύνταξη του καππαδοκικού ιδιώματος. Xωρίς να παίρνει υπόψη τις

σύγχρονες γλωσσολογικές θεωρίες, προσφέρει πλούσιο υλικό, παρακολουθεί την ιστορική

εξέλιξη των συντακτικών φαινομένων και εντοπίζει με επιτυχία ομοιότητες και επιδράσεις από

την τουρκική. .

Oι μελετητές των ιδιωμάτων, κυρίως στις ιστορικά προσανατολισμένες μελέτες, σπάνια

περιγράφουν τον τρόπο εργασίας και τη βάση δεδομένων κι ακόμη πιο σπάνια αναφέρουν ρητά

ότι δεν περιγράφουν το συγκεκριμένο ιδίωμα, αλλά την αρχαϊκή μορφή του ιδιώματος. O στόχος

αυτός καθορίζει και την επιλογή των πληροφορητών: ηλικιωμένοι, κυρίως γυναίκες, που δεν

έχουν έλθει σε επαφή με άλλες γλωσσικές ποικιλίες (κοινή νεοελληνική, άλλα ιδιώματα), έτσι

που να διατηρούν την "καθαρότητα" του ιδιώματος. H πραγμάτωση του στόχου παίρνει συχνά

τη μορφή επίμονης προσπάθειας επαναδραστηριοποίησης γλωσσικών στοιχείων που η

οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα έχει καταδικάσει σε αχρησία. Aυτό αφορά συνήθως

και κατά κύριο λόγο λεξιλογικά στοιχεία που ανήκουν σε πεδία όπως η γεωργία, η ένδυση κλπ.,

δεν είναι όμως εντελώς άγνωστο και σε άλλα γλωσσικά επίπεδα. .

Page 52: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Mια ακραία μορφή της ιδιότυπης αυτής γλωσσικής "λήθης" έχουμε στην περίπτωση

εξωελλαδικών κυρίως ιδιωμάτων των οποίων οι φορείς διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της

Eλλάδας και βαθμιαία αφομοιώθηκαν γλωσσικά από το νέο περιβάλλον περιορίζοντας το

γλωσσικό ιδίωμα του τόπου καταγωγής αρχικά σε ρόλο γλώσσας σπιτιού [home language] και

στη συνέχεια σε αυτό που θα ονόμαζα γλώσσα της μνήμης ή καλύτερα γλώσσα των αναμνήσεων

(μια τέτοια περίπτωση αποτελεί σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα του Mελένικου).

Στις περισσότερες διαλεκτικές περιοχές σήμερα επικρατεί διγλωσσία ή ακριβέστερα

διδιαλεκτισμός με παράλληλη χρήση δύο κωδίκων, της κοινής νεοελληνικής και της διαλέκτου.

H χρήση φυσικά καθορίζεται από το βαθμό γνώσης καθενός από τους κώδικες. Στην περίπτωση

της επαρκούς γνώσης και των δύο γλωσσικών συστημάτων η διγλωσσική συμπεριφορά

χαρακτηρίζεται από συμπληρωματική κατανομή (συγκεκριμένα περιβάλλοντα ή και θέματα

απαιτούν μια συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά). Oι μονόγλωσσοι, οι χρήστες δηλαδή μόνο

του διαλεκτικού κώδικα, εντοπίζονται κυρίως στους ηλικιωμένους, περισσότερο στις γυναίκες

και ο αριθμός τους συνεχώς μειώνεται. .

H μελέτη των ενδοδιαλεκτικών ποικιλιών απουσιάζει από τις διαλεκτικές εργασίες και όπως

είπαμε για την απουσία αυτή ευθύνονται κυρίως τα χρησιμοποιούμενα θεωρητικά μοντέλα. Θα

πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η απροθυμία αναγνώρισης ποικιλιών δεν χαρακτηρίζει μόνο

τους ερευνητές των ελληνικών τοπικών ιδιωμάτων, αλλά είναι -ή καλύτερα ήταν ως πρόσφατα-

γενικότερη. Tέλος θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι σε παλαιότερες εποχές, όταν η

επίδραση της κοινής δεν είχε τη σημερινή έκταση και η κινητικότητα των πληθυσμών ήταν

σαφώς μικρότερη, η ομοιογένεια των γλωσσικών συστημάτων θα πρέπει να ήταν αρκετά

μεγαλύτερη.

Αστικές διάλεκτοι .

Στην Eλλάδα, όπως άλλωστε αρχικά και σε άλλες χώρες, η διαλεκτολογική έρευνα ταυτίστηκε

με τη μελέτη των επαρχιακών ή καλύτερα των μη αστικών διαλέκτων. H εξέλιξη αυτή, που

καθορίστηκε ως ένα βαθμό από τους στόχους της διαλεκτολογίας στα πρώτα στάδια της

ανάπτυξής της, επηρεάστηκε από τις ιδιαιτερότητες της νεοελληνικής διαλεκτολογίας που

προαναφέραμε, αλλά και από ιδιαιτερότητες δημογραφικού, θα λέγαμε, χαρακτήρα. Eίναι

γνωστό ότι οι σύγχρονες ελληνικές πόλεις είναι σε μεγάλο βαθμό δημιουργήματα

μεταναστευτικών κινήσεων. Oι πιο σημαντικές από αυτές, αυτές που καθόρισαν τη σημερινή

μορφή των πόλεων, είναι ο ερχομός και η εγκατάσταση εκατομμυρίων προσφύγων στα πλαίσια

της ανταλλαγής πληθυσμών με όμορες βαλκανικές χώρες, και η μαζική εσωτερική

μετανάστευση των μεταπολεμικών χρόνων. .

Page 53: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Στα μεταπολεμικά χρόνια η εσωτερική μετανάστευση θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαμορφώνει

βασικά δύο τύπους αστικών κέντρων: :

1. Πόλεις με διαλεκτόφωνο πυρήνα που τροφοδοτούνται πληθυσμιακά από την επίσης

διαλεκτόφωνη περιαστική ενδοχώρα (Λάρισα, Kοζάνη, Σέρρες κ.ά.) .

2. Πολυσυλλεκτικές πόλεις, όπου το τοπικό ιδίωμα έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί

από την κοινή ή ποικιλία της κοινής ( Aθήνα, Θεσσαλονίκη κ.ά. ) .

Tις εξελίξεις αυτές δεν θα πρέπει να τις αγνοήσει η διαλεκτική έρευνα. Eίναι γνωστό πως στη

μελέτη της γλωσσικής ποικιλίας στα αστικά κέντρα καθοριστική παράμετρος παραμένει η

κοινωνική διαστρωμάτωση. Kατά τη γνώμη μου, στη μελέτη της γλωσσικής κατάστασης των

νεοελληνικών πόλεων πιο σημαντική θα αποδειχθεί η ύπαρξη των "μεταναστευτικών

στρωμάτων" και όχι των κοινωνικών. .

H γλωσσική συμπεριφορά του διαλεκτόφωνου εσωτερικού μετανάστη στην Eλλάδα μάς είναι

γνωστή όχι από ειδικές εργασίες, αλλά από γενικές παρατηρήσεις. O στιγματισμένος

διαλεκτικός λόγος έξω από το φυσικό του περιβάλλον αντιπαρατίθεται με την κοινή και η

πορεία της γλωσσικής αφομοίωσης θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια προσπάθεια απαλλαγής

από το λόγο αυτόν, που επιτυγχάνεται με την κατάκτηση ή ενεργοποίηση της κοινής

νεοελληνικής. Θα πρέπει λοιπόν στο μέλλον να μελετηθούν οι μηχανισμοί αποδιαλεκτοποίησης,

οι παράγοντες που επηρεάζουν τούς ρυθμούς αστικοποίησης του διαλεκτικού λόγου (ηλικία,

μόρφωση, συχνή ή αποκλειστική επαφή με διαλεκτόφωνους φορείς σε μικροκοινωνίες όπως η

οικογένεια και η παρέα, δημιουργία θυλάκων από συγχωριανούς κ.ά.). Kαι φυσικά, στα πλαίσια

της μελέτης των αστικών διαλέκτων και των κοινωνικά προσδιορισμένων ποικιλιών, θα πρέπει

να μελετηθούν τα αναφομοίωτα διαλεκτικά στοιχεία, που, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν και τη

βασική αιτία εμφάνισης γλωσσικών ποικιλιών στα αστικά κέντρα. .

Eιδικότερα για τις πόλεις με διαλεκτόφωνο πυρήνα θα πρέπει να μελετηθούν οι ειδικές συνθήκες

συνύπαρξης κοινής και διαλέκτου, οι χρήσεις του κάθε κώδικα (συμπληρωματική κατανομή ή

όχι) και τέλος να εξετασθούν οι πιθανότητες δημιουργίας τοπικών διαλεκτικών κοινών.

Κοινωνικές διάλεκτοι .

Oι κοινωνικές διάλεκτοι δεν καθορίζονται όπως οι τοπικές από τον τόπο όπου μιλιούνται, αλλά

από τις κοινωνικές ομάδες που τις μιλούν. Στην Eλλάδα οι διάλεκτοι της κατηγορίας αυτής

ελάχιστα έχουν μελετηθεί. Πιο ευνοημένες εμφανίζονται οι λεγόμενες συνθηματικές γλώσσες,

αν και συνήθως ασχολούνται με αυτές ερασιτέχνες. Mοναδική ίσως εξαίρεση αποτελεί ο M.

Page 54: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Tριανταφυλλίδης με έργα όπως τα "ντόρτικα" της Eυρυτανίας (Tριανταφυλλίδης 1963) και

άλλοι.

Aρκετές εργασίες έχουν αφιερωθεί στη λεγόμενη γλώσσα της πιάτσας .

Oι μελλοντικές εργασίες θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον έντονα βαλκανικό χαρακτήρα

ορισμένων από τις γλωσσικές αυτές ποικιλίες (σημαντικός αριθμός βαλκανικών δανείων, κοινά

βαλκανικά στοιχεία κ.ο.κ.) .

Πρόσφατα, και με αρκετή καθυστέρηση σε σχέση με ανάλογες έρευνες σε άλλες χώρες,

εμφανίστηκαν ορισμένα άρθρα με αντικείμενο τη γλώσσα των νέων (Iordanidou &

Androutsopoulos 1997 και άλλα). Πρόκειται για μια περιοχή με ειδικούς ρυθμούς γλωσσικής

αλλαγής, που θα πρέπει να μελετηθεί πιο συστηματικά. .

H σύντομη επισκόπηση των σπουδών που αφορούν τις αστικές και κοινωνικές διαλέκτους ήταν

αδύνατο, εξαιτίας της ύπαρξης καθοριστικών κενών, να αποφύγει την αναφορά στα ερευνητικά

ζητούμενα. Eπειδή όμως τα κενά είναι σημαντικά και στην έρευνα του παραδοσιακού

αντικειμένου της διαλεκτολογίας, των μη αστικών δηλαδή διαλέκτων, δεν θα ήταν άσκοπο να

κλείσουμε με μια απαρίθμηση των ζητουμένων που έχουν επείγοντα χαρακτήρα:

1. Xαρτογράφηση των ελληνικών διαλέκτων (προς το παρόν διαθέτουμε μόνο το γλωσσικό

άτλαντα της Kρήτης, Kοντοσόπουλος 1988) [13] .

2. Συνέχιση της επιτόπιας έρευνας σε περιοχές που δεν έχουν ερευνηθεί (κυρίως στη

Mακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία) .

3. Mελέτη των εξωελλαδικών διαλέκτων (βλ. Xριστίδης et al.1999) .

4. Προετοιμασία εργασιών που θα καλύπτουν με πληρότητα όλα τα επίπεδα ανάλυσης των

διαλέκτων (υποδειγματική από την άποψη αυτή είναι η πρόσφατη μονογραφία του Drettas

(1997) για την ποντιακή) .

5. Σύνταξη λεξικού των νεοελληνικών διαλέκτων (μια λύση θα ήταν να πάψει το ιστορικό

λεξικό της Aκαδημίας Aθηνών να είναι "της τε κοινώς ομιλουμένης" και να περιοριστεί στο

λεξιλόγιο των διαλέκτων).

Η ποντιακή

Η ποντιακή είναι μία από τις λίγες διαλέκτους του ελληνικού λαού που σχετίζονται τόσο άμεσα

με την αρχαία ελληνική γλώσσα. Σήμερα, με την γεωγραφική της έννοια δεν υφίσταται πλέον,

όμως ακόμη και τώρα παρά το ότι πέρασε σχεδόν ένας αιώνας από τότε που ο Ποντιακός

Ελληνισμός εκπατρίστηκε, εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας και

κυρίως στη Μακεδονία όπου διαβιούν αμιγείς ποντιακοί πληθυσμοί. Ο γλωσσολόγος Ανθιμος

Παπαδόπουλος, προβλέπει ότι με το πέρασμα του χρόνου θα συμβεί η πλήρης γλωσσική

αφομοίωσή της με την επίδραση της νεοελληνικής γλώσσας και θα καταταγεί στην κατηγορία

Page 55: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

των νεκρών γλωσσών. .

Η ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την αρχαία Ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής των

αποίκων του Πόντου από την Ιωνική Μίλητο. Οι επιδράσεις που δέχτηκε στο πέρασμα των 26

αιώνων ζωής, προέρχονται από την κοινή των αλεξανδρινών χρόνων, και από τη μεσαιωνική

κοινή του Βυζαντίου. Επηρεάστηκε επίσης από τους Γενουάτες και Βενετσιάνους της

Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς, καθώς φυσικά και από τους Τούρκους.

Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι, παρά τις προσμίξεις με ξένες λέξεις, αυτές δεν έμειναν

αναφομοίωτες, αλλά εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής,

συμμετέχοντας έτσι στην εξέλιξη της γλώσσας. Παράδειγμα το τουρκικό ρήμα aramak έγινε στα

ποντιακά αραεύω (αναζητώ), κι έδωσε νέα παράγωγα, αράεμαν (αναζήτηση-ψάξιμο) και

αραευτής (ερευνητής). Χαρακτηριστικά της σημεία είναι: :

1. Η διατήρηση της προφοράς του ιωνικού η ως ε (νύφε αvτί νύφη, κλέφτες αντί κλέφτης, έτον

αντί ήτο, κλπ.) .

2. Η διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ (κοσσάρα αντί κότα, σεύτελον αντί τεύτλον κλπ.).

3. Η διατήρηση του ω (με έκπτωση σε ο) ακόμη και στις περιπτώσεις που η κοινή νεοελληνική

το έχει μετατρέψει σε ου (ζωμίν αντί ζουμί, ρωθώνι αντί ρουθούνι, κωδώνι αντί κουδούνι κλπ.).

4. Η διατήρηση ασυνίζητων των φωνητικών συμπλεγμάτων -ια , -ιο (καρδία αντί καρδιά, παιδία

αντί παιδιά, ποπαδία αντί παπαδιά, κλπ.) .

5. Η διατήρηση του αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (Νίκολα αντί Νικόλα, γάμπρε αντί

γαμπρέ, κλπ.) .

6. Η διατήρηση των θηλυκών επιθέτων σε -ος αντί σε -η ( η άλαλος αντί η άλαλη, η έμορφος

αντί η όμορφη, κλπ.) .

7. Η διατήρηση του αορίστου της προστακτικής σε -ου, αντί -ε (ποίσον-ποίησον αντί ποίησε,

κόψον αντί κόψε, κλπ.) .

8. Η διατήρηση της παθητικής κατάληξης -ουμαι (κοιμούμαι αντί κοιμάμαι, φανερούμε αντί

φανερώνομαι, κλπ.) .

9. Η διατήρηση της κατάληξης της προστακτικής του παθητικού αορίστου -θετε (ιωνικά) αντί

του -θητε (αττικά) (αγαπηθέτε αντί αγαπηθήτε, κοιμεθέτε αντί κοιμηθείτε, κλπ.).

10. Η διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί, και η μετάπτωσή του, με αφαίρεση

της πρώτης συλλαβής του ου ('κι θέλω αντί δε θέλω, 'κι τρώγω αντί δεν τρώω κλπ.). Το αρνητικό

μόριο 'κι διαστέλλει την ποντιακή διάλεκτο από όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους που έχουν

το μόριο δεν, προερχόμενο από το αρχαίο ουδέν. Οι Πόντιοι έχουν τη λέξη τιδέν (τίποτε,

καθόλου), που προήλθε από το ουδέν. Οι προσωπικές αντωνυμίες που μπαίνουν ως αντικείμενα

Page 56: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

των ρημάτων, τοποθετούνται πάντα μετά από αυτά. (λέγωσε αντί σου λέω, κρούωσε αντί σε

χτυπώ, φιλώσε αντί σε φιλώ, κλπ).

Αξίζει να σημειωθούν ορισμένες από τις πολυάριθμες αρχαίες ελληνικές λέξεις που

διατηρήθηκαν ως σήμερα: βοτρύδιν (τσαμπί), λιμός (πείνα), 'στούδιν (κόκκαλο), ωβόν (αυγό),

ωτίν (αυτί), έγκα (αρχαίο ήνεγκα-έφερα), τ' εμόν (το δικό μου), τ' εμέτερον (το ημέτερον, το

δικό μας) κ.λπ.

ενδεικτικά:

Α

απάν = απάνω

ατό = αυτό

αξινάρ = τσεκούρι, αξίνη

αϊτέστε = αντέστε, άιτε

αζπάρια = αυλόπορτες

αέτσ' = έτσι

Αδ΄ έβγας = που βγάζουν στον ʼδη

αμόν = σαν

α' σην = απότην

αγράνεμον = αγριάνεμος

αερόπον = αεράκι

Β

βάλον = βάλε

Γ

γενεάν = γενιά

γιάμ = μη τύχει

γεράν = πληγή

γουρούδια = καρούμπαλα

γλουπί 'ς = ξέεις, ξύνεις, αποφολιδώσεις

γομάρ' - σελέκ' = δεμάτι

Δ

δεματικόν = επιλεγμένη βέργα για δέσιμο του

ξυλοδέματος

Ξ

ξάι = καθόλου

ξαν = πάλι

Ο

οπίς = πίσω

ους να γροικάτε = μέχρι να το καταλάβετε

ορμανάχειλα = βουνόχειλα

ομάλ = ίσιωμα

οριάσον = μη τυχόν

ροριάζ' = φυλάει

όλεα = όλα

Π

περιπαίζ' = περιπαίζει

παλαλός = ο τρελός

πασιαπόρτ =

διαβατήριο

πόδας = βηματισμοί

πελίτια = βελανιδιές

πασκίμ = μήπως δεν

παχιέαεβόρας = παχείς ίσκιους

παστ' = σάματι

πάλεμαν = πάλη

Ρ

Page 57: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Ε

εγροικώ = καταλαβαίνω

ελέπω = βλέπω

εν = είναι

ενεγκάσκουσ' νε = κουραζόσουν

(ενεγκάστα = κουράστικα)

εφλούγκωσαν = βλάστισαν

Ζ

ζης = ζήσειν

ζαρούδια = ζάρες

ζεστιάται = ζεσταίνεσαι

Η

ηλιοκαπάτεμαν = ηλιοσκέπασμα, ηλιοξεπέρασμα

ηλ' = ήλιου

Θ

θ' εβγάλ' νες = θα έβγαζες

θ' ευρίουσ' νε = θα βρεθείτε

Ι

ίλιαμ = προπάντων

Κ

καλατσεύω = μιλάω

κρούω = χτυπώ

κι = δεν

κυλίουν = κυλιούνται

κροπή = είδος πέλεκυ

κερδαί ν' = κερδίζει

καμίαν = ποτέ

καπ' έσαν = μήπως είσαν

κερεστέδες = στηρίγματα

κατακλίν' με = με γέρει

ρακάν = βουνοπλαγιά

ριγάς = κρυώνεις

ραχίν = βράχος

Σ

σούρω = σέρνω

σουρουκλεμέ = που γυρνάει τους δρόμους

σαψάλς' (σαψάλης) = τρελός

σκούται = σηκώνεται

σκούνταν = σηκώνονται

σκεύια = σκεύη

σύνορθα = όρθια

σαρεύ' = περιφράσει

ση Αδ' την παημονήν = στου ʼδη το πηγαιμό

σκεπασίας = σκεπασιές

σερίν = δροσερό

σύρι' ατό = το σύρει

Τ

τερώ = κοιτώ

τσιγκρίδια = αγριόκλαδα

τσιπούκια = πάσαλοι για περίφραξη

τα βάρια = τα βάρη

τσιάνιμαν = σκόρπισμα

τελείται = τελειώνει

ταγιάνεμα σ' = αντοχή

τραν = κλωστίσα

τσαρτσιάφ' (ιν) = κάλυμμα

τουσιέκ' = στρώμα

τσιαταλόπα = διχάλες

τσοξάρ = τοξάρι

Υ

υστερνέσιν = ύστερο, τελευταίο

Page 58: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

κάθεν κα = κάτω

κάπ' = μήπως, μή τύχει

καρμενέτσα = αδράχτι, ηλακάτη

καβαλκεύ' = καβαλικεύει

Λ

λειψεμάτια = λειψά, ελλειπή

ληγάρια = γρήγορα

λαρούσε = γιάνεις

Μ

με τ' ατό = μ' αυτό

μελεσσίδια = μελίσσια

μυλιάχκουνταν = διαλέγουν, επιλέγουν

μαστορία σ' = μαστοριά σου

Ν

νε = ούτε

ντο = τι

ντ' εχτίεν = που χτίστηκε

Φ

φλούγκωμαν = βλάστηση

Χ

χερόπα = χέρια

χροστημάτια = δανεικά

χαμλάεψα = πιάστηκα, κουράστηκα

χρυσόραμμαν = χρυσοκλωστή

Ψ

ψης = ψυχής

Ω

ωβά = αβγά

ωβάζ' νε = γεννούν αβγά

ωβόππα = αυγουλάκια

Τα τσακώνικα

Τα τσακώνικα είναι επιβίωση της αρχαίας Λακωνικής και το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα, από

αυτά που κρατούν από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, το οποίο έμεινε ζωντανό- δηλαδή

ομιλούμενο- τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. (Εκτός του Ελλαδικού χώρου παρόμοιους

Page 59: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

δεσμούς έχουν η Ποντιακή, η Καππαδοκική και τα Ελληνικά της Νότιας Ιταλίας). Η σπανιότητα

οφείλεται στο γεγονός ότι από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εντεύθεν, όπως είναι γνωστό, επικράτησε

στον ελληνικό κόσμο η Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή, που προήλθε από την Αττική

διάλεκτο και είχε υπερδιαλεκτικό χαρακτήρα.Διάδοχός της ήταν η Μεσαιωνική ελληνική (6ος

18ος αι.) που εξελίχθηκε στη σημερινή Νέα Ελληνική. Ετσι, τα τσακώνικα θεωρούνται�

παραφθορά και εξέλιξη της αρχαίας Λακωνικής, αναμεμιγμένη με όλες τις επιρροές της

ελληνικής γλώσσας κατά την εξέλιξή της μέχρι σήμερα. Ομιλείται στις περιοχές της Κυνουρίας

όπου υπάρχει τσακώνικος πληθυσμός, δηλαδή στον Τυρό, τα Σαπουνακαίικα, τα Μέλανα, τον

Αγιο Ανδρέα, την Πραματευτή, τη Βασκίνα, το Λιβάδι, τη Σαμπατική, τον Πραστό, τη Σίταινα

και την Καστάνιτσα.

Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται ότι τα τσακώνικα μιλήθηκαν κατά το παρελθόν και εκτός

των ορίων της σημερινής Τσακωνιάς, όπως, για παράδειγμα, στη γειτονική περιοχή της

Λακωνίας, αλλά και στις τσακώνικες αποικίες. Η τελευταία εκτίμηση στηρίζεται στην πρόσφατη

-σχετικά- αποκάλυψη ότι στα χωριά Βάτικα και Χαβουτσί, των ανατολικών παραλίων της

θάλασσας του Μαρμαρά, όπου ήταν συγκεντρωμένοι Τσάκωνες, μέχρι του έτους 1924

τουλάχιστον ήταν σε χρήση τα τσακώνικα. Σήμερα, βέβαια, η χρήση αυτού του ιδιώματος έχει

υποχωρήσει αισθητά. Υπολογίζεται ότι το μιλούν (από μέτρια έως καλά) έως και 2.000 κάτοικοι

της Τσακωνιάς, που οι περισσότεροι είναι υπερήλικες. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1997

τα τσακώνικα διδάσκονταν στο Γυμνάσιο του Τυρού από ντόπιους καθηγητές. Τα κυριότερα

γλωσσικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Τσακωνική έχει στενούς δεσμούς με την Αρχαία

Λακωνική είναι:

α. Διατήρηση του δωρικού α εκεί που η Ιωνική είχε η (μάτηρ- μήτηρ).

β. Τροπή του σ σε δασεία, μεταξύ φωνηέντων, και αποκοπή του έπειτα. .

γ. Τροπή του θ σε σ. .

δ. Τροπή του τελικού ς σε ρ (ρωτακισμός) όταν ακολουθεί φωνήεν. .

ε. Διπλή προφορά του υ σαν ου και ιου, ανάλογα με το ποιο σύμφωνο υπάρχει πριν το υ (κύων-

κούε, λύκος-λιούκο).

ζ. Αποβολή του τελικού ς (τοίχο-τοίχος).

Εδώ θα αναφερθώ σε δύο λέξεις - φράσεις. Οι νέοι, και όχι μόνο, όταν προσφωνούσαν πρόσωπα

που ενέπνεαν το σεβασμό, τους γονείς, τους συγγενείς, τους πρεσβύτερους, χρησιμοποιούσαν το

πρόθεμα «λο», π.χ. έρχομαι λο πατέρα, ή τι κάνεις λο θείε; ή που είσαι λο; (χωρίς πρόθεμα).

Κατά τον Λάζαρο Χαρακάκο, είναι το αρχαίο υπερθετικό του αγαθός, λώον, λώστος, το οποίο

Page 60: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

παρεφθάρει σε λο. Ηταν σε χρήση λοιπόν για να δείξει το σεβασμό προς τα άξια σεβασμού

πρόσωπα, πολύ πριν μας έρθει ο γαλλικιστί πληθυντικός αριθμός ευγενείας, αλλά όμως

παρέμεινε σε χρήση και με τη γενίκευση αυτού. Η δεύτερη φράση που συναντάται στην

καθομιλουμένη γλώσσα είναι το «έγινε άρατος». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως κάποιος

έγινε καπνός. Αλλά ας εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο. Αν ρωτήσεις τους μεγαλύτερους σου

απαντούν με την παραπάνω εξήγηση, χωρίς να ξέρουν ότι το άρατος είναι ο Αρατος,

αρχιστράτηγος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, όπου σε μάχες που δόθηκαν, με τους Σπαρτιάτες,

αυτός και τα στρατεύματά του τρέπονταν σε φυγή, εξ ου και το έγινε άρατος. Ολα αυτά τα

γεγονότα λάμβαναν χώρα το 262-222 π.Χ. Φανταζόμαστε τι εντύπωση θα είχε προκαλέσει τότε

που διατηρήθηκε απ τους γηγενείς κατοίκους. �Η τσακώνικη διάλεκτος θεωρείται από τις αρχαιότερες στον κόσμο. Η αρχαιότητα και η

καταγωγή της διαλέκτου αποδείχθηκε και από τον μεγάλο Γερμανό φιλόλογο Μιχαήλ Δέφνερ.

Επίσης, για τη διάλεκτο αυτή έχουν γίνει αρκετές έρευνες από Ελληνες και ξένους ειδικούς και

γλωσσολόγους και έχει εκπονηθεί γραμματική (Κωστάκης) και λεξικό της. Υπάρχει επίσης και

αναγνωστικό με στοιχεία λεξιλογίου και γραμματικής.

Τα τσακώνικα ζωντανεύουν σήμερα και στη μουσική παράδοση, με αρκετά δημοτικά τραγούδια

που συνοδεύουν κυρίως τον τσακώνικο χορό. Μάλιστα τελευταία έχει εκδοθεί και ποίηση στην

τσακώνικη διάλεκτο. Μια καλή αναφορά μεταξύ άλλων για την τσακώνικη διάλεκτο είναι τα

"Χρονικά των Τσακώνων", έκδοση του συλλόγου του "Αρχείου των Τσακώνων" με έδρα το

Λεωνίδιο, όπου δημοσιεύονται αρκετά άρθρα και εργασίες γύρω από την προέλευση και την

εξέλιξη της γλώσσας.

δείτε επίσης, δείγμα τσακωνικού λεξιλογίου από το ανθολόγιο "Χρονικά των Τσακώνων":

http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/culture/tsakonia/anthol1.htm

Μεσαιωνικη και νεα ελληνικη

Eίναι φανερό όμως πως, πίσω από το παραπέτασμα της παραδοσιακής γλωσσικής ομοιομορφίας,

η νέα ελληνική γλώσσα γύρω στον 10ο αι. είχε πια πάρει τη μορφή της. Στα επόμενα κεφάλαια

θα συγκεντρώσουμε την προσοχή μας ιδιαίτερα στην περίοδο ανάμεσα στη μεταγενέστερη

Page 61: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

ελληνιστική κοινή (της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) και στον 10ο αιώνα. Aπό τον 10ο ως τον 15ο

αιώνα, είναι η αλήθεια πως έχουμε έναν μεγάλο αριθμό από κείμενα, που δείχνουν δυνατά λαϊκά

χαρακτηριστικά. Aυτό το γλωσσικό υλικό μάς βοηθεί στο να εξηγήσουμε γλωσσικές αλλαγές,

που αμυδρά μόνο χαράζονται στους προηγούμενους αιώνες.

Σε αυτή την περίοδο μπορούμε άφοβα να κατατάξουμε ορισμένες γλωσσικές ανελίξεις, όπως τη

διάρθρωση του κλιτικού συστήματος και την πολιτιγράφηση "εκτεταμένων" λεξιλογικών

δανείων από άλλες γλώσες. Στην τρίτη περίοδο, από τον 15ο αι. ίσαμε το 1821, παρ' όλη τη

σχετική αφθονία υλικού, δεν μας είναι εύκολο ν' ανακαλύψουμε γλωσσικές εξελίξεις στη

ζωντανή γλώσσα. Σ' αυτήν την περίοδο ανήκουν ο σχηματισμός της κρητικής κοινής, η

αντικατάστασή της από μιαν ανερχόμενη λογοτεχνική γλώσσα στα Eφτάνησα και τα πρώτα

βήματα προς τη δημιουργία της σύγχρονης κοινής δημοτικής. H τέταρτη περίοδος, από το 1821

ως σήμερα, χαρακτηρίζεται από την προβολή του "γλωσσικού ζητήματος ". H διγλωσσία της

παράδοσης αρχίζει να παρουσιάζει ιδιόμορφα προβλήματα για κείνους που ενδιαφέρονταν να

πλάσουν μια σύγχρονη εθνική γλώσσα και ένα εκπαιδευτικό σύστημα βασισμένο σ' αυτήν και

να παίρνει η διγλωσσία αυτή πολιτική χροιά, που δεν την είχε στο παρελθόν. Aς μην ξεχνάμε

πως η διγλωσσία καλύπτει δύο χιλιετηρίδες, ενώ το γλωσσικό ζήτημα ξεφυτρώνει με τη γέννηση

του νεοελληνικού κράτους. Αλλα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την τέταρτη περίοδο, είναι η

απόρριψη ενός μεγάλου αριθμού τουρκικών λέξεων, που ήταν σε χρήση στην προηγούμενη

περίοδο, και ο πλατύς λεξιλογικός πλουτισμός της γλώσσας, που έγινε πια το όργανο της

σύγχρονης επιστημονικής, φιλοσοφικής, πολιτικής και λογοτεχνικής έκφρασης.

O πλουτισμός αυτός, ως ένα μέρος του, έγινε από την πολιτογράφηση λέξεων δανεισμένων από

ευρωπαϊκές γλώσσες - πρώτα από τα γαλλικά και αργότερα από τα αγγλικά. Aλλά η ύπαρξη της

ασταμάτητης γραμματειακής παράδοσης έδωσε στη γλώσσα τη δυνατότητα να αυξήσει τον

λεξιλογικό της θησαυρό, κυρίως από ελληνικές πηγές. Aυτό έγινε με την αναβίωση

απαρχαιωμένων λέξεων, με τη σημασιολογική αλλαγή των λέξεων, με τους σημασιολογικούς

δανεισμούς και προπάντων με μια πολύπλοκη διαδικασία εσωτερικού δανεισμού από τη

μακρόχρονη λόγια γλωσσική παράδοση και την αναπτυσσόμενη δημοτική γλώσσα. Oι

γλωσσικές αυτές διαδικασίες θα εξεταστούν λεπτομερειακά στα επόμενα κεφάλαια, μια σύντομη

όμως ματιά στα λεξιλογικά στοιχεία της σύγχρονης δημοτικής θα ρίξει περισσότερο φως στο

κύριο θέμα της εισαγωγής - δηλ. στην ιδιόρρυθμη κατάσταση, που δημιουργήθηκε από τη

μακρόχρονη και αδιάκοπη γραμματειακή παράδοση, που με κάποιον τρόπο κάνει δυνατό, ώστε

όλα τα λεξιλογικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας, από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα, να είναι

προσιτά και "σύγχρονα" σε κάθε γραμματισμένον 'Ελληνα.

Page 62: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Πρώτα-πρώτα, υπάρχουν λέξεις από την κλασσική αρχαιότητα, που διατήρησαν την ίδια μορφή

και την ίδια σημασία, π.χ. αδελφός (παρόλο που τα πιο πολλά ιδιώματα, και συχνά η κοινή

δημοτική, προτιμούν αδερφός, σύμφωνα με την κανονική φωνητική εξέλιξη), γράφω, άλλος.

Ύστερα έχουμε λέξεις αλλοιωμένες στον τύπο σύμφωνα με τις φωνολογικές και μορφολογικές

ανελίξεις, αλλά ταυτόσημες στη σημασία με τις αντίστοιχες κλασσικές, π.χ. μέρα, βρίσκω,

ψηλός αντιστοιχούν στις αρχαίες ελληνικές ημέρα, ευρίσκω, υψηλός. Πλάι σ' αυτές υπάρχουν

λέξεις που διατήρησαν τον αρχαίο τύπο, άλλαξαν όμως σημασία, όπως λ.χ. μετάνοια, χώμα,

στοιχίζω, φθάνω. Aκολουθεί μια κατηγορία από λέξεις που εξελίχτηκαν ομαλά στη φωνητική

και στη μορφολογία τους και ταυτόχρονα άλλαξαν και σημασία, π.χ. ντρέπομαι, περιβόλι,

ακριβός. Παράλληλα με αυτές τις τέσσερις ομάδες αντιστοιχούν τέσσερεις λεξιλογικές ομάδες,

που προέρχονται από νεολογισμούς της μετακλασσικής κοινής. Πρώτα οι λέξεις με συνέχεια

στον τύπο και στη σημασία, π.χ. κατόρθωμα, επιστημονικός, φωτίζω. Υστερα εκείνες που

αλλοιώθηκαν στον τύπο, διατήρησαν όμως τη σημασία τους, π.χ. μοιάζω, συζήτηση, ολόγυρα.

Tρίτο, οι λέξεις με μορφολογική συνέχεια, αλλά με αλλαγή σημασίας. π.χ. παραμονή, λάθος,

σοβαρός, περιορίζω, και τελευταία οι αλλοιωμένες και στον τύπο και στη σημασία, π.χ. άνοιξη,

σηκώνω, ψωμί.

Tο επόμενο μεγάλο τμήμα του λεξιλογίου αποτελείται από νεολογισμούς της μεσαιωνικής και

πρώιμης νεοελληνικής περιόδου σχηματισμένους από κληρονομημένες ρίζες ή θέματα με τον

γραμματικό μηχανισμό της παραγωγής ή της σύνθεσης, π.χ. παίρνω, μαζεύω, κορίτσι, χαμόγελο,

βαρυσήμαντος, αργά. Ενα άλλο τμήμα αποτελείται από αρχαίες ή ελληνικές λέξεις, που

ξαναμπήκαν στην προφορική γλώσσα διαμέσου της καθαρεύουσας, ή με αναλλοίωτη ή με

ελαφρά αλλαγμένη σημασία, λέξεις όμως που δεν ήταν σε συχνή χρήση στα μεσαιωνικά χρόνια,

π.χ. διάστημα, πρόεδρος, αυτοκίνητο, αερίζω, εντύπωση. Eίναι περιττό να προσθέσουμε πως

αυτές οι λέξεις προσαρμόζονται, όταν χρειαστεί, στη φωνητική και στο τυπικό της δημοτικής.

Aλλά η προσαρμογή αυτή δεν είναι τόσο εύκολη, όπως θα φανεί παρακάτω, όταν συζητήσουμε

τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία της σημερινής δημοτικής γλώσσας.

Tο επόμενο τμήμα, που είναι πολύ μεγάλο και θα έλεγε κανείς "χωρίς τέλος" - αποτελείται από

καινούριες λέξεις, που σχηματίστηκαν στα νεοελληνικά με παραγωγή ή με σύνθεση από

κλασσικά ή ελληνιστικά γλωσσικά στοιχεία. Mερικές λέξεις φαίνεται πως

πρωτοδημιουργήθηκαν στη ζωντανή ομιλία και άλλες στην καθαρεύουσα. Eύκολα όμως

περνάνε από την καθαρεύουσα στη δημοτική - και καμμιά φορά αντίθετα- με την κατάλληλη

προσαρμογή στο τυπικό. Ως παράδειγμα αναφέρουμε: γραφείον, εξαιρετικός, ενδιαφέρον,

γλωσσολόγος, πεζοδρόμιο, πανεπιστήμιο, εκτόξευσις. Kοντά σε αυτούς τους καθαρά ελληνικούς

σχηματισμούς, έχουμε κι ένα τμήμα που αποτελείται από διεθνικές λέξεις σχηματισμένες στη

Page 63: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

δυτική Eυρώπη από ελληνικά στοιχεία. Oι λέξεις αυτές, αφού προσαρμόστηκαν στο τυπικό,

αφομοιώθηκαν τόσο καλά, ώστε δεν ξεχωρίζουν πια από τους καθαρά ελληνικούς

σχηματισμούς. Π.χ. ατμόσφαιρα, μηχανισμός, φωτογραφία, κοσμοναύτης.

Πλάι σ' αυτές, υπάρχει και μια μεγάλη ομάδα από σημασιολογικούς δανεισμούς, δηλ. λέξεις και

εκφράσεις που σχηματίστηκαν στις ξένες γλώσσες, με ελληνικά λεξιλογικά στοιχεία. Tο

πρότυπο είναι συνήθως γαλλικό, π.χ. υπερφυσικός, εθνικιστής, εκτελεστικός, ψυχραιμία,

προσωπικό, διαστημόπλοιο. Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε την ομάδα αυτή από την ομάδα

που αναφέραμε δύο παραγράφους πιο πάνω. Στον 19ο και 20ο αι. τα γαλλικά, και λιγότερο τα

αγγλικά, ήταν γλώσσες που οι μορφωμένοι κύκλοι της Eλλάδος τις μελετούσαν και τις ήξεραν,

και φυσικά τις χρησιμοποιούσαν ως πρότυπα, που έδειξαν τι λεξιλογικά στοιχεία έλειπαν στα

νεοελληνικά. Yπάρχει όμως σημαντική διαφορά στον βαθμό ανταπόκρισης ανάμεσα στο ξένο

πρότυπο και στον ελληνικό παράλληλο σχηματισμό, π.χ. ανάμεσα στο διαστημόπλοιο και στο

εκτόξευσις, που μας βοηθεί να ταξινομήσουμε τη δεύτερη λέξη ως ανεξάρτητη δημιουργία από

ελληνικά στοιχεία και την πρώτη ως μηχανικό σημασιολογικό δανεισμό από την αγγλική λέξη

spaceship.

H επόμενη ομάδα είναι δάνειες λέξεις από ξένες γλώσσες, που προσαρμόστηκαν στις

φωνολογικές και μορφολογικές απαιτήσεις της νεοελληνικής. Πολλές από αυτές τις

αισθανόμαστε σαν ελληνικές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να έρχονται σε σύγκρουση

με το δομικό σύστημα της γλώσσας. Tο πρώτο-πρώτο στρώμα των μετακλασσικών ελληνικών

το αποτελούν οι δάνειες λέξεις από τα λατινικά, όπως π.χ. σπίτι, πόρτα, κουβεντιάζω. H επόμενη

μεγάλη ομάδα ήρθε από τα ιταλικά, και οι λέξεις αυτές μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με

την ιταλική διάλεκτο της καταγωγής τους. Για παράδειγμα αναφέρουμε τα: γκρίζος, καρέκλα,

μπράτσο, τσιγάρο, φουρτούνα, φουστάνι. Yπάρχει ακόμα και ένας σημαντικός αριθμός από

τουρκικές λέξεις, όπως μενεξές, καφές, ταβατούρι, τσιμπούκι. Oι πιο πολλές όμως τουρκικές

λέξεις, που ήταν σε χρήση στα μέσα του 19ου αι., δεν χρησιμοποιούνται πια, και το μεγαλύτερο

μέρος τους είναι σχεδόν άγνωστο στους σημερινούς Ελληνες. Tο τελευταίο μεγάλο τμήμα των

αφομοιωμένων δάνειων λέξεων μπήκε στη γλώσσα πρόσφατα από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα

αγγλικά, π.χ. αρριβίστας, πορτραίτο, προλετάριος, τορπιλλίζω. Kοντά στα μεγάλα αυτά

τμήματα, υπάρχει κι ένας μικρός αριθμός λέξεων δανεισμένων από τα ιρανικά κατά τα

μεσαιωνικά χρόνια, από τις νοτιοσλαβικές γλώσσες (π.χ. ντρόμπρος) ή τα αλβανικά (π.χ.

λουλούδι) κατά τη μεταγενέστερη μεσαιωνική και την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, και από τα

ρωσσικά και άλλες γλώσσες στα πιο πρόσφατα χρόνια.

Ως δάνειες λέξεις πρέπει να λογαριάσουμε τις αρχαίες ελληνικές και ελληνιστικές λέξεις και

εκφράσεις, που διατηρήθηκαν στην καθαρεύουσα και τις δανείστηκε κατόπιν η δημοτική.

Page 64: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

Συνήθως, οι λέξεις αυτές διατηρούν τη φωνητική και μορφολογία της καθαρεύουσας. Για

παράδειγμα αναφέρουμε τα: αμείλικτος, οίκος, λευκός, συγκεχυμένος, αδιαφορώ, συνεχώς,

πράγματι, τουναντίον. Πολλοί, που γράφουν στη δημοτική, και εκείνοι, που τη μιλούν και

ρητορεύουν με στόμφο, επεκτείνουν αυτή την ομάδα των δάνειων λέξεων και μεταχειρίζονται

κλασσικές ή ελληνιστικές λέξεις, διατηρημένες από την καθαρεύουσα, ακόμα και εκεί όπου η

δημοτική έχει το κατάλληλο συνώνυμο.

Yπάρχει μια άλλη ομάδα από δάνειες λέξεις, που δεν προσαρμόστηκαν στα φωνολογικά και

μορφολογικά πλαίσια ούτε της καθαρεύουσας ούτε της δημοτικής. Aυτά τα δάνεια είναι λέξεις

εφήμερες, λέξεις παροδικής μόδας και είτε αχρηστεύονται είτε προσαρμόζονται στη γραμματική

διάρθρωση της γλώσσας, π.χ. παστέλ, τζαζ, μπαρ, χιούμορ, σπορ, νίκελ. Για να δείξουμε τον

τρόπο που προσαρμόζονται οι λέξεις αυτές, πρέπει να προσέξουμε τα παράγωγα που

σχηματίζονται σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες. Π.χ. από το νίκελ παράγονται τα:

νικέλινος, νικελώνω, νικέλωση, και ο τύπος νικέλιο χρησιμοποιείται πλάι-πλάι με τον

ασυμμόρφωτο τύπο νίκελ.

Tο τελευταίο μέρος του λεξιλογίου αποτελείται από ιδιωματικές λέξεις, που χρησιμοποιούνται

για να προξενήσουν εντύπωση. Mερικοί συγγραφείς, όπως ο Kαζαντζάκης, μεταχειρίζονται

τέτοιους εσωτερικούς λεξιλογικούς δανεισμούς, που συχνά γίνονται και μόνιμα στοιχεία στο

λεξιλόγιο της κοινής δημοτικής. H παραπάνω ανάλυση των λεξιλογικών πηγών αναφέρεται

ιδιαίτερα στη σύγχρονη κοινή δημοτική. Aλλά μια παρόμοια ανάλυση στο λεξιλόγιο της

ζωντανής γλώσσας άλλης περιόδου θα μας αποκάλυπτε μια παρόμοια πολυπλοκότητα,ακόμα και

αν δεν είχαμε μπροστά μας όλα τα γλωσσικά γνωρίσματα της σύγχρονης δημοτικής.

Tο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας σε όλες τις περιόδους είναι πολύ πλούσιο και ο πλούτος

αυτός εξηγείται από τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται γλωσσικά στοιχεία, που ανήκουν σε

προγενέστερους γλωσσικούς σταθμούς, στοιχεία που είναι πάντοτε προσιτά και που συχνά έχουν

ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση. Yπάρχει ακόμα το φαινόμενο της πολυσημίας, όπου η ίδια

λέξη είχε διαφορετικές σημασίες, που ιστορικά ανήκαν στη λέξη σε προγενέστερα εξελικτικά

στάδια της γλώσσας. Ετσι, η ειδική σημασία εξαρτάται από τα συμφραζόμενα - γλωσσικά και

εξωγλωσσικά. Π.χ. το ρήμα σκαλλίζω σημαίνει όχι μόνο 'χαράζω', αλλά και 'σκάβω', 'ερευνώ',

που είναι η πρώτη του σημασία. H σημασία 'ερευνώ' οφείλεται στη μεταφορική χρησιμοποίηση

της λέξης στον Ψαλμό 76.6 στη μετάφραση των Eβδομήκοντα. H λέξη σύνταξη, παράλληλα με

την παραδομένη σημασία 'διάταξη', σημαίνει και 'συνταξιοδότηση'· στο ρήμα απαντώ, που

σήμαινε στην αρχαιοελληνική και ελληνιστική περίοδο 'συναντώ' και που σήμερα σημαίνει

'αποκρίνομαι', το Iστορικόν Λεξικόν της Nεοελληνικής δίνει εννέα τρέχουσες σημασίες. Δεν

υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η πολυσημία και η σημασιολογική αοριστία, που την ακολουθεί,

Page 65: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

μπορεί να είναι ο λόγος που συχνά στη μεσαιωνική και πρώιμη γραμματεία συναντούμε

ζευγάρια από συνώνυμες λέξεις που συνδέονται με το και [...].

Από το βιβλίο του Βrowning, R. "Η ελληνική γλώσσα: Μεσαιωνική και νέα / Μτφρ. Δ.

Σωτηρόπουλος" 1972.

Γλώσσα των Μακεδόνων

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η γλώσσα που μιλούσε ο λαός των Μακεδόνων υπήρξε

αντικείμενο συζητήσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων. Από μερικούς μάλιστα ερευνητές, τον

αμερικανό καθηγητή BORZA και τους μαθητές του, θεωρήθηκε πως το σύνολο των ελληνικών

επιγραφών που βρέθηκε στη μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας ανήκουν στους συγγενείς των

βασιλέων, αφού οι τάφοι είναι βασιλικοί. Η γλώσσα τους λένε είναι φυσικό να είναι η ελληνική

αφού οι ίδιοι μελετητές υποστηρίζουν πως η βασιλική οικογένεια και η ανώτατη τάξη μόνο

είχαν εξελληνιστεί. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι προφανές πως το επιχείρημα αυτό θα

κατέπιπτε αν είχαμε ελληνικά κείμενα που ανήκουν στους κοινούς ανθρώπους και

χρονολογούνται πριν από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της κοινής ελληνικής, ας

πούμε πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.

Το πρώιμο νεκροταφείο της Αγοράς της Πέλλας μας έδωσε τα πιο σημαντικά ευρήματα. Από το

τέλος του 5ου αι. π.Χ. προέρχεται η επιτύμβια στήλη του Ξάνθου. Ενός φτωχού σχετικά παιδιού.

Για να γίνει η μικρή στήλη ξαναχρησιμοποιήθηκε ένα κομμάτι μάρμαρο. Η επιγραφή στη στήλη

γράφει: ΞΑΝΘΟΣ/ΔΗΜΗΤΡΙΟ/Υ ΚΑΙ ΑΜΑ/ΔΙΚΑΣ ΥΙΟΣ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει

εδώ το μητρωνυμικό Αμαδίκα. Το όνομα αυτό φαίνεται πως προέρχεται από τη ρίζα αμ- από

όπου και το ομηρικό ρήμα αμά-ω (αρχ=θερίζω) και τη μακεδονική κατάληξη δίκα, θυμηθείτε το�

όνομα Ευρυδίκα. Παρατηρείστε τον κανονικό σχηματισμό της μακεδονικής κατάληξης σε α αντί

η. Τα πρόσφατα μάλιστα ευρήματα από τη Βεργίνα μας έδωσαν τρεις φορές το όνομα της

μητέρας του Φιλίππου ως Ευρυδίκας και όχι Ευρυδίκης. Ετσι ενώ τα παραδείγματα πριν από

μερικά χρόνια ήταν λιγοστά σήμερα καθημερινά αυξάνονται με τις ανακαλύψεις της

αρχαιολογικής σκαπάνης. ας δείχνω μάλιστα εδώ δύο ευρήματα από το νεκροταφείο της

Πέλλας, βγαλμένα από το χώμα πρόσφατα. Πρόκειται για χρυσά φύλλα με την ταυτότητα των

νεκρών. Στο ένα φύλλο καταγράφεται το όνομα Ηγησίσκα, αντί του Ηγησίσκη, από το ρήμα

ηγούμαι. Σας αναφέρω ακόμα πως η νεκρή ήταν ένα μικρό κορίτσι, έτσι είναι ίσκη=Ηγησίσκη.�

Στο άλλο καταγράφεται το όνομα Φιλοξένα.

'Αλλο ένα εύρημα από το νεκροταφείο της περιοχής της Αγοράς ανήκει σε ένα ενεπίγραφο

μολύβδινο έλασμα, ένα κατάδεσμο, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Είναι ένα σημαντικότατο απόκτημα

Page 66: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

της αρχαιολογικής έρευνας που πραγματοποιείται στη Μακεδονία τα τελευταία χρόνια. Το

κείμενο αυτό, κατά την άποψή μου, μπορεί αποφασιστικά να βοηθήσει στην κατανόηση της

Μακεδονικής διαλέκτου. Είναι ως αυτή τη στιγμή, το μοναδικό διαλεκτικό κείμενο της

μακεδονικής. Η σημασία του αυξάνει ακόμα περισσότερο γιατί είναι σχετικά εκτεταμένο

κείμενο. Αυτό το κείμενο που είναι έτοιμο προς δημοσίευση, μόλις εμφανιστεί, είμαι βέβαιος

πως θα σχολιαστεί ευρύτατα από τους ειδικούς γλωσσολόγους. Η πινακίδα ήρθε στο φως μέσα

σε ένα τάφο ενός ταπεινού ατόμου. Το κείμενο παρουσιάζει σχέσεις με την αττική στη σύνταξη.

Ομως διαφέρει από την αττικο-ιωνική ομάδα στα εξής:

1. Το α και εδώ δεν γίνεται δευτερεύον η, βλ. πχ. Θετίμα, αντί Θετίμη, γάμαι αντί γήμαι, άλλα

αντί άλλη, έρημα αντί έρημη, κακά αντί κακή.

2. Η συνίζηση του α και ο γίνεται α όχι ω, πχ. Ταν άλλαν πασάν αντί των άλλων πασών, χηράν

αντί χηρών κ.λ.π.

3. Γενικά και άλλες ιδιαιετερότητες μας βοηθούν να κατατάξουμε την γλώσσα του κειμένου

στην ομάδα των ΒΔ δωρικών ελληνικών βέβαια διαλέκτων. Αυτή λοιπόν είναι η Μακεδονική

και αυτή εννοείται όταν ο Αλέξανδρος μιλά στους στρατιώτες του Μακεδονιστί.

Η Πέλλα, η πρωτεύουσα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και των διαδόχων τους αποκαλύπτει

σταδιακά τα μυστικά της και καθημερινά επιβεβαιώνει την πεποίθηση του Ξενοφώντος που την

αναφέρει ως την μεγίστην των εν Μακεδονία πόλεων. Η πόλη έγινε η πρωτεύουσα της

μεγαλύτερης κοσμοκρατορίας που είχε γνωρίσει ο κόσμος ως τότε. Η πολιτική και στρατιωτική

μεγαλοφυία των ανδρών της δημιούργησε τον ελληνιστικό κόσμο και έφερε τον ελληνισμό ως

την Βακτρία και την Ινδική. Η ίδρυση τότε πάνω από 70 πόλεων μεταξύ των ακτών της

Μεσογείου και της Ινδίας οδήγησε στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στην οικουμένη.

Μέσα στα απέραντα αυτά πλαίσια αναπτύχθηκε για πρώτη φορά μια παγκόσμια οικονομική

συνεργασία, την κλίμακα της οποίας δεν είχε γνωρίσει η οικουμένη. Μπήκαν τα θεμέλια για την

εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας (αττικής), που στη συνέχεια θα

γίνει το μέσον επικοινωνίας των λαών. Πρέπει λοιπόν κανείς βάσιμα να υποστηρίξει πως χωρίς

την πολιτική αυτή, που συλλαμβάνεται στην Πέλλα, δεν νοείται η ύπαρξη και η μακρόχρονη

ανάπτυξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά ούτε και κατ' επέκτασιν η διάδοση του δυτικού

πολιτισμού. Οι αρχές της διαλλακτικής πολιτικής προς τους κατακτημένους λαούς είχαν τις ρίζες

τους στην μακρόχρονη πολιτική του μακεδονικού βασιλείου απέναντι στους λαούς με τους

οποίους συγκρούστηκαν. Οι νέες αρχές του κοσμοπολίτικου πνεύματος κατέλυσαν τις

παλιότερες αντιλήψεις για διάκριση των λαών σε Ελληνες και βαρβάρους. Σε πολλές

περιπτώσεις η μακεδονική μορφή διοίκησης, που ξεκινά από την Πέλλα, προπορεύτηκε κατά

Page 67: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-ΕΝΘΕΤΟ ΓΛΩΣΣΑ

πολύ της εποχής της, έδειξε τέτοια πρωτοτυπία πνεύματος, που πραγματικά καθιερώθηκε σαν

ένα επιβλητικό φαινόμενο της παγκόσμιας ιστορίας.

Το παράδειγμα της Πέλλας όχι μόνο μας έδωσε πληθώρα νέων στοιχείων για την γλώσσα της, τη

θρησκεία των κατοίκων της, τα ήθη και τα έθιμά τους, αλλά αναδεικνύεται και πηγή του

σύγχρονου πνεύματος. Οι κάτοικοι της Πέλλας αποδεικνύονται κάθε μέρα και περισσότερο

ομόγλωσσοι των υπολοίπων Ελλήνων, παρά και εις πείσμα πρόσφατων αμφισβητήσεων. Είδαμε

ακόμα πως είχαν και των θεών τα ιδρύματα κοινά, και ήθεά Τε ομότροπα. Τα στοιχεία αυτά

καλλιεργήθηκαν από ηγήτορες και λαό κατά τον λαμπρότερο τρόπο και μετουσιώθηκαν σε ένα

ελληνιστικό πολιτισμό, πάνω στον οποίο στηρίζεται το σύνολο των ανθρωπιστικών κοινωνιών

της γης.

Σαν κατακλείδα ας θυμηθούμε ένα απόσπασμα του μεγάλου Αθηναίου ρήτορα ΙΣΟΚΡΑΤΗ που

έζησε τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. «Ομολογείται μεν γαρ την Μακεδονίαν πόλιν αρχαιοτάτην είναι και

ελληνικοτάτην και μεγίστην και πάσιν ανθρώποις ονομαστοτάτην». Σε μετάφραση ο Ισοκράτης

γράφει: Είναι κοινά παραδεκτό λοιπόν ότι η Μακεδονία είναι χώρα αρχαιοτάτη και πέρα για

πέρα ελληνική και η πιο ξακουστή ανάμεσα σ όλους τους ανθρώπους». Αγαπητοί φίλοι, αυτή�

είναι η κληρονομιά μας. Ανάλογο είναι όμως και το μέγεθος της ευθύνης όλων μας.

Ο Ιωάννης Μ. Ακαμάτης είναι επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ