ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΖΩΗ τ.Ε
DESCRIPTION
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΖΩΗ τ.ΕTRANSCRIPT
αντονιο γκραμσι 5λ ο γ ο τ ε χ ν ί α κ α ι € θ ν ι κ η ζ ω η
. . . Οί μαχητές δέ μπορούν καί δέν πρέπει νά έλεεινολογοδν τή μοίρα τους, έπειδή πάλεψαν δχι γιατί τούς έξανάγκασε κανείς, άλλά γιατί τό θέλησαν οί ίδιοι συνειδητά.
Άντόνιο Γκράμσι
ANTONIO ΓΚΡΑΜΣΙ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΖΩΗ
π ρ α τ ο μ έ ρ ο ς
Μ ειάφρααη :Χρηστός Μ αστραντώνης
ΕΙααγωγή - Σχόλια - ’Επιμέλεια :Χρηστός Μ αστρανιώ νης Ν τάνυ Π ιέρρου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΕΚΔΟΤΗ
Ό τόμος αυτός περιέχει 6λόκληρο τό πρώτο μέρος (Σελ. 1 - 274) άπό τόν τόμο Λογοτεχνία χαΐ ’Εθνική Ζωή — Letteratura e Vita Nazionale» πού κυκλοφόρησαν τόν Γενάρη τοΟ 1971 ot èxìó- σβις «Riuniti». Ή μετάφραση Ιγινβ άπό τό Ιταλικό πρωτότυπο. Τdi κείμβνα είναι πλήρη καί χωρίς συντομεύσεις.
Τυπώθηκε τόν Νοέμβρη τοΟ 1981 γι± λογαριασμό τδν έκΜσεων « Σ τ ο χ α σ τ ή ς » , 60ός Ίππσκράτους 6, Ε ' Οροφος, Τηλ. 36.01.956, ’Αθήνα.
Ή στοιχειοθεσία Ιγινβ στό τυπογραφείο Ε. Σταμπουλ Ιδη, 686ς Μάνης 2 καί τό τύπωμα στά πιεστήρια τοΟ I . Γαλάνη, 686ς Κωλέττη 4.
ΕΝΑ Μ ΙΚΡΟ ΣΗ Μ ΕΙΩ Μ Α
~Επρεπε δυστυχώς νά περάοει μιά όλόκληρη πενταετία άπό την έκδοση αΤών ’Εργοστασιακών Συμβούλιων», για νά κατορθώσουμε να φτύσουμε στην έκδοση τον πρώτου
ίΐέρονς άπό τον τόμο «Λογοτεχνία καί Έϋνική Ζωή».Δέν θέλουμε νά κουράσουμε τόν άναγνώστη έχ&έτον-
τας λεπτομερειακά τους άρνητικους δρους άπό τους άποίους πρόκνψε αύτό τό άποτέλεσμα. “Ενα μέρος άπό τις δυσκολίες αυτές έκτίΰεται στόν πρόλογό μας στό βιβλίο τών Κουϊντιν Χόαρ και Τζέφρι Νόουελ ΣμΙϋ: «Γιά τόν Γκράμ- •οι» που έκδόσαμε πέρσι· ένα άλλο μέρος κάλυψε ή άρ- ύρογραφία καί οΐ άπαντήσεις μας oè διάφορα περιοδικά 70 φθινόπωρο τού ’79 μέ άφορμη τά προβλήματα καί τά Ερωτηματικά πού μπήκαν άναφορικά μέ τις έκδόσεις καί μεταφράσεις έργων του Γκράμσι στά έλληνικά.
θέλουμε νά πιστεύουμε δτι έχοντας ξε7ΐεράσει iva οη μαντικό μέρος άπό τις συνολικές δυσκολίες που παρου- οιάζει ή έκδοση τών έργων τού Γκράμσι στά έλληνικά, dà είμαστε — άπό έδώ καί πέρα— σέ ϋέση νά δώσουμε μέ καλύτερους δρους στη δημοσιότητα καί τό υπόλοιπο μέρος του έργου του.
Γιαυτό άμέσως μετά την έκδοση τού τόμον αύτοΰ, &ά κυκλοφορήσουμε δύο άκόμη έργα του καί συγκεκριμένα τό «Ριζορτζιμέντο» καί ιό «Σοσιαλισμός καί Κουλτούρα», Ινώ μέσα στην έπόμενη χρονιά είναι προγραμματισμένη ή κυκλοφορία άλλων δυό.
Ό τόμος αύτός περιλαμβάνει τό πρώτο μέρος άπό τή
5
«Λογοτεχνία καί Έΰνική Ζωή» καί συγκεκριμένα τά πρώτα 6, μk δάση τό διαχωριομό τον Ιταλόν έκδότη, κεφάλαια τής Ιταλικής ϊκδοοης. TÒ δεύτερο μέρος που άφορά ϋεα- τρικές κριτικές καί σχόλια του Γκράμοι που δημοσιεύτηκαν στό «Avanti» οτά χρόνια 1916-1920, ϋά τό κυκλοφορήσουμε οέ 2τα ξεχωριστό τόμο.
Είναι, φρονούμε, περιττό να ξαναεπαναλάβουμε άνα- λυτικά άπό έδώ πόση Ιδιαίτερη σημασία άτιοδίδουμε οτήν συνεχή άνάγνωοη καί μελέτη τών ϊργων τού Γκράμοι. Καί φυσικά, δχι μόνο γιατί γενικά είναι για μάς Ινας υποδειγματικός έπαναοτάτης μαρξιστής διανοούμενος, άλλά — κύρια αν ύέλετε— γιατί ή άγωνία, άγρύπνια, αυστηρότητα καί μοναδική οέ άποχρώσεις καί βά&ος ποιότητα, πού διαπερνά δλο του τό Ιργο, άποτελονν Sva άποφασιστικ^ μάχιμο έφόδιο για τό ξεπέρασμα τής πνευματικής άστά- ΰειας, τού χειροτεχνιομον, τού έπίπεόου λαϊκισμού καί τής Ιδεολογικής μιζέριας που διαποτίζουν την σύγχρονη πρσ- οδευτική έλληνική διανόηση.
Σ Τ Ο Χ Α Σ Τ Η Σ
6
Σ Α Ν Π ΡΟ ΛΟ ΓΟ Σ
Ή «Λογοτεχνία καί Έΰνικη Ζωίρ> άποτελεϊ πλήρη μετάφραση τον πρώτον μέρονς τον τόμον «Letteratura e Vita Nazionale» (Editori Riuniti) καί είναι μέρος άπό τό σύνολο τών «Τετραδίων τής Φυλακής» *.
’Αναφορικά μέ την έννοιολογικη καί γλωσσική άπό- δοση τον έργου στά έλληνικά, πιστεύουμε δτι άνταποκρι- ΰήκαμε σ' Sva μεγάλο βα&μό, παρ’ δλο πού óèv άρνον μαστέ δτι πι&ανά να υπάρχουν άσάφειες στην άκριβή άπόδοση όρισμένων δρων, οI ¿ π ο ιο ι είναι — &ν δχι τελείως άγνωστοι στη γλώοοα μας — τονλάχιστον άδόκιμοι στη μετάφρασή τονς έτσι, ώστε να δημιουργούν προβλήματα κατανόησης. Ή χρησιμοποίηση φράσεων περιφραστικών έπομένως, γιά την άπόδοση όρισμένων λέξεων τον πρωτότυπον, ήταν συχνά άναγκαία — aè βάρος ίσως τής ζωντάνιας τον κει- μένον. Πιστεύουμε δμως δτι βοη&ονν στην πιστότερη άπό- δοση.
Στις σημειώσεις που παρα&έτονμε ατό τέλος του βιβλίου υπάρχουν άναφορές ah μια σειρά συγγραφείς πού τό έργο τους πραγματεύεται ό Γκράμαι. θεωρήσαμε πλεονασμό και ίσως κουραστικό γιά τό έλληνικά αναγνωστικό κοινό ν’ άναφερϋοΰμε ατό σύνολο τών συγγραφέων. 77α-
* Τό δεύτερο μέρος τοΟ Βιβλίου περιλαμβάνει κριτικές θεατρικών 8ργων πού είχαν δημβαιευτεί ατό «Avanti!» άπό τό 1916 - 1919 καί πού 6 Ιταλός έκβάτης έναωμάτωαε στό «Λογοτεχνία καί Ε θνική Ζωή» για τί άποτελοΟν μέρος τών κειμένων τοΟ Γκράμαι μ4 64μα συγγενές πρός τή λογοτεχνία.
7
ρουσιάσαμε Ιτσι αύτονς στους όποιους έπανειλημμένα καί λεπτομερειακά άναφέρεται 6 συγγραφέας, αύτονς που τό Ιογο τους εϊχε xal ϊχει μεγάλη σημασία στην ’Ιταλία —χι δχι μόνο σ’ αυτή — διαδραματίζοντας ϊτσι σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή καί στη διαμόρφωση τής λογοτεχνίας της, καί, τέλος, όρισμένους που είναι ότιωοόήποτε άγνωστοι στην 'Ελλάδα, ώστόοο κατέχουν σημαντική θέοη arò ϊργο του Γκράμοι.
Ή άρθρογραφία, τιου ϊχει άνατηυχ9εί τόν τελευταίο καιρό σέ διάφορα τιεριοδικά για τη ζωη καί τό ϊργο του Α . Γκράμοι, μάς βοήθησε στην πληρέστερη άπόδοοη δρων, που ή διαφορετική κοινώνικο-οικονομική άνάπτυξη τής χώρας μας δέν δημιούργησε την άνάγκη για τη συνεχή καί πλατιά χρήση τους. Πιστεύουμε δτι ή συνέχιση τοΰ διαλόγου πάνω οτό Ιδεολογικό xal κοινωνικό ϊργο τον Γκράμσι xal πάνω οτΙς μεταφράσεις του στη χώρα μας θά βοηθήσει δχι μονάχα στη σωστότερη άπόδοοη των κειμένων του, άλλά dà δημιουργήσει κι iva μεγαλύτερο ένδιαφέρον γιά την κατανόησή τους ϊτσι, ώστε νά γίνουν δπλα καί στόν δικό μας άγώνα.
Στό «Λογοτεχνία και ’Εθνική Ζωή», δτιως άλλωστε θά διαπιστώσει καί ό ϊδιος ό άναγνώστης, ϊχουν συγκεντρωθεί οί σημειώσεις τοΰ Γκράμοι οί σχετικές μέ τή μεθοδολογία κριτικής, άκόμα και πολεμικής, δσον άφορά τά λογοτεχνικά Ιργα. 'Ο θάνατος τοΰ μεγάλου Ιταλοΰ στοχαστή τό 1937 δέν του έπέτρεψε κι έδώ, δπως συνέβη καί μέ άλλα κείμενα που είχε άρχίοει νά Επεξεργάζεται στη φυλακή, νά δλοκληρώσει. ”Ετσι, οί σημειώσεις αύτές είναι στην πλειοψηφία τους νύξεις γιά παραπέρα άνάλυση.
Τό ένδιαφέρον τοΰ Γκράμοι — παρ' δλες τΙς δυσκολίες, τους υλικούς περιορισμούς, την υποχρεωτική Απομάκρυνσή του άπό την πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα δντας ο τή φυλακή — είναι τό ένδιαφέρον τοΰ κοινωνιολόγου πον είναι «όργανωτής» τής κουλτούρας, τον στρα-
τενμένου κριτικού και δχι έκεινο τον θεωρητικού πού ά- οχολεϊται γενικά μέ την αίσθητική καί την Ιστορία τής φ ιλολογίας. Ά πό αυτή, λοηιόν, τη δουλειά του Γκράμσι δέν πρέπει να περιμένουμε υποδείξεις γενικές θεωρητικές, άλλα μόνο μεθοδολογικά κριτήρια, χρήσιμα γιά μια προβληματική γύρω άπό τόν κοινωνικό ρόλο τής λογοτεχνίας 8- πως καί γιά την πολιτιστική πολιτική.
Τό κεντρικό στοιχείο τής σκέψης του είναι ή σχέση που υπάρχει ή που πρέπζι νά δημιουργηθεϊ άνάμεσα στην όργάνωση τής κουλτούρας καί τής κοινωνικής ζωής —πολιτική δργάνωση σάν «μέσο» καί δχι σαν μοναδικός «σκοπός»— οί λειτουργίες, υποχρεώσεις καί τό κοινωνικο-τιο- λιτιατικό «περιεχόμενο» τής λογοτεχνίας, δϊίως έπίσης καί οί δυνατότητες έπικοινωνίας που δημιουργούνται διαμέσου αυτής. Ή γενική διάταξη έξαρτιόταν βέβαια άπό την i- ρεννα τής ττολιτικής καί ττολιτιστικής κατάστασης την περίοδο 1926 -1935 καί συνάμα άπό iva μοντέλο καί μιά προοπτική όργάνωσης τής κουλτούρας που προέρχονταν άπό την έμπειρία τής έργατικής τάξης, του κόμματος καί τον σοβιετικού λενινιστικοϋ κράτους και άπό μιά πρωταρχική έρμηνεία του *.
Ό Γκράμσι δ&ν ίτεινε πρός τη θεωρητικοτιοίηοη, άλλα τιρός την δημιουργία μιας μεθοδολογίας. ’Απόδειξη ai- τοΰ του γεγονότος είναι δτι πάνω άπό δλα, καί σέ άντίθεση pik τόν Κρότσε, ένδιαφερόταν γιά τα προβλήματα τής όργά- νωσης τής κουλτούρας καί τής φαινομενολογίας τής «λαϊκής» λογοτεχνίας, δηλαδή τής «κοινώνιολογίας» τής λογο-
* Πιστεύεται, σχείόν Αναντίρρητα, βτι 6 Γκράμσι "ΐρακολου- ■θοΟσε μέ μίγάλη προσοχή τΙς έξελίξεις τ{5ν έννοιδν τής «πολιτιστικής πολιτικής» καί τής «γραμμής» πού βρίσκονται στά χείμβνα τοΟ Λένιν καί έχανε μιά προσπάθεια έπανερμηνείας τους. Τέτοιου εΤίους Ινδιαφέρουσες παρατηρήσεις 6πάρχουν στ4 «Γράμματα άπό τή Φυλακή» καί σέ άλλα σημεία τδν κειμένων του, δπως έπίσης 8·.ε- ξοδικές άναλύσεις γιά τΙς λενινιστικές Εννοιες τής πολιτιστικής «ή- -γεμονίας» καί «διεύθυνσης», πού άποτελοΟν τήν βεωρητκή βάση τοΟ προβλήματος μ ιΐς «κοινωνικοποιημένης» πολιτιστικής όργάνωσης.
τεχνίας καί τής άνάγνωοης μέ τή διπλή έννοια: άφ’ ένός τής κοινωνικοπολιτιστικής ϋεώρηοης των προϊόν των τής τέχνης καί έφ’ έτέρου τής ίοτορικο-7ΐεριγραφικής θεώρησης τών φαινομένων τής έξάπλωοης και όργάνωοης τής άγοράς τού βιβλίου, — «αύϋόρμητης» ή «και ευρυνόμενης» — ιών έκδόοεων, τής «πολιτικής του βιβλίου» κλπ.
Ό Γκράμοι άντ ιμετώπιοε μέ σοβαρότητα την κατάσταση: άφ’ ένός έπειδη το πρόβλημα έμπαινε έπιτακτικά έκείνη την περίοδο τιού έγραφε (όριοτικοτιοίηοη καί σταθεροποίηση του φασισμού καί κατά συνέπεια έπιβολή τής «κουλτούρας» πού προστατεύονταν στις διάφορες μορφές της άπ αυτόν), άφ’ έτέρου έπειδή αυτό προσδιοριζόταν οάν πολιτικό πρόβλημα έξσυοίας και ηγεμονίας για έκεινες τις «άναθεωρητικές» η έπαναοτατικές δυνάμεις — πολιτικές, κοινωνικές, διανοουμένων— τής Ιταλικής κοινωνίας μέ τις όποιες ό Γκράμοι αισθάνονταν όργανικά δεμένος καί οάν τιολιτικά οτρατ εν μένος καί οάν διανοούμενος.
Μερικούς μήνες μετά τή σύλληψή του, στις 19 Μαρτίου 1927 ό Γκράμοι έγραφε στην κουνιάδα του: « ...'Η ζωή μου κυλάει πάντα τό Ίδιο μονότονα. ’Ακόμα καί ή μελέτη είναι πολύ πιό δύσκολη άπ” δ,τι φαίνεται. ”Ελαβα μερικά βιβλία καί πραγματικά διαβάζω πολύ — περισσότερο- άπό £ναν τόμο την ημέρα έκτος άπό τις έφημερίδες — άλ- λά δέν είναι σ’ αυτό που άναφέρομαι, άλλο θέλω νά πω. Μ έ βασανίζει ( φαντάζομαι δτι αύτό είναι Sva Ιδιαίτερο· φαινόμενο τών φυλακισμένων) συνέχεια αύτή ή Ιδέα: δτι δηλαδή θά Ιπρεττε νά κάνω κάτι f ü r e w i g * σύμ~
* Für ewig: Παραμένει Ενα άπό τά σημεία κλειδ'.ά, ή έρμη- ve ία τοΟ δποίου άπασχόλησε δλους δαους άσχολήθηκαν μέ τό ϊργο του. Ό Giorgio Caudeloro στήν εισαγωγή τοΟ βιβλίου «Sul Rinascimento» πού έκδόθηκε άπό τούς Editori Riuniti τό 1967 Αποδίδει στά. Ιταλικά τόν 8ρο «Per 1’ eternità» (γιά τήν αΙωνιότητα). Έ τσ ι Αποδίδουν τδν βρο καί ή Elsa Fubini μέ τόν Sergio Caprìoglio στίς σημειώσεις στά «Γράμματα άπό τήν Φυλακή», έκδ. Einaudi 1968.
Ό Ιδιος 6 Πάσκολι οτό «Τραγούδια τοΟ Καοτελβέκιο» αποδίδει
10
φωνα μέ μιά ούνϋετη ίννοια του Γχαϊτε, πού θυμάμαι δτ» είχε πολύ βαοανίοει τόν Πάοκολι. Τέλος πάντων, ϋά ή- ϋελα, οΰμφωνα μ ί ϊνα προκαϋοριομένο σχέδιο, νά καταπια- οτώ ϊνχονα και ουοτηματικά μ ί κάποιο Αντικείμενο που ϋά άπορροφοϋοε και ϋά συγκέντρωνε τόν έοωτερικό μου κύαμο...».
Ή έπιλογή τών ϋεμάτων που ϋά έπεξεργαοτει και ϋά άποτελέσουν τόν κορμό τής «Λογοτεχνίας καί Έϋνικής Ζωής» άναφέρεται γιά πρώτη φορά οτ6 γράμμα αυτό που είχε οτείλει οτήν Τάνια: «... Μέχρι τώρα Ιχω οκεφτεϊ τέσσερα ϋέματα... δηλαδή: 1) μιά ϊρευνα γιά τη διαμόρφωση τον δημοσίου πνεύματος στην Ιταλία, κατά τη διάρκεια του περασμένου αΙώνα· με άλλα λόγια, μιά έρευνα γιά τούς Ιταλούς διανοούμενους, την καταγωγή τους καί τη συγκρότησή τους οί όμάδες, σύμφωνα μ ί τά τιολιτιοτικά ρεύματα, τούς διαφορετικούς τρόπους σκέψης, κλπ., κλπ. 2) μιά συγκριτική μελέτη τής Γλωσσολογίας! Πρόκειται, φυσικά, νά πραγματευτώ μόνο τη μεθοδολογική καί καϋαρά ϋεωρη- τική πλευρά του ϋέματος, ή όποια δέν Ιχει μελετηϋει ί ξ όλοκλήρου καί ουοτηματικά άπό τη νέα άποψη τών Νεο- γλωσσολόγων ένάντια στούς Νεογραμματιοτές. 3) μιά μελέτη γιά τό ϋέατρο του Πιραντέλλο. 4) ϊνα δοκίμιο γιά τά μυϋιοτορήματα πού δημοσιεύονται στΙς έπιφνλλίδες τών έ- φη μερίδων οί συνέχειες και είναι μικρής φιλολογικής ά-
τόν δρο «Per Sempre» (γιά πάντα).'0 Umberto Cerroni προσπαθεί μέσα άπό τά ίδια τά κείμενα
νά δώσει τήν έξαιρετικά λεπτή άλλά διπλή σημασία πού κατά τά φαινόμενα προσελάμβανε δ δρος οτόν Γκράμαι: «Disognerebbe fa r qualcosa fü r ewig» γράφει στήν Τάνια (άδελφή τής γυναίκας του) άπό τό Μιλάνο στίς 19 Μάρτη 1927 (θάπρεπε νά κάνω κάτι fü r ew ig)... Τά τετράδια δμως τής φυλακής είναι προορισμένα νά χρησιμεύσουν σάν βάση γιά νά γραφτεί Ενα Ιργο «für ewig», άλλά 6 θάνατος ϊκοψε στή μέση αύτή τήν έργασία τοΟ Γκράμσι. Παρ’ δλ’ αύτά δμως, έκεΐνα άκριβώς τά τετράδια άποτέλεσαν, καί άποτελοΟν, τό ϊργο «für ewig» γ ιά τό όποίο πολλά όφείλουμε οτόν Άντόνιο Γκράμσι.
11
ξίας, δπως καί γιά τη λαϊχή άντίληψη για τη λογοτεχνία χαί γιά τό καλλιτεχνικό αίσδητήριο του λαού...η.
Τ6 έρώτημα που γεννιέται εΰλογα εϊναι τό έξης: Σ έ ηοιό βαθμό μπορούμε κάτω άπό τίς συγκεκριμένες συνθήκες τής φυλακής, των συνεχών μετακινήσεων καί τής ά- πομόνωσης να θεωρούμε δτι ή πληροφόρηση που είχε γιά όρισμένα δέματα που τιραγματευεται στό «Λογοτεχνία καί 'Εθνική Ζωή» εϊναι όλοχληρωμένη καί έπίκαιρη. Σ έ πολι- τικό έπίπεδο αυτό μεταφράζεται στό κατά πόσο μπορούμε νά θεωρούμε τόν Γκράμσι σαν «πραγματικό» πολιτικό καθοδηγητή ή, άλλιώς, σέ ποιό βαθμό είχε ουσιαστική έπί- γνωση τής τυ>λ ιτικής κατάστασης.
"Οσον άφορα τό πρώτο έρώτημα, γιατί τό δεύτερο δέν μάς άφορα στην παρούσα περίσταση, τά στοιχεία, πού μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε εϊναι δυο. Τό πρώτο, που ά- ποδεικνύεται καί εύκολώτερα, είναι ή ίδια καί καδόλου ευκαταφρόνητη βιβλιογραφία που παραθέτει, δηλαδή άρθρα έφημερίδων, περιοδικών, βιβλία, μελέτες κλπ., καθώς καί στοιχεία που βρίσκουμε στα γράμματα που ίγραψε την περίοδο τής φυλάκισής του.
Χ.Μ. — Ν.Π.
12
I. Προβλήματα λογοτεχνικής κριτικής
Τέχνη και Κουλτούρα
’Επιστροφή σχόν Ν ιέ Σάνκτις 1
Τί σημαίνει καί τί μπορεΐ νά σημαίνει ή συχνά άνα- φερόμενη φράση τοΟ Τζιοίάννι Τζεντίλε: «’Επιστροφή στόν Ντέ Σάνκτις!» (*) ; Σημαίνει μηχανική «έπιστροφή», στίς απόψεις, πού ό Ντέ Σάνκτις άνάπτυξε γύρω άπό τήν τέχνη καί τή λογοτεχνία, ή, σημαίνει, ν’ άποκτήσουμε, άπέναντι στήν τέχνη καί τή ζωή, μιά σ«4ση άνάλογη μέ κείνη, «ου 6 Ντέ Σάνκτις είχε στήν έποχή του; Ά ν πάρουμε αύτή τή στάση σάν «ύπόδειγμα», πρέπει νά δοΟμε: 1) σέ τί συνίστα- ται αύτή μας ή έπιλογή’ 2) σέ ποιά στάση άνταποκρίνεται σήμερα, δηλαδή, ποιά ήθικά καί διανοητικά ένδιαφέροντα άνταποκρϊνονται σήμερα σ’ έκεΐνα, πού καθόριζαν τήν δραστηριότητα τοΟ Ντέ Σάνκτις καί τής έπέβαλαν μιά συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δέν μπορεΐ νά πει κανείς δτι ή ζωή τοΟ Ντέ Σάνκτις, άν καί είναι, βασικά, συνεπής, «άκολούθησε μιά εύθύγραμμη πορεία», δπως γενικά θεωρείται. Ό Ντέ Σάνκτις, στήν τελευταία φάση τής ζωής καί τής δράσης του, 2στρεψε τήν προσοχή του πρός τό «νατουραλιστικό» 2 ή «βεριστικό» 3 μυθιστόρημα. Αύτή ή μορφή μυθιστορήματος ήταν, στή Δυτική Εύρώπη, ή «διανοουμενίστικη» ίκφραση τοϋ πιό γενικοΟ κινήματος τοΟ «νά πλησιάσουμε τόν λαό», ένώς λαϊκισμοΟ δρι-
* Μεταξύ Αλλων, τό πρΩτο τβΟχος τοΟ έΜομαδιαίσυ (περιο- δικοΟ) <11 0ιιβ<1πνΐο».
15
σμένων όμάδων διανοουμένων, στα τέλη τοΟ περασμένου αΐ- ώνα, μ£τί τη δύση τής δημοκρατίας τοΟ 1848 καί την είσοδο μεγάλων έργατικών μαζών για την άνάπτυξη τής μεγάλης βιομηχανίας στά άστικά κέντρα. ’Αξίζει να θυμόμαστε τό δοκίμιο τοΟ Ντέ Σάνκτις, «Επιστήμη καί ζωή», την Ιν- ταξή του στήν κοινοβουλευτική αριστερά, τό δέος του μπροστά στίς άπόπειρες πραξικοπήματος, καλυμ|νένες πίσω άπό πομπώδικα σχήματα.
Μιά γνώμη τοϋ Ντέ Σάνκτις, είναι : «Λείπει τό νήμα γιατί λείπει ή πίστη. Λείπει ή πίστη γιατί λείπει ή κουλτούρα». ’Αλλά, τί σημαίνει «κουλτούρα» σ’ αύτή την περίπτωση; Σημαίνει άναμφίβολα, μια συνεπή, ένιαία καί διαδεδομένη πανεθνικά «άντίληψη» τής ζωής καί τοϋ άνθρώπου, μιά «λαϊκή θρησκεία», μια φιλοσοφία, που ϊγινε άκριβώς «κουλτούρα», πού γενίκευσε μιάν ήθική, 2να τρόπο ζωής, μιά συμπεριφορά κοινωνική καί άτομική. Αύτό έρευνοϋσε, πάνω άπ’ δλα, ή Ινωση τής «καλλιεργημένης τάξης» καί πρός αύ- τή τήν κατεύθυνση έργάστηκε 6 Ντέ Σάνκτις, Ιδρύοντας τή φιλολογική Λέσχη, πού θά ϊπρεπε v i δημιουργήσει τΙς συνθήκες γιά «τήν ?νωση δλων των καλλιεργημένων καί διανοουμένων» τής Νάπολης. ’Αλλά, αύτό πού Ιδιαίτερα άνα- ζητοΟσε, ήταν \uà νέα Αντιμετώπιση τοϋ λαοϋ, μιά καινούργια άντίληψη γ ι’ αύτό πού είναι «έθνικό», διαφορετική άπό έκείνη τής Ιστορικής Δεξι&ς, πιό πλατιά, λιγότερο περιοριστική, λιγότερο «άστυνομικίστικη», θά λέγαμε. Καί αύτή, βέβαια, ή πλευρά τής δραστηριότητας τοϋ Ντέ Σάνκτις, σ’ δλη του τή σταδιοδρομία σάν λόγιου καί σάν πολιτικοΟ, θά ήταν σκόπιμο νά φωτιστεί, δηλαδή, τό στοιχείο, πού — κατά τά άλλα — δέν ήταν καινούργιο, άλλά, ώστόσο, Αντιπροσώπευε τήν άνάπτυξη τών ήδη ύπαρχόντων στοιχείων.
Τέχνη καί άγώνας για Iva νέο πολιτισμό.
Οί «καλλιτεχνικές» άναφορές δείχνουν, ειδικά στή φιλοσοφία τής πράξης, τήν κενόδοξη άπλοϊκότητα τών παπαγάλων, πού πιστεύουν δτι, ϊχοντας λίγα στερεότυπα, ϊχουν
16
καί τδ κλειδί πού άνοίγει δλες τις πόρτες, τδ πασπαρτού.Δύο συγγραφείς, μπορούν να έκφράζουν τήν ίδια. ίστο-
ρικσκοινωνική στιγμή, δ Ενας — δμως— μπορεΐ νά είναι καλλιτέχνης καί δ άλλος, άπλά καλλιτέχνης. Να έξαντλή- σουμε τδ ζήτημα, περιοριζάμενοι στδ να περιγράφουμε μόνο, έκεΐνο πού αόαοί οί δύο Αντιπροσωπεύουν ή έκφράζουν κοίτ νωνικά, συνοψίζοντας δηλαδή, λιγότερο ή περισσότερο δλο- κληρωμένα, τά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης ίστορι- κοκοινωνικής στιγμής, σημαίνει δτι ούτε καν έπιφανειακά δέν έξετάζουμε τδ καλλιτεχνικδ πρόβλημα. Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεΐ νά είναι — καί είναι — χρήσιμο καί άναγκαίο, άλλά σ’ 2να άλλο πεδίο. Στδ πεδίο τής κριτικής τοϋ τρόπου ζωής, τοΟ άγώνα γιά τήν καταστροφή καί τδ ξεπέρασμα δ- ρισμένων ρευμάτων, πού άφοροϋν συναισθήματα καί δοξασίες, δρισμένες τοποθετήσεις άπέναντι στή ζωή καί στδν κόσμο· Αύτό, δμως, δέν είναι κριτική καί ιστορία τής τέχνης, ούτε μπορεΐ νά παρουσιαστεί σάν τέτοια. ’Αποτέλεσμα (τής Απλής περιγραφής), είναι ή άταξία καί ή όπισθοδρόμηση ή, ή στασιμότητα τής έπιστημονικής σκέψης, δηλαδή, ή μή πραγματοποίηση — θά λέγαμε μέ άκρίβεια — των σκοπών, πού είναι, Αντικειμενικά, συνδεμένοι μέ τδν πολιτιστικό άγώνα.
Μιά συγκεκριμένη Ιστορικοκοινωνική στιγμή, δέν είναι ποτέ δμοιογενής, άντίθετα, είναι πλούσια σέ άντιθέσεις. Έ χει «προσωπικότητα», είναι μιά «στιγμή» τής έξελικτικής πορείας, έπειδή είναι μιά δρισμένη, θεμελιώδης δραστηριότητα τής ζωής, πού ύπερέχει τών άλλων, Αντιπροσωπεύει μιά κορυφαία στιγμή τής Ιστορίας. Αύτό, δμως προϋποθέτει μιάν Ιεράρχηση, μιάν άντίθεση, Ιναν άγώνα. Καί, έκπρόσω- πος αύτής τής δοσμένης στιγμής, θά ίπρεπε νά είναι έκεΐ- νος, πού έκφράζει τήν έπικρατοΰσα δραστηριότητα, αύτήν τήν κορυφαία στιγμή τής Ιστορίας. ’Αλλά, πώς μπορούμε νά κρίνουμε ποιός έκφράζει τΙς άλλες δραστηριότητες, τά άλλα στοιχεία; Δέν είναι καί αύτά «άντιπροσωπευτικά»; Κι άκό- μα, δέν είναι έκπρόσωπος αύτής τής στιγμής, αύτδς πού έκ- φράζει τά «Αντιδραστικά» καί Αναχρονιστικά στοιχεία; Ή , μήπως, θά πρέπει νά θεωρείται έκπρόσωπος, αύτδς πού έκ-
172
φράζει δλες τΙς δυνάμεις καί τα στοιχεία έκεϊνα, πού βρίσκονται σέ άντίθεση μεταξύ τους καί σέ Ανταγωνισμό, τΙς άντιθέσεις — δηλαδή — τής ίστορικοκοινωνικής στιγμής σάν σύνολο;
Μπορεΐ άκόμα νά σκεφτεΐ κανείς δτι, μιά κριτική τοϋ πολιτισμού σέ φιλολογικό έπίπεδο, ένας άγώνας γιά τή δημιουργία μιας νέας «κουλτούρας», είναι καλλιτεχνική, μέ τήν Ιννοια δτι, άπ’ αύτή τή νέα κουλτούρα θά γεννηθεί μια καινούργια τέχνη. Αύτό, δμως φαίνεται σαν σόφισμα. Μέ τόν Sva ή τόν άλλον τρόπο, ξεκινώντας μ’ αύτές τΙς προϋποθέσεις, μπορούμε Γσως ν’ άντιληφθοΟμε καλύτερα, τή σχέση τοΟ Ντέ Σάνκτις καί τοϋ Croce, δπως καί τΙς πολεμικές γιά τό περιεχόμενο καί τή μορφή. Τό κριτικό Ιργο τοΟ Ντέ Σάν- κτις, είναι στρατευμένο. Δέν κάνει «ψυχρά» μιάν αίσθητική κριτική, άλλά κριτική μιας περιόδου πολιτιστικών άγώνων καί άντιπαρατιθέμενων άντιλήψεων γιά τή ζωή. Ot άναλύ- σεις τοΟ περιεχομένου, ή κριτική τής «δομής» τών Ιργων, ή συνέπεια, δηλαδή, μεταξύ τής λογικής καί τής Ιστορικής πραγματικότητας τοΟ συνόλου τών καλλιτεχνικά έκφρασμέ- νων συναισθημάτων, είναι δεμένη μ’ αύτόν τόν πολιτιστικόν άγώνα. ’Ακριβώς σ’ αύτό, φαίνεται νά συνίσταται, ή βαθιά άνθρωπια καί δ άνθρωπισμός τοϋ Ντέ Σάνκτις, πού κάνουν τόσο συμπαθητικό τόν κριτικό, άκόμα καί σήμερα. Είναι εύ- χάριστο ν’ άκούει κανείς άπ’ αύτόν, τόν παθιασμένο ζήλο τοϋ κομματικού άνθρώπου, πού Ιχει σταθερές πολιτικές καί ήθικές πεποιθήσεις, τΙς δποϊες, ούτε κρύβει, άλλα ούτε προσπαθεί νά τΙς κρύψει. Ό Κρότσε καταφέρνει νά διαχωρίσει αύτές τΙς διαφορετικές πλευρές τοΟ κριτικού, πού είναι όρ- γανικά ένωμένες καί δεμένες μεταξύ τους. Στόν Κρότσε ύ- πάρχουν τά Ιδια πολιτιστικά θέ|ΐατα, δπως καί στόν Ντέ Σάνκτις, δμως έδώ είναι στήν περίοδο τής έξάπλωσής τους καί τοΟ θριάμβου τους. Ό άγώνας συνεχίζεται, αύτή τή φορά, δμως, γιά μιά λεπτομερή άνάλυση τής κουλτούρας (μιας δ- ρισμϊνης κουλτούρας) καί δχι γιά τό δικαίωμά της να ζήσει. Τό πάθος καί ή ρομαντική ζέση ένώθηκαν πετυχαίνοντας μιάν δψιστη γαλήνη καί μιά συγκαταβατικότατα γεμάτη ά- πλότητα. ’Αλλά καί δ Κρότσε δέν έχει συνεχώς αύτή τήν
18
τοποθέτηση. Μεσολαβεί μ’.ά φάση, δπου ή γαλήνη καί ή συγκαταβατικότατα ραγίζουν καί άναφύεται μιά όξύτητα κι I- να μίσος, πού είχε έπίπονα καταπιεστεί. Φάση άμυντική, δ- χι έπιθετική καί πυρετώδης, τέτοια πού νά μή μπορεϊ νά συγκριθεΐ μέ κείνη τοϋ Ντέ Σάνκτις.
Σέ τελευταία άνάλυση, αύτός 6 τύπος τής φιλολογικής κριτικής, χαρακτηριστικός τής φιλοσοφίας τής πράξης, Ιχε*. άναπτυχθεΐ άπό τόν Ντέ Σάνκτις καί δχι άπό τόν Κρότσε ή άπό όποιονδήπστε άλλον (πολύ περισσότερο, μάλιστα, άπό τόν Καρντούτσι 4) . Αύτή πρέπει νά συγχωνεύσει τόν άγώνα γιά μια νέα κουλτούρα, δηλαδή για έναν καινούργιο άνθρο)- πισμό, τήν κριτική τοΟ τρόπου ζωής, τών συναισθημάτων καί τών άντιλήψεων τών άνθρώπων, μέ τήν αισθητική ή τήν καθαρά καλλιτεχνική κριτική σέ πυρετώδες πάθος ή άκόμα καί στή μορφή τοϋ σαρκασμοΟ.
Πρόσφατα, στίς προσπάθειες τοϋ Ντέ Σάνκτις, άνταπο- κρίθηκαν — σέ χαμηλότερο έπίπεδο— ot προσπάθειες τή; «Voce». Ό Ντέ Σάνκτις άγωνίστηκε γιά τήν e x n o v o δημιουργία μιας όψηλής έθνικής κουλτούρας στήν ’Ιταλία, πού θά ’ρχότανε σέ άντίθεση μέ τΙς παλιές τετριμμένες Ιδέες, τή ρητορική καί τόν ιησουιτισμό (τοϋ Γκουεράτσι5 καί τοΟ πατέρα Μπρεσάνι, γιά παράδειγμα). Ή «Voce» άγωνίστηκε γιά τήν προπαγάνδιση μονάχα αύτής τής ίδιας τής κουλτούρας σ’ Ινα ένδιάμεσο στρώμα, ένάντια στόν έπαρχιωτισμό κλπ. Ή «Voce» Ικφραζε μιά μορφή τοϋ στρατευμίνσυ Κρο- τσισμοϋ, γιατί θέλησε νά Εκδημοκρατίσει αύτό, πού άναγκα- στικά στόν Ντέ Σάνκτις ήταν «άριστοκρατικό» καί παράμει- νε «άριστοκρατικό» καί στόν Κρότσε. Ό Ντέ Σάνκτις Ιπρε- πε v i όργανώσει Ινα πολιτιστικό έπιτελεΐο, ή «Voce» θέλησε νά διαδώσει στούς κατώτερους ύπάλληλους τήν ίδια ποιότητα πολιτισμού καί γ ι’ αύτό είχε μιά συγκεκρΐ|ΐένη λειτουργία: έργάστηκε ούσιαστικά καί ύποκίνησε καλλιτεχνικά ρεύματα, μέ τήν Ιννοια δτι βοήθησε πολλούς νά ξαναβροΰν τόν έαυτό τους, ύποκίνησε Ινα μεγαλύτερο έσωτερικό ψάξιμο καί τήν περισσότερο ειλικρινή Ικφρασή του, δν καί αύτό τό κίνημα δέν γέννησε κανένα μεγάλο καλλιτέχνη.
Ό Ραφαέλο Ραμάτ γράφει στήν «Italia Letteraria»,
19
στίς 4 Φλεβάρη τού 1934: «Έχει είπωθεΐ δτι για τήν ιστορία τής κουλτούρας, μερικές φορές, μπορεΐ να βοηθήσει περισσότερο ή έξέταση ένός συγγραφέα μικρότερης άξίας παρά. ένός σπουδαίου· Έν μέρει αυτό είναι άληθινό, γιατί άν ή προσωπικότητα [ τ ο υ σ π ο υ δ α ί ο υ κ α λ λ ι τ έ χ ν η ] ξεπερνάει την έποχή του, θα μπορούσε — και μπόρεσε— να χαρακτηριστεί ή έποχή, πού αύτός Ιζησε, άπό τα χαρακτηριστικά αύτοΟ τού καλλιτέχνη, ένώ, στόν μικρότερης άξίας καλλιτέχνη, άν καΐ^μπορεΐ να ύπάρχει μιά φροντίδα καί Sva αύτοκριτικό πνεύμα, μπορεΐ κανείς νά διακρίνει τΙς διαλεχτικές στιγμές έκείνης τί)ς Ιδιαίτερης κουλτούρας πιό καθαρά, άφοϋ σ’ αύτόν έποχή καί άτομο δέν ταυτίζονται, δπως στόν μεγάλο καλλιτέχνη.
Τό πρόβλημα, πού πιό πρίν άναφέρθηκε, έξακριβώνεται μέ παράδοξο τρόπο στό άρθρο τοΟ ’Αλφρέντο Γκαρτζοϋλο: «’Από τήν κουλτούρα στή λογοτεχνία» στήν «Italia Letteraria», στίς 6 ’Απρίλη τοϋ 1930. Σ’ αυτό τό άρθρο καί στ’ άλλα τής Γδιας σειράς, ό Γκαρτζοϋλο δείχνει τήν πιό πλήρη έξαντλητική διανοητική ικανότητα (Ινας άπό τούς τόσους νέους χωρίς «ώριμότητα»). Έ χει έξαχρειωθεΐ έντελώς στήν όμάδα τής «Italia Letteraria» καί σ’ αύτό τό άπόσπασμα οί- κεισποιεΐται τήν κριτική πού διατυπώθηκε άπό τόν Γκ. Μπ. Άντζολέττι, στόν πρόλογο τής άνθολογίας «Καινούργιοι συγγραφείς», πού τήν άνθολόγησε ό ’Ερρίκος Φαλκούι καί 6 Έ ζιο Βιττορίνι: «Οί συγγραφείς αυτής τής άνθολογίας είναι λοιπόν καινούριοι δχι γιατί άνακάλυψαν καινούριες μορφές έκφρασης ή γιατί τραγούδησαν ν έ α π ρ ά γ μ α τ α, κάθε άλλο. Είναι καινούριοι γιατί έχουν διαφορετική ίδέα γιά τήν τέχνη άπό κείνη τών προηγούμενων συγγραφέων. νΗ, για να φτάσουμε άμέσως στό πιό σημαντικό, γιατί π ι σ τ ε ύ ο υ ν στήν τέχνη, ένώ έκεΐνοι πίστευαν σέ πολλά άλλα πράγματα, πού δέν είχαν τίποτα κοινό μέ τήν τέχνη. Γι’ αύτό, ό νεωτερισμός αύτός μπορεΐ ν’ άποδεχτεΐ τΙς παραδοσιακές μορφές καί τό παλιό περιεχόμενο, άλλά δέν μπορεΐ νά συμφωνήσει μέ παρεκκλίσεις άπό τήν βασική ίδέα γιά τήν τέχνη. Ποιά μπορεΐ να είναι αύτή ή Ιδέα, δέν είναι έδΟ ό χώρος να έπαναλάβουμε. Μά, έπιτρέψτε μου νά ύπεν-
20
θυμίσω δτι καί ot καινούριοι συγγραφείς, δλοκληρώνοντα; μίαν έπανάσταση ( ! ) , πού δντας σιωπηρή ( ! ) , δέν θά είναι λιγότερο άξιομνημόνευτη, π ρ ο σ π α θ ο ύ ν ν α ε ί ν α ι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο κ α λ λ ι τ έ χ ν ε ς , έκεϊ άκριβώς δπου ot προηγούμενοι ήταν ικανοποιημένοι άπό τό να είναι ήθικοΐ κήρυκες μιας ιδέας, αισθητικοί, ψυχολό- -γοι, ήδονιστές κλπ.»·
Ή συζήτηση δέν είναι πολύ ξεκάθαρη καί καθορισμένη. "Αν μπορούμε να βγάλουμε κάτι συγκεκρΐ|ΐένο, αύτό είναι ή τάση γιά ?ναν προγραμματισμένο «σετσεντισμό» 6 καί τίποτ’ άλλο. Αύτή ή άντίληψη του καλλιτέχνη είναι Sva -καινούριο «να δίνουμε προσοχή στή γλώσσα» δταν μιλάμε, καί ένας νέος τρόπος γιά τή δημιουργία άντιλήψεων χωρίς ■μεγάλη σημασία. Καί καθαροί δημιουργοί αύτοΰ του είδους τών άντιλήψεων καί δχι δλοκληρωμένων εικόνων είναι ot -περισσότεροι άπό τούς ποιητές πού ϊχουν προωθηθεί άπό τήν -«δμάδα», μέ βασικό έκπρόσωπο τόν Τζιουζέππε Ούνγκαρέττ; (πού, έκτός τών άλλων, μιμείται τόν γαλλικό τρόπο γρα
φής, τρόπο δχι δικό του).Τό κίνη|ΐα τής «Voce» δέν μπορούσε προφανώς νά δη
μιουργήσει καλλιτέχνες, u t s i c . ’Αλλά στόν άγώνα γιά μιά νέα κουλτούρα, γιά ένα καινούριο τρόπο ζωής, έμμεσα ύποκινοΰσε τόν σχηματισμό μιας αύθεντικής καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, γιατί ή τέχνη είναι στοιχείο τής ζωής. Ή «σιωπηρή έπανάσταση» πού γ ι’ αύτή μιλάει δ Άν- τζολέττι, είναι μιά σειρά άπό φλυαρίες καφενείου καί άπό μέτρια άρθρα κοινότυπων Ιφημερίδων καί έπαρχιακών περιοδικών. Ή φιγούρα τού «ιερέα τής τέχνης» δέν είναι ένας μεγάλος νεωτερισμός, άν καί μεταβάλλει τό τυπικό τής ιεροτελεστίας.
Τό δτι — για νά εΓμαστε άκριβείς— πρέπει να μιλδμε ■γι’ άγώνα γιά μιά «νέα κουλτούρα» καί δχι γιά μιά «νέα τέχνη» (μέ άμεση έννοια), φαίνεται σαφές. "Ισως δέν μπορούμε κάν v i πούμε, γιά ν’ άκριβολογούμε, δτι άγωνιζόμαστε γιά ένα νέο περιεχόμενο τής τέχνης, γιατί αυτό δέν μπορούμε vi τό φανταστούμε άφηρημένα, άνεξάρτητα άπό τήν
21
μορφή. Αγώνας για μιά καινούρια τέχνη, θα σήμαινε άγώ- να γιά τή δημιουργία νέων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων, πράγμα παράλογο, γιατί δεν είναι δυνατό να δημιουργηθοϋν τεχνητά οί καλλιτέχνες. II ρέπει να μιλάμε γι’ άγώνα για μιά νέα κουλτούρα, δηλαδή για μια καινούρια ήθική ζωή, πού δέν μπορεΐ παρά να συνδέεται στενά μέ μιά καινούρια αντίληψη γιά τή ζωή, μέχρι τό σημείο πού αύτή γίνεται ένας νέος τρόπος νά νιώθουμε καί ν’ Αντιμετωπίζουμε τήν πραγματικότητα, όπότε είναι καί καθαρά στενά συνδεμένος με τους «πιθανούς καλλιτέχνες» καί μέ τά «πιθανά έργα τέ-χν»)ζ»·
Τό γεγονός δτι δέν είναι δυνατό νά κατασκευαστούν τεχνητά οί καλλιτεχνικές προσωπικότητες, δέν Λημαίνει, λοιπόν, δτι ή καινούρια καλλιτεχνική σφαίρα γιά τήν όποια Αγωνιζόμαστε, προκαλώντας πάθος κι ένθουσιασμό στήν Ανθρωπότητα, δέν παράγει Αναγκαστικά καί «νέους καλλιτέχνες». Δέν μπορούμε δηλαδή, νά ποϋμε δτι δ Tizio καί 6 Gaio θά γίνουν καλλιτέχνες, Αλλά μπορούμε νά βεβαιώσουμε δτι Από τό κίνημα θά γεννηθούν νέοι καλλιτέχνες. Μιά καινούρια κοινωνική δμάδα πού μπαίνει στήν ιστορική σκηνή μέ τάσεις ήγεμονίας, μέ μιάν αυτοπεποίθηση πού πριν δέν είχε, δέν μπορεΐ παρά νά δώσει μιά τεράστια ώθηση σέ προσωπικότητες, πού Αρχικά, πρίν, δέν θά είχαν βρει μιά δύναμη ικανοποιητική γιά νά έκφραστούν ολοκληρωτικά μέ μιά συγκεκριμένη έννοια-
Έτσι, δέν μπορούμε νά πούμε δτι θά φυσήξει μιά νέα «ποιητική αύρα», σύμφωνα μέ μιά φράση τής μόδας, πρίν μερικά χρόνια. Ή «ποιητική αύρα» είναι μονάχα μιά μεταφορική έννοια, γιά νά έκφράσουμε τό σύνολο τών καλλιτεχνών πού Ιχουν ήδη διαμορφωθεί καί Αναδειχθεΐ ή, τουλάχιστον, είναι μιά έξελικτική πορεία διαμόρφωσης καί Ar νάδειξης, πού Αρχισε καί έχει ήδη σταθεροποιηθεί.
Βλέπε, στόν τόμο τοΟ Μπ. Κρότσε «Νέα δοκίμια πάνω στήν ιταλική λογοτεχνία τού 1600» (1931) στό κεφά
λαιο(*) πού μιλάει για τΙς ίησουίτικες ποιητικές άκαδημίες καί τΙς παραβάλλει μέ τΙς «ποιητικές σχολές» πού είχαν δη- μιουργηθεϊ στή Ρωσία. Ό Κρότσε πήρε άφορμή άπό τόν Fullop - Miller. ’Λλλά, γιατί δέν τΙς παραβάλλει μέ τά έρ- γαστήρια ζωγραφικής καί γλυπτικής τοϋ ’400 ή ’500; Ή ταν κι αυτές «ίησουίτικες άκαδημίες;» Καί γιατί, αύτό πού Τσχυε γιά τη ζωγραφική καί τή γλυπτική, δέν μπορούσε νά ισχύει καί για την ποίηση; Ό Κρότσε δέν παίρνει ύπ’ δψη του τό κοινωνικό στοιχείο, πού «θέλει να έχει» μια προσωπική ποίηση, στοιχείο «χωρίς σχολή», δηλαδή, πού δέν έχει Αφομοιώσει την «τεχνική» καί τήν ίδια τή γλώσσα. Στήν πραγματικότητα, πρόκειται για 2να σχολείο ένηλίκων, πού καλλιεργεί τήν καλαισθησία καί δημιουργεί τήν «κριτική» αίσθηση, μέ πλατιά έννοια. "Ενας ζωγράφος, πού άντιγρά- φει 2να πίνακα του Ραφαέλλο, κάνει «Ιησουίτικη άκαδη- μία»; Αύτός, στήν καλύτερη περίπτωση, «ξεπέφτει» στήν τέχνη τοϋ Ραφαέλλο, προσπαθεί νά τήν ξαναδημιουργήσει κλπ. Καί γιατί δέν θα μπορούσαν νά γίνουν Ασκήσεις στιχουργι- κής άνάμεσα στους έργάτες; Δέν θα βοηθούσε αύτό γιά νά μάθει τό αύτί στήν μελωδικότητα τοϋ στίχου;
Ή τέχνη που διδάσκει.
«Ή τέχνη μπορεΐ νά διδάξει, άκριβώς γιατί είναι τέχνη καί δχι γιατί είναι «τέχνη πού διδάσκει», γιατί, σ’ αύτή τήν περίπτωση, είναι iva τίποτα καί τό τίποτα δέν μπορεΐ νά διδάσκει. Φαίνεται, βέβαια, δτι, κατά γενική όμολογία, έπι· θυμοϋμε μιά τέχνη, πού νά μοιάζει μ’ έκείνη τοϋ Risorgimento καί δχι μέ κείνη τής έποχής τοϋ Ντ’ Άνούντσιο 7. ’Αλλά, στήν πραγματικότητα, άν τό έξετάσουμε προσεχτικά, σ’ αύτή τήν έπιθυμία δέν ύπάρχει προτίμηση τής μι&ς τέχνης σέ βάρος τής άλλης, άλλά, καλύτερα, μιά προτίμηση μιας ήθικής πραγματικότητας άπό μιάν άλλη. "Ομοια, Ò-
* Κ ίφ. XII, Λατινική ποίηση χ<Λ ’600, οβλ. 136 - 36, (Σημ. ί i n . ) .
23
ποιος θέλει έναν καθρέφτη, νά καθρεφτίζει ώραίο, άντί γιά άσχημο, ένα πρόσωπο, δέν εύχεται για 2ναν καθρέφτη διαφορετικών άπ’ αύτόν πού 2χει μπροστά, του, άλλα για ένα διαφορετικό πρόσωπο» (*).
«"Οταν ένα ποιητικό έργο ή ένας κύκλος ποιημάτων 5 χει φτιαχτεί, είναι άδύνατο νά συνεχίσουμε αύτόν τόν κύκλο, μέ τή μελέτη, τή μίμηση καί τΙς παραλλαγές πάνω σ’ αύτά τα ποιήματα. Μ’ αύτόν τόν τρόπο, Ιπιτυγχάνεται ή λεγάμενη ποιητική σχολή, τό β β τ ν υ ι η ρ ε ε υ β τών έπιγόνων. Ή ποίηση δέν γεννάει ποίηση, ή παρθενογένεση δέν δχει θέση. Είναι άπαραίτητη ή έπέμβαση τοΟ άντρι- κοΟ στοιχείου, κάτι πού είναι πραγματικό, γεμάτο πάθος, πρακτικό, ήθικό. Οί πιό σπουδαίοι κριτικοί τής ποίησης συμβουλεύουν, σ’ αύτή τήν περίπτωση, νά μήν άνατρέχουμε σέ λογοτεχνικές συνταγές, άλλά, δπως λένε, νά «ξαναφτιάξου- με τόν άνθρωπο». Μέ τόν καινούριο άνθρωπο καί τό ξανά- νιω|ΐα του πνεύματος, άνατέλλει μιά νέα ζωή άγάπης, πού άπ’ αύτή θά άναβλύσει — άν άναβλύσει — μιά καινούρια ποίηση» (**).
Ό ιστορικός ύλισμός μπορεί νά χρησιμοποιήσει αύτή τήν παρατήρηση. Ή λογοτεχνία δέν γεννάει λογοτεχνία κλπ., δηλαδή οί ιδεολογίες δέν δημιουργούν ιδεολογίες, τα έποικο- δομήματα δέν γεννοΟν έποικοδομήματα, παρά μόνο άπό μιά κληρονομιά αδράνειας καί παθητικότητας. Τά έποικοδομή- ματα δέν γεννιοΟνται μέ «παρθενογένεση», άλλά μέ τήν έπέμβαση τοΰ «άντρικοϋ» στοιχείου, τής ιστορίας, τής έπα- ναστατικής πραχτικής, πού δημιουργεί τόν «καινούριο άνθρωπο», δηλαδή, καινούριες κοινωνικές σχέσεις.
Τό παραπάνω όδηγεΐ καί στό δτι, ό παλιός «άνθρωπος», μέ τήν άλλαγή, γίνεται κι αύτός «καινούριος», έπειδή άπο- κτά νέες σχέσεις, έπειδή άναποδογυρίστηκαν έκείνα τά πρω- ταρχικά στοιχεία. 'Οπότε, πρίν άπό τήν παραγωγή ποίησης
* Κρόταε, «Κουλτούρα χαΐ ήθιχή ζωή», οελ. 169 - 70, χεφ. «Πίστη χαΐ προγράμματα·, τοΟ 1911.
** Κρόταε, «Κουλτούρα καί ήθιχή ζο)ή», οελ. 241 -42 , χεφ. «Troppa filosofia» τοΟ 1922.
24
άπδ τδν θετικά δημιουργημένο «καινούριο άνθρωπο», μπορούμε νά είμαστε μάρτυρες τοΰ «κύκνειου άσματος» τοΰ παλιού άνθρώπου, πού Ιχει άρνητικά άνανεωθεϊ. Καί, συχνά, «ύτδ τδ κύκνειο άσμα είναι έκπληκτικής λαμπρότητας. Τδ ναινούριο ένώνεται μέ τδ παλιό, άνάβουν τά πάθη μ’ έναν άσύγκριτο τρόπο. (Δέν είναι, μήπως, ή «θεία Κωμωδία», -κατά κάποιο τρόπο, τδ κύκνειο άσμα τοΰ μεσαίωνα, πού κι αύτδ προηγείται της καινούριας έποχής και τής νέας ίστο-ρί*«;)
Κριτήρια τής κριτικής τής λογοτεχνίας.
Ή άντίληψη δτι ή τέχνη είναι τέχνη καί δχι πολιτική προπαγάνδα «έπιθυμητή» καί προβλημένη, είναι — άραγε — αύτό καθ’ αύτό ένα έμπόδιο στή διαμόρφωση καθορισμένων -πολιτιστικών ρευμάτων, ρευμάτων, πού είναι ή άντανάκλαση τής έποχής τους καί ύποβοηθοΰν τό δυνάμωμα καθορισμένων -πολιτικών ρευμάτων; Δέν φαίνεται νά ’ναι έτσι. ’Αντίθετα, μιά τέτοια άντίληψη, βάζει τό πρόβλημα μέ πιό ριζοσπαστικούς δρους καί μέ μιά κριτική περισσότερο άποτελεσματική ν.αΐ δλοκληρωμένη. ’Αρχίζοντας άπό τό γεγονός δτι, στό έργο τέχνης, πρέπει νά ψάξουμε μονάχα τόν καλλιτεχνικό
χαρακτήρα, δέν άπσκλείεται, μέ κανένα τρόπο, ή άναζήτηαη κάθε συναισθήματος, κάθε άντίληψης γιά τή ζωή, πού ύ- πάρχει μέσα στό ίδιο τό Ιργο τέχνης. Τό γεγονός, άλλωστε, δτι αύτό γίνεται δεκτό άπό τά καινούρια αισθητικά ρεύματα, φαίνεται στόν Ντέ Σάνκτις καί στόν ίδιο τόν Κρότσε· Αύτό πού άποκλείεται, είναι Ινα Ιργο νά ’ναι ώραίο γιά τό πολιτικό καί ήθικό του περιεχόμενο καί δχι πιά γιά τή μορφή του, μέσα στήν όποια τό άφηρημένο περιεχόμενο Ιχει •άφομοιωθεΐ καί ταυτιστεί. ’Ακόμα, έρευνούμε άν Ινα έργο τέχνης δέν άπέτυχε, γιατί δ δημιουργός παρέκλινε άπό έ- ξωτερικούς, πραχτικούς φόβους, δηλαδή πλαστούς καί άνει- Ιικρινεϊς. Τδ κρίσιμο σημείο τής πολεμικής φαίνεται νά εί- ■ναι αύτό: Ό Tizio «θέλει» νά έκφράσει έντεχνα Ινα δρισμέ- ■νο περιεχόμενο καί δέν κάνει Ιργο τέχνης. Έ καλλιτεχνική
άποτυχία τοϋ δοσμένου Ιργου τέχνης, (έπειδή 6 Tizio ?χε: δείξει δτι είναι καλλιτέχνης σέ άλλα Εργα, πού τά Ιχει πραγματικά νιώσει καί ζήσει 6 ίδιος), άποδείχνει δτι έκεΐνο έκεΐ τό περιεχόμενο στόν Tizio είναι κουφό καί απειθάρχητο ύλικό, δτι 6 ένθουσιασμός τοΟ Tizio, είναι πλαστός καί άπό τά ?ξω θελημένος, δτι ό Tizio, στήν πραγματικότητα, δέν είναι, σ’ αύτή τήν συγκεκριμένη ύπόθεση, καλλιτέχνης, άλλά δούλος, πού θέλει ν’ άρέσει στ’ άφεντικά. Τπάρχουν δύο κατηγορίες: ή μία, τοΟ αϊσθητικοϋ χαραχτήρα ή τής καθαρής τέχνης, ή άλλη, τής πολιτικής τής κουλτούρας (δηλαδή, τής πολιτικής καί τίποτ’ άλλο). Τό γεγονός, πού φτάνει ν’ άρνηθεΐ τόν καλλιτεχνικό χαρακτήρα ένός Ιογου, μπορεΐ νά χρησιμεύσει στόν πολιτικό κριτικό, σάν γεγονός, γιά ν’ άποδείξει δτι 6 Tizio, σάν καλλιτέχνης, δέν συμπε- ριλαμβάνεται σ’ αύτόν τόν καθορισμένο πολιτικό κόσμο. Έ πειδή δέ, ή προσωπικότητά του είναι κατ’ έξοχήν καλλιτεχνική, αύτός ό καθορισμένος κόσμος ούτε ένεργεΐ κι ούτε ύ- πάρχει στή ζωή του τήν πιό βαθιά καί πιό δική του. IV αύτό 6 Tizio είναι 2νας κωμικός τής πολιτικής, θέλει νά κάνει νά πιστέψουν αύτό που δέν είναι κλπ. Ό πολιτικό, κριτικός, λοιπόν, κατηγορεί τόν Tizio δχι σάν καλλιτέχνη, άλλά σάν 2ναν «πολιτικό όπορτουνιστή».
Ή πίεση τοϋ πολιτικοϋ άνθρώπου νά έκφράζει ή τέχνη τοϋ καιρού του ίναν καθορισμένο καλλιτεχνικό κόσμο, είναι μιά πολιτική πράξη κι δχι καλλιτεχνική κριτική. "Αν ό καλλιτεχνικός κόσμος, πού γΓ αύτόν γίνεται 6 άγώνας, είναι κάτι ζωντανό καί άναγκαΐο, ή δυνατότητα έξάπλωσής του θά είναι άκαταμάχητη. Αύτός θά βρει τούς δικούς του καλλιτέχνες. ’Αλλά δν, παρ’ δλη τήν πίεση, αύτό τό άκαταμάχητο δέν φαίνεται καί δέν έργάζεται, σημαίνει δτι έπρό- κειτο γιά Ινα πλαστό καί ψεύτικο κόσμο, χάρτινη φιλοπονία μετριοτήτων, πού παραπονιοΟνται δτι, οί μεγαλύτερης διανοητικής Ικανότητας άνθρωποι δέν είναι σύμφωνοι μαζί τους. Ό Γδιος τρόπος τοποθέτησης τοϋ ζητήματος, μπορεΐ νά είναι άπόδειξη τής μονιμότητας ένός τέτοιου ήθικοΰ καί καλ- λιτεχνικοϋ κόσμου. Πράγματι, 6 λεγόμενος «καλλιγραφικός» 8, δέν είναι παρά άμυνα, των μικρών καλλιτεχνών, noi*
όπορτουνιστικά βεβαιώνουν όρισμένες άρχές, άλλά νιώθουν άνήμποροι να τΙς έκφράσουν καλλιτεχνικά, δηλαδή στή δική τους πραχτική, καί, έτσι, παραληρούν μέσα στήν καθαρότητα τής μορφής, που αυτή άποτελεϊ συγχρόνως καί τό ίδιο τους τό περιεχόμενο κλπ. Ή φορμαλιστική άρχή τού διαχωρισμού των πνευματικών κατηγοριών καί τής ένότη- τάς τους στή διάδοση, παρά τόν άφηρημένο χαρακτήρα της, έπιτρέπει να συμμαζέψουμε τήν άντικειμενική πραγματικότητα καί να κριτικάρου;ιε τήν αυθαιρεσία καί τήν ψεύτικη ζωή αύτοϋ, που δέν θέλει να παίξει μέ άνοιχτά χαρτιά, ή, αυτού, πού είναι άπλά |u à μετριότητα τοποθετημένη κατά τύχη σέ μια θέση έξουσίας.
Στό τεύχος τού Μάρτη τού 1933 τής «Educazione Fascista», βλέπε τό πολεμικό άρθρο τού Άργκο μέ τόν Πώλ Νιζάν («’Ιδέες ϊξω άπό τα σύνορα»), σχετικά μέ τή σύλληψη μιας καινούριας λογοτεχνίας, πού άναβλύζει άπό μίαν δ· λοκληρωμένη διανοητική καί ήθική άνανέωση. Ό Νιζάν, φαίνεται δτι τοποθετεί καλά τό πρόβλημα, δταν άρχίζει άπό τόν καθορισμό τοδ τί είναι μια όλοκληρωτική άνανέωση τής προτεινόμενης κουλτούρας καί περιορίζει τό πεδίο τής Γδιας τής έρευνας. Ή μοναδική θεμελιωμένη άντίρρηση τού Ά ρ γκο είναι ή άδυναμία νά ύπερπηδήσουμε Ινα έθνικό στάδιο, ένδσγενές τής καινούριας λογοτεχνίας καί οί «κοσμοπολίτικοι»9 κίνδυνοι τής άντίληψης τού Νιζάν. ’Απ’ αυτή τήν άποψη, πολλές κριτικές τού Νιζάν σέ δμάδες Γάλλων διανοουμένων, πρέπει νά ξαναεξεταστούν (δπως στήν «N.R.F.» (*), 6 λαϊκισμός κλπ., μέχρι τήν όμάδα τού «Monde») ίχ ι έπειδή δέν χτυπούν άκριβώς πολιτικά, άλλά, γιατί είναι άδύνατο νά μήν έκδηλωθεϊ ή νέα κουλτούρα «έθνικά» σέ συνδυασμούς καί διαφορετικές συνθέσεις, λιγότερο ή περισσότερο έτερόμορφες. Ό λο τό ρεύμα πρέπει νά έξεταστεϊ καί νά μελετηθεί άντι- κειμενικά.
’Από τήν άλλη πλευρά, γιά τή σχέση άνάμεσα στήν πο
* «N.R.F.»: «Nouvelle Revue Franfaise», (Σημ. t. ir..).
27
λιτική καί ατή λογοτεχνία, είναι άνάγκη να έχουμε πάντα αύτδ τδ κριτήριο: δτι δ λογοτέχνη; πρέπει να Ιχει άναγκα- στικά λιγότερο άκριβεΐς καί δρισμένες προοπτικές άπ’ δ,τ>. ό πολιτικός άνθρωπος. Πρέπει νά είναι λιγότερο «σεχταρι- στής», άν μπορούμε να τδ πούμε Ιτσι, άλλα μ’ ?ναν τρόπο «άντιφατικό». Για τδν πολιτικό άνθρωπο, κάθε «στερεοποιημένη» εΙκόνα a priori είναι άντιδραστική: δ πολιτικός έξε- τάζει δλο τδ κίνημα στήν έξέλιξή του. *0 καλλιτέχνης άν- τίθετα, πρέπει να Ιχει «φιξαρισμένες» είκόνες καί καταστα· λαγμένες στήν δριστική τους μορφή. Ό πολιτικός φαντάζεται τδν άνθρωπο δπως είναι καί, συγχρόνως, δπως θά ?- πρεπε νά είναι γιά να πετύχει 2ναν καθορισμένο στόχο. Ή δουλειά του συνίσταται άκριβώς στδ να καθοδηγεί τούς άν- θρώπους νά κινητοποιηθούν, νά βγούν άπδ τήν κατάσταση •πού βρίσκονται γιά νά γίνουν Ικανοί νά φτάσουν συλλογικά στδν προτεινόμενο σκοπό, δηλαδή νά «συμμορφωθούν» πρδς τδν σκοπό. Ό καλλιτέχνης άντιπροσωπεύει άπδ τά πράγματα «αύτδ πού ύπάρχει» σέ μιά συγκεκριμένη ·στιγμή, |τδ προσωπικό, τδ άντικομφορμιστικδ — καί άλλα— ρεαλιστικά. IV αύτδ άπδ πολιτική άποψη, δ πολιτικός δέν θά είναι ποτέ Ικανοποιημένος άπδ τδν καλλιτέχνη καί δέν θά είναι δυνατό νά είναι: θά τδν βρίσκει πάντα καθυστερημένο γιά τήν έποχή του, πάντα άναχρονιστικό, πάντα ξεπερασμένο άπδ τδ άληθινδ κίνημα. "Αν ή ιστορία είναι Ενα συνεχές προτσές τής άπελευθέρωσης καί τής αυτοσυνείδησης, πασιφανές είναι δτι κάθε στάδιο — σάν ιστορία— σ’ αύτή τήν περίπτωση σάν κουλτούρα, θά ξεπεραστει άμέσως καί δέν θά ένδιαφέρει πιά. Γι’ αύτδ μοΰ φαίνεται δτι πρέπει νά ά- ξιολογήσουμε τις κρίσεις τού Νιζάν πάνω στις διάφορες δ- μάδες.
’Αλλά, άπδ άντικειμενική άποψη, δπως άκόμα καί σήμερα γιά δρισμένα στρώματα τού πληθυσμού, είναι «έπίκαι- ρος» δ Βολταΐρος, Ιτσι μπορούν νά είναι έπίκαιρες — καί πράγματι είναι — αύτές οί λογοτεχνικές δμάδες καί οί καλλιτεχνικές δργανώσεις, πού αύτές άντιπροσωπεύουν. ’Αντικειμενικά σημαίνει, σ’ αύτή τήν περίπτωση, δτι ή άνάπτυξη τής διανοητικής καί ήθικής άνανέωσης δέν είναι ταυτόχρονη
28
σ’ δλα χά κοινωνικά στρώματα. ’Αλλά, κάθε άλλο, γιατί, άκόμα καί σήμερα, είναι σκόπιμο νά τό έπαναλάβουμε δτι πολλοί είναι όπαδοί τού Πτολεμαίου καί δχι τοϋ Κοπέρνικου. 'Γπάρχουν πολλοί «κονφορμισμοί» 10,πολλοί άγώνες γιά καινούριους «κονφορμιαμούς» καί διαφορετικοί συνδυασμοί άνά- μεσα σ’ αύτό πού ύπάρχει (ποικιλότροπα έκφρασμένο) καί σ’ αύτό πού δουλεύουμε γιά να γίνει (καί είναι πολλοί πού- δουλεύουν πρός αύτήν τήν κατεύθυνση). Τό να τοποθετηθούμε, άπ’ αύτή τήν άποψη, ύπέρ μιας «μοναδικής» γραμμής τοϋ προοδευτικού κινήματος, πού γ ι’ αύτήν, κάθε καινούρια κα- τάκτηση προστίθεται στίς προηγούμενες καί γίνεται ή προϋπόθεση τών καινούριων κατακτήσεων, είναι σοβαρό λάθος. Κι αύτό, δχι μόνο γιατί οΐ γραμμές είναι πολυάριθμες, άλλά άκόμα γιατί καί στήν «πιό προοδευτική» γραμμή έξακριβώ- νονται βήματα πρός τά πίσω. ’Επί πλέον, ό Νιζάν δέν μπο- ρεΓ να τοποθετήσει τό ζήτημα τής λεγόμενης «λαϊκής φιλολογίας» δηλαδή τής άνταπόκρισης, πού έχει μέσα στίς μάζες ή παραφιλολογία (περιπετειώδικη, άστυνομική, κίτρινη κλπ.), άνταπόκριση, πού ύποβοηθιέται άπό τόν κινηματογράφο καί τόν τύπο· Καί δμως, αύτό είναι τό ζήτημα που άντιπροσωπεύει τό μεγαλύτερο μέρος τοΟ προβλήματος μιας νέας φιλολογίας, γιατί είναι Ικφραση μιας διανοητικής καί ήθικής άνανέωσης. Γιατί, μόνο άπό τούς άναγνώστες τής παραφιλολογίας μπορούμε νά έπιλέξουμε Ινα άριθμητικά άρκε- τό καί άπαραίτητο κοινό, γιά νά δημιουργήσουμε τήν πολιτιστική βάση τής νέας φιλολογίας. Τό πρόβλημα, μοΰ φαίνεται, είναι αύτό: πώς νά δημιουργήσουμε Ινα σώμα λσγο τεχνών, πού ν’ άντιμετωπίζει άπό καλλιτεχνική άποψη τήν παραφιλολογία, δπως ό Ντοστσγιέφσκι άντιμετώπιζε τόν Σύ καί τόν Σουλί, ή, δπως ό Τσέστερτον, στό άστυνομικό μυθιστόρημα, τόν Κόναν Ντόϋλ καί τόν Ούάλλας κλπ.; Χρειάζεται γ ι’ αύτό τό σκοπό νά έγκαταλείψουμε πολλές προκαταλήψεις μά, πάνω άπ’ δλα πρέπει νά σκεφτοϋμε δτι δέν μπορούμε νάχουμε τό μονοπώλιο καί δχι μόνο αύτό, άλλά καί δτι Ιχουμε ένάντιά μας μιάν έξαιρετική όργάνωση έκ- δοτικών συμφερόντων.
Ή πιό συνηθισμένη προκατάληψη είναι αύτή: δτι ή και
νούρια λογοτεχνία θά πρέπει vi ταυτιστεί μέ μιά καλλιτεχνική σχολή διανοητικών άρχών, δπως Ιγινε μέ τόν φουτουρισμό. Ή πρόθεση τής νέας φιλολογίας δέν μπορεϊ παρά vi είναι ιστορική, πολιτική, λαϊκή. Πρέπει, δηλαδή, vi τείνει νά έπεξεργάζεται αύτό πού ήδη ΰπάρχει, πολεμικά ή μ’ ό- ποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αυτό πού ένδιαφέρει είναι τό δτι χώνε: τΙς ρίζες της στό humus 11 τής λαϊκής κουλτούρας, 1· τσι δπως είναι, μέ τΙς προτιμήσεις της, τΙς τάσεις της κλπ., μέ τόν ήθικό καί πνευματικό κόσμο της, άκό|ΐα κι δταν είναι καθυστερημένος καί συμβατικός.
"Ερευνα των ηθικών καί διανοητικών τάσεων καίένδιαφερόντων, πού έπικρατονν άνάμεσα ατούς
λογοτέχνες.
Σέ ποιές μορφές δραστηριότητας έχουν «συμπάθεια» ο£ ’Ιταλοί λογοτέχνες; Γιατί ή οικονομική δραστηριότητα, ή έρ- γασία, σαν άτομική ή συλλογική παραγωγή, δέν τούς ένδια- φέρει; "Αν πρόκειται στά έργα τέχνης γιά οικονομική ύ- πόθεση, τότε, αυτό πού ένδιαφέρει τούς παραγωγούς είναι ή στιγμή τοϋ νά «κατευθύνουν», τοϋ νά «έπιβάλουν», τοΰ νά «άπαιτήσουν», Ιναν «ήρωα». “Η, ένδιαφέρει ή γενική παραγωγή, ή γενική έργασία, έπειδή είναι γενικό στοιχείο τής ζωής καί τής έθνικής δύναμης καί έτσι αιτία γιά λόγια τοϋ άέρα. Ή ζωή τών άγροτών καλύπτει Ινα μεγάλο χώρο στή λογοτεχνία, άλλά καί δώ [άναφέρονται] d άγρότες δχι άπό τήν άποψη τής δουλειάς καί τής κούρασης, άλλά άπό λαο- γραφική άποψη, σαν γραφικοί άντιπρόσωποι παράξενων καί περίεργων έθίμων καί συναισθημάτων. Γι’ αύτό, ή «άγρό- τισσα» καλύπτει άκό|ΐα περισσότερο χώρο, μέ τά σεξουαλικά της προβλή|ΐατα στήν πιό έπιφανειακή καί ρομαντική μορφή τους καί γιά τό δτι ή γυναίκα, μέ τήν όμορφιά της, μπορεϊ εύκολα ν’ άνέβει σ' άνώτερα κοινωνικά στρώματα.
Ή έργασία τοϋ ύπάλληλου είναι πηγή άνεξάντλητη κωμικότητας. Σέ κάθε ύπάλληλο διαφαίνεται ό Όρόντζο Ε· Μαρτζινάτι τοϋ παλιοΰ «Τραβάζο».
30
Έ Εργασία τοϋ διανοούμενου καταλαμβάνει μικρό χώρο ή παρουσιάζεται στήν «ήρωϊκή» καί «ύπερανθρωπιστική» μορφή του, μέ τήν κωμική έπίδραση, πού οί μέτριοι συγγραφείς, ot «έξυπνάκηδες» τοϋ είδους τους, Αντιπροσωπεύουν. Καί είναι γνωστό δτι, αν Ενα; Εξυπνο; άνθρωπο; μπορεΐ νά προσποιηθεϊ τόν χαζό, Ενας ήλίθιος δέν μπορεΐ να προσποιη- θεΐ τόν ίξυπνο.
Δέν μποροϋμε να έπιβάλου;ΐ£ σέ μια ή περισσότερες γενιές συγγραφέων, νά συμπαθούν τόν Ενα ή τόν άλλον τρόπο ζωής, άλλα, όμως, μπορούμε να πούμε δτι έπίσης Ιχει μια σημασία τό γεγονός δτι μιά ή περισσότερες γενιές συγγραφέων Εχουν όρισμένα διανοητικά καί ήθικά Ενδιαφέροντα καί δχι άλλα. Αυτό δείχνει δτι μια συγκεκριμένη κατεύθυνση κουλτούρας ύπερισχύει Ανάμεσα στούς διανοούμενους. Καί 6 Ιταλικός βερισμός διαφέρει Από τα ρεαλιστικά ρεύματα τών άλλων χωρών, γιά. τό λόγο δτι ή περιορίζεται νά περιγράφει τήν «κτηνωδία» τής λεγόμενης άνθρώπινης φύσης (Ενας βε- ρισμός μέ μικροπρεπή Εννοια), ή στρέφει τήν προσοχή του στή ζωή τής Επαρχίας καί τής ύπαίθρου, σ’ αύτό πού ήταν ή Βασιλευομένη Ιταλία, σ’ Αντίθεση μ’ αύτό πού ήταν ή «μοντέρνα» γραφειοκρατική ’Ιταλία: δέν προσφέρει Αξιόλογες Αναπαραστάσεις δουλειάς καί κόπου. Γιά τούς διανοούμενους τής βεριστικής τάσης, ή άνιαρή άνησυχία δέν σταθεροποίησε (δπως στή Γαλλία) μιάν έπαφή μέ τις ήδη «Εθνικοποιημένες» λαϊκές μάζες, μέ μιά Εννοια ένωτική, άλλά Εδωσε τά στοιχεία άπό τά όποια φαινόταν δτι ή Βασιλευομένη ’Ιταλία δέν ήταν άκόμα ένωμένη. Κατά τά άλλα, ύπάρχει διαφορά άνάμεσα στόν βερισμό τών συγγραφέων τού Βορρά άπ’ αύτόν τών συγγραφέων τοϋ Νότου (π.χ. δ Βέργκα, στόν όποιον ή έπιθυμία του γιά τήν ένοποίηση τής ’Ιταλίας ήταν πολύ δυνατή, δπως φαίνεται άπό τήν τοποθέτησή του τό 1920 Απέναντι στό αύτονομιστικό κίνημα τής «Sicilia nuova).
’Αλλά, δέν είναι άρκετό τό γεγονός δτι, οΕ συγγραφείς δέν ΘεωροΟν άξια «Επους» τήν παραγωγική δραστηριότητα, πού, παρ’ δλ’ αύτά, άντιπροσωπεύει δλη τή ζωή τών δραστήριων στοιχείων τού πληθυσμοϋ: δταν άσχολοϋνται, ή τοποθέτησή τους είναι ίδια μέ αύτήν τού πατέρα Μπρεσάνι.
31
Πρέπει νά είδωθούν τα κείμενα τοΰ Λουίτζι Ροΰσο πάνω στό Βέργκα καί στόν ’Ιωσήφ Καίσαρα "Αμπα. Ό I. Κ. "Αμπα μπορεΐ ν’ άναφερθεΐ σάν ιταλικό παράδειγμα «έθνι- κολαϊκοΰ» συγγραφέα, άν καί δέν είναι «λαϊκιστής» καί δέν άνήκει σέ κανένα ρεϋμα, πού κριτικάρει για λογαριασμό έ- νός κόμματος ή σεχταριστικά τή θέση τής άρχουσας τάξης. Δέν πρέπει νά άναλυθοΰν μόνο τά κείμενα τοΰ Ά μπα πού έχουν ποιητική άξια, άλλα καί τ’ άλλα, δπως έκεΐνο πού ά- πευθύνεται στούς στρατιώτες, πού βραβεύθηκε άπό τις κυβερνητικές καί στρατιωτικές άρχές καί γιά κάμποσο χρόνο είχε διαδοθεί στόν στρατό· Γιά τόν ίδιο λόγο, πρέπει ν* θυμηθούμε τό δοκίμιο τοΰ Παπίνι, δημοσιευμένο στήν «ΪΛΟβΓΐ»» μετά τά γεγονότα τοΰ Ίούνη τοΰ 1914. Ή θέση τοΰ ’Αλφρέν- το Ό ριάνι12 πρέπει έπίσης νά τονιστεί, άλλά αύτή είναι πολύ άφηρημένη καί ρητορική, κι άκόμα διεφθαρμένη άπό τόν τίτανισμό 13 της καί τήν άκατανόητη φύση της. "Ενα πράγμα είναι σημαντικό στό ιργο τοΰ Πιέρρο Ζαχιέρ (άς θυμηθούμε τή συμπάθεια τοΰ Ζαχιέρ γιά τόν Π ρουντόν), καί λού'κο- στρατιωτικοΰ χαρακτήρα, κακώς δμως διανθισμένο άπό τό βιβλικό και κλαυδιανό ΰφος τοΰ συγγραφέα, πού συχνά τόν κάνει δυσάρεστο καί λιγότερο άποτελεσματικό, γιατί μασκα- ρεύει μιά ύπεροπτική μορφή τής ρητορικής. "Ολη ή λογοτεχνία Στραπαέζε 14 θά Ιπρεπε νά είναι «έθνικο-λαϊκή», σάν πρόγραμμα, άλλά είναι άκριβώς λόγω προγράμματος αύτό πού τήν έχει κάνει μιά ύποδεέστερη έκδήλωση τής κουλτούρας. Ό Λονγκανέζι θά πρέπει νά έχει γράψει Ινα βιβλιαράκι γιά τΙς στρατολογίες, δπου έπισημαίνει πώς ο£ σκάρτες έθνικο-λαϊκές τάσεις γεννιούνται περισσότερο ίσως άπό κάθί τι άλλο άπό στρατιωτικές προκαταλήψεις.
Ή έθνικο-λαΐκή προκατάληψη στήν τοποθέτηση τοΰ κρι- τικο-αίσθητικού καί ήθικο-πολιτιστικοΰ προβλήματος, φαίνεται ξεκάθαρα στό έργο τοΰ Λουίτζι Ροΰσσο (πρέπει νά δούμε τό βιβλιαράκι του πάνω στούς «’Αφηγητές»), σάν Αποτέλεσμα μιας έπιστροφής στήν πείρα τού Ντέ Σάνκτις μετά τό σημείο άφιξης τοΰ Κροτσιανισμοΰ.
Πρέπει νά παρατηρήσουμε δτι κατά βάθος ό Μπρεσα- νισμός είναι άντεθνικός καί ένάντια στό κράτος άτομικισμός,
άκόμα καί δίαν καί δπου καλύπτεται πίσω από μανιώδη έθ- νικισμό καί άπό ύπερβολική ύπεράσπιση τοϋ κράτους. «Κράτος» σημαίνει κατ’ έξοχήν συνειδητή κατεύθυνση |ΐεγά- λων έθνικών μαζών. Είναι, λοιπόν, μιά συναισθηματική καί Ιδεολογική έπαφή μέ τέτοιες μάζες καί, σ’ Ινα όρισμένο βαθμό, συμπάθεια καί κατανόηση των άναγκών καί τών αίτημά- των τους. Τώρα, ή άπουσία μι&ς έθνικο-λαϊκής λογοτεχνίας πού όφείλεται στ'ις προκαταλήψεις καί στα συμφέροντα λόγω αυτών τών άναγκών καί τών αίτημάτων, Ιχει άφήσει τή λογοτεχνική «άγορά» άνοιχτή στήν διείσδυση δμάδων διανοουμένων άλλων χωρών, πού, «έθνικο-λαϊκοί» στήν πατρίδα τους, παραμένουν τέτοιοι καί στήν ’Ιταλία, γιατί τα αίτήμα- τα καί ot άνάγκες, πού προσπαθοϋν νά Ικανοποιήσουν, είναι Τδια καί στήν ’Ιταλία. "Ετσι, δ λαός τής ’Ιταλίας Ιχει παθιαστεί άπό τό γαλλικό [στορικδ-λαϊκδ μυθιστόρημα (καί συνεχίζει νά παθιάζεται, δπως δείχνουν καί ot πιό πρόσφατα κατάλογοι βιβλίων) μέ τις γαλλικές παραδόσεις, μοναρχικές καί έπαναστατικές καί γνωρίζει τή λαϊκίστικη φιγούρα τοΟ ’Ερρίκου τοΟ Δ ', περισσότερο άπό έκείνη τοϋ Γκαριμπάλνη, τήν έπανάσταση τοΟ 1789 περισσότερο άπό τό Ριζορτζιμέν- το, τις κατηγορίες τοΟ Βίκτωρα Ουγκδ ένάντια στόν Ναπο- λέοντα τόν Γ ' περισσότερο άπό τις έπιθέσεις τών ίταλών πατριωτών ένάντια στόν Μέττερνιχ, παθιάζεται γιά Ινα ξένο παρελθόν χρησιμοποιώντας στό λεξιλόγιό του καί στή σκέψη του μεταφορές καί άναφορές τής γαλλικής κουλτούρας κλπ., είναι δηλαδή πολιτιστικά περισσότερο Γάλλος παρά ’Ιταλός.
Για τήν έθνικο-λαϊκή κατεύθυνση, πού δόθηκε άπό τόν Ντέ Σάνκτις μέσα άπό τήν δραστηριότητά του σαν κριτικοϋ, πρέπει νά δοΟμε τό ϊργο τοΟ Λουίτζι Ροϋσσο: «Ό Φραγκίσκος Ντέ Σάνκτις καί ή Ναπολιτάνικη κουλτούρα 1860 - 1885», Ικδοση «Ή νέα ’Ιταλία» 1928, καί τό δοκίμιο τοΟ Ντέ Σάνκτις «Επιστήμη καί Ζωή». ΜποροΟμε ίσως νά ποΟ- με δτι δ Ντέ Σάνκτις Ιχει καταλάβει πάρα πολύ καλά τήν άντίθεση μεταξύ τής «Μεταρρύθμισης» καί τής «’Αναγέννησης», δηλαδή άκριβώς τήν άντίθεση μεταξύ τής ζωής καί τής έπιστήμης, πού ύπήρχε στήν ιταλική παράδοση σάν μιά ά-
888
δυναμία τής έθνικοκρατικής δομής καί προσπάθησε πολύ ν4 άντιδράσει ένάντιά της· Ν4 γιατί σ’ Ινα όρισμένο σημείο ξεκόβεται άπό τόν κερδοσκοπικό ιδεαλισμό καί πλησιάζει στόν θετικισμό καί στόν βερισμό (συμπάθεια γι4 τόν Ζολά, δπως ό Ροϋσσο γι4 τόν Βέργκα καί τόν ΝτΙ Τζιάκομο). "Οπως φαίνεται να παρατηρεί ό Ροϋσσο στό βιβλίο του (*) «...τό μυστικό τής άποτελεσματικότητας τοΰ Ντέ Σάνκτις πρέπει να έρευνηθεΐ στό δημοκρατικό του πνεϋμα, πού τόν κάνει καχύποπτο καί έχθρικό σέ κάθε κίνημα ή σκέψη, πού άποκτά χαρακτήρα άπολυταρχικό καί προνομιούχο’ πρέπει ν4 έρευνηθεΐ καί στήν άνάγκη ν’ άντιληφθεΐ τήν μελέτη σαν στιγμή μιας πιό εύρείας δραστηριότητας πνευματικής καί πραχτικής, πού περιέχεται σέ μια διατύπωση σέ μια φημισμένη διάλεξή του: «’Επιστήμη καί ζωή».
Ή άντιδημοκρατικότητα τών Μπρεσανιστών συγγραφέων δέν έχει καμιά πολιτικά άξιόλογη καί συνεπή σημασία. Είναι ή μορφή άντίθεσης σέ κάθε μορφή έθνικολαϊκοΰ κινήματος, καθαρισμένη άπό τό οίκονομικο-συντεχνιακό πνεύμα τής τάξης μεσαιωνικής καί φεουδαρχικής καταγωγής.
Άλφρέντο Όριάνι.
Π ρέπει να τόν μελετήσουμε σαν τόν πιό τίμιο καί θερμό, άπό τούς ’Ιταλούς διανοούμενους τής παλιάς γενιάς, έκ- πρόσωπο τοΰ έθνικο-λαϊκοϋ μεγαλείου τής ’Ιταλίας. Ή θέση του, άκριβώς γιατί δέν κάνει έποικοδομητική κριτική, είναι αΙτία καί τής άτυχίας του καί τών άποτυχιών του. Σέ ποιόν άναφέρεται ό Όριάνι, στήν πραγματικότητα; Ό χ ι στίς κυρίαρχες τάξεις, άπ’ δπου — παρ’ δλ’ αύτά— πε- ρίμενε άναγνώριση καί τιμές, άν καί είχε κάνει διαβρωτικές διατριβές. Ό χ ι στούς ρεπουμπλικάνους, πρός τα διανοητικά σχήματα, δμως, τών όποιων προσομοιάζονται τ4 δικά του, που είχαν τήν τάση τής κατηγορίας. Ό «Πολιτικός Άγώ-
* Ή κριτική τοΟ Τζ. Μαρτζότ, οτή «Νίΐον» Ι&1Ϊ8> τοΟ Μάτ,1932.
34
νας» δίνει τήν έντύπωση τοϋ μανιφέστου γιά Sva μεγάλο έ- Ονικολαϊκό, δημοκρατικό κίνημα, άλλά 6 Όριάνι είναι πολύ Ιμποτισμένος άπό Ιδεαλιστική φιλοσοφία, πού σχηματιζόταν τήν έποχή τής Αποκατάστασης, γιά να μάθει v i μιλάει στό λαό σαν άρχηγός καί ταυτόχρονα σαν ίσος, γιά να κάνει δ ϊδιος ό λαός τήν αύτοκριτική του καί τήν κριτική τών άδυ- ναμιών του, χωρίς — παρ’ δλ’ αυτά— να τόν κάνει να χάσει τήν έμπιστοσύνη στις δυνάμεις του καί στό μέλλον του· TÒ έλάττωμα του Όριάνι βρίσκεται σ’ αύτόν τόν καθαρά διανοητικό χαρακτήρα τών κριτικών του, πού δημιουργεί μιά νέα δογματική καί άφηρημένη μορφή. Παρ’ δλ’ αύτά, ύπάρχει Sva κίνημα άρκετα ύγιοΰς σκέψης, που σ’ αύτή θά Ιπρεπε να έμβαθύνουμε. Ή τύχη τοΟ Όριάνι, σ’ αύτή τήν τελευταία περίοδο, είναι Sva έπικήδειο βαλσάμωμα παρά ένα άνασκίρτημα καινούριας ζωής τής σκέψης του.
Όντας άναγκαΐο να γράψουμε κάτι πάνω στόν Όριάνι, πρέπει να πάρουμε ύπ’ δψη μας τό κομμάτι που τοϋ άφιερώ- νει 6 Σκαρφόλιο (*). Γιά τόν Σκαρφόλιο (πού γράφει γύρω στά 1884) 6 Όριάνι είναι Ενας άδύναμος, ίνας νικημένος, πού παρηγοριέται κατατροπώνοντας δλα καί δλους. «Ό κύριος τοϋ «Μ-άντζολε» ?χει φορτωμένη τή μνήμη του άπό βιαστικά καί άποσπασματικά διαβάσματα, άπό θεωρίες που 3έν τΙς ?χει καταλάβει καί χωνέψει καλά, άπό φαντάσματα άδύνατα καί άσχημα φτιαγμένα. Πάνω άπ’ δλα τό έργα- λεΐο τής γλώσσας του δεν στέκεται πολύ σίγουρα στά χέρια του». Είναι ένδιαφέρον Sva άπόσπασμα, ίσως άπό τό βι- ■βλίο «Κουαρτέτο», πού σ’ αύτό 6 Όριάνι γράφει: «Νικημένος σέ κάθε μάχη καί χλευασμένος, δπως δλοι οί νικημένοι, δέν ξέπεσα ούτε θα ξεπέσω ποτέ στήν άνοησια τής έπανά- ληψης, στήν κατάντια τοϋ να κλαίω τή μοίρα μου, λέγοντας:
* «Τδ βιβλίο τοδ Δόν Κιχώτη» τοΟ Ε. Σκαρφόλιο, σελ. 227, οτίς έκίόαεις Μοντατόρι, 1925. Είναι iva ίπειοόδιο τοΟ άγώνα γιά τήν άνανέωαη τί)ς ιταλικής κουλτούρας καί τήν ίξάλειψη τοΟ έπαρ- χιώτικου χαρακτήρα της. Αύτό καθ' éauxò τή βιβλίο elvai μέτριο. ’Αξίζει γιά τήν ίποχή του καί γιατί Γοως στάθηχβ ή πρώτη προσπάθεια αύτοΟ τοΟ εΤϊους.
35
«ot νικημένοι κάνουν λάθος». Αύτό τό κομμάτι μοϋ φαίνεται σάν βασικό τοϋ χαρακτήρα τοϋ Όριάνι, που ήταν Ινας άνθρωπος μέ άδύνατη θέληση, πάντα δυσαρεστημένος μ’ δλους, γιατί κανένας δέν άναγνώριζε τήν ιδιοφυία του καί γιατί, κατά βάθος, άρν.ότανε νά πολεμήσει γιά vi έπιβληθεΐ, δηλαδή είχε μιάν άρκετά περίεργη έκτίμηση ό ίδιος γιά τόν έαυτό του. Είναι Ινας ψευτοτιτάνας καί παρά τα όρισ|ΐένχ άναντίρρητα χαρίσματά του, προέχει σ’ αύτόν ή έπαρχιώ- τικη «Ακατάληπτη ιδιοφυία», πού όνειρεύεται τή δόξα, τή δύναμη, τόν θρίαμβο, ?τσ> άκριβώς δπως ή δεσποινίδα όνει- ρεύεται τόν γαλάζιο πρίγκιπα.
Φλοριάνο NxkX Σέκολο.
Συνεισφορά στή βιογραφία τοϋ Όριάνι. Μέ άνέκδοτα γράμματα, στόν «Πήγασο» τού Όχτώβρη τοΟ 1930. Ό Όριάνι έμφανίζεται, στή λεγάμενη «τραγωδία» τής διανοητικής ζωής του, τής άκατάληπτης «ιδιοφυίας» του άπό τό έθνικό κοινό, τοϋ άπόστολου χωρίς άκολούθους κλπ. ΤΗταν, δμως, ό Όριάνι, πού ήταν άκατανόητος ή έπρόκειτο γιά μιά σφίγγα χωρίς αίνιγμα, γιά 2να ήφαίστειο, πού βγάζει άπό μέσα του μονάχα ποντικάκια; Καί τώρα έχει μετα- τραπεΐ ό Όριάνι σέ «λαϊκό», σέ «δάσκαλο τής ζωής» κ.λ.π.; Πολλά κείμενα δημοσιεύονται γ ι’ αύτόν, άλλά, έχει αγοραστεί κι έχει διαβαστεί ή έθνική έκδοση τών Ιργων του; ’Αμφίβολο.
Όριάνι καί Σορέλ (στή Γαλλία). Ό Σορέλ, δμως, στάθηκε έξαιρετικά πιό έπίκαιρο; άπό τόν Όριάνι. Γιατί, ό Όριάνι δέν κατάφερε νά σχηματίσει μιά σχολή, μιά όμάδα όπαδών ,γιατί δέν όργάνωσε Ινα περιοδικό; Ήθελε ν’ άνα- γνωριστεΐ, χωρίς καμιά προσπάθεια άπό τή μεριά του (έκτός άπό τά κλαψουρίσματα στούς πιό στενούς του φίλους). Τοΰ Ιλειπε ή θέληση, ή πραχτική ικανότητα καί ήθελε νά έπι- δράσει πάνω στήν ήθική καί πολιτική ζωή τοΟ Ιθνους. Αυτό πού τόν Ικανέ άντιπαθητικό σέ πολλούς θά Ιπρεπε νά είναι αύτή άκριβώς ή ένστικτώδικη κρίση δτι έπρόκειτο γιά |ΐιάν άσθενή θέληση, ή όποία ήθελε νά καταξιωθεί πρίν όλοκλη-
36
ρώσει τό Ιργο, v i άναγνωρισθεΐ σαν «Ιδιοφυία», oiv «άρχη- γός», oiv «δάσκαλος» θείω δικαίω, μ ιΐ διαβεβαίωση, πού δ ίδιος άνέτρεπε. Βέβαια, ό Όριάνι θά πρέπει νάχει πλησιάσει τόν Κρίσπι, σαν ψυχολογία, καί σ’ Ινα όλόκληρο στρώμα Ιταλών διανοουμένων, πού σ’ όρισμένους κατώτερους Εκπροσώπους, ξεπέφτει στό γελοίο καί στήν φάρσα τοϋ νοΟ.
Ό Κρότοε χαΐ ή λογοτεχνική κριτική.
Ή αίσθητική τοΟ Κρόισε γίνεται κανόνας. Γίνεται μι i «ρητορική»; θα ήταν άναγκαίο νά Εχει διαβαστεί τό άρθρο του «Aesthetica in nuce» (άρθρο, πάνω στήν αίσθητική, στήν τελευταία Εκδοση τής Βρετανικής Εγκυκλοπαίδειας»). Μιά διαβεβαίωση αύτής τής ίδιας, λέει δτι ό πρωταρχικός ρ όλ ο ς τής σύγχρονης αίσθητικής πρέπει v i είναι «ή άνα- νέωση καί ή ύποστήριξη τοϋ κλασικισμοΟ ένάντια στόν ρο- |ΐαντισμό, τής συνθετικής, θεωρητικής, καί φορμαλιστικής στιγμής, πού είναι χαρακτηριστική τής τέχνης, ένάντια σ’ ¿κείνη τήν παθητική στιγμή, πού ή ίδια ή τέχνη Εχει σαν στόχο να τήν έπιλύει μόνη της». Αύτό τό κομμάτι δείχνει ποιές είναι οί «ήθικέ;» φροντίδες τοΟ Κρότσε, πέρα άπδ τις αΙσθητικές, δηλαδή οί «πολιτιστικές» του φροντίδες, ό- πότε καί «πολιτικές». θ ά άξιζε να έρευνηθεί άν ή αίσθητι- κή, oiv έπιστήμη, μπορεΐ νά Εχει κι άλλους ρόλους Ικτός άπό τήν Επεξεργασία μιας θεωρίας τής τέχνης, τοΟ ώραίου καί τής Εκφρασης. Έδώ, αίσθητική σημαίνει «κριτική στήν πράξη», στό «συγκεκριμένο»; Ή κριτική, δμως στήν πράξη δέν θα Επρεπε να κριτικάρει μόνο, δηλαδή, v i κάνει συγκεκριμένη τήν Ιστορία τής τέχνης, τών «άτομικών καλλιτεχνικών ¿κφράσεων»;
Κριτήρια μεθόδου.
θα ήταν ανόητο v i Εχουμε τήν άπαίτηση άπό τή φιλολογία μιας χώρας v i παράγει, κάθε χρόνο ή κάθε 10 χρόνια, Ινα Εργο σάν τούς «Άρραβωνιασμένους» ή oiv τούς «Τάφους» κλπ. ’Ακριβώς γ ι’ αύτό, ή φυσιολογική κριτική δρα
87
στηριότητα δεν μπορεΐ νά μήν έχει κατ’ έξοχήν «πολιτιστικό» χαρακτήρα καί νά είναι μια κριτική «τάσεων», άπο- φεύγοντας μια συνεχή σφαγή. (Καί, σ’ αυτή τήν περίπτωση, πώς νά διαλέξεις τό έργο, πού θα κατακρεουργήσεις, τόν συγγραφέα πού θ’ άποδείξειβ ξένον μέ τήν τέχνη; Αύτό φαίνεται νά είναι ένα πρόβλημα πού μπορούμε να παραμερίσουμε. ’Αντίθετα, είναι βασικότατο, άν τό σκεφθοϋμε άπό τήν άποψη τής σύγχρονης όργάνωσης τής πολιτιστικής ζωής). Μια κριτική δραστηριότητα, πού θα ήταν διαρκώς άρνητι- κή, καμωμένη άπό κατακριτικές, άπό άποδείξεις δτι πρόκειται για «μή ποίηση» καί δχι γιά «ποίηση», θα γινόταν άνιαρή καί συγκεχυμένη. Ή «έκλογή», θα έδινε τήν έντύ- πωση δτι κυνηγάς τόν άνθρωπο ή θα μπορούσε νά θεωρηθεί «περιπτωσιακή», δπότε καί έπουσιώδης.
Φαίνεται βέβαιο δτι ή κριτική δραστηριότητα θα πρέπει πάντα να Ιχει μιά φυσιογνωμία θετική, μέ τήν έννοια δτι πρέπει ν’ Αποκαλύπτει στό ¡Εργο πού έξετάζεται μιά θετική άξία, πού, άν δέν μπορεΐ νά είναι πολιτιστική, δπότε δέν θα είναι καί τόσο σημαντικό τό μεμονωμένο βιβλίο, έκτός έξαιρετικών περιπτώσεων, δσο ο[ δμάδες δουλειάς, πού άρχισαν νά έργάζονται, λόγω πολιτιστικής τάσης. Γιά τήν «έκλογή»: τό πιό άπλό κριτήριο, έκτός άπό τήν διαίσθηση τού κριτικού καί τή συστηματική έρευνα δλης τής λογοτεχνίας, έργο τεράστιο, πού είναι σχεδόν άδύνατο νά πραγματοποιηθεί άπό Sva μόνο άτομο, φαίνεται δτι είναι έκεΐνο τής «έκδοτι- κής έπιτυχίας», έννοούμενης διπλά: «άναγνωστική έπιτυχία» καί «Ιπιτυχία πού έπιδιώχθηκε άπό τούς έκδότες», πράγμα, πού σέ δρισμένες χώρες, δπου ή πνευματική ζωή έλέγχεται άπό κυβερνητικά δργανα, έχει έπίσης τή σημασία του, γιατί δείχνει ποιά κατεύθυνση θα ήθελε vi δώσει τό Κράτος στήν έθνική κουλτούρα.
Ξεκινώντας άπό τά κριτήρια τής Κροτσιανής αισθητικής, παρουσιάζονται τά ίδια προβλήματα: έπειδή «χωρία* ποίησης μπορούν νά βρεθούν παντοϋ, στα «Εικονογραφημένα. Ρομάντζα», δπως καί στό στεγνά έξειδικευμένο έπιστημονι- κό έργο, δ κριτικός θά έπρεπε νά γνωρίζει «τά πάντα», γιά νά είναι σέ θέση ν’ άποκαλύψει τό «μαργαριτάρι» μέσα στή
λάσπη. Στήν πραγματικότητα, κάθε κριτικός αισθάνεται δτι είναι μέρος μιας όργάνωσης τής κουλτούρας, πού δουλεύει σά σύνολο. Αύτό πού ξεφεύγει σέ Ιναν, «βγαίνει στήν έπι- φάνεια» καί σημειώνεται άπό Ιναν άλλο κλπ. ’Ακόμα καί ή άπονομή τών «λογοτεχνικών βραβείων», δέν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μιά έκδήλωση λιγότερο ή περισσότερο δργανωμενη, μέ μεγαλύτερα ή μικρότερα στοιχεία άπάτης, αύτής τής ύ- πηρεσίας τής συλλογικής «σημειολογίας» τής στρατευμένης λογοτεχνικής κριτικής.
II ρέπει νά σημειώσουμε δτι, σέ δρισμένες Ιστορικές περιόδους, ή πραχτική δραστηριότητα μπορεΐ ν’ άπορροφήσει τά μεγαλύτερα δημιουργικά πνεύματα ένός Ιθνους. Κατά μιά δρισμένη Ιννοια, σέ τέτοιες περιόδους, δλες οί καλύτερες άν- θρώπινες δυνάμεις συγκεντρώνονται στή δουλειά τή σχετική μέ τή βάση καί δέν μπορούμε άκόμα νά μιλήσουμε γιά έποι- κοδόμημα. Σ’ αύτή τή βάση, στήν Ά|χερική ίχει κατασκευαστεί ή κοινωνιολογική θεωρία, πού θάπρεπε νά δικαιολογήσει τήν άπουσία μιας πολιτιστικής - άνθρωπιστικής καί καλλιτεχνικής— άνθησης στίς Η.Π.Α. Σέ κάθε περίπτωση, αύτή ή θεωρία, γιά νά ίχει τουλάχιστον §να πρόσχημα δικαιολογίας, πρέπει νά είναι σέ θέση νά παρουσιάσει μιά πλατιά δημιουργική δραστηριότητα στό πραχτικό πεδίο, άν καί μένει χωρίς άπάντηση τό ζήτημα: ’ Αν αύτή, ή «ποιητικο- δημιουργική» δραστηριότητα ύπάρχει καί είναι ζωντανή, έ- ξυψώνοντας δλες τΙς ζωντανές δυνάμεις, τΙς ένέργειες, τούς πόθους, τούς ένθουσιασμούς το0 άνθρώπου, πώς καί δέν έξυ- ψώνει τήν λογοτεχνική ένεργητικότητα καί δέν δημιουργέ? μιάν Ιπική δραστηριότητα; *Αν αύτό δέν συμβαίνει, γεννιέται ή εύλογη άμφιβολία δτι πρόκειται γιά γραφειοκρατικές ένέργειες δυνάμεων δχι διεθνώς έξαπλωμένων, άλλά καταπιεστικών καί άπάνθρωπων: Μπορούμε νά διανοηθσΰμε δτι οί κατασκευαστές τών πυραμίδων, οΐ σκλάβοι, πού τούς μαστίγωναν, μπορούσαν νά άντιληφθοΰν λυρικά τή δουλειά τους; Πρέπει ν’ άποκαλύψουμε δτι οί δυνάμεις, πού διευθύνουν αύτή τήν ύπερμεγέθη πραχτική δραστηριότητα, δέν είναι καταπιεστικές μονάχα δσον άφορδ τήν όργανική δουλειά, αύ- τδ πού μπορεΐ νά γίνει κατανοητό, άλλά, είναι καθολικά κα
ταπιεστικές, αύτό, άκριβώς, πού είναι τυπικό, καί γίνεται αίτια νά έκδηλώνεται, δπως στήν ’Αμερική, μιά όρισμένη καλλιτεχνική ένεργητικότητα σ’ αυτούς, πού δέν ύποτάσσον- ται στήν όργάνωση τής πραχτικής δραστηριότητας, πού αύ- τή ή ίδια θά ήθελε νά είναι παραδεκτή σαν «έπική». Παρ’ δλ’ αύτά, ή κατάσταση είναι χειρότερη έκεϊ, δπου στήν καλλιτεχνική μηδαμινότητα δέν άνταποκρίνεται οδτε μιά πρα- χτικο-δομική δραστηριότητα ένός όρισμένου μεγαλείου καί ή καλλιτεχνική μηδαμινότητα δικαιολογείται μέ μια πραχτι- κή δραστηριότητα πού «θά έπαληθευθεϊ» καί μΐ τή σειρά της θά παράγει μιά καλλιτεχνική δραστηριότητα·
Στήν πραγματικότητα, κάθε άνανεωτική δύναμη είναι καταπιεστική σέ σχέση μέ τούς άντιπάλους της, άλλά έπειδή άκριβώς άποδεσμεύει τις λανθάνουσες δυνάμεις, χΐς δυναμώνει, τΙς ανυψώνει, Εχει τήν δυνατότητα έξάπλωσης κι αύτή ή έξάπλωση είναι τό κυριότερο χαρακτηριστικό πού τή διακρίνει. ΟΙ άνανεώσεις, μ’ όποιοδήποτε δνομα κι δν παρουσιάζονται, καί Ιδιαίτερα οί άνανεώσεις πού συμβαίνουν στήν σημερινή έποχή, είναι καθολικά καταπιεστικές. Ό «πατέρας Μπρεσάνι», ή Μπρεσανική λογοτεχνία, έπικρατεΐ. Ή ψυχολογία, πού Εχει προηγηθεϊ άπό μιά τέτοια πνευματική έκδήλωαη, είναι έκείνη, πού δημιουργήθηκε άπό τόν πανικό, άπό τόν κοσμικό φόβο των θεϊκών δυνάμεων, πού δέν είναι άντιλη-χές καί δέν μπορούμε νά τΙς έλέγξουμε διαφορετικά, παρά μέ μιά καθολική, άναγκαστική καταπίεση. Έ θύμηση αυτού τού πανικού (στήν όξύτερη φάση του) παρα- τείνΐ'αι έ~’ι πολύ καί διευθύνει τΙς έπιθυμίες καί τά συναισθήματα. Ή έλευθερία και ό δημιουργικός αυθορμητισμός έ- ξαφανίζονται καί παραμένει ό φθόνος, τό έκδικητικό πνεύμα, ή ήλίθια τύφλωση, καλυμμένη άπό ίησουίτικη γλυκύτη- τα. Τά πάντα γίνονται πραχτική (στήν πιό έξευτελιστική ϊννοια), δλα είναι προπαγάνδα, πολεμική, ύπονοού|ΐενη άρνηση σέ γλοιώδη μορφή, στενή, συχνά χυδαία καί άνατρε- πτική, δπως στόν «Εβραίο τής Βερόνας».
Ζητήματα τής λογοτεχνικής νεότητας μιάς γενιάς. Βέβαια, γιά νά κρίνουμε Ινα συγγραφέα, τού όποίου έξετάζε- ται τό πρώτο βιβλίο, θά πρέπει νά πάρουμε ύπ’ δψη μας τήν
40
«ήλικία», γιατί ή γνώμη θά ’ναι πάντα καί σέ έπίπεδο κουλτούρας: 2νας άγουρος καρπός ένός νέου, μπορεϊ να έκτιμη- θεί σάν μιά ύπόσχεση καί νά πάρει κουράγιο. ’Αλλά τά πρωτόλεια δέν είναι ύποσχέσεις, άν καί φαίνονται νά ’χουν τήν ίδια γεύση τών άγουρων καρπών.
«ÌV’ άποτελείς /ίίάν έτιοχή».
Στή «Νέα ’Ανθολογία» στις 16 Όχτώβρη τοΟ 1928, 6 ΆρθοΟρος Κάλτζα γράφει: «Πρέπει v i άναγνωρίσουμε δτι, άπ’ τό 1914 καί έδώ, ή λογοτεχνία Ιχει χάσει δχι μόνο τό κοινό πού τήν Ετρεφε ( ! ) , άλλά κι έκεϊνο πού τής πάρετε τή θεματολογία, θέλω ν ί πώ, δτι, σ’ αύτή, τή δική μας Εύ· ρωπαϊκή κοινωνία, πού περνά τώρα μιά άπό ’κείνες τις πιό ταραγμένες στιγμές ήθικής καί πνευματικής κρίσης, ot όποιες προετοιμάζουν (!) τις μεγάλες άνακατατάξεις 6 φιλόσοφος, όπότε — άναγκαστικά— καί 6 ποιητής, 6 μυθι- στορηματογράφος καί 6 θεατρικός συγγραφέας, βλέπουν γύρω τους, περισσότερο, μιά κοινωνία «σέ έξέλιξη», παρά μιά κοινωνία διευθετημένη καί σταθεροποιημένη σ’ Ινα καθορισμένο σχήμα ήθικής καί πνευματικής ζωής, περισσότερο άκαθόριστη καί εύμετάβλητη έμφάνιση τών έθίμων καί τής ζωής, παρά τή; ζωής καί τών έθίμων, που είναι ισχυρά σταθεροποιημένα καί όργανωμένα: περισσότερο σπόρους καί βλαστούς, παρά άνθισμένα λουλούδια καί ώριμους καρπούς. ’Από ποϋ προέρχεται τό δτι, δπως Ιγραφε αύτές τις |ΐέρες μ’ Ιξοχο τρόπο 6 διευθυντής τής «Tribuna» [Ρομπέρτο Φόρκεζ - Νταβαντζάκ] καί ξχουν κατόπιν έπαναλάβει καί «τονίσω Ιδιαίτερα» άλλες έφημερίδες, «ζοϋμε στόν μεγαλύτερο καλλιτεχνικό παραλογισμό, άνάμεσα σ’ δλους τούς καλλιτεχνικούς τρόπους γραφής καί σ’ δλες τις προσπάθειες χ ω ρ ί ς - π α ρ α π έ ρ α δ υ ν α τ ό τ η τ α v i ά π ο τ ε λ ο ϋ - ϊ ΐ ε μ ι ά ν è π ο χ ή ».
Πόσα άχρηστα λόγια άνάμεσα στόν Κάλτζα καί τόν Φόρκεζ - Νταβαντζάκ· Ά ραγε, μονάχα σήμερα ύπάρχει ιστορική κρίση; Καί δέν είναι άντίθετα άληθΐνό δτι ειδικά
41
στίς περιόδους ιστορικής κρίσης, τα πάθη, τα ένδιαφέροντα καί τα συναισΙ^ματα έξάπτονται καί Ιχουμε, στή λογοτεχνία, τόν «οο;ιαντισμό» ; Τα θέματα τών δύο συγγραφέων χωλαίνουν καί στρέφονται ένάντια στους δημιουργούς τών θεμάτων. Πώς συμβαίνει και ό Φόρκεζ - Νταβαντζάκ δέν άντιλαμβά- νεται τό γεγονός δτι άκόμα κι άν δέν έχεις την ικανότητα v i άποτελεις μιάν έποχή, δεν μπορεΐ νά περιοριστεί στην τέχνη, άλλα περικλείει δλη τή ζωή; Ή άπουσία μιδς καλλιτεχνικής όργάνωσης (μέ την έννοια πού μπορεΐ να γίνει κατανοητή ή έκφραση), συνδέεται μέ τήν άπουσία ήθικής καί πνευματικής τάξης πραγμάτων, δηλαδή, είναι συνδε- δεμένη μέ τήν άπουσία μιας όργανικής ιστορικής έξέλιξης. Ή κοινωνία περιστρέφεται γύρω άπό τόν έαυτό της, δπως Ινας σκύλος, πού θέλει να πιάσει τήν ούρά του, άλλα αύτή ή έμφάνιση τής κίνησης δέν είναι άνάπτυξη.
Ή γλωοσολογική Ικφραοη τής λέξης, γραφτή καί προφοριχή καί οί άλλες τέχνες.
Ό Ντέ Σάνκτις, σέ μερικά κομμάτια, γράφει δτι αυτός, πρίν γράψει Ινα δοκίμιο ή πρίν κάνει μιά διδασκαλία σ’ Ινα άσμα τοϋ Ντάντε π.χ., διάβαζε πολλές φορές δυνατά τό άσμα, τό άποστήθιζε κλπ. Αύτό ύπενθυμίζεται γιά v i στηρίξουμε τήν παρατήρηση δτι τό καλλιτεχνικό στοιχείο ένός έργου δέν μπορούμε v i τό άπολαύσουμε μέ τό πρώτο διάβασμα, έκτός άπό ελάχιστες περιπτώσεις (καί θά δοΟμε ποιές), συχνά ούτε καν άπό τούς μεγάλους ειδικούς, δπως 6 Ντέ Σάνκτις. Τό πρώτο διάβασμα δίνει μονάχα τή δυνατότητα v i είσχωρήσουμε στό κόσμο τής κουλτούρας καί τών συναισθημάτων τοϋ συγγραφέα — καί ούτε καν αύτό είναι πάντα άληθινό— ιδιαίτερα γιά τούς μή σύγχρονους συγγραφείς, δπου 6 κόσμος τής κουλτούρας καί τών συναισθημάτων είναι διαφορετικός άπ’ τόν σημερινό. 'Ενα ποίημα, ένός καννίβαλου, τήν ώρα πού άπολαμβάνει Ινα πολυτελές συμπόσιο μέ άνθρώπινο κρέας, μπορεΐ νά θεωρηθεί σάν ώ- ραΐο καί Ιχει τήν άπαίτηση νά είναι καλλιτεχνικά άρεστό.
42
χωρίς «ύπεραισθητικές» προκαταλήψεις, 2να βρισμένο ψυχολογικό ξέκομμα άπό τήν κουλτούρα τού σήμερα.
’Αλλά τό Ιργο τέχνης περιέχει καί άλλα «ιστορικά» στοιχεία, πέρ’ άπ’ τόν καθορισμένο κόσμο κουλτούρας καί συναισθημάτων καί είναι ή γλώσσα, έννοούμενη, δχι μόνο σάν έκφραση καθαρά λεκτική, πού θά μπορούσε νά φοτογραφηθεί σέ συγκεκριμένο χρόνο καί τόπο άπ’ τή γραμματική, άλλά σάν 2να σύνολο άπό εΙκόνες καί τρόπους έκφρασης, πού δέν ύπεισέρχονται στή γραμματική. Αύτά τά στοιχεία έμφανίζονται πιό ξεκάθαρα στις άλλες τέχνες. Ή γιαπωνέζικη γλώσσα φαίνεται ά|ΐέσως δτι είναι διαφορετική άπό· τήν Ιταλική, δμως αύτό δέν συμβαίνει μέ τήν γλώσσα τής ζωγραφικής, τής (ίουσικής καί τών είκαστικών τεχνών, γενικά: Παρ’ δλ’ αύτά, ύπάρχουν καί αύτές οΕ γλωσσικές διαφορές καί είναι άκόμα πιό έμφανεϊς δσο περισσότερο έρχόμα- στε άπ’ τις καλλιτεχνικές έκδηλώσεις τών καλλιτεχνών στίς λαογραφικές καλλιτεχνικές έκδηλώσεις στις όποιες ή γλώσσα αύτών τών τεχνών Ιχει περιοριστεί στό πιό αύτόχθονο καί πρωταρχικό στοιχείο (άς θυμηθοΟμε τό άνέκδοτο το5 σχεδιαστή πού φτιάχνει τό προφίλ ένός νέγρου καί οΕ άλλοι νέγροι χλευάζουν τό σκίτσο γιατί δ ζωγράφος Ιχει άναπα- ράγει «¡ιονάχα τό μισό πρόσωπο»).
Υπάρχει, δμως, άπό πολιτιστική καί ιστορική άποψη, μιά μεγάλη διαφορά μεταξύ τής γλωσσικής έκφρασης τής. γραφτής καί προφορικής λέξης καί στις γλωσσικές έκφρά- σεις τών άλλων τεχνών· Ή «λογοτεχνική» γλώσσα είναι πολ> στενά δεμένη μέ τή ζωή τών έθνικών πληθυσμών καί έξε- λίσσεται άργά καί σέ άτομικό έπίπεδο. "Αν μπορούμε νά πούμε δτι κάθε κοινωνική όμάδα έχει μιά δική της «γλώσσα», είναι άναγκαϊο, έπίσης, νά σημειώσουμε (έκτός άπό έλάχι- στες έξαιρέσεις) δτι άνάμεσα στή γλώσσα τού λαοϋ καί ι ' έκείνη τών καλλιεργημένων τάξεων, ύπάρχει μιά συνεχής σύνδεση καί μιά διαρκής άνταλλαγή. Αύτό δέν συμβαίνει μέ τις γλώσσες τών άλλων τεχνών γιά τις όποιες, μπορεί νά σημειωθεί δτι σήμερα έπαληθεύονται δύο κατηγορίες φαινομένων: 1) σ’ αύτές είναι πάντα ζωντανά, τουλάχιστο σέ πολ> μεγαλύτερη ποσότητα άπ’ δ,τι στή λογοτεχνική γλώσσα, τά
43
έκφραστικά στοιχεία τού παρελθόντος, μπορούμε να πούμε δλου τού παρελθόντος. 2) Σ’ αύτές σχηματίζεται ραγδαία μιά κοσμοπολίτικη γλώσσα, πού άπορροφά τα τεχνικο-έκφρα- στικά στοιχεία δλων των έθνών, πού βαθμιαία παράγουν μεγάλοι ζωγράφοι, μουσικοί κλπ. Ό Βάγκνερ έδωσε στή μουσική τόσα γλωσσικά στοιχεία, δσα δέν έδωσε δλη ή γερμανική λογοτεχνία σ’ δλη της τήν Ιστορία κλπ. Αύτό συμβαίνει, έπειδή δ λαός παίρνει σπάνια μέρος στήν παραγωγή αύ- τών των γλωσσών, πού είναι οικείες σέ μια διεθνή élite, κλπ. Ένώ, μπορεΐ άρκετά γρήγορα (συλλογικά καί δχι άτομικά) νά φτάσει v i τά καταλάβει. °Ολ’ αύτά, για ν’ άποδειχτεΐ δτι πραγματικά ή καθαρά αισθητική «καλαισθησία», άν μπορεΐ νά δνομαστεΐ πρωταρχική σάν μορφή καί δραστηριότητα τού πνεύματος, δέν είναι πραγματικά τέτοια, δηλαδή μέ χρονολογική έννοια.
Ειπώθηκε άπδ κάποιον (γιά παράδειγμα άπδ τδν Π ρε- τζολίνι, στδ μικρό τόμο «ΜοΟ φαίνεται...») δτι τδ θέατρο δέν μπορεΐ νά θεωρηθεί σάν τέχνη, άλλά σάν ψυχαγωγία μηχα- νικίστικου χαρακτήρα. Κι αύτό, γιατί ot θεατές δέν μπορούν ν’ άπολαύσουν αισθητικά τδ θεατρικό έργο πού παρουσιάζεται, άλλά ένδιαφέρονται μονάχα για τήν πλοκή κλπ. (ή κάτι τέτοιο). Ή παρατήρηση είναι λανθασ|ΐένη, μέ τήν έννοια δτι στή θεατρική άναπαράσταση τδ καλλιτεχνικό στοιχείο δέν δίνεται μονάχα άπό τό θεατρικό έργο στή λογοτεχνική του έννοια, δ δημιουργός δέν είναι μονάχα δ συγγραφέας: γιατί δ συγγραφέας έπεμβαίνει στή θεατρική παράσταση ¡ιέ τό κείμενο καί τΙς διδασκαλίες, πού δριοθετοΰν τήν αύθαι- ρεσία τού ήθοποιοΰ καί τού régisseur άλλά, στήν πραγματικότητα, στήν άναπαράσταση, τό λογοτεχνικό στοιχείο γίνεται άφορμή γιλ καινούριες καλλιτεχνικές δημιουργίες, πού, άπό συμπληρωματικές καί κριτικο-ερμηνευτικές, γίνονται σταδιακά δλο καί πιό σημαντικές: ή έρμηνεία τού κάθε ή- θοποιοΰ καί τό σκηνικό σύνολο, δημιουργημένο άπό τόν régisseur. Είναι σωστό, δμως, τό δτι μόνο ή έπανάληψη τής άνάγνωσης μπορεΐ να μάς κάνει ν’ άπολαύσουμε τό θεατρικό 2ργο, έτσι δπως τό έχει παράγει δ συγγραφέας. Τό συμπέρασμα είναι αύτό : Iva έργο τέχνης είναι τόσο λαϊκά «καλ
44
λιτεχνικό», δσο περισσότερο τό ήθικο-πολιτιστικό καί συναισθηματικό περιεχόμενό του συνδέεται μέ τήν ήθική, μέ τήν- κουλτούρα, μέ τά έθνικά συναισθήματα, χωρίς νά έννοοΟνται σάν κάτι τό στατικό, άλλά σαν |ΐιά δραστηριότητα σέ συνεχή έξέλιξη. Ή άμεση έπαφή μεταξύ τοϋ άναγνώστη καί τού συγγραφέα συμβαίνει, δταν στόν άναγνώστη ή ένότητα |ΐορφής καί περιεχομένου προϋποθέτει τήν ένότητα το0 ποιητικού καί συναισθη|νατικοΰ κόσμου. Διαφρετικά, δ άναγνώ- στης θά πρέπει να μεταφράζει τή «γλώσσα» τού περιεχομένου στή δική του γλώσσα: μπορούμε νά πούμε δτι μοιάζει μέ τήν κατάσταση ένός, πού Ιχει διδαχτεί τήν ’Αγγλική, γλώσσα σ’ Ινα έντατικό τμήμα Μπέρλιτζ καί μετά διαβάζει Σαίξπηρ: δ κόπος άπό τήν προσπάθεια νά καταλάβει τό κείμενο κατά λέξη, πού προκαλεΐται άπό τή συνεχή βοήθεια, ένός μέτριου λεξικού, ύποβιβάζει τήν άνάγνωση σέ μιά σχολαστική σχολική άσκηση καί τίποτα περισσότερο.
Νεολαλισμός.
*0 νεολαλισμός, σάν παθολογική έκδήλωση τής άτομι- κής γλώσσας (λεξιλόγιου). Δέν μπορούμε δμως νά χρησιμοποιήσουμε τόν δρο πιό γενικά, γιά νά δείξουμε μιάν δ λόκληρη σειρά άπό πολιτιστικές, καλλιτεχνικές καί πνευματικές έκδηλώσεις. Τί είναι δλες οΐ μικρές καί μεγάλες καλλιτεχνικές καί λογοτεχνικές σχολές, άν δχι έκδηλώσεις πολιτιστικού νεολαλισμού; Στις περιόδους κρίσης έχουμε τις πιό συγκεχυμένες καί πολύπλοκες έκδηλώσεις νεολαλισμού.
Ή γλώσσα καί οί διάλεκτοι. Κάθε πολιτιστική Εκφραση, κάθε ήθική καί πνευματική δραστηριότητα, έχει μιά δική τη», ιστορικά καθορισμένη, γλώσσα: αύτή ή γλώσσα είναι αύτό πού άποκαλοΰμε «τεχνική» καί «δομή». "Αν ένας λογοτέχνης καθόταν νά γράψει μ’ Ινα προσωπικό τρόπο γραφή? τής άρεσκείας του (δηλαδή, άν γινόταν Ινας «νεολαλ:- στής» μέ τήν παθολογική έννοια τής λέξης) καί Γσως μιμούμενος άλλους (δ καθένας μέ τρόπο γραφής δικής του έ- πιλογής) θά μιλούσαμ£ γιά πύργο τής Βαβέλ. Δέν μδς δη-
45·
■μιουργεϊται ή ίδια έντύπωση γιά τόν τρόπο γραφής (τήν τεχνική) τής μουσικής, τής ζωγραφικής, τής πλαστικής κλπ. II ρέπει να μελετήσουμε καί νά έμβαθύνουμε σ’ αύτό τό σημείο.
Άπό τήν άποψη τής ιστορίας τής κουλτούρας, δπότε καί τής πολιτιστικής «δημιουργίας» (νά μήν τήν συγχέουμε μέ τήν καλλιτεχνική δημιουργία, άλλα νά τήν προσεγγίζουμε στίς πολιτικές δραστηριότητες καί πράγματι μ’ αύτή τήν Ιννοια μπορούμε νά μιλήσουμε γιά μιά «πολιτική τής κουλτούρας») άνάμεσα στήν τέχνη τής λογοτεχνίας καί τΙς άλλες μορφές καλλιτεχνικής Ικφρασης (είκαστικές, μουσι- -κίς, όρχηστρικές, κλπ.) ύπάρχει μιά διαφορά, πού εΓναι Ανάγκη νά διευκρινιστεί καί νά καθοριστεί μ’ 2να τρόπο θεωρητικά δικαιολογη|ΐένο καί κατανοητό. Ή «προφορική» Ικ- φραση Ιχει Ινα στενά έθνικό, λαϊκό καί πολιτιστικό χαρακτήρα. Έτσι, Ινα ποίημα τού Γκαΐτε, στό πρωτότυπο, μπορεΐ νά γίνει κατανοητό καί νά ξαναζωντανέψει δλοκλη- ρωτικα μονάχα άπό Ινα Γερμανό (ή άπό δποιον Ιχει έκγερ- μανιστεΐ). Τόν Ντάντε, μόνο Ινας καλλιεργημένος ’Ιταλός μπορεΐ νά τόν καταλάβει καί νά τόν ξαναζωντανέψει κλπ. "Ένα άγαλμα τοϋ Μιχαήλ Αγγέλου, Ινα μουσικό κομμάτι τοϋ Βέρντι, Ινα ρώσικο μπαλέττο, Ινας πίνακας τού Ρα- φαέλλο κλπ., μπορούν — άντίθετα— νά γίνουν κατανοητά ά|ΐεσα άπό δποιονδήποτε άνθρωπο στόν κόσμο, άκόμα κι 4ν δέν Ιχουν κοσμοπολίτικο πνεΰμα, άκόμα κι 4ν δέν Ιχουν ξεπεράσει τόν στενό κύκλο μιας έπαρχίας τής πατρίδας τους. Παρ’ δλ’ αύτά, τό πράγμα δέν εΓναι τόσο άπλό, δπως θά μπορούσε νά ύποθέσει κανείς μένοντας στήν έπιφάνεια. Ή καλλιτεχνική συγκίνηση, πού Ινας γιαπωνέζος ή λάπωνας αισθάνεται μπρός σ’ Ινα άγαλμα τοϋ Μιχαήλ Αγγέλου ή άκούγοντας μιά μελωδία τοϋ Βέρντι, εΓναι βέβαια μιά καλλιτεχνική συγκίνηση (δ ίδιος γιαπωνέζος ή λάπωνας θά παρέμενε άδιάφορος καί κουφός, 4ν άκουγε τήν άπαγγελία ένός ποιήματος τοϋ Ντάντε, τοϋ Γκαϊτε, τοϋ ΣέλλεΟ ή θά ■θαύμαζε τήν τέχνη αύτοϋ πού άπάγγελλε, σάν τέτοια). Ή καλλιτεχνική, δμως συγκίνηση τοϋ γιαπωνέζου ή τοϋ λά- πωνα, δέν θά Ιχει τήν Γδια Ινταση καί θέρμη μέ τή συγκί
46
νηση ένός μέσου Ιταλού καί άκόμα λιγότερο μέ αύτήν ένός καλλιεργημένου Ιταλού. Πράγμα πού σημαίνει δτι παράλληλα ή καλύτερα κάτω άπό τήν Ικφραση τοϋ κοσμοπολίτικα χαρακτήρα τής μουσικής, ζωγραφικής κλπ. γλώσσας, ύπάρ- χει μια πιό βαθιά ούσία κουλτούρας, πιό στενή, περισσότερο «έθνικο-λαϊκή». Μά δέν άρκεΐ: τά έπίπεδα αύτής τής γλώσσας είναι διαφορετικά. Υπάρχει ενα έθνικο-λαϊκό Ιπίπεδο (καί συχνά πρίν άπ’ αύτό 2να Ιπίπεδο έπαρχιακό, Ιδιωμα
τικό, λαογραφικό), ύστερα, τό Ιπίπεδο ένός καθορισμένου «πολιτισμού», πού μπορεΐ να καθοριστεί έμπειρικά άπό τή θρησκευτική παράδοση (π.χ. χριστιανική, άλλά διαχωρισμένη σέ καθολική, διαμαρτυρόμενη, δρθόδοξη κλπ.) καί, Ιπί- σης, στόν σύγχρονο κόσμο, άπό Ινα καθορισμένο «πολιτικό καί πολιτιστικό ρεύμα». Κατά τή διάρκεια τού πολέμου π.χ. 2νας άγγλος, γάλλος, ρώσος ομιλητής, μπορούσε vi μιλήσει σ’ Ινα Ιταλικό κοινό, στήν άκατανόητη γλώσσα του, γιά τΙς ■καταστροφές πού γίνανε άπ’ τούς γερμανούς στό Βέλγιο. ”Αν τό κοινό είχε συμπάθεια στά λεγόμενα τού δμιλητή, άκουγε •πολύ προσεχτικά καί «παρακολουθούσε» τόν δμιλητή, μπορούμε νά πούμε δτι τόν «καταλάβαινε». Είναι άλήθεια δτι, στήν δμιλία, δέν είναι μοναδικό στοιχείο ή «λέξη»: ύπάρχει ή Ικφραση, δ τόνος τής φωνής κλπ. δηλαδή, Ινα μουσικό στοιχείο πού άποκαθιστά τήν έπικοινωνία μέ τό leitmotiv τού πιό δυνατού συναισθήματος, τού κυρίαρχου πάθους καί τό δρχηστρικό στοιχείο: ή Ικφραση, μέ πλατιά Ιννοια, πού Απαγγέλλει μετρικά καί διαρθρώνει τά κύματα τού συναισθήματος καί τού πάθους.
Γιά νά σταθεροποιήσουμε μιό πολιτιστική πολιτική, είναι άπαραίτητες αύτές οΐ παρατηρήσεις, γιά μια πολιτική •κουλτούρας των λαϊκών μαζών, είναι θεμελιώδεις· Νά, ή αιτία τής διεθνούς «έπιτυχίας» τοϋ κινηματογράφου σύγχρονα καί πρίν άπό τό μελόδραμα καί τή μουσική γενικά.
ΕΙλιχρΙνεια (fj αυθορμητισμός) καί πειθαρχία.
Ή ειλικρίνεια (ή δ αυθορμητισμός) είναι πάντα τιμή
47
καί άξια; Είναι μιά τιμή καί μιά άξια άν είναι πειθαρχη- μένη. ΕΙλικρίνεια (καί αύθορμητισμός) σημαίνει Υπερμεγέθη άτομικισμό, άλλα έπίσης μέ τήν Εννοια τής Ιδιοσυγκρασίας (ή πρωτοτυπία σ’ αύτή τήν περίπτωση ταυτίζεται μέ τόν Ιδιωτισμό)15. Τό άτομο είναι ιστορικά μοναδικό, δτανά- ναπτύσσεται καί ζεί για χάρη τής κοινωνίας, σ’ άντίθετη περίπτωση θά ήταν Ινας «Ιδιώτης» (μέ τήν έτυμολογική έννοια, πού, δμως, δέν άπομακρύνετα: από τή λαϊκή καί κοινή έννοια). Υπάρχει γιά τήν ιδιοτροπία, τήν προσωπικότητα, τήν είλικρίνια μια ρομαντική σημασία. Κι αύτή ή σημασία είναι ιστορικά αιτιολογημένη, έπειδή γεννιέται σέ άντί- θεση μ’ έναν δρισμένο κονφορμισμό, βασικά «Ιησουίτικο»: δηλαδή, ένα τεχνητό κονφορμισμό, ψεύτικο, έπιφανειακά δη- μιουργημένο, γιά τα συμφέροντα μιας μικρής όμάδας ή κλίκας καί δχι γιά μιά πρωτοπορία.
Υπάρχει Ινας «λογικός» κονφορμισμός, άνταποκρινόμε- νος, δηλαδή, στήν άναγκαιότητα, στήν έλάχιστη προσπάθεια για νά καρπωθοΟμε ένα χρήσιμο άποτέλεσμα. Πρέπει ν’ ά· ναπτύξουμε καί νά προωθήσουμε τήν πειθαρχία αύτοϋ τοΟ κονφορμισμοΟ, πρέπει νά τή μετατρέψουμε σέ «αύθορμητι- σμό» ή «ειλικρίνεια». Κονφορμισμός δέν σημαίνει τότε τίποτ’ άλλο έκτός άπό «κοινωνικοποίηση», άλλά, μάς άρέσει νά περιπλέκουμε τή λέξη «κονφορμισ|ώς», άκριβώς γιά νά ταρα- κουνάμε τούς ήλίθιους. Αύτό δέν άποκλείει τήν πιθανότητα νά σχηματίσουμε μιά προσωπικότητα καί νά είμαστε πρωτότυποι, άλλά, κάνει αύτό τό πράγμα πιό δύσκολο. Είναι πολύ εύκολο νά είμαστε μοναδικοί, κάνοντας τό άντίθετο άπ’ αύτό πού κάνουν δλοι: είναι κάτι μηχανικό. Είναι πολύ εύκολο νά μιλάμε διαφορετικά άπό τούς άλλους, νά είμαστε «νεο- λαλιστές», τό δύσκολο είναι νά διαφοροποιούμαστε άπό τούς άλλους, χωρίς δμως νά κάνουμε άκροβασίες. Σήμερα Ιδιαίτερα, συμβαίνει νά έπιδιώκουμε μιά πρωτοτυπία καί προσωπικότητα σέ φτηνή τιμή. Οί φυλακές καί τά τρελοκομεία είναι γεμάτα άπό άνθρώπους πρωτότυπους καί Ισχυρής προσωπικότητας. Νά ρίχνουμε τό βάρος στήν πειθαρχία, στήν κοινωνικοποίηση καί παρ’ δλ’ αύτά νά άπαιτσϋμε είλικρίνεια, αύθορμητισμό, πρωτοτυπία, -ροσωπικότητα, νά, αύτό πού εί
48
ναι πραγματικά δύσκολο καί βαρύ. Ουτε μπορεΐ να ειπωθεί δτι 6 κονφορμισμός είναι πολί» εύκολος καί ύποβιβάζει τόν κόσμο σ’ ένα μοναστήρι. Ποιός, δμως, είναι δ «Αληθινός κον- φορμισμός», δηλαδή, ποιά είναι ή «λογική» καθοδήγηση, περισσότερο χρήσιμη καί λεύτερη, πού δμως ύποτάσσεται στήν «άναγκαιότητα» ; Καί ποιά είναι αύτή ή «άναγκαιότητα»; Ό καθένας έπιθυμεΐ να είναι τδ άρχέτυπο τής «μόδας», τής «κοινωνικοποίησης» καί θέλει να θεωρείται σαν «ύπόδειγμα». 'Ομως, ή κοινωνικοποίηση, δ κονφορμισμός, είναι τδ Αποτέλεσμα ένδς πολιτιστικού άγώνα (καί δχι μονάχα πολιτιστικού) . ΕΓναι Ινα «άντικειμενικδ» ή καθολικό γεγονδς έτσι, δπως δέν μπορεΐ να μήν είναι Αντικειμενική καί καθολική ή «άναγκαιότητα», πού πάνω της χτίζεται τδ οικοδόμημα τής λευτεριάς.
Στή λογοτεχνία (τέχνη), ένάντια στήν ειλικρίνεια καί στον αύθορμητισμδ βρίσκεται ή μηχανικότητα ή ύπολογι- σμός, πού μπορεΐ νά είναι ένας ψεύτικος κονφορμισμός, μιά ψεύτικη κοινωνικοποίηση, δηλαδή, ή έπανάπαυση στις ήδη ύπάρχουσες καί κοινότυπες ιδέες, θυμηθείτε τδ κλασικδ παράδειγμα τού Νίνο Μπερίνι, πού «καταγράφει» το παρελθδν καί ψάχνει τήν μοναδικότητα, κάνοντας αύτδ πού δέν φαίνεται στις καταγραφές. Οί άρχές τού Μπερίνι γιά τδ θέατρο: 1) Διάρκεια Ιργσυ: νά προσδιορίσουμε τδ μέσο χρόνο διάρκειας, σταθεροποιώντας την πάνω σ’ έκεΐνα τά έργα πού είχαν έπιτυχία. 2) Μελέτη των τελευταίων πράξεων τών θεατρικών έργων: ποιες τελευταίες πράξεις ήταν έπιτυχη- μένες καί άπέσπασαν τδ χειροκρότημα; 3) Μελέτη τών πιθανοτήτων: γιά παράδειγμα, στδ σεξουαλικό άστικδ δράμα, να δούμε ποιοι συνδυασμοί — δ σύζυγος, ή σύζυγος, δ έ- ραστής — έχουν περισσότερο χρησιμοποιηθεί, καί, μέ τή μέθοδο τοϋ Αποκλεισμού, νά «έφεύρουμε» νέους συνδυασμούς, πού τούς έχουμε βρεϊ μηχανικά. Έτσι δ Μπερίνι είχε άνα*· καλύψει δτι ένα θεατρικό έργο δέν πρέπει v i έχει περισσότερο Απδ 50.000 λέξεις, δηλαδή, δέν πρέπει νά διαρκεϊ πε* ρισσότερο Απδ ένα δρισμένο χρόνο. Κάθε πράξη καί κάθε σκηνή πρέπει νά κορυφώνεται μέ δοσμένο τρόπο κι αύτδς δ τρόπος είναι έμπειρικά μελετημένος, σύμφωνα μ’ ένα μέσο
494
δρο έ κείνων τών συναισθημάτων κι ¿κείνων τών παρορμή- σεων πού παραδοσιακά είχαν έπιτυχία κλπ. Μ’ αύτά τά κριτήρια, είναι βέβαιο δτι, δέν πρόκειται νά Εχουμε έμπορικές καταστροφές. Είναι, δμως, αύτό «κονφορμισμός» ή «κοινωνικοποίηση», μέ τήν έννοια πού είπαμε; Ό χ ι, βέβαια. Είναι μια έπανάπαυση στά ήδη ύπάρχοντα.
Ή πειθαρχία, είναι συγχρόνως καί μια μελέτη τοΰ παρελθόντος, μια καί τό παρελθόν είναι στοιχείο τοΰ παρόντος καί τοΰ μέλλοντος. ’Αλλά, δέν είναι «άνωφελές» μά άναγκαίο στοιχείο, έπειδή είναι γλώσσα, δηλαδή, στοιχείο άναγκαίας καί δχι «άχρηστης» καί νωθρής «όμοιομορφίας».
«λειτουργική» λογοτεχνία.
Τί άπό τήν λογοτεχνία άντιστοιχεί στόν άρχιτεκτονικό «όρθολογισμό»; Φυσικά, ή φτιαγμένη κάτω άπό ένα σχέδιο λογοτεχνία, δηλαδή ή λειτουργική λογοτεχνία, σύμφωνα μέ μιά προκαθορισμένη κοινωνική κατεύθυνση. Είναι περίεργο τό δτι ό όρθολογισμός είναι αιτιολογημένος καί έξοικειω|ΐένος μέ τήν άρχιτεκτονική καί δχι μέ τις άλλες τέχνες, θα πρέπει νά ύπάρχει μιά άμφιβολία: Μήπως έπειδή μόνο ή άρχιτε- κτονική έχει πραχτικούς σκοπούς; ’Ακριβώς, κατά τ ί φαινόμενα έτσι είναι, γιατί ή άρχιτεκτονική κατασκευάζει χώρους κατοικίας. Δέν πρόκειται, δμως, γ ι’ αυτό· Πρόκειται γ ι’ «άναγκαιότητα». θά λέγαμε δτι τά σπίτια είναι πιό ά- ναγκαία άπ’ δ,τι οί άλλες τέχνες καί δτι μόνο τά σπίτια είναι άναγκαία για δλους, ένώ οί άλλες τέχνες είναι άναγ· καίες μόνο για τούς διανοούμενους, για τούς άνθρώπους τής κουλτούρας, θά ’πρεπε να συμπεράνουμε δτι Ιδιαίτερα οί «πραχτικοί» προτείνουν νά γίνουν άναγκαίες δλες οί τέχνες γιά δλους τούς άνθρώπους, νά γίνουν δλοι «καλλιτέχνες».
’Ακόμα. Ό κοινωνικός καταναγκασμός! Πόσο φλυα· ροΟμε ένάντια σ’ αύτόν τόν καταναγκασμό! Δέν μάς περνάει άπ’ τό μυαλό δτι αύτή είναι μιά λέξη! Ό καταναγκασμός, ή κατεύθυνση, τό σχέδιο, είναι απλά ένα έδαφος διαλογής τών καλλιτεχνών καί τίποτα περισσότερο, καί διαλογής γιά πρα-
ΡΟ
χτικούς σκοπούς, δηλαδή, σ’ ένα πεδίο δπου ή θέληση καί ό καταναγκασμός είναι τέλεια δικαιολογημένες, θά ’πρεπε να δούμε, άν δ καταναγκασμός δέν δπήρξε άνέκαθεν! Δέν θά ήταν, Ισως, καταναγκασμός, έπειδή 2χει έξασκηθεΐ Ασυνείδητα άπό τό περιβάλλον καί άπό τούς μεμονωμένους Ανθρώπους καί δχι άπό μιά κεντρική έξουσία ή άπό μιά συγ- κεντρωποιημένη δύναμη; Κατά βάθος, πρόκειται πάντα γιά «όρθολογισμό» ένάντια στήν άτομική θέληση. Τότε τό ζήτημα δέν συνίσταται στόν καταναγκασμό, άλλά στό άν πρόκειται γι’ αυθεντικό όρθολογισμό, γιά πραγματική λειτουργικότητα ή γιά αύθαίρετη πράξη, αύτό είναι δλο. Ό καταναγκασμός είναι καταναγκασμός γιά δποιον δέν τόν άπο- δέχεται, δχι γιά κείνον πού τόν άποδέχεται. ’ Αν δ καταναγκασμός άναπτύσσεται σύμφωνα μέ τήν άνάπτυξη τών κοινωνικών δυνάμεων, δέν είναι καταναγκασμός, άλλά «άποκα- τάσταση» τής πολιτιστικής άλήθειας, άποχτημένη μέ μιά; έπιταχυνομένη μέθοδο. Γιά τόν καταναγκασμό, μπορεΐ νά ειπωθεί αύτό, πού οί θρησκευόμενοι λένε γιά τόν θεϊκό ντετερμινισμό. Γιά αυτούς που «ίχουν θέληση» δέν είναι ντετερμινισμός, άλλά ίλεύθερη βούληση. Στήν πραγματικότητα, δ καταναγκασμός, κατά λέξη, καταπολεμήθηκε, γιατί •πρόκειται γιά £ναν άγώνα ένάντια στούς διανοούμενους κι !- νάντια σ’ δρισμένους παραδοσιακούς διανοούμενους καί στούς όπαοούς τής παράδοσης. Αύτοί, δλο καί περισσότερο, δέχονται δτι οί νεωτερισμοί άνοίγουν δρόμο σιγά - σιγά, βαθμιαία.
Είναι περίεργο τό δτι στήν άρχιτεκτονική άντιτάσσεται δ όρθολογισμός στόν «διακοσμητισμό» καί αύτό όνομάζεται «βιομηχανική τέχνη». Περίεργο μιά καί άληθινό. Πραγματικά, θά ίπρεπε νά όνομάζεται πάντα βιομηχανική, δποια- δήποτε καλλιτεχνική έκδήλωση, πού κατευθύνεται πρός τήν ικανοποίηση τής άρέσκειας τών μεμονωμένων πλούσιων ά- γοραστών, γιά νά «όμορφήνει», δπως λέγεται, τή ζωή τους "Οταν ή τέχνη, ιδίως στή συλλογική της μορφή, κατευθύνε- ται στό νά δημιουργήσει μιά καλαισθησία τής μάζας, νά ά- ναπτύξει αύτή τήν καλαισθησία, δέν είναι «βιομηχανική», άλλά άνιδιοτελής, δηλαδή τέχνη. ΜοΟ φαίνεται, δτι ή ίννοια. τοΟ όρθολογισμοΟ στήν άρχιτεκτονική, δηλαδή ή ίννοια τής
51
«λειτουργικότητας» είναι πολύ γόνιμη σέ συνέπειες, σέ άρχές τής πολιτιστικής πολιτικής. Δέν είναι τυχαίο δτι, αύτές γεν- νήθηκαν άκριβώς σ’ αυτούς τούς καιρούς τών «κοινωνικοποιήσεων» (σέ πλατιά έννοια) καί τών έπεμβάσεων τών κεντρικών δυνάμεων, γ ιά να όργανώσουν τΙς πλατιές μάζες ένάντια στά άπομεινάρια τοΟ άτομικισμοΟ καί στά τελευταία δείγματα τής αισθητικής τοΟ άτομικισμοΟ στήν πολιτιστική πολιτική.
Ό όρ&ολογισμός στην άρχιτεκτονική.
Ζητήματα όνομάτων. Είναι φανερό δτι στήν αρχιτεκτονική ό «όρθολογισ|ΐός» σημαίνει, άπλούστατα, «σύγχρονο». Είναι έπίσης φανερό δτι «όρθολογιστικό» δέν είναι τίποτ’ άλλο, παρά £νας τρόπος νά έκφράζουμε τό ώραΐο σύμφωνα μέ αισθητικά κριτήρια (καλαισθησία) μιας όρισμένης έποχής. Τό δτι αύτό συνέβηκε πρώτα στήν άρχιτεκτονική, παρά σέ άλλες τέχνες, είναι κατανοητό, γιατί ή άρχιτεκτονική είναι, «συλλογική» δχι μόνο σέ έπίπεδο «ένασχόλησης», άλλά καί σ’ έπίπεδο «κριτικής», θά μπορούσε νά ειπωθεί δτι ό «όρθολο- γισμός» ύπήρξε άνέκαθεν, δηλαδή, προσπάθησε πάντα νά φτάσει Ιναν όρισμένο στόχο σύμφωνα μέ μιάν όρισμένη καλαισθησία καί σύμφωνα μί τΙς τεχνικές γνώσεις τής άντοχής καί τής προσαρμοστικότητας τοϋ «ύλικοΰ».
Κατά πόσο καί πώς ό «όρθολογισμός» τής άρχιτεκτονι- κής μπορεΐ νά διεισδύσει στίς άλλες τέχνες, είναι δύσκολο ζήτημα καί θά έπιλυθεΐ άπ’ τήν «κριτική τών γεγονότων» (πού δέν σημαίνει δτι είναι άχρηστη ή διανοουμενίστικη καί
αίσθητική κριτική, πού προετοιμάζει έκείνη τών γεγονότων). Είναι βέβαιο δτι ή άρχιτεκτονική, άπό τήν Ιδια της τή φύση, καί άπό τήν άμεση σύνδεσή της μέ τήν ζωή, φαίνεται νά είναι περισσότερο μεταρρυθμίσιμη καί «συζητήσιμη» άπό τΙς άλλες τέχνες. 'Ενας πίνακας ή Ενα βιβλίο ή Ενα μικρό άγαλμα, μπορεΐ νά κρατηθεί σέ «άτομικό» χώρο γιά προσωπική άπόλαυση. Δέν συμβαίνει τό Γδιο μέ μιάν άρχιτεκτονι- κή κατασκευή. Πρέπει έπίσης νά θυμηθοΟμε έμμεσα (γι’ αύ-
τό που άξίζει σ’ αύτή τήν περίπτωση) τήν παρατήρηση τοϋ Τίλγκερ δτι τό άρχιτεκτονικό Εργο δέν μπορεΐ νά τοποθετηθεί στά μέτρα των άλλων Ιργων τέχνης λόγω του κόστους, τοϋ δγκου του κλπ. Τό νά καταστρέφουμε Ενα κατασκευαστικό Εργο, δηλαδή νά φτιάχνου]ΐε καί νά ξαναφτιάχνουμε -πειραματιζόμενοι καί ξαναπροσπαθώντας, δέν [είναι κάτι -που] έφαρμόζεται στήν άρχιτεκτονική.
Είναι σωστό δτι, ή μελέτη τής λειτουργίας δέν είναι άρκετή, άν καί άναγκαία, γιά νά δημιουργήσει τήν ¿μορφιά. Στήν ίδια «λειτουργία», δμως, γεννιοϋνται άντιθέσεις, δηλαδή, άκόμα καί ή Ιδέα καί τό γεγονός τής λειτουργίας είναι -κάτι τό προσωπικό ή δίνει τήν εύκαιρία γιά προσωπικές έρ- μηνεΐες. Δέν είναι κατοχυρωμένο δτι ή «διακόσμηση» δέν είναι «λειτουργική» καί έννοεΐται ή «διακόσμηση» σέ πλατιά Εννοια γιά δλ’ αυτά, πού δέν είναι στενά «λειτουργικά» σάν τά μαθηματικά·
Ό «όρθολογισμός» δμως δδηγεί στήν «Απλοποίηση», ■πράγμα πού είναι ήδη πολύ. (’Αγώνας ένάντια στήν αισθητική, στόν τρόπο γραφής τοϋ 17ου αΙώνα, πού χαρακτηρίζεται άκριβώς άπό τήν ύπεροχή τοϋ έξωτερικοΰ διακοσμη- τικοΰ στοιχείου πάνω στό «λειτουργικό», άκό|ΐα καί μέ πλατιά Εννοια, δηλαδή τής λειτουργίας στήν όποία Ιχει συμπε- ριληφθεΐ ή «αισθητική λειτουργία»). Είναι άρκετό πού φτά- σαμε στό σημείο νά δεχτοϋ',ιε δτι ή «άρχιτεκτονική είναι έρ- μηνεία κάθε πραχτικοΰ πράγματος». Ίσως αύτό θά μποροϋ- σε νά είπωθεΐ γιά δλες τΙς τέχνες, πού είναι μιά «καθορισμένη έρμηνεία κάθε πραχτικοΰ πράγματος», δεδομένου δτι άπ’ τήν Εκφραση «πραχτικό» άποβάλλεται κάθε ύποδεέστερη Εννοια, «Ιουδαϊκή» (ή έπίπεδα άστική: πρέπει νά σημειωθεί δτι «άστικό» σέ πολλές γλώσσες σημαίνει μονάχα «έπίπεδο», μέτριο, Ιδιοτελές», δηλαδή Εχει άποκτήσει τήν Εννοια, πού μιά φορά είχε ή Εκφραση «ιουδαϊκό». Παρ’ δλ’ αύτά, τά ■προβλήματα τής γλώσσας Εχουν σπουδαιότητα, γιατί ή γλώσσα είναι σκέψη, ό τρόπος όμιλίας καθορίζει τόν τρόπο σκέψης καί αίσθησης, κι δχι μόνο αύτό, άλλά καί τρόπο Εκφρασης, δηλαδή νά δώσουμε νά καταλάβουν ο! άλλοι καί νά νιώ- σουν). Βεβαίως, γιά τΙς άλλες τέχνες, τά ζητήματα τοϋ «όρ-
63
θολογισμοΰ» οέν τοποθετούνται ;ιέ τόν ίδιο τρόπο δπως γιά τήν άρχιτεκτονική. Τό «μοντέλο», δμως, τής άρχιτεκτονικής είναι χρήσιμο, δεδομένου δτι πρέπει a priori νά δεχτοΰ;ιε δτι τό ώραΐο είναι πάντα ωραίο καί παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα, δπο'.αδήποτε κι άν είναι ή πραχτική, μορφική του Ικφραση. θα μπορούσε να ειπωθεί δτι πρόκειται για «τεχνική», άλλα τεχνική δέν είναι τίποτ’ άλλο, παρά έκφραση και τό πρόβλημα άνακυκλώνεται μέ διαφορετικά λόγια.
Λ'^α ’Αρχιτεκτονική.
Ό ειδικός, αντικειμενικός χαρακτήρας τής άρχιτεκτο- νικής. Στήν πραγματικότητα, «τό ϊργο τέχνης» είναι ό «σχε- διασμός» (τό σύνολο τών σχεδίων, τών προγραμμάτων καί τών ύπολογισμών, μέ τα όποια, πρόσωπα διαφορετικά άπό τόν άρχιτέκτονα «καλλιτέχνη - σχεδιαστή» μπορούν νά πραγματοποιήσουν τό κτίσμα κλπ.). Ένας άρχιτέκτονας μπορεί νά θεωρηθεί μεγάλος καλλιτέχνης άπό τά σχέδιά του, άκόμα καί χωρίς νά Ιχει κατασκευάσει, ύλικά, τίποτα. Ό σχεδια- σμός είναι γιά τήν ύλική κατασκευή δ,τι τό «χειρόγραφο» γιά τό τυπωμένο βιβλίο. Τό κτίσμα είναι ή κοινωνική έξω- τερίκευση τής τέχνης, ή «έξάπλωσή» της, ή δυνατότητα πού Ιχει τό κοινό νά συμμετέχει στήν όμορφιά (δταν είναι ¿μορφιά) 2τσι, δπως στό τυπωμένο βιβλίο.
Καταρρίπτεται ή άντίρρηση τοϋ Τίλγκερ * στόν Κρότσε
* Λέει 6 Τίλγκερ 8τι, σύμφωνα μέ τόν Κρότσε, « Ή φ υ σ ι κ ή έ ξ ω τ ε ρ ί κ ε υ σ η τοΟ καλλιτεχνικοΟ φαντάσματος, 8χει ούοιχστιχί μνημονικό σκοπό» κλπ., Αΰτό τό θέμα «ρέπει vdt έξεταστεί: Τί σημαίνει γ ιά tòv Κρότσε, σ’ αΰτή τήν περίπτωση «μνήμη»; Έ χ ε ι μιά καθαρή προσωπική άξια, άτομική, ή καί 6μα- βική; Ό συγγραφέας ένδιαφέρεται μόνο γι* αύτόν τόν ϊδιο ή Ιστορικά ίχε ι φτάσει στό σημείο νά σκέφτεται καί γιά τοός άλλους;
«Γιατί 6 καλλιτέχνης γράφει ή ζωγραφίζει ή σμιλεύει;» Στήν «Italia che scrive» τοΟ Φλεβάρη 1929. Τυπικό άρθρο τής λογικής άνακολουβίας καί τής ήθικής έλαφρότητας τοΟ Τίλγκερ, ποό άφοΟ
54
μέ άφορμή τή «μνήμη» σαν αιτία τής καλλιτεχνικής έξωτε- ρίκευσης: Ό άρχι τέκτονας δέν έχει τήν άνάγκη τοϋ κτίσμα- τος για να «θυμάται» άλλα τοϋ σχεδιάσματος- Αύτό άς είπω- θεϊ, παίρνοντας έστω μονάχα ύπ’ 2ψη |ΐας τήν Κροτσιανή «μνήμη» σάν σχετική προσέγγιση στό πρόβλημα τοϋ γιατί 6 ζωγράφος ζωγραφίζει, ό συγγραφίας γράφει κλπ. καί δέν άρκείται στό να φτιάξει φαντάσματα μονάχα για δική του χρήση καί κατανάλωση: υπολογίζοντας δτι κάθε άρχιτεκτο- νικό σχέδιο έχει ένα χαρακτήρα μεγαλύτερης «προσέγγισης» άπό τό χειρόγραφο, τή ζωγραφική κλπ. Καί 6 συγγραφέας εϊσάγει νεωτερισμούς γιά κάθε έκδοση τοϋ βιλβίου (ή διορθώνει τα σχεδιάσματα, μετατρέποντας κλπ. βλ. Μαντσόνι). Στήν άρχιτεκτονική τό πρόβλημα είναι πιό πολύπλοκο, γιατί τό κτίσμα δέν είναι ποτέ τελειωμένο καί δλοκληρωμένο αύτό καθ’ έαυτό, άλλά πρέπει νά προσαρμόζεται καί σέ σχέση μέ τό «πανόρα|ΐΛ» στό όπο'ο τοποθετείται κλπ. (καί δέν μπορούν νά γίνουν δεύτερες Ικδόσεις έτσι εύκολα, δπως γιά ένα βιβλίο κλπ.).
Άλλα τό πιό ένδ’.αφέρον σημείο γιά έξέταση σήμερα είναι τό δτι σέ μιά κοινωνία μέ γρήγορη άνάπτυξη, στήν δ- ποία τό «πανόραμα» τής πόλης πρέπει νά είναι πολύ Ιλαστι- κό», δέν μπορεί να γεννηθεί μιά |ΐεγάλη άρχιτεκτονική τέχνη, γιατί είναι δύσκολο νά φανταστοϋμε κτίσματα φτιαγμένα γιά τήν «αϊωνιότητα». Στήν Αμερική ύπολογίζεται δτι ένας ούρανοξύστης δέν πρέπει νά διατηρηθεί περισσότερο άπό 25 χρόνια, γιατί ύποθέτουν δτι σέ 25 χρόνια όλόκληρη ή πόλη «μπορεί» νά άλλάξει φυσιογνωμία κλπ. Κατά τή γνώμη μου, μιά μεγάλη άρχιτεκτονική τέχνη μπορεί νά γεννηθεί |ΐόνο μετά άπό μιά μεταβατική φάση «πραχτικοΟ» χαρακτήρα, στήν δποία γίνεται μονάχα προσπάθεια νά έπιτευχ- θεί ή μεγαλύτερη Ικανοποίηση τών στοιχειωδών άναγκών τοϋ λαοΰ μέ τό μέγιστο τής ώφελιμότητας, αύτδ πλατιά έν-
!χε ι «περιγελάσει» χυδαία τή θεωρία τοΟ Κρότσε τή σχετική μέ τό θέμα, ατό τέλος τοΟ Αρθρου τήν ξαναπαρουσιάζει Τδια χ ι βμοια σ4ν δική του σέ μορφή φανταστική καί σέ τέτοια, ποό νΑ δημιουργεί Εντυπώσεις.
56
νοούμενο, δηλαδή, δχι μονάχα για δ,τι άφορά τό μεμονωμένο χτίσμα, τήν μεμονω]ΐένη κατοικία ή τόν |ΐεμονω|ΐένο χώρο συγκέντρωσης μεγάλων μαζών, άλλα σ’ δ,τι άφορά Ινα Αρχιτεκτονικό σύνολο, μέ δρόμους, πλατείες, κήπους, πάρκα κ.λ.π.
Μερικά κριτήρια τής «λογοτεχνικής» κριτικής.
Μιά έργασία μπορεΐ νά είναι άξιόλογη: 1) έπειδή έκ- θέτει μια νέα άνακάλυψη, πού κάνει νά άναπτυχθεί μιά καθορισμένη έπιστημονική δραστηριότητα. Άλλά δέν Εχει μονάχα άξία ή άπόλυτη «μοναδικότητα». Μπορεΐ πράγματι νά συμβεΐ: 2) δτι πράξεις καί θέματα ήδη γνωστά Ιχουν έκλε- γεΐ καί τοποθετηθεί σύμφωνα μέ μιά διάταξη, μιά σύνδεση, μέ Ινα κριτήριο πιό κατάλληλο καί πειστικό άπό τα προηγούμενα. Ή δομή (ή οίκονομία, ή διάταξη) μιας έπιστημο- νικής έργασίας, μπορεΐ νά είναι «πρωτότυπη» αύτή ή ίδια. 3) Τά ήδη γνωστά γεγονότα καί θέματα μποροϋν νά δημιουργήσουν τΙς προϋποθέσεις γιά «καινούριες» έκτιμήσεις, δ- ποδεέστερες μέν, άλλά, παρ’ δλ’ αύτά, σημαντικές·
Ή «λογοτεχνική» κριτική πρέπει πεντακάθαρα, νά πάρει ύπ’ ίψη της τούς στόχους, πού Ιχει βάλει μιά έργασία δημιουργίας καί έπιστημον.κής Αναδιοργάνωσης, έκλαίκευ- σης τών γνωστών γεγονότων καί των θεμάτων, σέ μιά συγ- κεκρΐ|ΐένη πολιτιστική όμάδα, ένός όρισμένου διανοητικοΟ καί πολιτιστικοϋ έπιπέδου κλπ. 'Γπάρχει γ ι’ αυτό μιά τεχνική έκλαΐκευσης, πού πρέπει νά προσαρμόζεται καί νά έπε- ξεργάζεται κάθε φορά. Ή έκλαίκευση είναι κατ’ έξοχήν πρακτική ένέργεια, πού σ’ αύτήν πρέπει νά έξεταστεΐ ή συμφωνία τών μέσων μέ τόν τελικό σκοπό, δηλαδή, άκριβώς ή τεχνική πού χρησιμοποιήθι^κε. Επίσης ή έξέταση καί ή κριτική τοΰ γεγονότος καί τής «πρωταρχικής» θεματολογίας, δηλαδή τής «πρωτοτυπίας» τών γεγονότων (άπόψεις, λογικοί συλλογισμοί) καί τών θεμάτων είναι πολύ δύσκολη καί πολύπλοκη καί άπαιτεΐ τίς πιό πλατιές Ιστορικές γνώσεις.
Πρέπει νά έξεταστεΐ, στό κεφάλαιο τοΟ Κρότσε, άφιε-
56
ρωμένο στόν Λόρια (*), αύτό τό κριτήριο: Είναι άλλο πράγμα νά Αποκαλύπτουμε μιά τυχαία παρατήρηση, πού Αφήνεται νά καταρριφθεί χωρίς νά τήν Αναπτύξουμε, καί άλλο νά σταθεροποιήσουμε μ’.άν άρχή Από τήν όποία Αναφύονται γόνιμα Αποτελέσματα. Είναι άλλο πράγμα νά έκφράσουμε μιά γετ νική καί άφηρημένη σκέψη καί άλλο νά τήν σκεφτοΰμε πραγματικά καί συγκεκριμένα. ’Άλλο, τελικά, είναι νά έ- ■πινοοϋμε καί άλλο νά ¿^αναλαμβάνουμε Από δεύτερο ή τρίτο χέρι.
Παρουσιάζονται οί πιό Ακραίες περιπτώσεις: αύτοΰ, πού θεωρεί δτι δέν ύπήρξε ποτέ τίποτα τό καινούριο κάτω Απ' τόν ήλιο καί δτι δλος ό κόσμος είναι πατρίδα, άκόμα καί στ?) σφαίρα τών Ιδεών, καί, αύτοΟ πού — άντίθετα — βρίσκει «πρωτοτυπία» σ’ δλα τά έπίπεδα καί ζητά νά ’ναι «πρωτότυπο» κάθε άναμάσημα μέ καινούριο σάλιο. Γι’ αύτό, τό θεμέλιο κάθε κριτικής δραστηριότητας πρέπει νά βασιστεί στήν Ικανότητα Ανακάλυψης του διαχωρισμού καί τών διαφορών κάτω Από κάθε έπιφανειακή καί φαινομενική ό|ΐοιομορφία καί όμοιότητα καί τής Αναγκαίας ένότητας κάτω Από κάθε φαινομενική Αντίθεση καί διαφοροποίηση πρός στήν έπιφά- νεια.
Τό δτι πρέπει, στήν κριτική μιάς δουλειάς, νά λάβουμε ύπ’ δψη μας τόν τελικό στόχο, πού 6 συγγραφέας προτείνει σαφέστατα, πράγμα πού δέ σημαίνει, βεβαίως, δτι πρέπει νά άποσιωπηθεΐ ή νά παραβλεφθεϊ σαν μή Αξιόλογη μιά ¿ποιαδήποτε πραγματική προσφορά του συγγραφέα, άκόμα κι Αν βρίσκεται σ’ Αντίθεση |ΐέ τόν προτεινό|ΐενο στόχο. Τό δτι ό X. Κολόμβος πρότεινε νά πάει «πρός Αναζήτηση τοΟ Μεγάλου Χάν», δέν έκμηδενίζει τήν Αξία το5 πραγματικού ταξιδιού του καί τών πραγματικών Ανακαλύψεών του γιά τόν εύρωπαϊκό πολιτισμό.
* Μπ. Κράτσε, «Ιστορικός Ολισμός καί μαρξιστική οΙκονομΙα» χβφ. II, «01 Ιστορικές θεωρίες τοΟ καθηγητή Λόρια» (2ημ. I. &κ.).
57
Μεθοδολογικά κριτήρια.
Στό νά έξετάσουμε κριτικά μιά «πραγματεία», μπορεΐ v i ύπάρχει ζήτημα: 1) άξιολόγησης εάν δ δοσμένος συγγραφέας κατάφερε με αυστηρότητα καί συνέπεια, να συμπε- ράνει δ λ ε ς τίς συνέπειες άπό τίς προϋποθέσεις πού πήρε σαν σημείο έκκίνησης (ή σημείο άναφοράς) : πιθανά νά λείπει ή αυστηρότητα, να λείπει ή συνέπεια, να ύπάρχουν κακόβουλες παραλήψεις, να λείπει ή έπιστημονική «φαντασία» (δτι δηλαδή δέν μποροϋμε νά δοΟμε δλη τή γονιμότητα τής άρχής πού Γ.άρθηκε). 2) άξιολόγησης τών σημείων έκκίνησης (ή άναφοράς) τών προϋποθέσεων, πού μπορεΐ να άναιρεθοΟν έν μέρει, νά περιοριστούν ή ν’ άποδειχτεί δτι δέν Ιχουν πιά Ιστορική άξία- 3) ίρευνας, άν οί προϋποθέσεις είναι δμοιογενεΐς μεταξύ τους, ή, άν άπό άνεπάρκεια ή άδυ- ναμία τοϋ συγγραφέα (ή άγνοια τής ιστορικής κατάστασης τοϋ ζητήματος) προκαλεΐται άλληλεπίδραση μεταξύ τών προϋποθέσεων καί τών άρχών, πού είναι άντίθετες ή έτερο- γενείς καί ιστορικά άπλησίαστες μεταξύ τους.
Έτσι, ή κριτική άξιολόγηση μπορεΐ να Ιχει διαφορετικούς πολιτιστικούς στόχους (άκόμα καί πολεμικοπολιτι- κούς). Μπορεΐ νά προσπαθεί νά άποδείξει δτι δ Tizio προσωπικά είναι άνίκανος καί 2να μηδενικό, δτι ή πολιτιστική δμάδα στήν δποία συμμετέχει δ Tizio πού «πιστεύει» ή «ύ- ποστηρίζει» δτι παίρνει μέρος σέ μια πολιτιστική δμάδα, ά- πατάται ή θέλει νά έξαπατήσει, δτι δ Tizio χρησιμοποιεί τΙς Ιστορικές προϋποθέσεις μιας άξιοσέβαστης δμάδας, γιά νά. βγάλει συμπεράσματα κακόβουλα καί ίδιοτελή κλπ.
S8
Ή δέκατη ώδή τής «Κόλασης»
Ζήτημα «δομής καί ποίησης» στή «θεία Κωμωδία», σύμφωνα μέ τόν Μπ. Κρότσε καί τόν Λ. Ροϋσσο. Ανάγνωση τοϋ Βιντσέντζο Μορέλο σάν c o r p u s v i l e . ’Ανάγνωση τοϋ Φεντέλε Ρομάνι γιά τόν Φαρινάτα. Ντέ Σάνκτις. Ζήτημα τής «Εμμεσης παρουσίασης» καί τών διδασκαλιών στό δράμα. Οί διδασκαλίες Εχουν καλλιτεχνικό χαρακτήρα; Συντείνουν στήν παρουσίαση των χαρακτήρων; Στό βαθμό που περιορίζουν τήν αύθαιρεσία τοΟ ήθσποιοϋ καί χαρακτηρίζουν πιό συγκεκριμένα τή δοσμένη προσωπικότητα, βεβαίως. Ή περίπτωση τοϋ «Ντόν Τζιοβάνι» (*) του Σώ μέ τό παράρτημα τοϋ έγχειρίδιου του Τζών Τάνερ: Αύτό τό παράρτημα είναι μία διδασκαλία άπό τήν δποία Ινας Εξυπνος ήθοποιός μπορεϊ καί πρέπει νά πάρει στοιχεία για τή δική του έρμηνεία. Ή Πομπηϊανή άπεικόνιση τής Μήδειας καθώς σκοτώνει τά. παιδιά πού είχε άποκτήσει άπό τόν Ίάσονα. Ή Μήδεια παρουσιάζεται μί καλυμμένο τό πρόσωπο: δ ζωγράφος δέν ξέρει πώς — καί δέ θέλει — νά άναπαραστήσει αύτήν τήν δ- ψη. (Υπάρχει δμως ή περίπτωση τής Νιόβης, άλλά σέ γλυπτό: τό v i καλύψεις τό πρόσωπο θά σήμαινε άφαίρεση τοΟ Ιδιαίτερου περιεχοιιένου τού Εργου). Ό Φαρινάτα καί δ Κα- βαλκάντε: Ό πατέρας καί δ πεθερός του Γκουίντο. Ό Κα- βαλκάντε είναι δ τιμωρημένος του κύκλου. Κανένας δέν Εχει παρατηρήσει δτι άν δέν πάρουμε ύπ’ δψη τό δράμα τοΟ Κα- βαλκάντε, σ’ αύτόν τόν κύκλο δέν φαίνεται σ τ ή ν π ρ ά ξ η ή άγωνία τοϋ κολασμένου: ή δ ο μ ή θά Επρεπε νά·
Βλ. τό τρίτο ίπειαόδιο τής κωμωδίας τοΟ Τζ. Μπ. 2(3 «Ά νθρωπος χαΐ 6π«ρΛνθρωπος» (2. t. èie.).
οδηγήσει σέ μιάν αισθητική άξιολόγηση τής ώδής, πιό Ακριβόλογης, μιά καί κάθε τιμωρία Ιχει άναπαρασταθεί στήν πράξη. Ό Ντέ Σάνκτις σημείωσε τήν τραχύτητα πού περιέχεται στήν ώδή μέ τό γεγονός δτι ό Φαρινάτα άλλάζει ξαφνικά χαρακτήρα: ένώ πρώτα ήταν π ο ί η σ η Ιγινε τώρα δ ο μ ή , ό Ντέ Σάνκτις έξηγεί δτι κάνει τόν Κικέρωνα στόν Δάντη. Ή ποιητική αναπαράσταση τοϋ Φαρινάτα ξαναζεί μέ θαυμάσιο τρόπο άπό τόν Ρομάνι. Ό Φαρινάτα είναι μ ι ά σ ε ι ρ ά ά π ό ά γ ά λ μ α τ α . Ό Φαρινάτα λοιπόν άπαγγέλλει μια δ ι δ α σ κ α λ ί α . Τό βιβλίο τοϋ Ίσιντόρο ντέλ Λοϋνγκο για τα «Χρονικά» τοϋ Ντίνο Κο μπάνι: σ’ αυτά Ιχει καθοριστεί ή ήμερομηνία θανάτου τοϋ Γκουίντο. Περίεργο πού οί λόγιοι δέ σκέφτηκαν άρχικα νά βοηθηθοϋν άπό τή δέκατη ώδή γιά να προσδιορίσουν κατά προσέγγιση αύτήν τήν ήμερομηνία (τό ’χει κάνει κανένας;). Οδτε δμως καί ή βεβαίωση τοϋ ντέλ Λοϋνγκο βοήθησε γιά να έρμηνευτεί ή μορφή τοϋ Καβαλκάντε καί να δοθεί μιά έξήγηση στδ Ιργο πού άνατέθηκε στόν Φαρινάτα άπό τόν Δάντη γιά νά τό φέρει σέ πέρας.
Τό δράμα τοϋ Καβαλκάντε
Ποιά είναι ή στάση τοϋ Καβαλκάντε, ποιά είναι ή άγωνία του ; Ό Καβαλκάντε βλέπει καί στό παρελθόν καί στό μέλλον, μά δέ βλέπει στό παρόν, σέ μιά καθορισμένη ζώνη τοϋ παρελθόντος καί τοϋ μέλλοντος στήν όποία συμπεριλαμβάνεται τό παρόν. Στό παρελ θόν ό Γκουίντο είναι ζωντανός, στό μέλλον ό Γκουίντο είναι νεκρός, άλλά στό παρόν; Είναι νεκρός ή ζωντανός; Αύτή ή άγωνία τοϋ Καβαλκάντε, αύτή είναι ή έπίμονη, ή μοναδική κυρίαρχη σκέψη του. 'Οταν μιλάει ρωτάει γιά τό γιό, δταν άκούει «είχε» — τό ρήμα στόν άόριστο — αύτός έπιμένει, κι έπειδή άργεΐ ή άπάντηση, δέν άμφιβάλλει πιά: δ γιός του είναι νεκρός, έξαφανίζεται στή φλεγόμενη κιβωτό.
Πώς παρουσιάζει δ Δάντης αύτό τό δράμα; Δέν τό παρουσιάζει, τό δποβάλλει στόν άναγνώστη. Τοϋ δίνει τά στοιχεία γιά νά ξανασυντεθεί τό δράμα, κι αύτά τά στοιχεία δί
60
νονται άπό τή δομή. 'Ωστόσο, ύπάρχει Ινα δραματικό μέρος καί προηγείται τής διδασκαλίας. Τρεις μπατοϋτες: Ό Καβαλκάντε δέν έμφανίζεται εύθυτενής καί άνδρείος, δπως δ- Φαρινάτα, άλλα ταπεινός, νικημένος, μπορεΐ καί γονατιστός καί ρωτάει μ’ άμφιβολία για τό γιό. Ό Δάντης άπαντά, ά- διάφορος ή κάπως έτσι, καί χρησιμοποιεί τό ρήμα, πού άνα- φέρεται στόν Γκουίντο, στόν άόριστο. '0 Καβαλκάντε άρπά- ζει άμέσως αυτό τό πράγ|ΐα καί ούρλιάζει άπεγνωσμένα. Ή άμφιβολία είναι πού ύπάρχει μέσα του, δχι ή βεβαιότητα. Ζητάει άλλες έπεξηγήσεις μέ τρεις έρωτήσεις, στίς όποιες ύ- πάρχει μιά διαβάθμιση τής ψυχικής κατάστασης. «Πώς εϊ- πατε; «είχε»; — Δέ ζεΐ πιά; — Δέν όδηγεΐ τ ί μάτια του τό- γλυκό φώς ; Στήν τρίτη έρώτηση ύπάρχει δλη ή πατρική τρυφερότητα τοϋ Καβαλκάντε. Στό σύνολό της ή «ζωή» τών άν- θρώπων άντιμετωπίστηκε σέ μιά όρισμένη κατάσταση, στήν άπόλαυση τοΟ φωτός, πού ot καταδικασμένοι καί οί νεκροί έχουν χάσει. Ό Δάντης καθυστερεί ν’ άπαντήσει κι Ιτσι ή άμφιβολία σβήνει στόν Καβαλκάντε. ’Αντίθετα, ό Φαρινάτα μένει άτάραχος. Ό Γκουίντο είναι ό σύζυγος τής κόρης του, αυτό δμως τό συναίσθημα δέν είναι Ισχυρό μέσα του ¿κείνη τή στιγμή. Ό Δάντης ύπογραμ|ΐίζει αύτή του τήν ψυχική δύναμη. Ό Καβαλκάντε δλο καί ήρεμεΐ ά λ λ ά ό Φα- ρινάτα δέν άλλάζει έκφραση, δέ γέρνει τό κεφάλι του, δέ σκύβει τή ράχη. Ό Καβαλκάντε πέφτει άνάσκελα, ό Φαρι- νάτα δέν έχει Ιχνος ήττας στό πρόσωπό του. Ό Δάντης ά- ναλύει άρνητικά τόν Φαρινάτα γιά v i ύποβάλει τΙς (τρεις) κινήσεις τοϋ Καβαλκάντε, τή σύσπαση τοϋ προσώπου, τό κεφάλι πού ξαναπέφτει, τό σκύψιμο τής ράχης. Κάτι, δμως, άλ- λάζει καί στόν Φαρινάτα. "Οταν κυριαρχεί καί πάλι στόν έαυτό του, δέν είναι τόσο άγέρωχος δσο στήν πρώτη του έμ- φάνιση.
Ό Δάντης δέν έξετάζει τόν Φαρινάτα μονάχα γιά να «διδαχθεί», τόν έξετάζει γιατί έντυπωσιάστηκε άπό τή συντριβή τοϋ Καβαλκάντε. Ό Δάντης θέλει νά τοϋ λυθεϊ ό κόμπος πού τόν έμπόδιζε ν’ άπαντήσει στόν Καβαλκάντε. ΑΙ- σθάνεται ύπόλογος μπροστά του. Έτσι, λοιπόν, τό δομικό κομμάτι δέν είναι μόνο δομή, άλλά καί ποίηση, είναι Ινα άνα- γκαίο στοιχείο τοϋ δράματος πού έξελίσσεται.
61
Κριτική του «άνέχφραστον»;
01 παρατηρήσεις που Εκανα θά μποροΟσαν να γ ίνουν άφορμή γιά τήν άντίρρηση δτι πρόκειται για μιά κριτική του άνέκφραστου, για μια ιστορία τοϋ άνύπαρ- κτου, γιά μιά άφηρημένη Ιρευνα, για εδλογες προθέσεις πού ποτέ δέν Ιγιναν συγκεκριμένη ποίηση, |ΐά πού παραμένουν έξωτερικά Γχνη στό μηχανισμό τής δομής. Κάτι τι σαν τή στάση πού συχνά παίρνει ό Μαντσόνι στούς «Άρ- ραβωνιασμένους». 'Οπως, δταν δ Ρέντζο, μετά τήν περιπλάνησή του γιά να βρει τήν Ά ντα καί τό σύνορο, σκέφτεται τά μαϋρα μαλλιά τής Λουτσίας: «...καί φέρνοντας στό νοϋ τήν εικόνα τής Λουτσίας (! )δ έ θ ά π ρ ο σ π α θ ή σ ο υ μ ε νά ποΰμε αύτό πού αίσθάνθηκε: δ ά ν α γ ν ώ- σ τ η ς γ ν ω ρ ί ζ ε ι τ Ι ς σ υ ν θ ή κ ε ς , δ ς τ ό φ α ν τ α σ τ ε ί » , θά μπορούσε κι έδώ νά πρόκειται για τήν άναζήτηση ένός δράματος «πού φτιάχνεται μέ τή φαντασία», άφοϋ είναι γνωστές οΐ συνθήκες (*).
* Ό Π λ (νιος θυμίζει δτι 6 Τιμάντε άπό τή Σικυώνα είχε ζωγραφίσει τή σκηνή τής θυσίας τής ’Ιφιγένειας άπεικονίζοντας κα- λυμμένον τόν Άγαμέμνονα. Ό Λέαινγκ, στόν «Λαοκόοντα», γιά πρώτη ( ;) φορά άναγνώρισε ο’ αύτό τό τέχνασμα τοΟ ζωγράφου δχι τήν άν ικανότητά του ν’ άναπαραατήσει τήν πατρική λύπη, μά τ6 βαθύ συναίσθημα τοΟ καλλιτέχνη, πού άκόμα καί μέσα άπό τΙς πι6 σπαραξικάρδιες έκφράσεις τοΟ προσώπου, δέ θά κατάφερνε νά δώσει μιά τόση πονεμένη έκφραση άτέλειωτης κατήφειας, δπως μ’ αύτή τήν καλυμμένη μορφή, μέ τό χέρι νά σκεπάζει τ6 πρόσωπο.
Καί στήν πομπηϊανή άκεικόνιση τής θυσίας τής ’Ιφιγένειας, πού είναι διαφορετική στή γενική σύνθεση άπό τήν άπεικόνιση τοΟ Τιμάντε, ή μορφή τοΟ Άγαμέμνονα είναι καλυμμένη. Γ ι’ αύτές τΙς διαφορετικές άναπαραστάσεις τής θυσίας τής ’Ιφιγένειας μιλάει 6 Πάολο Ένρίκο Ά ρίας στό «Bollettino dell’ Istituto Nazionale del
-dramma antico di Siracusa», άρθρο πού περιληπτικά δημοσιεύτηκα στό «Marzocco» στίς 13 ’Ιούλη 1930. 2τ1ς πομπηϊανές άπεικονίσεις -δπάρχουν κι άλλα παραδείγματα καλυμμένων μορφβν: π .χ . ή Μήδεια, καθώς σκοτώνει τά παιδιά της. Πραγματεύτηκαν τό ζήτημα μετά τόν Λέοινγκ, τοΟ δποίου ή έρμηνεία δέν είναι πλήρως Ικανοποιητική;
62
Ή άντίρρηση ϊχει μιά έπίφαση άλήθειας. Ά ν 6 Δάντης δέν μπορεΐ ν’ άφεθεΐ νά φαντάζεται, δπως δ Μαντσόνι, βάζοντας δρια στήν ϊκφρασή του γιά λόγους πραχτικούς (δ Μαντσόνι πρότεινε να μή μιλάμε για τόν σεξουαλικό Ερωτα καί να μήν άναπαριστοϋμε τά πάθη στήν δλοκλήρωσή τους γιά λόγους «Καθολικής ήθικής»), αυτό θά είχε γίνει γιά λόγγους «παραδοσιακής ποιητική; γλώσσας», πού τελικά δ Δάντης 5έ θά είχε παρατηρήσει πάντα (Ούγκολίνο, Μίρα κλπ.), «Ινισχυμένους» άπό τά Ιδιαίτερα συναισθήματά του γιά τόν Γκουίντο. Μπορεΐ, δμως, νά ξανακτιστεί καί νά κριτικαριστεΐ μιά ποίηση πουθενά άλλοϋ, έκτός άπό τή σφαίρα τής συγκεκριμένης Εκφρασης, τής ιστορικά πραγματωμένης γλώσσας; Δέν 2κόψε, λοιπόν, τά φτερά στόν Δάντη Ενα «θελημίνο» στοιχείο, «θεωρητικοϋ ή πρακτικοϋ χαρακτήρα», δ Δάντης «πέ- ταξε μέ τά φτερά πού είχε», θά μπορούσαμε νά πούμε, καί δέν παραιτήθηκε έκούσια άπό τίποτα (*).
Ή άκαταδεξία τοϋ Γκουίντο
Στήν κριτική ανάλυση πού Ικανέ δ Τζ. Σ. Γκαρ- γκάνο «Ή γλώσσα στούς χρόνους τοϋ Δάντη καί ή έρμηνεία τής ποίησης» («Marzocco, 14 Απρίλη 1929) γιά τό τελευταίο βιβλίο τοϋ Ένρίκο Σικάρντι «Ή Ιταλική γλώσσα στόν Δάντη» (έκδοτ. οίκος Optima, Ρώμη) , άναφέρεται ή έρμηνεία τοϋ Σικάρντι πάνω στό θέμα τής «άκαταδεξίας» τοϋ Γκουίντο. Έ τσι — γράφει δ Σικάρ- ντι — θά ’πρεπε νά έρμηνευθεϊ τό άπόσπασ;ια : «Δέν ταξιδεύω έγώ γιατί τό διάλεξα, δέν είμ’ έλεύθερος νά Ιρθω ή νά μήν Ιρθω, άντίθετα, δδηγήθηκα έδώ άπ’ αύτόν πού μέ περιμένει έκεΐ, άκίνητος, καί πού δ Γκουίντο σας δέν καταδέχτη- •κε νά Ερθει έδώ μ α ζ ί τ ο υ ή νά συντροφευθεΐ έδώ
* Σχετικά μ’ αδτό τό θέμα τοΟ χαλλιτεχνιχοΟ νεομαλβουσιανι- σμοΟ τοΟ Μαντσόνι, 6λ. τό βιβλίο τοβ Κρότοε [«’Αλέξανδρος Μαντσό
ν ι, (Βοχίμια χαΐ συζητήσεις)» Laterza, Μπέρι, 1930 (Σ. Ι.έπ.)1 καί τό Λρθρο τοβ Τζιουζέπβ Τσ'.τάνα στή «Nuova Italia» τοβ Ί ο ί-
μαζί του». Ή έρμηνεία τοΟ Σικάρντι είναι τυπική, δχι ού- σιαστική: δέν κάθεται να έξηγήσει σέ τί συνίσταται ή «Ακαταδεξία» (ή τής λατινικής γλώσσας ή τοϋ βιργιλιανοΟ Ιμπεριαλισμού ή τών Αλλων έρμηνειών πού δόθηκαν Από τούς μεταφραστές). Ό Δάντης είχε πάρει σαν δώρο τή «χάρη» από τόν Ουρανό: Πώς ΘΑ μπορούσε νΑ δοθεί αύτή ή χάρη σέ Ιναν Αθεο; (Αύτό δέν είναι σωστό: γιατί ή «χάρη», Από τήν ίδια της τή φύση δέν μπορεϊ νΑ περιοριστεί για κανένα λόγο). ΓιΑ τόν ΣικΑρντι, στό στίχο: «Forse cui Guido vostro ebbe a disdegno». («Ίσως μ’ αύτόν δ Γκουίντο σας δέν καταδέχτηκε») , τό cui Αναφέρεται φυσικά στόν Βιργίλιο, ΑλλΑ δέν είναι Ινα δεύτερο Αντικείμενο ΑλλΑ μι A Από τις συνηθισμένες Αντωνυμίες Από τήν δποία λείπει δ σύνδεσμος c o n (μέ, μαζί). Καί τό Αντικείμενο τοϋ «ebbe a disdegno»; T i
παίρνουμε Από τό προαναφερμένο «da me stesso non vegno» («δέν έρχομαι Από μόνος μου») καί είναι, Ας ύποθέσουμε, ή
τό ούσιαστικό έ ρ χ ο μ ό ς ή, Αν θέλετε, μιΑ πρόταση σέ θέση Αντικειμένου: ν α I ρ θ ε ι.
Σέ κάποιο σημείο τής ΑνΑλυσής του δ Γκαργκάνο γρΑ- φει: «Ό φίλος τοΰ Γκουίντο λέει στύ φτωχό πατέρα, π ο j τ ο ϋ δ ι α ψ ε ύ σ τ η κ α ν ο ί έ λ π ί δ ε ς , δτι δέ θα δεί ζωντανό τό γιόκα του οΰτε καί στήν κόλαση κλπ.». Π ο ύ τ ο ϋ δ ι α ψ ε ύ σ τ η κ α ν ο ί έ λ π ί δ ε ς ; Καί λίγο είναι: είναι μιΑ λέξη τοϋ Γκαργκάνο ή πάρθηκε Από τόν ΣικΑρντι; Δέ βάζει τό πρόβλημα: γιατί Αραγε δ Καβαλκάντε πρέπει νΑ περιμένει κύρια δτι δ Γκουίντο θα ίρθει στήν κόλαση μέ τόν Δάντη; «Λόγω μεγαλοφυίας»; *0 Καβαλκάντε δέν λειτουργεί σύμφωνα μέ τή «λογική», ΑλλΑ σύμφωνα μέ τό «πάθος»: δέν ύπάρχει κανένας λόγος νΑ συνοδεύσει δ Γκουίντο τόν ΔΑντη· ύπάρχει μόνο ή έπιθυμία τοϋ ΚαβαλκΑντε να |ΐάθει Αν δ Γκουίντο είναι νεκρός ή ζωντανός έκείνη τή στιγμή κι £τσι νΑ ξεπεράσει τόν πόνο του. Ή πιό σημαντική λέξη τοϋ στίχου: «Ίσως μ’ αύτόν δ Γκουίντο σας δέν καταδέχτηκε», δέν είναι τό «μ’ αύτόν» οδτε ή Ιννοια τής Ακαταδεξίας στό ρήμα «καταδέχτηκε», μΑ δ χρόνος τοΰ ρήματος. Στό "ebbe” πέφτει δ «αίσθητικός» καί «δραματικός» τόνος τοΰ στίχου κι αύτό Αποτελεί τήν πηγή τοϋ
64
δράματος τοϋ Καβαλκάντε πού έξηγεΐχαι στις διδασκαλίες τοΟ Φαρινάτα: καί είναι ή «κάθαρση»· 6 Δάντης γίνεται πιό ήπιος, βγάζει τόν Καβαλκάντε άπό τήν άνησυχία, δηλαδή διακόπτει τήν τιμωρία του πού είχε μπεϊ σ’ έ φ α ρ μ ο- ϊ ή·
Ή ήμερομηνία τοϋ θανάτου τοϋ Γκουίντο Καβαλκάντε προσδιορίστηκε για πρώτη φορά κριτικά άπό τόν Ίζιντόρο ντέλ Λοΰνγκο στό Ιργο του «Ό Ντίνο Κομπάνι καί τό Χρονικό του» τοΟ όποιου «ό τρίτος τόμος, πού περιέχει τούς καταλόγους, ό ιστορικός καί φιλολογικός, μέ δλο τό £ργο καί τό κείμενο τοϋ «Χρονικού» σύμφωνα μέ τόν Λαυρεντιανό Όσ- μπορνανιανό κώδικα» δημοσιεύτηκε τό 1887’ ό πρώτος καί 6 δεύτερος τόμος είχαν τελειώσει τό 1880 καί τυπώθηκαν λίγο άργότερα. θα πρέπει να έξετάσουμε άν 6 ντέλ Λοΰνγκο, προσδιορίζοντας τήν ήμερομηνία θανάτου τοΰ Γκουίντο, συσχετίζει αύτήν τήν ήμερομηνία μέ τήν δεκάτη ώδή: δν θυμ ά ρ ι καλά, δχι. Για τό ίδιο ζήτημα άς κοιτάξουμε τά 2ργα τοϋ ντέλ Λοΰνγκο: «Ό Δάντης στα χρόνια τοΰ Δάντη», Μπο- λόνια 1888, «Άπό τόν αιώνα καί άπό τό ποίημα τοΰ Δάντη», Μπολόνια 1898, καί ιδιαίτερα τό «Άπό τόν Μπονιφάτσιο τόν 8ο στόν ’Αρίγκο τόν 7ο. Σελίδες τής φλώρεντίνικης Ιστορίας γιά τή ζωή τοϋ Δάντη», πού είναι μιά έπανάληψη, ξανακοιταγμένη καί διορθωμένη καί έπαυξημένη σέ μερικά σημεία, ένός μέρους τοΰ ?ργου γιά τόν «Ντίνο Κομπάνι καί τό Χρονικό του».
Βινιοένιοο ίίορέλο, Δάντης, Φαρινάτα καί Καδαλκάντι(* ).
Στό βιβλιογραφικό δελτίο τσ3 έκδότη λέγεται: «Οί έρ- μηνείες τοΰ Μορέλο θά δώσουν άφορμή γιά συζητήσεις άνά-
* Σ ί αχ. 8ο, οελ. 80, ίκδ. «Μσντατόρι», 1927. Π εριίχει βΰβ κείμενα: 1) «Δάντης καί Φαρινάτα. Ή δίκατη ώβή τής Κόλαοης», πού είχε διαβαατεί ατό «Σπίτι τοΟ Δάντη», ατή Ρώμη οτίς XXV ’Απρίλη MCMXXV 2) «Ό Καβαλκάντι καί ή ακαταδεξία του».
565
μεσα στούς μελετητές, έπειδή άπέχουν έντελώς άπό τΙς παραδοσιακές καί φτάνουν σέ διαφορετικά καί νέα συμπεράσματα». Είχε κάνει, δμως, 6 Μορέλο μιά όποιαδήποτε προετοιμασία γι’ αυτή τή δουλειά καί γ ι’ αυτήν τήν Ερευνα; 'Ε τσι άρχίζει τό πρώτο του κείμενο: «Ή κριτική τής τελευταίας τριακονταετίας έχει έξερευνήσει τόσο βαθιά τΙς πηγές» (!) τοΟ έργου τοΟ Δάντη, πού τώρα πιά μπορεί νά πει κανείς δτι οί πιό σκοτεινές έννοιες, οί πιό δύσκολες άναφο- ρές, οί πιό άσαφείς ύπαινιγμοί καί τέλος πάντων τα πιό Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τών προσώπων τών τριών ώδών έχουν κατανοηθεΐ καί ξεκαθαριστεί». Ποιός είναι ίκανοποιη μένος, χαιρετίσματα! Καί είναι πολύ εύκολο νά πεισθεί άπό Ιναν παρόμοιο πρόλογο: άπαλλάσσεται άπό τοΟ νά κάνει μιά προσεκτική καί πολύ κουραστική έργασία έπιλογής καί έμ- βάθυνσης συμπερασμάτων στά δποία έχει καταλήξει ή Ιστορική καί αισθητική κριτική. Καί συνεχίζει: Β έ β α ι α , μ ε τ ά τ ή ν ά ρ μ ό ζ ο υ σ α π ρ ο ε τ ο ι μ α σ ί α , έμεϊς σήμερα μπορούμε νά διαβάζουμε καί νά καταλαβαίνουμε τή «θεία Κωμωδία», χωρίς νά χανόμαστε πιά στούς λαβύρινθους τών παλιών εικασιών, πού ή άτελής Ιστορική πληροφόρηση καί ή ά ν ε π α ρ κ ή ς δ ι α ν ο η τ ι κ ή έ κ π α ί δ ε υ ση συναγωνίζονταν νά τΙς κατασκευάσουν καί νά τΙς διατηρήσουν άξεμπέρδευτες· Ό Μορέλο, λοιπόν, θά είχε τήν ά ρ μ ό ζ ο υ σ α π ρ ο ε τ ο ι μ α σ ί α καί θά είχε στήν κατοχή του μιάν άρ'.στη διανοητική έκπαί- δευση: δέ θά είναι δύσκολο ν’ άποδειχτεί δτι αύτός έχει έπι- φανειακά διαβάσει αυτήν τήν δέκατη ώδή καί δέν έχει κατανοήσει τό πιό έμφανές στοιχείο.
Ή δέκατη ώδή είναι, σύμφωνα μέ τόν Μορέλο, «κατ’ έξοχήν πολιτική» καί «ή πολιτική γιά τόν Δάντη είναι τόσο Ιερό πράγμα, δσο καί ή θρησκεία»* δπότε, είναι άπαραίτη- τη μιά «έκπαίδευση περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά αύ- στηρή» γιά τήν έρμηνεία τής δέκατης ώδής γιά νά μήν άν- τικατασταθοΟν οί προσωπικές προθέσεις καί τά προσωπικά πάθη μ’ έκεΐνα πού άνήκουν σ’ άλλον καί γιά νά μήν έγκα- ταλειφθοϋν στίς πιό άλλόκοτες λοξοδρομήσεις. Ό Μορέλο διαπιστώνει δτι ή δέκατη ώδή είναι κύρια πολιτική, άλλά
δέν τδ άποδεικνύει καί δέν μπορεΐ νά τδ άποδείξει, έπειδή δέν είναι άλήθεια: ή δέκατη ώδή είναι πολιτική δπως πολιτική είναι δλη ή «θεία Κωμαδία», άλλά δέν είναι πολιτική κατ’ έξοχήν. Αύτή δμως ή διαπίστωση βολεύει τδν Μορέλο για νά μήν κουράζει τά μηνίγγια του' έπειδή θεωρεί τδν έ- αυτό του μεγάλον πολιτικό άντρα καί μεγάλο θεωρητικό τής •πολιτικής, θά τού είναι εύκολο να δώσει μια πολιτική έρ- ^.ηνεία τής δέκατης ώδής, άφοΰ ρίξει μιά ματιά στήν ώδή άπό τήν πρώτη Ικδοση πού θά πέσει στά χέρια του, χρησιμοποιώντας τΙς γενικές Ιδέες πού κυκλοφορούν γιά τήν πολιτική τού Δάντη καί γιά τΙς δποΐες κάθε καλός άρθρογράφος, σαν τδν Μορέλο, πρέπει νά ’χει μιά κάποια έπιφανειακή γνώση δν δχι κι ?ναν δρισμένο άριθμδ δελτίων.
Τδ δτι δ Μορέλο δέν ¿χει διαβάσει, παρά μόνον έπιφα- νε-.ακά, τή δέκατη ώδή, φαίνεται στίς σελίδες πού πραγματεύεται τις σχέσεις άνάμεσα στόν Φαρινάτα καί στόν Γκουίντο Καβαλκάντι (σελ. 35). Ό Μορέλο θέλει νά έξηγήσει τήν άπάθεια τού Φαρινάτα καθώς έξελίσσεται τδ έ π ε ι- σ ό δ ι ο τού Καβαλκάντε. θυμάται τή γνώμη τοϋ Φόσκο- λο, γιά τδν δποΐον αύτή ή άδιαφορία δείχνει τή δυνατή συνήθεια τού άνθρώπου, πού «δέν έπιτρέπει στ’ άγαπημένα πρόσωπα τού σπιτιού του νά τδν άπστρέψουν άπδ τό νά σκέφτεται τΙς καινούριες δυστυχίες τής πατρίδας» καί Ικείνη τοϋ Ντέ Σάνκτις, γιά τδν δποΐον δ Φαρινάτα παραμένει άπαθής, •έπειδή «τά λόγια τοϋ Καβαλκάντε φτάνουν στ’ αύτιά του δχι στήν ψυχή του, πού ίχει δλοκληρωτικά στραφεί σέ μιά μοναδική σκέψη: «τήν τέχνη πού δέν μαθεύτηκε καλά». Γιά τδν Μορέλο μπορεΐ νά δπάρχει «μιά πειστική — ϊσως — έξήγη- χτη». Πού πάει νά πει: «"Αν δ Φαρινάτα δέν άλλάζει δψη ούτε κουνά τδ κεφάλι οΰτε σκύβει τήν πλάτη, ίτσι δπως θέλει δ ποιητής, είναι ϊσως δχι γιατί είναι άναίσθητος ή έπει- δή είναι άδιάφορος στόν πόνο τών άλλων, άλλά έ π ε ι δ ή ά γ ν ο ε ΐ τ δ π ρ ό σ ω π ο τ ο ύ Γ κ ο υ ί ν τ ο , δπως άγνοοΰσε καί τό> πρόσωπο τοΟ Ντάντε κι έπειδή άγνοεΐ δτι δ Γκουίντο Ιχει παντρευτεί τήν κόρη του. Πέθανε ΐδ 1264, τρία χρόνια πρίν άπό τήν έπιστροφή τών Καβαλκάν- -τι στή Φλωρεντία, δταν δ Γκουίντο ήταν έπτά χρονών' καί
67
άρραβωνιάστηκε μέ τήν Μπίτσε (Μπεατρίτσε) δταν ίγινε έν- νιά χρονών (1269) πέντε χρόνια μετά τδ θάνατο τοϋ Φα- ρινάτα. "Α ν ε ί ν α ι ά λ ή θ ε ι α δ τ ι ο I ν ε κ ρ ο ί δ έ ν μ π ο ρ ο ύ ν ν ά ξ έ ρ ο υ ν ά π δ μ ό ν ο ι τ ο υ ς τ Ι ς π ρ ά ξ ε ι ς τ ώ ν ζ ω ν τ α ν ώ ν , ά λ λ ά μ ό ν ο μ έ σ α ά π δ τ Ι ς ψ υ χ έ ς π ο ύ τ ο ύ ς π λ η σ ι ά ζ ο υ ν , τ ώ ν ά γ- γ έ λ ω ν ή τ ώ ν δ α ι μ ό ν ω ν , ό Φαρινάτα μπορεί νά μή γνωρίζει τη συγγένειά του μέ τδν Γκουίντο καί νά παραμένει άπαθής μέ τήν τύχη έκείνου, άν καμιά ψυχή ή κανένας άγγελος ή δαίμονας δέν τοΟ έφεραν τήν είδηση. Π ρ ά γ μ α π ο ύ δ έ φ α ί ν ε τ α ι ν ά έ χ ε ι σ υ μ β ε ΐ». Τδ άπόσπασμα είναι ύπερβολικδ άπδ πολλές άπόψεις καί δείχνει πόσο άνεπαρκής είναι ή διανοητική έκπαίδευση τοΟ Μορέλο: 1) Ό Φαρινάτα συχνά λέει άνοιχτά καί ξάστερα δτι οί αίρεσιάρχες τής δμάδας του άγνοοΰν τά γεγονότα «δταν πλησιάζουν ή είναι παρόντα», δχι πάντα, και σ’ αύτδ συνίσταται ή ειδική τιμωρία τους έκτδς άπδ τή φλε- γόμενη κιβωτδ «έπειδή θέλησε νά δει στδ |ΐέλλον» καί |ΐόνο σ’ αυτή τήν περίπτωση αύτοί άγνοοΰν «άν άλλοι δέ μάς δ- δηγοΟν». Λοιπόν δ Μορέλο δέν έχει κάν διαβάσει καλά τδ κείμενο' 2) είναι χαρακτηριστικό ένδς έρασιτέχνη, στά πρόσωπα ένδς έργου τέχνης νά πηγαίνει νά ψάχνει τΙς προθέσεις πέρα άπδ τή σημασία τής κατά λέξη έκφρασης τοΰ κειμένου- Ό Φόσκολο καί δ Ντέ Σάνκτις (ιδιαίτερα δ Ντέ Σάνκτις) δέν Απομακρύνονται άπδ τήν κριτική σοβαρότητα: άντίθετα 6 Μορέλο σκέφτεται πραγματικά γιά τή συγκεκριμένη ζωή τοϋ Φαρινάτα στήν κόλαση πέρα άπδ τήν ώδή τοϋ Δάντη, μάλιστα δέ σκέφτεται δτι είναι έλάχιστα πιθανό οί δαίμονες ή οί άγγελοι νά κατάφερναν, σέ άνύποπτο χρόνο, νά πληροφορήσουν τδν Φαρινάτα γ ι’ αύτδ πού τοϋ ήταν άγνωστο. Είναι ή νοοτροπία τοΰ άνθρώπου τοϋ λαού, πού δταν διαβάσει Ινα μυθιστόρημα θέλει νά ξέρει τί έκαναν παραπέρα δλα τά πρόσωπα (άπ’ δπου καί ή έπιτυχία τών περιπετειών — άλυσίδα) : είναι ή νοοτροπία τοΟ Ροσίνι, πού γράφει τή «Μοναχή τής Μόντσα» ή δλων αύτών τών Αδέξιων συγγραφέων πού γράφουν τΙς συνέχειες διάσημων έρ
γων ή Αναπτύσσουν καί πολλαπλασιάζουν έπΐ μέρους έπει- σόδια.
"Οτι στήν ποίηση τοϋ Δάντη ύπάρχει βαθιά σχέση ά νάμεσα στόν Φαρινάτα καί τόν Καβαλκάντε συνάγεται άπό τή γραφή καί τή δομή τής ωδής: Ό Καβαλκάντε καί 6 Φα- ρινάτα βρίσκονται κοντά (μερικοί ζωγράφοι φαντάζονται δτι βρίσκονται στήν ίδια κιβωτό), τά δυό τους δράματα συνδέο^ ται στενά καί 6 Φαρινάτα περιορίζεται στή δομική λειτουργία τοϋ e x p l i c a t o r για νά εισάγει τόν άναγνώ- στη στό δράμα τοϋ Καβαλκάντε. Σαφώς, μετά τό "ebbe” , 6 Δάντης άντιπαραθέτει τόν Φαρινάτα στόν Καβαλκάντε στή φυσική — σαν άγαλμα, δψη πού έκφράζει ή ήθική τους στάση' 6 Καβαλκάντε π έ φ τ ε ι , περιττεύει, οδτε που έμ- φανίζεται πιά, 6 Φαρινάτα «Αναλυτικά» δέν άλλάζει δψη ούτε λυγάει τό κεφάλι του οδτε σκύβει τήν πλάτη.
Τό δτι 6 Μορέλο δέν κατάλαβε τή γραφή τής ώδής, ά- ποκαλύπτεται έπίσης έκεϊ πού μιλάει για τόν Καβαλκάντε, σελ. 31 κ.έ.: «Παρουσιάζεται έπίσης σ’ αύτήν τήν ώδή καί τό δράμα τής οικογένειας μέσ’ άπό τό σπαραγμό τών έμφύ- λιων πολέμων' δχι δμως άπό τόν Δάντη καί τόν Φαρινάτα, άλλά άπό τόν Καβαλκάντε». Γιατί «μέσ’ άπό τό σπαραγμό τών έμφύλιων πολέμων» ; Αύτή είναι μια έγκεφαλική προσθήκη τοϋ Μορέλο. Τό διπλό στοιχείο οικογένεια - πολιτική ύ- πάρχει στόν Φαρινάτα καί πράγματι είναι ή πολιτική πού τόν στηρίζει τήν ώρα πού φαντάζεται τήν οικογενειακή καταστροφή τής κόρης του. Στόν Καβαλκάντε δμως, ή μόνη αΙτία για τό δράμα του είναι ή άγάπη του γιά τό γιό, καί καταρέει πραγματικά μόλις βεβαιώνεται δτι αύτός είναι νεκρός. Σύμφωνα μέ τόν Μορέλο, 6 Καβαλκάντε «ρωτάει τόν Δάντη κλαίγοντας: — Γιατί 6 γιός μου δέν είναι μαζί σου ;— κ λ α ί γ ο ν τ α ς . Αύτό τό κλάμα τοϋ Καβαλκάντε μπορεϊ νά πει κανείς άληθινά πώς είναι τό κλάμα γιά τόν έμφύλιο πόλεμο». ’Ηλιθιότητα, συνέπεια τής διαπίστωσης δτι ή δέκατη ώδή είναι «κύρια πολιτική». Καί πάρα κάτω: «Ό Γκουίντο ζοϋσε τήν έποχή τοϋ μυστικού ταξιδιού' ήταν δμως νεκρός δταν ϊγραφε 6 Δάντης. 'Οπότε, γιά Ινα νεκρό δγραφε στήν πραγματικότητα 6 Δάντης, π α ρ ’ δ λ ο π ο ύ
λ ό γ ω τ ή ς χ ρ ο ν ο λ ο γ ί α ς τ ο υ τ α ξ ι δ ι ο ύ , θ α I π ρ ε π ε τελικά να πληροφορήσει τόν πατέρα για τό Αντίθετο», κλπ.: κομμάτι πού δείχνει πώς & Μορέλο μόλις πού Αγγιξε τό δραματικό καί ποιητικό περιεχόμενο τής ώδής, καί πετάει, κυριολεκτικά, πάνω από τήν κατα λέξη γραφή.
’Επιφανειακή έξέταση γεμάτη Αντιθέσεις, γιατί μετΑ δ Μορέλο σταματα στήν προφητεία τού Φαρινάτα, χωρίς νΑ σκεφτεί δτι, Αν αύτοί οί αίρεσιΑρχες μπορούν να γνωρίζουν τό μέλλον, πρέπει να γνωρίζουν τό παρελθόν, μιΑ καί τό μέλλον γίνεται πάντα παρελθόν: αύτό δέν τόν σπρώχνει νΑ ξαναδιαβάσει τό κείμενο ocal να έπιβεβαιώσει τήν ΙννοιΑ του.
’Αλλα καί ή λεγάμενη πολιτική έρμηνεία πού κΑνει & Μορέλο στή δέκατη ώδή είναι έξαιρετικΑ έπιφανειακή: δέν είναι τίποτ’ Αλλο Από έπανΑληψη τής παλιάς έρώτησης: ΤΗταν δ ΔΑντης γέλφος ή γκιμπελίνος; Για τόν Μορέλο, ού- σιαστικΑ δ Δάντης ήταν γκψ,πελίνος ocal δ ΦαρινΑτα είναι, «δ ήρωάς του», μόνο πού δ ΔΑντης ήταν γκψ,πελίνος σΑν τόν Φαρινάτα, δηλαδή «πολιτικός άνθρωπος» περισσότερο, παρΑ «κομματικός». ΠΑνω σ’ αύτό τό θέμα μπορεί νΑ πει ό καθένας δ,τι θέλει. Στήν πραγματικότητα, δ ΔΑντης, δπως λέει. κι δ Εδιος, «Ιφτιαξε κόμμα γι’ αύτόν τόν Εδιον»: είναι βασικΑ Ινας «διανοούμενος» καί δ σεχταρισμός του καί ή τάση του νΑ Ακολουθεί σΑν όπαδός είναι περισσότερο διανοητικής, πα- ρα πολιτικής τΑξης μέ άμεση Ιννοια. Εξάλλου ή πολιτική τοποθέτηση τοϋ ΔΑντη ΘΑ μπορούσε νΑ προσδιοριστεί δχι μόνο μέ μιΑ λεπτομερέστατη Ανάλυση δλων του τών κειμένων, ΑλλΑ καί τών πολιτικών διαιρέσεων τής έποχής του πού ήταν πολύ διαφορετικές Από έκεϊνες πού ύπήρχαν πρίν πενήντα χρόνια.
Ό Μορέλο ίχει τόσο πολύ πέσει στήν παγίδα τής φιλολογικής δημαγωγίας πού δέν είναι σέ θέση νΑ καταλΑβει πραγματικά τΙς πολιτικές θέσεις ίσων Ιζησαν τόν Μεσαίωνα άπέναντι στήν Αυτοκρατορία, στό παπΑτο καί στή δημοτική δημοκρατία τους.
Αύτό πού προκαλεΐ τό μειδίαμα στόν Μορέλο είναι ή «Ακαταδεξία» του γιΑ τούς σχολιαστές, πού ξεφυτρώνει έδώ
70
κι έκεί, δπως στή σελίδα 52, στό χείμενο «Ό Καβαλχάντι καί ή άχαταδεξία του», δπου λέει δτι «τα χείμενα τών σχολιαστών συχνά μεταβάλλουν τήν Εννοια τών στίχων» μά χοίτα ποιός μιλάει! Αύτό τό χείμενο «Ό Καβαλχάντι χαί ή άχαταδεξία του» άνήχει μά τήν άλήθεια σ’ έχείνη τήν παραφιλολογία γύρω άπό τή «θεία Κωμωδία», Άχρηστη καί όγχώ- δη μέ τΙς εικασίες της, τις λεπτολογίες της, μέ τήν Επαρση του νοΰ άπό έχείνους πού, έπειδή Επιασαν στά χέρια τους τήν πέννα, πιστεύουν δτι Εχουν τό διχαίωμα νά γράψουν γιά ό,τιδήποτε, άραδιάζοντας τΙς φαντασιώσεις τοΟ ύποτυπώδι- χου ταλέντου τους.
01 «άρνήοεις γιά περιγραφί)» στη «θεία Κωμωδία».
Άπό Ενα άρθρο του Αουίτζι ΡοΟσο «Γιά τήν ποίηση στόν Παράδεισο του Δάντη» (στό «Leonardo» του Αύγού- στου 1927), παίρνω μεριχές νύξεις γιά τΙς «άρνήσεις γιά περιγραφή» τοΟ Δάντη, πού χάθε φορά Εχουν διαφορετική χα- ταγωγή καί έξήγηση άπ’ δ,τι στό έπεισόδιο τοϋ Καβαλχάν- τε. Μ’ αύτό άσχολήθηχε ό Άουγχοϋστο Γχοΰτζο στή «Rivista d’ Italia» στίς 15 Νοέμβρη 1924, σελ. 456-479 («Ό Παράδεισος χαί ή χριτιχή τοΟ Ντέ Σάνχτις»). Γράφει ό ΡοΟσο: «Ό Γχοϋτζο μιλάει για τΙς «άρνήσεις γιά περιγραφή» πού είναι συχνές στόν «Παράδεισο»: — Έδώ νίχησε ή μνήμη μου τό νοΰ μου,— ’Ετσι φτάνουν στ’ αύτιά μου δλες έχεΐνες οί λαλιές χλπ. χι αύτός θεωρεί δτι αύτή είναι μιά άπόδειξη δτι, δπου δ Δάντης δέν μπορεΐ νά μεταμορφώσει τή γή σέ ού- ρανό, «παραιτείται μάλλον άπό τού νά περιγράψει τό ούρά- νιο φαινόμενο άντί ν’ άναποδογυρίσει, ν’ άναστρέψει, νά βιάσει τήν πείρα μέ άφηρημένη χι Εντεχνη φαντασία», σελ. 478). Τώρα, άχόμα χι έδώ ό Γχοΰτζο, δπως οί άλλοι πού άσχολοΰνται μέ τό Εργο τοΟ Δάντη, παραμένει θύμα μιας ά- ξιολόγησης, μέ ψυχολογιχδ τρόπο, άρχετών παρόμοιων στίχων πού άναφέρονται στόν «Παράδεισο». Τυπιχή ή περίπτωση τοΟ Φόσλερ, πού χάποτε χρησιμοποίησε αύτές τΙς «άρ- νήσεις γιά περιγραφή» του ποιητή σάν νά ’ταν έξομολογήσεις γ ι’ άδυναμία φαντασίας, γιά νά φτάσει στά συμπεράσματα
71
γιά τή μετριότητα του Εδιου του καλλιτέχνη, γιά τήν κατωτερότητα τής τελευταίας ώδής καί, πρόσφατα, στήν κριτική "CJ διόρθωση παραπέμπει, άντίθετα, σ’ αύτές τΙς άρνήσεις για περιγραφή γιά, νά τούς προσδώσει μιά θρησκευτική άξία, λές καί ήθελε δ ποιητής, άπό κομμάτι σέ κομμάτι, νά ύπεν- θυμίσει δτι έκεΐνο είναι τό βασίλειο τής άπόλυτης ύπερο- χής*. Τώρα, βέβαια, έγώ νομίζω δτι δ ποιητής ποτέ δέν κατάφερε νά είναι τόσο έκφραστικός, δπως σ’ αύτές του τΙς έξομολογήσεις γιά άδυναμία έκφρασης, πού, πραγματικά, κρίνονται δχι γιά τό περιεχόμενό τους (πού είναι άρνητικό), μά γιά τό λυρικό τους τόνο (πού είναι θετικός, καί, μερικές φορές, ύπερβολικά θετικός). Έκεΐνο είναι ή ποίηση τού ά- νέκφραστου' καί δέν είναι άπαραίτητο νά μπερδεύουμε τήν ποίηση του άνέκφραστου μέ τήν ποιητική μή έκφραστικότη- τα» κλπ.
Κατά τόν Ροΰσο, δέν μπορούμε νά μιλάμε γι’ άρνήσεις γιά περιγραφή στόν Ντάντε. Πρόκειται, σ’ άρνητική μορφή, γιά μεστές έκφράσεις, έπαρκεΐς γιά δλα έκεΐνα πού ταράσσουν πράγματι τήν καρδιά του ποιητή. Ό Ροϋσο σημειώνει σέ μιά μελέτη του «Ό Δάντης του Φόσλερ καί ή ποιητική έ- νότητα τής "Κωμωδίας”», στόν 12ο τόμο τών «Μελετών γιά τόν Δάντη», πού διευθύνονται άπό τόν Μικέλε Μπάρμπι, άλ- λά ή παραπομπή στόν Φόσλερ πρέπει ν’ άποδσθεΐ στίς προσπάθειες γιά τήν καλλιτεχνική ίεράρχιση τών τριών ώδών.
Ό τυφλός Τειρεσίας.
Τό 1918, σ’ ένα τεύχος τού «Sotto la Mole» ** δημοσιεύτηκε μέ τόν τίτλο «Ό τυφλός Τειρεσίας» ένα σημείο τής £ρ- μηνείας πού δόθηκε σ’ αύτές τΙς σημειώσεις γιά τή μορφή τού Καβαλκάντε. Γιά τή σημείωση πού δημοσιεύτηκε τό
* «Die göttliche Komoedie», 1925, I I. Band. οελ. 771 - 772.** 'S otto la Mole», τίτλος ρουμ-ρ£κας καθημερινών θεμάτων
πού Ιγραφε 6 Γκρέμοι γιά τά χρονογραφήματα τής τορινέζικης Ικ- ίοσης τοΟ «Avanti!» ( Ι . ί .έ π .) .
72
1918, ή άφορμή πάρθηκε άπό τήν είδηση τών έφημερίδων δτι 2 να κοριτσάκι, σ’ 2να μικρό χωριό τής ’Ιταλίας, άφοϋ πρόβλεψε τό τέλος τοϋ πολέμου γιά τό 1918, τυφλώθηριε. Ό δεσμός είναι φανερός. Στή λογοτεχνική παράδοση καί στή λαογραφία τό θείο δώρο τής πρόβλεψης συνδέεται πάντοτε μέ τήν παρούσα άναπηρία αύτοϋ πού βλέπει, ό όποιος δν καί προβλέπει τό μέλλον δέν βλέπει τό άμεσο παρόν, έπειδή είναι τυφλός. (Ίσως αύτό νά ’ναι δεμένο μέ τό φόβο νά μήν ταραχτεί ή φυσική τάξη πραγμάτων' γι’ αυτό δσοι βλέπουν δέ γίνονται πιστευτοί, δπως π.χ. ή Κασσάνδρα’ δν είχαν γίνει πιστευτοί οί προβλέψεις δέ θά έπαληθεύονταν, μιά καί ο[ άνθρωποι, πληροφορημένοι ήδη, θα ένεργοΟσαν διαφορετικά καί τα γεγονότα θά είχαν μιά διαφορετική έξέλιξη άπό έκείνη πού είχε προβλεφθεΐ κλπ.).
Μιά έπιστσλί] τοϋ Ονμπέρτο Κόσμο.
Άπό μιά έπιστολή τοϋ καθηγητή Ούμπέρτο Κόσμο* (στούς πρώτους μήνες τοϋ 1932) μεταφέρω μερικά άποαπά-
σματα γ ιά τό θέμα τοϋ Καβαλκάντε καί τοϋ Φαρινάτα: «Νομίζω δτι ό φίλος μας πέτυχε τό στόχο, κι έγώ Εχω διδάξει μερικά πράγματα πού πλησιάζουν στήν έρμηνεία. Δίπλα στό δράμα τοϋ Φαρινάτα ύπάρχει καί τό δράμα τοϋ Καβαλ- -κάντε καί κακώς οί κριτικοί τό άφήνουν στή σκιά. 'Ο φίλος, λοιπόν, θά £κανε άριστο έργο φωτίζοντάς το. ’Αλλά γιά νά τό φωτίσει θά Ιπρεπε νά σκύψει λίγο περισσότερο στήν ψυχή τών άνθρώπων τοϋ μεσαίωνα. Καί οί δύο, καί ό Φαρι- νάτα καί ό Καβαλκάντε, ύποφέρουν τό δράμα τους. Τό δράμα δμως τοϋ ένός δέν άγγίζει τόν άλλον. Είναι δεμένοι λόγω τής συγγένειας τών παιδιών τους, άνήκουν δμως σέ άντίθετη
* Μέσω ένός κοινοΟ φίλου, 6 Γκράμσι ε ίχε άνακοινώαει οτόν καθηγητή Ούμπέρτο Κόσμο τήν έρμηνείχ πού είχε δώσει οτό δρίμα τοΟ Καβαλκάντε. Στό φίλο, 6 Ούμπέρτο Κόσμο άπάντηαε μ’ 8να γράμμα ποό μεταβιβάστηκε στόν Γκράμοι, 6 δποΤος Οοτερα τήν ξαναγράφει στίς σημειώσεις του. (Σ .ί.έπ .).
73
παράταξη. IV αυτό δεν συναντιώνται. Είναι ή δύναμή τους σάν d r a m a t i s p e r s o n a e , είναι τό παράλογά τους σάν άνθρωποι. Μου φαίνεται πιό δύσκολο ν’ άποδειχτεΐ δτι ή έριμ,ηνεία προσβάλλει μέ ζωτικό τρόπο τή θέση του Κρό- τσε γιά τήν ποίηση καί τή δομή τής «Κωμωδίας». Χωρίς άμ- φιβολία, άκόμα καί ή δομή τοΰ ποιήματος Εχει ποιητική ά- ξία. Μέ τή θέση του δ Κρότσε περιορίζει τήν ποίηση τής «Κωμωδίας» σέ έλάχιστα άποσπάσματα και χάνει σχεδόν δ- λη τήν ύποβολή πού άπελευθερώνεται άπ’ αυτήν. Χάνει, δηλαδή, δλη <ιχεδόν τήν ποίησή της. Ή δύναμη τής μεγάλης ποίησης είναι να ύποβάλλει περισσότερα άπ’ αύτά πού δέ λέει, καί νά ύποβάλλει πάντα καινούρια πράγματα. Έξ ού καί ή αίωνιότητά της. θά πρέπει λοιπόν νά ξεκαθαρίσουμε καλά δτι τέτοια δύναμη ύποβολής πού προέρχεται άπό τό δράμα τού Καβαλκάντε άπορρέει άπό τή δομή τοΟ Εργου (ή πρόβλεψη των μελλόντων καί ή άγνοια των παρόντων, ή ύπαρξή τους σ’ έκεΐνον τόν καθορισμένο κώνο σκιάς, δπως λέει άρ- κετά εύτυχισμένα δ φίλος, ή συνύπαρξή τους στό ίδιο μνήμα [ ! ;] , οί δύο πάσχοντες οί δεμένοι μέ έκείνους τούς προκαθορισμένους δομικούς νόμους). 'Ολα τά μέρη τής δομής πού γίνονται ποίησης πηγές. Βγάλτε τα άπό τή μέση χαΐ ή ποίηση έξαφανίζεται. Γιά νά δδηγηθεϊ πιό σίγουρα στό συμπέρασμα, νομίζω πώς καλό θά ήταν νά άποδείξει ξανά τή θέση μέ κάποιο άλλο παράδειγμα. ’Εγώ, γράφοντας γιά τόν «Παράδεισο» κατέληξα στό συμπέρασμα δτι έκεΐ δπου ή δ ό μ η σ η είναι άδύνατη, είναι άδύνατη καί ή ποίηση..· Ίσω ς δμως νά ’ταν πιό αποτελεσματικό νά άναζητηθεΐ ή νέα άπόδειξη σέ κάποια πλαστικά Επεισόδια τής «Κόλασης» ή τσϋ «Καθαρτήριου». Σκέφτομαι λοιπόν δτι δ φίλος θά ήταν πολύ καλό ν’ άναπτύξει μέ τήν αόστηρότητα τοΟ συλλογι- σμοϋ του καί τήν καθαρότητα τής Εκφρασής του τή θέση του. Ό παραλληλισμός μέ τΙς διδασκαλίες τών χαρακτηριστικά λεγομένων δραμάτων είναι εύφυής καί μπορεΐ νά μάς διαφωτίσει. ΣοΟ προσθέτω μερικές πιό εδκολες βιβλιογραφικές ύποδείξεις. Τή μελέτη τοΟ ΡοΟσο μποροΟμε νά τήν κοιτάξουμε δλοκληρωμένη στό Λ. ΡοΟσο, «Προβλήματα τής κριτικής μεθόδου», Μπάρι Λατέρτσα, 1929. Στήν
74
«Critica» άς κοιταχτεί αύτό πού Εγραψε δ ’Αράντζιο-ΡουΙζ («Critica», τ. 20, σελ. 340 - 457). Τδ άρθρο Εχει θεωρηθεί άπό τόν Μπάρντι σαν «ωραιότατο». ’Απαιτητική μέσα στή φιλοσοφική της Αλαζονεία, ή μελέτη τοΰ Μάριο Ρόσσι («Γιά. τή μελέτη τής γέννησης τής ποίησης τοΰ Δάντη. Τό δεύτερο άσμα: Ποίηση καί δομή στό ποίημα») στα «Χρονικά τής μέσης Εκπαίδευσης», 1930, σελ. 432 - 473. Ό Μπάρντι άσχολεΐται μ’ αύτό, άλλα δεν λέει τίποτα τό καινούριο, στό τελευταίο τεύχος τού «Μελέτες γιά τόν Δάντη» (26ο τ., σελ. 47 κ.έ.) «Ποίηση καί δομή στή «θεία Κω
μωδία». Γιά τή γένεση καί τήν κεντρική Εμπνευση τής «θείας Κωμωδίας». Κι δ Μπάρντι, σέ μια μελέτη «Μέ τόν Δάντη καί τούς έρμηνευτές του» (τόμ. 15 «Μελέτες γιά τόν Δάντη») περνάει στήν έπιθεώρηση τΙς τελευταίες έρμηνεΐ- ες τής ωδής τού Φαρινάτα. Επίσης δ Μπάρντι δημοσίευσε μιά κριτική του στόν δγδοο τόμο τών «Μελετών για τόν Δάντη».
θ ά Επρεπε να παρατηρηθούν πολλά πράγματα σ’ αυτές τΙς σημειώσεις τοΰ καθηγητή Κόσμο.
Ρ αστινιάχ(* ) .
Ρ α σ τ ι ν ι ά κ . ’Επειδή πρέπει ν’ άψηφούμε τό Εξαιρετικά σπουδαίο καθήκον τοΰ να συντείνουμε στήν πρόοδο τής κριτικής γιά τδ Εργο τοΰ Δάντη ή τοϋ νά βάζουμε τδ δικό μας πετραδάκι στδ οικοδόμημα τοΰ σχολιασμού καί τής άποσαφήνισης τού θείου ποιήματος, κ.λ.π., δ καλύτερος τρόπος γιά νά παρουσιάσουμε αυτές τΙς παρατηρήσεις γιά τή δεκάτη ώδή φαίνεται νά είναι άκριβώς έκείνος τής πολεμικής, γιά νά έπικρίνουμε Εναν κλασικδ φιλισταΐο σάν τδν Ραστινιάκ, γιά ν’ άποδείξουμε Αποτελεσματικά καί αστραπιαία ή άκό|Αα καί δημαγωγικά δτι οΕ Αντιπρόσωποι μιας κατώτερης κοινωνικής δμάδας μπορούν νά φασκελώσουν, καί Επιστημονικά καί λδγω καλλιτεχνικής καλαισθη-
* Βιντσέντζο Μορέλο (Σ .Ι .έπ .).
75
■αίας, προαγωγούς διανοούμενους σάν τόν Ραστινιάκ. ’Αλλά δ Ραστινιάκ δέν άξίζει ούτε Ινα άχυρο στόν έπίσημο -κόσμο τί)ς κουλτούρας! Δέν χρειάζεται καί μεγάλη Ικανότητα για νά καταδειχτοϋν ή ¿δεξιότητά του καί ή τιποτένια του άξία. Κι δμως, ή δμιλία του £γινε στό «Σπίτι του Δάντη» στή Ρώμη, άπό ποιόν διευθύνεται αύτό τό «Σπίτι του Δάντη» στήν αΙώνια πόλη; Κι άν δέν αξίζουν τίποτα, γιατί ή μεγάλη κουλτούρα δέν τούς ξεπαστρεύει ; Καί πώς κρί- θηκε ή δμιλία άπό τους ειδικούς σχετικά μέ τόν Δάντη; Μίλησε δ Μπάρντι, στίς άναλύσεις του γιά τΙς «Μελέτες γιά τόν Δάντη» γιά ν’ άποδείξει τήν άνεπάρκειά του, κλπ.; Κι ύστερα, καλό είναι νά μπορούμε να πιάσουμε άπό τό λαιμό δναν άνθρωπο σαν τόν Ραστινιάκ καί νά τόν χρησιμοποιήσουμε σάν μπάλα σ’ Sva μονάχα παιχνίδι ποδοσφαίρου.
Σώ και Γκόρντον Κραίγκ.
Πολεμική άνάμεσά τους σχετικά μέ τό θέατρο. Ό Σώ ύποστηρίζει τΙς μακροσκελείς διδασκαλίες του σαν βοηθητικές δχι στήν παρουσίαση, άλλά στήν άνάγνωση. Σύμφωνα μέ τόν "Αλντο Σοράνι («Marzocco» 1 Νοέμβρη 1931), αύτές ο£ διδασκαλίες τού Σώ «είναι άκριβώς τό άντίθετο άπό κείνο πού δ Γκόρντον Κραίγκ έπιθυμεί καί άπαιτεϊ σάν κατάλληλο γιά να ξαναδώσει ζωή στή σκηνή στή φαντασία τού δραματικού συγγραφέα, για νά ξαναδημιουργήσει έκείνη τήν άτμό- σφαιρα άπό τήν δποία προήλθε τό ?ργο τέχνης καί Ικανέ σεβαστό τόν ίδιο τόν δημιουργό».
76
7ο θέατρο τον Πιραντέλλο
Μιά νεανική οημείωοη τον ΛουΙτζι Πιραντέλλο.
Δημοσιεύτηκε στην «Nuova Antologia» τήν 1η Γενάρη του 1934 καί γράφτηκε άπό τόν Πιραντέλλο τό 1889 -1890, δταν ήταν φοιτητής στή Βόννη: «’Εμείς κλαιγόμαστε δτ·. λείπουν άπό τή φιλολογία μας τα θεατρικά Ιργα καί λέγονται, άναφορικά, πολλά πράγματα καί προτείνονται πολλά άλλα, παρηγόριες, νουθεσίες, κατηγόριες, προσχέδια, άνώ- φελα §ργα. Τό πραγματικό σάπιο δέν φαίνεται καί δέν θέλουμε νά τό δοϋμε. λείπει ή σύλληψη τ»]ς ζωής τοΟ άνθρώ- που. Καί δμως, Ιχουμε χρόνο νά άφιερώσουμε στό Ιπος καί στό θεατρικό Ιργο. Άκαρπος, ήλίθιος Αλεξανδρινισμός δ δικός μας».
Ίσως, δμως, αύτή ή σημείωση τού Πιραντέλλο δέν κάνει τίποτε άλλο, άπό τό νά άναμασά συζητήσεις γερμανών φοιτητών πάνω στή γενική άναγκαιότητα μιας Weltanschauung καί είναι πιό έπιφανειακή, άπ’ δσο φαίνεται. Τέλος πάντων, δ Πιραντέλλο Ιφτιαξε μιά σύλληψη τοΟ άνθρώπου καί τής ζωής, πού δμως είναι «προσωπική», άνίκανη νά I- χει έθνικολαϊκή έξάπλωση, μά που είχε μιά μεγάλη «κριτική» σπουδαιότητα διάβρωσης ένός παλιοΟ θεατρικού Ιθιμου.
Ή "διαλεχτ ικη» τ ον Πιραντέλλο.
θά πρέπει νά γράψουμε για τόν Πιραντέλλο 2να ειδικό δοκίμιο, χρησιμοποιώντας δλες αύτές τΙς σημειώσεις που
77
ϊγραψα κατά τή διάρκεια τοϋ πολέμου, τήν έποχή, πού ή ■κριτική καταπολεμούσε τόν Πιραντέλλο, κριτική, πού ήταν τόσο άνίκανη άκόμα καί να συνοψίσει τά θεατρικά του ?ρ- γα , (άς θυμηθούμε τΙς έπικρίσεις τού «Innesto» στίς έφη- μερίδες τού Τορίνο, μετά τήν πρώτη παρουσίαση καί τΙς προστάσεις διασύνδεσης, πού μοΰ ίγιναν άπό τόν Νίνο Μπερίνι), καί προκαλοΰσε τό μένος ένός μέρους του κοινού.
Ά ς θυμηθούμε δτι ή «Λιολά» άφαιρέθηκε άπό τόν Π ιραντέλλο άπό τό ρεπερτόριο, λόγω τών έχθρικών έκδηλώ- σεων τών νεαρών Καθολικών τού Τορίνο, στή δεύτερη παράσταση *.
Ή σπουδαιότητα τού Πιραντέλλο μου φαίνεται δτι είναι διανοητικού καί ήθικού χαρακτήρα, δηλαδή πολιτιστι- -κοΰ περισσότερο παρά καλλιτεχνικού. Προσπάθησε νά εί- σάγει στή λαϊκή κουλτούρα τή «διαλεχτική» τής μοντέρνας φιλοσοφίας, σ’ άντίθεση μέ τόν Καθολικό άριστοτελικό τρό- ιιο τής σύλληψης τής «άντικειμενικότητας τού πραγματικού». Τό Ικανέ, δπως μπορεί να γίνει στό θέατρο καί δπως μπο- ρεϊ νά τό κάνει ό ίδιος ό Πιραντέλλο: αυτή ή διαλεχτική σύλληψη τής άντικειμενικότητας παρουσιάζεται στό κοινό σαν άποδεκτή, στό βαθμό πού αύτή ένσαρκώνεται άπό παράξενους χαραχτήρες, καί, γ ι’ αύτό, κάτω άπό ρομαντικό περίβλημα παράδοξου άγώνα ένάντια στόν κοινό νού καί στή σωστή κρίση, θα μπορούσε, δμως, να ήταν διαφορετικά; Μόνον 5τσι τά θεατρικά ?ργα τού Πιραντέλλο, δείχνουν λιγό- τερο τόν χαρακτήρα «φιλοσοφικών διαλόγων» πού, παρ’ δλα αυτά, Εχουν σέ μεγάλο βαθμό, έπειδή ο£ πρωταγωνιστές πρέπει πολύ συχνά νά έξηγούν καί να ύπερασπίζουν τόν νέο τρόπο άντίληψης τού πραγματικού. Κατά τ’ άλλα, ό ίδιος ό Πιραντέλλο, δέν ξεφεύγει πάντα άπό Ιναν άληθινό καί πραγματικό σολιπσισμό, έπειδή σ’ αυτόν ή «διαλεχτική» είναι περισσότερο σοφιστική παρά διαλεχτική.
* Παραβάλετε τό 4ρθρο τής «Civiltà Cattolica» τ?|ς 5ης ’Απρίλη 1930 «Λάζαρος, ή δνας μύθος τοΟ Λουίτζι Πιραντέλλο».
78
Ίσω ς Εχει δίκιο δ Π ιραντέλλο νά διαμαρτύρεται αύ- τός πρώτος ένάντια στδν «Πιραντελλισμό», δηλαδή να ύπο- στηρίζει δτι δ λεγόμενος Πιραντελλισμός είναι Sva άφηρη- μένο κατασκεύασμα τών αύτοαποκαλούμενων κριτικών, δίχως v i τδ Επιτρέπει τδ συγκεκριμένο θέατρό του, μια εύκολη φόρμουλα, πού συχνά κρύβει κακόβουλα Ιδεολογικά καί πολιτιστικά συμφέροντα, πού δέν θέλουν νά άποκαλυφτοϋν μέ σαφήνεια. Είναι βέβαιο δτι δ Π ιραντέλλο καταπολεμήθηκε πάντα άπδ τούς Καθολικούς: "Ας θυμηθούμε τδ γεγονός δτι ή «Liolà» άποτραβήχτηκε άπδ τδ ρεπερτόριο, μετά άπδ τΙς σκηνοθετημένες φασαρίες στδ θέατρο Alfieri τοΟ Τορίνο άπδ τούς νεαρούς Καθολικούς, μέ τήν παρακίνηση τοΟ «Momento» καί τοΟ μετριότατου θεατρικοΟ κριτικού του, Σαβέριο Φίνο.
Ή άφορμή Ενάντια στή «Liolà» δόθηκε άπδ μιά άπαι- τούμενη αισχρότητα τής κωμωδίας, άλλά, στήν πραγματικότητα οΐ Καθολικοί είναι ένάντιοι σ’ δλο τδ θέατρο τοΟ Π ιραντέλλο γιά τήν άντίληψή του γιά τδν κόσμο, πού δποιαδήποτε κι άν είναι αυτή, δποιαδήποτε κι άν είναι ή φιλοσοφική της συνέπεια, είναι άναμφίβολα άντικαθολική, δπως άντίθετα δέν ήταν ή «άνθρωπιστική» καί θετικίστικη άντίληψη τοΟ άστι- κοϋ βερισμοΰ τοΟ παραδοσιακού θεάτρου. Στήν πραγ|ΐατικό- τητα, δέν φαίνεται δτι μπορεΐ ν’ άποδοθεϊ στδν Π ιραντέλλο μιά συνεπής άντίληψη γιά τδν κόσμο, δέν φαίνεται δτι μπορεΐ νά συμπεράνεις άπδ τδ θέατρό του μια φιλοσοφία, δπότε δέν μπορεΐ να ειπωθεί δτι τδ θέατρο τοΰ Π ιραντέλλο είναι «φιλοσοφικό». Είναι δμως βέβαιο δτι στδν Π ιραντέλλο ύπάρ- χουν άπόψεις, πού μπορούν νά ξανασυνδεθοϋν γενικά σέ μιά σύλληψη τοϋ κόσμου, πού χοντρικά μπορεΐ νά ταυτιστεί μέ τήν ύποκειμενική. Τδ πρόβλημα δμως είναι: α) Αύτές ο( ά- πόψεις Εχουν παρουσιαστεί ¡ιέ «φιλοσοφικό» τρόπο, ή μήπως τά πρόσωπα ζοϋν αύτές τΙς άπόψεις σαν άτομικδ τρόπο σκέψης; Δηλαδή ή ύπονοούμενη φιλοσοφία είναι σαφέστατα μόνο άτομική «κουλτούρα» καί «ήθικότητα», ύπάρχει, μέχρι Ενα βαθμό τουλάχιστον, Ενα προτσές καλλιτεχνικής μετα(ΐόρ- φωσης στό θέατρο τοϋ Π ιραντέλλο; Καί άκόμα πρόκειται
Ή «Ιδεολογία» τού Π ιραντέλλο.
79
για μιά Γδια πάντα σκέψη λογικού χαραχτήρα ή άντίθετα ο[ τοποθετήσεις είναι πάντα ύποθετικές, δηλαδή φανταστικού χαραχτήρα; β) Αύτές οί άπόψεις είναι άναγκαστικά θεωρητικές, λογικές, παρμένες άπό τά άτομικά φιλοσοφικά συστήματα, ή άντίθετα δέν είναι ύπαρκτές στήν ίδια τήν ζωή, στήν κουλτούρα τής έποχής καί τελικά στή λαϊκή κουλτούρα Ισχατου βαθμού, στό φολκλόρ;
Αύτό τό δεύτερο σημείο μοϋ φαίνεται βασικό και αύτό μπορεϊ νά λυθεί μέ μια συγκριτική έξέταση τών διαφόρων θεατρικών Ιργων, έκείνων πού Ιχουν έπινοηθεϊ σέ διάλεκτο καί δπου άναπαρασταίνεται μιά άγροτική ζωή «αυτά πού είναι γραμμένα σέ διάλεκτο» καί έκείνων πού έχουν έπινοηθεϊ σέ φιλολογική γλώσσα καί πού παρουσιάζεται μιά ζωή, πάνω άπό διαλέκτους τών αστών διανοουμένων, έθνικοϋ άκόμα καί κοσμοπολίτικου τύπου- Τώρα, φαίνεται ότι στό θέατρο πού είναι γραμμένο σέ διάλεκτο, ό II ιραντελλισμός είναι δικαιολογημένος άπό τρόπο σκέψης «ιστορικά» λαϊκό καί λαϊκίστι- κο σέ διάλεκτο. Τό δτι δηλαδή δέν πρόκειται γιά «διανοούμενους» μεταμφιεσμένους σέ άνθρώπους τού λαού, γ ι’ άνθρώ- πους τού λαού πού σκέφτονται σάν διανοούμενοι, άλλά γιά πραγματικούς ιστορικά, περιφερειακά, άνθρώπους τού λαού. Σικελούς πού σκέφτονται και δροΰν Ιτσι, άκριβώς έπειδή εΓ- ναι άνθρωποι τού λαού καί Σικελοί. Τό δτι δέν είναι Καθολικοί, τομιστές, άριστοτελικοί, δέν σημαίνει δτι δέν είναι άνθρωποι τού λαού κα'ι Σικελοί. Τό δτι δέν μπορούν νά γνωρίζουν τήν ύποκειμενική φιλοσοφία τού μοντέρνου ιδεαλισμού, δέν σημαίνει δτι στή λαϊκή παράδοση δέν μπορούν νά ύπάρ- χουν τάσεις διαλεχτικοΰ και ένυπαρχικού χαραχτήρα. ’Εάν αύτό άποδεικνυόταν, δλο τό κάστρο τού Πιραντελλισμού, δηλαδή τού άφηρημένου διανοουμενίσμού τού θεάτρου τού Πι- ραντέλλο θά γκρεμιζότανε, καί δπως φαίνεται πρέπει νά γκρεμιστεί. Δέν μοδ φαίνεται δμως δτι τό πολιτιστικό πρόβλημα στό θέατρο τού Πιραντέλλο ίχει άκόμα άπόλυτα έ- ρευνηθεί μέσ’ σ’ αύτά τά δρια. Στόν Πιραντέλλο, ίχουμε I- ναν συγγραφέα «σικελό», πού καταφέρνει νά συλλάβει τήν άγροτική ζωή σέ όρολογία «διαλέκτου» λαογραφικά, (άν καί 6 φολκλορισμός του, δέν είναι 6 έπηρεασμένος άπό τόν Κα-
80
θολικισμό, άλλά έκεϊνος πού έχει παρατείνει «είδωλολατρι- κός, άντικαθολικός» κάτω άπό τήν Καθολική έπιφάνεια τής δεισιδαιμονίας), πού ταυτόχρονα είναι «’Ιταλός καί Εύρω- παϊος» συγγραφέας. Στόν Πιραντέλλο έπίσης ϊχουμε κατ’ έξοχήν: τήν κριτική συνείδηση τοϋ νά είναι ταυτόχρονα «Σι- κελός», «’Ιταλός» καί «Ευρωπαίος» καί σ’ αύτό ύπάρχει ή καλλιτεχνική άδυναμία τοϋ Πιραντέλλο δίπλα στή μεγάλη του «πολιτιστική» σημασία (δπως Ιχω σημειώσει άλλου). Αύτή ή «άντίθεση», πού είναι Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στόν Πιραντέλλο, Ιχει διεξοδικά έκφραστεϊ σέ κάποιο άφηγημα- τικό του Ιργο (σέ μιά μεγάλη νουβέλλα μοϋ φαίνεται στήν «Ή σειρά» *, παρουσιάζεται ή συνάντηση μιας σικελής καί ένός Σκανδιναυοϋ ναυτικοΟ, συνάντηση δύο «περιφερειών» τόσο Ιστορικά μακρινών άνάμεσά τους). ’Εκείνο πού ένδ'.αφέ- ρει δμως είναι: έάν τό κοσμοϊστορικό πνεϋμα του ίχει όδη· γήσει τόν Πιραντέλλο, στό πολιτιστικό πεδίο, να ξεπερά- σει καί νά διαλύσει τό παλιό παραδοσιακό συμβατικό, καθολικής καί θετικίστικης νοοτροπίας θέατρο, τό σαπισμένο μέσα στή μούχλα τής έπαρχιώτικης ζωής ή τοΟ έπίπεδου καί εύ- τελώς χυδαίου άστικοΟ περιβάλλοντος, Ιδωσε δμως ευκαιρίες σέ όλοκληρωμένες καλλιτεχνικές δημιουργίες; "Αν καί 6 διανοουμενισμός τοϋ Πιραντέλλο, δέν είναι έκεϊνος πού τοΟ άναγνωρίζει ή λαϊκή κριτική (κακόβουλης καθολικής ή έ- ρασιτεχνικής Τιλγεριανής καταγωγής) είναι δμως ό Π ιραν- τέλλο άμοιρος κάθε διανοουμενισμοΟ; Δέν είναι περισσότερο Ινας κριτικός θεάτρου άπ’ δτι ένας ποιητής, ένας κριτικός τής κουλτούρας παρά Ινας ποιητής, Ινας κριτικός τών έθνι- κών καί περιφερειακών έθίμων παρά Ινας ποιητής; Ή είναι πραγματικά ποιητής έκεΐ δπου ή κριτική συμπεριφορά του Ιχει άλλάξει περιεχόμενο, καί μορφή τέχνης καί δέν είναι «διανοουμενίστικη πολεμική» λογικισμός δχι δμως φιλοσόφου, άλλά ήθικολόγου κατά κύριο λόγο; Π ιστεύω δτι ό Π ιραντέλ- λο είναι καλλιτέχνης άκριβώς δταν γράφει σέ διάλεκτο καί
* Δέν είναι τό «Ή αειρΛ» άλλΛ τό «Μοοφιά», «Νσοβέλλες ί- νός χρόνου» Α' τόμος Από αελ. 731 καί μετά, ίκδ. «Μοντατόρι» 1937. (Σ .Ι .ίπ .) .
816
δτι ή «Liolà» είναι τό κορυφαίο ίργο του, άλλά βέβαια χαΐ δτι άρκετά «κομμάτια» πρέπει νά άναγνωριστοΰν μεγάλης ώρα'.ότητας ατό «φιλολογικό» θέατρο.
Φιλολογία πάνω στόν Πιραντέλλο. Γιά τούς Καθολικούς: Ό Σίλβιο ντ’ Άμίκο, «Τό ’Ιταλικό θέατρο» (Treves, 1932) καί μερικές σημειώσεις τής «Civiltà Católica», τό κεφάλαιο τοΰ Ντ’ Άμίκο πάνω στόν Πιραντέλλο δημοσιεύτηκε στήν «Italia Letteraria» στίς 30 Όχτώβρη του 1932 καί έχει καθορίσει μιά θερμή πολεμική άνάμεσα στόν ϊδιο τόν ντ’ Άμίκο καί τόν ’Ιταλό Σιτσιλιάνο στήν «Italia Letteraria» στίς 4 Δεκέμβρη τοϋ 1932. Ό "Ιταλό Σιτσιλιάνο είναι συγγραφέας ένός δοκιμίου, «Τό θέατρο τοΟ Λουίτζι Π ιραντέλλο» καί φαίνεται δτι είναι άρκετά ένδιαφέρον γιατί άναφέρεται έπακριβώς στήν Π ιραντελλίστικη «ιδεολογία»· Για τόν Σιτσιλιάνο 6 «Φιλόσοφος» Πιραντέλλο δέν ύπάρχει, δηλαδή ή λεγόμενη «Πιραντελλιανή Φιλοσοφία» είναι «2νχ μελαγχολικό, πολύχρωμο καί Αντιφατικό κουρέλι κοινών τόπων καί γηραλέων σοφισμάτων». «Ή περίφημη Πιραν- τελλιανή λογική είναι άνώφελη καί έλαττωματική διαλε- χτική άσκηση» καί «ή μιά καί ή άλλη ή λ ο γ ι κ ή κ α ί ή φ ι λ ο σ ο φ ί α άποτελοΰν τό νεκρό βάρος, τ ή σ α β ο ύ ρ α πού βουλιάζει καί, μοιραία, καμιά φορά, 2να ίργο τέχνης, άναμφίβολης δύναμης. Γιά τόν Σι- τσιλιάνο «ή άνιαρή φλυαρία τοΰ Πιραντέλλο δέν μεταμορφώθηκε σέ λυρισμό ή ποίηση, μά παρέμεινε ακατέργαστη καί μιά πού δέν ήταν βαθύτατα βιωμένη, άλλά, μή έξομοι- ωμένη, καμιά φορά άσυμβίβαστη, Ιβλαψε, περεμπόδισε καί δπνιξε τήν άληθινή Πιραντελλιανή ποίηση. Ό Σιτσιλιά- νο, φαίνεται, άντέδρασε στή κριτική τοΰ Άντριάνο Τίλ- γκερ, «ποιητή» τοΰ κεντρικοΰ προβλήματος», δηλαδή, έρ- μήνευσε σάν «καλλιτεχνική πρωτοτυπία» τοΰ Πιραντέλτ λο, αύτό πού ήταν Ινα άπλό πολιτιστικό στοιχείο, αύτό πού δπρεπε νά διατηρηθεί δευτερεΰον καί νά έξετασθεϊ σέ πολιτιστική βάση. Γιά τόν Σιτσιλιάνο, ή ποίηση τοΰ Πιραντέλλο δέν συμπίπτει μ’ αύτό τό άφηρημένο περιεχόμενο, όπότε αύτή ή ιδεολογία είναι όλοκληρωτικά παρασιτι- κή: τουλάχιστον ίτσι φαίνεται, καί άν είναι Ιτσι, δέν φαί
νεται νά ’ναι σωστό. Τό δτι αύτό τό πολιτιστικό στοιχείο δέν είναι τό μοναδικό τοΟ Πιραντέλλο, μπορεί νά γίνει παραδεκτό καί έκτός τών άλλων είναι ζήτημα φιλολογικής πιστοποίησης τό δτι αύτό τό πολιτιστικό στοιχείο δέν άλλάζει πάντα μορφή, πρέπει νά γίνει παραδεκτό. ’Αλλά σέ κάθε περίπτωση μένει νά μελετηθεί: α) "Αν αύτό κάποια στιγμή έγινε τέχνη, β) "Αν αύτό σάν πολιτιστικό στοιχείο δεν είναι ποτέ μια λειτουργία καί μια σημασία στή μετατροπή καί τοϋ γούστου τοϋ κοινού, έξαλείφοντας τόν έπαρ- χιώτικο χαρακτήρα του έκσυγχρονίζοντάς το, καί άν αύτό δέν έχει άλλάξει τΙς ψυχολογικές τάσεις, τά ήθικά έν- διαφέροντα τών άλλων θεατρικών συγγραφέων, συμβαδίζοντας μι τόν καλύτερο φουτουρισμό, δουλεύοντας γιά νά καταστρέψει τόν μικροαστικό καί φιλισταϊκό τρόπο γραφής τών άρχών τού 1800.
Ή Ιδεολογική τοποθέτηση τού ντ’ Άμίκο σχετικά μέ τόν Πιραντελλισμό, έκφράστηκε μ’ αύτές τΙς λέξεις: «Κα- λΐ) τή πίστε: έκείνων τών φιλοσόφων πού, ξεκινώντας άπό τόν Ηράκλειτο, σκέπτονται τό άντίθετο καί είναι έξαιρετι- κά βέβαιο δτι, μέ άπόλυτη έννοια, ή προσωπικότητά μας είναι πάντα αύθεντική καί μοναδική dalla nascita al Dila· άν καθένας άπό μάς ήταν «πολλοί», δπως λέει ό πατέρας τών «έξι προσώπων», καθένας άπ’ αύτούς τούς «πολλούς» δέν θα μπορούσε ούτε νά καρπωθεΐ τά άγαθά, οδτε νά πληρώσει τα χρέη τών «άλλων» πού φέρνει μέσα του· ένώ ή ίνότητα τής συνείδησης μάς λέει δτι καθένας άπό μάς εξ- ναι πάντα «έκεΐνος» καί δτι ό Πάολο πρέπει νά ξεπληρώσει τά σφάλματα τού Σάολο, έπειδή άν καί έχει γίνει «ένας άλλος», είναι πάντα τό ίδιο πρόσωπο».
Αύτός ό τρόπος νό τοποθετούμε τό ζήτημα είναι άρκε- τά ήλίθιος καί γελοίος, έκτός δέ άπ’ αύτό θα έπρεπε νά δούμε άν στήν τέχνη τοϋ Πιραντέλλο δέν κυριαρχεί τό εύ- τράπελο, δηλαδή άν ό συγγραφέας δέν διασκεδάζει κάνοντας νά γεννηθούν όρισμένες «φιλοσοφικές» Αμφιβολίες σέ μυαλά μή φιλοσοφικά καί φτωχά, γιά νά «περιπαίξει» τόν ύποκειμενισμό καί τόν φιλοσοφικό σολιπσισμό. Οί παραδόσεις καί ή φιλοσοφική διαπαιδαγώγηση τοϋ Πιραντέλλο εί
ναι περισσότερο «θετικιστικής» καρτεσιανής άλα γαλλικά καταγωγής' αύτός σπούδασε στήν Γερμανία τής σχολαστικής φιλοσοφικής πολυμάθειας, καταγωγής δχι βέβαια χεγ- γελιανής άλλα άκριβώς θετικιστικής. ’Ηταν στήν ’Ιταλία καθηγητής στυλιστικής 16 καί έγραψε πάνω στή στυλιστι- κή καί στόν χιουμοριαμό, δχι βέβαια μέ τΙς Ιδεαλιστικές νεοχεγγελιανές τάσεις, άλλα περισσότερο μέ έννοια θετικι- στική. Γι’ αυτό άκριβώς πρέπει νά βεβαιωθεί καί νά κατοχυρωθεί δτι ή Πιραντελλιανή «Ιδεολογία», δέν 2χει βιβλιακές καί φιλοσοφικές άρχές, άλλα είναι συνδεδεμένη μέ έμπειρίες ίστορικοπολιτιστικές βιωμένες μέ έλάχιστα στοιχεία βιβλιακού χαρακτήρα. Δέν άποκλείεται οί Ιδέες τοΰ Τίλγκερ νά έπέδρασαν πάνω στόν Πιραντέλλο, δηλαδή 6 Πιραντέλλο, νά είχε όλοκληρωθεΐ, Αποδεχόμενος τήν κριτική δικαίωση τοΟ Τίλγκερ. Γι’ αύτό θά είναι άναγκαΐο νά κάνου|ΐε ?να διαχωρισμέ άνάμεσα στόν πρίν άπό τήν Τιλ- γκεριανή έρμηνευτική Πιραντέλλο καί σ’ Iκείνο τόν κατοπινό·
Πρέπει νά έξεταστεΐ κατά πόσο είναι ή «Ιδεολογία»* τοϋ Πιραντέλλο, θά λέγαμε, τής ίδιας καταγωγής μ’ αύτό πού φαίνεται νά σχηματίζει 6 πυρήνας τών «θεατρικών» κειμένων τοΰ Νικόλα Έβρέινωφ.
Γιά τόν Έβρέινωφ ή θεατρικότητα δέν είναι μονάχα μιά καθορισμένη μορφή καλλιτεχνικής δραστηριότητας, έ- κείνη πού τεχνικά έκφράζεται στό λεγόμενο είδικά θέατρο- Γιά τόν 'Εβρέινωφ ή «θεατρικότητα» ύπάρχει στήν ίδια τή ζωή, είναι μιά συμπεριφορά χαρακτηριστική τοϋ άνθρώπου, έπειδή ό άνθρωπος τείνει νά πιστέψει ό ίδιος καί νά κάνει τούς άλλους νά τόν πιστέψουν διαφορετικό άπ’ αύτό πού είναι. Πρέπει νά έξετάσουμε καλά αυτές τΙς θεωρίες τοΰ Έβρέινωφ, γιατί μοΰ φαίνεται δτι αύτός συλλαμβάνει Ινα άκριβές ψυχολογικό κομμάτι, πού θά έπρεπε νά έξεταστεΐ
* Στή οΰλληψη τοΟ χόομοο Οπονοούμενη οτά θεατρικά 8ργα τοΟ Πιραντέλλο, πρέπει νά δια&χοτεϊ 6 πρόλογος τοΟ ΜπενζιαμΙν Κρε- μιώ, στή γαλλιχή μετάφραση τοΟ «Ερρίκου Δ '» (Εκβάσεις τή ς «Νέας Γαλλικής ’Επιθεώρησης», «Ν Λ .Ρ.»).
84
•καί νά έμβαθυνθεΐ. Δηλαδή ύπάρχουν άρκετές μορφές «θεατρικότητας» μ’ αύτή τήν έννοια: Μία είναι έκείνη κοινότατα γνωστή καί έπιφανής σέ γελοιογραφική μορφή πού όνομάζεται «ίστριονισιιός»· άλλα ύπάρχουν άκόμα καί άλλες πού δέν είναι ύποδεέστερες, ή είναι λιγότερο Υποδεέστερες καί μερικές πού είναι φυσιολογικές καί άξιέπαινες. Στήν πραγματικότητα δ καθένας τείνει, μέ τόν τρόπο του, να δημιουργήσει έστω Ιναν χαρακτήρα, να κυριαρχήσει σέ ■δρισμένες παρορμήσεις καί ένστικτα για ν’ άποχτήσει δρι- σμένες «κοινωνικές» μορφές άπό τήν ύπεροψία ώς τήν ώ- φέλεια καί τήν όρθότητα, κλπ. Τώρα τί σημαίνει: «αύτό •πού είμαστε πραγματικά» καί δπότε γίνεται προσπάθεια νά φανούμε «διαφορετικοί»; Αύτό «πού είμαστε πραγματικά» €ά είναι τό σύνορο τών ζωικών παρορμήσεων καί ένστικτων καί αύτό πού προσποιούμαστε δτι είμαστε είναι τό •κοινωνικό «μοντέλο», πολιτιστικό μιας δρισμένης Ιστορικής έποχής πού προσπαθούμε νά γίνουμε. Μου φαίνεται δτι αύτό «πού είμαστε πραγματικά» είναι δοσμένο άπό τόν άγώ- να, νά γίνουμε αύτό πού θέλουμε νά γίνουμε.
"Οπως έχω σημειώσει άλλοϋ, δ Πιραντέλλο είναι κριτικά Ινας «έπαρχιώτης» σικελός, πού έχει άποκτήσει όρι- σμένα έθνικά χαρακτηριστικά καί δρισμένα εύρωπαϊκά χαρακτηριστικά πού αισθάνεται δμως δ ίδιος μέσα του αύτά τά τρία στοιχεία πολιτισμοϋ σάν παρατιθέμενα καί άντιφατ τικά. Ά π’ αύτήν τήν έμπειρία γεννήθηκε σ’ αύτόν ή στάση νά παρατηρεί τΙς άντιφάσεις στίς προσωπικότητες τών άλλων καί άμέσως μετά νά θεωρεί τό δράμα αύτών τών άντι- Οέσεων.
Κατά τά άλλα, Ινα στοιχείο όχι μόνο τοϋ σικελικοϋ θεάτρου, πού είναι γρα|*μένο σέ διάλεκτο («’Ηπειρωτικός Ανεμος»), άλλά τού κάθε ιταλικού θεάτρου σέ διάλεκτο άκόμα καί τού λαϊκοΰ μυθιστορήματος είναι ή περιγραφή, ή σάτιρα καί ή γελοιογραφία τού έπαρχιώτικου, πού θέλει νά φανεί «μεταμορφωμένο» σ’ Ινα «έθνικό» ή εύρωπαιοκοσμο- πολίτικο χαραχτήρα καί δέν είναι παρά μιά άντανάκλαση τοϋ γεγονότος δτι δέν ύπάρχει άκόμα μιά έθνικοπολιτιστική ένότητα στόν ιταλικό λαό, πού δ «έπαρχιωτισμός» καί ή
85
διάσπαση είναι ακόμα ριζωμένα στα Εθιμα καί ατούς τρόπους σκέψης καί δράσης. Κι δχι μονάχα αύτό, άλλά κι δτι δέν ύπάρχει Ενας «μηχανισμός» για νά άνυψώσουμε τή ζωή άπό τό έπαρχιώτικο έπίπεδο σ’ έκείνο τό έθνικοευρωπαϊκό συλλογικά, όπότε καί οΐ «έξορμήσεις», οί άτομικές raids |ΐέ αύτή τήν Εννοια παίρνουν γελοιογραφικές μορφές, ευτελείς, «θεατρικές», γελοίες κλπ. κλπ.
Ή καλλιτεχνική τιροσωπικότητα τον Πιραντέλλο.
’Αλλού Εχω σημειώσει, ¿πως σέ μιά κριτικο-ιστορική γνώμη πάνω στόν ΙΙιραντέλλο, τό στοιχείο «Ιστορία τής κουλτούρας» πρέπει νά είναι ανώτερο άπό τό στοιχείο «Ιστορία τής τέχνης», δηλαδή δτι στήν Πιραντελλιανή φιλολογική δραστηριότητα προέχει ή πολιτιστική άξία τής αισθητικής· Στό γενικό πλαίσιο τής σύγχρονης λογοτεχνίας,, ή άποτελεσματικότητα τού Πιραντέλλο είναι πιό μεγάλη, σάν «νεωτεριστής» τού διανοητικού χώρου παρά σάν δημιουργός καλλιτεχνικών Εργων: Έ χ ε ι συμβάλει πολύ περισσότερο άπό τούς φουτουριστές στήν «έξάλειψη τού έπαρχιω- τισμού» άπό τόν «Ιταλό άνθρωπο», στό νά ύποκινήσει μιά μοντέρνα κριτική στάση σ’ άντίθεση μέ τήν παραδοσιακή «μελοδραματική» στάση τού 1800.
Τό ζήτημα είναι, γ ι’ αύτό τό λόγο, άκόμα πιό πολύπλοκο άπ’ δσο φαίνεται άπ’ αύτές τΙς σημειώσεις καί τοποθετείται Ετσι: οί ποιητικές άξίες του Πιραντελλικού θεάτρου (καί τό θέατρο είναι τό πιό οικείο Εδαφος τοϋ Πιραντέλλο, ή πιό δλοκληρωμένη Εκφραση τής ποιητικής καί πολιτιστικής του προσωπικότητας) δχι μόνο πρέπει νά άπο- μονωθούν άπό τή δραστηριότητά του, κατ’ έξοχήν τής κουλτούρας, διανοητικοηθική, άλλα πρέπει νά ύποστούν Εναν περαιτέρω περιορισμό: ή καλλιτεχνική προσωπικότητα τού Πιραντέλλο είναι πολύμορφη καί πολύπλοκη. Ό ταν δ Π ιραντέλλο γράφει Ενα θεατρικό Εργο, αύτός δέν έκφράζει «μέ λόγιο τρόπο» δηλαδή μέ τήν λέξη, παρά μονάχα μιάν Επί μέρους δψη τής καλλιτεχνικής του προσωπικότητας
Αύτός «πρέπει» νά όλοκληρώσει τήν «λόγια σύνταξη» μέ τό Ιργο του σαν θιασάρχη καί σαν σκηνοθέτη. Τό θεατρικό Ιργο τοΟ Πιραντέλλο άποκτα δλη τήν έκφραστικότητά του μόνον δταν ή «θεατρική παράσταση» θά διευθύνεται άπό τόν θιασάρχη ΙΙιραντέλλο, δηλαδή στήν περίπτωση πού ό Πιραντέλλο θά Ιχει προκαλέσει στούς συγκεκριμένους ήθο- ποιούς μια καθορισμένη θεατρική Ικφραση καί στήν περίπτωση πού ό σκηνοθέτης ΙΙιραντέλλο θά Ιχει δημιουργήσει μια καθορισμένη αισθητική σχέση άνάμεσα στό άνθρώπινο σύνολο πού θά άναπαραστήσει καί στόν ύλικό διάκοσμο τής σκηνής (φως, χρώματα, διαμόρφωση τής σκηνής σέ πλατιά ϊννοια). Δηλαδή τό Π ιραντελλικό θέατρο είναι πάρα πολύ στενά δεμένο μέ τήν φυσική προσωπικότητα τοϋ συγγραφέα καί δχι μονάχα στίς «γραμμένες» καλλιτεχνικολο- γοτεχνικές άξίες. ΝεκροΟ ϊντος τοϋ Πιραντέλλο (δηλαδή ¿ν ό Πιραντέλλο, έκτός άπό συγγραφέας, δέν έργάζεται σάν θιασάρχης καί σάν σκηνοθέτης) τί θά άπομείνει άπό τό θέατρο τοϋ Πιραντέλλο; «Ένα καναβάτσο» γενικό, πού μέ μιάν όρισμένη ϊννοια μπορεϊ νά προσεγγίσει στό σενάριο τοϋ θεάτρου πριν άπό τόν Γκολντόνι των θεατρικών «προφάσεων», δχι τής αιώνιας «ποίησης», θά ειπωθεί δτι αυτό συμβαίνει γιά δλα τά θεατρικά ϊργα καί, κατά μιά όρισμέ- νη ϊννοια, αυτό είναι άληθινό. ’Αλλά μόνο κατά μιά δρι- σμένη ϊννοια. Είναι άλήθεια δτι μιά τραγωδία τοϋ Σαίξ- πηρ μπορεϊ νά πάρει διαφορετικές θεατρικές έρμηνεΐες, σύμφωνα μέ τούς θιασάρχες καί τούς σκηνοθέτες, δηλαδή είναι άλήθεια δτι κάθε τραγωδία τοϋ Σαίξπηρ μπορεϊ νά γίνει «πρόσχη|ΐα» γιά θεατρικά θεάματα διαφορετικά λόγψ καινοτομιών: ’Αλλά παραινεί δτι ή τραγωδία πού Ιχει «τυπωθεί σέ βιβλίο καί Ιχει διαβαστεί άτομικά, Ιχει μιά δίκιά της άνεξάρτητη καλλιτεχνική ζωή, πού μπορεϊ νά διαχωριστεί άπό τή θεατρική παράσταση: είναι ποίηση καί τέχνη άκό|ΐα καί Ιξω άπό τό θέατρο καί άπό τό θέαμα. Αύτό δέν συμβαίνει μέ τόν Πιραντέλλο. Τό θέατρό του είναι ζωντανό, ζεΐ αϊσθητικά κατά μεγάλο μέρος, άν «παρουσιαστεί» θεατρικά Ιχοντας σάν θιασάρχη καί σκηνοθέτη τόν ΙΙιραντέλλο. (Ό λ ’ αυτά, άς γίνουν άντιληπτά μέ πολύ άλάτι).
87
II. Ό μή έθνικολαΐκός χαρακτήρας τής Ιταλικής λογοτεχνίας
Ό μη έθνικολαϊκός χαρακτήρας της Ιταλικής λογοτεχνίας
Δεομός ποοδλημάτοίν.
Πολεμικές γεννημένες στήν περίοδο τής διαμόρφωσης τοδ Ιταλικοδ Εθνους καί τοδ άγώνα γιά τήν πολιτική καί έδατ φική ένότητά του, διακατείχαν καί συνεχίζουν νά διακατέχουν τουλάχιστον μερικούς Ιταλούς διανοούμενους. Μερικά i n αύτά τά προβλήματα, παμπάλαια (δπως έκεΐνο τής γλώσσας), χρονολογοΟνται άπό τούς πρώτους χρόνους τής πολιτιστικής ένότητας τής ’Ιταλίας. Γεννήθηκαν λάγω τής σύγκρισης των γενικών συνθηκών τής ’Ιταλίας μέ έκεΐνες τών άλλων χωρών, ειδικότερα τής Γαλλίας, ή, λόγω τής Αντανάκλασης τών ειδικών συνθηκών τής ’Ιταλίας, δπως τού γεγονότος δτι ή χερσόνησος ήταν ή Ιδρα τής Ρωμαϊκής Αύ- τοκρατορίας καί Ιγινε ή Ιδρα τοϋ μεγαλύτερου κέντρου τής χριστιανικής θρησκείας. Τό σύνολο αύτών τών προβλημάτων Αντικατοπτρίζει τήν έπίπονη προσπάθεια για τήν δημιουργία ένός ΙταλικοΟ Ιθνους νέου τύπου, πού έμποδίστηκε άπό τΙς συνθήκες ισορροπίας έθνικών καί διεθνών δυνάμεων. 01 διανοούμενες καί κυρίαρχες τάξεις ούδέποτε είχαν συνείδηση δτι ύπάρχει Ινας δεσμός άνάμεσα σ’ αύτά τά προβλήματα, δεσμός σύνδεσης κι έξάρ<τησης. Κανείς δέν 5χει ποτέ παρουσιάσει αύτά τά προβλήματα σάν 2να σύνολο δεμένο καί συμφυές, άλλά καθ’ Ινα άπ’ αύτά ξαναπαρσυσιάζεται περιοδικά, σύμφωνα μέ τά άμέσως ένδιαφέροντα προβλήματα πολεμικής, δχι πάντα ξεκάθαρα έκφρασμένα, χωρίς έπιθυμία έμβάθυν-
91
σης. IV αύτό, άντιμετωπίστηκαν μέ πολιτιστικά άφηρημένη μ^ρφή, διανοουμενίστικη, χωρίς συγκεκριμένη ιστορική προοπτική, όπότε καί χωρίς τήν προοπτική μιας συγκεκριμένης καί συνεπούς πολιτικο-κο'.νωνικής λύσης.
"Οταν λέγεται δτι δέν ύπήρξε ποτέ μια συνείδηση τής όργανικής ένότητας αυτών τών προβλημάτων, πρέπει νά κα- τανοηθεϊ: ίσως είναι Αλήθεια δτι δέν ύπήρξε τό κουράγιο νά θέσουμε έξαντλητικά τό πρόβλημα, έπειδή άπό μια τέτοια τοποθέτηση, αύστηρότατα κριτική καί συμπερασματική, ύ- ■πήρχε φόβος νά παραχθοΰν άμεσα κίνδυνοι έπιβίωσης τής ένιαίας έθνικής ζωής· αύτή ή έπιφύλαξη πολλών Ιταλών διανοουμένων πρέπει νά έξηγηθεΐ μέ τή σειρά της καί είναι χαρακτηριστική τής έθνικής μας ζωής. Κατά τ’ άλλα, φαίνεται άναντίρρητο δτι κανένα άπ’ αύτά τα προβλήματα δέν μπορεϊ νά λυθεϊ μεμονωμένα (μά κι αύτά είναι σημερινά καί ζωτικής σημασίας). Γι’ αύτό, μιά Αντιμετώπιση κριτική καί Αμερόληπτη δλων αύτών τών προβλημάτων, πού Ακόμα διακατέχουν τους Ιταλούς διανοούμενους καί, πραγματικά, παρουσιάζονται σήμερα σάν να βρίσκονται στό δρόμο τής όρ- γανικής τους έπίλυσης (γλωσσική ένότητα, σχέση τέχνης καί ζωής, πρόβλημα τού μυθιστορήματος καί τού λαϊκού μυθιστορήματος, πρόβλημα μιας πνευματικής καί ήθικής μεταρρύθμισης, δηλαδή μι&ς λαϊκής έπανάστασης, πού θά έχει τήν ίδια λειτουργία μέ τή Μεταρρύθμιση τών Διαμαρτυρο- μένων στά γερμανικά κρατίδια καί μέ τή Γαλλική ’Επανάσταση, πρόβλημα τής «λαϊκότητας» τοϋ Ριζορτζιμέντο, πού θά Ιπρεπε νά μπεϊ δίπλα στόν πόλεμο τού 1915 -1918 καί μέ τΙς έπακόλουθες Ανακατατάξεις, άπ’ δπου καί ή κατά κόρον χρήση τοϋ δρου έπανάσταση καί έπαναστάτης) μπορεί νά δώσει τόν πιό χρήσιμο δρόμο γιά τήν Αναδημιουργία τών βασικών χαρακτήρων τής Ιταλικής πολιτιστικής ζωής καί τών άναγκών πού αύτοί ύποδεικνύουν καί προτείνουν γιά έ- πίλυση.
Νά, ή «λίστα» τών πιό ουσιωδών ζητημάτων πού πρέπει νά έξεταστοϋν καί νά έπιλυθοΰν: 1) «Γιατί ή ιταλική λογοτεχνία δέν είναι λαϊκή στήν ’Ιταλία;» (Γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν έκφραση τού Ρσυτζέρο Μπόνγκι). 2) Υπάρχει
Ινα θέατρο ιταλικό; Πολεμική πού Ιχει άρχίσει άπό τδν Ρουτζέρο Μαρτίνι καί πού συνδέεται μέ τήν άλλη πάνω στή μεγαλύτερη ή μικρότερη ζωτικότητα του θεάτρου πού είναι γραμμένο σέ διάλεκτο καί έκείνου πού εϊναι γραμμένο σέ γλώσσα. 3) Τό ζήτημα τής έθνικής γλώσσας, Ιτσι &πως τέθηκε άπό τόν ’Αλεσάντρο Μαντσόνι- 4) ’Αν ύπήρξε Ινας ιταλικός ρομαντισμός" 5) Είναι άναγκαΐο νά προκαλέσουμε στήν ’Ιταλία μια θρησκευτική μεταρρύθμιση δπως έκείνη τών Διαμαρτυρομένων; Δηλαδή ή άπουσία πλατιών καί βαθιών θρησκευτικών άγώνων, καθορισμένη άπό τό γεγονός δτι στήν Ιταλία ήταν ή Ιδρα του παπάτου τήν περίοδο όργασμοϋ τών πολιτικών νεωτερισμών πού βρισκόντουσαν στή βάση τών σύγχρονων κρατών, ήταν άρχή προόδου ή όπισθοδρόμησης; 6) Ό Ούμανισμός καί ή Αναγέννηση ήταν προοδευτικά ή όπισθοδρομικά; 7) Ή μή λαϊκότητα του Ριζορτζιμέντο ή ή λαϊκή άδιαφορία στήν περίοδο τών άγώνων για τήν άνεξαρ- τησία καί τήν έθνική ένότητα. 8) Μή πολιτικοποίηση τού ίταλικοΟ λαού, πού έκφράζεται μέ τΙς φράσεις του «έπανα- στατισμοΰ», τοΟ «άνατρεπτισμοΰ», του «άντικαθεστωτισμοϋ» πρωτόγονου καί στοιχειώδους. 9) ’Ανυπαρξία μι&ς λαϊκής λογοτεχνίας μέ στενή Ιννοια (παραφιλολογία, περιπετειώδης, έπιστημονική, άστυνομική κλπ.) καί έπίμονη λαϊκότητα αύ- τοΟ τοΟ είδους τοϋ μυθιστορήματος, μεταφρασμένου άπό τΙς ξένες γλώσσες, Ιδιαίτερα άπό τά γαλλικά’ άνυπαρξία λογοτεχνίας γιά τή νηπιακή ήλικία. Στήν ’Ιταλία, τό λαϊκό μυθιστόρημα έθνικής παραγωγής, είναι τό άντικληρικό ή οί βιογραφίες τών κακούργων. Ή Ιταλία, δμως, Ιχει μιά πρώτη θέση στό μελόδραμα, πού, μέ μιάν όρισμένη Ιννοια, είναι τό μουσικοποιημένο λαϊκό μυθιστόρημα.
Μιά άπό τΙς αιτίες για τΙς όποιες τέτοια προβλήματα δέν ϊχουν άντιμετωπιστεϊ κριτικά καί μέ σαφήνεια πρέπει νά άναζητηθεϊ στήν λεκτική προκατάληψη (φιλολογικής καταγωγής) δτι τό ιταλικό Ιθνος ύπήρξε άνέκαθεν σάν τέτοιο, άπό τήν άρχαία Ρώμη μέχρι σήμερα, καί δτι για δρισμένα άλλα είδωλά καί ύπεροπτικές διανοήσεις, πού άν ήταν «χρήσιμες» πολιτικά στήν περίοδο τοΟ έθνικοΟ άγώνα, σάν αιτία ένθουσιασμοΟ καί συγκέντρωσης τών δυνάμεων, είναι παρ’
93
iX' αύτά άδέξιες καί στήν Ισχαχη περίπτωση γίνονται Iva στοιχείο άδυναμίας, γιατί δέν έπιτρέπουν ν’ άξιολογηθεϊ σωστά ή προσπάθεια, πού Ιγινε άπό τΙς γενιές που πραγματικά άγωνίστηκαν για να συγκροτήσουν τή σύγχρονη ’Ιταλία καί γιατί προτρέπουν σέ 2να είδος μοιρολατρείας καί παθητικής άναμονής τοϋ έπερχόμενου, τοΰ όλοκληρωτικά προκαθορισμένου άπό τό παρελθόν. ’Αλλοτε αυτά τα προβλήματα μπαίνουν μέ άσχημο τρόπο, λόγω τής έπίδρασης αισθητικών άπό- ψεων κροτσιανής καταγωγής, ειδικά έκείνων πού άφοροϋν τόν λεγόμενο «μοραλισμό» στήν τέχνη, τό έξωτερικό «περιεχόμενο» στήν τέχνη, τήν ιστορία τής κουλτούρας, για να μή γίνει σύγχυση μέ τήν ιστορία τής τέχνης κλπ. Δέν καταφέρΓ νουμε ν’ άντιληφθοϋμε συγκεκριμένα δτι ή τέχνη είναι πάντα δεμένη μέ μιά καθορκηιένη κουλτούρα ή πολιτισμό καί δτι, άγωνιζόμενοι για τήν μεταρρύθμιση τής κουλτούρας, φτάνουμε στή μετατροπή τοΰ «περιεχόμενου» τής τέχνης, έργα- ζόμαστε για τή δημιουργία μιας νέας τέχνης δχι άπ’ τα 2- ξω (έπιδιώκ-οντας ¡uà διδασκαλική τέχνη σέ θέσεις, μοραλι- στική), άλλα άπό τό έσωτερικό, γιατί άλλάζει δλος 6 άνθρωπος, στό βαθμό πού μεταβάλλονται τα συναισθήματά του, οί Αντιλήψεις του καί οί σχέσεις, τών δποίων ό άνθρωπος είναι ή άναγκαία Ικφραση.
Σχέση τοΟ «φουτουρισμού» μέ τό γεγονός δτι μερικά άπ’ αυτά τα ζητήματα Ιχουν τεθεί μέ άσχημο τρόπο καί δέν Εχουν έπιλυθεί, ιδιαίτερα ό φουτουρισμός στήν πιό λογική μορ- φή, άρχίζοντας άπό τΙς δμάδες τής Φλωρεντίας, τής «La-
<cerba» καί τής «Voce», μέ τόν δικό τους «ρομαντισμό» ή τόν λαϊκίστικο Sturum und Drang. Ή τελευταία έκδήλωση: τό Strapaese. ’Αλλά καί ό φουτουρισμός τοϋ Μαρινέτι 17 καί έκείνος τοΰ Παπίνι καί τοϋ Strapaese Ιχουν προσκρούσει, έκτός τών άλλων, σ’ αύτό τό έμπόδιο: τήν άπουσία τοΰ χαρακτήρα καί τής σταθερότητας τών σκηνοθετών τους καί τήν καρναβαλίστικη τάση, τήν τάση να κάνεις τόν παλιάτσο τών μικροαστών διανοουμένων, στείρων καί διατακτικών.
Ακόμα καί ή περιφερειακή λογοτεχνία στάθηκε ούσια- στικά λαογραφική καί γραφική: Τούς κάτοικους τής «περιφέρειας» τούς είδαν «πατερναλιστικά», άπό τά 2ξω, μέ πνεϋ-
•94
μα Απογοήτευσης, κοσμοπολίτικο, Από τήν πλευρά τών τουριστών, ψάχνοντας δυνατές καί πρωταρχικές αίσθήσεις λόγω τής ώμότητΑς τους. Τούς ίταλούς συγγραφείς έχει ιδιαίτερα βλάψει ή βαθύτατη ¿πολιτικοποίηση, μ’ ένα έπίχρησμα λογάδικης έθνικής ρητορείας. Ά π ’ αύτή τήν άποψη, ήταν πιό συμπαθητικοί 6 Ερρίκο Κορραντίνι καί 6 ΠΑσκολι, μέ τόν όμολογημένο καί στρατευμένο έθνικισμό τους, στό βαθμό πού προσπαθούσαν νά έπιλύσουν τήν παραδοσιακή φιλολογική Αντίθεση, Ανάμεσα στό λαό καί στό έθνος, παρ’ δ,τι ξέπεσαν σέ άλλες μορφές ρητορείας καί εύγλωττίας.
Γι’ αύτό τόν λόγο, πρέπει νά μελετηθεί 6 τόμος τοΟ Μπ. Κρότσε: «Λαϊκή ποίηση καί έντεχνη ποίηση· Μελέτες πάνω στήν ’Ιταλική ποίηση άπό τό 1300 ώς τό 1500», Λατέρτσα, Μπάρι 1933. Ή άντίληψη τοΰ «λαϊκοϋ» στό βιβλίο τοΟ Κρότσε δέν είναι σαν κι αύτή τούτον,» τών σημειώσεων: Γιά τόν Κρότσε πρόκειται γιά μιά ψυχολογική στάση, γιά τήν δποία ή σχέση Ανάμεσα στή λαϊκή ποίηση καί στήν έντεχνη ποίηση είναι δπως έκείνη άνάμεσα στήν εύθυκρισία καί στήν κριτική σκέψη, Ανάμεσα στή φυσική κατανόηση καί τήν εί- δική κατανόηση, άνάμεσα στήν άγνή άθωότητα καί στήν προνοητική καί ά*£>’.βή καλοσύνη. ΙΙαρ’ δλ’ αύτά, άπό τό διάβασμα μερικών κομματιών αύτοϋ τοΟ βιβλίου, δημοσιευμένα στήν «Κριτική», φαίνεται νά μπορεϊ νά βγεϊ τό συμπέρασμα δτι, ένώ άπό τό 1300 ώς τό 1500, ή λαϊκή ποίηση, καί μ’ αύτήν τήν έννοια, έχει μιά σημασία Αξιοσημείωτη, έ- πειδή είναι δεμένη μέ μιάν όρισμένη ζωτικότητα Αντίστασης τών κοινωνικών δυνά·ιεων, πού γεννήθηκαν ιιέ τό κίνημα τής Ανάληψης, έπιβεβαιωμένη μετά τό 1000 1β, βρίσκοντας τό Αποκορύφωμά της στούς Δήμους, μετά τό 1500, αύτές ot δυνάμεις έχουν όλοκληρωτικΑ χάσει τήν αίγλη τους καί ή λαϊκή ποίηση ξεπέφτει μέχρι τή σημερινή μορφή, δπου τό λαϊκό ένδιαφέρον ικανοποιείται Από τόν «Άθλιο Γκουερίνο» καί Από τέτοιου είδους λογοτεχνία. Δηλαδή, μετΑ τό 1500 γίνεται ριζικό τό χάσμα, άνάμεσα στούς διανοούμενους καί στό λαό, πού βρίσκεται στή βάση αύτών τών σημειώσεων καί πού είχε τόσο μεγΑλη σημασία γιΑ τή σύγχρονη πολιτική καί πολιτιστική ιστορία τής ’Ιταλίας.
95
Περιεχόμενο καί μορφή.
Τό πλησίασμα αύτών τών δύο δρων μπορεί νά προσλά- βει στήν κριτική τής τέχνης πολλές σημασίες, δεδομένου δ- τι περιεχόμενο καί μορφή είναι τό ίδιο πράγμα, κλπ. δέν σημαίνει άκόμα δτι δέν μπορεί νά γίνει δ διαχωρισμός άνά- μεσα στό περιεχόμενο καί στή μορφή. Μποροϋμε νά πούμε δτι δποιος έπιμένει στό «περιεχόμενο», στήν πραγματικότητα άγωνίζεται γιά μιά καθορισμένη κουλτούρα, γιά μιά καθορισμένη άντίληψη τοϋ κόσμου ένάντια σέ άλλες κουλτοϋρες καί σέ άλλες άντιλήψεις γιά τόν κόσμο. Μπορεί άκόμα νά πει κανείς δτι ιστορικά, μέχρι τώρα, ο£ λεγόμενοι «περιε- χομενιστές» ήταν «πιό δημοκρατικοί» άπό τούς Παρνασσιστές 19 άντιπάλους τους, π.χ. ήθελαν μιά λογοτεχνία, πού δέν θά ήταν φτιαγμένη γιά τούς «διανοούμενους» κλπ.
Μποροϋμε νά μιλάμε γιά μιά προτεραιότητα τοϋ περιε- χόμενου σέ βάρος τής μορφής; Μποροϋμε νά μιλάμε μ’ αύ- τήν τήν ϊννοια: δτι τό ϊργο τέχνης είναι μιά έξέλιξη καί δτι οί άλλαγές τοϋ περιεχόμενου είναι καί άλλαγές τής μορφής’ άλλά είναι «πιό εύκολο» νά μιλάμε γιά περιεχόμενο παρά γιά μορφή, έπειδή τό περιεχόμενο μπορεί νά «συνοψιστεί» λογικά. "Οταν λέγεται δτι τό περιεχόμενο προηγείται τής μορφής, θέλουμε άπλά νά ποϋμε δτι στήν έπεξεργασία οί έπόμενες προσπάθειες παρουσιάζονται μέ τό δνομα τοϋ περιεχόμενου, τίποτ’ άλλο. Τό πρώτο περιεχόμενο πού δέν ικανοποιούσε ήταν καί μορφή καί, στήν πραγματικότητα, δ- ταν έπιτεύχθηκε ή ικανοποιητική «μορφή» καί τό περιεχόμενο άλλαξε. Είναι άλήθεια δτι συχνά έκεΐνοι πού φλυαροϋν γιά τή μορφή, κλπ., ένάντια στό περιεχόμενο, είναι έντελώς άδειοι, συσσωρεύουν λέξεις, πού δέν συνδέονται πάντα οδτε μέ τούς κανόνες τής γραμματικής (π·χ. Ουνγκαρέττι) οδτε μέ τεχνική, μέ μορφή κλπ. καταλαβαίνουν τΙς έλλείψεις τής άργκό άπό παρασυναγωγές κούφιων κεφαλιών.
Κι αύτό πρέπει έπίσης νά συμπεριληφθεϊ άνάμεσα στά ζητήματα τής έθνικής Ιταλικής ιστορίας καί νά πάρει διάφορες μορφές: Τό γεγονός δτι ύπάρχει μιά διαφορά τρόπον
γραψίματος άνάμεσα ατά γραφτά πού άπευθύνονται στό κοινό καί ατά άλλα, π.χ. άνάμεσα ατά γράμματα καί στά λογοτεχνικά Εργα. Συχνά, φαίνεται δτι Εχουμε νά κάνουμε μέ δυό διαφορετικούς συγγραφείς. Τόσο μεγάλη είναι ή διαφορά. Στά γράμματα (Εκτός άπό Εξαιρέσεις, δπως Εκείνη τοΟ ντ’ Άνούντσιο, πού παίζει κωμωδία άκό|ΐα καί στόν καθρέφτη, γ ι’ αύτόν τόν Γδιο) στά άπομνημονεύματα καί γενικά σ’ δλα τά κείμενα, πού άπευθύνονται σέ μικρό κοινό καί σ* αύτόν τόν Γδιο τόν συγγραφέα ύπάρχει ή νηφαλιότητα, ή ά- πλότητα, ή άμεσότητα, Ενώ στά άλλα κείμενα κυριαρχεί ή υπεροψία, 6 πομπώδης τρόπος γραφής, τό ύποκριτικό στύλ. Αύτή ή «άρρώστια» είναι τόσο διαδεδομένη, πού Εχει προσβάλει τόν λαό, γιά τόν όποιο, πραγματικά, «τό νά γράφεις» σημαίνει ν’ άνεβαίνεις στά ξυλοπόδαρα, νά συμμετέχεις στή γιορτή, «νά προσποιείσαι» Ενα τρόπο γραφής μέ περιττολογίες, Εν πάσει περιπτώσει νά Εκφράζεσαι μέ τρόπο διαφορετικών άπ’ τόν κοινό καί, άφού δ λαός δέν Εχει μάθει λογοτεχνία καί άπό τήν λογοτεχνία ξέρει μονάχα τό βιβλιαράκι τοΟ Εργου τοϋ 1800, συμβαίνει ώστε οί άνθρωποι τοϋ λαοΟ νά «κάνουν μελόδραμα». Νά, λοιπόν, πού «περιεχόμενο» καί «μορφή», Εκτός άπό μιάν «αίσθητική» σημασία, Εχουν καί μιά «ιστορική». «‘Ιστορική» μορφή σημαίνει μιά καθορισμένη «γλώσσα», δπως τό «περιεχόμενο» δείχνει Εναν καθορισμένο τρόπο σκέψης, ίχ ι μόνον ιστορικό, άλλά «λιτό», Εκφραστικό, χωρίς γροθιές κατά πρόσωπο, παθητικό, χωρίς τά πάθη νά Εξάπτονται, δπως στόν Όθέλλο ή στό μελόδραμα, χωρίς, τέλος πάντων, τή θεατρική μάσκα. Λύτό τό φαινόμενο, πιστεύω, διαπιστώνεται μονάχα στή χώρα μας σάν μαζικό φαινόμενο, Επειδή — Εννοείται— μεμονωμένα βήματα ύπάρχουν παντού. Άλλά πρέπει νά εΓμαστε προσεχτικοί: γιατί ή χώρα μας είναι Εκείνη στήν όποία τό συμβατικό μπαρόκ άκολούθησε τό συμβατικό άρκαδικό 20: πάντα θέατρο καί δμως συμβατικό. Πρέπει νά πούμε δτι αύτά τά χρόνια τά πράγματα Εχουν καλυτερέψει πολύ: ό Ντ’ Άνούντσιο ήταν δ τελευταίος παροξυσμός τής άρρώστιας τοϋ Ιταλικού λαού καί ή Εφημερίδα γιά τΙς άναγκαιότητές της είχε τή μεγάλη χάρη νά όρθολογικσποιήσει τήν πρόζα. Γι’ αυτό, τήν Εχει φτωχύ
9771
νει καί έξασθενήσει, κι αυτό είναι άκόμη μιά ζημιά. Άτυ- χώς, δμως, στό λαό, δίπλα στούς «άντιακαδημαϊκούς» φου- τουριστές, ύπάρχουν άκόμα ο£ σεντσεντιστές τής άλλαγής. Μ’ άλλα λόγια, έδώ, δημιουργεΐται Ινα Ιστορικό ζήτημα, γιά vi έξηγήσουμε τό παρελθόν καί δχι Ινας άγώνας καθαρά σημερινός, για να καταπολεμήσουμε σημερινά έλαττωματα, άν καί αύτά δέν Ιχουν όλοκληρωτικά έξαφανιστεΐ καί ξανα- συναντιώνται Ιδιαίτερα σέ μερικές έκδηλώσεις (πανηγυρικοί λόγοι, κύρια έπικήδειοι, πατριωτικοί, καί αυτό τό ίδιο τό έπίγραμμα) · θά μποροΟσε νά πει κανείς δτι πρόκειται γιά «καλαισθησία» καί θά ήταν λάθος. Ή καλαισθησία είναι «προσωπική» ή μικρών όμάδων έδώ πρόκειται γιά πλατιές μάζες καί δέν είναι δυνατό νά μήν πρόκειται για κουλτούρα, γιά Ινα Ιστορικό φαινόμενο ύπαρξης δύο είδών κουλτούρας: προσωπική είναι ή «λιτή» καλαισθησία, δχι τό άλλο- τό μελόδραμα είναι ή έθνική καλαισθησία, δηλαδή ή έθνική κουλτούρα.
Δέν μπορεΐ, δμως, ν’ άρνηθεΐ κανείς δτι είναι άναγκαΐο νά καταπιαστούμε μ’ αυτό τό ζήτημα. Αντίθετα, ή διαμόρφωση μιας ζωντανής κι έκφραστικής καί ταυτόχρονα λιτής καί μετρημένης πρόζας πρέπει νά είναι Ινας άπό τούς πολιτιστικούς σκοπούς, πού πρέπει νά προταθεϊ. ’Λκόμα καί σ’ αύτή τήν περίπτωση, μορφή καί έκφραση ταυτίζονται καί ή έπιμονή πάνω στή «μορφή» δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό Ινα πραχτικό μέσο, γιά να δουλεύου|ΐε πάνω στό περιεχόμενο, ώστε νά έπιτύχουμε Ιναν περιορισμό τής παραδοσιακής ρητορικής, πού καταστρέφει κάθε μορφή κουλτούρας, άκόμα κι έκείνη τήν «άντιρητορική», άλίμονο!
Ή έρώτηση, ¿ν ύπήρξε ποτέ Ινας Ιταλικός ρομαντισμός, μπορεΐ νά πάρει διάφορες άπαντήσεις, σύμφωνα μ’ αύτό που έννοοϋμε, λέγοντας «ρο]ΐαντισμός». Είναι βέβαια, πολλοί ο£ όρισμοί πού Ιχουν δοθεί στόν δρο «ρομαντισμός». ’Εμάς, δμως, μ&ς ένδιαφέρει Ινας άπ’ αυτούς τούς όρισμούς καί δέν μάς ένδιαφέρει άκριβώς ή «φιλολογική» πλευρά τοϋ προβλήματος. Ό ρομαντισμός, άνάμεσα στίς άλλες σημασίες, έχει άποκτήσει έκείνη μιας Ιδιαίτερης σχέσης ή δεσμοΟ άνάμεσα στούς διανοούμενους καί τόν λαό, τό Ιθνος. Δηλαδή, είναι
|«ά Ιδιαίτερη άντανάκλαση τής «δημοκρατίας» (μέ πλατιά Ιννοια) στά γράμματα (μέ πλατιά Ιννοια, κατά τήν δποία άκόμα κι 6 Καθολικισμός μπορεΐ νά ήταν «δημοκρατικός» ένώ 6 «φιλελευθερισμός» μπορεΐ νά μήν ήταν τέτοιος). Μ’ αύτή τήν Ιννοια, μάς ένδιαφέρει τό πρόβλημα γιά τήν ’Ιταλία καί αυτό είναι δεμένο μέ τά προβλήματα, πού ίχουμε συγκεντρώσει σέ κατηγορίες: "Αν ύπήρξε Ινα Ιταλικό θέατρο, τό γλωσσικό ζήτημα, γιατί ή λογοτεχνία δέν ήταν λαϊκή, κλπ. Είναι άναγκαΐο, λοιπόν, στήν άχανή λογοτεχνία ■πάνω στό ρομαντισμό, νά άπομονώσουμε αύτή τήν πλευρά καί νά ένδιαφερθούμε γι’ αύτή θεωρητικά καί πραχτικά, δηλαδή σάν ιστορικό γεγονός καί σάν γενική τάση, πού μπορεΐ νά δώσει τά μ^σα σέ μιά σημερινή κίνηση, σ’ Ινα σημερινό ■πρόβλημα, γιά νά έπιλυθεΐ. Μ’ αύτήν τήν Ιννοια, 6 ρομαντισμός προηγείται, συντροφεύει, έπικυρώνει καί άναπτύσσει δ- ~λο έκεΐνο τό εύρωπαϊκό κίνημα, που βαπτίστηκε άπό τή Γαλλική ’Επανάσταση. Είναι ή συναισθηματοφιλολογική του ■πλευρά (περισσότερο συναισθηματικό παρά φιλολογικό, μέ τήν Ιννοια δτι ή φιλολογική πλευρά είναι Ινα |ΐονάχα μέρος Ικφρασης τού συναισθηματικού ρεύματος, πού έχει διαπερά- σει δλη τή ζωή ή Ινα πολύ σημαντικό κομ|ΐάτι τής ζωής καί άπ’ αύτή τή ζωή μόνο Ινα έλάχιστο τμή|ΐα μπόρεσε νά έκφραστεΐ στή λογοτεχνία).
Ή Ιρευνα, λο'.πόν, είναι Ιργο τής Ιστορίας τής κουλτούρας καί δχι τής ιστορίας τής φιλολογίας, ή καλύτερα τής Ιστορίας τής φιλολογίας άφοΰ αύτή είναι μέρος καί πλευρά ΐιιάς πιό πλατιάς ιστορίας τής κουλτούρας· Λοιπόν, μ’ αύτήν τήν άκριβή Ιννοια, 6 ρομαντισμός δέν ύπήρξε ποτέ στήν Ι ταλία, καί, στήν καλύτερη περίπτωση ο[ έκδηλώσεις του ήταν έλάχιστες, σπάνιες κι έν πάσει περιπτώσει καθαρά φιλολογικής μορφής*.
Πρέπει νά δούμε πώς Ιχουν προσλάβει, άκόμα καί αύ-
* Σ’ αύτό τό σημείο πρέπει νλ ΰπενθυμίσουμε τΙς θεωρίες τοΟ ΤιερΙ χαΐ τή σκέψη τοΟ Μαντοόνι. 01 θεωρίες τοΟ ΤιερΙ είναι ά- χριβδς μιλ άπόΙ τΙς πιό σημαντικές δψεις αΰτΟν τβν έχίηΧώσεων τοΟ ρομαντισμοΟ, πού γι* αύτόν θέλουμε νλ μιλήσουμε.
99
τές οί συζητήσεις μιά μορφή διανοουμενίστικη καί άφηρη- μένη στήν ’Ιταλία: οΐ «Πελασγοί» τοΟ Τζιομπέρτ, οΐ «προ- ρωμαΐκοΐ» πληθυσμοί, κλπ. δηλαδή, στήν πραγματικότητα, τίποτα πού θά είχε να κάνει μέ τόν ζωντανό σημερινό λαό, πού άντίθετα ένδιαφέρει τόν ΤιερΙ και τήν συναφή πολιτική ιστοριογραφία.
Ειπώθηκε δτι ή λέξη «δημοκρατία» δέν πρέπει νά πορθεί κάτω άπ’ αύτήν τήν έννοια, θέλουμε, δηλαδή, να πούμε, μονάχα μέ τήν «λαϊκή» καί «λαϊκίστικη» σημασία, άλλά και μέ τή σημασία πού τής δίνουν οΐ Καθολικοί, άκόμα — άν τό θέλουμε — καί Αντιδραστική. Αύτό πού Εχει ένδιαφέρον είναι ή Αναζήτηση ένός δεσμού μέ τό λαό, μέ τό έθνος, πού θεωρεί Αναγκαία μιά ένότητα δχι δουλική, όφειλόμενη στήν παθητική ύποταγή, άλλά μιά δραστήρια ένότητα, ζωντανή, όποιοδήποτε κι άν είναι τό περιεχόμενο αύτής τής ζωής. Αύ- τή ή ζωντανή ένότητα, ξέχωρα άπό κάθε περιεχόμενο, I- λειψε, Ακριβώς, Από τήν ’Ιταλία- τουλάχιστον Ελειψε σέ Αρκετό βαθμό, τέτοιον πού θά τήν καθιστούσε Ιστορικό γεγονός. Γι’ αύτό είναι καί κατανοητή ή έννοια τής έρώτησης: «Υπήρξε ποτέ Ινας Ιταλικός ρομαντισμός;».
’Ιταλία καί Γαλλία.
Μπορεί ίσως νά βεβαιωθεί δτι δλη ή πνευματική ζωή τής ’Ιταλίας μέχρι τό 1900 (καί Ακριβώς μέχρι τό σχηματισμό τού ΙδεαλιστικοΟ πολιτιστικού ρεύματος Κρότσε - Τζεν- τίλε), στό βαθμό πού Ιχει δημοκρατικές τάσεις, δηλαδή στό άν θέλει (άν καί δέν τό καταφέρνει πάντα) νά έρθει σ’ έ- παφή μέ τΙς λαϊκές μάζες, είναι άπλούστατα μιά γαλλική Αντανάκλαση τού γαλλικού δημοκρατικού κόμματος, πού Ιλκει τήν καταγωγή του άπό τήν έπανάσταση τού 1789: τό τεχνητό αύτής τής ζωής βρίσκεται στό δτι στήν ’Ιταλία, δέν ύ- πήρχαν ποτέ οΐ Ιστορικές προϋποθέσεις, οί δποϊες άντίθετα ύπήρξαν στή Γαλλία.
Στήν ’Ιταλία, δέν συνέβηκε τίποτα παρόμοιο μέ τήν έπανάσταση τού 1789 καί μέ τούς άγώνες πού τήν άκολούθη-
100
σαν: παρ’ δλ’ αυτά, στήν ’Ιταλία, «μιλούσαν» σάν νά είχαν ύπάρξει κάποτε τέτοιες προΟποθέσεις. Et ναι, δμως, άντιλη- πτό δτι τέτοια λόγια δέν μπορούν παρά νά λέγονται μέ τήν άκρη τών χειλιών. Ά π ’ αυτή τήν άποψη έννοείται ή σημασία «έθνικό», άν καί έλάχιστα έμβαθυμένη, τών συντηρητικών καί άντιδραστικών ρευμάτων, σέ άντιπαραβολή μ’ αύ- τά τά δημοκρατικά· αύτά είναι μεγάλες «φωτιές άπό άχυρα» μεγάλης Εκτασης* έκεϊνες ήταν μικρής Εκτασης, άλλά καλά ριζωμένες καί Ισχυρές. Ά ν δέν έξεταστεϊ ή ιταλική κουλτούρα μέχρι τό 1900, σάν Ενα φαινόμενο γαλλικού Επαρχιωτισμού, πολύ λίγα πράγματα θά είναι κατανοητά. Είναι ά- ναγκαΙος, δμως, Ενας διαχωρισμός: μέσα στό θαυμαστό γιά τά πράγματα τής Γαλλίας, ύπάρχει άναμειγμένο Ενα έθνικό άντιλαϊκό συναίσθημα, δηλαδή, ζοϋμε |)1 άντικατοπτρισμούς καί ταυτόχρονα μισούμε. Αύτό παρατηρεΐται τουλάχιστον ά- νάμεσα στους διανοούμενους. Στό λαό, τά «φιλογαλλικά» συναισθήματα δέν είναι τέτοια, Εμφανίζονται σάν «κοινός νοΰς», σάν χαρακτηριστικά τού ϊδιου τού λαού, καί ό λαός είναι γαλλόφιλος ή γαλλόφοβος, σύμφωνα μέ τό άν Ερεθίζεται ή δχι άπό τΙς κυρίαρχες δυνάμεις, θά ήταν εδκολο νά κάνουμε νά πιστεύουν δτι ή Επανάσταση τού 1789, άφοΰ Εγινε στή Γαλλία, ήταν σάν νά Εγινε στήν ’Ιταλία, γιατί οί γαλλικές Ιδέες ήταν εδκολο νά χρησιμοποιηθούν γιά τήν καθοδήγηση τών μαζών' κι ήταν εδκολο νά χρησιμοποιήσουμε τόν άντι- δραστικό άντιγιακωβινισμό γιά νά έναντιωθούμε στή Γαλλία, δταν αύτό μάς έξυπηρετοΰσε·
Καλλιτεχνικοί έκφυλιομοΐ.
Ό Λουίτζι Βολπιτσέλι, στήν «Italia Letteraria» τής 1ης Γενάρη 1933 (άρθρο: «Τέχνη καί θρησκεία») σημείωση: «Εκείνος [δ λαός], θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε σέ παρένθεση, άγάπησε πάντα τήν τέχνη περισσότερο γιά ’κείνο, πού δέν είναι τέχνη, παρά γιά ’κείνο, πού είναι άπαραίτητο στήν τέχνη" κι ϊσως γ ι’ αύτό άκριβώς είναι τόσο δύσπιστος πρός τούς σημερινούς καλλιτέχνες, που θέλουν ή τέχνη νά
101
είναι ή καθαρή και μοναδική τέχνη, πού καταλήγουν νχ γίνονται αίνιγ|ΐατικοΙ και δύσκολοι στό διάβασμα, προφήτες λίγων μεμυημένων».
Παρατήρηση χωρίς δομή και βάση: Είναι βέβαιο δ- τι δ λαός έπιθυμεϊ —μια τέχνη «ιστορική» (έάν δέ θέλουμε ν’ άναμείξουμε τή λέξη «κοινωνική», δηλαδή θέλει μιά. τέχνη έκφρασμένη μέ «αντιληπτούς» πολιτιστικούς δρουςν δηλαδή παγκόσμιους ή «Αντικειμενικούς» ή «ιστορικούς» ή «κοινωνικούς», πού είναι τό ίδιο πράγμα. Δέ θέλει «καλλιτεχνικούς νεολαλισμούς», Ιδιαίτερα ¿ν τό «νεολαλικό» είναι καί άνόητο.
Μου φαίνεται δτι τό πρόβλημα πρέπει πάντα να τίθεται ξεκινώντας άπό τήν έρώτηση: «Γιατί γράφουν οί ποιητές; Γιατί ζωγραφίζουν οί ζωγράφοι;» κ.λ.π. ("Ας θυμη- θοϋμε τό άρθρο τοϋ Άντριάνο Τίλγκερ, στήν «Ιταλία πού γράφει»). Ό Κρότσε δίνει λίγο-πολύ μιάν άπάντηση: Γιά. νά θυμηθοΟ|ΐε τά δικά μας έργα, δεδομένου δτι, σύμφωνα, μέ τήν Κροτσιανή αίσθητική, τό έργο τέχνης είναι ήδη «τέλειο» άπ’ δταν βρίσκεται άκόμα μόνο στό μυαλό τοϋ καλλι- τέχνη. Αύτό θα μπορούσε νά γίνει σχεδόν άποδεκτό καί μέ μιάν δρισμένη έννοια. ’Αλλά μόνο σχεδόν καί μόνο μέ μιάν ορισμένη έννοια. Στήν πραγ|ΐατικότητα, ξαναπέφτουμε στό ζήτημα τής «φύσης τοΰ άνθρώπου» καί τοΰ «τΐ είναι άτομο;». "Αν δέν είναι δυνατό νά φανταστούμε τό άτομο έξο> άπό τήν κοινωνία, άν δέν μπορούμε έπίσης να φανταστοϋμε κανένα άτομο, πού νά μήν είναι ιστορικά καθορισμένο, είναι πεντακάθαρο δτι κάθε άτομο, άκόμα καί δ καλλιτέχνης, καί κάθε δραστηριότητά του, δέν μπορεΐ νά θεωρηθεί έξω άπό τήν κοινωνία, μιά καθορισμένη κοινωνία. Ό καλλιτέχνης, δμως, δέ γράφει ή δέν ζωγραφίζει κ.λ π., δηλαδή δέν «παρουσιάζει» τά προϊόντα τής φαντασίας του μονάχα «γιά νά τά θυμάται δ ίδιος», ώστε νά μπορεΐ νά ξαναζεί τή στιγμή, τής δημιουργίας, άλλά είναι καλλιτέχνης μονάχα στό βαθμό πού παρουσιάζει πρός τά έξω, άντικειμενοποιεί, ίστορικο- ποιεί τά προϊόντα τής φαντασίας του. Μά τέτοιο είναι κάθε άτομο — καλλιτέχνης μέ κάπως πλατύ καί κατανοητό τρόπο, λίγο - πολύ «ιστορικό» ή «κοινωνικό». Υπάρχουν 61 «νεο-
λαλιστές» ή «αυτοί πού μιλάνε στήν άργκό», δηλαδή αυτοί πού μόνο οΐ Γδιοι μπορούν νά ξαναζούν τήν άνάμνηση τής δημιουργικής στιγμής (καί πρόκειται συνήθως γιά μιά ψευδαίσθηση, γιά θύμηση ένός δνείρου ή μιας άσθενικής θέλησης) · άλλοι πού συμμετέχουν σέ άθέμιτες μυστικές συνελεύσεις, κάπως πλατιές (πού έχουν μιά συντεχνιακή άργκό) * καί, τελικά, ύπάρχουν έκεϊνοι πού είναι παγκόσμιοι, δηλαδή «έθνικολαϊκοί». Ή αίσθητική τού Κρότσε δχει γίνει αϊτία γιά πολλούς καλλιτεχνικούς έκφυλισμσύς, καί δέν είναι ά- ληθινό δτι αυτό συνέβαινε πάντα Ινάντια στίς προθέσεις καί στό πνεύμα τής Γδιας τής Κροτσιανής αισθητικής’ έγινε αιτία, πραγματικά, γιά πολλούς έκφυλισμούς, άλλά δχι γιά δλους καί ιδιαίτερα δχι γι’ αυτόν τό θεμίλιακό, τού καλλιτεχνικού, έκφραστικοΟ, άντιιστορικού «άτομικισμού» (ή άντικοι- νωνικού ή άντιεθνικολαϊκού).
Λόγιοι καί καλλιτεχνική «bohème».
Πρέπει νά σημειωθεί δτι στήν ’Ιταλία ή άντίληψη γιά τήν κουλτούρα είναι άποκλειστικά βιβλιακή: οί φιλολογικές έφημερίδες άσχολούνται μέ βιβλία ή μέ αύτούς πού γράφουν βιβλία. "Αρθρα άπό έντυπώσεις πάνω στήν κολλεκτιβίστικη ζωή, πάνω στούς τρόπους σκέψης, πάνω στά «σημεία ιών καιρών», πάνω στίς έπερχόμενες μετατροπές τών έθίμων κ,λ.π. δέν διαβάζονται ποτέ.
Διαφορά μεταξύ τής Ιταλικής λογοτεχνίας καί τών άλλων λογοτεχνών. Στήν ’Ιταλία λείπουν συγγραφείς άπομνη- μονευμάτων καί σπανίζουν ot βιογράφοι καί οί αύτοβιογρά- φοι. Αείπει τό ένδιαφέρον γιά τό ζωντανό άνθρωπο, γιά τή ζωή πού ζούμε. (Τά «Cose viste» τού Οδγκο Όϊέτι είναι ?τσι έκεΐνο τό μεγάλο άριστούργημα, πού γ ι’ αυτό έχει άρ- χίσει νά γίνεται λόγος άπό τότε πού δ Όϊέτι ήταν διευθυντής τής «Corriere della Sera», δηλαδή τού φιλολογικού δργανι- σμού πού πληρώνει καλύτερα τούς συγγραφείς καί χαρίζει μεγαλύτερη φήμη; ’Ακόμα καί στά «Cose viste» γίνεται ειδικά λόγος γιά συγγραφείς, σέ έκεΐνες, τουλάχιστον, τΙς έ-
103
φημερίδες πού διάβασα πρίν άπό χρόνια). Είναι Ινα άλλο σημείο τοΟ χάσματος μεταξύ των Ιταλών διανοουμένων καί τής έθνικολαϊκής πραγματικότητας.
Γιά τούς διανοούμενους, αύτή ή παρατήρηση τού Πρε- τσολίνι *, γραμμένη στα 1920: «Ό διανοούμενος, κατά τή γνώμη μας, Εχει τήν άπαίτηση νά είναι τό παράσιτο, θεωρεί τόν έαυτό του σάν τό πουλάκι, πού είναι καμωμένο για τό χρυσό κλουβί, πού πρέπει νά τό συντηρούν μέ ζυμάρι καί ζαχαρωτά άπό κεχρί. Ή ύποτίμηση για κάθε είδους δουλειά, οί θωπείες πού κάνουν πάντα στή ρομαντική Εμπνευση, μιά Εμπνευση άναμενόμενη έξ ουρανών, δπως ή Πυθία πε- ρίμενε τήν Επιφοίτηση, είναι ώς έπΐ τό πλεΐστο βρωμερά συμπτώματα Εσωτερικής σαθρότητας. Είναι άνάγκη νά καταλάβουν οί διανοούμενοι, δτι πέρασαν πιά τά δμορφα χρόνια γιά αυτά τά έλάχιστα Ενδιαφέροντα μασκαρέματα. Άπό τώρα καί γιά μερικά χρόνια, δέν θά έπιτρέπεται νά πάσχουν άπό τήν άσθένεια τής λογοτεχνίας ή νά παρα;ιένουν άχρηστοι».
01 διανοούμενοι νομίζουν δτι ή λογοτεχνία είναι άπό μόνη της «Επάγγελμα», Ινα Επάγγελμα, πού θά Επρεπε νά «Ισχύει» σάν τέτοιο άκόμα κι δταν δέν όπάρχει καθόλου παραγωγή καί πού θά Επρεπε νά δίνει δικαίωμα γιά νά δίνεται μιά σύνταξη. Άλλά, ποιός καθορίζει δτι δ Tizio είναι πραγματικά Ινας «λόγιος» καί δτι ή κοινωνία μπορεί νά τόν συντηρεί, περιμένοντας τό «άριστούργημα»; Ό λόγιος διεκδι- κεί τό δικαίωμα νά μένει σέ «άπραξία» (otium et non negotium) 21, νά ταξιδεύει, νά όνειροπολεί χωρίς φόβους οΐ- κονομικοΰ χαρακτήρα. Αυτός δ τρόπος σκέψης είναι δεμένος μέ τόν μετσενατισμό 22 τών Αυλών, άσχημα κατά τ’ άλλα Ερμηνευμένο, γιατί οί μεγάλοι λόγιοι τής Αναγέννησης, Εκτός άπό τού νά γράφουν, Εργαζόντουσαν κατά κάποιο τρόπο (άκόμα καί δ Άριόστο, Εξαιρετικός λόγιος, είχε πολιτικές και διοικητικές ύπευθυνότητες) : μιά εικόνα, δηλαδή, τού λόγιου τής Αναγέννησης ψεύτικη καί λαθεμένη. Σήμερα, ό λόγιος είναι καθηγητής ή δημοσιογράφος ή άπλός λό
* «ΜοΟ φαίνεται...», ge λ. 16.
104
γιος (μέ τήν έννοια δτι τείνει v i γίνει λόγιος, στήν περίπτωση πού εΓναι δημόσιος ύπάλληλος κλπ.). Μπορούμε vi πούμε δτι ή «λογοτεχνία» εΓναι μιά κοινωνική λειτουργία, άλλά δτι οί λόγιοι, έξεταζόμενοι ξεχωριστά, δέν εΓναι άναγ- καΐοι γιά τή λειτουργία, Εστω κι &ν αύτό φαίνεται παράδοξο. Άλλά εΓναι άληθινό μέ τήν Εννοια, δτι ένώ τά άλλα έ- παγγέλματα εΓναι συλλογικά καί ή κοινωνική λειτουργία μοιράζεται στόν καθ’ Iva ξεχωριστά, αύτό δέ συμβαίνει στή λογοτεχνία.
Τό ζήτημα εΓναι ή έκμάθηση : άλλά μπορούμε v i μιλάμε γιά καλλιτεχνικολσγοτεχνική έκμάθηση ; Ή διανοητική λειτουργία δέν μπορεΐ v i άποκοπεΐ άπό τή γενική παραγωγική έργασία οΰτε γιά τούς καλλιτέχνες, παρά μονάχα δταν αύτοί οί Ιδιοι ϊχουν άποδείξει δτι εΓναι άποτελεσματικά παραγωγικοί σέ «καλλιτεχνικό έπίπεδο». Οδτε αύτό θά βλάψει τήν «τέχνη», άντίθετα μπορεΐ v i τήν ώφελήσει: θά βλάψει μονάχα τήν καλλιτεχνική bohème καί αυτό δέν θά εΓναι άσχημο, κάθε άλλο.
Σνγχατά9εοη τον έθνους η τών «έκλεκτών πνευμάτων».
Τί πρέπει νά ένδιαφέρει περισσότερο έναν καλλιτέχνη, ή συγκατάθεση τοϋ «έθνους» στό έργο του ή έκείνη τών «έ- κλεκτών πνευμάτων»; ’Αλλά μπορεΐ νά ύπάρξει διαχωρισμός τών «έκλεκτών πνευμάτων» άπό τό «Ιθνος»; Τό γιατί μπήκε τό ζήτημα καί συνεχίζει νά μπαίνει μέ αύτούς τούς δρους, δείχνει άπό |ΐόνο του μιάν Ιστορικά καθορισ|ΐένη κατάσταση τοϋ χάσματος μεταξύ τών διανοουμένων καί τοΰ έθνους·
Άπό ποιόν δμως θεωρούνται «έκλεκτά» τά «πνεύματα»; Κάθε συγγραφέας ή καλλιτέχνης έχει τά δικά του «έκλεκτά πνεύματα», δηλαδή ξέρει δτι οί διανοούμενοι έχουν πραγματικά διασπαστεϊ σέ έταιρεΐες καί αιρέσεις «έκλεκτών πνευμάτων», διάσπαση, πού έξαρτάται άκριβώς άπό τή μή συμμετοχή στό έθνος - λαό, άπό τό γεγονός δτι τό συναισθηματικό «περιεχόμενο» τής τέχνης, ό καλλιτεχνικός κόσμος είναι Αποκομμένος άπό τά βαθιά ρεύματα τής έθνικολαϊκής ζωής
105
[που αυτή ή ίδια παραμένει διασπασ<ιένη καί χωρίς ?κ- φραση].
Κάθε κίνημα διανόησης γίνεται ή ξαναγίνεται έθνικό, άν ίχει διαπιστωθεί Ινα «πλησίασμα πρός τό λαό», άν έχουμε ήδη μιά φάση «Μεταρρύθμισης» καί δχι |ΐόνο μιά φάση «’Αναγέννησης», καί άν οί «φάσεις» «Μεταρρύθμιση» — «’Αναγέννηση» άκολουθοΰν όργανικά ή μία τήν άλλη καί δέν συμπίπτουν μέ ξεχωριστές ιστορικές φάσεις (δπως στήν ’Ι ταλία, στήν όποια, άνάμεσα στό δημοτικό κίνημα [μεταρρύθμιση] καί έκεΐνο τής ’Αναγέννησης, ύπήρξε Ινα Ιστορικό χάσμα, δσον άφορά τή λαϊκή συμμετοχή στή δημόσια ζωή).
’Ακόμα κι άν θα Ιπρεπε ν’ άρχίσουμε μέ τό γράψιμο «μυθιστορημάτων σέ συνέχειες» καί μελοδραματικών στίχων, χωρίς μιά περίοδο πλησιάσματος πρός τό λαό, δέν ύπάρχει «’Αναγέννηση» καί δέν ύπάρχει έθνική λογοτεχνία.
Λαϊκότητα τής Ιταλικής λογοτεχνίας.
Ό Έρκολε Ρέτζιο * γράφει: «Ή μικρή έπιτυχία, πού· συναντούν άνάμεσά μας άκόμα καί περίφημα Ιταλικά βιβλία, σέ σχέση μέ έκείνη πολλών ξένων βιβλίων, θα Ιπρεπε νά. μάς πείσει δτι οί αιτίες τής περιορισμένης δημοτικότητας τής δικιάς μας λογοτεχνίας στήν Εύρώπη, είναι πιθανά ο[ ίδιες πού τήν κάνουν λίγης δημοτικότητας σέ μάς· καί δτι γ ι’ αύ- τό, συμπεριλαμβανομένων δλων τών παραπάνω, δέν θά πρέπει οδτε κάν νά ζητήσουμε άπδ τους άλλους έκεΐνο πού έμεΐς, πρώτοι, δέν προσέχουμε στδ σπίτι μας. Κατά τά λεγόμενα άκόμα καί ίταλιζόντων, ξένων συμπαθούντων, ή λογοτεχνία μας δέν Ιχει κύρια τήν άναγκαία καί μέτρια ποιότητα, τής λείπει αύτδ τδ στοιχείο πού άπευΜνεται στδ μ έ σ ο ά ν θ ρ ω π ο , στδν άνθρωπο τών ο ι κ ο ν ο μ ο λ ό γ ω ν (;!) καί πού είναι σέ άναλσγία μέ τά προνόμιά της.
* «Nuova Antologia», 1η ’Οκτώβρη 1930: «Γιατί ή ιταλική, λογοτεχνία δέν είναι διαδεδομένη ατούς λαούς τής Εύρώπηζ».
106
μιά καί αύχά άποτελούν τήν πρωτοτυπία της, σάν άρετή της. Δέν άγγίζει (ή λογοτεχνία) οδτε ποτέ θά μπορέσει ν’ Αγγίξει τή δημοτικότητα τών άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών λογοτεχνιών».
Ό Ρέτζιο ύπαινίσσεται τό γεγονός δτι οΐ εικαστικές Ιταλικές τέχνες (ξεχνάει τή μουσική) είναι — Απεναντίας— δημοφιλείς στήν Εύρώπη, καί διερωτάται: ύπάρχει, άραγε, μιά άβυσσος Ανάμεσα στή λογοτεχνία καί στίς άλλες τέχνες στήν ’Ιταλία, άβυσσος πού δέν είναι δυνατό να έρμηνευτεϊ, ή, τό γεγονός πρέπει νά έξηγηθεΐ μέ δευτερεύουσες αιτίες, έξωκαλλιτεχνικές, δηλαδή, Ινώ οί εικαστικές τέχνες (καί ή μουσική) μιλάνε μιάν ευρωπαϊκή καί παγκόσμια «γλώσσα», ή λογοτεχνία περιορίζεται στά σύνορα τής έθνικής γλώσσας.
Δέ μού φαίνεται δτι ή Αντίρρηση ϊχει βάση: 1) ’Επειδή ύπήρξε μιά Ιστορική περίοδος, κατά τήν δποία Ακόμα καί ή ιταλική λογοτεχνία ήταν δημοφιλής στήν Εύρώπη (’Αναγέννηση) έκτός Από τΙς εικαστικές τέχνες, κι Ακόμα μαζί μ’ αύτές: δηλαδή, τό σύνολο τής Ιταλικής κουλτούρας ήταν δημοφιλές. 2) Επειδή στήν ’Ιταλία, έκτός Από τή λογοτεχνία, δέν είναι δημοφιλείς οδτε καί οί εικαστικές τέχνες (Αντίθετα, δμως, είναι δημοφιλείς ό Βέρντι, ό Πουτσίνι, ό Μα- σκΑνι, κλπ.) 3) ’Επειδή ή δημοτικότητα τών ιταλικών εικαστικών τεχνών στήν Εύρώπη είναι σχετική: περιορίζεται στούς διανοούμενους καί σέ μερικές άλλες ζώνες τού εύρω- παϊκού πληθυσμού, είναι δημοφιλής δχι σάν τέχνη, άλλά γιατί είναι δεμένη μέ Αναμνήσεις κλασσικές καί ρομαντικές* 4) ’Αντίθετα, ή ιταλική μουσική είναι δημοφιλής τόσο στήν Εύρώπη, δσο καί στήν Ιταλία.
Τό άρθρο τού Ρέτζιο, συνεχίζεται στά κανάλια τής καθιερωμένης ρητορικής, μολονότι έδώ κι έκεΐ περιλαμβάνει διορατικές παρατηρήσεις.
Ή ευχαρίστηση άπό τό μελόδραμα.
Πώς νά καταπολεμηθεί στόν ιταλικό λαό ή εύχαρίστη-
107
«η άπό τό μελόδραμα, δταν πλησιάζει στή λογοτεχνία, άλλά Ιδιαίτερα στήν ποίηση; Αύτός πιστεύει δτι ή ποίηση χαρακτηρίζεται άπό όρισμένα έξωτερικά γνωρίσματα, πού άνά- μεσά τους κυριαρχεί ή όμο'.οκαταληξία καί ή έναλλαγή τών -προσωδιακών μέτρων, άλλά δτι Ιδιαίτερα χαρακτηρίζεται άπό τή στομφώδη μεγαλοπρέπεια, τή ρητορική, καί τό |ΐελο- δραματικό συναισθηματισμό, δηλαδή άπό τή θεατρική Ικφρα- ση, συνδεδεμένη μ’ Ινα μπαρόκ λεξιλόγιο.
Μιά άπό τΙς αίτιες αύτής τής εύχαρίστησης πρέπει νά άναζητηθεϊ στό γεγονός δτι αύτή σχηματίστηκε δχι μέ τό διάβασμα καί μέ τήν έσωτερική, βαθιά μελέτη τής ποίησης ■καί τής τέχνης, άλλά μέ τις συλλογικές έκδηλώσεις, ρητορικές καί θεατρικές· Καί μέ τόν δρο «ρητορικές» δέν άναφε- ρόμαστε άναγκαΐα σέ άξιομνημόνευτες λαϊκές συγκεντρώσεις, άλλά σέ μιάν όλόκληρη σειρά άπό έκδηλώσεις στίς πόλεις καί στά χωριά. Στήν έπαρχία, γιά παράδειγμα συνηθίζεται πολύ δ έπικήδειος λόγος καί έκεΐνος τοϋ είρηνοδικείσυ •καί τοϋ δικαστηρίου (άλλά καί τών συμβιβασμών) : αύτές οί έκδηλώσεις Ιχουν δλες Ινα κοινό άπό «φανατικούς» λαϊκοϋ χαρακτήρα καί Ινα κοινό συγκροτημένο (δσον άφορά τά δι- ■καστήρια) άπ’ αύτούς που περιμένουν τή δική τους σειρά, μάρτυρες κλπ. Σέ όρισμένες Ιδρες είρηνοδικείων, ή αίθου- σα είναι πάντα γεμάτη άπ’ αυτά τά στοιχεία, πού έντυπώ- νουν στή μνήμη τους τΙς λογοκοπεϊες καί τΙς στομφώδεις λέξεις, τΙς κάνουν δικές τους καί τΙς θυμούνται. "Ετσι, στίς κηδείες τών προκρίτων συναθροίζεται μεγάλο πλήθος, συχνά μόνο καί μόνο γιά ν’ άκούσει τΙς όμιλίες. Οί διαλέξεις στίς ■πόλεις Ιχουν τήν ίδια λειτουργία δπως καί στά δικαστήρια κ.λ.π. Τό λαϊκό θέατρο μέ τά θεάματα, τά λεγάμενα τής άρένας, (σήμερα, ίσως 6 όμιλών κινηματογράφος, άλλά καί οί ύπότιτλοι τοΰ παλιού βωβοΰ κινηματογράφου, συνθεμένες σέ στυλ ¡ιελοδράματος) είναι έξαιρετικά μεγάλης σημασίας γιά τή δημιουργία αύτής τής εύχαρίστησης καί τής άνάλο- γης «γλώσσας». Αύτή ή ευχαρίστηση καταπολεμιέται μέ δύο — κύρια— τρόπους: μέ τή σκληρή κριτική σ’ αύτό καί μέ τή διάδοση βιβλίων ποίησης, γραμμένων ή μεταφρασμένων δχι σέ γλώσσα «αύλική», βιβλία, δπου τά συναισθήματα δέν
108
θά έκφράζονται ρητορικά ή μελοδραματικά. (Συγκρίνατε τήν ’Ανθολογία, άνθολογημένη άπό τόν Σκιάβι· τά ποιήματα τοΟ Γκόρι. Πιθανή μετάφραση τοϋ Μ. Μαρτινέ καί άλλων συγγραφέων, πού σήμερα είναι περισσότεροι άπ’ 8,τι στό παρελθόν: (Μεταφράσεις λιτές, σάν έκεΐνες τοΟ Τολιάττι *, γιά τόν Ούίτμαν καί τόν Μαρτινέ).
Τό μελόδραμα.
Έ χω δείξει σέ μιάν άλλη σημείωση πώς στήν Ι ταλία ή μουσική σ’ iva όρισμένο βαθμό άντικατέστησε στή λαϊκή κουλτούρα έκείνη τήν καλλιτεχνική Εκφραση, που σέ άλλες χώρες δόθηκε άπό τό λαϊκό μυθιστόρημα καί πώς οί διάνοιες τής μουσικής εΓχαν κατακτήσει έκείνη τή δημοτικότητα, πού άντίθετα έλειψε άπό τούς λόγιους.
Πρέπει νά έρευνηθεΐ: 1) "Αν ή άνθιση τής δπερας συμπίπτει σέ δλες τις φάσεις τής άνάπτυξής της (δηλαδή, δχι σάν άτομική έκφραση μεμονωμένων μεγαλοφυών καλλιτεχνών, άλλά σάν γεγονός, σάν έκδήλωση ίστορικοπολιτιστι- κή) μέ τήν άνθιση τής λαϊκής έποποιίας άντιπροσωπευμέ- νης άπό τό μυθιστόρημα. Μοϋ φαίνεται πώς συμπίπτει: Τό μυθιστόρημα καί τό μελόδραμα έχουν τήν άρχή τους στό 1700 καί άνθίζουν στά πρώτα 50 χρόνια τοϋ 19ου αιώνα, δηλαδή συμπίπτουν μέ τήν έκδήλωση καί τήν έξάπλωση τών έθνικολαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων σ’ δλην τήν Εύρώπη. 2) "Αν συμπίπτει ή έξάπλωση τοΟ λαϊκοΟ άγγλογαλλικοΟ μυθιστορήματος μ’ έκείνην τοΟ ίταλικοϋ μελοδράματος.
Γιατί ή καλλιτεχνική ιταλική «δημοκρατία» εΓχε κατακτήσει μιά μουσική καί δχι «φιλολογική» έκφραση; Τό δτι ή «γλώσσα» δέν ήταν έθνική, άλλά κοσμοπολίτικη, δπως εΓναι ή μουσική, μπορεΐ νά συνδεθεί μέ τήν άνεπάρκεια τοϋ έθνικολαΐκοΟ χαρακτήρα τών Ιταλών διανοουμένων; Τήν Γ- δια στιγμή πού σέ κάθε χώρα συμβαίνει μιά στενή προσκόλληση σ’ δτι εΓναι έθνικό τών Ιθαγενών διανοουμένων, κι αύτό
* L’ Ordine Nuovo» τοΟ 1919-1930 (Σημ. ί . ί π . ) .
1 0 »
τό φαινόμενο διαπιστώνεται καί στήν ’Ιταλία, άν καί σέ μιαρότερη κλίμακα (άκόμα καί τό Ιταλικό ’700, Ιδιαίτερα κατά τό δεύτερο ήμισύ του, είναι περισσότερο «έθνικό», παρά -κοσμοπολίτικο), οί Ιταλοί διανοούμενοι συνεχίζουν νά λειτουργούν στήν Ευρώπη μέσα άπό τή μουσική. Μπορεϊ, ίσως, νά παρατηρηθεί δτι ή ύπόθεση τών λιμπρέττων δεν είναι ποτέ «έθνική», \ια ευρωπαϊκή, μέ δύο Εννοιες' ή έπειδή «ή πλοκή» τού δράματος Εξελίσσεται σέ δλες τΙς χώρε; τής Ευρώπης καί περισσότερο σπάνια στήν ’Ιταλία, πού Εχει προ- έλθει άπό λαϊκούς θρύλους ή άπό λαϊκά μυθιστορήματα, ή, έπειδή τά συναισθήματα καί τά πάθη του θεατρικού Εργου Αντανακλούν τήν Ιδιαίτερη ευρωπαϊκή, ρομαντική ευαισθησία τού 18ου αΙώνα, δηλαδή, μιάν ευρωπαϊκή εύαισθησία, πού ένώ δέν συμπίπτει μέ σπουδαία στοιχεία τής λαϊκής εύ- αισθησίας δλων τών χωρών, άπό τήν δποία, κατά τά άλλα είχε άντλήσει τό ρομαντικό ρεύμα- ("Ας συνδεθεί αύτό τό -γεγονός μέ τή δημοτικότητα τού Σαίξπηρ καί τών Ελλήνων τραγωδών, πού τά πρόσωπα τών Εργων τους, παρασυρμένα άπό στοιχειώδη πάθη, ζήλεια, πατρική άγάπη, βεντέττα κλπ,. είναι βασικά λαϊκά σέ κάθε χώρα. IV αύτό, μπορούμε νά •πούμε δτι ή σχέση Ιταλικό μελόδραμα - άγγλογαλλική λαϊκή λογοτεχνία δέν είναι κριτικά δυσμενής, δσον άφορά τό μελόδραμα, έπειδή ή σχέση είναι ίστορικολαϊκή καί δχι καλ- ■λιτεχνικοκριτική. Ό Βέρντι δέν μπορεϊ νά συγκριθεΐ, γιά νά τό πούμε Ετσι, |ΐέ τόν Εύγένιο Σούε σάν καλλιτέχνης, άν καί πρέπει νά πούμε δτι ή άναγνώριση τού Βέρντι άπό τό λαό μπορεϊ (ίονάχα νά συγκριθεΐ μ’ έκείνη τού Σούε, άν καί γιά τούς άριστοκράτες όπαδούς τής αίσθητικής (τους βαγκνερικους) δσον άφορά τή μουσική, δ Βέρντι κατέχει τήν ίδια θέση στήν Ιστορία τής μουσικής, δπως αύτή τού Σούε στήν Ιστορία τής λογοτεχνίας. Ή λαϊκή λογοτεχνία, μέ μιά ύποτιμητική Εννοια (τύπου Σούε κι δλης τής άκολου- θίας του), είναι Ενας έμπορικσπολιτικός έκφυλισμός τής έθνι- κολαϊκής λογοτεχνίας, πού ύπόδειγμά της είναι άκριβώς οί Ελληνες τραγωδοί καί δ Σαίξπηρ.
Αύτή ή άποψη πάνω στό μελόδραμα μπορεϊ νά είναι ά-
110
κόμα Ενα κριτήριο γιά v i κατανοηθεϊ ή λαϊκότητα τοϋ Με- ταστάζιο23, πού ήταν Ιδιαίτερα συγγραφέας λιμπρέττων.
TÒ 1500.
Ό τρόπος μέ τόν δποϊο κρίθηκε ή λογοτεχνία τοΟ 1500, σύμφωνα μέ καθορισμένους στερεότυπους κανόνες, Ιδωσε ά- φορμή στήν ’Ιταλία γιά περίεργες κρίσεις καί σέ περιορισμούς τής κριτικής δραστηριότητας, πού είναι σημαντικοί για να κρίνουμε τόν άφηρημένο χαρακτήρα τής έθνικολαϊκής πραγματικότητας τών διανοουμένων μας. Κάτι μεταβάλλεται σιγά-σιγά, μά τό παλιό άντιδρά. Τό 1928, 6 Έμίλιο Λο- βαρίνι τύπωσε μιά κωμωδία σέ πέντε πράξεις, «Ή Βενεξιάνα, κωμωδία άγνωστου τοΟ 15ου αίώνα» *, πού άναγνω- ρίστηκε σίν Sva πολύ ώραΐο 2ργο τέχνης**.
Ίρέντο Σανέζι (συγγραφέας τοΟ τόμου «Ή κωμωδία», στή συλλογή τών «Λογοτεχνικών σειρών» τοΟ Βαλλάρντι) σ’ Sva άρθρο «Ή Βενεξιάνα» στή «Nuova Antologia» τής 1ης Όχτωβρη 1929, τοποθετεί μ’ αύτόν τόν τρόπο έκεΐνο, πού γι’ αυτόν είναι τό κριτικό πρόβλημα πού βάζει ή κωμωδία: 6 άγνωστος συγγραφέας τής «Βενεξιάνα» είναι Ενας καθυστερημένος, Ενας άντιδραστικός, Ενας συντηρητικός, γιατί παρουσιάζει τήν κωμωδία, τή γεννημένη άπό τή μεσαιωνική διηγηματογραφία, τή ρεαλιστική κωμωδία, τήν ζωντανή (άν καί γραμμένη στά λατινικά), πού άντλεΐ τά θέματά της άπό τήν πραγματικότητα τής καθημερινής ζωής τών άστών ή τών κατοίκων τής πόλης, πού οί χαρακτήρες τους άναπαράγονται μέσα σ’ αυτή τήν Εδια τήν πραγματικότητα, οί ένέργειές τους είναι άπλές, ξεκάθαρες, ευθύγραμμες, καί, τό μεγαλύτερο ένδιαφέρον τους άνάγεται άκριβώς στή νηφαλιότητά τους καί στή λαμπρότητά τους. Ένώ — σύμφωνα μέ τόν Σανέζι— οί συγγραφείς τοϋ λόγιου καί κλασσι-
* Τζανιχέλλι, 1928, No 1 τί|ς «Νέας έπιλογής φιλολογικών περίεργων, ¿νέκΒοτων ή πολό σπάνιων».
** Ηπεν. Κρότσε, στήν «Κριτική» τοΟ 1930.
111
κίζοντος θεάτρου, πού ξανάφερναν στή σκηνή τούς παμπάλαιους τύπους καί θέματα, προσφιλή στόν ΠλαΟτο καί στόν Τερέντιο, είναι έπαναστάτες· Κατά τή γνώμη τοϋ Σανέζι, οί συγγραφείς τής νέας Ιστορικής τάξης είναι Αντιδραστικοί, ένώ είναι έπαναστάτες οί αύλικοΐ συγγραφείς: καταπληκτικό! Είναι ένδιαφέρον αύτό πού συνέβη μέ τή «Βενεξιάνα», λίγο Αργότερα Από αύτό πού είχε συμβεϊ μέ τΙς κωμωδίες τοϋ Ρουτσάντε, μεταφρασμένες σέ άρχαίζοντα γαλλικά Από τή διάλεκτο τής Πάντοβας τοϋ 1500, Από τόν ’Αλφρέν Μορ- τιέ. Ό Ρουτσάντε είχε ΑναδειχθεΙ Από τόν Μωρις Σάντ, γιό τής Γεωργίας Σάντ, πού τόν άνακήρυξε Ανώτερο, δχι. μονάχα Από τόν Άριόστο (στήν κωμωδία) καί τόν Μπιμπιέ- να, Αλλά κι Από τόν ίδιο τόν Μακιαβέλλι, προάγγελο τοϋ Μολιέρου καί τοϋ σύγχρονου γαλλικοϋ νατουραλισμοϋ. Ά ν καί για τήν «Βενεξιάνα» ό ’Αντόλφο Όρβιέτο* Εγραψε δτι αυτή Iμοιάζε σαν «τό προϊόν μιας δραματικής φαντασίας τών καιρών μας» καί ύπαινισσόταν τόν Μπέκ. Είναι ένδιαφέρον νά σημειωθεί αύτό τό διπλό ρεϋμα τοϋ 1500: ’Από τή μιά, πραγματικά έθνικολαϊκό (σέ διάλεκτο, Αλλά καί στά λατινικά) , δεμένο μέ τήν προηγούμενη διηγηματογραφία, Εκφραση τής Αστικής τάξης' καί Από τήν άλλη, αύλικό, μή έθνι- κό, πού δμως έπευφημήΟι^κε Από τούς ρήτορες.
Γκολντόνι.
Γιατί ό Γκολντόνι είναι δημοφιλής Ακόμα καί σήμερα; Ό Γκολντόνι είναι σχεδόν «μοναδικός» στήν λογοτεχνική Ιταλική παράδοση: ή ιδεολογική του τοποθέτηση: δημοκρατικός, πρίν άκόμα διαβάσει τόν Ρουσσώ καί πρίν Από τή γαλλική έπανάσταση. Λαϊκό περιεχόμενο τών κωμωδιών του: λαϊκή γλώσσα στήν Εκφρασή του, δριμεία κριτική τής διεφθαρμένης καί σάπιας άριστοκρατίας.
Διαμάχη Γκολντόνι - Κάρλο Γκότσι. Ό Γκότσι Αντιδραστικός. 01 «μύθοι» του, γραμμένοι γιά ν’ Αποδείξει δτι ό
* «Η βιζο«»», 30 Σεπτέμβρη 1928.
112
λαός στέκεται έπίκουρος στις προσβλητικότερες ιδιοτροπίες, πού — Αντίθετα— έχουν έπιτυχία: Στήν πραγματικότητα, Ακόμα καί οΐ «μύθοι», Εχουν Ινα λαϊκό περιεχόμενο, είναι μιά δψη τής λαϊκής καί λασγραφικής κουλτούρας, στήν δ- ποία τό θαυμαστό καί τό Απίθανο (παρουσιασμένο σαν τέτοιο μέ μυθικό τρόπο) είναι Απαραίτητο κομμάτι. (’Επιτυχία των «Χιλίων καί μι&ς νύχτας», Ακό|ΐα καί σήμερα, κ.λ.π.).
Ό Οίγκο Φόσκολο 24 καί ή ρητορική.
Οί «Τάφοι» πρέπει νά θεωρούνται σάν ή μεγαλύτερη «πηγή» τής ρητορικής πολιτιστικής παράδοσης, πού βλέπει στά μνημεία Ινα κίνητρο γιά νά έξαρθεϊ ή έθνική δόξα. Τό «έθνος» δεν είναι δ λαός ή τό παρελθόν πού συνεχίζει στό «λαό», Αλλά Αντίθετα τό σύνολο τών ύλικών πραγμάτων που θυμίζουν τό παρελθόν" περίεργη παραμόρφωση, πού μποροϋσε νά έξηγηθεϊ στίς Αρχές του 1800, παραμονές πού οί Αποκοιμισμένες ένέργειες θά ξυπνοΟσαν καί ή νεολαία θα ένθου- σιαζόταν, πού είναι δμως Ακριβώς «παραμόρφωση», γιατί ί- γινε κίνητρο καθαρά διακοσμητικό, έξωτερικό, ρητορικό.
Ή έμπνευση τών «Τάφων» δέν είναι στό Φόσκολο δμοια μ’ έκείνη τή λεγόμενη έπιτύμβια ποίηση: είναι μιά «πολιτική» έμπνευση, δπως δ ίδιος γράφει στό γράμμα πρός τόν Γκουιγιόν.
Οί "ταπεινοί».
Αύτή ή έκφραση, «οί ταπεινοί», είναι χαρακτηριστική, γιά νά καταλάβουμε τήν παραδοσιακή τοποθέτηση τών Ιταλών διανοουμένων πρός τό λαό, δπότε καί τή σημασία τής «λογοτεχνίας» γιά τούς «ταπεινούς». Δέν πρόκειται για τή σχέση, πού περιέχεται στήν έκφραση τοΟ Ντοστογιέφσκι «Ταπεινοί καί καταφρονεμένοι». Στόν Ντοστογιέφσκι κυριαρχεί τό έθνικολαϊκό συναίσθημα, δηλαδή, ή συνείδηση μιδς Αποστολής τών διανοουμένων πρός τό λαό, πού πιθανά είναι «Αν
1138
τικειμενικά» συγκροτημένος Από «ταπεινούς», Αλλά. δέν πρέπει νά. Απελευθερωθεί άπ’ αύτή τήν «ταπεινότητα», μετασχηματιζόμενος, Αναμορφωμένος. Στόν ’Ιταλό διανοούμενο, ή έκφραση «ταπεινοί» δείχνει μιά σχέση πατρικής καί θεϊκής προστασίας, τό «δυνατό» συναίσθημα μιας Ιδιαίτερης, χωρίς συζήτηση, Ανωτερότητας, ΑνΑλογης μέ τή σχέση Ανάμεσα σέ δυό φυλές, μ'.ά που θεωρείται σάν Ανώτερη καί άλλη σαν κατώτερη, σάν τή σχέση Ανάμεσα στόν ένήλικο καί τό μωρό στην παλιά παιδαγωγική, ή, Ακόμα χειρότερα, σάν μιά σχέση σαν έκείνη «τών προστατευτικών κοινωνιών τών ζώων» ή σαν τόν Αγγλοσαξωνικό στρατό ύγείας πρός τούς κανίβαλ- λους τής Παπουαζίας.
Ό Μαντσόνι 25 καί οί «ταπεινοί».
«Δημοκρατική» τοποθέτηση τού Μαντσόνι για τούς «ταπεινούς» (στούς «Άρραβωνιασμένους»), έπειδή είναι «χριστιανικής» καταγωγής κι έπειδή πρέπει νά συνδεθεί μέ τά ένδιαφέροντα τής Ιστοριογραφίας πού ό Μαντσόνι Απόκτησε Από τόν Τιερύ καί Από τΙς θεωρίες του πάνω στή διαφορά Ανά|ΐεσα στίς φυλές (στίς κατακτητικές καί στίς καταχτημένες) , πού έξελίχθηκε σέ ταξική Αντίθεση *. Σ’ αυτό τό σημείο τής σχέσης Ανάμεσα σιήν τοποθέτηση τοϋ Μαντσόνι καί στίς θεωρίες τοϋ Τιερύ, πρέπει νά δοϋμε τό βιβλίο τοϋ Τζόττολι, «Ταπεινοί καί Ισχυροί στήν ποίηση τού Μαντσόνι». Αύτές οί θεωρίες τοϋ Τιερύ, πάνω στό Μαντσόνι, περιπλέκονται, ή, τουλάχιστον, έχουν νέες δψεις στή συζήτηση πάνω στό «Ιστορικό μυθιστόρημα», στό βαθμό πού αυτό Αντιπροσωπεύει πρόσωπα τών κατώτερων τάξεων, πού δέν 2-
* Αύτές οί θεωρίες τοϋ Τιερύ πρέπει νΑ έξεταστοΟν έπεώή είναι δεμένες μέ τήν ρομαντισμό καί μέ τό Ιστορικό ένΟιαφέρον του γιΑ τόν μεσαίων* καί γιά τήν καταγωγή τών σύγχρονων ίβνών, ίηλα ίή , τΙς σχέσεις Ανάμεσα στίς είσβέλλουσες γερμανικές φυλές καί στίς νε- ολατινικές φυλές, πού δέχτηκαν τήν εισβολή, κ .λ .π.
114
χουν «ιστορία», δηλαδή, ή ιστορία τους δέν άφήνει Γχνη στά ιστορικά ντοκουμέντα τοϋ παρελθόντος.
Ό «άριστοκρατικός» χαρακτήρας τοϋ Καθολικισμού τοΟ Μαντσόνι φαίνεται άπό τήν εύτράπελη «συμπάθεια» γιά τΙς φιγσΰρες τών άνθρώπων τοϋ λαοΰ (αύτό πού δέν φαίνεται στόν Τολστόι) : δπως 6 μοναχός Γκαλντίνο (σέ σύγκριση μέ τόν μοναχό Χριστόφορο), 6 ράφτης, 6 Ρέντσο, ή ’Αννιέζε, ή Περπέτουα, ή Εδια ή Λουτσία, κλπ.
Στό βιβλίο τού Τζόττολι, άς παραβάλουμε: Φίλιππο Κρισπόλτι, «Νέες έρευνες πάνω στό Μαντσόνι», στόν «ΙΙήγατ σο», τόν Αύγουστο τοϋ 1931. Αύτό τό άρθρο τού Κρισπόλτι είναι πραγματικά ένδιαφέρον, γιά νά γίνει κατανοητή ή τοποθέτηση τού ίησουίτικου χριστιανισμού πρός τούς «ταπεινούς»·
Άλλά στήν πραγματικότητα, μού φαίνεται δτι 6 Κρι- σπόλτι είχε δίκιο στήν έναντίωσή του πρός τόν Τζόττολι, παρ’ ολο πού δ Κρισπόλτι σκέφτεται «Ιησουίτικα». Ό Κρισπόλτι λέει γιά τόν Μαντσόνι: «Ό λ α ό ς Ιχει, κατά τή γνώμη του, δλη τήν καρδιά του, άλλά αύτός δέ σκύβει γιά νά τόν κολακέψει' άντίθετα, τόν βλέπει μέ τό ίδιο αύστηρό μάτι, μέ τό όποιο βλέπει τ ο ύ ς π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο υ ς άπό ’κείνους πού δέν είναι λαός».
Άλλά, δέν πρόκειται γιά τό δτι 6 Μαντσόνι ήθελε νά «κολακέψει τό λαό»· πρόκειται γιά τήν ψυχολογική του στάση πρός τόν κάθε χαρακτήρα πού είναι «άνθρωπος τοϋ λαού»: αύτή ή στάση είναι ξεκάθαρα ταξική, άν καί στή θρησκευτική καθολική της μορφή* οΐ άνθρωποι τού λαοΰ, γιά τόν Μαντσόνι, δέν Ιχουν «έσωτερική ζωή», δέν Εχουν ήθική, προ- σωπικότητα μέ βάθος* αύτοί είναι «ζώα» καί 6 Μαντσόνι είναι «εύμενής» πρός αυτούς, άκριβώς μέ τήν εύμένεια μιας Καθολικής κοινωνίας που προστατεύει τά ζώα.
Μέ μιάν όρισμένη Εννοια, 6 Μαντσόνι, θυμίζει τό έπί- γραμμα γιά τόν Πώλ Μπουρζέ, πού γι’ αύτόν είναι άπα- ραίτητο νά Εχει μιά γυναίκα 100.000 φράγκα εισόδημα, γιά νά Εχει ψυχικό κόσμο. Ά π ’ αύτή τήν άποψη, 6 Μαντσόνι «καί 6 Μπουρζέ» είναι καθολικοί ώς τό κόκαλο: τίποτα σ’ αύτούς δέν ύπάρχει άπό τό λαϊκό πνεύμα τοϋ Τολστόι, 5η-
115
λαδή άπό τό ευαγγελικό πνεύμα του πρωτόγονου χριστιανισμοί). Ή στάση τοϋ Μαντσόνι πρός τούς άνθρώπους τοΰ λαοϋΤ είναι σάν τή στάση τής Καθολικής Εκκλησίας πρός τό λα6 : στάση συγκαταβατικής εύμένειας, δχι άντάξια τής Ανθρώπινης ταυτότητας. Ό Γδιος δ Κρισπόλτι, στή φράση πού προα- ναφέρθηκε, χωρίς νά τό καταλάβει, έξομολογείται αύτή τή «μεροληψία» (ή τήν τάση ύποστήριξης) τοΰ Μαντσόνι: δ Μαντσόνι βλέπει μέ «αύστηρό μάτι» δ λ ό κ λ η ρ ο τδ λαό, ένώ βλέπει μέ α ύ σ τ η ρ δ μ ά τ ι «τούς περισσότερους άπδ ’κείνους πού δέν είναι λαός»: αύτός Ανακαλύπτει «μεγαλοψυχία», «ύψηλές σκέψεις», «μεγάλα συναισθήματα» μόνο σέ μερικούς τής Ανώτερης τάξης, σέ κανέναν άπδ τδ λαό, πού είναι στήν δλότητά του, ώς τδ ϊσχατο σημείο, κτηνώδης.
Τδ δτι δέν Ιχει μεγάλη σημασία τδ γεγονδς δτι οί «ταπεινοί» κατέχουν μιά πρωταρχική θέση στό μυθιστόρημα τοϋ Μαντσόνι, είναι σωστό, δπως λέει δ Κρισπόλτι. Ό Μαντσόνι τοποθετεί τδν «λαδ» στδ μυθιστόρημά του, δχι μονάχα σάν πρωταγωνιστές (Ρέντσο, Λουτσία, Περπέτουα, μοναχός Γκαλντίνο κ.λ.π.), άλλά καί σάν μάζα (tumulti τοΰ Μιλάνου, λαϊκοί άνθρωποι τής ύπαίθρου, δ ράφτης κλπ.) : ή στάση του, δμως, πρδς τδ λαδ δέν είναι «έθνικολαϊκή», άλλά ά- ριστοκρατική·
Μελετώντας τδ βιβλίο τοΰ Τζόττολι, πρέπει νά θυμη- θοϋμε αύτδ τδ άρθρο τοΰ Κρισπόλτι. Μπορεΐ να δειχτεί δτι δ «Καθολικισμός», άκόμα καί σέ άνώτερους άνθρώπους καί δχι σέ «Ιησουίτες» σαν τδ Μαντσόνι (δ Μαντσόνι είχε βεβαιότατα μιά γιανσενίστικη 26 καί άντιιησουίτικη φλέβα), δέν συνέβαλε για νά δημιουργηθεΐ στήν ’Ιταλία δ «λαδς - ϊθνος» οδτε καί στδν ρομαντισμό, άντίθετα, ήταν ένα στοιχείο άντεθνικολαϊκδ καί κατ’ έξοχή ν αύλικό. Ό Κρισπόλτι ύποσημειώνει τδ δτι δ Μαντσόνι, γιά Sva δρισμένο χρονικδ διάστημα, άποδέχτηκε τήν αντίληψη τοΰ Τιερύ (γιά τή Γαλλία) γιά τδν φυλετικδ άγώνα στδν ίδιο τδν λαδ (Λομβαρδοί καί Ρωμαίο·., δπως στή Γαλλία οί Φράγκοι καί οί Γάλλοι) σάν άγώνα άνάμεσα σέ ταπεινούς καί σέ δυνατούς.
116
Ό Τζόττολι προσπαθεί ν’ άπαντήσει στόν Κρισπόλτι, στόν «Pègaso» τοϋ Σεπτέμβρη τοϋ 1931.
Ό Άντόλφο Φάτζι, στό «Marzocco» τήν 1η Νοέμβρη τοϋ 1931, γράφει μερικές παρατηρήσεις πάνω στό γνωμικό vox {copuli vox Dei 27 στούς «Άρραβωνιασμένους». Τό γνωμικό άναφέρεται δυό φορές (σύμφωνα jiè τόν Φάτζι) στό μυθιστόρημα: μιά φορά στό τελευταίο κεφάλαιο, καί φαίνεται νά Ιχει ειπωθεί άπό τόν Ντόν Άμπόντιο, προκειμένσυ γιά τόν μαρκήσιο διάδοχο του Ντόν Ροντρίγκο: «Λοιπόν, δέ θά ήθελε νά λέγεται δτι είναι ένας μεγάλος άντρας. Τό λέω καί θέλω νά τό πώ. "Αν κι έγώ καθόμουν άμίλητος, δέν θά χρησίμευε σέ τίποτα πιά, μιά καί μιλάνε δλοι καί vox populi vox Dei». Ό Φάτζι κάνει να παρατηρηθεί δτι αότή ή στομφώδης παροιμία Εχει χρησιμοποιηθεί άπό τόν Ντόν Άμπόντιο λίγο έμφατικά, ένώ αύτός βρίσκεται σ’ έκείνη τήν ευτυχή ψυχική διάθεση γιά τό θάνατο τοϋ Ντόν Ροντρίγκο, κλπ. Δέν Εχει Ιδιαίτερο Ενδιαφέρον ή σημασία. Τήν άλλη φορά, τό γνωμικό βρίσκεται στό 31ο κεφάλαιο, δπου γίνεται λόγο; γιά τήν πανούκλα: «πολλοί γιατροί άκόμα Επαναλαμβάνοντας τά λόγια τοϋ λαοϋ (ήταν καί σ’ αυτήν τήν περίπτωση φωνή τοϋ θεοΰ;) περιγελούσαν τΙς κατάρες, τΙς άπειλητικές προειδοποιήσεις τών δλίγων κλπ. «Έδώ ή παροιμία Εχει με- ταφερθεϊ στά ’Ιταλικά καί σέ παρένθεση, μέ εΙρωνικό τόνο. Στούς «Άρραβωνιασμένους» (κεφ. 3, τόμος 4ος, έκδ. Lesea) ò Μαντσόνι γράφει άναλυτικά πάνω στις Ιδέες, πού θεωρούνταν γενικά σάν άληθινές, σέ μιάν έποχή ή σέ μιάν άλλη άπό τούς άνθρώπους καί συμπεραίνει δτι, άν σήμερα μπορούν νά θεωρηθούν γελοίες οί ιδέες, πού Εχουν διαδοθεί στό λαό, κατά τή διάρκεια τής πανούκλας στό Μιλάνο, δέν μπορούμε νά ξέρουμε άν σημερινές Ιδέες δέν θά θεωροΰνται γελοίες αδριο, κλπ· Αύτός δ συλλογισμός τής πρώτης σύνταξης τού βιβλίου Εχει συγκεντρωθεί στό τελικό κείμενο στή σύντομη Ερώτηση: «ΤΗταν, καί σ’ αότήν τήν περίπτωση φωνή θεοΰ;»
Ό Φάτζι κάνει Ενα διαχωρισμό άνάμεσα σέ περιπτώσεις πού ή φωνή λαοϋ δέν είναι μ ε ρ ι κ έ ς φ ο ρ έ ς φωνή θεοΰ καί σέ περιπτώσεις πού μπορεί νά είναι τέτοια.
117
Δέν θά ήταν φωνή θεοΰ «δταν έπρόκειτο για Ιδέες ή για ειδικές γνώσεις, πού μονάχα άπό τήν έπιστήμη καί άπό τΙς συνεχείς προόδους της μπορούν νά καθοριστούν" άλλά δταν έπρόκειτο για ’κείνες τις γενικές άρχές καί τα κοινά αισθήματα, άπό τή φύση τους κοινά, σ’ δλους τούς άνθρώπους πού οί άρχαΐοι άποτύπωναν στήν πολύ γνωστή έκφραση: con- scientia generis humani 2Θ».
Ό Φάτζι, δμως, δέ βάζει μέ μεγάλη άκρίβεια τό ζήτημα, πσύ δέν μπορεΐ νά λυθεί χωρίς ν’ άναφερθοΰμε ατή θρησκεία τού Μαντσόνι. στόν Καθολικισμό του. Έτσι μεταφέρει π ·Χ. τή'·' περίφημη άποψη τής Περπέτουα στον Ντόν Άμπόντ τιο, άποψη, πού συμπίπτει μέ τή γνώμη τοϋ καρδινάλιον Μπορρομέο. Άλλα σ’ αυτή τήν περίπτωση, δέν πρόκειται γιά iva ζήτημα ήθικής ή θρησκείας, άλλα γιά μιά συμβουλή πραχτικής σκέψης, ύπαγορευμένης άπό τόν πιό χυδαίο κοινδ νοΟ. TÒ δτι δ καρδινάλιος Μπορρομέο συμφωνεί μέ τήν Περπέτουα, δέν είναι τόσο σημαντικό δπως νομίζει δ Φάντζι. Μου φαίνεται πώς συνδέεται χρονικά καί μέ τό δτι ή έκκλη- σιαστική έξουσία είχε μια πολιτική ίσχυ καί μίαν έπιρροή. TÒ δτι ή ΙΙερπέτουα σκέφτεται πώς δ Ντόν Άμπόντιο θά- πρεπε v i καταφύγει στόν άρχιεπίσκοπο τοϋ Μιλάνου, είναι κάτι φυσικό (χρησιμεύει μόνο γιά να δείξει πώς δ Ντόν Άμ- πόντιο είχε χάσει ’κείνη τή στιγμή τό μυαλό του καί ή Περπέτουα είχε περισσότερο «δμαδικί πνεϋμα» άπ’ αύτόν), δπως είναι φυσικό νά μιλάει 2τσι δ Φεντερίκο Μπορρο|ΐέο. Δέν ίχει λόγο ύπαρξης ή φωνή τοϋ θεοϋ σ’ αύτή τήν περίπτωση. Έτσι, δέν ίχει μεγάλη σπουδαιότητα ή άλλη περίπτωση: δ Ρέντσο δέν πιστεύει στήν Ικανότητα τής υπόσχεσης (τής) Αγνότητας πού Ιδωσε ή Λουτσία καί σ’ αύτά είναι σύμφωνος μέ τόν πατέρα Χριστόφορο. Πρόκειται καί έδώ γιά «ήθική θεολογία» καί δχι γιά ήθική. Ό Φάτζι γράφει δτι «δ Μαντσόνι θέλησε νά φτιάξει 2να μυθιστόρημα ταπεινών», άλλα αύτό 5χει μιά πιδ πολύπλοκη σημασία άπ’ αύτή που δείχνει νά πιστεύει δ Φάτζι· Μεταξύ τοϋ Μαντσόνι καί τών «ταπεινών» ύπάρχει συναισθηματικό χάσμα: οΕ ταπεινοί είναι γιά τόν Μαντσόνι 2να πρόβλημα Ιστοριογραφίας, iva θεωρητικό πρόβλημα, που αύτός πιστεύει δτι μπο-
118
pel vA λύσει μέ τό «ιστορικό μυθιστόρημα», μέ τήν «Αληθοφάνεια» τοϋ [στορικοϋ μυθιστορήματος. Γι’ αύτό ο[ «ταπεινοί» παρουσιάζονται συχνά σαν λαϊκά «προπλάσ|νατα», μέ ειρωνική Ανεξικακία, άλλα ειρωνική. Καί ό Μαντσόνι είναι πολύ Καθολικός για νά σκεφτεΐ δτι ή φωνή τού λαού είναι ή φωνή τού θεού: άνάμεσα στο θεό καί στό λαό ύπάρχει ή έκκλησία καί ό θεός δέν ένσαρκώνεται στό λαό, άλλα στήν έκκλησία. Τό δτι ό θεός ένσαρκώνεται στό λαό, μπορεϊ νά τό πιστεύει δ Τολστόι, δχ·. ό Μαντσόνι.
Βέβαια, αύτή ή θέση τού Μαντσόνι Ιχει γίνει αισθητή άπό τό λαό καί γ ι’ αύτό οί «Άρραβωνιασμένοι» δέν ήταν ποτέ δημοφιλείς: συναισθηματικά, ό λαός ένιωθε τόν Μαντσόνι μακριά του καί τό βιβλίο του σαν Sva θεοσεβές βιβλίο καί δχι σαν μιΑ λαϊκή έποποιία.
«Δημοτικότητα.» τον Τολστόι καί τοϋ Μαντσόνι.
Στό «Marzocco», στις 11 Νοέμβρη 1928, δημοσιεύτι- κε Ινα άρθρο τού Άντόλφο Φάτζι, «Πίστη καί δράμα», πού σ’ αύτό περιέχονται μερικά στοιχεία γιά νά γίνει μιά σύγκριση μεταξύ τών άντιλήψεων γιά τόν κόσμο πού είχαν δ Τολστόι καί δ Μαντσόνι άν καί δ Φράτζι βεβαιώνει αύ- θαίρετα δτι «ο[ Άρραβωνιασμένοι» άνταποκρίνονται τέλεια στήν δική του [τού Τολστόι] άντίληψη γιά τήν θρησκευτι- κή τέχνη», πού τήν είχε έκθέσει σιήν κριτική μελέτη πάνω στόν Σαίξπηρ: «ή τέχνη γενικά καί ειδικότερα ή δραματική τέχνη ήταν πάντα θρησκευτική, δηλαδή είχε πάντα σαν σκοπό νά κάνει ξεκάθαρες τις σχέσεις τών Ανθρώπων μέ τό θεό, σύμφωνα μέ τΙς Αντιλήψεις πού γ ι’ αυτές τΙς σχέσεις είχαν δημιουργήσει σέ κάθε χρονική περίοδο οί πιό έπιφανεΐς άνθρωποι καί γ ι’ αύτό προορισμένοι νΑ δ- δηγοϋν τούς άλλους». «’Επειτα δημιουργήθηκε μιΑ Απόκλιση στήν τέχνη, πού τήν Ικανέ σκλάβα τής διασκέδασης και τής ψυχαγωγίας, Απόκλιση πού συνέβηκε έπίσης καί στή χριστιανική τέχνη». Σημειώνει δ ΦΑτζι δτι στόν Πόλεμο καί Ειρήνη», τΑ δύο πρόσωπα πού έχουν τή μεγαλύτερη
119
σημασία άπό θρησκευτικής πλευράς, είναι 6 Πλάτων Κα- ραχάγιεφ καί 6 Πιέρ Μπεζούχωφ. Είναι χαρακτηριστικό βτι, στόν Τολστόι, ή Αφελής καί ένστικτώδικη σκέψη τοϋ λαού, έκφρασμένη άκό|ΐα καί μέ μιά τυχαία λέξη, φωτίζει καί προσδιορίζει μια κατάσταση κρίσης στόν καλλιεργημένο άνθρωπο. Αύτό είναι τό πιό Αξιοσημείωτο κομμάτι τής Αντίληψης γιά τή θρησκεία τοϋ Τολστόι, πού έννοεΐ τό εύ- αγγέλιο «δημοκρατικά», δηλαδή σύμφωνα μέ τό Αρχικό καί Αρχέτυπο πνεύμα του. Ό Μαντσόνι Ιχει ύποστεΐ τήν ’Αντιμεταρρύθμιση: 6 χριστιανισμός του ταλαντεύεται Ανάμεσα σ’ £να γιανσενίστικο Αρκττοκρατιαμό καί σ’ 2να λαϊ- κίστικο πατερναλισμό Ιησουίτικο. Ή παρατήρηση τοΟ ΦΑ- τζι δτι στούς «’Αρραβωνιασμένους», είναι τά Ανώτερα πνεύματα, δπως ό πατέρας Χριστόφορος καί ό καρδινάλιος Μπορρομέο, πού έπιδροϋν στά κατώτερα καί είναι πάντα σέ θέση να βρίσκουν γιά χάρη τους τή λέξη πού φωτίζει καί δδηγεί», δέν Ιχει ούσιαστική σύνδεση μέ τή διατύπωση αύτοϋ πού είναι ή θρησκευτική τέχνη τοΰ Τολστόι, πού Α- ναφέρεται στή γενική σύλληψη καί δχι στους είδικούς τρόπους έκδήλωσης: οί Αντιλήψεις γιά τόν κόσ|ΐο δέν μποροϋν νά μήν είναι έπεξεργασμένες Από έξέχοντα πνεύ|ΐατα, Αλλά ή «πραγματικότητα» έκφράζεται άπό τούς ταπεινούς, Από τούς Απλούς στό πνεύμα.
Είναι Ανάγκη νά σημειωθεί έπίσης δτι, στούς «’Αρρα- βωνιασμένους», δέν ύπάρχει άνθρωπος τοϋ λαού πού νΑ μήν «κοροϊδεύτηκε» καί νά μήν περιγελάστηκε: άπό τόν Ντόν ’Αμπόντιο ως τό μοναχό Γκαλντίνο, τόν ράφτη, τόν Τζερτ βάζιο, τήν ’Αννιέζε, τήν Περπέτουα, τόν Ρέντζιο, μέχρι καί τήν ίδια τή Αουτσία: αύτοί Ιχουν παρουσιαστεί σαν άν- θρωποι ποταποί, Απαίσιοι, χωρίς έσωτερική ζωή. ’Εξωτερικό κόσμο Ιχουν μονάχα οί κύριοι: 6 πατέρας Χριστόφορος, 6 Μπορρομέο, 6 ’Ανώνυμος κι αύτός 6 Ντόν Ροντρί- γκο. Ή Περπέτουα, σύμφωνα μέ τόν Ντόν ’Αμπόντιο, είχε πεϊ πάνω - κάτω αύτό πού είπε Αργότερα 6 Μπορρομέο, πρόκειται δμως γιά πραχτικά ζητήματα ¿πότε είναι Αξιοσημείωτα, σάν Αφορμή γιά διακωμώδιση. Έτσι, ή Αποψη τοϋ Ρέντζιο γιά τήν άξία τής ύπόσχεσης άγνότητας τής
120
Λουτσία, συμπίπτει έξωτερικά μέ τήν άποψη τοϋ πατέρα Χριστόφορου. Ή σπουδαιότητα τής φράσης τής Λουτσία Ιγκειται στό δτι τάραξε τή συνείδηση τού Ανώνυμου καί ύποβοήθησε τήν κρίση ήθους καί χαρακτήρα, δχι (ιέ τρόπο λαμπρό κι άστραφτερό, όπως είναι στόν Τολστόι ή προσφορά τού λαοϋ, πηγή ήθικής καί θρησκευτικής ζωής, άλλα μηχανικά, μέ χαραχτήρα «συλλογιστικό».
Στήν πραγματικότητα, άκόμα καί στόν Μαντσόνι, μπορούν νά βρεθούν σημαντικά Γχνη μπρεσσιανισμοΰ *.
Σέ 2να προηγούμενο άρθρο, δημοσιευμένο στό «Marzocco», τήν 9 Σεπτέμβρη 1928, δ Φάτζι («Τολστόι καί Σαίξ- πηρ») έξετάζει τό δοκίμιο τού Τολστόι πάνω στόν Σαίξ- πηρ: Λέων Τολστόι, «Σαίξπηρ, Μιά κριτική μελέτη», Άν- νόβερο 1906. Ό μικρός τόμος περιέχει άκόμα κι ίνα άρθρο τού Έρνεστ Κρόσμπυ. «Γιά τή στάση τού Σαίξπηρ ά- πέναντι στίς έργατικές τάξεις», καί 2να σύντομο γράμμα τού Μπέρναρντ Σώ γιά τή φιλοσοφία τοϋ Σαίξπηρ. Ό Τολ- στόι, ξεκινώντας άπό τή δική του άποψη γιά τή χριστιανική ιδεολογία, θέλει νά καταρρίψει τόν Σαίξπηρ' ή κριτική του δέν άσκεΐται άπό καλλιτεχνική άλλά άπό ήθική καί θρησκευτική πλευρά. Τό άρθρο τού Κρόσμπυ, πού τού χρησίμεψε σάν άφορμή, δείχνει άντίθετα μέ τή γνώμη πολλών έπιφανών άγγλων, δτι σέ δλο τό ίργο τοϋ Σαίξπηρ δέν ύ- πάρχει καμιά — σχεδόν — λέξη συμπάθειας γιά τό λαό καί γιά τΙς έργατικές μάζες. Ό Σαίξπηρ, σύμφωνα μέ τΙς τάσεις τής έποχής του, τάσσεται άνοιχτά ύπέρ τών άνώτε- ρων κοινωνικών τάξεων: Τό θεατρικό του ?ργο είναι βασικά άριστοκρατικά. Σχεδόν κάθε φορά πού άνεβάζει στή
* "Ας σημειωθεί βτι, πρίν άπό τόν Παρίνι ήταν οΐ Ιησουίτες ¿κείνοι πού «άξιολόγηοαν» πατερναλιστικά τό λαό. ΒΧ. «Ή νεότητα τοΟ Παρίνι, το8 Βέρρι καί τοδ Μπεκαρία», τοΟ Τσ. Α. Βιανέλλο (Μιλάνο 1933), όπου Αναφέρεται στόν Ιησουίτη πατέρα Πότσι, «πού πολύ πρίν άπό τόν Παρίνι, σηκώθηκε νά δπερασπίσει καί νά έξυψώ- σει, μπροστά στή σύσκεψη τών πατρικίων τοβ Μιλάνου, τόν «πληβείο» ή προλετάριο, βπως θά τόν λέγαμε σήμερα· (βλ. «Civiltà Cattolica», 4 Αύγοΰστου 1934, σελ. 272).
121
σκηνή άστούς ή άνθρώπους του λαού, τού; παρουσιάζει μέ περιφρόνηση ή άπέχθεια καί τούς κάνει ύλικό ή άντικεί- μενο γέλιου. Στόν Μαντσόνι, ή τάση είναι άνάλογη, δν καί οί έκδηλώσεις έχουν έλαττωθεΐ.
Ή έπιστολή τού Σώ στρέφεται ένάντια στόν Σαίξπηρ σαν «στοχαστή», δχι σαν «καλλιτέχνη». Σήμφωνα |ΐέ τήν άποψη τού Σώ, π ρ έ π ε ι νά δοθεί, στή λογοτεχνία, ή πρώτη θέση στούς συγγραφείς έκείνους, πού έχουν ξεπερά- σει τήν ήθική τής έποχής τους καί έχουν διαβλέψει τίς ά- ναγκαιότητες του μέλλοντος- Ό Σαίξπηρ, ήθικά, δεν ξε- πέρασε τήν έποχή του, κλπ.*.
ΕΙρωνεία καί λογοτεχνική αργκό.
Στό «Μαρτζόκο» τής 18 Σεπτέμβρη 1932, ή Τούλια. Φράντζι γράφει σχετικά με τό ζήτημα πού γεννήθηκε ά· νάμεσα στόν Μαντσόνι καί τόν άγγλο μεταφραστή τής «Promesi sposi», τόν άγγλικανό πάστορα Καρλ Σουάν, γιά τήν έκφραση πού διατυπώνεται πρός τό τέλος τού έβδομου κεφάλαιου, πού χρησίμεψε γιά τόν προσδιορισμό τού Σαίξπηρ: «’Ανάμεσα στήν πρώτη σύλληψη μιας τρομερής έπιχείρησης καί τήν πραγματοποίησή της (είχε πεί ένας
* 2 ’ αύτές τίς σημειώσεις πρέπει ν* αποφευχθεί κάθε ήθικι- ατική τάση, τύπου Τολστόι, καί κάβε τάση «Οστερης γνώσης», τόπο» 2 0 . Δέν πρόκειται γιά μιά καλλιτεχνική κριτική μέ στενή ϊννοια, άλλά γ ιά μιάν Ερευνα τϊ)ς Ιστορίας κουλτούρας: θέλει ν’ άπο- δειχθεΐ 8τι οί συγγραφείς πού Εξετάστηκαν είναι έκείνοι, πού εΐ- σάγουν Ενα ήθιχό χαΐ έπιφανειακό περιεχόμενο, ίη λ . κάνουν προπαγάνδα καί δχι τέχνη κι δτι ή άντίληψη, πού ΟπονοεΤται στά Εργα τους, γιά τόν χόομο είναι κοντόφθαλμη καί Ασχημη, μιβς κλειστής κάστα; καί δχι έβνικολα&ή. Τό γιατί Ενα Εργο είναι βμορφο, έ- ξαρταται άπό τό γιατί «διαβάστηκε», 4ν είναι «λαϊκό», περιζήτητο ή, αντίθετα, άπό τό γιατί δέν αγγίζει τό λαό καί δέν τόν ένδια- φέρει, φέρνοντας, Ετσι, στήν Επιφάνεια τήν Ελλειψη Ενότητας στήν Εθνιχή πολιτιστική ζωή.
122
βάρβαρος, πού δέν ήταν άμοιρος πνεύματος) ό Ινδιάμεσος χρόνος είναι Ινα δνειρο, γεμάτο άπό φαντάσματα καί φόβους». Ό Σουά,ν Ιγραψε στό Μαντσόνι: «"Ενας βάρβαρος πού δέν ήταν άμοιρος πνεύματος ε ί ν α ι μ ι ά φ ρ ά σ η π ρ ο ο ρ ι σ μ έ ν η ν ά έ π ι σ ύ ρ ε ι π ά ν ω σ ο υ τ ό ά ν ά θ ε μ α κ ά θ ε θ α υ μ α σ τ ή τ ο ΰ ρ α ψ ω δ ο ύ μ α ς » . Ό Σουάν, άν καί γνώριζε τά κεί',ιενα τοΰ Βολταίρου ένάντια στόν Σαίξπηρ, δέν άν- τιλήφθηκε τήν ειρωνεία τοΰ Μαντσόνι, πού στρεφόταν άκρι- βώς ένάντια στό Βολταΐρο (πού είχε χαρακτηρίσει τόν Σαίξπηρ «πρωτόγονο μέ άναλαμπές μεγαλοφυίας»). Ό Σουάν δημοσίεψε σάν πρόλογο στή μετάφρασή του τήν έ- πιστολή, δπου ό Μαντσόνι έξηγεΐ τή στ¡μασία τής είρωνι- κής του Ικφρασης. Ή Φράντζι, δμως, ύπενθυμίζει δτι στίς άλλες άγγλικές μεταφράσεις ή Ικφραση τοΟ Μαντσόνι ή άποσιωπήθηκε ή ίχει καταστεί άνώδυνη («γράφει Ινας ξένος συγγραφέας...» κλπ.). "Ετσι γίνεται στίς μεταφράσεις σέ άλλες γλώσσες. Αύτό δείχνει δτι αύτή ή ειρωνεία, πού είναι άνάγκη νά έξηγηθεΐ γιά νά γίνει κατανοητή καί γιά ν’ άφομοιωθεί, είναι στό βάθος μιά ειρωνεία σέ «άργκό» ά- θέμιτης φιλολογικής παρασυναγωγής·
Μοΰ φαίνεται δτι τό γεγονός είναι πολύ πιό πλατύ άπ’ δσο φαίνεται καί κάνει δύσκολη τή μετάφρασή του άπό τά Ιταλικά" κι δχι μόνο αύτό, άλλά καί συχνά δυσκολεύεται κανείς νά καταλάβει Ιναν ’Ιταλό τήν ώρα πού -συζητάει. Ή «λεπτότητα», που φαίνεται λείπει άπό τέτοιες συζητήσεις, δέν προϋποθέτει φυσιολογική διάνοια, άλλά άναγκαία γνώση άνέκδοτων καί διανοητικών σχημάτων τής «άργκό», οικεία στούς λόγιους καί μάλιστα σ’ βρισμένες όμάδες λογιών*.
* Στό άρθρο τ?)ς Φράντζι πρέπει ν* σημειωθεί μιά θαυμάσια γυναικεία μεταφορά: «Μέ τό συναίσθημα ένός άνθρώπου καταπονεμέ- νου χαΐ χτυπημένου άπό τή γυναίκα του, λ άγω ζηλότυπης δποψίας, διαακεϊίζει Βλην αύτή τήν περιφρόνηση κι εύλογεί έκεΐνα τά χτυπήματα, πού είναι γ ι ’ αΰτόν άγάπης άπόίειξη, 6 Μαντσόνι δποβέ- χτηκε αύτό τό γράμμα». Έ να ς άνθρωπος πού διασκεδάζει νά ξυλο
123
«’Οπαδοί ιον περιεχομένου» καί ((καλλιγράφοι».
Πολεμική πού άναπτύχθηκε στήν «Italia letteraria», «τόν «Tevere», στήν «Lavoro Fascista», στήν «Critica Fascista», άνάμεσα στούς όπαδούς του περιεχομένου καί στούς καλλιγράφους. Φαινόταν άπό μερικούς ύπαινιγμούς δτι δ Γκεράρντο Καζίνι (διευθυντής τής «Lavoro Fascista» καί Αρχισυντάκτης τής «Critica Fascista») θά Ιπρεπε νά τοποθετήσει τουλάχιστον κριτικά, μέ άκρίβεια τό ζήτημα, άλλά τό άρθρο του, στήν «Critica Fascista», τής 1ης Μάη 1933, διαψεύδει τά προσδοκόμενα. Δέν καταφέρνει νά καθαρίσει τις σχέσεις «πολιτικής» - «λογοτεχνίας» στό χώρο τής έπι- στήμης καί τής πολιτικής τέχνης, δπως δέν κατορθώνει νά τΙς καθορίσει καί στό χώρο τής λογοτεχνικής κριτικής. Δέν είναι σέ θέση, στήν πράξη, νά δείξει πώς μπορεϊ νά τοποθετηθεί καί νά καθοδηγηθεί Ενας άγώνας ή νά βοηθηθεϊ ί- να κίνημα, γιά νά θριαμβεύσει μιά νέα κουλτούρα ή πολιτισμός, σδτε να θέσει τό πρόβλημα τοΟ πώς μπορεϊ νά δη- μιουργηθεϊ κι £νας νέος πολιτισμός, πού Ιχει έπιβεβαιωθεϊ ήδη ή ύπαρξή του, πώς μπορεϊ νά μήν Ιχει μιά δίκιά του φιλολογική καί καλλιτεχνική Ικφραση, πώς μπορεϊ νά μήν Ιχει έξαπλωθεί, στήν λογοτεχνία, ένώ στήν Ιστορία συμβαίνει πάντα τό άντίθετο. Γιατί κάθε νέος πολιτισμός, δταν είναι τέτοιος, άν καί καταπιεσμένος, καταπολεμημένος, μέ δλους τούς τρόπους παρεμποδισμένος, έκφράστηκε, άκριβώς, πρώτα στό χώρο τής λογοτεχνίας άπ’ δ,τι στή ζωή τοΟ κράτους, κι άκόμα, ή λογοτεχνική Ικφρασή του άποτέλεσε τόν τρόπο δημιουργίας τών διανοητικών καί ήθικών συνθηκών γιά τήν νομική καί κρατική Ικφραση.
’Επειδή κανένα Ιργο τέχνης δέν μπορεϊ νά μήν Ιχει fva περιεχόμενο, δηλαδή νά μήν είναι δεμένο μέ έναν ποιητικό κόσμο καί αύτός μέ Ιναν ήθικό καί διανοητικό κόσμο, είναι ξεκάθαρο δτι οΐ «όπαδοί τοΟ περιεχόμενου» είναι ά- πλά οΐ φορείς μιας νέας κουλτούρας, ένός νέου περιεχόμε-
φορτώνεται άπό τή γυναίκα του, είναι, βέβαια, μ t i πρωτότυπη μορφή σύγχρονου φεμινιαμοΟ.
124
νου καί οί «καλλιγράφοι» οί φορείς ένός παλιοϋ περιεχόμε- νου, μιας παλιάς ή διαφορετικής κουλτούρας (έκτός άπό κάθε ζήτημα άξίας για αυτά τά είδη περιεχόμενου καί κουλτούρας πρός τό παρόν, άν καί, στήν πραγματικότητα, Ιρ- χονται άκριβώς σέ άντίθεση ή άξία τής παλιάς καί τής νέας κουλτούρας καί είναι ή άνωτερότητα τής μιάς πάνω στήν άλλη πού δρίζει τήν άντίθεση). Τό πρόβλημα, λοιπόν, άνάγεται στήν «Ιστορικότητα» τής τέχνης, «Ιστορικότητα καί συνέχεια ταυτόχρονα καί τής Ιρευνας τού πράγΓ ματος. "Αν τό πράγμα άκατέργαστο, οίκονομικοπολιτικο, βίαια, ύπέστη (καί μπορούσε) τήν παραπέρα έπεξεργασία, πού έκφράζεται στήν τέχνη ή, άντίθετα, πρόκειται γιά καλλιτεχνικά μή έπεξεργάσιμη καθαρή οίκονομολογία μέ παράδοξο τρόπο, στό βαθμό πού ή προηγούμενη έπεξεργασία περιέχει ήδη τό νέο περιεχόμενο, πού μονάχα χρονολογικά είναι νέο. Μπορεϊ πραγματικά νά συμβεΐ, δεδομένου δτι κάθε έθνικό σύνολο είναι Ινας συνδυασμός συχνά έτερογενής άπό στοιχεία, πού οί διανοούμενοί του, λόγω τού κοσμοπολίτικου χαρακτήρα τους, ταυτίζονται δχι μέ τό έθνικό περιεχόμενο άλλά μ’ Ινα περιεχόμενο δανεισμένο άπό άλλα έθνικά σύνολα ή έντελώς άφηρημένο κοσμοπολιτικά. Έτσι, ό Λεοπάρντι μπορεϊ νά όνομαστεϊ δ ποιητής τής άπογοή- τευσης πού προκλήθηκε σέ δρισμένα πνεύματα άπό τόν σεν- σισμό (Μ) τού 18ου αιώνα, πού, στήν ’Ιταλία, τότε δέν άν- ταποκρινόταν ή άνάπτυξη τών όλικών καί πολιτικών δυνάμεων καί άγώνων, χαρακτηριστικό τών χωρών δπου ό σεν- σισμός άποτελοΟσε όργανική πολιτιστική μορφή. 'Οταν, σέ μιά καθυστερημένη χώρα, οί πολιτικές δυνάμεις, άνταποκρι- νόμενες στήν πολιτιστική μορφή, διαπιστώνονται καί έξαπλώ- νονται, είναι βέβαιο δτι αύτές δέν μπορούν νά δημιουργήσουν μιά καινούρια πρωτότυπη λογοτεχνία, κι δχι μόνο αύτό, άλλά θά ύπάρχει κι Ινας «καλλιγραφισμός», δηλαδή, στήν πραγματικότητα, Ινας σχετικισμός διαδεδομένος καί γενικός γιά κάθε «περιεχόμενο» γεμάτο πάθος, σπουδαίο καί βαθύ. Επομένως, ό «καλλιγραφιαμός» θά είναι ή όργανική λογοτεχνία αύτών τών έθνικών συνόλων, πού δπως δ Λάο ■ Τσέ, γεννιούνται ήδη γέροι 80 χρονών, χωρίς φρεσκάδα
125
-καί συναισθηματικό αυθορμητισμό, χωρίς «ρομαντισμούς», άλλα καί χωρίς «κλασσικισμούς», ή, μ’ Ιναν πλαστό ρομαντισμό, πού ή άρχική χονδροειδής μορφή τών παθών κι I- κείνη τών «καλοκαιριών τοϋ Σάν Μαρτίνο ένός γέρου όπο- βλημένου στή θεραπεία του Βορονώφ, (30) δχι μιας Ακμαιότατης άνδρείας ή άρρενωπότητας, μιά καί ό κλασσικισμός ■θά είναι καί αυτός πλαστός, «καλλιγραφισμός» άκριβώς, καθαρή μορφή, σαν μιά λιβρέα άρχιυπηρέτη. θά Ιχουμε «Strapaese» καί «Stracitfa» (31) καί τό «ύπέρ» θά σημαίνει περισσότερα, άπ’ αυτά πού φαίνονται.
Πρέπει νά σημειωθεί, έκτός τών άλλων, δτι σ’ αύτή τή συζήτηση λείπει κάθε σοβαρότητα προετοιμασίας: οί θεωρίες τοϋ Κρότσε θα Ιπρεπε v i γίνουν άποδεκτές ή να ά- πορριφτοϋν, άλλά θά ήταν άναγκαΐο να τις γνωρίζουμε μέ άκρίβεια καί νά τις άναφέρουμε λεπτομερειακά. Αντίθετα, πρέπει νά σημειωθεί πώς αυτές άναφέρονται στή συζήτηση δπως ϊχουν άκουστεΐ, «δημοσιογραφικά». Είναι πεντακάθαρο δτι ή «καλλιτεχνική» στιγμή σάν κατηγορία στόν Κρότσε, άν κι Ιχει παρουσιαστεί σάν στιγμή καθαρής μορφής, δέν είναι προϋπόθεση κανενός καλλιγραφισμοϋ οδτε άρνηση κανενός περιεχομεν’.σμοΟ, δηλαδή τής ζωντανής είσβολής ένός νέου πολιτιστικού θέματος. Στήν πραγματικότητα, οδ
τε ή συγκεκριμένη τοποθέτηση τοϋ Κρότσε σάν πολιτικοϋ μετράει ένάντια πρός αύτό ή έκεΐνο τό ρεϋμα παθών καί συναισθημάτων σάν αισθητικός ό Κρότσε διεκδικεΐ τό χαρακτήρα τής λυρικότητας τής τέχνης, τό ίδιο δπως σάν πολιτικός διεκδικεΐ καί άγωνίζεται γιά τό θρίαμβο ένός καθορισμένου προγράμματος σ’ άντίθεση μ’ Ινα άλλο. Φαίνεται μάλιστα δτι μέ τή θεωρία του τής διάδοσης τών πνευματικών κατηγοριών, είναι άναντίρρητο, ό Κρότσε θεωρεί σάν προϋπόθεση ό καλλιτέχνης νά Ιχει μιάν ϊσχυρή ήθικό- τητα. Ά ν καί δέν έξετάζει τό Ιργο τέχνης άπό ήθική άλλά άπό αισθητική σκοπιά, δηλαδή έξετάζει μιά στιγμή τοϋ κύκλου, σάν έκείνη περί τής όποίας πρόκειται, καί δχι μιάν άλλη. Έτσι, γιά παράδειγμα, στήν οικονομική στιγμή θεωρεί τήν «ληστεία» σαν τήν άσχολία τοϋ χρηματιστήριου, ¿λλά σάν άνθρωπος, δέ φαίνεται νά έργάζεται για τήν έξέ-
126
λιξη τής ληστείας περισσότερο άπ’ 3,τι γιά τΙς όποθέσεις τοΰ χρηματιστήριου (καί μπορούμε νά πούμε δτι, στό μέτρο τής πολιτικής του σπουδαιότητας, ή τοποθέτησή του δέν είναι χωρίς άντίκτύπο στίς ύποθέσεις τού χρηματιστήριου. Αύτό τό ίδιο τό γεγονός τής μικρής σοβαρότητας τής συζήτησης καί τής μή ύπερβολικής άνησυχίας τών φιλονικούν των για τήν έπικράτηση τών άκριβών δρων τοΰ προβλήματος, δέν είναι βέβαια άπόδειςη δτι τό πρόβλημα είναι ζωτικό καί βασικής σπουδαιότητας: πρόκειται περισσότερο γιά μιά πολεμική μικρών καί μέτριων δημοσιογράφων, παρά γιά «πόνους τής γέννας» ένός νέου φιλολογικού πολιτισμού.
Τό κοινό καί ή Ιταλική λογοτεχνία.
Σ’ Ενα άρθρο πού δημοσιεύτηκε στήν «Lavoro» καί άναδημοσιεύτηκε άποσπασματικά στή «Fierra Letteratia» στίς 28 Όχτώβρη 1928, 6 Λέο Φερρέρο γράφει: «Μπορούμε νά πούμε δτι, γιά τόν έναν ή γιά τόν άλλο λόγο, οί Ιτ α λοί συγγραφείς δέν έχουν πιά κοινό. Πραγματικά, ένα κοινό σημαίνει ένα σύνολο άτόμων, πού δχι μόνο άγοράζει βιβλία, μά πού πάνω άπ’ δλα θαυμάζει τούς άνθρώπους. Μιά λογοτεχνία δέν μπορεΐ ν’ άνθίσει, παρά μονάχα σ’ ένα κλίμα θαυμασμού κι ό θαυμασμός δέν είναι, δπως πιθανά φανταζόμαστε, ή άνταπόδοση, άλλά τό κίνητρο γιά δουλειά. Τό κοινό πού θαυμάζει, πού θαυμάζει πραγματικά, μέ τήν •καρδιά του, χαρούμενα, τό κοινό πού νιώθει εύτυχία νά θαυμάζει (τίποτα δέν είναι πιό δηλητηριώδες άπό τόν συμβατικό θαυμασ|ΐό) είναι 6 μεγαλύτερος θαυμαστής μιας λογοτεχνίας. ’Αλίμονο! ’Από πολλά σημάδια γίνεται άντιλη- πτό δτι τό κοινό έγκαταλείπει τούς ’Ιταλούς συγγραφείς».
Ό «θαυμααμός» τοϋ Φερρέρο δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό μιά μεταφορά καί ένα «συλλογικό δνομα», γιά νά δείξει τό σύνθετο σύστημα τών σχέσεων, τή μορφή έπαφής μεταξύ ένός Εθνους καί τών συγγραφέων του. Σήμερα λείπει αύτή ή έπαφή, δηλαδή ή λογοτεχνία δέν είναι έθνική, έπειδή δέν είναι λαϊκή. Παράδοξο τού σημερινού καιροϋ. ’Εκτός
127
άπ’ αυτά δέν ύπάρχει μια Ιεράρχηση στόν λογοτεχνικό κόσμο, δηλαδή λείπει μια έπιφανής προσωπικότητα πού v i έξασκεϊ μιά πολιτιστική ήγεμονία·
Ζητήματα του γιατί καί τοΟ πώς μια λογοτεχνία είναι λαϊκή. Ή «όμορφια» δέν άρκεϊ: χρειάζεται Sva καθορισμένο διανοητικό καί ήθικό περιεχόμενο πού θά είναι ή έπε- ξεργασ|ΐένη καί όλοκληρω)ΐένη έκφραση τών πιό βαθιών έπιθυμιών ένός καθορισμένου κοινού, δηλαδή τοΟ Εθνους - λαού σέ tu i όρισμένη φάση τής Ιστορικής του άνάπτυξης. Ή λογοτεχνία πρέπει v i ’ναι ταυτόχρονα πραγματικό στοιχείο πολιτισμοϋ καί Ιργο τέχνης, άλλ'.ώς προτιμιέται ή παραφιλολογία άπό τήν Ιντεχνη λογοτεχνία, πού, μέ τόν τρόπο της, είναι Sva πραγματικό στοιχείο κουλτούρας, ύποβαθ- μισμένης δσο γίνεται, άλλα ζωντανά αισθητής.
Ή έϋνικη Ιταλική κουλτούρα.
Στό « Γ ρ ά μ μ α σ τ ό ν Ο ύ μ π έ ρ τ ο Φ ρ ά τ σ ι α σ τ ή ν κ ρ ι τ ι κ ή » («Pegaso», Αύγουστος 1930), 6 Ουγκο ’Οϊέτι * κάνει δύο άξιοσημείωτες παρατηρήσεις. Υπενθυμίζει δτι 6 Τιμπωντέ χωρίζει τήν κριτική σέ τρία είδη: ’Εκείνη τών ϊπαγγελματιών κριτικών, έκείνη τών ϊδιων τών συγγραφέων κι έκείνη τών honnêtes gens, δηλαδή τοΟ «πεφωτισμένου κοινού», πού τελικά είναι ή τράπεζα φιλολογικών άξιών, &ν δούμε δτι καί στή Γαλλία βρίσκεται Sva κοινό πλατύ καί πρόθυμο να άκολουθήσει
* Ό Ό ϊέτι παίρνε', αφορμή oblò τό άνοιχτό γράμμα τοΟ Ούμπέρτο Φράκια στόν Σ. Ε. Τζοακίνο Βδλπε, δημοσιευμένο στή «Italia Letteraria» τής 22 Ίούνη 1930 καί ποό άναφέρεται στήν όμιλία τοΟ Βόλπε στή συνεδρίαση τής ’Ακαδημίας, στήν &ποία μοιράστηκαν τά βραβεία. Ό Βόλπε είπε, άνάμεσα στ’ άλλα: «Δέν φαίνεται νά γεννιοϋνται μεγάλα ζωγραφικά ίργα, μεγάλα Ιστορικά ίργα, μεγάλα μυθιστορήματα. "Οποιος, βμως, βλέπει προσεχτικά, βλέπει στήν τωρινή λογοτεχνία λανθάνουσες δυνάμεις, άνερχόμενες έπιθυμίες, μερικά καλά έλπιδοφόρα πράγματα».
128
όλα τά σκαμπανεβάσματα τής λογοτεχνίας. Στην ’Ιταλία θά Ελειπε ή κριτική τοΟ κοινού (δηλαδή θά Ελειπε ή θά ήταν πολύ έλλιπές 2να μέσο φωτισμένο κοινό, δπως ύπάρ- χει στή Γαλλία), «λείπει ή πειθώ, λείπει ή πίστη ή, άν θέλουμε, ή ψευδαίσθηση δτι αυτοί [οΐ συγγραφείς] έκπλη- ροϋν Εργο έθνικής σημασίας καί μάλιστα οΕ καλύτεροι ιστορικό γιατί, δπως Αυτός [ό Φράκια] λέει, «κάθε χρόνος καί κάθε μέρα πού περνά Εχουν τή δίκιά τους λογοτεχνία, έτσι ήταν πάντα κι Ετσι θά ’ναι πάντα καί είναι παράλογο νά περιμένουμε ή νά κάνουμε προγνωστικά ή νά έπικαλού- μαστε γιά τό αδριο αύτό πού ύπάρχει σήμερα. Κάθε αίώ- νας, κάθε κομμάτι του, έξύψωνε πάντα τά δικά του Εργα* Εφτανε μάλιστα στό νά μεγαλοποιεί τή σημασία τους, τό |ΐεγαλεΐο, τήν άξία τους καί τήν άντσχή τους στό χρόνο «Πράγμα σωστό, άλλά δχι στήν ’Ιταλία, κλπ.».
Ή άλλη παρατήρηση τοΟ Όϊέτι, είναι αυτή: «Ή έλ- λιπής δημοτικότητα τής παλιάς λογοτεχνίας μας, δηλαδή τών κλασικών μας. Είναι άλήθεια: στήν άγγλική καί γαλλική κριτική συχνά διαβάζονται παραλληλίσει άνάμεσα στους ζώντες καί στούς κλασικούς συγγραφείς κλπ., κλπ.».
Αύτή ή παρατήρηση είναι βασική γιά μιά ιστορική κριτική πάνω στή σημερινή Ιταλική κουλτούρα: Τό παρελθόν δέν ζεΤ στό παρόν, δέν είναι άπαραίτητο στοιχείο τοϋ παρόντος, δηλαδή στήν Εστορία τής έθνικής κουλτούρας δέν ύπάρχει συνέχεια καί ένότητα- Ή διαπίστωση μιας συνέχειας καί ένότητας είναι μιά στά λόγια διαπίστωση, ή, Εχει άξία καθαρά σοφιστικής προπαγάνδας, είναι μιά πρα- χτική ένέργεια, πού τείνει νά δημιουργήσει τεχνητά αύτό πού δέν ύπάρχει, δέν είναι Ενα πραγματικό γεγονός. (Μιά δ- ρισμένη συνέχεια καί ένότητα φαίνεται νά ύπάρχει άπό τό Ριζορτζιμέντο μέχρι τόν Καρντούτσι καί τόν Πάσκολι γιά τούς δποίους ήταν πιθανή μιά άναφορά μέχρι τή λατινική λογοτεχνία· Εσπασαν |ΐέ τόν Ντ’ ’ A νούντσιο καί τούς κατοπινούς) . Τό παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης καί τής λογοτεχνίας, δέν είναι στοιχείο τής ζωής άλλά μονάχα βιβλιακής καί σχολαστικής κουλτούρας* αύτό πού σημαίνει, λοιπόν, δτι τό έθνικό συναίσθημα είναι πρόσφατο, άν μάλιστα
1299
δέν συμφέρει v i ποΰμε δτι αύτό είναι άκόμα σ’ Ινα δρόμο σχηματσποίησης, διαπιστώνεται καί πάλι δτι στήν ’Ιταλία ή λογοτεχνία δέν ήταν ποτέ Sva έ&νικό γεγονός, μά είχε «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα.
Άπό τό άνοιχτό γράμμα τοϋ Ούμπέρτο Φράκια στόν Σ,Ε.Τζ. Βόλπε, μπορούμε νά πάρουμε άλλα χαρακτηριστικά άποσπάσματα: «Μονάχα λίγο περισσότερο κουράγιο, Εγ- κατάλειψη ( ! ) , πίστη (!) θά Εφταναν νά μεταβάλουν τό μέ μισή καρδιά έγκώμιο, πού Αυτός Εκανε γιά τήν σημερινή λογοτεχνία, σ’ Sva έγκώμιο άνοιχτό κι Επεξηγηματικό, γιά νά είπωθεΐ δτι ή τωρινή ιταλική λογοτεχνία δέν Εχει μονάχα λανθάνουσες δυνάμεις, άλλά καί φανερές, δρατές ( ! ) , πού δέν περιμένουν (!) παρά μ ονά χα νά είδωθοΰν (!) καί ν’ άναγνωριστοΰν άπ’ δσους τΙς άγνοοΰν κλπ.
κλπ.». Ό Βόλπε είχε λιγάκι παραφράσει «στά σοβαρά» τούς άστείους στίχους τοϋ Τζιούστι: —«"Ηρωες, ήρωες, τί κάνετε Εσείς;»— «ΜοχθοΟμε γιά τό μέλλον», 6 Φράκια, άπό τήν άλλη, όδύρεται άθλια δτι δέν Εχουν άναγνωριστεΐ καί άξιολογηθεΐ οί μόχθοι σά μόχθοι.
Ό Φράκια Εχει άπειλήσει άρκετές φορές τούς Εκδότες, που τυπώνουν πολλές μεταφράσεις δτι θά πάρει νομικά μέτρα, τοϋ σωματείου, πού προστατεύουν τούς Ιταλούς λογοτέχνες (άς θυμηθοΟμε τό διάταγμα τοΰ 2ου γραμματέα ’Εσωτερικών, τοΰ άξιότιμου Μπιάνκι, «Ερμηνευμένο» κατόπιν καί στήν πράξη άνακλημένο, πού ήταν συνδεδεμένο μέ μιά δημοσιογραφική καμπάνια τοΰ Φράκια). Τό ήδη άνα- φερμένο σκεπτικό τοΰ Φράκια: κάθε αΙώνας, κάθε κομμάτι του Εχει τή δίκιά του λογοτεχνία, κι δχι μόνο αύτό, άλλά καί τήν Εξυψώνει' τόσο, πού οί ιστορίες λογοτεχνίας άναγ- κάστηκαν νά βάλουν στή θέση τους Εργα θεωρούμενα ύψη- λοΰ Επιπέδου, πού σήμερα άναγνωρίζεται δτι δέν άξίζουν τίποτα. Χοντρικά, τό πράγμα είναι σωστό, άλλά θά πρέπει νά συμπεράνουμε δτι ή τωρινή λογοτεχνική περίοδος δέν μπορεΐ νά Ερμηνεύσει τήν ίδια τήν Εποχή της, είναι ξεκομμένη άπό τήν ύπάρχουσα Εθνική ζωή, γιατί οδτε γιά «πρα- χτικούς λόγους» Εξυψώνονται Ιργα, πού μετά πιθανά θά μποροΟσαν νά χαρακτηριστοΟν καλλιτεχνικά μηδαμινά, γιατί
130
θά Ιχει ξεπεραστεΐ ή «πραχτικότητά» τους. Μά, είναι άλή- θεια δτι δέν ύπάρχουν βιβλία πολυδιαβασμένα; Υπάρχουν, ■άλλα είναι ξένα καί θά ήταν περισσότερα άν είχαν μεταφραστεί, δπως τά βιβλία τοΟ Ρεμάρκ κλπ. Πράγματι, τό ■παρόν δέν ?χει μιά λογοτεχνία δεμένη μέ τΙς πιό βαθιές καί στοιχειώδεις άναγκαιότητές του, έπειδή ή ύπάρχουσα λογοτεχνία, έκτός άπό λίγες έξαιρέσεις, δέν είναι συνδεδεμέ- νη μέ τήν έθνική - λαϊκή ζωή, άλλα μέ περιορισμένες όμά- ?ες πού είναι άλογόμυγες 32 τής έθνικής ζωής.
Ό Φράκια παραπονιέται γιά τήν κριτική πού γίνεται μόνο άπό τήν άποψη τών μεγάλων Αριστουργημάτων, πού σπανίζει δσον άφορά τήν τελειοποίηση τών αισθητικών θεωριών κλπ. ’Αλλά άν τά βιβλία είχαν έξεταστεΐ άπό τήν άποψη τής Ιστορίας τής κουλτούρας, θά παραπονιόντουσαν τό ίδιο καί χειρότερα, γιατί τό Ιδεολογικό καί πολιτιστικό περιεχόμενο τής σημερινής λογοτεχνίας είναι σχεδόν άνύ- παρκτο καί είναι πάνω άπ’ δλα άντιφατικό καί ύποφερτά Ιησουίτικο.
03τε είναι άληθινό (δπως Ιγραψε ό Όϊέτι στήν «Επιστολή πρός τόν Φράκια) δτι δέν ύπάρχει στήν ’Ιταλία «κριτική τοϋ κοινού»’ ύπάρχει, άλλά μέ τόν τρόπο της, γιατί τό κοινό διαβάζει πολύ, όπότε καί διαλέγει μεταξύ αύτοΰ πού ύπάρχει στή διάθεσή του. Γιατί αύτό τό κοινό προτιμάει άκόμα τόν ’Αλέξανδρο Δουμά καί τήν Καρολίνα Ίν- βερνίτσιο καί ρίχνεται μέ άπληστία στό κίτρινο μυθιστόρημα; Κατά τ’ άλλα αύτή ή κριτική του Ιταλικού κοιναΟ Ιχει μιά δική της όργάνωση, πού παρουσιάζεται άπό τούς έκδότες, άπό τους διευθυντές τοϋ λαϊκού ήμερήσιου καί περιοδικού τύπου' έκδηλώνεται στήν έπιλογή τών έπιφυλλί- ?ων, στή μετάφραση τών ξένων βιβλίων καί δχι μονάχα τών σύγχρονων, άλλά καί τών παλιών, τών πολύ παλιών, έκδηλώνεται στά ρεπερτόρια τών θεατρικών θιάσων κλπ. ούτε πρόκειται 100% γιά ξενομανία, γιατί στή μουσική τό ίδιο κοινό προτιμά ν’ άκούει Βέρντι, Πουτσίνι, Μασκάνι πού δέν ίχουν τήν άνταπόκρισή τους στή λογοτεχνία. "Οχι μόνο αύτό, άλλά στό έξωτερικό ό Βέρντι, ό Πουτσίνι καί
131
6 Μασκάνι προτιμιόνται αυτοί συχνά άπό τό ξένο κοινό, παρά οΐ δικοί τους σύγχρονοι έθνικοΐ μουσουργοί.
Αύτό τό γεγονός είναι ή πιό άναντίρρητη έπαναπόδει- ξη δτι στήν ’Ιταλία ύπάρχει χάσμα άνάμεσα σέ κοινό καί συγγραφείς καί δτι τό κοινό άναζητα τήν λογοτεχνία «του* στό έξωτερικό, γιατί τήν αίσθάνεται πιό δική του άπ’ αύτή πού όνομάζεται έθνική. Πάνω έδώ έχει δήμιου ργηθεΐ ένα. πρόβλημα ουσιαστικής έθνικής ζωής. "Αν είναι άληθινό δτι κάθε αΙώνας ή κομμάτι του, έχει τή δίκιά του λογοτεχνία, δέν είναι πάντα άληθινό δτι αύτή ή λογοτεχνία γεν- νήθηκε στήν ίδια έθνική κοινότητα. Κάθε λαός έχει τή δική του λογοτεχνία, δμως αύτήν μπορεί νά τήν πάρει άπό Ιναν ξένο λαό, δηλαδή δ λαός πού γ ι’ αύτόν γίνεται λόγος πιθανά νά έξαρτάται άπό τήν ήθική καί πνευματική ήγε- μονία άλλων λαών. Αύτό συχνά είναι τό πιό ύπερβολικά παράδοξο γιά πολλές μονοπωλιστικές τάσεις έθνικιστικοΟ καί καπιταλιστικού χαρακτήρα: πού, ένώ κατασκευάζουν μεγαλεπίβολα ήγεμονικά σχέδια, δέν άντιλα|ΐβάνονται δτι είναι άντικείμενα ξένων ήγεμονιών μέ τόν ίδιο τρόπο πού ένώ κάνουν Ιμπεριαλιστικά σχέδια, στήν πραγματικότητα είναι άντικείμενα άλλων Ιμπεριαλισμών κλπ. Έ ξ άλλου, δέν είναι γνωστό άν τό διει/θύνον πολιτικό κέντρο δέν καταλαβαίνει πολύ καλά τήν πραγματική κατάσταση καί δέν προσπαθεί νά τήν ξεπεράσει: Είναι, δμως, βέβαιο δτι οί λόγοι, σ’ αύτή τήν περίπτωση, δέν βοηθούν τό διευθύνον πολιτικό κέντρο σ’ αύτές τΙς προσπάθειες καί τά κενά τους μυαλά μαίνονται έν μέσω έθνικιστικής έξάρσεως, γιά νά μήν αισθάνονται τό βάρος τής ήγεμονίας, άπό τήν δποία έξαρ- τώνται καί καταπιέζονται.
Μη όλοκληρωμένες πολεμικές.
Τά κείμενα γιά τό χάσμα άνάμ£σα στήν τέχνη καί τή ζωή πολλαπλασιάζοντας Άρθρο τοΟ Παπίνι, στή «Nuova Antologia» τής 1 Γενάρη 1933. Άρθρο τοΟ Αουίτζι Κιαρί- νι στήν «Educazione Fascista» τόν Δεκέμβρη τοΟ 1932. Έπι<-
132
θέσεις ένάντια στόν Παπίνι στήν «Italia Letteraria» τής 1 Γενάρη 1933, κλπ. ’Ανιαρές πολεμικές, μιά καί δέν είναι δλοκληρωμένες. Ό Παπίνι είναι Καθολικός καί άντι- κρστσιανός. 01 άντιθέσεις τοΟ έπιφανειακοϋ του κειμένου είναι άποτέλεσμα αύτής τής ιδιότητας. Έ ν πάση περιπτώ- σει, αύτές ot άνανεώσεις τών πολεμικών (μερικά άρθρα τής «Critica - Fascista»; αυτά τοΟ Γκεράρντο Καζίνι κι Iva τοΟ Μπροϋνο Σπανπανάτο ένάντια στούς διανοούμενους* είναι τά πιό άξιοσημείωτα κι αυτά που πλησιάζουν περισσότερο στόν πυρήνα τοΟ ζητήματος) είναι συμπτωματικές καί δείχνουν πώς γίνεται αισθητή ή δυσανασχέτηση λόγω τής άντίθεσης άνάμεσα ατά λόγια καί στα γεγονότα, άνά- ]ΐεσα στίς άφηρημένες δηλώσεις καί στήν πραγματικότητα πού άντιτίθεται σ’ αύτές.
Φαίνεται δμως δτι σήμερα είναι πιό πιθανό νά δημιουργήσουμε τίς συνθήκες για νά άναγνωριστεΐ ή πραγματικότητα τής κατάστασης: ύπάρχει άναντίρρητα περισσότερη καλή θέληση γιά νά γίνεται άντιληπτή, περισσότερη άπαλλαγή άπό προλήψεις κι αύτά Εχουν δοθεί άπό τό άν- τιαστικό πνεύμα, πού Εχει διαδοθεί, άν κι είναι γενικόλο- γο καί νόθας καταγωγής. Τουλάχιστο θα μπορούσαμε νά δημιουργήσουμε μίαν άποτελεσματική έθνικολαϊκή ένότητα, άκόμα καί μέ έξωτερικά μέσα, παιδαγωγικά, σχολαστικά, μέ «βολονταρισμό». Τουλάχιστο, είναι άντιληπτό δτι λείπει αύτή ή ένότητα κι δτι αύτή ή Ελλειψη είναι μιά έθνική καί κρατική άδυναμία. Αύτό διαφοροποιεί ριζικά τή σύγχρονη έποχή άπό έκείνη τών Όϊέτι, Παντσίνι καί λοιπών. Γι’ αύτό, στό χειρισμό αύτοΟ τοϋ θέματος πρέπει νά τό πάρουμε ύπ’ δψη μας.
Άπό τήν άλλη, οί άδυναμίες είναι φανερές* ή πρώτη είναι έκείνη τοΟ νά είμαστε πεισμένοι δτι Εχει γίνει μιά ριζική έθνικολαϊκή στροφή' έάν αύτή Εχει συμβεϊ, θά πει δτι δέν πρέπει να κάνουμε τίποτα πιά ριζοσπαστικό, άλλά
* «Πολιτικά στοιχεία μιβς λογοτεχνίας χαΐ θάνατος xfflv διανοουμένων» τοΟ Γκεράρντο Καζίνι καί «*Αντιφασισμός τΐ|ς κουλτούρας» τοΟ ΜπροΟνο Σπανπανάτο στήν «Critica Fascista» τοΟ 1933.
133
δτι πρόκειται μονάχα να «δργανώσουμε», νά «έκπαιδεύσου- με» κλπ. ’Ακόμα περισσότερο γίνεται λόγος για «διαρκή έπανάσταση», άλλα μέ στενή Εννοια, μέ τήν κοινή σημασία δτι δλη ή ζωή είναι διαλεκτική, είναι στράτευση καί γ ι’ αυτό έπανάσταση. Οί άλλες άδυναμίες είναι δυσκολότερο νά κατανοηθοΰν, αυτές πράγματι μπορούν να είναι Αποτέλεσμα μονάχα μιας συγκεκριμένης άνάλυσης τής κοινωνικής Ιταλικής σύνθεσης, άπό τήν &ποία προκύπτει δτι ot μεγάλες μάζες τών διανοουμένων άνήκουν σέ έκείνη τήν ά- στική τάξη τής έπαρχίας, που ή οίκονομική της θέση είναι δυνατή μονάχα δταν οί άγροτικές μάζες άπομυζουνται μέχρι τό μεδούλι. "Οταν θα πρέπει νά περάσουιμε άπό τά λόγια σέ συγκεκριμένα πράγματα αύτό θά σήμαινε μια ριζική καταστροφή τής οικονομικής βάσης αύτών τών ¿μάδων τών διανοουμένων.
Αύτό ηον Ιχει ((σημασία» στήν τέχνη.
’Ανάγκη είναι νά προσδιορίσουμε καλά αύτό πού πρέπει νά θεωρείται «ένδιαφέρον» στήν τέχνη γενικά καί ειδικότερα στήν άφηγηματική λογοτεχνία καί στό θέατρο.
Τό «ένδιαφέρον» στοιχείο άλλάζει, σύμφωνα μι τά άτομα ή τΙς κοινωνικές όμάδες ή γενικά τό πλήθος: είναι, λοιπόν, Ινα στοιχείο κουλτούρας, δχι τέχνης κλπ. Είναι* δμως, γ ι’ αύτό Ινα γεγονός δλοκληρωτικά ξένο καί ξεκομμένο άπό τήν τέχνη; ’Αφού ή ίδια ή τέχνη ένδιαφέρει, έν- διαφέρει αύτή καθ’ έαυτή, στό βαθμό πού ικανοποιεί μιάν άναγκαιότητα τής ζωής. ’Ακόμα: έκτός άπ’ αυτόν τόν πιό βαθύ χαρακτήρα τής τέχνης, νά είναι ένδιαφέρουσα αύτή ή Γδια, ποιά άλλα στοιχεία «ένδιαφέροντα» μπορεϊ νά παρουσιάσει Ινα Εργο τέχνης, π.χ. Ινα μυθιστόρημα, Ινα ποίημα ή Ινα θεατρικό Ιργο; θεωρητικά άπειρα- Μά έκείνα ποΐ> «ίένδιαφέρουν» δέν είναι άπειρα: είναι άκριβώς μονάχα τά. στοιχεία πού θεωρείται δτι συνεισφέρουν περισσότερο άπ” εύθείας στήν «έπιτυχία» άμεση ή Εμμεση κατά κύριο λόγο τού μυθιστορήματος τού ποιήματος, τοϋ θεατρικοϋ Εργου. Ένας πού άσχολείται μέ τή γραμματική μπορεϊ νά ένδια-
134
φερθεί για Iva θεατρικό Εργο τοΟ Πιραντέλλο, έπειδή θέλει νά γνωρίζει πόσα λεξικολογικά στοιχεία, μορφολογικά καί συντακτικά σικελιάνικου τύπου παρουσιάζει δ Πιραντέλλο ή μ,πορεΐ νά παρουσιάσει στή φιλολογική Ιταλική γλώσσα. Νά, Iva «ένδιαφέρον» στοιχείο, πού δέν θά συνεισφέρει πολύ στή διάδοση τοΟ θεατρικού Ιργου πού λέγαμε. Τά «βαρβαρικά μέτρα» τσϋ Καρντούτσι ήταν Iva «ένδιαφέρον» στοιχείο για Iva πιό πλατύ κύκλο, γιά τήν έταιρεία τών έπαγγελματιών λογίων καί γιά έκείνους πού είχαν τήν πρόθεση να συνενωθούν: ΤΗταν, λοιπόν, Iva στοιχείο άμεσης έπιτυχίας ήδη άξιοσημείωτης, συνέβαλαν στή διάδοση μερικών χιλιάδων άντιτύπων ποιητικών κειμένων σέ βαρβαρικά μίτρα33. Αυτά τά «ένδιαφέροντα» στοιχεία ποικί- λσυν, σύμφωνα μέ τΙς έπσχές, τήν πολιτιστική κατάσταση καί σύμφωνα μέ τήν Ιδιοσυγκρασία τσϋ καθένα.
Τό πιό σταθερό στοιχείο «ένδιαφέροντος» είναι βέβαια τό «ήθικό» ένδιαφέρον, θετικό ή άρνητικό, δηλαδή γιά συμφωνία ή γιά άντίθεση: «σταθερό» μέ μιάν δρισμένη έννοια, δηλαδή |ΐέ τήν Ιννοια τής «ήθικής κατηγορίας», δχι τοΟ συγκεκριμένου ήθικοΟ περιεχόμενου. Στενότατα συνδεδεμέ- νο μ’ αύτό είναι τό «τεχνικό» στοιχείο, μέ μιάν δρισμένη Ιδιαίτερη Ιννοια, δηλαδή «τεχνικό», σάν μέσο για νά κάνου^ κατανοητό μέ τόν πιό άμεσο καί δραματικό τρόπο τό ήθικό περιεχόμενο, τήν ήθική άντίθεση τοΰ μυθιστορήματος, τοΟ ποιήματος, τοϋ θεατρικσΰ Ιργου: ϊτσι Ιχουμε στό θεατρικό Ιργο τά σκηνικά «άπρόοπτα», στό μυθιστόρημα τήν κύρια πλοκή, κλπ. "Ολ’ αύτά τα στοιχεία δέν είναι κατ’ άνάγκη «καλλιτεχνικά», άλλα ούτε κατ’ άνάγκη «μή καλλιτεχνικά». ’Από τήν άποψη τής τέχνης, αύτά είναι — μέ μιάν δρισμένη Ιννοια— «άδιάφορα», δηλαδή έξωκαλλιτετ χνικά: είναι δοσμένα τής ιστορίας τής κουλτούρας καί άπ’ αύτήν τήν άποψη πρέπει νά άξιολογηθοΟν.
Ό τ ι αύτό συμβαίνει, δτι ϊτσι είναι, Ιχει άκριβώς δοκιμαστεί άπό τήν λεγόμενη έμπορική λογοτεχνία, πού είνα: Iva κομμάτι τής έθνικολαϊκής λογοτεχνίας: δ «έμπορικός» χαρακτήρας είναι δοσμένος άπ’ τό γεγονός δτι τό «ένδιαφέρον» στοιχείο δέν είναι «άφελές», «αύθόρμητο», βαθύτατα
135
διαδεδομένο στήν καλλιτεχνική θεώρηση, άλλά έξωτερικά περιζήτητο, μηχανικά, βιομηχανικά καθορισμένο σάν βέβαιο στοιχείο μιας άμεσης «έπιτυχίας». Αύτό δμως σημαίνει, σέ κάθε περίπτωση, δτι άκόμα καί ή έμπορική λογοτεχνία δέν πρέπει νά παραλείπεται άπό τήν Ιστορία τής κουλτούρας: αύτή μάλιστα Εχει μιά τεράστια άξία Ιδιαίτερα άπ’ αύτήν τήν άποψη, γιατί ή έπιτυχία ένός βιβλίου έμπορικής λογοτεχνίας δείχνει (καί συχνά είναι δ μόνος δείκτης που ύπάρχει) ποιά ήταν ή «φιλοσοφία τής έποχής», δηλαδή ποιό σύνολο συναισθημάτων καί άντιλήψεων γιά τόν κόσμο κυριαρχοΟσε στό «σιωπηλό» πλήθος. Αύτή ή λογοτεχνία είναι ένα «ναρκωτικό» γιά τό λαό, είναι ένα «δπιο». ’Απ’ αύτήν τήν άποψη, θά μπορούσε νά γίνει μιά άνάλυση τού «Κόμη Μοντεχρήστο» τοΰ ’Αλεξάνδρου Δουμά, πού είναι Γ- σως αύτό πού «περιλαμβάνει τό πιό πολύ δπιο» άπό τά λαϊκά μυθιστορήματα: Ποιός άνθρωπος τού λαού δέν πιστεύει δτι έχει ύποστεΐ μιάν άδικία άπό τούς δυνατούς, καί δχι φανταστική γιά νά έπιβάλει σ’ αύτούς «ποινή»; Ό Έντμόν- το Νταντέζ τούς προσφέρει τδ μοντέλο, τό «μεθύσι» τής έξαρσης, άντικαθιστά τό πιστεύω μέ μιά μεταφυσική δικαιοσύνη, στήν δποία δέν πιστεύει πιά «συστηματικά».
Συγκρίνατε τό άρθρο «Περί Ενδιαφέροντος, τοΟ Κάρ- λο Αινάτι, στά «Βιβλία τής ήμέρας» τοΰ Φλεβάρη 1929. Ό Αινάτι διερωτάται σέ τί συνίσταται αύτό τό q u i d , γιά τό δποϊο τά βιβλία Εχουν Ενδιαφέρον καί καταλήγει μέ τό νά μή βρει μιάν άπάντηση. Καί είναι βέβαιο δτι μιά ά- κριβώς άπάντηση δέν μπορεϊ νά βρεθεί τουλάχιστο μέ τήν Εννοια πού τήν καταλαβαίνει δ Αινάτι, b δποϊος θά ήθελε νά βρεϊ τό q u i d , γιά νά είναι αύτός σέ θέση ή νά καταστήσει τούς άλλους σέ θέση νά γράφουν ένδιαφέροντα βιβλία· Ό Αινάτι λέει δτι τό πρόβλημα, τελευταία, Εχει γ ί νει «φλέγον» καί, δπως είναι φυσικό, αύτό άληθεύει. 'Ορισμένα Εθνικιστικά συναισθήματα «άφυπνίστηκαν»: αύτό δικαιολογεί τήν τοποθέτηση τοΰ προβλήματος του γιατί τά Ιταλικά βιβλία δέν διαβάζονται, τοΰ γιατί θεωρούνται «άνια- ρά» σ’ άντίθεση μέ τά «ένδιαφέροντα» ξένα, κλπ.
Ή έθνικιστική άφύπνιση δημιουργεί τήν αίσθηση δτι
136
ή ιταλική λογοτεχνία δέν είναι «έθνική», μέ τήν Εννοια δτι δέν είναι λαϊκή καί δτι ύφιστΑμεθα σάν λαός τήν ξένη ή- γεμονία. Έτσι έχουμε προγράμματα, πολεμικές, προσπάθειες, πού δέν πετυχαίνουν, δμως, τίποτα, θ ά ήταν Αναγκαία μιά Ανηλεής κριτική τής παράδοσης καί μιά ήθική - ■πολιτιστική Ανανέωση, άπό τήν όποία θά έπρεπε νά γεννηθεί μιά νέα λογοτεχνία. Άλλά αύτό Ακριβώς δέν μπορεί νά συμβεϊ λόγω τής Αντίθεσης κλπ. Ή έθνικιστική Αφύπνιση έχει πάρει τή σημασία τής έπαρσης τοϋ παρελθόντος. Ό Μαρινέττι έγινε Ακαδημαϊκός καί μάχεται ένάντια στήν παράδοση τής σούπας.
Συγκρίνατε τό Αρθρο τοϋ Πιέτρο Ρέμπορα «’Ιταλικά βιβλία καί Ά γγλοι έκδότες» στήν «Italia che scrive» τοϋ Μάρτη 1932. Γιατί ή σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία δέν έχει πέραση στήν Αγγλία: «Ελλιπής Ικανότητα Αντικειμενικής άφήγησης καί παρατήρησης, νοσηρός έγωκεντρισμός, ξεπερασμένη έρωτική μανία καί ταυτόχρονα στυλιστικό καί γλωσ- σολογικό χάος, πού γι’ αύτό πολλά δικά μας βιβλία είναι γραμμένα άκόμα καί τώρα μέ άκαθόριστο λυρικό Ιμπρεσ- σιονισμό, πού ένοχλεΐ τόν Ιταλό άναγνώστη καί πονοκεφαλιάζει Ιναν ξένο. Εκατοντάδες λέξεις χρησιμοποιημένες άπό τούς σύγχρονους συγγραφείς δέν βρίσκονται στά λεξικά καί δέν γνωρίζει κανείς τί Ακριβώς σημαίνουν». «Πάνω άπ’ δ- λα, ίσως, παρουσίαση τής γυναίκας καί τοΰ έρωτα λίγο - πολύ άκατανόητη γιά τούς Αγγλοσάξονες, έπαρχιακός βερι- σμός γραμμένος σχεδόν σέ διάλεκτο, έλλειψη γλωσσολογι- κής καί στυλιστικής ένότητας». «Έχουμε άνάγκη άπό βιβλία εύρωπαϊκοϋ τύπου, δχι τετριμμένου έπαρχιακοϋ βερι- σμοΰ». «Ή έμπειρία μοΰ διδΑσκει δτι ό ξένος Αναγνώστης (πιθανά καί ό ’Ιταλός) βρίσκει συχνά στά βιβλία μας κάτι
τό χαοτικό, τό άπωθητικό, κάτι σχεδόν Απεχθές, πού έχει παρεισφρύσει, ποιός ξέρει πώς, έδώ κι έκεΐ, μέσα σέ σελίδες — κατά τ’ Αλλα — άξιοθαύμαστες, έξέχουσες, μιά στέ- ρεη καί βαθιά Ιδιοφυία». Υπάρχουν μυθιστορήματα, βίτ βλία πρόζας, πολύ έπιτυχημένες κωμωδίες, πού είναι ά-
137
συγχώρητα κατεστραμμένες άπ6 δύο ή τρεις σελίδες, άπό μιά σκηνή, άπό κάποιο μέτρο, ίσως, θορυβώδους χυδαιότητας, Αδεξιότητας, άγουστιάς, πού καταστρέφει τά πάντα». «Παραμένει τό γεγονός δτι Ινας Ιταλός καθηγητής στό έ- ξωτερικό δέν καταφέρνει, άκόμα καί μέ τή μεγαλύτερη καλή θέληση, να μαζέψει μιά δωδεκάδα καλά λογοτεχνικά βιβλία, πού να μήν περιέχουν καμιάν άγουστη σελίδα, ύποτι- μητική τής στοιχειώδους άξιοπρέπειάς μας, λυπηρά Αγο- ραΐα, βιβλία πού είναι καλύτερο να μήν προκαλοΰν τούς Εξυπνους ξένους άναγνώστες. Μερικοί ίχουν τήν κακή συνήθεια ν’ άποκαλοϋν τέτοια αίσχη καί τέτοιες άηδίες μέ τό άτιμωτικό δνομα τοΟ «πουριτανισμού», ένώ άντίθετα πρόκειται άπσκλειστικΑ καί μόνο για «καλό γοΟστο».
Ό έκδότης, σύμφωνα μέ τό Ρέμπορα, θά Ιπρεπε νΑ έπεμβαίνει περισσότερο στό φιλολογικό ίργο καί να μήν είναι μονάχα 2νας Ιμπορος - βιομήχανος, λειτουργώντας άπό τήν πρώτη «κρίσιμη» στιγμή, είδικά δσον άφορά τήν «κοινωνικότητα» τής έργασίας, κλπ.
"Ενα δοκίμιο τον Τζιονζέπε Άντόνιο Μποργχέζε.
Συγκρίνατε τό δοκίμιο τοΟ Τζ. Α. Μποργκέζε, «Ή σημασία τής Ιταλικής λογοτεχνίας», στή «Nuova Antologia* τής 1 Γενάρη 1930. «Ένα έπίθετο, Sva άπόφθεγμα δέν μπορεί νά συνοψίσει τό πνεΟμα μιας έποχής ή ένός λαοΟ, μά βοηθάει κάποτε σαν άναφορά ή σάν άφορμή όπενθύμι- σης. Γιά τήν γαλλική λογοτεχνία συνηθίζεται νά λέγεται: χάρη· ή άκόμα: καθαρότητα, λογική, θά μπορούσαμε νά ποϋμε: Ευγενική πραγματικότητα τής άνάλυσης. θά λέγαμε γιά τήν Αγγλική λογοτεχνία: Βαθύτατος, λυρισμός" γιά τή γερμανική: τόλμη τής έλευθερίας' γιά τή ρώσικη: κουράγιο τής άλήθειας. Ot λέξεις, πού μποροΟμε νά χρησιμοποιήσουμε γιά τήν Ιταλική λογοτεχνία, είναι άκριβώς έκεΐ- νες πού μάς χρησίμεψαν γ ι’ αύτές τΙς όπτικές Αναμνήσεις: μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, μεγαλείο». Τέλος πάντων, & Μποργκέζε βρίσκει δτι δ χαρακτήρας τής Ιταλικής λογο
138
τεχνίας είναι «θεολογικός άπόλυτος - μεταφυσικός - άντι- ρομαντικός, κλπ· καί, ίσως, ή γλώσσα του σάν ιεροφάντη θά μπορούσε άκριβώς να μεταφραστεί μέ λόγια φτωχά στή γνώμη, δτι ή Ιταλική λογοτεχνία είναι ξεκομμένη άπό τήν πραγματική άνάπτυξη τού ΙταλικοΟ λαοΰ, είναι μιας κά- στας, δέν άντανακλά τό δράμα τής ιστορίας, δηλαδή, δέν είναι έθνικολαική.
Μιλάει για τό βιβλίο τοΟ Μπόνγχι: * «Ό συγγραφέας καί οί φίλοι του κατάλαβαν γρήγορα, άλλά ήταν πιά πολύ άργά για νά διορθώσουν 2να τίτλο πού σέ σύντομο χρονικό διάστημα ϊγίνε πασίγνωστος, 2τσι πού τό βιβλιαράκι θά έπρεπε καλύτερα νά τιτλοφορηθεί: γιατί ή Ιταλική πρόζα δέν είναι δημοφιλής στήν ’Ιταλία. Αύτή ή μομφή είναι σχετικά άδύνατη στήν Ιταλική λογοτεχνία: Έ πρόζα, ή, άκόμα καλύτερα ή πρόζα θεωρούμενη σάν λογοτεχνικό είδος καί προφορικός ρυθμός, ή ί ν ν ο ι α τ ή ς π ρ ό ζ α ς θά λέγαμε: τό ένδιαφέρον, δηλαδή, ή παρατηρητική περιέργεια, ό καρτερικός ϊρωτας γιά τήν πραγματική ζωή καί για τήν έπερχόμενη, πού έξελίσσεται κάτω άπό τ ί μάτια μας, γιά τόν κόσμο στήν δημιουργία του, γιά τήν δραματική καί προοδευτική πραγματοποίηση τοΟ θείου». Ενδιαφέρον είναι Ινα κομμάτι πού άναφέρεται λίγο προηγούμενα στόν Ντέ Σάνκτις καί ή άστεϊα έπίπληξη: « Έ βλεπε νά ζεΤ ή Ιταλική λογοτεχνία έδώ καί πάνω άπό Ιξι αΐδνες καί τής ζητοΟσε νά γεννηθεί». Στήν πραγματικότητα, ό Ντέ Σάνκτις ήθελε ή «λογοτεχνία» ν’ άνανεωθεΐ, έ- πειδή άνανεώθηκαν ot ’Ιταλοί, έπειδή είχε έξαφανισθεΐ τό χάσμα άνάμεσα στή λογοτεχνία καί τή ζωή, κλπ. Είναι ένδιαφέρουσα ή παρατήρηση δτι ό Ντέ Σάνκτις είναι προοδευτικός, άκόμα καί σήμερα, σέ σύγκριση μέ τούς τόσους Μποργκέζε τής σύγχρονης κριτικής. «Έ περιορισμένη της δημοτικότητα [τής Ιταλικής λογοτεχνίας], τό μοναδικό, σχεδόν άριστοκρατικό καί μεμονωμένο είδος έπιτυχίας, πού
* Ρουΐζέρο Μπόνγκι, «Γιατί ή Ιταλική λογοτεχνία 8èv eTvat δημοφιλής στήν ’Ιταλία», Μιλάνο 1873 (Σ .Ι .ίπ .) .
139
τής άναλογοΟσε γιά πολύ χρόνο, δέν έξηγεΐται μονάχα (!) μέ τήν κατώτερό τητά της: έξηγεΐται πιό όλοκληρωμένα (!) μέ τό ύψος της (!) [ύψη άναμεμειγμένα μέ κατωτερότητα], μέ τόν άραιωμένο άέρα μέσα στόν όποιον Αναπτύχθηκε. Μή δημοτικότητα, είναι σά νά λέμε μή διάδοση· συνέπεια που προέρχεται άπό τήν πρόταση: o d i ρ r ο- f a n u m v u l g u s e t a r c e o 34. Κάθε άλλο άπό λαϊκή καί βέβηλη αύτή ή λογοτεχνία γεννιότανε Ιερή μέ 2να ποίημα, πού 6 ίδιος του 6 ποιητής όνόμασε Ιερό [Ιερό, έπειδή μιλάει γιά τό θεό, άλλά ποιό θέμα είναι πιό λαϊκό άπ’ τό θεό; Καί στήν «θεία Κωμωδία» δέν γίνεται λόγος μονάχα γιά τό θεό, άλλά καί γιά τούς διαβόλους καί γιά τήν «καινούρια φλογέρα» τους] κλπ. κλπ. Ή πολιτική μοίρα, πού, άφαιρώντας άπό τήν ’Ιταλία έλευθερία καί ύλική δύναμη, τήν Ικανέ έκεΐνο πού βιβλικά, λεβιτικά, θά όνο(ΐαζότανε δνας λαός Ιερέων».
Τό δοκίμιο καταλήγει, εύτυχώς, μέ τό δτι 6 χαρακτήρας τής Ιταλικής λογοτεχνίας μπορεϊ ν’ άλλάξει καί μάλιστα πρέπει ν’ άλλάξει. κλπ. άλλά αύτό είναι παραφωνία σέ σχέση μέ τό σύνολο τοϋ ίδιου τοϋ δοκιμίου-
‘Η στάση τοϋ συγγραφέα πρός τό περιβάλλον.
Άπό Sva άρθρο τού ΙΙάολο Μιλάνο, στήν «Italia Letteraria» στίς 27 Δεκέμβρη 1931: «Ή άξία πού δίνεται στό περιεχόμενο ένός Ιργου τέχνης δέν είναι ποτέ μεγάλη» είχε γράψει 6 Γκαϊτε. "Ενας παρόμοιος άφορισμός μπορεϊ νά Ιρθει στό μυαλό έκείνου πού έξετάζει τήν π ρ ο σ π ά θ ε ι α τήν εύωδοθεϊσα (sic) ά π ό π ο λ λ έ ς γ ε ν - ν ι έ ς (;) καί πού δλοκληρώνεται άκόμη τώρα, γ ι ά τ ή δ η μ ι ο υ ρ γ ί α μ ι α ς π α ρ ά δ ο σ η ς τοϋ σύγχρονου ίταλικοϋ μυθιστορήματος. Ποιά κοινωνία ή καλύτερα, ποιά τάξη νά άπεικονισθεϊ ; Οί πιό πρόσφατες άπό· πείρες δέν συνίστανται ίσως στήν έπιθυμία νά ξεφύγουμε άπό τά λαΐκίστικα πρόσωπα πού κοριαρχοϋν στή σκηνή
140
ατό έργο τοΟ Μαντσόνι καί τοΟ Βέργκα; Ot μισές έπιτυ- χίες δέν μποροΟν ίσως νά όδηγήσουν ξανά στϊς δυσκολίες καί στήν άβεβαιότητα τής σταθεροποίησης ένός περιβάλλοντος (μεταξύ τής δκνηρής κυρίαρχης άστικής τάξης καί τοδ κοσμάκη καί τών περιθωριακών Bohême) ;»
Τό άπόσπασμα έκπλήσσει μέ τόν μηχανικό κι έπιφα- νειακό τρόπο πού βάζει τά ζητήματα. Γεγονός είναι, πράγματι, δτι «γενεές» συγγραφέων συμβαίνει ν ά π ρ ο σ π α θ ο ύ ν έν ψυχρψ νά προσδιορίζουν τό περιβάλλον πού πρέπει να περιγράφει, χωρίς μ’ αύτό έδώ νά έκδηλώ- νουν τόν «μή ιστορικό» τους χαρακτήρα καί τήν ήθική καί συναισθηματική τους φτώχεια; Κατά τ’ άλλα, σάν «περιεχόμενο» δέν φτάνει νά έννοεΐται ή έκλογή ένός καθορισμένου περιβάλλοντος: αύτό πού είναι άπαραίτητο γιά τό περιεχόμενο είναι ή σ τ ά σ η τοϋ συγγραφέα καί μιάς γενιάς άπέναντι στό περιβάλλον. Ή στάση, άπό μόνη της, καθορίζει τόν κόσμο τής κουλτούρας μιάς γενιάς καί μιάς έποι- χής, δπότε καί τό στύλ της. ’Ακόμα καί στόν Μαντσόνι καί στό Βέργκα, δέν έχουν καθοριστεί μονάχα τά λαϊκίστικα πρόσωπα, άλλά ή στάση τών δύο συγγραφέων πρός αύτά, κι αύτές οί στάσεις άντιτίθενται στούς δύο συγγραφείς. Στόν Μαντσόνι είναι ένας καθολικός πατερναλισμός, μιά ύποτι- θέμενη ε Ι ρ ω ν ε ί α Ινδειξη άπουσίας μιάς βαθιάς έν- στικτώδικης άγάπης πρός έκεΐνα τά πρόσωπα, είναι μιά στάση ύπαγορευμένη άπό ένα έξωτερικό συναίσθημα άφη- ρημένου καθήκοντος, ύπαγορευμένου άπό τήν Καθολική ήθική, διορθωμένο καί ξαναζωντανεμένο άπό τήν διάχυτη ειρωνεία. Στό Βέργκα είναι μιά στάση ψυχρής έπιστημονικής καί φωτογραφικής άπάθειας, ύπαγορευμένης άπό τούς κανόνες τοΟ βερισμοΟ, έφαρμοσμένης |ΐέ πιό δρθολογικό τρόπο άπό ’κείνον του Ζολά.
Ή στάση τοΟ Μαντσόνι είναι ή πιό διαδεδομένη στή λογοτεχνία πού παρουσιάζει «λαϊκίστικα» πρόσωπα», κι είναι άρκετό νά θυμηθοΟμε τόν Ρενάτο Φουτσίνι· αύτή ή στάση έχει άκόμα άνώτερο χαρακτήρα, κινείται δμως πάνω στήν κόψη τοΟ ξυραφιού καί έκφυλίζεται πραγματικά στούς
141
Υποδεέστερους συγγραφείς, στή «μπρεσσιανιστική» στάση, άνόητα καί ίησουίτικα σαρκαστική.
01 ’Ιταλοί καί τό μνϋιοτόρημα.
Πρέπει v i δοϋμε μια συζήτηση πάνω στό θέμα «01 ’Ιταλοί καί τό μυθιστόρημα», πού Εγινε άπό τόν Άντζελο Γκάτι καί άποσπασματικί άναφερμένη στήν «Italia Letteraria» τής 9 ’Απρίλη 1933. Μ ιί Ενδιαφέρουσα σημείωση φαίνεται v i είναι έκείνη πού άγγίζει τίς σχέσεις άνάμεσα στούς μοραλιστές καί στούς μυ(ιστοριογράφους στήν Γαλλία καί στήν ’Ιταλία. Στήν Γαλλία ό τύπος τοϋ μοραλιστή είναι πολύ διαφορετικός άπό Εκείνον τής ’Ιταλίας, πού είναι περισσότερο «πολιτικός»: Ό ’Ιταλός μελετάει πώς «vi κυριαρχήσει», πώς να είναι πιό δυνατός, πιό έπιτήδειος, πιό πανοϋργος’ ό Γάλλος μελετάει πώς v i «διευθύνει», ό- πότε καί πώς να «Εννοεί» τό v i έπηρεάζει καί v i πετυχαίνει μ ιί συγκατάθεση «αυθόρμητη καί δραστήρια». «T i πολιτικά καί άστικα ’Απομνημονεύματα» τοϋ Τζιουτσιαρντίνι είναι αότοΟ τοΟ είδους.
Έτσι, στήν ’Ιταλία, ύπάρχει μεγάλη άφθονία βιβλίων oiv τόν «Galateo», στό όποϊο δίνεται προσοχή στήν Εξωτερική στάση τών άνωτέρων τάξεων. Κανένα βιβλίο σΐν Ε- -κείνο τών μεγάλων Γάλλων μοραλιστών (ή ύποδεέστερης τάξης, δπως στόν Γκασπάρε Γκότσι), μέ τίς όξυδερκεϊς καί λεπτές άναλύσεις τους. Αύτή ή διαφορά, άκόμα καί στό ■«μυθιστόρημα», πού στήν ’Ιταλία είναι πιό Εξωτερική, εύ- τελής, χωρίς άνθρώπινο περιεχόμενο Εθνικολαϊκό ή παγκόσμιο.
Τό <(δραστήριο» έϋνικό συναίσθημα τών συγγραφέων.
Παρμένο άπό τό «Γράμμα στόν Πιέρο Παρίνι γιά τούς Εγκάθετους συγγραφείς» τοΟ Ουγκο Όϊέτι (στόν «Pègaso», τοϋ Σεπτέμβρη 1930) : «Πώς λοιπόν Εμείς οί Ίτα-
142
λοί που φέρα|)ΐ σ’ 8λη τή γή τή δουλειά μας καί δχι μόνο τή χειρωνακτική καί πού άπό τήν Μελβούρνη μέχρι τό Pío, άπό τό Σαν Φρανσίσκο μέχρι τήν Μασσαλία, άπό τήν Λίμα ώς τήν Τυνησία πυκνώσαμε τΙς άποικίες μας, είμαστε οΕ μόνοι πού δέν εΓχαμε μυθιστορήματα, πού σ’ αυτά νά φανερωνόντουσαν τά έθιμά μας καί ή συνείδησή μας, σ’ άν- τίθεση μέ τήν συνείδηση καί τά Ιθιμα έκείνων τών ξένων, μεταξύ τών όποιων συνέβαινε νά ζοΰμε ν’ άγωνιζόμαστε νά ύποφέρουμε καί καμιά φορά άκόμα καί νά νικάμε; Σέ κάθε γωνιά τοΰ κόσμου βρίσκονται φτωχοί καί πλούσιοι ’Ιταλοί χειρόνακτες ή τραπεζίτες, άνθακωρύχοι ή γιατροί, ύπη- ρέτες ή μηχανικοί, οικοδόμοι ή ¡Εμποροι. Ή πιό λόγια λογοτεχνία μας τούς άγνοεί, τούς άγνοοΰσε μάλιστα πάντα. ’Εάν δέν ύπάρχει μυθιστόρημα ή θεατρικό εργο χωρίς μιά δλοένα αύξανόμενη ψυχική πάλη, ποιά άντίθεση ύπάρχει πιό βαθιά καί πιό συγκεκριμένη άπ’ αύτή άνάμεσα σέ δύο φυλές καί ή πιό παλιά άπό τΙς δύο, ή πιό πλούσια δηλαδή σέ Ιθιμα καί σέ πανάρχαιους ιερούς θεσμούς, έκπατρισμένη καί καταδικασμένη νά ζεΐ χωρίς άλλη βοήθεια, έκτός άπό έκείνη τής δικής της ένέργειας καί άντίστασης;»
Π ολλές παρατηρήσεις καί προσθήκες πρέπει νά γίνουν. Στήν ’Ιταλία ύπήρξε άνέκαθεν Ινας άξιόλογος δγκος έκδό- σεων γιά τή μετανάστευση σάν οίκονομικοκοινωνικό φαινόμενο. Δέν είναι άνάλογη μιά καλλιτεχνική φιλολογία, δ- μως, κάθε μετανάστης κλείνει μέσα του Ινα θεατρικό 5ργο, προτού άκόμα φύγει άπό τήν Ιταλία. Τό δτι οΕ λόγιοι δέν άπασχολοΰνται μέ τόν μετανάστη στό έξωτερικό, θά Ιπρεπε νά προκαλεϊ λιγότερη 2κπληξη άπό τό γεγονός δτι δέν ά- πασχολοΰνται πρώτα μέ αύτόν πού μεταναστεύει, μέ τήν κατάσταση πού τόν ύποχρεώνει νά μεταναστεύει κλπ., Τό δτι δέν άπασχολοΰνται δηλαδή μέ τά δάκρυα καί τό αίμα, πού πρώτα στήν ’Ιταλία, παρά στό έξωτερικό, σήμαινε f¡ μαζική μετανάστευση. Κατά τ’ άλλα πρέπει νά ποΰμε δτι, άν είναι έλλιπής (κι άκόμα περισσότερο ρητορική) ή λογοτεχνία πάνω στούς ’Ιταλούς στό έξωτερικό, είναι έλλιπής άκόμα καί ή λογοτεχνία γιά τΙς ξένες χώρες. Γιά νά είναι δυνατή, δπως γράφει ό Όϊέτι, ή άναπαράσταση τής άντί-
143
θέσης άνάμεσα στους ’Ιταλούς μετανάστες καί στους πληθυσμούς τών χωρών προορισμοΟ τών μεταναστών, θά ίπρε πε v i γνωρίζουμε καί αύτές τΙς χώρες καί... τούς ’Ιταλούς-
Ένρίκο θοβέζ.
Στήν έξέταση τοΟ ζητήματος τοΟ μή έθνικολαϊκοϋ χα- ραχτήρα τής Ιταλικής λογοτεχνίας, άλλα είδικότερα στήν καταγραφή τής ιστορίας τών τοποθετήσεων μιάς δλόκληρης σειράς λογίων καί κριτικών, πού αισθανόντουσαν τήν ύπο- κρισία τής παράδοσης καί τή φάλτσα φωνή τής ίδιας τής ρητορικής της, τή μή συνάφειά της μέ τήν ιστορική πραγματικότητα, δέν πρέπει νά ξεχνάμε τόν Ένρίκο θοβέζ καί τό βιβλίο του «Ό ποιμήν, τό ποίμνιον καί δ ποιμενικός αύ- λός». Ή άντίδραση τοΟ θοβέζ δέν ήταν σωστή, άλλά είναι ένδιαφέρον σ’ αύτήν τήν περίπτωση τό γεγονός δτι αύτός άντέδρασε, δηλαδή δτι κατάλαβε τουλάχιστον δτι κάτι δέν πήγαινε καλά.
Ό διαχωρισμός πού ίκανε άνάμεσα στήν ποίηση μορφής καί στήν ποίηση περιεχόμενου ήταν θεωρητικά λανθασμένος: Ή λεγόμενη ποίηση μορφής χαραχτηρίζεται άπό τήν άδιαφορία γιά τό περιεχόμενο, δηλαδή άπό τήν ήθική άδιαφορία, μά κι αύτό άκόμα είναι Ινα «περιεχόμενο», ή «ιστορική καί ήθική κενότητα τοΟ συγγραφέα». Ό θοβέζ, κατά Ινα μεγάλο μέρος ήταν προσκολλημένος στόν Ντέ Σάνκτις, λόγω τής φυσιογνωμίας του σάν «άνανεωτή» τής ’Ιταλικής «κουλτούρας», καί πρέπει νά θεωρηθεί μαζί μέ τήν «Voce», μια άπό τις δυνάμεις πού έργαζόντουσαν, χαοτικά για νά ποΟμε τήν άλήθεια, για μιά πνευματική καί ήθική μεταρρύθμιση στήν περίοδο πρίν άπό τόν πόλεμο.
Στό θοβέζ, πρέπει νά έξετάσουμε άκόμα καί τις πολεμικές, πού προκάλεσε μέ τήν τοποθέτησή του. Στό άρθρο «Ό Ένρίκο θοβέζ καί τό πρόβλημα τής καλλιτεχνικής μορφοποίησης», τοϋ ’Αλφόνσο Ρικόλφι, στήν «Nuova Antologia», τής 16 Αύγούστου 1929, ύπάρχει Ινα χρήσιμο, άλλά άνεπαρκές, άφετηριακό σημείο, θά Ιπρεπε νά βροΟμε τό άρθρο τοΟ Πρετσολίνι «θοβέζ, δ πρόδρομος».
144
Τζιοβάνι Τσένα.
Ή μορφή τοΟ Τσένα πρέπει νΑ μελετηθεί Από δυό πλευρές: σΑν λαϊκός συγγραφέας καί ποιητής (συγκρίνατε μέ τόν Ά ντα Νέγκρι) καί σαν δραστήριος άνθρωπος στήν ίρευνα τής δημιουργίας θεσμών γιΑ τήν έκπαίδευση τών Α- γροτών (σχολή τοΟ ρωμαϊκοϋ Άγροϋ καί τών Βάλτων Πον- τίνε, που τους θεμελίωσε μέ τόν Άντζελο καί τήν Άννα Τσέλλι). Ό Τσένα γεννήθηκε στό Μοντανάρο Καναβέζβ στίς 12 Γενάρη 1870, πέθανε. στήν Ρώμη στίς 7 Δεκέμβρη 1917. Στά 1900-1901 ήταν Ανταποκριτής τής «Nuova Antologia», στό Παρίσι καί στό Λονδίνο. ’Από τό 1902 ύπήρξε Αρχισυντάκτης τής έπιθεώρησης, μέχρι τό θάνατό του. Μαθητής τοΟ ΆρτοΟρο Γκράφ. Στους «Υποψήφιους γιΑ τήν Αθανασία», τοϋ Τζσύλιο Ντέ Φρέντζι, δημοσιεύτηκε μια αύτοβιογραφική έπιστολή τοϋ Τσένα.
Είναι πολύ ένδιαφέρον τό άρθρο τοϋ Άρίγκο Καϊούμι, σχετικΑ μέ τόν Τσένα, «Ή περίεργη περίπτωση τοϋ Τζιοβάνι Τσένα» («Italia Letteraria» 24 -11 -1929).
’Από τό άρθρο για τόν Τσένα Αποσπώ μερικά κομμάτια: «Γεννημένος στΑ 1870, πέθανε στα 1917. Ό Τζιοβάνι Τσένα παρουσιάζεται σάν μια Αντιπροσωπευτική μορφή τοϋ πνευματικού κινήματος, πού όλοκλήρωσε τό καλύτερο κομμάτι τής Αστικής μας τάξης, μέ τή μεταφορά τών νέων Ιδεών, πού έρχόντουσαν Από τήν Γαλλία καί τήν Ρωσία" μ’ Iva προσωπικό φορτίο πιό πικρό καί ένεργητικό, δημιουργημένο Από τήν προλεταριακή (! ή Αγροτική;) καταγωγή καί Από τα χρόνια τής Αθλιότητας. Αύτοδίδα- κτος, ξέφυγε, ώς έκ θαύματος, Από τήν Αποκτηνωτική δουλειά τοϋ πατέρα του καί τής γενέτειρΑς του, ό Τσένα μπήκε μή συνειδητΑ στό ρεϋμΛ πού ξεκίνησε (!) <πή Γαλ|- λία, συνεχίζοντας μια παρΑδοση ( ! ) , Από τόν Π ρσυντόν, σιγά - σιγά ( ! ) , πέρασε Από τόν Βαλέ καί τούς κομμουνΑ- ρους φτΑνοντας στΑ «Τέσσερα Εύαγγέλια» τοϋ Ζολδ, στήν «ύπόθεση ΝτρέΟφους», στΑ ΛαϊκΑ Πανεπιστήμια τοϋ Ντα- νιέλ Χαλέβυ καί πού σήμερα συνεχίζει στόν Γκουεχένο (!)
14510
[πολύ περισσότερο στόν Πιέρ ΝτομινΙκ καί σ’ Αλλους] καί χαρακτηρίστηκε σάν πλησίασμα πρός τόν λαό [δ Καϊούαι άνάγει στό παρελθόν Ινα σημερινό σύνθημα τών λαϊκιστών: στό παρελθόν, άνάμεσα στούς συγγραφείς καί στό λαό, στήν Γαλλία, δέν ύπήρξε ποτέ διάσταση. Μετά τήν Γαλλική Ε πανάσταση καί μέχρι τόν Ζολά: ή άντίδραση τών συμβολιστών Εσκαψε μιά τάφρο άνάμεσα στόν λαό καί τούς συγγραφείς, άνάμεσα στούς συγγραφείς καί τήν ζωή καί δ Άνατόλ Φράνς είναι δ πιό δλοκληρωμένος τύπος συγγραφέα μιας τάξης, βιβλιακός]. *0 δικός μας, [δ Τσένα], προερχότανε άπό τόν λαό: άπ’ δπου καί ή καταγωγή τής τοποθέτησής του, άλλά τό περιβάλλον τοϋ άγώνα ήταν πάντα τό Ιδιο, έκεΐνο δπου έπιβεβαιώθηκε δ σοσιαλισμός ένός Πραμπολίνι· Ή ταν ή δεύτερη μικροαστική γενιά μετά τήν ένοποίηση τής ’Ιταλίας (γιά τήν πρώτη, Εγραψε Επιτήδεια τήν χρονιστορία δ Άουγκοΰστο Μόντι στούς «ΣανσοΟσ;»), ξένη πρός τήν πολιτική τών συντηρητικών κυρίαρχων τάξεων, γενιά, σχετική μέ τή φιλολογία, πού ήταν περισσότερο συνδεδεμένη μέ τόν Ντέ Άμίτσις καί τόν Στεκιέτ- τι, παρά μέ τόν Καρντούτσι, άπομακρυσμένη δέ άπό τόν Ντ’ Άνούντσιο, γενιά, πού θά προτιμήσει νά μορφοποιηθεΐ πάνω στόν Τολστόι, θεωρούμενο περισσότερο σάν στοχαστή, παρά σάν καλλιτέχνη, θ’ άνακαλύψει τόν Βάγκνερ, θά πιστέψει άόριστα στούς συμβολιστές, στήν κοινωνική ποίηση [συ|ΐβο- λιστές καί κοινωνική ποίηση;] στή διαρκή ειρήνη, θά Εξυ- βρίσει τούς κυβερνώντες, έπειδή είναι λίγο ιδεαλιστές καί δέν θά ξυπνήσει άπό τά δνειρά της οδτε άπό τούς κανονιοβολισμούς τοϋ 1914 [λίγο ύπερβολικό καί παρατραβηγ- μένο ». «Μεγαλωμένος μέσα σέ άπίστευτες στερήσεις, ήξερε νά είναι άμφίβιος, οδτε άστός οδτε άνθρωπος τοϋ λαοϋ: € Τ ό π ώ ς δ ι δ ά χ τ η κ α μ ι ά ά κ α δ η - μ α ΐ κ ή μ ό ρ φ ω σ η κ α ί π ή ρ α δ ι π λ ώ μ α τ α , ε ί ν α ι κ ά τ ι , π ο ύ σ υ χ ν ά , σ ά ν τ ό σ κ έ φ τ ο μ α ι , μ έ κ ά ν ε ι ν ά χ ά ν ω κ ά θ ε ή ρ ε μ ί α . Κ ι δ τ α ν , π ά λ ι σ ά ν σ υ λ λ ο γ ί ζ ο μ α ι , ν ι ώ θ ω δ τ ι θ ά μ π ο ρ έ σ ω ν ά σ υ γ χ ω ρ ή σ ω , τ ό τ ε Ε χ ω ά-
146
λ η θ ι v i τ ή ν α ί σ θ η σ η δ τ ι ε ί μ α ι ί ν α ς ν ι κ η τ ή ς » . « Α ί σ θ ά ν ο μ α ι β α θ ύ τ α τ α δ τ ι μ ο ν ά χ α ή έ κ τ ό ν ω σ η μ έ τ ή ν λ ο γ ο τ ε χ ν ί α » a l ή π ί σ τ η σ τ ή δ ύ ν α μ ή τ η ς v i Α π ε λ ε υ θ ε ρ ω θ ε ί κ a I v i ά ν ε β ά σ ε ι τ 6 έ π ί π ε δ ό τ η ς , μ έ Ε χ ο υ ν σ ώ σ ε ι ά π Ò τ ο 0 ν α γ ί ν ω2 ν a ς Ρ α β α κ ό λ » . Στό πρώτο σχεδίασμα τών «Συμβουλατόρων», 6 Τσένα φαντάστηκε δτι 6 αύτόχειρας θά σωριαζότανε άπό 2να πραγματικό αυτοκίνητο, άλλά στήν τελική Εκδοση δέν διατήρησε τήν σκηνή: «Μελετητής κοινωνικών πραγμάτων, ξένος στόν Κρότσε, στό Μισ- σιρόλι, στό Ζωρές, στόν Όριάνι, τίς πραγματικές Αναγκαιότητες τοΟ προλεταριάτου τοΟ Βορρά, αυτός, σαν άγρό- της, δέν μπορούσε v i καταλάβει. Τορινέζος, ήταν Εχθρικός πρός τήν έφημερίδα, πού Αντιπροσώπευε τήν φιλελεύθερη άστική τάξη, καί μάλιστα τήν σοσιαλδημοκρατική. Δέν ύπάρχει ίχνος συνδικαλισμοΟ, οδτε κάν Αναφέρει τό ίνομα τοϋ Σορέλ. Δέν ήταν προκατειλημμένος ένάντια στόν μοντερνισμό». Αύτό τό κομμάτι δείχνει πόσο είναι έπιφανειακή ή πολιτική κουλτούρα τοϋ Καΐούμι. Ό Τσένα είναι Αλλοτε άνθρωπος τοΰ λαοΟ, άλλοτε προλετάριος, Αλλοτε Αγρότης. Ή «Στάμπα» είναι σοσιαλδημοκρατική, καί μάλιστα ύπάρ- χει μ-.Α Τορινέζικη σοσιαλδημοκρατική άστική τάξη: Ό Καϊού|ΐι μιμείται σέ αυτό όρισμένους Σικελους πολιτικούς Αντρες, πού θεμελίωναν δημοκρατικά - κοινωνικά ή έντελώς έργατικά κόμματα καί πέφτει στήν παγίδα πολλών δημοσιογράφων τής συμφοράς, πού Εχουν μαγειρέψει τή λέξη σοσιαλδημοκρατία μέ δλες τΙς σάλτσες. Ό Καΐούμι ξεχνάει δτι, στό Τορίνο, ή «Stampa» ήταν, πρίν άπό τόν πόλεμο, πιδ δεξιά άπό τήν «Gazzetta del popolo», δημοκρατική συντηρητική έφημερίδα. Καί είναι χαριτω|ΐένο τ ϊ ζευγάρω- |jux τοΟ Κρότσε - Μισσιρόλι - Ζωρές - Όριάνι γιά τίς κοινωνικές μελέτες. Στό κείμενο «Τί v i κάνουμε;»,* ήθελε δ Τσένα v i συνενώσει τους έθνικιστές φιλοσοσιαλιστές σαν
* Δημοσιευμένο 4πό τήν «Voce» στλ 1910.
147
αυτόν, άλλά, κατά βάθος, δλος αύτός 6 μικροαστικός σοσιαλισμός, σάν έκεΐνον τοΟ Ντέ Άμίτσις, δέν ήταν άραγε Ινα Εμβρυο έθνικοΟ σοσιαλισμού, ή Εθνικοσοσιαλισμού, πού προσπάθησε νά άνοίξει δρόμο μέ πολλούς τρόπους στήν ’Ιταλία καί πού βρήκε στήν μεταπολεμική περίοδο Ινα κατάλληλο Εδαφος; *
Τζίνο Σαββιότι.
Γιά τόν άντιλαϊκό ή τουλάχιστον μή λαϊκό - έθνικό χαραχτήρα τής Ιταλικής λογοτεχνίας Εχουν γράψει καί συνεχίζουν νά γράφουν πολλοί λόγιοι. Μά, σ’ αύτά τά γραφτά, τό θέμα δέν Εχει τοποθετηθεί στούς πραγματικούς του δρους καί τα συγκεκριμένα συμπεράσματα είναι συχνά καταπληκτικά. Γιά παράδειγμα, βρίσκεται Ινα άπόσπασμα τοΟ Τζίνο Σαββιότι στήν «Italia Letteraria» στίς 24 Αύγουστου 1930, πού έθελοντικά γράφει ένάντια στή λόγια λογοτεχνία’ αύτό τό κομμάτι, παρμένο άπό Ινα άρθρο, δημοσιευμένο στό «Ambrosiano» στίς 15 Αύγουστου 1930: «Καλέ μοο Παρίνι, είναι άντιληπτό δτι Εχετε έξυψώσει τήν Ιταλική ποίηση στά χρόνια σας. Τής Εχετε δώσει τη σοβαρότητα πού τής Ελειπε, ΕχεΙε μεταγγίσει στίς ξερές της φλέβες τό δικό σας καλό αίμα τών άνθρώπων τοΟ λαού. Σάς Αξίζουν εύχαριστίες άκόμα καί σήμερα μετά άπό 131 χρόνια άπό τό θάνατό σας. θά χρειαζότανε Ινας άλλος άνθρωπος σάν καί σάς, σήμερα, στή δικ-.ά μας λεγόμενη ποίηση!»
Στά 1934 δόθηκε στό Σαββιότι Ινα λογοτεχνικό βρα-
* Γιά τήν δραστηριότητα πού ανάπτυξε 6 Τοένα στά σχολειά τδν άγροτών τοΟ ΡωμαΐκοΟ ΆγροΟ, πρέπει νά είδωθοΟν οΐ δημοσιεύσεις τοΟ Άλεσσάντρο Μαρκούτσι. 'Ο Τοένα έννοοΟσε άκριβώς «πλησίασμα στό λαό»: είναι ένβιαφέρον νά δοΟμε π<Βς πραχτικά προσπάθησε νά έπιτύχει τό σκοπό του, γιατί αύτό δείχνει τ( μπορούσε νά έννοεί 6νας ’Ιταλός διανοούμενος, γεμάτος άπό καλές προθέσεις μέ τόν βρο: «άγάπη γ ιά τό λαό».
148
6είο, (Iva μέρος άπό τά βραβεία τοϋ Βιαρέτζο), γιά Iva μυθιστόρημα, πού σ’ αυτό παρουσιαζότανε ή προσπάθεια -ένός άνθρώπου τοϋ λαοΰ να γίνει «καλλιτέχνης» (δηλαδή να γίνει «έπαγγελματίας καλλιτέχνης», να μήν είναι πια «άνθρωπος τοϋ λαοΟ», άλλά νά άνυψωθεΐ στίς τάξεις τών έπαγγελ|ΐΛτιών διανοουμένων) : θέμα ουσιαστικά «άντιλα- ϊκό» καί έξύψωση τής τάξης, σαν μοντέλο «άνώτερης ζωής», τό παλιό καί μπαγιάτικο πράγμα που μπορεΐ νά βρε- <θεΐ στήν ’Ιταλική παράδοση.
Ή «ανακάλυψη» του νΙταλό Σβέβο35.
Ό "Ιταλό Σβέβο είχε γίνει γνωστός στό κοινό τών λογιών Ιταλών, άπό τδν Τζαίημς ΤζόΟς, που τόν είχε προσωπικά γνωρίσει στήν Τεργέστη (παρ’ δλα αύτά πρέπει νά βυμηθοΟ|ΐε δτι 6 Ίταλο Σβέβο είχε γράψει μερικές φορές ■στήν «Critica Sociale», γύρω στά 1900).
Μνημονεύοντας τόν Σβέβο, ή «Λογοτεχνική Έκθεση», Υποστήριζε δτι πρίν άπ’ αύτήν τήν άνάδειξη, πραηγήθηκε -ή Ιταλική «άνακάλυψη»: «Αύτές τΙς μέρες Ινα κομμάτι τοϋ Ίταλικοϋ τύπου έπανέλαβε τό λάθος τής «γαλλικής άνα- ■κάλυψης». [Δηλαδή τής όφειλόμενης στόν Κρεμιώ, στόν ■όποιον δ|ΐως γιά τόν Σβέβο είχε μιλήσει 6 ΤζόΟς, δπότε ή -«Fierra Letteraria» ποντάρει στήν άμφιβολία]· άκόμα καί οί μεγαλύτερες έφημερίδες φαίνεται δτι άγνοοϋν αύτδ πού •έπίσης εΙπώθηκε καί έπαναλήφθηκε στόν κατάλληλο χρόνο. Είναι λοιπόν άναγκαΐο νά γραφτεί άκόμα μιά φορά δτι οί ■καλλιεργημένοι ’Ιταλοί ήταν κατ’ έξοχήν πληροφορημένοι πάνω στό Ιργο τοϋ Σβέβο" καί δτι χάρη στόν Εύγένιο Μον- τάλε, πού ίγραψε γ ι’ αύτδν στά περιοδικά «Esame» καί ■«Quindicinale», δ συγγραφέας άπό τήν Τεργέστη, πήρε τήν πρώτη καί τήν γνήσια άναγνώριση στήν ’Ιταλία. Μέ αύτό δέν θέλουμε νά άφαιρέσουμε άπό τούς ξένους τίποτα άπό αύτό πού τούς άνήκει* μονάχα μάς φαίνεται σωστό δτι καμιά σκιά δέν κρύβει τήν ειλικρίνεια καί τήν ύπερηφάνεια
149
( ! ! ) ’ θά λέγαμε επίσης τής προσφοράς μας στόν φίλο πού· χάθηκε». *
’Αλλά αυτή ή γλοιώδης καί Ιησουίτικη μικρή πρόζα βρίσκεται σέ άντίθεση |ΐέ αύτό πού έπιβεβαιώνει 6 Κάρλο Αινάτι στήν «Nuova Antologia» τής 1 Φεβρουάριου 1928 («Ίταλο Σβέβο, ό μυθιστοριογράφος») : «Δύο χρόνια πρϊν, λαμβάνοντας μέρ^ς στή βραδιά ένός συλλόγου διανοουμένων- τοϋ Μιλάνο, θυ;ιά'ΐαι δτι κάποια όρισμένη στιγμή μπήκε Ινας νεαρός συγγραφέας, πού πρόσφατα είχε γυρίσει άπό τό Παρίσι, πού άφοϋ συζήτησε γιά πολλή ώρα μαζί μας γιά Ινα γεϋμα τοϋ Pen Club, πού είχε άφιερωθεϊ στόν Πι- ραντέλλο άπό τούς λόγιους τοΰ ΙΙαρισιοΰ, πρόσθεσε δτι στό· τέλος αυτοΰ τοΰ γεύματος ό διάσηι^ος ’Ιρλανδός μυθιστο- ριογράφος Τζαίημς Τζόϋς, φλυαρώντας ¡ιαζί του γιά τή σύγχρονη ’Ιταλική λογοτεχνία τοΰ είχε πει: «— Μά έσείς οΐ ’Ιταλοί, ίχετε Ινα μεγάλο πεζογράφο καί ϊσως οδτε κάν τόν γνωρίζετε. — Ποιόν; — Τόν Ίταλο Σβέβο άπό τήν Τεργέστη». Ό Αινάτι είπε δτι κανένας δέν γνώριζε αύτό· τό δνομα, δπως δέν τό γνώριζε καί ό νεαρός λόγιος, πού είχε συνομιλήσει μέ τόν Τζόϋς. Ό Μοντάλε κατάφερε έπι- τέλους νά «άνακαλύψει» Sva άντίγραφο τών «Γηρατιών»- καΐ Ιγραψε γι’ αύτό στήν «’Εξέταση».
Νά, πώς οΐ ’Ιταλοί λόγιοι άνακάλυψαν τόν Σβέβο «μέ ύπερηφάνεια». Πρόκειται γιά μιά καθαρή σύμπτωση; Δέν φαίνεται. Γιά τήν «Λογοτεχνική Έκθεση», πρέπει νά θυμηθούμε τουλάχιστον, άλλες δύο «περιπτώσεις», έκείνη τών «’Αδιάφορων» τοΰ Μοράβια κι έκείνη τών «Malagigi» τοΰ Νίνο Σαβαρέζε, πού γ ι’ αύτόν Ιγινε λόγος μονάχα άφοΰ πρώτα είχε ύποδειχθεϊ άπό Ινα διαγωνισμό γιά λογοτεχνικό βραβείο. Στήν πραγματικότητα αύτός ό κόσμος άδιαφο- ρεϊ γιά τήν λογοτεχνία καί τήν ποίηση, γιά τήν κουλτούρα καί τήν τέχνη έξασκεϊ τό έπάγγελμα τοΰ λόγιου Ιεροφύλακα καί τίποτα περισσότερο.
* «Fiera Letteraria» τής 23ης Σεπτεμβρίου 1928, 6 Σίέβο κέ- θανβ στίς 13 Σεπτεμβρίου, aè Iva εισαγωγικό σημείωμα τί)ς 1x8ο- σης γ ιά Ενα Αρθρο τοΟ Montale, μέ τίτλο «Τελευταίος ’Αποχαιρετισμός» καί σέ iva τοΟ Giovanni Comisso μέ τίτλο «Συνομιλία».
160
"Οτι Ενα μέρος τής σημερινής ποίησης είναι καθαρός «αενταεντιαμός» φαίνεται άπό αυθόρμητες Εκμυστηρεύσεις μερικών όρθόδοξων κριτικών αύτής. Για παράδειγμα, ό Άλντο Καπάσσο, σ’ Ενα δοκίμιό του πάνω στόν Ούγκαρέττι (άπόσπασμα άναφερμένο ατό «Leonardo» τοΟ Μάρτη τοΟ 1934), γράφει: «Ή έ κ σ τ α τ ι κ ή α ύ ρ α δέν θα μπορούσε νά σχηματοποιηθεί Εάν δ ποιητής ήταν λιγό- τερο λακωνικός». Ή έ κ σ τ α τ ι κ ή α ύ ρ α έπα- ναφέρει τόν περίφημο δρισμό δτι «δ στόχος τού ποιητή είναι δ θαυμασμός». Παρ’ δλα αύτα μπορεΐ νά σημειωθεί δτι ό κλασικός σεντσεντισμός, κατ’ έξοχήν ήταν λαϊκός, καί συνεχίζει νά είναι άκόμα καί τώρα (είναι γνωστό πώς στόν άνθρωπο τού λαού άρέσουν οί άκροβασίες τών είκόνων στήν ποίηση), ένώ δ σημερινός σεντσεντισμός είναι δημοφιλής στίς τάξεις τών καθαρών διανοούμενων.
Ό Ούγκαρέττι έγραφε δτι τά ποιήματά του άρέσανε στούς συντρόφους του τών χαρακωμάτων «τού λαοΰ», καί μπορεΐ νά είναι άληθινό: 'Ικανοποίηση Ιδιαίτερου χαρακτήρα, δεμένη μέ τό συναίσθημα, δτι ή «δύσκολη» ποίηση (ή άκατανόητη) πρέπει νά είναι ώραία καί δ συγγραφέας
Ενας μεγάλος άνδρας άκριβώς λόγω τού δτι είναι ξεκομ- |ΐένος άπό τόν λαό κι άκατανόητος: Αύτό συμβαίνει καί μέ τόν φουτουρισμό καί είναι μιά άποψη τών καλλιεργημένων τοΟ λαοϋ γιά τούς διανοούμενους (πού στήν πραγματικότητα θαυμάζονται καί περιφρονοΰνται ταυτόχρονα).
Ό Σεντσεντισμός τής σύγχρονης ίΐοίησης.
Καϋαροι Λόγιοι.
Ό λαός (δχι δά), τό κοινό (δχι δά ). Οί πολιτικοί τού τυχαίου έρωτοΰν συνοφρυωμένα έκεϊνον πού ξέρει πολλά. Ό λαός! Μά τί είναι αύτός ό λαός; Μά ποιός τόν γνωρίζει ; Καί ποιός τόν Εχει ποτέ καθορίσει; «Καί έν τψ μεταξύ δέν κάνουν τίποτ’ άλλο άπό τό νά Εφευρίσκουν πολλά τεχνάσματα γιά νά’χουν τΙς Εκλογικές πλειοψηφίες (άπ’ τό
151
1924 £ως τό 1929, πόσες Ανακοινώσεις Ιγιναν στήν Ιτα λία, γιΑ ν’ Αναγγείλουν νέες τροπολογίες στόν έκλογικό νό- Ι'.ο; Πόσα σχέδια, παρουσιασμένα καί Ανακλημένα, νέων έκλογικών νόμων; Ό κατάλογος αυτός καθ’ αύτός ΘΑ ήταν πολύ ένδιαφέρων). Τό ίδιο λένε οί καθαροί λόγιοι: «Ένα βίτσιο παρμένο Από τΙς Ιδέες τών Ρομαντικών είναι έκεΐνο τοΟ νΑ καλούμε σάν κριτή τό κοινό; Ποιός είναι αύτός έ- δώ; Ποιός είναι αύτός 6 πάνσοφος βλάκας, αύτό τό έξεζη- τημένο γούστο, αυτή ή Απόλυτη καλοκαγαθία, αύτό τό μαργαριτάρι τής ύπαρξης;» (Τζ. Ούνγκαρέττι, «Resto del Carlino», 23 ’Οκτώβρη 1929). ΆλλΑ στό μεταξύ ρωτάνε Αν έχει θεσπιστεί μιΑ προστασία ένΑντια στίς μεταφράσεις Από ξένες γλώσσες καί δταν πουλάνε χίλια Αντίτυπα Από ?να βιβλίο χτυπούν τΙς καμπάνες τοΟ χωριού τους.
«Ό λαός», δμως, Ιχει δώσει τόν τίτλο σέ πολλές σπουδαίες έφημερίδες Ακριβώς σέ έκείνες, πού σήμερα ρωτάνε «τί είναι αύτός 6 λαός; «Ακριβώς στίς έφημερίδες πού τιτλοφορούνται μέ τή λέξη λαός.
‘Η λεγάμενη κοινωνική Ιταλική ποίηση.
Ό Ραπισάρντι. "Ας συγκρίνουμε τό πολύ ένδιαφέρον Αρθρο τού Νούντσιο Βακαλοΰτσο, «Ή ποίηση τού Μάριο Ραπισάρντι», στήν «Nuova Antologia» τής 16 Φεβρουάριου 1930. Ό Ραπισάρντι θεωρήθηκε όλιστής καί μάλιστα Ιστορικός όλιστής. Είναι Αληθινό αύτό τό πρΑγ|ΐΛ; "Η μήπως Αντίθετα ήταν αύτός 2νας κρυφός δποστηρικτής τού νατουραλισμού καί τού πανθεϊσμού; Όμως δεμένος μέ τόν λαό, Ιδιαίτερα μέ τόν λαό τής Σικελίας, μέ τΙς μιζέριες καί τΙς φώχειες τού ’Ιταλού Αγρότη κλπ.
Τό Αρθρο τού Βακαλοΰτσο μπορεΐ νΑ χρησιμεύσει, γιΑ ν’ Αρχίσει μια μελέτη πάνω στόν Ραπισάρντι Ακόμα καί γιΑ τΙς όδηγίες πού δίνει. "Ας προμηθευτούμε Ινα κατάλογο μέ τΑ έργα τοΰ Ραπισάρντι κλπ. Ενδιαφέρει ιδιαίτερα ή συλλογή «Δικαιοσύνη» πού, λέει 6 Βακαλοΰτσο, τήν είχε τραγουδήσει σΑν προλετάριος ποιητής ( ! ) , «περισσότερο μέ λε-
152
χτική παραφορά παρά μέ συναίσθημα»: Άλλ’ άκριβώς αύτή ή «Δικαιοσύνη» είναι ποίηση ένός Αγρότη δημοκράτη άπ’ δ,τι θυμάμαι.
Piedigrotta.
Σ’ Ινα άρθρο στήν «Lavoro» (8 Σεπτέμβρη 1929) 6 Άντριάνο Τίλγκερ γράφει δτι ή διάλεκτος τής Νάπολης, ¿πότε καί κατά Ινα μεγάλο μέρος ή έπιτυχία τών τραγου- διών τής Piedigrotta, είναι σέ φοβερή κρίση, θ ά είχαν στερέψει οί δυό μεγάλες πηγές: 6 ρεαλισμός καί 6 συναισθηματισμός:» Ή μεταβολή τοϋ συναισθήματος καί τής καλαισθησίας ήταν τόσο γρήγορη καί Ανατρεπτική, τόσο δαιδαλώ- δης καί Απροσδόκητη, καί Απέχει τόσο πολύ Από τό Αποκρυστάλλωμά της σέ κάτι τό σταθερό καί διαρκές, πού οί ποιητές που γράφουν σέ διάλεκτο, που ριψοκινδυνεύουν πάνω σέ κείνες τΙς κινούμενες άμμους γιά νά προσπαθήσουν νά τΙς σταθεροποιήσουν καί να ξεκαθαρίσουν τΙς μορφές τους, είναι •καταδικασμένες να χαθούν μέσα τους χωρίς έπιστροφή».
Ή κρίση τής Piedigrotta είναι Αληθινά Ινα σημείο τών καιρών. Ή θεωρητικοποίηση τού «Strapaese» δολοφόνησε τό «Strapaese» (στήν πραγματικότητα ήθελε v i σταθεροποιήσει μιά κακεντρεχή είκόνα τοϋ Strapaese, Αρκετά μουχλιασμένη καί Ανόητη). Κι δστερα ή σύγχρονη έποχή δέν Ιχει δύναμη έξάπλωσης καί καταστολής. Δέν ύπάρχει πια Ινα πηγαίο γέλιο, ύπάρχει Ινας σαρκασμός κι Ινας μηχανικός χαριεντισμός, τύπου Καμπανίλε. Ή πηγή τής Piedigrotta δέν Ιχει στερέψει Από μόνη της, τήν στέρεψαν έπειδή αύτή είχε γίνει έπίσημη» καί οί τραγουδοποιοί δημόσιοι ύπάλληλοι (δές τόν Λίμπερο Μπόβιο καί σύγκρινε τόν γάλλο Απολογητή τοϋ δημοσιοϋπαλληλικού στόματος).
’/ ταλικη Λογοτεχνία. Ή συνεισφορά τών γραφειοκρατών.
Άρθρο τοϋ Όράτσιο Πεντράτσι στήν «Italia Letteraria» τής 4 Αύγούστου 1929: «Οί άντιλόγιες παραδόσεις τής ιταλικής γραφειοκρατίας». Ό Πεντράτσι δέν κάνει μερικούς
153
άναγκαίους διαχωρισμούς. Δέν είναι άλήθεια δτι ή ’Ιταλική γραφειοκρατία είναι τόσο «άντιλόγια», δπως ύποστηρίζει 6 Πεντράτσι, ένώ είναι άλήθεια δτι ή γραφειοκρατία (καί θέλουμε να ποϋμε ή ύψηλή γραφειοκρατία) δέν γράφει γιά. τήν ίδια της τήν δραστηριότητα.*. Τα δύο πράγματα είναι διαφορετικά; ΙΙιστεύω άντίθετα δτι ύπάρχει μια λόγια μανία, Ιδιαίτερο χαραχτηριστικό τής γραφειοκρατίας, πού άφορά τό «ωραίο γράψΐ',ιο», τήν «τέχνη» κλπ.: ίσως θά μπορούσε να πει κανείς δτι ή μεγαλύτερη μάζα τών ευτελών λογοτεχνικών Ιργων όφείλεται σέ γραφειοκράτες. ’Αντίθετα, είναι άλήθεια δτι δέν ύπάρχει στήν ’Ιταλία (δπως στή Γαλλία καί άλλοΟ) μια άξιόλογη λογοτεχνία δφειλο- μενη στους κρατικούς ύπαλλήλους (στρατιωτικούς καί πολιτικούς) , πού ν’ άναφέρεται έπίσης στήν δραστηριότητα πού ϊχει άναπτυχθεϊ στό έξωτερικό, άπό τό διπλωματικό σώμα, στό μέτωπο, άπό τούς δημόσιους ύπαλλήλους κλπ. Αύτή πού ύπάρχει, κατά τό μεγαλύτερο μέρος, είναι «άπο- λογητική». «Στήν Γαλλία καί στήν ’Αγγλία, στρατηγοί καί ναύαρχοι γράφουν γιά τό λαό τους, σέ |ΐάς γράφουν μόνον γιά τούς άνώτερούς τους». Δηλαδή ή γραφειοκρατία δέν I- χει Svav έθνικό χαραχτήρα άλλα Sva ταξικό.
Ντανιέλε Βαρέ, Σελίδες άτώ Sva ήμερολόγιο στην νΑπω 'Ανατολή.
«Nuova Antologia», 16 Σεπτέ|ΐβρη Εως 1 ’Οκτώβρη1928. Ό Βαρέ είναι ?νας διπλωμάτης ’Ιταλός, άπεσταλ- μένος στήν Κίνα, δέν ξέρω ποιοΟ βαθμοϋ: Υπέγραψε τήν συμφωνία άνάμεσα στήν ’Ιταλική κυβέρνηση καί στήν κυβέρνηση τοΟ Τσάνγκ Καϊσέκ, στά 1928 ή 1929. Αύτές οI
* Στήν «Nuova Antologia», στίς 16 Σεπτέμβρη 1929, στήν· σελίδα 267, λέχτηκε δτι στό βιβλίο «Έθνη καί έθνικές μειονότητες» (Τζανιχέλλι, δύο τόμοι), έχει γραφτεί: «άπό Εναν νεαρό εΟγενΐ) Ρωμαίο, πού δέν ήθελε νλ μπερδέψει τΙς Ιστορικές καί νομικές σπουδές του μέ τ4 διπλωματικά του καθήκοντα, Ιχε ι υΙοθετηθεί τό κάπως άρχαΐχό δνομα τοΟ Λούχα ντέϊ Σαμπέλλι».
164
σελίδες τοΟ ήμερολογίου είναι όλέθριες, καί άπό λόγια άποψη καί άπό κάθε άλλη. Στούς διπλωμάτες δέν Επρεπε νά είχε ά-αγορευθεϊ κάθε δημοσίευση (δχι μόνο γιά δ,τι άφο- ρά τήν πολιτική) χωρίς τό placet ένός είδικοΟ γραφείου άναθεώρησης, άποτελούμενο άπό έξυπνους άνθρώπους, έπει- δή οί έξωδιπλωματικές τους άνοησίες βλάπτουν τήν κυβέρνηση, τόσο δσο έκεϊνες οί διπλωματικές, καί πλήττουν τό κρατικό κύρος, πού τούς Ιχει δώσει έντολή έκπροσώπησής του.
Ό τάηρεξούοιος ν7ΐονργός Ά ν τό ν ιο ντ’ Ά λ ία έχ ε ι γράψ ει iv a δοκίμιο πολιτικής έπιοτήμης.
(Ρώμη, Τρέβες, 1932, σέ 8° μέγεθος, σελίδες XXXII - 710) πού θά ήταν ταυτόχρονα μιά παγκόσμια Ιστορία καί ενα έγχειρίδιο πολιτικής καί διπλωματίας (σύμφωνα μέ τόν ’Αλμπέρτο Λουμπρόζο, πού τόν έκθείαζε στό «Marzocco* στίς 1 7 -4 - 1932).
Ή Ικϋεοη τον βιβλίου.
Επειδή δ λαός δέν πάει στό βιβλίο (σ’ Iva δρισμένο τύπο βιβλίου, έκεϊνο των έπαγγελματιών λσγίων) τό βιβλίο θά πάει στό λαό. Ή πρωτοβουλία προωθήθηκε άπό τήν «Fierra Letteraria» καί τόν τότε διευθυντή της, Ούμπέρτο Φράκια, στά 1927, στό Μιλάνο. Ή πρωτοβουλία αύτή καθ’ αύτή δέν ήταν άσχημη καί Ιχει δώσει μερικά μικρά άποτελέσ|ΐατα : ’Αλλά τό ζήτημα δέν άντιμετωπίστηκε, μέ τήν έννοια δτι τό βιβλίο πρέπει νά γίνει βαθύτατα έθνικο- λαΐκό γιά νά πάει στό λαό καί δχι μονάχα «ύλικά», μέ τούς πάγκους, τούς φωνακλάδες μικροπωλητές, κλπ. Στήν πραγματικότητα μιά όργάνωση μεταφοράς τοΟ βιβλίου στό λαό ύπήρχε καί όπάρχει καί άντιπροσωπεύεται άπό τούς «Ροη- tremolesi» άλλά τό Ιτσι διαδεδομένο βιβλίο είναι τής πιό χαμηλής λαϊκής λογοτεχνίας, τοΟ «’Επιστολάριου τών έρα- στών» μέχρι τόν «Γκουερίνο» κλπ. Αύτή ή όργάνωση θά
1&5
■μποροΟσε v i «τή μιμηθεϊ κανείς», νά άπλωθεϊ, νά Ελεγχθεί -καί νά τροφοδοτηθεί |ΐέ βιβλία, λιγότερο ήλίθια καί μέ μεγαλύτερη ποικιλία διαλογής.
Τζ. Τζόντα.
Πρέπει νά σημειωθεί ή «Μεγάλη ιστορία τής Ιταλικής λογοτεχνίας» τοΟ Τζ. Τζόντα, σέ τέσσερεις χοντρούς τόμους, μέ βιβλιογραφικές σημειώσεις τοΟ Γκουστάβο Μπάλσαμο Κριβέλλι, έκδομένη άπό τήν «Utet», τοΟ Τορίνο, γιά τήν εϊδική προσοχή, πού 6 συγγραφέας Εδωσε στήν κοινωνική έπιρροή στήν άνάπτυξη τής φιλολογικής δραστηριότητας. Τό Εργο, Εκδομένο σέ τεύχη, άπό τό 1828 -1932, δέν Εδωσε τόπο σέ μεγάλες συζητήσεις, δπως φαίνεται άπό τά διαθέσιμα δημοσιεύματα, (διάβασα μιά μόνο βιαστική σημείωση στήν «Italia Letteraria»). Ό Τζόντα, κατά τ’ δλ- λα δέν είναι γιά πρώτη φορά πού Ερχεται στό χώρο τής φιλολογίας (συγκρίνατε τό Εργο του: «Ή ψυχή τοϋ 1800», στά 1924).
156
III. Λαϊκή λογοτεχνία
Λαϊκή λογοτεχνία
Ή άντίληψη για xò uèdvtxoXatxò».
Σέ μιά σημείωση τής «Critica Fascista» τής 1ης Αύγουστου 1930, παραπονοΰνται 2τι δύο μεγάλες ήμερήσιες èr φημερίδες, μιά τής Ρώμης καί ή άλλη τής Νάπολης, Εχουν άρχίσει τή δημοσίευση σέ Επιφυλλίδες αύτών τών μυθιστορημάτων: «'Ο Κόμης Μοντεχρήατο» καί «Τζιουζέππε Μπάλσαμο» τοϋ ’Αλέξανδρου Δουμά καί τό «Ό Γολγοθάς μιας μάνας» τοϋ Πάολο Φωντενέ. Γράφει ή «Critica»: Τό γαλλικό 1800 στάθηκε, χωρίς άμφιβολία, μιά χρυσή περίοδος γιά τό μυθιστόρημα oè συνέχειες, μά θά πρέπει νά Εχουν μιά πολύ Ελλιπή άντίληψη γιά τούς άναγνώστες τους οΐ Εφημερί- δες Εκείνες πού άναδημοσιεύουν μυθιστορήματα ήλικίας έ- νός αιώνα, λές καί τό γούστο, τό Ενδιαφέρον καί ή λογοτεχνική έμπειρία δέν Εχουν οδτε στό Ελάχιστο άλλάξει άπό τότε μέχρι τώρα. Είναι, βμως, καί τ’ άλλο, γιατί νά μήν πάρουμε ύπ’ δψη μας δτι, παρά τΙς άντίθετες γνώμες, ύπάρ- χει Ενα σύγχρονο ιταλικό μυθιστόρημα; Καί νά σκεφτεΐ κανείς δτι αύτός δ κόσμος είναι Ετοιμος νά χύσει μαΟρο δάκρυ γιά τή δυστυχισμένη μοίρα τής φιλολογίας τής πατρίδας.
Ή «Critica» συγχέει διάφορες κατηγορίες προβλημάτων: έκείνο τής μή διάδοσης ατό λαό τής λεγόμενης καλλιτεχνικής λογοτεχνίας καί Εκείνο τής άνυπαρξίας μιας «λαϊκής» λογοτεχνίας στήν ’Ιταλία, πού γι’ αύτό οΐ Εφημερίδες είναι «άναγκασμένες» νά κάνουν προμήθειες άπό τό Εξωτερικό. (Βέβαια, τίποτα δέν Εμποδίζει θεωρητικά τή δυνατό
159
τητα δπαρξης μιας καλλιτεχνικής λαϊκής λογοτεχνίας, τό πιό έμφανές παράδειγμα είναι ή «λαϊκή» έπιτυχία τών μεγάλων ρώσων μυθιστοριογράφων άκόμα καί σήμερα- άλλά, στήν πράξη, δέν ύπάρχει οδτε δημοτικότητα τ»)ς καλλιτεχνικής λογοτεχνίας οδτε άγροτική παραγωγή τής «λαϊκής» λογοτεχνίας, έπειδή άνάμεσα στους «συγγραφείς» καί στό «λαό» δέν ύπάρχει ταυτότητα άντίληψης γιά τόν κόσμο, δηλαδή οΐ συγγραφείς δέν Ιχουν βιώσει τά λαϊκά συναισθήματα σά δικά τους οδτε Ιχουν μιά «έθνικοεκπαιδευτική» λειτουργία, δηλαδή δέν Εχουν βάλει καί δέ βάζουν τό πρόβλημα τής έπεξεργασίας τών λαϊκών συναισθημάτων, άφοΟ πρώτα τά έχουν ξαναβιώσει καί τά Ιχουν κάνει δικά τους). Ή «Critica» οδτε κάν βάζει αύτά προβλήματα καί δέν μπο- ρεΐ νά βγάλει τά «ρεαλιστικά» συμπεράσματα, άπό τό γεγονός δτι, άν τά μυθιστορήματα ένός αΙώνα άρέσουν, σημαίνει δτι τό γοϋστο καί ή ιδεολογία τοϋ λαοδ παραμένουν Ιδιες μ’ έκείνες που είχε Ινα αΙώνα πρίν. Οί έφημερίδες είναι πολιτικοχρηματιστικοί όργανισμοί καί δέν Ιχουν τήν πρόθεση νά διαδόσουν τήν φιλολογία άπό «τΙς στήλες τους», άν αύτή ή φιλολογία δημιουργεί τΙς προϋποθέσεις νά μειωθεί ή κίνηση. Τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες είναι Ινα μέσο γιά νά διαδοθούν στίς λαϊκές τάξεις (θυμηθείτε τό παράδειγμα τοϋ «Lavoro» τής Τζένοβας, κάτω άπό τή διεύθυνση τοϋ Τζιοβάννι Άνσάλντο, πού άνατύπωσε δλη τή γαλλική παραφυλολογία, ένώ παράλληλα κοίταζε νά δώσει σέ άλλες μεριές τής έφημερίδας τόν τόνο τής πιό έκλεπτισμένης κουλτούρας) : αύτά πού σημαίνουν πολιτική καί χρηματική έπιτυχία. Γι’ αύτό ή έφημερίδα ψάχνει έ κείνο τό μυθιστόρημα, έ κείνον τόν τύπο μυθιστορήματος, πού άρέσει — βέβαια — στό λαό καί πού θά έξασφαλίσει μιά συνεχή καί μόνιμη πελατεία. 'Ο άνθρωπος του λαοΟ άγοράζει μιά μονάχα έφημερίδα, καί άν άγοράζει: ή έκλογή τής έφημερίδας δέν είναι ούτε κάν προσωπική, άλλά συχνά οίκογενειακή: οί γυναίκες βαραίνουν πολύ στήν έκλογή καί έπιμένουν πολύ γιά τό «ένδιαφέρον μυθιστόρημα» (αυτό δέν σημαίνει δτι καί οί άντρες δέ διαβάζουν τό μυθιστόρημα, άλλά βέβαια οί γυναίκες ένδιαφέρονται Ιδιαίτερα γιά αύτό καί γιά τά χρονικά τών
160
διαφόρων γεγονότων. Σ’ αύτό όφειλόταν πάντα τό δτι οΕ καθαρά πολιτικές καί συγκεκριμένης τοποθέτησης έφημερίδες δέν μπόρεσαν ποτέ να έχουν μιά μεγάλη κυκλοφορία (έκτός άπό τά περιοδικά τοΟ έπίμονου πολιτιοωύ Αγώνα) : Άγορατ ζόντουσαν άπό τους νέους, άντρες καί γυναίκες, χωρίς ν’ Ανησυχούν πολύ για τήν οίκογένειά τους καί πού ένδιαφε- ρόντουσαν έξαιρετικά για. τήν Απήχηση των πολιτικών τους ιδεών, καί, άπό λίγες οικογένειες που ήταν πολύ συμπαγείς στίς Ιδέες. Γενικά, ot Αναγνώστες δέν έχουν τήν ίδια γνώμη μέ έκείνη τών έφημερίδων που Αγοράζουν ή έπηρε- άζονται έλάχιστα: γ ι’ αυτό, πρέπει να μελετηθεί, άπό τήν άποψη τής δημοσιογραφικής τεχνικής, ή περίπτωση τοϋ «Secolo» καί τής «Lavoro», που δημοσίευσαν μέχρι καί τρία μυθιστορήματα σέ συνέχειες για v i κερδίσουν μιάν ύψηλή καί σταθερή κυκλοφορία (δέν παίρνεται ύπ’ ίψη δτι γ ι ΐ πολλούς Αναγνώστες τό «μυθιστόρημα σέ συνέχειες» είναι σάν τή «λογοτεχνία» ποιότητας για τούς καλλιεργημένους: τό v i γνωρίζεις τό «μυθιστόρημα» πού δημοσίευε ή «Stampa» ήταν ένα είδος «κοσμικής ύποχρέωσης» θυρωρείου, αύλής καί διαδρόμων, δλων μαζί. Κάθε συνέχεια προκαλοΟ- σε «συζητήσεις», στίς όποιες έλαμπε ή ψυχολογική γνώση, ή λογική Ικανότητα Αντίληψης.
Είναι βέβαιο πώς ot Αναγνώστες τού μυθιστορήματος σέ συνέχειες ένδιαφέρονται καί παθιάζονται μέ τούς συγγράφεις τους μέ πολύ μεγαλύτερη ειλικρίνεια καί πιό ζωντανό Ανθρώπινο ένδιαφέρον Από έκεΐνο τών λεγόμενων λόγιων σαλον.ών, πού δέν ένδιαφέρονται γιά τά μυθιστορήματα του ντ’ Άνούντσιο καί για τά έργα τού Πιραντέλλο).
Τό πιό ένδιαφέρον, δμως, πρόβλημα είναι τό: γιατί οΕ ιταλικές έφημερίδες τού 1930, 4ν θέλουν νά διαδοθούν (ή να διατηρηθούν) πρέπει νά δημοσιεύουν τά μυθιστορή
ματα ένός αιώνα πριν σέ συνέχειες (ή έκεΐνα τά σύγχρονα, ίδιου τύπου) ; Καί γιατί δέν ύπάρχει στήν Ιταλία μιά «έ· θνική» λογοτεχνία τέτοιου είδους, παρά τό γεγονός δτι αύ- τή θα πρέπει νά ’ναι Αποδοτική; Πρέπει νά παρατηρήσουμε δτι σέ πολλές γλώσσες, τό «έθνικό» καί τό «λαϊκό» είναι συνώνυτμα ή σχεδόν συνώνυμα (έτσι συμβαίνει στά ρώσικα,
16111
στα γερμανικά, δπου τό völkisch Εχει μιΑ σημασία Ακόμα πιό βαθιά, φυλετική, στίς σλάβικες γλώσσες, γενικά: ατά γαλλικά τό «έθνικό» Εχει μιά σημασία, πού, σύμφωνα μ’ αύτήν, δ δρος «λαϊκό» είναι ήδη περισσότερο Επεξεργασμένος πολιτικά, γιατί είναι δεμένος μέ τήν Αντίληψη τής «κυριαρχίας»; έθνική κυριαρχία καί λαϊκή κυριαρχία Εχουν ίση Αξία ή είχαν). Στήν ’Ιταλία, δ δρος «έθνικό» Εχει μιΑν Εννοια πολύ περιορισμένη Ιδεολογικά καί σέ κάθε περίπτον ση δέν συμπίπτει μέ τό «λαϊκό», γιατί έδώ οί διανοούμενοι είναι ξεκομμένοι άπό τό λαό, δηλαδή άπό τό «Εθνος» καί συνδέονται Αντίθετα μέ τήν παράδοση μιας τάξης πού ποτέ δέν διακόπηκε άπό Ενα Ισχυρό λαϊκό ή έθνικό πολιτικό κίνημα βάσης: ή παράδοση είναι «βιβλιακή» καί Αφηρημένη καί δ τυπικός σύγχρονος διανοούμενος αίσθΑνεται περισσότερο δεμένος μέ τόν Άννιμπαλ Καρό ή μέ τόν 'Ιππόλυτο Πιντεμόντε, παρΑ μέ Εναν Αγρότη Από τήν Πούλια ή τή Σικελία. Αύτό πού συνήθως Εννοούμε λέγοντας «έθνικό», στήν ’Ιταλία, συνδέεται μέ αύτήν τήν διανοουμενίστικη καί βιβλιακή παράδοση, δπότε είναι Ανόητη εύκολία καί, κατΑ βάθος, Επικίνδυνη ν’ Αποκαλοΰμε «άντιεθνικόν» δποιονδήποτε δέν Εχει αυτήν τήν Αρχαιολογική καί σκοροφαγωμένη Αντίληψη γιΑ τΑ Ενδιαφέροντα τής χώρας.
Πρέπει νΑ είδωθοΰν τα Αρθρα του Ούμπέρτο Φράκια, στήν «Italia Letteraria» τού ’Ιούλη 1930 καί ή «Επιστολή στόν Ούμπέρτο Φράκια γιΑ τήν κριτική» τοΟ Ούγκο Όϊέτι, στόν «Pègaso» του Αύγούστου 1930. ΤΑ κλαψουρίσματα τοΟ Φράκια μοιάζουν πολύ μ’ Εκείνα τής «Critica Fascista». Ή «Εθνική» φιλολογία, ή λεγόμενη «καλλιτεχνική», δέν είναι δημοφιλής στήν ’Ιταλία. Ποιου είναι τό λάθος; Toö κοινού πού δέ διαβάζει ; Τής κριτικής πού δέν ξέρει νΑ παρουσιΑσει καί ν’ Αναδείξει στό κοινό τΙς λόγιες «άξίες»; Τών Εφημερίδων πού, Αντί νΑ δημοσιεύουν σέ συνέχειες «τό σύγχρονο Ιταλικό μυθιστόρημα», δημοσιεύουν τόν γηραλέο «Κόμη Μον- τεχρήστο»; ’ΑλλΑ γιατί τό κοινό, Ενώ διαβάζει στίς Αλλες χώρες, στήν ’Ιταλία δέν τό κάνει ; Είναι, δμως, Αλήθεια δτι στήν ’Ιταλία δέν διαβάζει; Δέν ΘΑ ήταν πιό Ακριβές νΑ τεθεί τό πρόβλημα Ετσι: Γιατί τό Ιταλικό κοινό διαβΑζει τήν ξένη λο
γοτεχνία, λαϊκή ή μή λαϊκή, κι άντίθετα δέν διαβάζει τήν {ταλική; Ό Ιδιος, 6 Φράκια, δέν δημοσίευσε ultimatum στούς έκδότες που δημοσιεύουν (καθ’ δσον 2πρεπε νά πουλήσουν, σχετικά) ξένα 2ργα, Απειλώντας μέ κυβερνητικά μέτρα; Καί δέν ύπήρξε μιά Απόπειρα, τουλάχιστον, κυβερνητικής έ- πέμβασης, έπΐ μέρους, γιά τά Ιργα τοδ Αξιότιμου Μικέλε Μπιάνκι, δεύτερου γραμματέα τοδ ύπουργείου Εσωτερικών;
Τί σημαίνει τό γεγονός δτι δ Ιταλικός λαός διαβάζει κατά προτίμηση τούς ξένους συγγραφείς; Σημαίνει δτι ύ- φ ί σ τ α τ α ι τήν πνευματική καί ήθική ήγεμονία τών ξένων διανοουμένων, δτι αίσθάνεται περισσότερο συνδεδεμένος μέ τούς ξένους διανοούμενους, παρά μέ τούς «συντοπίτες» του, δηλαδή, δτι δέν ύπάρχει στή χώρα £να πνευματικό καί ήθικό, Ιθνικό σύνολο μή Ιεραρχικό καί άκόμα λιγότερο δμοιο. 01 διανοούμενοι δέν βγαίνουν άπό τό λαό, άν καί κατά τύχη κάποιος άπ’ αύτούς είναι λαϊκής καταγωγής, δέν αίσθάνονται δεμένοι μ’ αύτόν (έκτός άπό τή ρητορική), δέν γνωρίζουν '/ai δέν αισθάνονται τΙς Ανάγκες του, τΙς έπιθυμίες του, τά συγκεχυμένα συναισθήματά του. Σέ σχέση μέ τό λαό, δμως, είναι κάτι τό ξεκομμένο, τό χωρίς θεμέλια, μιά κάστα δηλαδή ■καί δχι μιά διάρθρωση, μέ όργανικές λειτουργίες, τοδ Ιδιου τοδ λαοδ.
Τό ζήτημα πρέπει νά έπεκταθεϊ σ’ δλη τήν έθνικολαϊκή κουλτούρα καί νά μήν περιοριστεί μονάχα στήν άφηγηματική λογοτεχνία: τά Ιδια πράγματα θά πρέπει νά είπωθοδν γιά τό θέατρο, τήν έπιστημονική λογοτεχνία γενικά (φυσικές έ- πιστήμες, Ιστορία ·κλπ.). Γιατί δέν άναδεικνύονται στήν ’Ι ταλία συγγραφείς σάν τόν Φλαμαριών; Γιατί δέ γεννήθηκε μιά λογοτεχνία γιά τή διάδοση τής έπιστήμης, δπως στή Γαλλία -καί στίς άλλες χώρες; Αυτά τά ξένα βιβλία, μεταφρασμένα, είναι διαβασμένα καί περιζήτητα καί γνωρίζουν συχνά μεγάλες έπιτυχίες. "Ολ’ αύτά σημαίνουν δτι δλόκληρη ή «καλλιεργημένη τάξη», μέ τή δική της πνευματική δραστηριότητα είναι ξεκομμένη άπό τό λαό - 6θνος, δχι έπειδή δ λαός - ίθνος δέν έχει έκδηλώσει καί δέν έκδηλώνει δτι ένδιαφέρεται γιά αύτήν τήν δραστηριότητα σ’ δλα της τά Ιπίπεδα, άπό τά πιό χαμηλά (μυθιστορηματάκια σέ συνέ
163
χειες) μέχρι τα πιό ύψηλά, elvou τόσο άληθινό τό δτι ζητάει τά σχετικά ξένα βιβλία, άλλα Επειδή τό ιθαγενές διανοητικά στοιχείο είναι πιό ξένο άπό τούς ξένους σέ σχέση μέ τό λαό - Εθνος. Τό ζήτημα δέ γεννήθηκε σήμερα, Εχει τεθεί άπό τήν Εγκαθίδρυση τού ιταλικού -κράτους καί τό δτι ύπάρχει άπό τότε είναι μ:α άπόδειξη για τήν έξήγηση τής καθυστέρησης τής Ενωτικής - πολιτικής - Εθνικής μορφοποίησης τής χερσονήσου: Τό βιβλίο τού Ρουτζέρο Μπόνκι πάνω στή μή δημοτικότητα τής Ιταλικής λογοτεχνίας. ’Ακόμα καί τό ζήτημα τής γλώσσας, δπως μπήκε άπό τό Μαντσόνι, άντανακλα αύ- τό τό πρόβλημα, τό πρόβλημα τής ήθικής καί πνευματικής ένότητας τού Εθνους ·καί τού κράτους, άναζητουμένης στήν Ενότητα τής γλώσσας. ’Αλλά ή ένότητα τής γλώσσας είναι Ενα άπό τά Εξωτερικά χαρακτηριστικά καί δχι άποκλειστι- κά άναγκαϊο, τής έθνικής ένότητας: Εν πάση περιπτώσει είναι Ενα άποτέλεσμα καί βχι μια αιτία. Κείμενα τού Φ. Μαρτίνι για τό θέατρο: στό θέατρο ύπάρχει καί συνεχίζει ν’ ά- ναπτύακται μιά όλόκληρη λογοτεχνία.
Στήν ’Ιταλία Ελειψε πάντα καί συνεχίζει να λείπει μιά. Εθνικολαϊκή λογοτεχνία, άφηγηματική καί άλλου είδους (στήν ποίηση Εχουν λείψει οί τύποι σάν τόν Μπερανζέρ καί
γενικά 6 τύπος τού γάλλου chansonnier). Παρ’ δλ’ αύτα Εχουν ύπάρξει λαϊκοί συγγραφείς, μεμονωμένοι, πού είχαν μεγάλη Επιτυχία: Ό Γκουεράτσι είχε Επιτυχία καί τά βιβλία του συνεχίζουν να Εκδίδονται καί νά διαδίδονται' ή Καρολίνα Ίνβερνίτσιο διαβάστηκε καί ίσως συνεχίζει νά διαβάζεται, παρά τό γεγονός δτι είναι πιό χαμηλού Επιπέδου άπό ’κείνο τού Πονσόν καί τού Μοντεπέν. Ό Φ. Μαστριάνι διαβάστηκε, κ.λ.π. *.
Μέ τήν άπουσία μιας δικής τους «σύγχρονης» λογοτε
* Ό Τζ. ΙΙαπίνι έγραφε ένα ipBfc γ ιά τήν Ίνίερνίτσιο στό «Resto del Carlino», κατά τή διάρκεια ιοΟ πολέμου, γύρω oxi 1916. ΙΙρέπει v i έξετάσουμε £ν τό &ρθρο συμπεριλήφθηκε οέ τόμο. Ό Πα- πίνι έγραψε κάτι τό ένδιαφέρον γ ι ’ αυτήν τήν τίμια κότα τής λαϊ- κής λογοτεχνίας, σημειώνοντας άκριίβς π61ς θά γινόταν αύτή v i διαβαστεί άπό τόν λαουτζίκο.
164
χνίας, μερικά στρώματα τοΟ λαοΟ Ιχουν Ικανοποιήσει μέ διάφορους τρόπους τίς πνευματικές καί καλλιτεχνικές άναγκαιό- τητες πού άκόμα ύπάρχουν, άκόμα κι άν είναι σέ στοιχειώδη καί άσαφή μορφή: διάδοση τού ίπποτικοδ μεσαιωνικού μυθιστορήματος — «01 βασιλείς τής Γαλλίας», «Γκουερίνο, δ λεγόμενος άθλιος» — Ιδιαίτερα στή νότια ’Ιταλία καί στά βουνά. 01 «Μάηδες» 36 στήν Τοσκάνη (τά θέματα, πού ξαναπα- ρουσίαζαν οί «μάηδες», Ιχουν πορθεί άπό βιβλία, διηγήματα, καί Ιδιαίτερα άπό θρύλους πού Ιγιναν λαϊκοί, δπως ή Πία των Πτολεμαίων, ύπάρχουν διάφορες έκδόσεις γιά τούς «Μάηδες» καί τό ρεπερτόριό τους).
01 λαϊκοί άπέτυχαν στό Ιστορικό καθήκον τους νά Εκπαιδεύσουν καί νά έπεξεργαστοδν τήν πνευματικότητα καί τήν ήθική συνείδηση τοδ λαοϋ - Ιθνους, δέν είχαν τή δυνατότητα νά δώσουν μιά Ικανοποίηση στίς πνευματικές άναγκαι- ¿τητες τοϋ λαοϋ: άκριβώς έπειδή δέν ήταν άντιπρόσωποι μιας λαϊκής κουλτούρας, έπειδή δέν κατάφεραν νά έπεξεργαστοΟν Ινα σύγχρονο «άνθρωπισμό», ικανό νά διαδοθεί μέχρι τά πιό ά|ΐαθή καί άκαλλιέργητα στρώματα, δπως ήταν άναγκαϊο άπό έθνική άποψη, γιά νά συνεχίσουν νά συνδέονται μ’ 2ναν άπαρχαιωμένο κόσμο, γεμάτο έλαττώματα, άφηρημένο, πολύ ¿γω'.στικό καί έλιτίστικο. Ή γαλλική λαϊκή λογοτεχνία, πού είναι ή πιό διαδεδομένη στήν ’Ιταλία, άντιπροσωπεύει, άντίθετα, σέ μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, μ’ Ιναν τρόπο που μπορεΐ νά είναι λιγότερο ή περισσότερο συμπαθητικός, αυτόν τόν σύγχρονο άνθρωπισμό, αύτόν τόν λαϊκισμό σύγχρονο μέ τόν τρόπο του: τόν έκπροσωποΰσαν δ Γκουεράτσι, δ Μαστρι- άν. καί λίγοι άκόμα συγγραφείς χωρικοί, άνθρωποι τοΟ λαοΟ. Άλλά άν ο[ λαϊκοί ίχουν άποτύχει, οί Καθολικοί δέν είχαν χαλύτερη έπιτυχία. Δέν είναι άνάγκη νά παρασυρθοΟμε άπό ψευδαισθήσεις έπειδή δρισμένα καθολικά βιβλία ίχουν μιά μέτρια διάδοση: αύτή όφε'ίλεται στήν πλατιά καί δυνατή δρ- γάνωση τής Εκκλησίας, δχι σέ μιά ισχύ έξάπλωσης σέ βά- 6ος: τά βιβλία δωρίζονται στίς άπειράριθμες τελετές καί διαβάζονται μέ τήν άπελπισία καί τήν έπιβολή γιά τιμωρία.
Εντυπωσιάζει τό γεγονός δτι στό πεδίο τής περιπετειώδους φιλολογίας οί Καθολικοί δέν κατάφεραν νά ποΟν τί-
165
ποτ’ άλλο παρά ευτελή πράγματα, 4ν κι αυτοί Ιχουν μιά %(φ- της τάξεως πηγή, άπό τά ταξίδια καί τή θελκτική — τή συχνά έπικίνδυνη— ζωή τών ιεραποστόλων. Παρ’ δλ’ αύτά, άκΛμα καί στήν περίοδο τής μεγαλύτερης διάδοσης τού γεωγραφικού περιπετειώδους μυθιστορήματος, ή σχετική λογοτεχνία τών Καθολικών ήταν φτωχή καί μέ κανέναν τρότ πο δέν συγκρινότανε μέ έκείνη τή λαϊκή γαλλική, άγγλική καί γερμανική: οΕ περιπέτειες τοϋ καρδινάλιου Μασάια στήν Άβυσσηνία είναι τ6 πιό άξιοσημείωτο βιβλίο, κατά τ’ άλλα εισέβαλαν τά βιβλία τοϋ Ούγκο Μιόνι (Εερέα Ιησουίτη) πού είναι κατώτερα άπ6 κάθε άναγκαιότητα. ’Ακόμα καί στή λαϊκή έπιστημονική λογοτεχνία, οί Καθολικοί Εχουν πολύ λίγα πράγματα νά παρουσιάσουν, παρά τούς μεγάλους τους Αστρονόμους, σαν τ6ν πατέρα Σέκκι (Ιησουίτη) καί παρά τό δτι ή Αστρονομία είναι ή έπιστήμη πού ένδιαφέρει περισσότερο τό λαό. Αύτή, ή Καθολική λογοτεχνία, κάθιδρη άπό τήν Ιησουίτικη απολογητική, σάν τή μουσούδα τοϋ μοσχαριού, χορτάτη άπό τήν μικροπρεπή ποταπότητα. Ή άνε- πάρκεια τών Καθολικών διανοουμένων καί ή μικρή έπιτυ- χία τής λογοτεχνίας τους είναι μιά άπό τΙς πιο εύγλωττες άποδείξεις τού βαθιού χάσματος, πού ύπάρχει άνάμεσα στή θρησκεία καί στό λαό: αύτός βρίσκεται σέ μιά άθλιότατη κατάσταση άδιαφορίας καί Ιλλειψης μιας ζωογόνας πνευματικής ζιοής: ή θρησκεία Ιχει παραμείνει στήν κατάσταση τής δεισιδαιμονίας, μά δέν άντικαταστάθηκε άπό μιά νέα λαϊκή καί άνθρωπιστική ήθικότητα, λόγω τής άδυναμίας τών λαϊκών διανοουμένων, (ή θρησκεία οδτε άντικαταστάθηκε οδτε διαφοροποιήΟηκε οδτε Ιγινε έθνική βαθύτατα δπως σέ άλλες χώρες, δπως 6 ίδιος 6 Ιησουιτισμός στήν ’Αμερική: ή λαϊκή ’Ιταλία βρίσκεται άκόμα στίς συνθήκες πού δημιουρ- γηθηκαν άμεσα άπό τήν ’Αντιμεταρρύθμιση: ή θρησκεία, συνδυάστηκε πολύ περισσότερο μέ τό είδωλολατρικό φολκλόρ καί παρέμεινε σ’ αύτδ τό στάδιο.
Τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες Αντικαθιστά (καί ύποβο- ηθά συγχρόνως) τή φαντασία τοϋ άνθρώπου τοϋ λαοϋ, είναι 5να πραγματικό δνειρο μέ άνοιχτά μάτια. Ά ς δοϋμ£ αύτό πού ύποστηρίζουν 6 Φρόυντ καί οί ψυχαναλυτές γιά τό δνει-
166
ρο μέ άνοιχτά μάτια. Σ ’ αύτή τήν περίπτωση, μπορεΐ νά εΐ- πωθεϊ δτι, στό λαό, ή φαντασία έξαρτάται άπό τό σύμπλεγμα κατωτερότητας (κοινωνικής), πού καθορίζει μεγάλες φαντασιώσεις γ*.ά τήν πρόθεση έκδίκησης, τιμωρίας τών ύπαι- τίων γιά τά πάθη πού Ιχουν ύποφέρει, κλπ. Στόν «Κόμη Μον- τεχρήστο», ύπάρχουν δλα τά στοιχεία πού νανουρίζουν αδ- τές τίς φαντασιώσεις, ώστε νά προσφέρουν Ινα ναρκωτικό πού καταπραΰνει τήν έντύπωση τοΰ κακοΰ, κλπ.
λαϊκοί ανγγραφεις.
Στό «Marzocco», στίς 13 Σεπτέμβρη 1931, δ ’Αλντο Σοράνι (πού έπανειλημμένα άσχολήθηκε, σέ διάφορα περιοδικά κι έφημερίδες, μέ τή λαϊκή λογοτεχνία) δημοσίευσε I- να άρθρο: «Σύγχρονοι λαϊκοί μυθιστοριογράφοι», δπου σχολιάζει τή σειρά τών σχεδιασμάτων γιά τούς «Διάσημους ά- γνώστους», δημοσιευμένων άπό τόν Σαρενσόλ στή «Nouvelles Littéraires» (γι’ αύτά ύπάρχει σημείωση παρακάτω). Πρόκειται γιά δημοφιλέστατους συγγραφείς περιπετειωδών μυθιστορημάτων σέ συνέχειες, άγνωστων — ή σχεδόν— στό λόγιο κοινό, λατρεμένα δμως καί τυφλά άκολουθημένα άπό ’κεϊνο τό πιό μεγάλο άναγνωστικό κοινό, πού καθορίζει τή μαστοδοντική κυκλοφορία καί πού άπό λογοτεχνία δέν καταλαβαίνει μέν τίποτα, άλλά θέλει νά ένδιαφέρεται καί νά παθιάζεται μέ τΙς συναισθηματικές πλοκές τών περιπετειών μέ έρωτες καί έγκλήματα. Γιά τό λαό α ύ τ ο ί ε ί ν α ι ο t ά λ η θ ι ν ο ί σ υ γ γ ρ α φ ε ί ς , καί δ λαός νιώθει γι’ αύτούς ενα θαυμασμό καί μιάν ευγνωμοσύνη πού αυτοί οί μυ- θιστοριογράφοι τά διατηροΰν άκοίμητα, προμηθεύοντας τούς έκδότες καί τούς άναγνώστες Ιναν δγκο Ιργου, τόσο συνεχές καί τόσο έπιβλητικό, ώστε φαίνεται άπίστευτο καί άναπό- δεικτο άπό δυνάμεις, δέ λέω διανοητικές, άλλά φυσικές. *0 Σοράνι παρατηρεί δτι αύτοί οί συγγραφείς «Ιχουν άφοσιωθεΐ σ’ Ινα έξαντλητικό Ιργο καί προσφέρουν μιά πραγματικά κοινή ύπηρεσία, άφοΰ άτέλειωτες δμάδες άναγνωστών καί ά- ναγνωστριών δέν μποροΰν νά κάνουν χωρίς αύτά καί οί έκ-
167
δότες πραγματοποιούν ύπέρογκα κέρδη άπό τήν άσταμάτητη δραστηριότητά τους». Ό Σοράνι χρησιμοποιεί τήν Εκφραση τής «πραγματικά κοινής ύπηρεσίας», άλλά τής δίνει Εναν εύτελή όρισμό, πού δέν άνταποκρίνεται σ’ Εκείνον πού γι’ αύτόν γίνεται λόγος σ’ αύτές τΙς σημειώσεις.
Ό Σοράνι σημειώνει δτι αύτοί οί συγγραφείς, δπως φαίνεται άπό τ’ άρθρα τοΰ Σαρενσόλ, «Εχουν κάνει πιό αυστηρά τά ήθη τους καί γενικά πιό Εντιμη τή ζωή τους Εδώ καί πά- ρα πολύ καιρό, ετσι που ό Πονσόν ντί Τερέλ ή ό Ξαβιέ ντέ Μοντεπέν άπαιτούσαν μ·.ά κοσμική φήμη καί Εκαναν τά πάντα για νά τή σιγουρέψουν... ύποστηρίζοντας δτι, τελικά, αύ- τοί δέν διέφεραν, άπό τους περισσότερο άκαδημαϊκούς συναδέλφους τους, σέ τίποτ’ άλλο παρά σέ μιά διαφοροποίηση στόν τρόπο γραφής. Έγραφαν δπως μιλοΟσαν, Ενώ οί άλλοι Εγραφαν διαφορετικά άπ’ δ,τι μιλοΟσαν (!)». Παρ’ δλ’ αύτά, ά- κόμα κι οί «διάσημοι άγνωστοι» άποτελοϋν κομμάτι, στή Γαλλία, συνδέσμων λογίων σάν τόν Μοντεπέν. "Ας ΘυμηΘοΟμε άκόμα καί τό μίσος τοΟ Μπαλζάκ για τόν ΣοΟε γιά τις κοσμικές καί οίκο νομικές Επιτυχίες του.
Γράφει άκόμα ό Σοράνι : «Μιά δχι άμελητέα πλευρά τής Επιμονής Εκείνης τής λαϊκής λογοτεχνίας... προσφέρεται άπό τό πάθος τού κοινοϋ. ΕΙδικότερα, τό πολυπληθές γαλλικό κοινό, εκείνο τό κοινό πού ό καθένας θεωρεί δτι είναι τό πιό Εμπειρο, κριτικό καί blase τού κόσμου, παρέμεινε πιστό στό περιπετειώδες μυθιστόρημα σέ συνέχειες. Προλεταριάτο καί άσχιν.ή τάξη είναι άκάμα σέ μεγάλες μάζες τόσο άφελεϊς ( ! ) , πού Εχουν άκόμα άνάγκη άπό τά άτελείωτα συγκινητικά καί συναισθηματικά άφηγήματα, τά φρικιαστικά ή τά larmoyants γιά καθημερινή τροφή τής περιέργειας καί τής συναισθημα- τικότητάς τους, πού Εχουν άκόμα άνάγκη νά συμμετέχουν ά- νάμεσα στού; ήρωες τής παρανομίας καί σ’ Εκείνους τοΟ δίκιου τής Εκδίκησης». «Σ’ άντίθεση μέ τό γαλλικό κοινό, τό άγγλικό ή τό άμερικάνικο Εχει στραφεί στό Ιστορικό - περιπετειώδες μυθιστόρημα [καί οι γάλλοι, δχι;] ή σ’ Εκείνο τής άστυνομικής περιπέτειας κ.λ.π. [κοινοί τόποι στούς Εθνικούς χαρακτήρες]».
«’Οσο γιά τήν ’Ιταλία, πιστεύω δτι θά μπορούσε νά γί
νει ή έρώτηση γιατί ή λαϊκή λογοτεχνία δέν είναι δημοφιλής στήν ’Ιταλία». Δέν είναι Ακριβές" δέν ύπάχουν στήν ’Ιταλία, συγγραφείς, άλλά οί Αναγνώστες είναι Ινα πλήθος. «ΜετΑ τόν Μαστριάνι καί τήν Ίνβερνίτσιο, μοϋ φαίνεται δτι λείπουν άνάμεσά μας οί μυθιστοριογράφοι, οί ικανοί νΑ κατακτήσουν τόν δχλο, κάνοντας να τρομάξει καί νΑ κλάψει Ινα κοινό Αφελών, ευκολόπιστων καί Αχόρταγων Αναγνωστών. Γιατί αύτή ή κατηγορία μυθιστοριογράφων δέ συνέχισε ( ;) να ριζώνει Ανάμεσά μας. Ή ταν ή λογοτεχνία μας Ακόμα καί στα θεμέλιά της τόσο Ακαδημαϊκή καί λόγια; Οί έκδότες μας δέν ήξεραν Αραγε να καλλιεργήσουν Ινα φυτό πού νο- μιζόταν γιΑ πολύ ευτελές; "Η έμεϊς, Ακόμα καί σ’ αύτό τό, πεδίο, νιώθαμε καί νιώθουμε ικανοποιημένοι μέ τό νΑ είσΑ- γουμε δ,τι παράγουν οί Αλλες Αγορές; Βέβαια, δέν ύπάρχει τόση Αφθονία — δπως στή Γαλλία — «διΑσημων Αγνώστων» ■καί ΘΑ πρέπει να ύπΑρχει μιΑ κάποια αιτία, πού ϊσως θ’ Αξιζε τόν κόπο νΑ τήν ψάξουμε».
Διάφορα εϊόη λαϊκού μνϋιστορήματος.
Τπάρχει μιΑ όρισμένη ποικιλία κατηγοριών λαϊκοϋ μυθιστορήματος ικαί Αξίζει νΑ σημειωθεί δτι, παρΑ τό δτι δλα τΑ εΓδη ταυτόχρονα Απολαμβάνουν μιΑ κΑποια διάδοση κι έ- πιτυχία, προέχει δμως κατ’ έξοχήν ενα Από αύτά. Άπό αύτή τήν όπεροχή είναι δυνατό νΑ καθοριστεί μιΑ Αλλαγή στΑ βασικά γούστα, έτσι δπως Από τήν παράλληλη έπιτυχία τών διαφόρων κατηγοριών μπορεϊ ν’ Αποδειχτεί δτι ύπΑρχουν στό λαό διάφορα πολιτιστικά στρώματα, διάφορες «μάζες συναι- σθημΑτων», ύπερέχουσες στό Ινα ή στό Αλλο στρώμα, διάφορα «πρότυπα ήρώων» λαϊκών. Τό να καθοριστεί Ινας κατάλογος Απ’ αύτΑ τα εΓδη καί ν’ Αποδειχτεί ιστορικά ή σχετική μικρότερη ή μεγαλύτερη έπιτυχία τους ίχει έπομένως μιΑ σημασία δσον Αφορά στούς στόχους αυτοϋ έδώ τοϋ δοκίμιου: 1) Κατηγορία Βίκτωρ Ούγκώ, Ευγένιος Σοϋε («Οί Άθλιοι», «Τα μυστήρια τών Παρισίων») μέ χαρακτήρα σαφώς ιδεολογικό - πολιτικό, δημοκρατικής τάσης δεμένης μέ τις Ιδεο
169
λογίες τού 1400. 2) Κατηγορία συναισθηματική, δχι πολιτική μέ στενή έννοια, πού δμως σ’ αύτήν βρίσκει τήν έκφρασή του αυτό πού θά μπορούσε να καθοριστεί σαν «μιά συναισθηματική δημοκρατία.) (Ρίσεμπουργκ, Ντεκουρσέλ, κλπ.) · 3) Κατηγορία, πού παρουσιάζεται σάν ικαθαρή σκευωρία, άλλά έχει ενα Ιδεολογικό περιεχόμενο συντηρητικό - άντιδραστικό (Μοντεπέν) · 4) Τό Ιστορικό μυθιστόρημα τού ’Αλεξ. Δοι*- μά καί τού Πονσόν ντί Τερέλ, πού έκτός άπό Ιστορικό χαρακτήρα έχει καί Ιδεολογικο-πολιτικό, άλλα λιγότερο σαφή: Ό Πονσόν ντί Τερέλ, δμως, είναι συντηρητικός - άντιδραστι- κός καί ή έξύψωση τών άριστοκρατών καί τών πιστών ύπη- ρετών τους ϊχει ένα χαρακτήρα ξεκάθαρα διαφορετικό άπό τΙς Ιστορικές άφηγήσεις τού ’Αλεξάνδρου Δουιμά, πού, παρ* δλ’ αύτά, δέν ϊχει μιά τάση σαφώς δημοκρατικο-πολιτική, άλ- λα διαπνέεται άπό γενικά καί «δχι ένεργητικά» δημοκρατικά συναισθήματα, καί συχνά πλησιάζει τή «συναισθηματική» κατηγορία’ 5) Τό άστυνομικό μυθιστόρημα, στίς δύο του δ- ψεις (Λεκόκ, Ροκαμπόλ, Σέρλοκ Χόλμς, ’Αρσέν Λουπέν, κλπ.)- 6) Τό μυθιστόρημα τρόμου (φαντάσματα, μυστηριώδη κάστρα κλπ.: "Αννα Ράντκλιφ, κλπ.)" 7) Τό μυθιστόρημα Επιστημονικής περιπέτειας, ταξιδιωτικό, που μπορεί v i είναι παρατραβηγμένο ή άπλά περιπετειώδες.
Κάθε μιά άπ’ αύτές τΙς κατηγορίες έχει υστέρα διαφορετικές έθνικές έκφράσεις (στήν ’Αμερική τό περιπετειώδες μυθιστόρημα είναι ή έποποιία τών έξερευνητών, κλπ.). Μπορεί να παρατηρηθεί πώς στή συνολική παραγωγή κάθε χώρας ύποβόσκει ενα έθνικιστικϊ συναίσθημα, δχι λεκτικά έκφρασμένο, άλλα ύπονοούμενο έπιτήδεια στήν άφήγηση. Στόν Βέρν καί στους γάλλους τό άντιαγγλικό συναίσθημα, δεμένο μ* τό χάσιμο τών άποικιών καί μέ τήν ένόχληση άπό τΙς θαλασσινές ήττες, είναι πολύ ζωντανό: Στό περιπετειώδες, ταξιδιωτικό, μυθιστόρημα, οΐ γάλλοι δέν συγκρούονται μέ τους γερμανούς, άλλα μέ τούς άγγλους. Τό άντιαγγλικό, δμως, συναίσθημα είναι ζωντανό άκόμα καί στό Ιστορικό μυθιστόρημα καί φτάνει μέχρι καί τό συναισθηματικό (π.χ. Γεωργία Σάνδη: άντίδραση γιά τόν έκατονταετή πόλεμο καί
170
γιά τή δολοφονία τής Ζάν ντ’ Ά ρ κ καί για τδ τέλος τοϋ Ναπολέοντα).
Στήν ’Ιταλία, καμιά άπ’ αύτές τίς κατηγορίες δέν είχε (πολυάριθμους) συγγραφείς κάποιος άξίας (δχι λογοτεχνικής άςίας, άλλά «έμπορικής», έφευρετικότητας, Εξυπνης κατασκευής σκευωριών, πολυμήχανων, vai, άλλά έπεξεργασμέ- νων μ’ εναν δρισμένο δρθολογισμδ). Οδτε κι αύτδ τδ άστυ- νομικδ μυθιστόρημα, πού είχε τόση διεθνή έπιτυχία (καί χρηματική για τούς συγγραφείς καί τούς έκδότες) είχε στήν· ’Ιταλία τούς συγγραφείς του. Κι δμως, πολλά μυθιστορήματα, είδικά Ιστορικά, έχουν πάρει σά θέμα τους τήν ’Ιταλία καί τά ιστορικά γεγονότα τών πόλεων της, τών έπαρχιών, τών θεσμών καί τών άνθρώπων. Έτσι, ή Ιστορία τής Βενετίας, μέ τΙς πολιτικές όργανώσεις της, Εδωσε καί συνεχίζει νά δίνει θέματα στούς λαϊκούς μυθιστοριογράφους δλων τών χωρών, έκτδς άπδ τήν ’Ιταλία. Μια κάποια έπιτυχία είχε στήν ’Ιταλία ή λαϊκή λογοτεχνία ή σχετική μέ τή ζωή τών ληστών, άλλά ή παραγωγή είναι πάρα πολύ χαμηλής άξίας.
Ή τελευταία καί πιδ πρόσφατη κατηγορία είναι ή έρω- τική ζωή, πού μέ κάθε τρόπο άντιπροσωπεύει μιάν άσυνεί- δητη προσπάθεια νά ικανοποιηθούν οί πολιτιστικές άνάγκες δρισμένων λαϊκών στρωμάτων, πολιτιστικά πιδ Εμπειρων, πού δέν ικανοποιούνται μέ τήν Ιστορία τής κατηγορίας τού Δου- μά. Άκόμα κι αύτή ή λογοτεχνία δέν Εχει στήν ’Ιταλία πολλούς έκπροσώπους (Ματζουκέλι, Τσέζαρε Τζιαρντίνι, κλπ.) : Ό χ ι \υίνο οί Ιταλοί συγγραφείς δέ συγκρίνονται άριθμητικλ στδ έπίπεδο τής παραγωγής καί λογοτεχνικών χαρισμάτων πού προσφέρουν εύχαρίστηση στούς γάλλους, στούς γερμα- νούς, στούς άγγλους, άλλα αύτδ πού είναι πιδ σημαντικό, αό- τοί διαλέγουν τά θέματά τους Εξω άπδ τήν ’Ιταλία (δ Μα- τζουκέλι καί δ Τζιαρντίνι στή Γαλλία, δ Έουκάρντο Μομι- λιάνο στήν Α γγλία), γιά νά προσαρμοστούν στδ λαϊκδ ιταλικό γούστο, πού εχει διαμορφωθεί άπδ τά Ιστορικά μυθιστορήματα, είδικότερα άπδ τά γαλλικά. Ό ίταλδς λόγιος δέν θά Εγραφε μιά έρωτική βιογραφία τού Μασανιέλο, τού Μι- κέλε ντί Λάντο, τοϋ Κόλα ντί Ριέντζο, χωρίς νά αίσθάνεται ύποχρεωμένος νά τήν παραγεμίσει μέ άνιαρές, ρητορικές
171
•«σφήνες γιά στήριξη», γιατί δέν είναι πιστευτά, δέν μπορεΐ Ύά τά σκεφτεΐ... κ.λ.π. ’Αληθεύει δτι ή έπιτυχία τών έρωτι- κών βίων ίχει παρακινήσει πολλούς έκδότες ν’ άρχίσουν τή δημοσίευση βιογραφικών σειρών, άλλά πρόκειται γιά βιβλία πού ίχουν τήν ίδια σχέση μέ τήν έρωτική Ιστορία, πού ϊχει καί ή «Καλόγρια τής Μόντζα» μέ τόν «Κόμη Μοντεχρήστο». Πρόκειται γιά τό συνηθισμένο βιογραφικό σχήμα, συχνά φιλολογικά άλάνθαστο, πού μπορεΐ νά βρει τό πολύ - πολύ καμιά χιλιάδα άναγνωστών, μά πού δέν μπορεΐ νά γίνει δημοφιλές.
Πρέπει νά σημειωθεί δτι μερικές άπό τις κατηγορίες λαϊκού μυθιστορήματος πού προαναφέρθηκαν ϊχουν μιάν ά- ναλογία στό θέατρο καί σήμερα στόν κινηματογράφο. Στό θέατρο, ή άξιοσημείωτη έπιτυχία τού Ντάριο Νικοντέμι ό- φείλεται βέβαια σ’ αυτό πού έκεϊνος μπόρεσε νά δραματοποι- ήσει, άφετηριακά σημεία καί κίνητρα, δεμένα μ’ ϊξοχο τρόπο στή λαϊκή ιδεολογία" δπως στό «Σκάμπολο», «Άϊγκρέτ», στή «Βολάτα», κλπ. ’Ακόμα καί στόν Τζοακίνο Φορτσάνο ύ- ■πάρχει κάτι τέτοιο, άλλά πάνω στό πρότυπο τοϋ Πονσόν ντί Τερέλ, μέ συντηρητικές τάσεις. Τό θεατρικό ?ργο πού είχε τή μεγαλύτερη λαϊκή έπιτυχία είναι τό «Λά μόρτε τσιβίλε» τοϋ Τζιακομέτι, Ιταλικού χαρακτήρα: Δέν είχε άξιους ή- θοποιούς (μέ τή μή λογοτεχνική Ιννοια, πάντα). Σ’ αυτή τή θεατρική διανομή μπορεΐ νά σημειωθεί πώς μιά όλόκληρη σειρά θεατρικών συγγραφέων, μεγάλης φιλολογικής άξίας, μπορούν ν’ άρέσουν πάρα πολύ άκόμα καί στό λαϊκό κοινό: Τό «Κάζα ντί μπάμπολα» (κουκλόσπιτο), τοϋ Ίψεν, είναι ευχάριστο στους κατοίκους τής πόλης, στό βαθμό πού τά πα- ρουσιαζόμενα συναισθήματα καί ή ήθική τάση τοϋ συγγραφέα, βρίσκουν μιά βαθιά άπήχηση στήν ψυχολογία τοϋ λαοϋ. Καί τί, άλλωστε, θά Ιπρεπε νά είναι τό λεγόμενο «θέατρο τών Ιδεών», άν δχι αότό: οΐ άναπαραστάσεις τών παθών, δεμένες μέ τά ήθη, μέ δραματικές λύσεις, πού παρουσιάζουν μιά «σταδιακή» κάθαρση, πού παρουσιάζουν τό θεατρικό £ρ- γο τής πιό προοδευτικής πνευματικά καί ήθικά μερίδας μιδς κοινωνίας, καί πού έκφράζουν τήν ύπερμεγέθη Ιστορική άνά- πτυξη στά ίδια ύπάρχοντα ϊθιμα; Αύτά τά πάθη κι αδτό τό
172
θεατρικό έργο δμως πρέπει ν’ Αναπαραστώνται καί δχι ν” Αναπτύσσονται σαν μιά τοποθέτηση, μιά προπαγανδιστική συζήτηση δηλαδή, ό συγγραφέας πρέπει νά ζεΐ στόν πραγματικό κόσμο, μ’ δλες τις Αντιφατικές Αναγκαιότητες οδτε νά έκφράζει συναισθήματα, πού τά Ιχει πΑρει μονάχα Από τά. βιβλία.
Μυθιστόρημα και λαϊκό θέατρο.
Τό λαϊκό θεατρικό Ιργο όνομάζεται μέ μιά περιφρονητική σημασία δράμα ή δραμώνας τής Αρένας, ϊσως γιατί ύ- πάρχουν σέ μερικές πόλεις θέατρα ύπ αίθρια πού όνομάζονται Αρένες. (Ή ’Αρένα τοϋ 'Ηλιου στή Μπολόνια). ’Ας θυμηθούμε αύτό πού Ιγραψε ό Έντουάρντο Μπουτέ γιά τά κλασικά θεάματα (Αίσχύλος, Σοφοκλής), πού ό θίασος τής «Σταθερής Κομπανίας» τής Ρώμης, διευθυνόμενη Ακριβώς Από- τόν Μπουτέ, έδινε στήν ’Αρένα τοϋ 'Ηλιου στήν Μπολόνια -ή Δευτέρα, μέρα τών πλυστρών, καί γιά τή μεγάλη έπιτυ- χία πού είχαν αύτές οΕ παραστάσεις *.
Πρέπει έπίσης νά τονιστεί ή έπιτυχία πού είχαν πάντα στίς λαϊκές μάζες μερικά θεατρικά ίργα τοϋ Σαίξπηρ, αύτό πού άποδεικνύει Ακριβώς πώς είναι δυνατό γιά μερικούς νά είναι μεγάλοι καλλιτέχνες καί ταυτόχρονα «λαϊκοί».
Στό «Marzocco», στίς 17 Νοέμβρη τοϋ 1929 δημοσιεύτηκε μιά σημείωση τού Γκάιο (’Αντόλφο Όρβιέτο) πολύ σημαντική: «"Νταντόν” , τό μελόδραμα καί τό "μυθιστόρημα στή ζωή”». Ή σημείωση λέει: «Μιά θεατρική συντροφιά πού “δημιουργήθηκε” πρόσφατα καί πού συμπεριέλαβε ένα ρεπερτόριο μεγάλων λαϊκών θεαμάτων, άπό τόν «Κόμη Μοντε- χρήστο» μέχρι τΙς «Δύο όρφανές» μέ τή δικαιολογημένη έλ- πίδα νά ξαναφέρει λίγο κόσμο στό θέατρο, είδε νά είσακούον-
* Αυτές οί Αναμνήσεις τής θεατρικής ζωής τοΟ Μπουτέ είχαν δημοσιευτεί γιά πρώτη φορά στό περιοδικό «Il Viandante», πού èx- διδόταν στό Μιλάνο, Από τόν Τομάζο Μονιτσέλι, ατά χρόνια 1908- 1909.
na
ται οί έπιθυμίες της στή Φλωρεντία,, μ’ Ινα πρόσφατο θεατρικό Εργο Ούγγρου συγγραφέα μέ ύπόθεση παρμένη άπό τή γαλλική Επανάσταση: «Νταντόν». Τό θεατρικό Εργο είναι τοΰ ντέ Πεκάρ καί είναι «καθαρά παθητική» δραματική ύπόθεση μέ φανταστικές λεπτομέρειες Ισχατης Ελευθερίας» (π.χ. δ Ροβεσπιέρος, δ ΣαΙν - Ζύστ παρίστανται στή δίκη τοϋ
Νταντόν καί φιλονικούν μαζί του, κλπ.). «’Αλλά είναι δραματική ύπόθεση φτιαγμένη Επιπόλαια, πού μεταχειρίζεται τΙς παλιές άλάνθαστες μεθόδους τοΰ λαϊκού θεάτρου, χωρίς Ιπικίνδυνες παρεκκλίσεις τής Ιποχής. 'Ολα είναι στοιχειώδη, περιορισμένα, δριστικά. Οί δυνατές πινελιές καί οί κραυγές έναλάσσονται μέ τά κατάλληλα σβησίματα καί τό κοινό άνασαίνει καί συγκατατίθεται. Δείχνει νά παθιάζεται καί νά διασκεδάζει. Είναι δμως αύτός 6 καλύτερος δρόμος γιά νά τό ξαναφέρουιμε στό θέατρο πρόζας;»
Τό συμπέρασμα τοΰ Όρβιέτο είναι σημαντικό. Έτσι στά1929, γιά νά έχουμε στό θέατρο κοινό, είναι άνάγκη νά παρουσιάσουμε τόν «Κόμη Μοντεχρήστο» καί τΙς «Δύο όρφανές» καί στά 1930, γιά νά διαβάζονται οί έφημερίδες είναι άνάγκη νά δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τόν «Κόμη Μοντεχρήστο» καί τόν «Τζιουζέπε Μπάλσαμο».
Ό Βέρν καί τό ιαξιδιωιικο-έηιοτημονικό μυθιστόρημα.
Στά βιβλία τοΰ Βέρν δέν ύπάρχει ποτέ τίποτα τό όλο- κληρωτικά άδύνατο: Οί «δυνατότητες», πού διαθέτουν οί ή- ρωες τοΰ Βέρν, είναι άνώτερες άπό Εκείνες πού ύπάρχουν πραγματικά στήν Ιποχή του, άλλά δχι πολύ άνώτερες καί ιδιαίτερα δχι «Εξω» άπό τή γραμμή άνάπτυξης τών Επιστημονικών κατακτήσεων πού πραγματοποιούνται: ή φαντασία δέν είναι δλοκληρωτικά «αυθαίρετη» καί γι’ αύτό Εχει τήν Ικανότητα νά Εξάπτει τήν φαντασία τοΰ άναγνώστη, πού Εχει κιόλας κατακτηθεί άπό τήν Ιδεολογία τής άναπόφευκτης Επιστημονικής προόδου γιά τήν κυριαρχία καί τόν Ελεγχο τών φυσικών δυνάμεων.
Διαφορετική είναι ή περίπτωση τοΰ Ούέλς καί τοΰ Πόε,
174
δπου άκριβώς κυριαρχεί κατ’ έξοχήν τό «αόθαίρετο», 4ν καί τδ σημείο έκκίνησης μπορεϊ νά είναι λογικό καί τοποθετημένο μέσα σέ μιά συγκεκριμένη έπιστημονική πραγματικότητα: στόν Βέρν υπάρχει ή συμμαχία τοϋ άνθρώπινου πνεύματος καί τών ύλικών δυνάμεων στόν Ούέλς καί στδν Πόε τό άν- θρώπινο πνεΰμα υπερισχύει καί γι’ αύτδ 6 Βέρν στάθηκε περισσότερο δημοφιλής, έπειδή ήταν περισσότερο κατανοητός. Αύτή, δμως, ή ισορροπία στα ρομαντικά κατασκευάσματα τοϋ Βέρν Ιγινε συγχρόνως Ινα δριο, στο χρόνο, στή δημοτικό- τητά του (έκτδς άπδ τήν έλλιπή καλλιτεχνική άξία) : ή I- πιστήμη Ιχει ξεπεράσει τδν Βέρν καί τά βιβλία του δέ «διεγείρουν» πια «τήν ψυχή».
Κάτι παρόμοιο μπορεϊ νά ειπωθεί για τΙς Αστυνομικές περιπέτειες, π.χ. τοϋ Κόναν Ντόυλ' για τήν έποχή τους ήταν συναρπαστικές, σήμερα δέν προκαλοϋν σχεδόν τίποτα κι αύτό για διάφορους λόγους: γιατί δ κόσμος τών Αστυνομικών κατορθωμάτων είναι σήμερα πιδ γνωστός, Ινώ δ Κόναν Ντόυλ, σ’ Ινα μεγάλο βαθμό, τδν άποκάλυπτε τουλάχιστο σ’ ενα μεγάλο άριθμδ φιλήσυχων άναγνωστών. ’Ιδιαίτερα δμως, έπειδή στδν Σέρλοκ Χδλμς ύπάρχει μιά λογική ισορροπία (μεγάλη) άνάμεσα στήν έξυπνάδα καί τήν έπιστήμη. Σήμερα είναι περισσότερο ένδιαφέρουσα ή Ατομική προσφορά τοϋ ήρωα, ή «ψυχική» τεχνική καθ’ έαυτή, καί γι’ αύτδ δ Πόε καί δ Τσέστερτον είναι πιδ Ινδιαφέροντες.
Στδ «Marzocco», στίς 19 Φλεβάρη 1928, δ Αντόλφο Φάτζι («Εντυπώσεις άπδ τδν ’Ιούλιο Βέρν») γράφει δτι δ άντιαγγλικδς χαρακτήρας πολλών μυθιστορημάτων τοϋ Βέρν, πρέπει ν’ άναχθεϊ σ’ έ κείνην τήν περίοδο τοϋ άνταγωνισμοϋ άνάμεσα στή Γαλλία καί στήν ’Αγγλία, πού άποκορυφώθηκε στδ έπεισόδιο τής Φασόντα. Ή διαπίστωση είναι λανθασμένη καί άναχρονιστική: δ άντιβρετανισμδς ήταν (καί Γσως νά είναι άκόμα) Ινα βασικδ στοιχείο τής λαϊκής γαλλικής ψυχολογίας· δ άντιγερμανισμδς είναι σχετικά πρόσφατος, καί ήταν λιγότερο ριζωμένος άπδ τδν άντιβρετανισμό, δέν ύ- πήρχε πρίν άπδ τή γαλλική έπανάσταση καί όξύνθηκε μετά τδ 1870, μετά άπδ τήν ήττα καί τήν δδυνηρή έντύπωση δτι ή Γαλλία δέν ήταν τδ πιδ δυνατό, σέ στρατιωτικό καί πολι
175
τικό έπίπεδο, Ιθνος τής δυτικής Ευρώπης, έπειδή ή Γερμανία άπό μόνη της, δχι μέ συμμαχία, είχε νικήσει τή Γαλλία. Ό άντι αγγλισμός άνάγεται στή διαμόρφωση τής σύγχρονης Γαλλίας σάν κράτος ένιαϊο και σύγχρονο, δηλαδή στόν ΙΟΟετή πόλεμο καί στίς έπιπτώσεις πού είχε στή λαϊκή φαντασία τής έποχής τής Ζάν ντ’ Ά ρ κ - δυνάμωσε πρόσφατα άπό τούς πολέμους γιά τήν ήγεμονία τής ήπείρου (καί τού κόσμου), Αποκορυφώθηκε στή γαλλική έπανάσταση καί στήν έποχή τοΟ Ναπολέοντα: τό έπεισόδιο τής Φασόντα, παρ’ δλη τήν βαρύτητά του, δέν μπορεϊ να παραγκωνιστεί άπ’ αύτή τήν έπιβλη- τική παράδοση πού καταμαρτυρείται άπ’ δλη τή γαλλική λαϊκή λογοτεχνία.
Γιά τό άοτννομικό μνϋιοτόρημα.
Τό άστυνομικό μυθιστόρημα γεννήθηκε στό περιθώριο τής λογοτεχνίας πάνω στίς «διάσημες δίκες». Μ’ αύτήν, έ- ξάλλου, είναι συνδεδεμένο καί τό μυθιστόρημα τού είδους τοΟ «Κόμη Μοντεχρήστο»· άκόμα κι έδώ, άραγε, δέν πρόκειται γιά «διάσημες δίκες» μυθιστορηματοποιημένες, χρωματισμένες μέ τή λαϊκή Ιδεολογία γύρω άπό τήν διαχείρηση τής δικαιοσύνης, ιδιαίτερα άν σ’ αύτήν μπλέκονται πολιτικά πάθη; Μήπως ό Ροντέν τοϋ «Περιπλανώμενου ’Ιουδαίου» δέν είναι δ τύπος τοϋ όργανωτή τών «άπεχθών ραδιουργιών», πού δέ σταματάει μπροστά σ’ δποιοδήποτε έγκλημα καί δολοφονία, ένώ δ πρίγκηπας Ροδόλφος, άντίθετα, δέν είναι δ «φίλος τού λαού», πού έμποδίζει άλλες ραδιουργίες καί έγκλήματα; Τό πέρασμα άπό £να τέτοιο είδος μυθιστορήματος σ’ έκεϊνο τό καθαρά περιπετειώδες Ιχει ύπογραμμιστεϊ άπό Ινα προτσές σχηματοποίησης καθαρής ραδιουργίας, άφοϋ Ιχει διυλισθεϊ άπό κάθε στοιχείο δημοκρατικής καί μικροαστικής ιδεολογίας: δχι πιά δ άγώνας τού καλοϋ, άπλοΟ καί γενναιόδωρου λαού άπό τή μιά μεριά καί τών σκοτεινών δυνάμεων τής τυραννίας άπό τήν άλλη (οί Ιησουίτες, μυστική Αστυνομία, δεμένη μέ τό δίκιο τοϋ κράτους ή μέ τή φιλοδοξία τών μεμονωμένων πριγκήπων, κλπ.), άλλά, μόνο, δ άγώνας άνάμεσα στό
176
Επαγγελματικό καί όργανωμέ νο ϊγκλημα και στις δυνάμεις ϊννομης τάξης, ίδιωτικΕς ή δημόσιες, πάνω στή βάση τών ϊγγραφων νόμων.
Ή συλλογή των «διάσημων δικών», στήν περίφημη γαλλική συλλογή, είχε τήν άπήχησή της στίς άλλες χώρες' μεταφράστηκε στα ιταλικά, τουλάχιστο μερικά, ή γαλλική συλλογή για τΙς δίκες πού άπόχτησαν φήμη σ’ δλη τήν Εύρώ- πη, δπως εκείνη τού Φουαλντέ, για τή δολοφονία τοΟ ταχυδρόμου τής Λυών, κλπ.
Ή «δικαστική δραστηριότητα» ήταν πάντα Ενδιαφέρουσα καί συνεχίζει να είναι’ ή στάση του κοινού αισθήματος άπέναντι στό δικαστικό σώμα (πάντα ύποτιμημένο, καί γι’ αύτό άλλωστε ή Επιτυχία του ίδιωτικοϋ ή Ερασιτέχνη Αστυνομικού) καί άπέναντι στόν Εγκληματία συχνά μεταβάλλεται ή τουλάχιστο παίρνει διάφορες Αποχρώσεις. Ό μεγάλος Εγ- κληιματίας συχνά παρουσιάζεται Ανώτερος Από τό δικαστικό σώμα, άκριβώς σαν Αντιπρόσωπος τής πραγματικής δικαιοσύνης: Επιρροή τού ρομαντισμού, «Οί ληστές» τού Σίλλερ' τά παραμύθια τού Χόφφμαν, ή Άννα Ράντκλιφ, 6 Βωτρέν τού Μπαλζάκ.
Ό χαρακτήρας τού ’Ιαβέρη, στους «Άθλιους» είναι Ενδιαφέρων Από τήν άποψη τής λαϊκής ψυχολογίας. *0 ’Ιαβέρης είχε άδικο Από τήν άποψη τής «πραγματικής δικαιοσύνης», Αλλά 6 Ούγκώ τόν παρουσιάζει μέ τρόπο συμπαθητικό, σάν «άνθρωπο μέ χαρακτήρα» ύποταγμένο στό «άόριστο» καθήκον κλπ.’ άπό τόν ’Ιαβέρη γεννιέται ίσως μιά παράδοση, πού σύμφωνα μ ’ αύτήν Ακόμα καί 6 Αστυνομικός μπορεϊ νά είναι «άξιοσέβαστος».
Ό Ροκαμπόλ τού Πονσόν ντί Τερέλ. Ό Γκαμποριό συνεχίζει τήν Αποκατάσταση τού Αστυνομικού μέ τόν «Μεσιέ Λεκόκ», πού άνοίγει τόν δρόμο στόν Σέρλοκ Χόλμς. Δέν είναι άλήθεια δτι οί Εγγλέζοι στό «δικαστικό» μυθιστόρημα παρουσιάζουν τήν «ύπεράσπιση τού νόμου» Ενώ οί γάλλ<κ τήν Εξι- δανίκευση τού Εγκληματία. Πρόκειται γιά 2ναν «πολιτιστικό» περίπατο, πού όφείλεται στό δτι αύτή ή λογοτεχνία διαδίδεται Ακόμα καί σΕ όρισμένα καλλιεργημένα στρώματα. Ά ς θυμηθούμε δτι 6 Σούε πού τόν είχαν τόσο διαβάσει οί
17713
δημοκρατικοί άπό τΙς μεσαίες τάξεις, Εχει έπινοήσει Sva δ- λόκληρο σύστημα καταδίωξης του Επαγγελματικού Εγκλήμα- τος.
Σ’ αύτήν τήν Αστυνομική λογοτεχνία ύπήρξαν πάντα δύο ρεύματα: τό μηχανικό, τής ραδιουργίας καί τό καλλιτεχνικό: Ό Τσέστερτον είναι σήμερα 6 μεγαλύτερος έκπρόσωπος τής «καλλιτεχνικής» πλευράς, δπως ήταν κάποτε 6 Πόε: ό Μπαλ- ζάκ μέ τόν Βωτρέν καταπιάνεται μέ τόν Εγκληματία, Αλλά «τεχνικά» δέν είναι συγγραφέας Αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Πρέπει νά κοιτάξουμε τό βιβλίο τοΰ Άνρύ Ζαγκό, «Βιν- τόκ», έκδ. Μπέργκερ - Λεβρώ, Παρίσι 1930. Ό Βιντόκ Εδωσε τήν Αφορμή για τόν Βωτρέν τοΰ Μπαλζάκ καί στόν ’Αλέξανδρο Δουμά (τόν ξαναβρίσκουμε Ακόμα λιγάκι στόν Ζάν Βαλζάν τοΰ Ούγκώ καί Ιδιαίτερα στόν Ρσκαμπόλ). Ό Βιντόκ καταδικάστηκε σέ όχτώ χρόνια φυλακή σάν παραχαράκτης, γιά μιά Επιπολαιότητά του’ είκοσι Αποδράσεις, κλπ. Στά 1812, κατατάχτηκε στήν Αστυνομία τοΰ Ναπολέον- τα καί για 15 χρόνια διηύθυνε μιά δμάδα πρακτόρων δημι- ουργημένη Ακριβώς γ ι’ αυτόν: Εγινε διάσημος γιά τΙς Εντυπωσιακές συλλήψεις. ’Απολυμένος Από τόν Λουδοβίκο Φίλιππο, ίδρυσε Sva ιδιωτικό γραφείο γιά ν τ ε τ έ κ τ ι β ς , άλλά μέ Ελάχιστη Επιτυχία : μποροΰσε νά Εργαστεί μόνο στίς γραμμές τής κρατικής Αστυνομίας. Πέθανε στά 1857. Ά φησε τ «’Απομνημονεύματά» του, πού δέν γράφτηκαν μονάχα Απ’ αυτόν καί περιέχουν πολλές ύπερβολές καί καυχησιολογίες.
"Ας δοΰμε καί τό άρθρο τοΰ "Αλντο Σοράνι, «Ό Κόναν Ντόυλ καί ή Επιτυχία τοΰ Αστυνομικού μυθιστορήματος», στόν «Pègaso» τοΰ Αύγούστου 1930: είναι Αξιοσημείωτο γιά τήν Ανάλυση αύτοΰ τοΰ είδους τής λογοτεχνίας καί γιά τΙς διάφορες ύποδιαιρέσεις πού είχε μέχρι τώρα. Μιά πού ό λόγος δφερε τόν Τσέστερτον καί γιά τή σειρά τών διηγημάτων τοΰ πατέρα Μπράουν, ό Σοράνι δέν παίρνει ύπ’ δψη του δύο πολιτιστικά στοιχεία πού φαίνονται βασικά: α) δέν Αναφέρε- ται στήν κωμικοτραγική Ατμόσφαιρα πού Εκδηλώνεται ίδιαί-
178
τερα στό βιβλίο «Ή άθωότητα του πατέρα Μπράουν» πού είναι καί τό καλλιτεχνικό στοιχείο πού έξυψώνει τό άστυ νομικό διήγημα του Τσέατερτον, δταν, δχι πάντα, ή ίκφραση είναι άπόλυτα έπιτυχημένη. β) Δέν άναφέρεται στό γεγονός δτι τά διηγήματα τοϋ πατέρα Μπράουν είναι «άπολογητικές» τοϋ •καθολικιαμου καί τοϋ ρωμαϊκού κλήρου, έκπαιδευμένος νά γνωρίζει δλες τις πτυχές τής άνθρώπινης ψυχής, έξασκημέ- νος άπό τήν έξομολόγηση καί άπό τή θέση του σάν πνευματικού όδηγοΰ καί ένδιάμεσου άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή θεότητα, ένάντια στόν «έπιστημονισμό» καί τή θετικιστική ψυχολογία τοϋ προτεστάντη Κόναν Ντόυλ. Ό Σοράνι, στό άρθρο του, άναφέρεται στις διάφορες προσπάθειες, ειδικότερα στίς άγγλοσαξωνικές, καί μεγαλύτερης λογοτεχνικής σημασίας γιά νά τελειοποιήσει τεχνικά τό άστυ νομικό μυθιστόρημα. Τό άρχέτυπο είναι δ Σέρλοκ Χόλμς, μέ τά δυό βασικά του χαρακτηριστικά: τοϋ έπιστήμονα καί τοϋ ψυχολόγου: προσπαθεί νά τελειοποιήσει τό 2να ή τό άλλο χαρακτηριστώ κό ή καί τά δυό μαζί. Ό Τσέστερτον ϊχει άκριβώς έπιμεί- νει στό ψυχολογικό στοιχείο, στό παιχνίδι άναλύσεων *αί συνθέσεων μέ τόν πατέρα Μπράουν, άλλά φαίνεται δτι ίχει ύπερβάλει πιό πολύ στήν τάση του προκειμένου γιά τόν τύπο τοϋ ποιητή - αστυνομικού Γκαμπριέλ Γκάλ.
Ό Σοράνι σκιτσάρει 2να πλαίσιο τής πρωτοφανούς έ- πιτυχίας τοϋ άστυ νομικού μυθιστορήματος σ’ δλες τις τάξεις τής κοινωνίας καί προσπαθεί νά ταυτίσει τήν ψυχολογική καταγωγή τους: θα ήταν μιά έκδήλωση άνταρσίας ένάντια στή μηχανικότητα καί τή στατικότητα τής σύγχρονης ζωής, ενας τρόπος νά δραπετεύσει κανείς άπό τόν καθημερινό κατακερματισμό. Άλλά αύτή ή έξήγηση μπορεΐ νά έφαρμοστεΐ σ’ δλες τΙς μορφές τής λογοτεχνίας λαϊκής ή ϊντεχνης: άπό τήν Ιπποτική ποίηση (δ Δόν Κιχώτης δέν προσπαθεί νά δραπετεύσει κι αυτός, άκόμα καί πραχτικά, άπό τόν κατακερματισμό καί τή στατικότητα τής καθημερινής ζωής ένός Ισπανικού χωριού;) στό μυθιστόρημα σέ συνέχειες διαφόρων εί- δ(δν. θά ήταν, λοιπόν, δλη ή λογοτεχνία καί ή ποίηση Sva ναρκωτικό ένάντια στή χυδαιότητα; Μέ κάθε τρόπο τό άρθρο τοϋ Σοράνι είναι άναγκαΐο γιά μιά μελλοντική ϊρευνα
179
πιό όργανική πάνω σ’ αυτό τό είδος τής λαϊκής λογοτεχνίας.Τό πρόβλημα: γιατί είναι διαδεδομένη ή άστυνομική
λογοτεχνία; Είναι μιά ειδική δψη τοϋ πιό γενικού προβλήματος: γιατί είναι διαδεδομένη ή μή καλλιτεχνική λογοτεχνία ; Για πραχτικούς, άναντίρρητα καί πολιτιστικούς λόγους (πολιτικούς καί ήθικούς) : Καί αύτή ή γενική άπάντηση εί-
να·. ή πιό άκριβής στα παραπλήσια δριά της. ’Αλλά καί ή καλλιτεχνική λογοτεχνία άκόμα, δέν διαδίδεται γιά πραχτι- κούς ή γιά πολιτικούς καί ήθικούς λόγους, κι αυτή, καί μόνο έμμεσα για λόγους καλλιτεχνικής καλαισθησίας, έρευνας κι άπόλαυσης τής όμορφιάς; Στήν πραγματικότητα, Ινα βιβλίο διαβάζεται μετά άπό πραχτικές προτροπές (καί χρειάζεται νά έρευνηθεϊ γιατί όρισμένες προτροπές γενικεύονται περισσότερο άπό τΙς άλλες) καί ξαναδιαβάζεται γιά καλλιτεχνικούς λόγους. Ή αισθητική συγκίνηση δέν προκαλεϊται σχεδόν ποτέ άπό τό πρώτο διάβασμα. Αυτό έπαληθεΰεται άκόμα περισσότερο στό θέατρο, δπου ή αισθητική συγκίνηση τού θεατή είναι έλάχιστη σέ ποσοστό σέ σχέση μέ τό ένδιαφέρον του: γιατί στή σκηνή παίζουν ρόλο άλλα στοιχεία πολλά άπό τα όποια δέν είναι ούτε κάν διανοητικά, άλλά άπλά φυσιολογικά δπως τό sex appeal, κλπ. Σέ άλλες περιπτώσεις, ή αισθητική συγκίνηση στό θέατρο δέν πηγάζει άπό τό λογοτεχνικό Εργο, άλλα άπό τήν έρμηνεία τών ήθοποιών *αί τήν παρουσίαση τού σκηνοθέτη: σ’ αύτές τΙς περιπτώσεις, καί τό λογοτεχνικό κείμενο τοϋ θεατρικού Εργου, πού προσφέρει τό πρόσχημα γιά τήν παρουσίαση, δέν πρέπει νά είναι «δύσκολο» καί ψυχολογικά ψεύτικο, άλλά άντίθετα «στοιχειώδες καί λαϊκό», μέ τήν Ιννοια δτι τα πάθη πού άναπαρασταί- νονται είναι τά πιό βαθιά «άνθρώπινα» καί άμεσης έμπειρίας (έκδίκηση, τιμή, μητρική άγάπη κλπ.) καί γι’ αύτό ή άνά-
λυση περιπλέκεται καί σ’ αύτές τις περιπτώσεις.01 μεγάλοι παραδοσιακοί ήθοποιοί χειρσκροτήθηκαν στό
«Μόρτε τσιβίλε», στίς «Δύο όρφανές», στό «Κοφίνι τοΟ παπα - Μαρτέν», κλπ., περισσότερο άπ’ δ,τι στίς πολύπλοκες ψυχολογικές μηχανορραφίες: στήν πρώτη περίπτωση τό χειροκρότημα ήταν χωρίς έπιφυλάξεις' στή δεύτερη, ήταν πιό ψυ
χρό, προορισμένο v i φτάσει στον άγαπημένο άπό τό κοινό συγγραφέα, άπό τήν έργασία πού παρουσιάστηκε κλπ.
Μια παρόμοια αίτιολόγηση, μ’ έκείνη τοϋ Σοράνι, τής επιτυχίας τών λαϊκών μυθιστορημάτων βρίσκεται σ’ 5να άρτ θρο τοΰ Φίλιππο Μπούρτσιο πάνω στους «Τρεις σωματοφύλακες» τού ’Αλέξανδρου Δουμά (δημοσιευμένο στή «Stampa», στις 22 Όκτώβρη 1930 καί ξαναδημοσιευμένο άποσπασμα- τικά στήν «Italia Letteraria» στίς 9 Νοέμβρη. Ό Μπούρτσιο θεωρεί τούς «Τρεις σωματοφύλακες» μιάν έξαιρετική προσωποποίηση, δπως δ «Δόν Κιχώτης» καί δ «Όρλάνδος Μαινό- μενος» τοΰ μύθου τής περιπέτειας, «δηλαδή, ένός ούσιαστι- κοΰ στοιχείου στήν άνθρώπινη φύση, πού φαίνεται ν’ άπομα- ■κρύνεται έπικίνδυνα καί βαθμιαία άπό τή σύγχρονη ζωή. "Οσο περισσότερο ή ύπαρξη γίνεται λογική [ή όρθολογικο- ποιημένη, περισσότερο καταναγκαστικά, πού άν είναι λογική για τις κυρίαρχες άμάδες, δέν είναι γιά τούς κυριαρχούμενους· καί πού είναι συνδεδεμένη μέ τήν οίκονομικο-πραχτι- κή δραστηριότητα, πού γιά χάρη της έξασκεϊται ό καταναγκασμός, Ιμμεσα έστω, καί στά στρώματα τών «διανοουμένων»;] καί όργανωμένη, ή σιδερένια κοινωνική πειθαρχία, τό όφειλόμενο καθήκον στό συγκεκριμένο άτομο Ιχει προβλε- φθεΐ [άλλά δχι άπό τούς διευθύνοντες, δπως φαίνεται άπό τΙς κρίσεις καί άπό τΙς ιστορικές -καταστροφές], τόσο περισσότερο τό περιθώριο τής περιπέτειας έλαττώνεται δπως έλατ- τώνεται καί τό έλεύθερο δάσος, πού άνήκει σ’ δλους, μέσα στούς άποπνιχτικούς τοίχους τής άτομι·κής Ιδιοχτησίας... Ό ταιηλορισμός είναι Sva ώραΐο πράγ|ΐα καί δ άνθρωπος είναι ενα ευπροσάρμοστο ζώο, Γσως, δμως, νά ύπάρχουν δρια στή μηχανοποίησή του. ’Αν μοΰ ζητούσαν να τούς πώ τΙς βαθιές αίτιες τής άναταραχής τής Δύσης, θ’ άπαντοΟσα χωρίς δισταγμό: ή παρακμή τής πίστης (!) καί ή άπονέκρωση τής περιπέτειας, θά νικήσει δ ταιηλορισμός ή θά νικήσουν οΕ «Σωματοφύλακες» ; Αύτή είναι μιά άλλη συζήτηση καί τήν άπάν- τηση, πού πρίν 30 χρόνια φαινόταν σίγουρη, καλύτερα νά τήν κρατήσαμε μετέωρη. ’Αν δ σημερινός πολιτισμός δέν προχωρήσει γρήγορα, θά παραβρεθοΰμε ϊσως σέ ένδιαφέροντα •κράματα τών δύο».
181
Τό ζήτημα είναι δτι: ό Μπούρτσιο δέν παίρνει ύπ’ δ- 6η του τό γεγονός δτι ύπήρξε πάντα ένα μεγάλο μέρος τής άνθρωπότητας, πού ή δραστηριότητά του ήταν πάντα στα πλαίσια τοϋ ταιηλορισμοΰ καί σιδηρά πειθαρχημένη, καί που προσπάθησε να δραπετεύσει άπό τά στενόχωρα δρια τής ύ- πάρχουσας όργάνωσης πού τό συνέθλιβε μέ τή φαντασία καί τή χίμαιρα. Ή πιό μεγάλη περιπέτεια, ή πιό μεγάλη «ούτο- πία», πού έχει συλλογικά δημιουργήσει ή άνθρωπότητα, δηλ. ή θρησκεία, δέν είναι ένας τρόπος δραπέτευσης άπό τόν «γήινο κόαιμο»; Καί δέν είναι μ’ αύτήν τήν έννοια, πού μιλάει ό Μπαλζάκ γιά τόν κλήρο σαν τό δπιο τής φτώχειας, φράση πού τήν πήραν Ιπειτα άλλοι *; ’Αλλά τό πιό άξιοσητ μείωτο είναι δτι δίπλα στόν Δόν Κιχώτη ύπάρχει & Σάντσο Πάντσα, πού δέ θέλει «περιπέτειες», άλλά σιγουριά στή ζωή καί τό δτι ή πλειοψηφία τών άνθρώπων βασανίζεται ιδιαίτερα άπό τήν άνησυχία τοΟ μή «προβλεπτοΟ αύριο», τοΰ έφήμερου τής καθημερινής τους ζωής, δηλαδή άπό μιά πληθώρα πιθανών «περιπετειών».
Στόν σύγχρονο κόσμο, τό ζήτημα παίρνει άλλες άποχρώ- σεις άπ’ αύτές τοΰ παρελθόντος, έπειδή ή καταναγκαστική όρθολογικοποίηση τής ύπαρξης πλήττει πάντα περισσότερο τίς μεσαίες καί διανοούμενες τάξεις σέ πρωτοφανή βαθμό: άκόμα δμως καί γ ι’ αύτές, δέν πρόκειται γιά παρακμή τής περιπέτειας, άλλά γιά μεγάλη περιπέτεια τής καθημερινής ζωής, δηλαδή γιά τό έξαιρετικά έφήμερο τής ύπαρξης, ένω- μένης μέ τήν πεποίθηση ¿τι ένάντια σέ τέτοιο έφήμερο δέν ύπάρχει άτομικός τρόπος ύπεράσπισης: ¿πότε, έπιδιώκει τήν «ώραία» κι ένδιαφέρουσα περιπέτεια, έπειδή ¿φείλεται στήν έλεύθερη πρωτοβουλία του ένάντια στήν «άσκημη» καί έπα- ναστατική περιπέτεια, γιατί ¿φείλεται σέ συνθήκες πού έχουν έπιβληθεΐ άπό άλλους καί δχι προταθεΐ.
Ή αιτιολόγηση τοΰ Σοράνι καί τοΰ Μπούρτσιο Ισχύει άκόμα καί γιά νά έξηγήσει τόν φανατικό άθλητικό «ένθουσια-
* Πάνω ο’ αύτδ τό θέμα: «Έ θρησκεία, δ κλήρος καί τδ 6πιο τίΐς φτώχειας» στδ Άν-όνιο Γκράμσι, «Σημειώσεις γιά τδν Μα- κιαβέλι, γ ιά τήν πολιτική καί τδ σύγχρονο κράτος» (Σ .Ι . ίπ .) .
182
σμό» δηλαδή έξηγεΐ πολλά καί γι’ αύτό τίποτα. Τό φαινόμενο είναι παλιό, τουλάχιστον δσο καί ή θρησκεία, καί είναι πολυεδρικό, δχι μονόπλευρο: Ιχει άκόμα καί μιά θετική δψη, δηλαδή τήν έπιθυμία τής «έκπαίδευσης», γνωρίζοντας ένα τρόπο ζωής πού θεωρείται άνώτερος άπό τόν δικό τοι>, τήν έπιθυτ^α νά έξυψώσει τή δική του προσωπικότητα, προ- τείνοντας πρότυπα Ιδεών, τήν έπιθυμία νά γνωρίζει περισσότερο κόσμο καί περισσότερους Ανθρώπους άπ’ δσο είναι δυνατό σέ δρισμένες συνθήκες τής ζωής, τήν ύπεροψία κλπ. κλπ.
Π ολιτισ τική προέλευση ιοΰ μυθιστορήματος σέ συνέχειες.
"Ας δοΰμε τό τεύχος τής «Cultura», τοϋ 1931, άφιερω- μένο στόν Ντοστογιέφσκη. Ό Βλαδίμηρος Πότσνερ ύποστη- ρίζει, σ’ Ινα άρθρο, δίκαια δτι τά μυθιστορήματα τοϋ Ντο- στογιέφσκη Ιχουν τήν πολιτιστική προέλευσή τους άπό τά μυθιστορήματα σέ συνέχειες τύπου Σοΰε, κλπ. Χρήσιμο είναι νά Ιχου^ιε ύπ’ δψη μας αύτήν τήν προέλευση γιά τήν άνά- πτυξη αύτής τής ρουμπρίκας πάνω στή λαϊκή λογοτεχνία, έπειδή δείχνει πώς δρισμένα ρεύματα πολιτιστικά (ήθικά κίνητρα καί ένδιαφέροντα, ευαισθησίες, Ιδεολογίες κλπ) μποροϋν νά Ιχουν μιά διπλή Ικφραση: έκείνη, τήν άπλά μηχανική, τής αϊσθητικής πλοκής (Σούε κλπ.) κι έκείνη τή «.λυρική» (Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκη καί έν μέρει 6 Βίκτωρ Ούγν.ώ). Οί σύγχρονοι δέν άντιλαμβάνονται πάντα τήν κατωτερότητα ένός μέρους αύτών τών φιλολογικών έκδηλώσεων, δπως Ιγινε — κατά κάποιο τρόπο— στό Σοΰε, πού διαβάστηκε άπ’ δλες τις κοινωνικές δμάδες καί «συνέπαιρνε» άκόμα καί τις προσωπικότητες τής «κουλτούρας», ένώ, Ιπειτα, ξεπέφτει σέ «συγγραφέα πού διαβάζεται μονάχα άπ’ τό λαό» (ή «πρώτη άνάγνωση» δίνει ξεκάθαρα, ή σχεδόν, αίσθήσεις «πολιτιστικές» ή τοϋ περιεχόμενου καί 6 «λαός» είναι Αναγνώστης τής πρώτης Ανάγνωσης, χωρίς νά μπορεΐ νά κριτικάρει, ϊτσι, ώστε συναρπάζεται άπό τή συμπάθεια πρός τή γενική Ιδεολογία τήν δποία τό βιβλίο συχνά έκφράζει Ιντε- χνα καί ήθελημένα).
183
IV αύτό τό ίδιο τό θέμα άς κοιτάξουμε: 1) Μάριο Πράτς: «Ή σάρκα, 6 θάνατος καί δ διάβολος στή ρομαντική λογοτεχνία» σέ 16ο σχήμα, σελ. χ - 505, Μιλάνο - Ρώμη, έκδ. «Cultura» (βλ. τήν άνάλυση του Λουίτζι Φόσκολο Μπε- νεντέτο στό «Λεονάρντο» τοΰ Μάρτη του 1931: άπό αύτή φαίνεται δτι δ Πράτς δέν Ιχει κάνει μέ άκρίβεια τό διαχωρισμό άνάμεσα στά διάφορα έπίπεδα τής κουλτούρας, έξ οΰ καί μερικές άντιρρήσεις του Μπενεντέτο πού, κατά τά άλλα, δέ φαίνεται να συλλέγει τόν ιστορικό δεσμό τοΰ Ιστορικού - φιλολογικού ζητήματος) ' 2) Σερβέ Έτιέν: «Le genre romanesque en France depuis Γ apparition de la «Nouvelle Héloise» jusq’ aux approchas de la Révolution», ίκδ. Άρμάν Κολέν 3) ΆλΙς Κιλέν: «Le roman terrifiant ou «roman noir» de Walpole à Anne Raddiffe, et son influence sur la littérature française jusqu’ en 1840», έκδ. Τσάμπιον' καί Ρε- ζινάλ Γ. Χάρτλαντ (άπό τόν Γδιον έκδότη), «Walter Scott et le roman "frénétique”».
Ή διαπίστωση τού Πότσνερ δτι τό μυθιστόρημα τού Ντοστογιέφσκη είναι «περιπετειώδες μυθιστόρημα» προέρχεται πιθανά ¿πό ενα δοκίμιο τοΰ Ζάκ Ριβιέρ πάνω στό «περιπετειώδες μυθιστόρημα» (δημοσιευμένο ϊσως στή «N.R.F.») που σημείωνε «μια πλατιά παρουσίαση τών πράξεων πού είναι ταυτόχρονα δραματικές καί ψυχολογικές», ϊτσι δπως τό Ιχουν σύλλαβει οί Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκη, Ντίκενς καί Τζώρτζ Έλιοτ.
Συγκρίνατε £να άρθρο τοΰ Άντρέα Μουφλέ: «Le style du roman - feuilleton» στον «Mercure de France» τής 1ης Φεβρουάριου 1931. Τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες — σύμφωνα μέ τόν Μουφλέ — γεννήθηκε άπό τήν άνάγκη τής ψ ε υ δ α ί σ θ η σ η ς πού Ινιωθαν άπειρες άθλιες ύπάρξεις, καί Γσως νιώθουν άκόμα, για να σπάσουν — λές— τή μαύρη μονοτονία πού σ’ αύτή φαίνονται καταδικασμένες. Γενική παρατήρηση: μπορεΐ να γίνει γιά δλα τά μυθιστορήματα καί δχι μονάχα γι’ αυτά σέ συνέχειες: πρέπει νά άναλυθεΐ ποιά Ι δ ι α ί τ ε ρ η ψ ε υ δ ι α ί σ θ η σ η δίνει στό λαό τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες, καί πώς αύτή ή ψευδαίσθηση άλ-
184
λάζει μαζί μέ τίς ιστορικές - πολιτικές περιόδους: Υπάρχει ή ύπεροψία, άλλά ύπάρχει μιά βάση δημοκρατικών Επιθυμιών που άντανακλώνται στό κλασικό μυθιστόρημα σέ συνέχειες. Τό «μυθιστόρημα τρόμου» τύπου Ράντκλιφ, τό μυθιστόρημα πού βασίζεται στίς ραδιουργίες, τό περιπετειώδες μυθιστόρημα, τό άστυνομικό, τό κίτρινο, τοϋ ύπόκοσμου, κλπ. 'Ο snob φαίνεται στό μυθιστόρημα σέ συνέχειες πού περιγράφει τή ζωή τών εύγενών ή γενικά τών ύψηλών τάξεων, άλλα αυτό άρέσει στίς γυναίκες καί ιδιαίτερα στά κορίτσια, πού κάθε μιά τους, κατά τά άλλα, σκέφτεται δτι ή όμορφιά μπορεί νά τήν κάνει νά μπεϊ στήν άνώτερη τάξη.
Κατά τόν Μουφλέ, ύπάρχουν οί «κλασικοί» τοϋ μυθιστορήματος σέ συνέχειες" άλλά αύτό είναι άντιληπτό κάτω άπό μιά δρισμένη Εννοια: φαίνεται δτι τό κλασικό μυθιστόρημα σέ συνέχειες είναι έκείνο τό «δημοκρατικό» μέ διάφορες άποχρώσεις άπό τόν Β. Ούγκώ ως τόν Σοΰε, καί τόν Δουμά. Τό άρθρο τοϋ Μουφλέ θά πρέπει νά διαβαστεί, άλλά είναι άνάγκη νά Εχουμε ύπ δψη μας δτι αύτός έξετάζει τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες σάν «φιλολογικό είδος», γιά τόν τρόπο γραφής κλπ., σάν Εκφραση τής «λαϊκής αισθητικής», πράγμα πού δέν είναι σωστό. Ό λαός είναι «δπαδός τοϋ π&· ριεχομένου», άν δμως τό λαϊκό περιεχόμενο έκφράζεται άπό μεγάλους καλλιτέχνες, αύτοί προτιμιούνται. "Ας θυμηθούμε αύτό πού Εγραψα γιά τήν άγάπη τοϋ λαοϋ πρός τόν Σαίξπηρ, πρός τούς Ελληνες κλασικούς καί, σύγχρονα, πρός τούς μεγάλους ρώσους μυθιστοριογράφους (Τολστόι, Ντοστογιέφσκη). Τό ίδιο συμβαίνει καί στή μουσική μέ τόν Βέρντι.
Στό άρθρο «Ιλ mercantilisme littéraire» τοϋ Τζ. X. Ροσ- νί a i n é, στα «Nouvelles Littéraires» τής 4 ’Οχτώβρη 1930, Εχει ειπωθεί δτι δ Βίκτωρ Ούγκώ Εγραψε τούς «’Αθλιους» Εμπνευσμένος άπό τά «Μυστήρια τών Παρισίων» τοϋ Εύγένιου Σοΰε καί άπό τήν έπιτυχία πού είχαν, τόσο μεγάλη πού, σαράντα χρόνια μετά, ό Εκδότης Λακρουά ήταν άκόμα Εκπληκτος. Γράφει δ Ροσνί: «Οί συνέχειες, είτε άπό πρόθεση τοϋ διευθυντή τής έφημερίδας είτε άπό πρόθεση τοϋ συγγραφέα τους, ήτανε προϊόντα έμπνευσμένα άπό τό
185
γούστο τού κοινού καί δχι άπό τό γούστο τών συγγραφέων». Καί αυτός ό όρισμός είναι έπίσης μονόπλευρος. Καί πράγματι, δ Ροσνί γράφει μόνο μια σειρά παρατηρήσεων γενικά πάνω στήν «έμπορική» λογοτεχνία (¿πότε καί σέ ’κείνην άκόμα τήν πορνογραφική) καί πάνω στήν έμπορική πλευρά τής λογοτεχνίας. Τό δτι -ό «έμπόριο» καί ένα όρισμένο «γούστο» τού κοινού συναντιώνται δέν είναι τυχαίο. Αυτό είναι τόσο άληθινό, πού οί συνέχειες, γραμμένες γύρω στό ’48, είχαν μια καθορισμένη πολιτ'.κο-κοινωνική κατεύθυνση τέτο’.α, πού άκόμα καί σήμερα τΙς κάνει περιζήτητες καί διαβασμένες άπό 2να κοινό πού ζεί τά ίδια συναισθήματα τοΰ 48 *.
Λαϊχίοτιχη καταγωγή τον «υπεράνθρωπου».
Κάθε φορά πού συναντιόμαστε τυχαία μέ κάποιο θαυμαστή τού Νίτσε, είναι εύκαιρία νά έρωτηθοΰμε καί νά έρευ- νήσουμε άν οί άντιλήψεις του γιά τόν «ύπεράνθρωπο», ένάν- τια στή συμβατική ήθική, κλπ. είναι καθαρής Νιτσεϊκής καταγωγής, είναι δηλαδή τό προϊόν μιας διανοητικής έπεξερ- γασίας πού πρέπει να τοποθετηθεί στή σφαίρα τής «ύψηλής κουλτούρας», ή, Ιχουν καταγωγές πολύ πιό μέτριες, είναι π.χ. συνδεδεμένες μέ τή λογοτεχνία τή γραμμένη σέ συνέχειες. (Μήπως καί ό ίδιος ό Νίτσε δέν θά έπηρεάστηκε σέ τίποτα άπό τα γαλλικά μυθιστορήματα σέ συνέχειες; "Ας
* ’Αναφορικά μέ τόν Βίχτωρα Ούγχώ, δς θυμηθοΟμβ τήν οΐ- χειί-η τά του μέ τών Αουΐοβίκο Φίλιππο, 6πότε καί τήν μοναρχο- ουνταγματιχή του θέση στό ’48. Είναι ένίιαφέρσν νά σημειωθεί 8τι, êvffl έγραφε τούς «Άθλιους», έγραφε συγχρόνως καί τΙς σημειώσεις τοΒ «Choses vues» (πού δημοσιεύτηκαν αργότερα) καί τά ίυό γραφτά ίέν συμφωνοΟν πάντα. "Ας δοΟμε αύτά τά ζητήματα, γιατί 6 Ούγχώ συνήθως θεωρείται άνθρωπος πιστός σέ μία μονάχα παράταξη, κλπ. (στή «Revue de Deux Mondes» τό *28 ή ’29, πιό πιθανά τ6 ’29 πρέπει νά ύπάρχει Ενα άρθρο πάνω σ’ αύτό τό θέμα) [6λ. André Le Breton, «Victor Hugo Académicien» στή «Revue de Deux Mondes» στίς 16 Φλεβάρη τοΟ 1929 (Σ η μ .Ι.έπ .).]
θυμηθούμε δτι αύτοΟ τοΰ είδους ή λογοτεχνία, πού ξέπεσε βαθμιαία σήμερα στά, θυρωρεία καί κάτω άπό τις σκάλες, ήταν πολύ διαδεδομένη μεταξύ τών διανοουμένων — τουλάχιστο μέχρι τό 1870— δπως σήμερα τό λεγόμενο «κίτρινο μυθιστόρημα»). Τέλος πάντων, φαίνεται δτι μπορεΐ κανείς νά πιστοποιήσει δτι μεγάλο μέρος άπό τό δήθεν νιτσεϊκό «ύπερανθρώπινο» Ιχει μόνο σάν άρχή καί σαν θεωρητικό πρότυπο δχι τόν Ζαρατούστρα, άλλά τόν «Κόμη Μοντεχρήστο* τοΰ Ά . Δουμά. Ό πιό τέλεια παρουσιασμένος τύπος άπό τόν Δουμά, δ Μ ο V τ ε χ ρ ή σ τ ο, βρίσκει πολυάριθμες παραλλαγές σ’ άλλα μυθιστορήματα τοΰ ίδιου συγγραφέα: μπορεΐ π.χ. αύτός νά ταυτιστεί μέ τόν Ά θω τών «Τριών Σωματοφυλάκων», μέ τόν Τζιουζέππε Μπάλσαμο καί πιθανά άκόμα. καί μέ άλλα πρόσωπα. Έτσι, δταν διαβάζουμε δτι κάποιος είναι θαυμαστής τοΰ Μπαλζάκ, πρέπει νά είμαστε έπιφυλα- κτικοί: ’Ακό}ΐα καί στόν Μπαλζάκ ύπάρχουν πολλά στοιχεία, άπό τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες. Ό Βωτρέν, άκόμα κι αύτός, είναι, μέ τόν τρόπο του, Ινας ύπεράνθρωπος, ή συζήτηση — άκόμα — πού κάνει δ Ραστινιάκ στόν «Μπάρμπα Γκο- ριό» Ιχει πολύ... νιτσεϊκό στοιχείο μέ λαχκίστικη Ιννοια* τό· ίδιο πρέπει νά ειπωθεί γιά τόν Ραστινιάκ καί τόν Ρυμπα- μπρέ *.
Ή έπιτυχία τοΰ Νίτσε είναι πολυσύνθετη: τά άπαντά του Ιχουν έκδοθεϊ άπό τόν έκδότη Μονάνι — καί είναι γνωτ στές οί Ιδεολογικοπολιτιστικές άρχές τοΰ Μονάνι καί τής πιό άφοσιωμένης του πελατείας.
Ό Βωτρέν καί δ «φίλος τοΰ Βωτρέν» Ιχουν άφήσει σημαντικά ίχνη στή λογοτεχνία τοΰ Πώλ Βαλερύ καί στίς «Ποικιλίες» του (θυμηθείτε τόν τορινέζο «φίλο τοΰ Βωτρέν» στίς «Ποικιλίες»). Ή Ιδεολογία τοΰ «σωματοφύλακα» βρήκε πολλούς όπαδούς στίς λαϊκές τάξεις, παρμένη άπό τό μυθιστόρημα τοΰ Δουμά.
Τό δτι ντρεπόμαστε άρκετά νά δικαιώσουμε διανοητικά τίς άντιλήψεις μας μ ί τά μυθιστορήματα τοΰ Δουμά καί τοΰ
* Ό Βιντσένταο Μορέλλο Ιγινε «ΡαοτινιΛκ» λόγω ένός τέτοιο» γένους... λαϊχίστικου καί Οπβρααπίστηκβ τδν Εορίντο Μπρίντο.
187
Μπαλζάκ, έννοείται εύκολα: γ ι’ αυτό, τΙς δικαιώνουμε σύμφωνα μέ τόν Νίτσε, καί, θαυμάζουμε τόν Μπαλζάκ σάν ταλαντούχο συγγραφέα καί δχι σαν δημιουργό ρομαντικών τύπων του είδους τών μυθιστορημάτων σέ συνέχειες. Μά ό ■πραγματικός δεσμός φαίνεται βέβαια στό πολιτιστικό έπίπε- δο. Ό τύπος του «ύπερανθρώπου» είναι ενας Μοντεχρήστο, Απελευθερωμένος άπό έκείνο τό ιδιαίτερο στεφάνι τής «μοι- ρολατρείας», που είναι χαρακτηριστικό τών τελευταίων του ρομαντισμοί) χρόνων καί πού σκιαγραφεϊται άκόμα περισσότερο στόν Ά θω καί στόν Τζιουζέππε Μπάλσαμο. Ό Μοντεχρήστο, δταν άρχίζει να κάνει πολιτική είναι δπωσδήποτε ύίπερβολικά γραφικός (ό άγώνας ένάντια στούς «προσωπικούς έχθρούς» τού Μοντεχρήστο, κλπ.). Μπορούμε νά παρατηρήσουμε τό πώς μερικές χώρες Εχουν παραμείνει περιφερειακές ■καί καθυστερημένες άκόμα σ’ αύτήν τή σφαίρα σέ σχέση μέ άλλες. Ένώ ό Σέρλοκ Χόλμς Εχει κιόλας γίνει Αναχρονιστικός για Sva μεγάλο μέρος τής Εύρώπης, σέ μερικές χώρες βρίσκονται άκόμα στό Μοντεχρήστο καί στόν Φένιμορ Κού- περ (βλ. «I selvaggi», «Pizzo di ferro» κλπ.).
Συγκρίνατε τό βιβλίο τού Μάριο Πράτς: «Ή σάρκα, ό θάνατος καί ό διάβολος στή ρομαντική λογοτεχνία» (Ικδ. τής «Cultura»). Παράλληλα μέ τήν Ερευνα τού Πράτς θάπρεπε νά γίνει αύτή έδώ ή άλλη Ερευνα: τού «Υπεράνθρωπου» στή λαϊκή λογοτεχνία καί τών έπιδράσεών του στήν πραγματική ζωή καί στα Εθιμα (ή μικροαστική τάξη καί οί διανοουμενί- σκοι είναι ιδιαίτερα έπηρεασμένοι άπό τέτοιες ρομαντικές εΐ- κόνες, πού είναι σάν «δπιο» γ ι’ αυτούς, σάν τεχνητός παράδεισος, σ’ άντίθεση μέ τή φτώχεια καί τήν άνέχεια τής άμεσης πραγ]ΐατικής ζωής τους) : Έξ οδ καί ή έπιτυχία δρι- σχένων γνωμικών δπως: «καλύτερα νά ζεϊς μια μέρα σάν λιοντάρι, παρά έκατό χρόνια σάν προβατίνα», έπιτυχία Ιδιαίτερα μεγάλη σ’ όποιον είναι χαρακτηριστικά καί άδιόρθωτα ■προβατίνα. Πόσες άπ’ αύτέ; τις προβατίνες λένε: «Ά χ! άς είχα έγώ τήν έξουσία Εστω καί γιά μιά μέρα» κλπ. τό νά είναι κανείς άσπονδος «έκδικητής», αυτός είναι δ πόθος αύ- τών πού νιώθουν τήν έπίδραση τοΰ Μοντεχρήστο.
Ό Άντόλφο ’Ομοντέο Εχει παρατηρήσει δτι ύπάρχει
ένα είδος πολιτιστικής «δουλοπαροικίας» πού συνίσταται στήν θρησκευτική λογοτεχνία, μέ τήν δποία κανένας δέν φαίνεται, να Επιθυμεί ν’ άσχοληθεϊ, λές καί δέν είχε σπουδαιότητα καί λειτουργικότητα στήν έθνική - λαϊκή ζωή. Έκτδς άπό τό έπίγραμμα τής «δουλοπαροικίας» καί τήν Ικανοποίηση τοΰ Κλήρου, οτι ή ειδική του λογοτεχνία δέν Εχει ύποβληθεΐ σέ μια κριτική Εξέταση, ύπάρχει μια άλλη κατηγορία τής πολιτιστικής έθνικής καί λαϊκής ζωής, μέ τήν δποία κανείς δέν άσχολεΐται καί δέν μπαίνει σέ φροντίδες μέ κριτικό τρόπο’ κι αύτή είναι άκριβώς ή φιλολογία σέ συνέχειες, δπως χαρακτηριστικά λέγεται, άκόμα καί μέ πλατιά Εννοια (σ’ αύ- τήν τήν έννοια υπεισέρχεται δ Βίκτωρ Ούγκώ, άκόμα κι δ Μπαλζάκ).
Στόν «Μοντεχρήστο» ύπάρχουν δύο κεφάλαια δπου διεξοδικά γίνεται άναφορά στόν «ύπεράνθρωπο» σέ συνέχειες: έκείνο πού ?χει τόν τίτλο ’Ι δ ε ο λ ο γ ί α , δταν ό Μοντεχρήστο συναντιέται μέ τόν έπίτροπο Βιλφόρ, κι Εκείνο που περιγράφει τό πρόγευμα στοϋ ύποκδμη τοϋ Μορσέρφ στό· πρώτο ταξίδι τοΟ Μοντεχρήστο στό ΙΙαρίσι. Πρέπει νά Εξεταστεί άν σέ άλλα μυθιστορήματα τοΟ Δουμα. ύπάρχουν «Ιδεολογικές» σφήνες αύτοϋ τοϋ είδους. Στους «Τρεϊς σωματοφύλακες», δ "Αθως μοιάζει περισσότερο μέ τόν τοΰ γένους μοιραίο άνθρωπο τών τελευταίων χρόνων τοΰ ρομΛντισμοΰ: σ’ αύτό τό μυθιστόρημα οί άτομικιστικές καί λαϊκίστικες Ιδιοσυγκρασίες ψυχαγωγούνται περισσότερο άπό τήν περιπετειώδη καί παράνομη δραστηριότητα τών ίδιων τών σωματοφυλάκων. Στόν «Τζιουζέππε Μπάλσαμο», ή άτομική δύναμη είναι δεμένη μέ τΙς σκοτεινές δυνάμεις τής μαγείας καί μέ τήν υποστήριξη τής ευρωπαϊκής μασονίας, δπότε καί τό παράδειγμα είναι λιγότερο σοφιστικό γιά τόν λοά'κό άναγνώ- στη. Στόν Μπαλζάκ, τά πρόσωπα είναι πιό συγκεκριμένα άπό καλλιτεχνική άποψη, άλλά ώστόσο υπεισέρχονται στήν άτμό- σφαιρα τοΰ λαϊκίστικου ρομαντισμού. *0 Ραστινιάκ καί δ Βωτρέν δέν πρέπει βέβαια νά μπερδευτούν μέ τά πρόσωπα τοΰ Δουμά καί γ ι’ αύτό άκριβώς ή Επιρροή τους είναι περισσότερο «άπολογητική», δχι μόνο άπό τή μεριά άνθρώπων σάν τόν Πώλ Βαλερύ καί τών συνεργατών του στίς «Ποικι
189
λίες», Αλλ’ Ακόμα καί άπό μέτριους διανοούμενους σάν τόν Βιντσέντσο Μορέλλο, πού θεωροϋν (ή θεωρούνται άπό πολλούς) δτι συγκαταλέγονται στήν «ύψηλή κουλτούρα». Ό Στανταλ μπορεϊ να συγκριθεί μέ τόν Μπαλζάκ, μέ τή φιγούρα τοϋ Τζουλιάνο Σορέλ καί μέ άλλες τού μυθιστορηματικού του ρεπερτόριου.
Για τόν «ύπεράνθρωπο» τού Νίτσε, έκτός άπό τή ρομαντική γαλλική έπιρροή (καί γενικά τής λατρείας τού Να- πολέοντα) πρέπει να έξεταστούν οί ρατσιστικές τάσεις, πού Αποκορυφώθηκαν στόν Γκομπνό, όπότε καί στόν Τσάμπερ- λαιν καί στόν πανγερμανισμό (Τρέιτσκε, ή θεωρία τής ισχύος, κλπ.). “Ισως, βμως, 6 λαϊκίστικος «ύπερά^Βρωπος» τού Δουμά πρέπει να θεωρηθεί σάν μια Ακριβώς «δημοκρατική» Αντίδραση στήν φεουδοφχικής καταγωγής Αντίληψη γιΑ -τό ρατσισμό, νΑ ένωθεϊ μέ τήν Ανοδο τοϋ «γαλλικισμοΰ», πού Επιτεύχθηκε στα μυθιστορήματα τοϋ Εύγένιου Σοΰε.
ΣΑν Αντίδραση σ’ αύτήν τήν τΑση τοϋ λαϊκοϋ γαλλικού μυθιστορήματος, πρέπει νΑ μνημονευθεΐ 6 Ντοστογιέφσκη: Ό Ρασκόλνικοφ είναι 6 Μοντεχρήστο «κριτικαρισμένος» Από Ινα χριστιανό πανσλαυιστή. ΓιΑ τήν έπιρροή πού τό γαλλικό μυθιστόρημα έξάσκησε πάνω στόν Ντοστογιέφσκη Ας παρατεθεί τό μοναδικό τεΰχος τής «Cultura» που ήταν Αφιερωμένο στόν Ντοστογιέφσκη.
Στό λαϊκίστικο χαρακτήρα τοϋ «ύπεράνθρωπου» περιέ- χονται πολλά θεατρικά στοιχεία, έξωτερικά, τής «πριμαντό- νας» περισσότερο, παρά τού ύπεράνθρωπου’ πολύς φορμαλισμός «ύποκειμενικός καί Αντικειμενικός», φιλοδοξίες παιδαριώδεις τοϋ νΑ 6 «πρώτος τής τάξης», ΑλλΑ είδικΑ νΑ θεωρείται καί νΑ διακηρύσσεται σΑν τέτοιος. ΓιΑ τΙς σχέσεις Ανάμεσα στό ρομαντισμό τών τελευταίων χρόνων καί σέ μερικές άπόψεις γιΑ τή σύγχρονη ζωή (Ατμόσφαιρα σΑν έκείνη τοϋ «Κόμη Μοντεχρήστο») Ας διαβάσουμε Ινα Αρθρο τοϋ ΛουΙ Ζιλέ στήν «’Επιθεώρηση τών Δύο Κόσμων» τής 15 Δεκεμβρίου 1932. Αύτός 6 τύπος τοϋ «ύπεράνθρωπου» έκφρά- ζεται στό θέατρο (είδικΑ στό γαλλικό πού συνεχίζει μέ τόση εύλάβεια τή λογοτεχνία σέ συνέχειες τοϋ 1848) : Ας εΐ- •δωθεί τό «κλασικό» ρεπερτόριο τοϋ Ρουτζέρο Ρουτζέρι, δπως
190
6 «Μαρκήσιο; τοϋ Πριολά», «Όνυξ», κλπ. καί πολλά Ιργα τοϋ Άνρύ Μπερνστάιν.
Μπαλζάκ *.
’Ας παραθέσουμε τδ άρθρο τοϋ Πώλ Μπουρζέ, «Ot πολιτικέ; καί κοινωνικέ; ιδέες τοϋ Μπαλζάκ», στά «Nouvelles Littéraires», στίς 8 Αύγουστου 1931. Ό Μπουρζέ άρχίζει μέ τη σημείωση τοϋ πώς δίνεται σήμερα δλο καί περισσότερη σπουδαιότητα στις ιδέες τοϋ Μπαλζάκ: «Τδ παραδοσιακό [δηλ. Αντιδραστικό] σχολείο, πού βλέπουμε ν’ Αναπτύσσεται κάθε μέρα, χαράζει τ’ δνομά του δίπλα σ’ έκεϊνα τών Μπο- νάλ, τοϋ Λέ Πλέ καί αυτού τοϋ ίδιου τοϋ Ταίν. Δέν συνέ- βαινε Ζτσι δμως στό παρελθόν. Ό ΣαΙν Μπέβ, στό άρθρο του στδ «Lundis», αφιερωμένο στδν Μπαλζάκ, μετά τδ θάνατό του, οδτε κάν άναφέρεται στίς πολιτικές καί κοινωνικές του ιδέες. Ό Ταίν, που θαύμαζε τόν συγγραφέα τών μυθιστορημάτων, τοϋ άρνήθηκε κάθε θεωρητική σπουδαιότητα. Ό Γδιος ό Καρό, καθολικός κριτικός, ίκρινε σάν ευτελείς τΙς ιδέες τού Μπαλζάκ, πρδς στίς άρχές τής Δεύτερης Αύ- τοκρατορίας. Ό Φλωμπέρ γράφει δτι ot πολιτικές καί κοινωνικές ιδέες τοϋ Μπαλζάκ δέν Αξίζει τδν κόπο ν& συζητηθούν : «ΤΗταν καθολικός, νομιμόφρων, ιδιοκτήτης — γράφει δ Φλωμπέρ — ίνας πελώριος Ανθρωπάκος, δεύτερης βμως σειράς». Ό Ζολά γράφει: «Τίποτα τό πιό παράξενο Απ’ αύτήν τήν άπόλυτη Υποστήριξη τής έξουσίας, πού τό ταλέντο του είναι ούσιαστικά δημοκρατικό καί πού ό Γδιο; Ιγραψε τδ πιδ έπαναστατικό ίργο».
Κατανοητό τδ άρθρο τοϋ Μπουρζέ. Μποροϋμε νά βροϋμε στδν Μπαλζάκ τΙς άρχές τοϋ θετικιστικοϋ μυθιστορήματος,
* "Ας θυμηθοΟμε τό θαυμασμό τδν θεμελιωτήν τ1|ς φιλοσοφίας τ))ς πράξης γ ιά τόν Μπαλζάκ καί τό ανέκδοτο γράμμα τοΟ Έ νγκβλς βποο αύτός δ θαυμασμός δικαιολογείται κριτικά. [Παράβαλε F. Engels, «Γράμμα στή Μαργαρίτα Χάρκνες» τόν 'Απρίλη τοΟ 1888, δημοσιευμένο στό «Γιά τή λογοτεχνία καί τήν τέχνη», Παρίσι, Κοινωνικές έχβόσει; (Σ .ί.έπ .)] .
191
άντιδραστικοϋ δμως, τήν έπιστήμη στήν ύπηρεσία τής άντί- δρασης (τύπου Μωράς) πού κατά τ’ άλλα είναι τό πιό ά- κριβές πεπρωμένο τού θετικισμοΟ, που έχει άποδειχθεϊ άπό τόν Κόντ.
Ό Μπαλζάκ και ή έπιοτήμη.
’Ας παραθέσουμε τή «Γενική Εισαγωγή» τής «’Ανθρώπινης κωμωδίας», δπου 6 Μπαλζάκ γράφει δτι 6 νατουραλι- στής θά ϊχν. τήν αΓώνια τιμή τοΰ δτι θ ϊ ?χει άποδείξει δτι «Γ anim al est un principe qui prend sa forme ex té rieure, ou m ieux, les différences de sa forme, dans les m ilieux où il est appelé à se développer. Les espèces zoologiques résu lten t de ces d ifférences... Pénétre de ce système, je vis que la société ressem ble à la nature . Ne fait-elle pas de l’ homme, su ivau t les m ilieux, où son action se déploie, au tan t d ’ hommes d iffé ren ts qu’ il y a de varié tés zoologiques?... Il a donc ex isté , il ex istera de tou t tem ps des espèces sociales comme il y a des especes zoologiques. La d ifférence en tre un soldat, un ouvrier, un adm inistrateu r, un oisif (!!), , un savant, un homme d’ n ta t , un com m erçant, un m arin, un poète, un pauvre (ü), un prê tre, sont aussi conçidérables que celles qui d is tinguent le loup, le lion, Γ âne, le corbeau, le requin, le vean m arin, la brebis» 3?.
Τό δτι δ Μπαλζάκ Ιγραψε αύτά τά πράγματα, καί μακάρι νάι τα είχε πάρει στα σοβαρά καί νά είχε κατασκευάσει μέ τήν φαντασία του Ινα όλόκληρο κοινωνικό σύστημα πάνω σ’ αυτές τΙς μεταφορές, δέν προκαλεϊ έντύπωση κι οδτε κάν μειώνει τό μεγαλείο τοΰ καλλιτέχνη Μπαλζάκ. Αύτό πού είναι άξιοσημείωτο είναι δτι σήμερα 6 Μπουρζέ καί, δπως ό ϊδιος λέει, «ή παραδοσιακή σχολή» βασίζεται πάνω σ’ αύτές τΙς φτωχές Επιστημονικές φαντασιώσεις γιά νά κατασκευάσει πολιτικά - κοινωνικά συστήματα, χωρίς να δικαιώνει τΙς καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Ξεκινώντας άπ’ αότές τΙς προ-
192
υποθέσεις, ό Μπαλζάκ βάζει τό πρόβλημα τής «μέγιστης τελειοποίησης αυτών τών κοινωνικών μορφών» καί τής έναρμό- νισής τους, άλλά, έπειδή οΐ «μορφές» δημιουργοΟνται άπό τδ περιβάλλον, θά είναι άπαραίτητο νά «διατηρηθεί» καί νά όργανωθεί τό δοσμένο περιβάλλον, γιά νά διατηρηθεί καί νά τελειοποιηθεί ή δοσμένη μορφή. Φαίνεται δτι δέν ίκανε λάθος δ Φλωμπέρ, γράφοντας δτι δέν άξίζει τόν κόπο νά συζητιούνται οί κοινωνικές Ιδέες τοΟ Μπαλζάκ. Τό άρθρο τοΟ Μπουρ- ζέ, έπίσης, άποδεικνύει μόνο πόσο άπολιθωμένη είναι ή παραδοσιακή γαλλική σχολή.
Άλλά άν δλάκληρο τό κατασκεύασμα τοΟ Μπαλζάκ είναι άσήμαντο σάν «πρακτικό πρόγραμμα», δηλαδή άπό τήν άποψη πού τδ έξετάζει δ Μπουρζέ, σ’ αύτύ ύπάρχουν στοιχεία πού ίχουν ένδιαφέρον γιά ν’ Ανοικοδομηθεί δ ποινικός κόσμος τοΟ Μπαλζάκ, ή άντίληψή του γιά τδν κόσμο, στό βαθμό πού ίχει πραγματοποιηθεί καλλιτεχνικά, δ «ρεαλισμός» του, πού, παρά τδ δτι ?χει Αντιδραστική Ιδεολογική καταγωγή, ή ύπεράσπιση τής Παλινόρθωσης, τής μοναρχίας κλπ., δέν είναι δμως λιγότερο ρεαλισμός στήν πράξη. Καί είναι κα- τχνοητδς δ θαυμασμός πού ίτρεφαν γιά τδν Μπαλζάκ οί θεμελιωτές τής φιλοσοφίας τής πράξης: τό δτι δ άνθρωπος είναι δλο τό σύμπλεγμα τών κοινωνικών συνθηκών μέσα στίς δποίες Αναπτύσσεται καί ζεί, τδ δτι γιά ν’ «Αλλάξουμε» τδν άνθρωπο πρέπει πρώτα ν’ Αλλάξουμε αύτό τό σύμπλεγμα συνθηκών είναι σαφώς Αντιληπτό Από τδν Μπαλζάκ. Τό δτι «πολιτικά καί κοινωνικά» είναι 2νας Αντιδραστικός, φαίνεται μονάχα άπό τδ μή καλλιτεχνικό κομμάτι τών γραφτών του «άποσπάοματα, πρόλογοι κλπ.). Ακόμα καί τό δτι αύτό τό «σύμπλεγμα συνθηκών» ή «περιβάλλον» έννοείται «νατουρα- λιστικά» είναι Ιπίσης Αληθινό. Πραγματικά, δ Μπαλζάκ είναι δ πρώτος ένός δρισμένου γαλλικοΟ λογοτεχνικοΟ ρεύματος κλπ.
Στατιστικές παρατηρήσεις.
Πόσα μυθιστορήματα ΙταλοΟ συγγραφέα ίχουν δημο
19313
σιεύσει .τά πιό διαδεδομένα λαϊκά περιοδικά δπως τό «Romanzo Mensile», δ «Domenica del Corriere», τό «Tribuna Illustrata», τό «Mattino Illustrato»; Ό «Domenica del Corriere» ίσως καί νά δημοσίευσε κανένα σ’ δλη του τή ζωή (γύρω στα 36 χρόνια) σέ έκατό περίπου δημοσιευμένα μυ
θιστορήματα. Τό «Tribuna Illustrata» έλάχιστα (τόν τελευταίο καιρό μιά. σειρά άπό Αστυνομικά μυθιστορήματα τοΟ πρίγκηπα Βαλέριο Πινιατέλι)' πρέπει δμως νά σημειωθεί δτι τό «Tribuna» είναι κατά. πολύ λιγότερο διαδεδομένο άπό τόν «Domenica», δέν είναι καλά όργανωμένο, δσον άφορδ στή σύνταξη, καί δημοσιεύει ένα είδος μυθιστορήματος δεύτερης δ:αλογτ)ς.
θ ά ήταν ένδιαφέρον νά δοΰμε τήν έθνικότητα τών συγγραφέων καί τό είδος τών δημοσιευμένων περιπετειωδών μυθιστορημάτων. Τό «Romanzo Mensile» καί δ «Domenica» δημοσιεύουν πολλά άγγλικά μυθιστορήματα (τά γαλλικά δμως θά πρέπει νά είναι περισσότερα) καί άστυνομικοΰ τύπου (έχουν δημοσιεύσει Σ έ ρ λ ο κ Χ ό λ μ ς καί Ά ρ-
σ έ ν Λ ο υ π έ ν ) άλλ’ άκόμα καί γερμανικά, ούγγαρέ- ζικα (ή βαρώνη Ό ρτζι είναι πολύ διαδεδομένη καί τά μυ- θιστορήματά της πάνω στήν Γαλλική Επανάσταση άνατυ- πώθηκαν πολλές φορές, άκόμα καί στό «Romanzo Mensile», πού έπίσης θά πρέπει νά έχει μιά μεγάλη κίνηση) μέχρι καί αύστραλέζικα (του Γκουίντο Μπούθμπυ, πού είχε άρκετές έκδόσεις) : Είναι βέβαια σέ καλύτερη θέση τό Αστυνομικό μυθιστόρημα ή κάτι άνάλογο, έμποτισμένο άπό μιά συντηρητική καί όπισθοδρομική άντίληψη ή βασισμένο σέ καθαρή ραδιουργία, θά ήταν ένδιαφέρον νά ξέραμ£ ποιός, στήν σύνταξη τοϋ «Corriere della Sera» ήταν έπιφορτισμένος νά διαλέγει αύτά τά μυθιστορήματα καί ποιές δδηγίες τοΰ είχαν δοθεϊ, δεδομένου δτι στόν «Corriere» δλα ήταν άψογα δργα- νωμένα. Τό «Mattino Illustrato» άν καί βγαίνει στή Νάπο- λη, δημοσιεύει μυθιστορήματα τοΰ είδους τοΰ «Domenica», Αλλά παρασύρεται Από οικονομικά ζητήματα καί συχνά άπό λόγιες (Ασθενείς) θελήσεις (γι’ αύτό — πιστεύω— έχει έκδόσει Κόνραντ, Στήβενσον καί Λόντον) : τό Γδιο μπορεΐ νά είπωθεϊ γιά τήν «Illustratione del Popolo», τοΟ Τορίνο.
194
Συγκριτικά κι ίσως άκόμα καί μέ άπόλυτο τρόπο, ή διεύθυνση τοϋ «Corriere» είναι τό κέντρο μεγαλύτερης διάδοσης τών λαϊκών μυθιστορημάτων. Δημοσιεύει τουλάχιστον δεκαπέντε τό χρόνο μέ μεγάλη κίνηση. Σέ δεύτερη θέση θά Ερχεται δ Οίκος Σοτζόνιο, πού θά πρέπει νά έκδίδει καί Ινα περιοδικό.
Μια σύγκριση μέσα στό χρόνο τών έκδοτικών δραστηριοτήτων τοΰ Οίκου Σοτζόνιο θά έδινε Ινα πλαίσιο, άρκετά προσεγγιστικό, τών μεταβολών πού έχουν έπέλθει στό γοϋ- στο τοϋ λαϊκοΰ κοινοΰ- ή έρευνα είναι δύσκολη, έπειδή δ Σοτζόνιο δέν τυπώνει τό χρόνο έκδοσης καί δέν άριθμεΐ συχνά τις άνατυπώσεις, άλλά μια κριτική έξέταση τών καταλόγων θα έδινε Ινα άποτέλεσμα. νΗδη, μιά παραβολή τών καταλόγων πρό πενήντα χρόνων (δταν δ «Secolo» ήταν στδ άπόγειό του) καί στούς σημερινούς, θά ήταν ένδιαφέρουσα: δλα τά δακρύβρεχτα, αισθηματικά μυθιστορήματα θά πρέπει νά έχουν έντελώς ξεχαστεϊ, έκτός άπό κάποιο «άριστούργη- |ΐα» τοΰ είδους πού θά πρέπει άκόμα ν’ άντέχει (δπως ή «Με- λαχρινή τοΰ μύλου» τοΰ Ρίτσεμπουργκ) : άπό τήν άλλη, αύτό δέ σημαίνει δτι τέτοια βιβλία δέν Εχουν διαβαστεί άπδ βρισμένα στρώματα τοΰ πληθυσμού τής έπαρχίας, δπου «ά- ρέσει» άκόμα στούς «άπαλλαγμϊνους άπό τις προλήψεις» δ Πώλ ντέ Κόκ καί γίνονται ζωηρές συζητήσεις πάνω στή φιλοσοφία τών «Αθλίων». Έτσι, θά ’ταν ένδιαφέρον νά παρακολουθήσουμε τή δημοσίευση τών μυθιστορημάτων σέ περίληψη μέχρι έκεΐνα πού έκδίδονταν γιά κερδοσκοπικούς λόγους, πού στοιχίζουν δεκάδες καί δεκάδες λιρών καί Εχουν πάρει βραβεία.
Έ να δρισμένο άριθμδ λαΓκών μυθιστορημάτων Εχουν δημοσιεύσει δ Έντουάρντο Περίνο καί πιό πρόσφατα δ Νερ- μπίνι, δλα άντικληρικής άτμόσφαιρας καί δεμένα μέ τήν γκουερατσιανή παράδοση. Είναι άνώφελο νά θυμηθούμε τόν Σαλάνι, κατ’ έξοχήν λαϊκό έκδότη. Πρέπει νά συνταχθεΐ Ινας κατάλογος τών λαϊκών έκδοτών.
Οί «ηρωες» τής λαϊκής λογοτεχνίας.
Μιά άπό τις πιό χαρακτηριστικές θέσεις τοϋ λαϊκοΟ
195
κοινοϋ γιά τή λογοτεχνία του είναι ή έξής: δέν ένδιαφέρεε τό ίνομα καί ή προσωπικότητα τοϋ συγγραφέα, άλλά τό πρό- σωπο τοϋ πρωταγωνιστή. 01 ήρωες τής λαϊκής λογοτεχνίας, δταν ίχουν μπει στή σφαίρα τής πνευματικής λαϊκής ζωής, ξεκόβονται άπό τή «φιλολογική» καταγωγή τους καί άπο- κτοϋν κύρος ιστορικής προσωπικότητας. 'Ολη τους ή ζωή είναι ένδιαφέρουσα άπό τή γέννηση ώς τό θάνατο καί αύτό έξηγεϊ τήν έπιτυχία τών «συνεχειών» άν καί είναι τεχνητές: δηλαδή μπορεϊ νά συμβεΐ δ πρώτος δημιουργός αύτοδ τοϋ είδους, στό Ιργο του, νά γράφει γιά τό θάνατο τοΰ ήρωα καί δ «συνεχιστής» νά τόν ζωντανεύει, πρός μεγάλη Ικανοποίηση τοΰ κοινοϋ, πού παθιάζεται ξανά, και δίνει νέα μορφή στήν είκόνα, προσφέροντάς της περισσότερη διάρκεια μέ τό καινούριο δλικό πού τοϋ δόθηκε. Δέν είναι άναγκαΐο νά θεωρούμε τήν «Ιστορική προσωπικότητα» κυριολεκτικά, παρά τό δτι αύτό συμβαίνει: δηλαδή τό δτι μερικοί άπό τούς λαϊκούς άναγνώστες δέν είναι κιόλας σέ θέση νά ξεχωρίζουν τόν πραγματικό κόσμο τής Ιστορίας τοϋ παρελθόντος άπό ’κείνον τό φανταστικό καί συζητοϋν γιά τις προσωπικότητες τών μυθιστορημάτων, δπως θά Ικαναν γιά έκείνους πού Ιχουν ζήσει, άλλά μ’ Ιναν τρόπο άλληγορικό, γιά νά καταλάβουμε δτι δ φανταστικός κόσμος άπσκτδ στήν πνευματική ζωή τοϋ λαοϋ μ’.άν Ιδιαίτερη μυθική συγκεκριμενοποίηση. Έτσι συμβαίνει π.χ. νά άλληλοεπηρεάζονται διάφορα μυθιστορήματα, έπειδή οΐ προσωπικότητες μοιάζουν: δ λαϊκός ά- φηγητής ένώνει σ’ Ινα μονάχα ήρωα τΙς περιπέτειες τών διαφόρων ήρώων καί είναι πεπεισμένος δτι ?τσι πρέπει νά γίνεται γιά νά είναι «έπιτήδειοι».
Ό Περιπλανώ μένος ’Ιουδαίος.
Ή διάδοση τοΰ «Περιπλανώμενου ’Ιουδαίου στήν ’Ιταλία κατά τήν περίοδο τοΰ Ριζορτζιμέντο. Βλέπε τό άρθρο τοϋ Μπάτσο Μ. Μπάτσι «Ό Ντιέγκο Μαρτέλλι, δ φίλος τών «macchiatoli» 38 στόν «Pegaso», τό Μάρτη 1931. Ό Μπάτ τσι μεταφέρει άλλοτε δλοκληρωμένα κι άλλοτε συμπερασμα
196
τικά (σελ. 298 - 299) μερικές άνέκδοτες σελίδες άπό χΐς «’Αναμνήσεις άπό τά πρώτα μου χρόνια», δπου 6 Μαρτέλλι θυμάται δτι συχνά (άνάμεσα ατά ’49 μέ ’59) μαζευόντουσαν στό σπίτι του οί φίλοι του πατέρα του, δλοι τους πατριώτες καί άνθρωποι τής μελέτης, δπως κι 6 ίδιος 6 πατέρας του: ό Ά ττο Βανούτσι, 6 Τζιουζέππε Άρκατζέλλι, καθηγητής Ιλληνικών καί λατινικών, 6 Βιντσέντσο Μουτέρι, χημικός, πού αυτός πρώτος έφερε στή Φλωρεντία τό φωτισμό μέ γκάζι, 6 Πιέτρο Τουάρ, 6 ’Αντόνιο Μορντίνι, 6 Τζιουζέππε Μα· τσόνι μέλος τής τριανδρίας μαζί μέ τόν Γκουεράτσι καί τόν Μοντανέλλι, 6 Σαλβανιόλι, 6 Τζιούστι κ.ά.· συζητούσαν γιά τήν τέχνη, τήν πολιτική καί συνάμα διαβάζανε τά βιβλία πού κυκλοφορούσαν παράνομα. Ό Βιεζώ είσήγαγε τόν «Περιπλανάμε νο ’Ιουδαίο»: διαβάστηκε στήν οίκία Μαρτέλλι μπροστά στους φίλους πού είχαν έρθει άπό τή Φλωρεντία καί άπ’ Ιξω. ΆφηγεΙται 6 Ντιέγκο Μαρτέλλι: «’’Αλλος τραβούσε τά μαλλιά του, άλλος χτυπούσε καταγής τά πόδια του κι άλλος έδειχνε τΙς γροθιές στόν ούρανό...»
Σ’ Ινα άρθρο τού ‘Αντόνιο Μπαλντίνι («Corriere della Sera» 6 Δεκέμβρη 1931) γιά τήν Παολίνα Λεοπάρντι («"Ολα γιά δλους») καί τΙς σχέσεις της μέ τόν Πρόσπερο
Βιάνι, θυμάται άκολουθώντας τά Γχνη μερικών γραμμάτων, πού δημοσιεύτηκαν άπό τόν Τζ. ’Αντόνα- Τραβέρσι («Civiltà moderna», 3ος χρόνος, άρ. 5, Φλωρεντία, έκδ. Βαλέ- κι) πού ό Βιάνι έστελνε στή Λεοπάρντι τά μυθιστορήματα τοϋ Ευγένιου Σοΰε («Τά μυστήρια τών ΙΙαρισίων» κι άκό- μα τόν «Περιπλανώμενο Ιουδαίο») τά όποια ή Παολίνα έβρισκε έξαιρετικά «ευχάριστα». Ά ς θυμηθούμε τό χαρακτήρα τού Πρόσπερο Βιάνι πού ήταν λόγιος, άνταποκριτής τής Κρούσκα 39, καί τό περιβάλλον δπου ζούσε ή Παολίνα δί- •πλα στόν άντιδραστικότατο Μονάλντο, που έγραφε τήν έπι- θεώρηση «Voce della Ragione» (τής όποίας ή Παολίνα ήταν άρχισυντάκτρια) καί ήταν ένάντια στούς σιδηρόδρομους, χλπ.
197
Έπιοτημονικότητα καί άπομεινάρια τών τελευταίων χρόνων ταυ ρομαντισμού.
Πρέπει νά έξεταστεϊ ή τάση τής άριστερής κοινωνιολο- γίας στήν ’Ιταλία ν’ άσχολεϊται μέ περισσότερο ζήλο μέ τό> πρόβλημα τής έγκληματικότητας. Μήπως αύτό συνδέεται μέ τό γεγονός δτι είχαν προσχωρήσει στήν άριστερή τάση & Λομπρόζο καί πολλοί άπό τούς πιό «έπιφανεϊς» όπ οδούς του, πού φιγουράριζαν σαν ή ύπέρτατη ίκφραση τής έπιστήμης καί πού επηρέαζαν μέ δλες τους τΙς έπαγγελματικές άσχή- μιες καί τα έξειδικευμένα προβλήματά τους; Ή μήπως πρόκειται για ενα άπσμεινάρι τών τελευταίων χρόνων τού ρομαντισμού του 1848 (Σοϋε καί ο£ έπίπονες έργασίες του γΑ τό μυθιστοριοποιημένο ποινικό δίκαιο) ; *Η, άραγε, είναι συν- δεδεμένο μέ αυτό: δτι δηλαδή στήν ’Ιταλία δρισμένες δμά- δες διανοουμένων χτυπήθηκαν λόγω τού μεγάλου άριθμοΟ άγριων έγκλτ^ιάτων καί σκεφτόντουσαν δτι δέν μπορούν v i προχωρήσουν παραπέρα χωρίς νά ίχουν έξηγήσει «Ιπιστη- μονικα» (δηλαδή νατουραλιστικα) αύτό τό φαινόμενο «βαρβα- ρισμοΰ» ;
Λαϊκή λογοτεχνία.
"Ας παραθέσουμε τό βιβλίο τής Ε. Μπρένα «Ή ιταλική λαϊκή διδακτική λογοτεχνία τού 19ου αϊώνα *. ’Από τήν ά- νάλυση τού ίργου πού όφείλεται στήν καθηγήτρια Ε. Φορμι- τζίνι - Σάνταμαρία («Italia che scrive», Μάρτης 1932) παίρνουμε αύτό τά άποσπάσματα: Τό βιβλίο τής Μπρένα πήρε ίνχ βραβείο ενθαρρυντικό στό διαγωνισμό Ραβίτσα, πού φαίνεται είχε άκριβώς σαν θέμα τή λαϊκή διδακτική λογοτεχνία. Ή Μπρένα ξδωσε Ινα πλαίσιο τής άνάπτυξης τού μυθιστορήματος, τού διηγήματος τών κειμένων ήθικής καί κοινωνικής διάδοσης, τοΰ θεατρικού ίργου, τών πιό διαδεδομένων στόν 19ο αίώνα κειμένων γραμμένων σέ διάλεκτο μέ άναφορές στόν 18ο αίώνα καί σέ σχέση μέ τή φιλολογική
* Μιλάνο, F .I.L .P . 1931, οελ. 246.
198
κατεύθυνση τϊ)ς σφαιρικής της Ανάπτυξης. Ή Μπρένα ϊδω- σε στόν δρο «λαϊκό» μιά πλατιά ίννοια «συμπεριλαμβάνοντας άκόμα καί τήν άστική τάξη, έκείνη πού δέν κάνει τήν κουλτούρα σκοπό τής ζωής της, άλλά πού μπορεΐ νά προσεγγίσει τήν τέχνη»' ϊτσι Θεώρησε σάν «διδακτική λογοτεχνία τοΟ λαοϋ δλην έκείνη τή λογοτεχνία, πού δέν είναι αύλικοΰ κι έξεζηττχϊένου χαρακτήρα, συμπεριλαμβάνοντας, γιά παράδειγμα, τούς «’Αρραβωνιασμένους», τά μυθιστορήματα τοΟ Ντ’ Άτσίλιο καί τά άλλα ίδιου χαρακτήρα, τούς στίχους τοϋ Τζιούστι κι έκείνους πού έχουν σάν θέμα τις έλαφρές περιπέτειες καί τήν γαλήνια φύση, δπως οι ρίμες τοϋ Πάσκολι καί τής Ά ντα Νέγκρι. Ή Φορμιτσίνι - Σανταμαρία κάνει μερικούς ένδιαφέροντες συλλογισμούς: «Αύτή ή παρουσίαση τοϋ θέματος δικαιολογείται άν σκεφτοϋμε πόσο έλλιπής κατά τό πρώτο μισό τοϋ περασμίνου αΙώνα ήταν ή διάδοση τοΟ Αλφάβητου άνάμεσα στούς χειροτέχνες καί στούς γεωργούς [Αλλά ή λαϊκή λογοτεχνία δέ διαδίδεται μονάχα μέ τήν Ατομική άνάγνωση, Αλλά καί μέ συλλογικές Αναγνώσεις· Αλλες δραστηριότητες: οι «μάηδες» τής Τοσκάνης, οι πλανόδιοι τραγουδιστές στή νότια ’Ιταλία είναι χαρακτηριστικά τών καθυστέρησών περιοχών δπου δ ΑναλφαβητιστμΑς είναι σέ ύ- ψηλά έπίπεδα καί μ’ αύτόν τόν τρόπο έξηγοϋνται έπίσης οί ποιητικοί Αγώνες στή Σαρδηνία καί στή Σικελία], δπως έπίσης ελλιπής είναι ή ίκδοση κατάλληλων βιβλίων [τί σημαίνει «κατάλληλα»; καί ή λογοτεχνία δέν γεννά καινούριες Αναγκαιότητες;] γιά τό χαμηλό διανοητικό έπίπεδο τών χει- •ρονακτών ή Α. θά σκέφτηκε δτι, Αναπαραθέτοντας μονάχα αύτά ή μελέτη της θά ήταν περιορισμένη. Σέ μένα δμως φαίνεται δτι ή κρυφή πρόθεση στό δοσμένο θέμα ήταν νά γίνει φανερή, μαζί μέ τήν Ιλλειψη κειμένω·» λαϊκοϋ χαρακτήρα τοϋ 19ου αΙώνα, ή Ανάγκη νά γραφτοϋν κατάλληλα βιβλία γιά τό λαό καί νά κάνουν ώστε νά έρευνηθοϋν, μέσα άπό τις Αναλύσεις γιά τό παρελθόν, τά κριτήρια σύμφωνα μέ τά όποια μιά λαϊκή λογοτεχνία πρέπει ν’ Αντλεί τήν 5μ- πνευσή της. Δέ λέω δτι δέν θά Ιπρεπε νά ριχτεϊ μιά ματιά στίς έκδόσεις, πού σύμφωνα μέ τΙς προθέσεις τών συγγραφέων θά ϊπρεπε νά έξυπηρετήσουν τήν έκπαίδευση τοϋ λαοΟ,
199
χωρίς παρ’ δλ’ αυτά νά τδ κατορθώνουν- άλλά, ξεκινώντας άπό κάτι τέτοιο, Θά Ιπρεπε πιό άναλυτικά νά ? βγαίνε σάν συμπέρασμα τδ γιατί ή καλή πρόθεση παρέμεινε πρόθεση, 'ϊπήρξαν, άντίθετα, άλλα Εργα (Ιδιαίτερα στδ δεύτερο μισό τοΟ 19ου αίώνα) πού πρότειναν σάν κύριο τήν έπιτυχία καί σάν δευτερεΰον τήν έκπαίδευση καί είχαν μεγάλη έπιτυχία στις λαϊκές τάξεις. Είναι άλήθεια δτι έξετάζοντάς τα ή Μπρέ- να θά έπρεπε ν’ άπομακρύνεται πολύ συχνά άπδ τδ πεδίο τής τέχνης, άλλά στήν άνάλυση αύτών τών βιβλίων πού διαδόθηκαν καί διαδίδονται άκόμα άνώμεσα στδ λαδ (π.χ. τά παράλογα, τά μπερδεμένα, φρ:κιαστικά, τά μυθιστορήματα τής Ίνβερνίτσιο), στή μελέτη πάνω σ’ έκείνους τούς δρα- μώνες τής άρένας πού άποσποΰσαν δάκρυα καί χειροκροτήματα άπδ τδ κυριακάτικο κοινό τών θεάτρων δεύτερης σειράς (καί πού έμπνέονται πάντα άπδ τήν άγάπη γιά τή δικαιοσύνη καί τδ θάρρος), θά ήταν καλύτερο νά μπορούσε νά βρεθεί ή πιδ, κύρια δψη τής λαϊκής ψυχής, τδ μυστικδ αύτοϋ πού μπορεί νά τήν έκπαιδεύσει δταν τήν £χει φτάσει σ’ 2να πεδίο δράσης λιγότερο μονόπλευρο καί περισσότερο γαλήνιο».
Ή Φορμιτσίνι σημειώνει κατόπιν δτι ή Μπρένα δέν ά- σχολήθηκε μέ τή μελέτη τής λαογραφίας καί θυμίζει δτι είναι άνάγκη ν’ άσχοληθεϊ τουλάχιστο μέ τά παραμύθια καί τά διηγήματα τύπου άδελφών Γκρίμ. Ή Φορμιτσίνι έπιμέ- νει στή λέξη «διδακτική», άλλά δέν δείχνει τδ περιεχόμενο πού θά ’πρεπε νά Ιχει αυτή ή Εννοια. Κι δμως, τδ ζήτημα βρίσκεται άκριβώς έδώ. Ή «τάση» τής λαϊκής λογοτεχνίας, πού διοψΛρφώνε’. τήν πρόθεση, δπότε καί είναι άνούσια καί ψεύτικη, άνταποκρίνεται έλάχιστα στά πνευματικά ένδιαφέ- ροντα του λαού Ιτσι, ώστε τδ δτι δέν είναι δημοφιλής είναι ή δίκαιη άνταμοιβή.
01 «λαϊκίοτικες» τάσεις.
"Ας παραθέσουμε τού Άλμπέρτο Κονσίλιο τδ «Ό λαϊκισμός καί οί νέες τάσεις τής γαλλικής λογοτεχνίας», «Nuova
200
Antologia», 1 ’Απρίλη 1931. Ό Κονσίλιο ξεκινά άπό τήν Ιρευνα τών «Nouvelles Littéraires» γιά τό «’Εργατικό καί άγροτικό μυθιστόρημα» (τόν Ιούλη καί Αύγουστο τοΰ 1930). θ ά πρέπει νά ξαναδιαβάσουμε τό άρθρο άν θέλουμε νά έξε- τάσουμε τό θέμα δργανικά. Ή θέση τοϋ Κοναίλιο (λίγο - -πολύ άναλυμένη καί κατανοητή) είναι ή έξής: μπροστά στήν ανάπτυξη τής πολιτικής καί κοινωνικής δύναμης τοΰ προλεταριάτου καί τής ιδεολογίας του, μερικές όμάδες τής γαλλικής διανόησης άντιδροΰν μ’ αύτά τά κινήματα «πρός τό λαό». Τό πλησίασμα στό λαό θά σήμαινε λοιπόν 2να ξανα- μάσημα τής άστικής σκέψης, πού δέ θέλει να χάσει τήν ή- γεμονία της πάνω τΙς λαϊκές τάξεις καί πού γιά νά έξασκήσει καλύτερα αύτήν τήν ήγεμονία άποδέχεται ένα μέρος τής ■προλεταριακής ιδεολογίας, θά ήταν μιά έπιστροφή σέ πιό «δημοκρατικά» σχήματα, ουσιαστικά, τοΰ τυπικού σημερινού «δημοκρατικισμού».
Πρέπει νά έξετάσουμε άν κι ένα άκόμα τέτοιου είδους φαινόμενο δέν είναι πολύ σημαντικό καί σπουδαίο Ιστορικά καί άν δέν άντιπροσωπεύει μιά άπαραίτητη μεταβατική φάση κι Ινα έπεισόδιο τής Εμμεσης «λαϊκής έκπαίδευσης». Έ νας κατάλογος τών «λαϊκίστικων τάσεων» καί μιά άνάλυση τής κάθε μιας τους θά ήταν ένδιαφέρουσα: θά μπορούσε ν «άνακαλυφθεΐ» μ'.ά άπ’ αυτές πού δ Βίκο όνομάζει «πανουργία τής φύσης», δηλαδή, πώς μιά κοινωνική ώθηση, πού τείνει σ’ Ινα σκοπό έπιτυγχάνει τό άντίθετό της.
Μυϋιστοριοποιημένες βιογραφίες.
"Αν είναι άληθινδ δτι ή μυθιστοριοποιημένη βιογραφία συνεχίζει, μέ μιά δρισμένη Ιννοια, τδ ιστορικό λαϊκό μυθιστόρημα τύπου Α. Δουμά πατέρα, μπορούμε νά ποϋμε δτι, άπ αύτήν τήν άποψη, σ’ αύτήν τήν ειδική κατηγορία, στήν ’Ιταλία, «τδ χάσμα φτάνει στδ μεγαλύτερό του σημείο». ’Ας δούμε τδ δημοσίευμα τού οίκου «Κορμπάτσο» καί κάποιου άλλου καί ειδικά τά βιβλία τοΰ Ματσουκέλλι. Ά ς σημειωθεί, ¿μως δτι ή μυθιστοριοποιημένη βιογραφία, άκόμα κι άν 2-
201
χει ένα λαϊκό κοινό, ώστόσο δέν είναι δημοφιλής μέ μιά συνολική έννοια, σάν τό μυθιστόρημα σέ συνέχειες: Απευθύνεται σ’ £ν* κοινό πού ίχει ή πού πιστεύει δτι ίχει άπαιτήσεις γιά μιάν άνύτερη κουλτούρα, στή μικροαστική τάξη τής πόλης καί τοϋ χωριού, πού πιστεύει δτι έχει γίνει «κυρίαρχη τάξη» καί άπόλυτος κύριος τοϋ κράτους. Ό σύγχρονος τύπος τοϋ λαϊκοϋ μυθιστορήματος είναι άστυνομικοϋ, «κίτρινου» τύπου καί σ’ αυτή τήν κατηγορία δέν Εχουμε τίποτα. Έτσι δέν Ιχουμε καί τίποτα, δσον άφορά τό περιπετειώδες μυθιστόρημα, μέ πλατιά ίννοια, άφ’ ένός τύπου Στήβε^ σον, Κόνραντ, Λόντον, άφ’ έτέρου σημερινού γαλλικοϋ τύπου (Μάκ - Όρλάν, Μαλρώ, κλπ.).
θέατρο.
Γράφει δ ’Αλμπέρτο Μάντσι: «Τό δακρύβρεχτο θεατρικό έργο καί ή αισθηματική κωμωδία είχαν γεμίσει τό παλ- κοσένικο μέ τρελούς κι έγκληματίες κάθε είδους καί ή γαλλική ’Επανάσταση — έκτός άπό έλάχιστα ευκαιριακά έργ α — δέν ε?χε γίνει καθόλου πηγή έμπνευσης στούς συγγραφείς θεατρικών ίργων, πράγμα πού θά σημείωνε μιά καινούρια κατεύθυνση στήν τέχνη καί πού θά ? βγάζε τό κοινό άπό τό δρόμο τών μυστήριων ύπόγειων, τών έπικίνδυνων δασών, τών τρελοκομείων... *».
Ό Μάντσι άναφέρει Ινα κομμάτι άπό ένα σύγγραμμα τοϋ δικηγόρου Μαρία - Τζιάκομο Μποϊελντιέ, τοϋ 1804: «ΣτΙς μέρες μας ή σκηνή έχει άλλάξει: καί δέν είναι σπάνια ή περίπτωση νά βλέπεις τούς δολοφόνους στά άντρα τους καί τούς τρελούς στό τρελοκομείο. Δέ μπορούμε άραγε ν’ άφή- σουμε στά δικαστήρια τό καθήκον τής τιμωρίας αύτών τών τεράτων πού άτιμάζουν τό δνομα τού άνθρώπου καί στούς γιατρούς τό καθήκον τής θεραπείας τών δυστυχισμένων ποί>
* ’Αλμπέρτο Μάνται, «Ό κόμης Ζιρώ, ή ιταλική κυ6έρνησι> καί ή λογοκριοία», ο τήν «Nuova Antologia» τής 1ης Όκτώβρη 1929.
202
τα έγκλήματά τους δίνουν θλιβερά χτυπήματα στήν άνθρω- πότητα, άκόμα κι άν πρόκειται γιά θεατρικές ύποκρίσεις; Ποιά Ισχυρή Ιλξη, ποιό θέλγητρο μπορεΐ νά έξασκήσει στό θεατή ή είκόνα τών κακών πού σύμφωνα μέ τήν ήθική καί φυσική τάξη καταστρέφουν τό άνθρώπινο είδος, καί πού γιά χάρη τους, άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη, γιά τόν παραμικρό κλονισμό τών κουρασμένων νεύρων μας, μπορούμε καί μεις οί Γδιοι νά γίνουμε θύματα άξιας συμπάθειας; Γιατί πρέπει νά πηγαίνουμε στό θέατρο γιά νά δοϋμε τούς «Ληστές» [κωμωδία τύπου «Ό Ρομπέρ, άρχηγός τών ληστών» τοΰ Λα- μαρτεγιέρ, πού κατάληξε μετά κρατικός ύπάλληλος, καί ή τεράστιά του έπιτυχία, τό 1791, καθορίστηκε άπό τή φράση «πόλεμος στούς πύργους, είρήνη στίς καλύβες»' προερχόμενη άπό τούς «Ληστές» τοΰ Σίλλερ], τΙς «Τρελές καί άρρωστοι άπό Ιρωτα» [κωμωδίες τύπου: «Νίνα, ή τρελή άπό Ιρωτα», «Ό ιππότης ντέ λα Μπάρε», «Τό ντελίριο», κλπ.]».
Ό Μποϊελντιέ κριτικάρει «τό είδος πού, στήν πραγματικότητα, μοΰ φαίνεται έπικίνδυνο καί γιά λύπηση».
Τό άρθρο τοΰ Μάντσι περιέχει μερικές σπόντες γιά τή στάση τής λογοκρισίας στήν έποχή τοΰ Ναπολέοντα ένάντια σ’ αύτό τό είδος τοΰ θεάτρου είδικά βταν οί μή φυσιολογικές ύποθέσεις πού παρουσιαζόντουσαν ίθιγαν τήν μοναρχία.
Έντμ&ντο ντέ Ά μίτο ις και Τζιονζέτυιε Τοέζαρε ’'Αμπα.
Ή σημασία τής «Στρατιωτικής ζωής» τοΰ Ντέ ’Αμί- τσις. Ή «Στρατιωτική ζωή» πρέπει νά παραλληλιστεί μέ βρισμένες δημοσιεύσεις τοΰ Τζ. Τσ. Ά μπα, παρά τήν βαθιά τους άντίθεση καί τή διαφορετική τους στάση. Ό Τζ. Τσ. Ά μ πα είναι περισσότερο «παιδαγωγός» καί περισσότερο «έ- θνικολαϊκός»: Είναι βέβαια δημοκρατικός μέ πιό συγκεκριμένη Ιννοια άπό τόν Ντέ Άμίτσις, έπειδή είναι πολιτικά ρωμαλέος καί ήθικά πιό αυστηρός. Ό Ντέ Άμίτσις, παρά τά έπιφανειακά φαινόμενα, είναι δουλικότερος πρός τΙς κυρίαρχες ίμάδες πατερναλιστικής μορφής.
Στή «Στρατιωτική ζωή» πρέπει νά προσεχθεί τό κεφά
λαιο: «Ό Ιταλικός στρατός τόν καιρό τής χολέρας τοϋ 1867», έπειδή παρουσιάζει τή στάση τοϋ λαοϋ τής Σικελίας ■πρός τήν κυβέρνηση καί τούς «’Ιταλούς» μετά τό ξεσήκωμα τοϋ Σεπτέβρη 1866. Πόλεμος τοϋ 1866, τό ξεσήκωμα τοϋ Παλέρμο, ή χολέρα: τρία άξεχώριατα γεγονότα, θ ά πρέπει νά έξεταστεϊ ή ύπόλοιπη λογοτεχνία γιά τή χολέρα σέ δλο τό Νότο, στα 1866 - 1867. Δέν μπορούμε νά κρίνουμε τό πολιτιστικό έπίπεδο τής ζωής τοϋ λαοϋ έκείνου τοϋ καιροϋ χωρίς νά έξετάσουμε αύτό τό θέμα. (Υπάρχουν έπίσημες έκδό- σεις γιά τά έγκλήματα ένάντια στίς άρχές, ατούς στρατιώτες, στούς άξιωματούχους κατά τήν διάρκεια τής χολέρας;).
Ό Γχουερίν Μεσχίνο.
Στόν «Corriere della Sera», τής 7 Ίανουαρίου 1932, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο μέ ύπογραφή Ράντιους μέ τόν τίτλο: «OC κλασικοί τοϋ λαοϋ, ό Γκουερίνο, ό έπωνομαζόμενος Με- σκίνο». 'Ο πρώτος τίτλος «ΟΕ κλασικοί τοϋ λαοϋ» είναι πλατύς καί άόριατος: Ό «Γκουερίνο», μαζί μέ μιά δλόκληρη σειρά άπό παρόμοια βιβλία («ΟΕ Φράγκοι Βασιλιάδες», «Ό Μπερτόλδος», οΕ Εατορίες ληστών, Επποτών κλπ.), άντιπρο- σωπεύει μιάν δρισμένη λαϊκή λογοτεχνία, τήν πιό στοιχειώδη καί πρωτόγονη πού είναι διαδεδομένη στά πιό καθυστερημένα καί «παραμελημένα» στρώματα τοϋ λαοϋ: ειδικά ατό Νότο, ατά βουνά κλπ. ΟΕ άναγνώστες τοϋ «Γκουερίνο» δέ διαβάζουν τόν Δουμά ή τους «’Αθλιους» κι άκόμα λιγότερο τόν Σέρλοκ Χόλμς. Σ’ αύτά τά στρώματα άντιστοιχεϊ μιά δριαμένη λαογραφία κι ένας καθορισμένος «κοινός νοϋς».
'Ο Ράντιους ψιλοδιάβασε τό βιβλίο καί δέν Ιχει καί τόσο καλή σχέση μέ τή φιλοσοφία. Δίνει στόν «Μεσκίνο» μιά έγκεφαλική σημασία: «τό παρατσούκλι κολλήθηκε στόν ff- ρωα λόγω τοϋ δτι ή γενιά του ήταν άνέκαθεν φτωχή καί άθλια»: κολοσσιαίο λάθος, πού άλλοιώνει δλη τή λαϊκή ψυχολογία τοϋ βιβλίου καί μεταστρέφει τήν ψυχολογική - συναισθηματική σχέση τών λαϊκών άναγνωατών πρός τό βιβλίο. Παρουσιάζεται άμέσως δτι δ Γκουερίνο είναι άπό βασιλική
204
γενιά, άλλά ή άτυχία του τόν κάνει νά γίνει «δοϋλος», δηλαδή «ποταπός» δπως λεγόταν στόν Μεσαίωνα κι δπως βρίσκεται στόν Δάντη (στή «Νέα Ζωή» θυμάμαι πάρα πολύ καλά). Πρόκειται λοιπόν γιά Ινα βασιλόπουλο, πού Ιχει καταντήσει δούλος, που άνακτά, μέ τα μέσα καί τή θέληση πού διαθέτει, τή φυσική του σειρά' αύτός δ παραδοσιακός σεβασμός στή γέννηση πού γίνεται «προσφιλής» δταν ή άτυχία χτυπά τόν ήρωα, ύπάρχει καί στόν πιό πρωτόγονο λαό, καί μετατρέπεται σέ ένθουσιασμό δταν δ ήρωας, ένάντια στήν άτυχία, άνακτά τήν κοινωνική του θέση.
Ό «Γκουερίνο», σαν λαϊκό «Ιταλικό» ποίημα' πρέπει νά. σημειωθεί, άπ’ αυτήν τήν άποψη, πόσο χοντροκομμένο καί άτεχνο είναι τό βιβλίο, δηλαδή δτι δέν Ιχει δεχτεί καμιά έ- πεξεργασία καί τελειοποίηση, δοαμένης τής παραμέλησης τοϋ λαοϋ άπό πολιτιστική άποψη, τού λαοϋ πού άφήνεται στήν τύχη του. Ίσως Ετσι έξηγεΐται ή άπουσία έρωτικής πλοκής, ή δλοκληρωτική άπουσία έρωτισμοΰ στόν «Γκουερίνο».
Ό «Γκουερίνο», σάν «λαϊκή Εγκυκλοπαίδεια»: είναι άξιο προσοχής τό πόσο χαμηλή θά πρέπει νά είναι ή κουλτούρα τών στρωμάτων πού διαβάζουν τόν «Γκουερίνο» καί πόσο λίγο ένδιαφέρονται π.χ. γιά τή «γεωγραφία», Ετσι ώστε νά είναι ικανοποιημένοι καί νά παίρνουν στά σοβαρά τόν «Γκουερίνο». θ ά μπορούσε ν’ άναλυθεϊ ό «Γκουερίνο» σάν «Εγκυκλοπαίδεια», ώστε νά Εχουμε πληροφορίες γιά τό χαμηλό διανοητικό έπίπεδο πλατιών λαϊκών στρωμάτων καί γιά τήν άδιαφορία τους γιά τήν κουλτούρα πού άκάμα τούς τρέφει.
Ό «Σπάρτακος» τοϋ Ραφαέλε Τζοβανιόλι.
Στόν «Corriere della Sera» τής 8 Γενάρη 1932, δημοσιεύτηκε τό γράμμα πού Εστειλε δ Γκαριμπάλντι στόν Ρα- φαέλο Τζοβανιόλι στίς 25 Ιουνίου 1874 άπό τήν Καπρέ- ρα, μόλις διάβασε τό μυθιστόρημα: «Σπάρτακος». Τό γράμμα είναι πολύ ένδιαφέρον γι’ αύτήν τήν πραγματεία πάνω στή «λαϊκή λογοτεχνία», γιατί κι δ Γδιος δ Γκαριμπάλντι Ιχει
205·
γράψει «λαϊκά μυθιστορήματα» καί στό γράμμα ύπάρχουν τά βασικά σημεία τής «ποιητικής» του σ’ αύτό τό είδος. Ό «Σπάρτακος» τοΟ Τζοβανιόλι έξάλλου είναι Ινα άπό τά έ- λάχιστα Ιταλικά λαϊκά μυθιστορήματα πού διαδόθηκε καί στό Εξωτερικό, σέ μιά περίοδο πού τό λαϊκό μας «μυθιστόρημα -δταν «άντικληρικό» καί «έθνικό», είχε — δηλαδή — στενά τοπικά χαρακτηριστικά καί δρια.
’Απ’ δ,τι θυμάμαι, μοϋ φαίνεται δτι δ «Σπάρτακος» θά μπορούσε νά ήταν ειδικά άφορμή γιά μιά προσπάθεια πού, κάτω άπ’ δρισμένους δρους, θά ήταν δυνατό νά γίνει μέθοδος: θά μποροϋσε νά «μεταφραστεί» σέ σύγχρονη γλώσσα: νά καθαριστεί άπό τά ρητορικά καί τύπου μπαρόκ σχήματα σάν άφηγηματική γλώσσα, νά καθαριστεί άπό κάθε τεχνική -καί στυλίστικη Ιδιοσυγκρασία 40, νά γίνει «σημερινός», θά γινόταν, συνειδητά, έκείνη ή μικρή έργασία προσαρμογής στό χρόνο καί στά νέα αισθήματα καί τούς καινούριους τρόπους γραφής πού παραδοσιακά ή λαϊκή λογοτεχνία ύπέφε- ρε, στό βαθμό πού μεταδινόταν άπό στόμα σέ στόμα καί δέν είχε σταθεροποιηθεί καί άπολιθωθεί μέ τή γραφή καί τήν τυπογραφία. "Αν αυτό γίνεται άπό μιά γλώσσα σέ μιάν άλλη γιά τ’ άριστουργήματα τοΰ κλασικού κόσμου, πού κάθε έποχή μετάφρασε καί διαμόρφωσε σύμφωνα μέ τήν κάθε φορά νέα κουλτούρα, γιατί δέ θά μποροϋσε — άραγε— καί δέ θά 2- πρεπε νά γίνει γιά Εργα σάν τόν «Σπάρτακο» καί άλλα, που Ιχουν μιά άξία πολιτιστική περισσότερο «λαϊκή» παρά καλλιτεχνική;
Αύτή ή έργασία προσαρμογής έπαληθεύεται άκόμα στή λαϊκή μουσική, μέ τά μουσικά μοτίβα πού Εχουν άπήχηση στό λαό: πόσα έρωτικά τραγούδια δέν 2χουν γίνει πολιτικά, άφοϋ πέρασαν άπό δύο ή τρεϊς Επεξεργασίες; Αύτό συμβαίνει σ’ δλες τΙς χώρες καί θά μποροΰσαν νά άναφερθοϋν περίεργες περιπτώσεις (π.χ. δ τυρολέζικος δμνος τοΰ ’Αντρέα Χόφερ πού 2δωσε τή μουσική μορφή στήν «Molodaia Guardia») .
Γιά τά μυθιστορήματα θά ύπήρχε τό Εμπόδιο σχετικά μέ τά δικαιώματα τοΰ συγγραφέα, πού 2χω τήν Εντύπωση ίτ ι σήμερα ισχύουν μέχρι όγδόντα χρόνια άπό τήν πρώτη
206
Ικδοση (δέ θά ήταν δμως δυνατό νά έκσυγχρονιστούν δρι- σμένα Ιργα: π.χ. οΐ «Άθλιοι», ό «Περιπλανώμενος Ιουδαίος», δ «Κόμης Μοντεχρήστο» κλπ., πού είναι πολύ προ- σκολλημένα στην άρχική τους μορφή).
« '// πεταλούδα».
Ά ς παραθέσουμε τό Ιργο τοΟ Άντόνιο Μπαλντίνι, «Πενήντα χρόνων παραφωνίες»: ή «πεταλούδα έμπρηστής», στή «Nuova Antologia», 16 Ίούνη 1931. «Ή πεταλούδα», Ιδρύθηκε άπό τόν Άντζελο Σομαρούγκα στδ Κάλιαρι καί μετά άπδ δύο χρόνια μεταφέρθηκε στό Μιλάνο (γύρω στδ 1880). Τδ περιοδικό κατάληξε να γίνει ή έπιθεώρηση μιας δμάδας «καλλιτεχνών», «προλετάριων». Έγραψαν σ’ αύτδ δ Πάολο καί δ Φιλίππο Τουράτι. Ό Βαλέρα, έκείνη τήν έ- ποχή, ήταν διευθυντής του «Όχλου» καί Ιγραφε τά μυθι- στορήματά του: «Τδ ¿γνωστό Μιλάνο» καί «01 έκτραχηλι- σμένοι» σάν συνέχεια του πρώτου. Έγραφε δ Τσεζάριο Τέ- στα, διευθυντής του «Αντίχριστου» καί δ Ούλίσσε Μπαρμπιέ- ρι. Ή Γδια έκδοτική έταιρεία τής «Πεταλούδας» δημοσίευε μια «Νατουραλιστική βιβλιοθήκη» καί μιά «Σοσιαλιστική βιβλιοθήκη»' «Τδ ήμερολόγιο τών άθέων γιά τδ 1881». Δημοσίευσε Ζολά, Βαλλέ, Γκονκούρ, μυθιστορήματα μέ θέματα γιά τά πιδ χαμηλά κοινωνικά στρώματα, γιά τΙς φυλακές, τά πορνεία, τά νοσοκομεία, τους δρόμους ( Λ ο Ο μ π ε ν π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά τ ο ) , για τόν άντικληρισμό, τδν άθεΐσμό, τδ νατουραλισμό (Στεκέττι, «Εύγενής ποιητής»). Δημοσίευε τοϋ Τζ. Άουρέλιο Κοστάντσο «Οί ήρωες τής σοφίτας» (άπδ παιδιά στδ σπίτι, βλέποντας τδ βιβλίο, σκεφτόμαστε δτι μιλούσε γι’ άγώνες ποντικιών), τοΟ Καρντούτσι, τδν «"Γμνο στδ Σατανά». Σέ στύλ μπαρόκ, σαν τοϋ Τουράττι (άς θυμηθούμε τούς στίχους πού Ιχουν μεταφερθεί άπό τδν Σκιάβι στήν άνθολογία «Απάνθισμα κοινωνικών τραγουδιών») ό Βούδδας, ό Σωκράτης, ό Χριστός είπαν τήν άλήθεια: «Γιά τδν Σατανά, Ινας άπιστος κρύβει τδν δρκο — ΖοΟν ot νεκροί καί είναι άνώφελο νά τούς πνίγουμε».
207
Αύτό τό έπεισόδιο τής «καλλιτεχνικής ζωής» τοΟ Μιλάνου μπορεί νά μελετηθεί καί νά έπαναληφθεϊ άπό περιέργεια κι άκόμα δχι χωρίς ένα κριτικό καί διδακτικό ένδιαφέρον. Γιά τήν «Πεταλούδα», τήν έποχή πού έβγαινε ατό Κάλιαρι, έγραψε δ Ραφαέλε Γκαρτσία στό «Γιά τήν ιστορία τής λογοτεχνικής μας δημοσιογραφίας»; στήν «Giossa Perenne» τόν Φεβρουάριο τοΰ 1929.
Ό φυλακισμένος τραγουδιστής
Τοΰ Γιόχαν Μπόιερ (μεταφρασμένο άπό τούς Λ. Γκρέι καί Τζ. Ντάουλι, έκδ. Μπιέττι, Μιλάνο, 1930). Πρέπει νά προσεχθοϋν δυό πολιτιστικές άπόψεις: 1) ή άν- τίληψη γιά τόν πρωταγωνιστή ή «πιραντελλική», δ δ- ποϊος άναπλάθει συνεχώς τή φυσική καί ήθική του «προσωπικότητα», διαφορετική πάντα κι ώστόσο πάντα ίδια. Μπορεί νά έχει ένδιαφέρον σχετικά μέ τήν έ- πιτυχία τοΰ έργου τοΰ Πιραντέλλο στήν Εύρώπη καί γι’ αό- τδ πρέπει νά δοΰμε πότε δ Μπόιερ έγραψε τδ βιβλίο του, 2) ή πιδ στενά λαϊκή άντίληψη, πού περιέχεται στδ τελευταίο μέρος τοΰ βιβλίου.
Γιά νά έκφραστεΐ μέ «θρησκευτικούς» δρους, δ συγγραφέας ύποστηρίζει μέ πιραντελλική μορφή τήν παλιά θρησκευτική καί Αναμορφωτική άντίληψη τοΰ «κακοΰ»: Τδ κακδ βρίσκεται βαθιά μέσα στόν άνθρωπο (μέ άπόλυτη έννοια), σέ κάθε άνθρωπο σάν νά λέμε, ύπάρχει ένας Κάιν κι ένας ’Αβελ πού παλεύουν μεταξύ τους: άν θέλουμε νά έξαλείψου- με τδ κακδ άπδ τδν κόσμο, πρέπει δ καθένας μας νά νικήσει τόν Κάιν πού ’χει μέσα του καί νά κάνει νά θριαμβεύσει 6 ’'Αβελ: τδ πρόβλημα τοΰ «κακοΰ» δέν είναι λοιπδν πολιτικό ή οίκονομικοκοινωνικό, άλλά «ήθικδ» ή «ήθικιστικό». Τί κι άν μεταβάλουμε τδν έξωτερικδ κόσμο, τδ σύνολο τών σχέσεων ; Αύτό πού είναι σημαντικό είναι τδ άτομικδ ήθικδ πρόβλημα. Σέ κάθε έναν ύπάρχει δ «Ιουδαίος» καί δ «χριστιανός», δ έγωι- στής καί δ άλτρουιστής: καθένας πρέπει νά κάνει τδν έσω- τερικό του άγώνα κλπ. κλπ., νά σκοτώσει τδν Ιουδαϊσμό πού έχει μέσα του. Είναι ένδιαφέρον τδ γεγονδς δτι ή θεωρία
τοϋ Πιραντέλλο χρησίμει>σε στόν Μπόιερ, γιά νά μαγειρέψει αύτό τό παλιό φαγητό, καί τό δτι μιά θεωρία πού περνάει γι’ άντιθρησκευτική, κλπ., χρησίμεψε γιά νά. ξαναπαρου1· σιάσει τήν παλιά χριστιανική τοποθέτηση τοϋ προβλήματος τοΟ κακοϋ κλπ.
Λ,ονπί* Κατιονάνα.
Παρμένο άπό ενα άρθρο τοϋ Λουίτζι Τονέλλι, «Ό χαρακτήρας καί τό έργο τοϋ Λουίτζι Καπουάνα» (Nuova Antologia», 1η Μάη 1928) : «Ό Βασιλιάς Μπρανκαλεόνε» [μυθικό μυθιστόρημα: 6 εικοστός αιώνας δημιουργήθηκε ώς έκ θαύματος ατό διάστημα λίγων ήμερων, στήν έποχή τοϋ «μιά φορά κι ενα καιρό», άλλα άφοϋ ό βασιλιάς άποκτά τήν πικρή έμπειρία τόν καταστρέφει, προτιμώντας νά ξαναγυ- ρίσει στήν πρωτόγονη έποχή] μάς ένδιαφέρει άκόμα καί άπό Ιδεολογική άποψη: σέ μια περίοδο διεθνιστικής, σοσιαλιστι- κοειδοϋς παραφοράς (!) είχε τό κουράγιο (!) v i καυτηριάσει^) «τούς ήλίθιους συναισθηματισμούς γιά τήν παγκόσμια ειρήνη, τόν άφοπλισμό, καί τούς δχι λιγότερο ήλίθιους συναισθηματισμούς για τήν οικονομική Ισότητα καί τήν κοινοκτημοσύνη τών άγαθών», καί v i έκφράσει τήν έπείγουσα ά- νάγκη «να πάψουν τΙς άναταραχές, πού ίχουν κιόλας δημιουργήσει iva κράτος έν κράτει, μιάν άνεύθυνη κυβέρνηση», καί νά πιστοποιήσει τήν άναγκαιότητα μιας έθνικής συνείδησης: «Μάς λείπει ή έθνική άξιοπρέπεια' πρέπει νά δημιουργήσουμε τή μεγαλόπρεπη ύπερηφάνεια, νά τή σπρώξουμ* μέχρι τήν ύπερβολή. Είναι ή μοναδική περίπτωση πού ή ύ- περβολή δέν βλάπτει».
Ό Τονέλλι είναι ήλίθιος, άλλά καί δ Καπουάνα δέν ά- στειεύεται μ' αύτά πού λέει πού μοιάζουν μέ λόγια άσημης έπαρχιακής έφημεριδούλας. θ α ϊπρεπε έπίσης νά δοϋμε τί άξιζε τότε ή δική του Ιδεολογία, τύπου «Μιά φορά κι £ναν καιρό», πού έκθείαζε ivav άναχρονιστικό πατερναλισμό, κάτ θε άλλο παρά έθνικό, στήν τοτινή ’Ιταλία.
Μέ άφορμή τόν Καπουάνα, θά πρέπει νά θυμηθοϋμε τό
20914
θέατρο τό γρ αμ μ ένο σέ διάλεκτο καί τΙς γνώμες γιά τή γλώβ- σα στό θέατρο, άναφορικά μέ τό ζήτημα τής γλώσσας στήν Ιταλική λογοτεχνία. Μερικές κωμωδίες τοϋ Καπουάνα (δ- πως ό «Υάκινθος», τά «Μάγια», «Ό Ιππότης Πεντάνια») γράφτηκαν άρχικά στά ιταλικά καί μ£τά σέ διάλεκτο: μονάχα σέ διάλεκτο είχαν έπιτυχία. Ό Τονέλλι, πού δέν καταλαβαίνει τίποτα, γράφει δτι ό Καπουάνα είχε ταχθεί μέ τό γραμμένο σέ διάλεκτο θέατρο δχι μόνο άπό τήν πεποίθηση δτι «πρέπει να περάσουμε μέσα άπό θεατρικά εργα γραμμένα σέ διάλεκτο, άν πραγματικά θέλουμε νά φτάσουμε στό έθνικό ιταλικό θέατρο», «άλλά άκόμα, καί πάνω άπ’ δλα, άπό τόν ειδικό χαρακτήρα τών θεατρικών δημιουργημάτων του: αύτά είναι έξαιρετικά (!) έργα γραμμένα σέ διάλεκτο, καί σ’ αύτήν βρίσκουν τήν πιό φυσική κι άληθινή έκφρασή τους». Άλλά τί σημαίνει «δημιουργίες έξαφετικές γραμμένες σέ διάλεκτο»; Τό γεγονός έξηγείται μέ τό ίδιο τό γεγονός, δηλαδή δέν έξηγείται. Πρέπει νά θυμηθοΟμε άκόμΛ δτι 6 Καπουάνα έγραφε σέ διάλεκτο τήν άλληλογραφία του μέ μιά «σπιτωμένη», γυναίκα τοΟ λαοΟ, δηλαδή καταλάβαινε δτι τά ιταλικά δέ θά τοΰ έπέτρεπαν νά γίνει άπόλυτα άντιληπτός καί νά «τόν δοΰνε μέ συμπάθεια» τά λαϊκά στοιχεία, πού ή κουλτούρα τους δέν ήταν έθνική, άλλά περιφερειακή ή έθνι- κοσικελική' πώς δμως κάτω άπ’ αύτές τΙς συνθήκες θά ήταν δυνατό νά περάσει άπό τό σέ διάλεκτο θέατρο στό γραμμένο στήν έθνική γλώσσα, είναι μιά αινιγματική διαπίστωση καί άποδείχνει μονάχα μιάν έλλιπή κατανόηση τών έθνικών πολιτιστικών προβλημάτων.
Πρέπει νά έξετάσουμε στό θέατρο τοΰ Πιραντέλλο, γιατί όρισμένες κωμωδίες είναι γραμμένες στά ιταλικά καί άλλες σέ διάλεκτο: στόν Πιραντέλλο ή έρευνα είναι άκόμα πιό ένδιαφέρουσα γιά τό λόγο δτι αύτός μιά κάποια στιγμή ά- πόκτησε μιά κοσμοπολίτικη πολιτιστική φυσιογνωμία, δηλαδή έγινε Ιταλός καί έθνικός στό βαθμό πού έβγαλε τελείως άπό πάνω του τά έπαρχιώτικα χαρακτηριστικά κι έξευρωπα- ίστηκε. Ή γλώσσα δέν έχει άκόμα. άποκτήσει μιά «Ιστορικότητα» τής μάζας, δέν έχει γίνει άκόμα ένα έθνικό γεγονός. Ή «Λιολά» τοΰ Πιραντέλλο, μέ ιταλικό λεξιλόγιο άξίζει
210
πολύ λίγο, ένώ τό «Fu Mattia Pascal», άπ’ δπου είναι παρμένη, μπορεΐ άκόμα νά διαβάζεται μ’ εύχαρίστηση. Στό ιταλικό κείμενο δ συγγραφέας δέν καταφέρνει νά συντονιστεί μέ τό κοινό, δέν έχει τήν προοπτική τής Ιστορικότητας τής γλώσσας, δταν τά πρόσωπα θέλουν να είναι συγκεκριμένα ’Ιταλοί μπροστά σ’ ένα ιταλικό κοινό. Στήν πραγματικότητα, στήν ’Ιταλία, ύπάρχουν πολλές «λαϊκές» γλώσσες καί αύτές είναι ot διάλεκτοι τών διαφόρων περιοχών πού μιλιούνται μονάχα στήν προσωπική συζήτηση, δπου έκφράζονται τά συναισθήματα καί τά πιό κοινά καί διαδεδομένα άγαπημένα πράγματα: ή λογοτεχνική γλώσσα είναι άκάμα, κατά πολύ, μιά κοσμοπολίτικη γλώσσα, ένα είδος «έσπεράντο», δηλαδή περιορισμένη στή μερική έκφραση συναισθημάτων καί γνώσεων κλπ.
"Οταν λέμε δτι ή γλώσσα τής λογοτεχνίας έχει ένα με- γάλο πλούτο έκφραστικών μέσων γίνεται μιά άμφίβολη καί διφορούμενη διαπίστωση, μπερδεύεται ό «πιθανός» έκφραστι- κός πλούτος πού έχει καταγραφεΐ στό λεξικό ή περιέχεται άδρανής στούς «συγγραφείς» μέ τόν άτομικό πλούτο πού μπο- ρεΐ νά καταναλωθεί άτομικά, μά πού αύτός, ό τελευταίος, είναι δ μόνος πραγματικός καί συγκεκριμένος πλούτος καί μόνο πάνω του μπορεΐ νά ύπολογιστεΐ δ βαθμός τής έθνικής γλωσσικής ένότητας πού δίνεται άπό τή ζωντανή όμιλούμε- νη γλώσσα τού λαού, άπό τό βαθμό τής έθνικοποίησης τής γλωσσικής κληρονομιάς. Στό θεατρικό διάλογο είναι έμφα- νής ή σπουδαιότητα ένός τέτοιου στοιχείου" άπό τό παλκο- σένικο δ διάλογος πρέπει νά προκαλέσει ζωντανές εικόνες μέ ίλη τους τήν Ιστορική πραγματικότητα τής έκφρασης, άν- τίθετα ύπαγορεύει, πολύ συχνά, βιβλιακές είκόνες, συναισθήματα άκρωτηριασμένα άπό τήν άκαταληψία τής γλώσσας καί τΙς παραλλαγές της. Οί λέξεις τής καθομιλούμεσης άναπαρά- γονται στόν άκροατή σάν ύπενθύμιση λέξεων διαβασμένων στά βιβλία ή στίς έφημερίδες ή πού ψάχτηκαν στό λεξικό, δ- πως θά ’ταν άν άκουγες στό θέατρο νά μιλάνε γαλλικά αδτοί πού έχουν μάθει τά γαλλικά άπό τΙς «μεθόδους άνευ διδασκάλου»' ή λέξη άποστεώνεται, δέν ύπάρχει διαβάθμιση τών ά- ποχρώσεων, ούτε άντίληψη τής άκριβούς Ιννοιάς της πού εΐ-
211
ναι δοσμένη άπ’ δλη τήν περίοδο, κλπ. Έχουμε τήν έντύ- πωση δτι είμαστε άπολίτιστοι ή δτι Απολίτιστοι είναι οί άλλοι.
"Ας παρατηρήσουμε πόσα λάθη προφοράς στήν καθομιλουμένη Ιταλική γλώσσα κάνει δ άνθρωπος τοϋ λαοΰ: profùgo, rosèo41 κλπ., πράγμα πού σημαίνει δτι τέτοιες λέξεις έχουν διαβαστεί καί δέν Ιχουν άκουστεϊ πολλές φορές, δηλαδή τοποθετημένες σέ διαφορετικές προοπτικές (διαφορετικές περιόδους), προκάλεσαν ή καθεμιά τους τή λάμψη έκείνου τοϋ πολύεδρου πού άποτελεϊ μιά λέξη (τά συντακτικά λάθη είναι άκόμα περισσότερο σημαντικά).
“Αντα Νέγχρι.
Άρθρο τοϋ Μικέλε Σερίλο, στή «Νέα Ανθολογία», στίς 16 Σεπτ. 1927. Είναι άναγκαϊο νά γίνει μιά Ιστορικο-κριτι- κή μελέτη γιά τήν Ά ντα Νέγκρι. Μποροΰμε νά τήν όνομά- σουμε, σέ μιά περίοδο τής ζωής της, «προλετάρια ποιήτρια» ή άπλά «λαϊκή»; Στό πολιτιστικό πεδίο Ιχω τήν έντύπωση δτι Αντιπροσωπεύει τόν άκρότατο ρομαντισμό τοϋ 1848" δ· λαός συνεχώς προλεταριοποιεϊται, άλλά Αντιμετωπίζεται άκόμα άπό τήν άποψη τοΰ λαοΰ, δχι τόσο γιά τά σπέρματα τής άρχέτυπης οίκοδόμησης πού περικλείνει, άλλά περισσότερο γιά τήν πτώση πού παρουσιάζει άπό «λαός» σέ «προλεταριάτο». Στό «Πρωινό άστέρι», Τρέβες 1921, ή Νέγκρι. Ιχει άφηγηθεΐ τά συμβάντα τί)ς παιδικής κι έφηβικής της: ήλικίας.
Το έπειαόδιο Σαλγχάρι.
Τό έπεισόδιο Σαλγκάρι, σ’ άντίθεση μέ τόν Ιούλιο· Βέρν, μέ τήν έπέμβαση τοΰ ύπουργοΰ Φεντέλε (γελοίες καμ- πάνιες τοΰ «Raduno», δργανο τοΰ συνδικάτου δημιουργών καί συγγραφέων κλπ.) πρέπει νά τεθεί μαζί μέ τήν παράσταση τής φαρσοκωμωδίας «Μιά χαριτωμένη περιπέτεια στά λουτρά τοΰ Τσερνόμπιο», πού δόθηκε στίς 3 Όκτώβρη 1928 στό.
212
’Αλφονσϊνε, γιά τόν έορτασμδ τών έκατό χρόνων άπό τό θάνατο τοδ Βιντσέντζο Μόντι. Αύτή ή φαρσοκωμωδία, πού δημοσιεύτηκε τό 1858 σάν έκδοτικό συμπλήρωμα ένός θεατρικού έργου τού Τζιοβάννι ντέ Κάστρο, είναι κάποιου Βιντσέν- τζο Μόντι, καθηγητή στό Κόμο τότε (άπό Sva γρήγορο διάβασμα παρουσιάζεται ή άδυναμία του ν’ άποδοθεΐ στόν Μόν- τ ι) , άλλά «άνακαλύφθηκε» άφοδ άποδόθηκε στόν Μόντι καί παρουσιάστηκε στό ’Αλφονσίνε μπροστά στίς άρχές, σέ μιά έπίσημη έορτή για τά έκατό χρόνια άπό τό θάνατο τοδ Μόν- τι. (Βλέπε, καλοδ - κακοΰ, στίς έφημερίδες τής έποχής τό συγγραφέα τής θαυμαστής άνακάλυψης καί τις έπίσημες προσωπικότητες πού τό κατάπιαν τόσο εδκολα).
Έμίλιο vxè Μάρκι.
Γιατί, άραγε, δ ντέ Μάρκι, παρά τό γεγονός δτι σέ πολλά άπό τά βιβλία του ύπάρχουν πολλά στοιχεία λαϊκότητας, δέ διαβάστηκε καί δέ διαβάζεται πολύ; Πρέπει νά ξαναδιαβαστεί καί ν’ άναλυθοδν αύτά τά στοιχεία, ιδιαίτερα στδ «Τζιάκομο δ ιδεαλιστής». (Για τόν ντέ Μάρκι καί τδ μυθιστόρημα σέ συνέχειες 2χει γράψει Sva δοκίμιο δ ’ΑρτοΟρο Πομπεάτι *, στήν «Κουλτούρα», δχι δμως ικανοποιητικό.
*Η Καθολική τιλενρά. Ό Ιηοονίιης Ουγκο Μιόνι.
Διάβασα αύτές τΙς μέρες (Αδγ. 1931) Iva μυθιστόρημα του Ούγκο Μιόνι, «Ό χορός τών έκατομμυρίων», τυπωμένο άπό τήν 'Οπερα τοδ Σαν Πάολο τής ’Αλμπα. Εκτός άπδ τόν κατ’ έξοχή ίησουίτικο (καί άντισημιτικό) χαρακτήρα, πού άποτελεϊ τό κύριο χαρακτηριστικό αύτοδ τοδ ύποτυπώ- δικου μυθιστορήματος, μ’ ένόχλησε ή άδιαφορία γιά τδν τρό
* ’ΑρτοΟρο Πομπβάτι, »Έ μίλιο ντ& Ηάρχι, μυθ ιστοριογράφος συνεχειβν», ο τήν «Κουλτούρα*. .τοΟ Όχτώβρη - Δ·*4μ0ρη 1883, ο*λ, 809, κ.Ι. (Σ.ί.έπ.).
213
πο γραψίματος καί γιά τή γραμ4ΐατική στό κείμενο τοΟ Μιόνι. Ή έκτύπωση είναι χειριστή, βρίθει άπό τυπογραφικά καί όρ- θογραφικα λάθη, κι αυτό είναι άρκετά βαρύ γιά βιβλία πού προορίζονται γιά τούς νέους τοΟ λαοΟ, πού συχνά μαθαίνουν άπ’ αύτά τή γλώσσα τής λογοτεχνίας' άλλα άν 6 τρόπος γραψίματος καί ή γραμματική του Μιόνι μπορεί νά ϊχουν ύπο- φέρει άπό τήν κακή έντύπωση, είναι βέβαιο δτι 6 συγγραφέας είναι κάκιστος άντικειμενικά, είναι άγροομμάτιστος καί πασιφανώς έκτός Θέματος. Σ ’ αύτό τό μυθιστόρημα 6 Μιόνι Απομακρύνεται άπό τήν παράδοση τής μετριότητας καί τής ψεύτικης Ιπίσης λεπτότητας καί καθαρότητας τάν Ιησουιτών συγγραφέων, δπως 6 πατέρας Μπρεσάνι. Φαίνεται δτι 6 Ούγκο Μιόνι (σήμερα, πανιερώτατος Ούγκο Μιόνι) δέν είναι περισσότερο Ιησουίτης άπό τόν S. J.
Ή συλλογή «Tolle et lege» τοΰ έκδοτικοΟ οίκου «'Αγία Κοινωνία - Σάν Πάολο» “Αλμπα - Ρώμη, 111 τεύχη, πού περιέχοντας σ’ έναν κατάλογο τοΟ 1928, είχε 65 μυθιστορήματα τοΟ Ούγκο Μιόνι καί δέν ϊχουν βέβαια δλ’ αύτά δημοσιευτεί άπό τόν παραγωγικό πανιερώτατο, πού — κατά τ* άλλα — δέν Ιγραψε μόνο περιπετειώδη μυθιστορήματα, άλλά καί άπολογητικά, κοινωνιολογικά, άκόμα καί μιά πραγματεία γιά τήν «Ιεραποστολή». Εκδοτικοί οίκοι, Καθολικοί, γιά λαϊκές έκδόσεις: ύπάρχει καί μιά περιοδική ϊκδοση μυθιστορημάτων. Κακοτυπωμένα καί αίσχρά μεταφρασμένα.
214
Βιβλιογραφία
'Αρνητικός έθνιχο-λαϊχος χαρακτήρας τής ’Ιταλικής Λογοτεχνίας.
Στα 1892, ό έκδότης ΧοεπλΙ άνάγγειλε μία άναφορά πάνω στήν ιταλική λογοτεχνία συγκεντρωμένο στό βιβλίο, «Τά καλύτερα ιταλικά βιβλία, προτεινάμενα άπό έκατό σύγχρονες διασημότητες», πού θά πρέπει νά είναι ένδιαφέρον νά κοιταχτεί, λόγω αυτοϋ τοδ τίτλου, γιά νά καθοριστεί ποιά ήταν τά Ιργα πού ϊχαιραν μεγαλύτερης Ικτίμησης καί γιά ποιούς λόγους.
«Γίά τά θεωρητικά ζητήματα».
"Λς παρατεθεί τοϋ Κρότσε, «Κριτικοί διάλογοι», δεύτερη σειρά, σελ. 237 κ.έ.: «Τά Ιταλικά μυθιστορήματα τοϋ 1700» άπ’ άφορμή τό βιβλίο τοΟ Τζιανμπατίστα Μαρκέζι, «Μελέτες καί ίρευνες γύρω άπό τούς μυθιστοριογράφους και τά μυθιστορήματά μας τοΟ 1700», μέ τήν προσθήκη μιας βιβλιογραφίας τών μυθιστορημάτων πού Ικδόθηκαν στήν ’Ιταλία έκεΐνον τόν αΙώνα (Μπέργκαμο, ’Ιταλικό ΙνστιτοΟτο γραφικών τεχνών, 1903).
Έντοάρντο Περίνο.
Γιά τήν έκδοτική δραστηριότητα τοδ Περίνο, πού σημάδεψε μιά έποχή στή Ρώμη (ό Περίνο τυπώνει άντιεκκληρ
215
σιαστική λογοτεχνία καί είκονογραφημένες σημειώσεις, άρχί- ζόντας μέ τήν «Μπεατρίτσε Τσέντσι» τοϋ Γκουεράτσι), βλέπε : «Τό Υπόμνημα» τοϋ Τζ. ντέ Ρόσσι, πού θά πρέπει νά δημοσιεύτηκε τό 1927 ή τό 1928.
Οί ποιητές τοϋ λαού τής Σικελίας.
Τοϋ Φιλί-πο Φικέρα, «Τό νησί τοΰ Λίρι» έκδ. έτ. Α. Μαντσιόνε καί Πισάνι, 1929. Πιστεύω δτι μποροϋν νά βρε· θοΟν σ’ αύτό τόν τόμο ένδείξεις γιά νά τονιστεί στή Σικελία ή σπουδαιότητα τών «ποιητικών άγώνων» ή «μονομαχιών», πού γίνονται δημόσια σάν θεατρικές λαϊκές παραστάσεις. Ποιός είναι ό χαρακτήρας τους; ’Από μιά άνάλυση, πού δημοσιεύτηκε στό «Marzocco» στίς 21 ’Ιούλη 1929, φαίνεται δτι έχουν καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα.
Μυθιστορήματα σέ συνέχειες.
Στά «Nouvelles littéraires» τοϋ μήνα ’Ιούλη 1931 κ.έ. άς δούμε τήν έπισκόπηση τών σημερινών γάλλων συγγραφέων τών μυθιστορημάτων σέ συνέχειες. «ΟΕ διάσημοι άγνωστοι» τοΰ Ζ. Σαρενσόλ. Μέχρι τώρα έχουν κυκλοφορήσει σύντομα σκίτσα τοϋ Μωρίς Λεμπλάν (συγγραφέα τοΰ ’Αρσέν Λουπέν»), τοΰ ’ΑλαΙν (συγγραφέα τοϋ «Φαντομά») καί άλλων τεσσάρων ή πέντε (δπως τοϋ συγγραφέα τοϋ «Τζιγκο- μάρ»).
’Όσκαρ Μαρία Γκράφ.
Μεταφράστηκε στά γαλλικά Ινα μυθιστόρημα τοΰ Ο .Μ. Γκράφ «Είμαστε κρατούμενοι...» (έκδ. Γκαλιμάρ, 1930) πού φαίνεται ένδιαφέρον σάν λογοτεχνική προσπάθεια έν&ς γερ- μανοϋ έργάτη (άρτοποιοϋ).
216
Π . Ζινιοτύ.
«Εύγένιο; Σοϋε (Μεγάλοι περιπετειώδεις δρόμοι) », Παρίσι, Μπερζέ, Λεβρώ, 1932, σέ 16ο σχ., σελ. 228.
Γαλλικές ηροοηά&ειες λαϊκής λογοτεχνίας.
Δημοσιεύτηκε μιά άνθολογία άμερικάνων συγγραφέων έργατών («Ποιήματα άμερικάνων έργατών», μεταφρασμένα άπό τόν Ν. Γκύτερμαν καί Π. Μπράνζ, άπό τΙς έκδόσεις «01 ’Επιθεωρήσεις», Παρίσι, 1930), πού θεωρήθηκε μεγάλη έ- -πιτυχία άπό τούς γάλλους κριτικούς, δπως φαίνεται άπό τ’ άποσπάσματα πού δημοσιεύονται στόν κατάλογο τοϋ έκδότη. Στά 1925, στίς «Εκδόσεις του Σήμερα», δημοσιεύτηκε μιά «’Ανθολογία των έργατών συγγραφέων», πού συλλέχθηκε ά- ■πό τόν Γκαστόν Ντεμπρέσλ, μέ εισαγωγή του Μπαρμύς (κείμενα, άνάμεσα στ’ άλλα, τής ΜαργκρΙτ Άνισύ, τοϋ Πιέρ Ά μ π , κλπ.).
Τ6 βιβλιοπωλείο Βαλουά ίκδοσε, στά 1930, τό ϊργο τοϋ Άνρύ Πουλέλ, «Νέα λογοτεχνική έποχή», πού στόν έκ- δοτικό του κατάλογο καταχωροΰνται τά ονόματα τοϋ Κ Ά . Φιλίπ, Σάρλ Πεγκύ, Ζ. Σορέλ, Λ. καί Μ. Μπονέφ, Μαρσέλ Μαρτινέ, Σάρλ Βιλντράκ, κλπ. (δέν διευκρινίζεται άν πρόκειται για μιά άνθολογία ή γιά μιά συλλογή κριτικών 4ρ- θρων τοϋ Πουλέλ). "Ας δοϋμε τΙς προσπάθειες τοϋ Ένρίκο Ρόκκα στή «Lavoro Fascista» γιά να ύποκινήσει μιά λογο- τεχνικοϋ έπιπέδου συνεργασία τών έργατών. Κριτική αύτών τών προσπαθειών.
Μν&ιοτορήματα καί λαϊκίοτικα τιοιήματα.
Μυθιστορήματα καί λαΐκίστικα ποιήματα τοϋ Φερντι- νάντο Ροϋσσο (στά ναπολιτάνικα).
217
«Μυθιστορήματα καί μυθιστοριογράφο: συνεχειών» στή «lavoro Fascista» τής 19 Φλεβάρη 1932.
Λαϊκίοτικη καταγωγή του νπερανΟρώηου.
Γι’ αυτό τό θέμα πρέπει νά δούμε τό 2ργο τοΟ Φαρινέλλι. «Ό ρομαντισμός στό λατινιχό κόσμο» (τόμοι τρεις, Μπόχα, Τορίνο). Στό δεύτερο τόμο, ύπάρχει 2να κεφάλαιο πού γίνεται λόγος γιά τά αίτια τής δημιουργίας τοΟ «μοιραίου» άν- θρώπου καί τής «άκατάλυτης μεγαλοφυίας».
Ονέλς.
"Ας πάρουμε ύπ’ δψη τό άρθρο τής Λάουρα Τορέττα, «Ή τελευταία φάση του Ούέλς», στή «Nuova Antologia» τής 16ης ’Ιουλίου 1929. Ενδιαφέρον καί γεμάτο χρήσιμες αΐχ- μές γι’ αύτή τή μελέτη. Ό Ούέλς θά πρέπει νά θεωρείται σάν συγγραφέας πού άνακάλυψε 2να νέο τύπο περιπετειώδους μυθιστορήματος, διαφορετικό άπό τοϋ Βέρν. Στόν Βέρν, βρισκόμαστε, γενικά, στό χώρο τού πιθανού σ’ ένα μελλοντικά χρονικό σημείο. Στόν Ούέλς, ή γενική θεώρηση είναι άπί- θανη, ένώ τά έπΐ μέρους σημεία είναι έπιστημονικά άκριβή ή τουλάχιστον πιθανά' ό Ούέλς είναι πιό φανταστικός καί έφευρετικός, ό Βέρν πιό δημοφιλής. Ό Ούέλς, δμως, είναι, λαϊκός συγγραφέας άκόμα καί στό ύπόλοιπο μέρος τής παραγωγής του: είναι «μοραλιστής» συγγραφέας, κι δχι μονάχα μέ τήν συνήθη, άλλά καί μέ τήν ύποδεέστερη ίννοια τοΟ δρου. Δέν μπορεί, δμως, νά είναι δημοφιλής στή Γερμανία, στήν ’Ιταλία καί γενικά στίς λατινογενείς χώρες: είναι έ- ξαιρετικά δεμένος μέ τήν άγγλοσαξωνική νοοτροπία.
Έ ρνέοτο Μ προυνέιο.
218
IV. Oi άπόγονοι τοΟ πατέρα Μπρεσάνι
Οι απόγονοι τον πατέρα Μπρεαάνι
Μτιρεαανιαμός.
Μελέτη ένός σημαντικού μέρους τής άφηγηματικής Ιταλικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα τών τελευταίων δεκαετιών.
Ή προϊστορία του σύγχρονου ΜπρεσανισμοΟ (τής μεταπολεμικής περιόδου) μπορεΐ νά ταυτιστεί μέ μιά σειρά συγγραφείς σάν τόν ’Αντόνιο Μπελτραμέλι, μέ βιβλία τύπου «ΟΕ κόκκινοι άνθρωποι», «Ό ιππότης Μοστάρντο» κλπ. Ό Π ογ λίφιλο (ό Λούκα Μπελτράμι), μέ τΙς διάφορες παρουσιάσεις τών «Λαϊκών τής οικογένειας Όλένα» κλπ.
Ή λογοτεχνία πού είναι άρκετά πυκνή καί διαδεδομένη σ’ όρισμένους χώρους Ιχει κι Ινα χαρακτήρα πιό τεχνικά «ιερό»: είναι έλάχιστα γνωστή στούς χώρους πού Ιχουν λαϊκή κουλτούρα καί δέν είναι καθόλου μελετημένη. Ό δπου- λος καί προπαγανδιστικός χαρακτήρας της δχει άποκαλυφθεΐ άνοιχτά: πρόκειται γιά τόν «ήθικό Τύπο». ’Ανάμεσα στήν ίερή λογοτεχνία καί στό λαϊκό μπρεσανισμό ύπάρχει 2να λογοτεχνικό ρεϋμα, πού Ιχει πολύ άναπτυχθεΐ τά τελευταία χρόνια. (Καθολική όμάδα τής Φλωρεντίας, καθοδηγούμενη άπό τόν Τζιοβάνι Παπίνι κλπ.) : Ινα τυπικό της παράδειγμα είναι τά μυθιστορήματα τοΟ Τζιουζέππε Μολτένι. Έ να άπ’ αύτά, «Οί Άθεοι» πραγματεύεται τό τερατώδες σκάνδαλο τοΟ Ντόν Ρίβα καί τής άδελφής Φουμαγκάλι μέ Ινα άκόμα πιό τερατώδικα παράλογο τρόπο: Ό Μολτένι φτάνει στό σημείο νά διαβεβαιώσει δτι, άκριβώς λόγω τής Ιδιότητάς του— σάν ιερέας έξαναγκααμένος σέ άγαμία καί άγνότητα —
είναι ΑνΑγκη νά συγχωρήσουμε τόν ντόν Ρ£βα (που βίασε χι έμόλυνε καμιά 30ριά κοριτσάκια μικρής ήλικίας τά δποΐα τοϋ προσφέρθηκαν άπό τή Φουμαγκάλι γιά νά κρατηθεί «πιστός») καί πιστεύει δτι σέ μιά τέτοια σφαγή μπορεΐ νά άν- τιπαρατεθεΐ, σάν ήθικά Ισοδύναμη, ή κοινή μοιχεία ένός άθεου δικηγόρου. Ό Μολτένι ήταν πολύ γνωστός στόν Καθολικό λογοτεχνικό κόσμο: ήταν κριτικός λογοτεχνίας καί άρ- θρογράφος σέ μιά σειρά ήμερήσια καί περιοδικά κληρικά φυλλάδια, άνάμεσα στά δποΐα τό «Italia» καί τό «Vita e Pensiero».
Ό μπρεσανισμός άποκτά μιάν δρισμένη σημασία στούς «λαϊκούς» λογοτέχνες τής μεταπολεμικής περιόδου καί συνεχώς μετατρέπεται σέ προέχουσα καί ήμιεπίσημη Αφηγηματική «σχολή».
Ό Ούγκο Όΐέτι καί τό μυθιστόρημα «Ό γιός μου δ σιδηροδρομικός». Γενικά χαρακτηριστικά τής λογοτεχνίας του Όϊέτι καί διάφορες «Ιδεολογικές» τοποθετήσεις του. Κείμενα γιά τόν Όϊέτι τοΟ Τζιοβάνι Άνσάλντο πού, έξάλλου, έχει δμοιότητες μέ τόν Όϊέτι, πολύ περισσότερες άπ’ δσες μπορούσε κάποτε νά θεωρηθεί. Ή πιό χαρακτηριστική έκ- δήλωση τοϋ Ούγκο Όϊέτι είναι ή Ανοιχτή του έπιστολή στόν -πατέρα Ένρίκο Ρόζα, δημοσιευμένη στόν «Pegaso» καί άνα- τυπωμένη στόν «Civiltà Católica» μέ σχόλιο τοΟ Ρόζα. Ό Όϊέτι, μετά τήν Ανακοίνωση τοΟ συμβιβασμοϋ πού Εγινε άνάμεσα στό Κράτος καί τήν ’Εκκλησία, δχι μόνο ήταν πεπεισμένος δτι θά έλέγχονταν δλε; οι λογοτεχνικές έκδηλώσεις στήν ’Ιταλία σύμφωνα μ’ £να στενό Καθολικό καί κληρικό κονφορμισμό, Αλλά είχε κιόλας προσαρμοστεί σ’ αύτήν τήν Ιδέα καί Απευθύνθηκε στόν πατέρα Ρόζα, μ’ 2να στύλ γλοι- ώδικα κολακευτικό γιά τΙς πολιτιστικές εύεργεσίες τοΟ Τάγματος τοΟ ΊησοΟ, γιά νά έπιτύχει μιά «σωστή» καλλιτεχνική έλευθερία. Δέν μποροΰμε νά ποΟμε, κάτω άπό τό φώς τών κατοπινών γεγονότων (συζήτηση στή Βουλή τοΟ Αρχηγοϋ τής κυβέρνησης), δτι ήταν πιό χαμηλός δ έξευτελισμδς τοϋ Όϊέτι ή πιό κωμική ή σίγουρη τόλμη τοΟ παπα - Ρόζα, πού έδωσε τέλος πΑντων £να μάθημα σχετικό μέ τό χαρακτήρα στόν Όϊέτι, έννοεΐται μ’ Ιησουίτικο τρόπο. Ό Όϊέτι είναι
Αντιπροσωπευτικός κι άπό Αλλες Απόψεις. ’Αλλά ή πνευματική του δειλία ξεπερνά κάθε φυσικό δριο.
’Αλφρέντο Παντσίνι: Από τήν προϊστορία Ακόμη μέ κάποιο Απόσπασμα π.χ. του «Φανοϋ τοϋ Διογένη» (τό έπεισό- διο του «μελανού σπαθιού» Αξίζει σαν κωμικό ποίημα), μετά, τό «Ό άφέντης είμαι έγώ», «Ό κόι^ιος είναι στρογγυλός» καί σχεδόν δλα τά βιβλία του Από τόν πόλεμο καί ύστερα. Στή «Ζωή τού Καβούρ», περιλαμβάνεται μιά δική του Αναφορά στόν πατέρα Μπρεσάνι, Αληθινά έκπληκτική, άν δέν ύπήρξε συμπτωματική. "Ολη ή ψευτοϊστορική λογοτεχνία τού Παντσίνι πρέπει νά έπανεξετασθεϊ Από τήν άποψη τοϋ λαΐ- κοϋ μπρεσανισμοϋ. Τό έπεισόδιο Κρότσε - Παντσίνι *, πού Αναφέρεται στήν «Κριτική», είναι μιά περίπτωση Ατομικού, Αλλά καί λογοτεχνικού ίησουϊτισμοΰ.
Γιά τόν Σαλβατόρ Γκότα θά μπορούσε νά είπωθεΐ αύτό πού ίγραψε ό Καρντούτσι γιά τόν Ραπισάρντι: « Π ρ ο σ ε υ χ ό μ α σ τ ε στό βωμό καί Αέρηδες στό σκευοφυλάκιο». Ό λη ή λογοτεχνική του παραγωγή είναι μπρεσανική.
Ή Μαργαρίτα Σαρφάτι καί τό μυθιστόρημά της «Τό παλατάκι». Στήν κριτική τοϋ Γκοφρέντο Μπελόντσι, δημοσιευμένη στήν «Italia Letteraria» στίς 23 Ίούνη τού 1929 διαβάζουμε: «Πολύ Αληθινή αυτή ή αΙδώς τής παρθένου, πού λήγει μπροστά στό νυφικό κρεβάτι, ένώ νιώθει δτι «αύτό είναι όμορφούλικο κι έλκυστικό γιά τΙς μελλοντικές Ιπποδρομίες”». Αύτή ή παρθενική ντροπή, πού γίνεται αίσθητή μέ τΙς έξεζητημένες έκφράσεις τών Ακόλαστων δημοσιογράφων, είναι πανάκριβη. Ή παρθένα Φιορέλα θά ίχει προαισθανθεί Ακόμα καί τά μελλοντικά «πολλά μίλια» καί τό δυνατό τράνταγμα τής «γούνας» της. Όσον άφορΑ τΙς Ιπποδρομίες, θά Ιπρεπε νά γίνουν μερικοί θελκτικοί Αστεϊσμοί: θά μπορούσαμε νά θυμηθούμε τ ι θρυλικό έπεισόδιο γιά τόν Ντάντε καί τήν έταίρα, τό δποΐο Αναφέρεται στή συλλογή τοϋ Παπίνι (Καράμπα) γιά νά πούμε δτι γιά τις «Ιπποδρομίες» μπορεί
νά μιλά 5 άντρας κι δχι ή γυναίκα. Θά πρέπει νά θυμηθούμε τήν Εκφραση τοϋ Καθολικού Τσέστερτον στήν «Νέα Ίερου-
* Βλέπε: «Ή Κριτική» τόμος 23ος, οβλ. 375 (Σημ.Ι.έπ .).
223
σαλήμ» γιά τό κλειδί καί τήν κλειδαριά, άναφορικά μέ τήν πάλη τών δύο φύλων πού έλεγε δτι ή άποψη τοϋ κλειδιού δέν μπορεΐ νά είναι έκείνη τής κλειδαριάς. (Πρέπει νά είπωθεϊ ξεκάθαρα δτι 6 Γκοφρέντο Μπελόντσι, πού έκούσια έρωτο- τροπεϊ μέ τήν «άκριβή» πολυμάθεια [σέ τιμή ευκαιρίας] γιά νά προοθήσει τή δημοσιογραφία τής Ρώμης, βρίσκει δτι είναι «άλήθεια» τό δτι μιά παρθένα σκέφτεται τΙς Ιπποδρομίες) ■
Ό Μάριο Σομπρέρο καί τό μυθιστόρημα «Πέτρος καί Παύλος» μπορεΐ νά ένταχθεΐ στό γενικό πλαίσιο τού μπρε- σανισμού γιά τή φωτοσκίαση.
Ό Φραντσέσκο Πέρι καί τό μυθιστόρημα «Οί μετανάστες». Αυτός 6 Πέρι δέν είναι 6 Πάολο ’Αλμπατρέλι τών «Κατακτητών»; Έτσι κι άλλιώς, πρέπει νά πάρουμε ύπ’ δ- ψη μοις καί τούς «Κατακτητές». Στούς «Μετανάστες», τό πιό χαριτωμένο κομμάτι είναι ή χοντροκοπιά, δχι δμως ή χοντρο- κοπιά τοϋ άνόητου πρωτάρη, πού σ’ αύτήν τήν περίπτωση θά μπορούσε νά είναι άκατέργαστη, άλλά έπεξεργάσιμη: μιά σκοτεινή χοντροκοπιά, ύλική, δχι δπως έκείνη τού πρωτόγονου, άλλά σάν κι αύτή τού ξεμωραμένου άπαιτητικοϋ. Σύμφωνα μέ τόν Πέρι, τό μυθιστόρημά του θά ήταν «βεριστικό» καί αύτός θά ήταν 6 προάγγελος ένός είδους νεορεαλισμού. Μπορεΐ, δμως, σήμερα νά ύπάρχει Ενας μή Ιστορικός βερι- αμός; Ό ίδιος 6 βερισμός, στό 19ο αιώνα, ήταν κατά βάθος ή συνέχιση τού παλιού Ιστορικού μυθιστορήματος στό χώρο τού σύγχρονου Ιστορισμού. Στούς «Μετανάστες» λείπει κάθε χρονολογική άναφορά καί είναι κατανοητό. Ύπάρχουν δύο γενικές άναφορές: μία τό φαινόμενο τής μετανάστευσης άπό τό Νότο, πού κράτησε όρισμένο χρονικό διάστημα, καί άλλη στίς προσπάθειες είσβολής στίς παράνομα «Ιδιοποιημένες» γαΐες τών εύγενών σ’ έποχές έπακριβώς καθορισμένες. Τό μεταναστευτικό φαινόμενο Εχει δημιουργήσει μιά Ιδεολογία (ό μύθος τής ’Αμερικής), πού έρχεται σ’ άντίθεση μέ τή γε- ρασμένη Ιδεολογία πού μ’ αύτήν ήταν δεμένες οί σποραδικές, άλλά ένδημικές, προσπάθειες κατάληψης τών γαιών, πρίν άπ’ τόν πόλεμο. Εντελώς διαφορετικό είναι τό κίνημα τού 1919 - 1920 πού είναι ταυτόχρονο καί γενικευμένο κι
224
Εχει μιά δργάνωση πού άφήνει. νά φαίνεται ή μαχητικότητα τοΰ Νότον. Στούς «Μετανάστες», δλοι. αύτοί οΐ Ιστορικοί διαχωρισμοί, πού είναι στοιχειώδεις γιά ν’ άντιληφθοΰμε καί νά παρουσιάσουμε τή ζωή τοΰ άγρότη, Εχουν έκμηδενιστεί καί τό δλο μπέρδεμα άντανακλ&τα*. μέ χοντροκομμένο τρόπο, ά- γροϊκο, χωρίς καλλιτεχνική έπεξεργασία. Είναι πασιφανές δτι δ Π έρι γνωρίζει τδ λαϊκό περιβάλλον τής Καλαβρίας δχι άμεσα, άπό δική του αισθηματική καί ψυχολογική Ιμπει- ρία, άλλα μέσα άπό παλιές μορφές περιφερειακές (άν αύτός είναι δ ’Αλμπατρέλι, πρέπει νά πάρουμε όπ’ δψη μας τήν πολιτική καταγωγή, μασκαρεμένη μέ ψευδώνυμο). Ή κατά- ληψη (ή προσπάθεια κατάληψης) στην Πανδώρα γεννιέται άπό «διανοούμενους», πάνω σέ μια νομική βάση (τίποτα λι- γότερο άπό τούς καταστροφικούς νόμους τοΟ Τζ. Μυρά) καί καταλήγει στό μηδέν, σάν νά μήν είχε αύτό τό γεγονός (πού δμως Εχει παρουσιαστεί προφορικά σάν μιά μαζική μετανάστευση τοϋ λαοϋ) ούτε στό έλάχιστο άγγίζει τΙς συνήθειες ένός πατριαρχικοί} χωριού. Καβαρός μηχανισμός φράσεων. Τό Γδιο συμβαίνει καί μέ τήν μετανάστευση. Αύτό τδ χωριό τής Πανδώρας μέ τήν οίκογένεια τοΰ Ρόκκο Μπλέφαρι, είναι (γιά νά τό ποΰμε μέ τά λόγια ένός άλλου Καλαβρέζου) Ενα άλεξικέραυνο δλων τών συμφορών. Επιμονή στά φραστικά λάθη τών γεωργών, πού είναι τυπική τοΰ μπρεσανισμοΟ, άν δχι γενική τής ήλιθιότητας τών λογοτεχνών. Ή «μακέτα», τ’ άξιοθρήνητα σχέδια (δ κατάδικος κλπ.) χωρίς άστεϊαμό καί χιούμορ. Ή άπουσία τής Ιστορικότητας είναι «θελημένη» γιά νά μπορούν νά μποΰν στό ίδιο σακκί, άνάκατα δλα τά γενικά λαογραφ ικα θέματα πού, στήν πραγματικότητα, είναι άρι·στα εύκρινή σέ χρόνο καί τόπο.
Ούμπέρτο Φράκια: να κοιταχτεί ειδικά ή «Άντζελα».(Σέ γενικό πλαίσιο, τήν πρώτη θέση καταλαμβάνουν
δ Όϊέτι, δ Μπελτρανέλλι, δ ΙΙαντσίνι· σ’ αύτούς, δ ίησουητι- κορητορικός χαρακτήρας είναι περισσότερο έπιφανειακδς καί είναι πιό σημαντική ή θέση πού τούς Εχει δρισθεϊ άπό τΙς πιό πρόσφατες λογοτεχνικές άξιολογήσεις).
15225
Ποιές έπιπτώσεις είχε ή «μπρεαανιστική» τάση στή λογοτεχνία τοϋ πολέμου; Ό πόλεμος έξανάγκασε τά διάφορα κοινωνικά στρώματα v i πλησιάσουν μεταξύ τους, v i γνωριστούν, νά άλληλοεκτιμηθοϋν, στήν κοινή ταλαιπωρία καί στήν κοινή έγκαρτέρηση στοιχειωδών μορφών ζωής, πού καθορίζουν (uà μεγαλύτερη είλικρίνεια κι 2να πιό στενό πλησίασμα τής άνθρωπότητας, έννοούμενης «βιολογικά». Τί ?- χουν μάθει άπό τόν πόλεμο οί λόγιοι; Καί γενικά, τί έχουν μάθει άπό τόν πόλεμο έκεΐνες οί τάξεις άπό τΙς δποϊες φυσιολογικά προέρχεται 6 μεγαλύτερος άριθμός συγγραφέων καί διανοουμένων;
Ά ς άκολουθήσουμε δυό κατευθύνσεις ίρευνας: 1) Τήν άναφερόμενη στό κοινωνικό στρώμα, κι αύτή έχει ήδη έξε- ρευνηθεΐ άπό πολλές πλευρές άπό τόν καθηγητή Άντόλφο ’Ομοντέο, στή σειρά τών κεφαλαίων «Στιγμές πολεμικής ζωής. Άπό τά ήμερολόγια καί τά γράμματα τών πεσόντων», πού δημοσιεύτηκαν στήν «Critica» καί μετά συγκεντρώθηκαν σέ τόμο. Ή συλλογή τοϋ ’Ομοντέο παρουσιάζει Sva ύλικό ήδη διαλεγμένο, σύμφωνα μέ μιά τάση πού μπορεϊ νά όνομα- στει άκόμα καί έθνικαλαϊκή, έπειδή 6 ’Ομοντέο σιωπηρά προτίθεται ν’ άποδείξει δτι ήδη άπό τά 1915 ύπήρχε ρωμαλέα μια έθνική λαϊκή συνείδηση, πού βρήκε τρόπο νά έκδηλω- θεϊ στήν άγωνία τοϋ πολέμου, συνείδηση πού είχε σχηματιστεί άπό τή φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση, όπότε καί νά δε'ίξει δτι είναι παράλογη κάθε άπαίτηση παλιγγενεσίας μ’ αύτήν τήν έννοια στήν μεταπολεμική περίοδο. Τό άν 6 ’Ομοντέο καταφέρνει νά περατώσει τό καθήκον του σάν κριτικού, είναι 2να άλλο ζήτημα" παρ’ δλ’ αυτά, 6 ’Ομοντέο 2χει μιά στενή καί ύποτιμητική άντίληψη γιά τό τί είναι έθνικολαϊ- κό, άντίληψη πού είναι εύκολο νά Ιχνηλατηθοϋν οί πολιτιστικές καταγωγές της" ό Γδιος είναι έπίγονος τής συντηρητικής παράδοσης, πού έχει έπΐ πλέον ίναν όρισμένο δημοκρατικό ή μάλλον λαϊκίστικο τόνο, πού δέν ξέρει πώς ν’ ά- πελευθερωθεϊ άπό έντονες «βορβονίζουσες» αύλακώσεις. Στήν πραγματικότητα, τό ζήτημα μιας έθνκκολαϊκής συνείδησης
Λογοτεχνία του τυολέμου.
δέν τίθεται στόν ’Ομοντέο σΑν ζήτημα ένός βαθιοϋ δεσμοϋ δημοκρατικής Αλληλεγγύης μεταξύ διευθυνόντων διανοουμένων καί λαϊκών μαζών, άλλά σάν ζήτημα στενής σχέσης τών μεμονωμένων Ατομικών συνειδήσεων, πού έχουν φτάσει σ’ iva όρισμένο έπίπεδο εύγενοϋς έθνικής Ανιδιοτέλειας xal πνεύματος αυτοθυσίας. Έτσι, είμαστε Ακόμα στό σημείο Ανάπτυξης τού ήθικοϋ «βολανταριομοϋ» καί τής Αντίληψης τών é l i t e s , πού αύτοκαταναλώνονται xal δέν τούς μπαίνε* πρόβλημα νΑ είναι όργανικά δεμένοι μέ τΙς πλατιές έθνικές μάζες.
2) Ή Ιδιαίτερα όνομαζόμενη πολεμική λογοτεχνία, δηλαδή αυτή πού δφείλεται σ’ «έπαγγελματίες» συγγραφείς, πού έγραφαν γιΑ νΑ τούς τΑ έκδόσουν, είχε στήν ’Ιταλία κυμαινόμενη έπιτυχία. ’Αμέσως μετΑ τήν έκεχειρία ήταν πολύ έλλιπής καί μικρής Αξίας· Αναζήτησε τήν πηγή τής έμπνευσής της στή «Φωτιά» τοϋ Μπαρμπύς. Είναι πολύ ένδιαφέρον νΑ μελετηθεί τό «Ημερολόγιο τοϋ πολέμου» τοϋ Μπ. Μουσσο- λίνι, για ν’ Ανακαλυφθούν τΑ ίχνη τής τάξης τών πολιτικών στοχασμών, τών πραγματικΑ έθνικολαϊκών, πού είχαν σχηματίσει, πρίν Από χρόνια, τήν Ιδεαλιστική ούσία τοϋ κινήματος πού Αποκορυφώθηκε στή δίκη γιΑ τή σφαγή τής PoVr καγκόργτια καί στΑ γεγονότα τοϋ 1914. 'Επειτα, είχαμε iva δεύτερο κύμα πολεμικής λογοτεχνίας, πού συνέπεσε μ’ iva ευρωπαϊκό κίνημα μ’ αύτήν τήν έννοια, πού δημιουργή- θηκε μετΑ τή διεθνή έπιτυχία τοϋ βιβλίου τοϋ ΡεμΑρκ καί μέ ·κύρια πρόθεση νΑ έμποδίσει τήν πασιφιστιχή νοοτροπία τύπου Ρεμάρκ. Αύτή ή λογοτεχνία γενικΑ είναι μέτρια, είτε σΑν τέχνη είτε σΑν πολιτιστικό έπίπεδο, δηλαδή σΑν πρακτική δημιουργία «συναισθημάτων καί συγκινήσεων» γιΑ νΑ έπιβληθοϋν στό λαό. 'Ενα μεγάλο μέρος αύτής τής λογοτεχνίας ύπεισέρχεται τέλεια στόν «μπρεσανικδ» τύπο. Χαρακτηριστικό παρΑδειγμα τό βιβλίο τοϋ Τσ. ΜαλαπΑρτε, «Έ έπανάσταση τών καταραμένων άγίων».
Πρέπει νά κοιταχτεί ή προσφορΑ έκείνων τών συγγραφέων πού έπιθυμοϋν νΑ δνομάζονται «βοτσιανοί», σ’ αύτήν τή λογοτεχνία, πού άπό τό 1914 κιόλας έργαζόντουσαν μέ φιλονικούσα όμόνοια προκειμένου νά έπεξεργαστοϋν μιά σύγ
χρονη έθνικολαϊκή συνείδηση. Άπό τούς «έλάσσονες» αύτής τής όμάδας γράφτηκαν τά καλύτερα βιβλία, π.χ. έκεΐνα τοϋ Τζιάνι Στούπαριτς. Τά βιβλία τοϋ Άρντένγκο Σόφιτσι είτ ναι βαθύτατα άπεχθή, έξ αιτίας μιάς νέας μορφής χείριστοι» φαφλαταδισμοϋ αύτής τής παράδοσης. Μιά έπιθεώρηση τής πολεμικής λογοτεχνίας κάτω άπό τόν τίτλο τοϋ μπρεσανισμοϋ είναι άπαραίτητη*.
Δύο γενιές.
Ή παλιά γενιά διανοουμένων άπότυχε, άλλα είχε κιό- λας μιά νεότητα (Παπίνι, Πρετσολίνι, Σόφιτσι, κλπ.). Ή σημερινή γενιά οδτε κάν βρίσκεται σ’ έκείνη τήν ήλικία τών λαμπρών ύποσχέσεων (Άντζολέτι, Μαλαπάρτε, κλπ.). Αισχρά άμαθεΐς άκόμα κι άπό μικροί.
Σέ πολλούς άπαιτητικούς σύγχρονους θά μποροΟσε νά ταιριάζει ό στίχος τοϋ Λάσκα ένάντια στόν Ρουσέλι: «τών Μουσών καί τοϋ πονηροϋ Φοίβου». Καί πρέπει νά μιλάμε περισσότερο γιά πονηριά παρά γιά ποίηση μιά πού άποκτή- ααμε λογοτεχνικά βραβεία καί άκαδημαϊκές έπιχορηγήσεις.
Μιά πού άναφέραμε τόν Τζοακίνο Μπέλι στήν πρώτη έκδοση τοϋ «1800» (Βαλάρντι), ό Γκουίντο Ματσόνι βρίσκει
* Βλ. τό 9ο κεφ. «Πόλεμος καί λογοτεχνία» άπό τό βιβλίο τοΟ Μπ. Κρεμιώ «Πανόραμα τής σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας» (έχ ί. Κπι, 1928, σελ. 243 κ .έ .) . Σύμφωνα μέ τόν Κρεμιώ, ή Ιταλική πολεμική λογοτεχνία σημειώνει τήν Ανακάλυψη τοΟ λαοΟ άπό τήν πλευρά, τδν λογίων, άλλά 6 Κρεμιώ ύπερβάλλει! Παρ’ βλ’ αύτά, τό κεφάλαιο είναι ένδιαφέρον καί πρέπει νά τό ξαναδιαβάσουμε. Έ ξ άλλου άκόμα καί ή ’Αμερική άνακαλύφ&ηκε άπό τόν ’Ιταλό Κολόμβσ καί άποικίστηκε άπό 'Ισπανούς καί Άγγλοσάξονες.
■κάτι Ανεκτίμητο, πού μπορεΐ νά χρησιμεύσει γιά νά χαρα- ■κτηρισθοϋν οί συγγραφείς αύτής τής πραγματείας, Ιδιαίτερα ύ Ούγκο Όϊέτι. Κατά τή γνώμη τοΟ Ματσόνι, ή έλλειψη χαρακτήρα του Μπέλι μετασχηματιζόταν σέ μιά πρώτης τά- ξεως βοήθεια γιά τΙς καλλιτεχνικές του ικανότητες, έπειδή τόν έκανε εύάλωτο στίς έντυπώσεις».
Ό Oíyxo Ό ϊέτι και οί Ιηοονίτες *.
Τό « Γ ρ ά μ μ α σ τ ό ν σ ε β α σ μ ι ώ τ α τ ο ■ π α τ έ ρ α Έ ν ρ ί κ ο Ρ ό ζ α » τοΰ Ούγκο Όϊέτι δημοσιεύτηκε στόν «Pegaso» τόν Μάρτη τοΰ 1929 καί Αναδημοσιεύτηκε στόν «Civiltà Católica» στίς 6 ’Απρίλη τοΰ έπόμε- νου χρόνου μέ τή μακροσκελή ύποσημείωση τοΰ ίδιου τοΰ πατέρα Ρόζα. Τό γράμμα τοϋ Όϊέτι είναι πολύ έκλεπτισμένα ίησουίτικο. ’Αρχίζει έτσι: «Σεβάσμιε πατέρα, τόσο μεγάλο είναι τό πλήθος τών νεοφωτίστων άπό τις 11 τοϋ Φλεβάρη σ’ έναν Καθολικισμό άπό συμφέρον κι άπό μόδα, πού Έαεΐς θά έπιτρέψετε σ’ έναν κάτοικο τής Ρώμης άπό παπική οικογένεια, δπως λεγόταν κάποτε, βαπτισμένον στή Σάντα Μαρία ιν Βία καί μυημένον στή θρησκεία άκριβώς στόν άγιο Ίγνάντιο τής Ρώμης καί άπό τούς Ιησουίτες του, νά συνομιλήσει μισή ώρα μαζί Σας, νά ξεκουραστεί δηλαδή άπό τό μεγάλο πανδαιμόνιο, παρακολουθώντας έναν άνθρωπο σάν κι Εσάς, άκέραιο καί νουνεχή, πού είναι σήμερα αότό πού ήταν χθές κι αότό πού θά είναι αδριο». Παρακάτω, ένθυμού- μενος τούς πρώτους Ιησουίτες δασκάλους του: «ίΚαΙ ήταν χρόνια δύσκολα, γιατί, έξω, λέγοντας Ιησουίτης ήταν σάν νά λές άπατηλή δύναμη ή ζοφερή άνοσιότητα, ένώ, έκεϊ μέσα, στόν τελευταίο δροφο τοϋ Ρωμάϊκοϋ Κολλεγίου, κάτω άπό τις στέγες [δπου ήταν ή θέση τοϋ ίησουίτικου θρησκευτικού σχολείου στό όποιο έκπαιδεύτηκε δ Όϊέτι] έπικρατοϋσε τάξη σ’ δλους τούς τομείς, έμπιστοσύνη, εύθυμη καλοσύνη καί,
* Γιά τόν Οδγκο Ό ϊέτι, έξετάστε τήν αύαττ,ρή καί κοφτή γνώμη τοΟ Καρντοότσι.
229
άκόμα καί στήν πολιτική, άνοχή καί ποτέ μια λέςη ένάντιχ στήν ’Ιταλία, καί ούδέποτε, δπως δυστυχώς συνέβαινε ατά κρατικά σχολεία, Ιλλειψη σεβασμού πρός τήν άληθινή ή φανταστική ύπεροχή αυτής ή έκείνης τής ξένης κουλτούρας πάνω στή δική μας». Ακόμα : θυμάται δτι είναι παλιός συνδρομητής τοΰ «Καθολικού πολιτισμού» καί «πιστός άναγνίίιστης τών άρθρων πού Αύτός (δηλ. δ Ρόζα) δημοσιεύει» δπότε «έγώ, σαν συγγραφέας, άπευθύνομαι σέ σάς, σαν συγγραφέα, καί σάς γνωστοποιώ τό δικό μου πρόβλημα συνείδησης».
Τπάρχουν τά πάντα: ή παπική οικογένεια, ή βάφτιση στήν ίησουίτιχη έκκλησία, ή Ιησουίτικη έκπαίδευση, τό πολιτιστικό ειδύλλιο αύτών τών σχολείων, οί Ιησουίτες μοναδικοί ή σχεδόν μοναδικοί Αντιπρόσωποι τής έθνικής κουλτούρας, ή άνάγνωση τοΰ «Civiltà Católica», δ πατέρας Ρόζα σάν γηραιός πνευματικός δδηγός τοϋ Όϊέτι, ή προσφυγή τού Ό - ϊέτι σκιερά στις δδηγίες του για Sva συνειδησιακό πρόβλημα. Ό Όϊέτι, λοιπόν, δέν είναι Ινας σημερινός Καθολικός, δέν είναι Καθολικός τής 11ης Φλεβάρη άπό Ιδιοτέλεια ή άπό μόδα- είναι ένας Ιησουίτης άπό παράδοση καί ή ζωή του είναι Sva «παράδειγμα» πού μπορεί ν’ άναφέρεται στά κητ ρύγματα κλπ. Ό ’Οϊέτι δέν ήταν ποτέ m a d e i n Ρ a- r i S, δέν ήταν ποτέ Ινας έρασιτέχνης τοΰ σχετικισμού καί τοΰ άγνωστικισμοΰ, δέν ύπήρξε ποτέ όπαδός τού Βολταίρου, 5έ θεώρησε ποτέ τόν Καθολικισμό κατ’ έξοχή σαν iva καθαρό συναισθηματικό περιεχόμενο τών εικαστικών τεχνών. Γι’ αύ- τόν τόν λόγο, ή 11η Φλεβάρη τόν βρήκε Ιτοιμο νά δεχτεί τή Συμφωνία μέ «ιλαρή καλοσύνη»· οδτε πού φαντάζεται δ Όϊέτι (Dio liberi ! ) , οδτε πού φαντάζεται δτι μπορεϊ καί v i πρόκειται για ένα i n s t r u m e n t u m r e g n i 43, γιατί αύτός δ ίδιος κατάλαβε δτι «δύναμη στήν ψυχή τών νέων είναι ή θρησκευτική θέρμη καί πώς δταν εισχωρήσει μιά φορά μέσα τους, μεταδίδει τή θέρμη της σ’ δλα τά συναισθήματα, άπό τήν άγάπη γιά τήν πατρίδα καί τήν οίκογένεια μέχρι τήν ύποταγή στούς άρχηγούς, προσδίδοντας στήν ήθική διαμόρφωση τοΰ χαρακτήρα Sva βραβείο καί μιά θεία έπικύρωση». Μήπως δέν είναι αύτή, συνοπτικά, ή βιογραφία καί μάλιστα ή αυτοβιογραφία τού Ό ϊέτι;
'Ομως, δμως: «Είναι ή ποίηση; Είναι ή τέχνη; Είναι ή κριτική γνώμη; Είναι ή ήθική γνώμη; θα έπιστρέψετε δ- λοι να ύπακούσετε στους Ιησουίτες;» ρωτάει £να πνευμάτιο τόν Όϊέτι, στό πρόσωπο ένός «γάλλου ποιητή, πού είναι πραγματικά ενας ποιητής». Ό Όϊέτι ούδέποτε έφοίτησε στή σχολή τών ίησουιτών" σ’ αύτές τις ¿ρωτήσεις βρήκε μιά λύση έξαιρετικά ίησουίτικη, έκτός άπό μιά άποψη’ τό νά τήν 2- χει έκλαϊκεύσει καί νά τήν Ιχει κάνει κατανοητή. Ό Όϊέτι θά, Ιπρεπε άκόμα νά καλυτε ρεύσει τήν «ήθική διαμόρφωση τού χαρακτήρα με θεϊκή έπικύρωση καί θεϊκό βραβείο: αύ- τά είναι πράγματα πού γίνονται καί δέ λέγονται. Νά, ποιά είναι στήν πραγματικότητα ή λύση τοδ Όϊέτι: «...ή Ε κ κλησία στερεώνει τά δόγματά της, ξέρει νά συγχωρεί μέ τόν καιρό καί τό Ιχει δείξει καλά στήν ’Αναγέννηση [άλλά μετά τήν ’Αναγέννηση ήρθε ή ’Αντιμεταρρύθμιση, τής δποίας ot Ιησουίτες ύπήρξαν πρωταθλητές καί άντιπρόσωποι] καί ό Πίος ό 11ος, ούμανιστής, ξέρει πόσον άέρα Ιχει άνάγκη ή ποίηση γιά ν’ άναπνεύσει, καί μάλιστα τώρα πού ύστερα άπό πολλά χρόνια, χωρίς νά περιμένουν τή Συμφωνία, άκόμα καί στήν ’Ιταλία, ή λαϊκή καί ή θρησκευτική κουλτούρα συνεργάζονται έγκάρδια στήν έπιστήμη καί στήν Ιστορία». «Ή Συμφωνία δέν είναι σύγχυση. Ή παπωσύνη θά καταδικάσει, δπως Ιχει δικαίωμα νά τό κάνει' ή Ιταλική κυβέρνηση θά έπιτρέψει, δπως Ιχει υποχρέωση. Καί Αύτός, άν τό θεωρήσει πρέπον, θά έξηγ-ήσει μέσα άπό τόν «Καθολικό Πολιτισμό» τούς λόγους τής καταδίκης καί θά ύπερασπίσει τΙς αιτίες τής πίστης, κι έμείς έδώ χωρίς όργή, θά ύπερασπί- σουμε τά δίκαια τή τέχνης, άν Ιχουμε πειστεί Ιδιαίτερα, γιατί μπορεΐ να συμβεΐ — δπως συχνά ?χει συμβεϊ— άπό τόν καιρό τοϋ Ντάντε μέχρι τόν Μαντσόνι, άπό τόν Ραφαέλο ώς τόν Κανόβα, άκόμα καί γιά μάς, πίστη καί ¿μορφιά νά παρουσιάζονται σαν δύο δψεις τοδ ίδιου πρόσωπου, σαν δυό ά- κτίνες τοδ ίδιου φωτός. Καί μερικές φορές θά μάς είναι ά- ρεστό νά συζητάμε πολιτισμένα. Ό ΜπωντλαΙρ π.χ. είναι ή δέν είναι 5νας Καθολικός ποιητής»; «Γεγονός είναι δτι σήμερα ή πρακτική καί ή Ιστορική διαμάχη ϊχει λυθεί. Άλλά τό άλλο [«άνάμεσα στό άπόλυτο καί τό σχετικό, άνάμεσα στό
231
πνεΟμα καί στό σώμα», «αΙώνια άντίθεση πού βρίσκεται στή συνείδηση τοΰ καθενός μας», λέει 6 Όϊέτι, πράγμα γιά τό όποιο ό Μπ. Κρότσε καί ό Τζ. Τζεντίλε — μή Καθολικοί— «ήταν ένάντια στόν έκσυγχρονισμό ( ; ) , Ικανοποιημένοι (;) νά τόν βλέπουν νιχημένον έπειδή (;) θά ήταν ή κακή (;) Συμφωνία, τό άπατηλό διφορούμενο πού έχει γίνει Ιερό δόγμα»], πού είναι βαθύ κι αιώνιο [άκόμα κι άν είναι αίώ- νιο, πώς μπορεΐ νά είναι διαλλακτικό;], δέν 5χει, δέν μπορεΐ νά 2χει λυθεΓ καί τή βοήθεια πού στόν καθένα μας μπορεΐ νά δώσει καί δίνει καθημερινά ή θρησκεία γιά νά τό έπιλύ- σει, σέ μάς τούς Καθολικούς [πώς μπορούμε νά είμαστε Καθολικοί μέ τήν «αίώνια άντίθεση»; Μπορούμε νά είμαστε πάνω άπ’ δλα Ιησουίτες!] ή θρησκεία τήν ίοινε άκόμα καί πρίν. Μικρότητά μας άν δέν καταφέραμε άκόμα μέ έκείνη τή βοήθεια να τή λύσουμε μιά γιά πάντα (!;*)' άλλά Αύτός γνωρίζει οτι άκριβώς άπό τή συνεχή άναζωογόνηση, άνανέωση καί άναθίρμανση έκείνης τής αΙώνιας διαμάχης άναβλύζουν καί άκτινοβολοΰν ή ποίηση καί ή τέχνη».
Καταπληκτική — πράγματι — άπόδειξη ΙησουιτισμοΟ καί ήθικής κατάπτωσης. Ό Όϊέτι μπορεΐ νά δημιουργήσει μιά καινούρια αίρεση ύπεριησουίτικη: Ιναν αισθητικό Ιησου- ίτικο έκσυγχρονισμό!
Ή άπάντηη τοΰ πατέρα Ρόζα είναι λιγότερο ένδιαφέ- ρουσα, έπειδή είναι πιό άνώδυνη άπό Ιησουίτικη άποψη. Ό Ρόζα προσέχει νά λεπτολογεί τόν καθολικισμό τοΟ Όϊέτι καί τών νεοφώτιστων. Μέ λίγα λόγια: Σωστά ό Όϊέτι καί ό Κ. όνομάζονται Καθολικοί καί κολακεύουν τούς Ιησουίτες, ίσως άκόμα καί νά μήν τούς ρωτήσουμε τίποτα περισσότερο. Καλά λέει 6 Ρόζα: «Ή Ιδιοτέλεια καί ή μόδα δμως, άς τό ποΰμε έμπιστευτικά μεταξύ μας έν συντομία, είναι ίσως τό μικρότερο κακό δπότε καί κάποιο καλό, σέ σύγκριση μέ κείνη τήν Ιδιοτέλεια καί τήν προηγούμενη μόδα τοΰ μάταιου άντικλη- ρισμοΰ καί τοΰ χυδαίου ύλισμοϋ, πού χάρη σ’ αύτόν πολλοί ή ένδιαφερόμενοι ή δειλοί κρατιόντουσαν μακριά άπό τό νά κάνουν τή θρησκεία έπάγγελμα, θρησκεία πού δμως άκόμα διατηρούσαν στά βάθη τής ψυχής φυσικά χριστιανική».
Παρατηρεί* 6 Φ. Παλάτσι στήν άνάλυση τοϋ βιβλίου τοϋ Παντσίνι: «Οί μέρες τοϋ ήλιου καί τοϋ σπόρου» πώς ή στάση τοϋ Παντσίνι πρός τούς άγρότες είναι περισσότερο έκείνη τοϋ ίμπορου μαύρων κι δχι ¿κείνη ή άνιδιοτελής καί ■καθαρά γεωργική· άλλ’ αύτή ή παρατήρηση μπορεϊ νά έπε- κταθεΐ καί σ’ άλλους έκτός τοϋ Παντσίνι, που είναι μονάχα ό τύπος ή τό προσωπείο μιας έποχής. Ό Παλάτσι κάνει, δ- μως, άλλες παρατηρήσεις πού είναι στενότατα δεμένες μέ τόν Παντσίνι (καί συνδυασμένες μέ κάποιες μανίες τοϋ Παντσίνι, μέ τΙς φοβισμένες μανίες του, σάν έκείνη π.χ. τής «πελιδνής σπάθας»).
Γράφει 6 Παλάτσι («Italia che scrive», Ίούνης 1929) : «Όταν [6 Παντσίνι] σάς πλέκει τό έγκώμιο μέσ’ άπ’ τά δόντια του, δπως ή λιτή τροφή καταναλώνεται στούς άγρούς, ■παρατηρώντας τον μέ προσοχή θά καταλάβετε δτι τό στόμα του κάνει μορφασμούς δυσαρέσκειας καί δτι κατά βάθος σκέφτεται πώς είναι δυνατό v i ζεΐ κανείς μέ κρε|ΐμύδια καί μέ σπαρτιάτικο μέλανα ζωμό, δταν δ θεός Ιχει φυτέψει στή γή τα μανιτάρια καί στό βυθό τής θάλασσας Ιχει βάλει τά στρείδια... «Μιά φορά — αύτός θά έξομολογηθεΐ — μοϋ ήρθε ά- κόμα καί να κλάψω». ’Εκείνο δμως τό κλάμα δέν τρέχει άπό τά μάτια του, σάν έκεϊνο τοϋ Λέοντα Τολστόι, γιά τή φτώχεια πού ύπάρχει μπροστά στά μάτια του, γιά τήν ¿μορφιά ίμερικών ταπεινών χειρονομιών, πού μπορεϊ κανείς νά τή διαισθανθεί, γιά τή θερμή συμπάθεια πρός τούς ταπεινούς καί τούς λυπημένους πού ώστόσο δέν λείπουν άνάμεσα στούς ά- γροίκους καλλιεργητές τών άγρών. Καί βέβαια δχι! αύτός
Άλφρέντο Παντσίνι.
* Στήν «Italia che scrive» τοΟ Ίοόνη 1929, 6 Παλάτσι γράφει: «Πάνω απ’ 6λα, άσχολεΐται καί φροντίζει γ ιά τήν Αγροτική ζωή, 8πως μπορεϊ νά ένίιαφερθεΐ Ενας αφέντης πού θέλει v i είναι ήσυχος γ ιά τΙς έργατικές Ικανότητες xffiv ζώων, πο6 είναι γ ιά τή δουλειά, στήν κατοχή του" καί γ ιά έκεΤνα τά τετράποδα καί τά δίποδα, καί πού βλέποντας Εναν καλλιεργημένο άγρό, σκέφτεται Αμέσως 3ν ή συγκομιδή θά είναι έκείνη πού έλπίζει».
233
κλαίει, έπειδή άκούει νά Θυμ/Λνται κάποια ξεχασμένα ¿νάματα έπίπλωσης, θυμάται τή μητέρα του πού τά έλεγε κι. αύτή έτσι καί ξαναβλέπει τόν Ιαυτό του σάν μικρό παιδάκι καί άναλογίζεται τήν άναπόφευκτη βραχύτητα τής ζωής, τό· άπρόοπτο τοΰ θανάτου πού κρέμεται πάνω άπ’ τά κεφάλια μας. «Κύριε άρχιερέα, σάς συμβουλεύω: Λίγο χώμα πάνω άπ’ τό φέρετρο».
«Ό ΙΙαντσίνι τέλος πάντων κλαίει επειδή πονάει. Κλαίει γ ι’ αύτόν τόν ίδιο καί για τόν θάνατο μά δχι για τούς άλλους. Περνάει δίπλα άπό τοΰ γεωργοϋ τήν ψυχή χωρίς νά τή δει. Βλέπει τήν έξωτερική του έμφάνιση, άκούει αύτό πού ίσα - ίσα βγαίνει άπό τό στόμα του καί διερωτάται άν γιά τό γεωργό ή Ιδιοκτησία δέν είναι συνώνυμο τής "κλεψιάς”».
Ή μετάφραση τοϋ «Έργα καί Ήμέραι» τοϋ Ησίοδου· δημοσιευμένη άπό τόν Παντσίνι στα 1928 (πρώτα στή «Nuova Antologia» μετά σέ βιβλίο άπό τόν Τρέβες) ήταν άντικείμενο έρευνας στό «Marzocco» στίς 3 Φλεβάρη 1929' άπό τόν Άντζολο Όρβιέτο («Άπό τόν ’Ησίοδο στόν Παντσίνι») .
Ή μετάφραση τεχνικά είναι πολύ άτελής. Γιά κάθε λέξη τοϋ κειμένου ό Παντσίνι χρησιμοποιεί δύο ή τρεις δικές του' πρόκειται περισσότερο γιά μια μετάφραση — σχόλιο, παρά για μιά μετάφραση άπό τήν όποία λείπουν «οί Ιρ διαιτερότατες άποχρώσεις τοΰ πρωτότυπου, έκτός άπό κείνη τήν κάποια σεμνή μεγαλοπρέπεια, πού αύτός σέ πολλά χωρία κατάφερε νά διατηρήσει». Ό Όρβιέτο άναφέρει òpt- σμένα σοβαρά σφάλματα τοΰ Παντσίνι: ’Αντί γιά «άσθένειες πού φέρνουν τά γεράματα στούς άνθρώπους» ό Παντσίνι μεταφράζει, «άσθένειες πού τα γεράματα φέρνουν στούς άνθρώπους». Ό Ησίοδος μιλάει γιά τή «βελανιδιά πού έχει στήν κορφή τά βελανίδια καί στό μέσο (στόν κορμό) τΙς μέλισσες» καί ό Παντσίνι μεταφράζει κωμικά «οί βουνίσιες βελανιδιές (!) ώριμάζουν τά βελανίδια κι έκείνες τών κοιλάδων (!) μαζεύουν τΙς μέλισσες στόν κορμό τους», χωρίζοντας τίς βελανιδιές σέ δυό οικογένειες (ένας μαθητής λυκείου θά είχε κοπεί στίς έξετάσεις γιά Ινα τέτοιο σφάλμα. Γιά τόν
234
Ησίοδο, ot Μούσες είναι «δωρήτριες τής δόξας μέ ποιήματα», γιά. τόν Παντσίνι «δοξασμένες στήν τέχνη τοΟ τραγουδιού». “Αλλα παραδείγματα φέρνει δ Όρβιέτο στά ¿ποια φαίνεται δτι, έκτός άπό τήν έπιφανειακή γνώση τών Ε λ ληνικών, τά λάθη τού Παντσίνι όφείλονται άκόμα καί σέ πολιτική προκατάληψη (τυπική περίπτωση μπρεσανισμοΰ), δπως έκεϊ πού μετατρέπει τό κείμενο γιά να κάνει τόν Ησίοδο νά πάρει μέρος στήν δημοσιογραφική καμπάνια.
θ ά Ιπρεπε να κοιταχτεί άν οί έπιθεωρήσεις κλασικής φιλολογίας άσχολοΰνται μέ τή μετάφραση τοΰ Παντσίνι: Έ ν πάση περιπτώσει, τό άρθρο τοϋ Όρβιέτο μοϋ φαίνεται Ικανοποιητικό.
Τό έργο τοϋ Παντσίνι «Έ ζωή τοΰ Καβούρ» δημοσιεύτηκε σέ συνέχειες στήν «Italia Letteraria» στά τεύχη άπό 9 Ίούνη έως 13 Όχτώβρη τοΰ 1929 καί άνατυπώθηκε (I- πανεξετασμένη καί διορθωμένη ( ;). θ ά ήταν ένδιαφέρουσα μιά λεπτομερής έξέταση, άν άξιζε τόν κόπο) άπό τόν έκδ. οίκο Μονταντόρι, σ’ ένα τόμο στή σειρά «Scie» (Όλκός) μέ άρκετή καθυστέρηση.
Στήν «Italia Letteraria» τής 30 Ίούνη, μέ τόν τίτλο «Διασαφήνιση», δημοσιεύτηκε μιά έπιστολή σταλμένη άπό τόν Παντσίνι, μέ ήμερομηνία 27 Ίούνη 1929, στό διευθυντή τοΰ «Resto del Carlino»: δ Παντσίνι, μ’ ένοχλημένο καί βαθύτατα ταραγμένο δφος, παραπονιέται γιά ένα καυστικό σχόλιο, δημοσιευμένο άπό τή μπολονέζικη έφημερίδα στίς δύο πρώτες συνέχειες τοΰ κειμένου του, πού κρίθηκε σάν «χαριτωμένο παιχνίδι» κι «Ιλαφρύ». Ό Παντσίνι άπαντάει τηλεγραφικά: «Καμιά πρόθεση δέν είχα νά γράψω μιά βιογραφία μέ γαλλικό ρομαντικό τρόπο. Ή πρόθεσή μου ήταν νά γράψω μ’ εύχάριστο καί δραματικό στύλ, άπόλυτα ντοκουμεντα- ρισμένο (άλληλογραφία Νίγκρα - Καβούρ) ». Σάν νά ήταν— λές — τό μόνο ντοκουμέντο γιά τή ζωή τοϋ Καβούρ αύτή ή άλληλογραφία! Ό Παντσίνι προσπαθεί έπειτα νά ύπερα- σπίσει τόν έαυτό του, άν καί μέ άσχημο τρόπο, έπειδή είχε ύπαινιχθεΐ μιά μορφή δικτατορίας πού ύποστήριζε δ Καβούρ,
«άνθρώπινη», πού έλιτίστικα μποροϋσε νά θεωρηθεί σάν μιά, •κριτική γνώμη γιά τΙς άλλες μορφές δικτατορίας: Φανταστείτε τόν τρόμο τοϋ Παντσίνι ¿ν συνεχιστούν αύτά τά i g n é s (πυρά). Τό έπεισόδιο έχει μιά όρισμένη σημασία, ¿πειδή δείχνει πώς πολλοί έχουν άρχίσει νά καταλαβαίνουν ίτ ι αύτά τά ψευτοεθνικά καί πατριωτικά γραφτά τοϋ Παντσίνι είναι άνιαρά, άνειλικρινή καί άποδεικνύουν τή μηχανορραφία.
Ή άνοησία καί ή άδεξιότητα τοϋ Παντσίνι μπροστά στήν Ιστορία είναι τεράστια: Τό γράψιμό του είναι ένα καθαρό καί παιδαριώδες λογοπαίγνιο, καλυμμένο άπό ένα είδος ειρωνικής μωρίας, πού θά έπρεπε νά κάνει πιστευτή τήν ύπαρξη — ποιός ξέρει ποιου — βάθους, σαν έκείνου πού δ- ρισμένοι άγρότες έκφράζουν μέ τόν δικό τους άπλοϊκό τρόπο όμιλίας. Ιστορική βλακεία! Στήν πραγματικότητα είναι μιά μορφή στεντερελισμοΰ, πού έχει τόν άέρα τοΰ Μακιαβέλι μέ μανίκια πουκάμισου κι όχι μ’ αύλική φορεσιά.
Κάποιο άλλο σημείωμα ένάντια στόν Παντσίνι μποροΰμε νά διαβάσουμε στήν «Nuova Italia» έκείνης τής περιόδου: λέγεται δτι ή «Ζωή τοϋ Καβούρ» γράφτηκε λές καί ήταν δ Καβούρ Πινάκιο!
Καί δέν μπορούμε νά ποΰμε δτι τό δφος τοϋ Παντσίνι στά Ιστορικά του κείμενα είναι «εύχάριστο καί δραματικό»' είναι κάπως γελοίος καί έχει παρουσιάσει τήν ιστορία σάν ένα «χωρατό» περιοδεύοντος έμποροϋπάλληλου ή έπαρχιώτη φαρμακοποιού : δ φαρμακοποιός είναι δ Παντσίνι καί ο[ πελάτες είναι ίδιοι κι δμο:οι μέ τόν Παντσίνι, πού καλοτυχίζουν τόν έαυτό τους γιά τήν ίδια τους τήν κούφια ήλιθιότητα. Παρ’ δλ’ αυτά «Ή ζωή τοϋ Καβούρ» έχει μια δική της χρησιμότητα: είναι μιά Ικανοποιητική συλλογή κοινών τόπων πάνω στό Ριζορτζιμέντο καί μιά πρώτης τάξεως άπόδειξη τοϋ λόγιου ιησουιτισμού τοϋ Παντσίνι.
Παραδείγματα: «Ένας άγγλος συγγραφέας έχει άπο- καλέσει τήν Ιστορία τής ένοποίησης τής ’Ιταλίας σάν τήν πιό ρομαντική σύγχρονη Ιστορία». Ό Παντσίνι, έκτός άπό τοΰ νά δημιουργεί κοινούς τόπους γιά τά θέματα πού χρησιμοποιεί, άσχολείται κατ’ έξοχή ν μέ τή συλλογή δλων τών
236
κοινών τόπων πού ίχουν άναφερθεϊ πάνω στό Ιδιο θέμα άπ& άλλους συγγραφείς, Ιδιαίτερα ξένους, χωρίς νά καταλαβαίνει δτι σέ πολλές περιπτώσεις, δπως σ’ αύτήν, ύπονοεΐται μιά δυσφημιστική γνώμη γιά τόν Ιταλικό λαό: Ό Παντσίνι θά πρέπει νά έχει κάνει ένα είδικό κατάλογο μέ κοινούς τόπους, γιά νά στολίσει κατάλληλα τά κείμενά του.
«Ό βασιλιά; Βιττόριο γεννήθηκε άφοβος μέ τό σπαθί στή μέση του: δυό τρομερά μουστάκια, ένα μεγάλο μούσι. Τοϋ άρεσαν οί ώραΐες γυναίκες καί ή μουσική τοϋ κανονιού Ή ταν ένας μεγάλος βασιλιάς». Αύτός 6 κοινός τόπος, αύτή ή έλαιογραφία, σάν κι αύτές τοϋ Βιττόριο Έμανουέλε πού ύπάρχουν στά καπηλειά, πρέπει νά πάει μαζί μέ τόν άλλον γιά τήν στρατιωτική «παράδοση» τοϋ Πιεμόντε καί τής άρι- στοκρατίας του. Στήν πραγματικότητα, έλειψε άπό τό Πιε- μόντε, Ιδιαίτερα, μιά στρατιωτική «παράδοση» μέ τή μή γραφειοκρατική έννοια τής λέξης, δηλαδή έλειψε μιά «συνέχεια» άπό άνώτατο στρατιωτικό προσωπικό, κι αύτό φάνηκε Ιδιαίτερα στούς πολέμους τοΟ Ριζορτζιμέντο, δπου δέν άναδείχτη- κε καμιά προσωπικότητα (έκτός άπό τό χώρο τοϋ Γκαρψ,πάλ- ντι), άλλ’ άντίθετα άνθισαν πολλές σοβαρές έσωτερικές ά- νεπάρκειες. Στό Πιεμόντε ύπήρχε μιά «λαϊκή» στρατιωτική παράδοση, ύπήρχε πάντα ή δυνατότητα νά δημιουργηθεϊ μέ τούς κατοίκους του ένας καλός στρατός, κατά καιρούς άναφά- νηκαν έξαιρετικές στρατιωτικές Ικανότητες σ’ άνθρώπους δπως ό ’Εμανουέλε Φιλιμπέρτο, ό Κάρλο Έμανουέλε κλπ., έλειψε δρμως άκριβώς μιά παράδοση, μιά συνέχεια σήν άρι- στοκρατία τών άνώτατων άξιωματούχων. Ή κατάσταση έγι- σε σοβαρή μέ τήν παλινόρθωση καί τό πράγμα άποδείχθηκε στά 1848, δταν δέν ήξεραν ποϋ νά ψάξουν γιά νά δώσουν έναν άρχηγό στό στράτευμα, κι άφού μάταια είχαν ζητήσει Ινα στρατηγό άπό τή Γαλλία, κατάληξαν νά προσλάβουν έναν κάποιο βλάκα Πολωνό.
Ή πολεμική Ικανότητα τοϋ Βιτόριο Έμανουέλε Β' συνίστατο μονάχα σ’ ένα δρισμένο προσωπικό θάρρος, πού θά πρέπει νά βκεφτοϋμε δτι θά ήταν πολύ σπάνιο στήν Ιταλία, άφοΟ έπιμένουν τόσο πολύ νά τό έπισημαίνουν: τό Γδιο λέγεται γιά τή «γενναιοδωρία»· θά έπρεπε νά σκεφτοΟμε δτι στήν
23 Τ
’Ιταλία, ή μεγάλη, πλειοψηφία Απαρτιζόταν άπό κατεργάρηδες, άν τό νά είναι κανείς «γενναιόδωρος» Αναδεικνύεται σέ τίτλο διάκρισης. Σχετικά μέ τόν Βιτόριο ’Εμανουέλε Β ' πρέπει νά θυμηθούμε τό Ανέκδοτο τό Αναφερόμενο στόν Φερντι- νάντο Μαρτίνι στό βιβλίο του άπομεινάρια Αναμνήσεων (έκδ. Τρέβες). Ό Μαρτίνι άφηγεΐται δτι, μετά τήν κατάληψη τής Ρώμης, 6 Βιτόριο Εμανουέλε είπε δτι ήταν δυσαρεστημένος έπειδή δέν ύπήρχε πια τίποτα νά1 p i é (πάρει) κι αυτό, σ’ δποιον διηγιόταν τό άνέκδοτο (πιστεύω 6 Κουιντίνο Σέλα) τοϋ φαινόταν δτι άποδείκνυε πώς δέν ύπήρξε στήν Ιστορία Αλλος βασιλιάς μεγαλύτερος κατακτητής άπό τόν Βιτόριο Εμανουέλε. Στό άνέκδοτο θα ιμποροΟσε ίσως νά δοθεϊ μιά Αλλη έξήγηση πιό πραγματική, δεμένη μέ τήν Αντίληψη τοϋ -πατρογονικοΰ Καθεστώτος καί μέ τό διαφορετικό βαθμό τής βασιλικής έπιχορήγησης. "Ας θυμηθοϋμε υστέρα τό έπιστο- λάριο τοϋ Μάσιμο ντ’ Άτσέλιο, πού έκδόθηκε άπό τόν Μπο- λέα στό «'Ιστορικό Δελτίο Σουμπαλπίνο» καί τή διαμάχη Ανάμεσα στό Βιτόριο ’Εμανουέλε καί τόν Κουιντίνο Σέλα πάνω σέ οικονομικά ζητήματα.
Αυτό πού προξενεί κατάπληξη είναι δτι ύπάρχει μεγάλη έπιμονή πάνω στά «έρωτικά» έπεισόδια τής ζωής τοϋ Βιτόριο Εμανουέλε, λές κι αύτά ήταν τέτοια ώστε νΑ κάνουν πιό δημοφιλή τό βασιλιά- Αφηγοΰνται γιΑ τούς Ανώτερους ίημόσιους ύπΑλληλους καί γιΑ τούς Αξιωματούχους δτι πήγαιναν στίς οικογένειες τών γεωργών γιΑ νΑ τΙς πείσουν νά στείλουν τΑ κορίτσια νΑ κοιμηθοΰν μέ τό βασιλιΑ έπ’ Αμοιβή. Σκεφτόμενοι μέ τΑ σωστά μας, είναι έκπληκτικό πού τέτοια πράγματα τ’ άφηγοΰνται, πιστεύοντας δτι δυναμώνουν τό θαυμασμό τοϋ λαοΰ. «... Τό Πιεμόντε... έχει μιά πολεμική παρΑδοση, έχει μιά τάξη εύγενών πολεμιστών», θά μπορούσε νά παρατηρήσει κανείς δτι ό Ναπολέοντας ό Γ ', δοσμέ- νης τής «πολεμικής παράδοσης» τής οίκογένειάς του, άσχο- λήθηκε μέ τήν πολεμική έπιστήμ,η καί έγραψε βιβλία πού φαίνεται πώς δέν ήταν πολύ άνούσια γιά τήν έποχή του.
«0£ γυναίκες; Ναί, βέβαια, ο£ γυναίκες. Πάνω σ’ αυτό τό θέμα αύτός [ό Καβούρ] συμφωνοΰσε πάρα πολύ μέ τό βασιλιά του, παρά τό γεγονός δτι Ακόμα καί σ’ αύτό ύπήρχαν
238
μερικές διαφορές. Ό βασιλιάς Βιτόριο ήταν άθυρόστομος, δ- πως θα μποροΰσε νά βεβαιώσει ή ώραία Ροζίνα, πού Εγινε ύστερα κόμισσα τών Μιραφιόρι»· καί συνεχίζοντας σ’ αύτόν τόν τόνο θά θυμηθούμε δτι οί έρωτικές προθέσεις (!) τοϋ βασιλιά στήν αύλή τών Τουλιέρι (s i c) ήταν τόσο τολμηρές «πού δλες ο[ κυρίες έμεναν κατάπληκτες καί γοητευμένες. Αύτός, δ δυνατός, 6 περίφημος, 6 άγροϊκος βασιλιάς!». Ό Παντσίνι άναφέρεται στ’ άνέκδοτα πού άφηγείται δ Πα- λαιολόγου, μά τί διαφορά στό πώς τ’ άγγιζει! Ό Παλαιολό- γου, παρά τό γεγονός τής δυσκολίας τοΰ ύλικοΰ, διατηρεί τόν τόνο τοΰ αύλικοΰ εύγενοΰς: Ό Παντσίνι δέν μπορεΐ ν’ άποφύγει τό γλωσσικό Ιδίωμα τοΰ πεζοδρομιακοΰ μαστρω- ποΰ, τοϋ έμπορου λευκής σαρκός. «Ό Καβούρ ήταν πολύ πιό λεπτός. ΤΗταν δμως κι ο[ δυό τους ίπποτικοΐ καί, θά τολμοϋ- σα νά πώ, ρομαντικοί (!) ». «Τί λεπτεπίλεπτος εύγενής πού ήταν ό Μάσιμο ντ’ Άτσέλιο...».
Ό ύπαινιγμός τοΰ Παντσίνι, γιά τόν δποϊο γίνεται λόγος παραπάνω, 6 δποϊος καί έπέσυρε τούς... γειτονικούς κεραυνούς τοΰ «Resto del Carlino» περιέχεται στή δεύτερη συνέχεια τής «Ζωής τοΰ Καβούρ», έκδ. «Italia Letteraria» (τεύχος τής 16ης Ίούνη) κι είναι καλό ν’ άναφερθεΐ, γιατί στήν ίκδοση Μονταντόρι θά έξαλειφθεϊ ή θά τροποποιηθεί: «Δέν είναι άνάγκη νά λάβει είδική στάση. Ή δψη τοΰ άνθρώπινου μεγαλείου είναι τέτοια ώστε νά έμπνεύσει <πούς άλλους ΰ- πακοή καί φόβο κι αυτή είναι ή πιό δυνατή δικτατορία κι δχι έκείνη τής άνάγκης πολλών χαρτοφυλακίων στα ΰπουρ- γεΐα». Φαίνεται άπίστευτο δτι μιά τέτοια φράση ξέφυγε άπό τόν δειλό Παντσίνι καί είναι φυσικό πού τό «Resto del Carlino» τό «Ιπιασε». Άπό τήν άπάντηση τοϋ Παντσίνι μπορεΐ νά έξηγηθεΐ ή άτυχία. «Κατά πόσο ήταν λάθος άραγε νά έμπιστευτώ τήν Ιστορική γνώση τών άναγνωστών σ’ δρι- σμένες αίχμές ένάντια στή δικτατορία. Ό Καβούρ στά 1859 απαίτησε ( ; ! ) δικτατορικές έξουσίες, άναλαμβάνοντας άρκε- τά χαρτοφυλάκια, άνάμεσα στά όποϊα έκεϊνο τοΰ Πολέμου, δημιουργώντας μεγάλο(;!) σκάνδαλο γιά τήν τότε παρθένα σχεδόν συνταγματικότητα. Αυτή ή ΰλική μορφή δικτατορίας
δέν είναι έκείνη ποί> έμπνέει ύπακοή, άλλά ή δικτατορία τοΟ άνθρώπινου μεγαλείου τοϋ Καβούρ.
Είναι πασιφανές δτι ή έπέμβαση τοϋ Παντσίνι ήταν κολακευτική, άλλά ή πολιτική ¿πότε καί ή Ιστορική του άθωό- τητα τού Ιβαλε τρικλοποδιά καί μετέτρεψε τή δουλική κολακεία σ’ Iva διφορούμενο μορφασμό. "Οσον ¿φορά τόν Καβούρ, δέν μπορούμε νά μιλάμε για δικτατορία, πόσο μάλλον στά 1859 καί μάλιστα δταν αύτή ήταν μιά άδυναμία γιά τή διεξαγωγή τού πολέμου καί για τή θέση πού οί Πιεμοντέζοι είχαν στή συμμαχία μέ τόν Ναπολέοντα. Γνωστές οί άντι- λήψεις τοϋ Καβούρ πάνω στή δικτατορία καί για τή λειτουργία τοΰ κοινοβουλίου, άντιλήψεις τΙς όποιες δ Παντσίνι άπό φόβο άποσιωπα, άν καί τό να μιλήσει γι’ αύτές δέν θά ήταν βέβαια έπικίνδυνο. Αύτό πού είναι περίεργο είναι δτι δ ίδιος δ Παντσίνι παρακάτω δείχνει δτι δ Καβούρ είχε μείνει έξω άπό τή διεξαγωγή τοΰ πολέμου καί, παρά τό δτι ήταν ύπουργός Πολέμου ούτε κάν έπαιρνε τα στρατιωτικά δελτία. Γιά ένα δικτάτορα δέν είναι καί άσχημα. Ό Καβούρ οδτε πού κατάφερε νά κάνει νά Ισχύσουν τά συνταγματικά του προνόμια σάν άρχηγός τής κυβέρνησης πού, κατά τ’ άλλα, δέν είχαν ληφθεϊ σοβαρά ύπ’ δψη στόν Κανονισμό, έξ οδ καί ή σύγκρουσή του μέ τόν βασιλιά μετά τήν άνακωχή τής Βιλαφράνκα. Στήν πραγματικότητα, άπό τόν πόλεμο τοΰ 1859 κι έπειτα δέν συνεχίστηκε ή πολιτική τοΰ Καβούρ, άλλά Iva κράμα πολιτικών έπιθυμιών τοΰ Ναπολέοντα καί ά- πολυταρχικών πιεμοντέζικων τάσεων πού τις ένσάρκωνε δ βασιλιάς καί μιά δμάδα στρατηγών. Επαναλαμβάνεται ή κατάσταση τοΰ 1848 - 49 καί τό δτι δέν συνέβηκε στρατιωτική καταστροφή αύτό δφειλόταν στήν παρουσία τοΰ γαλλικοδ στρατοΰ: τό άποτέλεσμα δμως τής μή κανονικής πολιτικής κατάστασης ήταν τό ϊδιο φοβερό, έπειδή στή συμμαχία δ Να- πολέοντας είχε άπεριόριστη ήγεμονία καί τό Πιεμόντε μιάν έξαιρετικά ύποδεέστερη θέση.
«... Ό ’Ανατολικός πόλεμος, μιά ύπόθεση τόσο πολύ περιπεπλεγμένη, πού γιά νά γίνει πιό κατανοητή ή συζήτησή παραλείπεται». ’Ανεκτίμητη διαπίστωση γιά Ιναν Ιστορικό διαπιστώνεται δτι δ Καβούρ ύπήρξε πολιτική Ιδιοφυία, κλπ.
240
άλλά ή διαπίστωση δέ γίνεται ποτέ ¿πόδειξη χα,Ι συγκεκριμένη παρουσίαση. Ή σημασία τής συμμετοχής τοϋ Πιεμόντε στδν πόλεμο τής Κριμαίας καί τής πολιτικής ικανότητας τοϋ Καβούρ στδ νά τδν έχει έπιδιώξει έχει «παραληφθεΐ» γιά «νά γίνει πιδ κατανοητό».
Ή σκιαγράφηση τοϋ Ναπολέοντα τοϋ 3ου είναι άναί- σχυντα χυδαία: δέν προσπαθιέται νά έξηγηθεΐ, γιατί δ Να- πολέοντας συνεργάστηκε μέ τδν Καβούρ.
Στδ ναπολεόντειο Μουσείο, στή Ρώμη, ύπάρχει ένα πολύτομο μαχαίρι μέ μια λεπίδα πού μπορεϊ νά διαπεράσει τήν καρδιά [άπ’ δ,τι φαίνεται, δέν είναι συνηθισμένο μαχαίρι!]. «Μπορεϊ νά χρησιμεύσει σάν ντοκουμέντο αύτδ τδ μαχαίρι; Δέν έχω έμπειρία(!) έγώ άπδ μαχαίρια, άκουσα δμως νά λένε πώς έκεΐνο τδ μαχαίρι τών καρμπονάρων, πού τδ έμπι- στεύονταν σ’ δποιον έμπαινε στή σκοτεινή αίρεση, κλπ.». θά έπρεπε πάντα νά τδν ένοχλοΰσαν τά μαχαίρια τδν Παντσίνι: θυμηθείτε τήν «πελιδνή λάμα» στδ «Φανάρι τοϋ Διογένη». Ίσως νά παραβρισκόταν τυχαία σέ κάποια φασαρία στή Ρο- μάνια χαΐ νά είχε δει κανένα ζευγάρι μάτια νά τδν παρα- τηροϋν βλοσυρά: έξ οΰ καί ot «πελιδνές λάμες» πού διαπερ- νοϋν τήν καρδιά κλπ.
«Καί άν κάποιος ήθελε νά δει πώς ή αίρεση τών καρμπο*- νάρων έπαιρνε τήν δψη τοϋ Βελζεβούλ, Ας διαβάσει τό μυθιστόρημα «Ό Εβραίος τής Βερόνα» τοϋ Άντόνιο Μρεσάνι καί θά διασκεδάσει (s i c) άπεριόριστα, πολύ περισσότερο πού, άντίθετα άπ’ αύτδ πού λένε ot σύγχρονοι [δ Ντέ Σάνκτις δμως ήταν σύγχρονος τοϋ Μπρεσάνι], αύτδς δ Ιησουίτης Ιερέας ήταν Ινας δεινός άφηγητής». Αύτδ τδ άπόσπασμα θά μποροϋ- σε νά μπεί σάν προμετωπίδα στδ δοκίμιο γιά τούς «’Απογόνους τοϋ πατέρα Μπρεσάνι»*.
'Ολόκληρη αύτή ή «Ζωή τοϋ Καβούρ» είναι Ινας περί- γελως τής ιστορίας. Ά ν τά μυθιστορήματα - βιογραφίες είναι ή σημερινή μορφή τής θελκτικής ιστορικής λογοτεχνίας
* Τρίτη αυνέχβια τής «Ζωής τοΟ Καβούρ», στήν «Italia le t te raria» τής 23 ’Ιουνίου 1929.
24116
τύπου Δουμά, δ Α. Παντσίνι είναι δ Πονσόν ντύ Τερέλ τής ύπόθεσης. Ό Παντσίνι θέλει νά. δείξει, Ιτσι άλαζονικά, δτι «ξέρει πολλά» γιά τήν ψυχή καί τή φύση τών άνθρώπων, δ- τι είναι Ινας πάρα πολύ πανούργος, Ινας ρεαλιστής πολύ ά- πογοητευμένος άπό τήν σκαιά κακοβουλία τοΰ άνθρώπινου γένους καί είδικά τών πολιτικών πού, άφοΰ πρώτα τόν διαβάζουν, τούς έρχεται ή έπιθυμία νά καταφύγουν στόν Κοντορσέ καί στόν Μπερναρντέν ντέ ΣχΙν - Πιέρ, οί δποίοι, τουλάχιστο, δέν ήταν τόσο χυδαία Φιλισταΐοι.
Κανένας Ιστορικός δεσμός δέν κτίστηκε στήν πυρά μιας προσωπικότητας: ή Ιστορία Ιχει καταντήσει μιά σειρά άπό έλάχιστα διασκεδαστικές Ιστοριοΰλες έπειδή ϊχουν σαλιωθεί άπό τόν Παντσίνι, χωρίς σύνδεση ούτε μέ ήρωϊκές προσωπικότητες ούτε μέ άλλες κοινωνικές δυνάμεις' τούτη ’δώ ή μορφή τοΰ Ιησουϊτιαμοΰ τοΰ Παντσίνι είναι πραγματικά νέα, πολύ πιό τονισμένη άπ’ δσο θά μποροΰσε νά φανταστεί κανείς διαβάζοντας τΙς συνέχειες τοΰ Ιργου «Ή ζωή τοΰ Καβούρ».
Στόν κοινό τόπο τών «εύγενών τοΰ πολέμου κι δχι τής άντικάμαρας» έρχονται σ’ άντίθεση ο! κριτικές πού κάνει ό Παντσίνι κάθε φορά καί γιά τόν καθένα ξεχωριστά, γιά στρατηγούς δπως ό Λα Μαρμόρα καί ό Ντέλλα Ρόκκα, συχνά μέ ύποκριτικές έκφράσεις χυδαία πνευματώδεις: «Ό Ντέλλα Ρόκκα είναι Ινας πολεμιστής. Στήν Κουστόζα (στά 1866) δέ θά λά',ιψει λόγω τής μεγάλης του άξίας, μά είναι Ινας πεισματάρης πολεμιστής καί γι’ αύτό κρατάει γερά μέ τά δελτία. Είναι κατ’ έξοχήν μιά «δημαγωγική» φράση. Ό Ντέλλα Ρόκκα δέν ήθελε πιά νά στέλνει τά δελτία τοΰ έπι- τελείου στόν Καβούρ, δ όποιος είχε παρατηρήσει τήν κακή λογοτεχνική τους σύνταξη, στήν όποία συνεργαζόταν καί ό βασιλιάς. ’Αλλοι τέτοιου είδους ύπαινιγμοί γιά τόν Λά Μαρμόρα καί γιά τόν Τσιαλντίνι (άν καί ό Τσιαλντίνι δέν ήταν άπό τό Πιεμόντε) καί ποτέ δέν άναφέρθηκε τό δνομα ένός στρατηγοΰ άπό τό Πιεμόντε, πού κατά κάποιο τρόπο διακρί- θηκε: άλλος ύπαινιγμός στόν Περσάνο.
Δέν είναι άκριβώς κατανοητό τί ήθελε νά γράψει ό Παντσίνι μέ τή «Ζωή τοΰ Καβούρ» έπειδή δέν πρόκειται
242
βέβαια γιά ενα έργο γιά τή ζωή τοΰ Καβούρ οδτε γιά μιά βιογραφία τοΰ Καβούρ σάν άνθρώπου οδτε γιά μιά σκιαγράφηση του Καβούρ σάν πολιτικού. Μά τήν άλήθεια, άπό τό βιβλίο του Παντσίνι, δ Καβούρ καί σάν άνθρωπος καί σάν ττολιτικός βγαίνει σχετικά κακοπαθημένος καί καταντάει σέ κάτι άνάλογο μέ τόν Τζιαντούρα- ή μορφή του δέν ϊχει καμιά συγκεκριμένη σημασία, μιά καί γιά νά δοθεί μιά σημασία δέν φτάνουν βέβαια οί θερμές εύχές πού δ Παντσίνι έ- παναλαμβάνει συνεχώς: ήρωας, μεγαλοπρεπής, μεγαλοφυία κλπ. Αύτές οΕ κριτικές, χωρίς νά είναι δικαιολογημένες (γι’ αυτό πρόκειται γιά ευχές), θά μπορούσαν άντίθετα νά φανούν σάν κοροϊδίες άν δέν καταλαβαίναμε δτι τό μέτρο πού χρησιμοποιεί δ Παντσίνι γιά νά κρίνει τόν ήρωϊσμό, τό μεγαλείο, τή μεγαλοφυία κλπ. δέν είναι άλλο άπό τό προσωπικό του μέτρο, τή μεγαλοφυία, τό μεγαλείο, τόν ήρωϊσμό τοΰ κυρίου Παντσίνι Άλφρέντο.
Μέ τόν ίδιο τρόπο καί γιά τόν ίδιο λόγο, δ Παντσίνι συνεχώς βρίσκει άκούραστα τό δάκτυλο τοΰ θεού, τό πεπρωμένο, τήν πρόβλεψη τών συμβάντων τοΰ Ριζορτζιμέντο' πρόκειται γιά τή λαϊκή άντίληψη τοΰ «καλού Αστεριού» στολισμένη μέ λέξεις πού άρμόζουν σέ έλληνική τραγωδία καί σέ Ιησουίτη [ερέα, άλλα αύτό δέν τήν κάνει λιγότερο χυδαία. Στήν πραγματικότητα ή ήλίθια έπιμονή στό «ύπεράνθρωπο στοιχείο», έκτός άπό ιστορική άνοησία, έχει τήν έννοια τής έλάττωσης τής λειτουργίας τής Ιταλικής προσπάθειας, πού δμως κατελάμβανε μεγάλο μέρος στά συμβάντα. Τί θά μπο- ροΰσε νά σημαίνει τό δτι ή Ιταλική έπανάσταση ήταν 2να θαυμαστό συμβάν; "Οτι άνάμεσα στόν έθνικό καί στόν διεθνή συντελεστή τοΰ συμβάντος δ διεθνής βάραινε περισσότερο καί δημιουργούσε δυσκολίες πού φαίνονταν Ανυπέρβλητες. Είναι αύτή ή περίπτωση; θά έπρεπε νά είπωθεϊ κι ίσως τό μεγαλείο τοΰ Καβούρ θ’ άναδεικνυόταν πολύ καλύτερα καί τό προσωπικό του Ιργο, δ «ήρωϊσμός» του θά φανερωνόταν πολύ περισσότερο γιά νά έκθειαστεί (ξέχωρα άπό κάθε άλλη σκέψη) . Ό Παντσίνι δμως θέλει νά χτυπήσει πολλά βαρέλια ;μέ πολλά στεφάνια καί δέν καταφέρνει νά πετύχει τίποτα τό
243
αίσθητό: δλοι υπήρξαν μεγάλο·., έπαναστάχες κλπ., δπως ά- κριβάς στό σκοτάδι δλοι οί γάτοι είναι γκρίζοι.
Στήν «Italia Letteraria» τής 2 Ίούνη 1929 δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη τοϋ Άντόνιο Μπρούερς μέ τόν Παντσί- νι: «Πώς καί γιατί δ Παντσίνι ϊγραψε μιά «Ζωή τοϋ Κα- βούρ». Λένε δτι δ ίδιος δ Μπρούερς παρακίνησε τόν Παντσίνι νά γράψει τό βιβλίο μέ τέτοιο τρόπο, ώστε — έπιτέλους — τό κοινό να μπορέσει να Ιχει εναν «Ιταλό Καβούρ», άφοϋ μέχρι τώρα είχε 2να γέρμανό, Ιναν άγγλο -κι £να γάλλο». Στή συνέντευξη δ Παντσίνι λέει δτι ή «Ζωή» του δέν είναι μιά μονογραφία μέ τήν ίστορικο-έπιστημονική Ιννοια τής λέξης' είναι μιά σκιαγράφηση που δέν προορίζεται γιά τους λόγιους γιά τους «είδικούς», άλλά γιά τό «πλατύ κοινό» (δηλαδή, ψιλικά για τούς νέγρους).
Ό Παντσίνι είναι πεπεισμένος δτι στό βιβλίο του πε- ριέχονται αύθεντικά κομμάτια κι Ιδιαίτερα τό γεγονός δτι Ιδωσε βαρύτητα στήν άπόπειρα τοϋ Όρσίνι γιά νά έξηγήσει τή συμπεριφορά τοϋ Ναπολέοντα τοϋ 3ου· σύμφωνα μέ τόν Παντσίνι, δ Ναπολέοντας δ 3ος θά είχε άπό νέος γραφτεί στήν δργάνωση τών Καρμπονάρων, «ή δποία ϊδεσε μέ καθήκον τιμής (!) τόν μέλλοντα μονάρχη τής Γαλλίας»: δ Όρ- σίνι, πού ήταν έντολοδόχος τής Καρμπονερίας (καί είχε πε- θάνει έδώ καί άρκετό καιρό) θά ύπε^ύμιζε στόν Ναπολέοντα. τήν ύποχρέωσή του, δπότε, κλπ. ’Ακριβώς 2να μυθιστόρημα, άλά Πονσόν ντύ Τερέλ. Ό Όρσίνι, ¿ν ποτέ ήταν μέλος, θά ’πρεπε νά είχε ξεχάσει έδώ καί καιρό, άπό τήν έποχή τής άπόπειρας, τήν Καρμπονερία' οί άναστολές του τό ’48 στϊς Μάρκες είχαν στόχο άκριβώς ένάντια στούς παλιούς καρμπονάρους, κι άκόμα, δ Όρσίνι, άφοϋ ξεπέρασε δπως οί δλλοι έπαναστάτες τήν Καρμπονερία στήν «Giovine Italia» καί <πόν ματσιανισμό, ϊκοψε κάθε έπαφή μέ τόν Ματσίνι. Οί αίτιες τής προσωπικής στάσης τοϋ Ναπολέοντα πρός τόν Ό ρσίνι (πού èv πάση περιπτώσει καρατομήθηκε) έξηγοϋνται ίσως χυδαία μέ τό φόβο τοϋ συνένοχου πού διέφυγε καί πού- μποροϋσε νά ξαναπροσπαθήσει' άκόμα καί ή μεγάλη σοβαρότητα τοϋ Όρσίνι, πού δέν ήταν 5νας δποιοσδήποτε πού- παραφέρεται, θά ϊπρεπε να έπ:βληθεΐ καί ν’ άποδείξει δτι τό.
244
μίσος πού oí Ιταλοί έπαναστάτες Ετρεφαν για τόν Ναπολέον- τα δέν ήταν κάτι τό τιποτένιο: έπρεπε νά κάνει νά ξεχαστεΐ ή πτώση τής Δημοκρατίας τής Ρώμης καί νά προσπαθήσει νά καταστρέψει τήν άντίληψη πού είχε διαδοθεί δτι δ Νο̂ - πολέοντας ήταν δ μεγαλύτερος έχθρός τής ένωσης τής ’Ι ταλίας. Ό Παντσίνι άργότερα ξεχνάει (λόγω «καλύτερης κατανόησης») δτι ύπήρξε δ πόλεμος τής Κριμαίας καί δ γενικός προσανατολισμός τοΰ Ναπολέοντα ύπέρ τής ’Ιταλίας (δ δποίος δντας συντηρητικός, δέ θα πρέπει να ήταν άρε<-
στός στούς έπαναστάτες), τέτοιος πού ή άπόπειρα φάνηκε νά καταστρέφει τήν ήδη σχεδιασμένη ύπόθεση. Ό λη ή ύπόθεση τοΰ Παντσίνι βασίζεται στό δτι είδε τό περίφημο μαχαίρι πού διαπερνούσε τήν καρδιά καί στήν ύπόθεση δτι ήταν καρμπονάρικο : ένα μυθιστόρημα άλά Πονσόν καί τίτ τ.οτ άλλο.
Τζιοβάη Παπίνι.
Ό Τζιοβάνι Παπίνι έφτασε νά γίνει δ «εύσεβής συγγραφέας» τοΰ «Civiltà Católica».
Στόν Παπίνι λείπει ή εύθύτητα: ήθική έρασιτεχνία. Στήν πρώτη περίοδο τής λογοτεχνικής του καριέρας αύτή ή έλλειψη δέν προξενούσε έντύπωση, έπειδή δ Παπίνι βάσιζε τό κύρος του» στόν ίδιο του τόν έαυτό, ήταν τό «μέτρο γι’ αύ- τόν τόν ίδιο». Ή ταν διασκεδαστικός καί δέν μπορούσε νά τόν πάρουν στα σοβαρά, έκτός άπό λίγους Φιλισταίους (άς θυμηθούμε τή συζήτηση μέ τόν Άνιμπάλε Πάστορε).
Σήμερα δ Παπίνι έχει εισχωρήσει σ’ ένα πλατύ κίνημα άπό τό όποιο έλκει τό κύρος: ή δραστηριότητά του έχει γ ι’ αύτό καταντήσει πρόστυχη μέ τήν πιό άξιοκαταφρόνητη έννοια, έκείνη τού καυχησιολόγου, τοΰ πληρωμένου δολοφόνου. ’Αν ένα παιδάκι σπάει τά τζάμια γιά νά διασκεδάσει ή άκό- μα κι άπό καθαρά σκδπιμη κατεργαριά, είναι ένα πράγμα: άν δμως σπάει τά τζάμια για λογαριασμό τών πωλητών τζαμιών, αύτό είναι κάτι άλλο.
Τόν Μάρτη τοΰ 1932, δ Παπίνι έγραψε ένα άρθρο στή «Nuova Antologia» (ένάντια στόν Κρότσε) κι ένα στόν «’Α
245
πογευματινό Ταχυδρόμο» γιά τόν «Οίδίποδα» τοϋ Άντρέ. Ζίντ. Μέχρι τώρα έχω διαβάσει μονάχα αύτό τό τελευταίο: είναι στολισμένο, πολυλογάδικο, πομπώδες καί κενό. Τόν Μάρτη, θά πρέπει νά Αναγορευτούν οί νέοι Ακαδημαϊκοί, πού πρέπει νά συμπληρώσουν τΙς έδρες τής Ιταλικής ’Ακαδημίας: τα δυό άρθρα είναι προφανώς ή «διπλωματική» καί ή «δι- πλωματικούλα» τοΰ Τζιοβάνι Παπίνι.
"Ας κοιταχτεί ή διάλεξη: «Καρντούτσι, Ιερή Αγανάκτηση», πού δόθηκε ά~ό τόν Παπίνι στό ΦορλΙ για τά έγκαίνια. τής «Πολιτικής έβδομάδας τής Ρομάνιας» καί δημοσιεύτηκε στή «Nuova Antologia»τήν 1η Σεπτέμβρη 1933. Ή ύποκρι- σία, ή άγύρτικη άνειλικρίνεια αύτής τής διάλεξης είναι τέτ τοια πού βγάζει μάτια.
θά ήταν ένδιαφέρον, έκτός άπ’ αύτή γιά τόν Παπίνι, νά κάνουμε μιά έρευνα γιά τήν Αποστροφή ένάντια στή Ρώμη, πού ήταν τής μόδας στήν ’Ιταλία μέχρι τό 1919 στό κίνημα τής «Voce» καί τών φουτουριστών. Διάλεξη τοϋ Παπίνι κατά τής Ρώ(αης καί Μπενετέτο Κρότσε *' άπό τό διώνυμο πού· ήταν μισητό γιά τόν Παπίνι (στά 1913) καί παρέμεινε μισητός δ Μπενετέτο Κρότσε. "Ας πάρουμε ύπ* δψη μας τή στάση πρός τόν Κρότσε, που ύπάρχει στή διάλεξη γιά τόν Καρντούτσι καί πού είναι πεντακάθαρα χυδαία, σέ σύγκριση μ’ έκείνη που ύπάρχει στό δοκίμιο «Ό Κρότσε καί δ σταυρός» 44, διαποτισμένο άπό Ιησουιτισμό καί χριστιανισμούλη.
Ό Παπίνι σάν άρχάριος Ιησουίτης.
Τό άρθρο τοΰ Παπίνι στή «Nuova Antologia» τής 1ης Μάρτη 1932 (Ό Κρότσε καί δ Σταυρός») μοϋ φαίνεται δτι άποδεικνύει πώς δ Παπίνι, Ακόμα καί σάν Ιησουίτης, δέ θά ’ναι ποτέ τίποτα περισσότερο άπό ένας μέτριος μαθητευόμε- νος. Είναι ένας γηραλέος γάιδαρος πού θέλει νά έξακολουθεΐ
* Βλ. Τζιοβάνι Παπίνι, «Ή διάλεξη τίΐς Ρώμης» πού ϊγινβ οτίς 21 Φλεβάρη 1913 χαΐ δημοσιεύτηκε σιή «Laoerba» τόν Ιδιο χρόνο (Σημ .ί.έπ .).
246
νά κάνει τό γαϊδουράκι, παρά τό βάρος τών χρόνων καί τών άσθενειών, καί τρέχει καί χοροπηδά μέ τρόπο αίσχρό.
Νομίζω δτι τό χαρακτηριστικό αΰτοδ τοΰ άρθρου είναι ή άνειλικρίνεια. "Ας δούμε πώς άρχίζει 6 Παπίνι τό άρθρο του μέ τά συνηθισμένα στερεότυπα καί μηχανικά του άστεϊα κατά τού Κοότσε καί πώς, πρός τό τέλος, προσποιούμενος τό πασχαλινό άρνάκι, άναγγέλει γλοιώδικα δτι, στήν συλλογή τών έργων του, τά κείμενα για τόν Κρότσε θά έκκαθαριστοΰν άπό κάθε «άστεϊσμό» καί θά παρουσιαστεί μονάχα ή «θε(ι>* ρητική» συζήτηση. Τό άρθρο γράφτηκε δπως φαίνεται έξ άρχή; καί κατά τή διάρκεια τοΰ γραψίματος δ Παπίνι άλλαξε στάση, άλλά δέν μπήκε στόν κόπο v i συντονίσει τά γαυ- γίαχατα τών πρώτων σελίδων μέ τά βελάσματα τών τελευταίων: ικανοποιημένος δ λόγιος άπό τόν έαυτό του καί άπό τά χτυπήματα μέ τό ξίφος πού έκεΐνος πιστεύει πώς κατάφετ ρε, είναι πάντα άνώτερος άπό τόν ψευτοκαθολικό, άλλά κι άπό τόν ίησουίτη, άχ, αυτός! καί δέ θέλησε νά θυσιάσει αύτό πού είχε κιόλας γράψει. Μά δλο τό κείμενο φαίνεται ά- δέξιο, παρατραβηγμένο, μηχανικά φτιαγμένο, δπως μιά κερασιά τραβά τήν άλλη, ειδικά τό δεύτερο μέρος, στό όποιο ή ύποκρισία διαφαίνεται μέ άπαίσιο τρόπο.
Έ χω τήν έντύπωση δμως δτι δ Παπίνι φαίνεται νά έχει δαιμονιστεί άπό τόν Κρότσε: δ Κρότσε λειτουργεί μέσα του σαν συνείδηση, σαν «ματωμένα χέρια» τής λαίδης Μάκ- μπεΟ, καί φαίνεται νά άντιδρά σ’ αύτή τή μανία προσποιούμενο; πότε τδν άδιάντροπο, προσπαθώντας νά κάνει άστεία ή δοκιμάζοντας τή φυγή, πότε μιξοκλαίγοντας άθλια' τδ θέαμα είναι πάντα οίκτρό.
Ό ίδιος ό τίτλος τοΰ άρθρου είναι συμπτωματικός: τδ δτι δ Παπίνι χρησιμοποιεί τδ «croce» (σταυρός) γιά νά παίξει μέ τις λέξεις, μαρτυρεί τή φιλολογική ποιότητα τοΰ καθολικισμού του.
’Αξίζει νά σημειωθεί πώς ot συντάκτες τοΰ «Civiltà Católica^ τόν εύχαριστοΰν, τδν καλοπιάνουν, τόν θωπεύουν καί τδν όπερασπίζουν άπδ κάθε κατηγορία γιά έλάχιστη όρ- θοδοξία.
Φράσεις τοΰ Παπίνι πού περιέχονται στδ βιβλίο του γιά
247
τόν «"Αγιο Αυγουστίνο» καί που δείχνουν τήν τάση του πρός τόν σετσεντιαιμό (οί Ιησουίτες ύπήρξαν διαπρεπείς έκπρό- σωποι τού σετσεντισμοΰ) : «δταν γινόταν λόγος νά βγοΰν άπό τά κατώγια τής άλαζονείας γιά ν’ άναπνεύσουν τό θείο άνεμο τοΰ άπόλυτου», «νά σκαρφαλώσουν άπό τόν κοπρώνα στ’ άστέρια» κλπ. Ό Παπίνι δέν ίγινε χριστιανός, άλλα κύρια Ιησουίτης (στό κάτω · κάτω, μπορούμε νά πούμε δτι ό Ιησουιτισμός μέ τήν παπική του θρησκεία καί μέ τήν όργάνωρ ση μιας άπόλυτης πνευματικής αυτοκρατορίας είναι ή πιό πρόσφατη φάση τού Καθολικού χριστιανισμού).
Ό Καθολικισμός έκφράζει τό στυλ τοΰ Παπίνι. Δέ θά ξαναπεϊ «έπτά», άλλά «πόσα είναι τά βασικά άμαρτήματα»: «"Οχι βέβαια δτι λείπουν Ιταλικές μεταφράσεις άπό τήν άρ- χή τοΰ έργου τοϋ Γκαΐτε: ό Μανακόρντα τΙς διατήρησε, όλό- κληρες ή μή, τόσες δαες είναι, τά βασικά άμαρτήματα («'Ο Φάουστ άκάλυπτος», στόν «Corriere della Sera» τής 26 ’Απρίλη 1932).
Ό Τζιοβάνι Παπίνι, θέλοντας νά σπείρει ζιζάνια στούς Ιταλούς φιλισταίους, τόν Ίούνη τοΰ 1913, έγραψε στή «La- cerba» τό άρθρο «Ό άμαρτωλός Χριστός», σοφιστική συλλογή άπό άνέαδοτα καί τραβηγμένα συμπεράσματα, παρμένα άπό τούς άπόκρυφους εύαγγελιστές. Γι’ αύτό τό άρθρο Θ4 μπορούσε πιθανά νά περάσει άπό δίκη, πρός μεγάλον του φόβο. Είχε ύποστηρίςει σαν παραδεκτή καί πιθανή τήν ύπότ θεση όμοφυλοφιλικών σχέσεων τού ’Ιησού μέ τόν ’Ιωάννη. Στό άρθρο του για τόν «Χριστό ρωμαίο» πού περιέχεται στό βιβλίο «Εργάτες άμπέλου», μέ τις ίδιες κριτικές διαδικασίες καί μέ τό ίδιο διανοητικό «σθένος», ύποστηρίζει δτι ό Καί- σαρας ήταν ενας πρόδρομος τοΰ Χριστού πού ή πρόνοια τόν έκανε νά γεννηθεί στή Ρώμη, για νά προετοιμάσει τό Εδαφος στόν χριστιανισμό. Σέ μια τρίτη φάση είναι πιθανό ό Παπίνι, χρησιμοποιώντας τΙς μεγαλοφυείς κριτικές θείας έ- πιφοίτησης, πού χαρακτηρίζουν τόν ’Αρτοΰρο Λόρια, θά φτά- σει στό σημείο να συμπεράνει τήν άναγκαιότητα τών σχέσεων άνάμεσα στόν χριτιανισμό καί τήν άνατροπή.
248
Στήν «Italia Letteraria» τής 20ης Αύγουστου 1933, 6 Λουίιζι Βολπιτσέλι γράφει τά έξής γιά τόν Παπίνι (τυχαία, σ’ Ινα δοκίμιο γιά τα «Προβλήματα τής σημερινής λογοτεχνίας», πού δημοσιεύτηκε σέ άρκετές συνέχειες) : «Δέν είναι άρκετό, άς συγχωρήσει — άν θέλει— δ Παπίνι τήν είλι- κρίνειά μου, δέν είναι άρκετό δντας πενήντα χρόνων νά εΐ- ■πωθεΐ: πώς δ συγγραφέας πρέπει νά είναι δάσκαλος" πρέπει νά μπορούμε τουλάχιστο νά πούμε: νά, έδώ βρίσκεται ή πόρνη κοινωνία, ή πραγματική τέχνη, ή τέχνη πού διδάσκει. ’Αλλά τό νά περιορίζεσαι στό νά προβάλλεις, στά πενήντα σου χρόνια ή κάπου τόσο, τόν συγγραφέα σάν δάσκατ λο, δταν ποτέ δέν ύπήρξε δάσκαλος, δέν άξίζει οδτε κάν τ ή ν έ ν ο χ ή μ ο υ . Καί νά, πού ξαναρχόμαστε στά ίδια, ουσιαστικά! Ό Παπίνι άσκησε δλα τά έπαγγέλματα γιά νά τά βρωμίσει δλα: φιλόσοφος, γιά νά καταλήξει στό συμπέρασμα δτι ή φιλοσοφία είναι Ινα είδος γάγγραινας στόν έγκέ- φαλο, Καθολικός, γιά νά καταστρέψει τήν οίκουμένη μ’ 2να δικό του λεξικό, λόγιος, γιά ν’ άποφασίσει έκ τών ύστέρων δτι δέν ξέρουμε τΐ νά κάνουμε τή λογοτεχνία. Αυτό δέν έμπό- δισε τόν Παπίνι νά κατακτήσει μιά θεσούλα στήν Ιστορία τής λογοτεχνίας μέσα στό κεφάλαιο «οί πολέμιοι». Μά ή πολεμική καυχιέται γιά τήν εύγλωττία: είναι άκριβώς ή καθαρή καί άπόλυτη μορφή, είναι ή άκρατη άγάπη γιά τΙς λέξεις καί τήν τεχνική, γιά τό σχήμα, Ινας πνευματικός καί •κληρονομικός καλλιγραφισμός: τέλος πάντων, είναι κάτι πού μάλλον είναι πιό μακριά άπό τδ συγγραφέα σάν δάσκαλο».
Ό Παπίνι ήταν πάντοτε Ινας «λσγομάχος», μέ τήν 2ν- -νοια πού δίνει δ Βολπιτσέλι, κι είναι άκίδμα καί σήμερα, μιά καί δέ γνωρίζουμε άν αυτό πού ένδιαφέρει στόν Παπίνι άπό τήν Ικφραση «Καθολικός λογομάχος» είναι τό ούσιαστικό ή τό έπίθετο. Μέ τόν «Καθολικισμό» του δ Παπίνι θά ήθελε ν’ άποδείξει δτι δέν είναι μονάχα Ινας «λογομάχος», δηλαδή I- νας «καλλιγράφος», Ινας άκροβάτης τών λέξεων καί τής τεχνικής, άλλα δέν τά κατάφερε! Ό Βολπιτσέλι είχε λάθος στό δτι δέν άκριβολόγησε: δ λσγομάχος είναι λογομάχος μιας άντίληόης για τδν κόσμο, Ιστω καί του κόσμου τής Πουλ- τσινέλας, δ Πα-ίνι δμως είναι ό «καθαρόαιμος» λσγομάχος,
249
δ έπαγγελματίας b o x e u r δποιασοήποτε λέξης: Ό Βολπιτσέλι θά έπρεπε να καιαλήξει σαφώς στή διαπίστωση δτι δ Καθολικισμός του Π aitivi είναι μιά φορεσιά κ λ ό ο υ ν , δχι «δέρμα» φτιαγμένο άπό «Ανανεωμένο» αίμα, κλπ-
Τζιουζέπε Πρετοολίνι.
« Ό κ ώ δ ι κ α ς τ ή ς Ι τ α λ ι κ ή ς ζ ω ή ς » (έκδοτική Σ.Α. «La voce», Φλωρεντία 1921) περιλαμβάνει τήν Αρχική καί Ιδιόρρυθμη περίοδο τής δραστηριότητας τοΟ Πρ ετσολίνι, του μοραλιστή συγγραφέα που ήταν σέ έκστρα- τεία για τήν Ανανέωση καί τόν έκσυγχρονισμό τής Ιταλικής κουλτούρας. ’Αμέσως μετά, δ Πρετσολίνι, «μπαίνει σέ κρίση» μέ έξαιρετικά περίεργες έντάσεις καί ύφέσεις ώσπου νά μπει στήν Αγέλη τοϋ παραδοσιακού ρεύματος καί νά έπιδοκιμάσει αύτό πού είχε πρώτα στιγματίσει.
Μιά στιγμή τής κρίσης παρουσιάζεται στό γράμμα πρός τόν Πιέρο Γκομπέτι, τό 1923, «Γιά μ·.ά κοινωνία τών ’Από- τι» πού Ανατυπώθηκε στδ βιβλίο «ΜοΟ φαίνεται...». Ό Πρε- τσολίνι συναισθάνεται δτι ή στάση του σάν θεατή είναι «λίγο, λικάκι(!) Ανανδρη». «Δέν θα ήταν ύποχρέωσή μας νά- πάρουμε μέρος; Δέν ύπάρχει κάτι τό ένοχλητικό ( ! ) , τδ Αντιπαθητικό (!) τό θλιβερό (!) στό θέαμα αύτών τών νέων πού βρίσκονται (σχεδόν δλοι) έξω άπό τόν Αγώνα, κοιτάζον|- τας τούς μαχητές καί διερωτώμενοι μονάχα πώς δίνονται τά χτυπήματα γιατί καί πώς;» Βρίσκει μιά πολύ συμφέρουσα λύση: «Τό καθήκον μας, ή χρησιμότητά μας γιά τήν παρούσα στιγμή καί γιά τΙς Γδιες τΙς διαφορές πού τώρα διχάζουν καί ένεργοϋν, για τήν Γδια τήν Αναταραχή πού μέσα της έτοιμά- ζεται δ κόσμος τοϋ αδριο, δέν μπορεί νά εΓναι κάτι τό διαφορετικό Απ’ αύτό πού ήδη ύπάρχει γύρω μας, δηλαδή τό νά ξεκαθαρίσουμε τΙς ιδέες μας, να κάνουμε νά ξεπηδήσουν Αξίες, νά διασώσουμε, πάνω Από τούς Αγώνες, 2να πατροπαράδοτο Ιδανικό, έπειδή μπορεί νά δώσει ξανά καρπούς στό μέλλον». ΕΓναι ύπερβολικός δ τρόπος πού βλέπει κανείς τήν κατ τάσταση. «Ή στιγμή πού διανύουμε εΓναι τόσο εύκολόπι-
στη ( ! ) , φανατική, μεροληπτική, 2τσι πού μια κριτική κίνηση, Ινα στοιχείο σκέψης ( ! ) , Ινας πυρήνας άνθρώπων πού βλέπουν πάνω άπό συμφέροντα δέν μπορεί παρά νά κάνει καλό. Δέν βλέπουμε πόσοι άπό τούς άριστους ίχουν τυφλωθεί; Σήμερα τά πάντα ίχουν γίνει άποδεκτά άπό τό πλήθος (!) [μήπως τό ίδιο δέ συνέβαινε καί τήν έποχή τού λιβυκοΰ πολέμου ; Καί τότε δμως δ Π ρετσολίνι δέν περιορίστηκε στό νά προτείνει μιά κοινωνία άπό Άπότι] : ή ψεύτικη άπόδειξη, 6 χονδροειδής μύθος, ή πρωτόγονη δεισιδαιμονία γίνονται ά- ποδεκτές χωρίς έξέταση, μέ κλειστά μάτια καί σάν προτάτ σεις ύλικής καί πνευματικής Γασης. Πόσοι καί πόσοι άπό τούς ήγέτες δέν Ιχουν σάν πασιφανές πρόγραμμα τήν πνευματική δουλεία σάν φάρμακο γιά τούς κουρασμένους, σάν καταφύγιο γιά τούς άπελπισμένους, σάν γιατριά γιά τούς πολιτικούς, σάν ήρεμιστικό γιά τούς έξαγριωμένους. ’Εμείς μπορούμε ν’ άποκληθοΰμε άδελφότητα τών ’Λπότι, αυτών «πού δέ τό χάφτουν», τόσο πολύ, δχι μόνο ή συνήθεια, μά καί ή γενική θέληση νά τό χάψουμε, είναι προτοφανής κ- ίκδηλη παντού».
Μιά διαπίστωση ένός μοναδικού δημαγωγικοΰ Ιησουιτισμού : «χρειάζεται μιά μειοψηφία, πού είναι σύμφωνη γ ι’ αύτό, νά θυσιαστεί άν είναι άναγκαίο καί νά παραιτηθεί άπό πολλές Ιπιφανειακές έπιτυχίες, νά θυσιάσει έπίσης τόν πόθο τής θυσίας τοΰ ήρωϊσμοΰ ( ! ) , δέ θά ’λεγα γιά νά πάει άκρι- βώς ένάντια στό ρεΰμα, άλλά, καθορίζοντας Iva Λταθερό σημείο γιά νά ξεκινήσει άπό ’κεί τό κίνημα πρός τά μπρός καί πάλι, κλπ.».
Τό άρθρο, δπου δ Π ρετσολίνι ύπερασπίζει τή «Voce» καί «διεκδικεί μέ πλήρες δικαίωμα μιά θέση γι’ αύτή στήν προετοιμασία τής σύγχρονης ’Ιταλίας», άναφέρεται στή «Fiera Letteraria» τής 24 Φλεβάρη 1928, καί θά πρέπει νά 5χε·. δημοσιευτεί στήν «Lavoro Fascista», κάποια προηγούμενη μέρα.
Τό άρθρο προβοκαρίστηκε άπό μιά σειρά άρθράκια τοΰ «Tribuna» ένάντια στόν Παπίνι πού, άπό τή μελέτη του «Γι’ αύτήν τήν λογοτεχνία» (δημοσιευμένη στό πρώτο τεΰ-
251
χος τοϋ «Pegaso») ξεσκεπάστηκαν σ’ αύτδν ίχνη τοϋ παλιοϋ «προτεσταντισμού» τής «Voce». Ό συγγραφέας τοϋ «Tribuna» τέως έθνικιστής τής πρώτης «Εθνικής ’Ιδέας», δέν κα- τάφερε άκόμα νά ξεχάσει τΙς παλιές μνησικακίες ένάντια στή «Voce», ένώ δ Πρετσολίνι δέ βρήκε τδ κουράγιο v i ύ- ποστηρίξει τήν τοτινή του θέση.
Γι’ αύτδ τδ ζήτημα δ Πρετσολίνι δημοσίευσε άλλο ένα γράμμα στό «Davide», πού κυκλοφορούσε σέ μή κανονικά χρονικά διαστήματα, στό Τορίνο τδ 1925-26 μέ διευθυντή τδν Τζωρτζερίνο. Είναι άνάγκη άλλωστε νά θυμηθούμε τδ βιβλίο του γιά τήν «’Ιταλική κουλτούρα» τδ 1923 καί τδ βιβλίο του γιά τδ «Φασισμό» (στά γαλλικά). "Αν δ Πρετσολίνι είχε πολιτικό θάρρος θά μπορούσε νά θυμηθεί δτι ή «Voce» του είχε έπιδράσει βέβαια σέ μερικούς σοσιαλιστές καί στάθηκε 2να στοιχείο ρεβιζιονισμοϋ. Ή δική του συνεργασία καί τοϋ Παπίνι, κι δχι πολλών άπδ τή «Voce», στδ πρώτο «Popolo d’ Italia».
νΑρθρο τού Πρετσολίνι: «Οί Μόντι, Πέλικο, Μαντζό- νι, Φόσκολο, πού ήρθαν σάν άμερικάνοι ταξιδιώτες», δημοσιευμένο στδν «Pegaso» (τού Όϊέτι) τδ Μάη 1932. Ό Πρετσολίνι άναφέρει Sva άπόσπασμα τού άμε ρι κάνου κριτικού τέχνης Χ .Γ. Τάκερμαν («The Italian sketch-book» 1848, σελ. 123) : «Μερικά άπδ τά νεαρά φιλελεύθερα στοιχεία ά- ποδεικνύονται στην ’Ιταλία άρκετά άπαλλαγμένα άπδ τήν πλάνη, γιατί Ινας, πού πήγαινε νά κάνει τδ μάρτυρα γιά τήν ύπόθεσή τους, κατέφυγε άντίθετα στδ νά γίνει θεοσεβής, καί φαίνονται δυσαρεστημένα πού χρησιμοποίησε τήν πέννα του γιά νά γράψει καθολικούς ΰμνους καί θρησκευτικές ώδές»' καί σχολιάζει: «Ή ά γ α ν ά κ τ η σ η πού ένιωθαν οί πιδ ένθερμοι, έπειδή δέ βρήκαν στδ πρόσωπο τοϋ Πέλικο I- να δργανο γιά μ ι κ ρ ή πολεμική πολιτική, είναι άποτυ- πωμένη σ’ αυτές τΙς «παρατηρήσεις». Τδ γιατί θά Ιπρεπε νά πρόκειται γιά εύτελή «άγανάκτηση» καί τδ γιατί, πρίν άπδ τδ ’48, ή πολεμική ένάντια στίς καταδιώξεις άπδ τούς αυστριακούς καί τούς κληρικούς θά ’πρεπε νά είναι «μικρή»
άποτελεί άκριβώς 2να «άνόσιο» μυστήριο τής μπρεσανικής νοοτροπίας.
Λ σύκα Μτιέλιραμι (Πολύφιλος).
Για ν’ άνιχνεύσουμε τά κείμενα τοϋ Μπέλτραμι, τά. γραμμένα μέ μπρεσανικό δφος («Ot ποπολάροι τοΟ Καζάτε - Όλόνα») πρέπει νά κοιτάξουμε τή «Βιβλιογραφία των ποιμένων τού Λούκα Μπέλτραμι», άπό τόν Μάρτη 1881 ώς τό- Μάρτη 1930, πού τήν έπιμελήθηκε ό Φορτουνάτο Πίντορ, έ- πίτιμος βιβλιοθηκάριος τής γερουσίας, μέ πρόλογο τοϋ Γκου- ίντο Μαντσόνι. Άπό μια σημείωση, δημοσιευμένη στό «Marzocco» στϊς 11 Μάη 1930, φαίνεται δτι τά κείμενα τοϋ· Μπέλτραμι για τήν ύποθετική «Καζάτε Όλόνα» ήταν άκριβώς τ ρ ι α ν τ α π έ ν τ ε . Ό Μπέλτραμι σχολίασε αύ- τήν τήν Βιβλιογραφία του. Σχετικά μέ τό «Καζάτε Όλόνα» τό «Marzocco» γράφει: « ...Ή βιβλιογραφία τών τριανταπέν- τε κειμένων γιά τήν ύποθετική «Καζάτε Όλόνα» τοϋ ύπαγο- ρεύει τήν ιδέα νά χωρίσει σέ ένότητες αύτές τΙς διακηρύξεις του, προτάσεις καί πολεμικές πολίτικο - κοινωνικού χαρακτήρα, πού συντονίζονται άσχημα μ’ Ινα κοινοβουλευτικό δημοκρατικό καθεστώς, κάτω άπό μιά όριαμένη άποψη πρέπει νά. θεωρηθοϋν σάν μ*ά πρόληψη μέσω τής δποίας άλλοι, 5χι ό Μπέλτραμι θά μποροϋσαν νά φέρουν δόξα προάγγελου προβλέψεων (!;)». Ό Μπέλτραμι ήταν £νας μετριοπαθής συντηρητικός καί φυσικά ή «προαγγελία» του δέν γίνεται άποδε- κτή μέ ένθουσιασμό. Τά κείμενά του έξάλλου είναι άποτέλε- σμα μιας έκπληκτικής διανοητικής χυδαιότητας.
Μπελόνιοι καί Κρεμώ.
«Ή Fiera letteraria» στϊς 15 Γενάρη 1928 παραθέτε? τήν περίληψη ένός άρθρου, άρκετά άνόητου καί άτοπου, δημοσιευμένου στό «Giornale d’ Italia».
Ό Κρεμιό στό « Π α ν ό ρ α μ ά » του γράφει 5«
253·
λείπει άπό τήν ’Ιταλία μια σύγχρονη γλώσσα, πράγμα σωστό μέ μιά πολύ συγκεκριμένη έννοια: 1) δτι δηλαδή δέν ΰ- πάρχει μιά ένιαία συγκέντρωση τής καλλιεργημένης τάξης, πού τά συστατικά της στοιχεία γράφουν καί μιλοϋν «πάντα» μιά ένιαία «ζωντανή» γλώσσα, διαδεδομένη δηλαδή ίμοιά- μορφα σέ δλα τά κοινωνικά στρώματα καί στίς κατά περιφέρεια όμάδες τής χώρας' 2) έπομένως, άνάμεσα στήν καλλιεργημένη τάξη καί στό λαό υπάρχει ενα σημαντικό χάσμα, ή γλώσσα τοϋ λαοϋ είναι άκάμα ή διάλεκτος, μέ τή βοήθεια μιας άργκό μέ ίταλικοΰρες, που είναι κύρια ή διάλεκτος, πού έχει μεταφερθεί μηχανικά. Υπάρχει έξάλλου μιά έντονη έ- πίδραση τών διαφόρων διαλέκτων στή γραφτή γλώσσα, μιά καί ή λεγόμενη καλλιεργημένη τάξη μιλάει τήν έθνική γλώα- σα κάποιες στιγμές καί τις διαλέκτους στίς καθημερινές συζητήσεις, δηλαδή έκείνη τή γλώσσα πού είναι πιό ζωντανή καί προσαρμοσμένη στήν άμεση πραγματικότητα" άπό τήν άλλη μεριά, ώστόσο, ή άντίδραση στίς διαλέκτους κάνει ώστε, ταυρ τόχρονα, νά παραμένει ή έθνική γλώσσα κάπως άπολιθωμένη καί τελματωμένη, κι δταν θέλει νά γίνει καθομιλούμενη, συν- θλίβεται σέ πολλές αντανακλάσεις τών διαλέκτων. Πέρα άπό τόν τόνο τής συζήτησης (τό c u r s u s καί τή μουσική τής περιόδου), πού χαρακτηρίζει τις έπαρχίες, έπηρεάζεται τό λεξικό, ή μορφολογία καί κύρια ή σύνταξη. Ό Μαντσόνι ξεκαθάριζε στόν Άρνο τό προσωπικό του λεξικό μέ λομβαρ- δικές λέξεις, λιγότερο τή μορφολογία καί σχεδόν καθόλου τή σύνταξη, πού είναι συμφυής μέ τό στύλ, μέ τήν προσωπική καλλιτεχνική μορφή καί μι τήν έθνική ούσία τής γλώσσας.
Καί στή Γαλλία έπίσης παρατηρεΐται κάτι παρόμοιο σάν άντίθεση άνάμεσα στό Παρίσι καί στήν Προβηγκία, άλ- λά σέ πολύ μικρότερο βαθμό, σχεδόν Αμελητέο' σέ σύγκριση άνάμεσα στόν Άλφόνς Ντοντέ καί στόν Ζολά διαπιστώθηκε δτι ό Ντοντέ δέν γνωρίζει σχεδόν πιά τό μακρινό παρελθόν έτυμολογικά, πού άντικαταστάθηκε άπό τόν παρατατικό, κάτι πού στόν Ζολά περιστασιακά μόνο έπαληθεύεται.
Ό Μπελόντσι γράφει ένάντια στή διαπίστωση τοΟ Κρε- -μιό: «Μέχρι τό 1500 οί γλωσσικές μορφές πέφτουν άπό τά ’πάνω- άπό τό 1600 καί μετά άνεβαίνουν άπό τά κάτω». Ter
254
ράστιο Αμάρτημα έξ αιτίας τοϋ έπιφανειακοϋ ocal τής άπου- σίας τής κριτικής καί τής ικανότητας νά ξεχωρίζουν. Επειδή άκριβώς μέχρι τό 1500 ή Φλωρεντία έξασκεϊ μιά ήγεμο- νία πολιτιστική, συνδεδεμένη μέ τήν έμπορική καί χρημα- τιστική της ήγεμονία (ό πάπας Μπονιφάτσιο 8ος έλεγε δτι οί Φλωρεντινοί ήταν τό πέμπτο στοιχείο τοΰ κόσμου) καί ύπάρχει μιά ένιαία γλωσσική άνάπτυξη άπό τά κάτω, άπό τό λαό πρός τούς καλλιεργημένους, άνάπτυξη που ένδυναμώ- θηκε άπό τούς μεγάλους φλωρεντινούς καί τοσκάνους συγγραφείς. Μετά τήν παρακμή τής Φλωρεντίας, ή ιταλική γλώσσα γίνεται δλο καί περισσότερο ή γλώσσα μιας κλειστής κάστας, χωρίς ζωντανή έπαφή μέ μιά ιστορική καθομιλουμένη. Μήπως αύτό τό ζήτημα δέν τέθηκε άπό τόν Μαντσόνι, νά έπι- στρέψουμε δηλαδή σέ μ'.ά φλωρεντίνικη ήγεμονία μέ κρατικά μέσα, πράγμα πού άποκρούστηκε από τόν "Ασκολι πού, πιό Ιστορικός καθώς είναι δέν πιστεύει στίς θεσμοποιημένες πολιτιστικές ήγεμονίες, πού δέν ύποστηρίζονται άπό μιά βαθύτερη καί πιό άναγκαία έθνική λειτουργία;
Έ έρώτηση τοΰ Μπελόντσι: «θ’ άρνιόταν ίσως δ Κρε- μιό δτι ύπάρχει [θά ήθελε να πεί, ύπήρξε] μιά Ιλληνική γλώσσα, έπειδή έχουμε δωρικές, ιωνικές καί αιολικές παραλλαγές της;», είναι άπλά κωμική καί δείχνει δτι δέν Ιχει κατανοήσει τόν Κρεμιό καί δέν καταλαβαίνει τίποτα άπ’ aòr τα τά ζητήματα, άλλα σκέφτεται άνάλογα μέ βιβλιακές κατηγορίες δπως γλώσσα, διάλεκτος, «παραλλαγή», κλπ.
Τό βιβλίο τοϋ Γκοφρέντο Μπελόντσι «Σελίδες καί ιδέες» (έκδ. Sapientia, Ρώμη) φαίνεται δτι είναι ένα είδος ιστο
ρίας τής ιταλικής λογοτεχνίας πού έχει πρωταρχικά άνα- στραφεϊ άπό κοινό τόπο. Ό ίδιος δ Μπελόντσι είναι άκριβώς ένα πρόπλασμα λογοτεχνικής δημοσιογραφίας' Ινας Μπουβάρ τών ιδεών καί τής πολιτικής, Ινα θύμα τοΰ Μάρισ Μισιρόλι, πού ήταν ήδη θύμα τοΰ Όριάνι καί τοΰ Σορέλ.
Τζιοβάνι Άνσάλνιο.
Σέ μιά έπΐ μέρους θεσούλα, στή ρουμπρίκα «Οί άπόγοι-
255
voi τοϋ πατέρα Μπρεσάνι» θά πρέπει νά παρεμβληθεί καί 6 Τζιοβάνι Άνσάλντο. Πρέπει νά θυμηθούμε τόν πολιτικο- λογοτεχνικό έρασιτεχνισμό του, πού τόν Εκανε νά ύποστηρί- ζει γιά μιά δρισμένη περίοδο τήν άναγκαιότητα «νά είμαστε λίγοι», τοϋ ν’ άποτελούμε μίαν «άριστοκρατία» : ή στάση του ήταν χυδαία ύπεροπτική, παρά έκφραση μιας ήθικοπλαστικής άκλόνητης πειθοϋς, ενας τρόπος να κάνει λογοτεχνία πού «νά ξεχωρίζει», |ΐέ χαρακτηριστικά ύποπτου μικρού σαλονιού. Έτσι δ Άνσάλντο έγινε τό «Μαύρο άστεράκι» τοϋ «Lavoro», άστεράκι μέ πέντε γωνίες, γιά v i μή γίνει σύγχυση μ” έκεϊ- νο τό έξάγωνο, πού χρησιμεύει για νά ύποδειχτεΐ στα «Προβλήματα τοϋ Lavoro» δ Φράντς Βάις (τό δτι δ Άνσάλντο έ- πιμένει στις πέντε του πλευρές φαίνεται άπό τό «Ημερολόγιο τών Μουσών» τοϋ 1931, ρουμπρίκα τής Γένοβας. Τό «Ημερολόγιο τών Μουσών» δημοσιεύτηκε άπό τήν «'Ενωση τοϋ Βιβλίου».
Γιά τόν Άνσάλντο δλα μετατρέπονται σέ πολιτιστική καί λογοτεχνική κομψότητα: ή πολυμάθεια, ή άκρίβεια, τό ρετσινόλαδο, τό μπαστούνι, τό μαχαίρι* ή ήθική δέν είναι ήθική σοβαρότητα, μά κομψότητα, ένα λουλούδι στό πέτο. Ακόμα κι αύτή ή στάση είναι Ιησουίτικη, είναι μιά μορφή λατρείας τής δικής μας «Ιδιαιτερότητας» δσον άφορα τήν διανόηση, μιά έπιφάνεια άσπρισμένου τάφου. Πώς νά ξεχάτ σουμε, άλλωστε, δτι οί Ιησουίτες ύπήρξαν πάντα δάσκαλοι τής «κομψότητας» (Ιησουίτικης), τοϋ ύφους καί τής γλώσσας;
Κσύρτοιο Μαλαπάρτε.
Τό πραγματικό του δνομα πού είναι Κούρτ Έ ρ ιχ Σού- κερτ, έξιταλίστηκε γύρω στά 1924 σέ Μαλαπάρτε, σάν ένα λογοπαίγνιο μέ τούς Μποναπάρτε *.
Κατά τή διάρκεια τής πρώτης μεταπολεμικής περιόδου φόρεσε τό ξένο δνομα. Πήρε μέρος στήν όργάνωση τοϋ Γκου-
* Ξύγκρινε: τή συλλογή τής έπι&εώρησης «La conquista dello Stato» (Ή χατΑκτηοη τοΟ κράτους).
256
λιέλμο Λούτσιντι, πού ήταν δμοια μέ τή γαλλική δμάδα Oarté τοϋ Άνρύ Μπαρμπύς καί με τήν άγγλική όμάδα «Δημοκρατικός έλεγχος» στή συλλογή τής έπιθεώρησης Λού- τσιντι πού είχε τόν τίτλο «Rassegna (ο Rivista) Intemaj- zionale» δημοσίευσε §να βιβλίο σχετικό μέ τόν πόλεμο, τό «Ή Εξέγερση τών καταραμένων άγιων», πού ήταν £νας δ- μνος τής άλαζονικής ήττοπαθοΰς στάσης τών Ιταλών στρατ τιωτών στό Καπορέτο, πού στήν έπόμενη έκδοση διορθώθηκε παίρνοντας άντίθετη έννοια, Μπρεσανική, όπότε καί ά- ποσύρηκε άτζό τήν άγορά.
Τό χαρακτηριστικό πού προέχει στον Σούκερτ είναι £- νας ξέφρενος άριβισμός, μιά ύπερμεγέθης κενοδοξία καί Ir νας χοομαιλεόντιος σνομπισμός: προκειμϊνου v i έπιτύχει 6 Σούκερτ ήταν Ικανός γιά κάθε εΓδους πανουργία. Δικά του είναι τά βιβλία για τή «Βάρβαρη ’Ιταλία», καί δικός του 6 έκθειασμός τής άντιμεταρρύθμισης: πράγμα, πού δέν έχει τίποτα τό σοβαρό καί δέν είναι παρά έπιφανειακό.
Όσον άφορά τήν οίκειοποίηση τού ξένου όνόματος (πού σέ ένα όρισμένο βαθμό συγκρούονταν μέ νύξεις ένός έπιχρυ- σο>μένου ρατσισμού καί λαϊκισμού καί γι’ αύτό άντικαταστά- θηκε μέ τό ψευδώνυμο, τό όποιο τό Κούρτ [Κορράντο] έκλα- τινίστηκε σέ Κούρτσιο) πρέπει v i σημειωθεί μιά τάση άρκε- τά διαδεδομένη σέ όρισμένους Ιταλούς διανοούμενους τού εΓδους τών «ήθικιστών» ή ήθικολόγων: αύτοί είχαν φτάσει στό σημείο v i θεωρούν βτι στό έξωτερικό ήσαν πιό τίμιοι, πιό Ικανοί, πιό νοήίμονες άπ’ δ,τι στήν ’Ιταλία. Αύτή ή «ξενομανία» Ιπαιρνε άνιαρή καί πολλές φορές άπεχθή μορφή σέ ά- σπόνδυλους τύπους σάν τόν Γκρατσιακτέι, άλλά ήταν πιό διαδεδομένη άπό δσο πιστεύεται καί έδινε τόπο σέ Ανατρεπτικές σνομπίστικες στάσεις’ άξίζει v i θυμηθούμε τή σύντομη συνομιλία μέ τόν Τζιουζέπε Πρετσολίνι στή Ριί̂ μη τό 1924 καί τήν άπελπισμένη του κραυγή: «θά ’πρεπε νά είχα δώσει στά παιδιά μου τήν άγγλική ύπηκοότητα δσο ήταν καιρός!* ή κάτι παρόμοιο. Μιά τέτοια ψυχική κατάσταση φαίνεται δ- τι δέν ήταν χαρακτηριστική μερικών μόνο όμάδων ’Ιταλών διανοουμένων, άλλά είχε διαπιστωθεί καί σέ άλλες χώρες σέ όρισμένες έποχές ήθικού έξευτελισμού. 'Οπωσδήποτε, έκτός
267,17
άπό ήλιθιότητα, είναι 2 να χαρακτηριστικό σημάδι Ιλλειψης έθνικολαϊκοΰ πνεύματος. Ταυτίζεται 2νας ολόκληρος λαός μέ μερικά διεφθαρμένα στρώματά του, Ιδιαίτερα τής μικροαστικής τάξης (στή πραγματικότητα δμως αύτοί οί κύριοι, αύτοί οί ίδιοι, άπαρτίζουν ούσιαστικά αύτά τά στρώματα) πού στίς άγροτικές βασικά χώρες, πού είναι πολιτιστικά καθυστερημένες καί φτωχές, είναι πολύ διαδεδομένη καί μπορεί νά συγκριθεΐ μέτδ Λ ο ΰ μ π ε ν - π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά - τ ο τών έκβιομηχανισμένων πόλεων' ή Καμάρα καί ή «μαφία» δέν είναι άλλο παρά μιά ίδια μορφή συμμβρίας, πού ζεϊ παρασιτικά άπδ τούς μεγαλο'ιδιοκτήτες καί άπδ τούς χωρικούς. Οί ήθικολόγοι πέφτουν στδν πιδ ήλίθιο πεσιμισμό, γιατί τά κηρΰγματά τους δέν πιάνουν τόπο" οί τύποι σάν τδν Πρετσολίνι, άντί νά παραδεχτούν τήν όργανική τους άδε- ξιότητα, βρίσκουν πιδ πρόσφορο νά καταλήγουν στό συμπέρασμα τής -κατωτερότητας ένδς όλόκληρου λαού, όπότε δέ μένει τίποτα άλλο άπδ τδ νά βολευτούμε: «Ζήτω ή Γαλλία, ζήτω ή ’Ισπανία, γιατί τρώμε!». Αύτοί οί άνθρωποι, άν καί κάθε φορά έπιδεικνύουν 2ναν έθνικισμό άπδ τούς πιδ παρθ|- τραβηγμένους θά Ιπρεπε νά είχαν συμπεριληφθεϊ άπδ τήν άστυνομία άνάμεσα στά στοιχεία έκείνα πού είναι Ικανά νά γίνουν κατάσκοποι ένάντια στήν ίδια τους τή χώρα.
Βλέπε στήν «Italia Letteraria» στις 3 Γενάρη 1932 τό άρθρο τοΰ Μαλαπάρτε: «Κυνική άνάλυση τής Εύρώπης». Τις τελευταίες μέρες τοΰ 1931, στούς χώρους τής Ecole de la Paix στδ Παρίσι, ό τέως πρόεδρος Herriot Ικανέ μιά 6- μιλία γιά τά καλύτερα μέσα για τήν όργάνωση τής Εύρω- παΐκής εΙρήνης. Μετά άπδ τδν Herriot μίλησε ό Μαλαπάρτε σ’ άντιπαράθεση : «Επειδή άκόμα καί σείς, σύμφωνα μέ 6- ρισμένες άπόψεις (sic) εϊσαστε 2νας έπαναστάτης — είπα άνάμεσα στ’ άλλα στδν Herriot — [γράφει ό Μαλαπάρτε στδ άρθρο του] νομίζω δτι εϊσαστε σέ θέση να καταλάβετε δτι τδ πρόβλημα τής εΙρήνης θά Ιπρεπε νά έξεταστεϊ δχι μόνον άπδ τήν άποψη τής άκαδημαϊκής είρηνοφιλίας άλλά άκόμα καί άπδ τήν έπαναστατική άποψη. Μόνο τδ πατριωτικό πνεύμα καί τδ έπαναστατικδ πνεύμα (έάν είναι άληθινά δπως είναι άληθινό, γιά παράδειγμα, στδ φασισμό, πού δ I-
258
νας δέν άποκλείει τόν άλλο) μποροΟν νά ύποδείξουν τά μέσα γιά τήν έξαφάνιση τής ευρωπαϊκής εΙρήνης». «Έγώ δέν είμαι έπαναστάτης — μου άπάντησε ό Herriot — είμαι ά- πλούστατα Iνας όπαδός τής θεωρίας τοΟ Καρτέσιου. Άλλα έσείς, άγαπητέ Μαλαπάρτε, δέν εΓσαστε άλλο παρά Ινας πατρ’.ώτης».
"Ετσι κατά τόν Μαλαπάρτε, άκόμα καί 6 Herriot είναι Ινας έπαναστάτης, τουλάχιστον άπό όρισμένες άπόψεις, καί Ιτσι γίνεται άκόμα πιό δύσκολο νά καταλάβουμε τί σημαίνει «έπαναστάτης» καί κατά τόν Μαλαπάρτε καί γενικά. Γιαυτό στήν κοινή γλώσσα όρισμένων πολιτικών όμάτ δων ό δρος «έπαναστάτης» άποκτοϋσε δλο καί περισσότερο τήν Ιννοια τοΟ «άκτιβιστή» τοΟ παρεμβατιστή, τοΟ έθελονι- τή τοΟ «δυναμικού», είναι δύσκολο vói ποϋμε μέ πιό τρόπο μπορεϊ νά χαρακτηριστεί σαν τέτοιος ό Herriot καί γ ι’ a i tò ό Herriot άπάντησε Ιξυπνα δτι είναι Ινας όπαδός τοΟ Καρτέσιου. Φαίνεται δτι κατά τόν Μαλαπάρτε τό «έπαναστάτης» μπορεϊ νά θεωρηθεί δτι Ιχει γίνει μια φιλοφρόνηση, δπως ήταν μιά φορά τό «εύγενής» ή τό «μεγάλος τίμιος άνδρας» ή τό «άληθινά τίμιος άνδρας», κλπ. Καί αυτό έπίαης είναι μπρεσανισμός: μετά τό ’48 οΕ Ιησουίτες άποκαλοΟσαν ό 2- νας τόν άλλον «άληθινό φιλελεύθερο» καί τούς φιλελεύθερους, φιλελευθερίζοντες καί δημαγωγούς.
Ή ’Ακαδημία ιών Δέκα.
Δές τό άρθρο τοΟ Κούρτσιο Μαλαπάρτε «Μιά μορφή άκαδημίας» στή «Fiera Letteraria» τήν 3η Ίούνη 1928: τό «lavoro d’ Italia» θά πλήρωνε 150.000 λίρες γιά τδ μυθιστόρημα «Ό τσάρος δέν πέθανε», πού γράφτηκε οέ συνεργασία άπό τούς Δέκα. «Γιά τό "μυθιστόρημα τών Δέκα” οί έγ- γεγραμμένοι στήν 'Ομοσπονδία, πού είναι στή συντριπτική τους πλειοψηφία έργάτες ύποχρεώθηκαν νά πληρώσουν 150.000 λίρες. Γιατί; Γιά τόν έκπληκτικό λόγο δτι οί συγΓ γραφείς είναι δέκα κι έπειδή άνάμεσα στούς Δέκα φιγουρά- ρουν, έκτός άπό τά όνόματα τού προέδρου καί τοδ γενικού
γραμματέα τού «Raduno» Ικεΐνα τοϋ γραμματέα καί δύο μελών τοϋ διευθυντηρίου τοΰ συνδικάτου δημιουργοί καί συγγραφείς!... Τί αφθονία 6 διανοητικός σϋνδικαλισμός τοΰ Τζιάκομο ντί Τζιάκομο». Ό Μαλαπάρτε γράφει άκόμα: «Ά ν α ύ τ ο i ο I δ ι ε υ θ υ ν τ ά δ ε ς στους όποιους άναφέ- ρεται ή συζήτησή μας, ή τ α ν φ α σ ί σ τ ε ς , δέν έχει σημασία άν είναι καινούριοι ή παλιοί, θα Ακολουθούσαμε ά λ λ η 6 δ 6 γιά να καταγγείλουν τΙς σπατάλες καί τΙς συμμορίες: θά είχαμε Απευθυνθεί, δηλαδή, στό γραμματέα τοΰ P.N.F. Άλλα έπειδή πρόκειται γιά άτομα χωρίς κομματική ταυτότητα πού μερικοί είναι έλάχιστα καθαροί πολιτικά καί άσχημα συμβιβασμένοι, ένώ άλλοι μπλεχτήκανε στά συνδικάτα τήν ώρα τοΰ ψητοΰ, προτιμήσαμε νά προωθήσουμε τά πράγματα χ ω ρ ί ς σ κ ά ν δ α λ ο (! ), μέ αύ- τές τΙς τέσσερεις λέξεις πού είπαμε πρδς τό κοινό». Αύτδ τό· κομμάτι είναι άνεκτίμητο.
Στό άρθρο ύπάρχει κατόπιν μιά δυναμική έπίθεση κατά τοΰ Μποντρέρο, πού ήταν τότε δεύτερος γραμματέας στή Δημόσια Εκπαίδευση καί κατά τοΰ ύπουργοΰ Φεντέλε. Στή «Fiera Letteraria» τήν 17η Ίούνη, ό Μαλαπάρτε δημοσιεύει ένα δεύτερο άρθρο, «Ούρά μιας Ακαδημίίας», στό όποιο αύ- ξάνει δπουλα τή δόση κατά τοϋ Μπορντέρο καί τοΰ Φεντέλε. (Ό Φεντέλε είχε στείλει ένα γράμμα σχετικά μέ τήν ύπόθεση Σαλγκάρι, πού ήταν δ «ισχυρός άνδρας» τοΰ συνδικάτου συγγραφέων καί που ίκαναν νά γελάσει δλος δ κόσμος) .
Ή uFierra Letteraria», που μετονομάστηκε άργότερα aè «Italia Letteraria».
Ή ταν πάντοτε, άλλά γίνεται δλο καί περισσότερο, 6να σακί μέ πατάτες. Έ χ ε ι δύο διευθυντές, άλλά είναι σάν νά μήν είχε κανένα, καί ένα γραμματέα γιά νά Ιξετάζει τήν Αλληλογραφία που ίφτανε, διαλέγοντας στήν τύχη τά άρθρα γιά ίκδοση. Τδ περίεργο είναι δτι οί δύο διευθυντές, Μαλαπάρτε καί Άντζιολέτι, δέν γράφουν στήν
Ιφημερίδα τους, άλλά προτιμοΰν άλλες βιτρίνες. ΟΕ κολόνες τής σύνταξης πρέπει νά είναι οΕ Τίτα Ρόζα καί Ένρίκο Φαλ- κουί, καί άπό τούς δυό δ πιό κωμικός είναι ό Φαλκουΐ, ό όποιος γράφει τήν «’Επιθεώρηση τοΰ Τύπου», παραδέρνοντας δεξιά κι άριστερά, χωρίς πυξίδα καί χωρίς Ιδέες. Ό Άντζιο- λέτι φαίνεται άρκετα άντίθετος ώστε νά κολυμπήσει στ’ ά- νοιχτά: δέν τόν χαρακτηρίζει ό αύτοσχεδιασμός τοϋ Μα- λαπάρτε. Είναι ένδιαφέρον νά σημειώσουμε πώς ή «Italia Letteraria» δέν έκτίθενται στόν κίνδυνο τοϋ νά έκθέσει δικές της κριτικές καί άπόψεις γιά τις όποιες είχαν προηγούμενα μιλήσει τα πελώρια σκυλιά. "Ετσι Ιγινε καί μέ τούς «’Αδιάφορους» τοϋ Μοράβια, άλλά άκόμα χειρότερα, μέ τό «Μαλατ τζίτζι» τοϋ Νίνο Σαβαρέζε, βιβλίο πραγματικά νόστιμο, πού τοΰ Ιγινε κριτική μονάχα δταν μπήκε στήν τριάδα γιά τήν κατάκτηση τοΰ βραβείου τών τριάντα, ένώ δέν είχε οδτε κάν σημειωθεί στίς σελίδες τής «Nuova Antologia». Ot τσακωμοί αυτής τής όμάδας τών μουτζουροχάρτιδων είναι πραγματικά διασκεδαστικές, άλλά δέν άξίζει τόν κόπο νά τΙς σημειώσουμε. θυμίζουν τούς Μπαντάρ Λόγκ τοΰ «Βιβλίο» τής Ζούγκλας»: «Εμείς θά κάνουμε, έμεϊς θά δημιουργήσουμε», κλπ., κλπ.
Ή «Fiera Letteraria» στό τεΰχος τής 9ης Σεπτέμβρη1928, δτϊμοσίευσε μιά διακήρυξη, «Γιά μιά ευρωπαϊκή λογοτεχνική Ινωση», ύπογραμμένη άπό τέσσερεις έβδομαδιαΐες λογοτεχνικές έφημερίδες: «Les Nouvelles Littéraires» τοΰ Παρισιοΰ, «La Fiera Letteraria» τοΰ Μιλάνου, «Die Literarische Welt» τοΰ Βερολίνου καί «La Gaceta Literaria» τής Μαδρίτης, δπου έξαγγέλλονταν μια δρισμένη εύρωπαϊκή συνεργασία άνάμεσα στούς λόγιους πού είναι συνδεδεμένοι μέ αυτές τΙς τέσσερεις έφημερίδες καί μ’ έκεϊνες άπό τίς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μέ έτήσια συνέδρια, κλπ. Στή συνέχεια δέν ξανάγινε λόγος γ ι’ αύτό.
Άντέλχι Μτιαράτονο.
’Εγραψε στό δεύτερο τεΰχος τής έπιθεώρησης «Glossa
261
Perenne» (πού τή διηύθυνε 6 Ραφαέλε Γκαρεζία καί άρχισε νά έκδίδεται στα 1828 - 2 9 ), εν* άρθρο γιά τόν Νοβε- τσεντισμό 45, πού θά πρέπει νά είναι πάρα πολύ πλούσιο σέ κοροϊδευτικές αιχμές. Άνάμεσά, τους διαβάζουμε: «Ή τέ|- χνη καί ή λογοτεχνία μιας έποχής δέν μπορεί καί δέν πρέπει νά είναι (!) άλλη άπό αυτή πού Ανταποκρίνεται στή ζωή (!) καί στα γούστα τής έποχής, καί δλες οί αισχρολογίες, δπως δέν θά χρησίμευαν γιά νά μεταβάλουν τΙς έμπνεύ- σεις καί τή μορφή τους, θά ήταν καί άντίθετες σέ κάθε Ιστορικό (!) κριτήριο (!) καί γ ι’ αύτό θά ήταν σωστό (;) νά τά κρίνουμε».
Είναι δμως ή ζωή καί τά γούστα μιας έποχής -κάτι τό μονολιθικό ή μήπως άντίθετα δέν είναι γεμάτα άπό Αντιθέ- σεις; Έ , λοιπόν, πώς διαπιστώνεται ή «Αναλογία»; Μήπως στήν περίοδο τής Παλιγγενεσίας «Αντιστοιχούσαν» δ Μπέρ- κετ ή δ πατέρας Μπρεσάνι ; Ή κλαψιάρα καί ήθικοπλαστική αίσχρολογία θά ήταν βέβαια Ενα σχήμα λόγου, άλλά δμως μπορεί νά κάνουμε τήν κριτική καί νά κρίνουμε χωρίς νά κλαΐμε. Ό Ντέ Σάνκτις ήταν Ενας Αποφασισμένος συνεργός τής έθνικής έπανάστασης, παρ’ δλα αύτά δμως ήξερε νά κρίνει πεντακάθαρα τόν Γκουεράτσι καί δχι μονάχα τόν Μπρεσάνι. Ό Αγνωστικισμός τού Μπαράτονο δέν είναι άλλο τίποτα άπό ήθική καί πολιτική δειλία. Ά ν ήταν Αλήθεια δτι μιά κριτική άξια τών συγχρόνων είναι Αδύνατη λόγω Ελλειψης Αντικειμενικότητας καί σφαιρικής άποψης τών πραγμάτων, ή κριτική θά Επρεπε νά σταματήσει νά ύπάρχει Αλλά δ Μπαράτονο κοιτάζει μόνο τή δίκιά του αισθητική καί φιλοσοφική Ανικανότητα καί τή δίκιά του κουνελίσια συμπεριφορά.
01 φοντουριστές.
Είναι μιά δμάδα σχολιαρόπαιδα, πού τόσκασαν άπό Ενα Ιησουίτικο κολέγιο καί Αφού Εκαναν λίγο θόρυβο στό κοντινό δάσος έπαναφέρθηκαν κάτω Από τό μαστίγιο τού Αγροφύλακα.
262
Τό Μπαρόκ (46) καί ή ’Αρκαδία, προσαρμοσμένα στή σύγχρονη έποχή. Ό γνωστός Μαλχπάρτε, πού ήταν διευθυντής σύνταξης του «900» τοϋ Μποντεμπέλι, Εγινε μετά άπό λίγο καιρό «άρχηγός τής σχολής» τών όπαδών του Στρα- παέζε καί 6 κηφήνας πού κεντρίζει τόν Μποντεμπέλι.
Σιρατοιττά καί Στραπαέζε.
’Ας δούμε στήν «Italia Letteraria» τής 16ης Νοέμβρη 1930 τό άνοιχτό γράμμα τού Μάσιμο Μποντεμπέλι πρός τόν Τζ. Μπ. Άνζιολέτι προσθέτοντας αύτό τό τελευταίο («Ό Νοβετσεντισμός ζεϊ ή πέθανε ;»). Tè γράμμα γράφτηκε άπό τόν Μποντεμπέλι άμέσως μετά τήν άνακήρυξή του σέ ’Ακαδημαϊκό καί μέσα άπό κάθε λέξη ξεπηδάει ή ικανοποίηση τού συγγραφέα ίπειδή μπορεί νά πει δτι Ικανέ τούς έχθρούς του «νά φάνε τα νύχια τους»: δηλαδή στόν Μαλαπάρτε καί στή συμμορία τού «Italiano». Αύτή ή πολεμική τοϋ Στραπα- έζε ένάντια στή Στρατσιττά, σύμφωνα μέ τή γνώμη τοϋ Μο^ τεμπέλι, ύποκινήθηκε άπό σκοτεινά χυδαία συναισθήματα, πράγμα πού μπορεϊ νά γίνει άποδεχτό άπό δποιον Εχει ύπ’ δψη του τόν άριβιαμό πού Εχει έκδηλώσει 6 Μαλαπάρτε σ’ δλη τή μεταπολεμική περίοδο" ήταν δηλαδή Ενας άγώνας μιας ¿^αδούλας «όρθοδόξων» λογίων πού θεωρούσαν δτι πλήττονται άπό τό «δόλιο συναγωνισμό» τών λογίων πού ήΓ ταν ήδη συγγραφείς τοϋ «Mondo» δπως 6 Μποντεμπέλι, 6 Άλβάρο, κλπ. καί πού ήθελαν να δώσουν Ενα περιεχόμενο Ιδεολογικό — καλλιτεχνικής πολιτιστικής τάσης στήν άντί- στασή τους κλπ.
Ρικάρνιο Μπακιέλι. «'Ο διάβολος στό Ποντελοννγκο».
Αύτό τό μυθιστόρημα τοϋ Μπακιέλι μεταφράστηκε στά ’Αγγλικά άπό τόν ’Ορλο Γουίλιαμς καί ή «Fiera Letteraria»
Ν οβετσεντιο ιές καί Στραπαεζάνοι.
τής 27 Γενάρη 1929 άναδημσσιεύει τήν εισαγωγή πού I- γράφε ό Γουίλιαμς γιά τή μετάφρασή του. 'Ο Γουίλιαμς σημειώνει δτι τό Ιργο «Ό Διάβολος στό Ποντελοϋνγκο» είναι «Iva άπό τά λίγα άληθινά μυθιστορήματα, μέ τήν Ιννοια που έμεϊ; δίνουμε στό μυθιστόρημα στήν Αγγλία» άλλά δέν άπο- καλύπτει (παρά τό γεγονός δτι μιλάει γιά τό άλλο βιβλίο τοϋ Μπακιέλι «Lo sa il tonno») δτι ό Μπακιέλι είναι Ινας άπό τούς λίγους ’Ιταλούς συγγραφείς πού μπορούν νά άποτ καλεστούν «μοραλιστές» μέ τήν ’Αγγλική ή Γαλλική σημασία (άς θυμηθούμε δτι ό Μπακιέλι ύπήρξε συνεργάτης τής «Voce» καί μάλιστα γιά όρισμένο χρόνο είχε άναλάβει τή διεύθυνσή της έπειδή άπουσίαζε δ Π ρετσολίνι) ’ άντίθετα τόν άποκαλεί r a i s o n n e u r , «έπιστήμονα ποιητή»: δηλαδή r a i s o n n e u r μέ τήν Ιννοια δτι πολύ συχνά διακόπτει τή δράση τοΰ Ιργου, μέ σχόλια γύρω άπό τά αίτια τών άνθρωπίνων γενικά πράξεων. («Tò «Lo sa il tonno» είναι τό χαρακτηριστικό βιβλίο τοΰ Μπακιέλι σάν «μοραλι- στή» καί δέ φαίνεται δτι είναι πολύ πετυχημένο).
Σέ Ινα γράμμα του πρός τον Γουίλιαμς, πού άναφέρεται στήν εισαγωγή, ό Μπακιέλι δίνει τΙς παρακάτω πληροφορίες γιά τό Διάβολο: «Σέ γ ε ν ι κ έ ς γραμμές (!) τό ύλικό είναι α υ σ τ η ρ ά ί σ τ ο ρ ι κ ό ( ! ) τόσο στό πρώτο δσο καί στό δεύτερο μέρος. Είναι Ιστορικό! (!) οί πρω|- ταγωνιστές, σαν τόν Μπακούνιν, τόν Καφιέρο, τόν Κόστα. Γιά νά γίνουν κατανοητά ή έποχή, οί ιδέες καί τά γεγονότα, προσπάθησα νά εΤμαι Ιστορικός μέ στενή Ιννοια: σύμφωνα μέ τόν κοσμοπολίτικο έπαναστατισμό, μέ τΙς πρώτες άρχές τής πολιτικής ζωής τοΰ ίταλικοΰ βασιλείου, μέ τήν ποιότητα τοϋ ίταλικοΰ σοσιαλισμού στίς άρχές του, μέ τήν πολιτική ψυχολογία καί τήν ειρωνική εύθυκρισία τού ίταλικοΰ λαοΰ, μέ τόν αυθόρμητο καί ρεαλιστικό μακιαβελισμό του [θά I- πρεπε καλύτερα νά ποΰμε γκουϊτσιαρντινισμό μέ τόν τρόπο πού 6 Γκαυϊτσιάρντινι έννοοΰσε τόν άνθρωπο καί γιά τόν όποιο μιλάει δ Ντέ Σάνκτις] κλπ. Οί πηγές ]ΐου είναι ή έμπειρία τής πολιτικής ζωής τής Μπολόνια, πού είναι άπό πολιτική άποψη ή πιό εύδιέγερτη καί εύαίσθητη πόλη τής Ιταλίας (ό πατέρας μου ήταν πολιτικός, φιλελεύθερος συν-
264
τηρητικδς βουλευτής) [ή γνώμη που è Μπακιέλι Ιχει γιά τήν πολιτική ζωή τής Μπολόνια είναι ουσιαστικά σωστή μά δχι γιά τό λαό, άλλα για τΙς τάξεις τών πλουσίων καί τών διανοουμένων που είναι συνδεδεμένες στοιχειωδώς ένάντια στήν άκατάπαυστη καί σφοδρή έκστρατεία. Στήν Μπολόνια ζοϋν σέ μια διαρκή κατάσταση κοινωνικού πανικοϋ, μέ τό φόβο μιας j a c q u e r i e (έξέγερσης) καί ό φόβος διεγείρει τ’ Ακουστικά τύμπανα που Ιχουν συνηθίσει στήν πολιτική], οί Αναμνήσεις μερικών Από τους τελευταίους έπι- ζώντες Από τά χρόνια τής Αναρχικής ΔιεθνοΟς (Ιχω γνωρίσει Ιναν πού ήταν σύντροφος καί συνένοχος τοΰ Μπακού- νιν στα γεγονότα τής Μπολόνιας τοΰ 1874) καί, τα βιβλία, καί πάνω Απ’ δλα τό κεφάλαιο τοΰ Έτόρε Τζόκολι στό βιβλίο του για τήν Αναρχία καί τα τετράδια τοΰ Μπακούνιν πού δ αύστριακδς Ιστοριογράφος τής Αναρχίας, Νετλάου, Α- νατύπωσε μαζί μέ τήν δυσεύρετη βιογραφία του τυπωμένη σέ λίγα Αντίτυπα. Ό Γάλλος [πού δμως ήταν Ελβετός] Τζέιμς Γκιγιόμ στό Ιργο του για τή Διεθνή γράφει κι αύτός γιά τόν Μπακούνιν καί τόν Καφιέρο, έργο πού δέν γνωρίζω, Αλλά Από τό όποιο πιστεύω νά διαχωρίσω τή θέση μου σέ διάφορα ένδιαφέροντα σημεία. Αυτό τό έργο Αποτέλεσε μέρος (!) μιας κατοπινής πολεμικής γιά τήν Πανουργία στό Λοκάρνο, τήν όποια δέν Ιχω προμηθευτεί [παρ’ δλα αύτά ή -πολεμική αυτή έριξε φώς στό χαρακτήρα τοΰ Μπακούνιν καί στίς σχίσεις μέ τόν Καφιέρο]. Πραγματεύεται Ασήμαντα πράγματα καί χρηματικά ζητήματα [οϋφ!]. Πιστεύω δτι δ Χέρτσεν στά Απομνημονεύματά του, έγραψε τις πιδ σωστές καί πιδ Ανθρώπινε; λέξεις γύρω Απδ τήν εύμετάβλητη, Ανήσυχη καί συγκεχυμένη προσωπικότητα τοΰ Μπακούνιν. Ό Μάρξ, ήταν συχνά μονάχα καυστικός καί ύβριστικός. Συμπερασματικά, πιστεύω δτι μπορώ νά σάς πώ δτι τδ βιβλίο θεμελιώνεται πάνω σέ μιά βάση ουσιαστικά πολιτικής σκέψης. Μέ ποιο τρόπο καί μι ποιδ καλλιτεχνικό συναίσθημα κατάφερχ νά Αναπτύξω αύτδ τδ Ευρωπαϊκό ύλικό ( ! ) είναι Αντιπροσωπευτικό, Αλλά αύτδ είναι θέμα ή κριτική τοΰ όποιου δέν Ανήκει σέ μένα».
Τδ «Ό Διάβολος στδ Ποντελοΰνγκο» πρέπει νά τοπο-
θετηθεΐ μαζί μέ τόν «Πέτρο καί Παϋλο» τοϋ Σομπρέρο έξ" αιτίας τών έναλλαγών που Ιχει στό δοκίμιο γιά τους «Απογόνους τού πατέρα Μπρεσάνι»: κατά τ’ άλλα, στά έργα τοϋ Μπακιέλι βρίσκουμε σέ μεγάλο βαθμό τις θεωρίες τοϋ ΜπρεΓ σάνι, δχι μονάχα σέ πολίτικα-κοινωνικό, άλλά καί σέ φιλολογικό έπίπεδο: ή «Ronda» ήταν μια έκδήλωση καλλιτεχνικού ίησουιτισμοϋ.
Ζαιέρ, Ραϊμόντι και Προνντόν.
Τό άρθρο τοδ Τζιουζέπε Ραϊμόντι «Ή συνοικία τής Μπολόνια» πού δημοσιεύτηκε στή «Fiera Letteraria» τής 17ης Ίούνη 1928, έχει γιά προμετωπίδα αυτό τό άπόφθεγμα. τοϋ Προυντόν: La pauvreté est bonne, et nous devons la considérer comme le principe de notre allégresse» 47.
Τό άρθρο είναι ?να είδος «Ιδεολογικοϋ - αύτοβιογραφι- κοϋ» μανιφέστου πού κορυφώνεται σ’ αύτές τις φράσεις: «"Οπως κάθε έργάτης καί κάθε γιος έργάτη, έγώ είχα πάντοτε ξεκάθαρη τήν αίσθηση τής διαίρεσης τών κοινωνικών τάξεων. ’Εγώ θά μείνω, παρ’ δλ’ αύτά ( s i c ) μ’ έκείνους πού έργάζονται. Άπό τήν άλλη πλευρά, ύπάρχουν έκείνοι πού έγώ μπορώ νά σέβομαι γιά τούς όποίους μπορώ καί νά αισθανθώ άληθινή ευγνωμοσύνη (!) άλλά κάτι δέν μοϋ έ- πιτρέπει νά κλάψω (!) μαζί τους, καί δέν καταφέρνω νά τούς άγκαλιάσω αύθόρμητα (!). Μοϋ προκαλοϋν άλλοτε κατάθλιψη (!), άλλοτε διάθεση νά τούς περιφρονώ». Ένας ώ- ραϊος τρόπος νά παρουσιάσουμε μιά άνώτερη μορφή έργατίΓ κής άξιοπρέπειας!
«Στά προάστια έγιναν πάντοτε οί έπαναστάσεις, καί δ λαός δέν είναι πουθενά τόσο νιόβγαλτος, ξεριζωμένος άπό κάθε παράδοση, διατεθειμένος ν’ άκολουθήσει μιά άπρόβλετ φτη κίνηση συλλογικοϋ πάθους, δπως στά προάστια, πού δέν είναι βέβαια πόλεις, άλλά δέν είναι οδτε καί άγροτική περιοχή... Άπό δώ θά καταλήξει νά γεννηθεί Ινας νέος πολιτισμός, καί μιά ιστορία πού θά ’χει τήν αίσθηση τής έπανάστα- σης καί τής αιώνιας άποκατάστασης έκείνων άκριβώς τών
266
λαών πού μονάχα ή ήθική τής σύγχρονης έποχής Ικανέ v i Αναγνωριστούν άξιοι, θά συζητιέται δπως Ακριβώς σήμερα μιλάμε για τό Ριζορτζιμέντο τής ’Ιταλίας καί γιά τήν Ανεξαρτησία τής ’Αμερικής. Ό έργάτης ϊχει Απλές Απαιτήσεις: ή έκπαίδευσή του γίνεται μέσα Από τά έβδομαδιαϊα φυλλάδια για τις ’Ανακαλύψεις τής Επιστήμης καί γιά τήν 'Ιστορία τών Σταυροφοριών: Ή νοοτροπία του θά μείνει πάντοτε έκείνη πού διαμορφώνεται στούς συλλόγους τών προαστίων καί στά λαϊκά Πανεπιστήμια, λίγο άθεη καί γκαριμπαλντί- νικη. ’Αφήστε του τά έλαττώματά του, κάντε οίκονομία στίς ειρωνείες σας. 'Ο λαός δέν ξέρει νά Αστειεύεται. Έ Απλότητά του, δπως καί ή πίστη του στό μέλλον είναι άληθινά». (Πολύ παραστατικό, Αλλά Αρκετά σύμφωνο μέ τή μόδα Αλά Προυντόν στή χειρότερή της μορφή, στόν Αξιωματικό καί Ανατρεπτικό της τόνο.)..
Στήν «Italia Letteraria» τής 21ης ’Ιούλη 1929, 6 Γδιος 6 Ραϊμόντι μιλάει γιά τή συγκαταβατική φιλία του πρός τόν Πιέρ Ζαϊέρ καί γιά τΙς συνομιλίες τους: «... ΜοΟ μιλάει γιά τόν Προυντόν, γιά τό μεγαλείο καί τήν Απλότητά του, γιά τήν έπίδραση πού ϊχουν έξασκήσει οί ιδέες του στόν σύγχρονο κόσμο, γιά τή σημασία πού άπόχτησαν αυτές οί ιδέες σ’ Ιναν κόσμο πού συντηρείται Από τήν κοινωνικά δργανωμένη έργασία, σ’ Ιναν κόσμο δπου ή συνείδηση τών Ανθρώπων έ- ξελίσσεται καί τελειοποιείται συνέχεια στό δνομα τής έργα- σίας καί τών συμφερόντων της. Ό Προυντόν Ιφτιαξε Ιναν μύθο, Ανθρώπινο καί ζωντανό, γ ι’ αύτά τά φτωχά (!) συμφέροντα. Σ’ έμένα 6 θαυμασμός γιά τόν Προυντόν είναι περισσότερο συναισθηματικός, ένστικτώδης, σάν μιά Αγάπη καί Ιναν σεβασμό, πού Ιχω κληρονομήσει, πού μοϋ τά μετάδωσαν Από τότε πού γεννήθηκα. Ό θαυμασμός τοϋ Ζαϊέρ είναι έξ δλοκλήρου διανοητικός, πού προέρχεται Από τήν μελέτη, όπότε (!) καί πάρα πολύ βαθύς».
Αύτός 6 κύριος Τζιουζέπε Ραϊμόντι μέτριος p o s e u r μέ τόν «κληρονομικό του θαυμασμό»- βρήκε Ιναν άπό τούς πολυάριθμους τρόπους γιά νά ξεχωρίσει Ανάμεσα στή σημερινή φιλολογική νεότητα" Αλλά έδώ καί μερικά χρόνια δέν άκοϋμε νά γίνεται λόγος γ ι’ αύτόν. (’Από τή Μπολόνια:
267
συνεργάζεται μέ τόν Λέο Λονγκανέζι στόν «Italiano», κατόπιν πέφτει στήν Ιντονη καί περιφρονητική δυσπιστία τοϋ «ροντίστα» Λονγκανέζι).
Ένρίκο Κοραντίνι.
Άνατυπώθηκε στα 1928 στή θεατρική συλλογή Μπαρ- μπέρα ή «Καρλότα Κορντέ» τοϋ Ε. Κοραντίνι, πού στα 1907 ή 1908, δταν γράφτηκε, είχε άπελπιστική ύποδοχή καί ά- ποσύρθηκε άπό τή σκηνή. Ό Κοραντίνι τύπωσε τό θεατρικό Ιργο μέ Ιναν πρόλογο (πού καί αύτός άνατυπώθηκε στήν Ικδοση Μπαρμπέρα) δπου κατηγορούσε γιά τήν καταστροφή Ινα &ρθρο τοΰ «Avanti!», στό ¿ποιο είχε ύποστηριχτει δτι 6 Κοραντίνι θέλησε νά δυσφημίσει τή γαλλική έπανάσταση. 'Ο πρόλογος τοΰ Κοραντίνι θά πρέπει νά είναι ένδιαφέρων καί άπό θεωρητική έποψη, γιά τή συμπλήρωση τής άρθρο- γραφίας τοΰ μπρεσανισμοΰ, έπειδή δ Κοραντίνι φαίνεται νά κάνει διάκριση άνάμεσα σέ «μικροπολιτική» καί «μεγαλοπο- λιτική» στίς «θέσεις» πού περιέχονται στά Ιργα τέχνης. Φυσικά γιά τόν Κοραντίνι, άν καί ή δική του είναι «μεγάλη ■πολιτική», ή κατηγορία γιά καλλιτεχνικό «πολιτικαντισμό» δέν μπορεϊ να άρθεί έναντίον του. ’Αλλά τό ζήτημα είναι άλλο: δηλαδή πρόκειται να δοΰμε έάν στά Ιργα τέχνης πα- ρεισφρύρουν έξωκαλλιτεχν:κά στοιχεία, έστω καί άν αυτά είναι ύψηλοΰ ή χαμηλοΰ χαραχτήρα, δηλαδή έάν πρόκειται για «τέχνη» ή γιά ρητορισμό για πραχτικούς σκοπούς. Καί δλόκληρο τό Ιργο τοΰ Κοραντίνι είναι αύτοΰ τοΰ είδους: έντεχνο κι άκόμα πολιτικό μέ τήν κακή Ιννοια, δηλαδή άπλή ιδεολογική ρητορική.
θ ά πρέπει να κοιταχτούν οί έφημερίδες πού περιέχουν τόν έπικήδειο λόγο (δ Κοραντίνι πέθανε στίς 10 Δεκέμβρη 1931). Άπό τα Ιργα τοΰ Κοραντίνι άξίζει νά δοΰμε τή θεωρία τοΰ «προλεταριακού Ιθνους» πού βρίσκεται σέ άγώνα ένάντια στά πλουτοκρατικά καί κεφαλαιοκρατικά Ιθνη, θεωρία πού χρησίμεψε σάν γέφυρα στούς συνδικαλιστές γιά νά περάσουν στίς γραμμές τοΰ έθνικισμοΰ πριν καί μετά άπό
τόν πόλεμο στή Λιβύη. Ή θεωρία συνδέεται μέ τό γεγονός τής μετανάστευσης ιιεγάλων Αγροτικών μαζών στήν ’Αμερική 6πότε καί μέ τδ πρόβλημα τοϋ Νότου.
Άντόνιο Φραντελέτο.
Ριζοσπάστης μασόνος, πού Αργότερα Εγινε καθολικός. Ή ταν Ινας δημαγωγός δημοσιογράφος, συναισθηματικός, ρήτορας πού έκ^ιεταλλεύονταν τΙς εύκαιρίες, Αντιπροσώπευε I- να είδος τής παλιάς ’Ιταλικής κουλτούρας, πού φαίνεται δ- τι τείνει να Εξαφανιστεί σ’ έκείνη τήν πρωτόγονη μορφή, Ε- πειδή τδ είδος ίχει γενικευτεί καί Ιχει ξεφτίσει. Συγγραφέας καλλιτεχνικών, λογοτεχνικών καί «πατριωτικών» θεμάτων. Σ’ αύτδ Ακριβώς συνίστατο τδ είδος: δτι δηλαδή 6 πατριωτισμός δέν ήταν Ινα συναίσθημα διαδεδομένο καί ριζωμένο, ή ψυχική κατάσταση ένδς στρώματος τοϋ Ιθνους, Ινα γεγονός, Αλλά μιά «ρητορική έξειδίκευση» μι&ς σειρ&ς «προσώπων» (βλέπε Τσιάν, γιά παράδειγμα), δηλαδή μιά έπαγγελ- ματική είδικότητα, Ας τδ ποϋμε Ετσι.
Μήν τδν συγκρίνετε μέ τούς Εθνικιστές, Αν καί 6 Κο- ραντίνι Ανήκε σ’ αύτδ τδ είδος ·καΙ σ’ αύτδ διαφοροποιόταν Απδ τδν Κόπολα καί άπδ τδν Φεντερτσόνι. Οδτε καί 6 ντ* ’Ανούντσιο κατάφερε νά είσχωρήσει Εντελώς σ’ αύτήν τήν κατηγορία.
’Αξίζει νά σημειωθεί δτι θά ήταν πολύ δύσκολο νά Εξηγηθεί σ’ ίναν ξένο, ειδικά σ’ Ινα γάλλο σέ τΐ συνίσταται αύτδ τδ είδος, πού είναι δεμένο μέ τήν Ιδιαίτερη Ανάπτυξη τής κουλτούρας καί τής έθνικής διαμόρφωσης τής Ιταλίας. Γιά παράδειγμα, μέ τδν Μπαρές καί τδν Πεγκύ δέν είναι δυνατή καμιά σύγκριση.
Μάριο Ποντοίνι, «Ό Κόλα ή άτιεικόνιση τον ’Ιταλόν» *.
Ό Κόλα είναι Ινας Αγρότης Απδ τήν περισχή τής Το
* Εκδοτικός οίκος Vecchioni, Aquila, 1927.
26 »
σκάνης, περιφέρεια δπου, κατά τή διάρκεια τοΟ πολέμου, δ Πουτσίνι ήθελε v i παρουσιάσει τόν «γηραιό ’Ιταλό» κλπ.: «... δ χαρακτήρας τοϋ Κόλα, χωρίς Αντιδράσεις άλλα καί χωρίς ένθουσιασμούς, ικανός v i έκπληρώσει τις προσωπικές του Υποχρεώσεις καί να κάνει άκόμα καί κάποια άξιόλογη πράξη, άλλά άπό ύπακοή καί άπό άνάγκη καί μέ μια φιλόρ στοργη εύλάβεια για τό τομάρι του, πεισμένος ναι καί δχι για τήν άναγκαιότητα τοϋ πολέμου, άλλά χωρίς καμ'-i ύ- ποψία γ ι ί ήρωικές άξίες: δ τύπος μιάς συνείδησης, πού άν δέν είναι δλοκληρωτικά τυφλή, είναι βέβαια παθητική πρός τήν άνάγκη ύπαρξης ιδανικών, πού τοποθετείται άνάμεσα στή θρησκομανία καί τήν τεμπελιά, που άντέχει να κοιτάει πέρα άπό «τις διαταγές τής κυβέρνησης» καί πέρα άπό τις μέτριες λειτουργίες τής προσωπικής ζωής ικανοποιημένος μέ μιά λέξη άπό τήν έπίπεδή του δπαρξη χωρίς φιλοδοξίες vi φτάσει τις ψηλές κορυφές» (*).
Άρντένγκο Σόφιτοι.
Τό «Lemmonio Boreo» Ιλκει τήν καταγωγή του άπό τό «Jean Christophe» τοΟ Ρομαίν Ρολάν. Γιατί τό «Lemmo- nio Boreo» διακόπηκε ; Ή δονκιχώτικη δψη τοΰ «Lemmonio Boreo» είναι έξωτερική καί πλασματική: στήν πραγματικότητα, τοΰ λείπει ή έπικολυρική ούσία: άποτελεϊ Ιναν κύκλο άντιδότων, δχι Ιναν δργανισμό.
θά ήταν δυνατόι v i έχουμε στήν ’Ιταλία Ινα βιβλίο σάν τό «Jean Christophe»; Ά ν τό καλοσκεφτοϋμε, τό «Jean Christophe» περιλαμβάνει μιάν δλόκληρη περίοδο τής γαλλικής λαϊκής λογοτεχνίας (άπό τούς «Άθλιους» Ιως τό «Jean Christophe») · τό περιεχόμενό του ξεπερνάει τό περιεχόμενο τής προηγούμενης περιόδου: δηλαδή άπό τή δηι- μοκρατία μέχρι τόν συνδικαλισμό. Τό «Jean Christophe» άποτελεϊ προσπάθεια άποτυχημένη δμως, γιά τή δημιουργία
* Ά πό τήν κριτική πού δημοσιεύεται στήν «Nuova Antologia» τής 16ης Μάρτη 1928, αελ. 270.
270
ένδς «συνδικαλιστικού» μυθιστορήματος. Ό Ρολάν δέν ήταν καθόλου άντιδημοκρατικός, μ’ δλο πού αίσθάνεται καί πάλι έντονα τΙς ήθικές καί διανοητικές έπιδράσεις τής συνδικαλιστικής Ιδιοσυγκρασίας.
Άπδ έθνικο - λαϊκή άποψη ποιά ήταν ή τοποθέτηση τού Σόφιτσι; Μια δονκιχωτική έξωτερικότητα χωρίς έποι- ν,οδομητικά στοιχεία, μια κριτική έπιφανειακή καί αίσθη- τική.
Τζούλιο Μπέκι.
Πέθανε στις 28 Αύγούστου στδ μέτωπο (*). 'Ο Μάριο Ηουτσιόνι (**), γράφει: «Τή νοοτροπία των κοινοβουλευτικών πού προέρχονται άπδ τή Σαρδηνία θέλει να έξετάσει στδ «Μεγάλο Κυνήγι» πού είναι μονάχα μιά άνηλεής έπίθεση ¿νάντια σέ ήθη καί άνθρώπους καί πού κατάφερε νά τούς κάνει νά περάσουν μιά δυσκολία, ίτσι τουλάχιστον ίλεγε μέ παρθενόπεια ίκφραση δ Τζούλιο, γιά τούς δύο μήνες κράττ/· σης στδ φρούριο τού Μπελβεντέρε»· πράγμα πού δέν είναι ά- πόλυτα σωστό. Φαίνεται δτι δ Μπέκι κλήθηκε σέ μονομαχία ¿πειδή «μίλησε άσχημα γιά τις γυναίκες τής Σαρδηνίας» καί γ ι’ αύτδ τιμωρήθηκε άπδ τις στρατιωτικές άρχές, έπει- δή δημιούργησε τις συνθήκες ώστε νά κληθεί σέ μονομαχία.
Ό Μπέκι πήγε στή Σαρδηνία μέ τδ 67ο σώμα πεζικού. Τδ ζήτημα τής στάσης τού Μπέκι δσον άφορδ τήν καταστολή τών λεγάμενων ληστοσυμμοριών τού Νουόρο, μέ μέτρα σάν έκείνα πού παίρνονται σέ κατάσταση πολιορκίας, παράνομα, ή κακομεταχείρηση τού πληθυσμού, σάν νά είναι νέγροι, καί οΐ όμαδικές συλλήψεις γέρων καί παιδιών, συμπε- ραίνεται άπδ τδν γενικδ τόνο τού βιβλίου καί άπδ τδν Ιδιο τδν τίτλο του καί είναι πολύ πιδ σύνθετο άπδ δσο φαίνεται
* “Ας δοΟμε έφημερίίες καί περιοδικά τί)ς έποχής: Ιχε ι γράψει 6 Guido Biagi οτό «Marzocco». Βλέπε: «Σκιαγραφήσεις καί χαρακτήρες» τοΟ Ermenegildo Pistelli.
** Μιλιταρισμός και Ιταλικότητα στά κείμενα τοΟ Τζούλιο Μπέκι, οτό «Marzocco» τής 13ης ’Ιούλη 1930.
271
στό άρθρο τού Ηουτσιόν:, 6 όποιος ψάχνει νά βγάλει στήν Επιφάνεια τόν τρόπο μέ τόν όποιο 6 Μπέκι διαμαρτύρονταν γιά τήν έγκατάλειψη στήν όποια είχε άφεθεΐ ή Σαρδηνία, καί τό πώς Εξυψώνει τΙς έκ γενετής αρετές τών Σάρδων. ’Αντίθετα τό βιβλίο δείχνει, τόν τρόπο μέ τόν όποιο 6 Μπέκι άρπαξε τήν ευκαιρία γιά νά φτιάξει μέτρια λογοτεχνία μέ γεγονότα φοβερά καί λυπηρά γιά τήν Εθνική ιστορία.
"Ας έξετασθεΐ τό άρθράκι του Κρότσε («Οί σπορείς» του Τζ. Μπέκι), πού Εχει άναφερθεΐ στους «Conversazioni Critiche», δεύτερη σειρά, σελ. 348 κ.έ. Ό Κρότσε κάνει μιά εύνοϊκή κριτική γ ι’ αύτό τό μυθιστόρημα καί έν γένει γιά τό λογοτεχνικό Ιργο του Μπέκι, Ιδιαίτερα στό μυθιστόρημα «Τό μεγάλο κυνήγι» παρά τό γεγονός δτι διαχωρίζει τ6 «προγραμματικό καί άπολογητικό» μέρος τοϋ βιβλίου άπό τ6 μέρος Εκείνο πού είναι καθαρά καλλιτεχνικά καί δραματικό. ’Αλλά άκόμα καί το «Μεγάλο κυνήγι» δέν είναι ούσιαστικά Ενα βιβλίο γραμμένο άπό πολιτικάντη καί άπό τά χειρότερα που μπορούν νά δημιουργηθοϋν ; ,
Λίνα Πιετραβάλε.
’Από τήν κριτική πού γράφτηκε άπό τόν Τζούλιο Μαρ- τζότ γιά τό Εργο τής Πιετραβάλε «Οί 'Αλυσίδες» (Monda- tori, 1930 σελ. 320)*.
«Σ’ δποιον τή ρωτάει ποιό συναίσθημα τή δένει μέ τή ζωή τών άγροτών, ή Φελίτσια άπαντάει: «Τούς άγαπώ δπως άγαπώ τή γή άλλά δέν θά μπερδέψω τή γή μέ τό ψωμί μου». Τπάρχει λοιπόν ή συνείδηση Ενός χάσματος: δηλαδή γίνεται παραδεχτό δτι άκόμα (!) καί ό άγρότης μπορεί νά Εχει τή δική του (!) άνθρώπινη άξιοπρέπεια, πού δμως τόν έξαναγκά- ζει νά παραμένει μέσα στά δρια τής κοινωνικής του κατάστασης».
Ό Μαρτζότ Εχει γράψει Ενα δοκίμιο γιά τόν Τζ. Βέρ-
* Στή «Nuova Italia» τ1)ς 20 Νοέμβρη 1930 (Σ η μ .ί.έπ .) .
272
γκα καί είναι μερικές φορές Ινας έπιτήδειος κριτικός, θά ’πρεπε νάμελεττ^θεϊ αύτδ τδ σημείο: έάν δηλαδή ό γαλλικός νατουραλισμός, μέσα στις άπαιτήσεις του για έπιστημονική καί πειραματική άντικειμενικότητα, δέν περιέχει ήδη, σέ σπερματώδη κατάσταση, τήν ιδεολογική θέση πού κατόπιν είχε μεγάλη άνάπτυξη στδν έπαρχιώτικο ιταλικό νατουραλισμό ή ρεαλισμό καί ιδιαίτερα στδν Βέργκα 6 όποιος γρά>- φει: ό άγροτικός πληθυσμός έχει είδωθεΐ «άπδ μακριά» σάν μιά «φύση» έξωτερική συναισθηματικά στδν συγγραφέα, σάν θέαμα, κλπ. Είναι ή θέση που βρίσκουμε τδ «Έγώ καί τά θηρία» τοδ Χάγκενμπεκ. Στήν ’Ιταλία ή «νατουραλιστική» άπαίτηση για τήν πειραματική άντικειμενικότητα τών Γάλλων συγγραφέων πού είχε μια καταγωγή πολεμική ένάντια στους άριστοκράτες συγγραφείς, άνακατεύτηκε μέ μιi προ- Οπάρχουσα ιδεολογική τοποθέτηση, δπως φαίνεται άπδ τούς «Άρραβωνιασμένους», δπου ύπ άρχει ή ίδια «άπόσταση» άπδ τά. λαϊκά στοιχεία, άπόσταση πού μόλις καλύπτεται άπδ Ινα καλοκάγαθο είρωνικδ καί γελοιογραφικδ χαμόγελο. Σ’ αύτδ ό Μαντσόνι διαφέρει άπδ τδν Γκρόσι, στδ δτι δηλαδή ατό «Μάρκο Βισκόντι» δέ χλευάζει τούς άνθρώπους τοδ λαοί), καί Ιδίως διαφέρει άπδ τά. «’Απομνημονεύματα» τοδ ντ’ ’Ατσέλιο, τουλάχιστον δσον άφορά τις σημειώσεις γιά τούς κάτοικους τών ρωμαϊκών πύργων.
Μ ιά σφίγγα χω ρίς αΙνίγματα.
Στδ «Ambrosiano» τής 8 Μάρτη 1932 ό Μάρκο Ραμ- πέρτι σέ Ινα άρθρο μέ τίτλο, «Έ Αύλή τοδ Σολομώντα», ά- νάμεσα στ’ άλλα Εγραφε: «Σήμερα τδ πρωί έξεγέρθηκα πάτ νω σ’ Ινα «λογοπαίγνιο» τεσσάρων σειρών, γύρω άπδ τδ 6- ποϊο ξαγρύπνησα τις Ιφτά τελευταίες ώρες μοναξιάς, χωρίς φυσικά νά καταφέρω v i έξηγήσω τίποτα. Πηχτό σκοτάδι! Μυστήριο χωρίς τέλος! "Οταν ξύπνησα κατάλαβα δμως, δτι στήν πυρετώδη άτονία είχα μπερδέψει τήν «Αύλή τοδ Σολομώντα» μέ τήν «Italia Letteraria», τδ αινιγματικό λογοπαίγνιο μέ Ινα άσμα τοδ ποιητή Ούνγκαρέτι...». Σ’ αύτές τΙς
27318
φιλοφρονήσεις τού Ραμπέρτι δ Ούνγκαρέτι άπαντάει μέ δνα γράμμα πού δημοσιεύτηκε στήν «Italia Letteraria» στίς 10 ’Απρίλη καί πού μοϋ φαίνεται σάν £να «σημάδι των καιρών». Μπορούμε v i συμ,πε ράνουμε ποιές «διεκδικήσεις» θέτει δ Ούνγκαρέτι γιά τήν «πατρίδα» του γιά ν’ άνταμειφθεϊ γιά τήν έθνική καί διεθνή του άξία (δ Ούνγκαρέτι δέν είναι πατ ρά Ινας γελοίος μέτριας διανοητικής Ικανότητας) : «’Αγαπητέ ’Αντζιολέτι έπιστρέφοντας άπδ Ινα κουραστικό ταξίδι που ϊκανα για νά κερδίσω τδ λιγοστό ψωμί τών παιδιών μου, βρίσκω τα τεύχη τοϋ «Ambrosiano» καί τής «Stampa» στά δποΐα Ινας κάποιος κύριος Ραμπέρτι πίστεψε δτι θά μέ προσβάλει. θ α μπορούσα νά τοϋ άπαντήσω δτι τήν ποίησή μου τήν καταλάβαιναν οί άγρότες, πού ήταν άδέλφια μου στά χαρακώματα- τήν καταλαβαίνει δ Ντοϋτσε μου, πού θέλησε νά τήν τιμήσει, μέ Sva πρόλογο- θά τήν καταλαβαίνουν πάν* τα οΕ άπλοΐ καί οί προικισμένοι μέ καλή πίστη, θά μπορούσα νά σάς πώ δτι, έδώ καί δεκαπέντε χρόνια, κάθε τί τδ νέο πού συμβαίνει στήν ’Ιταλία, καί Ιξω άπδ αύτήν, στήν ποίηση κουβαλάει τά σημάδια τών όνείρων μου καί τών βασάνων μου γιά νά μπορέσω νά έκφραστώ- καί δτι ot τίμιοι κριτικοί, ’Ιταλοί καί ξένοι, δέν θέλουν παρακάλια γιά νά τδ ά- ναγνωρίσουν- καί, έν τέλει, ποτέ δέ ζήτησα έπαίνους άπδ κανέναν. θ ά μποροϋσα νά σάς πώ δτι μιά ζωή τόσο σκληρή σάν τή δική μου, άγέρωχα ’Ιταλική καί Φασιστική, πάντα, μπροστά σέ ξένους καί συμπατριώτες, θά είχε τήν άξίωση νά βλέπει νά μή τής αύξάνονται οΕ δυσκολίες τουλάχιστον άπ’ τή μεριά Ιταλικών καί φασιστικών έφημερίδων. θ ά Ιπρεπε νά σάς πώ δτι έάν ύπάρχει Iva πράγμα αινιγματικό στδ S- τος X (συντηρούμαι άπδ άρθρα μέσα σέ άπόλυτη άβεβαιότητ τα γιά τδ αδριο σέ ήλικία σαράντα χρονών καί βάλε) αύτδ είναι μονάχα ή έπίμονη κακία πρδς τδ πρόσωπό μου άπδ μέρους του κόσμου... τού πνεύματος. Μέ άγάπη, Τζιουζέπε Ούνγκαρέτι».
Τδ γράμμα είναι Iva άριστούργημα λογοτεχνικής ύπο- κρισίας καί άλαζονικής ήλιθιότητας.
274
Συγγραφέας ήθικών Αποφθεγμάτων, διηγηματογράφος, ■κριτικός τέχνης καί νομίζω καί ζωγράφος. Συνεργάτης στό «Viandante» τοϋ Μονιτσέλι καί έπομένως μιας δρισμένης τάσης. θ ά μπορούσαν νά έπιλεγοδν δριαμένα άπό τά καλύτερά του Αποφθέγματα. «Να ζεΐς σημαίνει πάντα νά προσαρμόζεσαι. Άλλά προσαρμογή σέ κάποιο πράγμα γιά να σώσεις κάποιο άλλο. Μέσα σ’ αύτή τήν έναλλακτική διαμορφώνεται καί γίνεται δλοφάνερος συνολικά δ χαρακτήρας ένός Ανθρώπου».
«Ή πραγματική Βαβέλ δέν είναι τόσο έκεί που μιλιοΟ^· ται διαφορετικές γλώσσες, Αλλά έκεϊ πού δλοι πιστεύουν δ- τι μιλάνε τήν ίδια γλώσσα, καί δ καθένας δίνει στίς Ιδιες λέξεις μιά διαφορετική σημασία».
«Τόσο μεγάλη είναι ή Αξία τής θεωρητικής σκέψης γιά μια ώφέλιμη ένέργεια πού καμιά φορά μπορεϊ νά δώσει καλό Αποτέλεσμα Ακόμα καί ή πιό ήλίθια θεωρία, πού είναι ή Ιξής: δχι θεωρίες Αλλά πράξεις» («Pegaso» Ίούνης 1933).
«Ευτελής πιτζάμα».
Ό Μπροϋνο Μπαρίλι σ’ 2να άρθρο στή «Nuova Antologia» (16 Ίούνη 1929) δνομάζει τή στολή τών κάτεργων «αότό τό είδος τής εύτελοϋς π ι τ ζ ά μ α ς » . Αλλά ίσως κιόλας Αρκετοί τρόποι τοϋ νά έξετάζουμε καί νά σκεφτόμαστε τά σχετικά μέ τΙς φυλακές ίχουν Αρχίσει νά μεταβάλλονται. 'Οταν ήμουν στίς φυλακές τοΰ Μιλάνου διάβασα στή «Domenica del Corriere» μιά «κάρτα γιά τό κοινό» πού λίρ γο-πολύ έλεγε : «?τό τραίνο συναντιοϋνται δυό καί δ £νας λέει δτι Ιμεινε στή φυλακή είκοσι χρόνια. — Βέβαια γιά •πολιτικούς λόγους — λέει δ άλλος». Άλλά ή έπιγραμματική αΙχμή δέν βρίσκεται μέσα σ’ αότή τήν Απάντηση, δπως θά μποροϋσε νά φανεί στήν Αναφορά. Άπό τήν «καρτολίνα» φαίνεται δτι τό νά Ιχει μπει φυλακή δέν προκαλεΐ πιά Αποδοκιμασία, έπειδή μπορεϊ νά μπήκαμε γιά πολιτικούς λόγους. Καί d «κάρτες γιά τό κοινό» είναι μιά Από τΙς πιό τυπικές Αποδείξεις τοϋ λαϊκοϋ Ιταλικοδ κοινοϋ νοϋ. 'Ο Μπαρίλι μά-
Οΰγκο Μ περνασχόνι.
275
λίστα βρίσκεται πιό κάτω άπό αύτόν τόν κοινό νοΰ: φιλι- σταϊος γιά τούς κλασικούς φιλιαταΐΐου; τής «Domenica del Corriere».
Ρικάρντο Μτιάλοαμο - Κριβέλι.
Σχετικά μέ τΙς «κάρτες γιά τό κοινό», τής «Domenica del Corriere» πρέπει να σημειωθεί αύτό τό χαρακτηριστικό τοϋ κυρίου Ντομένικο Κλάπς («L’ Italia che scrive», Ίούνη; 1929) σέ Ινα άρθρο τοϋ Ρικάρντο Μπάλσαμο - Κριβέλι (πού στόν τίτλο καί στήν περίληψη μπερδεύεται μέ τόν Γκουστά- βο!) : «Ποιός θά τό ’λεγε δτι αύτό τό βιβλίο [«’Εμπρός... ’Εμπρός...»] θά είχε υΐοθετηθεϊ σάν βιβλίο γιά τήν γλώσσα στό Πανεπιστήμιο τής Φρανκφούρτης;»
Ό ιμί! πού μιά φορά πρίν τόν πόλεμο στό Πανεπιστήμιο τοΰ Στρασβούργου χρησιμοποιούσαν σάν βιβλίο γλώσσας τΙς «κάρτες γιά τό κοινό»! Φυσικά γιά Πανεπιστήμιο πρέπει νά έννοοΰμε μονάχα τό σεμινάριο τής ρομαντικής φιλολογίας· αυτός πού διαλέγει δέν είναι 6 καθηγητής, άλλά μόνον 6 ’Ιταλός Αναγνώστης πού μπορεί νά είναι Ινας άπλός σπουδαστής σέ ιταλικό Π ανεπιστήμιο καί γιά «κείμενο γλώοί- σας» πρέπει νά έννοεΐται τό κείμενο πού δίνει στούς γερμα- νούς σπουδαστές Ινα μοντέλο τής γλώσσας πού μιλιέται άπό· τόν μέσο δρο τών Ιταλών καί δχι τής Φιλολογικής καί καλλιτεχνικής γλώσσας. Ή έκλογή τών «καρτών γιά τό κοινό» είναι γ ι’ αύτό τό λόγο πολύ συνετή καί 6 κύριος Ντομένικο Κλάπς είναι καί αύτός Ινας «χυδαίος Ιταλός», στόν όποϊο. 6 Μπάλσαμο - Κριβέλι θά ’πρεπε νά στείλει τούς νονούς.
Τομάζο Γκαλαράτι - Σκ&ιι.
’Αξίζει νά όπενθυμίίσουμε στή συλλογή μυθιστορημάτων του «Ιστορίες γιά τόν Ιερό Ιρωτα καί γιά τόν άνόσιο Ιρωτα» τό διήγημα στό όποιο γίνεται λόγος γιά τό κορμί μιας σα- ρακινής πόρνης, πού μεταφέρθηκε στή νότια ’Ιταλία άπό I-
276
ναν σταυροφόρο βαρώνο καί πού ό κόσμος τό λατρεύει σά νά ’ναι τό λείψανο μιας άγιας: είναι καταπληκτικά οί συλλογισμοί τοϋ Γκαλαράτι - Σκότι, πού έπίσης ήταν Ενας «μον- τερνιστής» άντιησουΐτης. Ό λα αυτά μετά τό διήγημα τοϋ πατέρα Τσιπάλα σέ Βοκακιανό δφος καί τό μυθιστόρημα του πορτογάλου Έτσα ντέ Κουείρός «La reliquia», πού μεταφράστηκε άπό τόν Λ. Σιτσιλιάνι (έκδ. Ράκο Καράμπα, Λαντσιά- νο), καί πού Εχει τήν άρχή του στόν βοκακιανό Τσιπάλα. Οί Μπολαντιστές 4® είναι άξιοσέβαστοι, γιατί τουλάχιστον Εχουν συνεισφέρει στό νά ξεριζωθούν μερικές ρίζες δεισιδαιμονίας (παρά τό δτι οί Ερευνές τους παραμένουν κλειστές σέ Ενα
πολύ περιορισμένο κύκλο καί χρησιμεύουν πάν’ άπ’ δλα γιά νά γίνουν πιστευτοί οί διανοούμενοι έκεΐνοι τών δπο£ων ή ’Εκκλησία καταπολεμά τΙς ιστορικές παραποιήσεις) ' ή Ιη- σουίτικη αίσθητική τού Γκαλαράτι - Σκότι είναι άνατρεπτι- κή.
’Αξίζει νά θυμηθούμε τό διάλογο πού άναφέρεται στά «’Απομνημονεύματα» τού Ούίκαμ ΣτΙντ άνάμβσα σ’ Ενα νεαρό προτεστάντη καί Εναν καρδινάλιο, σχετικά μέ τόν άγιο Τζε- νάρο- έπίσης τή μικρή σημείωση τοΟ Μπενεντέτο Κρότσε σ’ Ενα γράμμα τοϋ Ζώρζ Σορέλ άναφορικά μέ μιά συνομιλία |ΐέ Εναν παπά ναπολιτάνο γιά τό αίμα τοΟ άγίου Τζενάρο. [Στή Νάπολη, ύπάρχουν, φαίνεται άλλα τρία ή τέσσερα αίματα, πού βράζουν «θαυματουργά», άλλά πού δέν τά Εχουν «Εκμεταλλευτεί» γιά νά μήν Εξαλείψουν τήν πίστη πού ύπάρχει γιά Εκείνο τό δημοφιλέστατο τού άγίου Τζενάρο],
Ή φιλολογική μορφή τού Γκαλαράτι - Σκότι μπαίνει σέ ΐιικρογραφία άνάμβσα στούς άπογόνους τοΟ πατέρα Μπρεσά- νι.
Ό Καρνταρέλι και ή «Ράντα».
Σημείωση τού Λουίτζι Ροΰσο γιά τόν Καρνταρέλι στή «Nuova Italia» τόν Όκτώβρη 1930. Ό Ροδσο βρίσκει άκρι- 6ώς στόν Καρνταρέλι τόν τύπο (σύγχρονο - άπολιθωμένο) αύτ τοΟ πού ήταν ό ήγούμενος Βίτο Φορνάρι στή Νάπολη σέ σύγκριση μέ τόν Ντέ Σάνκτις: Λεξικό τής Κρούσκα. Άντιμε-
277
ταρρύθιμιση, Ακαδημία, άντίδραση κλπ. Γιά τήν «Ronda» καί γιά τούς υπαινιγμούς γιά τήν πρακτική ζωή τού ΊΟ - ’20 - ’21, 6λ.: Λορέντζο Μοντάνο, «Il Perdigiorno», Ικδοση τού «Italiano», Μπολόνια, 1928 (έχουν συγκεντρωθεί στί τομίδιο ot σημειώσει; γιά τήν έπικαιρότητα τού Μοντάνο πού Ιχουν δημοσιευτεί στήν «Ronda»).
Βαλεντίνο Πίκολι.
θά είσαι χρήσιμο v i θυμηθούμε τή σημείωσή τού Πί- κολι « ' Ε ν α β ι β λ ί ο γ ι ί τ ο ύ ς ά γ ν ώ μ ο ( - ν ε ς » (στα «Libri del giorno» τού Όκτώβρη 1928), δ- που ¿πικρίνει τό βιβλίο τού Μάριο Τζιαμπάολι, 1919 *.
Ό Πίκολι χρησιμοποιεί για τόν Τζιαμπάολι τά Γδια έπίθετα πού χρησιμοποιεί γιά τόν Ντάντε, γιά τόν Λεοπάρν- τι καί για όποιονδήποτε μεγάλο συγγραφέα πού αύτός περνάει \bv καιρός του καλύπτοντάς τους μέ τί; κολακείες του. Καταφεύγει συχνά στό έπίθετο «αύστηρός», «σελίδες Ανθολογίας», κλπ.
Σιχελοί διανοούμενοι.
Είναι ένδιαφέρουσα ή όμάδα τού «Ciclope» τού Παλέρμο: Μινιόζι, Πινιάτο, Σιορτίνο, κλπ. Σχέσεις αυτής τ»]ς δ- μάδας μέ τόν Πιέρο Γκομπέτι.
Τα φτωχά ζώα.
Σύμφωνα μέ τόν Λουίτζι Τονέλι («L’ Italia che scrive* Μάρτης 1932, Π ι έ τ ρ ο Μ ι ν ι ό ζ ι ) , στό βιβλίο «’Επική ποίηση καί 'Αγιοσύνη» τού Μινιόζι (Παλέρμο, Πρί- ουλα, 1925) θά Ιπρεπε νά «ιεριέχεται £να «ώραιότατο» «τραγούδι, λιγάκι στό στύλ Ρεμπώ πρός τιμήν τών φτωχών
* Ρώμη - Μιλάνο, Libreria del Littorio, σέ 16ο σχ., σβλ. 336 μέ 40 είχόνες έχΐ6ς κειμένου.
278
ζώων», καί άναφέρει: «σκουλήκια καί ποντίκια, μύγες, ψείρες καί ποιητές πού δέν καταφέρνουν νά τους έξολοθρέψουν δλα τά δπλα τής γής».
Περιγραφή τού ’Ιταλού ’Αγρότη.
Βλέπε στό Ιργο του Πιτρέ «Λαϊκοί μύθοι καί παραδόσεις» (σελ. 247) ενα λαϊκό διηγηματάκι άπό τή Σικελία, στό όποιο (σύμφωνα μέ τόν Ντομένικο Μπουλφερέτι στή «Fiera Letteraria» τής 28 Γενάρη 1928) άντιστοιχεί μιά ξυλογραφία παλιού βενετσιάν.κου ξυλογραφήματος δπου φαίνεται 6 Iddio νά δίνει αυτές τΙς διαταγές άπό τόν ουρανό: στόν Πάπα: «’Εσύ νά προσεύχεσαι»’ στόν αύτοκράτορα: «Έσύ νά προστατεύεις»· στόν άγρότη· «καί έσύ νά κοπιάζεις».
Τό πνεύμα των λαϊκών μικρών διηγημάτων δίνει τήν Αντίληψη δτι λόγω αύτοΰ τού ίδιου καί λόγω τής θέσης πού κατέχει στόν κόσμο δ άγρότης Εχει ύποταχτεΐ στό νά ξεζουμίζεται άπό τή θρησκεία.
Καθολική Τέχνη.
Ό Έντοάρντο Φενού, σέ Ενα άρθρο, «Ερωτήσεις γιά μια καθολική τέχνη», πού δημοσιεύτηκε στό «Avenire d’ Italia» καί περιληπτικά στή «Fiera Letteraria» στίς 15 Γενάρη 1928, έπιπλήττει «σχεδόν δλους τούς καθολικούς συγγραφείς» γιά τόν Απολογητικό τους τόνο. «Τώρα, ή ύπεράτ σπιση ( ! ) τής πίστης πρέπει νά ξεπηδήσει άπό τα γεγονότα, άπό τήν κριτική ( ! ) καί φυσική έξέλιξη τού διηγήματος, ιφέπει δηλαδή νά είναι σύμφωνη μέ τήν άποψη τού Μαντσό- νι, ή «ουσία» τής Εδιας τής τέχνης. Είναι φανερό (!) δτι Ενας Καθολικός συγγραφέας μά τήν άλήθεια(!) δέν θά πάει ποτέ νά χτυπήσει τό κεφάλι του πάνω στους σκοτεινούς τοίχους ( ! ) τής ήθικής καί θρησκευτικής αίρεσης. Ένας Κα- θολικός, μονάχα γιά τό γεγονός (!) δτι είναι τέτοιος, είναι ήδη περιβεβλημένος(!) [άπό τά Εξω;] μέ Εκείνο τό άπλό καί βαθύ πνεΟμα πού μεταφερόμενο στίς σελίδες ένός διη*
279
γήματος, ή ένδς ποιήματος θά κάνει τήν τέχνη του(!) μιά τέχνη άληθινή, γαλήνια, καθόλου σχολαστική. Είναι έπόρ μ^να(!) έντελώς άχρηστο να στεκόμαστε σέ κάθε σελίδα γιά νά καταλάβουμε δτι δ συγγραφέας Ιχει 2να δρόμο γιά νά μάς κάνει νά διασκεδάσουμε, Ιχει ίνα φώς γιά νά μάς φωτίσει. Ή Καθολική τέχνη θά πρέπει (!) νά φτάνει στδ βαθμό νά είναι αύτή ή ίδια, έκεΐνος δ δρόμος καί έκείνο τδ φώς, χωρίς νά χαθεί στό γεμάτο μανιτάρια άγρδ [μόνο τά σαλιγκάρια μπορούν νά χαθούν στούς γεμάτους μανιτάρια άγρούς] τών άχρηστων έπιπλήξεων καί τών σχολαστικών προειδοποιήσεων. [Στή λογοτεχνία]... έάν έξαιρέσουμε λίγους άνθρώ- πους, Παπίνι, Τζιουλιότι, καί μέ μιάν δρισμένη ϊννοια καί τδν Μανακόρντα, ό Ισολογισμός είναι σχεδόν χρεωκοπημέ- νος. Σχολεία;... η β ν ε γ 1> ιι ι η ς υ ί ά ε ι η 49. Συγγραφείς; Ναί, άν είχαμε φαρδιά μανίκια θά μπορούσαμε νά ξεδιαλέξουμε κανένα δνομα, άλλά πόσος κόπος γιά νά τδ ξεδιαλέξουμε μέ 2να έργαλεΐο! Εκτός άν δέν θέλουμε νά δώσουμε τδν τίτλο τοϋ Καθολικού στδν Γκότα, ή νά δώσουκ με τδ χαρακτηρισμό τού μυθιστοριογράφου στδν Τζέντρι, ή νά χειροκροτήσουμε γιά έκείνο τό πολυάριθμο πλήθος τών άρωματισμένων καί στολισμένων συγγραφέων καί τών συγγραφέων γιά δεσποινίδες».
Πολλές άντιθέσεις καί βλακώδης άκαταλληλότητα καί άπλοίκότητα στό άρθρο τοΰ Φενού. Άλλά τδ ύπονοούμενο συμπέρασμα είναι σωστό: δ Καθολικισμός είναι στείρος δ- σον άφοοά τήν τέχνη, δηλαδή δέν 6πάρχουν καί δέν μπορεΐ νά ύπάρξουν «άπλά καί άληθινά πνεύματα» πού νά είναι καλλιεργημένοι συγγραφείς και ευφυείς καί μορφωμένοι καλλιτέχνες. Ό Καθολικισμός ϊγινε γιά τούς διανοουμένους 2να πράγμα πολύ δύσκολο, πού δέν μπορεΐ νά κάνει χωρίς, & κόμα καί στό έσωτερικό του, μ·.α λε-τομερή καί σχολαστική άπολογητική. Αύτό είναι κάτι πού 2χει κιόλας παλιώσει: άνάγεται στή σύνοδο τοΰ Τρέντο καί στήν Αντιμεταρρύθμιση. «Τδ νά γράφεις» άπό τότε καί στδ έξής, ϊγινε έπικίνδυ- νο, ειδικά για ζητήματα θρησκείας καί συναισθήματα. Άπδ τότε ή Εκκλησία χρησιμοποίησε ενα διπλό \ι£τρο, γιά νά μετράει τήν ¿ρθοδοξία: τδ νά είναι κανείς «Καθολικός» I-
280
γινε κάτι πάρα πολύ εύκολο άλλά ταυτόχρονα καί πάρα πολύ δύσκολο. Είναι κάτι πάρα πολύ εύκολο γιά τδ λαό, άπδ τδν όποιο δέν ζητιέται τίποτ’ άλλο άπδ τδ νά «πιστεύει» γενικά καί νά σέβεται τήν πρακτική τής λατρείας: κανένας ούσιαστικός καί άποτελεσματικός άγώνας ένάντια στίς δεισιδαιμονίες, ένάντια στίς διανοητικές καί ήθικές έκτροπές, δέν άρκεΐ ώστε αύτές νά μή «θεωρητικοποιούνται». Στήν •πραγματικότητα, Ινας Καθολικδς άγρότης μπορεΐ διανοητικά νά είναι μή συνειδητά προτεστάντης, όρθόδοξος, είδωλολά- τρης: φτάνει νά λέει δτι είναι «Καθολικός». Ακόμα καί στούς διανοούμενους δέ γίνονται πολλές έρωτήσεις, άν περιορίζονται στίς έξωτερικές πρακτικές τής λατρείας· ούτε κάν τούς ζητιέται νά πιστεύουν άλλά μόνο νά μήν δίνουν κα- •κδ παράδειγμα, παραμελώντας τά «μυστήρια», Ιδιαίτερα έ- ν-εΐνα πού είναι πιδ έμφανή καί στά διτοΐα γίνεται δ λαϊκός Ιλεγχος: ή βάπτιση, δ γάμος, οί κηδείες (ή άγία μετάτ ληψη, κλπ.).
Είναι άντίθετα, πάρα πολύ δύσκολο νά είναι κάνεις δραστήριος «Καθολικός» διανοούμενος καί «Καθολικός» καλλιτέχνης (είδικά μυθιστοριογράφος άκόμα καί ποιητής), γιατί σού ζητιέται ενας τέτοιος έξοπλιαμδς άπδ γνώσεις πάνω σέ έγκνκλΐους καί κόντρα - έγκυκλίους, συνόψεις, άποστολικά γράμματα κλπ., καί οί παρεκκλίσεις άπδ τήν όρθόδοξη έκ- ■κλησιαστική κατεύθυνση ύπήρξαν στήν ιστορία πολλές καί τόσο λεπτές πού τδ νά πέσει κανείς στήν αίρεση ή στή μισο - αίρεση ή στδ 2να τέταρτο τής αίρεσης είναι πράγμα πάρα •πολύ εύκολο. Τδ ειλικρινές θρησκευτικό συναίσθημα άποξη- ράνθηκε" πρέπει νά είναι κανείς δογματικός γιά νά γράφει μέ «όρθόδοξο» τρόπο. Γι’ αύτδ στήν τέχνη, ή θρησκεία δέν είναι π:ά ενα έκ γενετής συναίσθημα, είναι μιά αίτια, μιά άφορμή. Καί ή Καθολική λογοτεχνία μπορεΐ νά 2χει πολλούς σάν τδν πατέρα Μπρεσάνι καί τδν Ούγκο Μιόνι, δέν μπορεΐ δμως νά ξχει πιά Ιναν "Αγιο Φραγκίσκο, 2ναν Πασα- βάντε, 2να Τομάζο ντά Κέμπις- μπορεΐ νά είναι «στράτευση», •προπαγάνδα, άναταραχή ,δέν μπορεΐ δμως πιά νά είναι ά- πλοϊκδ έκχύλισμα τής πίστης πού δέν είναι άναντίρρητη, άλ-
281
λά πού καταπολεμιέται άκόμα καί στήν ψυχή έκείνων πού είναι εϊλικρινά Καθολικοί.
Τό παράδειγμα τοΰ Μαντσόνι μπορεϊ να άναφερθεΐ σάν άπόδειξη: πόσα άρθρα για τόν Μαντσόνι έχει δημοσιεύσει ή «Civiltà Cattolica» στα όγδόντα τέσσερα χρόνια ζωής της καί πόσα γιά τόν Ντάντε; Στήν πραγματικότητα, ot π:ό όρρ θόδοξοι Καθολικοί ουσπιστοϋν γιά τόν Μαντσόν. καί μιλάνε ίσο λιγότερο μπορούν: βέβαια δέν τόν άναλύουν δπως κάνουν γιά τόν Ντάντε καί γιά κάποιους άλλους.
«’Έ ν τ ε χ ν ο ι» Κ α θ ο λ ικ ο ί σ υ γ γ ρ α φ ε ί ς .
Είναι άξιοσημείωτη ή Ιλλειψη τών Καθολικών συγγραφέων στήν ’Ιταλία, Ιλλειψη πού Ιχει τή δική της αιτία στό γεγονός δτι ή θρησκεία είναι ξεκομμένη άπό τή στρατευμένη ζωή σ’ δλες τις έκδηλώσεις της. Εννοείται «συγγραφείς» πού Ιχουν μια κάποια διανοητική άξιοπρέπεια καί ot όποιοι παράγουν Ιργα τέχνης, θεατρικά Ιργα, ποιήματα, μυθιστορήματα.
’Εχει ήδη θιχτεί στόν Γκαλάρντι - Σκότι γιά Ινα χαρα- χτηριστικό κομμάτι άπό τΙς «'Ιστορίες για τόν ιερό Ιρωτα καί τόν άνόσιο Ιρωτα» πού Ιχει μιά δική του καλλιτεχνική άξιοπρέπεια άλλά πού μυρίζει συγχρονισμό.
Ό Πάολο Άρκάρι (πιό γνωστός σάν συγγραφέας φιλολογικών καί πολιτικών δσκίμιων, άπό κεί καί πέρα καί διευ»- θυντής τής φιλελεθεύρης έπιθεώρησης «L’ Azione Liberale» τοϋ Μιλάνου, πού Ιχει δμως γράψει καί μερικά μυθιστορήματα) .
Λουτσιάνο Τζέναρι (πού γράφει στή γαλλική γλώσσα). Δέν είναι δυνατή μιά σύγκριση άνάμεσα στήν καλλιτεχνική δραστηριότητα τών γάλλων Καθολικών (καί τό λογοτεχνικό τους άνάστημα) μ’ έκείνη τών ’Ιταλών. Ό Κρισπόλτι Ιχει. γράψει Ινα προπαγανδιστικό μυθιστόρημα μέ τίτλο «Μιά μονομαχία».
Στήν πραγματικότητα, ό ’Ιταλικός Καθολικισμός eivat
στείρος ατό φιλολογικό πεδίο δπως καί στα άλλα πολιτιστικά πεδία (βλ. Μισιρόλι, «Τφ Καίσαρι...»).
Μαρία ΝτΙ Μπόριο (θυμηθείτε τό τυπικό έπεισόδιο τής ΝτΙ Μπόριο κατά τή διάρκεια τής διάλεξης πού Εχανε ή Ινδουίστρια Άρκανταμά'.α για τήν Αξία τών θρησκειών, κλπ.). Ή Φλωρεντινή δμάδα του «Frontespizio» καθοδηγούμενη άπό τόν ΙΙαπίνι, Αναπτύσσει μια έξτρεμιστική καθολική φιλολογική δράση, πράγμα πού είναι μια νέα Απόδειξη τής Αδιαφορίας τού στρώματος τών διανοουμένων για τήν θρησκευτική Αντίληψη.
Συγγραφείς που άπό «τεχνική &7ΐοψη» είναι όπαδοι τοΰ Μπρεσάνι.
ΙΥ αύτούς τούς συγγραφείς είναι άνάγκη νά δοΰμε τό, «Ζώντες ’Ιταλοί Καθολικοί Συγγραφείς», τοΰ Τζιοβάνι Κοο- ζάτι. «Βιο - βιβλιογραφικό λεξικό καί άναλυτικός κατάλογος τών έργων», μέ πρόλογο τοΰ Φίλιππο Μέντα*.
θ ά ίπρεπε νά δοΰμε καί τΙς Ακόλουθες πιθανά έκδάσεις, αύτοΰ τοΰ λεξικοΰ καί νά τΙς συγκρίνουμε μεταξύ τους, γιά νά έλέγξουμε τΙς προσθήκες ή τϊς ήθελημένες παραλείψεις.
Ό Ντόν Τζιοβάνι Καζάτι είναι ό σπεσιαλίστας Καθολικός στή βιο - βιβλιογραφία. Διευθύνει τή «Rivista di Letture», προτείνει καί Απορρίπτει στούς Ιδιώτες καί στίς Καθολικές βιβλιοθήκες τα βιβλία πού είναι γιά διάβασμα καί Αγορά: συμπληρώνει Ινα εύρετήριο «’Ιταλοί συγγραφείς Από τούς παλαιότερους μέχρι τους ζώντες» μέ Αλφαβητική σειρά, (σύμφωνα μέ τό άρθρο τής «Civiltà Cattolica» τής 2 Μάρτη1929, Από τό δποϊο παίρνω αύτές τΙς είδήσεις, ϊχουν παρουσιαστεί μέχρι τώρα έκείνοι πού τά Αρχικά τους Αρχίζουν Από τό A - Β) · Ιχει γράψει Ινα βιβλίο μέ τίτλο «Δοκίμια Φιλολογικών βιβλίων πού καταδικάστηκαν Από τόν Κατάλογο».
Στό λεξικό τών «Ζώντων Ιταλών Καθολικών συγγρα
* HiXdtvo, èx6. Ρομ4λο Γχιρλίντα, Via Unione, 7, σέ 8ο σχ., οβλ. V 111 -112.
283
φέων» έχουν καταγραφεϊ 591. Μερικοί δέν άνταποκρίθηκαν στήν πρόσκληση' δ Καζάτι, στήν περίπτωση συγγραφέων πού έκδίδουν βιβλία σέ έκδοτικούς οΓκους πού δέν είναι Καθολικοί, έρμήνευσε τή σιωπή τους, «σάν σιωπηλή παράκληση νά μήν παρουσιαστούν στό λεξικό», θά έπρεπε v i δούμε γιατί άναζητήθηκαν: έπειδή «είναι βαπτισμένοι» ή έπειδή στά βιβλία τους ήταν φανερός ένας χαρακτήρας αύστηρά καί έ- ξομολογημένα «Καθολικός»;
Λέει ή «Civiltà Cattolica» δτι άπό τό «Λεξικό» λείπουν γιά παράδειγμα, δ Γκαετάνο Ντέ Σάνκτις, δ Πιέτρο Φεν- τέλε καί «άρκετοί άλλοι καθηγητές πανεπιστημίων καί δρ ξιοι συγγραφείς». Ό Ντέ Σάνκτις είναι βέβαια Ενας «Καθολικός» συγγραφέας, έκούσια καί έξομολογημένα Καθολικός: άλλά δ Πιέτρο Φεντέλε; θά έγινε Γσως τά τελευταία χρόνια' γιατί δέν ήταν βέβαια τουλάχιστον μέχρι τό 1924. Φαίνεται λοιπόν δτι τό κριτήριο γιά τόν τίτλο τού «Καθολικού» δέν ήταν πολύ αύστηρό καί δτι θελημένα δημιουργή- θηκε ή σύγχυση άνάμεσα σέ «Καθολικούς» συγγραφείς καί συγγραφείς «Καθολικούς».
Στό «Λεξικό» δέν περιλαμβάνονται αύτοί που γράφαν στίς έφημερίδες καί οί δημοσιογράφοι πού δέν έχουν δημοσιεύσει κάποιο βιβλίο: έτσι δέν παρουσιάζεται δ κόντε Ντέτ λα Τόρε, διευθυντής τού «Osservatore Romano» καί δ Κα- λιγκάρι (Μ £ κ ρ ο ς) διευθυντής τής «Unità Cattolica» (πολύ πρόσφατα). Μερικοί δικαιολογήθηκαν «λόγω μετριο
φροσύνης»... Ποιοί είναι οί «νεοφώτιστοι» πού περιέχονται στό «Λεξικό»; [Τύποι σάν τούς: Παπίνι, Τζιουλιότι, Μι- νόζι, κλπ.].
Λέει ή «Civiltà Cattolica»: «Άπό τόν πόλεμο καί μετά παρατηρεΐται μια δρισμένη άφύπνιση τής θρησκευτικής συνείδησης <πούς σύγχρονους συγγραφείς, ένα Ασυνήθιστο έν- διαφέρον για τά θρησκευτικά προβλήματα, ένας πιό συχνός προσανατολισμός πρός τήν Καθολική έκκλησία, στόν δποίο [προσανατολισμό] θα έχουν βεβαιότατα άρκετή συμμετοχή οί νεοφώτιστοι πού περιλαμβάνονται στό «Λεξικό» τού Κατ ζάτι».
Άπό τους 591 ζώντες Ιταλούς Καθολικούς συγγραφείς,
284
ο[ 374 («έκτδς κάποιου λάθους», γράφει ή «Civiltà Cattolica) είναι άνθρωποι τής έκκλησίας, ιερείς καί θρησκευόμενοι, άνάμεσά τους τρεις καρδινάλιοι, έννέα έπίσκοποι, τρεϊς ή τέσσερεις ήγούμενοι (χωρίς νά μετρήσουμε τόν Πίο XI)* 217 είναι λαϊκοί, άνάμεσα στούς δποίους 49 γυναίκες: μία μόνο γυναίκα είναι θρησκευόμενη.
Ή «Civiltà Cattolica» σημειώνει μερικά λάθη. Υπάρχει Sva «Katolischer Literaturkalender» (έκδ. Χέρντερ Φρά- ιμπουργκ i.B. 1926) πού καταγράφει 5313 γέρμανούς Καθολικούς συγγραφείς. Για τή Γαλλία, τδ «Καθολικό Γαλλικό 'Ημερολόγιο (πού £χει έκδοθεΐ άπό τόν Μπλούντ καί τόν Γκαί, Παρίσι, μέχρι τό 1920) έκδίδει 2να μικρό λεξικό γιά τΙς «σπουδαιότερες Καθολικές προσωπικότητες». Γιά τήν Α γ γλία, «Τό καθολικό Ποιδς είναι Ποιδς» 1928 (Λονδίνο* Μπέρνς "Οατς καί Ούόσμπορν). Ή «Civiltà Cattolica» εδ- χεται μέ τήν διερεύνηση τών πλαισίων (μέ τό νά συμπερι- λαμβάνονται βσοι γράφουν στίς έφημερίδες καί δημοσιογράφοι) καί μέ τήν ήττα τής έναντίωσης τών «μετριοπαθών» νά διπλασιαστεί δ Ιταλικός κατάλογος, πράγμα πού θά ήταν πάντα έλάχιστο. Τδ περίεργο είναι δτι ή «Civiltà Cattolica» λέει νά «ξεφωλιαστοϋν δρισμένοι άπδ τήν τόση τους μετριοπάθεια» καί ύπαινίσσεται «τδν καθηγητή άνατολικών έπι- στημών. ΠίΣ. Ριβέτα», δ δποΐος, άν είναι μετριοπαθής σάν «δριενταλίστας» καί σάν καθηγητής Π.Σ. Ριβέτα δέν είναι βέβαια μετριοπαθής σάν «Τόντι» άνόητος φλύαρος τοϋ «Travaso delle Idee», καί, έπιμελητής τής έφημερίδας «Via Vittorio Veneto» γιά τΙς g a r ç o n n e s καί γιά τούς συχνούς έπισκέπτες τών caffè πολυτελείας καί γιά δλους τούς s n o b s .
’Αξίζει νά άναφερθεΐ τδ γεγονδς δτι έδώ καί μερικά χρόνια οί Καθολικοί συγγραφείς μέ τήν στενή Ιννοια προσπαθούν νά αύτοοργανωθοΟν, νά δημιουργήσουν 2να στενό σωματείο πού νά έλέγχεται καί νά πηγαίνει μπροστά μέσα άπδ μιά δλόκληρη σειρά άπδ δημοσιεύσεις καί άπδ πρωτοβουλίες. Ή αΐτία αύτής τής στρατευμένης καί συχνά έπιθε- τικής στάσης ήρθε κατακτώντας τή χώρα.
"Αρθρο τοΟ Α. Λούτσιο στόν «Corriere della Sera» τής 25 Μάρτη 1932 («Ό θάνατος τοϋ Οδγκο Μπάσι καί τής Άνίτας Γκαριμπάλντι), στό ίτζοϊο γίνεται προσπάθεια νά άποκατασταθεΐ δ πατέρας Μπρεσάνι.
Τά Ιργα τού Μπρεσάνι «τέλος πάντων δέν μπορούν, δ σ ο ν ά φ ο ρ ά τ ό π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο , νά φΰ>- γουν άπό τή μέση μέ σ υ ν ο π τ ι κ έ ς καταδίκες». Ό Λούτσιο παραλληλίζει τό δοκίμιο τοϋ Ντέ Σάνκτις μέ Ινα ¿πίγραμμα τοϋ Μαντσόνι (δ όποΙος άν ρωτιόταν άν γνωρίζει τόν «'Εβραίο τής Βερόνας», θά άπαντοϋσε, σύμφωνα μέ τό ήμερολόγιο τής Μαργκερίτα ντί Κολένιο: «Έχω διαβάσει τΙς δύο πρώτες περιόδους" έμφανίζονται δυό φρουροί πού λένε « μ ή ν π ρ ο χ ω ρ ά τ ε » ) καί μετά άποκαλεΐ «συνοπτι- -κές» τΙς καταδίκες' δέν ύπάρχει κάτι τό Ιησουίτικο σ’ αύτό τό πονηρό παιχνιδάκι;
Καί άκόμα: «Δέν είναι β έ β α ι α συμπαθητικός δ τόνος μέ τόν όποίο αυτός, φερέφωνο τής άντίδρασης πού ά- κολούθησε τΙς κινητοποιήσεις τοϋ ’48 - ’49 παρουσίαζε καί Ικρινε τούς συνήγορους τών έθνικών έπιθυμιών: μά σέ περισσότερες άπό μία άπό τΙς άφηγήσεις του, κ υ ρ ί ω ς στόν « Ν τ ό ν Τ ζ ι ο β ά ν ι » ή στό « Κ ρ υ φ ό ς Ε ύ ε ρ γ έ τ η ς» (τόμοι XXVI - XXVII τής Civiltà Cattolica) , δέν λείπουν ύπαινιγμοί άνθρώπινου xäI χριστινανικοϋ οίκτου γιά τά θύματα- έπΐ μέρους έπεισόδια βγαίνουν δίκαια σ’ άπλετο φώς, δπως γιά παράδειγμα, δ θάνατος τοϋ Ούγκο Μπάσι καί τό σπαραχτικό τέλος τής Άνίτα Γκαριμπάλντι». Άλλά μήπως δ Μπρεσάνι μποροϋσε νά κάνει διαφορετικά; Καί είναι ιδιαίτερα άξιοσημείωτο γιά νά κρίνουμε τόν Λούτ τσιο, δτι αυτός θεωρεί σάν θετικό στόν Μπρεσάνι άκριβώς τόν ιησουιτισμό του καί τήν δημαγωγία του που είναι χαμηλής ποιότητας.
Φίλιππο Κρισπύ,Ui.
Έ να άπό τά πιό μπρεσανικά ντοκουμέντα τοϋ Κρισπόλ-
Ά λεα άντρο Λούτσιο.
τι είναι τό άρθρο «Ή μητέρα τού Λεσπάρντι», στή «Nuova Antologia» τής 16 Σεπτέμβρη 1929. Τό δτι καθαροί λόγιοι, πού είναι έρωτευμένοι άκόμα καί μέ τά άσήμαντα βιογραφικά έργα τών μεγάλων άνδρών, δπως δ Φερέτι, προσπάθησαν νά «άποκαταατήσουν» τή μητέρα τοϋ Λεσπάρντι, δέν προξενεί έκπληξη : άλλά οί Ιησουίτικες κολακείες πού δ Κρισπόλτι κάνει για τδ κείμενο τοϋ Φερέτι *, προξενούν άποστροφή. Συνολικά τδ δφος του είναι άπεχθές, διανοητικά καί ήθικά. Διανοητικά έπειδή δ Κρισπόλτι έρμηνεύει τήν ψυχολογία τού Λεσπάρντι μέ τούς νεανικούς «μεγάλους πόνους» (είναι βέβαια δικό του τδ άνέκδοτο χειρόγραφο μέ τά άπομνημονεύ- ματα στδ δποίο άναφέρεται δύο φορές), λόγω τού δτι είναι φτωχός, κακδς χορευτής καί άνιαρδς συντηρητικός: άπεχθής παρομοίωση. Ήθικά γιατί ή προσπάθεια νά δικαιολογηθεί ή μητέρα τού Λεσπάρντι είναι πενιχρή, σοφιστική, Ιησουίτι- κη μέ τήν τεχνική Εννοια τής λέξης. Είναι σίγουρο δτι δλες οί άριστοκράτισσες μητέρες στίς άρχές τού XIX αΙώνα ήταν σάν τήν Άντελάιντε Άντιτσι; θά μπορούσαν νά προσκομι- σθοϋν άφθονα άποδεικτικά στοιχεία γιά τδ άντίθετο, άκόμα καί τδ παράδειγμα τοϋ ντ’ Άτζέλιο δέν έξυπηρετεΐ, έπειδή ή τραχύτητα τής φυσικής άγωγής γιά νά φτιαχτούν στρατ τιώτες, είναι τελείως διαφορετική άπδ τήν ήθική καί συναισθηματική ξηρασία: δταν δ ντ’ Άντζέλιο παιδί άκόμα Εσπασε τδ μπράτσο του καί δ πατέρας του τδν προέτρεψε νά κρατήσει κρυφδ τδν πόνο μιά δλόκληρη νύχτα γιά νά μήν τρομάξει τή μητέρα του, ποιός δέν βλέπει πόσο φιλόστοργο οικογενειακό ύπόστρωμα περιέχεται στδ έπεισόδιο καί πώς αότδ θά ’πρεπε νά δώσει φτερά στδ παιδί καί νά τδ δέσει πιδ σφιχτά μέ τήν οικογένεια; (Αύτδ τδ έπεισόδιο τού ντ’ Άντζέλιο άναφέρεται σ’ ένα άλλο άρθρο τού ίδιου τεύχους τής «Nuova Antologia», «Περίπατος στδ Ρεκανάτι», τού Ά - λεσάντρο Βαράλντο). Ή ύποστήριξη τής μητέρας τού Λεο- πάρντι δέν είναι ένα ξεκάθαρο γεγονδς περίεργης πολυμά- θειας, είναι ένα ιδεολογικό στοιχείο, παραπλήσιο τής άπο- κατάστασης τών Βουρβώνων, κλπ.
* Τζιοϊάνι Φερέτι, «Leopardi», ΆχουΙλα 1929' (Σ η μ .Ι.έπ .).
287
Έ χ ω σημειώσει πώς δ Κρισπόλτι δέν διστάζει νά φέρει σάν παράδειγμα τδν ίδιο του τδν έαυτδ γιά νά κρίνει, τδν πόνο τοΰ Λεοπάρντι. Στό άρθρο του «Σκιές μαντσονια- νών μυθιστορημάτων» * δ Μαντσόνι φέρεται σάν παράδειγμα γιά νά αύτοκριθεΐ τδ μυθιστόρημα πού έχει πράγματι γραφτεί άπδ τδν Κρισπόλτι, τδ «Μιά μονομαχία» καί ένα άλλο μυθιστόρημα, τδ «Πίος X» πού δμως δέν γράφτηκε. Ή άλα- ζονεία τοΰ Κρισπόλτι φτάνει στά δρια τοΰ γελοίου: ο[ «Άρ- ραβωνιασμένοι» διαπραγματεύονται μιά «βάναυση άπαγόρευ- ση γιά ένα γάμο», τδ «Μιά μονομαχία» τοΰ Κρισπόλτι διοΐ(- πραγματεύεται τή μονομαχία' καί τά δύο άναφέρονται στήν άντίθεση πού ύπάρχει στήν κοινωνία άνάμεσα στή συμφωνία μέ τδ Εύαγγέλιο, πού καταδικάζει τή βία καί στή βάναυση χρήση τής βίας. Υπάρχει μιά διαφορά άνάμεσα στδν Μαντσό- νι καί τδν Κρισπόλτι: Ό Μαντσόνι προερχόταν άπδ τδν γιανσενισμό, δ Κρισπόλτι είναι ένας λαϊκός Ιησουίτης. Ό Μαντσόνι ήταν ένας φιλελεύθερος καί ένας δημοκρατικός τοδ καθολικισμού (άν καί άριστοκρατικοΰ τύπου) καί ύποστήρι- ζε τή πτώση τής πρόσκαιρης έξουσίας' δ Κρισπόλτι ήταν ένας κατάμαυρος άντι δραστικός καί τέτοιος παρέμεινε" άν ά- ποχωρίστηκε άπδ τήν παπική άδιαλαξία καί δέχτηκε νά γίνει γερουσιαστής τδ έκανε μόνο έπειδή ήθελε οί καθολικοί νά γίνουν τδ 6περ>-δεξιδ κόμμα τοΰ έθνους.
Είναι ένδιαφέρουσα ή πλοκή τοΰ μυθιστορήματος, πού δέν γράφτηκε «Πίος X», καί μόνο έπειδή άναφέρει δρισμίνες άντικειμενικές δυσκολίες πού παρουσιάζονται στή συνύπαρξή μας στή Ρώμη δύο μεγάλων δυνάμεων δπως ή μοναρχία καί δ Πάπας πού είναι άναγνωρισμένος σάν κυρίαρχος ήδη άπδ τΙς έγγυήσεις. Κάθε έξοδος τοΰ Πάπα άπδ τδ Βατικανό γιά νά διασχίσει τή Ρώμη άπαιτεί: 1) ύπερμεγέθη κρατικά έξοδα γιά τδν τιμητικό διάκοσμο πού άρμόζει στόν Πάπα* 2) είναι μιά άπειλή έμφύλιου πολέμου, γιατί είναι άναγκαίο νά έξαναγκαστοΰν τά προοδευτικά κόμματα νά μήν κάνουν διαδηλώσεις καί σιωπηρά βάζει τδ ζήτημα τοΰ έάν αύτά τά κόμματα θά μπορέσουν ποτέ νά φτάσουν στήν έξουσία μέ τδ
* Βλ. οτή «Νυονβ Α η ΐο ίο ^ » τί)ς 16 Φλεβάρη 1930 (Σ η μ .Ι .ίπ .) .
288
πρόγραμμά τους, δηλαδή Ιπιδρά στήν κυριαρχία τοϋ Κράτους δυσάρεστα.
Σέ Ενα άρθρο δημοσιευμένο στό «Momento» τοϋ Ίούνη1928 (πρώτη δεκαπεντάδα, πιθανά γιατί ξαναδημοσιεύτηκε άποσπασματικά άπό τήν «Fiera letteraria» * μετά άπ’ αύτή τήν περίοδο), ό Φίλιππο Κρισπόλτι διηγήθηκε δτι δπως, δ- ταν στα 1906 σκεφτόντουσαν στή Σουηδία νά δώσουν τό βραβείο Νόμπελ στόν Τζιόζουε Καρντούτσι, γεννήθηκε ή άμφιβολία δτι Ενα παρόμοιο πιστοποιητικό θαυμασμού στόν ύμνητή τοΟ Σατανά θά μποροΟσε νά προκαλέσει σκάνδαλο άνάμεσα στούς Καθολικούς: ζητήθηκαν γι’ αύτό πληροφορίες άπό τόν Κρισπόλτι, ό ¿ποιος τις Εδωσε γραπτώς, καί σέ μιά συνομιλία μέ τόν Σουηδό ύπουργό Ντέ Μπίλντ, στή Ρώμη. Οί πληροφορίες τοΟ Κρισπόλτι ήταν εύνοϊκές. "Ετσι τό βραβείο Νόμπελ στόν Καρντούτσι δέν θά δινόταν άπό κανέναν άλλο παρά άπό τόν Φίλιππο Κρισπόλτι.
"Ενας φημιαμένος παραβολικός ταραχοποιός.
Είναι ό Άντόνιο Μπρούερς, Ενα άπό τά πολλά πώματα άπό φελλό πού άνεβαίνουν στούς λασπωμένους λόφους μέ τΙς ταραγμένες κοιλάδες. Στό «Lavoro Fascista» τής 23 Αύγούστου1929 Κνει σάν πιθανή τήν ύπαρξη στήν ’Ιταλία μιδς φιλοσοφίας, «ή όποια αν καί δέν άναιρεΐ καμιά άπό τις συγκεκριμένες άξίες τοΟ ίδεαλισμοϋ, είναι σέ θέση νά συμπεριλάβει, στήν φιλοσοφική καί κοινωνική της άφθονία, τή θρησκευτική άναγκαιότητα. Αύτή ή φιλοσοφία είναι ό σπιριτουαλι- < ί̂ός, συνθετική θεωρία (!) ή δποία δέν άποκλείει τήν έ μ μονή, άλλά άπονέμει τά πρωτεία λογικής (!) στή μεταφυσική, άναγνωρίζει πρακτικά (!) τόν δυϊσμό καί ώς έκ τούτου άπονέμει στόν ντετερμινισμό, στή φύση, μιά άξία ή δποία συμβιβάζεται μέ τις άνάγκες τοϋ πειραματισμού». Αύτή ή θεωρία άνταποκρίνεται στό «κυρίαρχο δαιμόνιο τοϋ ίταλικοΟ γένους», τοϋ δποίου ό Μπρούερς, παρά τό έξωτικό του δνο-
- * Βλ. οτή «Fiera Letteraria» τής 17 Ίοόνη 1928 (Σ η μ .ί.έπ .) .
28919
μα, θά ήταν φυσικά, τδ ιστορικό, πνευματικό, 6μμονο, μετατ φυσικό, Ιδανικό, πρακτικό καί πειραματικό, καί Iπίσης θρησκευτικό Ιπιστέγασμα.
"Αντζελο Γκάτι.
Δικό του είναι τδ μυθιστόρημα «Ίλία καί ’Αλμπέρτο» πού δημοσιεύτηκε τδ 1931: μυθιστόρημα αύτοβιογραφικύ. Ό Γκάτι προσηλυτίστηκε στδν ίησουίτικο Καθολικισμό. "Ολο τδ κλειδί, δ κεντρικός κόμβος τοϋ μυθιστορήματος βρίσκεται σ’ αύτδ τδ γεγονδς δηλαδή: ή Ίλία, γυναίκα ύγιής δέχεται στδ στόμα τΙς σταγόνες άπδ τδ σάλιο ένδς φυματι- κοΰ, μ’ Ινα φτάρνισμα ή Ινα βήχα (ή δέν ξέρω πώς’ δέν Ιχω διαβάσει τδ μυθιστόρημα, άλλά μονάχα άναλύσεις) ή μέ κάτι άλλο’ γίνεται φυματική καί πεθαίνει.
Μοΰ φαίνεται παράξενο καί παιδαριώδες πού δ Γκάτι Ιπέμεινε σ’ αύτήν τήν μηχανική καί έπιφανειακή λεπτομέτ ρεια, πού δμως στδ μυθιστόρημα Θά πρέπει νά είναι σημαντική, γιά νά κρατήσει Ιναν κριτικό, θυμίζει τΙς συνηθισμένες βλακείες πού λένε οί μαμές γιά νά έξηγήσουν τΙς μολύνσεις. Ίσω ς ή Ίλία καθόνταν πάντα μέ άνοιχτδ τδ στόμα μπροστά στδν κόσμο πού Ιβηχε καί φταρνιζόταν στδ πρόσωπό της, μέσα στούς σιδηροδρόμους ή μέσα στά πλήθη δπου καθόμαστε συνωστισμένοι; Καί πώς μπόρεσε νά βεβαιώσει δτι άκριβώς έκείνη στάθηκε ή αιτία τής μετάδοσης; Ή μήπως πρόκειται γιά Ιναν άρρωστο δ δποΐος άπδ καλή θέληση μόλυ- νε τούς ύγιείς άνθρώπους; Είναι πραγματικά Ικπληκτικδ τδ δτι δ Γκάτι μεταχειρίστηκε μιά τέτοια f i c e l l e γιά τδ μυθιστόρημά του.
M uqovvo Τοικονιάνι.
Τδ μυθιστόρημα « Β ί λ λ α Μ π ε α τ ρ ί τ σ ε » , 'Ιστορία μιας γυναίκας δημοσιευμένο στδν «Pegaso» τοϋ 1931. Ό Τσικονιάνι άνήκει στήν δμάδα τών Καθολικών συγγρα
2 9 0
φέων τής Φλωρεντίας: Παπίνι, Ένρίκο Πέα, Ντομένικο Τζιουλιότι.
«Βίλλα Μπεατρίτσε» μπορεΐ v i όνσμαστεί τό μυθιστόρημα τής νεοσχολαατικής φιλοσοφίας τοϋ πατέρα Τζεμέλι, τό μυθιστόρημα τοΟ «ύλισμοϋ» Καθολικού, £να μυθιστόρημα «έμπειρικής ψυχολογίας» τόσο Αγαπητής στούς νεοσχολαστίτ χούς καί στούς Ιησουίτες; Σύγκριση άνάμεσα σέ ψυχοαναλυ- τικά μυθιστορήματα καί στό μυθιστόρημα τοϋ Τσικονιάνι. ΕΙνο« δύσκολο νά είπωθεϊ σέ τί ή θεωρία καί ή θρησκευτικόι- τητα τοϋ Καθολικισμού συνεισφέρουν στή δόμηση τοΟ μυθιστορήματος (στούς χαρακτήρες καί στό δράμα) : στόν έπίλο- γο ή έπέμβαση τοϋ Ιερέα είναι έξωτερική. Στήν Μπεατρίτσε ¿πιβεβαιώνεται μονάχα ή θρησκευτική άφύπνιση, καί οί μεταβολές στήν πρωταγωνίστρια θά μπορούσαν νά δικαιολογηθούν άκόμα καί άπό φυσιολογικές αίτιες μόνον. 'Ολη ή προσωπικότητα, έάν μπορεΐ νά γίνει λόγος γιά προσωπικότητα, τής Μπεατρίτσε, περιγράφεται λεπτομερέστατα σάν £να φαινόμενο τής φυσικής Ιστορίας, δέν παρουσιάζεται καλλιτεχνικά: ό Τσικονιάνι «γράφει καλά», μέ τήν χυδαία έννοια τής λέξης, δπως Θά «έγραφε καλά» μιά πραγματεία γιά τό παίί- ξιμο στό σκάκι. Ή Μπεατρίτσε «περιγράφεται» σάν ή προσωποποίηση καί τυποποίηση τής συναισθηματικής ψυχρότητας. ’Επειδή είναι «άνίκανη» νά άγαπήσει καί νά έρωτευτεί όποιονδήποτε άλλο (άκόμα καί τή μάνα καί τόν πατέρα της) μέ τρόπο ύπερβολικό καί da decalcomania; Αύτή είναι φυσιολογικά άτελής στά γεννητικά της δργανα, ύποφέρει φυρ σιολογικά στά Αγκαλιάσματα καί δέν θά μπορούσε νά κάνει παιδιά. ’Αλλά αύτή ή βαθιά άτέλεια (καί γιατί ή φύση δέν τήν έφτιαξε έξωτερικά άσχημη, άνεπιθύμητη, κλπ.; ’Αντίθεση τής φύσης!) ¿φείλεται στό γεγονός δτι αύτή ύποφέρει άπό τήν καρδιά της. Ό Τσικονιάνι πιστεύει δτι άπό τήν κατάσταση τοϋ γονιμσποιημένου ώαρίου ή νέα ύπαρξη πού κληρονομάει μιά όργανική άσθένεια προετοιμάζεται γιά νά άντισταθεΐ ένάντια στή μελλοντική έπίθεση τού κακού; νά πού τό ώάριο - Μπεατρίτσε, γεννημένο μέ άδύνατη καρδιά, κατασκευάζει iva άτελές σεξουαλικό δργανο πού θά τήν κάνει νά άπέχει άπό τόν έρωτα καί άπό κάθε συγκίνηση κλπ.
291
κλπ. Ό λη αύτή ή θεωρία είναι τοϋ Τσι-κονιάνι, είναι τό γενικό πλαίσιο τοϋ μυθιστορήματος: φυσικά ή Μπεατρίτσε δέν Ιχει συνείδηση αύτοΰ τοΰ προκαθορισμού τής φυσικής της ύπαρξης, δέν ένεργεΐ γιατί πιστεύει δτι είναι Ιτσι, άλλά è- νεργεΐ γιατί είναι έτσι έξω άπό τή συνείδησή της: στή πραγματικότητα, ή συνείδησή της δέν Αντιπροσωπεύεται, δέν εIr ναι μιά μηχανή πού έξηγεϊ τό δράμα. Ή Μπεατρίτσε είναι 2να «Ανατομικό κομμάτι» δχι μιά γυναίκα.
Ό Τσικονιάνι δέν Αποφεύγει τΙς Αντιθέσεις, έπειδή φαίνεται δτι πότε - πότε ή Μπεατρίτσε ύποφέρει έπειδή πρέπει νά είναι ψυχρή σάν αύτή ή δδύνη νά μήν ήταν αύτή ή ίδια ένας «πόθος», που θα μπορούσε νά έπιταχύνει τόν πόνο τής καρδιάς" φαίνεται λοιπόν δτι, μίνο ή σεξουαλική ένωση καί ή σύλληψη μέ τή γέννα ΘΑ είναι έπικίνδυνα «γιά τή φύση» Αλλά τότε ή φύση θά ’πρεπε νά είχε προβλέψει Αλλιώς γιά τή «σωτηρία» τής ώοθήκης τής Μπεατρίτσε: θά ’πρεπε νά τήν είχε κατασκευάσει «στείρα» ή καλύτερα «φυσιολογικά» Ανίκανη γιά σεξουαλική ένωση. Ό Ούγκο Όϊέτι έκθεΚασε δλο αύτό τό μπέρδεμα σάν έπίτευξη άπό μέρους τοϋ Τσικονιάνι τοϋ «καλλιτεχνικού κλασικισμού».
Ό τρόπος μέ τόν όποιο σκέφτεται δ Τσικονιάνι πιθανά είναι Ασυνάρτητος καί θά μπορούσε παρ’ δλα αύτά νά είχε γράψει ένα ώραΐο μυθιστόρημα’ άλλά Ακριβώς δέν είναι αύτή ή περίπτωση.
Γιά τόν Μπρούνο Τσικονιάνι γράφει δ ’Αλφρέντο Γκαρ- τζιοΰλο στήν «Italia Letteraria» τής 24 Αύγούστου 1930 (κεφ. XIX τοΰ 1900-1930) : «Ό άνθρωπος καί δ καλλι
τέχνης είναι για τόν Τσικονιάνι ένα μόνο πράγμα: έν τού- τοις αίσθάνεται τήν Ανάγκη νά δηλώσει Αμέσως, σχεδόν σέ ξεχωριστή θέση (! ) τή συμπάθεια πού έμπνέει δ άνθρωπος. 'Ο ύπέρ - Ανθρωπιστής Τσικονιάνι : Κάποια ύπέρβαση τών δρίων, ϊλαφριά κατά τ’ άλλα, στή φιλανθρωπία ρομαντικού ή σλάβικου τύπου: τί σημασία έχει; δ καθένας θά είναι διατεθειμένος νά τόν συγχωρέσει πρός τιμήν έκείνης τής αύ- θεντικής(!) θεμελιώδους εύσπλαχνίας». Άπό τή συνέχεια, δέν κατανοεΐται καλά αότό πού θέλει νά πεϊ δ ΓκαρτζιοΟλο:
είναι ίσως «τερατώδες» κριτικά δτι 6 άνθρωπος καί 6 καλλν τέχνης ταυτίζονται; Ή μήπως ή καλλιτεχνική δραστηριότητα δέν είναι ή άνθρωπότητα τοϋ καλλιτέχνη; Καί τί σημαίνει 1 κείνο τό έπίθετο «αύθεντική» καί τό άλλο «θεμελιώδης»; είναι συνώνυμα τοϋ έπιθέτου «άληθινός», που τώρα πιά Ιχει ύποτιμηθεϊ λόγω τής άοριστίας του.
Ανθρωπιά «αύθεντική» «θεμελιώδης» μπορεϊ συγκεκριμένα νά σημαίνει στό καλλιτεχνικό πεδίο, Ινα μόνο πράγμα: «ιστορικότητα» δηλαδή «έθνικό - λαϊκό» χαρακτήρα τοϋ συγι- γραφέα, έστω καί μέ τήν πλατιά έννοια τής «κοινωνικότητας», καί μέ άριστοκρατική έπίσης Εννοια, έπειδή ή κοινωνική όμάδα πού έκφράζεται είναι ιστορικά ζωντανή καί ή κοινωνική σύνδεση δέν έχει άμεσο «πρακτικό - πολιτικό — χαραχτήρα, δηλαδή νουθετικό — ήθικό, άλλά ιστορικό ή ή- θικό - πολιτικό.
θρη σκ ευτικά και διανοητικά συναισθήματα τοϋ X I X αΙώνα (μ έχρ ι τόν πρώτο 7ΐαγκόομιο τιόλεμο).
Τό 1921 ό έκδότης Μπόκκα τοϋ Τορίνο συγκέντρωσε σέ τρεϊς όγκώδεις τόμους, μέ πρόλογο τοϋ Ντ. Παρόντι, μιά σειρά άπό «’Εξομολογήσεις καί δμολογίες πίστης λογίων, φιλοσόφων, πολιτικών άνδρών» κλπ., πού είχαν προηγούμενα ■παρουσιαστεί στήν έπιθεώρηση «ΟοβηοΪΗΐιιη», πού δημοσιεύεται στό Λουγκάνο άπό τόν Μπινιάμι, σάν άπαντήσεις σ’ I να έρωτηματολόγιο πάνω στό θρησκευτικό συναίσθημα καί στίς διαφορετικές του σχέσεις. Ή συλλογή μπορεί νά είναι ενδιαφέρουσα γιά δποιον θέλει νά μελετήσει τά ρεύματα ά- πόψεων πού όπήρχαν στό τέλος τοϋ περασμένου αιώνα καί στήν άρχή τοϋ είκοστοΰ άνάμεσα στούς διανοούμενους, ιδιαίτερα τούς «δημοκρατικούς», άν καί είναι έλλιπής άπό πολλές άπόψεις.
"Ενα κριτήριο μεθόδου πού πρέπει νά Εχουμε μπροστά μας δταν έξετάζουμε τή στάση τών Ιταλών διανοουμένων άπέναντι στή θρησκεία (πρίν άπό τόν Συμβιβασμό) δίνεται άπό αϊτό: δτι στήν ’Ιταλία ο[ σχέσεις άνάμεσα στό Κράτος
καl τήν Έκκληάία ήταν πολύ πιό περίπλοκες άπ’ δ,τι στίς άλλες χώρες: τό v i είναι κανείς πατριώτης είχε τήν ϊννοια τοϋ νά είναι άντικληρικός, άν καί αύτοί ήταν Καθολικοί, τό· νά αισθάνεται κανείς «έθνικά» σήμαινε v i δύσπιστε! γιi τό Βατικανό καί γιά τις έδαφικές καί πολιτικές διεκδικήσεις. "Ας θυμηθούμε πώς τό «Corriere della Sera», σέ τοπική έ- κλογική άναμέτρηση στό Μιλάνο, πριν τό 1914, καταπολεμάει τήν ύποψηφιότητα τοϋ μαρκησίου Κορνάτζι, ποί» ήταν temporalista, προτιμώντας τήν έκλογή του σοσιαλιστή ύπο- ψήφιου.
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
’Ιταλοί διανοούμενοι. Καρντούτοι.
Ή κυρία Φοσκαρίνα Τραμ,πάουντι Φοσκαρίνι Ντέ Φερ- ράρι συμπλήρωσε δύο τόμους, «Ή σκέψη τοΰ Καρντούτσι» (Zanichelli, Μπολόνια) ίπ δλο τό ύλικό πού περιέχεται στους είκοσι τόμους τών έργων τοΰ Καρντούτσι, μέ μορφή ά- ναλυτ'.κοΰ - συστηματικοί) κατάλογου τών όνομάτων καί τών πραγ»ματευομένων ιδεών. Είναι άπαραίτητο γιά μ ιί έρευνα πάνω <ττΙς γενικές άντιλήψεις τοΰ Καρντούτσι καί τΙς Ιδέες του γιά τή ζωή. (Παραβ. τό άρθρο τοΟ Γκουίντο Μαντσά- νι, «Ή σκέψη τοΰ Καρντούτσι μέσα άπό τά περιεχόμενα τών έργων του», στό «Marzocco» στίς 3 Νοέμβρη 1929).
Νικόλα Τζινγκαρέλλι.
«Οί πολιτικές Ιδέες τοΰ Πετράρχη» «Nuova Antologia» 16 Ίούνη 1928.
01 άπόγονοι τον πατέρα Μπρεοάνι.
«Γκίτα, ή περίφημη κλέφτρα» (μυθιστόρημα τοΰ θερ- βάντες).
Μανταλένα Σαντόρο.
«Ό έρωτας ατούς δυνατούς», μυθκττόρημα, Μπέμποραντ, 1928 (ύπέρ - μπρεσανικό).
295
”.4/di A. Μηερνάρντι.
«Μορφές καί χρώματα Ιταλικής έπαρχιακής ζωής». Πιεμόντε, τομ. I, Zanichelli, Μπολόνια (νά γίνει βιβλιογραφία άπ δλες τΙς ουλλογές πού άσχολοΟνται μέ τήν έπαρ- χιακή ζωή καί πού ϊχουν μιά δριαμένη άξια. Βιβλιογραφία συνδεμένη μέ τό ζήτημα τής λαογραφίας).
296
Εθνική γλώσσα και γραμματική
Σημειώσεις για μιά εισαγωγή στη μελέτη της γραμματικής
Δοκίμιο τοϋ Κρότσε: «Αύτό τό στρογγυλό τραπέζι είναι τετράγωνο» *.
Τό δοκίμιο είναι λανθασμένο ¿χύμα καί σύμφωνα μέ τόν τρόπο μελέτης τοϋ Κρότσε (τής φιλοσοφίας τοϋ Κρό- τσε). Ό ίδιος 6 τρόπος μέ τόν δποΐο 6 Κρότσε χρησιμοποιεί τήν πρόταση δείχνει δτι αύτή είναι «έκφραστική», καί γ ι’ αύτό αΐτιολογημένη: μπορεΐ νά ειπωθεί τό Γδιο γιά κάθε «πρόταση», άκϊμα καί άν δέν είναι γραμματική «τεχνικά», πού μπορεΐ νά είναι έκφραστική καί αίτιολογημένη έπειδή έχει μιά λειτουργία, άκόμα καί άν είναι άρνητική (γιά νά ύποδειχτεΐ τό γραμματικά «λάθος» μπορεΐ νά γίνει χρήση ένός βαρβαρισμοϋ).
Τό πρόβλημα λοιπόν τοποθετείται μέ άλλο τρόπο, μέσα στούς δρους τής «πειθαρχίας στήν Ιστορικότητα τής γλώαι- σας» στήν περίπτωση τών «βαρβαρισμών» (πού έκφράζουν |ΐιάν άπουσία τής «διανοητικής πειθαρχίας, νεολαλισμός, έ- παρχιώτικη Ιδιαιτερότητα, άργκό κλπ.) ή μέ άλλους δρους (στή δεδομ!ένη περίπτωση τοδ δοκίίμιου τοϋ Κρότσε τό λάθος καθορίζεται άπό αύτό: δηλαδή δτι μιά τέτοια πρόταση μπορεΐ νά έμφανιστεΐ στήν παρουσίαση ένός «τρελοΰ», ένός μή φυσιολογικού, κλπ. καί νά άποκτήσει άπόλυτη έκφραστική
* Βλέπε Μπ. Κρότσε, «Προβλήματα αίο&ητικΑς», τρίτη 1x8ο- οη, οελ. 173 κ .ί . (Σ .Ι.έπ .)·
2 9 9
άξια' πώς είναι δυνατόν να παρουσιαστεί δτι -/¿ποιος δέν είναι «λογικός», έάν δέν τόν χάνουμε νά πει «παράλογα πράγματα» ;). Στήν πραγματικότητα, δλα αυτά πού είναι «σωστά άπό γραμματική άποψη» μποροϋν νά δικαιολογηθούν καί άπό άποψη αισθητική, λογική, κλπ., έάν τά βλέπουμε δχι μέ τήν ειδική λογική τής άμεσα μηχανικής έκφρασης, άλλά σάν στοιχεία μιας πιό έκτενοϋς καί περιεκτικής παρουσίασης.
Τό ζήτημα πού θέλει νά βάλει ό Κρότσε: «Τί είναι ή Γραμματική;» δέν μπορεϊ νά έχει λύση στό δοκίμιό του. Ή Γραμματική είναι «Ιστορία» ή «Ιστορική άπόδειξη»: είναι ή «φωτογραφία» μιας προσδιορισμένης φάσης μιάς έθνικής γλώσσας (συλλογικής) πού έχει διαμορφωθεί ιστορικά καί πού βρίσκεται σέ συχνή άνάπτυξη, ή τά βασικά στοιχεία μιας φωτογραφίας. Τό πραχτικό ζήτημα μπορεϊ νά είναι: σέ τί άποσκοπεΐ μιά τέτοια φωτογραφία; Γιά νά φτιάξουμε τήν Ιστορία μιας δψης τοϋ πολιτισμοϋ ή γιά νά τροποποιήσουμε μιάν δψη τοϋ πολιτισμού; Ή άξίωση τοΰ Κρότσε θά δ- δηγοϋσε στήν άρνηση κάθε άξίας σέ ένα σχήμα πού άντιπρο- σωπεύει μεταξύ τών άλλων μ ιά .........σειρήνα, γιά παράδειγμα: θά ήταν δυνατόν νά συμπεράνουμε δτι κάθε πρόταση θά πρέπει νά άνταποκρίνεται στό άληθινό ή στό ά λ η θ ο- φ α ν έ ς, κλπ.
(Ή πρόταση μπορεϊ νά μήν είναι αύτή καθαυτή λογική, άντιφατική, άλλά ταυτόχρονα νά είναι «συνεπής» μέσα σέ Ινα πλατύτερο πλαίσιο.).
Πόοες μορφές γραμματικής μπορούν νά υπάρξουν;
’Αρκετές, βεβαιότατα. Υπάρχει έκείνη πού είναι «συν- δεδεμένη» μέ τήν ίδια τή γλώσσα, καί Ιτσι κάποιος μιλάει «σύμφωνα μέ τή γραμματική», χωρίς νά τό γνωρίζει, πράγτ μα πού άκριβώς τό κεντρικό πρόσωπο τοΰ Μολιέρου έκανε στήν πρόζα χωρίς νά τό ξέρει. Οΰτε φαίνεται άχρηστη αύτή ή παραπομπή, έπειδή δ Παντσίνι («Όδηγός ιταλικής γραμματικής» 18.000 άντίτυπα) δέ φαίνεται νά κάνει διαχωρισμό άνάμεσα στή «γραμματική» καί στούς γραφτούς «κα
300
νόνες» για τούς όποιους προτίθεται να μιλήσει καί πού γΓ αυτόν φαίνεται δτι είναι ή μοναδική πιθανή ύπάρχουσα γραμματική. Ό πρόλογος τής πρώτης Εκδοσης είναι γεμάτος εύ- τράπελα, πού κατά τ’ άλλα, σε εναν συγγραφέα πού θεωρείται ειδικός σέ προβλήματα γραμματικής, Εχουν τή σημασία τους, δπως ή έπιβεβαίωση δτι «ΐμείς μπορούμε νά γράφουμε καί νά μιλάμε άκάμα καί χωρίς τήν γραμματική».
Στήν πραγματικότητα έκτδς άπό τήν «Ισχύουσα γραμματική» σέ κάθε γλώσσα, ύπάρχει έπίσης στήν πράξη, Ε- στω καί δχι γραφτή, μιά (ή περισσότερες) γραμματική «βασισμένη σέ κανόνες» καί Εχει δημιουργηθεί άπό τόν άμοιβαίο Ελεγχο, άπό τήν άμοιβαία έκπαίδευση, άπό τήν άμοιβαία «λογοκρισία», πού δηλώνονται μέ τΙς ¿ρωτήσεις: «Τί èwo- είς;», «Τί θέλεις νά πεις;», «Γίνε πιό σαφής», κλπ., μέ τήν γελοιοποίηση καί τόν έμπαιγμό, κλπ. 'Ολόκληρο αύτό ~ώ- σύμπλεγμα δράσεων καί άντιδράσεων συμβάλλουν στόν προσδιορισμό ένός γραμματικού κονφορμισμοϋ, δηλαδή στή θε- σμοποϊηση «κανόνων» καί κριτηρίων τής όρθότητας ή τής μή όρθότητας, κλπ. ’Αλλά αύτή ή «αύθόρμητη έκδήλωση» ένός κονφορμισμού στή γραμματική είναι άναγκαστικά ξεκομμέτ νη, άσυνεχής, περιορισμένη σέ έπαρχιακά κοινωνικά στρώματα ή σέ έπαρχιακά κέντρα. (Έ νας άγρότης πού μεταναστεύει στήν πόλη, λόγω τής πίεσης πού άσκεί έπάνω του τό περιβάλλον τής πόλης, καταλήγει στό νά συμμορφωθεί μέ τή γλώσσα πού μιλιέται στήν πόλη" στίς άγροτικές περιοχές γίνεται προσπάθεια μίμησης τής γλώσσας πού μιλιέται στήν πόλη- οΕ κατώτερες τάξεις προσπαθούν νά μιλούν δπως οί κυρίαρχες τάξεις καί οΕ διανοούμενοι κλπ.).
θ ά ήταν δυνατό να σκιαγραφηθεϊ ίνα πλαίσιο τής «γραμματικής τής βασισμένης σέ κανόνες» πού ένεργεί αυθόρμητα σέ κάθε δοσμένη κοινωνία, στό βαθμό πού αύτή τείνει νά ένοποιηθεΐ καί άπό έδαφική καί άπό πολιτιστική άποψη, δηλαδή στό βαθμό πού όπάρχει μιά διευθύνουσα τάξη πού τό Εργο της άναγνωρίζεται καί άκολουθεΐται. Ό άτ ριθμός τών «αύθόρμητων γραμματικών» ή «Ισχυσυσών γραμματικών» είναι άμέτρητος, καί θεωρητικά μπορεί νά είπωθεϊ δτι καθένας Εχει μιά δίκιά του γραμματική.
301
Παράλληλα δμως μ’ αύτόν τό «διαχωρισμό» πρέπει νά τονιστοδν πράγματι οί ίνωτικές κινήσεις, μικρότερου ή μεγαλύτερου πλάτους, καί δσον άφορά τήν έδαφική δκταση, καί δσον άφορά τόν «γλωσσολογικό δγκο». Οί γραφτές «γραμματικές οί βασισμένες σέ κανόνες», τείνουν νά άγκαλιάσουν δ- λόκληρο τό έθνος καί δλόκληρο τόν «γλωσσολογικό δγκο», γιά νά δημιουργήσουν 2ναν ένοποιητικό, έθνικό, γλωσσολο- γικό κονφορμισμό, πού κατά τ’ άλλα τοποθετεί τόν έκφρα- στικό «άτομισμό» σ’ 2να έπίπεδο ύψηλότερο, έπειδή δημιουργεί 2να σκελετό πιό εδρωστο καί δμοιογενή στόν έθνικό γλωσ- σολογικό όργανιαμό, τοϋ δποίου κάθε άτομο είναι ή άντανά- -κλαση καί δ έρμηνευτής. (Σύστημα Ταιηλορ καί αύτοδιδα- σκαλία).
Γραμματικές, πού έκτός άπό βασισμένες σέ κανόνες, είναι καί ιστορικές.
Είναι σαφές δτι 2νας συγγραφέας γραμματικής βασισμένης σέ κανόνες δέν μπορεΐ νά Αγνοήσει τήν ιστορία τής γλώσσας γιά τήν δποία θέλει νά προτείνει μιά «Υποδειγματική φάτ ση» σάν τή «μοναδική» άξια νά γίνει «όργανικά», καί «δλο- κληρωτικά» ή «κοινή» γλώσσα ένός Εθνους, πού βρίσκεται σέ Αγώνα καί συναγωνισμό μέ άλλες «φάσεις» καί είδη ή σχήματα πού ήδη ύπάρχουν (συνυφασμένες μέ παραδοσιακές άναπτύξεις ή μέ άπόπειρες μή όργανικές καί Ασυνεπείς δυνάμεων πού, δπως είδαμε, έργάζονται συνεχώς πάνω στίς αυθόρμητες καί ίσχύουσες «γραμματικές» τής γλώσσας). Ή ιστορική γραμματική δέν μπορεΐ νά μήν είναι «συγκριτική»: Ικφραση πού, δταν Αναλυθεί σέ βάθος δείχνει τή βαθιά συναίσθηση δτι τό γλωσσικό γεγονός, δπως κάθε άλλο ιστορικό γεγονός, δέν μπορεΐ νά Ιχει στενά προσδιορισμένα έθνικά σύνορα, άλλά δτι ή ίστορία είναι πάντοτε «παγκόσμια Εστορία» καί δτι οί έπί μέρους ιστορίες ζοδν μονάχα μέσα στά πλαίσια τής παγκόσμιας ιστορίας. Ή βασισμένη σέ κανόνες γραμματική Ιχει άλλους σκοπούς, Αν καί δέν μπορεΐ νά δημιουργήσει τήν έθνική γλώσσα Ιξω άπό τά πλαίσια τών άλλων γλωσσών, πού έπιδροϋν έπάνω της μέσα άπό Αναρίθμητους δρόμους πού είναι συχνά δύσκολο νά έλεγχθοϋν (ποιός μπορεΐ νά έλέγξει τήν προσφορά τών γλωσσολογικών νεωτερι
σμών πού όφείλονται ατούς έπαναπατρισθέντες μετανάστες, ατούς ταξιδιώτες, ατούς άναγνώστες ξενόγλωσσων περιοδικών, ατούς μεταφραστές κλπ .;).
Ή γραφτή γραμματική ή βασισμένη σέ κανόνες προϋποθέτει λοιπόν πάντοτε μιά «έπιλογή», μιά πολιτιστική κατεύθυνση, είναι δηλαδή πάντοτε μιά πράξη πολιτιστικο - έ- θνικής πολιτικής. Μπορεΐ νά γίνει συζήτηση γιά τόν καλύτερο τρόπο παρουσίασης τής «έπιλογής» καί τής «κατεύθυνσης» πού θά τΙς κάνει εύκολώτερα άποδεκτές, δηλαδή μπορεΐ νά γίνει συζήτηση γιά τά πιό κατάλληλα μέσα γιά τήν έπιτυχία τών σκοπών: δέν είναι δυνατό νά ϊχουμε άμφιβολία δτι ύπάρχει Ινας σκοπός πού πρέπει νά πετύχουμε, πού 2χει άνάγκη άπό Ικανά καί άνάλογα μέσα, δηλαδή πρόκειται γιά μιά πολιτική πράξη.
Ζητήματα: Ποιος φύσης είναι αύτή ή πολιτική πράξη, καί πρέπει νά έγείρει άντιθέσεις «άρχών», μιά ντέ φάκτο συνεργασία, άντιθέσεις ατά έπΐ μέρους σημεία, κλπ. ’Εάν ξεκινάμε άπό τήν προϋπόθεση νά συγκεντροποιήσουμε αύτό πού ήδη ύπάρχει διάχυτα διαδεδομένο άλλά άνόργανο καί άσι^ νεπές, φαίνεται σαφές δτι δέν είναι λογική μιά άντίθεση άρχών, άλλά άντίθετα μιά Ιμπραχτη συνεργασία καί μιά πρόθυμη άποδοχή δλων αύτών πού μπορούν νά έξυπηρετήσουν τή δημιουργία μιας κοινής έθνικής γλώσσας, ή μή ύπαρξη τής δποίας προσδιορίζει άντιθέσεις είδικότερα στίς λαϊκές μάζες, στίς όποιες είναι πιό στέρεες άπό δτι πιστεύεται οί τοπικές Ιδιαιτερότητες καί τά φαινόμενα τής κλειστής καί έπαρχιώτικης ψυχολογίας· πρόκειται συνολικά γιά μιά άνά- πτυξη τοϋ άγώνα ένάντια στόν άναλφαβητισμό, κλπ. Ή 2μ- πραχτη άντίθεση ύπάρχει ήδη στήν άντίσταση τών μαζών στό νά άποβάλουν συνήθειες καί ψυχολογικά είδικά χαρατ κτηριστικά. ’Ηλίθια άντίσταση πού καθορίζεται άπό τούς φανατικούς ύποστηρικτές τών διεθνών γλωσσών. Είναι ξεκάτ θαρο δτι σέ αύτή τή σειρά τών προβλημάτων δέν μπορεΐ νά συζητηθεί τό ζήτημα τοϋ έθνικοΰ άγώνα μιας κυρίαρχης κουλτούρας ένάντια στίς άλλες έθνικότητες ή ατά άπομεινά- ρια τών έθνικοτήτων.
Ό Παντσίνι ούτε κάν βάζει αύτά τά προβλήματα καί
303
γι’ αύτό τά γραμματικά του δημοσιεύματα είναι διφορούμενα, Αντιφατικά, αίωρούμενα. Δέν βάζει γιά παράδειγμα τό πρό- βλήμα ποιό είναι σήμερα, Απά τά κάτω, τό κέντρο Ακτινοβολίας τών γλωσσολογικών νεωτερισμών, πού δμως δέν έχει μικρή πρακτική σημασία: Φλωρεντία, Ρώμη, Μιλάνο. ’Αλλά κατά τ’ άλλα δέν βάζει οδτε καί τό πρόβλημά έάν ύπάρχει (καί ποιό είναι) 2να κέντρο αύθόρμητης ακτινοβολίας άπί
τά πάνω, δηλαδή μέ σχετικά όργανική μορφή, συνεχή, Αποτελεσματική, καί έάν αύτή μπορεϊ νά κανονιστεί καί νά έν- τατικοποιηθεϊ.
Παραδοσιακές έατίες ακτινοβολίας γλωοαολογιχών νεωτερισμών και ένός έ&νικον γλωσαολογικον
κονφορμιομον στις έ&νικές μάζες.
1) Τό σχολείο' 2) οί έφημερίδες- 3) οΐ ϊντεχνοι καί λαϊκοί ποιητές' 4) τό θέατρο καί 6 όμιλών κινηματογράωος· 5) τό ραδιόφωνο- 6) ο£ δημόσιες συγκεντρώσεις κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων καί τών θρησκευτικών* 7) οΙ σχέσεις «συναναστροφής» Ανάμεσα στά οιάφορα λίγο - πολύ καλλιεργημένα στρώματα τοΰ πληθυσμού*· 8) οί τοπικές διάλεκτοι, έννοούμενες μέ διάφορους τρόπους (άπό τΙς τοπικά πιό στενές διαλέκτους μέχρι έκεΐνες πού Αγκαλιάζουν συμπλέγματα έπαρχιών κάπως μεγαλύτερης ϊκτααης: 2τσι δπως ή Ναπολιτάνικη διάλεκτος γιά τή μεσημβρινή Ιταλία, ή διάλεκτος τοΰ Παλέρμο καί τής Κατάνια γιά τή Σικελία, κλπ.).
Έπειδή ή διαδικασία διαμόρφωσης, διάδοσης καί άνά-
* Έ ν α ζήτημα πού δέν τοΟ δίνεται ή οημαοΐα πού τοΟ Αρμόζει, συνίοταται οτό μέρος έχεΐνο τ<3ν οτιχουργημένων «λέξεων» πσί» άποατηθίζονται μέ τή μορφή τραγουδ«3ν, κομματιών άτΛ ϊργα κ .λ .π. "Ας σημειωθεί δτι 6 λαός δέ φροντίζει ν’ Αποστηθίσει καλά αϋτές τΙς λέξεις, πού συχνά είναι παράξενες, παμπάλαιες, άλλδχοτες, άλλά τΙς μετατρέπει οέ περιττολογίες χρήοιμες μονάχα γιά νά θυμόμαστε τή μελωδία τους.
304
πτύξης μιας ένιαίας έθνικής γλώσσας Επιτυγχάνεται διά μέσου ένδς πολύπλοκου συστήματος μοριακών διαδικασιών είναι χρήσιμο νά γνωρίζουμε τή διαδικασία στδ σύνολό της, γιά νά είμαστε σέ θέση νά παρέμβουμε δραστικά σ’ αύτή μέ τδ μεγαλύτερο δυνατδ άποτέλεσμα. Αύτή τήν έπέμβαση δέν είναι άνάγκη νά τήν θεωρήσουμε σάν «καθοριστική» καί νά φανταστοΟμε δτι θά πετύχουμε τους στόχους, που έχουμε βάλει, δλοκληρωτικά, δτι δηλαδή θά έπιτύχουμε μιά κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν η ένιαία γλώσσα: (θά πετύχουμε μιά έ ν ι α ΐ α γ λ ώ σ σ α , μόνον έάν αύτή άποτελεΐ μιά άναγκαιότητα, καί ή όργανωθεΐσα έπέμβαση θά έπιταχύνει τούς χρόνους τής ήδη ύπάρχουσας διαδικασίας. Τδ ποιά θά είναι έτσι ώστε νά πετύχουμε τή γλώσσα αύτή, δέν μπορεϊ νά προβλε- φτεί καί νά καθοριστεί: σέ κάθε περίπτωση, έάν ή έπέμβαση είναι «λογική» αύτή θά είναι όργανικά δεμένη μέ τήν παράδοση, πράγμα πού δέν είναι μικρής σημασίας γιά τήν οικονομία τής κουλτούρας.
Οί όπαδοί τής θεωρίας τού Μαντσόνι καί οΐ «κλασικιστές» είχαν ένα είδος γλώσσας πού θά δημιουργούσαν τΙς προϋποθέσεις ώστε νά ύπερισχύσει. Δέν είναι σωστό νά ποϋ- με δτι αύτές οί συζητήσεις ήταν άχρηστες καί δέν άφησαν σημάδια στήν σύγχρονη κουλτούρα, άν καί αύτά δέν είναι πολύ μεγάλα. Στήν πραγματικότητα, σ’ αύτόν τόν τελευταίο αιώνα έξαπλώθηκε ή ένιαία κουλτούρα καί γ ι’ αύτό τό λόγο έξαπλώθηκε καί μιά ένιαία κοινή γλώσσα. ’Αλλά συνολικά ή ιστορική διαμόρφωση τού Ιταλικού έθνους ϊγινε μέ πολύ άργδ ρυθμό. Κάθε φορά πού βγαίνει στήν έπιφάνεια, μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο, τδ γλωσσικό ζήτημα, σημαίνει δτι μπαίνουν μιά σειρά άπδ άλλα προβλήματα: δπως, ή διαμόρφωση καί ή διαπλάτυνση τής διευθύνουσας τάξης, ή άνάγκη νά καθοριστούν πιδ βαθιές καί σίγουρες σχέσεις άνάμεσα στίς διευθύνουσες όμάδες καί τήν έθνικολαϊκή μάζα, δηλαδή νά ξαναοργανοΛεϊ ή πολιτιστική ήγεμονία. Σήμερα έχουν διαπιστωθεί διάφορα φαινόμενα πού ύποδεικνύουν τήν άναγέν- νηση τέτοιων ζητημάτων: δπως δημοσιεύματα τών Παντ<Λ- νι, Τραμπάλτσα, ’Αλλοντόλι, Μονέλλι, δημοσιεύματα στίς ί-
30520
φημερίδες, έπεμβάσεις τών συνδικαλιστικών διευθυντικών όρ- γάνων κλπ.
Διάφορα είδη γραμματικής βασισμένης σέ κανόνες.
Γιά, τά σχολεία, γιά τούς ύποτίθεται καλλιεργημένους. Στήν πραγματικότητα, ή διαφορά όφείλεται στό διαφορετικό βαθμό διανοητικής Ανάπτυξης τοϋ άναγνώστη ή τοϋ μελετητή καί γ ι’ αύτό διαφορετική τεχνική πού πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά κάνουμε κατανοητή ή πιό δυνατή τήν όργανική γνώση τής έθνικής γλώσσας στά παιδιά, πρός τά όποια δέν μπορεΐ νά παραμεληθεί σάν κάτι τό διδακτικά άφηρημένο λόγω μιας δρισμένης αύταρχικής αύστηρότητας, Ανατρεπτικής («είναι άνάγκη νά τό ποϋμε Ετσι»), καί στούς «άλλους», πού άντίθετα πρέπει νά «πειστοϋν» γιά νά τούς κάνουμε νά άποδεχθοϋν έλεύθερα μιά καθορισμένη λύση σάν τήν καλύτερη (πού Ιχει Αποδειχτεί ή καλύτερη λόγω τής έπιτυχίας τοϋ σκοποΰ πού Ιχει προταθεί καί Ιχει γίνει Αποδεκτός, άν Ιχει γίνει Αποδεκτός).
Δέν πρέπει έκτός άπό αύτά νά ξεχνάμε δτι στήν παραδοσιακή μελέτη τής γραμματικής τής βασισμένης σέ κανόνες Ιχουν παρεμβληθεί άλλα στοιχεία άπό τό διδακτικό πρόγραμμα γενικής έκπαίδευσης, δπως έκεϊνο δρισμένων στοιχείων τής τυπικής λογικής: θά μπορεί νά γίνει συζήτηση έάν αύτή ή παρεμβολή είναι κατάλληλη ή δχι, έάν ή μελέτη τής τυπικής λογικής είναι δικαιολογημένη ή δχι (φαίνεται δτι είναι δικαιολογημένη καί έπίσης φαίνεται δικαιολογημένο δτι συνοδεύεται άπό έκείνη τής γραμματικής, περισσότερο άπό έκείνη τής Αριθμητικής, κλπ., λόγω τής φυσικής τους δμοιότητας καί έπειδή, μαζί μέ τή γραμματική, ή τυπική λοτ γική Ιχει σχετικά Αναζωογονηθεί καί Ιχει γίνει πιό εδκο- λη) Αλλά δέν πρέπει νά παραμελήσουμε τό ζήτημα.
'Ιστορική γραμματική καί γραμματική βασισμένη σέ κανόνες.
Δο< ι̂ένου δτι ή γραμματική βασισμένη σέ κανόνες εΐ-
ναι μιά πολιτική πράξη, καί δτι μόνον ξεκινώντας άπ’ αύ- τήν τήν άποψη μπορεϊ νά δικαιολογηθεί «έπιστημονικά» ή ύπαρξή της, καί ή τεράστια ύπομονετική έργασία, πού ά- παιτεϊται γιά τήν κατανόησή της (πόση δουλειά πρέπει νά κάνουμε, ώστε άπό τΙς έκατοντάδες χιλιάδων νεοσύλλεκτων τής πιό άνόμοιας καταγωγής καί πνευματικής προπαρασκευής νά πρσκύψει ένα; στρατός δμοιογενής καί Ικανός νά κινηθεί •καί νά ένεργήσει πειθαρχημένα καί ταυτόχρονα: δπως έπί- σης πόσα «πρακτικά καί θεωρητικά μαθήματα» γιά τούς κανονισμούς κλπ.) πρέπει νά συσχετιστεί μέ τήν Εστορική γραμματική.
Τό δτι δέν είναι καθορισμένη αύτή ή σχέση έξηγεΐ πολλές άσυνέπειες τών γραμματικών βασισμένων σέ κανόνες, μέχρι έκείνων τής γραμματικής Τραμπάλτσα - Άλλοντόλι. Πρόκειται γιά δύο πράγματα ξεχωριστά καί έν μέρει διαφορετικά, δπως είναι ή Εστορία καί ή πολιτική, πού δμως δέν μπορούμε νά τΙς φανταστούμε άνεξάρτητα τή μιά άπό τήν άλλη: δπως π.χ. ή πολιτική τής 'Ιστορίας. Κατά τ* άλλα, •έπειδή ή μελέτη τών γλωσσών σάν πολιτιστικό φαινόμενο γεννήθηκε άπό πολιτικές άνάγκες (λίγο - πολύ συνειδητές καί πού έκφράστηκαν συνειδητά), οί άναγκαιότητες τής γραμματικής τής βασισμένης σέ κανόνες ϊχουν έπιδράσει στήν Εστορική γραμματική καί στίς «νομοθετικές άντιλήψεις» της (ή τουλάχιστον αύτό τό παραδοσιακό στοιχείο ένίσχυσε τόν περασμένο αίώνα τήν έφαρμογή τής φυσικής - θετικ(τ στικης μεθόδου στήν μελέτη τής ιστορίας τών γλωσσών πού γινότανε άντιληπτή σάν «έπιστήμη τής γλώσσας»). Άπό τήν γραμματική τοϋ Τραμπάλτσα καί άπό τό έπικριτικό άρθρο τοϋ ΣκιαφΙνι («Nuova Antologia», 16 Σεπτέμβρη 1934) φαίνεται πώς άκόμα καί άπό τούς Ιπονομαζάμεσους «Ιδεαλιστές» δέν Εγινε κατανοητή ή άνανέωση πού έπέφεραν στήν έπιστήμη τής γλώσσας οί θεωρίες τοϋ Μπάρτολι. Ή τάση τοϋ «ιδεαλισμού» βρήκε τήν πιό όλοκληρωμένη Εκφρασή της στόν Μπερτόνι: πρόκειται γιά μιά έπιστροφή σέ παλιές δημαγωγικές άντιλήψεις, στίς «ώραΐες» καί «άσχημες» λέξεις αύτές καθαυτές, άντιλήψεις λουστραρισμένες ξανά μέ μιά νέα ψευτοεπιστημονική γλώσσα. Στήν πραγματικότητα, προ-
307
σπαθοϋν νά βρουν μιά έξωτερική δικαιολόγηση τής γραμματικής τής βασισμένης σέ κανόνες άφού προηγουμένως έχουν «άποδείξει» άλλο τόσο έξωτερικά τήν θεωρητική καί τήν πρακτική της «μή χρησιμότητα».
Τό δοκίμιο τού Τραμπάλτσα για τήν «'Ιστορία τής Γραμματικής» μπορεΐ νά μάς προσφέρει χρήσιμες ύποδείξεις γιά τΙς άλληλεπιδράσεις άνάμεσα στήν Ιστορική γραμματική (ή καλύτερα στήν ιστορία τής γλώσσας) καί τήν γραμματική τή βασισμένη σέ κανόνες, στήν Ιστορία τού προβλήματος κλπ.
Γραμματική και Τεχνική.
Είναι δυνατών νά τεθεί τό ζήτημα γιά τήν γραμματική δπως μπορεΐ νά τεθεί γιά τήν «τεχνική» γενικά; Ή γραμματική είναι μονάχα ή τεχνική τής γλώσσας; Είναι, έν πάση περιπτώσει, δικαιολογημένη ή τοποθέτηση τών Ιδεαλιστών πού άπορέει ειδικότερα άπό τόν Τζεντίλε, γιά τήν μή χρησιμότητα τής γραμματικής καί γιά τόν άποκλεισμό της άπό τή σχολική έκπαίδευση; "Οταν μιλάμε (έκφραζόμαστε μέ. τΙς λέξεις) μέ έναν τρόπο ιστορικά προσδιορισμένο άνάλογα. μέ έθνη ή μέ γλωσσικές περιφέρειες, μπορούμε νά μή λάβουμε ύπ’ ίψη μας στήν διδασκαλία αύτόν τόν «Ιστορικά, προσδιορισμένο τρόπο»; "Αν παραδεχτούμε δτι ή πατροπαράδοτη γραμματική ή βασισμένη σέ κανόνες είναι άνεπαρκήςν είναι άραγε αύτός ένας λόγος άρκετός τόσο, ώστε νά μήν διδάσκεται καμιά γραμματική, δηλαδή νά μή φροντίσουμε μέ. κανένα τρόπο νά έπιταχύνουμε τήν έκμάθηση τού προσδιορισμένου τρόπου όμιλίας μι&ς όρισμένης περιφέρειας μέ κοινή γλώσσα, άλλά νά άφήσουμε τήν «έκμάθηση τής γλώσσας στήν καθημερινή διάλεκτο», σύμφωνα μέ αύτή ή άλλες έκφράσεις τοϋ είδους πού χρησιμοποιούνται άπό τόν Τζεντίλε καί τούς όπαδούς του; Πρόκειται, κατά βάθος, γιά μιά μορφή «φιλελευθερισμού» άπό τΙς πιό παράξενες καί άλλόκοτες.
Διαφορές άνάμεσα στόν Κρότσε καί τόν Τζεντίλε. "Οπως συνήθως, 6 Τζεντίλε βασίζεται στόν Κρότσε, μεγαλο
308
ποιώντας σέ σημείο παράλογο μερικές του θεωρητικές τοποθετήσεις. Ό Κρότσε ύποστηριζει δτι ή γραμματική δέν άτ ■ποτελεί μέρος καμιάς άπό τΙς πνευματικές θεωρητικές δραστηριότητες πού έπεξεργάστηκε, άλλα καταλήγει μέ τό νά 6ρίσκει στήν «πράξη» μιά δικαιολόγηση γιά άρκετές δραστηριότητες πού έχει άρνηθεί θεωρητικά: δ Τζεντίλε άπο- κλείει καί άπό τήν πρακτική, σ’ Ινα πρώτο στάδιο, αύτό πού άρνείται θεωρητικά, προσπαθώντας κατόπιν νά βρεί μιά θεωρητική δικαιολόγηση γιά τΙς πιό ξεπερασμένες καί τεχνικά άδικαιολόγητες πρακτικές έκδηλώσεις.
• Πρέπει νά μάθουμε «συστηματικά» τήν τεχνική; Έ χει συμβεϊ πολλές φορές νά άντιτάσσεται στήν τεχνική τοΰ Φόρντ έκείνη τών χειροτεχνιτών τού χωριού. Μέ πόσους τρόπους μαθαίνεται ή «βιομηχανική τεχνική»: χειροτέχνης, κατά τή διάρκεια τής ίδιας τής δουλειάς στό έργοστάσιο, παρατηρώντας πώς δουλεύουν οί άλλοι (καί έτσι αυτό γίνεται μέ μεγαλύτερο χάσιμο χρόνου, μέ μεγαλύτερο κόπο καί μερικά) μέ τά έπαγγελματικά σχολεία (στά όποια μαθαίνεται συστηματικά δλόκληρη ή τέχνη, άν καί μερικές γνώσεις πού ϊχουν διδαχθεί θα χρησιμέψουν λίγες μόνον φορές σ’ δλη τή ζωή ή μπορεΐ καί ποτέ) ' μέ τόν συνδυασμό διαφόρων τρόπων, μέ τό σύστημα δηλαδή Ταίηλορ - Φόρντ πού δημιουργεί Ινα νέο είδος έξειδίκευσης καί τέχνης περιορισμένης σέ δρισμένα έργοστάσια καί Ιπίσης μέ μηχανές ή φάσεις τής παραγωγικής διεργασίας.
Ή γραμματική ή βασισμένη σέ κανόνες, ή δποία μονάχα άφαιρετικά μπορεί νά άποκοπεί άπό τήν ζωντανή γλώσσα, προσπαθεί νά κάνει εύκολονόητο δλον τόν όργανισμό τής προσδιορισμένης γλώσσας, καί νά δημιουργήσει μιά πνευματ τική στάση τέτοια πού κάνει τούς άνθρώπους ικανούς νά προσανατολίζονται πάντα στό γλωσσολογικό περιβάλλον. (Βλέπε σημείωση για τή μελέτη τής Λατινικής γλώσσας στά κλασικά σχολεία) *.
Καί άν άκόμα ή γραμματική άποκλειστεί άπό τά σχο
* Βλέπε Άντόνιο Γκρά|ΐοι «01 διανοούμενοι καί ή ¿ργάνωση τί)ς κουλτούρας». [Σ .ί.έπ .].
309
λεία καί πάψει νά «γράφεται», δέν μπορεΐ νά αποκλειστεί άπό τήν πραγματική «ζωή» για τόν ίδιο λόγο, δπως ήδη ειπώθηκε σέ άλλη σημείωση : άποκλείεται μονάχα ή όργανω- μένη ένιαία παρέμβαση στήν έκμάθηση τής γλώσσας καί στήν πραγματικότητα άποκλείονται άπό τήν έκμάθηση τής λόγιας γλώσσας οί έθνικολαϊκές μάζες, έπειδή τό άνώτερο κυρίαρχο στρώμα, πού παραδοσιακά μιλάει «τή σωστή γλώσσα», μεταδίδει άπό γενιά σέ γενιά μέ μια άργή διαδικασία πού άρχίζει άπό τά πρώτα τραυλίσματα τού μωρού κάτω άπό τήν καθοδήγηση των γονιών, καί συνεχίζεται στίς συζητήσεις (μέ τούς δικούς του «λέγεται Ιτσι», «πρέπει νά λέγε-, ται έτσι», κλπ.) γιά δλη τή ζωή: στήν πραγματικότητα ή γραμματική μελετιέται «πάντα», κλπ. (μέ τήν μίμηση τών προτύπων πού θαυμάζονται κλπ.). Στή θέση τοϋ Τζεντίλε Ιμπεριέχεται πολύ περισσότερο πολιτική άπό δσο νομίζεται καί μεγάλη ποσότητα μή συνειδητής άντιδραστικότητας, καί, δπως κατά τά άλλα έχει σημειωθεί άλλες φορές σ’ άλλες περιπτώσεις, ύπάρχει δλη ή άντιδραστικότητα τής παλιάς φιλελεύθερης άντίληψης, ύπάρχει Ινα «δσα πάνε κι δσα έρθουν», πού δέν είναι δικαιολογημένο, δπως ήταν στόν Ρουσ- σώ (καί δ Τζεντίλε δέχεται περισσότερο άπό δσο πιστεύεται τή θεωρία τοϋ Ρουσσώ) άπό τήν άντίθεση στήν παραλυσία τής Ίησουίτικης σχολής, άλλά Εχει γίνει μιά άφηρημένη Ιδεολογία, «μή Ιστορική».
Τό λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα».
Φαίνεται ξεκάθαρο δτι τό De vulgari eloquentia τοϋ Ντάντε πρέπει νά θεωρηθεί ούσιαστικά σάν μιά πράξη έθνι- κο - πολιτιστικής πολιτικής (μέ τήν ϊννοια δτι έθνικό ύπήρ- χε έκείνη τήν έποχή καί στόν Ντάντε), δτι δηλαδή μιά άποψη τοϋ πολιτικού άγώνα ήταν πάντοτε αύτό πού όνομάζε- ται «γλωσσικό ζήτημα» καί άπό αύτήν τήν άποψη γίνεται ένδιαφέρον ώστε νά μελετηθεί. Αύτή ήταν μιά άντίδραση τών διανοούμενων στήν καταστροφή τής πολιτικής ένότητας πού ύπάρχει στήν Ιταλία μέ τό δνομα τής «’Ισορροπίας τών
310
Ιταλικών κρατών», στην καταστροφή καί στήν Αποσύνθεση τών οικονομικών καί πολιτικών τάξεων, πού άρχισαν να διαμορφώνονται μετά τό 1000 μαζί μέ τή διαμόρφωση τών Δήμων καί Αντιπροσωπεύει τήν προσπάθεια πού μπορούμε να πούμε δτι πέτυχε ώς iva σημαντικό βαθμό να διατηρηθεί ή ¿κύμα περισσότερο νά δυναμώσει Iva ένιαΐο στρώμα διανοουμένων, ή ύπαρξη τών όποιων θά ’πρεπε νά είχε μιά μεγάλη σημασία στα 1700 καί 1800 (κατά τή διάρκεια τού Ριζορτζιμέντο). Τό βιβλιαράκι τού Ντάντε ϊχει καί αυτό μεγάλη σημασία γιά τήν έποχή κατά τήν όποία γράφτηκε: δχι μονάχα στήν πράξη, άλλα άνάγοντας τήν πράξη σέ θεωρία, οί ’Ιταλοί διανοούμενοι τής περιόδου άκμής τών Δήμων, κόβουν τα δεσμά τους μέ τή Λατινική γλώσσα καί δικαιώνουν τήν λαϊκή, έξυψώνοντάς την ένάντια στόν λατινί- ζοντα «μανδαρινισμό», τήν Γδια έποχή κατά τήν δποία ή λαϊκή γλώσσα Ιχει τόσες μεγάλες καλλιτεχνικές έκδηλώσεις. Τό δτι ή προσπάθεια τού Ντάντε είχε άπεριόριστη άνανεωτι- κή σημασία, φαίνεται άργότερα μέ τήν έπιστροφή τής λατινικής σάν γλώσσας τών καλλιεργημένων (καί έδώ μπορούμε νά παρεμβάλουμε τό ζήτημα τής διπλής φυσιογνωμίας τού Ού- μανισμοΰ καί τής Αναγέννησης, πού ήταν ουσιαστικά Αντιδραστικά ρεύματα άπό έθνικο - λαϊκή άποψη καί προοδευτικά σαν Ικφραση τής πολιτιστικής άνάπτυξης τών Ιταλικών καί ευρωπαϊκών όμάδων διανοουμένων).
311
Γλωσσολογία
Ό Τζούλιο Μπερτόνι καί ή Γλωσσολογία.
θά ήταν άναγκαϊο v i γράψουμε 2να άρθρο κατακριτι- κής γιά τόν Μπερτόνι σάν γλωσσολόγο, λόγω τών θέσεων πού πήρε τελευταία μέ τό κείμενο πού έγραψε στό «Μικρό Εγχειρίδιο τής Γλωσσολογίας» καί στό βιβλιαράκι πού δημοσίευσε 6 Πετρίνι.
Μοϋ φαίνεται δτι μπορεΐ νά άποδειχτεϊ δτι δ Μπερτόνι οΰτε μπόρεσε νά δώσει μιά γενική θεωρία γιά τούς νεωτερισμούς πού έπέφερε στή γλωσσολογία δ Μπάρτολι, οδτε μπόρεσε νά καταλάβει άπό τί συΆ'στανται αύτοί οί νεωτερισμοί καί ποιά θά είναι ή πρακτική καί θεωρητική τους σψ μασ: α.
Κατά τ’ άλλα, στό άρθρο γιά τΙς γλωσσολογικές μελέτες στήν ’Ιταλία, πού δημοσιεύτηκε πρίν μερικά χρόνια στδ «Leonardo», δχι μόνο δέν κάνει κανένα διαχωρισμό άνάμε- σα στόν Μπάρτολι καί στους δμοίους του, άλλά άντίθετα, Ιτσι δπως συμβαίνει μέ τή φωτοσκίαση τόν τοποθετεί σέ δεύτερη μοίρα, σέ άντίθεση μέ τόν Καζέλλα, δ δποίος σέ 2να πρόσφατο άρθρο του στό «Marzocco» * πού άναφέρεται στή Μισελλάννα τοΰ Άσκολι, άποκαλύπτει τήν καινοτομία τοδ Μπάρτολι: στό άρθρο τοΟ Μπερτόνι στό «Leonardo» πρέπει νά τονιστεί τό πώς δ Κάμπους παρουσιάζεται παρόλα αύτά
* H ipio Κχζέλλα, Ή κληρονομία τοΟ ’ AcxoX·. κχΐ ή σημερινή Ιταλική γλωο-ολογ'α, στό «Μαρτζάκο», τοΟ ’Ιούλη 1930 (Σ Λ .ί~ .) .
312
άνώτερος άπό τόν Μπάρτολι, παρά τό γεγονός δτι οί μελέτες του γιά τά Άρειο - Ευρωπαϊκά ούρανικά σύμφωνα, δέν είναι άλλο άπό μηφά δοκίμια στά όποια έφαρμόζεται άπλά καί ξεκάθαρα ή γενική μέθοδος τοϋ Μπάρτολι καί δφείλον- ταν στίς συμβουλές τοϋ ίδιου τοϋ Μπάρτολι" είναι δ Μπάρτο- λι πού (Αφιλοκερδώς) έδωσε άξία στόν Κάμπους καί πάντα προσπαθούσε νά τόν προο>θήσει στήν πρώτη γραμμή : δ Μπερτόνι, ίσως δχι χωρίς άκαδημαϊκή μοχθηρία, σέ Ινα άρθρο δπως έκεϊνο πού δημοσιεύτηκε στό «Leonardo» καί στό δ- ποίο έπρεπε σχεδόν νά μετρηθούν οί λέξεις πού είχαν άφιε- ρωθεϊ σέ κάθε μελετητή, γιά νά δώσει μιά δρθή προοπτική, συνδύασε τά πράγματα έτσι, ώστε δ Μπάρτολι νά μπει σέ μιά γωνίτσα. Λάθος τοϋ Μπάρτολι νά συνεργαστεί μέ τόν Μπερτόνι στήν συγγραφή τοΰ «Εγχειρίδιου», καί τονίζω λάτ θος καί έπιστημονική ύπευθυνότητα. Ό Μπάρτολι χαίρει έ- κτίμησης γιά τό συγκεκριμένο τών έργων του: άφήνοντας ■δμως στόν Μπερτόνι νά γράψει τό θεωρητικό μέρος άποπρο- σανατολίζει τούς φοιτητές καί τούς σπρώχνει σέ Ιναν δρόμο ■ψεύτικο: σ’ αύτήν τήν περίπτωση ή μετριοφροσύνη καί ή ¿φιλοκέρδεια καταλήγουν νά γίνουν 2να σφάλμα.
Κατά τ’ άλλα, δ Μπερτόνι, άν δέν Ιχει κατανοήσει τόν Μπάρτολι, δέν έχει οδτε κάν καταλάβει τήν αισθητική τοϋ Κρότσε, μέ τήν έννοια δτι άπό τήν αισθητική τοϋ Κρότσε Ϊέν κατάφερε νά βγάλει κανόνες γιά τήν έρευνα καί τήν οΐ- κοδόμηση τής έπιστήμης τής γλώσσας, καί δέν έκανε άλλο άπό τό νά παρερμηνεύει, νά έξυψώνει, νά μελοποιεί τΙς έν- τυπώσεις: πρόκειται δηλαδή γιά Ιναν κατ’ ούσία θετικιστή, •πού ύποκλίνεται μπροστά στόν Ιδεαλισμό έπειδή είναι περισσότερο τής μόδα; καί έπιτρέπει τή δημαγωγία. Προξενεί έντύπωση δτι ό Κρότσε έπαίνεσε τό «Εγχειρίδιο» χωρίς νά έξετάσει καί νά σημειώσει τΐ; άσυνέπειες τοΰ Μπερτόνι' μοϋ φαίνεται δτ: δ Κρότσε περισσότερο άπ’ δλα θέλησε νά τονίσει σάν κάτ; τό θετικό δτι σ’ αύτόν τόν κλάδο τών μελετών, δ- που θριαμβεύει δ θετικισμός, γίνεται προσπάθεια νά άνοίξει ένας νέος δρόμο; μέ τήν Ρεαλιστική έννοια. Νομίζω δτι ά- •νάμεσα στή μέθοδο τοΰ Μπάρτολι καί στή θεωρία τοΰ Κρότσε δέν ύπάρχει καμιά σχέση άμεση; έξάρτησης: σχετίζον
313
τας γενικά μέ τόν ιστορισμό, καί δχι μέ μιά ιδιαίτερη μορφή τοϋ ιστορισμού. Αυτή άκριβώς είναι ή καινοτομία τοΰ Μπάρ- τολι: δτι δηλαδή άνήγαγε τή γλωσσολογία πού είχε χονδροειδή; θεωρηθεί σαν μια φυσική έπιστήμη, σέ ιστορική έπιστήμη, πού ot ρίζε; της πρέπει νά άναζητηθοϋν στό «χώρο καί στο χρόνο» καί δχι στό φωνητικό σύνολο δπως έννοεϋ- ται φυσιολογικά.
θα ήταν άναγκαϊο νά κατηγορήσουμε τόν Μπερτόνι δ- χι μονάχα σ’ αύτό τό πεδίο' ή μορφή του σάν μελετητή μοΰ ένέπνεε άποστροφή σέ διανοητικό έπίπεδο: ύπάρχει σ’ αυτήν κάτι τό προσποιητό, τό μή κυριολεκτικά ειλικρινές: έκτός άπό τή μακρολογία καί τήν έλλειψη «προοπτικών» σχετικά μέ τΙς ιστορικές καί φιλολογικές άξιες. "Οσον άφορά τή «γλωσσολογία» ό Φόσλερ είναι όπαδός τής θεωρίας τοΰ Κρότσε: άλλα ποιά σχέση ύπάρχει άνάμεσα στόν Μπάρτολι καί τόν Φόσλερ καί άνάμεσα στόν Φόσλερ καί σ’ αυτήν τήν κοινώς λεγάμενη «γλωσσολογία»; ’Ας θυμηθοΰμε σχετικά τό άρθρο τοΰ Κρότσε, «Αύτό τό στρογγυλό τραπέζι είναι τετράγωνο» (στα «Προβλήματα τής Αισθητικής»), άπό τήν κριτική τοΰ όποιου είναι άνάγκη νά πάρουμε έναύσματα γιά νά. καθορίσουμε τΙς άκριβεϊς σκέψεις γι’ αύτό τό ζήτημα.
Προκαλεΐ κατάπληξη ή εύμενής κριτική γιά τό έργο πού δημοσίευσε ό Ναταλίνο Σαπένιο στόν «Pegaso» τοΰ Σεπτέμβρη 1930 γιά τή «Γλωσσολογία καί ποίηση» (Εκδοτική βιβλιοθήκη, Ριέτι, 1930). Ό Σαπένιο δέν άντιλήφθηκε δτι ή θεωρία τοΰ Μπερτόνι — τό νά είναι «ή νέα γλωσσολογία μιά λεπτή άνάλυση πού κάνει διάκριση άνάμεσα στίς ποιητικές καί τΙς όργανικές φωνές» — είναι κάθε άλλο παρά. καινοτομία, έπειδή πράκειται γιά έπιστροφή σέ μιά πάρα πολύ παλιά δημαγωγική καί σχολαστική άντϊληψη μέ τήν όποια ot λέξεις διαχωρίζονται σέ «άσχημες» καί «ώραΐες», σέ ποιητικές καί μή ποιητικές ή άντιποιητικές, κλπ., έτσι άκριβώς δπως είχαν διαχωριστεί οί γλώσσες σέ «ώραΐες» καί «άσχημες», πολιτισμένες καί βάρβαρες, ποιητικές καί πεζές, κλπ.
*0 Μπερτόνι δέν προσθέτει στή γλωσσολογία τίποτα άλλο άπό παλιές προκαταλήψεις' καί προκαλεΐ κατάπληξη δ-
314
τι αυτές οί βλακείες πέρασαν άπαρατήρητες άπό τόν Κρότσε καί άπό τούς μαθητές του. Τί είναι οί άνασπώμενες καί ά- φηρημένες λέξεις στό λογοτεχνικό Ιργο; Ό χ ι πλέον αισθητικό στοιχείο, άλλα στοιχείο τής πολιτιστικής ιστορίας καί ό γλωσσολόγος τις μελετάει σάν τέτοιες. Καί τί είναι αύτή ή κρίση δτι ό Μπερτόνι κάνει «νατουραλιστική έξέτα- ση των γλωσσών, σαν φυσικό καί σάν κοινωνικό γεγονός»; Σαν φυσικό γεγονός; Τί σημαίνει; Ό τ ι δηλαδή άκόμα καί δ άνθρωπος, έκτός άπό στοιχείο τής ιστορίας πρέπει νά μελετηθεί καί σάν βιολογικό φαινόμενο; "Οτι δηλαδή σέ Ινα Ιργο ζωγραφικής πρέπει νά γίνει καί χημική άνάλυση, κλπ.; Ό τ ι δηλαδή θά ήταν χρήσιμο νά έξεταστεί πόση μηχανική προσπάθεια στοίχισε στόν Μιχαήλ Ά γγελο γιά νά λαξέψει τό άγαλμα τού ΜωΟσή; Τό δτι άκόμα καί οί όπαδοί τοΟ Κρότσε δέν τα καταλαβαίνουν δλα αύτά είναι παράδοξο, καί χρησιμεύει γιά να δειχτεί πόση σύγχυση Ισπειρε δ Μπερτόνι σ’ αύτό τό πεδίο.
Παρ’ δλα αύτα ό Σαπένιο γράφει δτι ή ίρευνα αύτή τοΰ Μπερτόνι (για τήν όμορφιά τών μεμονωμένων άφηρημέ- νων λέξεων, σάν ή πιό «τετριμμένη καί μηχανοποιημένη» λέξη ν’ άποκτοΰσε στό συγκεκριμένο Ιργο τέχνης δλη τήν άρ- χική φρεσκάδα καί άπλοϊκύτητά της) «είναι δύσκολη καί άκριβής, άλλά γιαυτό δχι λιγότερο άναγκαία: δηλαδή, κατ’ αύτήν, ή γλωσσολογία, άπό τήν έπιστήμη τής γλώσσας, πού· Ιχει στραφεί νά άνακαλύψει λίγο - πολύ, σταθερούς καί σίγουρους νόμους, θά δδηγηθεΐ καλύτερα στό νά γίνει ιστορία τής γλώσσας, πού θά δίνει προσοχή στά Ιδιαίτερα γεγονότα καί στήν πνευματική σημασία πού αύτά ϊχουν». Καί άκόμα: δτι «Ό πυρήνας αύτοΟ τοΟ συλλογισμοΟ [τοΟ Μπερτόνι] άποτελεί, δπως μπορεΐ νά δει δ καθένας, μιά άντίληψη τής αίσθητικής τοϋ Κρότσε ζωντανή καί γόνιμη άκόμα καί τώρα. Άλλά ή πρωτοτυπία τοΟ Μπερτόνι συνίσταται στό δ- τι τήν Ιχει άναπτύξει καί έμπλουτΙίσει μέσα άπό μιά συγκετ κριμένη δδό, πού δ Κρότσε μονάχα είχε καταδείξει, ή ϊστω άνοίξει, άλλά δέν τήν είχε ποτέ άκολουθήσει μέ πρόθεση νά φτάσει στό βάθος της». Έάν δ Μπερτόνι «ξαναζεί τή σκέψη τοΟ Κρότσε», καί τήν έμπλουτίζει, καί δ Κρότσε άναγνωρί-
315
■ζεται στδν Μπερτόνι, πρέπει v i πούμε δτι ό ίδιος δ Κρόταε θα πρέπει v i έξεταστεί ξανά καί v i διορθωθεί: άλλά νομίζω δτι δ Κράτσε ήταν πολύ έπιεικής μέ τόν Μπερτόνι, μονάχα έπειδή δέν έμβάθυνε τό ζήτημα για λόγους «διδακτικούς».
Οι Ερευνες τού Μπερτόνι έν μέρει καί σύμφωνα μέ μιά άποψη είναι μιά έπιστροφή σέ παλιά έτυμολογικα συστήματα: s o l q u i a s o l u s e s t 5*1 πόσο ώραϊο είναι τό δτι δ «ήλιος» περιέχει μέσα του τήν εικόνα τής «μοναξιάς» στόν άπέραντο ούρανό καί παραπέρα' «πόσο ώραΐο «Γναι δτι στήν Πούλια ή νύμφη μέ τά φτεράκια της σέ σχήμα σταυρού έχουν τδ δνομα θ ά ν α τ ο ς , καί πάει λέγοντας. Ά ς θυμηθούμε τήν Ιστορία τού καθηγητή, πού ύπάρχει σέ Ενα κείμενο τού Κάρλο Ντόσι, που έξηγεϊ τή διαμόρφωση τών λέξεων: «Στήν άρχή πέφτει Ενα φρούτο, κάνοντας τΐ ο ύ μ! καί νά τδ μ ή λ ο , κλπ.». «Καί έάν Επεφτε ίνα άχλάδι;», ρωτάει δ νεαρός Ντόσι511.
Άντονίνο Παλλιάρο, «Περίληψη τής Ά ρειο - ευρωπαϊκήςγλωσσολογίας», τεΰχ. I : «'Ιστορικές σημειώσεις
καί θεωρητικά ζητήματα» *.
Τδ βιβλίο χρησιμεύει γιά να δούμε τΙς προόδους πού Εκανε ή γλωσσολογία αύτδν τδ τελευταίο καιρό. Νομίίζω δτι πολλά άλλα πράγματα (άν κρίνω άπδ τΙς άναλύσεις που Εχουν γίνει) Εχουν άλλάξει, άλλά παρ’ δλα αύτά δέν Εχει βρεθεί ή βάση πάνω στήν δποία θά βασιστούν ο£ γλωσσολο- γικές μελέτες. Ή ταύτιση τής τέχνης καί τής γλώσσας, πού Εκανε δ Κρότσε, έπέτρεψε μια δρισμένη πρόοδέ καί άκόμα Επίτρεψε v i λυθούν μερικά προβλήματα καί γιά άλλα v i
* Βιβλιοθήκη Έ πιστημδν καί Γραμμάτων τοΟ βοκτ. Τζ. Μπίρ- ντι, Ρώμη, 1930 (στίς Εκδόσεις τής Κλασικής Φιλολογικές Σχολής τοΟ Πανεπιστημίου τή ; Ρώμης, Σειρά δεύτερη. Βοηθήματα καί Ύ λ ικ ί, II 1. Γιλ τό βιβλίο τοΟ Παλλιάρο cfr. τήν κριτική τοΟ Γκο- φρέντο Κόππολα στόν «Pegaso» τοΟ Νοέμβρη, 1930.
316
γίνει γνωστό δτι είναι άνύπαρκτα καί αύθαίρετα, άλλά οί γλωσσολόγοι, πού είναι ουσιαστικά ιστορικοί, Αντιμετωπίζουν τδ πρόβλημα: είναι δυνατή ή ιστορία τών γλωσσών Εξω άπδ τήν ιστορία τής τέχνης; καί, άκόμΛ, είναι έφικτή ή ιστορία τής τέχνης; Άλλά οί γλωσσολόγοι μελετάνε άκριβώς τίς γλώσσες έφόσον δέν είναι τέχνη, άλλά «ύλικά» τής τέχνης, στδ βαθμό πού είναι κοινωνικό προϊόν, καί στδ βαθμό πού· άποτελοΰν πολιτιστική Εκφραση ένδς βρισμένου λαοϋ, κλπ. Αυτά τά ζητήματα δέν Εχουν λυθεί ή Εχουν λυθεί άλλά μέ μιά έπιστροφή στήν παλιά έξωραίζουσα δημαγωγία. (Βλέτ πε Μπερτόνι).
Σύμφωνα μέ τδν Περρότα (καί τδν Παλλιάρο έπΐσης;) ή ταύτιση άνάμεσα στήν τέχνη καί τήν γλώσσα Εχει δδηγή- σει στδ νά άναγνωριστεΐ σάν άλυτο (ή αυθαίρετο;) τδ πρόβλημα τής καταγωγής τής γλώσσας, πού θά είχε τήν Εννοια νά διερωτηθοΟμε γιατί δ άνθρωπος είναι άνθρωπος (γλώσσα, φαντασία, σκέψη) : Εχω τή γνώμη δτι αύτδ δέν είναι πολύ άκριβές· τδ πρόβλημα δέν μπορεί νά λυθεί έπειδή δέν- υπάρχουν άποδείξεις καί γιαυτδ είναι αύθαίρετο: δηλαδή, μπορεΐ νά φτιαχτεί, Εξω άπδ τά δρια τής ιστορίας, ύποθετική ιστορία, συμπερασματική ή κοινωνιολογική, άλλά βχι «ιστορική» ιστορία. Αύτή ή ταύτιση θά έπέτρεπε νά προσδιορι- στοϋν μέ τή γλώσσα, άκόμα καί τά λάθη πού ύπάρχουν στή γλώσσα. «Λάθος είναι ή δημιουργία πού είναι τεχνιτή, ρασιοναλιστική, ήθελημένη, πού δέν Επιβεβαιώνεται έπειδή δέν άποκαλύπτει τίποτα, καί πού άποτελεΐ χαρακτηριστικό τών άτόμων πού βρίσκονται Εξω άπδ τήν κοινωνία τους». Νθ|- μίζω λοιπδν δτι θά μπορούσοψί νά πούμε δτι γλώσσα = Ιστορία καί βχι γλώσσα = αύθαιρεσία.
Οί τεχνιτές γλώσσες είναι δπως οί διάφορες άργκό: δέν είναι άλήθεια δτι δέν είναι άπόλυτα γλώσσες, έπειδή κατά κάποιο τρόπο Εχουν μιά χρησιμότητα: Εχουν δηλαδή ενα ίστορικδ - κοινωνικό περιεχόμενο πολύ περιορισμένο. Αύτδ δμως συμβαίνει άκόμα καί άνάμεσα στή διάλεκτο καί στήν έθνική - φιλολογική γλώσσα. Παρ’ δλα αύτά, άκόμα καί ή διάλεκτος είναι γλώσσα - τέχνη. Άλλά άνάμεσα στή διά<- λεκτο καί τήν έθνική - φιλολογική γλώσσα κάτι Εχει άλ-
31Τ
λάξει: δηλαδή ίχει άλλάξει άκριβώς τό πολιτιστικό, πολιτικό, ήθικό καί συναισθηματικό περιβάλλον. Ή ιστορία τών γλωσσών είναι ιστορία τών γλωσσικών καινοτομιών, άλλά αύτές οί καινοτομίες δέν είναι άτομικές (δπως συμβαίνει μέ τήν τέχνη) άλλά είναι άποτέλεσμα ένός όλόκληρου κοινω- νικοΰ συνόλου πού έχει άνανεώσει τήν κουλτούρα του, καί Ιχει «προοδεύσει» ιστορικά: φυσικά άκόμα καί αύτές καθίστανται άτομικές, άλλά δχι τού άτόμου - καλλιτέχνη, άλλά τού άτόμου πού άποτελεΐ στοιχείο ιστορικό - πολιτιστικό, ίϊ λ ή ρ ε ς, προσδιορισμένο.
'Ομως καί στή γλώσσα δέν ύπάρχει παρθενογένεση, δηλαδή γλώσσα πού παράγει άλλη γλώσσα, άλλά ύπάρχει άνανέωση μέ τήν έπίδραση διάφορων ειδών κουλτούρας, κλπ., πράγμα πού γίνεται μέ πολύ διαφορετικούς τρόπους καί άκόμα γίνεται μέ όλόκληρες μάζες γλωσσικών στοιχείων ή γ ίνεται μονάχα μοριακά (γιά παράδειγμα: ή λατινική σάν «μάζα» έχει άνανεώσει τήν κελτική γλώσσα πού μιλιόταν στίς Γαλατίες ένώ στή γερμανική Ιχει δημιουργήσει μόνο «στοιχειώδεις» έπιρροές δανε^ζοντάς της μεμονωμένες λέξεις καί φόρμες ,κλπ.). Ή έπίδραση καί ή «στοιχειώδης» έπιρ- poA μπορεΐ νά συμβεΐ καί στούς ίδιους τούς κόλπους ένός S- 'θνους, άνάμεσα σέ διαφορετικά κοινωνικά στρ|ώματα, κλπ.: δηλαδή μιά νέα τάξη πού καταλαμβάνει τήν έξουσία άνα- νεώνει «μαζικά»· ένώ ή έπαγγελματική άργκό, κλπ., δηλαδή οί Ιδιαίτερες δμάδες προκαλοδν στοιχειώδη άνανέωση. Ή καλλιτεχνική κριτική αυτών τών άνανεώσεων £χει τόν ■χαρακτήρα τής «πολιτιστικής καλαισθησίας», καί δχι τής καλλιτεχνικής καλαισθησίας' δηλαδή γιά τούς ίδιους λόγους πού άρέσουν οί μελαχρινές ή οΕ ξανθές καί μεταβάλλονται τά αισθητικά «Ιδανικά», πού είναι δεμένα μέ όρισμένες κουλτούρες.
Ή γλώσσα στόν Ντάντε.
Σπουδαιότητα τοϋ κειμένου τοϋ Ένρίκο Σικάρντι, «Ή ιταλική γλώσσα στόν Ντάντε», πού £χει έκδοθεΐ στή Ρώμη άπό τόν έκδοτι·κό οίκο «’Οπτιμα» μέ πρόλογο τοϋ Φραντσέ-
318
σκο Όρεστάνο. Έ χω διαβάσει τήν άνάλυση τοϋ Τζ. Σ. Γκαρ)- γκάνο («Ή γλώσσα στήν έποχή τοϋ Ντάντε καί ή έρμηνεία τής Ποίησης») στό «Marzocco» τής 14 ’Απρίλη 1929. Ό Σικάρντι έπιμένει στήν άναγκαιότητα τής μελέτης τών «γλωσσών» τών διαφόρων συγγραφέων, έάν θέλουμε νά έρ- μηνεύσουμε άκριβώς τόν ποιητικό τους κόσμο. Δέν ξέρω 4ν δλα αυτά πού γράφει δ Σικάρντι είναι σωστά καί Ιδιαίτερα άν είναι «ιστορικά» δυνατή ή μελέτη τής «Ιδιαίτερης» γλώσσας τοϋ κάθε έπΐ μέρους συγγραφέα, δεδομένου δτι λείπει μιά ούσιαστική άπόδειξη: δηλαδή μια πλατιά μαρτυρία γιά τή γλώσσα πού μιλιόταν τήν έποχή τοϋ κάθε συγγραφέα. Παρ’ δλα αυτά, ή μεθοδολογική παραπομπή τοϋ Σικάρντι είνοοι σωστή καί άναγκαία (ας θυμηθούμε άπό τό βιβλίο τοϋ Φόσλερ, «’Ιδεαλισμός καί θετικισμός στή μελέτη τής γλώσσας» *, τήν αίσθητική άνάλυση τοϋ παραμυθιοϋ τοϋ Λαφον- ταΐν γιά τό κοράκι καί τήν άλεπού καί τήν λανθασμένη έρ- μηνεία τοϋ son bec πού όφείλεται στήν άγνοια τής Ιστορικής άξίας τοϋ son).
Μτιάρτολι, «Γλωσσικά ζητήματα χαί έ&νικά δικαιώματα».
Διάλεξη πού Ιγινε στά έγκαίνια τοϋ άκαδημαΐκοϋ 5- τους 1934 στό Τορίνο καί έκδόθηκε στά 1935 (βλέπε σημείωση στήν «Cultura» τοϋ ’Απρίλη 1935). Άπό τή σημείωση φαίνεται δτι ή διάλεξη είναι πολύ συζητήσιμη δσον ά- φορά δρισμένα γενικά μέρη της: π.χ., ή διαπίστωση δτι «Ή ’Ιταλία είναι μία καί άδιάσπαστη παρά τήν δπαρξη τών διαλέκτων». Πληροφορίες βρίσκονται στό γλωσσικό άτλαντα πού Ιχει έκδοθεΐ aè δύο τεύχη ένύς «Μπολλετίνο».
* BXirce: «Positivismus und Idealismus in der Sprachwissenschaft». Eine sprachphilosophische. Untersuchung toö Karl Vossler, XaT8eX0iprt), 1904 (2.1.4*.).
319
VI. Παρατηρήσεις πάνω στή λαογραφία
Παρατηρήσεις πάνω στή λαογραφία
Ό Τζιοβάνι Κριτσιόνι στό βιβλίο του «Βασικά Προβλήματα τής Λαογραφίας» (Μπολώνια, Τζανικέλλι, 1928) κατακρίνει σάν συγκεχυμένο καί Ανακριβή τό διαχωρισμό τοϋ λαογραφικοΰ ύλικοϋ πού προτάθηκε άπό τόν Πιτρέ στά 1897, στήν είσαγωγή τής «Βιβλιογραφίας τών Λαϊκών Παραδόσεων» καί προτείνει Ιναν δικό του διαχωρισμό σέ τέσσερα μέρη: τέχνη, λογοτεχνία, έπιστήμη, ήθική τοϋ λαοϋ. Καί αύτός έπίσης ό διαχωρισμός ϊχει κριθεΐ σάν Ανακριβής, κακώς καθορισμένος καί πολύ πλατύς. Ό Ραφαέλε Τσιαμπΐ- νι, στή «Fiera Letteraria» τής 30ης τοϋ Δεκέμβρη 1928 ρωτάει: «Είναι έπιστημονικός; Πώς, γιά παράδειγμα μποροϋν ■νά ύπεισέλθουν οί δεισιδαιμονίες; Καί τί σημαίνει αύτό τό «ήθική τοΰ λαοϋ»; Πώς νά μελετηθεί έπιστημονικά; Καί γιατί, λοιπόν, v i μήν μιλάμε καί γιά μιά θρησκεία τοΟ λαοΟ έπίσης;».
Μποροΰμε νά ποΰμε δτι μέχρι τώρα ή λαογραφία μελε- τήθηκε κατ’ έξοχήν σάν «γραφικό» στοιχείο (στήν πραγματικότητα μέχρι τώρα συγκεντρώθηκε μονάχα ύλικό γύρω Από διάφορα φιλολογικά άντικείμενα διδασκαλίας καί ή έπΐι- στήμη τής λαογραφίας συνίσταται κατ’ έξοχήν στίς μελέτες τής μεθόδου γιά τή συλλογή, τή διαλογή καί τήν ταξινόμηση αύτοΰ τοΰ ύλικοΰ δηλαδή στή μελέτη τών πρακτικών προφυλάξεων καί τών έμπειρικών Αρχών πού είναι Αναγκαίες γιά να Αναπτυχθεί ώφέλιμα μιά είδική πλευρά τής φιλολογίας, όχι δμως πώς μ’ αύτό παραγνωρίζεται ή σπουδαιότητα καί ή ίστορίκή σημασία μερικών μεγάλων μελετητών τής
323
λαογραφίας). θα ήταν άναγκαϊο άντίθετα να μελετηθεί σάν «άντίληψη τού κόσμου καί τής ζωής», σέ μεγάλο βαθμό σιωπηρής, προσδιορισμένων στρωμάτων (προσδιορισμένων χρονι- 'κά καί τοπικά) τής κοινωνίας, σέ άντίθεση (καί αύτή έπίσης κατά τό πλεΐστον έννοβύμενη, μηχανική, ύποκειμενική) μέ τΙς «έπίσημες» άντιλήψεις περί τοϋ κόσμου (ή μέ πιό πλατιά Εννοια, τών Ιστορικά προσδιορισμένων καλλιεργημένων τμημάτων τής κοινωνίας), πού διαμορφώθηκαν κατά τή διάρκεια τής Ιστορικής άνάπτυξης. (Δηλαδή ή στενή σχέση άνάμεσα στή λαογραφία καί τόν «κοινό νοϋ» πού είναι ή φιλοσοφική λαογραφία). ’Αντίληψη τοΰ κόσμου δχι μονάχα άνεπεξέργαστη καί μή συστηματική, έπειδή 6 λαός (δηλαδή, τό σύνολο τών κατωτέρων τάξεων πού χρησιμεύουν σάν άν- τικείμενα σέ κάθε μορφή κοινωνίας πού Ιγ ίΐ ύπάρξει μέχρι τώρα) άπό τά πράγματα δέν μπορεϊ νά Εχει έπεξεργασμέ- νες άντιλήψεις, συστηματικές καί δργανωμένες καί συγκεντρωμένες πολιτικά Εστω καί στήν άντιφατική τους άνάπτυ- ξη, άλλά άνώθετα άντίληψη πού είναι πολύπλοκη- δχι μονάχα μέ τήν Εννοια τοΰ διαφορετικού καί τοϋ παραπλήσιου, άλλά μέ τήν Εννοια έπίσης τής διαστρωμάτωσης άπό τό πιό άκατέργαστο μέχρι τό λιγότερο άκατέργαστο, έάν δέν πρέπει άντίθετα νά μιλήσουμε γιά Εναν δύσπεπτο σωρό κομμά- τιών άπό δλες τΙς άντιλήψεις τοΰ κόσμου καί τής ζωής ποί> Εχουν διαμορφωθεί στήν Ιστορία καί κατά τό μεγαλύτερό τους μϊρος βρίσκονται μόνον στή λαογραφία τά ντοκουμέντα πού· Εχουν διασωθεί άκρωτηριασμένα καί φθαρμένα.
Άκόμα καί ή σύγχρονη σκέψη καί έπιστήμη δίνουν συνέχεια νέα στοιχεία στή «σύγχρονη λαογραφία» έπειδή δ- ρισμένες έπιστημονικές γνώσεις καί δρισμένες γνώμες, ξεριζωμένες άπό τό σύνολό τους, καί σέ μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό παραμορφωμένες, γίνονται συνεχώς κτήμα τοΰ λαοΰ- καί «συγκαταλέγονται» στό μωσαϊκό τής παράδοσης (ή «Ανακάλυψη τής Αμερικής» τοΰ Τσ. Πασσαρέλλα δείχνει μέ ποιό τρόπο οί γνώσεις, πού Εχουν διαδοθεί άπό τά σχολικά έγχειρίδια καί άπό τά λαϊκά Πανεπιστήμια, γιά τόν Χριστόφορο Κολόμβο καί γιά μιάν δλόκληρη σειρά άπό Επιστημονικές γνώμες μποροϋν νά άφομοιωθοΰν παράξενα). Έ λα
324
ογραφία μπορεΐ να γίνει κατανοητή μονάχα σάν μιά Αντανάκλαση τών συνθηκών τής πολιτιστικής ζωής τοϋ λαοϋ, άν καί βρισμένες Αντιλήψεις ειδικές γιά τή λαογραφία έπε- κτεΐνονται άκόμα καί Αργότερα δταν οι συνθήκες έχουν (ή <ραίνεται νά έχουν) Αλλάξει ή δίνουν τόπο σέ παράξενους συνδυασμούς.
Βέβαια ύπάρχει μιά «λαϊκή θρησκεία», ειδικότερα στίς καθολικές καί όρθόδοξες χώρες, πολύ διαφορετική Από έ- κείνη τών διανοούμενων (πού είναι θρησκόληπτοι), καί εΐ- δικότερα Από έκείνη πού είναι ¿ργανικά συστηματοποιημένη από τήν έκκλησιαστική 'Ιεραρχία, άν καί είναι δυνατόν νά ύποστηριχθεΐ δτι δλες οί θρησκείες, Ακόμα καί οί πιό έκλε- •πτυσμένες καί έξευγεν:σμένες, Αποτελοΰν «λαογραφία» σέ σχέση μέ τήν σύγχρονη σκέψη, μέ τή βασική διαφορά δτι οί θρησκείες καί πρωταρχικά ή καθολική θρησκεία, είναι Ακριβώς «έπεξεργασμένες καί συστηματοποιημένες» Από τούς διανοούμενους (δπως εϊπώθηκε παραπάνω) καί Από τήν έκ- κλησιαστική ίεραρχία καί παρόλα αύτά παρουσιάζουν είδι- κά προβλήματα (πρέπει νά δοϋμε έάν μιά τέτοια έπεξεργατ σία καί συστηματοποίηση δέν είναι Αναγκαία γιά νά διατηρηθεί διαδεδομένη καί πολλαπλή ή λαογραφία: Ol συνθήκες τής έκκλησίας πριν καί μετά τή Μεταρρύθμιση καί τή σύνοδο τοΰ Τρέντο καί ή διαφορετική ίστορικο - πολιτιστική Ανάπτυξη τών χωρών τής Μεταρρύθϊμισης καί τών Ορθόδοξων χωρών μετά τή Μεταρρύθμιση καί τή σύνοδο τοΰ Τρέντο είναι στοιχεία πολύ σημαντικά).
“Ετσι είναι Αλήθεια δτι ύπάρχει μιά «ήθική τοϋ λαοϋ», έννοούμενη σάν ένα σύνολο καθορισμένο (στό χρόνο καί στό χώρο) Από Αξιώματα γιά τήν καθημερινή συμπεριφορά καί άπό έθιμα πού είναι Αποτέλεσμά τους ή πού τά έχουν παράγει, ήθική πού, δπως ή δεισιδαιμονία, είναι στενότατα δεμένη (Ù τις πραγματικές θρησκευτικέ; δοξασίες: ύπάρχουν έντολές πού είναι πολύ πιό δυνατές, στέρεες καί Αποτελεσματικές Από δσο έκείνες τής έπίσημης «ήθικής». Καί σ’ αύτήν έπίσης τή σφαίρα πρέπει νά διαχωριστούν διαφορετικά στρώματα: ’Εκείνα πού είναι Απολιθωμένα, πού Αντικατοπτρίζουν συνθήκες ζωής περασμένης καί γιαυτό είναι συντηρητικά καί
325
αντιδραστικά, και έκείνα πού είναι φτιαγμένα άπδ μιά σειρά νεωτερισμών, συχνά δημιουργικών καί προοδευτικών, καθορισμένων αυθόρμητα άπδ μορφές καί συνθήκες ζωής σέ διαδικασία άνάπτυξης καί πού βρίσκονται σέ άντίθεση, ή πού είναι μονάχα διαφορετικές, άπδ τήν ήθική τών άνωτέρων στρωμάτων.
Ό Τσιαμπίνι βρίσκει πολύ σωστή τήν άναγκαιότητα πού ύποστηρίζεται άπδ τδν Κροτσιάνι δτι ή λαογραφία πρέπει νά διδάσκεται στά σχολεία δπου προετοιμάζονται οί μελλοντικοί δάσκαλοι, άλλά κατόπιν άρνεΐται δτι μπορεΐ νά μπει τδ ζήτημα τής χρησιμότητας τής λαογραφίας (ύπάρχει άναμφίβολα σύγχυση άνάμεσα στήν «έπιστήμη τής λαογραφίας», στή «γνώση τής λαογραφίας» καί στή «λαογραφία», δηλαδή στήν «δπαρξη τής λαογραφίας»· φαίνεται δτι 6 Τσιαμπίνι έδώ θέλει νά μιλήσει άκριβώς γιά τήν «δπαρξη τής λαογραφίας»· Ετσι πού δ δάσκαλος δέν θά ’πρεπε νά κατ ταπολεμάει τήν Π τολεμαϊκή άντίληψη, πού είναι χαρακτηριστική τής λαογραφίας). Κατά τή γνώμη τοϋ Τσιαμπίνι ή λαογραφία άποτελεΐ αύτοσκοπδ ή Εχει τή μοναδική χρησιμότητα νά προσφέρει σέ ένα λαό τά στοιχεία γιά μιά πιό βαθιά αυτογνωσία (δπου ή λαογραφία θά πρεπε νά Εχει τήν Εννοια τής «γνώσης καί έπιστήμης τής λαογραφίας»). Τδ νά μελετάμε τΙς δεισιδαιμονίες γιά νά τΙς ξεριζώσουμε θά άντιστοιχοΰσε κατά τδν Τσιαμπίνι σάν ή λαογραφία νά αύτοοιτονοϋσε, ένώ ή έπιστήμη δέν είναι άλλο ποφά ¿φιλοκερδής γνώση, αύτοσκοπός! Γιατί λοιπδν νά διδάξουμε τή λαογραφία στά σχολεία πού προετοιμάζουν τούς δασκάλους; Μήπως γιά νά μεγαλώσουμε τήν ¿φιλοκερδή κουλτούρα τών δασκάλων; Ή μήπως γιά νά τούς δείξουμε αύτδ πού δέν πρέπει νά καταστρέψουν; "Οπως φαίνεται οί ιδέες τοϋ Τσιαμ- πίνι είναι πολύ συγκεχυ|ΐένες καί μάλιστα βαθύτατα άσυνάρ- τητες, έπειδή, σέ άλλη καθέδρα, δ ίδιος δ Τσιαμπίνι θά δ- μολογήσει δτι τδ κράτος δέν είναι άγνωστικδ άλλά Εχει μιά δίκιά του άντίληψη τής ζωής καί Εχει τήν ύποχρέωση νά τή διαδώσει, διαπαιδαγωγώντας τδ Εθνος. Άλλά αύτή ή διαπαι- δαγωγητική δραστηριότητα τοϋ κράτους, πού Εκφράζεται, έκτδς άπδ τή γενική πολιτική δραστηριότητα, ειδικά στό
326
σχολείο, δέν άναπτύσσετοα γιά τό τίποτα καί άπό τό τίποτα: στήν πραγματικότητα αύτή βρίσκεται σέ συναγωνισμό καί σέ άντίθεση μέ τΙς άλλες άντιλήψεις σαφείς καί Υπονοούμενες καί άνάμεσα σ’ αύτές ή λαογραφία δέν είναι άπό τΙς μικρότερες καί λιγότερο δυνατές, πράγμα πού δμως πρέπει νά «ξε- περαστεϊ». Τό νά είσαι γνώστης τής «λαογραφίας» σημαίνει δμως γιά τή διδασκαλία νά γνωρίζεις ποιές άλλες άντιλή- ψεις του κόσμου καί τής ζωής έργάζονται πραγματικά γιά τή διανοητική καί ήθική διαμόρφωση τών νεώτερων γενεών, γιά νά τΙς ξεριζώσουν καί νά τΙς άντικαταστήσουν μίέ άντι- λήώεις που θεωρούνται άνώτερες. Άπό τά δημοτικά σχολεία μέχρι τίς... έδρες τών γεωργικών σχολών ή λαογραφία, στήν πραγματικότητα, συστηματικά καταπολεμιόταν: ή διδασκαλία τής λαογραφίας στούς δασκάλους θά ’πρεπε νά δυναμώτ σει άκόμα περισσότερο αύτή τή συστηματική έργασία.
Είναι βέβαιο δτι γιά νά πετύχουμε τό στόχο θά ήταν άναγκαΐο, έκτός άπό τήν έμβάθυνση καί τό πλάνεμα, νά άλ- λάξει τό πνεύμα τών λαογραφικών έρευνών. Ή λαογραφία δέν πρέπει νά γίνεται κατανοητή σάν μιά Ιδιοτροπία, μιά παραξενιά ή σάν ένα γραφικό στοιχείο, άλλά σάν ένα πολύ σοβαρό πράγμα πού θά πρέπει νά τοϋ δώσουμε μεγάλη σημασία. Μόνο έτσι ή διδασκαλία θά είναι πιό άποτελεαματική καί θά καθορίσει πραγματικά τή γέννηση μιδς νέας κουλτούρας στίς πλατιές λαϊκές μάζες, δηλαδή θά έξαφανιστεΐ τό χάσμα άνάμεσα στή σύγχρονη κουλτούρα καί τή λαϊκή κουλτούρα ή λαογραφία. Μιά δραστηριότητα αύτοϋ τοϋ είδους, πού γίνεται σέ βάθος, θά άντιστοιχοΰσε σέ διανοητικό έπίρ πεδο μέ αύτό πού ήταν ή Μεταρρύθμιση γιά τΙς χώρες τοϋ προτεσταντισμού.
Φυσικό Δίκαιο καί Λαογραφία.
’Ασκείται άκόμα καί σήμερα μιά όρισμένη κριτική, έπΐ τό πλεϊστον άρθρογραφικοϋ καί έπιφανειακοϋ χαρακτήρα, δχι πολύ ξεκάθαρα ένάντια στό έπωνομαζόμενο φυσικό δίκαιο (άς παραβληθεί κάποια έπίπονη έργασία τοϋ Μαουρί-
327
τσιο Μαραβίλλια μέ τούς λίγο ή πολύ συμβατικούς καί μπαγιάτικους σαρκασμούς καί έμπαιγμούς τών έφημερίδων καί των περιοδικών). Ποιά είναι ή πραγματική σημασία αύτής τής κριτικής πού Ασκείται;
Γιά νά τό άντιληφθοΟμ£ είναι Απαραίτητο, μοΰ φαίνεται, νά ξεχωρίσουμε μερικές άπό τις έκφράσεις πού παραδοσιακά προσέλαβε τό «φυσικό δίκαιο»: 1) Ή Καθολική έκφραση, ένάντια στήν δποία οί σημερινοί πολέμιοι δέν Εχουν τό κουράγιο νά τοποθετηθοϋν ξεκάθαρα, άν καί ή άντίληψη τοΟ «φυσικοϋ δικαίου» είναι βασική καί βοηθάει στήν όλοκλήρω- ση τής κοινωνικής καί πολιτικής Καθολικής θεωρίας, θά ήταν πολύ ένδιαφέρον νά θυμηθούμε τή στενή σχέση πού ό- πάρχει άνάμεσα στήν Καθολική θρησκεία Ιτσι δπως ίγινε Αντιληπτή άπό τΙς πλατιές μάζες καί τΙς «Αθάνατες Αρχές» τοϋ 1789. Οί ίδιοι οί Καθολικοί τής 'Ιεραρχίας παραδέχονται αύτή τή σχέση, δταν έπιβεβαιώνουν δτι ή Γαλλική έπα- νάσταση στάιθηκε μιά «αίρεση» ή δτι άπό αύτήν ξεκίνησε μιά νέα αίρεση, Αναγνωρίζουν δηλαδή δτι έπήλθε τότε ?να σχίσμα στήν ίδια θεμελιώδη νοοτροπία καί Ανάληψη του κόσμου καί τής ζωής: κατά τά άλλα, μόνον Ετσι μπορεΐ νά έξηγηθεΐ ή θρησκευτική Ιστορία τής Γαλλικής έπανάστασης, έπειδή θά ήταν διαφορετικά Ανεξήγητη ή μαζική προσκόλληση στις νέες ιδέες καί στήν έπαναστατική πολιτική τών ’Ιακωβίνων ένάντια στόν κλήρο, ένός πληθυσμοϋ 6 ¿ποιος βεβαίως ήταν άκόμα βαθύτατα θρησκόληπτος καί Καθολικός. Γι’ αυτό μπορεΐ νά ειπωθεί δτι θεωρητικά δέν ξεπερνοΟν οί άρχές τής Γαλλικής ’Επανάστασης τή θρησκεία, έπειδή Ανήκουν στήν ίδια της τή διανοητική σφαίρα, Αλλά οί άρχές που είναι ιστορικά Ανώτερες έπειδή έκφράζουν Αναγκαιότητες νέες καί Ανώτερες άπό έκεΐνες τής Γαλλικής έπανάστασης, δηλαδή έκεΐνες πού θεμελιώνονται στήν πραγματικότητ τα τής δύναμης καί τοϋ Αγώνα πού φέρνει Αποτελέσματα. 2) Ή ίκφραση τών διαφόρων όμάδων διανοουμένων μέ διαφορετικές πολιτικο-νομικές τάσεις, πού είναι έκείνη πάνω στήν δποία Αναπτύχθηκε μέχρι τώρα ή έπιστημονική πολεμική στό «φυσικό δίκαιο». Τό ζήτημα Αναλύθηκε θεμελιακά άπό τόν Κρότσε, μέ τήν Αναγνώριση, δτι έπρόκειτο γιά πολιτικά καί
δημοσιολογικά ρεύματα, πού είχαν τή σημασία καί τή απου- δαιότητά τους, καθότι Ικφραζαν πραγματικές άνάγκες στή δογματική καί συστηματική μορφή τής έπιστήμης τοΟ δίκαιου (παράβαλε τήν πραγματεία τοϋ Κρότσε). Ενάντια σ’ αύτή τήν τάση στρέφεται ή «φαινομενική» πολεμική αύτών πού τώρα άσκοΰν τήν έπιστήμη τοϋ δίκαιου, πού στήν πραγματικότητα, μή ξεχωρίζοντας άνάμεσα στό πραγματικό περιεχόμενο τοϋ «φυσικοΰ δίκαιου» (συγκεκριμένες διεκδικήσεις πολιτικοϋ, οικονομικού καί κοινωνικού χαρακτήρα), τή μορφή τής θεωρητικοποίησης καί τΙς διανοητικές αιτιολογίες πού δίνει τό φυσικό δίκαιο στό πραγματικό περιεχόμενο, είναι αυτοί οί ίδιοι χωρίς κριτικό πνεύμα καί περισσότερο άν- τιϊστορικοΐ άπό τούς θεωρητικούς τοϋ φυσικοΰ δίκαιου, δηλαδή είναι μουλάρια τυφλωμένα άπό τόν πιό εύτελή συντηρητισμό (πού άναφέρεται άκόμα καί στά περασμένα γεγονότα πού «Ιστορικά» είναι ξεπερασμένα καί ξεπεταγμένα). 3) Ή πολεμική στήν πραγματικότητα 2χει γιά στόχο νά περι- στείλει τήν έπιρροή πού ειδικότερα πάνω στούς νεαρούς διανοούμενους θά μπορούσαν νά Εχουν (καί πού πραγματικά Ιχουν) τά λαϊκά ρεύματα τοΰ «φυσικού δίκαιου», δηλαδή έ- κεινο τό σύνολο άπό γνώμες καί άπό δοξασίες πάνω στά «ά- τομικά» δικαιώματα, πού άδιάκοπα κυκλοφορούν μέσα στίς λαϊκές μάζες, καί πού άνανεώνονται συνέχεια κάτω άπό τήν ώθηση τών πραγματικών συνθηκών τής ζωής καί τήν αύ- θόρμητη σύγκριση άνάμεσα στόν τρόπο ύπαρξης τών διαφορετικών στρωμάτων.
Ή θρησκεία 2χει έπ:δράσει πολύ πάνω σ’ αύτά τά ρεύ»- ματα, ή θρησκεία μέ κάθε Ιννοια, μέ τήν 2ννοια πού άκρι- βώς σήμερα γ'ίνεται αισθητή καί μπαίνει σέ έφαρμογή μέχρι ¿κείνη πού είναι όργανωμένη καί συστηματοποιημένη άπό τήν ιεραρχία, πού δέν μπορεϊ νά άποτινάξει τήν άντίληψη τοϋ λαϊκοΰ δίκαιου. Άλλά πάνω σ’ αύτά τά ρεύματα έπιδροΰν περνώντας μέσα άπό άνεξέλεγκτες καί πάρα πολύ λεπτές διανοητικές διακλαδώσεις άγγειων καί πόρους, έπίσης μιά σειρά άντιλήψεων διαδεδομένων άπό τά λαϊκά ρεήιατα τοΰ φυσικοΰ δίκαιου, καί άκόμα γίνονται «φυσικό δίκαιο», διά μέσου τών πιό ποικίλων καί παράξενων βεβηλώσεων, όρισμέ-
να προγράμματα καί προτάσεις έπιβεβαιωμένες άπό τόν «Ιστορισμό». Υπάρχει λοιπόν μιά μάζα λαϊκών «νομικών» δοξασιών, πού παίρνουν τήν μορφή τοϋ «φυσικού δίκαιου» καί άποτελούν τή «νομική» λαογραφία. Άπό τήν δργάνωση τών «κακουργοδικείων» καί άπό μιά σειρά όλόκληρη διαιτητικών ή συμβιβαστικών δικαστικών σωμάτων άποδείχτηκε, σέ δλα τά πεδία προσωπικών ή ¿μαδικών σχέσεων δτι άκριβώς θά ’πρεπε νά κρίνουν λαμβάνοντας ύπ’ δψη τό «δίκαιο», δπως έννοεΐται άπό τό λαό που έλέγχεται άπό τό θετικό ή έπίσημο δίκαιο, δτι Sva τέτοιου είδους ρεϋμα Ιχει μεγάλο ένδιαφέρον.
Πρέπει νά σκεφτοΟμε δτι ή σπουδαιότητα ένός τέτοιου ζητήματος έξαφανίστηκε μέ τήν κατάργηση τών λαϊκών δικαστηρίων, έπειδή κανένας δικαστής δέν μπορεΐ νά μήν πάρει όπ’ δψη του ώς 2να βαθμό τήν λαϊκή γνώμη: άντίθετα. είναι πιθανό δτι τό ζήτημα ξαναπαρουσιάζεται μέ άλλη μορφή καί σέ Ικταση πολύ πιό μεγάλη άπό δ,τι στό παρελθόν, πράγμα πού δέν θά μπορέσει νά μή δημιουργήσει κινδύνους καί νέες σειρές προβλημάτων πρός έπίλυση.
Σύγχρονη Προϊστορία.
Ό Ραφαέλε Κόρσο όνομάζει τό σύμπλεγμα τών λαογ ραφικών γεγονότων μιά «σύγχρονη προϊστορία»: τούτο πού· είναι άπλά Iva λογοπαίγνιο γιά νά καθορίσει Iva πολύπλοκο φαινόμενο πού δέν είναι εδκολο νά προσδιοριστεί έν συντομία: Αναφορικά μπορούμε νά θυμηθούμε τή σχέση άνά- μεσα στίς δνομαζόμενες «έλάσσονες τέχνες» καί τΙς όνομαρ ζόμενες «μείζονες τέχνες», δηλαδή άνάμεσα στή δραστηριότητα τών δημιουργών τής τέχνης καί έκείνης τών χειροτεχνών (τών ειδών πολυτελείας ή, τουλάχιστον, έκείνων που δέν είναι άμεσα χρήσιμα). 01 έλάσσονες τέχνες ήταν πάντα δεμένες καί έξαρτώμενες άπό τΙς μείζονες τέχνες. Έτσι ή Λαογραφία ήταν πάντα δεμένη μέ τήν κουλτούρα τών κυρίαρχων τάξεων, καί, μέ τόν τρόπο της, τής άφαίρεσε κίνητρα, πού εισχώρησαν σέ συνδυασμό μέ τίς προηγούμενες παραδόσεις. Κατά τ’ άλλα, δέν ύπάρχει τίποτα πιό άντιφατικό καί
330
Αποσπασματικό άπό τή Λαογραφία. Τέλος πάντων πρόκειται γιά μιά «προϊστορία» πολύ σχετική καί πολύ συζητήσιμη καί δέν θά ύπήρχε τίποτα πιό ύπερβολικό άπό τό νά θέλουμε νά βρούμε στόν Εοιο τόν Λαογραφικό χώρο τά διάφορα στρώματα. Άλλά άκόμα και ή σύγκριση στούς διάφορους χώρους, άν καί είναι ή μοναδική όρθολογική μεθοδική κατεύθυνση, δέν έπιτρέπει άναπότρεπτα συμπεράσματα, άλλά μόνον πιθανές εικασίες, έπειδή είναι δύσκολο νά φτιαχτεί ή ιστορία τών έπιδράσεων πού κάθε περιφέρεια έχει συγκεντρώσει καί στίς όποιες συχνά παραβάλλονται έτερογενεϊς όντότητες. Ή λαογραφία, τουλάχιστον έν μέρει, είναι πολύ πιό εύμετάβλητη καί διατακτική πολύ περισσότερο άπό τή γλώσσα καί τΙς διαλέκτους, πράγμα πού άλλωστε μπορεϊ νά ειπωθεί γιά τή σχέση άνάμεσα στήν κουλτούρα τής καλλιεργημένης τάξης καί τής φιλολογικής γλώσσας: ή γλώσσα τροποποιείται στό εύαίσθητό της κομμάτι, πολύ λιγότερο άπό τό πολιτιστικό της περιεχόμενο, καί μονάχα στή σημασία τών λέξεων είναι δυνατό, φυσικά, νά καταγραφεί μιά συμφωνία άνάμεσα στή μορφή πού γίνεται αισθητή καί στό διανοητικό περιεχόμενο.
Τά λαϊκά Τραγούδια.
Υπάρχει μιά διαίρεση καί Ινας διαχωρισμός τών λαϊκών τραγουδιών πού έχει γίνει άπό τόν Έρμόλαο Ρουμπιέρι: 1) τά τραγούδια πού Ιχουν φτιαχτεί άπό τό λαό γιά τό λαό' 2) έκεϊνα πού Ιχουν φτιαχτεί γιά τό λαό, άλλά δχι άπό τό λαό1 3) έκεϊνα πού δέν Ιχουν γραφτεί οδτε άπό τό λαό, οδτε γιά τό λαό, άλλά Ιχουν υιοθετηθεί άπ’ αύτόν, έί- πειδή είναι άνάλογα μέ τόν τρόπο πού σκέφτεται καί πού αισθάνεται.
Μοΰ φαίνεται δτι δλα τά λαϊκά τραγούδια μπορούν καί πρέπει να περιοριστούν σ’ αύτήν τήν τρίτη κατηγορία, έ- πειδή αύτό πού διαχωρίζει τό λαϊκό τραγούδι, μέσα στή γενική εικόνα ένός έθνους καί τής κουλτούρας του, δέν είναι τό καλλιτεχνικό γεγονός, οδτε ή ιστορική καταγωγή, άλλά 6 τρόπος πού Ιχει νά άντιλαμβάνεται τόν κόσμο καί τή ζωή,
331
σέ άντίθεση μέ τΙς Ισχύουσες άντιλήψεις τής κοινωνίας. Σ ’ αύτό, καί μόνον σ’ αύτό, πρέπει νά διερευνηθεΐ ή «συλλογι- κότητα» τοΟ λαϊκοϋ τραγουδιοϋ, καί τοϋ Ιδιου τοΟ λαοϋ. Ά π’ αύτδ συνεπάγονται £λλα κριτήρια Ιρευνας τής Λαογραφίας: δτι δ Ιδιος δ λαός δέν είναι μιά όμοιογενής κοινότητα δσον άφορά τήν κουλτούρα, άλλά παρουσιάζει πολυπληθή πολιτιστικά στρώματα, ποικιλοτρόπως συνδυασμένα, πού λόγω τής καθαρότητάς τους δέν μποροϋν πάντα νά ταυτιστοϋν μέ προσδιορισμένες Ιστορικές λαϊκές κοινότητες' είναι δμως βέβαιο δτι δ μικρότερος ή μεγαλύτερος βαθμδς Ιστορικής «άπομόνω- σης» αύτών τών κοινοτήτων δίνει τή δυνατότητα μι4ς δρι- σμένης ταύτισης.
332
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΓ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
1. Φραντβέακο ντέ Σάνκτις: Βλ. σημειώσεις οέ: «Παρελθόν καί Παρόν» (σημ. 19) χαΐ *ΓιΑ τόν Γκράμσι» (σημ. 16), xal -Λ δυό έκδ. «Στοχαστής».
2. Ν α τ ο υ ρ α λ ι σ μ ό ς — Ν α , τ ο υ ρ α λ ι σ τ ι κ ό μ υ θ ι σ τ ό ρ η μ α : Ό Νατουραλισμός είναι αίσθητική θεωρία, πού Αναπτόχθηκ* κι έπικράτησε στή Γαλλία στά τέλη τ<Α 19ου αΙώνα. Πολλές έπιδράσεις δέχτηκε Από τόν ποζιτιβισμό (θετικισμό) πού κατ* αΰτόν τό ίργο τέχνης είναι προϊόν τοΟ φυσικοΟ περιβάλλοντος, όπότε καί ot καλλιτέχνες ΘΑ πρέπει ν’ Αναπαριστάνουν τήν πραγματικότητα έπακριβδς, χωρίς νΑ τήν- ¿¿ιδανικεύουν.
Αύτή ή στάση τών νατσυραλιστύΐν πρός τήν τέχνη, ΘΑ μπο- ροΟσε v i πεί κανείς, πώς δέν είναι Απόλυτα νεωτεριστική. Μεγάλοι συγγραφείς περασμένων αΙώνων, δπως ό Βολταΐρος, ό ΡαμπελαΙ κ.Α. θεωροΟσαν Αξια διήγησης τήν «ταπεινή πραγματικότητα» παρΑ τήν θρησκεία ποό γ ι ’ αϋτοός ήταν καί ξεπερασμένη.
3. Β ε ρ ι σ μ ό ς : Λογοτεχνικό κίνημα, ποό Αναπτόχθηκ* στήν ’Ιταλία στά τέλη τοΟ 19ου μέ Αρχές τοΟ 20ου αΙώνα. Χαρακτηριστικό του, ή φροντίδα νΑ έκφράζει τό «Αληθινό» (vero - verism o), τή «φύση» (natu ra ), Ακόμα καί στίς πιό ωμές της πλευρές. Συνδέεται μέ τόν γαλλικό νατουραλισμό καί γενικότερα μέ τήν θετικιστική σκέψη ¿κείνων τών χρόνων. Στήν οΟ- σία, αύτό τό ρεΟμα συσχετίζει τήν τέχνη μέ τήν έμπειρική έ- πιστήμη καί όποβοηθΑ τή δημιουργία ένός καλλιτέχνη γενικά Απρόσωπου καί Απαθή.
335
Ή Αρχή τοΟ βεριαμοβ στήν ’Ιταλία μπορεΐ νΑ τοποθετηθεί οτήν έποχή τής έθνικής ένοποίησης, έποχή μεταβαλλόμενης Ιστορικο - πολιτιστικής κατάστασης, βπου συνυπήρχαν Από τή μιΑ μεριλ ή Αποσύνθεση τοΟ ρομαντιχοΟ κινήματος καί άπό τήν δλλη ή έκρηξη τοΟ βιομηχανικοβ πολιτισμοΟ, δ δποϊος καί β- κανε έπιτακτική τή λύση τών προβλημάτων τδν συνδεδεμένων μέ τήν οικονομική Ανάπτυξη. Ωστόσο, έχει καί συγκεκριμένους δεσμούς μέ τήν κουλτούρα τής προηγούμενης περιόδου.
4 . Τ ζ ο ο ο ί β Κ α ρ ν τ ο ύ τ σ ι (1836-1907): Καβηγη- τής σέ γυμνάσιο καί Αργότερα στό Πανεπιστήμιο τής Μπολόνια. ‘Αρχίζει νΑ γράφει ποιήματα Από τό 1850 καί Από τότε έχουν έκδοθεΐ πολλές συλλογές του. θεωρείται δ έπ(σημος ποιητής τής ’Ιταλίας στήν περίοδο μβτά Απδ τδ Ριζορτζιμέντο.
δ . Γ κ ο υ ε ρ ά τ σ ι Φ ρ α ν τ σ έ σ κ ο Ν τ ο μ έ ν ι κ ο (1804-1873): ’Ιταλός συγγραφέας. Έ λαβε μέρος στήν πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση τδ 1848, στΑ 1849, βμως, συμμετείχε σέ μιΑ τριανδρία πού ΑσκοΟσε δικτατορικΑ τήν έξουσία καί πού Ανα- τράπηκε Από μιΑ λαΒκή έξέγερση. Καταδικάστηκε σέ 16 χρόνιβ κάτεργα, ποινή πού μετατράπηκε σέ έξορία στήν Κορσική. ’Αργότερα, έκλέχτηκε πάλι στά 1860 καί γιΑ δέκα χρόνια βμεινβ στήν Αντιπολίτευση σέ συνεχή πολεμική μέ τούς Συντηρητικούς. "Εργα του, «Ή μάχη τοΟ Μπενεβέντο», «Ή τρύπα στδν τοίχο», *Ό αιώνας πού πεθαίνει» κ. 4.
6 . Σ ε τ σ ε ν τ ι σ μ ό ς ι : Λογοτεχνική τάση τοΟ 1600 πού σΑν χαρακτηριστικό της είχε τήν έπιτήδευση, τό πολύπλοκο κι β- γινε σύμβολο περιττολογίας.
7. Ν τ ’ Ά ν ο ύ ν τ σ ι ο Γ κ α μ π ρ ι έ λ ε (1863 -1938): ’Ιταλός συγγραφέας. 'Από μικρός Αρχισε νΑ δημοσιεύει ποιήμα- τά του. Δέν τέλειωσε ποτέ τή Φιλολογική σχολή τής Ρώμης. "Εζησε ψάχνοντας νέους τρόπους αΙσθησιαομοΟ ατό δνομα τοΟ έρωτισμοΟ πού σ’ αύτόν ΘΑ παραμβίνει πιστός μέχρι τέλους. ’Επηρεάζεται Από τόν Τολστόι καί Ντοστογιέφσκη, Ιδίως στΑ πρώτα του έργα. ’Αργότερα, έδειξε νΑ θέλει νΑ καλύψει Ενα ήθικό κενό, γιΑ τό δποίο δ Ιδιος έπεσήμαινε τούς κινδύνους, μέ τό μύθο τοΟ «ύπεράνθρωπου», σύμφωνα μέ τό Νιτσεΐκό πρότυπο. Στή θέση βμως τοΟ «πόθου γιΑ δύναμη» πού είχε μετατραπεϊ σέ θεωρία Απδ τόν γερμανό φιλόσοφο, δ Ντ* Άνούντσιο — Αρνούμενος τήν
334
κοινή ήθική — τοποθετεί ¡ίανικά αΙσθητιχοΟ είδους, πού προορίζονται v i συνθέσουν ιό μωσαϊκό μιβς «ζωής πού 6èv ίπιδέχεται μίμηση». Βαθμιαία, τόν μύθο τοΟ «ύπεράνθρωπου» τιίνε ι ν* άν- τικχταατήσει — ή έστω νά πλησιάσει— 6 μύθος τοΟ «6περέ- θνους», ποό κλήθηκε άπό τή μοίρα v i έξουσιάσει: Μεταφορά, ποό άντανακλά μιά νεογέννητη άστιχή τάξη ποό χρειάζεται άλλοθι. Κατά τόν πόλεμο, ήταν ύπέρ τής έπέμβασης χαΐ πολέμησε καί 6 Ιδιος. Τό 1919 καταλαμβάνει μέ μερικούς έθελοντές τήν πόλη Fincue καί τήν ¿νομίζει «βασίλειό» του, ώσπου, τό 1921 τόν κυνηγά καί τόν διώχνει 6 Ιταλικός στρατός άπό nel. Υ ποστηρίζει τόν φασισμό καί μέ τά κείμενά του. Μετά άπό μιά μεγάλη περίοδο παθητικής άπομόνωσης, πεθαίνει τό 1938. Κ α λ λ ι γ ρ α φ ι σ μ ό ς : Λογοτεχνική τάση, πού δίνει
μεγάλη σημασία στήν τελειότητα τής μορφής.Κ ο σ μ ο π ο λ ι τ ι σ μ ό ς : Λογοτεχνική τάση, πού θεωρεί
τόν κόσμο σάν μιά μοναδική μεγάλη πατρίδα, άπορρίπτσντας κάθε είδους διαχωρισμό σέ έθνη. (Κατά τόν Γκράμοι, «Ή 'Ι ταλία είχε γιά πολλούς αιώνες μιά λειτουργία σ& διεθνές - εύ- ρωπαΐκό έπίπεδο» (Διανοούμενοι καί ¿ργάνωση τής κουλτούρας). Νά, λοιπόν, γιατί ό Ιδιος θεωρεί (στά «Τετράδια τής φυλακής») βτι «ό Ιταλικός κοσμοπολιτισμός δέν μπορεΐ, παρά νά γ ί νει διεθνισμός»).Κ ο ν φ ο ρ μ , ι σ μ ό ς : Τάση έξ ομοίωσης καί Οποταγής σέ
έπικρατοΟσες θεωρίες καί συνήθειες.Ή άστική κοινωνία, χαρακτηρίζεται γιά Εναν άτομιαμό,
πού, χάρη στή χαώβικη κατάσταση τ<3ν σχέσεων, μετατρέπεται σέ παθητική 6ποταγή ifflv μαζβν στίς μεγάλες προσωπικότητες (οικονομικές, πολιτικές, διανοητικές). «Τάση πρός τόν χονφορ- μισμό, πού στό σύγχρονο κόσμο είναι πιό ¿ξαπλωμένη καί βαθύτερη άπ’ 6,τι στό παρελθόν: ή όμοιομορφία στόν τρόπο σκέψης καί δράσης, πού παίρνει διαστάσεις πανεθνικές ή άχόμα καί ό- λόκληρης ήπείρου». (Γκράμσι, Note sul Machiavelli.), h u m u s : «δπόστρωμα» οίκονομιχβν, κοινωνικών, πνευματι-
κϋ5ν καί πολιτιστικΟν στοιχείων πού ύποβοηθά τή γέννηση μιάς Ιδέας, μιάς έπιχείρησης, ένός έργου κλπ.Ό ρ ι ά ν ι Ά λ φ ρ έ ν τ ο (1852-1909): 'Ιταλός συγ
γραφέας. Κατ’ έξοχήν θεωρητικός τοΟ ίταλικοΟ {μπεριαλισμοΟ.
335
13. T t τ α ν t c μ 6 ς : Ή έκφραση χ·9)ς Ανταρσίας, τής Ανυπομονησίας στόν ρομαντισμό, Απέναντι ο* 6λα έκεΐνα πού προσπαθούν νΑ περιορίσουν τΙς δυνατότητες τοΟ Ανθρώπου.
14. S t r a p a e s e : Λογοτεχνική τάση πού Αναπτύχθηκε στήν Ι τα λ ία Ανάμεσα στό 1926 μέ 1932. Διαδόθηκε χαΐ ύποστηρί- χτηκε Από τΑ περιοδικά <11 selvaggio» τοΟ Μ. Μακάρι καί «L* Italiano» τοΟ Α. Λονγκανέζι. Υποστήριζε καί Ακολούθησα τή φασιστική πολιτική. Ή βασική πρόταση αύτής τής κίνησης ήταν ή συνέχιση τών παραδόσεων τής ύπαίθρσυ σ’ Αντίθεση μέ τΙς κοσμοπολίτικες «μόβες».
15. Ι δ ι ω τ ι σ μ ό ς : Τό νά Ιδιωτεύεις, τό νά μήν Αβχολεΐσαι μέ τά κοινά. ’Από τόν Σόλωνα, τό «Ιδιώτης» ήταν 6 Αντίποδας τοΟ «πολίτη». Ή λέξη «Ιδιώτης», σήμερα, Ιχε ι πάρει τήν έννοια τοΟ Ανόητου (id io t) .
16. Σ τ υ λ ι σ τ ι κ ή : θεωρία μεθοδολογίας πού έφαρμόζεται στή φιλολογική κριτική καί πού, μαζί μέ συναφείς σχολές καί κινήματα, θεωρεί τό λογοτεχνικό προϊόν σΑν μιΑ καθαρά γλωσσική ύπόθεση.
17. M a r i n e t t i F i l i p p o T o m m a s o (1876 - 1944). ’Ιταλός συγγραφέας, ποιητής καί μυθιστοριογράφος, θεμελιωτής1 τοΟ φουτουρισμού. Στό «Figaro» στίς 22 Φλεβάρη 1909 δημοσίευσε τό πρώτσ μανιφέστο τοΟ ΦουτουρισμοΟ πού δίνει τήν ύπεροχή στό δυναμισμό τής μοντέρνας ζωής, ατούς μύθους τής μηχανής καί τοΟ πολέμου, στή βία σΑν έπιβεβαίωση τής προσωπικότητας, μανιφέστα πού κατακεραύνωνε τΙς παραδοσιακές Αξίες. Τό 1910, στό «Μανιφέστο τής φουτουριστικής λογοτεχνίας» θεωρητικοποίησε τήν ποίηση καί έκεΤνα τΑ έχφραστικΑ μέσα πού συνέτβιναν στήν Ανάδειξη τής δυναμικήβ τών συναισθημάτων, τής κίνησης, τής Ολης, μέσ' Από τή σύνταξη καί τΑ σημαία στίξης, τήν έλεύθερη γραφή τών λέξεων καί τούς τυπογραφικούς χαρακτήρες διατεταγμένους μέ τρόπο σοφιστικό. Στό μυθιστόρημά του «Μαφάρκα, ό Φουτουριστής» (1910), 6 Μαρινέτι έχλαΐκευσε τό πρόγραμμα τοΟ «Μανιφέστου». Ό έθνικισμός καί ή πολεμική τόν όδήγησαν στό νά γίνει ένθερμος ύποστηρικτής τής Δυβικής ’Εκστρατείας καί τής έπέμβασης στόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Οπως καί τής φασιστικής δικτατορίας Από τήν όποία πήρε τιμές καί δημόσιες θέσεις.
336
θεωρητικός περιααότερο παρ4 χαλλιτέχνης, είχε τΙς χαλύ- τβρες στιγμές τής παραγωγής του στή νεανιχή του περίοδο, Οταν — καθώς φαίνεται— ήταν δεμένος μέ τήν ποίηση τοΟ συμ- βολιαμοΟ χαΐ τής παραχμής.
18. Ή ά ν ά λ η ψ η, τ ή ν π ε ρ ί ο δ ο μ ε τ 4 τ 6 1000. Πρόκειται γ ι4 μι4 περίοδο τής Ιστορίας τής ‘Ιταλίας Οπου μιά αειρ4 γεγονότων συνέτειναν στήν οικονομική εΰμάρεια, ή 6ποία μέ τή σειρά της έπέτρεψε ν4 δημιουργηθοΟν οΐ συνθήκες γ ι4 τήν άνάπτυξη xfflv γραμμάτων xal xfflv τεχνών.
19. « Π α ρ ν α σ σ ό ς » : ποιητικό κίνημα πού άναπτόχθηκε στή Γαλλία τή δεκαετία 1866 -1876, μέ τήν καθοδήγηση 66ο νεαρών ποιητών τοΟ Ηαντέ χαΐ τοΟ Ρισάρ, μέ κέντρο τήν έπιθεώ- ρηση ί'Ο σύγχρονος Παρνασσός». 01 «παρνασσιστές» χαλλιεργοΟ- σαν 6να Ιδεώδες γ ι4 μι4 ποίηση τυπικ4 άναμάρτητη καί συναισθηματικά άπαθή, πού 4νταγωνιζόταν 4μέσα τή ρομαντική παράδοση τοΟ Ούγκώ καί τοΟ Ααμαρτίνου, άναφερόμενοι 4πό τή μι4 στ4 παραδείγματα τοΟ νεοκλασιχισμοΟ τοΟ 1700 χ ι 4πό ίτήν άλλη στή μβταρομαντιχή ποίηση τοΟ Γχωτιέ, Ηπωντλέρ καί Λε- κόντ ντέ Λίλ. Τόν τελευταίο βεωροΟσαν σ4ν αρχηγό σχολής. 01 ποιητές είχαν μεταξύ τους διαφορές στό Οφος καί στή νοοτροπία, μ4 είχαν κοινό σημείο τήν 4ρχή «ή τέχνη γ ιά τήν τέχνη».
20. « ’Α ρ κ α δ ί α » : ’Ιταλική λογοτεχνική ‘Ακαδημία. Τό 1690, στή Ρώμη, σέ μι4 συγκέντρωση λογίων, κάποιος, πιθανά ό Άγκοστίνο Τάια, άκούγσντας ν’ 4παγγέλλσνται μερικές ποι- μενιχές συνθέσεις, φώναξε: «ΗοΟ φαίνεται Οτι έμεΤς σήμερα ξαναζωντανέψαμε τήν ’Αρκαδία», άναφερόμενος στήν έλληνιχή ’Αρκαδία, δπου στήν άρχαιότητα οΐ μόνοι της κάτοικοι ήταν βοσκοί. Ή φράση αύτή άποτέλεσε τόν τίτλο γ ι4 μι4 νέα άχαδημία πού Ιδρύθηκε τόν Ιδιο χρόνο μ* Sva δλόχληρο πλέγμα άπό κανόνες xal τελετουργίες. Έ «’Αρκαδία» ήταν ή πρώτη Ιταλική άχαδημία μέ έβνιχό χαρακτήρα xal καθόρισε τό ποιητικό γοΟ- στο γ ι4 μισό περίπου αιώνα. Ηέλημα τών μελών της ήταν νά ξαναβροΟν μιά άπλή xal αύθόρμητη γλώσσα, πράγμα πού στήν ποίηση θά έχφραζόταν μέ τήν 4νάγχη γ ι4 χαθαρότητα καί φυσικότητα. Α&τό Βμως τό χατάφεραν μόνο ώς ϊνα βαθμό.
Ή δη άπό τή γέννησή της ¿μφανίστηκαν στοός κόλπους τής ‘Ακαδημίας δυό άντίθετα ρεύματα: Τό Iva, μέ έκφραστή τόν
33722
Γχραβίνα έτεινε πρός βνα όλοχληρωτιχό κλασικισμέ χαΐ σέ μιά «μυθο4ι&ασχαλιχή» ποίηση, διαλέγοντας τ4 πρότυπά του μβταξί) τίϋν Αρχαίων Ελλήνων χαΐ τοΟ Ντάντε. Τ6 Αλλο, κάτω Από τόν Κρεσιμπένι, έπέμενε στήν Αναγκαιότητα χαΐ ατό ώφέλιμο ■rijc έπανασΰνβεσης μέ τόν Πετραρχισμό τοΟ 1600 χαΐ τόν άνα- κρεονισμό τοΟ Κιαμπρέρα, γιΑ vdt γίνει έπεξεργάσιμη μιΑ ποίηση ειδυλλιακή μέ χαρακτηριστικά τό ιδανικό, τή μελοδραματική ώβή, τό συντηρητικό γλαφυρό ρεαλισμό, τήν καΛαρότητα, τή λογική, τή σαφήνεια. Ή Αντίθεση τ<3ν δύο ρευμάτων δδήγησ* στή διάσπαση τό 1711 χαΐ στήν Ιδρυση μ ιϊς δεήτβρης «’Αρκαδίας», τήν ‘Ακαδημία τΟν Κουΐρίνι, γύρω Από τόν Γχραβίνα.
21. O t i u m e t n o n n e g o t i u m : λατινικά, σημαίνει «Απραγμοσύνη (απραξία - ήσυχία - Αδράνεια) χαΐ 5χι πο- λυπραγμοσύνη (ένασχόληση - Ανησυχία)». Τό negotium στόν πληθυντικό (negotii) οήμαινε «τά πολιτικά πράγματα».
22. Η β τ σ ε ν α τ ι β μ ό ς : Γενναιόδωρη προστασία τ0ν λο- γίων χαΐ καλλιτεχνΟν, μέ σκοπό τήν προώθηση τβν γραμμάτων χαΐ τΟν τβχνΟν.
23. Μ ε τ α σ τ ά ζ ι ο Π ι ί τ ρ ο (1698 - 1782). 'Ιταλός δραματουργός. Έγραψε άπό παιδική κιόλας ήλικία, κύρια ποιήματα. Σπούδασε μέ τή βοήθεια τοβ Γκραβίνα. ’Από τό 1730 μέχρι τό θάνατό του έζησε στή Βιέννη, στήν αύτοχρατοριχή Αύλή, σΑν ποιητής τοΟ αύτοχράτορα. Γνώρισαν τά θεατριχά του Ιργα μεγάλη έπιτυχία, ένταγμένα στίς Απαιτήσεις τής έποχής του χ ι έμπνει»- σμένα άπό τό Αρκαδικό Ιδεώδες.
24. Φ ό σ χ ο λ ο Ο δ γ χ ο : (Ζάχυνθος 1778 - Λονδίνο 1827). ’Ιταλός συγγραφέας χαΐ ποιητής. Στήν Πάντοβα, Οπου χαΐ σπούδαζε, ήρβε σ’ έπαφή μέ τΙς δημοκρατικές ιδέες. ΓιΑ τΑ πιστεύω του, άναγχαζόταν συνεχώς ν’ άλλάζει τόπο διαμονής. ’Ανάμεσα στά καλότβρά του Ιργα, πού τόν τοποθετοΟν Ανάμεσα στοός σπουδαιότερους κριτικούς τοΟ 1800 πρίν άπό τόν Ντέ Σάνχτις σογ- χαταλέγοΜται: «Δοκίμια γιΑ τόν Πετράρχη», «Ίστοριχή διατριβή γιΑ τό κείμενο τοΟ Δεχαήμερου» χ.ά.
Ή κριτική του μέθοδος, Αντιδογματιχή, προσεχτική στήν παρατήρηση τίϋν ψυχολογ ικΟν φαινομένων χαΐ στήν Ιστοριχή π ιστότητα, μά, κύρια, εύαία&ητη γιά τή γλώσσα χαΐ τό ίφος, Ιών τοποθετεί στήν πρωτοκαθεδρία μ ιϊς σχολής, πού άσχολεΐται μέ
338
■τή λεπτόλογη φιλολογική παρατήρηση καί μέ τήν (mola V ά- σχοληθοΟΜ καί 6 Καρντούτσι καί 6 Σέρρα.
Επιφανειακά ή γραφή του έχει στοιχεία νεοκλασικά, ζ«Ι μέ τά δράματα τής φαντασίας του καί σχεδιάζει 8ναν κόσμο διαφορετικό άπό τόν πραγματικό.
25. Η α ν τ α ό ν ι ’Α λ β σ ά ν τ ρ ο (1786 - 1873), Ιταλός συγγραφέας, άπό τΙς μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στήν ’Ιταλία, στίς άρχές τοΟ περασμένου αΙώνα. ’Από τά πρώτα του κιόλας γραφτά φαίνεται τό αντικληρικό πνεΟμα πού τάν διακρίνει δ- πως καί τά δημοκρατικά αίαθήματα. Στό Παρίσι (180&) συναναστρέφεται μέ Ιδεολόγους δημοκράτες κι έρχεται σ’ έπαφή μέ τΙς πρώτες ανανεωτικές Ιδέες τοΟ ρομαντισμοΟ. Μελετά τούς μεγάλους γάλλους μοραλιστές, πού έπέδρασαν αποφασιστικά στίς σχέσεις του μέ τή θρησκεία. Τ6 1827, μετά τήν έκδοση tfflv «'A ρ ρ α β ω ν ι α σ μ έ ν ω ν » , γνωστός ήδη σάν 8νας μεγάλος συγγραφέας, πηγαίνει στήν Φλωρεντία, δπου συναναστρέφεται μέ τούς φιλελεύθερους, τούς γύρω άπό τήν «Antologia». Έ γ ιν ε μέλος τής ’Ακαδημίας τής Κροόσκα.
Στή Φλωρεντία άσχολή&ηκε έντονα μέ τά προβλήματα τής Ιταλικής γλώσσας.
*0 τρόπος ίφήγησης τοΟ Manzoni, άποτέλεσμα μι Ας έπί- πονης μελέτης καί συγκρίσεων, τείνει πρός τή δημιουργία μιΟς ένιαίας γλώσσας, χωρίς τοπικούς Ιδιωματισμούς, μά πάνω άπ’ δλα «λαϊκής», ή (mola νά μπορεΤ νά μή σπαταλβ, μ’ άντίθετα νά διασώζει καί νά έξυψώνει τό γλωσσικό πλοΟτο καί τήν ποικιλία σχημάτων τής όμιλοόμενης άπό τό λαό γλώσσας.
26 . Γ ι α ν σ ε ν ι σ μ ό ς : ΑΙρετικό θρησκευτικό κίνημα, πού ξεκίνησε 6 'Ολλανδός θεολόγος Κορνήλιος Γιάνσεν (1686 - 1638) πού θεωροΟσε σάν άπόλυτη τήν αναγκαιότητα τής θείας χάριτος γ ιά τή σωτηρία μόνο μερικών έχλεκτών άνθρώπων.
'27. V o x p o p u l i v o x D e i : Λατ. «Φωνή λαοΟ, φωνή θεοΟ».
28. C o n s c i e n t i a g e n e r i s h u m a n ! : Λατ. «Συνείδηση τοΟ ανθρώπινου γένους».
29 . Σ ε ν σ ι σ μ ό ς : Φιλοσοφική θεωρία πού δποστηρίζει δτι δλες μχς οΐ γνώσεις προέρχονται άπό τΙς αίαθήσεις καί μόνο.
3 0 . Β ο ρ ό ν ο φ Σ έ ρ γ ι ο ς (1866 -1961). Φυσιολόγος· ρώ-
339
οικης καταγωγής, γαλλικής Οπηκοότητας άπό τό 1897. ΤΑ πβι- ράματά του γιά τήν Ανανέωση τοβ Ανθρώπινου όργανισμοΟ μ& τή μεταμόσχευση όργάνων ζώων είχαν μέν Απήχηση, άλλά έλά- χιστη άποτελεσματικότητα.
31. S t r a c i t t à : ’Ονομασία μιβς ιταλικής λογοτεχνικής τάσης, στίς Αρχές τοβ 20ου αιώνα, πού ήθελε v i δώσει στή λογοτεχνία Εναν κοσμοπολίτικο τόνο.
32. ’Α λ ο γ ό μ υ γ α : Στό κείμενο: Moscha cocchiera. Ό Ιδιος 6 Γκράμσι γράφει στίς «Σημειώσεις γ ιά τόν Μακιαβέλλι» «’Αλογόμυγα βίναι κάθε άτομο πού δέν ύπολογίζει μιά συλλογική θέληση καί δέν προσπαθεί v i τήν δημιουργήσει, v i τήν 6πο- κινήσει, v i τήν διαδόσει, v i τή δυναμώσει, v i τήν ¿ργανώσει». Βλ. καί τό άρθρ. «’Επανάσταση καί ή ’Αλογόμυγα» στά «Ε ργοστασιακά συμβούλια» έκδ. «Στοχαστής».
33. M e t r o b a r b a r o : Έ τσ ι όνόμαζε 6 Καρντοότσι τό μέτρο πού σκόπευε νά ξαναδώσει στήν Ιταλική ποίηση τόν ποιητικό ρυθμό τής κλασικής, μέ Αποτελέσματα τέτοια, πού στό αύτΐ ένός Αρχαίου ΘΑ έδιναν τήν ¿ντύπωση «βαρβαρικών ρυθμών», δηλαδή Ακατέργαστων.
34. O d i p r o f a n u m v u l g u s e t a r c e o : Λατ. «Μισώ καί συγκρατώ (¿μποδίζω) τόν Ανόσιο δχλο».
36. Σ β έ β ο " Ι τ α λ ό : Φευδώνυμο τοΟ Έτόρβ ΣουΙτς (1861 - 1928), Ιταλός συγγραφέας.
Ή κουλτούρα τοΟ Σβέβο στηρίζεται στή γνώση τών κλασικών Ιταλών, γερμανών, γάλλων, Αλλά καί τών ρεαλιστών συγγραφέων μυθιστορημάτων Ηπαλζάκ καί Φλωμπέρ. Είναι έ- πηρεασμένη Από τή φιλοσοφία τοΟ Σοπενάουερ καί τΙς Απόψεις τοΟ Φρόυντ. Στόν Ιταλικό λογοτεχνικό χώρο, τό Ιργο τοΟ Σβέβο σημειώνει τό πέρασμα άπό τόν βερισμό σέ μιά νέα άποψη καί περιγραφή τοΟ πραγματικοΟ, πιό Αναλυτική, άποδεσμευμέη άπό όρισμένες 5τυποποιήσεις»,
36. M a g g i o T o s c a n o : Λαϊκές θεατρικές παραστάσεις διαδεδομένες στήν Τοσκάνη καί Ιδιαίτερα στήν περιοχή τής Βερσίλια Ακόμα καί μέχρι τΙς μέρες μας.
37. Τό Απόσπασμα Από κείμενο τοΟ Ηπαλζάκ: «... τό ζώο είναι μιά. Αρχή πού παίρνει τήν έξωτερική του μορφή, ή καλύτερα, τΙς διαφορές τής μορφής του μέσα στό περιβάλλον Βπου καλείται νά.
340
Αναπτυχτεί. T i ζωολογικά είδη άπορρέουν άπ’ αύτές τΙς διαφορές. Διαπερασμένος άπ* αύτό τό σύατημα είδα δτι ή κοινωνία μοιάζει μέ τή φόοη. Δέ δημιουργέ! — άντίλογα μέ τά περιβάλλοντα βπου έκτυλίσαεται ή δράση τοΟ άνθρώποο— τόσους διαφορετικούς άνθρώπους, βοες καί οΐ ζωολογικές ποικιλίες; 'Γ - πήρξαν, λοιπόν, καί θά ύπάρχουν πάντα κοινωνικά είδη, Βπως, Οπάρχουν ζωολογικά είδη. Ή διαφορά άνάμεσα ο’ Ενα στρατιώτη, Εναν έργάτη, Εναν διοικητή, Εναν άργόσχολο( ! ! ) , Iva σοφό, Εναν Αντιπρόσωπο τοΟ κράτους, Svav Εμπορο, Svav ναυτικό, Εναν ποιητή, Ενα φτωχό( ! ! ) , Εναν παπά, είναι τό Ιδιο άξιο- σημείωτη μ’ αΟτή πού διαχωρίζει τό λύκο, ϊό λιοντάρι, τό γά ιδαρο, τό κοράκι, τόν καρχαρία, τή φώκια, τήν προβατίνα».
38. Macchiatoli: Ζωγράφοι πού άνήκουν ατό κίνημα πού δημιουργή- θηκε στή Φλωρεντία περί τά μέσα τοΟ 19ου αΙώνα. Ή τεχνική τους ήταν βασισμένη σέ κηλίδες ζωηρών, λαμπερών χρωμά-
39. A c a d e m i a d e l l a C r u s c a : Γλωοοολογική Ακαδημία, Ιδρύθηκε τό 1583 στή Φλωρεντία. Ό Λ. Σαλβιάτι τής Εδωσε Ενα πιό ίπιστημονικό περιεχόμενο, βάζοντας σάν καθήκον της τήν δπεράσπιαη τής λαϊκής Φλωρεντίνικης διαλέκτου. ’Από τήν Ακαδημία ίκδόθηκε (πέντε ίκδόσεις) τό «Λεξικό τών ’Ακαδημαϊκών τής Κρούσχα», πού σταμάτησε οτό γράμμα Ο, λεξικό πού β* άποτελέσει τή βάση γ ’.Α δλα τά Επόμενα λεξιχά. Ή ’Ακαδημία τής Κρούσχα Ενώθηκε μέ Λλλες άχαδημίες χάτω άπό τή γενική όνομασία «Φλωρεντινή ’Αχαδημία» οτά χρόνια 1783 Εω; 1811. Aύτονομήθηχε χαΐ πάλι τό 1812.
40. ’Ιδιοσυγκρασία : ατό κείμενο Idiosincrasia.41. Profugo, roseo: Βλέπε σημείωση (IV, 29) ατό «Έ όργάνωση
τής κουλτούρας», ίκδ. «Στοχαστής».42. Μ π ρ ε ο ά ν ι ’Α ν τ ό ν ι ο ή P a d r e B r e s c i a -
n i, (1798-1862): Μικρής άξίας Ιταλός συγγραφέας, Ιησουίτης καί μέ φιλοαυστριακές τάσεις. Έναντιώθηχε ατό ρομαντισμό καί τό λιμπεραλισμό (φιλελευθερισμό). Τό Εργο του πού Εχει μιά σχετική άξία είναι τά «Έ θιμα τής Σαρδηνίας». Ό Ντέ Σάνκτις Εγραψε ίναντίον του Ενα περίφημο δοκίμιο, άπσχα- λώντας τον πρότυπο μι&ς βρισμένης νοοτροπίας — όπισθοδρομι- κής καί κληρικής.
341
43. I n s t r u m e n t u m r e g n i : Λατ. χ α * ί λέξη: έργα- λειο (όργανο) βασιλείας. "Ας τό ποΟμε «μέσο διοίκησης».
44. «Ό Κρότσε κι 6 Σταυρός: Σ~Λ ιταλικά — «II Croce e la Croce» — παίξιμο μέ τΙς έννοιες.
45. ΐ ί ο β ε τ σ ε ν τ ι σ μ ό ς : Καλλιτεχνικές καί λογοτεχνικές τάσεις τοΟ 1900 χαΐ σύγχρονη καλλιτεχνική τάση πού χαρακτηρίζεται άπό μ·.ί κλίση πρός τό άπλό καί λογικό.
46. Μ π α ρ ό κ : Πολιτιστικό, καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κ ίνημα. 01 Γάλλοι καί οΐ Γερμανοί κριτικοί τοποθετοβν τήν καταγωγή τοΟ βρου στό γαλλικό Baroque (από τό ισπανικό barrueco· χαΐ τό πορτογαλικό barroco) πού σημαίνει, εΐίος πολύτιμου λ ίθου μέ ανώμαλη καί όχι σφαιρική έπιφάνεια. 01 ’Ιταλοί προτιμούν τήν προέλευση από τό ούσιαστικό Barroco, πού χρησιμοποιείται στή σχολαστική φιλοσοφία γ ι4 ν ί δείξει iva Ιδιαίτερο σχήμα ουλλσγισμοΟ.
Σύμφωνα μέ τόν D’ Ors, τό μπαρόκ καί 6 κλασικισμός άνταποκρίνονται σέ δυό διαφορετικές καί άντιτιΜ μενες Απόψεις τής πραγματικότητας. (Τό κλασικό είναι τό στύλ «τών μορφών· πού έφάπτονται», τό μπαρόκ τό στύλ «τών μορφών πού πετοΟν»).
Ό βρος σήμερα χρησιμοποιείται γ ιά v i δηλώσει Ολες τΙς λογοτεχνικές καί καλλιτεχνικές έκδηλώσεις πού Ανθισαν τό 1600 στίς χώρες τής Εύρώπης καί τής Λατινικής ‘Αμερικής.
Λίκνο τοβ μπαρόκ ήταν οΐ πιό θρησκόληπτες καθολικές χώρες (’Ιταλία - ’Ισπανία), όπου ή ’Εκκλησία προβπαθοΟσε νά. καταπολεμήσει τή μεταρρύθμιση τών Προτεσταντών, έξυψώνον- τας τό θρησκευτικό συναίσθημα τοΟ λαοΟ. Ή έπιτυχία τών στό· χων αύτών προΟπόθετε καί μιά ύποβλητική τέχνη’ δημιουρ- γοΟνται Ετσι οΐ έκκλησίες μπαρόκ, πού χαρακτηριστικά τους έ χουν τό όγκώβες καί τό φορτωμένο διάκοσμο.
Συγκριτικά μέ τή λάμψη τών εικαστικών τεχνών, ή Ιταλική λογοτεχνία τοΟ 1600 δέν Εχει μεγάλες προσωπικότητες. 01 ποιητές Εδιναν τό βάρος στή μορφή, στήν προσπάθειά τους ν4 6ποκχταστήΐουν τήν Ελλειψη περιεχόμενο» μέ τόν στυλικό πλοΟ- το. Έ τσ ι, ή ποίηση μπαρόκ χαρακτηρίζεται άπό τήν Αναζήτηση μι3ς έξαιρετικί έπεξεργασμένης Εκφρασης τέτοιος, πού νά έκ- πλήσσει τόν άναγνώστη μέ τΙς τολμηρές καί αύθάδεις μεταφορές της·
342
Στό θέατρο, κερδίζει συνεχώς Ιδαφος ή Commedia d* arte, èvffl τό μελόδραμα Βλο καί πλησιάζει τή μοντέρνα μουσική 6- περα. Ή τραγωδία έμπλουτίζεται μέ νέες θρησχευτικές χαΐ ή- θικές συγκρούσεις. Ε πίση ς, «Ανακαλύπτονται», γιΑ πρώτη — Τ- σως — φορά, τά τεράστια Αποθέματα τής λογοτεχνίας τής γραμμένης cè διάλεκτο.
47. Τδ κείμενο - έπίγραμμα τοΟ Προυντόν: «Ή φτώχεια βΤναι ώ- ραία, χαΐ μεΐς πρέπει νά τή θεωροΟμε σάν τήν πηγή τής βδ- τυχίας μας».
48. Μ π ο λ λ α ν τ ι σ τ ή ς : ’Ανθολόγος τ<3ν «Acta Senctorum* (Πράξεις 'Α γίων). Κριτική τής ζωής τ<δν Αγίων, πού τήν Se- κίνησαν οΐ βέλγοι Ιησουίτες Τζ. Μπολλάντ καί Ε. Ροσβάιντ« τό 1627.
49. Ne verbum quidem: Λατ. τό δικό μας — οΟτε λέξτμ,60. Sol quia solus est: Λατ. «ήλιος, έπειδή είναι μόνος«.61. Τό κείμενο στά έλληνιχΑ δέν γίνεται κατανοητό, Αν 6èv πα
ρατεθεί τό Ιταλικό: «All’ inizio cadde un frutto , facendo p u m! ed ecco il p o m o , ecc.».
«E se fosse caduta una pera?* dom anda...
343
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΈΝ Α Μ ΙΚΡΟ Σ Η Μ Ε ΙΩ Μ Α .............................................. δ
Σ ΑΝ Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ................................................................. X
I . Π ΡΟΒΛΗΜ ΑΤΑ ΛΟΓΟ ΤΕΧ Ν ΙΚ Η Σ Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Η Σ 13
Τ έχνη καί κ ο υ λτο ύ ρ α ........................ . . . ............... 18’Επιστροφή στόν Ντέ Σ ίν κ τ ις ............................................ 15Τέχνη καί Αγώνας γιΑ ίνα νέο πολιτισμό...................... 16Ή τέχνη ποδ διδάσκει........................................................ 23Κριτήρια τής κριτικής τής λογοτεχνίας......................... 25Έρευνα τ(δν ήθικβν καί βιανοητιχβν τάσεων καί ένδιαφε-
ρόντων, ποδ έπιχρατοδν άνάμεαα οτοδς λογοτέχνες . . . 30Άλφρέντο Ό ρ ιά ν ι............................. ............................. 34Φλοριίνο ντέλ Σέκολο................................................... 36Ό Κρότσε χαΐ ή λογοτεχν ιχή κρ ιτ ική ............................ 37Κριτήρια μεθόδου................................................................. 37«Ν’ άποτελεϊς μ'.ΐν έποχή» ............ ......................... 41Ή γλωσσολογιχή έκφραση τής λέξης, γραφτή καί προφο
ρική καί οΐ δλλες τέχν ες .................................... 42Νεολαλισμός................................................. ................ 45ΕΙλιχρίνεια (ή αΰθορμητισμός) χαΐ πειθαρχία................ 47«Λειτουργική» λογοτεχνία............ ................................ 50*0 δρθολογισμός στήν άρχιτεκτονική................................. 52Νέα ’Αρχιτεκτονική................... ................................... 54Ηερικλ κριτήρια τής «λογοτεχνικής» κριτικής................ 56Μεθοδολογ ικ4 κριτήρια................................... ............. 58
345
Ή δεκάτη ωδή τής « Κ ό λ α σ η ς » ................................ 59Τδ δράμα τοΟ Καβαλκάντε................................................. 60Κριτική τοΟ «άνέκφραατου» ; ............................................... 62*Η άκαταδεξία τοΟ Γχουίντο.............................................. 63Βιντσέντσο Μορέλο, Δάντης, Φαρινάτα χαΐ Καβαλχάντι .. 6501 «άρνήσεις γιλ περιγραφή» οτή «θεία Κωμωδία».......... 71*0 τυφλός Τειρεσίας............................................................ 72Mii έπιατολή τοΟ Ούμπέρτο Κόσμο............................ . . . 73Ραστινιάκ.................................................................... .... 762(3 χαΐ Γχόρν-ον Κ ραΙγχ.................................................... 76
T ò θέατρο τον Π ιρ α ν τ έ λ λ σ ....................................... 77Μιλ νεανική σημείωση τοΟ Λουίτζι Πιραντέλλο............ 77Ή «βιαλεχτική» τοΟ Πιραντέλλο........................... . 7ΤΉ «Ιδεολογία» τοΟ Πιραντέλλο......................................... 19Ή καλλιτεχνική προσωπικότητα τοΟ Πιραντέλλο . . . . . . 86
I I . Ο ΜΗ Ε Θ Ν ΙΚ Ο Λ Λ Τ Κ Ο Σ Χ Α ΡΑ Κ ΤΗ ΡΑ Σ ΤΗ ΣΙΤΑ Λ ΙΚ Η Σ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ Σ ................................. 90
*0 μή έθνικολαϊκός χαρακτήρας τής Ιταλικής λογο τεχνίας .................................................................. Μ
Δεσμός προβλημάτων............................................................ 91Περιεχόμενο καί μορφή . . . ......................................... 96Ιταλία καί Γ αλλία ............................................................. 100Καλλιτεχνικοί έκφυλισμοί . . . ........................................ 101Λόγιοι καί καλλιτεχνική «bohfime».................................. IOSΣυγκατάθεση τοΟ έθνους ή τ<3ν «έχλβκτΦν πνευμάτων» . . . 106Λαϊκότητα τής Ιταλικής λογοτεχνίας ............................... 106Ή εΟχαρίστηση 4πό τό μελόδραμα.................................... 107Τό μελόδραμα.................................... · · ............................ 109TÒ 1500 .......................................................... ................... 111Γκολντόνι..................................... ...................................... 112*0 Οδγκο Φόσκολο καί ή ρητορική.................................. 11301 «ταπεινοί» . · ................................................................... 113*0 Μαντσόνι καί οί «ταπεινοί».......................................... 114
346
«Δημοτικότητα» τοΟ Τολοτάι καί τοΒ Μαντσόνι ..................119Ειρωνεία καί λογοτεχνική Αργκό ......................................... ....122«’Οπαδοί τοΟ περιεχομένου» χαΐ «καλλιγράφοι».......................124Τό κοινό καί ή Ιταλιχή λ ο γο τε χν ία ..................................... .... 127Ή έθνική Ιταλιχή κουλτούρα ................................................ ....12»Μή όλοχληρωμένες π ο λ ε μ ικ έ ς ................................................ ....13?Αύτό πού ϊχ ε ι «οημααία» στήν τ έ χ ν η ................................ ....134Έ να δοχίμιο τοΟ Τζιουζέπε Άντόνιο Μ ποργκέζβ ................198Ή στάση τοΟ συγγραφέα πρός τό περ ιβ ά λλον ........................14001 Ιτα λο ί χαΐ τό μυθιστόρημα............................................... ....142Τό «δραστήριο» έθνιχό συναίσθημα τ(3ν συγγραφέων . · . . 142Ένρίχο θ ο β έ ζ ..................................................................................144Τζιοβάνι Τσένα . . . ................................................................... ....146-Τζίνο Σ α β β ιό τ ι............................................................................ ....14»•Η «Αναχάλυψη» τοΟ Ίτα λ ο Σβέβο ............................................149Ό Σεντσεντισμός τής σύγχρονης π ο ίη σ η ς ...............................161Καθαροί λ ό γ ι ο ι ......................................................................... ...... 161Ή λβγόμβνη χοινωνιχή Ιταλιχή π ο ίη σ η ............................. ....162p ie d ig ro t ta ........................................................................................163Ιτα λ ιχ ή Λογοτεχνία. Ή συνεισφορά τδν γραφειοχρατδν . . 163 Ντανιέλβ Ββρέ, Σελίδες Από ϊνα ήμβρολόγιο στήν "Απω
•Α νατολή............. ......................................................... ....164*0 πληρεξούσιος ύποοργός Άντόνιο ντ’ *Αλ(α ϊχβ ι γράψει
ίνα δοχίμιο πολιτικής έπιστήμης . . . · · .......................165Ή ίχθβση τοΟ β ιβ λ ίο υ .............................................................. ....165Τζ. Τ ζ ά ν τ α .......................................................................... · · . 166
I I I . Λ Α Ϊ Κ Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ............................................ ....1&Τ
Λαϊχη λογοτεχνία .................................................... ...169
Ή Αντίληψη γι4. τδ «έθνιχολαΐχό»..........................................169ΛαΐχοΙ σ υ γγρ α φ ε ίς ................................ ............................ ....167Διάφορα είδη λαΐχοΟ μυθιστορήματος.....................................169Μυθιστόρημα χαΐ λαϊκό θ έ α τρ ο .............. ....................... ....173*0 Βέρν χαΐ τό ταξιδιωτικό - έπιστημονικό μυθιστόρημα . . 174Γιά τό Αστυνομικό μυθιστόρημα...............................................176
347
Πολιτιστική προέλευση χοΟ μυθιστορήματος σέ συνέχειες 183Λαΐκίστικη καταγωγή χοΟ «Οπεράνθρωπου»..........................186Μ π α λ ζ λ κ ..................................................................... . . . 191Ό Μπαλζ&κ χαΐ ή έ π ισ τή μ η ........................................ ............ 192Στατιστικές παρατηρήσεις ........................................................ ... 19301 «ήρωες» τής λαϊκής λ ο γο τεχν ία ς ........................................195*0 Περιπλανώμενος ’Ιο υ δ α ίο ς ................................................ ... 196Έπιστημονικότητα χαΐ άπομεινάρια τών τελευταίων χρό
νων τοβ ρομαντισμοΟ · · ..................................................... ... 198ΛαΤχή λ ο γο τεχν ία ....................................................................... ....19801 «λαϊκίστικες» τ ά σ ε ις ........................................................... ....200Μυθιστορ'.σποιημένες β ιο γ ρ α φ ίες ............................................. ....201θ έ α χ ρ ο ................................................................................................202Έντμόνχο vxè Ά μίτοις χαΐ Τζιουζέππβ Τοέζαρε 'Αμπα . . 203Ό ΓχουερΙν Η εο χ ίν ο ..................................................................... 204Ό «Σπάρτακος» χοΟ Ραφαέλε Τζοβανιόλι · · ........................... 205Ή π ετα λ ο ύδ α .............................................................................. ....207Ό φυλακισμένος τραγουδιστής . . . .....................................208Λουίχζι Κ α που ά να ...................................................................... ....209·Ά νχα Νέγχρι . . . ................................................................. ... 212Τό έπειαόδιο Σ α λ γ κ ά ρ ι................................................................. 212Έ μίλ ιο vxè Μάρκι . . . ............................................................ 213Ή Καθολιχή πλευρά. Ό ΐηοουίτης Οΐγχο Μιόνι . . . . 213
Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α .......................................................................... ... 215
’Αρνητικός έθνικο - λα?κ6ς χαρακτήρας τής ΊχαλικήςΛ ογοχεχν ία ς ......................................................................... ....215
«Γιά x¿t θεωρητικά ζη τή μ α τα » ............................................... ....21δΈνχοάρνχο Π ε ρ ίν ο ....................................... .................................21501 ποιηχές χοΟ λαοΟ τής Σ ικ ε λ ία ς ....................................... ....216Μυθιστορήματα oè συνέχειες . . . ..................................... ....216"Οσκαρ Μαρία Γ κ ρ ά φ .....................................................................216Π. Ζινιστύ . . . ........................................................................... ....217Γαλλικές προσπάθειες λαϊκής λ ο γ ο τε χ ν ία ς ...........................217Μυθιστορήματα καί λαϊκίστικα πο ιή μ α τα ............................. ....217Έρνέστο Μ προυνέτο................................................................... ....218
348
Λαΐχίοτιχη χαταγωγή τοΟ ίιπερανθρώπου ....................... 218Ο ύέλς............................................................ ..................... 218
IV . Ο Ι Α Π Ο ΓΟ Ν Ο Ι ΤΟ Γ Π Α Τ Ε ΡΑ Μ Π Ρ Ε Σ Α Ν Ι 219
01 άπόγονοι του πατέρα Μ π ρ ε ο ά ν ι ......................... 221
Μπρεοανιαμός................................... .............................. 221Λογοτεχνία τοΟ πολέμου...................................................... 226Δυ6 γ ε ν ιέ ς ............................................................................ 228«2è πολλούς άπαιτηΐιχοός οιΐγχρονους...» ..................... 228«Μιά που άναφέραμε τόν Τζοαχίνο Μ πέλι...».................. 228Ό Οδγκο Όϊέτι xal οΐ Ιηοουίτες.................... . . . 229’Αλφρέντο Πβνχοίνι............................................................. 233Τζιοβάνι Π α π ίν ι.................................................................. 246Ό Παπίνι oiv αρχάριος Ιησουίτης................................... 246Τζιουζέπε Πρεταολίνι............................................ . . . .. 260Λοιίχα Μπέλτραμι (Πολύφιλος) ........................................ 263Μπελόνχσι χαΐ Κρεμιό......................................................... 253Τζιοβάνι Άνοάλντο.............................................................. 255Κοΰρτσιο Μαλαπάρτε.................... ............................... 256Ή Άχοώημία xfflv Δ έ χ α .................................................... 259Ή «Fierra Letteraria» πο6 μετονομάστηκε άργότερα σέ
«Italia Letteraria»............ .............................. . 260Άντέλχι Μπαράτονο............................................................ 26101 φουτουριατές . . . · · ....................................................... 262Νοβενταεντιατές xal Στραπαεζάνοι..................................... 263Στρατσιττά χαΐ Στραπαέζε............................ · · ............. 263Ριχάρντο Μπαχιέλι. «Ό διάβολος οτό ΠοντελοΟνγχο» .. 263ΖχΤέρ, Ραϊμόντι χαΐ Προυντόν .......................................... 266Ένρίχο Κοραντίνι........................................................... · ■ 268Άντόνιο Φραντελέτο..................................... · · ............... 269Μάριο Πουτσίνι, «Ό Κόλα ή άπειχόνιση τοΟ ΊταλοΟ» .. 2691’Αρντένγχο Σόφιται............................. ............................ 270Τζοδλιο Μ ~έχι...................................................................... 271Λίνα Π ιετραβάλε................................ ........................ 272Μιά σφίγγα χωρίς αινίγματα............................................. 273
349
Οδγχο Μπβρνασχόνι · ............................................................ ...276«Εΰτελής πιτζάμα».............................................................. ...276Ριχάρντο Μπάλσαμο - Κριβέλι............ ....................... ...276Τομάζο Γχαλαράτι - Σ χό τ ι................................................. ...276Ό Καρνταρέλι χαΐ ή «Ρόντα» . . . ...................................277Βαλεντίνο Π ίχ ο λ ι............................................................... ...278ΣικελοΙ διανοούμενοι . . . ............................................... ...278Τά φτωχά ζ β α .......................................................................273Περιγραφή τοΟ ΊταλοΟ ’Αγρότη......................................... ...279Καθολική Τ έχνη ......................................................................279«Έντεχνοι» Καθολικοί συγγραφείς.................................... ...282Συγγραφείς πο6 άπό τεχνιχή άποψη είναι δπαβοΐ τοΟ
Μπρεοάνι................................................................. . . 283’Αλεσάντρο Λοΰτσιο........................ ..................................286•Φίλιππο Κρισπόλτι.............................................................. ...286Ένας φημισμένος παραβολικός ταραχοποιός......................289Άντζελο Γ χ ά τ ι .................................................................... ...290ΜπροΟνο Τσιχονιάνι............ ........................................... ...290βρησχευτιχά χαΐ διανοητικά συναισθήματα τοΟ XIX αιώνα
(μέχρι τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) ........................293
Βιβλιογραφικές σημειώ σεις .............. ............................295’Ιταλοί διανοούμενοι. Καρντούτσι ..................................... ...296Νιχόλα Τζινγχαρέλλι ......................................................... ...29601 άπόγονοι τοΟ πατέρα Μπρεοάνι............................ ........... 295Μανταλένα Σαντόρο............................................................. ...296Άμυ Α. Μπερνάρντι............................................................ ...296
V . ΕΘ Ν ΙΚ Η ΓΛ Ω ΣΣΑ Κ Α Ι ΓΡΑΜ Μ ΑΤΙΚΗ . . . . 297
Σημειώσεις γιά μιά είσαγωγή στη μελέτη τής γραμματικής ...................................................................... ...293
Δοκίμιο τοΟ Κρότβε «Αύτό τό στρογγυλό τραπέζι είναιτετράγωνο».................................................................... ... 29β
Πόσες μορφές γραμματικής μποροΟν νά ύπάρξουν;.......... ...300Παραδοσιακές έστίες Ακτινοβολίας γλωσσολογιχών νεωτε-
350
ριομδν καί 6νός ΙθνικοΟ γλωσσολογικοΟ κονφορμισμοΟατίς Ιθνικές μάζες ........................................................... ....804
ΔιΑφορα είδη γραμματικές βαοιομένης oè κανόνες . . . .....806 'Ιστορική γραμματική καί γραμματική βασισμένη oè κα
νόνες ............. ................................................................. ....30(5Γραμματική καί Τ ε χ ν ικ ή ......................................................... ....308Τό λεγόμενο «γλωσσικό ζή τη μ α » ........................................... ....310
Γλωσσολογία ............................................................................ ....312
Ό Τζοΰλιο Μπβρτόνι χαΐ ή γλω σσολογία ................................312Άντονίνο Παλλιάρο, «Περίληψη τής Ά ρειο - εύρωπαΤκής
γλωσσολογίας», τεΟχ. I «'Ιστορικές σημειώσεις καίθεωρητικά ζη τή μ α τα » ....................................................... ....310
Ή γλώσσα στόν Ν τΑ ντε ........................................................... ....318ΜπΑρταλι, «Γλωσσικά ζητήματα καί ΙθνικΑ δικαιώματα» . . 319
VI. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 321
Παρατηρήσεις πάνω στη λαογραφία ............. . . . 323
«Ό Τζιοβάνι Κριτσιόνι στό βιβλίο του «ΒασιχΑ προβλήματα τής Λαογραφίας» ».............. ........................... ....328
Φυσικό Δίκαιο χαΐ Λ αογραφ ία ....................................................327Σύγχρονη Προϊστορία · · ............................................................ ....330ΤΑ λαΤχΑ Τ ρ α γού δια ........................................ ................ ....331
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΓ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 333
351