infinite visibility_the 10th story

8
Στο Βάθος Θάλασσα… κι Αλήθειες Ξένια Σιφναίου

Upload: xenia-paschopoulou

Post on 24-Mar-2016

213 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

the inspiration story for this book, which actually started out as a novel...

TRANSCRIPT

Στο Βάθος Θάλασσα… κι Αλήθειες Ξένια Σιφναίου

Ξένια Σιφναίου, 2

ΟΡΑΤΟΤΙΣ ΑΠΕΙΡΗ...

Ξένια Σιφναίου, 3

Το συναίσθηµα

Ταραχή... κενό, και πολλή ένταση. Πολλή σκέψη. Όλα στο πολύ, και λίγο µετά κενό, σαν να πετάω µε ελικόπτερο και να πέφτω µε αλεξίπτωτο, χωρίς τη σιγουριά πως θα ανοίξει, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη έννοια πια γι’ αυτό...

Φυσάει ορµητικά... τα λευκά τριαντάφυλλα στο γραφείο σου όµως µένουν ακίνητα... βουβά... Οι συνάδελφοί σου είναι απαρηγόρητοι, και µπαινοβγαίνουν στο γραφείο σου, στον χώρο που υπήρξες πολλά χρόνια ‘αφεντικό’, κοιτώντας, χωρίς λόγια, στη µεριά της θέσης σου...

Εγώ έχω κλειστεί στο πιο µικρό δωµατιάκι που βρήκα µέσα µου... δεν ήξερα πως υπήρχε. Εκεί νιώθω ακόµα λίγη από τη ζέστη του κορµιού σου. Κι ενώ σπίτι δεν µένω πολλή ώρα, η µοναξιά µου θα γέµιζε έναν ωκεανό µε τον κίνδυνο άµεσης υπερχείλισης!

Όσο ήσουν µαζί µου, όταν φύσαγε δυνατά άφηνα το µυαλό µου να ταξιδεύει. Σκεφτόµουν συχνά πως είµαστε σε κάποιο νησί... στην Μύκονο που δεν είχαµε πάει ποτέ µαζί... στη Σαντορίνη που πάλι δεν είχαµε πατήσει παρέα κι αυτό ήταν το κοινό µας µυστικό... µέχρι τη Σµύρνη έφτανε το ταξίδι µου... στις ρίζες µου, κι εκεί σε έπαιρνα µαζί µου.

Είναι πολλά τα χρόνια που ζήσαµε µαζί, και λίγες οι ώρες που έφυγες, µα εγώ τα αισθάνοµαι αντίστροφα τώρα... και κάθε λεπτό που περνάει, αυτή η αίσθηση γίνεται πιο έντονη... ο πόνος πιο βαθύς. Όπου κι αν βρεθώ, βλέπω το αυτοκίνητό σου διαρκώς µ’ εσένα µέσα, σε βλέπω και στα µαγαζιά να πληρώνεις στο ταµείο, µε γυρισµένη την πλάτη σου σε εµένα, και περιµένω να µε δεις, να µου κλείσεις το µάτι σαν σήµα ότι το βρήκες αυτό που ήθελες. Εγώ πάλι συνειδητοποιώ επιτόπου ότι το έχασα αυτό που είχα...

Αγαπούλα µου γλυκιά, η µέρα δεν ξέρω πώς περνάει πλέον, πού ξοδεύεται. Μην µε ρωτήσεις γιατί µάλλον ξέρεις την απάντηση. Τα µαρούλια που µουλιάζουν στην κουζίνα, πολλές φορές τα πετάω µαραµένα πια, γιατί δεν σ’ έχω να µε κυνηγάς να τα φτιάξω! Μια που τα βάζω να µουλιάσουν, περιµένοντας µήπως και µου µιλήσεις… και µια που τα πετάω µέσα στη σιωπή σου. Είσαι µέσα στην κάθε µου κίνηση και σκέψη... και γδέρνοµαι κάθε φορά που πάω να σε αγγίξω µε τις αναµνήσεις µας. Η µπογιά της σιγουριάς έφυγε από πάνω µου, σαν να ήταν δανεική. ∆εν ήταν αυτοπεποίθηση αυτό που είχα τελικά. Ήταν η δύναµη που έπαιρνα από µέσα σου να συνεχίσω... η συντροφικότητα που µου΄δινε την ψευδαίσθηση του ανίκητου.

Στο βάθος µπλε. Βλέπω την αλήθεια ολόγυµνη µπροστά µου κι εγώ τη βαφτίζω θάλασσα, σκούρο µπλε κι αγριεµένο... έφυγε πια ο ουρανός από τη

Ξένια Σιφναίου, 4

ζωή µου, το ψηλό, το ιδανικό. Έφυγες... όσο και να σου µιλάω, εσύ απλά έφυγες. Και αυτό δεν µου δίνει καµία απάντηση... µόνο ερωτηµατικά... κόκκινα και έντονα... bold ερωτηµατικά1.

Αν αυτό ήταν ένα γράµµα θα άρχιζε και θα τελείωνε µε µία µόνο δήλωση: “Σ’ αγαπάω. Γύρνα πίσω τώρα... δεν αντέχω ούτε στιγµή την απουσία σου”. ∆εν µπορώ, αλήθεια... µη µε δοκιµάζεις άλλο. Χείµαρρος οι σκέψεις και τα συναισθήµατα. Ορµητικά νερά που τρέχουν... βιάζονται να καταλήξουν κάπου... να σκάσουν και να βγουν από αυτό που τους κρατάει... από ένα προστατευτικό, πλεχτό κέλυφος...

Έχει µπει Σεπτέµβρης... γλυκόπικρος µήνας. Από τότε που διάβασα το βιβλίο της Ρόζαµουντ Πίλτσερ οµόρφυναν οι σκέψεις µου για τον Σεπτέµβρη... πήραν χρώµα κοκκινο-κίτρινο. Για τη δουλειά όµως, ο Σεπτέµβρης είναι ένας τραχύς µήνας, κι αυτό που τον κάνει πιο δύσκολο είναι η σύγκριση µε ένα καλοκαίρι που είναι πια πίσω µας. Οι ελπίδες πλέον ο Σεπτέµβρης να γίνει όµορφος, δικός µου µήνας, πέταξαν βίαια σαν σµήνος που τρόµαξε από ήχο εκκωφαντικό. Έφυγες µέσα σε αυτόν τον µήνα και τον άφησες για πάντα κατακόκκινο, µπρούσκο λεκέ σε λευκό πουκάµισο.

Κάνω συχνές βόλτες στην παραλία. Σήµερα έχει βαριά συννεφιά, µαύρη θάλασσα, παχύ κύµα, στάλες επίµονες. Ξεκίνησε βροχή. Με πέτυχε στο πεζούλι µίας παραλίας γυµνής από οµπρέλες και ξαπλώστρες, να παρακολουθώ τον κόσµο να αντιµετωπίζει µε ταραχή το φθινοπωρινό µπουρίνι κι εγώ να ρουφάω τον καπνό από το πουράκι µου, µαζί µε µπόλικη υγρασία. ∆ύο λεπτά ήταν αρκετά για να νοτίσει όλο το φόρεµα. Λευκό σαλβάρι, που δεν ήταν, αλλά έγινε εφαρµοστό πάνω στο σώµα. Τα µαλλιά ήρθαν πιο κοντά στα µάγουλα... στο σβέρκο... στους ώµους. Ξέπλυνα κάθε επιπόλαια σκέψη και µου’ µεινε η απώλεια.

Να πάρει η ευχή, να πάρει... (Φωνάζω τώρα. Με ακούς που φωνάζω; Αν ήµουν σε θέατρο, θα έκοβα το αίµα των θεατών.) Πώς έφυγες έτσι; Γιατί τόσο απόλυτο... τόση βία σε µία στιγµιαία απώλεια; Γιατί τόσο γρήγορα στο απόλυτο, στο σκέτο µηδέν;

1 Αναφορά σε MS Office λειτουργίες. Σε κείµενο που γράφεται σε απλή εφαρµογή επεξεργασίας στον υπολογιστή, µπορείς να τονίσεις µία λέξη, φράση, παράγραφο, σελίδα και ολόκληρο γραπτό µε µία απλή εντολή στη µορφολογία των γραµµάτων που τα κάνει να δείχνουν πιο έντονα. Και όλο αυτό γίνεται εντελώς ανώδυνα. Ενώ µε την παλιά γραφοµηχανή, που έφτυνε αρκετό µελάνι παραπάνω ώρες-ώρες, ήταν δύσκολα τα πράγµατα. Εσύ ήσουν το computer, µε τις πολλές δυνατότητες... κι εγώ τώρα είµαι µία γραφοµηχανή παροπλισµένη, που δεν ξέρει πώς να γράψει πια… που φτύνει µελάνι και αίµα µαζί στην κάθε σκέψη που σε περιέχει…

Ξένια Σιφναίου, 5

Το ατύχηµα

Επέστρεφες οδικώς από Θεσσαλονίκη. Είχες πάει για τη δουλειά σου. Ήταν για 5 ηµέρες οπότε σκέφτηκες πως ήταν ευκαιρία να στρώσεις το καινούριο αυτοκίνητο. ∆εν ένιωθες ιδιαίτερα άνετα µε τα αεροπλάνα, οπότε πήρες πιο εύκολα την απόφαση αν και θα έχανες ουσιαστικά µία ηµέρα στο πήγαινε-έλα.

Πριν έρθεις σπίτι πέρασες από την τράπεζα να πληρώσεις έναν λογαριασµό. Περίµενες στην ουρά του µικρού υποκαταστήµατος της γειτονιάς µας και ήσουν κοντά στα ταµεία. Μπήκαν δύο άντρες ψηλοί – έτσι είπαν στις ειδήσεις των 18.00 – και ζήτησαν σε όλους να πέσουν κάτω και στους υπαλλήλους να τους δώσουν γρήγορα τα µετρητά από τα ταµεία τους. Έριξαν µία εκφοβιστική βολή προς τα επάνω, αυτή ακριβώς που σε πέτυχε στο σβέρκο µετά από κάµποσους εξοστρακισµούς σε µεταλλικά σηµεία! Αναχώρησες ακαριαία... δεν πρόλαβες να ψελλίσεις ούτε κουβέντα πριν σταµατήσεις οριστικά να αναπνέεις. Αυτό µου το είπε ο υπάλληλος της τράπεζας που θα σε εξυπηρετούσε αν είχε προλάβει, και ο οποίος έτρεξε από πάνω σου αµέσως µετά τον πυροβολισµό, αψηφώντας τις εντολές των εισβολέων. Μου είπε ότι στο βλέµµα σου είχες ένα ξάφνιασµα, µία απορία. Τι ήθελες εκεί; Τί συνέβη; Έµεινες έτσι, στο πάτωµα... ξέπνοος. Προσθέτω εγώ τώρα κι άλλα ερωτηµατικά... γιατί ένιωθες να φεύγεις ενώ µόλις είχες έρθει από το ταξίδι σου; Γιατί άργησα να σε αναζητήσω;

Ήταν λίγο ποιητής ο υπάλληλος. Απορώ πώς πρόσεξε τόσα πολλά επάνω σου, στα µάτια σου, δύο µάτια που δεν ήξερε ως εκείνη τη στιγµή, και πώς νοιάστηκε να έρθει και να µου τα πει όλα αυτά στην κηδεία σου. Το έκανε µάλλον γιατί ένιωσε κάτι από εµάς µέσα σε αυτό το τελευταίο βλέµµα σου. Άφησέ µε γλυκέ µου να λέω ακόµα λίγο το ‘εµείς’, το ‘εµάς’... δεν µπορώ να το ξεκολλήσω από πάνω, ούτε από µέσα µου.

∆ύο χρόνια µετά, η δικαστική απόφαση βγήκε σχεδόν αθωωτική για τους 2 ψηλούς ληστές. Κατηγορήθηκαν για ληστεία και οπλοκατοχή, στον φόνο µπήκε ένα ‘εξ αµελείας’ από δίπλα και καθάρισαν µε µία ποινή λίγων ετών, εξαγοράσιµη, και απλά περιοριστικά µέτρα. Είδες η ζωή σου πόσο αξίζει για την κυρία ∆ικαιοσύνη, αυτή µε τη ζυγαριά... την πόρνη λεβέντισσα όπως την έλεγες; Η ζωή µας ξαφνικά ένα φτερό στο ζύγι της. Η αλήθεια είναι πως δεν περίµενα τίποτα ιδιαίτερο από αυτή τη δίκη γιατί ούτως ή άλλως εσένα σε είχα χάσει. Αλλά µε πόνεσε η ελαφρότητα της απόφασης. Πόσο λίγο µέτρησε η απώλεια της δικής σου ζωής στην κρίση του αδικήµατος που είχαν διαπράξει οι µάγκες, ε; Αυτοί µετά από λίγες µέρες θα αλώνιζαν σίγουρα και πάλι στους δρόµους της Αθήνας και θα έπιναν µπυρίτσα σχεδιάζοντας την επόµενη κοµπίνα τους. Βγήκα από την αίθουσα του δικαστηρίου µε λυγισµένα πόδια και κοντές αναπνοές. Είχα τόση ανάγκη από φρέσκο αέρα... Ένιωθα σαν να είχα κλειστεί σε ασανσέρ µαζί µε όλους τους αθωωµένους εγκληµατίες της

Ξένια Σιφναίου, 6

χώρας µας... Πνιγµός στα πιο βρώµικα νερά του τόπου µου... και µε πλήρη άπνοια στον ορίζοντα.

Ποταµός από γλυκές αναµνήσεις µας

Όταν φύσαγε ο µπάτης, έβγαινα στο µπαλκόνι µας και έπαιρνα βαθιές αναπνοές. Ήλπιζα να µυρίσω κάτι από τη θάλασσα που κουβαλάει αυτός ο άνεµος. Με αναζητούσες και µου έκανες παρέα, συνήθως µε κανένα τσιγαράκι. Όταν θέλαµε αγκαλιές µπαίναµε πάλι µέσα να µην µας βλέπουν. Είχαµε αυτή τη σεµνή αγάπη... την ταπεινή, που δεν ήθελε πολύ να δείχνει. Έβγαινε µόνη της και στόλιζε τον αέρα γύρω µας χωρίς εµείς να την προκαλούµε ούτε να τη διαλαλούµε. Εγώ ήθελα να σε µοιράζοµαι, να σε αγκαλιάζω και να σε φιλάω και όταν ήµασταν µπροστά σε κόσµο. ∆εν µε πείραζε... µου άρεσε, όχι για την επίδειξη αλλά για τον αυθορµητισµό. Εσύ ήσουν πιο µαζεµένος. Όταν µου κράταγες όµως το χέρι στο περπάτηµα, και όταν κοιµόµασταν αγκαλιά στο κρεβάτι µας ένιωθα αυτή την ασφάλεια... αυτό το αδιάβλητο που δεν ανήκει στην ανθρώπινη σφαίρα συναισθηµάτων ή βιωµάτων.

Τώρα µε φυσάει καταπρόσωπο ο ίδιος µπάτης... µε βρίσκει εντελώς εκτεθειµένη. Κι έτσι ακριβώς θέλω να σου µιλήσω για όλα. ∆εν έχει νόηµα πια να κρατήσω µέσα µου κάποιες σκέψεις ή γεγονότα, όχι τόσο γιατί σε φοβάµαι, αλλά όταν αλλάζει τόσο µια ζωή, όταν το παρόν και το µέλλον γίνονται τόσο βίαια κονιορτός, το παρελθόν φαντάζει βάλσαµο... σαν αρχή ενός ταξιδιού για τη σωτηρία της ψυχής... σαν ένα µπουκαλάκι που ανοίγει κι απελευθερώνει το άρωµα της λύτρωσης.

∆εν θα τα οµορφύνω αυτά που θα σου πω, ούτε θα τα δικαιολογήσω, απλά τα ξεδιπλώνω κάτω από τον ουρανό, για να τα κοιτάξεις...

Το παραστράτηµα

Τα δύο πρώτα χρόνια που ήµασταν µαζί ήταν και πολύ δυνατά, και πολύ όµορφα... αλλά και κάπως περίεργα. Ήµασταν µαζί ώρες που δεν µετρούσαν παρά µόνο όταν τέλειωναν... κάναµε έρωτα µε υπερβολή σε όλες τις διαστάσεις... τα σεντόνια µας, από δροσερά στην αρχή, γέµιζαν υγρασία σαν φθινοπωρινά στιγµιότυπα κοντά στη θάλασσα. Εγώ ήµουν ακόµα σε έναν κόσµο που δεν ζήταγε πολλά, απλά τη ζωή την ίδια! Ξυπνούσα και ρούφαγα αχόρταγα την κάθε αναπνοή. Έτσι ζούσα και µαζί σου, µε πάθος στην κάθε µας αγκαλιά, και έπαιρνα άπληστα ό,τι είχες να µου δώσεις. Και µου έδινες εσένα, χωρίς να κρατάς τίποτα πίσω. Ήταν δύο χρόνια µαζί σου, που εγώ έπαιρνα εσένα ολόκληρο, και έδινα ό, τι ήξερα και ένιωθα ως πιο αληθινό.

Πάνω σε αυτό το δόσιµο, στα δύο χρόνια και κάτι ψιλά που ήµαστε µαζί και... ελάχιστα χώρια, έκανα κάτι ακόµα, κάτι παράλληλο... και δόθηκα σε αυτό µα δεν πήρα πολλά. ∆εν πήρα τη ζωή που µου χάρισες εσύ. Μάζεψα ένα κοµµάτι

Ξένια Σιφναίου, 7

φεύγοντας από εκείνον, σαν βότσαλο γυαλιστερό από ονειρική παραλία. Μικρό µεν, αλλά πολύτιµο φυλαχτό.

Το έζησα έντονα, µα δεν κράτησε πολύ. Και όσο το περιγράφω τόσο παραλογίζοµαι... Πώς γυρνούσα από σεντόνι σε σεντόνι και άλλαζα µυρωδιές µε τόση άνεση, χωρίς να θλίβοµαι; Ή να συνθλίβοµαι; Ζούσα µε εσάς τους δύο µέσα µου τόσο φυσικά, σαν να µην µπορούσε να γίνει αλλιώς. Η αδρεναλίνη µου πάφλαζε. Αλλά δεν ήταν εύκολο. Γιατί πώς να σας ξεχωρίσω αφού και οι δυο σας µου τα δίνατε όλα κι εγώ γέµιζα αχόρταγα τα µπαγκάζια µου2;

Με µικρά βήµατα κι εντελώς ασυνείδητα έφτιαχνα τα πράγµατά µου κι ετοιµαζόµουν να φύγω µε έναν από τους δυο σας... ξέρεις µε ποιόν. Και φεύγοντας από το κρεβάτι του, του είπα πάλι ψέµατα. Όπως τότε που είχα χωρίσει µαζί σου δεν του είχα πει πως τα ξαναβρήκαµε, τώρα του είπα πως δεν ήµουν έτοιµη για σοβαρή σχέση ακόµα... Λίγους µήνες µετά µείναµε µαζί, και αργότερα παντρευτήκαµε γλυκέ µου. Και τώρα σου το λέω, όχι για να σε πληγώσω, γιατί ακόµα και να θέλω να το κάνω αυτό δεν µπορώ πια. Απλά το ξεβγάζω. Και το ξέρεις, πως το έχω µετανιώσει. Γιατί εκεί που είσαι µόνο την ψυχή βλέπεις... κατευθείαν και καθαρά. Τη µετάνοια.

Σκηνικό τέλους... ή αλλιώς επίλογος

‘Έφυγα’ κι εγώ µαζί σου. Και στεναχωριόµουν γι αυτό. Ένιωθα πως είχα ακόµα να δώσω και να πω πολλά, αλλά έχασα την όρεξη να βλέπω το µέλλον µε ενδιαφέρον. Πήρα τη ζωή µου πίσω. Τη µάζεψα σε ένα καβούκι που είχε µόνο άµµο και νερό. Για πολύ καιρό έζησα σε µια σιωπή γεµάτη µε τους δικούς σου θορύβους µόνο. Ώσπου το σώµα µου άρχισε να αλλάζει και κατάλαβα πως δεν είχα πλέον περιθώρια να ‘αποσυρθώ’.

Είναι πλέον καλοκαίρι. Περπατώ µε πόδια γυµνά. Ερωτοτροπώ µε κάθε κόκκο της ζεσταµένης άµµου να κυριεύει τα άκρα µου, και το ιώδιο από το σπρέι των κυµάτων να κατακτά τις υπόλοιπες αισθήσεις µου. ∆ωµάτιο ανοιχτό στο πέλαγος, κι από αυτό ξεµακραίνω... Η µουσική που ακόµα ακούγεται, έρχεται στ’ αυτιά µου απαλή, ανάλογη µε το σκηνικό, ερωτική... Είναι Laura Pausini νοµίζω. Έχω αγκαλιά µου το αγοράκι που συλλάβαµε το βράδυ πριν φύγεις για Θεσσαλονίκη, πριν φύγεις για πάντα στον απόκρηµνο βοριά. Ντυµένοι σε µία λευκή συµφωνία λινών και βαµβακερών ρούχων, ατενίζουµε οι δυο µας εκείνη τη γωνία στην άκρη του κόλπου που όταν φεύγει κάποιος χάνεται, και όταν έρχεται, ξεπροβάλλει... και η προσµονή γίνεται ταραχή ώσπου να δέσει.

2 Μπαγκάζια - les baggages: οι αποσκευές, οι βαλίτσες, που τις γεµίζεις είτε για να φύγεις µακριά από κάποιον, είτε για να βρεθείς κοντά του! Όλοι οι συνδυασµοί µέσα στη ζωή είναι.

Ξένια Σιφναίου, 8

Εκεί σε έχουµε αφήσει, σε µία φυγή αναπάντεχη, σε έναν γυρισµό ανέλπιστο.

Και οι ψίθυροι σε αυτή τη νέα ζωούλα που µου έµελλε να αναθρέψω χωρίς εσένα είναι γεµάτοι ζεστασιά. Σε µία προσπάθειά µου να µεταδώσω τη δική σου τρυφερότητα, τη µοναδική σου ζεστασιά σε φωνή και αγγίγµατα, του µιλάω σιγανά, µεταξένια σχεδόν, και του χαϊδεύω το κατάξανθο κεφαλάκι του.

Περπατάµε πλέον µαζί, µε ελπίδα και δύναµη... για εσένα όλα. Ορατότις δύο... τρία... άπειρη, µα µε µπόλικη πίστη, περιτυλιγµένη από την απειρία της ζωής..

Αντίο αγαπηµένε µας και καλή αντάµωση.

ΤΕΛΟΣ...