Αισώπου μύθοι – aesop’s fables

78

Upload: dora-fassiani

Post on 13-Jul-2015

153 views

Category:

Education


5 download

TRANSCRIPT

Περιεχόµενα

Το πάθηµα του λύκου.............................7Η χελώνα που ήθελε να πετάξει..............9Το µεγάλο κατόρθωµα..........................11Ο σκύλος και ο λύκος............................13Το λαίµαργο ποντίκι..............................15Ο φαντασµένος κόκορας.......................17Η καµηλοπάρδαλη και οι πίθηκοι..........19Η καµηλοπάρδαλη και η γκαζέλλα........21Ο πίθηκος που έγινε βασιλιάς...............23Η κολοβή αλεπού..................................25Ο λύκος και η κατσίκα...........................27Η αλεπού και ο κορυδαλλός..................29Η αλεπού και ο δράκος.........................31Ο λαγός που φοβόταν...........................33Γα κουτά βατράχια.................................35Ο γάτος και η νυχτερίδα........................37Ο γάιδαρος και η λύρα..........................39Το λιοντάρι και ο γάιδαρος....................41

Ο καθένας µε τη γνώµη του..................43Η αµαρτία του γαϊδάρου........................45Ο γάιδαρος του φτωχού........................47Το... κόλπο του γάτου...........................49Ένας πονηρός αγριόγατος....................51Τα περιστέρια και το γεράκι...................53Το µυρµήγκι και το περιστέρι................55Ο άχρηστος σκύλος...............................57Η εκδίκηση του σκύλου.........................59Ο γερογάτος..........................................61Η τιµωρία της προβατίνας.....................63Ο λαίµαργος γάτος................................65Το πουλί και το σκουληκάκι...................67Η µαϊµού και ο ζητιάνος.........................69Ο µυλωνάς και ο γάτος του...................71Η τιµωρία του κυνηγού..........................73Η χελώνα και ο βάτραχος......................75Ο πονηρός γάιδαρος.............................77

PIERO DAMI EDITORE S.P.A. - MILANOΚΑΙ Α∆ΕΛΦΟΙ ΣΤΡΑΤΙΚΗ - ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι- που όπως ξέρουµε είναι οβασιλιάς των ζώων - αρρώστησεβαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνεικι έδωσε διαταγή νασυγκεντρωθούν όλα τα ζώα τουµεγάλου δάσους µπροστά του, γιανα του πουν τι πρέπει να κάνει γιανα γιατρευτεί.Όλα τα ζώα είπαν τη γνώµη τους,ώσπου ήρθε και η σειρά του λύκου.- Βασιλιά µου, είπε µε σεβασµό, δεγνωρίζω κανένα γιατρικό για τηναρρώστια σου, µα ούτε και όσα ζώαείναι συγκεντρωµένα εδώ,γνωρίζουν. Το µόνο ζώο που ξέρειαπό φάρµακα είναι η αλεπού! Μααυτή σε περιφρόνησε και δεν ήλθεστο κάλεσµά σου. Άκουσα µάλιστανα λένε ότι χάρηκε για τηναρρώστια σου και ότι δεν τη νοιάζεικι αν πεθάνεις.

Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά ταλόγια, γιατί δε χώνευε την αλεπούκαι ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θατην τιµωρούσε!- Ώστε έτσι! φώναξε θυµωµένο τολιοντάρι. Να τη βρείτε αµέσως καινα τη φέρετε µπροστά µου. Θα τηςκόψω τη γλώσσα!Ο λύκος έτριψε τα... χέρια του απότη χαρά του. Είχε έλθει η στιγµή νακάνει κακό στην αλεπού.Ένα πουλάκι, όµως, πέταξεγρήγορα και βρήκε την αλεπού.- Αυτό κι αυτό συµβαίνει! της είπε.Ο λύκος σε συκοφάντησε και τολιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσαγια να σε τιµωρήσει.- Σ' ευχαριστώ, καλό µου πουλάκι,του είπε η αλεπού. Μη φοβάσαι, θακαταφέρω να γλυτώσω.

- Έλα εδώ! της φώναξε. Που ήσουν;∆εν έµαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώανα παρουσιαστείτε µπροστά µου;- Ναι, βασιλιά µου, του απάντησε µεθάρρος η αλεπού. Το έµαθα πωςείσαι άρρωστος βαριά, γι' αυτό κιεγώ, πριν έλθω, πήγα και µάζεψααυτά τα βότανα, που θα σε κάνουνκαλά.Ο θυµός του λιονταριού έπεσεαµέσως.- Ώστε|. γι' αυτό άργησες να έλθεις;της είπε. Καλά έκανες... Θα... γίνωκαλά όταν πάρω αυτά τα βότανα;- Ναι, βασιλιά µου. Μόνο πουχρειάζεται να τ' ανακατέψεις µε κάτιακόµα, για να γίνει τέλειο τοφάρµακο.- Με τι; ρώτησε το λιοντάρι.- Να τα βράσεις µαζί µε µια γλώσσαλύκου. Αυτή βέβαια... εσύ ξέρειςπού θα τη βρεις.- Και βέβαια ξέρω! φώναξε τολιοντάρι. Θα κόψω τη γλώσσααυτού του λύκου!Το είπε και το έκανε αµέσως. Έτσιη πονηρή η αλεπού τιµώρησε τολύκο για τη συκοφαντία του.

Μάζεψε τότε µερικά αγριόχορτα καιµια και δυο τράβηξε µε θάρρος γιατη σπηλιά του λιονταριού.Το λιοντάρι, όταν την είδε άφρισεαπό το κακό του.

«Σου έφερα αυτά τα βότανα, είπεη πονηρή αλεπού στο άρρωστολιοντάρι, για να γίνεις καλά...».

Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στηναυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µιαχελώνα, που είχε έναν µεγάλοκαηµό. Ήθελε να πετάξει στονουρανό όπως τα πουλιά.- Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθετόσο αναστενάζοντας. Σέρνω µέρακαι νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι καιείµαι καρφωµένη πάνω στη γη.

Αχ, να 'µουνα κι εγώ ένα πουλάκι,να είχα φτερά και να πετούσα! Πώςζηλεύω τις πάπιες της αυλής πουόταν θέλουν πετούν και βλέπουντον κόσµο από ψηλά.Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν τοπαράπονο της και τη λυπήθηκαν.- Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις,κυρα - χελώνα; τη ρώτησαν.- Αν θέλω; απάντησε η χελώνα.

Αυτό είναι το πιο µεγάλο µουόνειρο.Να πετάξω µια φορά κι ας πεθάνω!που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς;- Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε ηµια πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτάαυτό το ξύλο, εγώ και η αδελφή µουθα πιάσουµε µε τα ράµφη µας τιςδυο άκρες και... θα σε πάρουµεµαζί µας.

- Ναι, ναι! φώναξε ενθουσιασµένη ηχελώνα. Ωραία ιδέα! Εµπρός, αςµην αργούµε!Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο.Το έπιασαν και οι πάπιες µε ταράµφη τους, τίναξαν τα φτερά τουςκαι πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τηχελώνα µαζί τους.Το πόσο χαιρόταν η χελώνα, δελέγεται! Τι όµορφα ήταν εδώ ψηλά!Επιτέλους είχε πραγµατοποιήσει τοµεγάλο όνειρο της! Πετούσε!Όµως, µέθυσε τόσο πολύ από τηχαρά της και για µια στιγµή πίστεψεότι θα µπορούσε να πετάξει καιµόνη της! Έτσι, η κουτή, άφησε τοξύλο που κρατούσε µε τα δόντιατης και, φυσικά, µε το µεγάλοβάρος που είχε, έπεσε στη γη καισκοτώθηκε...Αυτό το παραµύθι µας διδάσκει ότιτο κάθε πλάσµα πρέπει να είναιευχαριστηµένο µε τη µορφή πουτου έδωσε ο Θεός και να µη ζηλεύειτα άλλα πλάσµατα...

Από τη χαρά της, η χελώνα,άφησε το ξύλο που κρατούσε µετα δόντια.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΚΑΤΟΡΘΩΜΑ

Ήταν κάποτε µια αλογόµυγα πουκατοικούσε στην ουρά ενός αλόγου.Ήταν πολύ περήφανη για τον εαυτότης και µια µέρα διηγήθηκε σε δυοάλλες αλογόµυγες, ένα µεγάλοκατόρθωµα που είχε κάνει.- Εµένα που µε βλέπετε, τους είπε,έχω κάνει ένα κατόρθωµα πούκαµιά από σας δεν µπορεί να τοκάνει. Μια µέρα δύο άλογατραβούσαν ένα αµάξι µεανθρώπους που ταξίδευαν. Μαστον ανήφορο τα άλογακουράστηκαν, µπορεί και νατεµπέλιασαν και σταµάτησαν ναπροχωρούν. Εγώ είχα ξαπλώσειστη χαίτη του ενός αλόγου ότανάκουσα τον αµαξά να πλαταγίζει τοµαστίγιο και να φωνάζει:«- Ντε! Χοπ! Χοπ!

»Μα τα άλογα δεν κουνήθηκαν απότη θέση τους. Ο αµαξάς είπε τότεστους επιβάτες να κατεβούν για νααλαφρώσει το αµάξι.»- Χοπ, χοπ! έκανε πάλι στα άλογατου.»Αλλά πού να κουνηθούν εκείνα!Και τότε, ξέρετε τι έκανα;»- Τι; ρώτησαν µε περιέργεια οι δυοαλογόµυγες.- Αρπάζω τότε τα χαλινάρια καιτραβώ µε όλη µου τη δύναµη.»- Χοπ, χοπ! φώναξα στ' άλογα...Ελάτε, κουνηθείτε!»Και τότε, που λέτε, τα άλογαξεκίνησαν... Αν δεν ήµουνα εγώ, δεθα µπορούσαν να βγάλουν τονανήφορο... Λοιπόν, πώς σαςφαίνεται το κατόρθωµα µου;» .- Μπράβο, µπράβο! φώναξαν οιδυο αλογόµυγες. Μα... πώς τακατάφερες;

- Με τη δύναµη µου. Είµαι η πιοδυνατή αλογόµυγα του κόσµου!- Μπράβο, µπράβο! της είπαν ξανά.Τέτοιο κατόρθωµα δεν µπορεί να τοκάνει καµιά αλογόµυγα!- ∆ε σας είπα πως είµαι η πιοδυνατή αλογόµυγα στον κόσµο;Οι αλογόµυγες την κοίταζαν και τηνξανακοίταζαν µε θαυµασµό.Βλέπετε... ήταν πολύ κουτές κιαυτές. Γιατί τα άλογα ξεκίνησαναπό τις φωνές του αµαξά και όχιτης αλογόµυγας.

«... Άρπαξα τότε τα χαλινάρια, τατράβηξα µε δύναµη, φώναξα στοάλογο και ξεκίνησε...».

Αλλά, όταν είναι περήφανος κανείς,νοµίζει ότι µπορεί να κάνειθαύµατα!

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙΟ ΛΥΚΟΣ

Στο µεγάλο δάσος είχε πέσειµεγάλη πείνα. Τα άγρια ζώα - οιαρκούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες- δεν εύρισκαν τίποτε να βάλουνστο στόµα τους.Ένας λύκος, αφού γύρισε όλο τοδάσος χωρίς να βρει ούτε ένανποντικό για να ξεγελάσει το στοµάχιτου, που τον πονούσε από τηνπείνα, αποφάσισε να βγει στονκάµπο, µήπως σταθεί τυχερός καιβρει κανένα µικρό ζώο.

Κόντευε να φθάσει σ' ένα µικρόσπίτι, όταν είδε έναν σκύλο νατρέχει συνέχεια, πότε εδώ και πότεεκεί.- Γεια σου ξάδελφε! του είπε ολύκος γιατί, όπως ξέρετε, οι σκύλοικαι οι λύκοι µοιάζουν σαν τα πρώταεξαδέλφια.

«Πάµε, είπε ο σκύλος στολύκο. Θα χαρεί πολύ οκύριος µου να έχει δυοφύλακες...».

- Γειά σου, του απάντησε ο σκύλοςκαι στάθηκε να κουβεντιάσει µαζίτου.- Γιατί κάνεις συνέχεια βόλτες; τονρώτησε ο λύκος.- Α, τις βόλτες τις κάνω µετά τοφαγητό, για να χωνέψω,αποκρίθηκε ο σκύλος.Ο λύκος γούρλωσε τα µάτια τουαπό θαυµασµό και ζήλια.- Ώστε... τρως τόσο πολύ; του είπε.- Ναι, τρώγω όσο θέλω. Τοαφεντικό µου µε ταΐζει καλά, γιατίτου φυλάω το σπίτι.Ο λύκος άρχισε να ξερογλείφεται.-Και... τι τρως, αν επιτρέπεται;ρώτησε.- Ό,τι πεθυµήσει η ψυχή µου.Κρέας, κόκαλα, ψωµί,περισσεύµατα από φαγητά...- Και... κάθε πότε τρως;- Τρεις φορές την ηµέρα. Πρωί,µεσηµέρι και βράδυ.

- Μήπως... µήπως περισσεύει καιγια µένα κανένα πιάτο φαγητό γιανα φυλάω κι εγώ το σπίτι;- Ου! απάντησε ο σκύλος. Τοαφεντικό θα χαρεί πολύ να έχει δυοφύλακες. Από φαγητό µη σενοιάζει. Θα τρως µε την ψυχή σου.Έλα κοντά µου.- Μια στιγµή, θέλω, να σε ρωτήσωκάτι, του είπε ο λύκος. Αυτό πουέχεις στο λαιµό σου, τι είναι;- Αυτό; Είναι ένας πέτσινοςλαιµοδέτης.- Και... γιατί τον φοράς;- Μου τον φοράει το αφεντικό µου.Από αυτό µε δένει µε την αλυσίδα.- Σε δένει µε... την αλυσίδα;- Ναι. Τις περισσότερες ώρες είµαιδεµένος µε µια αλυσίδα.- Α, ξάδερφε! του είπε τότε ο λύκος.Αυτά τα πράγµατα δε µου αρέσουνεµένα. Προτιµώ να γυρίζω νηστικόςστο δάσος και να 'χω την ελευθερίαµου, παρά να είµαι χορτάτος καιδεµένος µε µια αλυσίδα. Άντε γειασου. Τρέχω στο όµορφό µουδάσος! ∆εν µπορώ εγώ ναυποφέρω τη σκλαβιά!

ΤΟ ΛΑΙΜΑΡΓΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν έναποντίκι πολύ λαίµαργο. Έτρωγε,έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσοπολύ η κοιλιά του, που δενµπορούσε να κινηθεί.- Γιατί τρως τόσο πολύ; του έλεγαντ' άλλα ποντίκια.- Γιατί να µην τρώγω; απαντούσε ολαίµαργος ο ποντικός. Μου αρέσειτο φαγητό.- Καµιά µέρα θα πάθεις ζηµιά απότο πολύ φαγητό, τον συµβούλευαν.- Γιατί να πάθω ζηµιά; Έχω πολύγερό στοµάχι και χωνεύω εύκολαό,τι κι αν φάω.Μια µέρα ο λαίµαργος ο ποντικόςµας άφησε τη φωλιά του, που ήτανστο υπόγειο ενός σπιτιού, ανέβηκεµε προφύλαξη στο ισόγειο, µήπωςτον δει καµιά γάτα και τονγραπώσει, βρήκε µια τρυπούλα σ'έναν τοίχο, µπήκε µέσα µεδυσκολία γιατί ήταν στενή,προχώρησε και, ξαφνικά, τι να δουντα µάτια του!Βρέθηκε σ' ένα κελάρι!

Ένα κελάρι γεµάτο τρόφιµα! Τυριά,σαλάµια, καπνιστά κρέατα, καρύδιακι ένα σωρό άλλα πράγµατα. Τέτοιατύχη δε θα µπορούσε ποτέ του νατη φανταστεί.- Πω... πω! έκανε. Είµαι πολύτυχερός! Θα φάω µε την ψυχή µου!Και δε θα πω σε κανέναν ποντικότίποτε γι' αυτό το κελάρι για να'ρχοµαι και να τρώγω µόνος µου!Και ρίχτηκε µε τα µούτρα στοφαγητό. Έφαγε τυρί, σαλάµι, λίγοκρέας, γύρισε πάλι στο τυρί, ξανάστο σαλάµι... Από το πολύ φαγητόη κοιλιά του είχε γίνει στρογγυλήσαν τόπι.- Μπράβο µου! είπε στον εαυτό του.Είµαι πολύ τυχερός. Όλο τοχειµώνα θα έρχοµαι εδώ νατρώγω... Και τι φαγητά! Τα πιοεκλεκτά που υπάρχουν για ένανποντικό!Χάιδεψε λίγο τη φουσκωµένη κοιλιάτου και καθώς κοίταζε το τυρί, τολιγουρεύτηκε ακόµα µια φορά.- Ας φάω µια µπουκιά πριν φύγω,αποφάσισε. Είναι τόσο νόστιµο πουδεν το χορταίνω!Ξαφνικά, ακούστηκαν βήµατα...Κάποιος ερχόταν στο κελάρι.«Πρέπει να φεύγω, αποφάσισε ολαίµαργος ποντικός. Αν µε πιάσουνεδώ µέσα, αλλοίµονό µου! Θαφύγω και θα γυρίσω πάλι τοβράδυ... Κρίµα, ήθελα να φάω κιάλλο, αλλά δεν πειράζει».Ο άνθρωπος που ερχόταν, άρχισενα ξεκλειδώνει την πόρτα τουκελαριού. Ο ποντικός έτρεξε προςτην τρύπα, έχωσε το κεφάλι τουµέσα, µα...

δεν προχώρησε! Η τρύπα ήτανστενή και η φουσκωµένη κοιλιά τουδεν µπορούσε να περάσει µέσα.Είχε σφηνώσει!Προσπάθησε, προσπάθησε οποντικός µα δε γινόταν τίποτε. Καιο άνθρωπος που µπήκε στο κελάριτον είδε και, φυσικά, τον σκότωσε...Έτσι, ο ποντικός τιµωρήθηκε για τηλαιµαργία του. Γιατί η λαιµαργία, όχιµόνο για τους ποντικούς αλλά καιγια τους ανθρώπους, είναι κακόπράγµα. Κι όποιος είναι λαίµαργοςθα µετανοιώσει οπωσδήποτεπικρά...

Βγαίνοντας από την τρύπα, βρέθηκε σ' ένακελλάρι γεµάτο τρόφιµα...

Ο ΦΑΝΤΑΣΜΕΝΟΣΚΟΚΚΟΡΑΣ

Σε µια αυλή ζούσε κάποτε έναςκόκορας που είχε µεγάλη ιδέα γιατον εαυτό του. Ήταν φαντασµένος,όπως λένε.- Κικιρίκου! φώναζε κάθε τόσο. Μεβλέπετε εµένα; Έχω την πιο δυνατήφωνή! Το λειρί µου είναι κόκκινο καιµεγάλο και τα φτερά µουπλουµιστά! Κι όσο για τα νύχια µου,µπορώ µ' αυτά να νικήσωοποιονδήποτε κόκορα στον κόσµο!Και δώσ' του κι έκανε συνέχειαβόλτες στην αυλή και καµάρωνε.- Κικιρίκου! άρχιζε πάλι χωρίς νακουράζεται. Εµπρός, λοιπόν, ποιος

κόκορας θέλει να παραβγεί µαζίµου στη δυνατή φωνή; Ποιοςκόκορας έχει τη δική µουπολύχρωµη ουρά; Κικιρίκου! Εγώείµαι ο θαυµαστός κόκορας!Μια µέρα, τα παιδάκια του σπιτιούάφησαν στην αυλή ένα µικρόαµαξάκι, ένα παιχνιδάκι που τουςτο είχε αγοράσει ο πατέρας τους.- Αυτό το αµαξάκι µου αρέσει! είπε

«Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!»,φώναζε ο φαντασµένοςκόκορας, από το µικρό τουαµάξι, στους γάτους...

ο φαντασµένος κόκκορας. Μ' αυτότο αµάξι πρέπει να ταξιδέψω σ' όλοτον κόσµο, να µε δουν όλες οι κότεςκαι τα κοκκόρια και να θαυµάσουντην οµορφιά, τη δύναµη και τηµεγαλοπρέπεια µου.∆υο γάτοι που τον άκουσαν, τονπλησίασαν και του είπαν:- Ναι, αυτό το αµάξι ταιριάζει στηναρχοντιά σου! Ανέβα επάνω κιεµείς θα το σύρουµε και θα σεγυρίσουµε σε όλο τον κόσµο.- Μπράβο! φώναξε ο κόκκορας.Ωραία ιδέα. Ας ξεκινήσουµε! Εσείςθα γίνετε τ' άλογα της άµαξας µου!Πήδησε µε καµάρι στο αµάξι, οι δυογάτοι άρχισαν να το τραβούν καιβγήκαν από την αυλή.- Πιο γρήγορα! φώναζε οφαντασµένος κόκκορας. Πιογρήγορα! Να δει ο κόσµος όλος τηναφεντιά µου! Να θαυµάσει τηδύναµη και την οµορφιά µου!

Μα, στη γωνία του κήπου οι γάτοισταµάτησαν, όρµησαν πάνω στονκόκκορα και... τον έφαγαν! Ήτανδυο πονηροί γάτοι που κατάφεραννα τον βγάλουν από την αυλή γιανα τον φάνε µε την ησυχία τους. Κιαυτός ο φαντασµένος την έπαθε...Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι όλοι οιφαντασµένοι είναι κουτοί. Όχι µόνοτα κοκκόρια, αλλά και οι άνθρωποι.Εκείνοι που έχουν αξία είναι απλοί,ενώ οι κουτοί είναι καυχησιάρηδεςκαι φαντασµένοι.

Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡ∆ΑΛΗ ΚΑΙΟΙ ΠΙΘΗΚΟΙ

και πότε σκαρφάλωναν στα δέντρακαι πηδούσαν από το ένα κλαδί στοάλλο.Μια µέρα, ανακάλυψαν ένακαινούργιο παιχνίδι, που τουςάρεσε πολύ. Βρήκαν µιακαµηλοπάρδαλη και άρχισαν νακάνουν τσουλήθρα στο µακρύ τηςλαιµό. Η καµηλοπάρδαλη, όµως,άρχισε να θυµώνει.- Σταµατήστε πια! τους φώναξε.Αρκετά µε ζαλίσατε! Και µηντολµήσετε ν' ανεβείτε άλλη φοράστο κεφάλι µου.- Μη φωνάζεις κυρά µου! της είπαντα πιθηκάκια. Να παίξουµεθέλαµε...- Να παίξετε αλλού κι όχι στο λαιµόµου, ανόητα και άχρησταπλάσµατα!- Γιατί λες πως είµαστε άχρηστα;παραπονέθηκαν τα πιθηκάκια.- Αυτό που σας λέω! θύµωσε πιοπολύ η καµηλοπάρδαλη. ∆ε θέλωάλλες κουβέντες µαζί σας! Αφήστεµε ήσυχη!- Α... είσαι πολύ αυστηρή, κυρίακαµηλοπάρδαλη και δε σουταιριάζει! της είπε το ένα πιθηκάκι.Εντάξει, δεν πρόκειται να σ'ενοχλήσουµε άλλη φορά, αλλά,µπορεί κάποτε να χρειαστείς κι εσύτη βοήθεια µας!- Έννοια σου και δεν πρόκειται ναµου χρειαστεί ποτέ η βοήθεια σας!Τα πιθηκάκια, τι να κάνουν,φοβήθηκαν και σταµάτησαν νακάνουν τσουλήθρα στο µακρύ λαιµότης.

Κάποτε, στη ζούγκλα, ζούσαν δυοσκανταλιάρικα πιθηκάκια. Όλη τηµέρα έκαναν τρελά παιχνίδια. Πότεκυνηγούσε το ένα το άλλο, πότεπάλευαν, πότε πηδούσαν µεχαριτωµένες τούµπες στον αέρα

Λίγες µέρες αργότερα, όµως, ηκαµηλοπάρδαλη που είχε φάει όλατα φύλλα των κλαδιών, έµεινενηστική. Μόνο πολύ ψηλά σταδέντρα υπήρχαν κλαδιά µε φύλλα,µα δεν µπορούσε να τα φτάσει.Τα δυο πιθηκάκια την είδαν και τηλυπήθηκαν. Σκαρφάλωσαν τότεστην κορυφή ενός δέντρου,άρχισαν να κόβουν πράσινατρυφερά φύλλα και της τα έδωσαννα τα φάει.Η καµηλοπάρδαλη συγκινήθηκεπολύ.- Μπράβο, τους είπε. Έχετε καλήψυχή. Όπως κατάλαβα, ο έναςπρέπει να βοηθάει και ναυποστηρίζει τον άλλο. Όλοι έχουµετην ανάγκη του γείτονα µας, όποιοςκι αν είναι αυτός. Γι' αυτό κι εγώ δεθα σας µαλώσω άλλη φορά.Μπορείτε να κάνετε τσουλήθρα στολαιµό µου, από το πρωί ως τοβράδυ!

Τα δυο πιθηκάκια χόρτασανκάνοντας τσουλήθρα στοµακρύ λαιµό τηςκαµηλοπάρδαλης...

Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡ∆ΑΛΗΚΑΙ Η ΓΚΑΖΕΛΛΑ

Μια µέρα µια µικρή γκαζέλλα, που έβοσκεµε τη µητέρα της σ' ένα λιβάδι, είδε µιακαµηλοπάρδαλη να περνάει από κοντάτους.- Μανούλα µου, τι όµορφο ζώο είναι αυτό;φώναξε µε θαυµασµό. Τι µακρύ λαιµόπου έχει! Από κει ψηλά που βρίσκεται τοκεφάλι της, θα βλέπει τόσα και τόσαπράγµατα που δεν µπορώ να τα δωεγώ... Α... πόσο τυχερή θα ήµουνα, ανέµοιαζα σ' αυτό το ζώο.- Όχι κόρη µου, µη το λες αυτό, της είπε ηγκαζέλλα. Κι εσύ είσαι τυχερή. Μηζηλεύεις κανένα ζώο, όσο όµορφο κι ανείναι.- Όχι, όχι, εγώ ζηλεύω τηνκαµηλοπάρδαλη, είπε η µικρή γκαζέλλα.Αν είχα κι εγώ τόσο ψηλά πόδια και τόσοµακρύ λαιµό, θα ήµουνα πολύευτυχισµένη.- Νοµίζεις ότι ο µακρύς λαιµός, η οµορφιάκαι η µεγαλοπρέπεια µπορούν να σεκάνουν ευτυχισµένη;

τη συµβούλεψε η γκαζέλλα. Μπορείη καµηλοπάρδαλη που τη ζηλεύειςεσύ, να έρθει η στιγµή που να σεζηλέψει εκείνη.- Να ζηλέψει εµένα ηκαµηλοπάρδαλη; είπε η µικρήγκαζέλλα.∆εν πρόλαβε καλά - καλά νατελειώσει τα λόγια της, ότανπαρουσιάστηκε µια φοβερή τίγρη.Οι δυο γκαζέλλες, που τρέχουνπολύ γρήγορα, το 'βαλαν αµέσωςστα πόδια και χάθηκαν σαναστραπή. Η καµηλοπάρδαλη,όµως, που τη δυσκόλευαν τα πόδιακαι ο µακρύς λαιµός της να τρέξει,δεν µπόρεσε να σωθεί... Την έφαγεη τίγρη...

- Λοιπόν; ρώτησε η µητέρα -γκαζέλλα την κόρη της, που είδαναπό µακριά την καµηλοπάρδαλη ναπεθαίνει στα νύχια της τίγρης. Είδεςπου δεν πρέπει να ζηλεύεις; Εµείςδεν έχουµε µακρύ και όµορφολαιµό, µα έχουµε γερά πόδια καιαυτά µας γλύτωσαν.- Έχεις δίκιο, είπε η µικρή γκαζέλλα.Όχι... όχι, καλύτερα που γεννήθηκαγκαζέλλα παρά καµηλοπάρδαλη.

Η καµηλοπάρδαλη, όµως, µε ταµακριά πόδια και τον µακρύλαιµό, δεν µπόρεσε να τρέξεικαι την έφθασε η τίγρη...

Ο ΠΙΘΗΚΟΣΠΟΥ ΕΓΙΝΕΒΑΣΙΛΙΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, το γέρικολιοντάρι, που ήταν ο βασιλιάς τηςζούγκλας πέθανε και τα ζώασυγκεντρώθηκαν για να διαλέξουντον καινούργιο βασιλιά τους. Μαδεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί όλατα ζώα ήθελαν να πάρουν τη θέσητου βασιλιά.- Ακούστε! είπε η τίγρη. Πέθανε τολιοντάρι, µα τη θέση του µπορώ νατην πάρω εγώ. Είµαι δυνατή καιέξυπνη και µου ταιριάζει να γίνωβασιλιάς σας.- Μπα; έκανε ο ελέφαντας. Εγώπρέπει να γίνω βασιλιάς σας, γιατίείµαι το πιο µεγάλο ζώο της γης!- Μπορεί να είσαι µεγάλο, αλλά δενµπορείς να τρέξεις όπως τρέχωεγώ, του είπε ο ρινόκερος.

- Σταµατήστε να καυγαδίζετε! πήρετο λόγο η καµηλοπάρδαλη. Μπορείεσείς να είσαστε δυνατά και άγρια,µα εγώ είµαι το πιο ευγενικό ζώοτης ζούγκλας. Εµένα πρέπει νακάνετε βασιλιά σας!- Να γίνω εγώ βασιλιάς! είπε ογορίλας και άφησε µια κραυγή πουακούστηκε σε όλη τη ζούγκλα.- Η κορώνα ταιριάζει σε µένα! είπεκαι ο ιπποπόταµος.Όλα τα ζώα, από τα µικρά ως ταπιο µεγάλα, από τα πιο ήσυχα ωςτα πιο άγρια, ήθελαν να πάρουν τηθέση του βασιλιά και γινότανµεγάλος καυγάς και φασαρία.- Ακούστε τι θα γίνει, πρότεινε ολύκος. Να φορέσουµε όλα τηνκορώνα και σε κείνον που θαταιριάζει περισσότερο, θα γίνει οβασιλιάς µας.

Όλα συµφώνησαν και άρχισαν ναδοκιµάζουν την κορώνα. Καισυµφώνησαν ότι ταίριαζε στοκεφάλι ενός πιθήκου. Έτσι τονέκαναν βασιλιά τους. Κι ο πίθηκοςαπό τη χαρά του. άρχισε να παίζειµε την κορώνα, κάνοντας τ' άλλαζώα να γελούν.Όµως στην αλεπού κακοφάνηκεπου έγινε ο πίθηκος βασιλιάς καιγια να τον γελοιοποιήσει µπροστάστα άλλα ζώα, του είπε:- Ξέρω ένα µέρος όπου υπάρχειένας θησαυρός. Πάµε να σου τονδείξω;Ο πίθηκος την ακολούθησεπρόθυµα και η πονηρή αλεπού τονπήγε κατευθείαν σε µια παγίδαόπου είχαν φτιάξει οι άνθρωποι γιατα ζώα.

Κι όταν ο πίθηκος έπεσε στηνπαγίδα, φώναξε η πονηρή Μαριώστα ζώα που έτρεξαν να δουν:- Να ποιον διαλέξαµε για βασιλιάµας! Έναν κουτό!- Και τώρα τι θα κάνουµε; ρώτησεένα ελάφι.- Τίποτα, είπε η αλεπού. ∆ε θαφορέσει κανένα µας την κορώνα γιανα µη ζηλεύουν τα άλλα.Και από την ηµέρα εκείνη τα ζώατου µεγάλου δάσους έζησαν χωρίςβασιλιά.

«... Να, αυτός είναι ο βασιλιάςσας!», είπε η πονηρή αλεπούδείχνοντας τον παγιδευµένοπίθηκο.

Η ΚΟΛΟΒΗ ΑΛΕΠΟΥΚάποτε µια αλεπού καυχιόταν γιατην πονηριά της. Έλεγε στις άλλεςαλεπούδες ότι κατέβαινε στο χωριόκαι ρήµαζε τα κοτέτσια τωνχωρικών.- ∆εν ξέρετε µε τι ευκολία κλέβω τακοτόπουλα από τα κοτέτσια! τουςέλεγε. Κανείς δε µε παίρνει είδηση.Έτσι, κάθε βράδυ έχω τον εκλεκτόµεζέ µου! Είσαστε κουτές που δενερχόσαστε κι εσείς µαζί µου ναχορτάσετε κοτόπουλα.- Πρόσεχε, γιατί καµιά φορά θα σουβγουν ξανά τα κοτόπουλα πουτρως! τη συµβούλευαν οι άλλες.- Μη σας νοιάζει, δε φοβάµαι τίποτεεγώ! τους απαντούσε εκείνη. Είµαιπολύ πονηρή και ξεγελώ και τουςχωρικούς και τους σκύλους τους.- Πολλές από µας, της είπε µια γριάαλεπού, νοµίζουν ότι µπορούν µετην πονηριά τους να ξεγελούν τουςανθρώπους. Μα έρχεται η στιγµήπου την παθαίνουµε, γιατί οιάνθρωποι είναι πιο έξυπνοι και πιοπονηροί από τα ζώα.

- Α, είσαστε πολύ φοβητσιάρες είπεη αλεπού. Εγώ δε φοβάµαι τίποτεΈχω συνηθίσει να τρώγω νόστιµακοτοπουλάκια και θα συνεχίσω ναπηγαίνω στο χωριό.Όµως, µια µέρα καθώς πήγαινε στοχωριό να κλέψει κανένα κοτόπουλοπάτησε µια παγίδα, και, χραπ, ηπαγίδα της φυλάκισε την ουρά καιτης την έκοψε! Η αλεπού το 'βαλεστα πόδια ουρλιάζοντας από τουςπόνους.Έτρεχε, έτρεχε, ώσπου βρήκε έναποτάµι. Έχωσε στο νερό τηνκολοβή ουρά της και ησύχασε απότους πόνους. Όµως... τι θα έλεγεστις άλλες αλεπούδες, όταν θα τηρωτούσαν τι απόγινε η ουρά της;«Κάτι πρέπει να σκεφτώ», είπε µετο νου της.Έφθασε στο δάσος κι όταν τηνείδαν χωρίς ουρά οι αλεπούδες,άρχισαν να την περιγελούν και νατην κοροϊδεύουν.

- Τι έγινε η ουρά σου; της είπαν. Τιτην έκανες; Γιατί γύρισες κολοβή;Και τότε, εκείνη για ναδικαιολογηθεί, τους απάντησε:- ∆εν ξέρετε; Η καινούργια µόδαλέει πως πρέπει να είναι κοντές οιουρές µας!

Έτσι γινόµαστε πιο όµορφες! Μεβλέπετε εµένα πόσο όµορφη καικοµψή έγινα; Τι καθόσαστε, λοιπόν;Κόψτε κι εσείς τις ουρές σας!Αλλά... ποιος την πίστευε; Ήξερανόλες πως την ουρά της την είχεκόψει η παγίδα.

«Είναι της µόδας η κοµµένηουρά, είπε η κολοβή αλεπού.Είδατε πόσο όµορφη µεκάνει;».

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙΗ ΚΑΤΣΙΚΑ

«... όταν σε ρωτήσουν οι κυνηγοί,είπε ο γερο λύκος στην κατσίκα,να τους πεις ότι έφυγα...».

Μια κατσίκα αποµακρύνθηκε µιαµέρα από το κοπάδι της, χωρίς νατο καταλάβει και βρέθηκε ανάµεσασε µερικούς θάµνους. Ξαφνικά,µέσα από ένα θάµνο ξεφυτρώνειένας λύκος.Η κατσίκα τρόµαξε τόσο πολύ, πουέµεινε ακίνητη γιατί είχανπαραλύσει τα πόδια της. Φοβήθηκεπως ήρθε η τελευταία της στιγµή. Ολύκος θα έπεφτε πάνω της και...Όµως ο λύκος δεν κουνήθηκε απότη θέση του.- Άκουσε, της είπε, µη φοβάσαι, δεθέλω να σε φάω. Σε παρακαλώ ναµε βοηθήσεις κι εγώ θα σουπροσφέρω ένα µεγάλο δώρο.- Και... τι βοήθεια µπορώ να σουπροσφέρω εγώ; ρώτησε η κατσίκα.

Τι µπορώ να κάνω εγώ για σένα;- Με κυνηγούν κάτι χωρικοί να µεσκοτώσουν. Εγώ είµαι γέρος,κουράστηκα και δεν µπορώ νατρέξω. Έτσι όταν έλθουν προς ταεδώ και σε ρωτήσουν αν είδες τολύκο, να τους πεις ψέµατα, πως τονείδες, τάχα, να τρέχει στην απέναντιπλαγιά. Έτσι, θα γλυτώσω.- Εντάξει, συµφώνησε η κατσίκα.- Άκουσε, µη µε κοροϊδέψεις καιµαρτυρήσεις την κρυψώνα µουστους χωρικούς. Μην ξεχνάς ότιµπορώ να σε φάω κι όµως σουχάρισα τη ζωή.Ο λύκος κρύφτηκε στο θάµνο και ναπου, σε λίγο, φάνηκαν οι χωρικοί.- Μήπως είδες ένα λύκο; ρώτησαντην κατσίκα.

- Ναι, ναι! τους απάντησε εκείνη.Τον είδα να τρέχει απέναντι, σεκείνη την πλαγιά.Οι χωρικοί την πίστεψαν, άλλαξανδρόµο και ο λύκος βγήκε σε λίγοαπό την κρυψώνα του.- Μπράβο! είπε στην κατσίκα. Τακατάφερες καλά!Κι έκανε να φύγει.- Ε, πού πας; του είπε η κατσίκα.- Στη φωλιά µου, στο δάσος,απάντησε ο λύκος.- Και... το δώρο που υποσχέθηκεςπως θα µου δώσεις;

Ο γερο - λύκος κούνησε το κεφάλιτου.- Είσαι τόσο κουτή, λοιπόν; τηςείπε. Σου έδωσα το δώρο µου. Σουχάρισα τη ζωή.- Μα... εγώ νόµισα πως θα µουέδινες κάποιο άλλο δώρο γι' αυτόσε βοήθησα...- Υπάρχει πιο ακριβό δώρο από τηζωή, κουτή κατσίκα; Θ' άξιζε να σεφάω για την κουταµάρα σου,αλλά... σε χαρίζω γιατί µε βοήθησεςκαι συ να σωθώ. Γεια σου, λοιπόνκαι... είσαι τυχερή που σε αφήνωζωντανή!

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙΟ ΚΟΡΥ∆ΑΛΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό µια αλεπού,που πεινούσε και δεν είχε τι ναβάλει στο στόµα της, είδε απόµακριά έναν κορυδαλλό να κρύβεταιανάµεσα σε µερικούς θάµνους.«Σίγουρα εκεί έχει φτιάξει τη φωλιάτου, σκέφτηκε η πεινασµένηαλεπού. Θα πλησιάσω σιγά - σιγά,χωρίς να µε δει και θα τον αρπάξωστα νύχια µου. Βέβαια, θα τον κάνωόλο κι όλο µια µπουκιά αλλά, τι ναγίνει; Με την πείνα που έχω, καλόςείναι και ο κορυδαλλός».Προχώρησε σιγά - σιγά, είδε σελίγο τον κορυδαλλό στη φωλιά τουκι έδωσε ένα σάλτο να τον αρπάξει.Μα ο κορυδαλλός, πιο γρήγορος,κατάφερε να της ξεφύγει και πέταξεπάνω από το κεφάλι της.

- Ε... γείτονα, καληµέρα! του είπε ηαλεπού, ύστερα από το πάθηµατης. Γιατί έφυγες; Άδικα τρόµαξες.- Μπα; της είπε ο κορυδαλλός.Άδικα τρόµαξα; Εσύ όρµησες στηφωλιά µου να µε φας.- Με παρεξήγησες γείτονα µου.Σκόνταψα σ' ένα κλαδί κι έπεσαπάνω στη φωλιά σου. Έλα, µηφοβάσαι. Κατέβα να τα πούµε. Έχωµεγάλη όρεξη για κουβέντα. Έχωνα σου πω αρκετά νέα.- Ποια είναι τα νέα σου;

- Τα 'µαθες; του είπε η αλεπού γιανα τον καταφέρει να κατεβεί.Άκουσα τον σπουργίτη να λέει ότιτραγουδάει καλύτερα από σένα...- Ο σπουργίτης; Αν µου έλεγεςκανένα άλλο πουλί θα σε πίστευα,µα ο σπουργίτης δεν τραγουδάεικαθόλου. Μου λες ψέµατα.- Όχι, όχι, δε σου λέω ψέµατα. Έχωκαι κάτι άλλο να σου πω...- Σε ακούω...- Καηµένε µου, κατέβα κάτω ναµιλήσουµε µε την ησυχία µας, τικάνεις εκεί ψηλά; ∆εν µπορώ να σεκοιτάζω, µε πόνεσε ο λαιµός µου!Μα ο κορυδαλλός δεν ήταν τόσοκουτός, όσο τον νόµιζε η αλεπού.- Έλα εσύ εδώ πάνω, κυρα -γειτόνισσα να µιλήσουµε, της είπε.Γιατί να κατεβώ εγώ στη γη;Η αλεπού κατάλαβε ότι οκορυδαλλός ήταν έξυπνος και δε θακατάφερνε να τον φάει. Έτσι, έβαλετην ουρά στα σκέλια της καιαποµακρύνθηκε, ενώ έτρεχαν τασάλια της από την πείνα και τηςπονούσε το στοµάχι. Και σα να µηνέφτανε αυτό, ο κορυδαλλός τηνκορόιδευε από ψηλά... Έκανεσυνέχεια βόλτες από πάνω της καιτραγουδούσε, µα εκείνη έκανε πωςδεν τον έβλεπε και δεν τον άκουγε...Και η αλεπού

αποµακρύνθηκε νηστική καιαξιολύπητη, ενώ οκορυδαλλός την κορόιδευεαπό ψηλά...

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙΟ ∆ΡΑΚΟΣ

Αλλά, οι ιστορίες µε την αλεπούδεν τελειώνουν. Μια φορά κι ένανκαιρό µια αλεπού, εκεί που γύριζεστο πυκνό δάσος, είδε έναν µεγάλοδράκο, από αυτά τα ζώα που λένεπως βγάζουν φωτιές από ταρουθούνια τους. Είναι επικίνδυναζώα, αλλά δεν µπορούν να τρέξουνγρήγορα.- Καληµέρα! του είπε η αλεπού.- ∆ε µε φοβάσαι; της είπε ο δράκοςκαι την κοίταξε άγρια.- Γιατί να σε φοβηθώ; του είπε ηαλεπού.- Γιατί είµαι ένα πελώριο ζώο καιµπορώ να σε κάνω µια µπουκιά.Η αλεπού για περισσότερησιγουριά, στάθηκε λίγο πιο πέρα.- Χα... χα! του είπε κοροϊδευτικά. Τιµπορείς να µου κάνεις; Με δυο τρίαπηδήµατα φθάνω στη φωλιά µου.- Και... πού είναι η φωλιά σου; τηρώτησε ο δράκος.- Στην τρύπα ενός βράχου.

Είναι όµως στενή η τρύπα και δε σεχωράει να µπεις. Αλλά και ανακόµα σε χωρούσε, δε θα σεφοβόµουνα, γιατί η φωλιά µου έχειδυο τρύπες. Από τη µία µπαίνω καιαπό την άλλη βγαίνω.- Ώστε έχεις το θάρρος και µεκοροϊδεύεις άµυαλη αλεπού;- Νοµίζω πως έχω περισσότεροµυαλό από σένα. ∆εν έχεις ακούσειότι είµαι το πιο έξυπνο ζώο τουδάσους;- Φύγε τώρα, γιατί δεν έχω όρεξηγια κουβέντα.

- Ας µιλήσουµε λίγο, του είπε ηαλεπού και προχώρησε άλλα δυοβήµατα προς τα πίσω. Ξέρεις πωςείσαι το πιο άσχηµο ζώο της γης; Τικεφάλι είναι αυτό που έχεις; Τικορµί και τι πόδια; Χα... χα!Ασχηµότερο πλάσµα δεν υπάρχειστον κόσµο!Ο δράκος άρχισε ν' αγριεύει.- Φύγε κι άφησε µε ήσυχο, γιατί θατο µετανιώσεις! της είπε.

Μα η αλεπού συνέχισε να τονκοροϊδεύει. Ο δράκος σηκώθηκε κιετοιµάστηκε να ορµήσει καταπάνωτης µα η αλεπού το 'βαλε σταπόδια.- Φτάσε µε αν µπορείς! του φώναξε.Χα... χα! Ώσπου να κάνεις ένα βήµαεσύ, έχω φτάσει στη φωλιά µουεγώ!Κι έτρεξε να χωθεί στη φωλιά της.«Καλά του τα είπα! σκέφθηκεκαθώς είχε ξαπλώσει. Νόµισε πωςθα τον φοβηθώ;»Ο δράκος, όµως, σιγά - σιγά έφτασεως τη φωλιά της, έβαλε τη µύτη τουστην τρύπα, φύσηξε και πελώριεςφλόγες χύθηκαν στη φωλιά κιέφθασαν ως την αλεπού.- 'Αου! φώναξε η αλεπού καιπετάχτηκε από την άλλη τρύπα.Βοήθεια, καίγοµαι!Έτρεξε στο ποτάµι να σβήσει τηφωτιά που της έκαιγε την ουρά καιαπό την ηµέρα εκείνη δενξαναπείραξε το δράκο.

Η κυρά Μαριώ, που έκανετην έξυπνη στο δράκο,βγήκε από τη φωλιά τηςουρλιάζοντας και µεαναµµένη την ουρά...

Ο ΛΑΓΟΣ ΠΟΥΦΟΒΟΤΑΝ

Μια νύχτα το λιοντάρι, ο Βασιλιάςτου δάσους, καθώς προχωρούσε σ'ένα µονοπάτι, δέχτηκε ένα δυνατόχτύπηµα κι έπεσε ανάσκελα! Τονείχε χτυπήσει χωρίς να το θέλει,καθώς έτρεχε ένας τράγος, µε τακέρατά του. Μα το λιοντάρι πόνεσεπολύ και την άλλη µέρα έβγαλε µιαδιαταγή να φύγουν για πάντα απότο δάσος όλα τα ζώα που είχανκέρατα.

Έτσι, οι τράγοι, τα ελάφια, ταζαρκάδια και όσα ζώα είχαν κέρατα,βιάστηκαν να φύγουν για να µην ταβρει κανένας µπελάς.Τη διαταγή την άκουσε κι έναςλαγός, που ήταν πολύ φοβιτσιάρης.Καθώς έσκυψε το µεσηµέρι σ' έναρυάκι να πιει νερό, είδε τα µεγάλατου αυτιά µέσα στο νερό και... ταχρειάστηκε! Το πέρασε γιακέρατα...- Έχω κέρατα! είπε τρέµοντας. Έχωκι εγώ κέρατα! Πρέπει να φύγω απότο δάσος γιατί, αν µε δει τολιοντάρι, αλλοίµονό µου!Ξανακοίταξε στο νερό για ναβεβαιωθεί. Ναι, δεν υπήρχεαµφιβολία, είχε κέρατα και µάλισταπολύ µεγάλα!- Χάθηκα! είπε ξανά. Έχω κέρατα,πρέπει να φύγω από το δάσος πρινµε δει το λιοντάρι!Ένας ποντικός που έτυχε ναβρίσκεται εκεί κοντά και άκουσε ταλόγιο του λαγού, τον πλησίασε καιτου είπε:- Γιατί φοβήθηκες τόσο πολύ;- Γιατί έχω κέρατα, δεν τα βλέπεις;του είπε ο λαγός. Πρέπει να φύγωαπό το δάσος, γιατί αν µε δει τολιοντάρι θα µε σκοτώσει, δεν τηγλυτώνω! ∆εν άκουσες τη διαταγήπου έδωσε;- Μη φοβάσαι, αυτά δεν είναικέρατα, του είπε ο ποντικός. Είναιαυτιά.- Αυτιά;- Και βέβαια. ∆εν ξέρεις ότι έχειςµεγάλα αυτιά;-Ναι, µπορεί να 'χεις δίκιο... Είναιαυτιά αλλά... το ξέρει το λιοντάριπως είναι αυτιά και όχι κέρατα;- Μα, για τόσο κουτό το πέρασες τολιοντάρι;

- Κι αν κάνει κανένα λάθος, αν µεδει ξαφνικά µπροστά του κανέναβράδυ και νοµίσει πως έχω κέρατατότε... τι θα κάνω εγώ οδυστυχισµένος; Θα µεκατασπαράξει. Όχι, όχι, καλύτερανα φύγω µακριά για να γλυτώσω.

- Μα, τόσο πολύ φοβιτσιάρης είσαι;του είπε ο ποντικός. ∆εν πρόκειταινα κάνει λάθος το λιοντάρι, δε θα σεδει για πρώτη φορά...- Ναι, αλλά αν µε δει νύχτα και δενπρολάβει να ξεχωρίσει αν είναιαυτιά ή κέρατα;Και ο φοβιτσιάρης ο λαγός το 'βαλεστα πόδια κι έφυγε µακριά απόκείνο το ήσυχο δάσος. Μα, εκεί πουπήγε ήταν πολλές αλεπούδες και,ένα βράδυ, µία από αυτές τονέφαγε...Να τι παθαίνει κανείς όταν φοβάταιπολύ...

«Μη φοβάσαι, του είπε ο ποντικός,αυτά δεν είναι κέρατα, αλλά αυτιά...».

ΤΑ ΚΟΥΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑΜια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σεµια µικρή στέρνα µερικά βατράχια.Όλη τη µέρα έτρωγαν, τεµπέλιαζανκαι πότε - πότε τραγουδούσαν, µαδεν ήταν καθόλου ευχαριστηµένααπό τη ζωή τους.- Πφ, βαρέθηκα πια αυτή τη ζωή!είπε µια µέρα ένας γερο -βάτραχος. Είµαστε σανφυλακισµένα σ' αυτή τη στέρνα καιδεν ξέρουµε πώς είναι ο κόσµος...Ξέρετε τι σκέφτηκα; Πολύ κοντάµας κυλάει ένα µικρό ποτάµι. Θαφθάσω ως εκεί, θα µπω στα νεράτου και θα φύγω µακριά ναγνωρίσω καινούργια µέρη...- Θα 'ρθουµε και µεις, θα 'ρθουµεκαι µεις! φώναξαν τ' άλλα βατράχια.Βαρεθήκαµε πια να ζούµε νύχτα καιµέρα σ' αυτή τη στέρνα και ναβλέπουµε τα ίδια και τα ίδια!- Ελάτε κοντά µου! είπε ο γερο -βάτραχος.

Και πηδώντας ξεκίνησαν για τοποτάµι. Έφτασαν µια ώρααργότερα, βρήκαν ένα κοµµάτιξύλο, πήδησαν πάνω του καιξεκίνησαν για το µεγάλο τους ταξίδιστα νερά του ποταµού.Το ξύλο, σα βάρκα προχωρούσεκαι τα βατράχια µε ολάνοιχτα µάτιααπό το θαυµασµό κοίταζαν γύρωτους, τα δέντρα, τα δάση, τα χωριά,τους κήπους µε τα λουλούδια, ταζώα και τα παιδιά που έτρεχανκοντά στις όχθες.Ήταν όλα τους ενθουσιασµένα.- Μπράβο! είπε σε µια στιγµή ογερο - βάτραχος. Κάναµε πολύκαλά που φύγαµε από τη στέρνα!Είδατε τι όµορφος που είναι οκόσµος;- Τι κουτά που είµαστε καικαθόµαστε τόσον καιρό σ' αυτή τηνπαλιο-στέρνα! είπε ένας άλλοςβάτραχος. Βέβαια, το φαγητό δεµας έλειπε, αλλά κοντεύαµε ναµουχλιάσουµε από την ακινησία...Α... ήταν σοφή η ιδέα σου ναφύγουµε... Κοιτάξτε τι οµορφιάγύρω µας!

Το απόγευµα η βάρκα τουςσταµάτησε σ' ένα σηµείο τουποταµού που έµοιαζε µε λίµνη καιτα βατράχια πήδησαν στο νερό.- Όµορφα είναι εδώ! είπε ο γερο-βάτραχος.- Εδώ να µείνουµε! συµφώνησανκαι τ' άλλα βατράχια.Ξαφνικά, είδαν ένα µεγάλο πουλί νακατεβαίνει από τον ουρανό και ναπέφτει πλάι τους. Τα κουτάβατράχια το κοίταζαν µε θαυµασµόκαι περιέργεια...

Τα κουτά βατράχια κοίταζαν µεθαυµασµό το µεγάλο πουλί... Μαεκείνο ήταν πελαργός, που οκαλύτερος µεζές του είναι ταβατράχια...

∆εν ήξεραν ότι αυτό το πουλί ήτανο πελαργός, που ο καλύτερος µεζέςτου είναι τα βατράχια...Έτσι, ο πελαργός τα έφαγε όλα...Και τα κουτά βατράχια που δεντους άρεσε η στέρνα κι ήθελαν ναγνωρίσουν τον κόσµο, γνώρισαν τοστοµάχι του πελαργού...

Ο ΓΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΕΡΙ∆ΑΖούσε µια φορά κι έναν καιρό έναςγάτος, που είχε χορτάσει πια νατρώει ποντικούς και αποφάσισε νακυνηγάει πουλιά. Όταν έπιασε τοπρώτο πουλί, του φάνηκε τόσονόστιµο που ενθουσιάστηκε.- Από δω και µπρος θα κυνηγώµόνον πουλιά! αποφάσισε. ∆ε µουαρέσουν οι ποντικοί. Οι ποντικοίείναι για τους φτωχούς γάτους καιόχι για τους αριστοκράτες σαν καιµένα.Και τα κατάφερνε τόσο θαυµάσιαστο κυνήγι των πουλιών, πουπολλές φορές τα έπιανε και στοναέρα όταν πετούσαν χαµηλά στηγη. Άλλες φορές πάλι, ανέβαινε σταδέντρα, κι όταν ερχόταν κανέναπουλάκι να σταθεί, το γράπωνε µετα νύχια του.Ένα βράδυ ο γάτος µας κατάφερε ν'αρπάξει ένα πολύ παράξενο πουλί.Μια νυχτερίδα!

Η καηµένη, για να σωθεί άρχισε ταπαρακάλια:- Μη µε τρως, του είπε. Υπάρχουντόσα και τόσα παχιά ποντίκια γύρωσου. Εµένα βρήκες να πιάσεις;- Ποντίκια; είπε ο γάτος. Τασιχαίνοµαι τα ποντίκια. Εµένα µουαρέσουν τα πουλιά.- Τα... πουλιά; του είπε η νυχτερίδα.- Ναι. Ανακάλυψα πως έχουν πιονόστιµο κρέας και κυνηγώ µόνο ταπουλιά.- Μα... εγώ έχω ακούσει ότι οι γάτοιτρελαίνονται για τους ποντικούς.- Και για τους ποντικούςτρελαίνονται και για τα ψάρια. Εγώόµως, έχω φάει τόσους πολλούςποντικούς, που τους σιχάθηκα κιέτσι κυνηγώ πουλιά. Έχετε πολύνόστιµο και τρυφερό κρέας εσείς ταπουλιά...Η νυχτερίδα σκέφτηκε τότε, κάτι, γιανα γλυτώσει:

- Μα, τότε... κάνεις λάθος, του είπε.- Λάθος; ∆ηλαδή;- Πρέπει να µε αφήσεις να φύγω,αφού δεν είµαι πουλί.- ∆εν είσαι πουλί; Χα... χα! Τι είσαι,τότε;- Μη γελάς... Είµαι... εξάδελφος τουποντικού. ∆ε βλέπεις πόσο τουµοιάζω;Πραγµατικά οι νυχτερίδες µοιάζουνµε τους ποντικούς, µόνο που έχουνφτερά. Αλλά και τα φτερά τους είναιπαράξενα. ∆εν έχουν πούπουλαόπως τα άλλα πουλιά, αλλάµοιάζουν µε απαλό δέρµα.

Το παράξενο, ακόµα, για τιςνυχτερίδες είναι το ότι δε γεννούναυγά, όπως τα άλλα πουλιά, αλλάµωρά, τα οποία και θηλάζουν. Γι'αυτό µοιάζουν µε τους ποντικούς.- Μα... εσύ έχεις φτερά, της είπε ογάτος.- Έχεις δει πουλιά χωρίςπούπουλα; Εγώ δεν έχω ούτε έναπούπουλο... Έχω και µουστάκιασαν του ποντικού.- Ναι, ναι, έχεις δίκαιο, είπε ο γά-τος. ∆εν είσαι πουλί. Έκανα λάθος.Και την άφησε να φύγει. Έτσι, ηνυχτερίδα µε την πονηριά τηςκατάφερε να γλυτώσει.

Και η νυχτερίδα, που ηεξυπνάδα της τη βοήθησε νασωθεί από τα νύχια του γάτου,βιάστηκε να φύγει...

Ο ΓΑΙ∆ΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΛΥΡΑΈνας γάιδαρος και ένας σκύλοςκάθονταν µια µέρα στην άκρη τουκήπου και συζητούσαν, όταν, σε µιαστιγµή είδαν τον κύριο τους ναβγαίνει από το σπίτι, να κάθεται σεµια καρέκλα και ν' αρχίσει να παίζειτη λύρα του.- ∆εν ξέρω πολλά πράγµατα απόµουσική, είπε σε µια στιγµή οσκύλος στο γάιδαρο, αλλά ο κύριοςµας παίζει µε πολλή τέχνη τη λύρατου. Αχ, να µπορούσα να παίξω κιεγώ έτσι!- Γιατί δεν µπορείς; του είπε ογάιδαρος.- Νοµίζεις πως είναι εύκολο;

- Εύκολο και πολύ µάλιστα. Τινοµίζεις ότι κάνει ο κύριος µας.Κουνάει τα χέρια του. Ε, λοιπόν, ανείχα κι εγώ µια λύρα, θα την έπαιζαθαυµάσια µε τα πόδια µου.- Μα... τι είναι αυτά που λες; τονµάλωσε ο σκύλος. Τρελάθηκες; Ηµουσική είναι πολύ δύσκολη. Λίγοιξέρουν να παίζουν λύρα.- Ας είχα µια λύρα και θα σουέλεγα! είπε ο γάιδαρος, που ήτανπολύ εγωιστής.- Άκουσε κυρ Μέντιο, προσπάθησενα τον πείσει ο σκύλος. Η δουλειάσου είναι να κουβαλάς διάφοραπράγµατα και όχι να παίζειςµουσική.

Μα τα βαρειά πόδια τουγαϊδάρου, έσπασαν τιςχορδές της λύρας...

Όπως και η δική µου δουλειά είναινα φυλάω το σπίτι για να µη µπουνκλέφτες. Η µουσική είναι δουλειάτων ανθρώπων και όχι τωνγαϊδάρων. Απ' ό,τι ξέρω, µάλιστα,στο τραγούδι δεν τα καταφέρνειςκαθόλου καλά.- Μπορεί στο τραγούδι να µην τακαταφέρνω, έκανε µε πείσµα ογάιδαρος, µα τη λύρα µπορώ νατην παίξω.Λίγη ώρα αργότερα, ο κύριος τουςβαρέθηκε να παίζει, άφησε τη λύραστο κάθισµα και µπήκε στο σπίτι.- Ω... να µια ωραία ευκαιρία! είπε ογάιδαρος στο σκύλο. Τώρα θα σουδείξω εγώ πώς παίζουν τη λύρα.- Μη! του είπε ο σκύλος. Μην κάνειςκαµιά κουταµάρα.Μα... πού ν' ακούσει τη συµβουλήτου ο κυρ Μέντιος.

Ήταν σίγουρος πως θα 'παιζε τηλύρα σαν τον κύριο του.Έφθασε ως το κάθισµα, πήρε τηλύρα, κάθησε και... βάλθηκε ναπαίξει... Όµως, τα πόδια του ήταντόσο χοντρά, που αµέσως έσπασαντις χορδές... Γιατί οι χορδές τηςλύρας χρειάζονται να παιχτούναπαλά από τα δάχτυλα τουανθρώπου.Ο κύριος τους άκουσε το θόρυβο,βγήκε από το σπίτι κι όταν είδε τησπασµένη λύρα, ξυλοφόρτωσε, καιµε το δίκιο του, το γάιδαρο.- Λοιπόν; του είπε ο σκύλος όταντον είδε µε κατεβασµένη τηνκεφαλή. Είδες που νόµιζες ότι ταξέρεις όλα; Οι γάιδαροι µπορούνθαυµάσια να γκαρίζουν, αλλά... δεντα καταφέρνουν καθόλου στηµουσική. Γιατί η µουσική είναι γιατους ανθρώπους.

ΤΟ ΛΕΟΝΤΑΡΙΚΑΙ Ο ΓΑΪ∆ΑΡΟΣ

Μια φορά ζούσε στο µεγάλο δάσοςένα λιοντάρι, που είχε πια γεράσεικαι δεν µπορούσε να κυνηγήσειόπως πριν. ∆εν µπορούσε νατρέξει, γιατί κουραζόταν εύκολα,ούτε να πηδήσει πάνω στα µικράζώα και να τ' αρπάξει µε τα νύχιατου.

- Τι βοήθεια µπορεί να σου προσ-φέρει ένας ταπεινός γάιδαρος σανκαι µένα; το ρώτησε εκείνος.- Θέλω όταν βλέπεις κανένα ζώο ναγκαρίζεις µε όλη σου τη δύναµηΕκείνο θα φεύγει τροµαγµένο, κιεγώ που θα έχω κρυφτεί στουςθάµνους, το αρπάζω.

Είχε ξαπλώσει απελπισµένο και µεάδειο στοµάχι, κάτω από τον ίσκιοενός δέντρου όταν, ξαφνικά, είδεένα γάιδαρο να έρχεται προς τοµέρος του και να γκαρίζει. Και τότε,µια ιδέα γεννήθηκε στο µυαλό του.- Καλέ µου γάιδαρε, του είπε, δενέχω ακούσει πιο δυνατή καιτροµερή φωνή από τη δική σου. Ανθέλεις, µπορείς να µε βοηθήσεις.

«Έχεις την πιο δυνατή φωνή απ' όλατα ζώα του δάσους, είπε το λιοντάριστο γάιδαρο, και θέλω να µεβοηθήσεις...».

- Εντάξει, είπε ο γάιδαρος. Άρχισαναπό την ίδια εκείνη µέρατη δοκιµή. Ο γάιδαρος γκάριξε όσοπιο δυνατά µπορούσε και έναελαφάκι καθώς έτρεχε απρόσεχτακαι τροµαγµένο, έπεσε στα δόντιατου λιονταριού.- Μπράβο, είσαι σπουδαίος, είπε τολιοντάρι στο γάιδαρο. Όλα τα ζώασε φοβούνται.- Ε... όχι και τόσο πολύ! του είπε ογάιδαρος. Νοµίζω πως τα παραλές.Ποιος µπορεί να φοβηθεί έναταπεινό γάιδαρο σαν και µένα;- Μα... τι λες, κυρ Μέντιο µου; Ως κιεγώ ο ίδιος σε φοβάµαι! Τέτοιαβροντερή φωνή δεν την είχα ούτεεγώ, στα νιάτα µου.- Ναι... είναι αλήθεια πως έχωδυνατή φωνή...

- ∆ε σου το είπα εγώ; Αλλοίµονο,µπορώ να κοροϊδέψω έναν φίλοσαν και σένα;Ο γάιδαρος άρχισε να το παίρνειεπάνω του. Γύριζε εδώ και κειγκαρίζοντας και χαιρότανβλέποντας τα ζώα να το βάζουντροµαγµένα στα πόδια. Όµως έναάγριο ζώο, η λεοπάρδαλη, όχι µόνοδεν τον φοβήθηκε, αλλά καθώς ογάιδαρος γκάριζε χωρίς να κοιτάζειγύρω του, έπεσε πάνω του και...τον σκότωσε χωρίς να δυσκολευτείκαθόλου.Έτσι, ο γάιδαρος που πίστεψε πωςτον φοβούνται όλα τα ζώα κι έγινε οάρχοντας του µεγάλου δάσους,τιµωρήθηκε όπως του άξιζε.

Ο ΚΑΘΕΝΑΣΜΕ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ

Ένας χωρικός αποφάσισε ναπουλήσει το γάιδαρο του στοπαζάρι και µια Κυριακή πρωί πήρετο µικρό γιο του, έβαλε το γάιδαροπάνω σ' ένα χειράµαξο καιξεκίνησε. Και αποφάσισε να πάει µετο αµάξι το γάιδαρο για να φθάσειξεκούραστος στο παζάρι και να τονπουλήσει σε καλύτερη τιµή.Όµως, τον είδαν µερικοί χωρικοί κιέβαλαν τα γέλια.- Τι κάνεις εκεί; του είπαν. Αν σεδουν να πας το γάιδαρο µε το αµάξιθα πουν ότι είσαι άρρωστος, ότιτρελάθηκες. Καβάλησε τον, όπωςκάνει όλος ο κόσµος.

Ο χωρικός κατέβασε τότε τογάιδαρο από το αµάξι, τονκαβάλησε και ξεκίνησε. Μα, πιοκάτω συναντήθηκε µε δυο γυναίκες,που µόλις τον είδαν, άρχισαν νατου φωνάζουν.- ∆ε ντρέπεσαι, να πηγαίνεις εσύκαβάλα και το παιδί σου να 'ρχεταιµε τα πόδια;

Έβαλε το γάιδαρο στο αµάξι,για να µην κουραστεί...

Ο χωρικός ξεκαβάλησε αµέσως, κιέβαλε το παιδί του στο γάιδαρο,ενώ εκείνος ακολούθησε µε ταπόδια. Όµως, ένας χωρικός πουσυνάντησε σε λίγο, του είπε.- Τι ντροπή! Το παιδί να πηγαίνεικαβάλα και ο πατέρας µε τα πόδια!Γιατί δεν καβαλάς κι εσύ;«Έχει δίκιο», είπε µε το νου του οχωρικός και καβάλησε κι αυτός.Πιο κάτω όµως, συνάντησε έναάλλο χωρικό, που µόλις τον είδεκούνησε το κεφάλι του.

- Τι έπαθες και κουνάς το κεφάλισου; τον ρώτησε ο χωρικός.- Μα... δε ντρέπεσαι; του είπε οάλλος.- Γιατί να ντραπώ; Τι έκανα;- ∆ύο πάνω σ' έναν γαϊδαράκο; τουείπε. Είναι ντροπή! ∆εν τολυπόσαστε το άµοιρο το ζώο;Ο χωρικός έγινε τότε έξω φρενών.

- ∆ε φταίτε εσείς! φώναξε. Φταίωεγώ που σας ακούω! Κάθεάνθρωπος έχει και τη γνώµητου, κι αν ακολουθήσεις όλες τιςγνώµες θα τρελαθείς! Λοιπόν,θα κάνω ό,τι µου αρέσει εµένα.Γελάστε και κουνήστε όσοθέλετε τα κεφάλια σας, δενπρόκειται να σας δώσωσηµασία!Και γυρνώντας πίσω, φόρτωσεξανά το γάιδαρο στο χειράµαξοκαι ξεκίνησε για το παζάρι...

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΟΥ ΓΑΪ∆ΑΡΟΥΚάποτε, στο µεγάλο δάσος έπεσεµια βαριά αρρώστια και τα ζώαάρχισαν να πεθαίνουν το ένα µετάτο άλλο. Τα υπόλοιπα κρύφτηκαντροµαγµένα στις φωλιές τους καιφοβόνταν να βγουν για να πιουν καινερό ακόµα.Μια µέρα, το λιοντάρι, σαν βασιλιάςπου ήταν, αποφάσισε να καλέσει σεσυµβούλιο όλα τα ζώα για νασκεφτούν τι πρέπει να κάνουν ώστενα γλυτώσουν.- Ακούστε, τους είπε, κάποιο απ'όλα τα ζώα έχει κάνει µια µεγάληαµαρτία και γι' αυτό οι θεοίαποφάσισαν να µας τιµωρήσουνκαι µας έριξαν αυτή τη µεγάληαρρώστια.

Θα πούµε, λοιπόν, όλοι τα κρίµαταµας εδώ και το ζώο που έκανε τηµεγαλύτερη αµαρτία θα τοσκοτώσουµε, για ναευχαριστήσουµε τους θεούς και νασταµατήσει να µας θερίζει αυτή ηκακιά αρρώστια. Συµφωνείτε;Όλα τα ζώα συµφώνησαν.- Λοιπόν, αρχίζω πρώτος εγώ, είπετο λιοντάρι. Έχω φάει πολλά αθώααρνάκια, όµως, σας ορκίζοµαι, δενέφαγα κανέναν τσοπάνο στη ζωήµου.- Μα!... τι λέτε µεγαλειότατε! τουείπε ο λύκος. Αυτή δεν είναιαµαρτία! ∆εν έπρεπε ούτε να τοπείτε ότι φάγατε µερικά αρνάκια. Τααρνάκια έχουν γεννηθεί για να τατρώµε...- Ναι, ναι! συµφώνησαν τα άλλαζώα. ∆εν είσαι αµαρτωλός βασιλιάµας!- Θα σας πω κι εγώ τα κρίµατα µου,πήρε το λόγο η αλεπού. Έχω µπεισε πολλά κοτέτσια κι έχω φάειπολλά κοτόπουλα. Λέτε να είναιµεγάλη αµαρτία αυτή;- Για στάσου Κυρα - Μαριώ, τηςείπε το λιοντάρι. Αν δε φας εσύ τακοτόπουλα ποιος θα τα φάει, εγώ;Τα κοτόπουλα γεννήθηκαν για νατα τρώνε οι αλεπούδες... ∆ε βρίσκωνα έκανες καµιά αµαρτία. ∆εν ξέρωτι γνώµη έχουν οι άλλοι...- Συµφωνούµε! βιάστηκε να πει ολύκος. Αλλοίµονο τώρα ανκατηγορήσουµε την αλεπού γιαµερικά κοτοπουλάκια.

«Εσύ είσαι ο αµαρτωλός!,φώναξαν τα ζώα στονταπεινό γάιδαρο. Εσύ είσαι ηαιτία που µας τιµωρεί οΘεός!...».

Έτσι, όταν ήλθε η σειρά του λύκουνα πει τα κρίµατά του, όλα τα ζώατον συγχώρεσαν. Το ίδιο έγινε µετην αρκούδα, µε την τίγρη, µε τοτσακάλι και τα άλλα ζώα...Και να που ήλθε η σειρά τουγαϊδάρου να πει τα κρίµατά του.- Εγώ... χµ, έκανα ένα αµάρτηµαµια µέρα, τους είπε. Έφαγα µιατούφα χορτάρι από το χωράφι τουγείτονα... Αυτό είναι το κρίµα µουκαι σας το λέω.- Πω... πω! έκανε ο λύκος. Έκλεψεςµια τούφα από το χορτάρι τουγείτονα;

- Μα... αυτό είναι µεγάλη αµαρτία!φώναξε το λιοντάρι. Η πιο µεγάληαµαρτία που έχω ακούσει.- Ναι, ναι! συµφώνησαν όλα ταζώα.Και όλα τα ζώα που είχαν κάνειτόσες και τόσες αµαρτίες, έπεσανπάνω στον αθώο γαϊδαράκο και τονέφαγαν.Αυτό συµβαίνει και στουςανθρώπους. Πολλές φορές τηνπληρώνουν οι αθώοι. Οι µεγάλοιαµαρτωλοί κατορθώνουν νακρύβονται. Όµως, αυτούς θα τουςτιµωρήσει οπωσδήποτε µια µέρα οΘεός.

Ο ΓΑΪ∆ΑΡΟΣ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥΜια φορά κι έναν καιρό, ένακατάλευκο, όµορφο και περήφανοάλογο, έσερνε το αµάξι ενόςπλούσιου άρχοντα. Πλάι τουβρέθηκε για µια στιγµή ναπερπατάει ένας φτωχός καιταπεινός γαϊδαράκος, πουκουβαλούσε τα ξύλα ενός χωρικού.Το περήφανο άλογο του έριξε µιαπλάγια µατιά και του είπε:- Φτωχέ µου γάιδαρε, θα πρέπει ναείσαι πολύ δυστυχισµένος.- Γιατί; τον

- Επειδή υπηρετείς έναν φτωχόχωρικό.- Ίσα - ίσα, που είµαι πολύευχαριστηµένος, του απάντησε ογάιδαρος. ∆ουλεύω σκληρά τηνηµέρα, µα το βράδυ έχω όσο άχυροεπιθυµεί η ψυχή µου.- ∆υστυχισµένε! είπε πάλι το άλογο.Αν ήξερες πόσο όµορφα περνώεγώ, που υπηρετώ έναν πλούσιοκύριο!

Οι ληστές άρχισαν να δέρνουνχωρίς οίκτο το περήφανο άλογο...

Βέβαια, εργάζοµαι κι εγώ, αλλά δενκουβαλώ ξύλα, σαν και σένα.Σέρνω ένα πολυτελέστατο αµάξι.Απ' όπου περνάµε, όλοιπαραµερίζουν και βγάζουν τακαπέλα τους µε σεβασµό ενώεσένα, ποιος σου δίνει σηµασία;Ξέρεις τι κουβαλώ σήµερα; ∆υοκιβώτια µε χρυσάφι! Λοιπόν, δε µεζηλεύεις;- Όχι, δε σε ζηλεύω καθόλου! τουείπε ο γάιδαρος.- ∆ε µε ζηλεύεις που κουβαλώχρυσάφι µέσα σ' αυτή τηνπολυτελέστατη άµαξα; απόρησε τοάλογο.- Όχι!- Πρόσεξες τα χαλινάρια µου; Είναιολοκαίνουργια και από δέρµα, ενώτο δικό σου καπίστρι είναιφτιαγµένο από σκοινί! Φτωχέ µουγάιδαρε, θα πρέπει, στ' αλήθεια ναείσαι πολύ δυστυχισµένος!

- Μα, αφού σου λέω πως είµαιευτυχισµένος! επέµενε ο γάιδαρος.Ξαφνικά, από τη στροφή του δρόµουπαρουσιάστηκαν τρεις ληστές! Έναςαπό αυτούς χτύπησε µ' ένα ξύλοδυνατά το άλογο για να το αναγκάσεινα σταµατήσει, κι έπειτα, αφούέδεσαν τον αµαξά, πήραν τα δυοκιβώτια µε το χρυσάφι κι έφυγαν.Το άλογο στεκόταν καταλυπηµένο γι'αυτό που είχε συµβεί, µα ο γάιδαροςγελούσε δίπλα του.- Ε, παλιόφιλε! του είπε. Πιο πρινήσουν περήφανο που κουβαλούσεςχρυσάφι και έλεγες εµέναδυστυχισµένο. Λοιπόν, τι λες, τώρα;Εµείς οι ταπεινοί µπορεί να έχουµε τηφτώχια µας, αλλά έχουµε τουλάχιστοήσυχο το κεφάλι µας! Άντε γεια σουτώρα και περαστικά.

ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥΜια φορά κι έναν καιρό, ένας γάτοςκαι µια αλεπού έγιναν φίλοι καιαποφάσισαν να γυρίσουν µαζί τονκόσµο. Από φαγητό δεδυσκολεύονταν καθόλου γιατί, κάθεφορά που πεινούσαν, η αλεπούάρπαζε και από ένα κοτόπουλο καιτο έτρωγαν.- Λοιπόν; είπε µια µέρα η αλεπούστο γάτο, πώς σου φαίνοµαι; ∆ενείµαι καταπληκτική;- Γιατί κυρα - Μαριώ; τη ρώτησε ογάτος.- Είδες µε πόση εξυπνάδα και τέχνηκλέβω τα κοτόπουλα από τακοτέτσια;

Έχουν δίκιο όταν λένε ότι είµαι τοπιο πονηρό ζώο.- Να σου πω, της απάντησε ο γάτοςΞέρω κι εγώ ένα κόλπο, που αξίζειπερισσότερο από την πονηριά σου.- Ποιο κόλπο; τον ρώτησε ηαλεπού.- Άφησε, θα σου το πω αργότερα.- Γιατί δε µου το λες τώρα;- Προτιµώ να σου το δείξω στηνπράξη, για να το καταλάβεις.- Αλλά δεν τα καταφέρνω µόνο µετα κοτόπουλα, συνέχισε η αλεπούΞέρω να φτιάχνω τη φωλιά µου µετέτοιο τρόπο, ώστε να µπορώ ναβγαίνω εύκολα από αυτή χωρίς νακινδυνεύω.- Κι εγώ ξέρω ένα έξυπνο κόλποείπε πάλι ο γάτος.- ∆ε θα µου πεις το κόλπο σου; τουξαναρώτησε η αλεπού.- Όχι ακόµα, κάνε υποµονή.- Μπορώ ακόµα, είπε η αλεπού, νααποφεύγω τις παγίδες που µουστήνουν οι χωρικοί κοντά στασπίτια τους, για να µε πιάσουν.Πώς σου φαίνεται;- Σε παραδέχοµαι, κυρα - Μαριώ,αλλά... έχω κι εγώ το κόλπο µου.- Α, δε σου είπα και το άλλο. Κρύ-βοµαι µε τέτοιο τρόπο ανάµεσαστους θάµνους, που µπορώ ναξεγελάσω ακόµα και τα πουλιά...- Έχω κι εγώ το κόλπο µου, είπε γιοµια ακόµα φορά ο γάτος.- Μα, επιτέλους, ποιο είναι αυτό τοκόλπο; θύµωσε η αλεπού.- Μη βιάζεσαι κυρα - Μαριώ να τοµάθεις.

- Μου φαίνεται ότι µε κοροϊδεύεις!Εγώ σου τα είπα όλα κι εσύ...Εκείνη τη στιγµή παρουσιάστηκανδυο άγρια σκυλιά και τουςέστρωσαν στο κυνήγι.

- Τώρα θα δεις το κόλπο µου! είπεο γάτος στην αλεπού και µ' έναπήδηµα έφθασε κοντά σ' έναδέντρο και σκαρφάλωσε εύκολαστα κλαδιά του.

Και η αλεπού που δεν µπορούσε νασκαρφαλώσει σαν το γάτο,προσπάθησε να γλυτώσει µε τηντρεχάλα. Μα οι δυο σκύλοι τηνέφθασαν και της έκοψαν την ουράκαι το ένα αυτί. Με πολύ κόποκατάφερε να σώσει τη ζωή της καικατάλαβε από την ηµέρα εκείνη, ότιτο κόλπο του γάτου άξιζεπερισσότερο από την πονηριά της.

«Είδες ποιο είναι το κόλπο µου;»είπε τότε ο γάτος στην αλεπού...

ΕΝΑΣ ΠΟΝΗΡΟΣΑΓΡΙΟΓΑΤΟΣ

Σ' ένα µεγάλο δέντρο του δάσους είχανφτιάξει τις φωλιές τους κι έµεναν µε ταπαιδιά τους δύο ζώα κι ένα πουλί.Ανάµεσα στις ρίζες του δέντρου είχεφτιάξει τη φωλιά του ένα αγριογούρουνο,σε µια τρύπα του κορµού έµενε έναςαγριόγατος και σ' ένα κλαδί είχε τη φωλιάτου ένα γεράκι.Στην αρχή εύρισκαν άφθονη τροφή στοδάσος, αλλά σιγά - σιγά λιγόστευε. Αυτότου κακοφάνηκε του αγριόγατου και,πονηρός καθώς ήταν, αποφάσισε να βρειέναν τρόπο ώστε να διώξει τους δυογείτονες του για να µείνει µόνος και ναβρίσκει εύκολα την τροφή του.Μια και δυο ανεβαίνει ως τη φωλιά τουγερακιού και του λέει:- Αυτός ο γείτονας µας, τοαγριογούρουνο, δε µου αρέσει. Σκάβεισυνέχεια στις ρίζες και φοβάµαι ότι καµιάµέρα θα ρίξει το δέντρο.- Αλήθεια; είπε το γεράκι φοβισµένο.

«... Αυτό το γεράκι, µου µιλάεισυνέχεια για τα παιδιά σου...

- Ναι, δεν έχεις προσέξει πώςτρέµει το δέντρο όταν φυσάει οαέρας;- Ω... έκανες πολύ καλά που µου τοείπες και σ' ευχαριστώ! απάντησετο γεράκι. Θα πάρω τα παιδιά µουαµέσως και θα φύγω για να µησκοτωθούν τα καηµένα!- Γι' αυτό σου το είπα κι εγώ, γιατίλυπήθηκα τα παιδιά σου.- Κι εσύ; τον ρώτησε το γεράκι. Εσύθα µείνεις;- Αστειεύσαι; Θα φύγω όσο µπορώπιο γρήγορα!Ο πονηρός αγριόγατος κατέβηκεαµέσως στη φωλιά τουαγριογούρουνου.- Καληµέρα, γείτονα, του είπε.Θέλω να σου πω κάτι... Πώς σουφαίνεται αυτός ο γείτονας µας, τογεράκι; Όλο για τα παιδιά σουµιλάει.

Το αγριογούρουνο φοβήθηκε.- Μου λες αλήθεια, γείτονα; ρώτησε.- Γιατί να σου πω ψέµατα; Ξέρειςστα γεράκια δεν πρέπει να 'χεικανείς εµπιστοσύνη... Κι έτσι όπωςείναι παχουλούτσικα τα παιδιάσου... Χµ... εγώ στη θέση σου θα'παιρνα τα παιδιά µου και θα 'φευγαµακριά από αυτό το δάσος.- Σ' ευχαριστώ που µε ειδοποίησες,είπε το αγριογούρουνο. Θα πάρωτα παιδιά µου και θα φύγω µακριάγια να µην κινδυνεύουν.Έτσι, σε λίγο ο αγριόγατος έµεινεµόνος του στο δέντρο και στοδάσος και µπορούσε τώρα ναβρίσκει εύκολα την τροφή του... Μετην πονηριά του κατάφερε, ό,τι δεθα κατάφερνε ποτέ µε τη δύναµητου.Πρόσεχε µη σου αρπάξει κανέναόταν λείπεις.

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑΚΑΙ ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ

Κάποτε, ένα κουνάβι, είχε ανακαλύψειτις φωλιές µερικών περιστεριών,σκαρφάλωνε κάθε βράδυ σ' έναδέντρο και από κει άρπαζε κι έναπεριστέρι. Τα καηµένα τα περιστέρια,που είναι αθώα πλάσµατα και δεσκέφτονται ποτέ πονηρά, είχαν πέσεισε µεγάλη απελπισία. ∆εν ήξεραν τινα κάνουν για να σωθούν.Από το ένα στο άλλο, έµαθαν σε λίγοόλα τα πουλιά και όλα τα ζώα τοτροµερό κακό που είχε βρει ταπεριστέρια. Κοντά στα άλλα το έµαθεκαι το γεράκι που, όπως ξέρουµε,είναι ένα από τα πιο πονηρά καιεπικίνδυνα πουλιά.«Χµ, είπε µε το νου του. Πρέπει νακάνω το φίλο στα περιστέρια για να µ'εµπιστευθούν και να τα φάω εγώ αντίγια το κουνάβι».Μια και δυο αποφάσισε να επισκεφθείτη φωλιά των περιστεριών.- Έµαθα ότι σας συµβαίνει κάτιτροµερό, τους είπε.- Ναι, απάντησε ένα από ταπεριστέρια. Ένα κουνάβι έρχεται κάθεβράδυ και αρπάζει και από έναπεριστέρι. Είναι µεγάλη η απελπισίαµας. ∆εν ξέρουµε τι να κάνουµε γιανα σωθούµε.- Γι' αυτό ακριβώς ήλθα, τους είπε τογεράκι. Για να σας σώσω.- Να µας σώσεις;- Και βέβαια. Σας αγαπώδυστυχισµένα µου πουλιά και ότανέµαθα τι σας συµβαίνει λυπήθηκαπολύ, κι ήλθα να σας βοηθήσω νασωθείτε.

«... Ξέρω εγώ µια φωλιά στο δάσος...Μόλις νυχτώσει, να βγείτε ένα - ένα, γιανα µη σας δει το κουνάβι...».

- Και... µε ποιο τρόπο µπορείς ναµας σώσεις;- ∆εν καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότιπρέπει ν' αλλάξετε φωλιά; Να πάτεκάπου, όπου δε θα σας βρίσκει τοκουνάβι.- Ναι, ναι! έχεις δίκιο, είπαν ταπεριστέρια. Αυτό δεν τοσκεφτήκαµε. Αλλά, πού ναφτιάξουµε τη φωλιά µας;- Ξέρω εγώ ένα µέρος στο δάσος,όπου δε θα µπορέσει ποτέ να σαςανακαλύψει το κουνάβι. Μόνο που,για να µη σας δει, πρέπει ναερχόσαστε ένα -ένα.- Ω... σ' ευχαριστούµε πολύ.- Μα... τι λέτε; Θα χαρώ πολύ νασας βοηθήσω. Λοιπόν, είσαστεέτοιµα;- Ναι, ας αρχίσουµε να φεύγουµεένα - ένα, είπαν τα περιστέρια.Αυτό ήθελε και το πονηρό γεράκι.Ένα - ένα περιστέρι που έφθανεστο δάσος, το έτρωγε. Και δεγλύτωσε κανένα...

Τα περιστέρια δεν έπρεπε ναεµπιστευθούν το γεράκι, αφούήξεραν πόσο επικίνδυνο είναι. Έτσικαι οι καλοί άνθρωποι δεν πρέπεινα εµπιστεύονται τους κακούς.

ΤΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ ΚΑΙΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

Μια φορά ένα µυρµήγκι δενπρόσεξε εκεί που περπατούσε κιέπεσε στο νερό ενός ρυακιού. Κιόπως ήταν µικρό και δεν ήξερεκολύµπι, άρχισε να φωνάζειβοήθεια. Αλλά, ποιος µπορούσε ν'ακούσει τη φωνούλα του σε κείνητην ερηµιά;Ήταν σίγουρο πως θα πνιγεί, µαγια καλή του τύχη βρέθηκε πλάι τουένα ξυλαράκι. Το µυρµήγκι ανέβηκεαµέσως επάνω του και κοίταζεολόγυρα απελπισµένο...Όµως, και στο ξυλαράκι πουανέβηκε, ο κίνδυνος δεν είχεπεράσει. Το νερό ήταν ορµητικό κιαπό τη µια στιγµή στην άλλη θαµπορούσε ν' αναποδογυρίσει.- Βοήθεια! άρχισε πάλι να φωνάζει.Σώστε µε!Ποιος να το σώσει όµως;

Λίγο πιο κάτω το ρυάκι γινότανορµητικό, το ξυλαράκι θ'αναποδογύριζε και το µυρµήγκισίγουρα θα πνιγόταν.Εκείνη τη στιγµή, ένα περιστέρι πουείχε έλθει στο ρυάκι να πιει νερό,είδε το µυρµήγκι πάνω στο ξύλο,κατάλαβε πως θα πνιγόταν και τολυπήθηκε. Έτσι, έδωσε µια βουτιάστο νερό, άρπαξε µε το ράµφος τουτο ξυλαράκι και το σήκωσε ψηλά,για να το αφήσει έπειτα πάνω στοχώµα.- Σ' ευχαριστώ καλό µου περιστε-ράκι που µου έσωσες τη ζωή, τουείπε το µυρµήγκι. Μπορεί κάποτενα σε βοηθήσω κι εγώ.- Εσύ; του είπε το περιστέρι. Μεποιον τρόπο;- Και το πιο µικρό, και το πιοαδύνατο πλάσµα στη γη µπορεί ναπροσφέρει µια βοήθεια, του είπε τοµυρµήγκι.- Μπα, εσύ δεν µπορείς ναβοηθήσεις κανένα, του είπε τοπεριστέρι και προχώρησε λίγο πιοπέρα να βοσκήσει στο λιβάδι.«Ακούς εκεί! σκεφτόταν τοπεριστέρι και του ερχόταν ναγελάσει. Να µε βοηθήσει τοµυρµήγκι, που δεν µπορεί ούτε ένασπειρί σιτάρι να σηκώσει».Ναι, αυτό δεν µπορούσε να τοκαταλάβει. Ένα µυρµήγκι δεν είναιικανό ούτε τον εαυτό του ναβοηθήσει,

γιατί είναι το πιο αδύνατοπλάσµα στη γη.Μα να που, ένας κακός κυνηγόςπαρουσιάστηκε τη στιγµή εκείνηκαι σήκωσε το όπλο του νασκοτώσει το περιστέρι. Μα τοµυρµήγκι που τον είδε,σκαρφάλωσε στο πόδι του καιτον τσίµπησε δυνατά στηγάµπα, τη στιγµή που πατούσετη σκανδάλη. Ο κυνηγός πόνεσεαπό τη δαγκωµατιά τουµυρµηγκιού, τινάχτηκε, κινήθηκετο χέρι του και τα σκάγια έφυγανµακριά από το περιστέρι. Ναλοιπόν, που το µυρµήγκι είχεδίκιο. Και το πιο µικρό πλάσµα

Τα χέρια του κυνηγούκινήθηκαν, καθώς πατούσετη σκανδάλη κι έτσι γλύτωσετο περιστέρι.

Ο ΑΧΡΗΣΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

Ήταν κάποτε ένας κυνηγός, πουείχε ένα πολύ καλό και έξυπνοσκύλο. Οσµιζόταν εύκολα τουςλαγούς κι έτρεχε τόσο πολύ, πουδεν του γλύτωνε κανένας. Τουςάρπαζε και τους έφερνε στον κύριοτου.Ο κυνηγός τον αγαπούσε πολύ καιδε σταµατούσε ούτε στιγµή να τονπαινεύει σε γνωστούς και φίλους.- Έχω τον καλύτερο σκύλο τουκόσµου! τους έλεγε. ∆εν του έχειφύγει κανένας λαγός ως τώρα.Και ο σκύλος του που τον άκουγε,καµάρωνε κι ένιωθε ευτυχισµένος.Μια µέρα, όµως, έτσι καθώςκοιµόταν, πέρασε ένα αµάξι και του

έσπασε το πόδι. Ο καηµένος οσκύλος δεν µπορούσε πια, έτσιόπως κούτσαινε να κυνηγήσει.Ο κυνηγός λυπήθηκε πολύ γι' αυτόπου έπαθε ο σκύλος του... Τώραπια δεν µπορούσε να κυνηγήσει,δεν µπορούσε να τρέχει και ναπιάνει τους λαγούς και τ' άλλααγρίµια, όπως πριν.- Τι να σε κάνω τώρα πια; τουέλεγε. Μου είσαι άχρηστος... Άδικαθα τρως το ψωµί σου.

Όµως, δεν µπορώ και να σε διώξω,σε λυπάµαι... Κάθησε σε µια γωνιάνα µη σε βλέπω, γιατί θαστενοχωριέµαι.Οι γείτονες του άρχισαν τότε να τονσυµβουλεύουν να διώξει τονάχρηστο σκύλο από το σπίτι του.- ∆εν πειράζει, απαντούσε οκυνηγός. Το λυπάµαι τοδυστυχισµένο... Αργότερα, ότανµπορέσω θ' αγοράσω κανένανάλλο σκύλο.Ο δυστυχισµένος σκύλος πουάκουσε αυτά τα λόγια,στενοχωρήθηκε πολύ και, κούτσα -κούτσα αποφάσισε να πάει µιαβόλτα ως το δάσος. Εκεί, καθώςξάπλωσε στον ίσκιο, οσµίστηκε έναµανιτάρι. Είναι ένα είδος µανιταριώνπου µυρίζουν πολύ όµορφα, πουβρίσκονται µέσα στη γη και τα

πουλούν πολύ

Με τα µπροστινά του πόδια έσκαψετο χώµα και το έβγαλε στηνεπιφάνεια. Έπειτα, ψάχνονταςβρήκε κι άλλα µανιτάρια. Όταναργότερα ο κυνηγός είδε ταµανιτάρια, δεν πίστευε στα µάτιατου. Χάιδεψε µε συγκίνηση τονέξυπνο σκύλο του και του είπε:- Είσαι πολύ καλός! Με ταµανιτάρια που θα οσµίζεσαι και θαβγάζεις από το χώµα, θακερδίσουµε περισσότερα απ' όσακερδίζαµε µε τους λαγούς.Έτσι, η καλοσύνη του κυνηγού τουβγήκε σε καλό. Ο κουτσός σκύλοςτου, που δεν έδιωξε, δεν ήτανκαθόλου µα καθόλου άχρηστος. Μετη βοήθεια του κέρδιζε πολλάχρήµατα

«Μπράβο, είπε οκυνηγός στονσκύλο του. Μ' αυτάτα µανιτάρια θακερδίσουµε πολλάχρήµατα...».

Η ΕΚ∆ΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥΝα και µια ιστορία που µοιάζεικάπως µε την προηγούµενη. Μιαφορά κι έναν καιρό ζούσε έναςχωρικός κι είχε έναν πιστό καιέξυπνο σκύλο. Έναν πολύπροκοµµένο σκύλο. Ήξερε νακυνηγάει, να οδηγεί το κοπάδι µε ταπρόβατα στη βοσκή, να φυλάειάγρυπνα το σπίτι για να µηνπλησιάζουν οι κλέφτες και οι κακοίάνθρωποι.Μα, όπως όλα τα πλάσµατα στη γη,έτσι και ο σκύλος της ιστορίας µας,ήλθε ο καιρός που γέρασε.

∆εν µπορούσε πια να κυνηγήσει κιούτε να οδηγήσει το κοπάδι στηβοσκή. Το µόνο που µπορούσε νακάνει ήταν να γαυγίζει, ότανπλησίαζε κανένας ξένος.Ο χωρικός, όµως, ήταν κακός καιαχάριστος άνθρωπος. Όταν είδε ότιο σκύλος γέρασε, άρχισε να τουφέρνεται άσχηµα. ∆εν του έδινε ναφάει όπως πριν, του πετούσεκάπου - κάπου κανέναξεροκόµµατο και πολλές φορές τονκλωτσούσε.- Φύγε από µπροστά µου να µη σεβλέπω, παλιόσκυλο! του έλεγε. ∆εµου χρειάζεσαι πια!

Πολλές φορές περνούσαν πολλέςµέρες χωρίς να του δώσει ούτε ένακοµµάτι ψωµί να φάει. Και θα είχεπεθάνει το δυστυχισµένο σκυλί, ανδεν το λυπόνταν οι γείτονες καιπροπαντός τα παιδιά, που τουέδιναν πρόθυµα ένα κοµµάτι απότο ψωµί τους.- ∆εν το λυπάσαι το καηµένο τοζώο; είπε µια µέρα ένας γείτοναςστο χωρικό. Ουρλιάζει από τηνπείνα...- Γιατί να το λυπηθώ; απάντησεεκείνος. Να του δώσω άδικα τοψωµί µου, αφού δε µου χρειάζεταισε τίποτε;Ένα βράδυ πλησίασαν στο σπίτιτου χωρικού µερικοί ληστές. Οσκύλος τους πήρε είδηση µα δεγαύγισε.«Αφού µου φέρνεται άσχηµα κιείναι τόσο αχάριστος, σκέφτηκε, θατου φερθώ κι εγώ άσχηµα. Θ'αφήσω τους ληστές να τονκλέψουν, για να καταλάβει πόσοχρήσιµος είµαι ακόµα!»Έτσι οι ληστές πήραν µε την ησυχίατους όλα τα λεφτά του χωρικού κιόταν το πρωί ξύπνησε και είδεάδειο το σεντούκι του, από τηνπολλή στενοχώρια του πέθανε!

Ο σκύλος δεν γαύγισε και οι ληστέςανέβηκαν στο σπίτι...

Ο ΓΕΡΟΓΑΤΟΣΜια φορά κι έναν καιρό ήταν σ' ένασπίτι ένας γάτος, πολύ έξυπνος καιγρήγορος και αλίµονο στον ποντικόπου θα τολµούσε να ξεµυτίσει. ∆ενµπορούσε να του ξεφύγει µε κανένατρόπο. Έδινε ένα σάλτο και τονγράπωνε µε τα νύχια του. Είχε γίνει,όπως λένε, ο φόβος και ο τρόµοςτων ποντικών του σπιτιού εκείνου,αλλά και όλης της περιοχής.Αυτή η επιτυχία που είχε στο κυνήγιτων ποντικών, τον είχε κάνειπερήφανο κι εγωιστή.- Εµένα δε µου ξεφεύγει κανέναςποντικός! έλεγε στους άλλουςγάτους που τύχαινε να συναντήσειστο δρόµο του. ∆εν πέρασε µέραπου να µην έπιασα και από έναν.∆ε θυµάµαι να έχω πεινάσει ποτέστη ζωή µου.Όµως, κάποτε, γέρασε κι ο γάτοςµας. Άρχισε να µη βλέπει καλά, ναµην οσµίζεται όπως πριν, να µηνακούει και το χειρότερο απ' όλα ναµην είναι ευκίνητος. Σπάνια έπιανεκανέναν ποντικό, κανένα γερο -ποντικό, σαν εκείνον...Οι άλλοι γάτοι άρχισαν τώρα να τονπεριγελούν.

- Τι γίνεται; του έλεγαν. Μάθαµε ότιστο σπίτι σου υπάρχουν πολλάποντίκια και δε σε φοβούνται πια.Γέρασες καηµένε!- Εγώ; έλεγε ο γερο - γάτος. Σαςδίνω το λόγο µου ότι σε λίγες µέρεςδε θα υπάρχει κανένας ποντικόςστο σπίτι...- Μπα; Και... πώς θα τους διώξεις;- ∆ε θα τους διώξω. Θα τους φάω.- Και πώς δεν τους έφαγες ωςτώρα;- Έννοια σας και θα δείτε ποιοςείµαι εγώ!Εκείνη την ηµέρα ο γερο - γάτοςγύρισε στο σπίτι του καιπροσπαθούσε να βρει τρόπο για ναπιάσει όλους τους ποντικούς.Και σκέφτηκε ένα... πανούργοσχέδιο. Μπήκε µέσα στο τσουβάλιµε το αλεύρι, κυλίστηκε κι έγινεκάτασπρος.«Τώρα που θα 'ρθουν οι ποντικοίνα φάνε αλεύρι, σκέφθηκε, δε θα µεδουν έτσι όπως είµαι άσπρος καιθα τους αρπάξω...»

Άρχισε να ξερογλείφεται. Ήτανσίγουρος ότι οι ποντικοί θαέπεφταν στην παγίδα του. Μεαυτό το σχέδιο θα χόρταινεπάλι ποντικούς.Όµως... ο γερο - γάτος ξέχασεέξω από το τσουβάλι την ουράτου! Οι ποντικοί τον πήρανείδηση και το 'βαλαν στα πόδια!Έτσι, ο γερο - γάτος έµεινε πάλινηστικός και δεν τόλµησε ναβγει άλλη φορά στο δρόµο καινα περηφανευτεί, όπως είχεκάνει τόσες και τόσες φορές...

Ο ποντικός είδε την ουρά τουαλευρωµένου γάτου νακουνιέται και τόβαλε σταπόδια...

Η ΤΙΜΩΡΙΑΤΗΣ

ΠΡΟΒΑΤΙΝΑΣΜια φορά µια προβατίνααρρώστησε και µάδησε το µαλλίτης. Πλησίαζε χειµώνας και οβοσκός του κοπαδιού, για να µηνπάθει τίποτε από το κρύο ηπροβατίνα, την έντυσε µε το δέρµαενός λύκου, που είχε σκοτώσει εδώκαι πολύν καιρό.Όταν η προβατίνα παρουσιάστηκεστο κοπάδι, τα άλλα πρόβατα τηνόµισαν για λύκο και το 'βαλαν σταπόδια να γλυτώσουν, µε φοβισµέναβελάσµατα. Αυτό άρεσε πολύ στηνπροβατίνα. Αντί να βελάξει για νατους δώσει να καταλάβουν πως δενείναι λύκος, αποφάσισε να τροµάξειόλα τα κοπάδια του χωριού. Έτσι,προχωρούσε µε προφύλαξη,κρυβόταν πίσω από ένα θάµνο κιόταν πλησίαζε κανένα κοπάδι,παρουσιαζόταν ξαφνικά. Ταπρόβατα σκόρπιζαν τότε εδώ κι εκείκαι η προβατίνα διασκέδαζε µε τοφόβο τους.

Και δεν ήταν µόνο που διασκέδαζε,αλλά όταν τ' άλλα πρόβαταέφευγαν, εκείνη καθόταν πίσω τουςήσυχα ήσυχα κι έτρωγε το καλύτεροχορτάρι.«Α... µ' αυτό το παλτό που µουφόρεσαν τα περνώ θαυµάσια! έλεγεστον εαυτό της. Είµαι... καιπροβατίνα και λύκος!»

Ένα πρωί βγήκε να βοσκήσει κιάκουσε κουδούνια ν' αντηχούν.Ερχόταν πάλι κάποιο κοπάδι.«Τώρα θα γελάσω µε την ψυχήµου!» σκέφτηκε.Κρύφτηκε πίσω από µια πέτρα, τοκοπάδι πλησίασε και ξαφνικάπετάχτηκε. Τα πρόβατα πουείδαν... το λύκο, το 'βαλαν σταπόδια κι έγιναν άφαντα...«Πάλι τα κατάφερα!» είπε µε το νουτης και άρχισε να τρώει το παχύχορτάρι µε την ησυχία της.∆υο βοσκοί, όµως, που την είδανκαι πίστεψαν κι αυτοί πως είναιλύκος, έτρεξαν κοντά της καιάρχισαν να τη χτυπούν δυνατά µετα ραβδιά τους.- Να, παλιολύκε! φώναζαν. Αυτόσου χρειάζεται!Έφαγε τόσο ξύλο η προβατίνα καιόταν κατάλαβε πως θα τησκότωναν αποφάσισε να βελάξει.

Οι δυο βοσκοί, που νόµισανπως ήταν λύκος, άρχισαν ναχτυπούν την προβατίνα πουτης άρεσαν τ' αστεία...

- Μπεεε! έκανε. Είµαι προβατίνα κιόχι λύκος!Οι βοσκοί που άκουσαν τη φωνή της,σταµάτησαν πια να τη χτυπούν. Έτσιγλύτωσε, µα το πάθηµα της έγινεµάθηµα και από τη στιγµή εκείνηέτρωγε ήσυχα - ήσυχα το χορτάρι τηςκαι άφησε κατά µέρος τ' αστεία...

Ο ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ ΓΑΤΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανένας γάτος σ' ένα πλούσιο κιαρχοντικό σπίτι. Ήτανολοµόναχος, δεν του έλειπετίποτε και όλοι τον αγαπούσαν.Το υπόγειο του σπιτιού ήτανγεµάτο ποντίκια κι έτσι, ότανήθελε, έπιανε κάποιο από αυτάκαι γέµιζε το στοµάχι του.Μα είχε ένα µεγάλο ελάττωµααυτός ο γάτος. Ήταν λαίµαργοςκαι λιχούδης. ∆εν του έφτανανοι ποντικοί. Ήθελε να δοκιµάζειαπ' όλα τα φαγητά και τιςλιχουδιές του σπιτιού. Μια µέραξεσκέπασε µια κατσαρόλα στηνκουζίνα, άπλωσε το πόδι τουκαι άρπαξε ένα µεζέ.Ο κύριος του τον είδε και τουείπε: - Γιατί το έκανες αυτό; ∆ενξέρεις ότι οι γάτοι δεν πρέπει ναπειράζουν τα φαγητά τωνανθρώπων; Και ποντικοίυπάρχουν να φας, και ψάριασου φέρνω και αποφάγιαπολλά µένουν..

Τι άλλο θέλεις, λοιπόν; Άλλοτε ναµη το ξανακάνεις, γιατί θα σετιµωρήσω.Μα ο γάτος µας, δεν έβαλε µυαλό.Μια µέρα έσπασε ένα βάζο µεγλυκό, µα για καλή του τύχη οκύριος του νόµισε πως το έσπασανοι ποντικοί κι έτσι τη γλύτωσε. Κιαντί να βάλει µυαλό ο γάτος µας καινα σταµατήσει να µπαίνει στηνκουζίνα, συνέχισε να δοκιµάζει όλατα φαγητά που εύρισκε µπροστάτου.Ένα απόγευµα είδε µερικά σταµνιάπου είχε βάλει στην αράδα ο κύριοςτου πάνω σε µια φαρδιά σανίδα,ψηλά στον τοίχο. Ήταν σταµνιάγεµάτα λάδι, µα ο γάτος δεν το'ξερε. Φανταζόταν πως θα ήτανγεµάτα παστό ψάρι. Έτσι, έδωσεένα σάλτο και βρέθηκε πάνω στησανίδα. Αλλά µε το βάρος του ησανίδα έγειρε και τα σταµνιά µε τολάδι έπεσαν το ένα πίσω από τοάλλο

και... έγιναν θρύψαλα!Έµπαινε κρυφά στην κουζίνα καιάρπαζε ό,τι εύρισκε στιςκατσαρόλες.Ο γάτος τα έχασε... ∆εν µπορούσενα καταλάβει πώς έγινε αυτή ηκαταστροφή...Κοίταζε το λάδι που είχεπληµµυρίσει το πάτωµα καισκεφτόταν ότι ο κύριος του θα τονσκότωνε γι' αυτή τη ζηµιά.«Τι έκανα ο βλάκας!» είπε µε το νουτου. Με κατάστρεψε η λαιµαργίαµου. Πρέπει να βγω από το σπίτιγια να νοµίσει ο κύριος µου ότι τασταµνιά τα έριξαν οι ποντικοί. Θαφύγω και θα 'ρθω πολύ αργά».Μα δεν πρόλαβε να κάνει βήµα...Εκείνη τη στιγµή έµπαινε στο σπίτικαι ο άρχοντας. Όταν είδε τοµεγάλο κακό που είχε γίνει, άρπαξεένα ξύλο και άρχισε να χτυπά τογάτο. Κι αφού του έδωσε αρκετές,του είπε να φύγει και να µηνξαναγυρίσει ποτέ πια πίσω.Έτσι ο λαίµαργος γάτος,αναγκάστηκε να µείνει µόνος τουστο δάσος, χωρίς παρέα, χωρίςφροντίδα... Έτρωγε κάπου - κάπουκανένα ποντικό, σκεφτόταν πόσοόµορφα περνούσε στο σπίτι τουάρχοντα και τον έπιαναν τακλάµατα. Καταριόταν τότε τηλαιµαργία του και µετάνοιωνεπικρά. Μα τώρα πια ήταν πολύαργά...

Κι έτσι, ο λαίµαργοςγάτος, ύστερα από τοξύλο, έφυγε για πάντααπό το πλούσιοαρχοντικό...

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΑΚΙ

--

Ένα πουλάκι βγήκε µια µέρα γιακυνήγι και, πάνω σ' ένα δέντρο είδεένα µικρό σκουληκάκι, µια απόκείνες τις κάµπιες που τρώνε ταφύλλα. Ετοιµάστηκε, λοιπόν να τοαρπάξει και να το φάει, όταν τοσκουληκάκι του είπε:- Σε παρακαλώ, µη µε τρως... Είµαιµικρό ακόµα και µόλις γνώρισα τονκόσµο. Άφησε µε να µεγαλώσωλιγάκι, να χαρώ τη ζωή... Τι θακαταλάβεις αν µε φας τώρα; Είµαιτόσο µικρό που δεν πρόκειται ναχορτάσεις µε µένα. Κάνε µου τηχάρη και άφησε µε να ζήσω.Μα το πουλάκι του είπε:Είναι δυνατόν να σε αφήσω; Τώρασε βρήκα, τώρα θα σε φάω.Αλλοίµονό µας αν λυπόµαστε τασκουληκάκια.

«Άφησε µε να ζήσω,είµαι µικρό ακόµα!»,παρακάλεσε τοσκουληκάκι.

Είµαι µικρό πουλάκι ακόµα και δενέχω γνωρίσει τη ζωή. Άφησέ µε ναµεγαλώσω, να γίνω χοντρό και τότεµε πιάνεις. Τώρα, τι θα καταλάβειςαν µε φας; Είµαι τόσο µικρό και δενπρόκειται να χορτάσεις.- Είναι δυνατόν να σε αφήσω τώραπου σ' έπιασα; του είπε ο χωρικός.Μπορεί να µη χορτάσω µε σένα, µαείσαι ένας πολύ νόστιµος µεζές!- Υπάρχουν τόσα και τόσα πουλιάγύρω σου, συνέχισε να τονπαρακαλάει το πουλάκι. Πιάσε ένααπό αυτά και άφησέ µε να ζήσωακόµα λίγο... Είναι τόσο όµορφη ηζωή, είναι κρίµα να τη στερηθώ απότώρα...- Μη µε παρακαλάς άλλο, του είπεο σκληρός χωρικός, γιατί πάνεχαµένα τα λόγια σου. ∆εν είµαικουτός να σε αφήσω τώρα που σ'έπιασα.Κι έτσι, το πουλάκι που δελυπήθηκε το µικρό σκουληκάκι καιδεν το άφησε να ζήσει, είχε καικείνο την ίδια τύχη. Το έφαγε οχωρικός... Όταν έχεις σκληρήκαρδιά και δε λυπάσαι, κάποτε θαπέσεις στα χέρια κάποιου, που δεθα σε λυπηθεί και σένα...

Θα πεθαίναµε από την πείνα!- Εσύ έχεις φτερά, του είπε τότε τοσκουλήκι, µπορείς να πετάξεις µακριάκαι να βρεις µπόλικη τροφή καιαρκετά µεγάλα σκουλήκια. Για µιαακόµα φορά σε παρακαλώ, άφησε µενα ζήσω... Άφησε µε να φάω τοφυλλα-ράκι µου, να χαρώ τον ήλιο καιτον αέρα... Κι όταν µεγαλώσω έλα ναµε φας...- Και πού θα σε βρω εγώ ότανµεγαλώσεις; του είπε το πουλάκι.Και χωρίς άλλη κουβέντα έφαγε τοσκουληκάκι.Όµως, λίγο αργότερα, το πουλάκιέπεσε στα δίχτυα ενός χωρικού πουείχε απλώσει στα κλαδιά ενόςδέντρου... Και σε λίγο βρέθηκεφυλακισµένο στο χοντρό χέρι τουχωρικού...Σε παρακαλώ, είπε τότε στον χωρικόλυπήσουµε και άφησε µε να ζήσω.

Η ΜΑΪΜΟΥΚΑΙ Ο

ΖΗΤΙΑΝΟΣΉταν κάποτε ένας γερο - ζητιάνοςκι είχε µια µαϊµού. Γύριζε από τόποσε τόπο, έπαιζε µε τη φλογέρα του,η µαϊµού χόρευε, έκανε διάφορααστεία ακροβατικά, κι ύστεραέπαιρνε το καπέλο του γέρου καιέκανε βόλτα ανάµεσα στουςανθρώπους πουπαρακολουθούσαν το θέαµα, για ναρίξουν καµιά δεκάρα...Μ' αυτά τα λίγα λεφτά έπαιρνανκανένα κοµµάτι ψωµί και ζούσαν.Τα βράδια, πολλές φορές, όταν δενεύρισκαν καµιά καλύβα, έµεναν σεσπηλιές ή κάτω από τα δέντρα...Αρκετές µέρες είχαν µείνει καινηστικοί.Ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη ηζωή τους µα την είχαν συνηθίσει.

Ο γέρος αγαπούσε πολύ τη µαϊµούπου τον βοηθούσε να ζήσει, αλλάκαι κείνη τον αγαπούσε γιατί τονείχε συνηθίσει πια. Έπειτα τηςάρεσε να γνωρίζει διάφορα µέρη...Μια µέρα έτυχε να δώσουν µια απότις παραστάσεις τους κοντά σ' ένανζωολογικό κήπο. Η µαϊµού είδεπίσω από τα κάγκελα διάφορα ζώα,και µαϊµούδες, να τρώνε άφθονοφαγητό, να κοιµούνται ή νακάθονται, ενώ µερικά παιδιά έξωαπό τα κάγκελα τα κοίταζαν µεπολύ ενδιαφέρον.

«Τι όµορφα που περνούν αυτά ταζώα! είπε µε το νου της η µαϊµού.∆εν κουράζονται να περπατούν,όπως εγώ, δε χοροπηδούν, δεδίνουν παραστάσεις κι έχουνάφθονο φαγητό και ήσυχο ύπνο...Α, πόσο τα ζηλεύω! Πόσο θα 'θελανα 'µουν κι εγώ µαζί τους!»Και το βράδυ, η µαϊµού αποφάσισεν' αφήσει το γερο - ζητιάνο και ναπάει να µείνει κι αυτή στοζωολογικό κήπο, µέσα σ' ένασιδερένιο κλουβί. Όταν κοιµήθηκε ογέρος, γλίστρησε σιγά - σιγά, και σελίγο, έφθανε στο ζωολογικό κήποκαι από ένα δέντρο πήδησε σ' ένακλουβί µε µαϊµούδες.Εκεί βρήκε αρκετό φαγητό ώσπουχόρτασε, κι έπειτα έπεσε νακοιµηθεί πάνω στο παχύ καικαθαρό άχυρο. Το πρωί, ότανξύπνησε είδε µερικά παιδάκια έξωαπό τα κάγκελα να την κοιτάζουν.Όµως... αυτά τα κάγκελα δεν τηςάρεσαν... Όλη της τη ζωή θα τηνπερνούσε λοιπόν, εδώ; Να βλέπειτα ίδια και τα ίδια, να µην ταξιδεύει,να µη γυρίζει εδώ κι εκεί; Κι ο καλόςτης ο γερο - ζητιάνος τι έκανε µόνοςτου;

Ω... πόσο της έλειπε, πόσο τοναγαπούσε...Και, µια και δυο πήδησε από τοκλουβί κι έτρεξε να τον βρει. Τονβρήκε να κάθεται στενοχωρηµένοςέξω από την πόλη. Έπεσε αµέσωςστην αγκαλιά του κι ο γερο - ζητιάνοςπου φοβόταν πως την είχε χάσει γιαπάντα την υποδέχτηκε µε δάκρυα σταµάτια. Κι ύστερα άρχισαν ναχοροπηδούν από τη χαρά τους.Ζούσαν τόσο ευτυχισµένα και οι δυοτους µέσα στη φτώχεια τους... ∆ενείναι τα πλούτη εκείνα που σε κάνουνευτυχισµένο. Μεγαλύτερη ευτυχία γιατους ανθρώπους και τα ζώα είναι ηελευθερία και η αγάπη.

Η µαϊµού και ο ζητιάνος,άρχισαν τότε ναχοροπηδούν από τηχαρά τους, πουξαναβρήκε ο ένας τονάλλο...

Ο ΜΥΛΩΝΑΣΚΑΙ Ο ΓΑΤΟΣ

ΤΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν έναςµυλωνάς κι είχε έναν γάτο. Όσοήταν νέος ο γάτος, κυνηγούσε τουςποντικούς και ο µυλωνάς τοναγαπούσε. Μα όταν γέρασε, οµυλωνάς άρχισε να γκρινιάζει καινα του φέρνεται άσχηµα.- Σήκω τεµπέλη! του φώναζε. Τικάθεσαι ξαπλωµένος όλη τη µέρα!Ο µύλος γέµισε ποντικούς. Ηδουλειά σου είναι να κυνηγάςποντίκια και όχι να κοιµάσαι!Μα ο καηµένος ο γάτος δεν µπο-ρούσε να κυνηγήσει ποντικούς όχιγιατί είχε τεµπελιάσει αλλά γιατί είχεγεράσει.«Τι κακός που είναι ο κόσµος!σκεφτόταν ο γάτος. Όσον καιρόκυνηγούσα ποντικούς, ήµουνκαλός.

Τώρα που γέρασα θέλει να µεπετάξει. Όµως και κείνος θαγεράσει µια µέρα. Πώς θα του φανείαν τα παιδιά του τον πετάξουν απότο σπίτι του;»Ένα βράδυ, ο µυλωνάς, που είχεκαι τα νεύρα του, όταν είδε το γάτοξαπλωµένο, τον άρπαξε και τονπέταξε έξω από την πόρτα.

- Φύγε! του είπε. Και να µηντολµήσεις να πατήσεις το πόδι σουστο µύλο.Ο δυστυχισµένος ο γάτος, ζάρωσεσε µια γωνιά και αποφάσισε ναπεριµένει εκεί µήπως και περνούσεο θυµός του µυλωνά, το πρωί πουθα ξυπνούσε.Έκανε κρύο και αν έµενε ως τοπρωί θα πάγωνε. Πού να πάει ναµείνει; ∆εν είχε φύγει ποτέ από τονµύλο, από τη µέρα που γεννήθηκε.Προτιµούσε να πεθάνει εδώ παράνα φύγει.Η νύχτα προχώρησε και σε µιαστιγµή, τρεις ληστές πλησίαζανστον µύλο. Ήθελαν να σκοτώσουντον µυλωνά και να τον ληστέψουν.

άνοιξε το παράθυρο κι όταν είδε τουςληστές άρπαξε την καραµπίνα του.Εκείνοι το 'βαλαν στα πόδια για ναγλυτώσουν. Μετανοιωµένος τότε οµυλωνάς βγήκε έξω και πήρε στηναγκαλιά του το γάτο.- Σ' ευχαριστώ, του είπε. Μου έσωσεςτη ζωή κι εγώ σου φέρθηκα τόσοάσχηµα. ∆ε θα το ξανακάνω, σου τουπόσχοµαι. Θα φέρω έναν άλλο γάτονα πιάνει τους ποντικούς κι εσύ θατρως και θα κοιµάσαι... Αρκετούςποντικούς έπιασες στη ζωή σου.Κι έτσι ο γάτος µας έζησεευτυχισµένα γεράµατα στο µύλο πουγεννήθηκε και που τόσο πολύ

Οι ληστές πήραν τότε δρόµο, για ναγλυτώσουν...

Μα ο ένας από αυτούς δεν είδε τογάτο και του πάτησε την ουρά. Ογάτος ούρλιασε από τον πόνο, οµυλωνάς τον άκουσε,

Η ΤΙΜΩΡΙΑΤΟΥ

ΚΥΝΗΓΟΥ

Ένας κυνηγός βγήκε µια µέρα µε τοσκύλο του για κυνήγι. Ήταν πολύέξυπνος ο σκύλος και ο κυνηγόςτον αγαπούσε σαν παιδί του. Όλητη µέρα τον έπαιρνε µαζί του, όπουκι αν πήγαινε.Ξαφνικά, ο σκύλος πήρε είδηση ένακουνάβι κι ετοιµάστηκε να ορµήσεικαταπάνω του. Το είδε και οκυνηγός και του φάνηκε παράξενοπώς το κουνάβι δεν έφυγε,ακούγοντας τα βήµατα του. ∆ενάργησε να πάρει την απάντηση. Τοκουνάβι δεν έφυγε γιατί πάλευε µ'ένα µεγάλο φίδι. Το φίδιπροσπαθούσε να του επιτεθεί καινα το σκοτώσει µε το δηλητήριο τουκαι το κουνάβι προσπαθούσε κιαυτό να βρει ευκαιρία και ναδαγκώσει το φίδι πίσω από τολαιµό για να το σκοτώσει.

Ήταν ένα συναρπαστικό θέαµα πουλίγες φορές µπορεί να τοπαρακολουθήσει κανείς. Ο σκύλοςκοίταζε τη µονοµαχία και ήτανέτοιµος να ορµήσει. Όσο για τονκυνηγό, κατέβασε την καραµπίνατου για να είναι έτοιµος.Το κουνάβι, που αφοσιωµένοκαθώς ήταν στη θανάσιµηµονοµαχία δεν είχε πάρει είδησητον κυνηγό και το σκύλο του,ετοιµάστηκε να ορµήσει. Έδωσεένα σάλτο, µα το φίδι στριφογύρισεκαι δεν το άφησε να το αρπάξει απότο λαιµό.Ο κυνηγός, αφού παρακολούθησεγια λίγο αυτή την παράξενηµονοµαχία, σήκωσε το όπλο του καιµε όλη του την άνεση σκότωσε τοκουνάβι, που του ήταν χρήσιµο, γιατο πολύτιµο δέρµα του.

Το φίδι, όταν άκουσε τονπυροβολισµό, έπεσε αµέσως κάτωκαι βιάστηκε να κρυφτεί ανάµεσααπό µερικά ξερά χορτάρια.- Έλα, είπε ο κυνηγός στο σκύλοτου. Τι κάθεσαι; Πήγαινε να µουφέρεις το κουνάβι!Ο κυνηγός είχε ξεχάσει το φίδι καιδε σκέφτηκε να το βρει και να τοσκοτώσει. Εκείνο που τον ένοιαζεήταν το κουνάβι µε το πολύτιµοδέρµα του. Ο σκύλος έτρεξεαµέσως ν' αρπάξει το νεκρόκουνάβι και να του το φέρει. Μα,ξαφνικά, καθώς πέρασε µπροστάαπό το φίδι, εκείνο πετάχτηκεαπότοµα και του δάγκωσε το πόδι...Κι ήταν τόσο τροµερό το δηλητήριοτου, που ο σκύλος πέθανε αµέσως.Ο κυνηγός πυροβόλησε αυτή τηφορά το φίδι κι έτρεξε κλαίγονταςκοντά στο νεκρό σκύλο του.Τον κούνησε, προσπάθησε να τονσηκώσει, µα το δυστυχισµένο τοζώο ήταν πια νεκρό. Το δηλητήριοτου φιδιού δεν αστειεύεται.- Εγώ φταίω! φώναξε. Με τιµώρησεο Θεός γι' αυτό που έκανα!

Σκότωσα το κουνάβι τη στιγµή πουαγωνιζόταν να σκοτώσει το φίδι,αυτό το επικίνδυνο ερπετό, πουείναι εχθρός των ζώων και τωνανθρώπων... Αντί να σκοτώσω τοφίδι σκότωσα το αθώο κουνάβι καινα ποια είναι η τιµωρία µου! Έχασατον αγαπηµένο µου σκύλο...Αυτό το παραµύθι µας διδάσκει ναµην είµαστε σκληροί στα ζώα πουµας κάνουν καλό.

Το φίδι τινάχτηκε ξαφνικά και δάγκωσε τοσκύλο στο πόδι...

Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙΟ ΒΑΤΡΑΧΟΣ

Μια µικρή και τεµπέλα χελώνα, είπεµια µέρα στη µητέρα της:- Μητέρα, εµείς οι χελώνες, είµαστετα πιο δυστυχισµένα ζώα της γης.- Γιατί το λες αυτό κόρη µου; τηρώτησε εκείνη.- Γιατί κουβαλάµε συνέχεια αυτό τοβαρύ καύκαλο και δεν µπορούµε νατρέξουµε, να πηδήσουµε, αλλά όλοσερνόµαστε πάνω στη γη.- Μη στενοχωριέσαι, κόρη µου, τηςαπάντησε η µητέρα της πουγνώριζε πολλά από τη ζωή. Μηνπαραπονιέσαι, γιατί αρκετά ζώαµας ζηλεύουν που κουβαλάµε αυτότο βαρύ καύκαλο.- Μα... τι λες, µητέρα; είπε η µικρήχελώνα. Κανένα ζώο δε µαςζηλεύει!

Έχω γνωρίσει ένα βάτραχο κιέχουµε γίνει φίλοι...- Λοιπόν;- Κάθε φορά που µε βλέπει µελυπάται κι εγώ τον ζηλεύω. Να δειςκάτι πηδήµατα που δίνει! Πέφτειστη λίµνη µε το νερό, βγαίνει έξω,πηδάει δεξιά κι αριστερά κι είναιανάλαφρο το σώµα του. Είναι,λοιπόν, να µη στενοχωριέµαι πουγεννήθηκα χελώνα;- Κι όµως, πρέπει να είσαιευτυχισµένη, της είπε η µητέρα της.Θυµήσου τα λόγια µου, γιατί θα'ρθει µια µέρα που θα µεδικαιολογήσεις.- Μα... εγώ δεν έχω πηδήσει ποτέµου! παραπονέθηκε η µικρήχελώνα. ∆εν καταλαβαίνεις πόσοβασανίζοµαι και πικραίνοµαι,

όταν βλέπω το φίλο µου τοβάτραχο που πηδάει; Και κείνοςόλο και περηφανεύεται µπροστάµου, για να µε κάνει ναστενοχωριέµαι περισσότερο.- Άκουσε τη συµβουλή που σουέδωσα, µικρή µου και δε θαµετανιώσεις.Ένα µεσηµέρι η µικρή χελώνα πήγενα βρει το φίλο της το βάτραχο.Εκείνος µόλις την είδε άρχισε ταχαρούµενα πηδήµατά του.- Αχ! αναστέναξε η χελώνα. Πάψενα πηδάς, σε παρακαλώ, γιατί θατρελαθώ από τον καηµό µου.Ο βάτραχος στάθηκε απέναντι της.- Τι να σου κάνω, δυστυχισµένη;της είπε. Βλέπεις... έτυχε ναγεννηθείς χελώνα.Ξαφνικά ακούστηκε δυνατόςθόρυβος. Ήταν ένα άλογο πουκάλπαζε προς το µέρος τους. Σελίγο τους έφθασε και το ένα τουπόδι, βαρύ και πεταλωµένο έπεσεπάνω στη χελώνα. Μα το καύκαλοτης ήταν πολύ γερό και µ' όλο αυτότο βάρος δεν έσπασε...

Έτσι, η χελώνα, που είχε κρυφτείστο καβούκι της, σώθηκε. Μα δενέγινε το ίδιο και µε το βάτραχο.Έδωσε ένα σάλτο, µα τον βρήκε τοπισινό πόδι του αλόγου, τονπάτησε και τον έλιωσε...Τροµαγµένη η χελώνα ξεκίνησε ναβρει τη µητέρα της.- Τι έπαθες; τη ρώτησε εκείνη.- Ο φίλος µου ο βάτραχοςσκοτώθηκε! απάντησε η µικρήχελώνα και της εξήγησε τι συνέβη.- Είδες λοιπόν που είχα δίκιο κείνητην ηµέρα; της είπε η µητέρα της.Το σκληρό και βαρύ καύκαλο σουέσωσε τη ζωή! Άλλη φορά να µηνπαραπονιέσαι που γεννήθηκεςχελώνα...

Το βαρύ πεταλωµένοπόδι του αλόγου, έπεσεπάνω στη χελώνα...

Ο ΠΟΝΗΡΟΣΓΑΪ∆ΑΡΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν έναςχωρικός που είχε ένα µικρό αµάξικαι το έσερνε ένας γάιδαρος. Με τοαµάξι αυτό κουβαλούσε διάφοραπράγµατα από τη µια πόλη στηνάλλη και κέρδιζε το ψωµί του.Ανάµεσα στις δυο πολιτείες υπήρχεένα ποτάµι. Μα το γεφύρι ήτανχτισµένο πολύ µακριά και για ναφτάσει στην άλλη πόλη ο χωρικός,έκανε έναν µεγάλο κύκλο µε τοαµάξι του.Αυτό δεν του άρεσε του γαϊδάρου,γιατί κουραζόταν να κάνει τόσοδρόµο.«Είναι κουτό το αφεντικό µου,σκέφτηκε µια µέρα. Θα γλυτώναµεαρκετό δρόµο αν περνούσαµε µέσααπό το ποτάµι».Κι επειδή ο κύριος του συνήθιζε νακοιµάται πάνω στο αµάξι,

ο πονηρός γάιδαρος αποφάσισεµια µέρα να περάσει µέσα από τονερό και όχι από το γεφύρι.Και µια και δυο, βγήκε από τονµεγάλο δρόµο και κατηφόρισε προςτο ποτάµι...Εκείνη την ηµέρα το αµάξι ήτανφορτωµένο µε αλάτι. Έτσι, όταν τοαµάξι µπήκε στο νερό, αρκετό απότο αλάτι έλιωσε, το αµάξι αλάφρυνεαρκετά και ο γάιδαρος έµεινεενθουσιασµένος.«Μπράβο µου! είπε στον εαυτό του.Αυτό θα κάνω κάθε µέρα. Θαπερνώ µέσα από το ποτάµι».Το αφεντικό του, που κοιµόταν, δενπήρε τίποτε είδηση.Την άλλη µέρα ο χωρικός φόρτωσετο αµάξι του µε σφουγγάρια καιόταν ξεκίνησε από την πολιτεία, τονπήρε ο ύπνος.

Ο πονηρός ο γάιδαρος αποφάσισενα περάσει πάλι από τοποτάµι...Όµως, αυτή τη φορά τηνέπαθε. Γιατί τα σφουγγάρια δενέλιωσαν, όπως το αλάτι. Έγινε τοαντίθετο. Ρούφηξαν νερό και... τοφορτίο έγινε τόσο 6αρύ, που ογάιδαρος δεν µπορούσε να σύρει τοαµάξι κι έµεινε στη µέση στοποτάµι...Ο χωρικός ξύπνησε σε µια στιγµή,είδε τι συµβαίνει κι έβαλε τις φωνές.- Ποιος σου είπε, παλιογάιδαρε να'ρθεις από το ποτάµι; φώναξε.

Πήδησε στο νερό, έσπρωξε τοαµάξι κι ύστερα από πολύ κόποκατάφερε να το βγάλει στην άλληόχθη. Εκεί, ξυλοφόρτωσε τογάιδαρο που... δέχτηκε το ξύλοχωρίς να βγάλει άχνα.- Για να µάθεις να µην κάνεις τουκεφαλιού σου! του είπε ο χωρικός.Για να µάθεις άλλη φορά ναπηγαίνεις από το γεφύρι. Νοµίζειςότι είσαι πιο πονηρός εσύ από τουςανθρώπους;Και, από την ηµέρα εκείνη ο...πονηρός γάιδαρος πήγαινευποµονετικά ως το γεφύρι και απόκει περνούσε στην απέναντι όχθη.Το πάθηµα του είχε γίνει µάθηµα.

Μα την άλλη µέρα, το αµάξι ήτανφορτωµένο µε σφουγγάρια...